Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Ενδιαφέροντες 

Τζούλις Λουάν: Η 'Αλλη Όψη...

        Βιογραφικό    

     Ο Λέων Τζούλης γεννήθηκε στο Ντεβόλ της Κορυτσάς στην Αλβανία, κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα, το 1955. Η Καστοριά ήτανε πιο κοντά κι έτσι έπιανε ελληνικά κανάλια. Μεγάλωσε λοιπόν με Μαρινέλλα, Πάριο, Χατζηδάκι, Θοδωράκη. Σπούδασε Βιομηχανική Χημεία κι εργάστηκε στα πετρέλαια της Κούτσοβα. Διάβαζε πάντως από μικρός, ό,τι του 'πεφτε στα χέρια κι επέτρεπε η λογοκρισία. Είχε γίνει γνωστός ως στιχουργός, δημοσίευε λογοτεχνικά κείμενα, κριτικές, σχόλια σε διάφορα έντυπα. Είναι παντρεμένος κι έχει 2 κόρες: την Έλντα και τη Μπόρα. Στην Ελλάδα βρίσκεται από το 1995 ως οικονομικός μετανάστης.

  "Γράφω ποιήματα από μικρή ηλικία. Εχω διαβάσει πολλούς ποιητές, όσους τουλάχιστον επέτρεπε η λογοκρισία να κυκλοφορούνε στη χώρα μου. Η μοναδική μου παρέα, πάντοτε, ήταν η οικογένειά μου και τα ποιήματα..."

     Με υλικά απλά συγκεκριμένα, με ήχους και χρώματα που καθρεφτίζουν τις ελπίδες, τους φόβους και τις προσδοκίες ενός ευαίσθητου ρέκτη του ποιητικού λόγου.
     Εργάστηκε σε πολλές δουλειές εδώ στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, χαμάλης στη λαχαναγορά, πωλητής σε λαϊκές αγορές, κηπουρός. Για να σπουδάσει τα παιδιά του, όπως λέει με καμάρι. Τα χέρια του δε μοιάζουνε χέρια ποιητή. Εχει γράψει περισσότερα από 400 ποιήματα στα χρόνια που διαμένει εδώ. Τώρα εργάζεται σε μεγάλο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα. Η μεγάλη κόρη του, Έλντα, που τέλειωσε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κι εργάζεται, έχει αναλάβει τη μετάφρασή τους στα ελληνικά. Η μικρή του κόρη, Μπόρα, είναι να μπει στο Πανεπιστήμιο.
     Στην Αλβανία είχεν εκδόσει 3 ποιητικές συλλογές, εδώ στην Ελλάδα, εκτός από το "Μυρίζω Μήλο" (Εκδόσεις Καστανιώτη) έχει εκδόσει και τη "Βιογραφία Των Ματιών" (Εκδόσεις Γράμματα), με την επιμέλεια της κόρης και του Γιάννη Ξανθούλη. Ετοιμάζεται να βγάλει άλλα 2 βιβλία για παιδιά κι έχει έτοιμη μιαν ακόμα ποιητική συλλογή στα αλβανικά, "για να μη ξεχνάμε και τη Πατρίδα".

------------------------------------------------------------------

                               ΜΥΡΙΖΩ ΜΗΛΟ
 

προλογικο σημειωμα

    

     Θέλησα να καθαρογράψω τα ποιήματα με τις φράσεις του Λουάν Τζούλις γιατί ήταν τόσο αθώα όσο κι η "περίτεχνη" άσκηση επιβίωσης κάθε μετανάστη που αφομοιώνει γρήγορα τη γλώσσα, τους χρόνους και τα πολυτελή ελαττώματα της χώρας που τον υποδέχτηκε (ή τον ανέχεται). Ως Αλβανός ειλικρινής, χωρίς δηλαδή να καθαγιάζει τίποτα με το εύσημο του "Βορειοηπειρώτη", απέριττος και σημαντικός στα αισθήματα του, μου έδειξε τα ποιήματα αυτής της ιδιότυπης αποδημίας. Όλα έχουν γραφτεί στην Αθήνα και με συγκίνησε γιατί ήταν "μόνον αυτό" και "τίποτε άλλο". Γιατί είχαν τη ζωγραφική ματιά μιας απώλειας που στο βάθος-βάθος της ελοχεύει η ελπίδα.
    
Κι επίσης γιατί μου μύριζαν μήλο...

                                        Γιάννης Ξανθούλης Γενάρης '03
 

Στα κορίτσια μου Έλντα και Μπόρα

--------------------------------------------------------------------

Λουάν Θα Πει Λέων

Μου δώσανε τούτο το όνομα

πριν γεννηθώ ακόμη.

Με το άγχος για ένα αγόρι

η μάνα πρώτη.

Κι ο πατέρας για να ταΐσει

την περηφάνεια του.

Οι αδερφές μου για να αγαπηθούν

από έναν αδερφό που θα ήταν δυνατός

σαν το ίδιο του το όνομα.

Στο όνομά μου
λιοντάρια τρέχουν στις σαβάνες
κι αγέρωχα κοιμούνται στις σκιές
με το αίμα της μικρής αντιλόπης
στα ρουθούνια.

Στο όνομά μου
οι αιώνες θέλουν να αποκτήσουν
των λιονταριών τη χάρη και τη φήμη.
Έτσι είναι το όνομα που διάλεξαν
για μένα προτού ακόμη γεννηθώ.

Κι όταν γεννήθηκα, βγήκα νωρίς
να κυνηγήσω την αγάπη με τη μανία
και το πάθος δύο λιονταριών
ερήμην των ζωδίων.

       Η Κορυτσά Μου

Εγώ είμαι από την Κορυτσά, αδέρφια.
Γι' αυτό το κορμί μου μυρίζει μήλο.
Γι' αυτό, παιδιά, η φωνή μου είναι γλυκιά
σαν μελωδία κιθάρας.

Εγώ είμαι από την Κορυτσά, αδερφές μου
γι' αυτό η καρδιά μου είναι τόσο μεγάλη
γι' αυτό δε συννεφιάζουνε τα μάτια μου.

Εγώ είμαι από την Κορυτσά, κορίτσια
γι' αυτό «ερωτικό» και «αγαπητό» με λένε.

Πήγες ποτέ στην Κορυτσά, φιλαράκο;
Πήγαινε και θα γίνεις δύο φορές άνθρωπος.

Αλβανικό Τανγκό

Πίσω δύο βήματα
ένα μπροστά.
Είναι ο ρυθμός του αυτός.
Αντίθετος και κόντρα
στο κλασικό τανγκό.

Κι απορούν ποιος φταίει.
Η ορχήστρα, η πίστα, ο καβαλιέρος
η πεθαμένη ντάμα;

Ποιός φταίει, ποιός,
που το μπερδεύουν
κι ούτε μισός χορευταράς
ούτε ένας
απ' τους πολλούς που το χορεύουν
δεν το πάει συνετά;

Όλοι τους δεξιοτέχνες του λάθους.
Πίσω δύο βήματα
ένα μπροστά.

Κι έτσι το ονόμασαν
το «ανάποδο τανγκό»
και ξεμπερδέψανε.

            Θέα

Πάνω από μια μεγάλη πέτρα
στην Ακρόπολη όταν κάθισα
έφαγα την Αθήνα
σαν το μισό ασπράδι ενός αβγού.

Πίσω απ' την πλάτη μου
το άλλο μισό της πόλης.
Θαλασσινό αυγό Γοργόνας
με ματιά συννεφιασμένη.

Κι ο κρόκος ο πραγματικός
στην Ομόνοια να στεγνώνει.
Κι ο κόσμος ένα γύρω.

Κακαβιά Δεκαπενταύγουστο

Πόρτα σιδερένια
που τη ζηλεύουνε οι φυλακές.
Αστυνόμοι
ζήλεια των δημίων
σκίτσα βγαλμένα από κόμικς
θυμωμένα.

Μελάνια και στυλό της εξουσίας.
Σειρά από ανθρώπους
σαν χρωματιστό, τεράστιο φίδι
χάρτινο, κινέζικης γιορτής
που γδέρνει τις φολίδες του
ανάμεσα στα κάγκελα.

Στη σιδερένια πόρτα
με το ανάστημα του φόβου.
Πιο επίφοβη κι από κελί.

Εκεί σέρνονται οι πονεμένοι
που ζηλεύουν τους νεκρούς.

   Σαν Κηπουρός

Έχω έναν κήπο στην ανάγκη
μα τον χαίρομαι.

Τον σεργιανώ
με σεργιανά κάθε πρωί
κι όλα τα δέντρα, τα λουλούδια
και τα έντομα
με χαιρετούν σαν να 'ναι άνθρωποι
που δε λυπούνται να ξοδέψουν καλημέρες
και χαμόγελα.

Κι εγώ με τη σειρά μου
ως κηπουρός το ανταποδίδω.
Σαν να 'μαι έντομο ή λουλούδι
σαν να 'μαι δέντρο.

Σαν να μην είμαι μόνο ο κηπουρός
του μεροκάματου.

Το Κουτί

Τov πατέρα.
Δεν τον πρόλαβα.
Είναι το ταξίδι.
Τα σύνορα.
Τα μονοπάτια που δεν έγιναν δρόμοι.
'Αργησα.

Με ζήτησε πάντως
μες στην κρυάδα του τέλους
γι' αυτό κατάλαβα
πως στα χείλη του είχε μείνει
κάτι απ' την απουσία μου.

Κι έτσι για μια μόνο στιγμή
έλυωσα τον πάγο του θανάτου
που τον στόλιζε.
Κι ας μην τον πρόλαβα.

Ήθελε να μου πει
να μιλήσει και δεν πρόλαβε.
Δεν προλάβαμε.
Κι εγώ κι εκείνος.

Μα είπε:

«Το κουτί με τον καπνό
να το πάρει ο Λουάν
ξέρει αυτός...»

Ήξερα πως το κουτί αυτό
ήταν το αγαπημένο του ενθύμιο.
Μνήμη απ' τον πατέρα του.

«Ξέρει αυτός...»
Ναι, πατέρα. Ξέρω.

  Στον Αδερφό

Ταξιδεύει μακριά
περνά θάλασσες και χώρες
διασχίζει τους ιχνογραφημένους χάρτες
που επιθυμήσαμε κάποτε.

Όλο ταξιδεύει κι εγώ
-αν και μεγάλος πια-
τον κυνηγώ ακόμη
για να τον ταΐσω με την αγάπη μου.

Αδερφέ μου
όνομα μιας παρέας ξεχωριστής.

Τα Παπούτσια Μου

Σκίστηκαν.

Στη σόλα τους διαβάζεις
τα χιλιόμετρα.
Έχουν ανοίξει στόματα παντού.
Μπρος πίσω.

Τα παπούτσια μου.

Τα αγαπημένα από τα πιο αγαπημένα
πράγματα που τα χαλάω έτσι εύκολα.

Τα φόρεσα σε γάμους, σε γιορτές
σε συναντήσεις ένοχες
γνώρισαν φίλους, συγγενείς κι άλλους πολλούς.

Κι έτσι ξέχασαν συζητήσεις
και περασμένες κακίες.

Νομίζω πως θυμούνται μόνο τα καλά
χωρίς ποτέ να με γκρινιάξουν.

Και πού δεν πήγαν τα παπούτσια μου
ίσαμε χθες που άνοιξαν τα απορημένα
στόματα τους.

Μα κι έτσι αγαπημένα είναι
δείχτης του χρόνου που ξοδεύτηκε.

Κι ούτε ένα όνομα ανθρώπινο
δεν έγραψα στις σόλες τους.

          Η Μητέρα

Πάνω από τούτο το χαλί που πατάμε
είναι τα χέρια της μητέρας μου.
Μην τα πληγώσετε προσέξτε.

Πάνω απ' αυτό το ωραίο κέντημα
είναι τα μάτια της μητέρας μου.

Μην τα τυφλώσετε προσέξτε.

Πάνω από τούτη την πλεχτή φανέλα
είναι της μητέρας μου τα όνειρα.
Μην τα τρομάξετε προσέξτε.

Πάνω από αυτή τη ζωγραφιά που βλέπετε
είναι η ψυχή της μητέρας μου.
Προσέξτε μην τη βαρύνετε.

Αυτός ο άνθρωπος μπροστά σας
είναι ο καθρέφτης μιας ζωής φευγάτης.

Εγώ είμαι το αίμα της μητέρας.

Μη με στεγνώσετε άδικα...

          Γάμοι

Στο χωριό μου
τους γάμους τους κάνουμε φθινόπωρο.

Τότε που τα μήλα και οι κόκκινες ντομάτες
σκάνε από το ζουμί τους.
Και το σταφύλι στο αμπέλι
στάζει το γλυκό του μούστο.

Τους γάμους τους κάνουμε φθινόπωρο
γιατί οι βροχές
και τα δάκρυα των νεόνυμφων
κάνουν πιο γόνιμη τη γη
κι οι μουσικοί είναι ξεκούραστοι
από το καλοκαίρι.

Μα κι η ρακή των δεκαεννιά βαθμών
θα έχει κλείσει τους εννιά τους μήνες.

Τότε οι σοφοί γερόντοι
αρχίζουνε τη μέτρηση
του επόμενου παιδιού που θα γεννηθεί.

Κι εγώ φθινόπωρο παντρεύτηκα.

Καλοκαιριάτικη Νύχτα

Τεράστια πόλη απόψε μοιάζει
ο ουρανός
και μου είναι δύσκολο να παίρνω
απουσίες από τ' αστέρια.

Αστέρια -σπίτια αμέτρητα-
που δε μετριούνται
όσο και αν τα απαριθμώ.
Κοντινά, φωτεινά, μακρινά μα προσιτά
στη φαντασία του χεριού.

Θέλω να κλέψω αυτά τ' αστέρια
να τα χαρίσω δώρα στα παιδιά μου
τα Χριστούγεννα.

Κι αργότερα
να τα προσφέρω στα κορίτσια μου
για να 'ναι πιο όμορφα
τη μέρα του γάμου τους.

Ξεχνιέμαι στη γαλήνη αυτής της νύχτας
μέχρι το ξημέρωμα.
Όταν πια όλα έχουν χαθεί
κι οι τσέπες μου είναι γεμάτες άστρα
από χαρτί και σκόνη.

Σα ξεχασμένα εισιτήρια.

     Το Σπίτι

Το σπίτι στο χωριό
σαν φωλιά άδεια μοιάζει
-λείπει η μάνα.

Κλαίω, φωνάζω - δεν απαντάει.
Κι η φωνή να αντιλαλεί
στα δωμάτια τα άδεια.

Σπιτάκι μου
που τα θεμέλια σου καλά γνωρίζω
όπως και τα σπασμένα
κεραμίδια στη στέγη.
Που ξέρεις τις ρίζες μου τόσο καλά
και τα χαλασμένα πια δόντια μου.

Γιατί μου θύμωσες; Γιατί;
Δε σου το 'παν άραγε
πως περπατάω με τα ίδια βήματα
που έμαθα κοντά σου;

         Τα Ανίψια  Μου

Τώρα μεγάλωσαν και γίνανε άντρες.
Παντρεύτηκαν και βάσεις ζωής έχτισαν.

Για μένα όμως έμειναν οι ίδιοι
οι καλύτεροι, οι ομορφότεροι
οι μικρότεροι και οι πιο ζωηροί
που χαίρονταν με τις καραμέλες
όταν τις έβγαζαν από την τσέπη μου
μία-μία.

Τώρα μεγάλωσαν.

Στους ώμους μου έχω
τα δυνατά τους μπράτσα
εκεί στη φωτογραφία,
στο κομοδίνο μου.

Τα ανίψια μου.

Μια αγάπη που τα χρόνια κράτησαν ζωντανή
σαν την αγάπη που για τον αδερφό
κρατούνε πάντα τα κορίτσια.

Πόσο χαίρομαι που μεγάλωσαν...

Με τον ίδιο τρόπο που κι αυτοί κάποτε
χαίρονταν να τους πηγαίνει
ο θείος τους στο πάρκο.

    Η Παρέα Το Πρωί

Καλύτερη παρέα για το πρωί δεν έχω.

Ένα ποτήρι ούζο μοναχά, άσπρο
σαν κιμωλία από το νερό.
Μέχρι τη μέση.

Λες και φοβάμαι τη στάθμη του
αν ανέβει
λες και φοβάμαι αν ξεχειλίσει
το ποτήρι.

Κι ένα φλιτζάνι καφέ πικρό
μισοπιωμένο
σαν να πικράθηκε από την εγκατάλειψη.

Καλύτερη παρέα εγώ δεν έχω το πρωί.

Θολά νερά, θολά ζουμάκια
όπως τα μάτια μου θολά τα πρωινά
χωρίς να ξέρω αν αρχίζει η μέρα
ή αν τελειώνει.

Αποτελειώνω τον καφέ, το ούζο
και το βαρύ τον ύπνο
που μου έκλεισε τα βλέφαρα.

Όταν ανοίξω τα μάτια,
ο ήλιος έχει ανέβει
μπόλικα σκαλιά στον ουρανό
κι η παρέα φευγάτη.

    Οικογενειακό

Το σπίτι μυρίζει ψάρι.
Μαγειρεύει η μεγάλη μου κόρη
ένα χελιδονόψαρο.
Κι η μικρή κάνει επανάληψη
στην Ιστορία δυνατά.

Χρονολογίες θανάτων, στρατηγών, νίκες
και ήττες, αλλαγή αιώνων
ήρθε το ρεύμα, ανεβασμένος ο λογαριασμός
κι η γυναίκα μου τον διαβάζει
σαν προσευχή, σα ξόρκι.

Κι εγώ ταξιδεύω
με τρένο στο πεντάγραμμο
βαγόνια οι στίχοι,
οι μουσικές, τοπία οι φράσεις.

Χτυπά το κουδούνι.
Πάω ν' ανοίξω.
Κάποιος ήρθε...

Τούτο Το Καλοκαίρι

Ψύχρανε τις παραλίες.
Πρόσθεσε αγκάθια, πόνους.
Πρόσθεσε δάκρυα.
Διαίρεσε τις χαρές.
Κομμάτιασε τα τραγούδια.
Και τα 'θαψε σαν νεκρά αβγά.

Στην άμμο.

Τούτο το καλοκαίρι που έφυγε
φαρδιά μάς έμειναν τα παντελόνια...

Μετά Τη Βροχή

Θόλωσαν τα μάτια.
Είναι η βροχή, είναι οι ατμοί
που ξαμολά η γη
όπως η μυρωδιά
του φαγητού του αγαπημένου
που μόλις έφτιαξε η μητέρα.

Μα και τα δέντρα
τινάζουνε τα βλέφαρά τους
τα καταπράσινα
να πέσουν δάκρυα
όπως της νύφης τη μέρα του γάμου.

Χτενίζουν τα μαλλιά τους τα πουλιά
καθρεφτισμένα στου ήλιου της ακτίνες
με τη φροντίδα την ίδια
των ερωτευμένων εφήβων
στο πρώτο ραντεβού τους.

Εγώ χαμένος ακόμη περπατώ
χωρίς να νιώθω
αν είμαι πιο πολύ βρεγμένος
στα ρούχα ή στη ψυχή.

     Έλντα

Σε κούρασα, Έλντα
στους παλαβούς δρόμους
της φαντασίας μου.

Σε κούρασα δείχνοντας
πόσο κοντά είναι
η αλήθεια, το «κάθε μέρα μας»
και το όνειρο.

Ίσως και να 'θελα να σε περάσω
μες στη δική μου τη ζωή
την άλλη την πολύχρωμη.
Πέρα από το γκρίζο σύνορο
της κάμαράς σου.

Σε κούρασα, Έλντα
για να είσαι ακούραστη
μ' αυτά που θα πασχίσεις στη ζωή σου
χωρίς να με ξεχνάς
σαν πατέρα και ποιητή
ανάμεσα στους γκρίζους τοίχους του σπιτιού
που στα όνειρά μας
κάμπους καταπράσινους
τους βλέπω.

Σε κούρασα, Έλντα,
κόρη και μεταφράστριά μου.

    Το Μπουρνούζι

Επέστρεψε από τη βάρδια
φιλά το γιο και τη γυναίκα.
Κάνει μπάνιο. Όπως συνήθως
μέντα στο σαμπουάν και στο σαπούνι
η ανακούφιση.

Ξυρίζεται κι ύστερα η κολόνια
από λεμόνι να πάρει την αψάδα.
Φορά το γαλάζιο μπουρνούζι
αγορασμένο από τους Ρώσους.

Ξαφνιάστηκε.
Το μπουρνούζι ήτανε βρεγμένο.
Ένας νοτιάς προδότης.
Με αγωνία σκέφτηκε
ότι η γυναίκα του έβλεπε
έναν άλλο άντρα.

Έφαγε σιωπηλός
και ξανακλείστηκε στο μπάνιο
αργότερα.
Να φανταστεί το άλλο σώμα
ήρεμα και λυπημένα.

Με Τους Φίλους Χθες

'Αργησα λίγο με τους φίλους μου
χθες το βράδυ.
Η βότκα μού κόντεψε τα βήματα
μου μίκρυνε τα μάτια
και τα πόδια μου τα βάρυνε.

'Αργησα λίγο.

Οι δείχτες του ρολογιού
από τα δεξιά νυσταγμένα περπάταγαν
κι η ξαγρύπνια της γυναίκας μου
μέτραγε το άγχος της προσμονής.

Η καλή μου η γυναίκα...
Στις φλέβες της
ταξιδεύει η ανησυχία της
για μας.

Για τα δικά μας χρόνια
που άργησαν.
Που γέρασαν.

Που συχνά
η καρδιά αδυνατεί να μετρά
το βάρος τους με αγάπη.

Αλλά με πόνο που άργησα
με τους φίλους χθες.

    Νεκρή Φύση

Δύο κόκκινα μήλα
σα ζευγάρι ερωτευμένο
κι ένα αχλάδι κίτρινο
σα ξεχασμένη ζήλεια.

Ένα μισό πράσινο μήλο
όπως μια χλιαρή ελπίδα
και μια φέτα από καρπούζι
σαν μια καρδιά κομματιασμένη
από τον πόνο.

Δύο ρώγες σταφυλιού
άσπρη και μαύρη
όπως δύο μάτια που μυστικά παραφυλάνε.

Τα φρούτα
βαλμένα χωρίς μεράκι και φαντασία
σε μιαν άχαρη
και πλαστική πιατέλα
στο κάτω ράφι του ψυγείου
θέλουν να πουν
ότι μπορούν να διηγηθούν τη ζωή
και μες από την άχρωμη ψύξη
και το νανούρισμα του μοτέρ.

Ακόμη κι έτσι.

     Απορία

Αυτό το σταυροδρόμι
των «σαράντα και»
και με κούρασε
και με ξεκούρασε.

Να αναπνεύσω λίγο
έξω από το βαρύ αέρα του χρόνου.
Αυτό θέλω μονάχα.

Φορτωμένος σα γονιός
ανάλαφρη φτερούγα σαν παιδί
σαν αδερφός αγαπημένος
και στενοχωρημένος σαν άνθρωπος.

Νιώθω κομμένος σε κομμάτια άνισα
κι αναρωτιέμαι πού ανήκω.
Στα παιδιά, στη γυναίκα, στους γονιούς
στα αδέρφια, στους γνωστούς;

Ρωτάω και το βαρύν αγέρα
που αποπνέω από την ταυτότητά μου.
Πού ανήκω;

             Το Ρολόι

Τότε που νιώθω κουρασμένος
το ρολόι χαλαρώνει τους σφυγμούς του.

Στέκεται εκεί απέναντι μου σοβαρό
και μετρημένο
όπως του γέρου πατέρα μου το κομπολόι
αργοπορεί στα δάχτυλα του
καταλαβαίνοντας την κούραση του γιου.

Γίνεται αθόρυβο και σβήνει με έγνοια
ως και το φώσφορο των αριθμών
να μη χτυπά στα μάτια μου.

Γι' αυτό το σέβομαι.
Για την ακρίβεια του.
Σαν μια ζωή που είναι
πάντοτε στην ώρα της.

Σήμερα είμαστε κουρασμένοι.
Κι εγώ και το ρολόι.
Θέλουμε μόνο τη σιωπή
και την άχρονη γαλήνη.

Ψάξτε μας σε άλλα ρολόγια...

  Τα 'Αλογα Της Τροίας

Πάντα θα τρέχουν ασυγκράτητα
στης Ιστορίας τις λεωφόρους
της Τροίας τα άλογα.

Κούρσα παντοτινή και δίχως τέλος
ντυμένα ξύλο και χρυσό
με πόδια κόκκινα από το αίμα
κι ουρά συρμάτινη στο χρώμα της σκουριάς.

Με φορεσιά υποκρισίας
της Τροίας τα άλογα
τρέχουν ολοχρονίς
χωρίς να νοιάζονται για εποχές
για καλοκαίρια και για θρήνους.

Τεντώστε τ' αφτιά σας να τ' ακούσετε
τα βράδια να περνούν
σέρνοντας με σχοινιά το σώμα του Έκτορα
και το παλτό της Ανδρομάχης.

Κι εμείς ξοπίσω απόμακροι
με της Κασσάνδρας τη σπασμένη χτένα
στην τσέπη...

     Στη Στάση

Το λεωφορείο άργησε.

Πάντοτε αργεί να 'ρθει
και πάντα οι άνθρωποι
θα περιμένουν σαν να βρίσκονταν
σε θεατρική πρεμιέρα.

Με την επίσημη τους κούραση
όπως αρμόζει στην περίπτωση
κι ας λείπει ο σκηνοθέτης
κι οι θεατρίνοι επίσης.

Το άγχος στο κοινό σαιξπηρικό:
«Να φύγω ή να μη φύγω...»

Εγώ μόνος όπως πάντα ταξιδεύω
με άγχος αρχαϊκό.

Στη μια πλευρά μου η Αφροδίτη
στην άλλη ο 'Αρης.
Τον Οδυσσέα τώρα θυμάμαι τον πολυμήχανο
εκεί στη στάση
που μηχανεύτηκε την ξενητειά του.

Αλήθεια, οι ελπίδες έχουνε σχήματα ομηρικά;

Ύστερα το λεωφορείο ήρθε
κι άργησε να φύγει...

        Μαρινέλλα

Σαν χτύπημα κυμάτων η φωνή σου
και σαν ηχώ παρμένη από τα βουνά
που μας χωρίζουν.

Ήξερα τ' όνομά σου
και το συλλάβιζα με ζήλεια.
Και τη φωνή σου ήξερα.
Σαν ζεστασιά και σαν περηφάνεια.

Αγάπη από το ραδιόφωνο.
Σαν κρύσταλλο χιονιού
και σαν φιλί της πρασινάδας σε φαντάστηκα.

Σαν της καρδιάς μας το ψιθύρισμα
που πάει πιο πέρα απ' την καρδιά.

Σε ζηλεύω, Μαρινέλλα.

       Δε Σας Το 'Πα;

Ότι οι δροσοσταλίδες έχουν βαρύνει
πάνω στο χορτάρι
κι ο χυμός από τα φρούτα μέλωσε;

Ότι ψάχνω κάτι
και δεν μπορώ να το πάρω
απ' την ερωτευμένη μου καρδιά;

Ότι τα ρόδα φέτος
βάφτηκαν περισσότερο
πως και τα μάγουλα ζωήρεψαν
με το κοκκινάδι του Μάη;

Δε σας το 'πα;
Ότι τα σύννεφα γκάστρωσαν
τη ζέστη του καλοκαιριού
κι ότι η ανάμνηση των φίλων με φωνάζει;

Ότι πλήθυναν του κεφαλιού μου
οι άσπρες κορυφές
ότι ήρθε το φθινόπωρο και νιώθω
τα στιχάκια να σαλεύουν
για να γίνουν των χρυσανθέμων ποίημα;

Δε σας το 'πα ότι είμαι ερωτευμένος;

    Οι Ελιές

Όλοι οι καρποί ίδιοι.
Νέοι γέροι
γέροι νέοι.
Κι οι κορμοί τους
σαν τους παλιούς τους πάπυρους
που δεν ξεχνούν τα μυστικά του ανθρώπου.

Κι όλοι πράσινοι κι ευλογημένοι.

Σαν την ελπίδα που ταΐζει τους νικητές
και σαν τα όμορφα μάτια της άνοιξης.

Οι ελιές.

Ένας απέραντος χώρος που κοιτάς
και συλλαβίζεις όσα δεν μπόρεσες να ζήσεις
κι αυτά που απέφυγες.
Σαν γέροι σοφοί κουνούν παλληκαρίσια
τα κλαδιά τους
για να δείξουν τις φουρτούνες
που πέρασαν στην πικρή λαδερή θάλασσα
της μοίρας.

    Ξεχωριστή Χαρά

Γεμάτο ρούχα είναι το ντουλάπι
των παιδιών.
Φορεμένα απ' όταν ήταν μικρά.
Κι είναι στ' αλήθεια ξεχωριστή χαρά
σαν σκέφτομαι πως κάποτε τα φόρεσαν.

Ρούχα μικρά σαν ν' ανήκουν σε κούκλες
με δαντέλες λευκές
και κορδέλες κόκκινες
για τις γιορτινές μέρες.
Ούτε τα παιδιά πιστεύουν
πως κάποτε όλ' αυτά ήταν δικά τους.

Μες στο ντουλάπι τους
μετρώ κι εγώ τα χρόνια μου.
Θυμάμαι τη νιότη
που τη ζήλευε ο καιρός.

Μα είναι η χαρά ξεχωριστή
βλέποντας πως τα ρούχα αυτά
δε χωράνε πια στα σώματά τους.

Αγαπημένα μα παράταιρα.
Δικά τους ρούχα, παιδικά
μες απ' τον ύπνο των παλιών Κυριακών.

Τα Μαλακά Υφάσματα

Αγαπιούνται μέρες τώρα.
Εκεί. Στη βιτρίνα.
Με χείλη βελουδένια
και γούνα συνθετική.

Μια πολική αρκούδα
αγκαλιασμένη μ' ένα μεγάλο
γκρίζο ελέφαντα.

Τους καμαρώνω,
γελώ και σκέφτομαι
πως το ζευγάρι αυτό
έχει ό,τι μας λείπει
κάθε μέρα.

Την αγκαλιά του παιχνιδιού.
Χωρίς όρια γεωγραφίας και λογικής.

Μάστοροι αδαείς τους ένωσαν
με μαλακά υφάσματα
που προκαλούν την τρυφερότητα.

Για πάντα.

Όσο «πάντα» διαρκούν τα ζηλευτά παιχνίδια.

          Γιασεμιά

Για μένα οι γιατροί είναι γιασεμιά
πράσινα πάντα και ανθισμένα.
Κι ας φαίνεται εκεί στους διαδρόμους
πως δε μας σέβονται
και προσπερνούνε βιαστικά τον πόνο μας.

Αλλά δεν είναι έτσι.

Πόνεσα κι αρρώστησα
κι απ' την ελπίδα τους κρεμάστηκα.
Κι απ' τη ματιά τους όσο βιαστικά
κι αν πέρασε από πάνω μου
πήρα κουράγιο να ξοδέψω την υπομονή μου
στα δύσκολα απογεύματα των θαλάμων.

Κι ύστερα ένα πρωί χαιρετηθήκαμε
κι ήτανε πάλι βιαστικοί
ίσως και πιο χλομοί από μένα...

    Χωρίς Όνομα

Δόντια λειψά, χαλασμένα
κίτρινα από τον καπνό
και τον πικρό καιρό.

Μάτια με φως ελάχιστο.
Πόδια λυγισμένα σαν δέντρα
που κυνηγούν μια στάλα ήλιο
κι αποκάμαν.

Κι η καρδιά κι οι αρτηρίες
στο βρώμικο αίμα πια παραδομένες
και στις σκοτούρες των γιατρών.

Όλα ερείπια και ετοιμόρροπα.

Τα δόντια, εντούτοις, έγιναν χρυσά
άλλα με σμάλτα ή πορσελάνη άλλα.

Τα μάτια απόκτησαν βολβούς
καινούργιους και γυαλιά να μεγεθύνουν
τις εικόνες.

Τα πόδια μηχανάκια και μοτέρ
ρόδες, φτερά αλουμινένια
κι οι καρδιές βαλβίδες
από γουρούνια, πλαστικές
ή κι από μέταλλο ακριβό.

Μόνο που δεν είμαστε πια αυτοί.
Δε ξέρω τι είμαστε κι αν είμαστε.
Ο Θεός θα ξέρει.

Συγχώρεσε μας, πατέρα,
αν σε κουράσαμε πολύ.

Όμως κι εμείς
κουραστήκαμε από σένα.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers