ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÅíäéáöÝñïíôåò 

ÃåùñãÝëçò Âáóßëçò: Ìåëßññõôïò, Ëüãéïò, ÅõñõìáèÞò

                                    Βιογραφικü 

     Ο ΒÜσιλης ΓεωργÝλης (Κορυδαλλüς, 1970) εßναι απüφοιτος του τμÞματος Ιστορßας & Αρχαιολογßας και τελειüφοιτος του τμÞματος ΚοινωνικÞς Εργασßας. Δραστηριοποιεßται εργασιακÜ ως Φιλüλογος και Διευθυντικü στÝλεχος στην ΙδιωτικÞ Εκπαßδευση απü το 1996. ¸χει να επιδεßξει σημαντικÞ συγγραφικÞ δραστηριüτητα στο αντικεßμενü του, τüσο υπü μορφÞ βιβλßων (Ýχουν εκδοθεß Þδη δýο), üσο κι Üρθρων εκπαιδευτικοý περιεχομÝνου στον ημερÞσιο τýπο.


-----------------------------------------------------------------

                                         ΛÞθη

     Σουροýπωσε στη μεγÜλη πüλη... Οι δρüμοι γÝμισαν φþτα και χρþματα... συνδυασμοß πολýχρωμης αýρας, θολοß κι ευκρινεßς, κινοýμενοι, ακßνητοι, χýθηκαν μαζß στην τερÜστια παλÝτα ενüς αüρατου ζωγρÜφου, για να αναμειχθοýν σε απροσδιüριστους εκ των προτÝρων ρυθμοýς με φüντο το σκοýρο μπλε του ΦλεβαριÜτικου ουρανοý. ¹ταν ΤετÜρτη, μεσοβδüμαδα, μßζερη μÝρα κι οι Üνθρωποι στους δρüμους και τα μαγαζιÜ, πßσω απü τις βιτρßνες Þ τα φωτεινÜ παρÜθυρα των σπιτιþν, Üκουσαν το εσωτερικü κÜλεσμα της ζωÞς κι Ýνιωσαν το ρυθμü της, που τους ωθοýσε να ασχοληθοýν με üσα εßχαν κατÜ νου να πρÜξουν Þ συνÝχιζαν Þδη να πρÜττουν. Το πολýβουο πλÞθος χýθηκε για να παραταχθεß στα πεδßα της καθημερινüτητας, στη θÝση που ο καθÝνας Þταν ορισμÝνος, ακολουθþντας πιστÜ (και για üσο θα διαρκοýσε αυτüς ο αγþνας - μÞπως θα τελεßωνε και ποτÝ;) τις διαταγÝς της αüρατης μηχανÞς, μÝρος της οποßας εßμαστε τελικÜ üλοι.
     Στη στÜση του λεωφορεßου περßμενε ο συνηθισμÝνος κüσμος, στη συνηθισμÝνη þρα, για τη συνηθισμÝνη διαδρομÞ ενüς συνηθισμÝνου οχÞματος με ασυνÞθιστα εκνευρισμÝνο οδηγü, που, üπως συνηθιζüταν, καθυστεροýσε σχεδüν πÜντα να βρßσκεται εκεß που πρÝπει, στο χρüνο που Ýπρεπε (οι πßνακες ανακοινþσεων με τα δρομολüγια λÝνε πÜντα ψÝμματα κι αυτü εßναι μια αλÞθεια αναμφισβÞτητη...). ΑυτÜ πÜνω-κÜτω σκεφτüταν κι εκεßνος την þρα που, ακολουθþντας την αγÝλη των επιβατþν, διÜβαινε την πüρτα του μηχανικοý τÝρατος που θα τον μετÝφερε στον προορισμü του...
     Ποιος εßναι εκεßνος; Μα Ýχει καμιÜ σημασßα αυτü; Θα μποροýσε να εßναι ο οποιοσδÞποτε, εγþ, εσεßς, ο Üγνωστος Üντρας Þ γυναßκα της διπλανÞς θÝσης, üλοι αυτοß που κινοýνται παρÜλληλα, δßπλα μας, οι σýντροφοι της καθημερινüτητας, πρüσωπα οικεßα αλλÜ και τüσο ασÞμαντα, ταυτüτητες χωρßς ταυτüτητα... ΒÝβαια, και για το σκοπü της ιστορßας μας, ο Üγνωστος εκεßνος Üντρας πρÝπει να Ýχει Ýνα üνομα τÝτοιο þστε να εßναι Üμεσα προσδιορßσιμος. ΕπειδÞ üμως το üνομα αυτü δεν μας Ýχει αποκαλυφτεß, θα πρÝπει προφανþς να του δþσουμε Ýνα εμεßς. Θα τον αποκαλοýμε λοιπüν “ο κýριος Χ.” και νομßζω üτι αυτÞ η πρüταση θα μας αφÞσει τελικÜ üλους ικανοποιημÝνους. 
     Ας περιγρÜψουμε üμως την εικüνα αυτοý του ανθρþπου: Ο κýριος Χ. πλησιÜζει την ηλικßα των σαρÜντα, εßναι μÝσου αναστÞματος, με περιττÜ κιλÜ να συσσωρεýονται γýρω απü τη μÝση του, στρογγυλοπρüσωπος με αραιÜ μαλλιÜ, συμπαθητικüς στην üψη, Þρεμος, γαλÞνιος, χαμογελαστüς. Η ενδυματολογßα του φανερþνει εκπρüσωπο της μÝσης τÜξης, Ýνα φυσιολογικü, εýκολα αναγνωρßσιμο μικροαστü περιορισμÝνης οικονομικÞς δυνατüτητας. Η βÝρα που στενεýει το δÜχτυλü του δηλþνει πως εßναι παντρεμÝνος, και μÜλιστα εδþ και χρüνια, παρüλο που ο καημÝνος δεν κατÜφερε ακüμη να κÜνει παιδιÜ (αν και το θÝλει πολý). ΚρατÜ Ýνα χαρτοφýλακα δερμÜτινο, πολυχρησιμοποιημÝνο üπως φαßνεται, που σßγουρα κÜποια στιγμÞ θα πρÝπει να τον αλλÜξει, αν δεν επιθυμεß να βρεθεß στη δυσÜρεστη θÝση να δει το πολýτιμο (και βαρý) υλικü του να σκορπßζεται Üτακτα προς κÜθε κατεýθυνση. Τι δουλειÜ να κÜνει; Νομßζω εýκολα αναγνωρßζεται. Εßναι καθηγητÞς, Φιλüλογος μÜλιστα, και διδÜσκει, εδþ και χρüνια, σε Ýνα ΦροντιστÞριο ΜÝσης Εκπαßδευσης κοντÜ στο σπßτι του. Θεωρεßται καλüς στη δουλειÜ του. Οι μαθητÝς του τον σÝβονται, οι συνÜδελφοß του τον εκτιμοýν (εßναι βλÝπετε και ο παλαιüτερος εργαζüμενος στην επιχεßρηση, και ποτÝ δεν Ýδωσε αφορμÞ Ýστω και για το ελÜχιστο παρÜπονο, πÜντα υπÞρξε τυπικüς κι ευσυνεßδητος). Το μερÜκι του βÝβαια Þταν να πιÜσει μια καλÞ θÝση στο Δημüσιο, να διοριστεß μüνιμος σε Σχολεßο. Οι καιροß üμως Þταν χαλεποß. Ο παρÜδεισος της μονιμüτητας απαιτοýσε κι Üλλα πρÜγματα (κυρßως Üλλα πρÜγματα!), πÝραν της προσωπικÞς αξßας του καθενüς κι εκεßνος βÝβαια Þξερε πως δεν τα διÝθετε. Κι Ýτσι, τι να κÜνει, αποδÝχτηκε την αδυναμßα του και προσπÜθησε να ανταποκριθεß σε ü,τι εßχε μπροστÜ του. Και τα κατÜφερε καλÜ κατÜ γενικÞ ομολογßα... 
     Ο κýριος Χ. μüλις τþρα κρατÞθηκε, καταβÜλλοντας μεγÜλη προσπÜθεια να μη χÜσει την ισορροπßα του, απü μια χειρολαβÞ καθþς ο οδηγüς του λεωφορεßου φρÝναρε απüτομα, εξαιτßας κÜποιου Üλλου οδηγοý (προφανþς ταξιτζÞς...) που Ýκοψε απüτομα ταχýτητα, ενþ προπορευüταν. ΑνÜμεσα στο ακατÜσχετο υβρεολüγιο του οδηγοý, που ακολοýθησε χρονικÜ το γεγονüς, ο κýριος Χ. φÜνηκε να χαμογελÜ.
 “Γιατß οι Üνθρωποι δεν θα μποροýσαν να  εßναι πιο υπομονετικοß στις απλÝς, στιγμιαßες περιστÜσεις;” σκÝφτηκε μüνος του και σα να συμφωνοýσε με τη φωνÞ μÝσα του, κοýνησε το κεφÜλι του επιδοκιμαστικÜ. “¼λα γßνονται, φτÜνει να μην υπÜρχει βιασýνη...” συμπλÞρωσε η φωνÞ.
     Ναι, Ýτσι εßναι, το Þξερε, το διÜβαζε παντοý, το δßδασκε μÜλιστα και στα παιδιÜ. ¸νιωθε σßγουρος για τον εαυτü του, γιατß πßστευε πως εßχε συλλÜβει σωστÜ το νüημα και το σκοπü της ανθρþπινης ýπαρξης, κι αυτü τον Ýκανε να αισθÜνεται ασφαλÞς, και η ασφÜλεια εßναι το καλýτερο αγχολυτικü στην κοινωνßα που ζοýμε, Þ μÞπως üχι; ΒÝβαια, το πρüβλημα δημιουργεßται αλλοý, στην περßπτωση δηλαδÞ που, ενþ εσý ο ßδιος βρßσκεσαι σε αρμονßα με τον κüσμο που ζεις μιας κι Ýχεις διαμορφþσει συγκροτημÝνη αντßληψη γι’ αυτüν, κÜποιοι Üλλοι δεν το κÜνουν, δεν το Ýχουν φιλοσοφÞσει αρκετÜ, πÝρα και πßσω απü την επιφανειακÜ ουδÝτερη αντßληψη που Ýχουν για τους ßδιους και το περιβÜλλον τους. Κι αυτü δημιουργεß Ýνταση, ειδικÜ üταν δýο τÝτοιοι τýποι συμβιþνουν απü κοινοý, πüσο μÜλιστα üταν πρüκειται για Ýνα ζευγÜρι παντρεμÝνων.
     ΕντÜξει, τη γυναßκα του την αγαπÜει, αυτü εßναι δεδομÝνο. Και καταλαβαßνει πþς εßναι να προσπαθεß κανεßς να αντεπεξÝλθει στα προβλÞματα που συνεχþς ανακýπτουν, Ýνας ΓολγοθÜς απü υποχρεþσεις που πρÝπει να ρυθμιστοýν Üμεσα: κüστος ζωÞς, λογαριασμοß, γραμμÜτια, πλÞρωσε αυτü, πλÞρωσε τ’Üλλο, τα χρÞματα εßναι λßγα, αλλιþς τα εßχαμε υπολογßσει, δεν Ýχουμε χρüνο (οýτε χρÞμα) να βγοýμε, δε διασκεδÜζουμε, βÜσανα, üλο βÜσανα... ΛογικÜ, üλα λογικÜ. Μα, και τι να γßνει; “C’ est la vie” αγαπητÞ μου, υπομονÞ, üλα θα γßνουν στον καιρü τους, εμεßς να εßμαστε καλÜ. 
     Τß δηλαδÞ, της εßχε πει τßποτα κακü; ΜÞπως της εßχε συμπεριφερθεß Üσχημα, της κακομßλησε, την Ýβρισε, τη χτýπησε, την... την... ¼χι. ΑντιθÝτως προσπαθεß να εßναι πÜντα σωστüς απÝναντß της, να ικανοποιεß (στο μÝτρο που μπορεß) τις ανÜγκες της, να τη βλÝπει πÜντα χαροýμενη κι ευτυχισμÝνη. Κι εκεßνη, ενþ το καταλαβαßνει, þρες - þρες εκνευρßζεται, αντιδρÜ, ξεσπÜ πÜνω του και καυγαδßζουν. ¼πως, λüγου χÜρη πρßν απü λßγο... Τι φταßει δηλαδÞ εκεßνος; ΜÞπως δεν προσπαθεß;
     Ο κýριος Χ δυσφüρησε.
 “Ω, δεν εßναι þρα για τÝτοιες σκÝψεις” εßπε μÝσα του “φτÜνει ü,τι προηγÞθηκε. ΧρειÜζεται να ηρεμÞσω, να διþξω το σýννεφο που με θολþνει, να αφÞσω στην Üκρη τα προσωπικÜ προβλÞματα. Πηγαßνω στη δουλειÜ, δεν πρÝπει να τα κουβαλþ μαζß μου. ΤÝλος, τÝλος για σÞμερα. ¼ταν γυρßσω βλÝπουμε”.
     ¹δη Ýνιωθε καλýτερα.
 “Καλþς, πολý καλþς. Τα κατÜφερα λιγÜκι. Μα μπορþ να τα καταφÝρω περισσüτερο. Δεν Ýχω üμως τüσο χρüνο. Να, μüλις περÜσαμε τα φανÜρια με τα Σχολεßα στη γωνßα. ¿ρα να χτυπÞσω το κουδοýνι. ΠρÝπει να κατÝβω.” εßπε και κοßταξε το ρολüι του.
     Και κατÝβηκε, στην τüσο γνωστÞ του στÜση, αυτÞ πÜνω στη λεωφüρο με το μαγαζß ψιλικþν πßσω της (ωραßο μαγαζß, πολλÝς φορÝς αγüραζε απü τον κýριο που το εßχε τσιγÜρα, üχι πακÝτο αλλÜ καπνü. Ο καπνüς, Ýλεγε, Þταν πιο ”υγιεινüς”, μα -μεταξý μας- αυτü αποτελοýσε απλÜ μια φτηνÞ δικαιολογßα. Η αλÞθεια εßναι üτι αγüραζε καπνü γιατß Ýτσι και πιο λßγα τσιγÜρα κÜπνιζε και πιο οικονομικÜ του ερχüταν). Τþρα Ýπρεπε να περÜσει στην απÝναντι πλευρÜ. Αυτü θα το Ýκανε στο φανÜρι, λßγα μÝτρα πιο κÜτω. Η κÜθετη στη λεωφüρο οδüς, κüβοντας αριστερÜ, οδηγοýσε στο ΦροντιστÞριο που δοýλευε. Εκεß βρισκüταν ο προορισμüς του.
     ¢ρχισε να διανýει αργÜ τα μÝτρα, βαδßζοντας στο δεξιü πεζοδρüμιο της καθüδου, βλÝποντας καθαρÜ -κι αυτü Ýχει μεγÜλη σημασßα για τη συνÝχεια- τους τρßχρωμους διπλοýς λαμπτÞρες να εßναι αναμμÝνοι στο πρÜσινο. Ο ουρανüς μπροστÜ του (üσο δηλαδÞ Üφηναν οι πολυκατοικßες να φανεß) εßχε πÜρει Ýνα χρþμα γκρßζο μπλε. Η ατμüσφαιρα εßχε καθαρßσει. Τα σχÞματα των σπιτιþν διαγρÜφονταν με κÜθε λεπτομÝρεια. ΠραγματικÜ μποροýσε κανεßς να δει τα πÜντα σε εντÝλεια, τüσο ορατÜ καθαρÞ, που του φÜνηκε -περßεργο- πως η αντßθεση του ουρανοý με το μπετüν δημιουργοýσε, στο σημεßο που ενþνονταν, Ýνα στρþμα απü λευκü σýννεφο, σαν Ýνα αμυδρü φως να καλýπτει το περßγραμμα των κτιρßων λÜμποντας αχνÜ πÜνω απü τις στÝγες, Ýνα φως Üσπρου καπνοý που σχημÜτιζε νÞματα με κατεýθυνση τον ουρανü, στριφογυριστÝς, φιδßσιες γραμμÝς. Και...   
     Και τþρα βρÝθηκε να περπατÜ κοιτþντας μπροστÜ. O δρüμος σκοτεßνιαζε σε σημεßα Üρα θα Ýπρεπε να προσÝχει ιδιαßτερα τις λακκοýβες στο πεζοδρüμιο αν δεν Þθελε να βρεθεß σε θÝση δυσÜρεστη. Κοßταξε κÜτω και μετÜ αριστερÜ. Εßδε τη θολÞ του φιγοýρα να διαγρÜφεται στη βιτρßνα ενüς μαγαζιοý που πουλοýσε τροφÝς για κατοικßδια. Εκεß σταμÜτησε. Γιατß εκεß Þταν που Ýμεινε αποσβολωμÝνος, που ο κüσμος του φÜνηκε να χÜνει την πραγματικÞ του υπüσταση, σαν κÜποιο κενü μνÞμης να Ýκανε το μυαλü του να μη μπορεß να οργανþσει σωστÜ τις παραστÜσεις που τα μÜτια του μετÝδιδαν στον εγκÝφαλο. ΚÜτι δεν πÞγαινε καλÜ εδþ, κÜτι εßχε αλλÜξει ξαφνικÜ, δεν Þταν φυσιολογικü αυτü που συνÝβαινε. Μα, επιτÝλους, τι εßχε συμβεß;
     ¢ρχισε να σκÝφτεται, φωναχτÜ αυτÞ τη φορÜ... “ΑριστερÜ, αρισ.. δεξιÜ, üχι αριστερÜ, δεξιÜ, βρισκüμουν...” Μα ναι, βÝβαια, περπατοýσε τþρα στο αριστερü πεζοδρüμιο της λεωφüρου, παρüλο που αποβιβÜστηκε απü το λεωφορεßο στη δεξιÜ πλευρÜ της. ΔεδομÝνο πρþτο: Εßχε περÜσει λοιπüν απÝναντι. Ναι, αλλÜ γιατß δεν το θυμüταν; Και πþς μπüρεσε να διαβεß μια κεντρικÞ λεωφüρο, απορροφημÝνος και χαμÝνος στους ρεμβασμοýς του, χωρßς καθüλου να προσÝξει τα απειλητικÜ διερχüμενα αυτοκßνητα (τα οποßα οýτε καν εßχε ακοýσει να περνοýν); Πþς πÝρασε λοιπüν με τüση ευκολßα;
 “Εßναι γιατß πÝρασα απü το φανÜρι...”. Ανατρßχιασε και το ρßγος διÝτρεξε τη ραχοκοκαλιÜ του. ΔεδομÝνο δεýτερο: το φανÜρι Þταν αναμμÝνο πρÜσινο, δεν θα Þταν ποτÝ δυνατü (εκτüς κι αν εßχε αυτοκτονικÝς τÜσεις) να εßχε διασχßσει κÜθετα το δρüμο. Τüτε; “Τüτε ας προχωρÞσω και στο ΦροντιστÞριο θα τα σκεφτþ καλýτερα”.
     Ναι, σωστÜ, αλλÜ ΠΟΥ εßναι ο δρüμος για το ΦροντιστÞριο;    
     ¸νιωσε üτι θα κατÝρρεε Üμεσα. Τον κατÝλαβε μια τÜση που θüλωσε τα μÜτια του -σßγουρα θα Ýκανε εμετü Þ θα λιποθυμοýσε (και τßποτε απü τα δýο δεν του Þταν ευχÜριστο). ΚρατÞθηκε απü την πρþτη κολüνα που βρÞκε μπροστÜ του (Þ μÞπως Þταν κÜγκελα;) και βüγκηξε. Για κÜποιο χρονικü διÜστημα που του φÜνηκε απροσδιüριστο Ýμεινε σ’ αυτÞ τη θÝση. ¸πειτα, Üρχισε να ανακτÜ τις αισθÞσεις του και γεμÜτος απü Ýνα συναßσθημα πλÞρους αμηχανßας, τüλμησε να σηκþσει το κεφÜλι του μπροστÜ...
     Δεν το πßστευε, δεν Þταν δυνατü, τα μÜτια του παραλογßζονταν. ΠοιÜ εßναι αυτÞ η περιοχÞ, ποý βρßσκεται, üχι, κÜποιο λÜθος Ýχει γßνει. ¼σο üμως κι αν προσπÜθησε να αποδιþξει την εικüνα, αυτÞ αρνιüταν πεισματικÜ να φýγει, Ýμενε εκεß, αυστηρÞ, απαρÜλλαχτη, να του λÝει το ßδιο και το ßδιο πρÜγμα σε επανÜληψη:
 “Εßσαι κÜπου αλλοý!”.
     Με μια αξιολýπητη κßνηση, σαν μεθυσμÝνος, γýρισε πßσω του, μÞπως και κατÜφερνε να βρει μια λýση. Εßδε τη λεωφüρο να χÜνεται στο βÜθος και τα τροχοφüρα να αγκομαχοýν διασχßζοντας την, εßδε τα φþτα να παιχνιδßζουν κοροúδευτικÜ, εßδε τα σπßτια, τους ανθρþπους. Μα κυρßως εßδε, πÝντε-Ýξι τετρÜγωνα πιο κÜτω τα φανÜρια, τα γνωστÜ φανÜρια, που ßσα που διακρßνονταν, εκεß που θα Ýπρεπε λογικÜ να βρßσκεται αλλÜ για Ýνα ανεξÞγητο λüγο δε βρισκüταν. Και üταν το συνειδητοποßησε, και το Ýνιωσε σαν πραγματικü, απüκτησε ξανÜ την αßσθηση του προσανατολισμοý του. Και αναγκÜστηκε τελικÜ να το δεχτεß: ποιος ξÝρει πþς, χωρßς ο ßδιος να το συνειδητοποιÞσει τη στιγμÞ που συνÝβη, στεκüταν δýο περßπου στÜσεις μακρýτερα απü το σημεßο που εßχε κατεβεß, στην αντßθετη πλευρÜ του δρüμου! Αυτü Þταν το τελικü δεδομÝνο.
 “Μα πþς εßναι δυνατüν” σκÝφτηκε “πþς δεν το κατÜλαβα, αφαιρÝθηκα;”
     ΑυτÞ εßναι μια ερμηνεßα κýριε Χ. που μπορεß να ευσταθεß. Για δες üμως και το ρολüι σου να σιγουρευτεßς. Απü την þρα που κατÝβηκες στη στÜση ως τþρα πÝρασαν ακριβþς δυο λεπτÜ παρÜ κÜτι, και σε δýο λεπτÜ δεν μπορεß (εκτüς κι αν εßσαι αθλητÞς του στßβου -και το ξÝρεις καλÜ üτι δεν εßσαι) να διÜνυσες τüσο μεγÜλη απüσταση ακüμη κι αν Ýτρεχες με την ψυχÞ στο στüμα. Σιγουρεýτηκες λοιπüν; ΜÜλιστα. Τþρα γýρνα πßσω να πας στη δουλειÜ σου, περπατþντας üσο πιο γρÞγορα μπορεßς και χρονομÝτρησε την απüσταση. Το Ýκανες; Τι χρüνο Ýγραψες; ΕπτÜ λεπτÜ; Τüσο πολý; Α, μα νομßζω üτι χρειÜζεσαι γυμναστικÞ καλÝ μου κýριε...
     Εκεßνο το βρÜδυ ο ÞρωÜς μας Ýνιωσε üτι κÜτι Üλλαξε μÝσα του, και επιδρÜσεις αυτοý του «κÜτι» υπÞρξαν Üμεσες. Γιατß, εκεßνο το βρÜδυ, δßδαξε τις τÜξεις του με τÝτοιο τρüπο που τα παιδιÜ Ýμειναν να τον κοιτοýν αποσβολωμÝνα. ΑυτÜ που Ýλεγε του φαßνονταν τüσο καθαρÜ, τüσο μεστÜ, τüσο ουσιþδη, ßσως για πρþτη φορÜ απü τüτε που Þταν φοιτητÞς Ýνιωσε την ιδιαßτερη μαγεßα της γνþσης να χρωματßζει τους Þχους και τα νοÞματα, κι αυτü Þταν που τον ενθουσßασε. Δεν πρüσεξε üμως, Þ δεν εννüησε, üτι οι μαθητÝς του δεν κατÜλαβαν λÝξη απ’üσα εßπε, üτι -üπως παραπονÝθηκαν στις μεταξý τους συζητÞσεις στα διαλεßμματα- δεν Üκουσαν τßποτε Üλλο παρÜ ασυναρτησßες και πρÜγματα ασýνδετα, και πως για πρþτη φορÜ στον καιρü που τους δßδασκε, ο κýριος Χ. Þταν εκτüς τüπου και χρüνου... Πüσο αλÞθεια Üραγε περιεßχε αυτÞ η φρÜση!
     Γýρισε σπßτι Ýχοντας ανÜμεικτα συναισθÞματα, το κυριüτερο των ποßων Þταν ο Ýντονος προβληματισμüς, τüσο σε σχÝση με την πρωτüγνωρη εμπερßα που εßχε πριν λßγες þρες ζÞσει, üσο και για τις συνÝπειÝς της, üπως αυτÝς φÜνηκαν μÝσα στην τἀξη, την þρα του μαθÞματος. ΠροσπÜθησε να βÜλει σε τÜξη τις σκÝψεις του, αλλÜ αυτü δεν Ýφερε κανÝνα αποτÝλεσμα, αντßθετα εßχε επιτεßνει τη σýγχυση μÝσα του. Κι üταν η γυναßκα του διαπßστωσε, χÜρη στην αλλüκοτη, «χαμÝνη», συμπεριφορÜ του, üτι κÜτι τον απασχολοýσε και τον ρþτησε να μÜθει, αυτüς αποφÜσισε να της διηγηθεß το περιστατικü. Κι Ýτσι Ýκανε. Το Ýψαξε λßγο να βρει τη σωστÞ διατýπωση, και αφοý πÞρε βαθιÜ ανÜσα, ξεκßνησε λÝγοντÜς της:
 -“ΞÝρεις αγÜπη μου συνÝβη κÜτι περßεργο σÞμερα. ΤηλεμεταφÝρθηκα δýο στÜσεις παρακÜτω...” Τι το Þθελε...
     Γιατß αυτü που εισÝπραξε δεν Þταν η κατανüηση (üπως περßμενε) αλλÜ ο χλευασμüς κι η αποδοκιμασßα. Η γυναßκα του, σ' Ýνα παροξυσμü νεýρων,  τον κατηγüρησε πως η αφηρημÜδα του εßχε πια ξεπερÜσει κÜθε üριο, üτι þρες-þρες φερüτανε χειρüτερα κι απü παιδß, üτι η φαντασιοπληξßα του εßχε γßνει πια επικßνδυνη. Αφοý τα πρÜγματα Þταν λογικÜ (τι ωραßα λÝξη για να αποστομþνει κανεßς!), δεν πρüσεχε, εßχε χαθεß στις σκÝψεις του, πετοýσε στα σýννεφα, ζοýσε στο δικü του κüσμο ως συνÞθως, και τα λοιπÜ, και τα λοιπÜ, με αποτÝλεσμα να μην καταλÜβει üτι, απορροφημÝνος καθþς Þταν στη μακαριüτητÜ του, εßχε περÜσει απÝναντι και προχωροýσε χωρßς να κοιτÜζει γýρω του, με αποτÝλεσμα να χÜσει το δρüμο του. ΑπλÜ πρÜγματα, Ýτσι δεν εßναι;
     Μα, αφοý η αßσθηση αυτÞ Þταν τελεßως πρωτüγνωρη, δεν του εßχε ξανατýχει τÝτοιο πρÜγμα, δεν μπορεß να Ýγιναν üλα τüσο εýκολα, εξÜλλου το ρολüι... Τßποτε, τßποτε, δεν Üκουγε κουβÝντα. Μοýτρωσε, κοýνησε το κεφÜλι της, σοýφρωσε τα χεßλη της και τον κοßταξε με οßκτο.
 -“Τελεßωνε το φαγητü σου και πÜμε για ýπνο” εßπε ξερÜ, “ΑρκετÜ Ýχω περÜσει üλες αυτÝς τις μÝρες, δε θÝλω κι Üλλα!”, κι η γνþμη της τελικÜ υπερßσχυσε.
     Στις μÝρες που πÝρασαν τα πρÜγματα φÜνηκαν να επανÝρχονται σε ρυθμοýς φυσιολογικοýς. Το γεγονüς ξεθþριασε στο μυαλü του (αν και κÜτι -εκεß βαθιÜ- Ýμενε, Ýνα ενοχλητικü στßγμα θýμησης που τον φüβιζε), οι ρυθμοß του ακολοýθησαν την πεπατημÝνη, η γυναßκα του (τι ανακοýφιση ΘεÝ!) δεν γκρßνιαζε, οι μαθητÝς του δε δυσανασχÝτησαν. Θα μποροýσαμε να ποýμε κι Üλλα σχετικÜ με τη χρονικÞ αυτÞ περßοδο, üμως πολý φοβÜμαι üτι θα γεμßζαμε σελßδες με ανιαρÜ επαναλαμβανüμενες αναφορÝς, και κÜτι τÝτοιο δεν εßναι μÝσα στις προθÝσεις μας. Γι’ αυτü και θα κÜνουμε την υπÝρβαση, Ýνα Üλμα μÝσα στο χρüνο και θα οδηγηθοýμε εκεß ακριβþς που θÝλουμε, στα ενδιαφÝροντα. Γιατß το θÝμα εßναι πως, üταν κÜτι συμβαßνει μοναδικÜ, μια φορÜ, μπορεß κÜλλιστα να κατηγοριοποιηθεß ως “σýμπτωση”, τυχαßο δηλαδÞ (αν υφßσταται η Ýννοια “τυχαßο”) κι ανεπανÜληπτο γεγονüς. ΑλλÜ αν κÜτι συμβεß ξανÜ; Τüτε τι Ýχουμε; Μια ομÜδα συμπτþσεων Þ -üπως το Ýθεσε ο διÜσημος εκεßνος φυσικüς- Ýνα νüμο; Δýσκολη η απÜντηση και γßνεται δυσκολüτερη γι’ αυτοýς που δεν τους απασχολοýν τÝτοια ζητÞματα.
     Σαν το κýριο Χ. δηλαδÞ. Γιατß, ξÝρετε, και μη τρομÜξετε μ’ αυτü που θα ακοýσετε και μη με παρεξηγÞσετε, δε το λÝω με χαιρεκακßα καθþς το σκÝφτομαι και μειδιþ, του συνÝβη... πÜλι! Δεýτερη φορÜ, και τþρα, μÝρα μεσημÝρι, εßχε μüλις τελειþσει τα ψþνια του (προμÞθειες Σαββατοκýριακου) στο εμπορικü κÝντρο και στεκüταν Ýξω ψÜχνοντας για ταξß. Η ßδια λÜμψη εμφανßστηκε πÜνω απü τα σπßτια και τους δρüμους (μüνο το χρþμα Üλλαζε, τþρα η λεπτÞ γραμμÞ ποßκιλλε απü το γκρßζο ως το ανοιχτü μαýρο), η ßδια αßσθηση απþλειας, η συνειδητοποßηση üτι ΚΑΤΙ Ýχει συμβεß, ο αποπροσανατολισμüς και τελικÜ το συμπÝρασμα üτι μεταφÝρθηκε κÜπου αλλοý. Εδþ δεν Ýμπαινε θÝμα, εßχε βγει στο δρüμο με τις σακοýλες, σταμÜτησε στο πεζοδρüμιο να σκουπßσει τον ιδρþτα του και... βρÝθηκε τελικÜ σε Ýνα πÜρκο, αρκετÜ μÝτρα πιο κÜτω, χωρßς να κρατÜ τßποτε στα χÝρια του! Ο ιδρþτας τον Ýλουσε ξανÜ -κι Þταν παγωμÝνος- στη νÝα, γενναßα πραγματικüτητα που αντßκρυζε. Δßχως να χÜσει καιρü, Ýτρεξε ασθμαßνοντας πßσω στο εμπορικü κÝντρο. Πþς θα γýριζε σπßτι χωρßς ψþνια; Το πορτοφüλι του εßχε αδειÜσει εντελþς. Τι θα Ýλεγε στη γυναßκα του;
     Μα, εδþ τουλÜχιστον, στÜθηκε τυχερüς. Οι σακοýλες βρÝθηκαν στη θÝση τους. Κανεßς δεν εßχε προλÜβει να επωφεληθεß απü την ολιγüλεπτη απουσßα του. Εκεßνος τüτε αναστÝναξε -ο καημÝνος- με ανακοýφιση. “Το μÞ χεßρον βÝλτιστον” εßπε αγκομαχþντας, “κÜτι Þταν κι αυτü” και πÞρε το δρüμο για το σπßτι, κρατþντας σφιχτÜ τα προúüντα της καταναλωτικÞς ανταπüδοσης του μüχθου του. ¼σο για το γεγονüς αυτü καθαυτü... οýτε θÝμα!
     ¼χι πως δεν το σκÝφτηκε... ΑπλÜ αυτü Ýγινε πολý αργüτερα, μετÜ το μεσημεριανü φαγητü, üταν εκεßνη πÞγε να ξαπλþσει, και μüνος του αυτüς Ýκατσε στη βερÜντα για να σκεφτεß. ¼σο üμως και να το Ýκανε, λýση δε βρÞκε, κι αυτü τον απογοÞτευσε. Του φÜνηκε οτι απü την αρχÞ κιüλας της προσπÜθειÜς του αντιμετþπιζε Ýνα τερÜστιο, αχανÝς διÜστημα κενοý χþρου. Εκεß δεν υπÞρχε τßποτε απολýτως, κι αν ξεκινÜ κανεßς απü το τßποτε μπορεß Üραγε να φτÜσει κÜπου; ‘Ισως... ¼πως üμως και να ’χει, απογοητεýτηκε. Και τüτε Þταν που, σαν μια σπßθα φωτüς να ανÝβλυσε μÝσα του, μια πιεστικÞ επιθυμßα τον κατÝλαβε: Þθελε να διαβÜσει! Λογικü αυτü θα πεßτε για Ýνα καθηγητÞ. ¼μως αυτüς δεν Þξερε τß ακριβþς Þθελε να διαβÜσει, απλÜ κÜτι, ο,τιδÞποτε θα Þταν αρκετü για να τον ανακουφßσει. ‘Ετσι Ýτρεξε στη βιβλιοθÞκη του και πÞρε τυχαßα Ýνα βιβλßο: “Αισχýλου, Προμηθεýς Δεσμþτης”.
     Πüσα χρüνια εßχε να το ανοßξει... Μια γλυκιÜ νοσταλγßα τον κυρßεψε καθþς ξεφýλλισε τις κιτρινισμÝνες, τσαλακωμÝνες σελßδες. ¸στριψε λοιπüν τσιγÜρο κι Ýκατσε αναπαυτικÜ στη φτηνÞ πολυθρüνα του. Τις επüμενες þρες χÜθηκε μες στο αρχαßο κεßμενο, Ýγινε Ýνα μ’ αυτü, εμποτßστηκε με τη σοφßα του και προπÜντων Ýνιωσε μια περßεργη αßσθηση να τον καλýπτει, καθþς ο τραγικüς ποιητÞς παρουσßαζε τον κοσμικü αγþνα των δυνÜμεων του ΧÜους και του Νüμου να συγκροýονται σε μια τιτÜνια αναμÝτρηση. Στο τÝλος, οι εκπρüσωποß τους, ΠρομηθÝας και Δßας, συμφιλιþθηκαν κι Ýτσι επÞλθε η κοσμικÞ ισορροπßα κι η δικαιοσýνη Ýδεσε αρμονικÜ το σýμπαν μÝσα απü το βασßλειο της βßας.
     Ισορροπßα, αρμονßα... τι μεγÜλη δýναμη κατÝχουν πρÜγματι αυτÝς οι μικρÝς λÝξεις. Και πüσο τον τÜραξαν, ενþ θα Ýπρεπε να τον ηρεμοýν... Η αλÞθεια εßναι πως ποτÝ πριν δεν εßχε αισθανθεß Ýτσι, Þταν σαν μÝσα του Ýνα κρυμμÝνο μυστικü να πÜσχιζε να αποκαλυφτεß, διþχνοντας την ομßχλη απü τα μÜτια και το μυαλü του. ΚÜτι συνÝβαινε εδþ, κÜτι ΤΟΥ συνÝβαινε, αλλÜ τι; Δεν Þξερε να απαντÞσει. Αν üμως εκεßνη τη στιγμÞ, ακριβþς εκεßνη τη στιγμÞ, σÞκωνε τα μÜτια του προς τον ουρανü, θα 'μενε Ýκθαμβος απü το θÝαμα των αμÝτρητων χρωματιστþν ακτßνων που χüρευαν γýρω απü τα Üψυχα κι Ýμψυχα αντικεßμενα, ακτßνες βαμμÝνου φωτüς που στριφογýριζαν σε ακανüνιστους ρυθμοýς, αλλοιþνοντας εντελþς την εικüνα αυτοý που ονομÜζουμε “κüσμος των αισθητþν πραγμÜτων”...
     ΑλλαγÞ χρüνου: λßγες εβδομÜδες αργüτερα. ¸νας περßεργος Üνθρωπος στÝκεται σε μια γÝφυρα πÜνω απü τις γραμμÝς του τρÝνου και παρατηρεß σε μιÜ κενüτητα συναισθημÜτων τις ρÜγες να χÜνονται στο Üγνωστο. Εßναι πια στην κρßσιμη στιγμÞ, στην αρχÞ της επßγνωσης, με τρüπο ολοÝνα και πιü επιταχυνüμενο, της διατýπωσης μιας γενικÞς αλÞθειας: ο χρüνος, αυτÞ η αüριστη, ανθρωπüπλαστη, συμβατικÞ διÜσταση, δεν Ýχει καμιÜ αξßα. ¼σα φαßνονταν κÜποτε σταθερÜ, Üκαμπτα και αναλλοßωτα, Ýχουν αρχßσει να αλλÜζουν, να αλλοιþνονται, να λιþνουν σαν ακατÝργαστο μÝταλο μÝσα σε δυνατÞ φωτιÜ αποκαλýπτοντας το εσωτερικü τους πßσω απü μια απατηλÞ επιφÜνεια. Ο Üνθρωπüς μας κοýνησε το κεφÜλι του, σα να συμφωνοýσε.
     ΚατÝβηκε στο δρüμο κι Üρχισε να περπατÜ σφυρßζοντας εýθυμα τη μελωδßα απü Ýνα üμορφο τραγοýδι. Δεν Þξερε που πÞγαινε, οýτε βÝβαια και τον ενδιÝφερε. Το να κρατÜ το ρυθμü Þταν πιο σημαντικü, τα πüδια Ýπρεπε να υπακοýουν στους Þχους του στüματος, οι κινÞσεις να γßνονται με αρμονßα και νεýρο. Γιατß σε üλα υπÜρχει Ýνας τελικüς σκοπüς Þ μÞπως üχι;
     Οι πολλοß δεν το καταλαβαßνουν βÝβαια. ΥποταγμÝνοι στα Üγχη μιας απßθανα Üνοστης ζωÞς, βαδßζουν στο ρυθμü που οι Üλλοι τους δßνουν, δεν προσπαθοýν, δεν αντιστÝκονται, δε σκÝφτονται. Η πορεßα εßναι αυτοσκοπüς, η μεγÜλη πορεßα του κüσμου προς το πουθενÜ... Γιατß μη μου πεßτε πως τελικÜ αυτÞ η ζωÞ, Ýτσι üπως κανεßς μαθαßνει να τη βιþνει, Ýχει καμιÜ αξßα κατÜ βÜθος... ΑνιαρÞ και προβλÝψιμη ως το μικρüτερü της χιλιοστü, δημιουργεß την ψευδαßσθηση πως τεßνει κÜπου, Ýχει Ýνα προορισμü. Μα αυτüς ο διαρκÞς αγþνας εßναι ανοýσιος, γιατß τα πÜντα υπακοýουν σε Ýνα σκοπü ενþ αυτü που ζοýμε, το διαρκÝς τρεχαλητü της παρÜνοιας, δεν Ýχει κανÝναν απολýτως. Γιατß, αν εßχε, θα τον Þξεραν üλοι, ποιος üμως θα μας το πει; ¸χετε ακοýσει ποτÝ κÜποιον να σας πεßθει για το τι κÝρδισε ουσιαστικÜ απü αυτÞ την επιβεβλημÝνη βλακωδßα; Μα ακüμα και να κÝρδισε κÜτι, αυτü δε θα το μÜθουμε ποτÝ... Η ησυχßα του νεκροταφεßου εßναι ο απüλυτος δυνÜστης τελικÜ....
     ΣυμπÝρασμα: γιατß ζοýμε; Ζητεßται επειγüντως Ýνας πειστικüς ψεýτης για να δþσει απÜντηση προσαρμοσμÝνη στα υπÜρχοντα δεδομÝνα. Γιατß -μεταξý μας- απÜντηση υπÜρχει, οι Üνθρωποι üμως εßναι αρκετÜ αφελεßς για να την αναζητÞσουν. Τι να γßνει üμως... ¼πως εßπαμε ο ρυθμüς εßναι αυτü που μετρÜει, να, σα το τραγοýδι του κυρßου Χ. ...
     Ο φßλος μας τþρα νιþθει ανÜλαφρος κι ευδιÜθετος. ¼πως προεßπαμε, δεν ενδιαφÝρεται που πηγαßνει και που βρßσκεται, γιατß πολý απλÜ ΔΕΝ ξÝρει που βρßσκεται! Τις τελευταßες εβδομÜδες, οι μυστηριþδεις εξαφανßσεις κι επανεμφανßσεις Ýγιναν συχνÝς, πολý συχνÝς. Στο δρüμο, στο λεωφορεßο, κοντÜ σε πλατεßες, σε πολυσýχναστους δρüμους, üλες τις þρες της ημÝρας (μα αυτü θα πει τελικÜ ποικιλßα!), συνÝβαιναν παντοý και κÜθε στιγμÞ, και -τι αστεßο- ακüμη και στη βιβλιοθÞκη, την οποßα εßχε επισκεπτεß πρüσφατα. Τι να Þθελε εκεß;
     Λοιπüν, εκεß πÞγε για να λýσει το μεγÜλο στοßχημα που Ýθεσε στη λογικÞ του. “Για üλα υπÜρχει μια εξÞγηση;”. Ας συμβουλευτοýμε τη σοφßα των ανθρþπων. Το Ýκανε. ¸ψαξε πολý, διÜβασε περισσüτερο, προβληματßστηκε τα μÜλα. ΚÜποιες ενδεßξεις του Ýδωσαν να καταλÜβει σε γενικÝς γραμμÝς πρÜγματα που Üλλοτε του φαινüταν ακατανüητα. Αυτü που αποκüμισε σα συμπÝρασμα το θεþρησε σημαντικü: ο κüσμος μας, η φýση, το σýμπαν εßναι μια τερÜστια πηγÞ ενÝργειας, τüσο δυνατÞς που διÝπει και διαπερνÜ τα πÜντα. Βρßσκεται παντοý και σε üλα, σε Üψυχα και Ýμψυχα κι εßναι εýκολη για τον καθÝνα να τη διαισθανθεß και προσιτÞ για τον καθÝνα να αντλÞσει απ’ αυτÞ. Μüνο που ο Üνθρωπος φαλκιδεýει το μüνο μÝσο προσÝγγισÞς της, τη φαντασßα, σε μια απßστευτη ανουσιüτητα, παγιδεýεται στα γÞúνα και σκýβει το βλÝμμα κÜτω. Θα Ýφτανε απλÜ να κοιτÜξει “πÜνω”, να γßνει δηλαδÞ “Üνθρωπος” και τüτε οι αλυσßδες που τον δεσμεýουν θα Ýπεφταν σαν αποκριÜτικο κομφετß... Μα δεν το κÜνει, üχι τουλÜχιστον οι πολλοß. ΠροτιμÜ να φτιÜξει γýρω του Ýνα κÝλυφος και να κλειστεß μÝσα, να αυτοφυλακιστεß στη σπηλιÜ της ÜγνοιÜς του και να νιþσει κÜπως περÞφανος γιατß αυτü το Ýργο το Ýφτιαξε ο ßδιος... Τß ανοησßα! Η αλÞθεια βρßσκεται στην ουτοπßα κι η ουτοπßα στη φαντασßα... Εßναι λοιπüν αργÜ για να μÜθουμε Þ μÞπως ακüμα νωρßς για να ξεκινÞσουμε;
     Και το βασικüτερο: Τι κινεß τα νÞματα αυτÞς της υπερκοσμικÞς πανδαισßας; Ποια δýναμη βρßσκεται απü πßσω και πþς επηρεÜζει την πορεßα μας; Και τÝλος πÜντων τι νüημα εßχε να συμβοýν üλα αυτÜ τþρα; Ποιος ο απþτερος στüχος; Γιατß αυτüν;
     Δεν υπÞρχε προς το παρüν απÜντηση, Þταν σßγουρος üμως üτι πλησßαζε ο καιρüς να του αποκαλυφθεß. Προς το παρüν χαιρüταν ü,τι του αποκÜλυπτε η καινοýργια του ζωÞ, ακüμη κι αν αυτü σÞμαινε τη ρÞξη με τη συνÞθεια... Ναι, τα πρÜγματα εßχαν αλλÜξει, μÜλλον αυτüς εßχε αλλÜξει. Απορρßφθηκε ανεπιστρεπτß απü τον κοινωνικü του περßγυρο, στη δουλειÜ τον αντιμετþπιζαν με επιφýλαξη και προβληματισμü (τελικÜ του Ýδωσαν και “Üδεια”, αλλÜ χωρßς επιστροφÞ, ο “καλüς” συνÜδελφος, ο εργατικüς, ο συνεπÞς, δεν Þταν χρÞσιμος πια για το σýστημα, κι Ýπρεπε πλÝον να απαγκιστρωθεß απ’ αυτü). Ακüμη κι η “αγαπημÝνη” του σýζυγος δεν του φαινüταν τþρα και τüσο “αγαπημÝνη”... ΜÜλιστα θα Ýπρεπε να προσθÝσουμε στον παραπÜνω προσδιορισμü και τη λÝξη “πρþην”. ¹ταν λογικü οτι κÜτι τÝτοιο θα συνÝβαινε κÜποια στιγμÞ κι Ýγινε με τρüπο απρüβλεπτο...
     ¸να απüγευμα δηλαδÞ που επÝστρεφαν με το αυτοκßνητü της (γιατß βλÝπετε εκεßνη εßχε αυτοκßνητο), ενþ ο κýριος Χ. καθüταν στη θÝση του συνοδηγοý σιωπηλüς κι εκεßνη, εκνευρισμÝνη, ßσως και λßγο ανÞσυχη προσπαθοýσε να βρεß μια εξÞγηση για τη “μη φυσιολογικÞ στÜση του τον τελευταßο καιρü”, συνÝβη ξανÜ. Πρþτα Üρχισαν να εμφανßζονται τα χρþματα απü το πουθενÜ, Ýπειτα τα αντικεßμενα θüλωσαν, τα περιγρÜμματÜ τους φωτßστηκαν Ýντονα, οι μορφÝς τους αλλοιþθηκαν, τα χρþματα περιδινßστηκαν στο φιδßσιο, μυστηριþδη τους χορü κι... ο κýριος Χ. βρÝθηκε να στÝκεται σε Ýνα προÜστιο της πüλης, δßπλα σε Ýνα υπÝροχο και νοτερü πευκοδÜσος! ¼ταν γýρισε σπßτι τη βρÞκε να τρÝμει. ΒιÜστηκε να φýγει χωρßς να του μιλÞσει... Την επüμενη μÝρα Ýνα σημεßωμα στο ψυγεßο:
 “Πηγαßνω στη μαμÜ. Θα γυρßσω κÜποια στιγμÞ”. ΚατÜλαβε... Ο κýριος Χ. Ýνιωσε μεγÜλη χαρÜ.
     ΕπιστροφÞ ξανÜ στο “τþρα” (τι να σημαßνει Üραγε αυτÞ η λÝξη;). Ο ÞρωÜς μας διαβÜζει το σýμπαν που τον περιβÜλλει, λοýζεται μÝσα στο φως του, βλÝπει την ορατÞ διÜσταση της πραγματικüτητας, που τßποτε πια το ψεýτικο δεν Ýχει μÝσα της. Χορεýει στα διαφορετικÜ επßπεδα της γνþσης, διδÜσκεται τη μüνη αληθινÞ επιστÞμη, Ýχει καταργÞσει ü,τι τον κρατοýσε δÝσμιο τüσο καιρü. Δεν θυμÜται, δεν ελπßζει, μüνο ζει το üνειρο. Και περιμÝνει, περιμÝνει να δει που θα τον βγÜλει, κι οι περßπατοß του γßνονται üλο και πιο μακρινοß, üλο και πιο κοντινοß στην εκπλÞρωση του προορισμοý του. Βρßσκεται εδþ κι εκεß, Ýνας μοναδικüς ταξιδευτÞς, πüτε στο παγκÜκι ενüς σιδηροδρομικοý σταθμοý, πüτε στον πολυσýχναστο νυχτερινü δρüμο ενüς λιμανιοý, πüτε κÜτω απü το ωραßο αρχοντικü στον πλακüστρωτο δρüμο του μικροý χωριοý, πüτε στο μεγÜλο κÜστρο που υπερÞφανο ατενßζει την πεδιÜδα. Μα πÜντοτε μακριÜ, üλο και πιο μακριÜ, üλο και πιο κοντÜ...
     Κι Ýτσι, μια απü αυτÝς τις καθημερινÝς, μßζερες, συμβατικÝς ημÝρες, ßδιες κι απαρÜλλαχτες με üλες τις υπüλοιπες, καθþς η ανθρωπüτητα συνÝχιζε να αγκομαχÜ, ξαπλωμÝνη στην επιθανÜτιο κλßνη που η ßδια üρισε για τον εαυτü της, ο κýριος Χ., που πια δεν Þταν οýτε κýριος, αλλÜ -οýτε φυσικÜ- και Üγνωστος Χ, ξεκßνησε να συναντÞσει το πεπρωμÝνο του, στο μεγÜλο, το μεγαλýτερο ταξßδι στα μονοπÜτια της ψυχÞς του κüσμου. Κι üπως φαßνεται, κρßνοντας βÝβαια απü το διÜστημα της απουσßας του, μÜλλον εßναι απßθανο να ξανακοýσουμε νÝα του...
                                          
                                                   ΜÜρτιος - ΝοÝμβριος 2002

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers