Τον αντιπάθησε σχεδόν με τη πρώτη ματιά, όταν μπήκε στη μικρήν αίθουσα αναμονής κι έκανε με κάθε τρόπο, αισθητή τη παρουσία του. Πρώτα, τον αντιπάθησε γιατί ήταν νεαρός κι είχε πολύ ευχάριστην όψη, σχεδόν... "απροστατεύτου" παιδιού, ενώ ο ίδιος είχε τη τραχιά κοψιά του ώριμου πενηντάρη. Έπειτα τον αντιπάθησε γιατί θορυβούσε παντοιοτρόπως σα να 'λεγε: "Κοιτάξτε με! Να 'μαι. Σας τίμησα με τη παρουσία μου και περιμένω να παρουσιάσετε... όπλα! Δοξάστε με"! Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Τον αντιπάθησεν επίσης για τους γλυκερούς τρόπους και την επιτήδευσή του, -που σε κείνον τουλάχιστον, ήταν ορατή με τα χίλια. Ε αυτό έλειπε, να 'χει φάει τη ζωή με το κουτάλι -γλυκιές, πικρές μπουκιές- και να μη μπορεί να διακρίνει κάτι τέτοια! Τέλος τον αντιπάθησε γιατί έδειχνε τόσο βλάκας, που 'πρεπε να ρωτήσει ακόμα και για τα προφανέστατα. Χαμογέλασε κρυφά μέσα του σκεπτόμενος το νεαρό να ρωτά: "Συγνώμη, εδώ μπορούμε ν' αναπνέουμε ελεύθερα;" Κακίες!
Ο ίδιος είχε μπει διακριτικά, είχε ρίξει μια ματιά στο χώρο κι είχε καταλάβει αμέσως τι έπρεπε να κάνει, που έπρεπε να σταθεί και φυσικά είχε φροντίσει να 'χει όλα τ' απαιτούμενα δικαιολογητικά συγκεντρωμένα. Μπήκε λοιπόν ήσυχα, κατατοπίστηκε και χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανφάρες, κάθισε στην άκρη ενός τριθέσιου καναπέ, έτσι ώστε να μπορούν να χωρέσουν κι άλλοι όταν έρθουν, αν και την ώρα που μπήκεν αυτός, μόνο μια κυρία ήτανε μέσα κι εκείνη εξυπηρετιόταν ήδη.
Στον ίδιον αυτό καναπέ, κάθισε κι ο νεαρός όταν μπήκε, αλλά στην άλλη άκρη, αφού πρώτα έκανε χίλιες-δυο κατατοπιστικές ερωτήσεις, ενοχλώντας τους πάντες και τα πάντα, ρωτώντας τους πάντες και τα πάντα, για τα πάντα. Έτσι λοιπόν η αντιπάθεια τούτη, -το ανέκφραστα σιωπηρό αυτό συναίσθημα του- μεγάλωσε ακόμα πιότερο, όταν ο... απροστάτευτος νεαρός "φασαρίας", άρχισε να τρυπά τον καναπέ. Δηλαδή, για να μην είμαστε άδικοι, ο καναπές, -ένας παλιός ψευτοδερμάτινος με σπογγώδη γέμιση αφρολέξ- είχε μια μικρή τρυπούλα, είναι αλήθεια, στην άκρη του μεσαίου άδειου καθίσματος. Μια τρυπίτσα στο μέγεθος μικρής φακής, που το πιθανότερο, τη κονόμισε από τη πάροδο του χρόνου του γλύπτη. Αυτό φυσικά πριν μπει ο νεαρός μέσα. Γιατί μετά, κατόπιν επίμονων κι επίπονων προσεκτικών κινήσεων και προσπαθειών του δεξιού δείκτη του νεαρού, η τρύπα μεγάλωσε κι έφτασε το μέγεθος κουκκιού. Και να 'τανε μόνον αυτό; Ο νεαρός θρυμμάτιζε τεχνηέντως και το αφρολέξ από μέσα, με μεγάλην εμβρίθεια και προσήλωση.
Όλα τούτα, ο μεσήλικας τα 'βλεπε με την άκρη του ματιού. Είχε διατηρήσει από την είσοδο του νεαρού και μετά, ήρεμο κι ατάραχο βλέμμα, μη μαρτυρώντας καμμιάν από τις σκέψεις του. Περίμενεν υπομονετικά τη σειρά του κι απ' όσο είχε κόψει τη κατάσταση, δε θα πρέπει ν' αργούσε δα και πολύ. Το πολύ-πολύ κανά πεντάλεπτο κι η κυρία θα ολοκλήρωνε τη διαδικασία της. Αυτό μπορούσε όχι να το μαντέψει τυχαία, απλά ήξερε τη διαδικασία και παρακολουθούσε την εξέλιξή της, η οποία δεν είχεν ευτυχώς κανέν απρόοπτο προσκώλυμμα. Ήξερε λοιπόν πως σε πέντε λεπτάκια το πολύ, θα 'ταν εκείνος μπροστά στον γκισέ και σε κανά δεκάλεπτο μετά, στο γραφείο. Όχι τίποτ' άλλο, αλλά τελικά δε θ' αργούσε στην άδεια που 'χε πάρει από τη δουλειά του.
Ο απροστατεύτου νεαρός, συνέχιζεν επιμελώς το έργο του. Είχε κόψει μερικά κομματάκια αφρολέξ από το γέμισμα του καναπέ και τα στριβε στα δάχτυλά του. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, αφού πρώτα φρόντισε να βάλει πάλι τα κομματάκια στη φρεσκοανοιγμένη τρύπα ξεχνώντας μόνον έν απ' έξω, κι άρχισε να κόβει μερικές νευρικές βόλτες μ' αυτό το ηλίθιο βλέμμα του αδαούς, απροστάτευτου, άμαθου παιδιού, που το βάζουνε να κάνει πράματα ακαταλαβίστικα κι άχρηστα. Προφανώς η υπομονή του είχεν εξαντληθεί, βαρέθηκε να καταστρέφει τον καναπέ κι ήθελε να κάνει κάτι για να περάσει η ώρα. Έρριξε μιαν ερωτηματική -ηλιθίως- ματιά στο γκισέ. Η κοπελιά που τον είδε του συνέστησε να περιμένει λιγάκι ακόμα κι ο νεαρός ευχαρίστησε με στόμφο, κόντεψε να κάνει μάλιστα κι υπόκλιση, κι έκατσε πάλι βαρύς στον καναπέ.
Ο τρόπος που 'κατσε στο δολιοκαναπέ, είχεν αποτέλεσμα φυσικά, να πεταχτεί, λόγω της πίεσης του αέρα στο εσωτερικό του, το κομματάκι του αφρολέξ που ο μεσήλικας είχε βάλει πάλι μέσα, διακριτικά, και να πεταχτεί στο πάτωμα, μπροστά. Ο νεαρός μήτε και το πρόσεξε! Ο μεσήλικας ένιωσε φρίκη, μα και πάλι δεν έδειξε τίποτα. Διατήρησε το ατάραχο κι ήσυχον ύφος, μα μέσα του τον αντιπάθησεν ακόμα πιότερο.
Μες στο χρονικό πλαίσιο που 'χε προϋπολογίσει το γκισέ άδειασε, κι ο μεσήλικας άρχισε να σηκώνεται αρχοντικά κι ήρεμα, για να πάει προς τα κει με τη σειρά του. Πριν όμως καλά-καλά το σκεφτεί καν, ο νεαρός είχε πεταχτεί σαν ελατήριο κι είχε φτάσει εκεί χαμογελώντας αφελέστατα κι αφοπλιστικά -"αδαοαπροστατεύτου". Η κοπελιά του χαμογέλασε και του ζήτησε τα χαρτιά του, αφού πρώτα του πέταξε γλυκά τη φράση: "Είδατε; Δεν αργήσατε δα και πολύ!" Ο μεσήλικας έμεινε κόκαλο, οργίστηκεν από τη κατάφωρη παραβίαση, μα κράτησε πολιτισμό:
-"Κυρία μου, εγώ έχω σειρά"! Είπε χαλαρά, ήρεμα, μα με σταθερήν αποφασιστικότητα. Η κοπελιά κλονίστηκε κάπως από τα γκρίζα μαλλιά και τη σταθερότητα της φωνής κι ανασήκωσε τους ώμους χαμογελώντας αμήχανα:
-"Εεε... δε ξέρω... Βρείτε τα μεταξύ σας", είπε σταματώντας τη κίνησή της, κρατώντας στάσην αναμονής. Ο νεαρός... έκπληκτος, εξανέστη τάχα και με περίσσειο θράσος της πέταξε:
-"Μα πως; Δε θυμάστε πόσην ώρα περιμένω; Μόλις μπήκα... σας ρώτησα... με θυμάστε, έτσι δεν είναι";
-"Εεε ...ναι... πως... βεβαίως..."
-"Τον κύριο δεν τον είχα προσέξει καν, ομολογώ" συνέχισεν αδαώς κι έτεινε πάλι τα χαρτιά του. "Ελάτε παρακαλώ γιατί το αφεντικό μου είναι αυστηρό και θα με κράξει αν αργήσω..." Της χαμογέλασε πλατιά.
Ήτανε καλοκαμωμένο νεαρό κορίτσι και γοητεύτηκε από το βλέμμα και το χαμόγελό του. Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε προσέξει τον μεσήλικα, μα δε κατάφερε να συνδέσει τη πιθανή ώρα άφιξης του. Από την άλλη πάλι, θέλησε να προστατέψει αυτό το παιδί από τους... μεγαλοκαρχαρίες τούτης της ζωής. Από το κακό αφεντικό που τον εκμεταλλεύεται, από τούτον εδώ τον γεροξούρα που πάει να σφετεριστεί τα δικαιώματά του, από τον κόσμον ολάκερο, μόνο και μόνο γιατί δεν είναι παρά ένα παιδί... Ένα παιδί! Ναι! Στιγμιαία λοιπόν πήρε την απόφαση και με μια σίγουρη κίνηση, πήρε τα χαρτιά του νεαρού για ν' αρχίσει τις διαδικασίες. Όσο έκανε αυτό, μίλησε στον μεσήλικα, χωρίς να τονε κοιτά, με ψυχρόν επαγγελματικό τρόπο:
-"Καθίστε κύριε... Σε πέντε λεπτάκια θα 'χω τελειώσει"!
Ο μεσήλικας ένιωσε να πνίγεται από τη κατάφωρη αδικία. Πάσχισε να χωνέψει αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του. Όταν τελικά πήρε απόφαση, να ξεχάσει την όλη φάση και να καθίσει, δε θέλησε να το κάνει σιωπηρά:
-"Τέλος πάντων! Εδώ σε τούτη τη χώρα, όλα είναι ...ασταναπάνε" είπε με ήρεμη πικρία κι έκανε να ξανακαθίσει στον καναπέ. Σε κλάσματα δευτερολέπτου συνέβησαν τα εξής:
Ο μεσήλικας κάθισε με το που τέλειωνε τη φράση του στον καναπέ και το κομματάκι αφρολέξ που 'χε ξαναχώσει διακριτικά μέσα, πετάχτηκε κοροϊδευτικά κι ήρθε και προσγειώθηκε πάνω στο αριστερό του γόνατο. Το 'πιασε μηχανικά και το 'βαλε ξανά πίσω στη θέση του, νευριασμένα, ξεσπώντας πάνω κει την οργή του. Τούτην όμως τη φορά δε το 'βαλεν απλά μέσα, όπως τις δυο άλλες, μα θέλησε να το χώσει καλά και βαθιά για να μη ξαναβγεί.
Σύγκαιρα, όταν η φράση του, ειπωμένη αρκετά δυνατά για ν' ακουστεί, καταλάγιαζε στη μικρήν αίθουσα, η κοπέλα σκέφτηκε μύρια πράματα σε ριπή οφθαλμού: το κατεστημένο, τα αφεντικά, τον καημένο τον πιτσιρικά που 'μοιαζε τόσον άσχετος, τόσο γλυκούλης κι απροστάτευτος, πιθανά και κανά γκόμενο που τη παράτησε και κατέληξε πως ήταν αρκετά ευγενική μέχρι τώρα, έκανε τη δουλειά της όσο πιο καλά κι ευσυνείδητα μπορούσε, χωρίς κανένα παράπονο κι άρα -κατέληξε- πως δεν της άξιζε ν' ακούσει κάτι τέτοιο. Όλα τούτα ριπηδόν! Και ... σήκωσε το κεφάλι ν' απαντήσει κατά πως έπρεπε στον θρασύ μεσήλικα για να τονε βάλει στη θέση που του άξιζε κι ετοίμαζε στο νου της τη καταλληλότερη απάντηση. Σηκώνοντας όμως το κεφάλι της, είδε κάτι φριχτό κι αποτρόπαιο! Κάτι που ο νους της άργησε να το επεξεργαστεί, γιατί όντως ήτανε κάτι απίστευτο! Ο κακότροπος αυτός μεσήλικας, θυμωμένος που δε κατάφερε να περάσει η μαγκιά του, τρυπούσε με μανία το δέρμα του καναπέ για εκδίκηση! Αν είναι δυνατόν! Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι:
-"Τί κάνεις εκεί βρε άχρηστε;" του φώναξε αλλοπαρμένη και με γουρλωμένα μάτια. Τόσο δε γουρλωμένα, που ο νεαρός γύρισε να δει κι αυτός τη κακία του μεσήλικα, κάπως ...τρομαγμένος. Κάτι πρόλαβε κι αυτός να δει και συνεισέφερε τα μάλα:
-"Καλά, δε ντρέπεσαι να ξεσπάς το θυμό σου στον καναπέ;" του 'πε όλο στόμφο!
-"Πέρασε έξω βρε άχρηστε! Πέρασε τώρα αμέσως έξω" συνέχισεν αλλοπαρμένη η κοπέλα κι όταν ο μεσήλικας έδειχνε να τα 'χει χαμένα και πήγε κάτι να πει, του το ξέκοψε: "ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ ΕΞΩ! ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΦΩΝΑΞΩ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ"!
Ο μεσήλικας τα 'χε χαμένα. Είχε μείνει κόκαλο, με τον ένοχο δεξί δείκτη, ακόμα χωμένο στον τόπο του ...εγκλήματος. 'Ανοιξε το στόμα να πει κάτι, μα διαπίστωσε πως δεν είχε κάτι να πει. Έμεινε κάμποσες στιγμές κοιτάζοντας απλανώς, μια το ειρωνικό χαμόγελο του νεαρού, και μια το τεντωμένο δάχτυλο της κοπελιάς που του 'δειχνε την έξοδο. Ύστερα σηκώθηκε ήρεμα κι αρχοντικά, άνοιξε τη πόρτα δίχως να πει λέξη και βγήκε. Όταν έκλεισε τη πόρτα πίσω του, δίχως να τη βροντήξει, άκουσε τους δυο μέσα να χαχανίζουνε και να πετάνε σχεδόν ταυτόχρονα:
-"Θα μας πει πως φταίει η χώρα κιόλας!" είπεν η μικρή.
-"Τι ενοχλητικός τύπος!" είπεν ο νεαρός.
Δεν έκατσε ν' ακούσει τίποτ' άλλο. Βγήκε στο δρόμο, παραμερίζοντας διακριτικά κάποιον που 'φραζε την έξοδο, χειρονομώντας και μιλώντας δυνατά στο κινητό του...
"Όποιος ξέρει μπόουλινγκ,
ξέρει πως αν πέσει η μπάλα Νοέμβρης 2006
στο λούκι... τέλειωσε!"