Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Ενδιαφέροντες 

Φουρουκλάς Λάκης: Laky's Place

                                                Βιογραφικό

     Γεννήθηκε το 1970 στη Ζιμπάμπουε από Κύπριους γονείς. Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Κύπρο. Από τα 16 του ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και με ραδιοσταθμούς. Ταξίδεψε πολύ στη ζωή του ανακαλύπτοντας ότι δε ξέρει τίποτα. Έτσι ετοιμάζει και πάλι βαλίτσες για μακρινούς προορισμούς, ελπίζοντας εκεί που θα πάει να μάθει κάτι. Από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημα "Μίρα, Το Λουλούδι Του Πολέμου", ενώ από τις κυπριακές εκδόσεις ΓΗ, κυκλοφορεί μια μικρή συλλογή διηγημάτων του με τίτλο "Αιώνια Αγαπημένη" κι η νουβέλα "Το Λάθος Πάθος". Διάφορα παλαιότερα κείμενά του, φωτογραφίες του, υπάρχουνε στις προσωπικές του σελίδες (βλέπε Links).

----------------------------------------------------------------------------------------------

                                             Ο Περιττός

     Ήταν ένας απ’ αυτούς τους λίγους ανθρώπους που είναι με τον τρόπο τους ξεχωριστοί, διαφορετικοί, που δε μοιάζουν στ’ αλήθεια να ζούνε τη ζωή, αλλά απλά να διαβαίνουν αβίαστα τα μονοπάτια της, σα φαντάσματα και σαν αερικά, προτού αργά ή γρήγορα χαθούν, προτού ξεχαστούν στα άπατα σεντούκια του χρόνου και της καθημερινότητας.
     Τον ήξερα προτού να τον γνωρίσω.  την εικόνα του ήξερα την τόσο αλλιώτικη. Τον έβλεπα σχεδόν παντού, όπου πήγαινα, νύχτα και μέρα, στη μικρή μας πόλη. Γύρω στα πενήντα, κοντός και λίγο υπέρβαρος, φαφούτης, με μαλλιά που όλο και πιο πολύ έπαιρναν το χρώμα του γκρίζου και μάτια μαύρα, εκφραστικά πολύ, τα οποία αντί να τρομάζουν με το σκοτάδι τους αυτόν που τα έβλεπε, απλά του φώναζαν την καλοσύνη και την αθωότητά του. Αυτό ακριβώς ήταν ο Γιάννης, ένας άνθρωπος αθώος, αγνός, ένας παραπεταμένος της ζωής, που ωστόσο ποτέ του δεν γκρίνιαζε, δεν βαρυγκωμούσε ποτέ. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, ακόμη μέσα στις καταιγίδες δίχως ομπρέλα, πήγαιν’ αυτός, κι εγώ, ο ρουφιάνος της ζωής, ο παρατηρητής, έφτασα κάπου να τον ζηλεύω.
     Τον ζήλευα επειδή ακόμη δεν τον ήξερα, δεν είχα ιδέα γι’ αυτόν πέρα από την εικόνα που είχα σχηματίσει στο νου μου. Όταν όμως τον γνώρισα, όταν έμαθα την ιστορία του, την τραγική του ιστορία, πήρα να το θαυμάζω, αλλά και να τον ζηλεύω και πάλι. αυτή τη φορά για το κουράγιο του, για της ψυχής του τη δύναμη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγγλία, όπως μου είπε, μέσα στα πλούτη. Ο πατέρας του, ένας αγέλαστος και σκληρός πολύ άνθρωπος, ήταν εργοστασιάρχης, κι η μάνα του, η άγια εκείνη γυναίκα -όπως επέμενε να την αποκαλεί ξανά και ξανά- κρατούσε από μεγάλο τζάκι. Είχε και δύο αδέλφια, μεγαλύτερα απ’ αυτόν, που ακολουθούσαν σαν πιστά σκυλιά, με τη γλώσσα έξω και κουνώντας την ουρά, τ’ αχνάρια του πατέρα τους. Όλα στη ζωή του έδειχναν ότι κι αυτός θ’ ακολουθούσε την ίδια προδιαγεγραμμένη πορεία: θα τέλειωνε το σχολείο, θα σπούδαζε και θα έπιανε δουλειά ή στον πατέρα του ή κάπου αλλού, θα γινόταν κάποιος. Αλλά, η μοίρα τα θέλησε αλλιώς.
     Είχε δεν είχε πατήσει τα δεκαεννιά του χρόνια όταν από τη μια στιγμή στην άλλη όλα ανατράπηκαν, ο κόσμος του γκρεμίστηκε και έγινε ένας σωρός από ψυχολογικά συντρίμμια και τα έχασε. Απλά τα έχασε. Το μυαλό του, από τη μια στιγμή στην άλλη σάλεψε. Η αιτία; Κάποια νύχτα του χειμώνα, οδηγώντας μεθυσμένος το αμάξι του πατέρα του, μέσα από τους άγριους δρόμους της βροχής, έχασε τον έλεγχό του με αποτέλεσμα να τραυματίσει θανάσιμα μια νέα γυναίκα. Μετά απ’ αυτό η πτώση στην προσωπική του άβυσσο δεν άργησε καθόλου να επέλθει.
     Τη θυμάμαι ακόμη. Πέρασαν τριάντα χρόνια κι ακόμη τη θυμάμαι. Θυμάμαι το πρόσωπό της. Τον τρόμο της. Μόλις τη χτύπησα, ξύπνησα, μου πέρασε αμέσως η μέθη. Σταμάτησα, βγήκα έξω κι έτρεξα να τη βοηθήσω. Αλλά ήταν ήδη αργά. Δεν πρόλαβα παρά να δω τα μεγάλα μάτια της να με κοιτούν με απορία. Έμοιαζαν να με ρωτάνε γιατί. Κι εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω. Δεν ξέρω για πόση ώρα έμεινα εκεί, καθισμένος στην άσφαλτο, κρατώντας το κεφάλι της στην αγκαλιά μου. Δε θυμάμαι ούτε τι ένιωθα ακριβώς. Σα μια ταινία η σκηνή παίζει ξανά και ξανά μέσα στην σκέψη μου, αλλά κάθε φορά είναι διαφορετική. Τη μια με βλέπω να κλαίω. Την άλλη απλά να σιωπώ. Το μόνο που θυμάμαι κάποτε είναι το σκοτάδι της νύχτας και η βροχή. Και τα δέντρα. Τα δέντρα νόμιζα ότι θα έπεφταν πάνω μου και θα με πλάκωναν. Μα μόνο τις σκιές τους μου έριχναν. Μακάρι. Μακάρι να έπεφταν. Μακάρι να πέθαινα εκεί. Έτσι σκέφτομαι τώρα. Αλλά… Η μάνα μου. Τι θα γινόταν η μάνα μου αν πέθαινα; Ήμουν πάντοτε ο αγαπημένος της. Ίσως επειδή πάντα την αγαπούσα περισσότερο απ’ τον καθένα. Έτσι, σιωπηλό και βυθισμένο στις σκέψεις μου, με το άψυχο κορμί της κοπέλας στην αγκαλιά μου, με βρήκανε κάποιοι περαστικοί και ειδοποιήσανε την αστυνομία. Δεν ήθελα να την αποχωριστώ. Δεν τους άφηνα να την πάρουν. Δεν ξέρω… Δεν ξέρω πώς να σου εξηγήσω τις πράξεις μου. Δεν μπορώ καν να τις περιγράψω. Ίσως να ένιωθα ότι ήταν δική μου, ότι το θύμα μου μού ανήκε, η Σάρα…
     Στην αρχή ήταν το σοκ. Και μετά η συνειδητοποίηση. Η οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι, έστω χωρίς να το θέλει, είχε βάψει τα χέρια του με αίμα. Το μυαλό του πήρε αμέσως να του παίζει παράξενα παιχνίδια. Δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί σε τίποτα και τον ανάγκαζε ξανά και ξανά να επιστρέφει στη μοιραία νύχτα και να τη ζει απ’ την αρχή. Τον τυραννούσε αμείλικτα, δίχως οίκτο, του κατέτρωγε την ψυχή, του σπάραζε τα σωθικά. Μέχρι που πήρε κιόλας να τραυλίζει. Ο δικαστής, βλέποντας την κατάστασή του, αποφάσισε να τον θέσει υπό ιατρική παρακολούθηση, και ο εισαγγελέας δεν έφερε καμία αντίρρηση, αφού δεν πέρασε από κανενός τη σκέψη η ιδέα ότι θα μπορούσε να υποκρίνεται. Τον έκλεισαν λοιπόν σε μια κλινική, τον φόρτωσαν χάπια και αμφιβολίες και πήραν να του μιλάνε και να τον ακούνε με τις ώρες, μέχρι ν’ αρχίσει σιγά-σιγά να βγαίνει απ’ τα σκοτάδια της ψυχής, να αναρρώνει και να ανακτά μια κάποια επικοινωνία με τον έξω κόσμο. τον κόσμο που εκείνος τώρα πια φοβότανε να αντικρίσει. Κάποτε επιτέλους αντιλήφθηκαν ότι οι μέσα του πληγές ήταν βαθιές, πώς ποτέ δε θα γίνονταν εντελώς καλά, κι έτσι του επέτρεψαν να επιστρέψει στο σπίτι υπό την επιτήρηση της μητέρας του, αφού δεν τον θεωρούσαν επικίνδυνο. Όπως και έγινε.
     Η μητέρα του, πονεμένη γυναίκα αλλά με δυνάμεις αστείρευτες και πίστη μεγάλη, στάθηκε δίπλα του σα βράχος. Τον φρόντιζε συνεχώς, του μιλούσε, τον άκουγε, με λόγια και με πράξεις προσπαθούσε να τον πείσει να επιστρέψει στη ζωή, κι όσο περνούσε απ’ το χέρι της δεν του χάλαγε χατίρι. Δεν έτρεφε καμία απολύτως αμφιβολία μέσα της ότι με την αγάπη της θα μπορούσε να τον σώσει.
     Προτού όμως περάσει καιρός πολύς, προτού καν ανθίσει το χαμόγελο στο πρόσωπό του, η κακοτυχία ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της οικογένειας ξανά. Ο πατέρας του πέθανε, έτσι στα ξαφνικά, από ανακοπή καρδίας καθώς περπατούσε στο δρόμο. Ο θάνατός του, η αλήθεια να λέγεται, δε φάνηκε να επηρεάζει και πολύ τον Γιάννη, δεν του προκάλεσε τη θλίψη που θα περίμενε κανείς, αφού από την ημέρα που μπήκε στην κλινική ο πατέρας του έπαψε να τον αντιμετωπίζει σαν γιο του, αλλά πιότερο σαν κάποιον άλλο, σαν κάτι άλλο, σαν ένα παράσιτο, σαν ένα κουνούπι ενοχλητικό που του έπινε το αίμα. Αυτός δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με τον τρελό, όπως τον αποκαλούσε ακόμη και μπροστά του, και παρά τις παρακλήσεις της μάνας του. Γι’ αυτό και φρόντισε -αν και ήταν ακόμη πολύ νέος- λες από ένα προαίσθημα, να μοιράσει την περιουσία του ανάμεσα στους άλλους δύο του γιους, τους λογικούς. Όσο για κείνον, θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει στο σπίτι μαζί τους, αλλά μόνο αυτό, τίποτ’ άλλο δεν είχε να περιμένει. Ωστόσο η μάνα του τού έλεγε να μην ανησυχεί για τίποτα, ότι ακόμη κι όταν δεν θα ήταν πια εκεί θα εξακολουθούσε να τον φροντίζει, θα το είχε πάντα υπό την προστασία της.
     Δε λυπήθηκα όταν πέθανε ο πατέρας μου. Όχι. Ψέματα. Λυπήθηκα αλλά όχι πολύ. Όσο κι αν τον αντιπαθούσα ήταν ο πατέρας μου. Αλλά όχι, ούτε αυτό. Δεν τον αντιπαθούσα. Απλά δεν τον συμπαθούσα. Έπαψε να με αγαπά επειδή δεν ήμουνα πια αυτός που ήθελε. Δεν ήταν σωστό αυτό. Αλλά και τ’ αδέλφια μου το ίδιο έκαναν. Προτού συμβεί το κακό ήμασταν φίλοι, πηγαίναμε παντού μαζί, μετά ντρέπονταν να εμφανιστούν μαζί μου. Δεν μου το έλεγαν, αλλά εγώ το ήξερα. Κι ας με έλεγαν τρελό. Δεν είμαι τρελός, ποτέ δεν ήμουνα. Απλά έχασα την επαφή μου με τον κόσμο. Όλα τα καταλάβαινα και όλα τα καταλαβαίνω, κι ας δείχνω το αντίθετο. Βλέπεις, η εικόνα μου με βολεύει. Οι άνθρωποι με λυπούνται. Όχι πώς χρειάζομαι τη λύπησή τους, αλλά κάποιοι άλλοι ναι. Τι έλεγα; Α, ναι, για τον πατέρα μου. Όσο τα σκέφτομαι τα πράγματα τόσο περισσότερο τυχερός νιώθω. Ναι, μην με κοιτάς έτσι, το εννοώ. Ήμουν τυχερός γιατί αν δεν τα έφερνε όλα τούμπα η ζωή κάποια μέρα θα καταντούσα σίγουρα σαν κι εκείνον. ένας άνθρωπος χωρίς ψυχή. Έτσι ήταν. Μόνο το χρήμα μετρούσε γι’ αυτόν. Μόνο η δύναμη. Όλους, μα όλους, τους κοιτούσε υποτιμητικά. Ακόμη και τη μάνα μου, που αν δεν ήταν αυτή και η προίκα της, θα ήταν ακόμη μπατίρης. Ωστόσο εκείνη τον ανεχότανε. Εγώ όχι και τόσο. Εγώ καθόλου. Πού και πού, όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και δεν μπορούσα να κοιμηθώ έφτιαχνα στο μυαλό μου σχέδια για να τον σκοτώσω. Όχι πώς θα το έκανα ποτέ, αλλά όσο να ’ναι αυτό με ηρεμούσε. Μα ύστερα, όταν πέθανε όλο ένιωθα ενοχές, γι’ αυτά που σκεφτόμουνα πριν. Λες κι ήμουνα εγώ που έκανε την καρδιά του να σπάσει. Η μάνα μου μού είπε κάποτε ότι συμβαίνει αυτό: να μισούν δηλαδή τα παιδιά τους γονείς και να παρακαλούν να πεθάνουν. Ή ακόμη και να τους αγαπούν και να παρακαλούν να πεθάνουν. Εγώ δεν το καταλαβαίνω αυτό. Εγώ τους αγαπώ όλους. Ακόμη και τ’ αδέλφια μου. Γιατί να μην τα αγαπώ; Επειδή έχουν περισσότερα λεφτά από μένα; Αναγκαίο κακό είναι τα λεφτά και τίποτ’ άλλο…
     Με πολλές μικρές χαρές και λίγες μεγάλες πίκρες ξόδεψε τα επόμενα δέκα χρόνια της ζωής του. Τις χαρές τις έπαιρνε απ’ τη μάνα του, που μέρα και νύχτα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βλέπει ευτυχισμένο, μ’ εκείνο το στραβό πια χαμόγελο στα χείλη, τις πίκρες απ’ τους άλλους ανθρώπους, εκείνους που τον περιτριγύριζαν, που τον κοιτούσαν μα δεν τον έβλεπαν, μα απλά τον προσπερνούσαν, σαν έναν παρά φύσιν εμπόδιο.
     Η αγάπη της μάνας έκανε το μικρό της θαύμα, αλλά προτού προλάβει να τον γιατρέψει εντελώς την κάλεσε κι αυτή κοντά του ο άγγελος του θανάτου. Ο Γιάννης είχε πατήσει τα τριάντα του και τώρα πια στον ψεύτη ετούτο κόσμο δεν είχε άλλο κανένα. Τ’ αδέλφια του, άκαρδα, τον αντιμετώπιζαν σαν ένα ανεπιθύμητο οικόσιτο ζώο -μόνο που δεν τον χτυπούσαν-  σα στίγμα στο καλογυαλισμένο μωσαϊκό της οικογένειάς τους, και δεν άργησαν να τον πετάξουν έξω απ’ το πατρικό τους σπίτι. Του έδωσαν μονάχα λίγα λεφτά και τα κλειδιά ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού που είχαν στο νησί και τον ξαπόστειλαν. Κι εκείνος δεν άνοιξε το στόμα του να διαμαρτυρηθεί καθόλου. Η αλήθεια είναι ότι χάρηκε για την τροπή που πήραν τα πράγματα, αφού ήξερε ότι σ’ εκείνο το σπίτι, μ’ εκείνους τους ανθρώπους, θα ένιωθε έτσι κι αλλιώς πάντοτε περιττός. Μάζεψε, με ανακούφιση λοιπόν, τα λιγοστά υπάρχοντά του και έφυγε.
     Χαρούμενος ήμουνα όταν έφευγα, και φοβισμένος. Δεν είχα πατήσει ξανά το πόδι μου στο νησί. Δεν ήξερα τι θα έβρισκα όταν θα έφτανα. Αλλά, σκεφτόμουνα, ότι επιτέλους ήμουνα ελεύθερος, να κάνω ό,τι θέλω, μακριά από τους καθωσπρεπισμούς τους. Καθώς έμπαινα σ’ εκείνο το μεγάλο αεροπλάνο έτρεμα κι ανυπομονούσα. Όλα θα πάνε καλά, έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου. Πρώτη φορά θα έμενα μόνος. Πρώτη φορά δε θα είχα κάποιο δίπλα μου να με φροντίζει. Καθώς κοιτούσα τον κόσμο από ψηλά, έβλεπα το πρόσωπο της μάνας μου χαραγμένο στην πράσινη γη της Αγγλίας χαραγμένο να με αποχαιρετά, να μου εύχεται να πάω στο καλό μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Ελληνικά δε μιλούσα και τόσο καλά και το τραύλισμά μου τα έκανε χειρότερα, ωστόσο ήμουνα σίγουρος ότι θα μπορούσα να συνεννοηθώ με τους άλλους δίχως κόπο. Έκανα πρόβες στο αεροπλάνο. Μιλούσα σιγανά, από μέσα μου. Ψιθύριζα τις λέξεις μία-μία προσπαθώντας να τις καταλάβω, να τους δώσω ήχο. Ευτυχώς οι αεροσυνοδοί ήταν όλες εγγλέζες και δεν καταλάβαιναν τι έλεγα. Μου άρεσαν! Μου άρεσαν επειδή χαμογελούσαν, κι ας ήταν η δουλειά τους αυτή. Ωστόσο απ’ την αγωνία μου δεν μπόρεσα να φάω ή να πιω τίποτα. Κάθε που με ρωτούσαν, δε θέλω, τους απαντούσα. Πέρασαν πολύ γρήγορα οι ώρες. Οι σκέψεις μου δε με άφησαν να βαρεθώ. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο με υποδέχτηκε ένας μακρινός συγγενής της μάνας, ο οποίος και με οδήγησε σε μια άλλη πόλη, σ’ ένα άλλο κόσμο. Από τότε δεν τον έχω δει ποτέ ξανά…
     Πώς να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή κάποιος που δεν έχει τίποτα πια και είναι ολότελα μόνος; Ένας ξένος σ’ ένα κόσμο ξένο; Δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Αλλά ο Γιάννης τα κατάφερε. Πήγε στο έτοιμο να καταρρεύσει σπίτι του, ακριβή κληρονομιά, κι άρχισε σιγά-σιγά να το φτιάχνει, δίχως καμία απολύτως βοήθεια. Καθάρισε τους ξεφλουδισμένους τοίχους απ’ τις παλιές μπογιές και το ξανάβαψε, έφτιαξε τα παλιά ξύλινα παράθυρα που κρέμονταν ετοιμόρροπα, έρμαια στα στοιχεία της φύσης, το σοβάτισε και το μπογιάτισε απέξω, αντικατέστησε τα παλιά κατεστραμμένα μάρμαρα στο πάτωμα και μπάλωσε, με μαεστρία περισσή τα αρχαία φθαρμένα έπιπλα. Έπιαναν τα χέρια του. Τα αποτελέσματα ήταν περισσότερο από ικανοποιητικά. Σε λίγους μονάχα μήνες είχε καταφέρει να μεταμορφώσει μια τρώγλη σ’ ένα μικρό παλάτι.
     Κάνοντάς τα όμως όλ’ αυτά, όπως θα περίμενε κανείς, ξέμεινε από λεφτά, και τώρα πια δεν είχε κανένα για να τον βοηθήσει. Μη έχοντας άλλη επιλογή, αλλά και δίχως κλάψες και παράπονα, πήρε να ψάχνει για δουλειά, αλλά όπως θα περίμενε κανείς, σ’ αυτόν τον κόσμο τον περίφημο και τον αγγελικό που ζούμε, δεν υπήρχε κάποιος άνθρωπος πρόθυμος, ή έστω πονόψυχος αρκετά ώστε να προσλάβει τον τρελό. Θα πεθάνω από την πείνα, σκεφτότανε πού και πού, με πόνο καρδιάς. Θα πεθάνω από την πείνα και δε θα το μάθει ποτέ κανείς, ψιθύριζε στον εαυτό του κι ας ήξερε ότι δε διέτρεχε αυτό τον κίνδυνο, όχι στ’ αλήθεια.
     Κάποια μέρα, καθώς περιφερόταν άσκοπα, ή μάλλον δίχως προορισμό, στους δρόμους της παλιάς πόλης, άκουσε κάποιον να τον φωνάζει να πάει κοντά του, κι είδε τις μοίρες να του παρουσιάζουν το καλό τους πρόσωπο, καθώς εκείνος ο κάποιος του πρόσφερε δουλειά. Προσωρινή, αλλά δουλειά, κι από το τίποτα αυτή είναι κάτι. Ενδιαφέρεσαι; Τον ρώτησε. Θέλω, απάντησε. Ήθελε, έτσι ξόδεψε τις επόμενες ώρες ξεφορτώνοντας σακιά με πατάτες από ένα φορτηγό και στο τέλος της ημέρας πήρε στα χέρια του το μισθό που του είχαν υποσχεθεί. Έφυγε από κει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, με ένα ελαφρύ ζωής φως να του λούζει την ψυχή. Το βράδυ στο σπίτι του, απολαμβάνοντας επιτέλους ένας καθώς πρέπει δείπνο σκέφτηκε ότι, Αυτό είναι. Αυτό είναι που πρέπει να κάνει. Αυτό ήταν που έπρεπε να κάνει. Να ψάχνει δηλαδή για μικροδουλειές της μέρας, που ίσως να μην του απέφεραν πολλά λεφτά, αλλά που θα ήταν αρκετά για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή του. Στον ύπνο του εκείνο το βράδυ είδε τη μάνα του να του χαμογελά με ικανοποίηση.
     Τότε άρχισε η ζωή μου. Τότε άρχισα να ζω, θέλω να πω. Όχι πώς σβήνω το παρελθόν μου, αλλά παλιά εξαρτιόμουνα από κάποιους, τώρα αποκλειστικά από εμένα. Η δουλειά, τα καθημερινά μου πάρε-δώσε με ανθρώπους διαφορετικούς -σκληρούς, κακούς, καλούς, ιδιότροπους, φωνακλάδες, σιωπηλούς, χαμογελαστούς- έγιναν η θεραπεία μου. Ό,τι δεν κατάφεραν να κάνουν τα φάρμακα και οι γιατροί, ό,τι προσπάθησε να πετύχει με την αγάπη της αλλά δεν πρόλαβε η μάνα μου, το έκανε η ζωή. Από τότε είμαι πάντα χαρούμενος. Από την πρώτη μέρα. Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω αυτό. Ίσως… Ίσως επειδή νιώθω χρήσιμος. Και τυχερός. Επειδή μου δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξω ότι αξίζω κι εγώ κάτι…
     Περισσότερα από είκοσι χρόνια έζησε έτσι ο Γιάννης, απλά, με τον τρόπο του. Κι όλοι οι μάστορες της πόλης έφτασαν να τον γνωρίσουν και να τον συμπαθήσουν, αλλά όχι, φίλος του δεν έγινε κανένας. Πέρα από τη δουλειά δεν ήθελαν να έχουν πολλά πάρε δώσε μαζί του οι αξιοπρεπείς. Εκείνος τους καθάριζε τα υπόγεια και τις αποθήκες, τους μάζευε τα σκουπίδια, τους μπογιάτιζε τους τοίχους, τους μετέφερε -πάνω σε μια πλάτη που γίνονταν όλο και πιο κυρτή- τα εμπορεύματα, τους έκανε όλα τα θελήματα. ναι, ήτανε πολύ χρήσιμος, αλλά στη ζωή τους ξένος, στα μάτια τους παράσιτο. το θύμα και της δήθεν καλοσύνης τους το άλλοθι. Κάποια φορά μάλιστα κάποιος απ’ αυτούς, ένας άνθρωπος κατά βάθος καλός που για μια στιγμή τον κέντρισε ο πόνος και σαλτάρισε, δίχως να του φταίξει εκείνος σε τίποτα τον χτύπησε, του έσπασε τα δόντια, αλλά ο Γιάννης δεν κράτησε κακία. Κατάλαβε. Κατάλαβε τα αίτια της οργής του και κατάπιε τα γιατί του. Μα ούτε και παραπονέθηκε ποτέ για τον τρόπο που τον χρησιμοποιούσαν, που στην ουσία τον εκμεταλλεύονταν οι άνθρωποι. Ποτέ του δεν είπε λόγο κακό για κανένα, χολή ποτέ δεν έσταξαν η ψυχή του και τα χείλη του. Πάντα δούλευε σκληρά και χαμογελούσε, και διέσχιζε τραυλίζοντας, παραμιλώντας, την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη, προσπαθώντας να βγάλει τα προς το ζην. Ποτέ δε ζητιάνεψε. Ποτέ δεν παρακάλεσε κανένα για τίποτα.
     Δεν είχα ανάγκη τα λεφτά, ξέρεις. Λεφτά είχα πολλά και έχω ακόμη. Εκείνα, τα λίγα, που μου έδωσαν τ’ αδέλφια μου, τα χρησιμοποίησα για να επισκευάσω το σπίτι. Πού βρήκα τα άλλα; Η μάνα μου μάλλον ήξερε τι θα συνέβαινε και είχε φροντίσει να καταθέσει για μένα ένα μεγάλο πόσο σε μια τράπεζα εδώ στο νησί. Αλλά δεν ήθελα να τα χρησιμοποιήσω αυτά. Δεν πήρα ούτε δεκάρα. Ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορούσα να τα καταφέρω μόνος μου. Μπορεί να μη ζω μια πλούσια ζωή, αλλά κάθε δεκάρα που ξοδεύω την κερδίζω με τον ιδρώτα μου. Και τώρα έχω φίλους, πολλούς. Όχι. Όχι, εσύ δεν είσαι φίλος μου, ένας περαστικός είσαι, όπως τόσοι άλλοι. Μιλώ για κάποιους ανθρώπους που τους χτύπησε κι αυτούς κάποτε σκληρά η μοίρα, φτωχούς και μόνους. Σίγουρα θα τους έχεις προσέξει, που γυρνούν στους δρόμους και ψάχνουν δουλειά. Αυτοί είναι η συμμορία μου, τα πραγματικά μου αδέλφια. Τώρα νιώθω κουρασμένος, πολύ. Ό,τι ήτανε να κάνω το έκανα, ό,τι ήτανε να πετύχω το πέτυχα. Είμαι πενήντα χρονών αλλά οι δουλειές βάρυναν πια τους ώμους μου, πρέπει να ξαποστάσω. Είναι κι η καρδιά μου που έχει αδυνατίσει. Το ξέρω ότι θα σου φανεί παράξενο, αλλά τη χάρηκα τη ζωή μου πολύ τα τελευταία χρόνια, ήταν γεμάτη, και δε θα την άλλαζα με όλα τα πλούτη του κόσμου…
     Κάποια φορά, έτσι απλά, εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Για μέρες και μέρες δεν έκανε την εμφάνισή του πουθενά, κι όλοι αναρωτιόντουσαν τι του συνέβηκε. Ωστόσο κανείς δεν κούνησε το δαχτυλάκι του για να κάνει κάτι, κανείς δε βγήκε να τον αναζητήσει. Τι ήταν άλλωστε ο Γιάννης γι’ αυτούς; Ένα τίποτα.
     Μετά από μερικές βδομάδες άκουσα ότι κάποιος τον βρήκε νεκρό στο πάρκο κάτω από τα τείχη της πόλης. Καθότανε σ’ ένα παγκάκι σκυφτός κι ακόμη και στο θάνατο έμοιαζε να χαμογελάει. Η αστυνομία όταν πήγε στο σπίτι του το βρήκε γεμάτο κόσμο, ήτανε σαν ξενοδοχείο. Γέροι και γριές, μεσήλικες και νέοι, άνθρωποι φτωχοί, είχαν κάνει κατάληψη εκεί, αλλά με την άδειά του. Όπως ανακάλυψαν στα χαρτιά του το κτήριο το άφηνε κληρονομιά σ’ αυτούς που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, για να συνεχίσουνε να ζουν εκεί. Το ίδιο και τα λεφτά του. Βρήκαν κι ένα φάκελο ξεχωριστό, γεμάτο χαρτονομίσματα, κι ένα μικρό σημείωμα που σε έξη λέξεις τα συνόψιζε όλα: Για μένα και τη μητέρα μου, έγραφε. Με τη βοήθεια των φίλων του κατάλαβαν. Είχε προβλέψει για τα πάντα, και η στερνή του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στη μάνα του. Σεβόμενοι την παράκλησή του επικοινώνησαν με τα γερασμένα, μα αμετανόητα ακόμη αδέλφια του στην Αγγλία, και κανόνισαν τα της μεταφοράς. Νεκρός, δεν ήταν πια περιττός.

                                  Η Απολογία Της Μήδειας

     Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μονάχα για να υποφέρουν. Ένας απ' αυτούς τους ανθρώπους θα μπορούσε να πει κανείς ότι είμαι κι εγώ, η Μήδεια, αλλά θα απείχε πολύ από την αλήθεια. Όσοι από σας, περιμένουν να διαβάσουν εδώ, πως μια γυναίκα απολογείται, πως ταπεινώνεται, μάλλον θ' απογοητευθούν. Όσο τραγική φιγούρα κι αν φαντάζω στα μάτια σας, τόσο τραγική φιγούρα δεν είμαι. -Ο Προμηθέας μάλιστα, αυτός υπήρξε τραγικός. Ο πιο τραγικός-. Όχι, λοιπόν, εγώ δεν γράφω για να απολογηθώ, απλά θέλω να πω την αλήθεια, εκείνη που δεν κατέγραψαν, αλλά μονάχα διαστρέβλωσαν οι αρχαίοι τραγωδοί, κάνοντάς με, τη πιο μισητή γυναίκα στον κόσμο. Τον κόσμο, ξέρετε, το δημιούργησαν οι γυναίκες. Οι άντρες, απλά αρκέστηκαν στο να γράψουν την ιστορία του καταπώς τους άρεσε και να τα χάλια μας. Πω πω, σας έχω ταράξει λίγο, ε; Μη βιάζεστε, αυτό έχω μόνο να σας πω. Πολλά θα διαβάσετε ακόμη. Πολλά και τρελά, θα έλεγαν κάποιοι. Αλλά, τα όρια της λογικής με την τρέλα είναι πολύ λεπτά, δυσδιάκριτα, όπως και κείνα μεταξύ της αλήθειας και του ψέματος. Γι' αυτό άλλωστε, για αιώνες τώρα σάς δίδασκαν τη λάθος ιστορία. Πάντως, σάς προειδοποιώ, όσο κρατά η απολογία μου, ίσως μερικές φορές να σας προκαλέσω οργή και αγανάκτηση, ίσως κάποιες άλλες να σας κάνω να γελάσετε, πολλές φορές θα σας αναγκάσω να σκεφθείτε πως είμαι βλάσφημη. Ακούω ήδη να τρίζουν τα κόκαλα των προγόνων σας.
     Αλλά, ας μην προτρέχω. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Λίγο πολύ η ιστορία μου στη χώρα της Κολχίδος είναι γνωστή, και δίχως πολλές παραποιήσεις από τα χέρια και τη φαντασία των διαφόρων ανιστόρητων ιστορικών, αν και η αντιμετώπιση που είχα από τους διάφορους γραφιάδες, μάλλον με αδικεί. Ήμουνα όντως η ιέρεια της τρομερής Θεάς Εκάτης και γι' αυτό πανίσχυρη. Μόνο εγώ, ανάμεσα σε όλες τις θνητές, μπορούσα να μιλήσω μαζί της, να της ζητήσω κάτι, να κατευνάσω το θυμό της και γι' αυτό οι άνθρωποι με σέβονταν, με αγαπούσαν, με μισούσαν, πολλοί μάλιστα με φοβούνταν. Κανείς δεν τολμούσε να με πλησιάσει δίχως δεύτερη σκέψη, αφού ήμουν ένας ζωντανός μύθος, η πιο τρομερή μάγισσα που υπήρχε τότε στον γνωστό κόσμο. Στο γνωστό τους κόσμο, θα έπρεπε να πω, αφού κάπου πολύ μακριά, στη χώρα της Αιγύπτου, η μαγεία ανθούσε. Ήμουν όμορφη, όμορφη πολύ, ένας πειρασμός γλυκός, αλλά πολύ επικίνδυνος για τα λάγνα βλέμματα και τα ανείπωτα όνειρα των αντρών, αλλά και των γυναικών. Ο μύθος με θέλει να είμαι αμόλυντη, όμως ο μύθος δεν είναι παρά ένας μύθος, το λέει κι η λέξη. Κάθε άλλο παρά αμόλυντη ήμουνα. Δε θυμάμαι καν πόσοι άντρες και γυναίκες γεύτηκαν τις χάρες μου και μου χάρισαν τις δικές τους. Όποιον ήθελα τον αποκτούσα, κανείς δεν μπορούσε να με αρνηθεί. Γεύονταν μαζί μου τις ηδονές και μετά ξεχνούσαν, τίποτα πιο εύκολο για μένα από το να τους χαρίζω τη λήθη...
     Χρόνια πολλά υπηρέτησα πιστά την τριπλή Θεά, για χρόνια πολλά γευόμουνα αμέτρητα κορμιά, την ομορφιά και τους παλμούς της φύσης. Α, ναι, είναι και το Χρυσόμαλλο Δέρας... Τέρας, μάλλον. Εγώ το δημιούργησα, ξέρετε, οι υπόλοιποι φρόντισαν να διαδοθεί ο μύθος που μέχρι σήμερα παραμένει ζωντανός, αν και ψεύτικος, όπως πολλά σημεία αυτής της ιστορίας άλλωστε. Βλέπετε, την ιστορία, όπως είπα και πιο πάνω, τη γράφουν οι άντρες κι αυτοί φροντίζουν με κάθε ευκαιρία να μειώνουν τις γυναίκες σαν χαρακτήρες και να τις ανυψώνουν σαν στοιχεία ομορφιάς, σαν αντικείμενα, σαν διακοσμητικά. Δέστε τι έκαναν με την κακόμοιρη την Ελένη. Αγάπησε η καημένη έναν άντρα κι έφυγε μαζί του. Κι οι άλλοι δήθεν οργάνωσαν ολόκληρο Τρωικό Πόλεμο για να την πάρουν πίσω. Ποια; Την Ελένη. Ποιοι; Εκείνοι, που πιότερο προτιμούσαν να συνευρίσκονται μεταξύ τους, παρά με γυναίκες. Κι ο παππούλης ο Όμηρος σαν κάθε συνεπές σερνικό ανέλαβε να γράψει τη λάθος ιστορία, που μιλούσε για ένα φουστάνι κι όχι για εμπορικά συμφέροντα και επίδειξη ισχύος. Αλλά, ας αφήσουμε την Ελένη στο μνήμα που της έχουν τόσο περίτεχνα φτιάξει. Πίσω στο Χρυσόμαλλο Δέρας. Ένα δέρμα χωρίς καμιά απολύτως αξία, αλλά ένα σύμβολο για την Κολχίδα. Ο κάθε άρχοντας όφειλε τότε να κυβερνά το λαό του λέγοντάς του παραμύθια, το ίδιο έκανε κι ο πατέρας μου ο Αιήτης. 'Αρχοντας με τα όλα του, κτυπούσε τα ρέστα του στη μυθοπλασία, αν και νοημοσύνη δε διέθετε και πολλή. Το ίδιο θαρρώ συμβαίνει και σήμερα με τους κυβερνώντες, έτσι; Ο πατέρας μου, που λέτε, ανέθεσε σε μένα και σ' ένα δήθεν τρομερό φίδι φύλακα να φυλάμε το Δέρας. Ε, καλά, αυτό δα δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Απλά διαδώσαμε το μύθο του φοβερού φύλακα και της Παρθένας Κόρης που συνομιλεί με την Εκάτη και ξοφλήσαμε. Είχαμε να κάνουμε με κουτορνίθια και όλοι χάψανε το παραμύθι. Εγώ, λοιπόν, έκανα ό,τι ήθελα ευτυχισμένη μέσα στο μύθο που με περιέβαλλε και ο πατέρας μου, διοικούσε το λαό του χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Απλά, που και που, για να σπάει η μονοτονία οργάνωνα καμιά θυσία προς τιμήν της θεάς, αφού την προηγούμενη μέρα τρομοκρατούσα τον κόσμο με κάποια δήθεν τρομερά φαινόμενα. Αυτή ήταν άλλωστε και η μοναδική ουσιαστική μου διασκέδαση αν εξαιρέσει κανείς τις ερωτικές συνευρέσεις...
     Όλα κυλούσαν ωραία κι ήρεμα για πολλά χρόνια. Με φοβόντουσαν και με λάτρευαν σα θεά, και στον τόπο επικρατούσε η ευημερία που φυσικά οφειλόταν στην εύνοια της Εκάτης, αν και μεταξύ μας περισσότερο είχε να κάνει με την εύφορη γη και την τυραννία του Αιήτη. Κάποια μέρα ο πατέρας μου με κάλεσε στο παλάτι και μού ανακοίνωσε ότι την επομένη θα έπρεπε να επισκεφθώ μια γριά μάγισσα, που ζούσε σε μια σπηλιά στους πρόποδες του Καυκάσου. Όπως και έγινε. Ένας βουνίσιος ήρθε στο παλάτι και ανέλαβε να με οδηγήσει στον προορισμό μου, όπου φτάσαμε το επόμενο πρωί, αφού περάσαμε το βράδυ σ' ένα χωριατόσπιτο. Η γριά μάγισσα μόλις με είδε, αν και δε με ήξερε, με αναγνώρισε και μου είπε: "Τι να πω σε σένα κόρη μου που είσαι η πρώτη απ' όλες μας"; Μιλήσαμε πολύ με τη γριούλα, της αποκάλυψα κάποια από τα μυστικά μου, και κείνη μου χάρισε συμβουλές. Την αποχαιρέτησα μ' ένα χαμόγελο στα χείλη...
     Όταν έφτασα στο παλάτι του Αιήτη, εκείνος με ρώτησε ποια ήταν η προφητεία της γριάς. Του είπα πως προφήτεψε ότι θα ζούσα πολλά χρόνια και θα γερνούσα στο πλάι του. Τι να έλεγα στο γέροντα; ότι δεν υπήρχε προφητεία ή ότι η κόρη του γνώριζε περισσότερα από τη γριά μάντισσα; Ε, ό,τι δεν είπε η γριά, ό,τι δεν μπορούσα να σκεφτώ εγώ, το είπε ένα κακόμοιρο γεροντάκι που ζητούσε την προσοχή των αντρών, υποβιβάζοντας τις γυναίκες. "Θα γίνεις η πιο αποκρουστική γυναίκα στη γη...", μάντεψε στα καλά καθούμενα ο παππούς και κάπως έτσι άρχισε να γράφεται στα χαρτιά η μοίρα μου. Αλλά το χαρτί δεν είναι ζωή! Ή είναι;
     Λίγο καιρό μετά την επίσκεψη στη γριά, κι αφού βαρέθηκα να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, άρχισε να με πλακώνει η πλήξη. Βλέπετε, δεν είχε μείνει και κάνας άντρας της προκοπής στην Κολχίδα. Όλες οι μέρες μου φάνταζαν οι ίδιες, οι νύχτες μονότονες μέχρι σκασμού. Παρακαλούσα λοιπόν κι εγώ την Εκάτη, να κάνει να συμβεί κάτι συναρπαστικό στη ζωή μου. Ε, καθώς ήμασταν φίλες κολλητές για τόσα χρόνια, είπε να μη μου χαλάσει το χατίρι. Κι έτσι έστειλε στη ζωή μου τον Ιάσονα, ένα πανέμορφο άντρα, που τράβηξε μεμιάς την προσοχή μου. Δεν έμοιαζε καθόλου με κανέναν από τους άντρες που είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Το αγαλματένιο του κορμί, η αυτοπεποίθησή του, τα μάτια του που έλαμπαν σαν ήλιοι έτοιμοι να σε κάψουν, άναψαν μέσα μου τον πόθο. "Αυτόν τον άντρα θα τον ακολουθούσα ως το τέλος του κόσμου", σκέφτηκα από τις πρώτες στιγμές που βρέθηκα αντίκρυ του. Η διαφορά μου τότε από τις άλλες γυναίκες -αλλά και σήμερα θαρρώ- είναι πως όλες ζητούσαν κάτι, ενώ εγώ ζητούσα κάτι παραπάνω. Θα το έβρισκα στο πρόσωπο, στα λόγια, στο κορμί του Ιάσονα; Ήμουνα σίγουρη πως ναι, γνώριζα από τη πρώτη στιγμή πως το τίμημα θα ήταν ακριβό κι όμως έκανα μακροβούτι στη φωτιά. Αλλά ας μη βιαζόμαστε...
     Ο Ιάσονας, το αγαπημένο αυτό παιδί και εραστής, δε δυσκολεύτηκε να εντυπωσιάσει τους πάντες στην Κολχίδα με την τόλμη και τις γνώσεις του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή δήλωσε στον Αιήτη ότι πήγε εκεί για να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας, διηγήθηκε με τη βοήθεια ενός γέρο τροβαδούρου, του Ορφέα, τις περιπέτειές του, περιέγραψε πως κατάφερε να διασχίσει τις Συμπληγάδες -πιστέψτε με κάτι πανεύκολο για ναυτικούς που διαθέτουν έστω κοινή νοημοσύνη- και δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι όλ' αυτά τα έκανε στην προσπάθειά του να ανακτήσει το χαμένο του βασίλειο. Ο Ορφέας με το τραγούδι του σαγήνεψε τους πάντες, αλλά εμένα τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στον όμορφο ξένο. Στα μάτια του διέκρινα κάτι τρομακτικό, τον έρωτά μου για κείνον που γεννήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά και τη γνώση, τη γνώση ότι θα έκανα τα πάντα για να τον αποκτήσω, θα θυσίαζα τα πάντα στο βωμό του έρωτα, θα έχανα την κάθε εξουσία, θα διέλυα όλους τους μύθους. Πολλοί στο μέλλον σκέφτηκαν πως έκανα ό,τι έκανα από απερισκεψία -γυναικεία αδυναμία, λένε-, αλλά δε θα μπορούσαν να πέφτουν περισσότερο έξω. Αγάπησα φίλοι μου, αγάπησα, και όποια γυναίκα αγαπά και δεν ακολουθεί την καρδιά της δεν είναι γυναίκα, είναι μόνο μια εν αναμονή νεκρή. Τόσο απλά είναι τα πράγματα, κι όποιος δεν το βλέπει, είναι εκ γενετής τυφλός στα θαύματα της ζωής, ανίκανος να χαρεί τις ομορφιές της, ανήμπορος μπροστά στη δημιουργία της...
     Ο Αιήτης είπε στον Ιάσονα ότι για να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας θα έπρεπε να περάσει κάποιες σκληρές δοκιμασίες. "Κανένα πρόβλημα", του απάντησε εκείνος, χαμογελώντας. Όλα θα συνέβαιναν την επόμενη μέρα. Τη νύχτα όμως συνάντησα τον Ιάσονα να τριγυρνά στο αγαπημένο μου δάσος, του εξομολογήθηκα τον έρωτά μου και του είπα πως θα τον βοηθούσα φτάνει να μου υποσχόταν ότι φεύγοντας θα με έπαιρνε μαζί του, όπως και έγινε. Την επομένη πέρασε χωρίς καμιά δυσκολία όλες τις δοκιμασίες και το βράδυ, με τη βοήθειά μου, έκλεψε το πανάσχημο Δέρας. Ήταν όλα ένα παιχνίδι. Ο πατέρας μου θα έχανε το λάβαρο της ισχύος του κι εγώ θα αποκτούσα τη συναρπαστική ζωή που πάντα ονειρευόμουν στην αγκαλιά του θεϊκού μες στην ομορφιά του Ιάσονα. Καθώς ετοιμαζόμασταν να μπαρκάρουμε με την Αργώ έφτασ' ο 'Αψυρτος, ο ετεροθαλής μου αδερφός -ένα παράπτωμα της φύσης-, με οδηγίες από τον πατέρα μου να εμποδίσει τον απόπλου. Ένα χαζό παιδί, αυτό ήταν. Κρατούσε το σπαθί σα ξυλαράκι κι έτρεχε, μπέρδεψε τα πόδια του, έπεσε, το σπαθί διαπέρασε το στήθος του. Οι στρατιώτες που έστειλε ο Αιήτης μαρμαρωμένοι από το συμβάν μάς παρατηρούσαν να φεύγουμε, ανίκανοι να κάνουν κάτι...
     Τώρα, θα σκέφτεστε, πλήγωσες τον πατέρα σου, στάθηκες η αιτία να πεθάνει ο αδελφός σου, δε νιώθεις τύψεις; Να σας πω την αλήθεια, όχι. Λυπάμαι για τη λύπη που πότισα τον πατέρα μου, αλλά δεν μπορώ να λυπηθώ, πόσο μάλλον να νιώσω τύψεις για το θάνατο κάποιου που με ήθελε νεκρή. Αυτό άλλωστε το λέει κι ο μύθος που διαβάσατε, το πόσο πολύ δηλαδή με μισούσε ο 'Aψυρτος...
     Η Αργώ... Η Αργώ ήταν ένα καλοτάξιδο καράβι, αλλά δεν ένιωθα καλά μια γυναίκα ανάμεσα σε τόσους άντρες. Ήμουνα ερωτευμένη κι είχα μάτια μόνον για κείνον, τον ένα, το μοναδικό. Εκείνον που τα κρύα βράδια του ταξιδιού με έκλεινε στη ζεστή αγκαλιά του, με φιλούσε στα μαλλιά, με χάιδευε με την ανάσα του. Έρωτα; όχι δεν κάναμε έρωτα όσο κρατούσε αυτό το ταξίδι. Ήταν αδύνατο. Αλλά η φλόγα μέσα μου φούντωνε όλο και πιο πολύ, μια φωτιά μου έκαιγε τα σωθικά, μου πυρπολούσε την ψυχή, αλλά δεν μπορούσα να την αφήσω ελεύθερη, έμενε ανέκφραστη. Είχα κι ένα μύθο να διατηρήσω, αυτόν της Αμόλυντου Παρθένας κι ας είχε πολλάκις λατρευτεί σα ναός το κορμί μου. Όσο ο πόθος φούντωνε τόσο πιο δύσκολο γινόταν για μένα το ταξίδι. Κοιμόμουνα κι ονειρευόμουν το κορμί του, ήμουν ξύπνια έκλεινα τα μάτια και το έβλεπα. Μοναδική παρηγοριά τα τραγούδια του Ορφέα. Σαν τα άκουα ξεχνιόμουνα για λίγο, έκαιγε λιγότερο οδυνηρά η φλόγα. Ταξίδευα με τη γλυκιά φωνή σε μέρη ανονείρευτα, έλουζα το κορμί στα γαλανά νερά της λήθης, που φευ δεν κρατούσε για πολύ. Έμαθα πολλά από το γέρο Ορφέα, μα ένα μόνο μου χαράκτηκε στη μνήμη. Μια ιστορία που μιλούσε για κάποιο νησί όπου ζούσαν μοναχά γυναίκες, που το μόνο που ζήτησαν ποτέ ήταν ένα σερνικό για να μπει στα χωράφια των κορμιών τους και να τα καλλιεργήσει...
     Κάποτε, μετά από πολύ καιρό, δέσαμε σ' ένα από τα πιο φιλόξενα λιμάνια, στο νησί των Φαιάκων, όπου είχε ήδη φθάσει η φήμη του γενναίου Ιάσονα και του μεγάλου του άθλου. Όλοι ήθελαν να του σφίξουν το χέρι, να τον θαυμάσουν, ν' ακούσουν από τα χείλη του, πως απ' όλους τους θνητούς αυτός έγινε ο αγαπημένος των Θεών κι απόκτησε το Δέρας. Όλοι θαύμαζαν την ομορφιά μου δίπλα του, τη μεγαλοπρέπειά μου, αλλά μιλούσαν για μένα στα κρυφά, με μισόλογα. Είχε βλέπετε και μένα, η φήμη μου, της μεγάλης μάγισσας, προηγηθεί και κάπου με φοβόντουσαν. Κανείς δε διανοήθηκε να συνδέσει την επιτυχία του Ιάσονα με τη δική μου παρουσία. Έτσι δε γίνεται πάντα; Οι γυναίκες δημιουργούν κι οι άντρες περηφανεύονται γι' αυτά που δεν τους ανήκουν.
     Ένας άλλος αγαπημένος των θεών, ο δίκαιος βασιλιάς Αλκίνοος, ο αφέντης της αρχοντικής Κέρκυρας, μας υποδέχθηκε με τιμές στο παλάτι του. Φημισμένος για τη φιλοξενία του έκανε τα πάντα για να μας κάνει να νιώσουμε την ευδαιμονία που επικρατούσε στη χώρα του, κι η γυναίκα του η Αρήτη, στάθηκε η σωτήρας μας. Οι Κόλχες που μας ακολουθούσαν όλο αυτό τον καιρό, έφθασαν λίγο μετά από εμάς στο λιμάνι. Ζητούσαν να με πάρουν μαζί τους. Με τη μεσολάβηση της Αρήτης, το ίδιο εκείνο βράδυ παντρεύτηκα τον Ιάσονα, και σε μια μεγαλοπρεπή κάμαρα - κι όχι μέσα σε μια σπηλιά, όπως επιμένει ο γέρο παραμυθάς-, πάνω σ' ένα χρυσοστόλιστο κρεβάτι, του χάρισα τη φτιαγμένη από βότανα παρθενία μου. Καημένο μου παιδί, άντρα μου, πίστευες ότι ήσουν ο πρώτος, έτσι; Πάντα αυτό θέλετε να πιστεύετε εσείς οι άντρες, πως είστε οι πρώτοι και ακαταμάχητοι... Ας είναι. Μετά που χορτάσαμε από πιοτό και έρωτα, ο μέγας ήρως αποκοιμήθηκε, κι εγώ μη έχοντας τι άλλο να κάνω αποφάσισα να... ναι, αυτό είναι ειπωμένο σωστά... αποφάσισα να διαβάσω το μέλλον μου. Δέκα χρόνια, τόσο θα κρατούσε η ζωή μου με τον Ιάσονα. Δέκα χρόνια ευτυχίας δεν είναι και μικρό πράμα, σκέφτηκα. Η ευτυχία θα κρατούσε βέβαια λιγότερο, αλλά εγώ ήμουνα αποφασισμένη να τη ρουφήξω ως την τελευταία της στάλα. Δε με έκανε ο έρωτας τυφλή, είχα επίγνωση, γνώριζα ότι όλα γεννιούνται και πεθαίνουν κι ήθελα όσο μπορούσα πιο πολύ να ζήσω τα όμορφα. Και πιστέψτε με, είναι μεγάλη ομορφιά η αγκαλιά του αντρός και όλα τα δώρα που έχει να σου προσφέρει...
     Η Τριπλή Θεά ήταν μαζί μου, συνέχεια, στο μυαλό μου, αλλά και στο χώρο. Με ακολουθούσε παντού, επικροτούσε τις πράξεις μου, γι' αυτό και δεν έχασα ούτε στιγμή τα χαρίσματά μου, τα οποία ήταν δήθεν άμεσα συνδεδεμένα με την παρθενία μου. Σε κείνους τους παγανιστικούς χρόνους, γέρο τραγωδέ, όλα επιτρέπονταν... Ρώτα και τους νεαρούς σου συντρόφους... Αλλά, ας αφήσω τον πλαστογράφο στην όμορφη σαρκοφάγο του. Η μέρα που ξημέρωσε ήταν η πιο γιορτινή της ζωής μου. Ο Αλκίνοος οργάνωσε για μας μια μεγαλόπρεπη γιορτή, κι ο Ορφέας έγραψε και τραγούδησε τα πιο όμορφα τραγούδια του, ενώ οι γυναίκες του νησιού, ω, οι γυναίκες, ύμνησαν με μια φωνή τον έρωτά μας. Δύσκολο, δύσκολο πολύ είναι για μένα να σας περιγράψω εκείνη τη μέρα... Κλείστε τα μάτια κι αφήστε τη φαντασία σας να καλπάσει... Βλέπετε; Ακούτε; Γυναίκες με αγαλματένια σώματα, ελάχιστα κρυμμένα κάτω από ένα λευκό διάφανο πανί, ψάλλουν τους ύμνους τους έχοντας το φλογισμένο βλέμμα τους στον ουρανό... Μια ευτυχισμένη μέθη πλημμυρίζει το χώρο... Ο χρόνος σταματά για να κρατήσει ζεστά μέσα του τη μαγική στιγμή... Οι θεές της ομορφιάς ευλογούν με χαμόγελα το συμπόσιο ετούτο της ζωής... Ω, τα θυμάμαι όλ' αυτά και χαμογελώ, και δακρύζω. Ζήσατε ποτέ εσείς αυτή την ευτυχία; Αν όχι, τότε δεν αγαπήσατε σωστά, δοθήκατε λάθος. Μα τη θεά, αλήθεια σας λέω... Διάβηκα πολλούς αιώνες για να σας φέρω αυτό το μήνυμα... Εκείνη η μέρα χαράχτηκε σαν μια δεύτερη ψυχή μέσα μου... Δε με άφησε ποτέ, δε μ' αφήνει ποτέ... Κάθε φορά που κάτι κακό συναντούσα στο δρόμο μου, που ένιωθα τη ζωή να με παίρνει από κάτω, επέστρεφα με τη σκέψη σε κείνη τη μέρα, την ξαναζούσα κι αυτή μου έδινε κουράγιο για να συνεχίσω... Βλέπετε, δεν είμαι εκείνη η αναίσθητη σκύλα που θέλουν να παρουσιάζουν οι γέρο παράλυτοι, που μέσα στη αδυναμία τους να τα βάλουν μαζί μου στα ίσια, με σκοτώνουν με τα λόγια. Είμαι γυναίκα, πηγή και θάλασσα, μάνα και παιδί, κι έχω τις αδυναμίες μου. Κανείς δεν είναι άτρωτος, κανείς υπεράνω, απλά εγώ είχα περισσότερα όπλα αντίστασης, περισσότερη δύναμη από τους συγκαιρινούς μου γι' αυτό μισήθηκα τόσο κι όχι γιατί σκότωσα τα παιδιά μου. Κι αν με κατηγοράτε γι' αυτό το τελευταίο, θυμηθείτε ότι κάποιος πολέμαρχος θυσίασε την κόρη του για να φυσήξει ο άνεμος και να κινήσει να πάει να σκοτώσει... Αλλά, κι αυτός από άλλη ιστορία είναι βγαλμένος. Απλά, σας λέω, μη με σκέφτεστε με μίσος, μη με κρίνετε με προκατάληψη, όχι προτού διαβάσετε ολόκληρη την ιστορία μου. Ας ξαναπιάσω, όμως, το νήμα...
     Λίγες μέρες μετά τον περίφημό μας γάμο, σαλπάραμε για την Ιωλκό, τη γη που δικαιωματικά ανήκε στον Ιάσονα, την οποία όμως είχε σφετεριστεί ο ετεροθαλής αδελφός του πατέρα του, ο Πελίας. Ο τελευταίος του είχε υποσχεθεί ότι θα του επέστρεφε το θρόνο μόνο αν του παράδιδε το Χρυσόμαλλο Δέρας. Γι' αυτό το λόγο έγινε, λέει, όλη η εκστρατεία. Αλλά ο Πελίας δε κράτησε το λόγο του κι εγώ, που με το που πάτησα το πόδι μου στην Ιωλκό, έγινα ο φόβος και τρόμος των κατοίκων, το αντικείμενο ενός άνευ λόγου μίσους, ανέλαβα να πάρω εκδίκηση για τα δεινά του καλού μου. Έτσι, προτού περάσει καιρός, ο άθλιος σφετεριστής έπεφτε νεκρός από τα χέρια των ίδιων του των θυγατέρων, που τον σκότωσαν ακολουθώντας άθελά τους ένα σατανικό σχέδιο που τους είχα υποβάλει. Αλλά, ο Ιάσονας δεν έμελλε να γίνει βασιλιάς. Ο 'Ακαστος, ο γιος του Πελία, ανέλαβε την εξουσία κι αμέσως μας εξόρισε. Φύγαμε για την Κόρινθο...
     Η Κόρινθος! Μια από τις πιο όμορφες, τις πιο ζωντανές πόλεις της εποχής εκείνης, ένα σταυροδρόμι των λαών όπου συνυπήρχαν αρμονικά το εμπόριο κι οι τέχνες, ο αθλητισμός και το πνεύμα. Μια πόλη διαμάντι, όπου έζησα μερικά από τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου. Εκεί δεν ένιωθα σαν ξένη, παρά σαν ένα μικρό μέρος ενός τεράστιου μωσαϊκού, όπου όλοι χωρούσαν, όσο διαφορετικοί κι αν ήταν αυτοί. Ο Ιάσονας αμέσως μετά την άφιξή μας έγινε σύμβουλος του βασιλιά της Κορίνθου, Κρέοντα, σε θέματα ναυτιλίας...
     Δυστυχώς κάποτε η ευτυχία μου έφτασε στο τέλος της. Όπως όλα τα καλά πράγματα στη ζωή, θα σκέφτεστε εσείς. Δε συμφωνώ. Έγινα δυστυχισμένη όταν κάποια μέρα ξαφνικά αντιλήφθηκα πως δεν ήμουν πια ο εαυτός μου. Δεν ήμουν πια η Μήδεια. Είχα γίνει κι εγώ, η αλλοτινή τρελή κι επαναστάτρια, μια απλή γυναικούλα. Ζούσα στη σκιά του Ιάσονα, που όλο και πιο συχνά, όλο και πιο πολύ έλειπε από το σπίτι. Εγώ που κάποτε μιλούσα τη γλώσσα των πουλιών, που διάβαζα τη φύση σαν ανοικτό βιβλίο, που ένιωθα τους παλμούς της γης, έγινα μια μαλθακή, ένα τίποτα. Χρειαζόμουνα τον άντρα μου, αλλά εκείνος όλο και απομακρυνόταν. Κάποιες νύχτες ξεδιψούσα τους πόθους μου με κάποιον από τους δούλους, αλλά όσο κι αν το κορμί χόρταινε η ψυχή άδειαζε. Τον αγαπούσα τον Ιάσονα κι ας ήξερα ότι κάθε μέρα κούρσευε άλλων γυναικών τα κορμιά. Όταν έφτασα στο ως εδώ και μη παρέκει, το πήρα απόφαση κι έμεινα έγκυος. Ήξερα ότι μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να τον φέρει πίσω κοντά μου. Όπως και έγινε. Όσο μεγάλωνε η κοιλιά, τόσο μεγάλωνε, κι άναβε, η αγάπη του για μένα. Με φλογισμένο το βλέμμα μου ορκιζότανε αιώνια αγάπη, έλεγε πως θα έμενε για πάντα μαζί μου, αλλά εγώ που γνώριζα μονολογούσα: Θα με αφήσεις Ιάσονα, θα με προδώσεις. "Στη ζωή μου, όχι", σπάραζε κείνος. Λόγια. Το παιδί έγινε η άμυνά μου, "τουλάχιστον όταν φύγει, θα έχω ένα ενθύμιο από την αγάπη του", σκεφτόμουνα. Και τι ενθύμιο...
      Ο Μέρμερος, τους πρώτους μήνες μετά τη γέννησή του, έγινε αντικείμενο λατρείας για τον Ιάσονα. Τον κρατούσε για ώρες στα χέρια του, του έλεγε ιστορίες, τον κανάκευε... Τότε ήμουν και πάλι ευτυχισμένη, αλλά εκείνος, κυκλοθυμικός σαν άνεμος των μεγάλων θαλασσών, δεν άργησε να χάσει το ενδιαφέρον του για το παιδί. Χαρίστηκε και πάλι στις εταίρες, που προφανώς είχαν γίνει από καιρό πια το στεριανό λιμάνι του. Εγώ, βούλιαξα και πάλι στη μοναξιά και την απελπισία, αν κι αυτή τη φορά δεν ήταν και τόσο οδυνηρή αφού είχα ένα όμορφο μουτράκι να με αποσπά με τα γελάκια του, να μου θυμίζει το θαύμα της ζωής με τα δάκρυά του. Ωστόσο το άδειο κρεβάτι, παρέμενε άδειο, το κορμί αλάτρευτο - και ήταν όμορφο πολύ το σώμα μου, σμιλεμένο με τέχνη -, μέχρι που, σε μια από τις αραιές μέσα στο χρόνο συνευρέσεις μας, ο σπόρος του κάρπισε μέσα μου και πάλι, κι άρχισαν ξανά οι τρυφερότητες, τα χάδια, οι όρκοι, σε σημείο που με όργισε. "Μη λες μεγάλα λόγια άντρα, γιατί σαν ξεχαστούν θα γνωρίσεις την οργή μου", του είπα. Γέλασε, του φάνηκε αστείο. Εκείνος ήταν ο μεγάλος και τρομερός Ιάσονας, και δε φοβόταν κανένα, νόμιζε πως είναι άτρωτος. Δεν ήξερε το αιώνιο παιδί πως εκείνα που πιο πολύ μας πονάνε είν' αυτά που δε μας αγγίζουν...
     Και γεννήθηκε ο Φέρητας. Ο μέγας Ιάσων μες στην τρελή χαρά, που λένε. Του έδωσα δυο γιους κι ήταν περήφανος για το σπόρο του. Ξεχνούσε πως ο σπόρος χρειάζεται την κατάλληλη γη για να καρπίσει. Η χαρά δεν κράτησε και πολύ, αλλά είχα τα παιδιά μου μαζί και δεν παραπονιόμουνα. Είναι που άλλαζα και τους εραστές σα φύλλα τσαγιού, μόλις έχαναν τη γεύση της. Κανείς δεν ήταν σαν και κείνον κι ας το 'ξερα πως οι μέρες μας λιγόστευαν, πως σε λίγο καιρό θα έπαυε πια έστω και λίγο να μου ανήκει. Δεν ήξερα πως, δεν ήξερα ποια θα τον έπαιρνε οριστικά από κοντά μου, απλά ήμουνα σίγουρη πως θα συνέβαινε, οι χρησμοί μου ποτέ δεν έπεφταν έξω. Οι πειρασμοί τότε ήταν πολλοί, και οι παντρεμένοι, -άντρες και γυναίκες-, περισσότερο ελεύθεροι απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, οπόταν... το κέρατο έπεφτε σύννεφο... 
     Όσο το νήμα του χρόνου λιγόστευε, τόσο και θυμόμουνα τον παλιό μου εαυτό, το ποια ήμουνα, την τέχνη μου που είχα για τόσα χρόνια παραμελήσει. Τους τελευταίους μήνες κάθε που γιόμιζε το φεγγάρι περπατούσα έξω από την πόλη, κοιτούσα το λαμπερό πρόσωπο της Εκάτης και την εκλιπαρούσα να δώσει ένα σημάδι, να μου πει αν είναι ακόμη κοντά μου. Κι εκείνη δεν αρνιόταν το κάλεσμά μου, διάφοροι παράξενοι ήχοι έφταναν στ' αυτιά μου από παντού, άκουγα ψίθυρους στο νυχτερινό αεράκι, ένιωθα μια ευδαιμονία να μου τυλίγει το κορμί, να με γκαστρώνει με την αλλοτινή μαγεία. Ήξερα ότι εφόσον η θεά είναι κοντά μου δεν υπάρχει τίποτα, κανείς, που να μπορεί να μου κάνει κακό. Κι όσο κι αν το δικό μου πεπρωμένο ήταν φυγείν αδύνατον, τόσο σίγουρη ήμουνα ότι θα έπαιρνα την εκδίκησή μου...
     Χαμογελώ και πονώ, παράξενο δεν είναι. Τον αγάπησα τόσο πολύ τον Ιάσονα, μέχρι την τελευταία στιγμή έλπιζα ότι το γραφτό θα ξεγραφόταν και θα μέναμε μαζί, αλλά μάταια. Κάντε λίγο ακόμα υπομονή, και θα μάθετε, επιτέλους, το αληθινό τέλος της δικής μου ιστορίας. Θα σας σοκάρει ίσως λίγο η σκληρότητά μου, αλλά στο τέλος τέλος πιστεύω πως θα με νιώσετε, θα με νιώσετε σα μάνες, σαν κόρες, σαν αδερφές. Όσο για τους άντρες, όσοι δε σκέφτονται με το κάτω κεφάλι θα με καταλάβουν...
     Ξέρετε, αλήθεια, τι φοβερό συναίσθημα είναι η άγνοια; Το να περιμένεις κάτι να σου συμβεί και να μην ξέρεις πότε κι από που θα σου 'ρθει; Έζησα για πολύ καιρό αγνοώντας μιαν αλήθεια, κάτι που ήξεραν όλοι για τη ζωή μου, εκτός από εμένα. Ο Ιάσονας όταν χανόταν από το σπίτι δεν πήγαινε στις εταίρες, όχι τον τελευταίο καιρό, καθόλου. Είχε επίσημη αγαπημένη και σαν σπουδαίος που ήταν δε θα δεχόταν δίπλα του όποια κι όποια, έτσι αυτή δε θα μπορούσε να είναι άλλη από την κόρη του Κρέοντα, μια όμορφη νέα, το στολίδι της Κορίνθου, όπως έλεγαν, αλλά όχι περισσότερο όμορφη από μένα, που όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια διατήρησα το διάφανο παιδικό μου πρόσωπο, τα απαλά χαρακτηριστικά, τα θαλασσιά τα μάτια που κάποτε κολυμπούσε μέσα εκεί η εικόνα του. Το ανακάλυψα τυχαία, ανακρίνοντας ένα τρομαγμένο γεροντάκι στην αγορά. Ένιωσα τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου εκείνη τη στιγμή, όχι επειδή δεν το περίμενα, αλλά για τη διπλή του προδοσία. Πρόδωσε τους όρκους που μου χάρισε όταν γέννησα τους γιους του, τους όρκους στο βωμό της Εκάτης όπου μου υποσχέθηκε αιώνια αγάπη, αλλά και, το χειρότερο, μου απέδειξε πόσο τιποτένιο ανθρωπάκι στ' αλήθεια υπήρξε, αφού ποτέ του δεν πολέμησε για κάτι. Προτιμούσε πάντα να τα βρίσκει όλα έτοιμα και καταπώς του άρεσαν: ισχύ μέσω των ικανοτήτων μου, φήμη μέσω του χρυσόμαλλου τροπαίου που χάρη σε μένα απέκτησε, μετά, παιδιά για να ριζώσει η σπορά του στη γη κατακλέβοντας τα σπλάχνα μου και, τελικά, παρθένα νύφη και κληρονομημένο βασίλειο σε ανάμνηση εκείνου που έχασε. Αυτός ήταν λοιπόν ο Ιάσονας, ο μεγάλος μου έρωτας, η αυταπάτη μου. Κάποιος που γινόταν άντρας μέσα από τη γυναίκα και περιέφερε τον ανδρισμό του στα καπηλειά και στα ιερά πορνεία. Όλα αυτά τα σκέφτηκα σε μια στιγμή, μέσα σε μια έκλαμψη κι ορκίστηκα σιωπηλά: όχι, δε θα σου περάσει αυτή τη φορά Ιάσονα, όχι δε θα σε αφήσω να πεις κι άλλα ψέματα, να σπάσεις κι άλλους όρκους, να ραγίσεις κι άλλες καρδιές...
     Περπάτησα για ώρες πολλές στην πόλη, δίχως να βλέπω που πηγαίνω, χωρίς προορισμό. Οι άνθρωποι που όλοι φαίνονταν να γνωρίζουν το κακό που με βρήκε, δε μ' ενόχλησαν καθόλου, δε μου μίλησαν, δε θέλησαν να μου ειπούν τα λόγια της παρηγοριάς. Βλέπετε, ήξεραν πόσο πολύ τον αγαπούσα, τα δουλικά φρόντιζαν να ενημερώνουν όλο τον κόσμο για την αφέντρα τους που ήταν άρρωστη από έρωτα κι όλοι φαίνονταν να με νιώθουν σιωπηλά. Βλέμματα οίκτου και χαμηλωμένα κεφάλια με συνόδευαν στην άσκοπη περιπλάνησή μου. Όσο περνούσε η ώρα όμως, η οργή αντί να καταλαγιάζει θέριευε. Πόσο τον μισούσα, πόσο τον αγαπούσα! Όχι, δεν τον ήθελα νεκρό, ο θάνατος θαρρώ δεν είναι τιμωρία. Τον ήθελα να καταλάβει τα λάθη του και να πονέσει, να περάσει ολόκληρή του τη ζωή μες στον πόνο και πάλι να μη βρίσκει την εξιλέωση. Αυτό ήθελα... αλλά μετά...
     Πως μπορεί κανείς να αγαπά και να βλέπει τον αγαπημένο του μέσα στον πόνο. Ήξερα ότι αν του έκανα κακό θα πονούσα κι εγώ. Κι έπρεπε, πάση θυσία, να αποφύγω να ποτίσω το κορμί και την ψυχή μου κι άλλο πόνο. Είχα ήδη ραγίσει. Η ομορφιά μου που τόσα χρόνια είχα κρατήσει ανέπαφη, ένιωθα τώρα να γλιστρά από το πρόσωπό μου και να χάνεται, γινόμουν και πάλι ένα τόσο δα πλασματάκι και ήθελα να κρυφτώ στη μήτρα της γης, να χαθώ κάπου μακριά από τον κόσμο, κάπου ζεστά. Αλλά, όσο κι αν ήθελα να χαθώ, άλλο τόσο ήθελα να τον συγχωρέσω. Μου χάρισε αμέτρητες χαρές κι άλλες τόσες λύπες. Η λογική μου μου έλεγε κτύπα, η καρδιά χάιδεψε. Την οργή διαδεχόταν η θλίψη, τη θλίψη η αβεβαιότητα... Τι θα χάσω αν στερηθώ την πηγή της χαράς και του σπαραγμού μου; αναρωτιόμουνα...
     Έχετε ζήσει κι εσείς, είμαι σίγουρη, παρόμοιες καταστάσεις. Τι θα με συμβουλεύατε να κάνω; Υπομονή; Ε, λοιπόν, κι εγώ υπομονή αποφάσισα να κάνω, αν και ο θυμός μέσα μου έβραζε σα λάδι σε καζάνι στο εργαστήρι του Ήφαιστου και με τη παραμικρή αφορμή θα ξεχυνόταν σα λάβα και θα παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του...
     Γύρισα στο σπίτι όταν είχε πια για τα καλά νυχτώσει. Τα παιδιά μου κοιμόνταν αμέριμνα, δεν μπορούσαν να ξέρουν τι φουρτούνες τάραζαν την ψυχή της μάνας τους. Κάθισα κάτω από την αγαπημένη μου κληματαριά για ώρα πολλή... Το πρόσωπο της Εκάτης, δίσκος φωτεινός, διασπούσε τα σύννεφα κι έριχνε αχτίδες φωτός στη γη κι ελπίδας στη ζωή μου. Αγαπημένη μου Θεά, κατεύθυνε τα βήματά μου, μη με αφήσεις να χαθώ... να, αυτά τη παρακαλούσα. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο έντονη την παρουσία της δίπλα μου όσο εκείνες τις στιγμές, σαν να ξαναδενόταν το λυμένο νήμα, λες κι άναβε πάλι η φλόγα που για χρόνια και χρόνια έκαιγε μέσα μου στην Κολχίδα, προτού έρθει ο Ιάσονας και η οικογένεια για να τη σβήσουν...
     Για τα λάθη μου κλαίω, τα ωραία μου λάθη. Κλαίω, αλλά δε μετανιώνω, αυτό ποτέ... Στο κλουβί, μέσα εκεί έζησα, τυφλή η άμοιρη. Και τυφλή όπως ήμουν έφερα στον κόσμο αυτό τον υποκριτή, δύο παιδιά, δύο παιδιά που θα αναγκάζονταν να ζήσουν μες στο ψέμα, να το υιοθετήσουν, να δημιουργήσουν και να καταστρέψουν, χωρίς να μάθουν ποτέ την αλήθεια. Την αλήθεια ότι η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η απώλεια του εαυτού. Ναι, ξέρω, βλάσφημα ακούγονται αυτά στ' αφτιά σας, αλλά κι εσείς αγαπητοί μου, δεν κάνετε τον κόπο να δείτε τα πράγματα κι από την άλλη τους όψη. Αν το κάνατε τα μισά σωστά σας θα αποδεικνύονταν λάθη και τα περισσότερα λάθη σας σωστά. Θ' ανοίγατε τα φτερά της φαντασίας σας και θα πετούσατε, θα βλέπατε επιτέλους ότι οι μεγαλύτεροι δικτάτορες της ζωής σας είστε οι ίδιοι εσείς. Διέσχισα αιώνες πίκρας, έτη χαράς για να 'ρθω να σας πω αυτά τα λόγια. Αν θέλετε κρατήστε κάτι απ' αυτά, αν προτιμάτε ξεχάστε τα όλα.
     Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, μέσα μου δινόταν μια μεγάλη μάχη. Δύσκολο, δύσκολο πολύ ήταν να αποφασίσω τι να κάνω. Και τη λύση τη ζητούσα με το βλέμμα στο φεγγάρι. Έτσι με βρήκε ο Ιάσονας εκείνο το βράδυ. Με πλησίασε από πίσω χωρίς να τον καταλάβω, με αγκάλιασε και με έριξε στο πάτωμα, έχοντας προφανώς κέφια για ερωτικά παιχνίδια, αλλά του έκοψα την όρεξη με βρισιές. "Α, τάμαθες βλέπω"! λέει ο άλλος χαμογελώντας. Εκείνο το χαμόγελο, αλλά κι όσα μου είπε μετά, έδωσαν τη χαριστική βολή. Το έκανε για το καλό μας έλεγε, για να φροντίζει εμένα και τα παιδιά, για να μη στερηθούμε, λέει, τίποτα. Κάλλιο νάταν με μια γυναίκα της αγοράς παρά με μια βασιλοπούλα. Τότε θα τον δικαιολογούσα, τότε θα τον συγχωρούσα. Αλλά να μου λέει ότι με παρατάει για το καλό μου, όχι, αυτό δεν το δέχομαι. Μου απέδειξε πόσο αχρείος ήταν. Και τον έδιωξα με τις κλωτσιές. Είχα γίνει κουρέλι, μα ήμουν πιο δυνατή παρά ποτέ. Σερνόμουνα και βροντούσα. Το κορμί μου ένας ναός που γκρεμίστηκε κι αναστηλώθηκε σε μια νύχτα. Όχι, καμιά πια συγχώρεση. Θα τον κτυπούσα. Θα τον κτυπούσα ύπουλα, δίχως οίκτο. Θα εκδικιόμουνα για όλες τις γυναίκες που προδόθηκαν, για όλα τα κορμιά που λεηλατήθηκαν, για τις θηλυκές ψυχές που σπάραξε ο πόνος. Προτού ξημερώσει η επόμενη μέρα είχα καταστρώσει το σχέδιο μου, ένα σχέδιο που θα έσπερνε τον πανικό σ' όλη την πόλη, και θα έκανε όλους να μιλούν στο μέλλον, για τη χειρότερη των γυναικών, χάρη πάντα, βέβαια, στις παραφράσεις της ιστορίας. Ο θάνατος φυσικά δύο ατόμων δεν είναι και μικρό κρίμα, αλλά, απλά αναρωτιέμαι γιατί κανείς δεν τάβαλε μαζί μου, όταν για χάρη του Ιάσονα οδήγησα στο θάνατο τον Πελία. Τερτίπια των παραμυθάδων;
     Την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, προτού ο ήλιος χαράξει πάνω από τα κοντινά βουνά, με επισκέφθηκε ο Κρέοντας, ναι, εκείνος ο δήθεν δίκαιος και φιλόξενος άρχοντας και μου ανακοίνωσε ότι εγώ και τα παιδιά μου είμαστε εξόριστοι και πρέπει να φύγουμε αμέσως. Παράξενη αίσθηση της δικαιοσύνης δεν είχε; Τον παρακάλεσα να μας δώσει μια μέρα για να ετοιμαστούμε. Με μισή καρδιά δέχτηκε. Ήταν το μοιραίο του λάθος. Έβαλα όλη τη γυναικεία πονηριά κι όλο το μίσος μου να δουλέψει σ' εντατικούς ρυθμούς και προτού καλά καλά βραδιάσει θα 'παιρνα την εκδίκησή μου. Έστειλα στη νέα νύφη του Ιάσονα με τα παιδιά μου ένα χρυσό διάδημα κι ένα υπέροχο κομμάτι ύφασμα ποτισμένα με τα πιο δυνατά δηλητήρια. Προτού περάσει ώρα πολλή αφ' ότου τα φόρεσε, τα δήθεν μαγικά μου άρχισαν να ενεργούν. Φωτιές άρχισαν να της καίνε το κορμί και το κεφάλι κι όλα αυτά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ιάσονα, που παγωμένος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μονάχα ο Κρέοντας προσπάθησε να σώσει την κόρη του, αλλά το αποτέλεσμα γνωστό, πέθαναν κι οι δυο μέσα σε φρικτούς πόνους. Την κόρη ουσιαστικά την έσωσα από μια φριχτή ζωή δίπλα σ' ένα ψεύτη άντρα, τον πατέρα τον τιμώρησα για τη ψεύτικη ζήση του, που περιέφερε δω και κει τόσα χρόνια, αποκαλώντας εαυτόν δίκαιο. Όσο για τον Ιάσονα… αυτός ήταν από εκείνη τη στιγμή ζωντανός-νεκρός. Η πιο μεγάλη κατάρα έπεσε πάνω του. Έχασε την όμορφη κόρη και το βασίλειο που ονειρευόταν, έχασε εμένα και τα παιδιά του. Όχι, δε θα τον δεχόμουνα πίσω ακόμη κι αν έπεφτε στα γόνατα και με παρακαλούσε. Η αγάπη και ο οίκτος δεν μπορούν να συνυπάρξουν...
     Σας προκαλώ ακόμη φρίκη; Ακόμη και τώρα που μάθατε όλη σχεδόν την αληθινή μου ιστορία; Κάντε, σας παρακαλώ, λίγο υπομονή ακόμη, η αφήγηση πλησιάζει στο τέλος της, κι αυτό δε θα θέλατε να το χάσετε ε;
     Λοιπόν, μετά από τα φονικά, η μοναδική μου έγνοια ήταν τα παιδιά μου. Τα παιδιά που έκανα μέσα στην αθωότητά τους συνεργούς σ' ένα έγκλημα, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κρίμα μου. Γιατί να συνεχίσουν να ζούνε σε τέτοιο κόσμο; Τι καλό θα δούνε; Αφού, στο τέλος τέλος, θα φροντίσουν οι άλλοι να σβήσουν ό,τι αγαθό και όμορφο κρύβουν μέσα τους. Σάμπως και θα υπάρξει ποτέ δικαιοσύνη σ' αυτό τον κόσμο όπου η μόνη αλήθεια είναι η μισή αλήθεια κι όπου τιμιότητα θεωρείται το ψέμα. Λάθος, μέγα λάθος έκανα που τα έφερα σ' αυτό τον κόσμο. Τα παιδιά μου, τα λουλούδια μου έπρεπε να ανθίσουν μες στην αγάπη... Αυτά σκεφτόμουνα για ώρες κι ώρες. Ήξερα πως και για κείνα και για μένα, δεν υπήρχε σωτηρία πουθενά. Και ξαφνικά, μια αστραπή φώτισε το νου μου, θυμήθηκα ένα τραγούδι που κάποτε μας απήγγειλε με πάθος πολύ ο Ορφέας, τότε που ο Ιάσονας κυνηγούσε την περιπέτεια κι όχι τις εταίρες. Το τραγούδι εκείνο μιλούσε για κάποιο νησί...
     Το ίδιο βράδυ σαλπάραμε με τα παιδιά μου για ένα θρυλικό μέρος, για κάπου που όπως λέγαν ζούσαν μονάχα γυναίκες. Γυναίκες που καρτερούσαν για χρόνια και χρόνια να πάει κάποιος άντρας κοντά τους, να τις αγαπήσει και να καρπίσει και πάλι το νησί. Το φοινικικό καράβι που μας μετέφερε μας άφησε στα ανοικτά πάνω σε μια μικρή σχεδία, γιατί οι ναυτικοί φοβόνταν τους θρύλους που έζωναν εκείνο το μαγεμένο μέρος. Δε μείναμε για πολύ ώρα στη θάλασσα, γυναίκες όμορφες σαν ξωτικά, μαγικές σα σειρήνες μας περισυνέλεξαν, μας έντυσαν με χάδια μες στις ζεστές αγκαλιές τους. Στα μέρη εκείνα του μύθου μεγάλωσαν οι γιοι μου κι ευλογημένοι καθώς ήταν από την Εκάτη είχαν την ομορφιά των θεών κι αγαπήθηκαν από πολλές γυναίκες, ρίχνοντας το σπόρο για την καινούρια μέρα...
     Όσο για τον Ιάσονα, έμαθα χρόνια μετά ότι μουρλάθηκε ο καημένος. Έχασε τα πάντα και μη έχοντας κανέναν να τον θαυμάζει έπεσε σε μια δίχως τελειωμό θλίψη. Τα απογιόματα μάλιστα σύχναζε στην κρήνη, εκεί στην αγορά, μαζί με τους γέρους της Κορίνθου, και τους έλεγε μια λυπητερή ιστορία. Μιλούσε για κάποιον ατρόμητο και πανούργο πολεμιστή και θαλασσοπόρο, που έφτασε να κατακτήσει τα πάντα με τη μαγκιά του, μέχρι που τον πρόδωσε η δόλια η γυναίκα, παίρνοντάς του ό,τι αγαπούσε, σκοτώνοντάς του τους γιους, τους οποίους έθαψε με τα ίδια του τα χέρια. Ανάμεσα στους ακροατές του κάποια μέρα βρισκόταν κι ένας σκυθρωπός νεαρός. Θα γινόταν μέγας συγγραφέας κάποια μέρα, λεγόταν...
     Να, λοιπόν, που σιγά σιγά φτάσαμε στο τέλος αυτής της ιστορίας. Δεν το περιμένατε έτσι, ε; Τι να γίνει; Ο καθένας συνήθως λέει ό,τι θέλει, και στο τέλος τέλος η αλήθεια φαντάζει απίστευτη σα ψέμα. Ξέρετε ποιο είναι το ωραίο της υπόθεσης, όμως; Οι δημοσιογράφοι στη τηλεόραση δε θα μπορούν πια να μιλάνε για σύγχρονες Μήδειες, ενώ οι ψυχολόγοι χάνουν έναν αγαπημένο τους ήρωα. Ας πρόσεχαν...
     Όσο για μένα, θαρρώ πως έφτασε πια η ώρα να κρυφτώ και πάλι στους μυστικούς μου παραδείσους. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε την ιστορία μου, σας λατρεύω αν τη νιώσατε κιόλας. Ξέρετε τι έμαθα ταξιδεύοντας μέσα στο χρόνο, δαμάζοντας τους αιώνες; Πως οι μόνες αλήθειες που ζουν για πάντα είναι εκείνες της καρδιάς. Ακούστε την καρδιά, μιλά με τα όνειρά σας, ίσως κάποια μέρα να σας οδηγήσει στον προσωπικό σας παράδεισο, αν της παραμείνετε πιστοί. Μα, τα λόγια εδώ τελειώνουν, να που προβάλλει ολόγιομο το φεγγάρι, η Εκάτη με καλεί. Εσείς, εσείς, ζήστε, χαρείτε. Κι αν κάποτε με θυμηθείτε ψάξτε με στον ουρανό, ανάμεσα στ' αστέρια, λίγο δεξιά και πάνω από το πρόσωπο της Τριπλής Θεάς, ή ακόμη, αφουγκραστείτε τα σπλάχνα της γης, κει μέσα γεννιέμαι, γεννώ και πεθαίνω...

(τα 2 ανωτέρω διηγήματα, βρίσκονται, μαζί με άλλα, στο νέο βιβλίο του με τίτλο: "Ο Άγιος Πότης" από τις Εκδόσεις "Πάργα" στη Κύπρο).

                              Ο Κόνλα & Η Ξωτικιά Κόρη
 
     Ο Κόνλα με τα Φλογισμένα Μαλλιά ήταν γιος του Κον των Χιλίων Μαχών. Μια μέρα όπως στεκόταν με τον πατέρα του στο ύψωμα Ούσνα, είδε μια κόρη ντυμένη με πια παράξενη στολή να κατευθύνεται προς το μέρος του.
 -«Από πού έρχεσαι, κόρη;» ρώτησε ο Κόνλα.
 -«Έρχομαι από τις Κοιλάδες των Αιωνίων», είπε αυτή, «όπου δεν υπάρχει θάνατος ούτε αμαρτία. Εκεί κάνουμε πάντα διακοπές, και δεν χρειαζόμαστε καμιά βοήθεια στην απόλαυσή μας. Μέσα σ' όλη τη χαρά μας δεν έχουμε καμιά διαμάχη. Επειδή έχουμε τα σπιτικά μας στους στρογγυλούς πράσινους λόφους, οι άνθρωποι μας αποκαλούν Λοφανθρώπους».
     Ο βασιλιάς κι όλοι όσοι βρίσκονταν μαζί του ένιωσαν μεγάλη έκπληξη ακούγοντας μια φωνή, ενώ δεν έβλεπαν κανένα. Εκτός από τον Κόνλα, δεν μπορούσε να δει άλλος κανείς την ξωτικιά κόρη.
 -«Σε ποια μιλάς, γιε μου;» ρώτησε ο Κον ο βασιλιάς. Απάντησε η κόρη:
 -«Ο Κόνλα μιλά σε μια νεαρή μελαχρινή κόρη, την οποία δεν περιμένει ούτε ο θάνατος, αλλά ούτε και τα γηρατειά. Αγαπώ τον Κόνλα και τώρα τον καλώ να μ' ακολουθήσει στην Πεδιάδα της Χαράς, τη Μόι Μελ, όπου ο Μπόαταγκ είναι παντοτινός βασιλιάς κι όπου στη διάρκεια της βασιλείας του δεν ακούστηκε κανένα παράπονο κι ούτε ένιωσε κανείς τη θλίψη σ' όλη την επικράτεια. Ω, έλα μαζί μου, Κόνλα με τα Φλογισμένα Μαλλιά, ρόδινε σαν την αυγή με το κοκκινωπό σου δέρμα. Ένα ξωτικό στέμμα περιμένει για να στολίσει το χαριτωμένο πρόσωπο και τη βασιλική μορφή σου. Έλα κι η χάρη σου δε θα σβήσει ποτέ, ούτε και τα νιάτα σου, ως την τελευταία φρικτή μέρα της κρίσης».
     Ο βασιλιάς φοβισμένος από τα λόγια της κόρης, τα οποία άκουσε κι ας μην μπορούσε να τη δει, κάλεσε μεγαλόφωνα κοντά του τον Δρυίδη του, τον ξακουστό Κόραν.
 -«Ω, Κόραν με τα πολλά ξόρκια,», είπε, «και με την πανούργα μαγεία, ζητώ τη βοήθειά σου. Ένα καθήκον πολύ μεγάλο για όλες μου τις ικανότητες και την εξυπνάδα, σπουδαιότερο απ' όσα μου έχουν ανατεθεί από την ημέρα που απόκτησα τη βασιλεία, επικρέμεται από πάνω μου. Μια αόρατη κόρη ήρθε και μας συνάντησε και με τη δύναμή της θα πάρει μακριά από μένα τον αγαπητό μου, το χαριτωμένο μου γιο. Αν δεν βοηθήσεις, θα κλαπεί από το βασιλιά σου εξαιτίας του ξελογιάσματος και της μαγείας μιας γυναίκας».
     Τότε ο Κόραν ο Δρυίδης κινήθηκε μπροστά και στάθηκε ακίνητος κι άρχισε να ψέλνει να ξόρκια του προς το σημείο απ' όπου ακούστηκε η φωνή της κόρης. Κανείς δεν άκουσε τη φωνή της ξανά, άλλα ούτε κι ο Κόνλα μπορούσε να τη δει πια. Όμως, καθώς εξαφανιζόταν κάτω από το δυνατό ξόρκι του Δρυίδη, πρόλαβε και πέταξε στον Κόνλα ένα μήλο.
     Για ένα ολόκληρο μήνα μετά από εκείνη την ημέρα ο Κόνλα δε δεχόταν να φάει ή να πιει τίποτα, εκτός από εκείνο το μήλο. Αλλά καθώς το έτρωγε μεγάλωνε και πάλι και έμενε πάντα ολόκληρο. Ταυτόχρονα μεγάλωνε μέσα του μια μεγάλη λαχτάρα κι επιθυμία για την κόρη.
     Όταν έφτασε η τελευταία μέρα του μήνα της αναμονής, ο Κόνλα στεκόταν στο πλευρό του βασιλιά πατέρα του στην Πεδιάδα του Αρκομίν. Τότε είδε και πάλι την κόρη να πηγαίνει προς το μέρος του, και την άκουσε να του μιλά.
 -«Είναι μια ένδοξη θέση, αυτή που κρατά ο Κόνλα ανάμεσα στους μικρόζωους θνητούς που περιμένουν το θάνατο. Αλλά τώρα οι άνθρωποι της ζωής, οι αθάνατοι, σε εκλιπαρούν και σε καλούν να έρθεις στη Μόι Μελ, την Πεδιάδα της Χαράς, γιατί σε γνωρίζουν πια καλά, έχοντάς σε δει στο σπίτι σου ανάμεσα στους αγαπημένους σου».
     Όταν ο Κον ο βασιλιάς άκουσε τη φωνή της κόρης φώναξε δυνατά στους άντρες του:
 -«Φέρτε γρήγορα τον Δρυίδη μου τον Κόραν, γιατί βλέπω ότι απ' αυτή τη μέρα η κόρη και πάλι διαθέτει τη δύναμη της ομιλίας». Μίλησε η κόρη:
 -«Ω, τρανέ Κον, πολεμιστή των εκατό μαχών, η δύναμη του Δρυίδη είναι απεχθής κι έχει λίγη μόνο αξία στην ισχυρή χώρα, που ζουν τόσοι από τους δίκαιους. Όταν έρθει ο Νόμος, θα σβήσει τα μαγικά ξόρκια του Δρυίδη, που προέρχονται από τα χείλη του ψεύτικου μαύρου δαίμονα».
     Τότε ο Κον ο βασιλιάς αντιλήφθηκε ότι από τη στιγμή που ήρθε η κόρη ο γιος του ο Κόνλα δεν απαντούσε σ' όποιον του μιλούσε. Έτσι ο Κον των εκατό μαχών του είπε:
 -«Είναι στο μυαλό σου που μιλά η γυναίκα αυτή, γιε μου»;
 -«Είναι δύσκολο για μένα», είπε ο Κόνλα. «Πάνω απ' όλα τα πράγματα αγαπώ τους δικούς μου, αλλά από την άλλη, μια επιθυμία για την κόρη με κυριεύει».
     Όταν το άκουσε αυτό η κόρη, απάντησε και είπε:
 -«Ο ωκεανός δεν είναι τόσο δυνατός όσο τα κύματα της επιθυμίας σου. Έλα μαζί μου στη βάρκα μου, τη φανταχτερή, στην καλοτάξιδη κρυστάλλινή μου βάρκα. Σύντομα θα μπορεσούμε να φτάσουμε στο βασίλειο του Μπόαταγκ. Αν και βλέπω τον ήλιο να δύει αν κι είναι μακριά, μπορούμε να το φτάσουμε προτού νυχτώσει. Υπάρχει, επίσης, μια άλλη χώρα που αξίζει να την επισκεφθείς, μια χαρούμενη χώρα γι' αυτούς που την αναζητούν. Μόνο οι γυναίκες κι οι κόρες μένουν εκεί. Αν το θέλεις, μπορούμε να την αναζητήσουμε και να ζήσουμε μόνοι εκεί, ευτυχισμένοι».
     Όταν η κόρη σταμάτησε να μιλά, ο Κόνλα με τα φλογισμένα μαλλιά έτρεξε μακριά από τους δικούς του και πήδηξε στη βάρκα, την φανταχτερή, στο καλοτάξιδο κρυστάλλινο κανό. Και τότε όλοι, ο βασιλιάς κι οι αυλικοί, το είδαν να γλιστρά στη λαμπερή θάλασσα προς τη δύση του ήλιου. Απομακρύνονταν όλο και πιο πολύ, μέχρι που δεν μπορούσε πια να τους δει κανένα μάτι. Ο Κόνλα κι η ξωτικιά κόρη ακολούθησαν το δρόμο τους το θαλασσινό και δεν τους είδε ξανά ποτέ κανείς, αλλά ούτε και κανείς έμαθε που φτάσαν.

                  (Κέλτικο Παραμύθι σε μετάφραση Λάκη Φουρουκλά)

                                               Ο Αληθινός
 
     Τρελός; Όχι! αληθινός. Η συνείδησή μας. Ένας άντρας που είχε μείνει παιδί, κάποιος που δεν έχασε ποτέ την αθωότητά του. Δυσλεκτικός, με αργές στροφές, αλλά δουλευταράς και πάντα χαμογελαστός. Αυτός ήταν ο Πετρής.
Όσο ήταν μικρός κάποιοι τον απέφευγαν, αλλά όταν μεγάλωσε όλοι τον αγάπησαν. Ήταν τόσο άκακος και τόσο ονειροπαρμένος! Κάθε απόγιομα όταν μαζεύονταν όλοι οι σερνικοί στον καφενέ πήγαινε κι εκείνος για να τους πει σιγά σιγά τις ιστορίες του, τα όνειρά του.
     Τον ακούγανε με προσοχή οι χωριανοί αφού όλο για πράματα θαμαστά τους εμιλούσε. Τη μια τους έλεε πως μια μέρα θα πετάξει -το είδε στο όνειρό του-, την άλλη προέβλεπε τον καιρό και δεν έπεφτε έξω, κάποτε τους μίλαε και για γυναίκες από το παρελθόν που τον επισκέφτονταν καθώς κοιμόταν.
Φυσικά, κανείς δεν πίστευε όλα όσα έλεε εκτός από τ' αποδεδειγμένα. Αλλά, εκείνον δεν τον ένοιαζε, φτάνει που τον άκουαν και τον αγαπούσαν. Αγαπούσε πολύ την αγάπη. Κι όταν κανείς τον ρώταε τι κάνει, «αγαπώ» απαντούσε και φωτίζονταν το αθώο του πρόσωπο μ' ένα χαμόγελο.
     Που και που όμως δημιουργούσε και κάποιο πρόβλημα. Δεν μπορούσε αυτός να καταλάβει ότι πέρα από την αλήθεια υπάρχει και το ψέμα κι έτσι, ό,τι άκουε το μετέφερε κι αλλού, τόσο απλά. Γι' αυτόν δεν υπήρχαν μυστικά, ούτε κι υποκρισία. Ήταν αληθινός, όπως έλεε κι η Ελένη. Ο μοναδικός απόλυτα αληθινός άνθρωπος που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε.
     Μα, δεν τον αγαπούσαν μοναχά οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα και τα πουλιά. Λες κι ήξερε τη μυστική τους γλώσσα. Όπου κι αν βρισκότανε πάντα κάποια ζώα ή πουλιά μαζεύονταν κοντά του. Τα χάιδευε όλα κι ημέρευαν, και τον υπάκουαν. Πιότερο αγαπούσε τα πουλιά κι όλο τους υποσχόταν πως σύντομα μαζί τους θα πετάξει.
     Ήταν αστείο να βλέπεις ένα τέτοιο γίγαντα, σαν τον Πετρή, να παίζει μες στις λάσπες με τα ζα και να κάνει όνειρα τρελά, αλλά, να, πως να το πω; κάπου νιώθαμε να φουντώνει μέσα μας η ζήλια. Τον ζηλεύαμε για την καλοσύνη του, για την αγάπη που χυνόταν άφθονη από την ύπαρξή του, για τον τρόπο που έβλεπε τη ζωή, για τη χαρά του. Ω, ατέλειωτη ήταν η χαρά του. Χαιρόταν επειδή ζούσε, επειδή περπατούσε, επειδή υπήρχε ο ήλιος, το φεγγάρι, επειδή η φύση ήταν τόσο ζωντανή, επειδή...
     Εμείς, μες στα πρέπει και τις σκοτούρες μας, πως να τον μιμηθούμε;
Με τον καιρό το πρόσωπό του άρχισε να παίρνει μια λάμψη απόκοσμη, λες κι απόκτησε την απόλυτη σοφία κι ας μην πάτησε ποτέ του στο σκολειό. Ήταν τόσο ήρεμος που σου 'σπαζε τα νεύρα! Τον συναντούσαμε πολλές νυχτιές να κάθεται στο ποταμάκι και ν' αφουγκράζεται το νερό να κυλάει, καθώς τα βατράχια κόβαν βόλτες πάνω στα πόδια και μέσα στις παλάμες τους κι άλλες στην κορυφή του διπλανού βουνού, έξω απ' το ξωκλήσι της Αγιάς Κυριακής, να πιάνει κουβέντα με τα νυχτόπουλα κι όλο να ψιθυρίζει: «Θα πετάξω... Θα πετάξω...»
     Μα κι ονειροπόλος αν ήτανε ο Πετρής, άλλο τόσο δουλευτής ήταν. Τον παίρνανε μαζί τους όλοι οι χωριανοί ανάλογα με την ανάγκη. Έτσι, τη μια εμάζευε ελιές, την άλλη έσκαφτε λάκκους, την παράλλη έβοσκε τα ζα και περνούσαν νερό οι μέρες. Έδινε πολλή χαρά στη δόλια του τη μάνα. Φοβόταν, βλέπετε, παλιά πως δε θα έβλεπε ποτέ από το λειψό παιδί χαΐρι. Αλλά, μετά μεγάλωσε για τη διαψεύσει και να της δώσει αυτός γλυκό φως μες στην πικρή ζωή της.
     Κρυφή αρρώστια, όμως, έτρωε της μάνας του τα σωθικά και στα πενήντα της, κάπου εκεί, τον άφησε μονάχο. Ράγισε ο καημένος ο Πετρής κι ο πόνος του εξέσκισε τα σπλάχνα. Για πρώτη φορά τον είδαμε να κλαίει και το σπαραγμό του έμοιαζε να μοιράζεται όλ' η φύση. Μετά την κηδεία μαζωχτήκαμε όλοι οι χωριανοί στον καφενέ για να βρούμε τρόπο κατάλληλο, για να το βοηθήσουμε. Έτσι, αποφασίστηκε μια γυναίκα κάθε μέρα να μαγειρεύει και γι' αυτόν ένα πιάτο φαΐ, κάθε τόσο τα λίγα ρούχα του να πλένει, και το έρμο σπίτι του να καθαρίζει.
     Σιγά-σιγά με την αγάπη μας, ξεπέρασε τον πόνο και τ' αγαθό του πρόσωπο πήρε να γαληνεύει. Αλλά, το βλέμμα του όλο πιο απλανές γινόταν κι όλοι φοβόμασταν πως θάχανε τελείως τα λογικά του. Περνούσε, όμως, ο καιρός κι οι φόβοι μας μέναν φόβοι. Το χαμόγελο έγινε πάλι μόνιμός του συνοδός και για τη νέα του ζωή φαίνονταν νάστηνε τρελό χορό η φύση. Πάνω από του σπιτιού του την ξώπορτα φτιάξαν φωλιές αμέτρητα πουλιά και στην πίσω την αυλή φύτρωσαν κάθε λογής λουλούδια. Η δικιά του η χαρά έμοιαζε να 'χει πια δεθεί με τη χαρά της φύσης.
     Κάποια μέρα τον είδαμε να διασχίζει τρέχοντας το χωριό όλο χαρά και: «Θα πετάξω... Θα πετάξω», να φωνάζει. Χαμογελάσαμε και συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Είχαμε συνηθίσει στου Πετρή μας τις παραξενιές και χαιρόμασταν με τη χαρά του.
     Αλλά, την επομένη δεν τον είδε κανείς και παράξενο πολύ μας εφάνη. Σαν πέρασε κι η παράλλη μέρα κι αυτός ήταν άφαντος βγήκαν όλοι οι χωριανοί στη γύρα για να τον εβρούνε. Μετά από πολλές ώρες μάταιο ψάξιμο, κάποιος σκέφτηκε πάνω στο βουνό, στην εκκλησιά της Αγιάς Κυριακής ν' ανεβούμε.
Μόλις φτάσαμε κει, είδαμε τα ρούχα του όλα πεταμένα στο χώμα και δίπλα ακριβώς απ' αυτά, δυο μεγάλα σαν τα χεριά μας, λευκά φτερά μαλαματένια. Μεμιάς, όλοι κοιτάξαμε ψηλά και κατάπληκτοι γρικήσαμε ένα τεράστιο λευκό πουλί, προς τον ήλιο σαν κύμα οπτασίας απαλό να κολυμπά.

                                        Η Κακιά Μητριά

     Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στην Ινδία ένας καλός βασιλιάς που ήταν παντρεμένος με μια πολύ όμορφη βασίλισσα. Την αγαπούσε βαθιά και μαζί της απόκτησε δύο πολύ καλά παιδιά. Το κοριτσάκι ήταν πέντε χρόνων και το αγοράκι τριών. Ζούσαν, λοιπόν, όλοι μαζί πολύ ευτυχισμένοι. Κάποια μέρα, όμως, ξαφνικά, η βασίλισσα αρρώστησε και πέθανε. Ο βασιλιάς έπεσε σε βαριά θλίψη για το χαμό της, και έκλαιγε πικρά αναλογιζόμενος ότι τα παιδιά του θα μεγάλωναν δίχως μητέρα. Και μια και ο ίδιος ήταν πολύ απασχολημένος με τη διαχείριση των υποθέσεων του κράτους, δε θα μπορούσε να τα φροντίσει προσωπικά. Έτσι, έβαλε δύο υπηρέτες, ένα άντρα και μια γυναίκα να τα προσέχουν και να τα φροντίζουν.
     Λίγο καιρό μετά το θάνατο της βασίλισσας ο άντρας της κόρης ενός βασιλιά γειτονικής χώρας πέθανε επίσης κι η χήρα προσφέρθηκε να παντρευτεί το βασιλιά της Ινδίας. Αλλά ο τελευταίος δεν ήθελε να παντρευτεί ξανά. Ήξερε πως η νέα του βασίλισσα θα ήταν σκληρή με τα παιδιά του, όπως είναι συνήθως όλες οι μητριές. Αλλά η κόρη του ξένου βασιλιά τον διαβεβαίωσε ότι θα αγαπούσε τα παιδιά του σαν να ήταν δικά της και τον έπεισε να την παντρευτεί.
     Όλα πήγαιναν καλά για λίγο καιρό. Αλλά σύντομα η νέα βασίλισσα άρχισε να χτυπά τα παιδιά και να τα παραμελεί με κάθε τρόπο. Μια μέρα χτύπησε τόσο δυνατά τον πρίγκιπα στο πρόσωπο που το μάγουλό του πρήστηκε. Όταν ο βασιλιάς επέστρεψε από την αυλή και είδε το πρησμένο μάγουλο του γιου του, τον ρώτησε ποιος τον χτύπησε. Αλλά το παιδί ήταν πολύ φοβισμένο για να παραπονεθεί για τη μητριά του. Έτσι, απλά παρέμεινε να κλαψουρίζει. Ο βασιλιάς ρώτησε τους υπηρέτες, αλλά και εκείνοι φοβούνταν πολύ τη νέα βασίλισσα κι έμειναν σιωπηλοί. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι ήταν η νέα του βασίλισσα που ήταν τόσο σκληρή. Ήταν οργισμένος μαζί της και της έβαλε τις φωνές:
 -"Σε παντρεύτηκα επειδή είπες ότι θα ήσουν καλή με τα παιδιά μου. Αν τα ξανακακομεταχειριστείς θα σε στείλω στο σπίτι του πατέρα σου". Λέγοντάς τα αυτά έφυγε.
     Η βασίλισσα ένιωσε μεγάλο μίσος για τα παιδιά, επειδή στάθηκαν η αιτία για να την επιπλήξει ο βασιλιάς. Έτσι αποφάσισε να τα σκοτώσει. Πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι και τα κάλεσε κοντά της. Τα καημένα τα παιδάκια, τρομαγμένα όπως ήταν, γονάτισαν μπροστά της στη στάση της προσευχής και την ικέτευσαν να τους χαρίσει τη ζωή. Αλλά η κακιά μητριά ήταν κουφή στις ικεσίες τους, και ψυχρά, άκαρδα τους έκοψε τα κεφάλια. Μετά έκοψε τα σώματά τους πολλά κομμάτια. Θάβοντας τα κεφάλια τους, τα χέρια και τα πόδια τους, έφτιαξε γεύμα με κάρυ από το υπόλοιπο των σωμάτων τους. Όταν ο βασιλιάς επέστρεψε στο σπίτι για να δειπνήσει, η βασίλισσα του πρόσφερε το κάρυ με ρύζι.
 -"Που είναι τα παιδιά μου;" ρώτησε, καθώς δεν το συνήθιζε να τρώει ποτέ αν δεν ήταν και κείνα παρόντα.
 -"Φάε το φαγητό σου," είπε κείνη, "μάλλον θα είναι έξω και θα παίζουν".
     Αλλά ο βασιλιάς αρνήθηκε να φάει χωρίς τη συντροφιά των παιδιών του και βγήκε έξω για να τα βρει. Δεν ήταν πουθενά. Ο ψυχή του βασιλιά γέμισε με θλίψη. Προσευχήθηκε στο Θεό να γυρίσουν τα παιδιά του από όπου κι αν είχαν πάει. Και, ξαφνικά, ω του θαύματος, τα παιδιά εμφανίστηκαν μπροστά του.
 -"Ω, μα που ήσασταν;" ξεφώνισε ο βασιλιάς, αγκαλιάζοντάς τα, σχεδόν υστερικός από την ευτυχία.
 -"Ήμασταν στη ζούγκλα και παίζαμε," απάντησαν τα παιδιά, μια και δεν τολμούσαν να πούνε την αλήθεια όσο η βασίλισσα ήταν παρούσα. Έτσι κάθισαν όλοι να φάνε το κάρυ που είχε αλλάξει σε παιδό-κάρυ. Όσο για τη βασίλισσα, δεν μπορούσε να πιστέψει τα μάτια της όταν είδε τα θύματά της ζωντανά. Πήγε να δει αν τα κεφάλια τους, τα χέρια και τα πόδια τους βρίσκονταν ακόμη εκεί που τα έθαψε. Βρήκε τους τάφους άδειους.
     Την επόμενη μέρα, η βασίλισσα αποφάσισε να προσπαθήσει να ξεφορτωθεί τα παιδιά σκοτώνοντάς τα κάπου πολύ μακριά από το παλάτι, στα βάθη της ζούγκλας. Έτσι, προσέλαβε ένα δολοφόνο και του είπε:
 -"Θα σου δώσω όσα χρήματα θέλεις, αν πάρεις αυτά τα δύο φρικτά παιδιά και τα σκοτώσεις κάπου πολύ μακριά από δω. Όσο μακριά τόσο το καλύτερο".
     Ο άντρας συμφώνησε να τα πάρει και να τα σκοτώσει κάπου μακριά κι απομονωμένα. Αλλά όταν άρχισε να ακονίζει το μαχαίρι του, τα παιδιά έδειχναν τόσο αθώα και όμορφα, και τον άγγιξαν τόσο πολύ οι προσευχές και οι ικεσίες τους, που αντί να τα σκοτώσει απλά τα εγκατέλειψε εκεί που βρισκόταν ο τάφος της μητέρας τους. Αναφέροντας ψευδώς στη βασίλισσα ότι τα σκότωσε, τσέπωσε το παραδάκι που του είχε υποσχεθεί.
     Όταν ο βασιλιάς επέστρεψε από την αυλή και δεν μπόρεσε να βρει πουθενά τα παιδιά του, ρώτησε τη βασίλισσα αν τα είδε. Αλλά εκείνη του είπε ότι δεν ήξερε που βρίσκονταν μια και δεν τα είχε όλη μέρα δεμένα στη ζώνη της ποδιάς της. Όσο περνούσαν οι μέρες και τα παιδιά παρέμεναν εξαφανισμένα, τόσο πιο σίγουρος   ένιωθε ο βασιλιάς ότι η βασίλισσα τα είχε σκοτώσει.
     'Αρχισε να τη μισεί.
     Στο μεταξύ, ο πρίγκιπας κι η αδελφή του ζούσαν σ' ένα μικρό παλάτι κοντά στον τάφο της μητέρας τους, την οποία ο Θεός επανέφερε στη ζωή για να τους φροντίζει. Αλλά, βέβαια, δεν ήξεραν ότι η γυναίκα που τους μεγάλωνε ήταν η μητέρα τους. Για αρκετό καιρό έζησαν ευτυχισμένοι οι τρεις τους. Μέχρι που η βασίλισσα έμαθε ότι τα παιδιά ήταν ακόμη ζωντανά. Εξοργίστηκε στη σκέψη και μόνο ότι το σχέδιό της απέτυχε, έτσι αποφάσισε να προσπαθήσει να τα ξεφορτωθεί ξανά.
     Υποκρίθηκε πως ήταν πολύ άρρωστη κι είπε στο βασιλιά πως οι γιατροί της είπαν ότι θα μπορούσε να ζήσει μόνο αν προμηθευόταν τα συκώτια δύο παιδιών που ζούσαν στη ζούγκλα, τα θα οποία έπρεπε να βράσει και να πιει το χυμό τους. Ο βασιλιάς έστειλε ένα δολοφόνο να σκοτώσει τα παιδιά και να φέρει τα συκώτια τους.
     Η βασίλισσα, βέβαια, έγινε πολύ ευτυχισμένη μόλις παρέλαβε τα συκώτια των παιδιών. Και μια και δεν σκόπευε να τα ψήσει, τα πέταξε στον κήπο. Αλλά, θα πιστεύατε αυτό που συνέβηκε; Όταν η βασίλισσα ξύπνησε το επόμενο πρωί, ανακάλυψε ότι δύο όμορφα δέντρα μεγάλωσαν στο μέρος όπου είχε πετάξει τα συκώτια το βράδυ. Αποφάσισε ότι θα πήγαινε να τα ξεριζώσει μετά από το πρωινό της μπάνιο. Αλλά, εκείνο το πρωί ξέχασε. Την επομένη με το που ξύπνησε και κοίταξε έξω την περίμενε άλλη μία έκπληξη: δύο τεράστια πανέμορφα λουλούδια είχαν ανθίσει πάνω στα δέντρα. Αποφάσισε να πάει να κόψει τα λουλούδια, αλλά και πάλι ξέχασε. Το ίδιο πράγμα συνέβαινε κάθε μέρα.
     Μια μέρα, ωστόσο, έστειλε τον υπηρέτη της να πάει και να κόψει τα λουλούδια. Αλλά μόλις έφτασε κοντά στα δέντρα και προσπάθησε να κόψει τα λουλούδια, αυτά έμοιαζαν να απομακρύνονται από κοντά του. Κι αυτό γινόταν ξανά και ξανά. Ο υπηρέτης πήγε στη βασίλισσα και της διηγήθηκε τα καθέκαστα. Τον αποκάλεσε ηλίθιο και πήγε να κόψει τα λουλούδια η ίδια.  Αλλά όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να τα φτάσει. Σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να προσπαθούσε να τα κόψει την επόμενη μέρα, αλλά και πάλι συνέβηκε το ίδιο πράγμα. Αυτό γινόταν κάθε μέρα, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που ένα πρωί κοιτώντας προς τα δέντρα είδε, ότι τα δύο λουλούδια είχαν μετατραπεί σε δύο ώριμα φρούτα.
     Με το που αντίκρισε τα όμορφα φρούτα της άνοιξε η όρεξη και αποφάσισε να πάει να τα κόψει. Αλλά και πάλι ό,τι κι αν έκανε για να πιάσει, αυτά της ξέφευγαν και απομακρύνονταν. Βρισκόμενη σ' απόγνωση κι οργισμένη διέταξε να κόψουν τα δέντρα, αλλά αυτά μεγάλωσαν και πάλι την επόμενη μέρα μέσα σ' όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Η βασίλισσα τρελάθηκε από την οργή. Διέταξε να κόψουν τα δέντρα κομματάκια, αλλά πάλι μάταια, αφού αυτά μεγάλωσαν ξανά σε χρόνο μηδέν.
     Έτσι, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του βασιλιά. Πήγε και του είπε ότι στον κήπο υπήρχε ένα φρουτόδεντρο στο οποίο μεγάλωσαν δύο φρούτα τα οποία ήθελε να κόψει, αλλά κάθε φορά που τα πλησίαζε εκείνα απομακρύνονταν. Του είπε ακόμη ότι μέσα στην απόγνωσή της διέταξε να κόψουν τα δέντρα, αλλά αυτά μεγάλωσαν αμέσως. Ο βασιλιάς τα άκουσε όλα αυτά με μεγάλη έκπληξη. Είπε ότι θα ήθελε να δει το δέντρο με τα μάτια του κι η βασίλισσα τον πήγε αμέσως εκεί όπου βρίσκονταν, για να ανακαλύψει κι ο ίδιος ότι αυτά που του είπε η γυναίκα του ήταν αλήθεια.
     Ο βασιλιάς αποφάσισε να πάει μόνος στα δέντρα, κάποια άλλη ώρα και να προσπαθήσει να κόψει τα φρούτα. Έτσι, το ίδιο βράδυ πήγε στον κήπο και προσπάθησε να τα κόψει. Παραδόξως προτού προλάβει καλά καλά να τα αγγίξει αυτά έπεσαν στο χέρι του. Τα πήγε στο υπνοδωμάτιό του. Αποφάσισε να τα φάει το πρωί, έτσι τα έβαλε σ' ένα δίσκο και πήγε για ύπνο. Με το που ξάπλωσε όμως, και προτού προλάβει να κοιμηθεί άκουσε μια γλυκιά φωνούλα να βγαίνει από ένα από τα φρούτα:
 -"Αδελφέ, τι μπορούμε να κάνουμε τώρα; Ο βασιλιάς αύριο θα ανοίξει τα φρούτα που μας προστατεύουν. Αν η βασίλισσα μας ανακαλύψει θα μας σκοτώσει και πάλι. Τρεις φορές μας επανέφερε στη ζωή ο Θεός, αλλά τέταρτη φορά δε θα το κάνει".
     Ο βασιλιάς άκουσε αυτά τα λόγια σιωπηλός. Ήθελε να σηκωθεί και να ανοίξει τα φρούτα αλλά ήταν τόσο εξουθενωμένος από τη δουλειά, που κοιμήθηκε αμέσως. Λίγο αργότερα ξύπνησε και σκέφτηκε να πάει να τ' ανοίξει, αλλά κοιμήθηκε και πάλι. Τελικά, κατάφερε να βγει από το λήθαργο και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πήρε ένα μαχαίρι κι άρχισε να κόβει τα φρούτα βιαστικά.
 -"Απαλά, πατέρα, απαλά," ακούστηκε μια φωνή, "μη μας πληγώσεις".
     Ο βασιλιάς έκοψε τα φρούτα απαλά και καθώς τα κελύφη άνοιξαν, είδε τα δυο του παιδιά να στέκονται μπροστά του. Τα αγκάλιασε με μεγάλη χαρά και τα φίλησε, καθώς αυτά του διηγούνταν την ιστορία, πως η μητριά τους τα είχε σκοτώσει. Ο βασιλιάς έκλεισε την πόρτα του δωματίου του ώστε να μην τους ακούει η βασίλισσα και μετά τους έδωσε να φάνε.
     Το επόμενο πρωί διέταξε και κατασκεύασαν ένα ξύλινο κλουβί όπου φυλάκισαν την κακιά βασίλισσα, και διέταξε να του βάλουν φωτιά. Όταν το σώμα της κάηκε, διέταξε να μαζέψουν τα κόκαλά της. Τα έβαλε μέσα σ' ένα μεταλλικό κουτί και τα πέταξε μέσα σ’ ένα ποτάμι, ούτως ώστε να ξεπλυθούν οι αμαρτίες της.
     Μετά, για αρκετό καιρό, ο βασιλιάς και τα παιδιά του έζησαν ευτυχισμένοι. Αλλά και πάλι έλειπε κάποιος που θα μπορούσε να κάνει την ευτυχία τους πλήρη. Η νεκρή τους μητέρα το ήξερε, και προσευχόταν καθημερινά στο Θεό να εμφυσήσει και πάλι ζωή μέσα της, έτσι ώστε να μπορεί να πηγαίνει και να επισκέπτεται τα παιδιά της κάθε τόσο. Ο Θεός είπε ότι δε θα μπορούσε να γεννηθεί σα γυναίκα ξανά, αλλά μπορούσε να την κάνει ένα μικρό πουλί ώστε να πετά και να πηγαίνει να βλέπει τα μικρά της. Έτσι κι έγινε, αν και εκείνη επέμενε ότι ήθελε και πάλι να ζήσει σαν γυναίκα. Ο Θεός τη λυπήθηκε, έτσι κάρφωσε μια βελόνα στο κεφάλι της λέγοντας:
 -"Αν κάποιος βγάλει τη βελόνα, θα γίνεις και πάλι γυναίκα".
     Πέταξε αμέσως προς τον κήπο του παλατιού του βασιλιά και κάθισε ακίνητη σ' ένα δέντρο τη νύχτα, κοιτώντας προς τα δωμάτια όπου κοιμούνταν τα παιδιά της. Κάποια στιγμή ένας φύλακας πέρασε κάτω από το δέντρο που καθόταν και τον φώναξε.
 -"Ω φύλακα! Ω φύλακα! Πες μου, είναι ο βασιλιάς και τα παιδιά του καλά".
 -"Ναι, ναι, μικρό πουλί," είπε ο φύλακας, "είναι πολύ καλά".
     Το μικρό πουλάκι έκλαψε από τη χαρά του ακούγοντάς τα αυτά και τα δάκρυά του, μικρά μαργαριτάρια, έπεσαν από τα μάτια του στον κήπο. Ο νυχτοφύλακας τριγυρνούσε έξω από το παλάτι το επόμενο πρωί και περνώντας κάτω από το δέντρο, όπου το βράδυ καθόταν το πουλάκι, βρήκε τα λαμπερά μαργαριτάρια στις ρίζες του. Μη ξέροντας τι είναι τα μάζεψε και τα πήρε στο σπίτι του.
     Το πουλάκι συνέχισε να πηγαίνει εκεί κάθε νύχτα και να ρωτά για την υγεία του βασιλιά και των παιδιών. Όταν ο φύλακας απαντούσε ότι ήταν καλά, αυτό δάκρυζε και μαργαριτάρια έπεφταν στα χόρτα, τα οποία μάζευε ο πρώτος το επόμενο πρωί. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερα μαργαριτάρια αποκτούσε κι έτσι συχνά τα έκανε και δώρο στους φίλους του.
     Μια μέρα ένας ζητιάνος χτύπησε την πόρτα, ζητώντας φαγητό. Ο φύλακας του έδωσε μια χούφτα μαργαριτάρια, μια και είχε τόσο πολλά. Ο ζητιάνος ένιωσε πολύ ευτυχισμένος και σκέφτηκε ότι αν ο νυχτοφύλακας δίνει μαργαριτάρια σαν ελεημοσύνη, ο βασιλιάς πρέπει να δίνει ρουμπίνια.
     Πήγε, λοιπόν, να του ζητήσει ελεημοσύνη. Ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες να του δώσουν μια χούφτα ρύζι και να τον διώξουν.
 -"Πόσο παράξενο," ξεφώνισε ο άπληστος ζητιάνος, "ο νυχτοφύλακάς σου μου δίνει μαργαριτάρια, ενώ εσύ είσαι τόσο κακός που μου δίνεις μόνο ρύζι".
     Ο βασιλιάς άκουσε τα πιο πάνω με μεγάλη έκπληξη και σκεφτόμενος ότι τα μαργαριτάρια που ο ζητιάνος είπε πως του έδωσε ο νυχτοφύλακας, πρέπει να είχαν κλαπεί από το παλάτι, ντύθηκε ζητιάνος και πήγε προς το δωμάτιο του φύλακα, για να ανακαλύψει του λόγου το αληθές. Κι αλήθεια, ο νυχτοφύλακας του έδωσε μια χούφτα μαργαριτάρια όταν του ζήτησε ελεημοσύνη.
 -"Που βρήκες αυτά τα μαργαριτάρια;" ρώτησε ο βασιλιάς αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του.
 -"Ένα όμορφο πουλί έρχεται κάθε νύχτα, και ρωτά για σας και τα παιδιά σας, μεγαλειότατε," απάντησε ο νυχτοφύλακας. "Όταν του πω ότι είστε καλά, χύνει δάκρυα που μεταμορφώνονται σε μαργαριτάρια. Αν η μεγαλειότητά σας μπορέσει να έρθει απόψε, θα το δείτε με τα μάτια σας".
     Έτσι εκείνο το βράδυ ο βασιλιάς κάθισε και παραφύλαξε με το φύλακα, κάτω από το δέντρο. Είδε το πουλάκι να έρχεται.
 -"Φύλακα! Ω, φύλακα! Είναι ο βασιλιάς και τα παιδιά του καλά;"
 -"Ναι, είναι καλά," απάντησε ο φύλακας. Και τότε, το πουλάκι έχυσε δάκρυα χαράς που μεταμορφώθηκαν σε μαργαριτάρια.
     Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς ανακοίνωσε ότι θα έδινε ένα μεγάλο βραβείο, που αντιστοιχούσε σε δέκα χωριά, σε κείνον που κατάφερνε να πιάσει το πουλί ζωντανό και να του το φέρει. Ο νυχτοφύλακας προσφέρθηκε να το πιάσει χωρίς ανταμοιβή, λέγοντας ότι το πουλί του έδωσε τόσα πολλά μαργαριτάρια, που δε χρειαζόταν κάποιο βραβείο κι από το βασιλιά.
     Έτσι, εκείνη τη νύχτα όταν ήρθε το πουλί και ρώτησε για την υγεία του βασιλιά, ο νυχτοφύλακας απάντησε:
 -"Ο βασιλιάς είναι πολύ καλά, και τα παιδιά το ίδιο. Αλλά θέλουν ένα πουλάκι σαν και σένα για να παίζει μαζί τους. Δε θα ήθελες να έρθεις και να ζήσεις στο παλάτι, και να είσαι η συντροφιά τους;"
 -"Μα, θα ήταν υπέροχο," απάντησε το πουλάκι κλαίγοντας από χαρά. Έτσι, κατέβηκε από το δέντρο και κάθισε πάνω στο χέρι του νυχτοφύλακα. Ο νυχτοφύλακας το πήγε στο βασιλιά και τα παιδιά του το πρωί. Ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι. Ενώ το χάιδευαν ο βασιλιάς ένιωσε μια βελόνα, που ήταν καρφωμένη στο κεφάλι του. Πιστεύοντας ότι θα προκαλούσε πόνο στο καημενούλι, την τράβηξε και την έβγαλε. Και το θαύμα έγινε! Η αγαπημένη του βασίλισσα στεκόταν μπροστά του. Ο βασιλιάς ήταν ενθουσιασμένος από τη συνάντηση με τη γυναίκα του μετά από τόσα χρόνια και τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα που βρήκαν και πάλι τη μητέρα τους.
     Η χαρά είχε επιστρέψει στο σπιτικό τους για να μείνει.

                     (Ινδικό Παραμύθι σ' απόδοση Λάκη Φουρουκλά
)

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers