Το ΠεσκÝσι
Ο Þλιος Ýκαιγε ακüμα, üταν ο ΔημÞτρης, τρÝχοντας ν' ανοßξει πρþτος τη ξýλινη πüρτα του σπιτιοý, την εßδε κι απüρησε. ¹ταν κρεμασμÝνη ψηλÜ σ' Ýνα καρφß, απü τα δοκÜρια της πüρτας, μια πÜνινη ριγωτÞ σακοýλα -απ'αυτÝς που κουβαλοýσαν τις πατÜτες τους, απü το παζÜρι κÜθε ΣÜββατο-. Ο λαιμüς της σουφρωμÝνος, σφιγμÝνος γερÜ μ' Ýνα σπÜγκο, προφýλασσε απü ανεπιθýμητους επισκÝπτες. Στη προσπÜθειÜ του να τη φτÜσει, τρÜβηξε το σπÜγκο κι αναποδογυρßζοντας η σακοýλα, κýλησε βαρý στα πüδια του.
¸μεινε εκεß, μη μπορþντας να κουνηθεß κοιτþντας το μπροστÜ στα πüδια του. ΤερÜστιο, σχεδüν δÝκα κιλÜ, μαýρο. Χοροπηδοýσε, σχεδüν τον Üγγιξε! Το πρüσωπü του ανÝκφραστο κοßταζε μ' αυστηρüτητα το παιδß. Τα μÜτια του παγωμÝνα, βßγλιζαν ακßνητα πεταγμÝνα Ýξω απü τις κüγχες τους. Το κεφÜλι του ψαριοý παρÜξενα στρεβλωμÝνο, Ýδειχνε τη θανÜσιμη αγωνßα της απþλειας του οξυγüνου και της ζωÞς. Το υπüλοιπο σþμα παλλüταν απü μυστÞριες και αüρατες δυνÜμεις. Τα λÝπια και τ' αγκÜθια της ρÜχης ορθÜ, Ýτοιμα να χιμÞσουν, να ξεσκßσουν, να χýσουν τα βÝβηλα μÜτια. Η ουρÜ τελεßωνε σαν πýρινη γλþσσα που τρεμοσβÞνει-κÜρβουνο πια-, χÜνοντας τη μÜχη της με τη φωτιÜ. Ω! πüση αρμονßα εγκατÜλειψης κι ορμÞς! Πüση χÜρη κι απÝχθεια, πüση ζωÞ στο τελεßωμα και πüσος θÜνατος κυρßευε κεßνο το κουφÜρι. Η γλþσσα κüκκινη και φουσκωμÝνη Ýφραζε το Üλαλο στüμα και σε μια τελευταßα αναπÞδηση, παραμÝρισε κι Üφησε να φανοýν τα κÜτασπρα, κοφτερÜ δοντÜκια, να ξασπρßζουν το πεθαμÝνο μαýρο. Ο ΔημÞτρης, Ýβγαλε μια κραυγÞ και πισωγýρισε στην κυρα-ΑθηνÜ και στα παιδιÜ που ακολουθοýσαν.
Εκεßνο το πρωß, Ιοýλης του 196_, ο ΔημÞτρης ξýπνησε λουσμÝνος στον ιδρþτα, με το χÝρι μουδιασμÝνο κÜτω απü το σκληρü μαξιλÜρι. Εßδε τις ακτßνες του Þλιου που χþνονταν απ` τις τρýπες της κεντητÞς κουρτßνας. ΖαλισμÝνος θυμÞθηκε το üνειρο που εßδε: ΔιÝσχιζε μιαν Üγνωστη, καταπρÜσινη θÜλασσα. Κýματα με κÜτασπρες κεφαλÝς, χτυποýσαν το μικρü καÀκι που τραμπαλιζüταν ελαφρÜ, μεταδßδοντας μια κßνηση αβεβαιüτητας, σýγχυσης στο κορμß και τα μÝλη του. ΞαφνικÜ Üρχισε να ψιχαλßζει αργÜ, βασανιστικÜ, αδιÜφορα. Μια αßσθηση ευτυχßας τον συνεπÞρε, üταν ο πατÝρας του που οδηγοýσε το καÀκι, Üρχισε να τραγουδÜ:
«ΒÜρκα θε-θÝλω ν' αρματþσω
ΒÜρκα θε-θÝλω ν' αρματþσω
Με σαρÜντα δυο κουπιÜ
Και το χÜροντα να κλÝψω
Να τον πνßξω στ` ανοιχτÜ...»
-«Το νερü εßναι Ýτοιμο, ελÜτε να πλυθεßτε», Üκουσε τη φωνÞ της μÜνας του. Δεν απÜντησε και σε λßγο την εßδε να μπαßνει στο δωμÜτιο. ΤρÜβηξε τις κουρτßνες και κτýπησε αλαφρÜ στον þμο τα Üλλα δυο παιδιÜ που κοιμüντουσαν, αμÝριμνα στις πινακωτÝς. Οι πινακωτÝς, Þταν σανßδες στη σειρÜ, με τÝσσερα χεροýλια στις Üκρες για να μεταφÝρεται εýκολα. Τον ΣεπτÝμβρη Ýβγαιναν απü το δωμÜτιο, αναποδογýριζαν και φιλοξενοýσαν στην αγκαλιÜ τους τις σταφßδες που τις Üπλωναν στον Þλιο να ξεραθοýν. Με το πρþτο συννεφÜκι μετακινοýνταν εýκολα στην ισκιÜδα -Ýνα στÝγαστρο ανοιχτü απü τα πλαúνÜ-, üπου προφυλασσüντουσαν και προφýλασσαν τον πολýτιμο καρπü. Αυτü το διÜστημα οι ÞρωÝς μας κοιμοýνταν κατÜχαμα, πλÜι στο αλþνι.
ΜπροστÜ στα μÜτια του ΔημÞτρη, φÜνηκαν τα μπλεγμÝνα μÝλη των αγοριþν. Ο 'Αρης δεκαπεντÜχρονος, ψηλüς, μελαχρινüς κι αδýνατος με σγουρÜ μαλλιÜ που διαρκþς Ýπεφταν στα μÜτια του και διαρκþς τα ßσιωνε, τα παραμÝριζε με μια κßνηση που μÜγευε τον ΔημÞτρη, αφηρημÝνα, μα τüσο Ýντονα. Η μýτη του σκιασμÝνη απü τον Þλιο, μεγÜλωνε ακüμα περισσüτερο, δßνοντας στο πρüσωπο του παιδιοý μια Ýκφραση λßγο κωμικÞ. Ο 'Αρης χασμουρÞθηκε και μαχμουρλÞς τÝντωσε τα χÝρια του χτυπþντας ασυναßσθητα τον δωδεκÜχρονο Γιþργο στο μπαταρισμÝνο με λιωμÝνα κρεμμýδια, γüνατο. Αυτüς γκρßνιαξε και μια Ýκφραση πüνου απλþθηκε στο βελοýδινο πρüσωπü του. Το αγγελοýδι της οικογÝνειας. Τα ματοτσßνορÜ του τερÜστια, κοριτσßστικα σχεδüν, στρογγýλευαν κι Üλλο το üμορφο πρüσωπο.
-«'Αντε, σηκωθεßτε τþρα», η κυρα-ΑθηνÜ επÝμεινε. Το νερü δροσερü, χυνüταν κýματα, κýματα πÜνω τους απ` την κανÜτα της μÜνας τους. Μεταφερüταν με τα χÝρια στο πρüσωπο, στο λαιμü, στα μπρÜτσα, στο στÞθος. ΑυτÞ σαν λιονταρßνα γýριζε στο δωμÜτιο μαζεýοντας απü χÜμω πεσμÝνα ροýχα και σκεπÜσματα, ανßκανη να εξηγÞσει την παρουσßα ενüς πÝδιλου στον νεροχýτη Þ του παντελονιοý κÜτω απü το κρεβÜτι.
-«Παλιüπαιδα, με τρελÜνατε. Συμμαζευτεßτε πια!». Εßδε το πονεμÝνο γüνατο του Γιþργου και πÝταξε μακριÜ τα πανιÜ με τα κρεμμýδια. Το πρüσωπü της συννÝφιασε με το üνειρο του ΔημÞτρη. ΚρατÞθηκε üμως, και του εßπε πως ο πατÝρας του τον πρüσεχε απü κει ψηλÜ. Κανεßς δεν εßδε το μαντÞλι της που σκοýπισε κÜποιο δÜκρυ.
Μια μÝρα σαν τις Üλλες. Ροýφηξαν βιαστικÜ το ποτÞρι τους με το κατσικßσιο γÜλα. Σκοýπισαν το στüμα με την ανÜστροφη, να φýγει η κρÝμα απü το χνοýδι, τÜισαν τα ζþα τους στο στÜβλο κι Ýδεσαν την κατσßκα στο χωρÜφι.
Μια συνηθισμÝνη μÝρα του Ιοýλη. Τα τζιτζßκια την σφυροκοποýσαν, ο Þλιος την ζÝσταινε, τα φýλλα της πορτοκαλιÜς την πρασßνιζαν, οι φωνÝς των παιδιþν την δρüσιζαν. Μια συνηθισμÝνη μÝρα. Αφοý κολÜτσισαν φÝτες με ΒιτÜμ και μÝλι-θυμαρßσιο-, φüρεσαν τα φανελÜκια τους-αυτÜ π' Üφηναν ελεýθερους και γυμνοýς τους þμους, στερÝωσαν απü Ýνα ψÜθινο καπÝλο στο κεφÜλι και τρÜβηξαν στο κατþι τους. Φüρτωσαν στο γÜιδαρο της οικογÝνειας το μπιτüνι με το δροσερü νερü, την πετσÝτα με τις ντομÜτες, τα αγγοýρια και το μισü καρβÝλι ψωμß. Τα δυο μικρüτερα ανÝβηκαν στο σαμÜρι και ο τρßτος πισωκÜπουλα. Η κυρα-ΑθηνÜ τραβþντας το καπßστρι, πÞρε το δρüμο για τη θÜλασσα.
¹ταν μισÞς þρας δρüμος. Περνοýσε παρÜλληλα απ' τις üχθες του ποταμοý. Ο Þλιος ανÝβαινε, τα τζιτζßκια οργßαζαν. Σε κÜθε βÞμα τα βατρÜχια σþπαιναν και στο επüμενο ξανÜρχιζαν να κοÜζουν. Η αýρα ανηφορßζοντας το ποτÜμι, τους καλωσüρισε, τους ερÝθισε τη μýτη με το κÜλεσμÜ της. Σε λßγο Ýφτασαν στις εκβολÝς του ποταμοý. ΧοντρÜ, λεßα, πρÜσινα λιθÜρια πολεμοýσαν να βγουν στην επιφÜνεια. Μüλις τα κατÜφερναν, ο Þλιος τα σκüτωνε και τα παρατοýσε Ýθαφτα, κßτρινα και λυπημÝνα. Τα λιγοστÜ νερÜ του ποταμοý, αφοý Ýχαναν στην κατÜ μÝτωπο επßθεση με την Üμμο, στριφογýριζαν με ελιγμοýς τÝλειας στρατηγικÞς και χÜνονταν σε καταπρÜσινες φωλιÝς απü καλÜμια κι αρμυρßκια, οποý γεννοβολοýσαν εκατομμýρια Ýντομα, αμφßβια κι ερπετÜ.
¸μεναν στην θÜλασσα ως αργÜ. Τα παιδιÜ στο νερü, η κυρα-ΑθηνÜ, στην μπατανßα της ξαπλωμÝνη. Της Üρεσαν αυτÝς οι þρες. ΔικÝς της. ΜÝσα απ` τα μισüκλειστα βλÝφαρÜ της, η ζωÞ της περνοýσε με ταχýτητες επιλεκτικÝς. ¸τρεχε με ιλιγγιþδη ταχýτητα σε γεγονüτα σπουδαßα, σταματοýσε σε μικροπρÜγματα. Αßφνης θυμüταν το χρþμα απü το μισοφüρι της, που φοροýσε üταν πρωτοσυνÜντησε τον ΘανÜση της: Ýνα μισοφüρι φτηνιÜρικο, που εßχε üμως εδþ δα, πÜνω στη διχÜλα του στÞθους, κεντημÝνο με μοβ κλωστÞ Ýνα γιασεμß.
ΔεκαπÝντε χρüνια Ýζησαν μαζß. «Μπομπüτα κι αλÜτι φÜγαμε να σας αναστÞσουμε», συνÞθιζε να λÝει. Πüσο τον εßχε αισθανθεß τον ΘανÜση της. Κορμß απ' το κορμß της. ΧαρÝς και λαχτÜρες μαζß. Απü τüτε που νÝα κοπÝλα, κÜπου δεκαπÝντε χρüνια μικρüτερÞ του. Της τον εßχαν προξενÝψει: «Εßναι ορφανüς, μα Üντρας σωστüς. ΑνοιχτοχÝρης, γλεντζÝς», της εßχαν πει. «ΠÜρτον και θα μακαρßζεις την τýχη σου». Κεßνη δεν Þθελε! Δασκαλοποýλα ξεπεσμÝνη, μα δασκαλοποýλα. Με τη γαλÜζια ποδιÜ, τη σÜκα, τα βιβλßα του πατÝρα στη μÝσα κÜμαρη, εßχε Üλλα üνειρα.
¼ταν Ýμαθε üτι του Üρεσε η θÜλασσα κι εßχε και το καÀκÜκι του για να συμπληρþνει το εισüδημÜ του, üταν Ýμαθε üτι διαφÝρει απü τους Üλλους χωριÜτες, üτι τραγουδÜ κιüλας, Üλλαξε. Με τη ροδοζÜχαρη να τον τρατÜρει στη μεγÜλη σÜλα του σπιτιοý της, εßπε το ΝΑΙ. Κι αυτü το ναι, δε το μετÜνιωσε ποτÝς. Η θÜλασσα, στÜθηκε η μοßρα της η Üπονη. ΑυτÞ, απü την ορεινÞ ΑχαÀα, τα Καλαβρυτοχþρια, τη πρωταντßκρυσε οργισμÝνη να κουτουλÜει τα βρÜχια στο λιμανÜκι του Αη-Νικüλα και την αγÜπησε, αγαπþντας για πρþτη φορÜ, σαν Üντρα, τον ΘανÜση της. Η δýναμÞ της, η δýναμÞ του, τη τραβοýσε. Λικνßστηκε στην αγκαλιÜ της και στην αγκαλιÜ του. Η αρμýρα της, της Ýκαψε τη καρδιÜ και τüτε και üταν τον πÞρε για πÜντα κοντÜ της.
-«Δε φοβüμουν τον θÜνατο, τον εßχα συνηθßσει. Η ιδÝα üτι θα πεθÜνω πρþτη, Þταν καρφωμÝνη στο μυαλü μου. "Μη μου μπÜσεις καμιÜ τσαπερδüνα, απü το πρþτο μÞνα", του Ýλεγα. "¸χεις αγüρια"! Το ζÜχαρο μ' εßχε σακατÝψει, κατÝβαζα χοýφτες τα γιατροσüφια. Αυτüν δε μποροýσα να τον φανταστþ νεκρü. Αδýνατος, σα τον ΔημÞτρη μου, οýτε Üσπρη τρßχα, ωραßος Üντρας, τον ζÞλευα. ¼ταν το μπουρßνι, του τσÜκισε τη βÜρκα και το κορμß και τον πÝταξε στα βρÜχια τρεις μÝρες μετÜ, η ζωÞ μου Ýχασε το νüημÜ της. Δε μποροýσα να τον φανταστþ νεκρü κι üμως κεßνη την ημÝρα, το κορμß του μπλÜβο, μιλοýσε ολüκληρο για θÜνατο. ¹ταν αλÞθεια. Εγþ ζοýσα κι αυτüς νεκρüς. Τον ξÜπλωσα στη μÝση της κÜμαρης, του φüρεσα το καλü κουστοýμι του και του χτÝνισα της φαβορßτες. Εßχε μεγÜλες φαβορßτες!»
ΜετÜ την κηδεßα, κλεßστηκε σπßτι της. Σα να Þθελε ν' αποφýγει τη ζωÞ, την αποδοκιμασßα των ανθρþπων. Μ' αυτÞ, η ζωÞ, τα παιδιÜ, ζητοýσαν τα δßκια τους. «¼που δουλειÜ, εγþ πρþτη. Δασκαλοποýλα, μα τα χÝρια μου Ýπιαναν Ως το Κοκüνι της Κορινθßας Ýφτασα δουλεýοντας. ΕλιÝς, καλαμπüκι, σταφßδες, συσκευαστÞρια».
-«Ε! ΠροσÝχετε τον ΔημÞτρη», Ýβαλε φωνÞ στα μεγαλýτερα που εßχαν απομακρυνθεß μαζεýοντας πεταλßδες και καβοýρια. ¹ταν ο κανακÜρης, ο χαúδεμÝνος. Μαýρο πρüβατο κι αντÜρτης και καλüς. Πως Þταν δυνατüν; ΠαρÜξενο παιδß. ¼ταν εßδε πνιγμÝνο τον πατÝρα του, δεν Ýκλαψε, δε γýρισε το μÜτι. ¸σκυψε κοντýτερα και του 'βγαλε δυο τρßα φýκια που 'χαν μπλεχτεß στα μηλßγκια του. Τον κοßταζε απü τη κορφÞ ως τα νýχια. «Τι ψÜχνεις εκεß δα;», τον παρατÞρησε κÜποιος απü το τσοýρμο που 'χαν μαζευτεß. «Να δω αν τον δÜγκωσαν τα ψÜρια», απÜντησε αυτüς με σοβαρüτητα περßσσια, παρÜξενη φωνÞ που βýθισε Ýνα μαχαßρι σε üσους τον Üκουσαν. Τον απομÜκρυναν. Απü τüτε ως σÞμερα το πρωß δεν ξαναμßλησε για τον πατÝρα του. Δυο χρüνια σιωπÞς.
...
-«Γιατß τρüμαξες παιδß μου, εßναι Ýνα μαγιÜτικο, θα το 'στειλε πεσκÝσι ο καπετÜν Ηλßας, φßλος του συχωρεμÝνου», καθησýχασε τον ΔημÞτρη η κυρα-ΑθηνÜ, üταν πλησßασε στη πüρτα της κι εßδε πεσμÝνο το ψÜρι.
-«Να το πετÜξεις!», απüκοσμη η φωνÞ του.
-«Θα το φτιÜξω σοýπα, για το βρÜδυ. Θα γλεßφετε τα δÜχτυλÜ σας. ¸ννοια σας, Üντε πλυθεßτε και να παßξετε».
-«Να το πετÜξεις», επανÝλαβε κι Ýφυγε τρÝχοντας. Τα δυο μεγαλýτερα, αφοý τακτοποßησαν τα πρÜγματα, βγÞκαν στην αυλÞ αναζητþντας τον. Τον βρÞκαν στη πορτοκαλιÜ του. Ο καθÝνας εßχε Ýνα δÝντρο "δικü" του. Η φωνÞ του ακοýστηκε:
-«ΠετραδÜκι-πετραδÜκι
για τα σÝνα το 'χτισα
της αγÜπης το τσαρδÜκι...»
Οι Üλλοι δυο τον γιουχÜισαν, μ' αυτüς τους γýρισε τη πλÜτη, αφοý τους πÝταξε δυο τρßα πορτοκÜλια.
Ο Þλιος τραβιüταν πßσω απü το βουνü, μελαγχολþντας για αυτÜ που δε πρüλαβε να κÜνει ολημερßς. Δεν του 'φτανε η μÝρα! Οι σκιÝς μεγÜλωναν στη τσιμεντÝνια αυλÞ, τα τζιτζßκια δε σταματοýσαν να τραγουδοýν. Οι φßλοι σκορπßστηκαν στα σπßτια τους.
-«¿ρα για φαÀ», φþναξε η κυρα-ΑθηνÜ και μαζεýτηκαν στο καθιστικü που Þταν και τραπεζαρßα. «Θα βγÜλω και κρασÜκι, να ψυχοπιαστοýμε».
Η σοýπα Üχνιζε στα πιÜτα τους. ΠροκλητικÝς σταγüνες λßπος επÝπλεαν, αρμÝνιζαν στους αχνοýς, αναμιγνýονταν με τους κüκκους απü το πιπÝρι κι Ýφτιαχναν σχÞματα ασýμμετρα κι ονειρικÜ. Ο ΔημÞτρης, Ýσκυψε προς το πιÜτο του κι εßδε ...δυο φýκια να επιπλÝουν. Πετþντας πßσω τη καρÝκλα του, φþναξε:
-«Τα φýκια, τα φýκια...»
-«ΚÜτσε πουλÜκι μου να φας, σÝλινο εßναι, σÝλινο».
Η κυρα-ΑθηνÜ, γýρισε απü τον νεροχýτη κι Ýβαλε στη μÝση του τραπεζιοý την πιατÝλα με το ψÜρι. Το εßχε κüψει για να χωρÝσει στο σκεýος και το εßχε γαρνßρει με σÝλινα, καρüτα, πατÜτες. Ο ΔημÞτρης, στýλωσε τα μÜτια του στο πÜτωμα, ανÜμεσα στα πüδια του.
-«Δε πει-... δε πεινÜω... δε θα φÜω», η φωνÞ του σιγανÞ μα με μια παρÜξενη σταθερüτητα. Η μÜνα του επÝμεινε:
-«'Αρχισε να τρως, πριν κρυþσει η σοýπα σου. Θα σας διαλÝξω και το ψÜρι». Ο ΔημÞτρης ρßγησε:
-«Δε πεινÜω...». Τ' Üλλα δυο αγüρια, κοιτοýσαν μια την οργισμÝνη μÜνα τους, μια τον ΔημÞτρη.
-«Οýτε 'γω πεινÜω»,δÞλωσε ο 'Αρης, ενþ ο Γιþργος:
-«Φοýσκωσα απü το καρποýζι». Αυτü παραÞταν. Εκτüς εαυτοý, η μÜνα, Üστραψε Ýνα χαστοýκι στον μεγÜλο και σφýριξε αναψοκοκκινισμÝνη στον ΔημÞτρη:
-«Εδþ θα τρως, üτι φτιÜχνω. ΤÝτοιο φαÀ, δεν θα ξαναδοýμε οýτε σε δυο χρüνια. Τρþγε!» Ο ΔημÞτρης σÞκωσε το πιροýνι του και σκÜλισε Ýνα κομμÜτι απü την πλÜτη του ψαριοý που ...ýψωσε τ' αγκÜθια του, ορθÜνοιξε το στüμα του και ...δÜγκωσε Ýνα κομμÜτι καρüτο. Το παιδß, τινÜχτηκε και πÝταξε πÝρα το πιροýνι. Το Ýβαλε στα πüδια, πριν προλÜβει ν' αντιδρÜσει κανεßς τους. Τ' Üλλα δυο, κοντοστÜθηκαν, μα ακολοýθησαν τον ΔημÞτρη, ντροπιασμÝνοι. Η κυρα-ΑθηνÜ, δοκßμασε να σηκωθεß. Το μετÜνιωσε ξαφνικÜ, παραδομÝνη λες σε κÜτι δυνατüτερο. «¼ποιος δε φÜει, δε θα Ýρθει αýριο στη θÜλασσα», εßπε στον εαυτü της περισσüτερο. ΣτÜθηκε στην καρÝκλα της φουρκισμÝνη, ροýφηξε δυνατÜ τη μýτη της κι Üρχισε να μασουλÜει αφηρημÝνη. «Τι τα 'πιασε ξαφνικÜ; ΤÝτοιο ψÜρι; ΤÝτοιος μεζÝς;»
Με τα παιδιÜ, εßχε μια σχÝση δυνατÞ. ΜÜνα και πατÝρας μαζß. Τ' ακολοýθησε στις αλλαγÝς τους, μÝνοντας η ßδια απαρÜλλαχτη -ριζιμιü λιθÜρι-, λες κι ο χρüνος που την εßχε φιλοδωρÞσει με ζαρωματιÝς γýρω απü τα μÜτια και το λαιμü, με σακοýλες και ξασπρισμÝνα χεßλια, τη λυπÞθηκε ξαφνικÜ και την Üφησε Ýτσι, περιμÝνοντας να Ýρθει μια και καλÞ για το μοιραßο χτýπημα. Τα παιδιÜ üμως Üλλαζαν. Ο 'Αρης, Üντρας πια, "μÜλλιασε". Το χνοýδι στα μÜγουλα, στα πüδια, στο στÝρνο, μα πιο πολý το κοκκινÜδι που Ýβαφε τα μÜγουλÜ του κÜθε φορÜ που Ýσκυβε μπροστÜ του να του σαπουνßσει την κοιλιÜ και τα γüνατα, Þταν μÜρτυρες που δεν Ýλεγαν ψÝματα. Παρüλα αυτÜ, εßχε μια παθολογικÞ αγÜπη για τον μικρü, τον ΔημÞτρη. Τον Üκουγε, τον σεβüταν. Του επιβαλλüταν με τον τρüπο του, με τις σιωπÝς του. Νικοýσε σε üλα.
Το μυαλü της, ξανÜρχισε πÜλι το παιχνßδι του. ΣταμÜτησε σ' Ýνα χειμωνιÜτικο βρÜδυ του ΝοÝμβρη. «Γýριζα αποκαμωμÝνη απü τις ελιÝς, στου παπα-ΑνδρÝα το λιοστÜσι. ΒρεγμÝνη μÝχρι το κüκαλο. Ο γεßτονÜς μου, ο ΓιÜννης ο ΨυχρÜμης, μ' Üρχισε τα παρÜπονα για τα κεραμßδια που του 'σπασε ο μικρüς με τη μπÜλα. ΖÜλη μ' Ýπιασε. ΦουρκισμÝνη, τον Ýπιασα με το Ýνα χÝρι και με το Üλλο, πÞρα τη ζþνη του συχωρεμÝνου. Τον κτυποýσα αλýπητα. ΧÝρια, πüδια, κορμß. Τüτε ο 'Αρης, πετÜχτηκε και μου 'πιασε το χÝρι. "φτÜνει", εßπε. ΠροσπÜθησα να τραβηχτþ, τανÜλια τα χÝρια του. ΣωριÜστηκα σε μια καρÝκλα κι Üρχισα να κλαßω, να κλαßω. Λες και τα δÜκρυÜ μου, θα ξÝπλεναν τις λÜσπες απü τα πüδια μου, τη κοýραση απü το κορμß μου, μα πιο πολý τη πßκρα απü τη καρδιÜ μου».
Την þρα αυτÞ, που οι Üνθρωποι συλλογιüνταν, Üναβαν κι Ýσβηναν, μÜλωναν Þ αγκαλιÜζονταν, ο ουρανüς γýριζε. Τα Üστρα σηκþθηκαν ψηλÜ κι Üρχισαν το νυχτερινü τους ταξßδι. ΞαφνικÜ πßσω απü τη κορυφÞ του βουνοý, πετÜχτηκε με τις καδÝνες του ψηλÜ και τα πανιÜ ανοιγμÝνα, αφÝντης και βιγλÜτορας της νýχτας, το φεγγÜρι. ΔιÝλυσε τ' Üστρα που παραπονεμÝνα μÝριασαν και στÝριωσε στον ουρανü το κÜστρο του.
ΒαριÜ η νýχτα, κουφüβραση μεγÜλη. ¸πεσε στους δρüμους και στα σπßτια, λßβας ογρüς και πλÜνταξε τους ανθρþπους. Τα τρßα αγüρια, καθισμÝνα σταυροπüδι κÜτω απü τους ευκαλýπτους, κοßταζαν το φεγγÜρι που ανακλαδιζüταν στο νερü του αυλακιοý. ΞÝχειλο αυτü, κελÜρυζε βιαστικü, μεταφÝροντας τα νερÜ του ποταμοý στα δÝντρα και τα μποστÜνια. Ξεδßψαγε φυτÜ και ζþα και χανüταν πÝρα στον κÜμπο.
-«Δε θα πÜμε αýριο για μπÜνιο, η μαμÜ, νευρßασε», γκρßνιαξε ο Γιþργος. Ο ΔημÞτρης, ανασηκþθηκε, Ýβγαλε το φανελÜκι. Στο μÝτωπο σταγüνες, Ýτρεμε η ψυχÞ του σαν ιδρþτας. Πετþντας πÝρα το παντελονÜκι του και βÜζοντας μπροστÜ τα χÝρια του, βοýτηξε στο αυλÜκι.
-«Θα σκÜσω, δε βαστþ», εßπε, πριν βουτÞξει. Τα δυο παιδιÜ τον ακολοýθησαν.
Σε λßγο τρßα κορμιÜ, λαμπýριζαν στην επιφÜνεια του νεροý. Κρατοýσαν τις βÝργες απü τον ευκÜλυπτο για να μην παρασυρθοýν. Το φεγγÜρι για λßγο τα φþτισε κι ýστερα τρÜβηξε παραπÝρα, αδιαφορþντας. Το ποταμßσιο νερü, πÞρε τον ιδρþτα τους κι αφοý πüτισε ντομÜτες και φασολÜκια, ελιÝς και λεμονιÝς, τον κατηφüρισε στον γιαλü, που τον περßμενε σαν αγαπητικιÜ μετÜ απü καβγαδÜκι, κι αγκαλιÜστηκαν, ιδρüς κι αρμýρα κι Ýγιναν Ýνα.
Ανþνυμη Ιστορßα
Ξýπνησε. Το ρολüι συνεχßζει να κτυπÜ, ασταμÜτητα. Το χÝρι της τυφλüς ιππüτης, το αναζητÜ και το σωπαßνει για πÜντα. Η ανÜσα του Γ... δßπλα της ακανüνιστη. Το σεντüνι τυλßγει μüνο τη μÝση του, η πλÜτη του φωτßζεται απü τα στορ του παραθýρου. ΓραμμÝς λευκÝς, γραμμÝς μαýρες της διηγοýνται το üνειρü του. ΑκουμπÜει τα πüδια της στα πλακÜκια, η δροσιÜ τους τη ξυπνÜ.
Τρßα βÞματα δεξιÜ, τρßα αριστερÜ. Το φως του λαμπτÞρα τη τυφλþνει, τα μÜτια κλειστÜ. Τα στÞθια της βαριÜ ανεβοκατεβαßνουν ακανüνιστα. Το κρýο νερü τη χαστουκßζει. ΑνÜβει το πρþτο τσιγÜρο, ο βÞχας μοιρÜζεται την απüλαυσÞ της. Η φοýστα ξηλωμÝνη, αναστενÜζει, δεν προλαβαßνει πια. Το τελευταßο κουμπß του λευκοý πουκαμßσου φυλακßζει το στÞθος της. ¸τοιμη! Με μια βοýρτσα φουντþνει λßγο τα μαλλιÜ της.
ΔεκαεφτÜ σκαλιÜ την αποχαιρετοýν, η πüρτα παραπονιÝται τρßζοντας. Το πρωινü αγιÜζι συντροφιÜ της, στα διακüσια μÝτρα που απομÝνουν. Η Üσφαλτος ξηλωμÝνη εδþ κι εκεß χÜσκει κÜτω απü τα τακοýνια της. Η στροφÞ με τα καλÜμια, Ýνα αλýχτημα σκυλιοý, η μυρωδιÜ απü λÜδια αυτοκινÞτων, Συνεργεßο «Το καλü παιδß», η λεωφüρος. Δεýτερο τσιγÜρο, οι οικοδüμοι απü το καφενεßο απÝναντι πßνουν τον καφÝ τους. Στα σκαλοπÜτια δυο-τρεις Αλβανοß τη κοιτοýν. ΑποστρÝφει το βλÝμμα της.
Το λεωφορεßο φτÜνει. Δυο σκαλοπÜτια, νυσταγμÝνη καλημÝρα στον κυρ-ΘανÜση τον οδηγü και κÜθεται στο δεýτερο κÜθισμα. Το μÝτωπο αγγßζει το κρýο τζÜμι, τα μÜτια κλειστÜ. 2ο λεπτÜ ýπνου, τα δικαιοýται. Η φωνÞ της Τασßας τη ξυπνÜ: «¼ργια πÜλι χτες; ΚουρασμÝνη σε βλÝπω!». ΧαμογελÜ κι απαντÜ με μια κοινοτυπßα, πÜει το εικοσÜλεπτο. ΤριμμÝνα απü την καθημερινüτητα λüγια, το γεμßζουν.
Το αυτοκßνητο χþνεται στο Β´ πÜρκινγκ του «Acroyialli Βeach» και ξερνÜ στις σÜλες του πενÞντα, κουρασμÝνα Þδη, κορμιÜ. ¸νας διÜδρομος τη χωνεýει μαζß με τους Üλλους. Ο πÜγκος της, αστρÜφτει ανοξεßδωτος, προκλητικÜ Üδειος, απουσßα χρωμÜτων. Τη περιμÝνει να τον γεμßσει με μια πολυχρωμßα λαχανικþν. ΦορÜει τη μπλε στολÞ της, μαζεýει σ' Ýνα σκοýφο τα μαλλιÜ της, αυτÜ αποστατοýν, μα παραδßνονται εýκολα στα νευρικÜ χÝρια της.
7πμ-3.30μμ. Τρßα ολüκληρα χρüνια, προετοιμÜζει τα λαχανικÜ και τα φροýτα να γßνουν σαλÜτες. Ορθοστασßα, χÝρια απασχολημÝνα. Στην αρχÞ βασανιζüταν. Με τον καιρü Ýμαθε να κÜνει μηχανικÜ τα απαραßτητα, το μυαλü της να ταξιδεýει, η þρα να περνÜ. Στις 3 βγÜζει τη στολÞ της. Το κορμß της μουδιασμÝνο, το δεξß της χÝρι δεν αντιδρÜ σωστÜ. «ΠρÝπει να το κοιτÜξω», συλλογιÝται. ΠερνÜ το στενü διÜδρομο. Το χÝρι του Μανüλη απü το μπαρ χουφτþνει τον κþλο της. ΓυρνÜει κι οýτε να τον αγριοκοιτÜξει δε μπορεß. «Να σε πετÜξω μÝχρι το σπßτι;», το δουλικü του χαμüγελο την αποδιþχνει, αρνεßται.
Στο λεωφορεßο, η Μαρßα διηγεßται το χτεσινü της ραντεβοý. Η ΕλÝνη τη καλεß δßπλα της. ΣωριÜζεται στο κÜθισμα.
-«Να περÜσω να σας πÜρω για μπÜνιο;» ΑναζητÜ τη θÜλασσα, τη λιμπßζεται. Μα αρνιÝται.
-«'Αλλη μÝρα, εßμαι λιþμα, ßσως αδιαθετÞσω κιüλας». Το μÝτωπο κολλÜει στο καυτü τζÜμι. Κλεßνει τα μÜτια. Τα λιβÜδια ανοßγονται μπροστÜ της και κλεßνουν τη καθÜρια λιμνοýλα. Οι πÜπιες φτεροκοποýν ερωτευμÝνες. ¸να τρÜνταγμα τις τρομÜζει και πετοýν μακριÜ. Η στÜση της. Η ζÝστη αφüρητη. Αντßστροφη πορεßα προδιαγραμμÝνη: Καφενεßο, συνεργεßο, καλÜμια, διÜδρομος, σκÜλες, η πüρτα της, το μπÜνιο, το κρεβÜτι.
ΚοιμÜται με τη φοýστα, το πουκÜμισο ριγμÝνο στο πÜτωμα. Η πεθερÜ της, φÝρνει τα παιδιÜ. ΞεσαλωμÝνα αλωνßζουν το σπßτι, την τραβολογοýν... ΦτιÜχνει γεμιστÜ, μπüλικα να φτÜσουν και γι' αýριο. 9 η þρα. ΕιδÞσεις, η ελληνικÞ ταινßα για üλη την οικογÝνεια. ΒÜζει τα παιδιÜ για ýπνο. 10 η þρα. ΦτÜνει ο Γ..., γδýνεται, η πλÜτη του πασπαλισμÝνη με αλεýρι -πÜντα της Üρεσε η πλÜτη του-, μπαßνει στο μπÜνιο. ΚουβÝντες τυπικÝς: «Κτýπησε ο ΒαγγÝλης, 40 ημÝρες Üδεια και λεφτÜ απü την ασφÜλεια». ΞαπλωμÝνοι βλÝπουν τα ευτυχισμÝνα ζευγÜρια που χαριεντßζονται στο γυαλß. Τους κληρονüμους με τα εκατομμýρια. Τη sexy starlet που Ýχει απüψεις για üλα. Το χÝρι του Γ... χþνεται ανÜμεσα στα πüδια της. Μπαßνει μÝσα της και τελειþνει πριν προλÜβει να ονειρευτεß. Δεν σηκþνεται να πλυθεß... Αýριο. Το κορμß της πονÜει. Ο Γ..., γυρνÜ τη πλÜτη του. Σε λßγο κοιμοýνται. Το χÝρι της ακουμπισμÝνο στην πλÜτη του.
Το φεγγÜρι, Üσπρο γÜντι στον ουρανü κÜνει τα συνηθισμÝνα ταχυδακτυλουργικÜ του για τ' αστερÜκια. Ο αÝρας κüπασε. Η πüλη Ýξω απü το δωμÜτιü τους χωνεýει τα σκουπßδια της. Στο αεροδρüμιο, τα αεροπλÜνα φτÜνουν το Ýνα μετÜ το Üλλο. ΟυρÝς οι τουρßστες, τρελοß για Þλιο και για τις σαλÜτες της ταχτοποιοýνται Þσυχα στα δωμÜτιÜ τους. Τα clubs φωτισμÝνα μασουλÜνε στις ορθÜνοιχτες πüρτες τους αγüρια και κορßτσια και φτýνουν μεθυσμÝνους. ¸να ζευγÜρι που Ýκανε Ýρωτα σε μιαν ερημικÞ ακρογιαλιÜ, αγριεýτηκε απü τα φþτα ενüς αυτοκινÞτου και βιαστικü Ýφυγε για πιο απüμερες γωνιÝς.
Ξýπνησε. Το ρολüι συνεχßζει να κτυπÜ, ασταμÜτητα. Το χÝρι της τυφλüς ιππüτης, το αναζητÜ και το σωπαßνει για πÜντα...