Ο ΘοδωρÞς ΒοριÜςγεννÞθηκε στη Θεσσαλονßκη το 1970. Εκεß ζει με την οικογÝνειÜ του κι εργÜζεται. Απü το 1995 ανακÜλυψε διÝξοδο Ýκφρασης στην ποßηση, λßγο αργüτερα τον κÝρδισε και το διαδßκτυο üπου συνεχßζει ν’ ανεβÜζει ποιÞματÜ του.
¸χει εκδþσει δýο ποιητικÝς συλλογÝς, "Το Τρýπιο ΤαβÜνι" (2005) και τις "ΝυχτερινÝς ΕπιπλοκÝς" (2008) απü τις εκδüσεις Ερωδιüς.
ΠοιÞματÜ του Ýχουν δημοσιευτεß στα Ýντυπα λογοτεχνικÜ περιοδικÜ Ενδοχþρα, ΡωγμÝς, ΜπιλιÝτο, Σýγχρονη ΣκÝψη, ΝÝα ΣκÝψη κλπ.
Επßσης στα Λινκς μου θα βρεßτε και τους διαδικτυακοýς τüπους που ο ßδιος διατηρεß κι ενημερþνει τακτικüτατα.
================
O ΘοδωρÞς θα 'πρεπε ν' αλλÜξει κατηγορßα πια, γιατß βγÞκε το βιβλßο του, η ποιητικÞ συλλογÞ με τßτλο: "Τρýπιο ΤαβÜνι", απü τις Εκδüσεις ΕΡΩΔΙΟΣ, κομμÜτια του οποßου φιλοξενοýνται κι εδþ. Το βιβλßο πωλεßται (Σαλονßκη) στο βιβλιοπωλεßο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ Ερμοý 61 - τηλ. 231028278 και (ΑθÞνα) μπορεß να το παραγγεßλει κανεßς στο βιβλιοπωλεßο ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Διδüτου 39 - τηλ. 2103616782. e-mail: vorias(at)in.gr
Του εýχομαι καλÞ πορεßα αν και δε νομßζω να χρειÜζεται ευχÝς μιας κι εßναι μελßρρυτος! Να 'σαι καλÜ Θüδωρε κι ευχαριστþ πολý.
===============
Ανιλßνες
α)
Σε λßγες þρες θα σπÜσει το φεγγÜρι,
θ' αλλÜξουν χρþμα τ' αποψινÜ üνειρα
κι οι δρüμοι θα κλεßσουν τις πληγÝς τους
με τη φεγγαρüσκονη.
Οι Üλλοι, εν ειρÞνη,
θα στολßζουν το παλιü τους προσωπεßο
με τ' απομεινÜρια του τελευταßου φεγγαριοý.
Εσý κλεßσε τα μÜτια, σβÞσε τη φωνÞ σου,
μην ενδþσεις στο φεγγÜρι.
Εσý γýρισε την πλÜτη.
Προχþρησε
κι αναζÞτησε τη μοßρα σου
στο κÝντρο κÜθε μÜχης.
β)
ΓαλÜζια Λßμνη
Εκεß πνßγονται τα üνειρα
πριν ξημερþσει,
εκεß βουλιÜζουν
τα μεγÜλα μυστικÜ,
εκεß εξαφανßζονται
τα ξωτικÜ της σκÝψης,
στην üμορφη γαλÜζια λßμνη,
σ’ εκεßνο τον παρÜδεισο
που πλÜστηκε
απü ατÝλειωτους θανÜτους.
γ)
Στßχοι ΚρυμμÝνοι Στις ΠαλÜμες
ΓρÜφαμε
-κÜποτε και μÝσα στις παλÜμες μας-
κι Ýρχονταν ο ιδρþτας να σβÞσει
τη σημεßωση...
¸βλεπαν οι Üλλοι
κι Ýλεγαν πως Þταν οι λýσεις
του διαγωνßσματος.
Ποιüς ν' αρνηθεß
και τι να φανερþσει;
Οι στßχοι,
γιατß τþρα σας το λÝω,
στßχοι Þταν,
εκεßνοι οι στßχοι
δε σβÞστηκαν ποτÝ,
χýθηκαν, απü τüτε,
Üπειρες φορÝς
στα πρüχειρα χαρτιÜ μας.
δ)
Τüσα χρüνια θα ‘χουν ωριμÜσει,
Ýλα να θερßσεις τις καρφωμÝνες
ηλιαχτßδες στο λιβÜδι.
¸πειτα να δεματιÜσουμε
των δειλινþν τ’ απομεινÜρια.
Στη γειτονιÜ παßζουν ακüμα
τ’ αλητÜκια,
με σπασμÝνο κεραμßδι ζωγραφßζουν
τις σκιÝς μας στα ντουβÜρια.
ΖητÜνε πüλεμο
κι εσεßς ειρÞνη
σε ποιüν να παραδοθοýμε;
Την ¿ρα Που ΚατÝβαιναν Τ' ΑστÝρια
Την þρα που κατÝβαιναν τ' αστÝρια,
Ýνας μακρüσυρτος ξερüβηχας
απü κÜποιο μηχανÜκι
χÜλασε το πÝνθιμο σκηνικü της νýχτας
κι Ýνα κüκκινο πουπουλÝνιο πανωφüρι
-που δεν ντρÜπηκε να με πειρÜξει-
κρεμασμÝνο δßπλα στην ανοιγμÝνη μπαλκονüπορτα,
κορüιδευε το χλωμü φως του πορτατßφ απü τη μια,
και το σκοτÜδι της ρüτας μου απü την Üλλη.
ΜονÜχα ο Þχος των βημÜτων μου
κρατοýσε το ρυθμü.
-Νýχτα, πüση συμπüνια να ξεκλÝψεις,
δε σου φτÜνει,
δειλÜ τα βλÝμματα που απüμειναν,
δειλÜ και φευγαλÝα.
Περιστασιακü ΘυσιαστÞριο
ΜετÜ τις γραμμÝς του τρÝνου
εßναι το χωρÜφι
με τα κüκκινα στÜχυα,
το αρχαßο, περιστασιακü θυσιαστÞριο.
¸νας Üγνωστος θεüς-φρουρüς,
πÜνω στο σýννεφü του, αγναντεýει,
με τα ματωμÝνα του χÝρια
κρυμμÝνα στις κωλüτσεπες.
Το Üγρυπνο βλÝμμα του με σημαδεýει
την þρα που ανοßγουν
οι δρüμοι των σταχυþν,
την þρα που αφÞνει χρþματα
στα ροýχα μου η ιστορßα,
την þρα που μαζεýω
σκüρπια χιτþνια κι Üρβυλα
για τον Ýρανο
των Üγνωστων αναμνÞσεων
üλων των πολÝμων.
¼ταν Οι AναμνÞσεις Γßνονται Πρþιμη Ιστορßα
Ν' ανοßξεις το βιβλßο,
να δεις τι γρÜφει
για τη παλιÜ Θεσσαλονßκη,
να δεις και τη δικιÜ μας τη ζωÞ
γραμμÝνη με μολýβι,
βιαστικÜ, στα περιθþρια,
ανÜμεσα στις παραγρÜφους
και πßσω απ' τα εξþφυλλα.
Οι σελßδες κολλÜνε μεταξý τους,
τις αγκυλþνει το συρματüπλεγμα
που εßχανε βÜλει στη γειτονιÜ,
στο μÝρος που το κÜστρο Þταν πεσμÝνο,
κι ο ξεχασμÝνος σελιδοδεßκτης
μυρßζει αλÜνα κι ασβεστωμÝνα σκαλοπÜτια.
Ν' ανοßξεις το βιβλßο·
εμεßς ξυπνÞσαμε μια μÝρα
κι εßδαμε τα üνειρÜ μας
τυπωμÝνα με γρÜμματα ψιλÜ.
ΔιαβÜσαμε στις οδηγßες χρÞσης
για τα τριÜντα πÝντε χρüνια μας
που 'χουν παλιþσει,
για τις αναμνÞσεις μας
που δεν πρüλαβαν ν' ανθßσουν
κι Ýχουνε γßνει πρþιμη ιστορßα.
Το χÝρι που Ýγραφε βιαζüταν
κι απü το γρÜφε-γρÜφε
χÜλασε το καρφß
που κρατοýσε κρεμασμÝνη
τη λαμαρινÝνια σκÜφη,
σÜπισε την ξýλινη σκÜλα της αυλÞ μας,
κι Ýκανε τη σκουριÜ της καπνοδüχου,
στο τοßχο, Ýργο τÝχνης,
ýστερα Ýβαλε και τßτλο "Üλλη εποχÞ".
ΨÜξε να βρεις εκεßνο το μολýβι
που Ýγραψε τα παιδικÜ μας χρüνια,
-Þτανε ξυμμÝνο με κοφτερü σουγιÜ-
να το 'χω, να το δεßχνω.
Χαιρετισμüς
ΚαλÞ σου μÝρα,
ζηλεýω κεßνους που μποροýν
απü ψηλÜ ν' αγναντεýουν
την Üσπρη μοýχλα
που μας καταπßνει κÜθε πρωß
στη Σαλονßκη.
Εκεßνους που με βλÝμμα ξεκÜθαρο
λυποýνται
üταν μας αγκαλιÜζει
η φθινοπωρινÞ ομßχλη.
Να εßσαι καλÜ αδερφÝ.
ΣτρατευμÝνος
ΠερνÜ ανÜμεσÜ μας,
στρατιþτης χωρßς στολÞ,
χωρßς σημαßα στο μανßκι,
χωρßς τον τρüμο επ' þμου.
ΠερνÜ την þρα που μιλÜμε για το μÝλλον,
στο τηλÝφωνο, με τους μεσÜζοντες
μπροστÜ στα παιδιÜ μας
κι εκεßνα μαθαßνουν να συναλλÜσσονται.
Τον εßδα στις ειδÞσεις,
σ' Ýνα ανεπεξÝργαστο πλÜνο,
να παραμερßζει με βßα το μικρüφωνο,
να πηγαßνει με τα πüδια στη δουλειÜ.
Δεν το δÞλωσε ποτÝ μπροστÜ στις κÜμερες,
αναλαμβÜνει κÜθε μÝρα, την ευθýνη
για τη ρýπανση της πüλης μας,
για το αßμα της ασφÜλτου,
για τον υπÜλληλο με το σταυρüλεξο,
για τον υπÜλληλο με τα αιτÞματα,
για τον υπÜλληλο με τα συντÜξιμα üνειρα.
Τις νýχτες ξαπλþνει κι ονειρεýεται
ανθρþπους που παραμÝνουν Üνθρωποι,
κι ýστερα -τüσα χρüνια το ßδιο üνειρο-
μαζεýει σκüρπια κουρÝλια αξιοπρÝπειας,
να ρÜψει μια σημαßα για το τÝλος,
για να σκεπÜσει την καρδιÜ του
στην εξüδιο ακολουθßα.
ΚÜτω Aπü Tα ΔÝντρα
Ξαποσταßναμε κÜτω απü τα δÝντρα,
απλþναμε τις σκÝψεις μας
και βÜζαμε φωτιÜ με τα λüγια
-γιατß κÜτω απü τις σκιÝς των δÝντρων
ο κüσμος γßνεται εýφλεκτος.
Με το τραγοýδι των τζιτζικιþν
τα üνειρÜ μας κατÝβαιναν απ' τα ψηλÜ βουνÜ,
ξαπλþνονταν στα πüδια μας,
τα χαρÜζαμε στο χþμα με ψιλÝς βεργοýλες.
Στη μικρÞ αυλακιÜ της ζωγραφιÜς
το χþμα σκοýραινε
κι Üφηνε τη μυρωδιÜ της θαμμÝνης βροχÞς να μιλÞσει.
Ο καπνüς των τσιγÜρων μας
Þταν καπνüς απ' τις κολλημÝνες αφßσες
που κÜποιος, κÜποτε Ýβαλε φωτιÜ
μια νýχτα στην ΑριστοτÝλους.
-τοßχοι φλεγüμενοι, κÜτω απ' τα δÝντρα,
κι η ζωÞ μας κολλημÝνη πÜνω τους
να βρωμÜει συνοικßα.
Εν ¿ρα Υπηρεσßας
¼λη του η ζωÞ Þτανε βÜρδιες,
περιπολßες ΤσιμισκÞ κι ΑριστοτÝλους,
Εγνατßα και ΒενιζÝλου.
Οι διαταγÝς Þταν σαφεßς:
να εßναι τυπικüς, ευγενικüς,
να Ýχει τη στολÞ σιδερωμÝνη.
Μα κεßνου του Üρεσε να κλÝβει,
ü,τι μπορεß κανεßς να κλÝψει
απ' τους μεγÜλους δρüμους.
Μüλις που θα 'κλεβε κÜτι
για να το κÜνει λÝξεις και στßχους,
Üνοιγαν τα μÜτια τους οι γκρßζοι τοßχοι
-περßπολοι που
επεξεργÜζονταν τα χÝρια του.
ΜονÜχα που εκεßνος τους ξεγÝλαγε
γιατß Þταν τÝτοιος κλÝφτης
που γνþριζε να κλÝβει με τα μÜτια.
¸κρυβε στις τσÝπες του,
στßχους σε χαρτιÜ μισοτσαλακωμÝνα.
Ποιüς να ψÜξει τις τσÝπες αστυνομικοý;
-ανÜμεσα στα ποιÞματα
Ýκρυβε και τα üνειρÜ του,
Üναβαν, εκεßνα, μεταξý τους,
Ýβαζε τα χÝρια και τα ζÝσταινε.
Τþρα Που ¸μαθα
Τþρα που Ýμαθα να κρýβω λüγια
κÜτω απü σωροýς ξεραμÝνων φýλλων,
συνÞθισα το σκοτÜδι
και τα βÞματα των μεθυσμÝνων
στους ξεροýς Þχους των στιγμþν μου.
Τþρα που Ýμαθα,
αγγßζω τη νýχτα κι αυτÞ πονÜει,
αναπνÝω μα δεν ζω με τ' οξυγüνο
των γκρßζων δρüμων,
μÞτε του σπασμÝνου λιθαριοý
που Þταν κÜποτε καρδιÜ.
Τþρα που Ýμαθα,
μπορþ ν' ανοßγω την καρδιÜ μου,
τη θÜλασσα που τη φοβüμουν,
να μαζεýω σκουριασμÝνες Üγκυρες
τυλιγμÝνες γýρω απü ευσυνεßδητους καπετÜνιους.
Τþρα που Ýμαθα
το μυστικü των λευκþν χαρτιþν
-που δεν ειν' Üλλο
απü τη μαýρη μολυβιÜ που ταξιδεýει-
τρÝμω τους Üσπρους τοßχους
που δεν Ýχουν πÜνω τους σημÜδια
κι üλο νομßζω βλÝποντÜς τους
πως ξεμαθαßνω πια να γρÜφω.
Ο Γιüς Του ΛηστÞ
Πριν üχλος και στρατιþτες
τþρα καρφιÜ σκοýζουν,
αντιδροýν στην αποκαθÞλωση
-σταυρωτÞ κÜρφωσες με πεßσμα
το κορμß με τον θÜνατο.
Εκεßνου δεν του Ýσπασαν τα κüκαλα,
φßλοι και συγγενεßς τον Ýκλαιγαν.
'Ακουσα πως Þταν μαχητÞς
που πολεμοýσε με το βλÝμμα και τα λüγια,
πως εßχε σφßξει την καρδιÜ γροθιÜ,
πως δεν εξαγορÜζονταν,
πως εßχε αξιοπρÝπεια,
πως εßχε κÜνει τη συνεßδησÞ του ουρανü
κι εκεß πετþντας Üκουγε τον Θεü του.
Χßλιοι λüγοι
για να σε σταυρþσουν.
Δε θÝλω να κοιτÜζω τις τρýπες απ' τα καρφιÜ...
Το μÝτωπο τραυματισμÝνο απü αγκÜθια,
κÜτω απü το στÞθος λüγχη και μßσος
Üφησαν ανοιχτÞ πληγÞ,
¸σκυψα πÜνω του,
στα χεßλη μου
αßμα, ιδρþτας και βροχÞ.
Σας παρακαλþ,
πριν τον τυλßξετε
με το Üσπρο σεντüνι,
να του αφÞσω στο στÞθος για μετÜλλιο
Ýνα χρυσü διπλü πελÝκι
που το εßχα φυλαχτü.
Σας παρακαλþ,
κρýψτε τα τρýπια του μÝλη
τα φοβÜμαι.
Λßγο πιο πÝρα σταυρþσανε και τον πατÝρα μου,
εκεßνος δεßλιασε, ντρÜπηκε,
μου φþναζε: -"Μην Ýρθεις εκεß πÜνω"
τþρα θα σαλεýει το λασπωμÝνο του κουφÜρι
καθþς το κÜρο θα πÝφτει σε λακκοýβες.
ΑνÜμεσα Στα ¼νειρα
ΑνÜμεσα στα üνειρα
Ýβρισκες και κανÝνα πÜρκo...
η νýχτα αγαπÜει τÝτοια μÝρη.
¸σταζε, στην υγρασßα,
το δερμÜτινο μπουφÜν σου,
Ýτρεμε το χÝρι του Üλλου
την þρα της συναλλαγÞς
-Ýρωτας και λεφτÜ,
υποταγÞ και θρÜσος.
Τα αρρωστιÜρικα φþτα
δεν εμπüδιζαν την πρÜξη
ßσα-ßσα Ýσβηναν μονÜχα τους
σαν τα Ýπιανε ντροπÞ.
ΑΝΙΛΙΝΕΣ
[1]
Εκεß μονÜχα ξÝρεις
να φυσÜς και να βουßζεις,
τις νýχτες στα δÝντρα,
στους μοναχικοýς ανθρþπους
και στα κüκκινα φανÜρια
των Üχρωμων δρüμων.
[2]
¼ταν βραδυÜζει
ακοýω μÝσα στον αÝρα
να κλαßνε τα χρþματα
στα γκρÜφιτι του τοßχου.
Τις κλεμμÝνες ηλιαχτßδες
μοý πετοýν στα μÜτια,
πριν πεθÜνουν,
κÜθε νýχτα.
[3]
Εßναι κι Üλλα μÜτια
που ζητοýν να τα κοιτÜμε,
πßσω απü στßχους μας βλÝπουν,
μÝσα απü γραφßδες
το μαýρο δÜκρυ τους κυλÜ.
¼ταν ερχüμαστε
κι üταν χανüμαστε
να το θυμüμαστε...
δε μας ξεχνÜνε.
[4]
Τις νýχτες τρυπþνεις
στα χνÜρια των μεθυσμÝνων,
βÜφεις με κρασß τους δρüμους
κι απü μελτÝμι
γßνεσαι ανεμοστρüβιλος.
[5]
ΣπÜζεις μικρÜ κομμÜτια
απ' την καρδιÜ σου
τ' αφÞνεις στο γυÜλινο τραπÝζι
κι εκεßνα ανασαßνουν,
γßνονται στßχοι
κι υπογρÜφουν, αχνßζοντας,
τ' üνομÜ σου.
Φωτογραφßα
ΣκιÝς στο πρüσωπü σου,
σκοτÜδια
σου αγκαλιÜζουνε τα μÜτια
κι εγþ θÝλω
τ' Üστρα σου ν' αγναντÝψω.
Σε μια φωτογραφßα
πþς να χωρÝσει λßγος Ýρωτας,
κι απ' το κορμß σου
να στÜξει μια σταγüνα
θηλυκüτητας
στα δÜχτυλÜ μου.
'Αγγελοι ΦονιÜδες
'Αγγελοι φονιÜδες
τις νýχτες του Ýρωτα
τραβοýν κÜτω απ' τα πüδια σου
τα πεταμÝνα ροýχα.
ΓλυστρÜνε μÝσα τους,
σκοτþνουν
τις τελευταßες σου ανÜσες.
ΦλÝγεσαι και λιþνεις
πÜνω απü τα νεκρÜ σου ροýχα,
στÜζεις στα μÜτια
που σε κοιτÜζουν απ τα μανßκια τους,
απ τα διαρρηγμÝνα φερμουÜρ τους.
ΑνÝφικτες ΣυνδÝσεις
Τα κενÜ του δωματßου,
ανÜμεσα στη φαντασßα μου
και την οθüνη του υπολογιστÞ,
δε γεμßζουν εýκολα.
Οι αüρατοι επισκÝπτες
μοý αφÞνουν λαμπερÜ ρινßσματα
απü πελεκÞματα στßχων
κι απü τροχßσματα αισθÞσεων
-κοßταξε πþς κολλÜνε
κÜποια στην καρδιÜ,
κÜποια στα χεßλη μου.
Οι λÝξεις στην οθüνη
σταλÜζουν συναισθÞματα
λßγο απρüσωπα,
λßγο επιπüλαια,
κÜποια ανþνυμα,
δßχως λßγο σχÞμα και
λßγο χρþμα ματιþν.
Τß μπορεßς üμως να γεμßσεις
μ' αυτü το «λßγο-λßγο»;
¼πως Με ¹ξερες
¼πως με Þξερες,
ακοýστηκε κι αυτÞ τη νýχτα
η ιστορßα της ζωÞς μου
σε ωριαßες συνÝχειες.
ºσως να κατÜλαβες
πως τα φανÜρια των δρüμων
δε σταμÜτησαν ν' αναβοσβÞνουν
γιατß δεν Üφησα τη Σαλονßκη
για κÜποια πüλη στην επαρχßα.
ºσως να φορÜω μαýρα ροýχα
σ' Ýνδειξη αντßδρασης·
οι Ýμποροι δεν ονειρεýονται απüψε
που Ýμαθες πως γρÜφω ποιÞματα,
που Ýμαθες πως μ' Ýνα στßχο
χαρÜζονται οι διαχωριστικÝς γραμμÝς.
Εßδες πþς μ' Ýνα μολýβι
σε χÜραξα στα δυο;
Θ' αναρωτιοýνται το πρωß
τα δυο μισÜ κομμÜτια σου
γι' αυτÞ τη νýχτα.
¼πως με Þξερες,
μια σελßδα μεταμεσονýχτιων ονεßρων
εκτυπωμÝνη σε χαρτß τσαλακωμÝνο.
Πßσω Απ' Το Ποσειδþνιο
Τις νýχτες οδηγοýνται, ιδρωμÝνοι,
οι αιχμÜλωτοι του Ýρωτα
πßσω απ' το Ποσειδþνιο.
Μισüγυμνοι παραδßνονται
σε στεναγμοýς κι αγκαλιÜσματα,
στα σκοτεινÜ αποδυτÞρια.
Τις στιγμÝς εκεßνες ξεκολλÜνε
απ' τις σκιÝς Üλλες σκιÝς που τρÝφονται
απ' τα περισσÝματα των πüθων.
Μεθοýν τη μοναξιÜ τους με ψßθυρους,
με κÜποιο πνιχτü φιλß, με μια πνοÞ βαριÜ
Þ Ýνα τßναγμα της Ýξαψης.
ΣÝιχ-Σου
Απü τüτε που κÜψανε το ΣÝιχ-Σου
κÜτι χÜλασε μÝσα μου,
Ýμειναν καρβουνιασμÝνες οι αναμνÞσεις.
Θ' Üρπαξε φωτιÜ και το γιατÜκι μου,
Þταν απü πευκοβελüνες και χορτÜρι
πþς ν' αντÝξει;
Τüσα κορμιÜ λαμπÜδιασαν στην Ýξαψη
και δεν Ýκαψαν το δÜσος...
πüσο αθþος εßν' ο Ýρωτας!
Φßλε ΠÜτροκλε καλησπÝρα. Με χαρÜ εßδα ν' ανανεþνεις την ýλη στη σελßδα. ΠερνÜω σχεδüν καθημερινÜ, μη νομßσεις πως σε ξÝχασα. Σου στÝλνω δυο ποιÞματα, Ýνα για τον Λßβανο κι Ýνα για την Κýπρο μας. ΤÝτοιες μÝρες εßχαμε την εισβολÞ κι εκεß το '74. Δυο ποιÞματα λοιπüν για την πολýπαθη εκεßνη γειτονιÜ. Να εßσαι καλÜ φßλε μου.
Εýχομαι τα παιδÜκια μας να μην ακοýσουν ποτÝ οβßδες να σφυρßζουν δßπλα απü τα üνειρÜ τους.
ΦιλικÜ ΘοδωρÞς
Οι ΚαρδιÝς Δε Ξεχνοýν Να ΧτυπÜνε
¸πεσαν βüμβες,
τοßχοι προσκýνησαν.
ΚÜτω απ' τους τοßχους
οι καρδιÝς κüλλησαν
μια και καλÞ στο χþμα.
ΚαρδιÝς εßναι κι οι τρýπιες πινακßδες
που φωνÜζουνε στη Λευκωσßα.
ΚαρδιÜ, το στοιχειωμÝνο σχολεßο
που χορτÜριασε στην πρÜσινη γραμμÞ,
καρδιÝς οι κιτρινισμÝνες φωτογραφßες
που σου μιλοýν κοφτÜ λαχανιασμÝνες
κι ýστερα κοκκινßζουν απ' τα τραýματα
και σωπαßνουν, üλο σωπαßνουν.
Οι καρδιÝς δεν ξεχνοýν να χτυπÜνε.
Oι Οβßδες
Εκεßνες οι οβßδες
δεν ξÝρω που πÝσανε
ποιον σκüτωσαν...
φυσÜει αερÜκι
πÜνω απü τις στÜχτες,
Ýνα μÜτι που ξεκüπηκε
απü κÜποιου το πρüσωπο
κοιτÜζει με τρüμο
κρυμμÝνο στα ερεßπια...
Εκεßνες οι οβßδες
δεν ξÝρω που πÝσανε
τρýπησαν μονÜχα
τη σκÝψη μου
και συνÝχισαν περιστρεφüμενες...
σας λÝω, δεν ξÝρω που πÝσανε.
Ανθρωποφυτεßες
Τον χειμþνα εßχαν κüψει τα κλαδιÜ
απ' üλα τα δÝντρα στη γειτονιÜ
κι Ýμειναν Üχαροι κορμοß να στÝκουν.
Την Üνοιξη ξεπÝταξαν νÝα κλαδÜκια,
αγωνßστηκαν να γßνουν πÜλι δÝντρα.
Τüσα χρüνια μας κλαδεýουν τα μυαλÜ
με τηλεüραση, μ' εφημερßδες,
με το καθημερινü λÝγε-λÝγε.
Φοβοýνται την Üνοιξη, τρÝμουν,
μη γßνουν πüδια οι ρßζες και κλωτσÞσουμε.
Θ' 'Αντεχες;
Θ' Üντεχες να βλÝπεις
πεθαμÝνη κÜθε σου στιγμÞ,
πεσμÝνη μπροýμυτα
στα βρωμερÜ ποδÜρια της αδρÜνειας;
Ακοýς τον ρüγχο των χεριþν σου,
νιþθεις πως το μυαλü
Ýκοψε την κουβÝντα με τα μπρÜτσα
και προσκολλÞθηκε σε πεντÝξι εικüνες
κßτρινες και ξεφτισμÝνες στη στÜσιμη σκÝψη.
Κι üταν το μÜτι ξεχασμÝνο
πιÜσει μια κßνηση, Ýνα φτεροýγισμα,
τüτε δακρýζει κουρασμÝνο,
στÜζει μονÜχα,
οýτε καßει,
οýτε προκαλεß.
Θ' Üντεχες να στεγνþσεις
τη ψυχÞ σου;
ΧιλιÜδες οι κινÞσεις
χιλιÜδες, δßπλα σου,
τα φτερουγßσματα.
Κüκκινος Κýκλος
Σα να σε βλÝπω,
βÜφεις στον τοßχο κüκκινο κýκλο.
ΞεκολλÜει η þχρα,
χýνονται τα χρþματα
που 'χανε βÜψει με τα χρüνια οι νοικÜρηδες.
ΡÝει απ' τον κýκλο
η γλουτολßνη της παλιÜς αφισοκüλλησης
κι üλο το σπÝρμα που γεννοýσε τις ιδÝες.
ΨÜχνεις να καταλÜβεις
τι του 'κανες του τοßχου
η ιστορßα χýνεται συνÝχεια
στο πεζοδρüμιο, στην Üσφαλτο.
ΜÝρες 2006
Εμεßς ποý πÜμε με το βιβλßο μας μονÜχα;
Ποý πÜμε;
ΜετρÜνε τη ζωÞ τους
με ροýχα που αγüρασαν φτηνÜ,
απαριθμþντας ευκαιρßες κÝρδους.
Δε χωρÜμε σε τÝτοιους δρüμους, Κατερßνα,
οι καρδιÝς -κεφÜλια καρφßτσας- δεν ακοýγονται,
οι συνειδÞσεις αναßσθητες πια δεν πονÜνε.
Ρωτοýσε ο ΣτÝλιος
αν χωρÜ μες στη στολÞ η ποßηση.
Αν χωρÜνε, λÝει κι οι ποιητÝς.
ΚανÝνας ποιητÞς δε χþρεσε
ποτÝ του, πουθενÜ.
¼νειρα Της 'Ασπρης Σκüνης
Τþρα πλατýνανε τα üνειρÜ σου,
ρßχνεις γýρω σου ακαθüριστες ματιÝς
μα το τοπßο Ýγινε θολü.
Εßχες πριν τα üνειρα του σοκακιοý,
τα üνειρα που χωροýσανε στην τσÝπη
κι Þτανε διÜφανα.
Στην Üσπρη σκüνη ζυμþθηκε η πλατεßα σου,
μÝσα της δε ξεχωρßζεις τßποτε,
γßνεσαι σβοýρα και περιστρÝφεσαι,
τεντþνεις τον λαιμü σου
αλλÜ εßναι ο υπüνομος βαθýς.
Το σοκÜκι που πßστευες και ζοýσες
Ýγινε τþρα χαρακιÜ μες στο μυαλü σου,
ματþνει üποτε βρÝχει,
πονÜει σαν αλλÜζει ο καιρüς και το θυμÜσαι.
Η σχÜρα του υπονüμου Ýγινε ουρανüς σου,
η μαυρßλα του πλακþνει την ματιÜ σου.
Ο δρüμος που το δÜκρυ χαρÜζει
στα σκονισμÝνα μÜγουλÜ σου
δεν οδηγεß στην Ýξοδο.
ΤρÝμεις συχνÜ και λες:
"Δεν Ýπρεπε να χÜσω το σοκÜκι,
μ' üλα τα üνειρα της πρÝζας
δεν τ' αλλÜζω".
ΨÜχνεις πüτε-πüτε στη τσÝπη σου,
Πþς ψÜχνουμε για κÜποιον αναπτÞρα.
Νιþθεις Τους Τοßχους...
Νιþθεις τους τοßχους στο δωμÜτιο
να σε κοιτÜζουν με τα μÜτια μου.
Ακοýς τις γÜτες απ' Ýξω
να κλαßνε τους Ýρημους δρüμους,
τα δÝντρα να βγÜζουν βλαστÜρια,
τη σημαßα να σου μαθαßνει την περηφÜνεια.
ΝικÜς τη μοναξιÜ με το μολýβι σου,
η ανÜσα μου γιατρεýει τις πληγÝς σου.
Αν λιποθυμÞσεις θα σε πÜρω στα χÝρια
και θα σ' απλþσω σ' Üλλο ποßημα.
Σκüρπιες ΣκιÝς
Σκüρπιες σκιÝς στις κρεμασμÝνες σου κουβÝρτες,
στο μπαλκüνι,
σκÝπαζαν και ψες τα üνειρÜ σου.
Σκüρπιες σκιÝς γαντζωμÝνες αιωροýνται,
ξεφτßζουν
πÜνω απ' τα κεφÜλια των περαστικþν,
μαýρα σýννεφα που απειλοýν
να πλημμυρßσουν τη μÝρα με φαντÜσματα.
Μαýροι εφιÜλτες, καπνüς κι αιθÜλη
πÜνω απ' το λιμÜνι-
απ' τα μπαλκüνια της πüλης,
απ' τις κρεμασμÝνες κουβÝρτες δραπετεýουν.
Τα üνειρα των λιμανιþν μαυρßζουνε
τους ουρανοýς
σαν ξεπετÜγονται απü βασανισμÝνη
ξαγρýπνια
γνοιασμÝνου ανÝργου κι απλÞρωτης
πüρνης.
Εßδα, ψες, εκεßνο τ' üνειρο που τριγýριζε
στο δρüμο για þρες,
τ' üνειρο του κουρασμÝνου στρατοκüπου.
Σκüρπιες σκιÝς στις κρεμασμÝνες κουβÝρτες,
στο μπαλκüνι,
νοτßζουνε στην υγρασßα,
τυλßγονται μες στην ομßχλη,
ακροβατοýν στην πνευμονßα του χαμÜλη,
στο χαμÝνο γÜντι που παρÜπεσε στων τραβεστß
τα στÝκια.
Σκüρπιες σκιÝς στις κρεμασμÝνες σου κουβÝρτες,
στο μπαλκüνι,
βρßσκονται και ζευγαρþνουν
με τις σκιÝς του γεßτονα του πÜνω ορüφου
κι üλο τινÜζεις και ξανεμßζεις
ξεθυμασμÝνες ανÜσες οργασμοý.
Εμεßς ΥπÜρχουμε...
Εμεßς υπÜρχουμε για να βουλþνουμε
Τις χαραμÜδες στα παραθýρια των φιλοσüφων
Εμεßς υπÜρχουμε ανÜμεσα στους Üλλους
Για να μας δεßχνουν με το δÜχτυλο
Εμεßς τρεφüμαστε απü λοξÝς ματιÝς
Απü κρýα αγγßγματα
Εμεßς ζητÜμε
Τß Üραγε ζητÜμε;
¸ναν Ýρωτα
Μια πατρßδα στα üνειρÜ μας
¸να στßχο να κυλÜει
¸να στßχο να δακρýσουμε
Να ζεσταθοýμε αδÝρφια ποιητÝς
Ηλιαχτßδα Του Μεσονυχτßου
Μια ηλιαχτßδα κρÜτησες ζωντανÞ μÝσα στη νýχτα
κρυμμÝνη στο βλÝμμα των ματιþν σου,
κρυμμÝνη στης καρδιÜς το καταφýγιο.
¸φτασε τον δρüμο να φωτßσει,
να γßνει το σινιÜλο για τη βροχÞ των αστεριþν,
Ýφτασε να γιομßσει το λειψü φεγγÜρι.
Με ηλιαχτßδα τρýπησες και μÝνα,
αρχßσανε να τρÝχουνε τα üνειρα,
αιμορραγοýνε ακατÜσχετα οι σκÝψεις
κι οι λÝξεις λιωμÝνες χýνονται σε στßχους.
ΚÜποιοι Üνθρωποι ξÝρουν να βλÝπουνε τον Þλιο,
να του κλÝβουνε ζωντÜνια,
να φτωχαßνουν τα σκοτÜδια τους,
να μη ρßχνουν το βλÝμμα χαμηλÜ.
Μια ηλιαχτßδα κρÜτησες για τη νýχτα,
για τη γωνιÜ που θα φωλιÜσει ο ÝρωτÜς σου,
για το ασημÝνιο μενταγιüν σου
στο ανθισμÝνο Üσπρο στÞθος σου.
Σαν θα γυρßσει τη πλÜτη της η νýχτα,
σαν θα τρομÜξει μη τυφλωθεß απü τον Þλιο,
Üφησε την ηλιαχτßδα σου καρφωμÝνη στη καρδιÜ μου.
Να 'ναι η πρþτη πνοÞ της μÝρας,
εκεßνη, η στερνÞ της νýχτας μου Ýμπνευση.
Να δω στο χÜραμα τ' αστÝρια να στερεýουν,
να ξεφουσκþνει το φεγγÜρι,
να φτερουγßζουν στα χαλÜσματα τα üνειρα,
προτοý τα βρει ο Þλιος να σβÞσουν, να χαθοýν.
Εγνατßα
Εßπες να φτÜσεις μÝχρι την Üκρη της ψυχÞς σου
στη βüλτα μας στην Εγνατßα,
ν' ακοýσεις το ρυθμü της καρδιÜς σου
στη βουÞ της Σαλονßκης.
Δεν Üλλαξαν οι δρüμοι, Ýτσι φαßνονται.
Δεν Üλλαξε ο τρüπος που τους Ýβλεπα,
ßσως Üλλαξε το χρþμα της ορμÞς μου,
ßσως να βρÜδυνε η αγανÜκτηση στο βÞμα μου.
ΜιλÜς κι οι πλÜκες αφουγκρÜζονται
και στρþνεις τα μυστικÜ σου
ανÜμεσα ΒαρδÜρη κι ΑριστοτÝλους,
η νýχτα απλþνεται πÜνω τους
κι ολοÝνα τα βαραßνει.
¼λο νομßζεις πως με ρουφÜν οι τοßχοι
κι üλο ρωτÜς αν σ' ακοýω.
Μα οι τοßχοι εßχαν ρουφηγμÝνη απü καιρü
τη ματιÜ και τη σκÝψη μου.
Σ' ακοýω, σ' ακοýω και ψÜχνω, συνÜμα,
τα σημÜδια μου στους τοßχους.
Εßπες να μου δεßξεις τον κüσμο σου
μα δεν σ' Üφησε η Εγνατßα.
Εßπες να περπατÞσουμε απüψε
αλλÜ ο κüσμος μου
τη μοναξιÜ σοý χÜρισε.
Μη θυμþσεις, θα βροýμε κÜποιο δρüμο
και για τον δικü σου κüσμο.
Ποý Χαρßζεις Τα Συντρßμμια Της ΚαρδιÜς Σου;
Ποý χαρßζεις τα συντρßμμια της καρδιÜς σου;
¸ρμοι συλλÝκτες, ρακοσυλλÝκτες,
δεν ξÝρουν Üλλο απü κοστολογÞσεις.
Μικροαστοß με παζαρÝματα
γυρεýουν να στολßσουνε τα σκρßνιο τους.
ΙεροκÞρυκες κüβουν και ρÜβουν,
μια χοýφτα συντρßμμια να τα μαυροφορÝσουν.
Για δαýτους Ýψαχνες τüσα χρüνια;
Δρüμοι, πÜρκα, φωτογραφßες...
ξεφυσοýσες τις καθισμÝνες σκüνες
κι Ýξαινες τα ξεραμÝνα αßματα
απü κÜθε ψηφßδα σου.
Ας ρßξουνε αλλοý δολþματα
να κüβουν εισιτÞρια στα μουσεßα τους,
να ομορφαßνουν τα σαλüνια τους,
να γεμßζουν τον παρÜδεισü τους.
μη βεβηλþνεις την καρδιÜ σου.
Θα πεις ψηφßδες εßναι,
κομμÜτια θα πω εγþ,
κομμÝνα με λüγια λüγχες,
καμÝνα με ματιÝς θειÜφι,
στραγγισμÝνα απü δÜκρυ,
μια χοýφτα χτýποι της καρδιÜς σου.
Μη χαραμßζεις τα συντρßμμια σου.
Γκαζüλαμπα
Τη νýχτα, στο χωριü,
η σιωπÞ σκλÞραινε τις σκιÝς.
ΒουβÝς μορφÝς στο δωμÜτιο
πÜσχιζαν ν' αντιφεγγßσουν
στο χλωμü φως,
ζαλισμÝνες απ' τις μυρωδιÝς
της ξυλüσομπας
και της γκαζüλαμπας.
¾στερα üλα Ýρχονταν
να στριμωχτοýν στα üνειρÜ μου.
Η κÜπνα στο λαμπüγυαλο,
απομεινÜρι της σκοτεινιÜς,
Ýδειχνε στο φως του πρωινοý
πως σιγοκÜηκε η γαλÞνη.
ΑνÜσα & 'Αρωμα
Η φωνÞ σου μαγεýει τον Üνεμο
τον χρωματßζει, τον ζεσταßνει.
Απλþνεις τα μαλλιÜ σου
να περÜσει απü μÝσα
να γßνει απαλü το σφýριγμÜ του
ν' αφÞσει, αÝρινη χτÝνα, την ανÜσα,
το ÜρωμÜ του.
ανÜσα κι Üρωμα στο μαξιλÜρι σου
ανÜσα κι Üρωμα στον ýπνο,
στα üνειρÜ σου!!!
'Ασβηστα ΧνÜρια
¼πως στα μονοπÜτια
παραμÝνουν Üσβηστα
τα χνÜρια των λαθραßων στρατοκüπων...
KρÜζουνε τυπωμÝνες
στο κορμß μου οι αναμνÞσεις,
φλογßζει χρüνια η ντροπÞ τους!
Τι κι αν καßγομαι
και τη στÜχτη μου σκορπßζω,
πÜλι με διαπομπεýουν
ανεξßτηλες οι καταδßκες.
Φυλλοβüλο ΔÝντρο
Στο φυλλοβüλο δÝντρο μοιÜσε κι εσý,
τßναξε στον Üνεμο τα κιτρινισμÝνα φýλλα
στο χþμα να σαπßσουν. Να σαπßσουν!
Κοßταξε το κυπαρßσσι και το πεýκο,
γερνÜνε με τη σκüνη üλων των καημþν τους,
üσων Ýφερε η τýχη στα κλαριÜ τους.
Τα λüγια φτιÜχνουν φωλιÜ,
σου τσιμπολογοýν τα φýλλα,
κρýβονται βαθιÜ σου.
φýλλωμα απÜνεμο, κüρφος ζεστüς.
Τßναξε τα φýλλα, Üκουσε τον Üνεμο
κι ýστερα τα λüγια θα κρυþσουν, θα πετÜξουν
κι Üλλα λüγια θα φωλιÜσουν μÝσα σου
Üλλες χαρÝς και λýπες θα 'ρθουνε με την Üνοιξη.
Εσý θα στÝκεις δÝντρο περÞφανο,
μη λησμονÞσεις üμως, δÝντρο φυλλοβüλο.
Στην Eξορßα
ΠÞρες τον κüσμο
να τον ρουφÞξεις μονοκüμματα
και βρÝθηκες εξüριστος
μ' Ýνα τσιγÜρο στο μπαλκüνι.
-¼χι εδþ, κÜτω μονÜχα,
στους δρüμους τσακßζει η εξορßα.
Το πετροβüλημα δεν τÜραξε τις συνειδÞσεις.
Οι γροθιÝς σε πüνεσαν, μεγÜλωσαν το τεßχος.
Ξεθþριασαν οι αφßσες, περßμενες να ξεφωνßσουν,
οýτε τα συνθÞματα ξεφþνησαν στον τοßχο,
καλýφθηκαν με διαφημßσεις.
Οι στßχοι σε χÜραξαν,
ρυτßδα-ρυτßδα μετρÜω τα ποιÞματÜ σου.
ΠÞρες τα μÜτια σου,
τα Ýκλεισες στο κουτÜκι των γυαλιþν.
ΠÞρες τα χÝρια, τα δßπλωσες
μαζß με τη σημαßα στο συρτÜρι.
ΠÞρες τ' αφτιÜ σου και τα σφρÜγισες,
στην εξορßα, εßπες, δεν χρειÜζονται πολλÜ.
Το ΦεγγÜρι ΑλλÜζει
Εßναι βραδιÝς που ξεφτßζει το φεγγÜρι,
ασημιÜ ροκανßδια γεμßζει τον κÜμπο
ο μακελÜρης Üνεμος.
Μικρü χαμοποýλι ριγμÝνο στο χþμα
η τελευταßα λÜμψη,
η τελευταßα ελπßδα.
Το δÝντρο μαρÜθηκε,
ο φßλος σκοτþθηκε,
το λÜβαρο κÜηκε.
κομμÜτι-κομμÜτι σκορπßζεις πατρßδα.
Εßναι βραδιÝς που λιþνει το φεγγÜρι,
σταγüνα-σταγüνα υγραßνει τη πüλη,
υγραßνει τα μÜτια μας.
ΣκουριÜζουν τα εßδωλα,
σ' Ýνα παλιü τουφÝκι
σκοýριασαν κι οι ιδÝες.
Η αφßσα ξεθþριασε,
οι δρüμοι ησýχασαν,
το πλÞθος κοιμÞθηκε.
ταßριαξε στις ψυχÝς το «δε βαριÝσαι αδερφÝ.»
Εßναι βραδιÝς που το φεγγÜρι αυτοκτονεß,
αιμÜτινες στÜλες χαλÜνε τον ýπνο μας,
χαλÜνε τα üνειρÜ μας.
ΜονÜχα ρüδα και παπαροýνες
με ζωÞ πλημμυρßζουν
στο θÜνατο του φεγγαριοý.
Τα μÜτια σκοτεßνιασαν,
τα λüγια ξεθþριασαν,
τα στÞθια πουλÞθηκαν.
ρßξανε την αγÜπη στο κρεβÜτι του μπουρδÝλου.
Εßναι βραδιÝς που το φεγγÜρι ξενυχτÜ,
παßζει στ' αστÝρια «τα μÞλα»,
παßζει στα μÜτια μου «αμπÜριζα».
Αηδüνια τρελαßνουν την αýρα,
την αýρα που χαúδολογÜ
τον θηρευτÞ των ονεßρων.
¸να παιδß γεννιÝται,
Ýνα στÜχυ ξεφυτρþνει
μια σημαßα κυματßζει.
χßλιες φωνÝς το τραγουδοýν:
Αυτüς ο κüσμος
δε μπορεß παρÜ να ζÞσει.
Τα ΛÜστιχα
Τα λÜστιχα ξεσκßσανε τ' απüνερα,
τινÜχτηκε η καταφρüνια κι αρπÜχτηκε
στη μοναξιÜ ενüς ρομαντικοý ποδηλÜτη.
Στις στρÜτες με τις λησμονημÝνες καντÜδες
οι θορυβþδεις και γυαλιστεροß χεßμαρροι
σβÞσανε τα πατÞματα της ξυπüλυτης αλητοπαρÝας,
σταμÜτησε στη διÜβαση ο ρυθμüς της καρδιÜς μας
ανÝλαβαν σηματοδüτες τη ρýθμιση.
ΨÜχνω στου δρüμου τις Üσπρες παχιÝς γραμμÝς
να βρω τα μυστικÜ του τροχονüμου,
γßνομαι σφýριγμα κι αλλÜζω τη ροÞ της κßνησης.
η πüλη σαπßζει στους στÜσιμους χεßμαρρους!
ΦιλÜργυροι πνιγμÝνοι στο βρüχο της γραβÜτας τους,
λαμποκοπÜνε στο μποτιλιÜρισμα
της αηδßας, της υπομονÞς, της σκÝψης τους.
Γßνομαι χÝρι τσιγγανüπουλου,
απλþνω στα τζÜμια πßσσα,
οι οδηγοß μ' ευγνωμονοýν
τους κρýβω το χÜος, τον Üρρωστο Þλιο
κι ο τροχονüμος χλþμιασε.
Τα λÜστιχα τα πÞραν διαρρÞκτες
τα πÞγαν σ' Üλλες γειτονιÝς,
βγÞκε στη σýνταξη ο τροχονüμος.
Μαστßχες
Βυθßζομαι στα πεζοδρüμια,
ανÜμεσα στα λευκÜ και τα μαýρα σημÜδια,
στις πλÜκες με τις κολλημÝνες μαστßχες
κι Ýτσι αποφεýγω την Üσφαλτο!
Οδüς ΑριστοτÝλους, στο πλακüστρωτο
επßμονα ξηλþνω κÜποιο μαυρÜδι
κι αλÞθεια νιþθω τις ανÜσες
του φιλημÝνου στο στüμα κοριτσιοý
ν' αποκολλιοýνται απü τις πλÜκες...
Ýτσι Ýμαθα την αναζÞτηση, την εξακρßβωση.
Στων παπουτσιþν τις σüλες
κρýβονται üλα τα μυστικÜ του δρüμου,
σε μια ροζ, σε μια Üσπρη, σε μια πρÜσινη τσßκλα...
κÜποια μετρÜει τις διαδρομÝς μου,
κÜποια νιþθει το βÜρος μου κι απλþνει.
Πριν λßγο, κομματιÜστηκε στο Üγριο τσιμÝντο
η συντροφιÜ που μου "κüλλησε"
το πρωß στην ΤσιμισκÞ,
αιωνßα της η μνÞμη...
Ρßζες
ΓεμÜτος ρßζες παντοý ο κüσμος.
Ρßζες σε κεßνο το μικρü μπαλκüνι,
στο δρüμο που οδηγεß στο διπλανü χωριü,
σ' üλη τη διαδρομÞ του τρÝνου,
στον ουρανü ανÜμεσα στ' Üστρα.
Ρßζες στο ερημικü ακρογιÜλι,
ρßζες στους δρüμους της ΑθÞνας,
του Πλαταμþνα, του Πηλßου,
της Σαλονßκης, της Πüλης
ρßζες, ρßζες, ρßζες...
Τα δÝντρα χουφτþνουν τη γη
και την κρατοýν αιþνια,
εμεßς δε φεýγουμε παντοτινÜ
αλλÜζουμε μονÜχα και περνÜμε.
ΠερνÜμε κι αφÞνουμε ρßζες
σκαρφαλωμÝνες, απλωμÝνες,
βυθισμÝνες, να ρουφÜνε εικüνες.
Τις ζοýμε τις εικüνες,
ζοýμε μ' εκεßνες κι üλο περνÜμε...
καημÝνα δÝντρα!
Θεσσαλονßκη 21/3/05
Το Tρýπιο TαβÜνι
¼ποτε βρÝχει στÜζει η σκεπÞ,
δε μÝτρησα ποτÝ τις τρýπες.
ΣτÜζει... πþς Ýγινε διÜτρητη!
ΜÝρα τη μÝρα εξατμßζομαι
κι αναστατþνονται
τα Ýντομα και τα ποντßκια
που ανασαßνουν τη ζωÞ μου,
στο τρýπιο ταβÜνι.
Παποýτσια
Ποιüς εξαφÜνισε τους ανθρþπους
απ' το δρüμο;
Στα πεζοδρüμια απüμειναν
παποýτσια.
Απü συνÞθεια αντιγρÜφουν
την κßνηση, περπατÜνε...
Οδηγοýνται στις διαβÜσεις,
σταματοýν στο φανÜρι
κι ýστερα συνεχßζουν...
Ολüκληρη πüλη χραπ-χρουπ,
χραπ-χρουπ...
κατÜπιε τη γλþσσα της βουÞς.
Κανεßς δεν εßχε τßποτε
να πει προηγουμÝνως.
Κýκλος
¼σο κρατÜει του φεγγαριοý ο κýκλος,
τριγýρισες στον ουρανü μου...
Νýχτες γεμÜτες σκιÝς και üνειρα!
Πüτε μεσ' απü σýννεφα,
πüτε μεσ' απü κλαδιÜ
μας Üκουγε τ' αγÝρι.
¸σβησες τþρα,
Ýκλεισε ο κýκλος...
ΠÞρες-ΠÞρα
ΠÞρα τη πÝτρα,
πÞρες το αγÝρι της αυγÞς.
ΠÞρα το ξερüκλαδο,
πÞρες τη φλüγα του μεσημεριοý.
ΠÞρα τη ξεραμÝνη λÜσπη,
πÞρες το κοκκßνισμα του δειλινοý,
κÜθισα εγþ στη παραλßα της Σκοτßνας
κι εσý στη κορυφÞ του Ολýμπου,
να ονειρευτοýμε,
να φτιÜξουμε καινοýργια ΕλλÜδα!
Κι ονειρευτÞκαμε üλη τη νýχτα...
Κι ονειρευτÞκαμε στη ξαστεριÜ...
Ακüμα εκεßνη την ΕλλÜδα ονειρευüμαστε!
ΧÜθηκε...
ΧÜθηκε στις þρες που κυλÞσανε,
Ýμοιαζε μ' Ýνα μουντü ξημÝρωμα,
με το ανÞλιαγο το μεσημÝρι.
Οι þρες που τη πÞραν ναυÜγησαν
και σα παρÜξενο αγþγι, δýο τη ζÞλεψαν,
χßλιοι τη μßσησαν κι Ýνας τη καρτεροýσε.
Φορτþθηκε στου ωροδεßκτη τη καμποýρα,
βÜρος αλλüκοτο,
ο λεπτοδεßκτης χλþμιασε,
τη προσπÝρασε. Για πüσο ακüμη θα τη προσπερνÜ;
Το ξυπνητÞρι που δεν Þχησε,
η σφαλισμÝνη πüρτα στων δευτερüλεπτων τ' αλþνι
κι η τσακισμÝνη περηφÜνεια μου, τη μÝθυσαν...
Του ΑντρειωμÝνου Το Τραγοýδι...
ΠολλÜ τραγοýδια τραγουδÞσαμε...
ΚÜποτε σε δρüμους Ýρημους τις νýχτες
Με φüντο μιαν αφßσα κολλημÝνη.
ΚÜποτε σε διαδηλþσεις
Με τη φωνÞ του πλÞθους.
¼λα τþρα παρÝμειναν βουβÜ,
¼λα ξεχÜστηκαν,
'Αλλα προδüθηκαν...
¸να τραγοýδι μονÜχα θυμÜμαι
¸να αξÝχαστο τραγοýδι.
Του αντρειωμÝνου ο θÜνατος,
Του αντρειωμÝνου το μαρτýριο,
¾μνος, τραγοýδι και κατÜρα.
ΑνατριχιÜσαν οι δειλοß,
ΑντÜριασαν οι απüκληροι.
Δεν αντηχÞσανε τα ΤÜρταρα, τα Ηλýσια
ΜÞτε ο ΠαρÜδεισος κι η Κüλαση.
Για κεßνους που ανασταßνουν την ελπßδα,
¼σους στεγνþνουν μÝρα - νýχτα τη ζωÞ τους,
¼σους κραδαßνουν Ýνα λÜβαρο αιματüβρεχτο,
Για μια πατρßδα,
Για μια σημαßα,
Για μια σταλιÜ αξιοπρÝπειας...
ΑνÜβλυσε του αντρειωμÝνου το τραγοýδι.
Μια ΚυριακÞ...
Μια ΚυριακÞ, Ýνα ξεφÜντωμα τρελü,
Þταν üλη η ζωÞ σου, Þταν η ανÜμνησÞ σου
Ýνα ποτÞρι κüκκινο κρασß.
ΧρωμÜτιζες τους τοßχους, τις καρδιÝς μας,
σαν το ηλιοβασßλεμα στο Λευκοπýργο,
μια ΚυριακÞ, Ýνα ξεφÜντωμα τρελü.
ΠαρÜθυρο ανοιχτü, üλο τον κüσμο Ýβλεπα
μες στην καρδιÜ σου και τον κερνοýσα
Ýνα ποτÞρι κüκκινο κρασß.
¹ταν üλη η ζωÞ σου, Þταν η ανÜμνησÞ σου
το πανηγýρι στο χωριü, Ýνας ζεúμπÝκικος,
Ýνα στροβßλισμα στην πßστα.
ΒÜσταξε ο λεβÝντικος χορüς Ýνα ηλιüγερμα,
Ýνα ηλιοβασßλεμα στο Λευκοπýργο,
κι ýστερα... κι ýστερα Þρθε η ΔευτÝρα.
ΞÝφυγαν Tα ¼νειρÜ Μας
ΞÝφυγαν τα üνειρÜ μας,
Μες στον βοριÜ σκορπßστηκαν.
Στους δρüμους
ΣβÞστηκαν τα ßχνη μας,
ΞεχÜστηκε η μορφÞ μας,
ΧÜθηκαν οι αφßσες...
Πßσω δεν Ýμεινε κανεßς
¹ Ýμειναν πολý λιγüτεροι.
ΞÝφυγαν τα üνειρÜ μας,
Tο νÝο αßμα,
Tα παιδιÜ μας, δικαστÝς.
Δεν θα 'χουνε ν' ακοýσουνε πολλÜ...
Θα μας καταδικÜσουν.
ΑÝρινη ΑγÜπη
Εßναι η απüσταση που δεν λιγοστεýει
και η σιωπÞ που γÝμισε
το ακατÜστατο δωμÜτιο
κι οýτε γραφÞ...
Δεν κοιταχτÞκαμε ποτÝ στα μÜτια,
δεν ταξιδÝψαμε της τüλμης το ταξßδι,
ανεξερεýνητοι στεκüμαστε.
Εσý κι εγþ δυο Ýρημοι,
παρÜλληλοι δρüμοι,
εσý κι εγþ δυο Üγνωστοι.
Κι εßναι οι ανÜσες μας
στßχοι στον αÝρα,
μαζß στροβßλισαν
κι ενþθηκαν και δρüσισαν.
'Aνοιξε τα παρÜθυρα στον Üνεμο
να 'ρθω να σε χαúδÝψω.
'Ατιτλα
1. Θαρρεßς δε ξεχωρßζω το Üτοπο,
το αδιÝξοδο του δρüμου μας;
Θαρρεßς δε ξÝρω πως δε γßνεται
εγþ να σε ποθþ;
ΧÜρισÝ μου μονÜχα μιαν ελπßδα,
Ýνα αποκοýμπι για να στηριχτþ,
Ýνα σινιÜλο ν' αγναντεýω...
2. ΣπÜζεις τη σιωπÞ σου...
Δεν ακοýς τον αντßλαλü της
Στο απÝναντι γÞπεδο,
Οýτε στον αντικρινü βρÜχο...
Στην οθüνη του pc μου
ΣκÜει ο Þχος της και ξεκουφαßνει!
ΧÜú-Κου
ΞÝφυγαν τα üνειρÜ μας
Κι üσοι σταθοýν εμπρüς μας δικαστÝς
Δε θα 'χουνε ν’ ακοýσουνε πολλÜ...
Θα μας καταδικÜσουν
Στα üνειρÜ σου
μια μολüτοφ
ξερνÜει επαναστÜσεις!
Τα üνειρÜ μου καμαρþνω
στον καθρÝφτη...
Και σωπαßνω.
Στα δυο σου μÜτια
βρÞκε η νýχτα
γεφýρι να περÜσει...
Δεν εßσαι δÜσος...
Πευκοβελüνα εßσαι,
στο πουκÜμισü μου...
'Αγγιξες...
'Αγγιξες τη παλÜμη σου στο παγωμÝνο τζÜμι.
Απü το χÝρι της καρδιÜς απλþθηκε αχνü το αποτýπωμα.
ΚÜνω τα μυστικÜ σου να διαβÜσω,
Ýσπασε το γυαλß,
πýρωναν και δεν τ' Üντεξε.
¼λοι Οι Θßασοι...
¼λοι οι θßασοι της νýχτας
παßζουν βουβÜ για εμÜς.
Κι εμεßς στα üνειρÜ μας βυθισμÝνοι
περιφρονοýμε τους πλανüδιους
νυχτερινοýς θιÜσους.
Μια Ηλιαχτßδα...
Μια ηλιαχτßδα τον τοßχο να εμβολßσει,
να διαπερÜσει και τη μοßρα μας
που στÞθηκε πλÜτη στη μοýχλα,
δßπλα στον πßνακα ανακοινþσεων,
μπροστÜ στο Ýνα και μοναδικü παρÜθυρο.
Πüρτες, διÜδρομοι... Ýνα τηλÝφωνο!
Στοßχειωσε το κουδοýνισμα του,
Ýγινε Ýνα με το βÞμα, την ανÜσα,
την αξιοπρÝπειÜ μας.
...μια ηλιαχτßδα να ελευθερωθοýμε.
ΜονÜχα να περÜσει μÝσα μας,
να μας πυρþσει, να λιþσει τη μιζÝρια μας,
κι üλα μια στοßβα μπÜζα, ο τοßχος,
το τηλÝφωνο, ο πßνακας ανακοινþσεων
κι ο δεσμοφýλακας... η μοßρα μας.
Στη ΣκÝψη Σου...
...Στη σκÝψη σου να στροβιλßσω
τÝτοιες þρες,
μÝχρι ανÜπλωρα στη θÜλασσα
τα βÜσανÜ σου ν' αρμενßσουν
καρÜβια ταξιδιÜρικα
κι üταν χαθοýνε στον ορßζοντα
κι ανασκιρτÞσουνε τα στÞθη σου,
διþξε με να μη με συνηθßσεις
διþξε με αλλοý για να πετÜξω.
«¹λιε...»
«¹λιε, πþς Ýτσι πρüωρα ξεψýχησες,
πþς σ' Ýκρυψε η συννεφιÜ»;
ΠλαγιÜζοντας, δυο πÞχες βρÞκε σκßσιμο
και κρυφοκοßταξε τον Λευκοπýργο.
ΕπÝστρεψες...
ΕπÝστρεψες κι üμως δε μßλησες,
Δεν εßπες οýτε "καλημÝρα",
ΠÝρασες απü δßπλα...
Κι εγþ, αüρατος στα μÜτια σου,
Να μετρÜω βÞμα το βÞμα σου,
ΑνÜσα την ανÜσα σου...
Πüσο λÜθος σ' εßχα μετρÞσει!
Φþναξε...
Φþναξε... η φωνÞ σου ν' ακουστεß…
Ν' ακοýσουν üλοι üτι ζεις,
να νιþσουν πως υπÜρχεις,
να ζεσταθεß η καρδιÜ σου,
να με τρομÜξεις, φþναξε...
Ν' αλλÜξουν Ýκφραση τα μÜτια σου,
να σου χαλÜσουν το πορτρÝτο,
η πλÜνη μου να καταρρεýσει...
ΜÝχρι το νÝο βλÝμμα σου
να συνηθßσω!
Περιφροýρηση
Στη μοναξιÜ μου με τη σιωπÞ σου απÜντησες
ΓÝρνει η ματιÜ σου στο Üγνωστο
Εßναι η καρδιÜ σου κλειδωμÝνη
Κι üλα παραφυλÜνε
Του κορμιοý σου
Τα ξÝνα στßγματα
Τα ξÝνα αποτυπþματα
Μη νοθευτοýν τα ßχνη τους
Μη ξεχαστοýνε
Σαν σε τυλßξουνε τα χÝρια μου...
Αμφιβολßα
Σκýβω πÜλι μÝσα μου
να σκÜψω, να 'βρω στßχους
κι üλο αμφιβÜλλω...
Θ' αναδυθþ ξανÜ
πßσω στο φως;
Το Στερνü ΚαμÜρι
Ο Þλιος χαμηλþνει,
οι σκιÝς μεγαλþνουν
στο πλακüστρωτο της παραλßας
κι Ýρχονται κÜποιοι
που ξÝμειναν απü καμÜρι,
να ευφρανθοýν και να κομπÜσουν
για τη μεγÜλη τους σκιÜ...
ΝÜνοι με τη σκιÜ γιγÜντων,
με το σουροýπωμα θ' αλλÜξουν ρüτα
για ολüφωτες πλατεßες
προτοý ξεπÝσει το καμÜρι τους.
ΑναρριχιÝσαι Στο ΦεγγÜρι
ΑναρριχιÝσαι στο φεγγÜρι
για να ξεφýγεις απ' τις κοφτερÝς,
τις θλιβερÝς βουνοκορφÝς
που σου θυμßζουν τα φτερÜ σου...
Τα εßχες ξεπουλÞσει, στα κüψανε με βßα
δε θυμÜμαι...
Τþρα εκεß ψηλÜ üταν θα φτÜσεις,
τα χÝρια σÞκωσε φτερÜ να μοιÜζουν.
Οι κοφτερÝς κορφÝς σε περιμÝνουν...