BITΣENTZOΣ εßν' ο ΠοιητÞς και στη ΓενιÜ KOPNAPOΣ,
που να βρεθεß ακριμÜτιστος, σα θα τον πÜρει ο XÜρος.
Στη Στεßαν εγεννÞθηκε, στη Στεßαν ενεθρÜφη,
εκεß 'καμε κι εκüπιασεν ετοýτα που σας γρÜφει.
Στο KÜστρον επαντρεýθηκε, σαν αρμηνεýγει η Φýση,
το τÝλος του Ýχει να γενεß, üπου ο Θεüς ορßσει.
Oι στßχοι θÝλουν διüρθωσι και σÜσμα üσο μποροýσι,
γι' αυτοýς που τους διαβÜζουσι, καλÜ να τους γρικοýσι.
ΠOIHTHΣ
MοιÜζ' η Aρετοýσα του Üρρωστου, οποý πολλÜ τον κρßνει
κÜηλα βαρÜ κι üλο διψÜ, πÜντα ζητÜ να πßνει,
κι üσον του δßδουν το νερü, πλιÜ καßγεται και βρÜζει,
και πλιÜ πληθαßνει η δßψα του, και πλιÜ τον-ε πειρÜζει,
και πλιÜ ο καημüς στα σωθικÜ τον-ε κεντÜ και ξÜφτει, 5
και τü ζητÜ για γιατρικüν, εκεßνο τον-ε βλÜφτει.
¼ση þραν Ýχει το νερü στο στüμα, δρüσος παßρνει,
κ' ýστερα δυνατüτερη η δßψα του γιαγÝρνει.
¼ση þρα τον Pωτüκριτον εθþρει η Aρετοýσα,
τα σωθικÜ τση κ' η καρδιÜ το δρüσος εγρικοýσα'. 10
OρÝγετο τα κÜλλη του, παρηγοριÜ τσ' εδßδα',
εχαßρετο, ελαφρþνετο στην πελελÞν ολπßδα.
Mα σαν εμßσεψε απü 'κεß, και πλιÜ δεν τον εθþρει,
κιαμιÜς λογÞς ανÜπαψη δεν ηýρισκεν η Küρη.
ΠλιÜ'ξαψε στην AγÜπην του, πλιÜ στη ΦιλιÜν του εμπÞκε, 15
και πλιÜ μεγÜλην την πληγÞ στα σωθικÜ τση εφÞκε.
ΣυχνιÜ εψυγομαραßνουντον, συχνιÜ εßχε λιγωμÜρες,
συχνιÜ'χε μες στο λογισμüν τσ' AγÜπης τσι τρομÜρες.
159Aμ' üσην þραν Þβλεπεν εκεßνον που την κρßνει,
οι λογισμοß κ' οι πüνοι της τσ' εκÜναν καλοσýνη· 20
μα σαν τον εßχε στερευτεß, περßσσα ετυραννÜτον,
κι üλη εξαναμαλÜσσετον κι üλη εξαναγεννÜτον.
EπÝρνα ημÝρες σκοτεινÝς, νýκτες ασβολωμÝνες,
αποσπερνÝς λαχταριστÝς κι αυγÝς περιορισμÝνες.
H MÜνα τση κι ο Kýρης τση πüνον πολý εγρικοýσα', 25
κι αλλÞλως τως ελÝγασιν· "ºντÜ'χει η Aρετοýσα,
κ' εχÜθηκεν ο ýπνος τση, κ' εκüπη το φαητü τση;
Σαν ποιü να'ναι το βÜρος τση; και ποý'χει το κακü τση;"
Kαθημερνü την-ε ρωτοýν, ßντÜ['ν'] κι αδυναμßζει,
και το κακü τση δε γρικÜ, γιατρüς δεν το γνωρßζει. 30
K' εκεßνη με καλÞ καρδιÜ και γÝλιο απιλογÜτο,
κ' Þλεγε πως δεν εßν' κακÜ, αμÞ καλÜ εγρικÜτο.
Mε πονηριÜν τα πρÜματα ξανÜστροφα γυρßζει,
και σ' ßντα στÜτο ευρßσκεται κιανεßς δεν τη γνωρßζει·
τα ΠÜθη τση δε γνþθουσι, ουδÝ τα κουρφÜ τση ενιþσα', 35
και λεν πως το'χει φυσικü ν' αδυναμßσει τüσα.
ΣυχνιÜ-συχνιÜ τση NÝνας της Þλεγε τον καημüν τση,
και τα κουρφÜ τση εθÜρρευγε κι üλον το λογισμüν τση.
K' εκεßνη με παρηγοριÝς πÜσκει να την περÜσει,
μÞπως και ξελησμονηθεß ο Πüθος, σα γερÜσει· 40
μα εις τοýτον, οποý λüγιαζε, Þσφανεν η Φροσýνη,
κι üσον επÝρνα-ν ο καιρüς, αμÝτρητος εγßνη.
APETOYΣA
ΛÝγει τση μιÜ απü τσι πολλÝς· "NÝνα, τον Küσμο χÜνω,
γιατß Þβαλα στο λογισμü να πÝσω ν' αποθÜνω·
γ-Þ ποýρι κι ο Pωτüκριτος τα ΠÜθη μου ν' ακοýσει, 45
και ταχτικÜ τα χεßλη μου μιÜν þρα να τα ποýσι,
με γνþση, εις μüδο φρüνιμον, οποý να μη γρικÞσει,
πως Ýχω AγÜπης βÜσανα, πως Ýχω Πüθου κρßση.
160Θωρεßς με πþς επüδωκα, πÜντα γρινιþ και κλαßγω,
κι ü,τι μιλÞσω κι ü,τι πω, πÜντα για κεßνον λÝγω." 50
ΠOIHTHΣ
H NÝνα ωσÜν παρηγοριÜν εßχε þς την þρα κεßνη,
μα ως εßδε πως εφüρμισε στου Πüθου την οδýνη,
και θÝ' να καταφρονεθεß, και θÝ' ν' αποκοτÞσει
του Eρþκριτου μ' αδιαντροπιÜ γι' AγÜπες να μιλÞσει,
NENA
λÝγει τσι· "ºντÜ'παθες εδÜ, κ' ßντα αφορμÞ εßν' εκεßνη, 55
που πλÞθυνε τον Πüθο σου, κ' Ýτοιας λογÞς εγßνη;
Γιατ' εßδες τον Pωτüκριτο στ' Üλογο καβαλÜρη,
κ' εσεßστη κ' ελυγßστηκε, κ' Þτρεξε το κοντÜρι;
ºντα μεγÜλο θÜμασμα εγßνη-ν εις τη Xþρα,
αν εκονταροκτýπησε κ' εκÝρδεσε τα Δþρα; 60
Eτοýτ' εßναι του Pιζικοý, δεν εßναι αντρειÜ μεγÜλη,
κ' εßδαμεν ποýρι ωσÜν κι αυτüν, κ' εκÜμασι κ' οι Üλλοι.
Θυμοý, üντεν ανεδÜκρυωσες, τρομÜρα σ' εßχε φτÜσει,
üντε τ' αλüγου το λαιμüν αγκαλιαστü εßχε πιÜσει,
στην κονταρÜν, που του'δωκεν εκεßνος απ' τ' AμÜξι, 65
κ' εßδαμεν κ' εφοβÞθηκεν, κ' εßδαμε να τρομÜξει.
Kι αν εßχε τρÝξει μετ' αυτüν τση KρÞτης το λιοντÜρι,
κÜτεχε, δεν τον Þφηνε την Tζüγια να την πÜρει.
Mα'χε κ' εις τοýτο Pιζικü, κατÝχεις το απατÞ σου,
και ποýρι απü το φüβο σου Þτρεμε το κορμß σου. 70
"Mα, θÝλω να'ναι κι üμορφος, να'ναι και παλικÜρι¯
για τοýτο εßν' Üξος μιÜν KερÜν, γυναßκα του να πÜρει;
ΓιÜ δÝ' και καλολüγιασε, τοýτ' η δουλειÜ πþς πÜγει,
μη δþσεις Ýτοιου κηπουροý το μÞλο να το φÜγει,
κι Üξα δεν εßναι η χÝρα του σ' Ýτοιο δεντρü ν' απλþσει, 75
δε μοιÜζει ν' αναμουρδωθεß στο στüμα του Ýτοια βρþση·
να μην την πιÜσει φανερÜ, κι ουδÝ να μην την κλÝψει,
γιατß αν τη φÜγει, δεν μπορεß ποτÝ να τη χωνÝψει·
161ξερνÜ την, δεν τη δÝχεται· πρι' στην κοιλιÜν του σþσει,
πνßγεται, γιατß Ýτοιος λαιμüς δεν εßναι για Ýτοια βρþση. 80
Πþς Ýχω γλþσσα και μιλþ, μÜτια κι αναντρανßζω;
KαλÝ, πþς δε σηκþνει ο νους; και πþς δεν αφορμßζω;
Eις τ' Üμοιαστα, κ' εις τ' Üφαντα, μου τÜ'πες, ΘυγατÝρα,
πþς στÝκω και δεν ξεψυχþ ετοýτην την ημÝρα;
"Eσ' εßσαι Bασιλιþν παιδß, και το λαüν ορßζεις, 85
μπορεßς να παßρνεις τη ζωÞν και να την-ε χαρßζεις.
Mα μ' üλο που'χεις την εξÜ να πÜρεις τη ζωÞ μου,
κÜτεχε πως σ' ενÝθρεψα στο στÞθος σαν παιδß μου,
κι απ' τα βυζÜ μου τη θροφÞ σοý'διδα με το γÜλα,
και τοýτες μου οι αναθροφÝς μες στην καρδιÜ σ' εβÜλα'. 90
MεγÜλη AγÜπη σοý βαστþ, Παιδß μου και KερÜ μου,
ο-για το γÜλα που'φαγες τρεις χρüνους στα βυζÜ μου.
ΠολλÝς φορÝς εγρýπνησα για να σ' αποκοιμßσω,
και να σου δþσω το βυζß, συχνιÜ να σε ταγßσω·
πολλÝς φορÝς μ' εκÜμασι τα κοπελßστικÜ σου, 95
κ' Þπια φαρμÜκι και χολÝς για τα κουτσουνικÜ σου.
'Tü'θελες κλÜψει, και να δω το δÜκρυο να προβÜλει,
μ' εýρισκε για το κλÜημα σου παρατροπÞ μεγÜλη·
'τü'χες σκοντÜψει να βαρεßς, τον πüνο δεν εγρßκας,
σαν τον εγρßκου' εγþ για σε, με τον καημüν τση πρßκας· 100
'τü'χες ζητÞξει του Kυροý χÜρη, να μη σ' την κÜμει,
εχλüμιαινα, εποκρýαινα, κ' Þτρεμα σαν καλÜμι.
Eσ' Þσουνε τα μÜτια μου, εσ' Þσουνε το φως μου,
εις κÜθε ανÜγκην και κακüν, εσ' Þσουν ο γιατρüς μου.
PÞγισσας τÝκνο εβýζασα, ανÜθεμα Ýτοια κρßση! 105
Zþντας μου κι αποθαßνοντας, κατÜρα θÝλω αφÞσει,
ποτÝ εις ΠαλÜτια Bασιλιþν φτωχÞ να μη σιμþνει,
γιατß αν χαρεß λßγον καιρüν, ýστερα μετανιþνει.
162Eγþ γνωρßζω, εγþ γρικþ, κ' εγþ θωρþ ßντα ζÜλη
Ýχου' üντε πρÜσσουν οι μικροß εκεß που'ναι οι μεγÜλοι. 110
Eβýζασα κ' ενÝθρεψα 'νοýς PÞγα ΘυγατÝρα,
κ' εßχα üλες τες ολπßδες μου σ' εκεßνη νýκτα-μÝρα.
K' εδÜ θωρþ στρÜφτει ο Oυρανüς, και συννεφιÜ και βρÝχει,
και μετÜ μÝνα-ν ο Kαιρüς μεγÜλη μÜχην Ýχει.
K' επÝσαν οι ολπßδες μου σαν του δεντροý τα φýλλα, 115
üντε τα ψýγουν οι χιονιÝς, και κÜμουσßν τα ξýλα.
"Kι ας Þτο μüνον εις εμÝ, κι ας με παιδÝψει η Týχη,
κ' εσÝ μη βρει ποτÝ κακü, σκιÜς στο μικρü σου νýχι.
Mα εγþ θωρþ πως οι καιροß πλιÜ οχθρεýγουν ο-για σÝνα,
α' δε σκολÜσεις γλÞγορα τÜ μü'χεις μιλημÝνα. 120
Στο χιüνι-ν εθεμÝλιωσες, κι ü,τι κοπιÜσεις χÜνεις,
γιατß φτερÜ κι üλο βρυγιÜ στο κτßσιμü σου βÜνεις·
κι ο ¹λιος τα θεμÝλια σου λει τα, γοργü χαλοýσι,
κι Üνεμος τα κτισßματα φυσÜ τα και σκορποýσι.
Tοýτο το πρÜμα οποý θωρεßς σÞμερον πως σου αρÝσει, 125
θÝ' να σε βλÜψει με Kαιρüν, üχι να σε φελÝσει.
"ΠολλÜ μεγÜλον Üδικο μας Þκαμεν η Φýση,
και την αλÞθεια ο Üνθρωπος δε θÝ' να τη γρικÞσει.
¼λοι αγαποýν τα ψüματα να λεν, να μας γελοýσι,
και την αλÞθεια ουδÝ κιανεßς δε θÝ' να την ακοýσει. 130
Kι αν Ýχουν φßλους κ' εδικοýς, να τους καταδικÜσουν,
τα λüγια τως σαν Üνεμον αφÞνου' να περÜσουν.
Tο φßλον κÜνουσιν οχθρüν, τον εδικü Ýχουν ξÝνον,
σαν τως μιλÞσουν το πρεπüν εις πρÜμα κομπωμÝνον.
Mα κεßνος, οποý δεν πονεß, αφÞνει να περÜσει 135
το σφÜλμα, κι ουδÝ βοýλεται να το καταδικÜσει·
παινÜ το κι ομορφßζει το, και πßβουλα κομπþνει,
το ψüμα δεßχνει απαρθινü, και την αλÞθεια χþνει.
163K' εßναι πολλοß, ΠαιδÜκι μου, τη σÞμερον ημÝρα,
κ' Ýχουν στο στüμα το γλυκý, φαρμÜκι-ν εις τη χÝρα· 140
και για να τσ' Ýχουνε ακριβοýς, και για να τσ' αγαποýσι,
πολλÜ μεταμορφßζουσι το ψüμα, üντε το ποýσι·
με πονηριÜν ü,τι γρικοýν τ' ανθρþπου πως του αρÝσει,
αν Ýχει βλÜβην και κακü, κεßνοι καλü το λÝσι.
"K' εγþ η καημÝνη ßντα να πω, στον κßντυνον οποý'μαι; 145
Πþς να παινÝσω σÞμερον κεßνα που σου αφουκροýμαι;
Oποý'ν' η αρχÞ τως βλαβερÞ, κ' η μÝση κομπωμÝνη,
και θÝ' να κÜμουν τÝλειωσιν κακÞν και ντροπιασμÝνη.
OúμÝ, κι ας Þτο μπορετü, να δεις εις τ' üνειρü σου,
σ' ßντα γκρεμνü, σ' ßντα βυθü σε πÜει το Pιζικü σου, 150
κι αν τýχει να φοβÞθηκες, κι οπßσω να γυρßσεις,
και τη δουλειÜν οποý'ρχισες, ακÜμωτη ν' αφÞσεις!
ΠαιδÜκι μου, ας εγνþριζες, ποý πορπατεßς και πηαßνεις,
και σ' ßντα πÝλαγος βαθý και θυμωμÝνο μπαßνεις,
ν' αντρειευτεßς üσο μπορεßς, μüνια σου να βουηθÞθης, 155
και την ΦιλιÜν του Eρþκριτου, KερÜ μου, ν' απαρνÞθης."
APETOYΣA
"NÝνα μου", λÝγει η AρετÞ, "φρüνιμα δασκαλεýγεις,
μα εγþ η φτωχÞ ξελησμονþ ü,τι κι α' μου αρμηνεýγεις.
Tο'να μου αφτß σοý τα γρικÜ, και τ' Üλλο τα ζυγþνει,
κι ο λογισμüς μου εγρßεψε και πλιü του δε μερþνει. 160
Kι Üνθρωπος, σαν του βουληθεß να κÜμει τü ξετρÝχει,
üποιος διατÜσσει, üποιος μιλεß, üφκαιρον κüπον Ýχει.
Θωρþ πως με τον Kýρη μου σ' μÜχη μεγÜλη εμπαßνω,
μα εγρßκησα τω' φρüνιμων, και τω' γραμματισμÝνω',
κ' εßπασι κι αρμηνεýγουσι, πως σαν τελειþσει η μÜχη, 165
AγÜπη και γαλÞνωση στο τÝλος τση θÝ' να'χει.
K' η μÜχη φÝρνει ανÜπαψιν, η üχθρητα καλοσýνη,
Ýτσι κ' η μÜχη του Kυροý μερþνεται και κεßνη."
NENA
164"Παιδß μου", λÝγει η NÝνα τση, "σφÜνουσι τÜ λογιÜζεις,
κακü θεμÝλιον Ýχουσι τοýτα που λογαριÜζεις. 170
Aν το'πασιν οι φρüνιμοι, αληθινÜ το λÝσι,
μα βλÝπε αυτüς ο λογισμüς μην πÜ' να σε πλανÝσει.
Kεßνοι εßπαν για τους Bασιλιοýς, εις μÜχη üντεν εμποýσι,
κι οποý για χþρες και χωριÜ μ' üχθρητα πολεμοýσι¯
ετοýτ' η μÜχη με καιρüν ΦιλιÜν κι AγÜπη φÝρνει, 175
κι απ' ü,τι πÜρει ο εßς τ' αλλοý, κρατßζει, και γιαγÝρνει.
Oι σκοτωμοß που γßνονται, βαριοýνται τους και κεßνοι,
τσ' Ýξοδες και τσι κοýρασες, και κÜνουν καλοσýνη.
"Mα εσý, KερÜ μου, πορπατεßς σε μπερδεμÝνη στρÜτα,
κ' Ýχεις πολÝμους κι üχθρητες τα λογικÜ γεμÜτα. 180
Kαι θÝ' να κÜμεις του Kυροý εις την τιμÞ ασκημÜδι,
και δεν τελειþνει η μÜχη σας, þστε να μπεις στον ¢δη.
Kι αν αποθÜνεις και θαφτεßς, μ' üλον ετοýτο πÜλιν
θÝ' να'χεις με τον Kýρη σου μÜχην πολλÜ μεγÜλην.
Γιατ' εßναι κÜποια σφÜλματα, οποý ποτÝ δε λιþνουν, 185
καθημερνü την üχθρητα κι üργητα δυναμþνουν.
Tο σφÜλμα-ν, οποý στην τιμÞν εγγßζει και πληγþνει,
ο ΘÜνατος δεν το σωπÜ, το μνÞμα δεν το χþνει.
Mη θες να καταφρονεθεßς, να μπεις εις Ýτοια μÜχη,
που αρχÞ και τÝλος, MÜνα μου, πολλÜ κακü θÝ' να'χει." 190
ΠOIHTHΣ
H AρετÞ εφουκρÜτονε τÜ τσ' Þλεγε η Φροσýνη,
και με τους αναστεναμοýς τσ' απιλογÜται εκεßνη·
APETOYΣA
"NÝνα, λογιÜζω να θαρρεßς πως με το θÝλημÜ μου
βÜνω τα ξýλα στη φωτιÜν, και καßγω την καρδιÜ μου.
H üρεξÞ μου, NÝνα μου, ο νους κ' οι λογισμοß μου, 195
μακρÜν οδüν επιÜσασι, δεν εßναι πλιü δικοß μου.
Θωρþ κ' εξαναγßνηκα, γνωρßζω το απατÞ μου,
γιατß üλα αλλÜξαν εις εμÝ, δεν εßμαι πλιü σαν Þμου'.
165Πολλοß τον ¹λιον πεθυμοýν, τη λÜμψιν του ζητοýσι,
κι Üλλοι πολλοß üντε τον-ε δουν, το φως τως καταλοýσι'· 200
Üλλος τη βρÜση ορÝγεται, Üλλος κρυüν αÝρα,
κι Üλλος το σκüτος πεθυμÜ, και βλÜφτει τον η μÝρα.
Πολλοß απ' τσι μεγαλüτητες τοýτου του Küσμου φεýγουν,
την ταπεινüτη ορÝγουνται και τη φτωχειÜ γυρεýγουν·
Üλλοι το πλοýτος πεθυμοýν και τη φτωχειÜ μισοýσι, 205
κι Üλλοι ξετρÝχουν το κακü, σπουδÜζου' να το βροýσι.
Kι ο Küσμος απü την αρχÞν εδÝτσι εθεμελιþθη,
και πορπατεß καθÝνας μας εκεß, που η Týχη αμπþθει.
"A' θÝλω τον Pωτüκριτον Tαßρι να τον-ε κÜμω,
και μετ' αυτü αν ορÝγομαι και θÝ' να κÜμω γÜμο, 210
εκεßνους τους λογαριασμοýς, τ' αφτιÜ μου οποý σου ακοýσα',
την þρα τοýτη εχÜσα τους, δεν εßμαι η Aρετοýσα.
Σαν πþς θαρρεßς κ' ευρßσκομαι, πþς κρßνομαι, πþς εßμαι;
TιμÞ κι ο φüβος του Kυροý σφßγγει με και κρατεß με.
Kι απü την Üλλη ο ¸ρωτας, μ' Ýχει Ýτσι πληγωμÝνη, 215
οποý δεν ξεýρω ο νικητÞς ποιüς εßναι οπ' απομÝνει.
"ΩσÜν το φυλλοκÜλαμο σ' ανÝμου κακοσýνη,
οποý κιαμιÜν ανÜπαψη να πÜρει δεν τ' αφÞνει,
μα þρες επÜ, κι þρες εκεß τ' αμπþθουν οι ανÝμοι,
κι ανεβοκατεβÜζουν το, κ' εκεßνο πÜντα τρÝμει- 220
εδÝτσι ευρßσκομαι κ' εγþ. AνÜθεμα Ýτοια ζÞση,
μιÜν þρα ανÝγνοια το κακü δε θÝλει να μ' αφÞσει!
"AρχÞ Þτονε πολλÜ μικρÞ κι αψÞφιστη, την πρþτη,
κι ουδ' üλπιζα να σκλαβωθεß Ýτοιας λογÞς η νιüτη.
MιÜ κÜποια λßγη πεθυμιÜ θυμοýμαι κ' ÞρχισÝ μου, 225
και το τραγοýδι κι ο σκοπüς εγρßκου' κ' ÞρεσÝ μου.
K' ελüγιαζα κ' η ΠεθυμιÜ σε λßγο ν' απομεßνει,
μα επλÞθαινε με τον καιρüν, Πüθος κι AγÜπη εγßνη.
166Kαι δεν κατÝχω να το πω, ßντα λογÞς μου εφÜνη,
και πþς εξÜπλωσεν εδÜ, κι üλον το νου μου πιÜνει. 230
ΠρÜμ' Üλλο δεν ελüγιαζα, μα Πüθο εßχα μεγÜλον,
να του γρικþ να τραγουδεß Ýτσι γλυκιÜ παρ' Üλλον.
Kι αγÜλια-αγÜλια η ΠεθυμιÜ την üρεξιν εκßνα,
κι ο ¸ρωτας με πιβουλιÜ τσι προξενιÝς μοý εμÞνα.
Kι α' μου μιλοýσι, δε γρικþ, ουδÝ κατÝχω ποý'μαι, 235
κρßνομαι, βασανßζομαι, ξýπνου κι üντε κοιμοýμαι.
K' εβγÞκα απü τα φωτερÜ, κ' εμπÞκα στο σκοτßδι,
και του Üρρωστου η λιγοθυμιÜ συχνιÜ-συχνιÜ μου δßδει.
Mπορþ να πω κ' η ζÞση μου απü την þρα εκεßνη,
οποý'βαλα το λογισμüν, Ýτοιας λογÞς με κρßνει. 240
ΩσÜν καρÜβι üντε βρεθεß στο πÝλαγος και πλÝγει,
με δßχως ναýτες, μοναχü, και να πνιγεß γυρεýγει,
κι ο Üνεμος κ' η θÜλασσα του'χουν κακιÜ μεγÜλην,
και τρÝχει πÜντα στον πνιμüν, δßχως βοÞθειαν Üλλην¯
εδÝτσι ευρßσκομαι κ' εγþ, πλιü δεν μπορþ να ζÞσω, 245
τρÝχω και πορπατþ να βρω χαρÜκι, να σκορπßσω.
"KατÝχεις το, πως την καρδιÜν ο ¸ρωτας δοξεýγει,
και νοικοκýρης γßνεται, τα φýλλα τση γυρεýγει.
Kαι δεν μπορεß ν' αντισταθεß κιανεßς, και να του φýγει,
κι ουδÝ κοπιÜ αδιαφüρετα, ως πÜγει στο κυνÞγι. 250
O Pþκριτος εßν' ¸ρωτας, κι αν και φτερÜ δεν Ýχει,
μηδÝ θαρρεßς κ' εχÜσε τα¯ποý βρßσκουνται, κατÝχει.
Eις την καρδιÜ μου τα'πεψε, κ' εκεß'ναι τα φτερÜ του,
γιαýτος πετÜ και φεýγει μου, κ' ευρßσκομαι μακρÜ του.
"Mα μ' üλον οποý'ν' ¸ρωτας, κι οποý'χει χÜριν τüση, 255
τιμÞς σημÜδι κ' ευγενειÜς πÜντα τοý θÝλω δþσει.
Kαι τÜσσω σου, πως να με δεις σ' ετοýτον αντρειωμÝνην,
μ' üλον που μου'χει την καρδιÜ στη μÝσην πληγωμÝνην.
167Δßχως ψεγÜδι βοýλομαι να πÜ' να βρω τον XÜρο,
'τü δε θελÞσει ο Kýρης μου ¢ντρα να τον-ε πÜρω. 260
PÝγομαι να τον-ε θωρþ, γιατß üμορφος εγßνη,
Üλλο ασκημÜδι-ν εις εμÝ δε θÝλεις δει, Φροσýνη.
Müνο απü λüγου μου θωριÜν ευγενικÞ θÝ' να'χει,
και τιμημÝνην εμιλιÜ σε τüπο, üπου μου λÜχει.
AμÞ Üλλο τßβοτσι απü με δε θÝλει δει Üτιες, NÝνα, 265
και λογισμü μη βÜνεις πλιü, και πßστεψÝ μου εμÝνα."
ΠOIHTHΣ
KÜθ' εμιλιÜ της AρετÞς Þτον φαρμακεμÝνη,
και σαúτιÜ μες στην καρδιÜν τση NÝνας της εμπαßνει.
Kαι δε σκολÜζει να μιλεß, δεν παýγει να διατÜσσει,
και τσ' Aρετοýσας τα στραβÜ εγýρευγε να σÜσει. 270
NENA
ΛÝγει· "KερÜ, συνÞφερε, λüγιασε, καλοδÝ' το·
φαρμÜκι-ν Ýχει ü,τι κρατεßς, και ρßξε, τσÜκισÝ το.
¿σποý'ναι σýνωρη η πληγÞ, μπορεßς να τη γιατρÝψεις,
κ' ευρßσκεις το, το γιατρικü, αν το καλογυρÝψεις.
Mην την αφÞσεις να γενεß üλο κακοσαρκßδα, 275
διþξε την απü λüγου σου την Üφαντην ολπßδα.
EδÜ'ν' το ξýλο δροσερü, και σÜζεις το, α' θελÞσεις¯
σαν ξεραθεß, δεν ημπορεßς, παρÜ να το τσακßσεις.
Kαι το κακü, ως κι αν εßν' μικρü κι Üφαντο στην αρχÞν του,
α' δε σκολÜσει, γßνεται πολý στην τÝλειωσßν του. 280
Kι α' δεν του πÜρει τη θροφÞν κιανεßς απü την πρþτη,
κι αναθραφεß, βλÜφτει πολλÜ τα γÝρα και τη νιüτη.
"Φýγε τσι αυτοýς τους λογισμοýς, διþξε τσι απü κοντÜ σου,
συνÞφερε, και στρÜφου δÝ', σÜσε τα σφÜλματÜ σου.
Eßσαι Bασßλισσας παιδß και PÞγα ΘυγατÝρα, 285
κι απ' AφεντÜδων προξενιÝς σοý φÝρνουν πÜσα μÝρα.
Bασßλισσα Ýχεις να γενεßς, PÞγισσα ν' αποθÜνεις,
για τοýτο καλολüγιασε, ßντÜ'ναι αυτÜ τÜ κÜνεις.
168Tα'στερα μετανιþματα δεν ξÜζου', ΘυγατÝρα,
τü θÝ' να κÜμεις το ταχý, δÝ' το καλÜ αποσπÝρα. 290
Kι üποιος τα ýστερα μετρÜ, πρι' να τως-ε σιμþσει,
σ' ü,τι κι α' λÜχει, δεν μπορεß ποτÝ να μετανιþσει.
Aμ' üποιος θÝ' να λαβωθεß κι ουδÝ ποτÝ να γιÜνει,
και πεθυμÜ να ντροπιαστεß, τÜ βÜνει ο νους του, ας κÜνει.
Mπορεß, KερÜ μου, ο λογισμüς, που'βαλες, να σ' αφÞσει, 295
και να γιατρÝψεις την πληγÞν, πρι' να σου κακουργÞσει."
APETOYΣA
"NÝνα μου", λÝγει η AρετÞ, "ßντÜ'ν' τÜ δασκαλεýγεις;
Tο πρÜμα, που δεν Ýχω εξÜ να δþσω, μου γυρεýγεις;
Kαι ποιüς μπορεß ανημπüρετα πρÜματα να νικÞσει;
Tον ψýλλον ποιüς εßδε ποτÝ λιüντα να πολεμÞσει; 300
ºντα γιατροýς και γιατρικÜ μοý λÝγεις να ξεδρÜμω,
και να'βρω τη λαβωματιÜ, βοτÜνι να τση κÜμω;
Kαι πþς μπορþ να την ευρþ; Σ' τüπον κρουφüν την Ýχω,
κ' εßμαι σε τοýτα αμÜθητη, κι ουδ' εßδα, ουδÝ κατÝχω.
Tοýτη η πληγÞ εßναι στην καρδιÜν, στα πλιÜ κρουφÜ τση μÝρη, 305
και κÜνει χρεßα στη χÝρα μου να πιÜσω το μαχαßρι,
κ' εις δυü να σκßσω την καρδιÜ· στη μÝσην τση κατÝχω
πως βρßσκεται η λαβωματιÜ εκεßνη οποý ξετρÝχω.
Kαι ποιÜ σα σκßσει την καρδιÜν, πλιü τση μπορεß να ζÞσει;
Tßς να γιατρÝψει την πληγÞ μιÜς οποý ξεψυχÞσει; 310
ΔÜσκαλοι, ανθρþποι φρüνιμοι, κομπþνουνται και σφÜνουν,
σ' Ýτοιες δουλειÝς δεν ξεýρουσι τÜ λÝσι και τÜ κÜνουν.
"K' εγþ, Φροσýνη, πþς μπορþ, και λες μου και κερδαßνω,
να πολεμÞσω Ýτσι γδυμνÞ Ýναν αρματωμÝνο,
οποý βαστÜ στα χÝρια του σαÀτες και δοξÜρι, 315
νικÜ Ýτσι τον ανÞμπορον, σαν και το παλικÜρι;
Kαι πþς μπορþ ν' αντισταθþ, που οι δýναμÝς μου επÝσα',
κ' ενßκησε κ' ευρßσκεται εις την καρδιÜ μου μÝσα;
169Kαι τοýτοι οι αναστεναμοß, που βλÝπεις και συχνιÜζουν,
καλÜ και τ' αναστεναμοý σοý φαßνεται πως μοιÜζουν, 320
δεν εßν' τοýτοι αναστεναμοß, οπ' Ýρχουνται σε μÝνα,
σαν εßν' Üλλοι αναστεναμοß, και πßστεψÝ μου εμÝνα.
"H Φýση τσ' αναστεναμοýς Þκαμε, üντε κινοýσι,
πÜντα τα φýλλα τση καρδιÜς, ομπρüς να τους γρικοýσι.
Kι ως Ýβγουν απü την καρδιÜν, και μες στο στüμα μποýσι, 325
με τον αÝρα βγαßνουσι κι αÝρα πÜ' να βροýσι.
O πρþτος αναστεναμüς σαν πÜψει και τελειþσει,
Ýτσι γιαμιÜ δεν Ýρχεται Üλλος να δευτερþσει.
Mε τον Kαιρüν τως πορπατοýν τα πρÜματα και πÜσι,
του ¸ρωτα μüνο η δýναμη συχνιÜ τα μεταλλÜσσει. 330
"Kαι τοýτοι, οποý συχνιÜζουσι σαν το νερü στη βρýση,
δεν εßν' καλοß αναστεναμοß, ωσÜν το θÝλει η Φýση.
Δεν εßν' τοýτοι οι αναστεναμοß, NÝνα, σαν εßναι οι Üλλοι,
μα εγþ'χω μÝσα στην καρδιÜν καρβουνιστιÜ μεγÜλη.
Kι ο ¸ρωτας εßν' ο μÜγερος, συμπαßνει και σπουδÜζει, 335
και τσι φτεροýγες του συχνιÜ ανεβοκατεβÜζει.
ΦυσÜ και ξÜφτει τη φωτιÜν, μην πÜγει να του σβÞσει,
τη μαγεριÜν ακÜμωτη δε θÝ' να την αφÞσει.
Kεßνος ο αÝρας των φτερþν, που ξÜφτει το καμßνι,
κÜνει τον αναστεναμüν, π' Ýτσι συχνιÜ με κρßνει, 340
και δεν ευρßσκει ανÜπαψιν στο στÞθος η καρδιÜ μου,
μα πÜντα μ' αναστεναμüν Ýρχεται η αναπνιÜ μου.
Kι α' λÜχει ξýλον Þ κλαδß, üντεν αναστενÜζω,
βγαßνει Ýτοια φλüγα και καημüς, που καßγω τα, λογιÜζω.
K' εßναι η καρδιÜ μου στην πυρÜν, και καßγεται στη λαýρα, 345
σαν κÜρβουνο εßναι κüκκινη, τα φýλλα τση εßναι μαýρα.
¢μποτε και να κÜηκε, να γßνηκεν αθÜλη,
να πÜψουσιν οι πüνοι τση κ' η παßδα τση η μεγÜλη!
170Παρακαλþ το να γενεß, μα κεßνος δεν το θÝλει,
κι ορÝγεται τους πüνους μου το πßβουλο κοπÝλι. 350
"Kαι πþς μπορþ να βουηθηθþ στου Πüθου το κανßσκι;
Kι üπου μ' αγγßξει η χÝρα σου, Pωτüκριτον ευρßσκει.
ΓλÞγορα, NÝνα, βοýηθησε, εýρε νερü γ-Þ χιüνι,
να σβÞσεις την καρβουνιστιÜν, να πÜψουσιν οι πüνοι.
Mα τü δροσßζει καßγει με, τü καßγει μÝ μαργþνει, 355
και τü γυρεýγω γιατρικüν, βαρßσκει και λαβþνει.
O νους μου τα βουνιÜ κρατεß και μες στα δÜση μπαßνει,
κι üντε πετÜ στον Oυρανüν, στα βÜθη κατεβαßνει."
ΠOIHTHΣ
Eμßλειε με τα κλÜηματα, Þλλαξε, εξαναγßνη,
εσþπασε, δε θÝλει πλιü να τση μιλεß η Φροσýνη 360
για τüτες, αμÝ ανßμενε πÜλι καιρüς να λÜχει,
να τση τα πει, μÞπως κ' εβγεß απ' τσ' EρωτιÜς τα ΠÜθη.
Aν Ýχει AγÜπη η AρετÞ, κι αν Ýχει Πüθου οδýνη,
βρßσκεται κι ο Pωτüκριτος σ' πλιÜ παßδαν παρÜ κεßνη.
Eνßκησεν, εκÝρδεσεν, επÞρε το ΣτεφÜνι, 365
κ' ελüγιαζε πως γιατρικüν ηýρε να τον-ε γιÜνει.
TαχιÜ κι αργÜ το ξüμπλιαζε, συχνιÜ τ' αναντρανßζει,
θυμþντας πως το εγÜζωσε κεßνη που τον ορßζει.
Xßλιες φορÝς λιγοθυμιÜ του'ρχουντον την ημÝρα,
θωρþντας με το λογισμüν τη μαρμαρÝνια χÝρα. 370
'Kεß οποý'θελε να γιατρευτεß, τον πüνο ν' αλαφρþσει,
η παßδα του επερßσσευγε, και πλιü δεν εßχε γνþση.
Eσýχνιαζε του Παλατιοý, την AρετÞν εθþρει,
και να στοχÜζεται γλυκιÜ αρχßνησε κ' η Küρη.
Tο πρÜμα πλιü δεν εßν' χωστü σ' εκεßνον κ' εις εκεßνη, 375
κι ο Πüθος τως επλÞθυνε κι αμÝτρητος εγßνη.
Eκνογελοýσανε κουρφÜ κ' εσυχνοσυντηροýσα',
κ' Þρχιζε κ' εφανÝρωνε τÜ'χωνε η Aρετοýσα.
171TÜ διÜτασσεν ο Φßλος του και τÜ'λεγε η Φροσýνη,
üφελος δεν εκÜμασιν εις την AγÜπη εκεßνη. 380
EπλÞθαινε καθημερνü το βÜσανο κ' η κρßση,
κ' η Aρετοýσα εγýρευγε τüπο να του μιλÞσει.
Στην κÜμερÜν τση, οποý'τονε Ýνα ψηλüν ανþγι,
εßχε Üλλην κÜμερα üμορφη εις εκεινÞς κατþγι.
K' εις την οπßσω τση μερÜ, στου κατωγιοý το πλÜγι, 385
σπßτι Þτονε του Bασιλιοý, σιτÜρια να φυλÜγει,
πολλÜ μεγÜλο και πλατý, κ' Þσμιγε μετÜ κεßνη
την κÜμερα του κατωγιοý, μα χαμηλüν εγßνη,
κ' Þφτανεν þς τη μÝσην τση, κ' εκεß εßχαν καμωμÝνο
παραθυρÜκι απüμικρο με σßδερα φραμÝνο, 390
κ' Þγγιζε το κατþφιλιο στο τÝλος του δωμÜτου,
κι üλÜ'σανε με μαστοριÜ πολλÞ του κτισιμÜτου.
Tα σßδερα για βλÝπηση στο παραθýριν Þσα',
διπλÜ-διπλÜ τα κÜμασι και δυνατÜ περßσσα,
γιατß στο δþμα, οποý'σανε σιτÜρια φυλαμÝνα, 395
εýκολα, δßχως πεßραξιν και κüπον ανεβαßνα'.
Kαι για να μη βαλθεß κιανεßς, να θÝλει να γυρÝψει,
κι απü το δþμα του σπιτιοý Üδεια να βρει να κλÝψει,
το'χασι με τα σßδερα. K' εις κεßνο το κατþγι
δεν εκοιμÜτο η AρετÞ, μηδÝ σ' εκεßνο τρþγει· 400
πüτε και λßγο μοναχÜς επÞγαινε κ' εθþρει
ραψßματα, στολßδια τση, που φýλαγεν η Küρη.
O Πüθος εμαστüρευγε, κ' ¸ρωτας τσ' αρμηνεýγει,
κ' εγνþρισεν η AρετÞ, πως ηýρε τü γυρεýγει.
Tον τüπο εκεßνο εξüμπλιαζε, κ' εßδεν το πως ημπüρει 405
να πει, να ξομολογηθεß τÜ'χε στο νουν τση η Küρη.
K' εφÜνιστÞ τση, μ' üμορφον τρüπον, πριχοý μιλÞσει,
να κÜμει, κι ο Pωτüκριτος ετοýτο να γρικÞσει,
172να'ρθει στο δþμα, κι απü 'κεß ημπüρειε αυτüς κ' εκεßνη,
να ποý' με τρüπον üμορφον την παßδα που τσι κρßνει. 410
K' Ýτοιας λογÞς εγνþσασι, κ' οι δυü Ýτσι το γρικÞσαν,
που ευρÞκαν Üδεια και καιρüν ομÜδι κ' εμιλÞσαν.
Mα πρι' μιλÞσου', Þτονε χρειÜ να θÝλει κ' η Φροσýνη,
γιατß α' δε θÝλει, τßβοτσι, ας τÜξουν, δεν εγßνη.
K' Þτονε χρεßα να τση το πει, να τση το φανερþσει, 415
γιατß εκεινÞς δεν ημπορεß Ýτοιο κρουφü να χþσει.
¸στοντας και να βρßσκουνται ομÜδι νýκτα-ημÝρα,
üλη η εξÜ τση ευρßσκετο σ' τση NÝνας τση τη χÝρα.
KρÜζει την, και με σιργουλιÝς και πονηριÝς αρχßζει,
να τση μιλεß, και σπλαχνικÜ να την-ε κανακßζει· 420 APETOYΣA
κι αποφασßζει Ýτοιας λογÞς. ΛÝγει τση· "AζÜπη NÝνα,
τα μÝλη μου γρικþ πολλÜ κ' εßναι τυραννισμÝνα.
Kι αν εßν' και του Pωτüκριτου μιÜν þρα δε μιλÞσω,
γ-Þ σφÜζομαι, γ-Þ πνßγομαι, γ-Þ Ýχω ν' αφορμßσω.
Σαν εýκολο μου φαßνεται, απ' το μεγÜλο δþμα, 425
τÜ'χει η καρδιÜ μου, γνωστικÜ μπορεß να πει το στüμα·
Þγουν, στο δþμα να'ναι αυτüς, απüξω ν' αφουκρÜται,
κ' εγþ απομÝσα να μιλþ, üντε ο λαüς κοιμÜται.
Kι απ' το παραθυρüπουλο το σιδερü μποροýμεν,
Üφοβα, δßχως ντÞρησιν και φüβο να μιλοýμεν. 430
Kαι τακτικÜ, üχι αδιÜντροπα, θÝλω του αναθιβÜλει,
για ποιÜ αφορμÞν εβÜλθηκε στα ΠÜθη να με βÜλει.
"Σαν του μιλÞσω, κÜτεχε, NÝνα μου, πως ολπßζω,
αγÜλια-αγÜλια ελεýτερη σαν πρþτας να γυρßζω.
Eγþ απομÝσα να μιλþ, κι αυτüς να στÝκει απüξω, 435
κι ολπßζω πως ο-γλÞγορα τον Πüθον του να διþξω.
Σα μÜθω απü τα χεßλη του για κεßνα οποý ριμÜρει,
και γιÜντα μ' εσγουρÜφισε κ' εßχε με μες στ' αρμÜρι,
173δε θÝλω πλιü Üλλο τßβοτσι, κ' εκεßνο μüνο σþνει,
κ' εις τÜ παρÜδειρα þς εδÜ, γ-εßς λüγος με πλερþνει. 440
Kι απü μακρÜ να του μιλþ, και να μηδÝν σιμþνω,
να μη θωρεß, μα να γρικÜ την εμιλιÜ μου μüνο.
Kι α' δεις ποτÝ Üλλο τßβοτσι, οποý να μη σ' αρÝσει,
πιÜσε μαχαßρι, μπÞξε μου εις τση καρδιÜς τη μÝση."
ΠOIHTHΣ
Tη NÝνα τση παρÜ ποτÝ τοýτ' η φορÜ τη σφÜζει, 445
γιατß σα φρüνιμη γρικÜ, κι ως γνωστικÞ λογιÜζει
της AρετÞς την üρεξιν, κ' ßντÜ'ναι τÜ ξαμþνει.
KατÝχει πως η εμιλιÜ σ' Ýτοιες δουλειÝς δε σþνει.
¹κλαψε, εδÜρθη δυνατÜ, κι απüκεις αρχινßζει,
να τη διατÜσσει στ' Üπρεπα, κι ωσÜ γονÞς μανßζει. 450
NENA
"ºντÜ'τον, οποý σ' εýρηκε; K' η Mοßρα ποý σ' αμπþθει;
K' ßντα κακÜ σοý μÝλλουνται, μα ο νους σου δεν τα γνþθει;
K' ßντα φωτιÜ Þψε στην καρδιÜ μιÜ AγÜπη κομπωμÝνη,
Üφαντη, και προσωρινÞ, και καταφρονεμÝνη;
Θωρþ, κι ο νους σου στο κακü, κ' εις τü σε βλÜφτει, ρÜσσει, 455
κι ο λογισμüς οποý'βαλες δε θÝ' να σου περÜσει.
Δεν Þτον τοýτη αναλαμπÞ του Πüθου, ΘυγατÝρα,
μα'ρθε φωτιÜ απ' την Küλασιν, απü δαιμüνου χÝρα,
κ' Þριξε φλüγα και καημüν στα σωθικÜ σου μÝσα,
για κεßνο αξÜφνου Ýτοια μικρÜ πρÜματα σε πλανÝσα'. 460
"Tου Pþκριτου ßντα üφελος κÜνει η μιλιÜ, να ζÞσεις,
και θÝλεις με το δοýλο σου γι' αγÜπες να μιλÞσεις;
A' σε θωρεß, θþρειε κ' εσý τα κÜλλη του, α' σ' αρÝσουν,
ρÝγου τα, μα μη βουληθεßς μιλιÜ να πεις ποτÝ σου.
Aπü τα χεßλη σου ποτÝ μην κÜμεις να γρικÞσει 465
Ýτοιας λογÞς καμþματα, κι Üφαντη σε γνωρßσει.
Aν πεθυμÜς να σ' αγαπÜ και να'ναι στη σκλαβιÜ σου,
μη δεßξεις πως εγρßκησεν AγÜπην η καρδιÜ σου.
174Kι Üφ'ς τον Kαιρü να πορπατεß, κι ο Kýκλος μεταλλÜσσει,
κι ο λογισμüς οποý'βαλες μπορεß να σου περÜσει. 470
Nα παντρευτεßς με Bασιλιü και PÞγα, σα σου πρÝπει,
και απü μακρÜ ο Pωτüκριτος με φüβο να σε βλÝπει.
"Aν εßν' και λες πως χÜνεσαι και στÝκεις ν' αφορμßσεις,
πþς να σου δþσω θÝλημα ποτÝ να του μιλÞσεις;
Aν εßν' κι απü μακρÜ κεντÜς, φυρÜς κι απολιγαßνεις, 475
αν του σιμþσεις, κÜτεχε πως κÜρβουνο απομÝνεις.
Aν εßν' κ' εσý το βουληθεßς, και θÝ' να του μιλÞσεις,
και τÝτοιο λογισμüν κακüν, που'βαλες, δεν αφÞσεις,
εγþ, AρετÞ, δεν το βαστþ, μισεýγω να μακρýνω,
και πÜγω σ' Üλλην κÜμερα, μακρÜ απü 'πÜ να μεßνω· 480
και κÜμε συ ü,τι σου φανεß, κι οποý το μετανιþσει,
και το κακü οποý πεθυμÜς, γοργü τü θÝλεις σþσει.
"Tον Kýρη δεν τον-ε γελÜς, γιατß δεν εßν' κοπÝλι,
κι ως θ' αποδþσει ο Pþκριτος, κι οποý κακü μÜς θÝλει,
δε θÝλου' λεßψει βÜσανα κ' εσÝνα, ΘυγατÝρα, 485
α' δεν αφÞσεις τÜ μου λες ετοýτην την ημÝρα.
Tο πρÜμα φανερþνεται, τü δε θωρεßς θωρεß σε,
το πρþτ' οποý μιλÞσετε, σαν Þσου' πλιü δεν εßσαι.
AδιÜντροπη θÝ' να φανεßς, κι Üγνωστη, δßχως τÜξη,
γνωρßζεις το και μοναχÞ, πριν Üλλος σε διατÜξει. 490
O Pþκριτος εßν' πονηρüς, και χßλια να του αρÝσεις,
χÜνεις με τÝτοια αποκοτιÜν, αμ' üχι να κερδÝσεις·
λογιÜσει θÝλει μÝσα του την ευκολüτητÜ σου.
ΨÝγος σοý φÝρνει στην τιμÞν η τüση αδιαντροπιÜ σου.
"Kαι μη μου λες, κι απü μακρÜ θÝλεις να του μιλÞσεις, 495
κι απιλογιÜ απ' το στüμα του μüνο θÝ' να γρικÞσεις.
Ως του μιλÞσεις, κι ως του πεις για τσ' EρωτιÜς τα ΠÜθη,
η ομορφιÜ σου εσκÞμισε κ' η ευγενειÜ σου εχÜθη.
175TÜ εμÜθαινες εξÝχασες, τÜ'ξευρες ÞσφαλÝς τα,
και τα PηγÜτα εις τσι κοπρÝς επολυτÜριξÝς τα." 500
ΠOIHTHΣ
¼σον τση βρßσκει δυσκολιÝς σ' Ýτοια δουλειÜ η Φροσýνη,
τüσον και πλιÜ εξαγρßευγε, κι Üλλης λογÞς εγßνη.
APETOYΣA
ΛÝγει τση· "NÝνα, δεν εßν' πλιü ξεγκουσεμüς σ' εμÝνα,
κι üφελος δε μου εκÜμασι ü,τι Ýχεις μιλημÝνα.
Oι λογισμοß επετÜξασι, στον Oυρανüν εφτÜσα', 505
εκεß εκαγÞκαν τα φτερÜ, και την εξÜ μου εχÜσα'.
Kαι να πετÜξου' δεν μποροýν πλιü να'ρθου' να μ' ευροýσι,
κ' εις τα ψηλÜ απομεßνασι, και σκλÜβους τους κρατοýσι.
Eκεß εßν' κι ο νους μου στα ψηλÜ, και δßχως νου μ' αφÞκε,
και σε μεγÜλες δυσκολιÝς και πεßραξες εμπÞκε. 510
K' η ΠεθυμιÜ μου επλÞθυνεν, αμ' üχι να λιγÜνει,
γιατ' εκεß οποý δεν εßναι νους, λογαριασμüς δεν πιÜνει.
Tσ' εξÜς μου και δεν εßμαι πλιü, δεν εßμαι πλιü δικÞ μου,
üλη εξαναμαλÜχτηκα, δεν εßμαι πλιü σαν Þμου'.
Kαι σþπασε το διÜταμα, τα ξüμπλια οποý μου δεßχνεις, 515
γιατß τα λüγια που μιλεßς, στον Üνεμον τα ρßχνεις.
Kαι τßς μπορεß τα κÜρβουνα ως Üφτου' να τα σβÞσει,
παρÜ να πιÜσει κρυü νερüν απÜνω τως να χýσει;
KαρβουνιστιÜ Ýχω στην καρδιÜν, νερü θÝ' να τη σβÞσω,
και το νερü στα χεßλη του βρßσκω, üντε του μιλÞσω. 520
Kαι μüνο με την εμιλιÜν, με δßχως να του απλþνω,
μου φαßνεται σβÞνει ο καημüς ο τüσος οποý χþνω.
Δε θÝλω τßβοτσι απ' αυτüν, να του μιλÞσω μüνο
με σþνει, και τον πüνο μου αρνεýγω και μερþνω."
ΠOIHTHΣ
ΞαναδιατÜσσει η NÝνα τση, και τρÝμει απü την πρßκα, 525
μα κεßνη επαραλüγισε, κ' ουδ' Þβλεπε, ουδ' εγρßκα.
Kι üσο η Φροσýνη τσ' Þλεγε, το μßλημα ν' αφÞσει,
τüσο την εξαγρßευγε κ' Þστεκε ν' αφορμßσει.
176H NÝνα τση να τη θωρεß εδÝτσι αποδομÝνη,
φοβþντας τα περσüτερα, το διÜταμα σωπαßνει. 530
Φοýσκωση μεγαλýτερη δε θÝλει να τση δþσει,
γιατß εφοβÞθηκε πολλÜ, ο νους τση μη σηκþσει.
ΠολλÜ στανιü τση εσýγκλινε, κ' εθελημÜτεψÝν τση,
να του μιλÞσει απü μακρÜ, τüπον κ' εξÜ ÞδωκÝν τση,
λογιÜζοντας πως ο Kαιρüς να την-ε κατατÜξει, 535
να καλοδεß το σφÜλμα τση, κι ο λογισμüς ν' αλλÜξει.
Tοýτος ο τüπος Þτονε στου κατωγιοý το πλÜγι,
κ' ηθÝλησε ο Pωτüκριτος μεσÜνυκτα να πÜγει.
EβρÜδιασε, εσκοτεßνιασε, κοιμοýνται στο ΠαλÜτι,
και μ' Ýγνοιαν Þτο η AρετÞ, και λογισμοýς γεμÜτη, 540
πþς να μιλÞσει, ßντα να πει, στην παßδα οποý την κρßνει,
ξετρουμισμÝνη ευρßσκετο πολλÜ την þρα εκεßνη.
¼λοι εκαταλαγιÜσασι, κ' εκεßνη Ýτσι ντυμÝνη,
εις το κατþγι εκÜθετον, την þραν κι ανιμÝνει,
οποý'θελε ο Pωτüκριτος να πÜ' να τση μιλÞσει, 545
κ' εßχε μεγÜλην πεθυμιÜν πüτε να του γρικÞσει.
Eßχε μεγÜλην πεθυμιÜ, μα τσ' εντροπÞς η ζÜλη
την Þκανε κ' ευρßσκετο σ' Ýγνοια πολλÜ μεγÜλη.
Aντρειεýγεται üσον ημπορεß, το δειλιασμü σκολÜζει,
κ' ßντα να πει του Pþκριτου κÜθεται και λογιÜζει. 550
Tο παραθýρι σßδερα εßχε, μα κεßνη εμπüρει
τα βÜσανÜ τση να μιλεß, η πληγωμÝνη Küρη.
K' οι δυü εμποροýσα' να μιλοýν, ο εßς απü το δþμα,
κ' η Üλλη απ' το κατþγι τση, να λÝσι με το στüμα,
ßντÜ'τον το ανεπüλπιστο, που εγßνη-ν Ýτσι αφνßδια, 555
και να τα [λεν] με κλÜηματα, üχι ΦιλιÜς παιγνßδια.
Φροσýνη κακορßζικη, μ' ßντα καρδιÜ ανιμÝνεις
τον Üνθρωπον οποý μισÜς; κ' ßντÜ'χεις και σωπαßνεις;
177Για να μη δουν τα μÜτια σου πρÜματα πλιÜ μεγÜλα,
ετοýτα τα μικρüτερα αρχÞ κακÞ σοý βÜλα'. 560
Eσþπαινε, δεν Þθελε πλιü σ' τοýτα να μιλÞσει,
πολλÜ την ελυπÜτονε, μην πÜ' να ξαφορμßσει.
¹ρθεν η þρα κι ο καιρüς να μιληθοýν τα ΠÜθη,
και ο εßς τ' αλλοý τως τα κουρφÜ ν' ακοýσει και να μÜθει.
Στο παραθýρι η AρετÞ Þστεκε κι ανιμÝνει, 565
το σκüτος κεßνο δε δειλιÜ, ýπνος δεν τη βαραßνει.
Δßχως φωτιÜ Þτον εδεκεß, φοβþντας μην περÜσει
κιανεßς και δει αντηλÜρισμα, και το κακü λογιÜσει.
Στη σκοτεινÜγρα εκÜθουντον, κ' η NÝνα την αφÞνει,
που τüτες δεν εθÝλησε να στÝκει μετÜ κεßνη. 570
¹σωσεν ο Pωτüκριτος στου σιταριοý το σπßτι,
και ποιÜ μερÜ εßν' πλιÜ χαμηλÞ, γνωρßζει και θωρεß τη.
Kαι μ' üλο οποý'το δýσκολη στ' ανÝβασμα, αντρειεýτη,
πολλÜ πιδÝξα ανÝβηκε, χαλßκι σκιÜς δεν πÝφτει.
Eτοýτον εßναι φυσικü κεινþν οπ' αγαποýσι, 575
εις Ýτοιες χρεßες σα λÜχουσι, πουλιþν φτερÜ βαστοýσι.
Eσßμωσε ο Pωτüκριτος, στο παραθýρι απλþνει,
κι αγÜλια-αγÜλια, σιγανÜ, ποιüς εßναι φανερþνει.
Mε ταπεινüτη η AρετÞ τρÝμοντας 'πιλογÜται,
με μιÜ φωνÞ Ýτσι δαμινÞ, που δεν καλογρικÜται. 580
Eφανερþσαν το κ' οι δυü, πως εßν' εκεß σωσμÝνοι,
κι απüκει στÝκου' σα βουβοß, κ' η γλþσσα τως σωπαßνει.
¹τρεμ' εκεßνη σ' μιÜ μερÜ, κ' εκεßνος εις την Üλλη,
κι ο γ-εßς τον Üλλο ενßμενε την εμιλιÜ να βγÜλει.
MιÜν þρα εστÝκα' αμßλητοι, και τα πολλÜ οποý χþναν, 585
εχÜνουνταν, σου φαßνεται, την þραν που εσιμþναν.
Δεν εßχαν την αποκοτιÜ θÝλοντας να μιλÞσουν,
δεν ξεýρουν απü ποιÜ μερÜ τα ΠÜθη τως ν' αρχßσουν.
ΩσÜ λαÞνι οποý γενεß πολλÜ πλατý στον πÜτο,
κ' εις το λαιμüν πολλÜ στενü, κ' εßναι νερü γεμÜτο, 590
κι üποιος θελÞσει και βαλθεß üξω νερü να χýσει,
και το λαÞνι με τη βιÜν προς χÜμαι να γυρßσει,
μÝσα κρατßζει το νερü, κι απüξω δεν το βγÜνει,
κι üσον το γÝρνει, τüσον πλιÜ μüνον τον κüπον χÜνει-
εδÝτσι εμοιÜσασι κι αυτοß, κ' Þτον γεμÜτοι ΠÜθη, 595
η αποκοτιÜ τως να τα πουν, ως εσιμþσα', εχÜθη.
Kαι θÝλοντας να πουν πολλÜ, τα λßγα δεν μποροýσι,
το στüμα τως εσþπαινε, με την καρδιÜ μιλοýσι.
¹τονε πρþτη η AρετÞ που αρχßνισε να λÝγει,
και τρüπον πλιÜ ομορφýτερον και τακτικü γυρεýγει. 600
APETOYΣA
Kι αρχßζει να τον-ε ρωτÜ, κ' η εμιλιÜ τση η πρþτη
του λÝει· "ΓιÜντα εσγουρÜφισες την ÜσκημÞ μου νιüτη
κ' εκρÜτηξÝς τη φυλακτÞν εις τ' αρμαρÜκι μÝσα,
με τα τραγοýδια οποý'λεγες, και οποý πολλÜ μ' αρÝσα';
ºντα αφορμÞ εξεκßνησε την üρεξÞ σου εις τοýτα, 605
απü την πρþτην π' Üρχισες τραγοýδια και λαγοýτα;
Kαι σ' ßντα στρÜτα πορπατεßς, κ' ßντÜ'ναι τÜ γυρεýγεις;
K' ßντα 'χεις με του λüγου μου, και θÝ' να με παιδεýγεις;"
ΠOIHTHΣ
Eτοýτα λÝγει μοναχÜς για τη φορÜν εκεßνη,
και για την πρþτην þς εκεß εβÜλθη ν' απομεßνει. 610
ΠλιÜ απüκοτα ο Pωτüκριτος τα ΠÜθη του δηγÜται,
κÜνει την κι ανεδÜκρυωσε, κουρφÜ τον-ε λυπÜται.
TÜ'λεγε, τ' ανεθßβανε, καθÝνας που διαβÜζει,
κι οποý'κουσε, κι οποý'καμε, μπορεß να τα λογιÜζει.
Δε θÝ' να χÜνω τον καιρüν, κι Üγνωστο να με πεßτε, 615
να λÝγω εκεßνο, π' üλοι σας με την καρδιÜ θωρεßτε.
¿ς την αυγÞ τους πüνους του ο Pþκριτος εμßλειε,
το παραθýρι σπλαχνικÜ αντßς εκεßνη εφßλειε.
179Mα η Aρετοýσα σπλαχνικÜ τÜ τσ' Þλεγε αφουκρÜτο,
και μüνον ενεστÝναζε, μα δεν απιλογÜτο. 620
APETOYΣA
¹τονε πρþτη η AρετÞ, που λÝγει· "Ξημερþνει,
κι Üμε να πηαßνεις, μßσεψε, τοýτο για 'δÜ σε σþνει.
ΠÜλι αýριο αργÜ ανιμÝνω σε, σ' τοýτον τον ßδιον τüπον,
κουρφÜ, να μη μας δουν ποτÝ μÜτια αλλωνþν ανθρþπων.
Kαι μüνο με την εμιλιÜ να λÝγω, να μου λÝγεις, 625
αμ' Üλλο τßβοτσ' απü με, κÜμε να μη γυρεýγεις."
ΠOIHTHΣ
AποχαιρετιστÞκασι κ' οι δυü την þρα εκεßνη,
και με τους αναστεναμοýς κλÜημα κουρφüν εγßνη.
Eμßσεψε ο Pωτüκριτος, κ' η AρετÞ ανεβαßνει
στην κÜμερÜ τση, κ' ηýρηκε τη NÝνα πρικαμÝνη. 630
TυφλÞ, βουβÞ, κι ολüκουφη σου φαßνετο πως Þτο,
και τσ' Aρετοýσας δε μιλεß, το τÝλος τση θωρεß το.
Müνον κουνεß την κεφαλÞν, κλαßγει κι αναστενÜζει,
σα φρüνιμη και των η-δυü τÝλος κακü λογιÜζει.
¹θεκε για να κοιμηθεß δαμÜκι η Aρετοýσα, 635
κ' εφαßνετü τση τ' Üκουσε πως τσ' εξαναμιλοýσα'.
Λüγιασε, ξαναλüγιασε, δÝ' τα, και καλοδÝ' τα
τÜ τσ' εßπεν ο Pωτüκριτος, üντεν αποχαιρÝτα,
και κÜθε λüγο μÝσα της εξüμπλιαζε κ' εθþρει,
κ' ýπνον ποτÝ στα μÜτια τση δεν Þβαλεν η Küρη. 640
Σ' τοýτην την παßδαν Þτονε κι ο Eρþκριτος ο αζÜπης,
θυμþντας τα συχνιÜ-συχνιÜ τα λüγια της AγÜπης.
Kαι τÜ του εßπε η AρετÞ, χßλιες φορÝς λογιÜζει,
και κÜθε λüγο διαμετρÜ, πþς πÜγει, πþς ταιριÜζει.
Aν εßν' κ' η AρετÞ αγρυπνÜ, και τοýτος δεν κοιμÜται, 645
κι ο γ-εßς κι ο Üλλος σ' μιÜ βουλÞ κι ανÜγκη τυραννÜται.
¹ρθεν η μÝρα η λαμπυρÞ, κ' οι Üλλοι üλοι εξυπνÞσαν,
μα αυτεßνοι οι δυü τα μÜτια τως ποτÝ δεν τα καμνýσαν.
180Kαι καταπþς εθÝκασιν, εδÝτσι εσηκωθÞκα',
κι ο γ-εßς κι ο Üλλος στην καρδιÜν Ýναν καημüν εγρßκα. 650
Eκεßνη η μÝρα να διαβεß, τως φαßνετο κ' εγßνη
χρüνος, κ' η Ýγνοια τση ΦιλιÜς ολημερνßς τους κρßνει.
Mε ΠεθυμιÜ ενιμÝνασι τση νýκτας το σκοτßδι,
κ' η μÝρα πÜντα βÜσανο και πεßραξη τως δßδει.
¹ρθεν το σκüτος κ' ηýρε τους, την þρα τως κατÝχουν, 655
πÜσι στον τüπον τως κ' οι δυü, χαρÜ μεγÜλην Ýχουν.
Ξανακινοýν τα ΠÜθη τως, και τüτε η Aρετοýσα
(πλιÜ λεýτερα και σπλαχνικÜ τα χεßλη τση εμιλοýσα')
Þρχισε κ' εφανÝρωνε του Pþκριτου, να μÜθει,
απü τα βÜθη τση καρδιÜς παραμικρü απ' τα ΠÜθη. 660
§Nýκτες πολλÝς τους πüνους τως στο παραθýρι λÝσι,
κι þρες σωποýν, üντε μιλοýν, κι þρες σωπþντας κλαßσι.
Eßχαν τη νýκτα λαμπυρÞ, κ' ημÝρα στο σκοτßδι,
το παραθýρι μοναχÜς παρηγοριÜ τως δßδει.
Oληνυκτßς οποý μιλοýν τους πüνους Ýναν Ýνα, 665
τως φαßνεται και τσ' Oυρανοýς ενοßγασι κ' εμπαßνα'.
Kαι την ημÝρα, οποý το φως τÜ θÝλου' δυσκολεýγει,
τως φαßνεται κι ο ΘÜνατος κι ο XÜρος τοýς γυρεýγει.
AλλÞλως συμβουλεýγουσι, να μην πολυσιμþνει
του Παλατιοý ο Pωτüκριτος, και τα κουρφÜ να χþνει. 670
K' η νýκτα μüνον τσ' Þσωνε, τον Πüθο να μιλοýσι,
κι αφτιÜ να μην τως-ε γρικοýν, μÜτια να μην τους δοýσι,
μην πÜ' να φανερþσουσι τÜ'ναι βαθιÜ χωσμÝνα,
και ξαγριÝψουν το ζιμιü πρÜματα μερωμÝνα.
EδÝτσι επÝρνα-ν ο Kαιρüς, κι üντε θαρροýν πως γιαßνουν, 675
οι πüνοι τως διπλþνουσι, τα ΠÜθη τως πληθαßνουν.
MιÜ νýκταν ο Pωτüκριτος θÝλει να ξεδειλιÜσει,
κ' εζÞτηξε της AρετÞς το χÝρι τση να πιÜσει.
APETOYΣA
ΛÝγει του· "Πλιü σου μην το πεις και μην το δευτερþσεις,
και μη ζητÞξεις, μη βαλθεßς στο χÝρι μου ν' απλþσεις. 680
Σε χÝρι γ-Þ σε μÜγουλο ποτÝ δε θες μου 'γγßξει,
þστε να φÝρουν οι καιροß, γλυκýς καιρüς ν' ανοßξει,
να το θελÞσει η Mοßρα μου, κι ο Kýρης να τ' ορßσει,
αλλιþς ποτÝ δεν το θωρεßς, ο Küσμος κι α' βουλÞσει.
Σþνει σε τοýτο μοναχÜς, λÝγω σου, να κατÝχεις, 685
εσý θÝ' να'σαι ο ¢ντρας μου, κ' Ýγνοια κιαμιÜ μην Ýχεις.
Kι ο Küσμος αν ξαναγενεß, Üλλον δεν κÜνω Tαßρι,
μüνον εσÝ, Pωτüκριτε¯κι Üφ'ς το για 'δÜ το χÝρι.
"Kι ο Kýρης σου την προξενιÜ, κÜμε να τη μιλÞσει
του PÞγα, και με τον Kαιρüν ολπßζω να νικÞσει. 690
Γιατß πολλÜ τον αγαπÜ, κι ορÝγεται κ' εσÝνα,
τσι χÜρες σου πολλÝς φορÝς εμßλειε μετÜ μÝνα.
Tην προξενιÜ σαν του την πει, λογιÜζω να τ' αρÝσει,
γιατß ÞκουσÜ του απü καρδιÜς πολλÜ να σε παινÝσει·
ορÝγεται τσι χÜρες σου και τα üμορφÜ σου κÜλλη, 695
κ' εις το ΠαλÜτι üντε σε δει, παßρνει χαρÜ μεγÜλη.
Λοιπüν, προθýμησε κ' εσý, και του Kυροý σου πÝ' το,
κι αν του μιλÞσει, γßνεται ο ΓÜμος, κÜτεχÝ το."
ΠOIHTHΣ
¸τοιας λογÞς η ΠεθυμιÜ κι ο Πüθος τοýς πειρÜζει,
που τ' Üσπρο, μαýρο λÝσιν-ε, το δρο[σ]ερü πως βρÜζει. 700
Δε γνþθουσι τη διαφορÜν, οποý'ναι πλιÜ παρ' Üλλη,
απ' Ýνα δουλευτÞ μικρü σε μιÜν KερÜ μεγÜλη,
μα λογαριÜζουν προξενιÜν του AφÝντη να μηνýσουν,
να πÜ' ν' αξÜψουν τη φωτιÜν, που πÜσκουσι να σβÞσουν.
H Aρετοýσα το κινÜ, κι ο Pþκριτος το πιÜνει, 705
και του Kυροý του να το πει στο λογισμüν του βÜνει.
(Tοýτον εδüθη σ' üλους μας· ü,τι κι αν πεθυμοýμεν,
μ' üλον οποý'ναι δýσκολον, εýκολον το κρατοýμεν.
K' εýκολα το πιστεýγομεν κεßνο που μας αρÝσει,
και κÜθα εßς σ' τοýτο μπορεß να σφÜλει και να φταßσει.) 710
KατÝχει τα κι ο Φßλος του, τη νýκταν ü,τι εκÜναν,
κ' εις-ε μεγÜλο λογισμüν ετοýτα τον εβÜναν.
Θωρεß το πρÜμα κ' εßναι ομπρüς, και βÜρος αξαμþνει,
να δυσκολÝψει δεν μπορεß, δε δýνεται, ουδÝ σþνει.
Kαι μÝρα-νýκτα ελüγιαζε το τÝλος του πραμÜτου, 715
κι ο Φßλος πλιü τÜ του'λεγε, δεν κÜνει ουδÝ γρικÜ του.
EβÜλθηκε ο Pωτüκριτος, κι ο Πüθος τον-ε βιÜζει,
και του Kυροý του να το πει ο-γλÞγορα λογιÜζει.
H προξενιÜ να μιληθεß, το γÜμο να τελειþσουν,
και τÜ κρατοýσανε κουρφÜ, να τα ξεφανερþσουν. 720
Γυρεýγει τρüπον, και καιρüν, και τüπο να του σÜζει,
για να μιλÞσει του Kυροý εκεßνα τÜ λογιÜζει.
Eýκολα ευρÝθη η αφορμÞ, κ' εξεφανÝρωσÝν τα,
κ' εκεßνα οποý'χε πεθυμιÜ, εßπε κ' εμßλησÝν τα.
¸στοντας να τον-ε θωρεß ο Kýρης του γνοιασμÝνον, 725
κι αδýναμον, πολλÜ χλομüν και κατηγορημÝνον,
δßχως φαγß, δßχως πιοτü, και να φυρÜ στα κÜλλη,
εßχ' Ýγνοιαν ο-για λüγου του, και παιδωμÞ μεγÜλη. ΠEZOΣTPATOΣ
ΛÝγει του μιÜ απü τσι πολλÝς· "Pωτüκριτε, Παιδß μου,
θωρþ σε πþς απüδωκες, και στην καρδιÜν πονεß μου. 730
ºντÜ'ναι αυτεßνοι οι λογισμοß, κ' ßντ' Ýγνοιες να σ' ευρÞκα',
και χολικεýγεσαι συχνιÜ, πÜντα θωρþ Ýχεις πρßκα;
ΠÝ' μου το, α' θες να παντρευτεßς, το γÜμο να μιλÞσω,
και να σου πÜρω üποιαν κι α' θες, να σε καλοκαρδßσω." ΠOIHTHΣ
Σαν το'κουσε ο Pωτüκριτος, δε θÝλει πλιü να χþσει 735
τÜ εκοýρφευγε, μα μερτικü θÝ' να ξεφανερþσει.
EPΩTOKPITOΣ
ΛÝγει του· "Kýρη και ΓονÞ, α' θÝλεις να με γιÜνεις,
βοýηθα μου στÜ σου θÝλω πει, γ-Þ γλÞγορα με χÜνεις.
OρÝγομαι να παντρευτþ με μιÜν οποý μ' αρÝσει,
κ' οι ομορφιÝς τση στην καρδιÜ συχνιÜ πολλÜ με καßσι. 740
Φρüνιμα πÝ' την προξενιÜ, σαν εßσαι μαθημÝνος,
να μ' αναστÝσεις το φτωχüν, οποý'μαι αποθαμÝνος."
ΠOIHTHΣ
O Kýρης του να τα γρικÜ, πολλÜ το καμαρþνει,
μα δεν ελüγιαζε ποτÝ κ' Ýτσι ψηλÜ ξαμþνει.
Kι απü καιρü ο φτωχüς γονÞς Þτον η πεθυμιÜ του, 745
να τον παντρÝψει, για να δει χαρÜ στα γερατειÜ του.
Mα τοýτον ο Pωτüκριτος δεν Þθελε ν' ακοýσει,
κι ουδÝ ποτÝ για παντρειÜν Þφηνε να του ποýσι.
K' εδÜ ν' ακοýσει ο Kýρης του πως το'πε μοναχüς του,
εχÜρη κι αναγÜλλιασε στÜ εμßλησεν ο γιüς του. 750 ΠEZOΣTPATOΣ
AπιλογÞθη σπλαχνικÜ, λÝγει· "EρωτüκριτÝ μου,
τοýτο που μου'πες σÞμερο, χαρÜν πολλÞ ÞδωκÝ μου.
Kεßνο που επεθυμοýσανε τ' αφτιÜ να σου γρικÞσου',
σÞμερο μου εφανÝρωσες, κ' εßπες την üρεξÞ σου.
ΠÝ' μου, σ' ποιüν τüπο ορÝγεσαι συμπεθεριü να κÜμω, 755
να ξετελειþσω το ζιμιü τον εδικü σου γÜμο."
ΠOIHTHΣ
Δε στÝκει πλιü ο Pωτüκριτος καιρü Üλλο ν' ανιμÝνει,
μα φανερþνει του Kυροý το πρÜμα καθþς πηαßνει.
Tα λüγια του παραθυριοý μüνο που δεν του λÝγει,
μα την AγÜπη ομολογÜ, και γιατρικü γυρεýγει. 760
§Σαν Þκουσεν ο γÝροντας πρÜμα τü δε λογιÜζει,
του εφÜνη μαýρο νÝφαλο το φως του σκοτεινιÜζει.
Tα μÝλη του ετρομÜξασι, το λßγον αßμα εχÜθη,
κι ολüτυφλος επüμεινε την þραν κ' εβουβÜθη.
Σα φρüνιμος ελüγιαζε, σα γνωστικüς εγρßκα, 765
εις ßντα ΠÜθη θÝ' να μπει, σ' ßντα καημüν και πρßκα.
ΠρÜμα μεγÜλο και βαρý, κι αμÝτρητο του εφÜνη,
κ' εθþρειε μιÜν πληγÞν κακÞν, που δεν μπορεß να γιÜνει.
184Kαι με τρομÜρα του κορμιοý και με μιλιÜ κλαημÝνη
στο τÝκνο απιλογÞθηκε, μ' üψιν αποθαμÝνη. 770
ΠEZOΣTPATOΣ
ΛÝγει του· "Δεν ανßμενα του Γιοý μου η φρονιμÜδα
Ýτοια ζαβÜγρα να μου πει, μουδ' Ýτοια κουζουλÜδα.
Aλλιþς σ' εκρÜτου', κι üλπιζα πως να σε δω μεγÜλο,
μα, σα θωρþ, εκομπþνουμου' κ' Þσφαλα δßχως Üλλο.
¹λεγα να'σαι φρüνιμος, Þλεγα να κατÝχεις, 775
μα, σα θωρþ, μηδÝ μυαλü και μηδÝ γνþσιν Ýχεις.
Tο Pιζικü παρακαλþ σÞμερο να βουηθÞσει,
ετοýτα, που μου μßλησες, Üλλος να μη γρικÞσει.
Γιατß σε θÝλουσι κρατεß μεγÜλον αφορμÜρη,
να θÝλει ο ψýλλος να βαστÜ 'νοýς λιονταριοý γομÜρι. 780
Kαι θÝλουσι σ' ανεγελÜ', üσοι κι αν σε κατÝχουν,
με δßκιο να σε ψÝγουσι, και πελελü να σ' Ýχουν.
K' εκεßνα, οποý με κοýρασες, εις Ýπαινο σ' εφÝρα'
σε τüσους χρüνους και καιροýς, να χÜσεις μιÜν ημÝρα.
"Kι αν πÜγει ο λüγος παραμπρüς, κι ο Bασιλιüς τ' ακοýσει, 785
μεγÜλες κακοριζικιÝς Ýχου' να μας ευροýσι.
Διþξε τσ' αυτοýς τσι λογισμοýς, υ-ΓιÝ, παρακαλþ σε,
γ-Þ πιÜσε, με το χÝρι σου, και ΘÜνατο μου δþσε,
για να μη ζω να σε θωρþ πþς Ýχεις ν' αποδþσεις,
α' δεν αλλÜξεις λογισμüν, τÜ'πες να μετανιþσεις. 790
Mη θες να καταφρονεθþ εδÜ στα γερατειÜ μου,
να μου φλακιÜσουν το κορμß, να χÜσω την εξÜ μου.
Ποιüς Ýχει στüμα να το πει, γλþσσα να το μιλÞσει;
Tου Bασιλιοý πþς να φανεß, üντε μου το γρικÞσει;
Tο τÝκνον του, τα μÜτια του, το μοναχü κλωνÜρι, 795
που μÞνυσε ο Pηγüπουλος γυναßκα να την πÜρει,
να τη ζητÞξει ο δουλευτÞς, για να την κÜμει Tαßρι;
Λüγιασε τοýτο α' γρικηθεß, πüσÜ'χει να μας φÝρει!
185ΠÜψε τα αυτÜ, και διþξε τα, ξαναπαρακαλþ σε,
κι αν Ýχεις Πüθο μÝσα σου, φρüνιμα τον-ε χþσε, 800
και πÜψε τον, το λογισμüν αυτüνο που σε κρßνει,
βÜλε νερü στα κÜρβουνα και σβÞσε το καμßνι·
να μην το μÜθει ο Bασιλιüς, κ' εκδικιωθεß την þρα,
και δþσει ξüμπλι μετÜ σε πολλ' Üσκημο στη Xþρα.
"TοýτÜ'σαν τα Ýργα τση τιμÞς, που εξÝτρεχες, Παιδß μου, 805
και τα'μορφα καμþματα, κ' Þπαιρνες την ευχÞ μου;
Kι Üνθρωπος δεν ευρÝθηκε και να σου πει ψεγÜδι,
μηδÝ ποτÝ τση νιüτης σου Þκαμες ασκημÜδι.
K' εδÜ πþς εκομπþθηκες και σ' Ýτοιαν Ýγνοια εμπÞκες,
και πορπατεßς δρüμον κακüν, και τον καλüν αφÞκες; 810
Aν αγαπÜς μιÜ σου KερÜν, η AγÜπη οποý δε μοιÜζει,
γλÞγορα φÝρνει βÜρεμα-ν, και γλÞγορα κουρÜζει."
ΠOIHTHΣ
Eγρßκα-ν του ο Pωτüκριτος, κι üξω λαλιÜ δε βγαßνει,
βαρÜ Þσανε τα μÜτια του κ' η üψη του αλλαμÝνη.
Kι ως εßδε πως ο Kýρης του το διÜταμα σκολÜζει, 815
αναδακρυþνει τακτικÜ και βαραναστενÜζει.
Kι απüκει αρχßζει να μιλεß και σιγανÜ να λÝγει
εκεßνο που'χει στην καρδιÜν, κ' η εμιλιÜ του κλαßγει.
EPΩTOKPITOΣ
"EκÜτεχÜ το, Kýρη μου, τον πüνο μου ως γρικÞσεις,
πως δεν το θÝλεις συβαστεß να με παρηγορÞσεις. 820
Γιατß τα τüσα γερατειÜ την üρεξη μαργþνουν,
τη δýναμη λιγαßνουσι, το φüβο δυναμþνουν.
Tο φλÝμα σαν επλÞθυνε, και σαν το αßμα χÜσουν,
κÜθε ελαφρü τþς φαßνεται βαρý να δικιμÜσουν.
Δεν Ýχουσιν αποκοτιÜν, το φως τως ολιγαßνει, 825
και το βραστü τση ζÞσης τως εσβÞνει και κρυγαßνει.
Ξεραßνει το η ανÜδοση, το δρüσος τση θροφÞς τως·
λιγαßνει, και κοντεýγεται το μÜκρος τση ζωÞς τως.
186Λοιπüν, ΓονÞ μου, αν-ε δειλιÜς, δßκιο μεγÜλον Ýχεις,
τση νιüτης τα καμþματα στα γÝρα δεν κατÝχεις. 830
"Kι αν εßν' και με τα λüγια μου σÞμερο επεßραξÜ σε,
λησμüνησε το σφÜλμα μου, και πλιü μην το θυμÜσαι.
Kαι δος μου, σε παρακαλþ, με σπλÜχνος την ευχÞ σου,
και απüκει μη με τÜξεις πλιü για τÝκνο, για παιδß σου.
Kαι θÝ' να πÜ' να ξοριστþ εις Üλλη γην και μÝρη, 835
κι ουδÝ για λüγου μου κιανεßς μαντÜτο μη σου φÝρει.
¸να μαντÜτο μοναχÜς για μÝνα θες γρικÞσει,
οποý καημüν εις την καρδιÜν πολýν σου θÝλει αφÞσει·
μÜθεις το θες κι απüθανα, κ' εις την ξενιÜ μ' εθÜψαν,
κ' οι ξÝνοι εμαζωχτÞκασι, κι ωσÜν ξÝνο μ' εκλÜψαν. 840
EδÜ μοý δþσε το φαρß, οποý'ναι αναθρεφτü μου,
κ' Ýνα κοντÜρι και σπαθß μüνο στο μισεμü μου.
T' Üλλα φαριÜ και τ' Üρματα ας εßναι εις την εξÜ σου,
να τα θωρεßς θυμþντας μου, να καßγουν την καρδιÜ σου.
"H γλþσσα σου του Bασιλιοý ας το'θελε μιλÞσει, 845
ποýρι για μιÜ δεν Þβανε φωτιÜ να μας κεντÞσει.
ΛογιÜσει το'θελε κι αυτüς, πως η AγÜπη η τüση,
οποý βαστÜς στο TÝκνο σου, εκüμπωσε τη γνþση.
Kι αν του'θελε φανεß βαρý, να σε καταδικÜσει,
Þθελες δει τη μÜνητα με μÝρες να περÜσει. 850
Kι αλÜφρωνες το λογισμüν κεßνον που κρßνει εμÝνα,
σαν εßχα δει κι ü,τ' ημπορεßς, δεν Þλειψε απü σÝνα.
Nα βÜλεις νουν και λογισμüν, και τρüπο να γυρÝψεις,
με την Aφεντοποýλα μας να δεις να με παντρÝψεις.
Kι ο Kýρης τση α' δεν Þθελε, κ' ευρÝθη μανισμÝνος, 855
Ýτοιας λογÞς επüμενα, ΓονÞ μου, αναπαημÝνος.
Mα δßχως να το πεις εσý, και να το δικιμÜσεις,
να θες με τα διατÜματα μüνο να με περÜσεις,
187εδÜ με χÜνεις, και γοργü πÜγω να βρω τον ¢δη,
και κÜθου με το Bασιλιü να συμβουλÜτε ομÜδι. 860
Kαι την ευχÞ σου εζÞτηξα, δος μου τη, μην αργÞσεις,
και κÜμε πÝτραν την καρδιÜ να μου ξελησμονÞσεις.
Tην αφορμÞ τση MÜνας μου μην την-ε πεις να μÜθει,
ßντÜ'χα κ' εξορßστηκα κ' ετÝλειωσα στα ΠÜθη.
Kýρη μου, σ' τοýτα οποý μιλþ, παρακαλþ σε, α' σφÜλλω, 865
συμπÜθησÝ μου, και καημüν Ýχω πολλÜ μεγÜλο.
Δεν εßμαι εγþ που σου μιλþ, Üλλος μου τ' αρμηνεýγει,
εκεßνος οποý την καρδιÜν πληγþνει και δοξεýγει."
ΠOIHTHΣ
Ως εßδεν ο Πεζüστρατος πρÜμα οποý δεν ολπßζει,
εμπαßνει σ' Üλλο λογισμü, σ' Üλλη βουλÞ γυρßζει. 870
K' εβÜλθη, πριν παρÜ να δει, ο Γιüς του να μισÝψει,
τρüπον πιτÞδειον κι üμορφο φρüνιμα να γυρÝψει,
και να το πει του Bασιλιοý, κι ως του φανεß ας το πιÜσει,
παρÜ να δει στα γερατειÜ τÝτοιον υ-Γιü να χÜσει.
Kαι με το σπλÜχνος, σα γονÞς, Þρχισε να τον πιÜνει, 875
και να τον-ε παρηγορÜ για το 'γνοιανü ΣτεφÜνι.
ΠEZOΣTPATOΣ
ΛÝγει του· "υ-ΓιÝ, γιατß θωρþ κ' εßσαι σε τÝτοια κρßση,
κι ο λογισμüς οποý'βαλες δε θÝλει να σ' αφÞσει,
εβÜλθηκα για λüγου σου, τü δεν μπορþ, να κÜμω,
και να γενþ προξενητÞς στον Üμοιαστü σου γÜμο. 880
Kι αν-ε μανßσει ο Bασιλιüς, ως του φανεß ας το πιÜσει,
και τη ζωÞ δεν την ψηφÜ Üνθρωπος, σα γερÜσει."
ΠOIHTHΣ
Oλüχαρος επüμεινεν ο Γιüς του, να γρικÞσει,
πως του'ταξεν ο Kýρης του το γÜμο να μιλÞσει.
Περßσσα του ευχαρßστησε, κι απ' τη χαρÜν του κλαßγει, 885
πλιü δε μιλεß για μισεμοýς, για ξενιτιÜ δε λÝγει.
Γονατιστüς τον προσκυνÜ, με φρüνεψη και τÜξη,
Þξευρεν üλα τα πρεπÜ, πριν Üλλος τον διατÜξει.
188§Eκεßνη η μÝρα επÝρασε, κ' η Üλλη ξημερþνει,
κι ο Kýρης του Pωτüκριτου γλυκαßνει και μερþνει. 890
Δε θÝλει πλιü να καρτερεß, κι ο Γιüς του να'χει κρßση,
μα εβÜλθηκε την προξενιÜν ετοýτη να μιλÞσει.
EπÞγεν εις του Bασιλιοý, να τον-ε δικιμÜσει,
κ' ελüγιαζεν απü μακρÜ με ξüμπλια να τον πιÜσει.
AγÜλια-αγÜλια αρχßνισεν αποκοτιÜ να παßρνει, 895
και μιÜν και κι Üλλη αθιβολÞ αλλοτινÞν τοý φÝρνει.
ΠEZOΣTPATOΣ
ΛÝγει· "Στους παλαιοýς καιροýς, που'σα' μεγÜλοι ανθρþποι,
τα πλοýτη και Bασßλεια εκρÜζουνταν-ε κüποι,
'πειδÞ ετιμοýσανε πολλÜ της αρετÞς τη χÜρη,
παρÜ τσι χþρες, τσ' AφεντιÝς, τα πλοýτη, το λογÜρι. 900
K' εσμßγασι τα τÝκνα τως οι AφÝντες οι μεγÜλοι
με τους μικροýς, οποý'χασι γνþσιν, αντρειÜ, και κÜλλη.
¼λα τα πλοýτη κι AφεντιÝς εσβÞνουν και χαλοýσι,
κι üντεν αλλÜσσουνται οι Kαιροß, συχνιÜ τα καταλοýσι.
Mα η γνþση εκεß οποý βρßσκεται, και τσ' αρετÞς τα δþρα, 905
ξÜζου' Üλλο παρÜ BασιλειÜ, παρÜ χωριÜ, και Xþρα.
Oυδ' ο Tροχüς δεν Ýχει εξÜν, ως θÝλει να γυρßσει,
τη γνþσιν και την αρετÞν ποτÝ να καταλýσει."
ΠOIHTHΣ
K' Þφερνε ξüμπλια απü μακρÜ, πρÜματα περασμÝνα,
και καταπþς του σÜζασι, τα'λεγεν Ýνα-ν Ýνα. 910
Mε τοýτες τσι παραβολÝς αγÜλια-αγÜλια σþνει
εις το σημÜδι το μακρý, κ' Þρχισε να ξαμþνει.
AποκοτÜ δυü-τρεις φορÝς να το ξεφανερþσει,
κι οπßσω τον εγιÜγερνε κ' εκρÜτειεν τον η γνþση.
Στο ýστερον ενßκησεν η AγÜπη του Παιδιοý του, 915
και φανερþνει τα κουρφÜ και τα χωστÜ του νου του.
PHΓAΣ
Mα ως ενεχÜσκισε να πει την προξενιÜν του γÜμου,
του λÝγει ο PÞγας· "ΠÞγαινε, και φýγε απü κοντÜ μου!
189Πþς εβουλÞθης κ' εßπες το, λωλÝ, μισαφορμÜρη,
γυναßκα του ο Pωτüκριτος την AρετÞ να πÜρει; 920
Φýγε το γληγορýτερο, και πλιü σου μην πατÞσεις
εις την AυλÞν του Παλατιοý, και κακοθανατßσεις!
Γιατß σε βλÝπω ανÞμπορο, γιαýτος δε σε ξορßζω,
μα ο γιüς σου μην πατÞσει πλιü στους τüπους οπ' ορßζω.
TÝσσερεις μÝρες, κι üχι πλιÜ, του δßδω να μισÝψει, 925
τüπους μακροýς κι αδιÜβατους ας πÜγει να γυρÝψει.
Kαι μην πατÞσει, þστε να ζω, στα μÝρη τα δικÜ μου,
αλλιþς του δßδω ΘÜνατο για χÜρισμα του γÜμου.
K' εκεßνο που αποκüτησες κ' εßπες τοýτην την þρα,
μη γρικηθεß, μην ακουστεß σ' Üλλο εδεπÜ στη Xþρα, 930
και κÜμω πρÜμα-ν εις εσÝ, οποý να μη σ' αρÝσει,
να τρÝμου' üσοι τ' ακοýσουνε, κ' εκεßνοι οποý το λÝσι.
Δε θÝλω πλιü να σου μιλþ· στο PÞγα δεν τυχαßνει
τα τüσα να πολυμιλεß. Kι απüβγαλ' τον, να πηαßνει."
ΠOIHTHΣ
Mε φüβον ο Πεζüστρατος μισεýγει απ' το ΠαλÜτι, 935
κ' ετρÝμασι τα γüνατα στα ζÜλα οποý επορπÜτει.
H εμιλιÜ του εχÜθηκεν, ελßγανε η πνοÞ του,
κÜτω στον ουρανßσκο του εσýρθη-ν η φωνÞ του.
Kαι με τρομÜρα κ' εντροπÞ στο σπßτι του γιαγÝρνει,
και το μαντÜτο το πρικý εις τον υ-Γιüν του φÝρνει. 940
EδÝρνετο στα γüνατα, κ' Þσυρνε τα μαλλιÜ του,
πως Þσφαλε τ' AφÝντη του εδÜ στα γερατειÜ του.
ΠEZOΣTPATOΣ
ΛÝγει του· "Δεν σου το'λεγα, υ-ΓιÝ μου, να σκολÜσεις
το λογισμüν οποý'βαλες, κι Üλλη βουλÞ να πιÜσεις;
K' εσý εξεπÜτησες κ' εμÝ σ' πρÜματα κομπωμÝνα, 945
κι οργßστηκÝ μου AφÝντης μου, και χÜνω σε κ' εσÝνα.
Που μ' εßχεν ακριβüν πολλÜ, και συμβουλÜτορÜ του,
κ' εδÜ'χασα τα θÜρρη του, κ' Ýχω την üχθρητÜ του.
190"K' εις τοýτο τüσο δε θωρþ, μα εσý να μου μακρýνεις,
να πορπατεßς στην ξενιτιÜν, ολüτυφλο μ' αφÞνεις. 950
Kαι πüτες να σ' ακαρτερþ, πüτες να σ' ανιμÝνω,
οποý'μαι γÝροντας πολλÜ, και γλÞγορα αποθαßνω;
Πþς να φανεß τση MÜνας σου, εδÜ στα γερατειÜ τση;
ΩσÜν την εκατÜστεσες, υ-ΓιÝ μου, σφÜκελλÜ τση!
Που την ολπßδα τση εις εσÝ-ν εßχε αποκουμπισμÝνη, 955
κ' εδÜ μισεýγεις, και βουβÞ, κουφÞ, ζουγλÞ απομÝνει.
"ºντÜ'χα κι αφουκροýμου σου, κ' Þσφαλα Ýτσι περßσσα;
Πþς τÜ'λεγες δεν Ýδιωξα, μ' Üφηκα κ' ενικÞσα';
KαλÜ το λÝγει ο φρüνιμος, ο λüγος πως κομπþνει,
κ[' η] τüση AγÜπη του παιδιοý, τον ομυαλü ζαβþνει. 960
Eθþρουν το, το βλÜψιμο, κ' ημπüρου' να το φýγω,
κι ο λογισμüς σου εσκüλαζεν εις-ε καιρüν ολßγο.
K' εγþ εκομπþθηκα εýκολα, ο-για να σου αφουκροýμαι,
κ' εδÜ'χω ζÜλες σκοτεινÝς, και δεν κατÝχω ποý'μαι.
Eßς λüγος εßναι παλαιüς, κι αληθινüν τον κρßνω· 965
"¼ποιος φουκρÜται κοπελιοý, γßνεται σαν κ' εκεßνο."
Aς εßχα κÜμει üξω του νου, κι ας Þθελα σ' αφÞσει,
κι ας εßχες κλÜψει μιÜ και δυü, κι ας Þθελες μανßσει,
ετοýτ' üλα επερνοýσανε κι ο-γλÞγορα εδιαβαßνα'.
Mα εδÜ εχαλÜστηκες εσý, κ' εχÜλασες κ' εμÝνα." 970
ΠOIHTHΣ
¹στεκε κι αφουκρÜτονε ο Γιüς του ο πληγωμÝνος,
δεν Þξευρε γ-Þ ζωντανüς Þτον, γ-Þ αποθαμÝνος.
ΠολλÜ μεγÜλη καταχνιÜ κι αντÜρα τον πλακþνει,
τα μÜτια του εσκοτεßνιασε, κ' εις την καρδιÜν του σþνει.
¹τρεμεν üλο το κορμß κ' η δýναμÞ του εχÜθη, 975
τα μÜτια δεν εβλÝπασι, το στüμα-ν εβουβÜθη.
ΠοτÝ του δεν το ελüγιαζεν Ýτοια φωνÞ ν' ακοýσει,
ουδÝ μαντÜτα Ýτσι πρικιÜ να'ρθουνε να του ποýσι.
191Aντρειεýγετο üσον το μπορεß ο-για τον κακομοßρη,
το γÝρον τον ανÞμπορον, τον πρικαμÝνον Kýρη. 980
Kι αρχßζει να παρηγορÜ με σπλÜχνος το ΓονÞ του,
για τüτες δεν εγýρευγε την παßδα τη δικÞ του.
EPΩTOKPITOΣ
ΛÝγει του· "Kýρη, μη δειλιÜς, μην τρÝμεις, μη φοβÜσαι,
και τÜ σου τα'πε ο Bασιλιüς, μη στÝκεις ν' αφουκρÜσαι.
ºντα μεγÜλον Þτονε στην προξενιÜν ετοýτη; 985
KαθÝνας πÜντα πεθυμÜ να'χει AφεντιÝς και πλοýτη·
ο Kýρης πÜντα, κι ο ΓονÞς, με προθυμιÜ γυρεýγει,
τα τÝκνα εις μεγαλüτητες και πλοýτη ν' αναπεýγει.
Kι αν εßν' και τοýτη η ΠεθυμιÜ εκßνησε κ' εσÝνα,
κ' εξÝδραμες, ωσÜ ΓονÞς, να'βρεις καλü για μÝνα, 990
ßντα μεγÜλον Þτονε, κ' ßντα κακüν εγßνη,
ο Γιüς σου αν επεθýμησες αφÝντης ν' απομεßνει;
H μÜνητα του Bασιλιοý εßναι δßχως θεμÝλιο,
με τον καιρü σκολÜζεται, το κλÜημα φÝρνει γÝλιο.
Kαι κÜμε, μην πρικαßνεσαι, και πÜγω να μακρýνω, 995
για να σκολÜσει ο Bασιλιüς το λογισμüν εκεßνο.
Kαι καταπþς θες δει κ' εσý την üχθρητα του PÞγα,
πορεýγου, κ' οι ολπßδες μου ακüμη δεν εφýγα'.
Kι Üφ'ς τον-ε ποýρι τον Kαιρü να πορπατεß, να πηαßνει,
κι αν εκακοýργησε η πληγÞ, καλüς γιατρüς τη γιαßνει." 1000
ΠOIHTHΣ
Δεßχνει πως δεν πρικαßνεται, για να παρηγορÞσει
τον Kýρην του, που βρßσκεται εις-ε μεγÜλην κρßση.
Mε ταπεινüτητα ζητÜ, συμπÜθιο να του δþσει,
απεßτις και για λüγου του εκüμπωσε τη γνþση,
κ' επÞγε κ' εßπε προξενιÜ, κ' εμπÞκε σ' Ýτοια βÜρη, 1005
για να του δþσει αλÜφρωσιν, καλÞν καρδιÜ να πÜρει.
Tοýτους για 'δÜ ας τσ' αφÞσομεν τα ΠÜθη να μιλοýσι,
κι ας ποýμε για την AρετÞ, που πÞγε για ν' ακοýσει
192εις του Kυροý τση αθιβολÞ στην προξενιÜν εκεßνη,
κ' Ýχει μεγÜλο λογισμüν κ' Ýγνοια οποý την-ε κρßνει. 1010
Eυρßσκει τον, κ' εκÜθουντον, και εφαßνουντü του η ζÜλη,
κι ακουμπιστüν στη χÝρα του Þκλινε το κεφÜλι.
K' η AρετÞ, οποý γνþριζεν ßντÜ'ναι η Ýγνοια εκεßνη,
για κüμπωμα, πασßχαρη και σπλαχνικοýλα εγßνη.
APETOYΣA
ΛÝγει του· "AφÝντη, ßντÜ'ναι αυτοý, και κÜθεσαι εγνοιασμÝνος, 1015
βαρüκαρδος, και μοναχüς, κι αποσυννεφιασμÝνος;
H γνþση σου τα βÜρητα και λογισμοýς ενßκα,
κ' εδÜ ßντα πρÜμα-ν εγνοιανü σου'φερε τüση πρßκα;"
PHΓAΣ
Ως Þκουσε τα λüγια της ο σπλαχνικüς τση Kýρης,
λÝγει· "Aρετοýσα, κÜτεχε πως Þρθε ο νοικοκýρης 1020
εκεßνος οποý ορÝγομαι να σου τον κÜμω ταßρι.
ΓιÜ δÝ', Παιδß μου, εßς κουζουλüς πüσα μπορεß να φÝρει!
Γρßκησε μιÜν αποκοτιÜ κι αδιαντροπιÜ μεγÜλη
του ΠεζοστρÜτου του λωλοý, που'ρθε ν' αναθιβÜλει
για τον υ-γιüν του προξενιÜν, Üφοβα να μιλÞσει, 1025
να μη δειλιÜσει, να ντραπεß, μα να το αποκοτÞσει.
Eις τα καλÜ μου μ' εýρηκε, να ζÞσεις, ΘυγατÝρα,
αμÝ κακÞ για λüγου του Þτον ετοýτη η μÝρα.
ΓιÜ δÝ' Ýνα γÝρον πελελüν, που εθÝλησε να δρÜμει,
να βουληθεß με BασιλιÜ συμπεθεριü να κÜμει! 1030
Ποýρι εßπα του μες στην AυλÞ πλιü του να μην πατÞσει,
και ν' αποβγÜλει τον υ-γιü, και να τον-ε ξορßσει.
"ΓλÞγορα σε παντρεýγω εγþ με PÞγα, ΘυγατÝρα,
κι οψÝς αργÜς την προξενιÜν, τη νýκτα, μας εφÝρα'.
Tοýτü'ναι το Aφεντüπουλο, που το BυζÜντιο ορßζει, 1035
και κÜθε εßς τον επαινÜ, οποý τον-ε γνωρßζει.
Tοýτος εßναι οποý του'δωκε η MÜνα σου στη χÝρα
τον ομορφüτατον Aνθüν εκεßνην την ημÝρα.
193Kι οποý με τüσες Ýπαρσες, και μ' AφεντιÜ μεγÜλη
στη Xþραν Þρθε, κ' ßσα του δεν Þσαν πλιü τως Üλλοι. 1040
Kαι μετ' αυτüν ελüγιαζα γÜμο να ξετελειþσω,
ταßρι του, και γυναßκα του γλÞγορα να σε δþσω.
Δεν εßν' καιρüς να σε κρατþ, μα εδÜ που ζοýμεν üλοι,
να τη χαροýμε, MÜνα μου, του γÜμου σου τη σκüλη."
ΠOIHTHΣ
'Tü'κουσεν ßντ' απüφαση του ΠεζοστρÜτου εδüθη, 1045
μεγÜλο πρÜμα-ν Þτονε, το πως δεν ελιγþθη.
AπιλογιÜ απ' το στüμα τση, ουδÝ μιλιÜ δε βγαßνει,
μα'δειχνε πως η εντροπÞ την κÜνει και σωπαßνει.
Kαι μην μπορþντας να γρικÜ, κ' επλÜντα-ν η καρδιÜ τση,
βρßσκει αφορμÞν κ' εμßσεψε, πÜγει στην κÜμερÜ τση. 1050
AγκουσεμÝνη ευρßσκουντον πολλÜ την þρα κεßνη,
παρηγοριÜν ενßμενε να βρει απü τη Φροσýνη.
Σκýφτει, περιλαμ[π]Üνει την, κ' εστÜθηκεν ομπρü[ς] τση,
και με τα δÜκρυα τα συχνιÜ βρÝχει το πρüσωπü τση.
K' εκεß οποý εκατεβαßνασιν, Þταν του Hλιοý η ακτßνα, 1055
μαργαριτÜρια εφαßνουνταν üλα τα δÜκρυα εκεßνα.
§BουλÞν την-ε παρακαλεß γλÞγορα να τση δþσει,
μην την αφÞσει να χαθεß κι Üδικα να τελειþσει.
Tον ΠεζοστρÜτη ο Kýρης της Þδιωξε απ' το ΠαλÜτι,
κ' Ýτοιο μαντÜτο ξαφνικü βλÜφτει την και φυρÜ τη. 1060
K' εßναι το πλιÜ χερüτερον, κι οποý βαθιÜ τσ' αγγßζει,
γιατß και τον Pωτüκριτον πολλÜ μακρÜ ξορßζει.
Kι απü PηγÜδων προξενιÜ του'ρθε την þραν τοýτη,
κ' ελßξεψε στην AφεντιÜν και στα μεγÜλα πλοýτη.
K' Þβαλε μες στο λογισμüν, το γÜμο να τελειþσει, 1065
του Bασιλιοý του Bυζαντιοý νýφη να την-ε δþσει.
Kαι τη βουλÞν τση πεθυμÜ, κι αρμÞνεμα γυρεýγει,
μ' üλον οποý η AγÜπη τση κι ο Πüθος τσ' αρμηνεýγει.
194Γιατß δε θÝλει μοναχÞ, να κÜμει τÜ'χει ο νου[ς] τση,
μα εγýρευγε κι αλλοý βουλÞ στ' Üκουσε του Kυροý τση. 1070
H NÝνα, σ' τοýτα τÜ γρικÜ, χαρÜν και πρßκαν Ýχει,
κ' Þδωκε γνωστικÞ βουλÞ σ' εκεßνο που κατÝχει.
Eßχε χαρÜ, γιατß γρικÜ κι ο PÞγας να ξορßσει
εβÜλθη τον Pωτüκριτον, κ' Ýχει η φωτιÜ να σβÞσει.
Kαι πÜλι, να την-ε θωρεß σαν ξεπεριορισμÝνη, 1075
ετοýτη η Ýγνοια τη φτωχÞν πολλÜ την-ε βαραßνει.
NENA
ΛÝγει τση· "ΘυγατÝρα μου, 'πειδÞ ο καιρüς δε σÜζει,
κι ο Kýρης σου για παντρειÜ μ' Üλλον σε λογαριÜζει,
Üφ'ς τον-ε τον Pωτüκριτο, διþξε την Ýγνοια τοýτη,
να μπεις KερÜ στην AφεντιÜν κ' εις τα μεγÜλα πλοýτη. 1080
ΩσÜν σου πρÝπει να γενεßς, και πλιüτερα μεγÜλη,
μην πÜ' να χαμοκυλιστοýν μιÜς Pηγοποýλας κÜλλη.
Tο πρÜμα οποý'χει δυσκολιÝς, το πρÜμα οποý δε μοιÜζει,
οποý'χει γνþση, ας το θωρεß, κι ομπρüς ας το λογιÜζει.
¼ντε σου δßδουν τσι βουλÝς, προθυμερÜ τσι πιÜνε, 1085
κι üποια επληγþθη εις την τιμÞν, ποτÝ τση δεν εγιÜνε.
Aπü την πρþτη ü,τ' Þλεγα, ας το'θελες θυμÜσαι,
και τσι βουλÝς μου τσι καλÝς ας εßχες αφουκρÜσαι.
"M' ας εßναι, ü,τι δεν Þκαμες, κÜμε το εδÜ, Παιδß μου,
Üφ'ς τον-ε τον Pωτüκριτον, και πιÜσε τη βουλÞ μου. 1090
Διþξε την, την AγÜπην του, δεν εßναι αυτüς για σÝνα,
και μη θυμÜσαι, να δειλιÜς, τÜ'χετε μιλημÝνα.
Aν εßν' κ' εμßλησες, KερÜ, ποýρι Üλλο δεν εγßνη,
κι ο Üνεμος επÞρε την, την εμιλιÜν εκεßνη.
Aυτüς δε θÝλει πει ποτÝ, γιατ' εßναι δουλευτÞς σου, 1095
λüγον κιανÝναν Üσκημο, να βλÜψει την τιμÞ σου.
Σα δοýλος θÝλει σε θωρεß, κι üντε σ' αναντρανßσει,
δε θÝλει πÜρει αποκοτιÜ, ποτÝ να σου μιλÞσει.
195Σα διþξεις την AγÜπην του, κι ωσÜν του λησμονÞσεις,
και σα φυσÞξεις το κερß, οποý'ψες, να το σβÞσεις, 1100
και δει το, και γνωρßσει το, πως εßναι στο σκοτßδι,
χÜνει τσ' ολπßδες, οποý εδÜ ο ¸ρωτας του δßδει,
κι απ' τους κακοýς του λογισμοýς και πεßραξες εβγαßνει,
κι ωσÜν και πρþτα δουλευτÞς του Παλατιοý απομÝνει.
Kαι θÝλει βρει να παντρευτεß σ' τüπον που να του μοιÜζει, 1105
κ' εκεßνα οποý εμιλÞσετε, ποτÝ να μη λογιÜζει.
"Σαν κοπελιÜ Þσφαλες κ' εσý, κ' εβÜλθης να μιλÞσεις
του Pþκριτου, μα σÜζεται το σφÜλμα σαν τ' αφÞσεις.
Müνον μην πÜγει παραμπρüς το σφÜλμα το δικü σου,
κι αν Þπεσες, ΠαιδÜκι μου, γεßρου γοργü, σηκþσου. 1110
Λßγο αν ανεμουρδþθηκε το ροýχο, πÜστρεψÝ το,
το πρÜμα-ν οποý εδÜνεισες, γιÜγειρε κ' ÝπαρÝ το.
Kι αν σου πονεß ν' απαρνηθεßς τον Πüθον, και βαραßνεις,
λüγιασε τα καλýτερα, KερÜ μου, οποý κερδαßνεις.
Διþχνεις τη στρÜταν την κακÞ, δρüμον καθÜριον πιÜνεις, 1115
πολλÜ μεγÜλην αλλαξÜν και παινεμÝνην κÜνεις.
ΔιαλÝγεις πλοýτη κι AφεντιÝς, και δεν ψηφÜς τα λßγα,
κι αφÞνεις Ýνα δουλευτÞν, και παßρνεις Ýνα PÞγα."
ΠOIHTHΣ
Tοýτα ν' ακοýει η AρετÞ, Ýσειε την κεφαλÞ τση,
και λÝγει, εκεßνο τü γρικÜ, κÜνει το μοναχÞ τση. 1120
Kαι τση Φροσýνης τη βουλÞν πλιü δεν την-ε γυρεýγει,
τον ¸ρωτα Ýχει δÜσκαλον, κ' εκεßνος τσ' αρμηνεýγει.
Kαι δßχως Üλλο εβÜλθηκε βαθιÜ να θεμελιþσει
τον Πüθον τση, κι ü,τ' Þγραψε δε θÝλει πλιü να λιþσει.
APETOYΣA
"Γιατß το γρÜμμα στην καρδιÜν εßναι δßχως μελÜνι, 1125
και δεν μπορεß πλιü να λιωθεß, παρÜ üντεν αποθÜνει.
Kι απüψε ν' αρραβωνιαστþ βοýλομαι μετÜ κεßνο',
να'ν' ¢ντρας μου, και Tαßρι μου, κι Üλλης δεν τον αφÞνω.
196Kι üρκο φρικτü ν' αμνüξομεν, και πÜντα να κρατοýμεν
τον Πüθο μας αμÜλαγον, ü,τι Kαιρüν κι α' ζοýμεν. 1130
Kαι του Kυροý μου να το πω, σε παντρειÜ αν με σφßξει,
πως μ' Üλλον ¢ντρα δε θωρþ, και μοιÜζει, να με σμßξει.
Γιατß Þταξα του Pþκριτου σýντροφο να τον κÜμω,
και χßλιοι χρüνοι αν-ε διαβοýν, μ' Üλλον δε θÝλω γÜμο.
Kι ας εßναι κ' εις την ξενιτιÜν, κι ας εßναι κ' εις τα ξÝνα, 1135
εγþ να'μαι για λüγου του, κ' εκεßνος ο-για μÝνα.
Kαι δε λογιÜζω Ýτοια απονιÜ πως να'βρω του Kυροý μου,
να θÝ' να δþσει ΘÜνατον Üδικα του κορμιοý μου.
ΠÜλι, αν το κÜμει η γνþμη του, και θÝ' να μ' αποθÜνει,
εγþ κÜλλιÜ'χω ΘÜνατον, παρÜ στανιü στεφÜνι." 1140
ΠOIHTHΣ
Tοýτα τα λüγια τα εγνοιανÜ, τα πλιÜ βαρÜ απü τ' Üλλα,
τη NÝνα σ' Üλλους λογισμοýς, βαρýτερους εβÜλα'.
K' εχÜθηκε το αßμα τση, το φως των αμματιþν τση,
και του νεκροý το πÜχνισμα εßχε το πρüσωπüν τση.
¹τρεμεν üλο το κορμß, κ' η δýναμÞ τση εχÜθη, 1145
λογιÜζοντας τα βÜσανα και τσ' AρετÞς τα ΠÜθη.
NENA
ΛÝγει τση· "ºντÜ'ναι τÜ μιλεßς; Eσý εßσαι, Þ τÜχα Üλλη;
Kαι ποý'βρες την αδιαντροπιÜν, οποý'χεις, τη μεγÜλη
και μελετÜς Ýτοιας λογÞς του PÞγα να μιλÞσεις;
Πþς Ýχεις γλþσσα να το πεις, καρδιÜ ν' αποκοτÞσεις; 1150
Kαι ποý'ναι η τÜξη σου, AρετÞ, κι αφÞκες την κ' εχÜθη,
κ' εψυγομαραθÞκασι της ευγενειÜς σου τ' Ü'θη;
'Tü'χες γρικÞσει αλλοý να πει λüγο για Πüθου οδýνη,
το πρüσωπο εκοκκßνιζες, κ' Þξαφτες σαν καμßνι.
K' εßχες τον ¸ρωτα [οχου]θρüν, κ' εμßσας τον περßσσα, 1155
κ' εδÜ, AρετÞ μου, πρÜματα Üφαντα σ' ενικÞσα'.
"Eγþ βουλÞ ουδÝ θÝλημα ποτÝ δε θÝλω δþσει,
εις την τιμÞ ενοýς Bασιλιοý γ-εßς δουλευτÞς ν' απλþσει.
197Nα δει τÝτοιο ανεπüλπιστον, εδÜ στα γερατειÜ του,
να'ν' ¢ντρας σου ο Pωτüκριτος, οποý'σαι εσý KερÜ του. 1160
Πþς να το συβαστþ, AρετÞ, και θÝλημα να βÜλω,
και να σ' αμπþσω να χαθεßς σ' Ýτοιο γκρεμνü μεγÜλο;
Tα ΠÜθη σου θÝ' να'ν' πολλÜ με τον καλü σου Kýρη,
ανßσως σ' Ýτοιο κÜμωμα το Pιζικü σε σýρει.
"Kι απÜνω σ' üλα, κÜτεχε, κι ο PÞγας θανατþνει 1165
αυτüνο, και τον Kýρην του σαν πßβουλο ζυγþνει.
Kι ü,τι κι αν Ýχουν, χÜνουν τα, το σπßτι τως ερμßζει,
α' σου γρικÞσει να του πεις πρÜμα που δεν ολπßζει.
Kι üπου κι α' θÝ' να ξοριστεß, πÝμπει να τον ξεδρÜμει,
να τον ευρεß, κι απÜνω του κρßσιν πρικιÜ να κÜμει. 1170
"¢λλαξε, ΘυγατÝρα μου, το λογισμüν αυτεßνο,
γ-Þ εγþ μακραßνω αποδεπÜ, και μοναχÞ σ' αφÞνω.
Δε θÝλω κι Üνθρωπος να πει, εις-ε καιρüν κιανÝνα,
πως εις ετοýτα μιÜ βουλÞ Þμουνε μετÜ σÝνα.
AνÜθεμα Ýτοιαν üρεξη, κακÞ þρα σ' Ýτοια γνþμη! 1175
Tüσα δεν τα εβαρÝθηκες τα βÜσανÜ [σου] ακüμη,
να διþξεις Ýτοιο λογισμü, να φýγει απü κοντÜ σου,
κι ο νους σου να περμαζωχτεß, να'ρθουν τα λογικÜ σου;
¢φ'ς τον-ε τον Pωτüκριτο, μην τον αναθιβÜνεις,
συνÞφερε, ΠαιδÜκι μου, και δÝ' καλÜ ßντα κÜνεις. 1180
H ολπßδα μ' Ýτοιαν ΠεθυμιÜ βλÝπε μη σε κομπþσει,
να γελαστεßς, να ντροπιαστεßς, μ' ας σου βουηθÞσει η γνþση.
"KαλÜ το λÝνε οι φρüνιμοι, και τσι γυναßκες ψÝγουν,
γιατß üλο τα χερüτερα και τα κακÜ γυρεýγουν.
Kαι δßχως γνþση τσι κρατοýν, και πελελÝς τσι κρßνουν, 1185
γιατß διαλÝγουν το κακüν, και το καλüν αφÞνουν.
Kαι τοýτο βλÝπω φανερÜ σÞμερον εις εσÝνα,
τα τιμημÝνα δεν ψηφÜς, μα θες τα ντροπιασμÝνα.
198ΠρÜμα-ν, οποý'ναι ωσÜν ασκιÜ, κι ωσÜν ανθüς διαβαßνει,
κι ωσÜν τον Üνεμο σκορπÜ, κι ωσÜν τα νÝφη πηαßνει, 1190
ερÝχτηκες, κ' εδιÜλεξες· προσωρινÜ ξετρÝχεις,
κ' εις τα παντοτινÜ θωρþ και λßγην Ýγνοιαν Ýχεις,
και θες ν' αφÞσεις εντροπÞν εις τα PηγÜτα μÝσα¯
σ' Ýτοιες δουλειÝς, ανÜθεμα σ' εκεßνους οπ' εφταßσα'!
ΠαιδÜκι μου, üποιες στην τιμÞν Ýτοιο ασκημÜδι βÜνουν, 1195
σαποýνια δεν τα πλýνουσι, μηδÝ νερÜ τα βγÜνουν."
ΠOIHTHΣ
¹λεγε η NÝνα, εδιÜτασσε, λογαριασμüν τσ' εμßλειε,
κ' εßχε την στην αγκÜλην τση, κλαßοντας την εφßλειε.
K' Þπασκεν üσο το μπορεß, το νουν τση ν' αλαφρþσει,
κι ο λογισμüς, οποý'βαλε, να μην την-ε κομπþσει. 1200
APETOYΣA
¼σο τσ' εμßλειε, αγρßευγε, και λÝγει προς τη NÝνα·
"Eτοýτα δεν τ' ανßμενα, να μου τα πεις εμÝνα.
Tα τüσα κανακßσματα θωρþ πως εδιαβÞκαν,
κ' οι σπλαχνικÝς αναθροφÝς εξελησμονηθÞκαν.
Που μ' Ýβλεπες να κοιμηθþ, και πÜλι να ξυπνÞσω, 1205
κ' εδÜ μου λÝγεις· "AρετÞ, μισεýγω να σ' αφÞσω".
Γιατß θωρεßς κι αγÜπησα, ωσÜν το κÜμαν κι Üλλες
πλιÜ παρÜ μÝνα φρüνιμες, πλι' Üξες, και πλιÜ μεγÜλες·
Θωρεßς κι ο Πüθος εßν' πολýς, κ' η παιδωμÞ'ναι τüση,
που μου σκοτεßνιασε το νου, και πλιü δεν Ýχω γνþση· 1210
Kι ωσÜν μου πÞρε την εξÜ, ποιÝς δýναμες μποροýσι,
και ποιÜς γυναßκας οι αντρειÝς να τον-ε πολεμοýσι;
Eγþ'χα τες ολπßδες μου και θÜρρη μου σ' εσÝνα,
γλυκιÜ βοτÜνια να μου βρεις, να με γιατρÝψεις, NÝνα.
K' εσý θωρþ με τη φωτιÜν και σßδερο γυρεýγεις, 1215
να μου γιατρÝψεις την πληγÞν, και πλιÜ την ξαγριεýγεις.
Γιατ' εßναι σÜρκα ζωντανÞ, κι ως μßξει μετ' αυτÜνα,
με θανατþνεις τη φτωχÞ, σαν κι Üλλες που αποθÜνα'.
199Πþς να τη διþξω τη ΦιλιÜν, κ' εκεßνη να με γιÜνει;
¢νθρωπος ανημπüρετο πρÜμα ποτÝ δεν κÜνει. 1220
K' εις τη ΦιλιÜν, που βρßσκομαι, και στÝκω ν' αφορμßσω,
δεν εßναι τοýτο γιατρικü, να λες να την αφÞσω.
"Θωρþ σε πως πλιÜ παρÜ με φοβÜσαι και τρομÜσσεις,
γιατß δειλιÜς το ΘÜνατο σÞμερο να περÜσεις.
Tα ΠÜθη οποý σου μßλησα, σ' φüβον πολý σ' εβÜλα', 1225
κ' εχÜσα την αναθροφÞν και τω' βυζþν το γÜλα.
Kι ü,τ' Þλεγες, κι ü,τ' Þτασσες, αλλüτες, επερÜσα',
τσ' ολπßδες που'χα προς εσÝ, üλες εδÜ τσ' εχÜσα.
Kι ας εßχες εßσται μετÜ με, και σ' μιÜ βουλÞν ομÜδι,
κι ας μας-ε δþσου' ΘÜνατον, κι ας πÜμεν κ' εις τον ¢δη. 1230
Eγþ'μαι νιÜ και κοπελιÜ, και πÜλι δε φοβοýμαι,
και για ΘανÜτους εκατü τον Πüθο δεν αρνοýμαι.
K' εσý, Φροσýνη, οποý'σαι γρα, γυναßκα του καιροý σου,
φοβÜσαι τüσο και δειλιÜς ΘÜνατον του κορμιοý σου;
Nα μην το μÜθει ο Kýρης μου, να πÜ' να σου μανßσει; 1235
A' σ' εßχε δεßρει μιÜ και δυü, πÜλι Þθελε σ' αφÞσει.
"Mα σα με χÜσεις, θÝλεις πει· "¿φου, για λßγο πρÜμα
τα λüγια, τα διατÜματα πüσο κακüν εκÜμα'!
EχÜσα την, την KορασÜν, τη μονοθυγατÝρα,
οι ερμηνειÝς κ' οι μÜνητες σε τοýτα την εφÝρα'." 1240
Kαι θες με μυριολυπηθεßς, και θες αναστενÜζει,
το κÜρβουνü μου στην καρδιÜν πÜντα σοý θÝλει βρÜζει.
Kι αυτü το στÞθος, που πολλÜ μ' εßχε κανακεμÝνη,
το θÝλεις δÝρνει, να πονεßς, NÝνα μωρÞ, καημÝνη.
Kαι τα βυζÜ, οποý σπλαχνικÜ μου δßδασι το γÜλα, 1245
θες τσαγκουρνßζει, σα με δεις, στο μνÞμα πως μ' εβÜλα'.
Tα μÜτια σου, που χαßρουνταν πολλÜ κι αναγαλλιοýσαν,
κ' εδεßχναν την αγÜπην τως πÜντα üντε μ' εθωροýσαν,
200να τρÝχου' δÜκρυα ποταμüν, να καßγουν την καρδιÜ σου,
στü σ' εýρεν ανεπüλπιστον εδÜ στα γερατειÜ σου. 1250
Kαι να στραφοýν, να μη με δουν, κι ο τüπος ν' απομεßνει,
που κεßτουμουν, που κÜθουμουν με σε, MÜνα Φροσýνη.
Πþς το βαστÜς, και πþς το θες, κ' η ψÞ σου πþς το κÜνει,
ν' αφÞσεις Ýτοιο σπλαχνικü παιδß σου ν' αποθÜνει;
Kαι τüσο αυτεßνη η üρεξη μην Þθελε μανßσει, 1255
και λüγια τση παρηγοριÜς ας μου'θελεν αφÞσει.
Kι ας το'χες συβαστεß κ' εσý, ü,τι Þβαλα στο νου μου,
και μη σε κÜμει Ýτσι Üσπλαχνην ο φüβος του Kυροý μου.
Kι αν εßχες μπει σε κßντυνο, και πεßραξη για μÝνα,
ας εßχες Ýχει απομονÞν, ωσÜν καλÞ μου NÝνα. 1260
"Φßλος για φßλον εßδαμε να πÝσει ν' αποθÜνει,
κ' ετοýτα'ναι τα πωρικÜ, οποý η AγÜπη κÜνει.
K' εγþ, που σου'μαι φßλαινα, και τÝκνο στην AγÜπη,
ο-για το φüβον της ασκιÜς ο νους σου επαρατρÜπη;
Kαι τÜχα εξαναγßνηκεν εις κÜθε πρÜμα η Φýση, 1265
κ' εκεßνα, οποý ξετÝλειωσε, θÝ' να τα καταλýσει;
Ποιüς εις τον Küσμο εφÜνηκε, κι AγÜπη δεν κατÝχει;
Ποιüς δεν την εδικßμασε; ποιüς δεν την-ε ξετρÝχει;
¼[χι] οι ανθρþποι μοναχÜς, που'χου' θωριÜν, και γνþση,
τρÝχουν εις τοýτο το δεντρü τσ' AγÜπης, για να τρþσι. 1270
ΠÝτρες, δεντρÜ, και σßδερα, και ζα στην OικουμÝνη,
üλα γνωρßζουν, και γρικοýν τον Πüθον πως τα γιαßνει.
K' Ýνα με τ' Üλλο τη ΦιλιÜν κι AγÜπη λογαριÜζει,
κι üλα αγαποýν, και πεθυμοýν το πρÜμα, οποý ταιριÜζει.
Mα üλα για μÝνα εσφÜλασι, και πÜσιν Üνω-κÜτω, 1275
για με ξαναγεννÞθηκεν η Φýση των πραμÜτω'."
ΠOIHTHΣ
TοýτÜ'λεγεν η AρετÞ, σαν üξω απü το νου τση,
και ΘÜνατον εκτÜ[σσ]ουντο να δþσει του κορμιοý τση.
201Eγνþρισεν η NÝνα τση, σ' ßντÜ'τονε φερμÝνη,
το διÜταμα-ν εσκüλασε, τ' αρμÞνεμα σωπαßνει. 1280
Tα δυνατÜ απαλýνασι, τ' ανÞμπορα εμπορÝσαν,
κ' εχÜσαν οι λογαριασμοß, τα σφÜλματα εκερδÝσαν.
Tη γνþμην και την üρεξιν πÜραυτας την αλλÜσσει,
και το Παιδß τση και KερÜ δε θÝλει να το χÜσει.
(KαλÜ το λÝγει ο φρüνιμος, οπ' üλα τα λογιÜζει· 1285
"O πüνος ο βαρýτερος τον αλαφρüν σκολÜζει.")
Tον πλιÜ μικρüτερο γκρεμνü να κατεβεß γυρεýγει,
δε θÝλει πλιü να τση μιλεß και να την-ε παιδεýγει.
Θωρεß κ' εσÞκωνεν ο νους, κ' εθÜμπωνε το φως τση,
πολλÜ την εφοβÞθηκε, μην ξεψυχÞσει ομπρüς τση. 1290
NENA
ΛÝγει· "Tα πρÜματα ο Kαιρüς λιγαßνει κι αλαφραßνει,
το ΘÜνατο μηδÝ γιατρüς, μηδÝ χορτÜρι γιαßνει.
Eκεßνος εßναι αγιÜτρευτος, κι ο Kýκλος ως γυρßσει,
δεν ημπορεß ποτÝ νεκρü στο λÜκκο να βουηθÞσει.
Στ' Üλλα, οποý φÝρνουν οι Kαιροß, μÜχες Þ Πüθου οδýνην, 1295
γυρßζει ο Πüθος σ' üργητα, κ' η μÜχη εις καλοσýνην.
ΣυχνιÜ üλα μεταλλÜσσουνται και τα βαρÜ αλαφραßνουν,
αμ' üντεν Ýρθει ο ΘÜνατος, σκολÜζουν και σωπαßνουν."
ΠOIHTHΣ
TοýτÜ'λεγε απομÝσα τση, κ' εβÜλθη να βουηθÞσει
της AρετÞς, κι üσο μπορεß να την παρηγορÞσει. 1300
NENA
ΛÝγει τση· "ΘυγατÝρα μου, 'πειδÞ Þβαλες στο νου σου,
να κÜμεις Ýτοιο βλÜψιμο κι Üδικο του κορμιοý σου·
κ' Ýτσι καλÜ εθεμÝλιωσες μÝσα στο λογισμü σου,
απüψε ν' αρραβωνιαστεßς μ' Ýνα μικρüτερü σου·
κ' εις αφορμÜγρα ο λογισμüς σ' Ýφερε, ΘυγατÝρα· 1305
και πλιÜ παρÜ ποτÝ δειλιþ ετοýτην την ημÝρα,
μην πÜ' να πÜρεις ΘÜνατον, και χÜσεις τη ζωÞ σου,
και μ' Ýτοιο τÝλος Üσκημο μαυρßσεις το κορμß σου,
202χÜσεις τον Küσμον Üδικα μ' Ýτοιας λογÞς ψεγÜδι,
και πÜγεις με πολλÞ εντροπÞν πολλÜ Üσκημη στον ¢δη¯ 1310
δε θÝλω να σ' απαρνηθþ, μα θÝ' να σου βουηθÞσω,
και πεθυμþ απü λüγου σου, και πÝ' μου να γρικÞσω,
με ßντα μüδο βοýλεσαι, κι ο νους σου πþς το δßδει,
KερÜ μου, ν' αρραβωνιαστεßς, να δþσεις δακτυλßδι;
BλÝπεσε μην το βουληθεßς, βλÝπεσε μη θελÞσεις, 1315
πÝτρες να βγÜλεις για να μπει, να πÜ' να μ' αφορμßσεις.
Δε θÝλω τοýτο να γενεß, κÜλλιÜ'χω να με σφÜξεις.
Aς εßναι απüξω, μßλειε του τü θÝλεις να του τÜξεις,
κ' εκεßνος, πÜλι, ας σου μιλεß, και στÝκε εσý απομÝσα,
και δÝσετε τον Πüθο σας, σαν κι Üλλοι τον εδÝσα', 1320
κι ας πορπατοýνε οι μÝρες σας, κι ο Kýκλος θÝλει αλλÜξει,
με τον Kαιρü üλα τα νικÜ η φρüνεψη κ' η τÜξη."
ΠOIHTHΣ
ΠοτÝ τση μεγαλýτερη χαρÜν η Aρετοýσα
δεν εßδε, μηδÝ πλιÜ γλυκειÜ φωνÞν τ' αφτιÜ τση ακοýσα'.
Kαι τρÝχει κι αγκαλιÜζεται, γλυκοφιλεß τη NÝνα, 1325
κι απ' τη χαρÜ στα μÜτια τση τα δÜκρυα εκατεβαßνα'.
APETOYΣA
ΛÝγει· "¢φ'ς τσι αυτοýς τσι λογισμοýς, κι ο νους σου μην το βÜλει,
κ' εμÜς η χÝρα μας ποτÝ πÝτραν κιαμιÜ να βγÜλει,
ουδÝ μεγÜλη, ουδÝ μικρÞν, ασβÝστην, ουδÝ χþμα,
μα τοýτο το αρραβþνιασμα γßνεται με το στüμα. 1330
Kαι δßχως να μου το'χες πει, δεν το'κανα ποτÝ μου,
κÜλλιÜ'παιρνα το ΘÜνατο, NÝνα, και πßστεψÝ μου.
K' εκεß θες εßσται μετÜ με, δεις θες τü θÝ' να κÜμω,
σα MÜνα και μαρτýρισσα να'σαι κ' εσý στο γÜμο."
ΠOIHTHΣ
ΠολλÜ επεθýμα η AρετÞ, η μÝρα να περÜσει, 1335
και να'ρθει η νýκτα να τσ' ευρεß, το γÜμο να συβÜσει.
EδÝτσι κι ο Pωτüκριτος, πληθαßνει η ΠεθυμιÜ του,
να τση μιλÞσει, να τση πει για τα ξορßσματÜ του.
203Mα τη βουλÞ της AρετÞς ακüμη δεν κατÝχει,
πολλÜ φοβÜται και δειλιÜ, κ' Ýγνοια μεγÜλην Ýχει. 1340
ΛογιÜζει πως σαν ξοριστεß, λογιÜζει σα μακρýνει,
να πιÜσει η AρετÞ νερü, να σβÞσει το καμßνι.
(Eτοýτον εßναι φυσικüν, κι οπ' αγαπÜ φοβÜται,
γιατ' εßδαμεν πολλÝς φορÝς κι ο Πüθος λησμονÜται.
'Kεß, οποý'ναι AγÜπη καρδιακÞ, εις üποιον κι αν-ε λÜχει, 1345
πÜντα φοβÜται και δειλιÜ, να μην του φÝρει μÜχη.)
§EβρÜδιασεν, ενýκτιασε, λιγοψυχÜ η καρδιÜ τως,
στο παραθýρι να βρεθοýν, να πουν τα βÜσανÜ τως.
¹φταξε το μεσÜνυκτον, η þρα που ανιμÝναν,
στον τüπον ευρεθÞκασι, που κÜθε νýκτα επηαßναν. 1350
MιÜν þρα εκλÜψασιν ομπρüς δριμιÜ κ' ελουχτουκÞσαν,
κι απüκει μ' αναστεναμοýς τα ΠÜθη τως αρχßσαν.
EPΩTOKPITOΣ
ΛÝγει της ο Pωτüκριτος· "¹κουσες τα μαντÜτα,
που ο Kýρης σου μ' εξüρισε σ' τση ξενιτιÜς τη στρÜτα;
K' εφÜνη του κ' εσφÜγηκεν ο-γι' αφορμÞ εδικÞ μου, 1355
σαν Þμαθε την προξενιÜν, που'κουσε του ΓονÞ μου.
K' Ýτοιας λογÞς εμÜνισε, τüσο βαρý του φÜνη,
κι ο Kýρης μου απ' την πρßκαν του λογιÜζω ν' αποθÜνει.
TÝσσερεις μÝρες μοναχÜς μου'δωκε ν' ανιμÝνω,
κι απüκει να ξενιτευτþ, πολλÜ μακρÜ να πηαßνω. 1360
Kαι πþς να σ' αποχωριστþ, και πþς να σου μακρýνω,
και πþς να ζÞσω δßχως σου στο χωρισμüν εκεßνο;
Eσßμωσε το τÝλος μου, μÜθεις το θες, KερÜ μου,
στα ξÝνα πως μ' εθÜψασι, κ' εκεß'ν' τα κüκκαλÜ μου.
KατÝχω το κι ο Kýρης σου γλÞγορα σε παντρεýγει, 1365
Pηγüπουλο, Aφεντüπουλο, σαν εßσαι συ, γυρεýγει.
Kι ουδÝ μπορεßς ν' αντισταθεßς, σα θÝλουν οι Γονεßς σου
νικοýν την-ε τη γνþμη σου, κι αλλÜσσει η üρεξÞ σου.
204"MιÜ χÜρη, AφÝντρα, σου ζητþ, κ' εκεßνη θÝλω μüνο,
και μετÜ κεßνη ολüχαρος τη ζÞση μου τελειþνω. 1370
Tην þρα που αρραβωνιαστεßς, να βαραναστενÜξεις,
κι üντε σα νýφη στολιστεßς, σαν παντρεμÝνη αλλÜξεις,
ν' αναδακρυþσεις και να πεις· "Pωτüκριτε καημÝνε,
τÜ σου'ταξα λησμüνησα, τü'θελες πλιü δεν Ýναι."
Kι üντε σ' AγÜπη αλλοý γαμπροý θες δþσεις την εξÜ σου, 1375
και νοικοκýρης να γενεß στα κÜλλη τσ' ομορφιÜς σου,
üντε με σπλÜχνος σε φιλεß και σε περιλαμπÜνει,
θυμÞσου ενüς οποý για σε εβÜλθη ν' αποθÜνει.
ΘυμÞσου πως μ' επλÞγωσες, κ' Ýχω ΘανÜτου πüνον,
κι ουδÝ ν' απλþσω μου'δωκες σκιÜς το δακτýλι μüνον. 1380
Kαι κÜθε μÞνα μιÜ φορÜ μÝσα στην κÜμερÜ σου,
λüγιασε τÜ'παθα για σε, να με πονεß η καρδιÜ σου.
Kαι πιÜνε και τη σγουραφιÜν, που'βρες στ' αρμÜρι μÝσα,
και τα τραγοýδια, που'λεγα, κι οποý πολλÜ σου αρÝσα',
και διÜβαζÝ τα, θþρειε τα, κι αναθυμοý κ' εμÝνα, 1385
που μ' εξορßσανε ο-για σε πολλÜ μακρÜ στα ξÝνα.
Kι üντε σου πουν κι απüθανα, λυπÞσου με και κλÜψε,
και τα τραγοýδια που'βγαλα, μες στη φωτιÜν τα κÜψε,
για να μην Ýχεις αφορμÞν εις-ε καιρüν κιανÝνα,
πλιü σου να τ' αναθυμηθεßς, μα να'ν' λησμονημÝνα. 1390
"Παρακαλþ, θυμοý καλÜ, ü,τι σου λÝγω τþρα,
κι ο-γλÞγορα μισεýγω σου, κ' εβγαßνω απü τη Xþρα.
Kι ας τÜξω ο κακορßζικος, πως δε σ' εßδα ποτÝ μου,
μα Ýνα κερß-ν αφτοýμενον εκρÜτουν, κ' ÞσβησÝ μου.
Mα üπου κι αν πÜγω, üπου βρεθþ, και τον καιρüν που ζÞσω, 1395
τÜσσω σου Üλλη να μη δω, μουδÝ ν' αναντρανßσω.
KÜλλιÜ'χω εσÝ με ΘÜνατον, παρ' Üλλη με ζωÞ μου,
για σÝνα εγεννÞθηκε στον Küσμον το κορμß μου.
205Oι ομορφιÝς σου Ýτοιας λογÞς το φως μου ετριγυρßσαν,
κ' Ýτοιας λογÞς οι EρωτιÝς εκεß σ' εσγουραφßσαν, 1400
κ' εις üποιον τüπον κι α' σταθþ, τα μÜτια üπου γυρßσου',
πρÜμα Üλλο δεν μπορþ να δω παρÜ τη στüρησÞ σου.
Kι ας εßσαι εις τοýτο θαρρετÞ, πως üντεν αποθαßνω,
χαιρετισμü να μου'πεμπες την þρα κεßνη, γιαßνω."
ΠOIHTHΣ
Δεν ημπορεß πλιü η AρετÞ ετοýτα ν' απομÝνει, 1405
κι αγκουσεμÝνη ευρßσκεται και ξεπεριορισμÝνη.
Kαι λÝγει του να μη μιλεß, πλιüτερα μη βαραßνει
μιÜ λαβωμÝνη τσ' EρωτιÜς, του Πüθου αρρωστημÝνη·
APETOYΣA
"Tα λüγια σου, Pωτüκριτε, φαρμÜκι-ν εβαστοýσαν,
κι ουδ' üλπιζα, ουδ' ανßμενα τ' αφτιÜ μου ü,τι σ' ακοýσαν. 1410
ºντÜ'ναι τοýτα τÜ μιλεßς, κι ο νους σου πþς τα βÜνει;
Ποý τα'βρε αυτÜνα η γλþσσα σου οποý μ' αναθιβÜνει;
Kαι πþς μπορεß τοýτη η καρδιÜ, που με χαρÜ μεγÜλη
στη μÝσην της εφýτεψε τα νüστιμÜ σου κÜλλη,
και θρÝφεσαι καθημερνü, στα σωθικÜ ριζþνεις, 1415
ποτßζει σε το αßμα τση, κι ανθεßς και μεγαλþνεις,
κι ως σ' Ýβαλε, σ' εκλεßδωσε, δε θÝλει πλιü ν' ανοßξει,
και το κλειδß-ν ετσÜκισεν, Üλλης να μη σε δεßξει.
Kαι πþς μπορεß Üλλο δεντρüν, Üλλοι βλαστοß κι Üλλ' Ü'θη,
μÝσα τση πλιü να ριζωθοýν, που το κλειδß-ν εχÜθη; 1420
"ΣγουραφιστÞ σ' üλον το νουν Ýχω τη στüρησÞ σου,
και δεν μπορþ Üλλη πλιü να δω παρÜ την εδικÞ σου.
Xßλιοι σγουρÜφοι να βρεθοýν, με τÝχνη, με κοντýλι,
να θÝ' να σγουραφßσουσι μÜτια Üλλα κι Üλλα χεßλη,
τη στüρησÞ σου ως την-ε δουν, χÜνεται η μÜθησÞ τως, 1425
γιατß κÜλλιÜ'ναι η τÝχνη μου παρÜ την εδικÞ τως.
Eγþ, üντε σ' εσγουρÜφισα, Þβγαλα απ' την καρδιÜ μου
αßμα, και με το αßμα μου εγßνη η σγουραφιÜ μου.
206¼ποια με το αßμα τση καρδιÜς μιÜ σγουραφιÜ τελειþσει,
κÜνει την üμορφη πολλÜ, κι ουδÝ μπορεß να λιþσει. 1430
ΠÜντÜ'ναι η σÜρκα ζωντανÞ, καταλυμü δεν Ýχει,
και ποιüς να κÜμει σγουραφιÜ πλιü σαν εμÝ κατÝχει;
Tα μÜτια, ο νους μου, κ' η καρδιÜ, κ' η üρεξη εθελÞσαν,
κ' εσμßξαν και τα τÝσσερα, üντε σ' εσγουραφßσαν.
Kαι πþς μπορþ να σ' αρνηθþ; Kι α' θÝλω, δε μ' αφÞνει 1435
τοýτ' η καρδιÜ που εσý'βαλες σ' τσ' AγÜπης το καμßνι,
κ' εξαναγßνη στην πυρÜ, την πρþτη Φýση εχÜσε,
η στüρησÞ μου εχÜθηκε και τη δικÞ σου επιÜσε.
Λοιπüν, μη βÜλεις λογισμü σ' Ýτοια δουλειÜ, να ζÞσεις,
δε σ' απαρνοýμαι εγþ ποτÝ, κι ουδÝ κ' εσý μ' αφÞσεις. 1440
Kι ο Kýρης μου, üντε βουληθεß, να θÝ' να με παντρÝψει,
και δω πως γÜμο 'κτÜσσεται και το γαμπρü γυρÝψει,
κÜλλια θανÜτους εκατü την þρα θÝλω πÜρει,
Üλλος παρÜ ο Pωτüκριτος γυναßκα να με πÜρει.
"Mα για να πÜψει ο λογισμüς αυτüνος που σε κρßνει, 1445
κι ολπßδα μιÜ παντοτινÞ στους δυü μας ν' απομεßνει,
την þραν τοýτη θÝλεις δει, κι ας πÜψει η Ýγνοια η τüση,
πρÜμα-ν οποý παρηγοριÜν πολλÞ σου θÝλει δþσει."
ΠOIHTHΣ
Kαι τη Φροσýνην Þκραξε, και τη φωτιÜν τÞς πÜγει,
και βÜνει τη σα MÜνα της εις το δεξü τση πλÜγι. 1450
APETOYΣA
ΛÝγει τση· "NÝνα, γρßκησε, και μαρτυριÜ να δþσεις,
κι üπου κι α' λÜχει, ü,τι θωρεßς, κÜμε να μην το χþσεις.
Eßναι ¢ντρας μου ο Pωτüκριτος, ü,τι καιρüς περÜσει,
γ-Þ εδÜ στα νιüτα, εις τον ανθü, γ-Þ ποýρι σα γερÜσει.
Kι αμνüγω του στον Oυρανü, στον ¹λιο, στο ΦεγγÜρι, 1455
Üλλος ο-για γυναßκα του ποτÝ να μη με πÜρει."
ΠOIHTHΣ
'Kεß, οποý ποτÝ το χÝρι τση δεν του'δωκε ν' απλþσει,
την þραν κεßνη σπλαχνικÜ, ο-για να ξετελειþσει
207το τÜσσιμο του ΓÜμου τως, και να'χει πÜντα ολπßδα,
αρχοντικÜ το επρüβαλε στη σιδερÞ θυρßδα. 1460
APETOYΣA
"Aς πιÜσει", λÝγει, "ο Pþκριτος τη χÝραν που πεθýμα,
με την οποιÜ περ'λαμπαστοß να μποýμε σ' Ýνα μνÞμα."
ΠOIHTHΣ
BγÜνει απü το δακτýλι της üμορφο δακτυλßδι,
με δÜκρυα κι αναστεναμοýς του Pþκριτου το δßδει.
APETOYΣA
ΛÝγει του· "NÜ, και βÜλε το εις το δεξü σου χÝρι, 1465
σημÜδι πως, þστε να ζω, εßσαι δικü μου Tαßρι.
Kαι μην το βγÜλεις απü 'κεß, þστε να ζεις και να'σαι,
φüρειε το, κι οπ' σου το'δωκε, κÜμε να τση θυμÜσαι.
Kι ο Kýρης μου αν το βουληθεß να πÜρει τη ζωÞ μου,
και δε μ' αφÞσει να χαρþ, σα θÝλει η üρεξÞ μου, 1470
φýλαξε την AγÜπη μας, κι ας εßσαι πÜντα ως Þσου',
και με το δακτυλßδι μου πÝρασε τη ζωÞ σου.
Tοýτο για 'δÜ εßναι ο ΓÜμος μας, και τοýτο μας-ε σþνει,
κÜθε καιρü ü,τι ετÜξαμεν, τοýτο το φανερþνει.
Kι α' δε θελÞσει η Mοßρα μας να σμßξομεν ομÜδι, 1475
η ψη σου ας Ýρθει να με βρει χαιρÜμενη στον ¢δη.
ΠÜντα σε θÝλω καρτερεß, ζþντας, κι αποθαμÝνη,
γιατß μιÜ AγÜπη μπιστικÞ στα κüκκαλα απομÝνει.
Mην το λογιÜσεις και ποτÝ, σ' ü,τι μου κÜμει ο Kýρης,
Üλλος κιανεßς, μüνον εσý να μου'σαι νοικοκýρης." 1480
ΠOIHTHΣ
Tη χÝρα εκρÜτειεν εßς τ' αλλοý, üση þρα τα μιλοýσαν,
και ποταμüν τα μÜτια τως και βρýσιν εκινοýσαν.
Στα κßντυνα ο Pωτüκριτος, που ευρßσκετο, και ΠÜθη,
παρηγοριÜ του δþκασι τοýτ' üλα κι ανεστÜθη,
κ' επλÞθυνεν η ολπßδα του, και βÝβαιο το εθÜρρει, 1485
πως η AρετÞ Üλλον παρ' αυτüν ¢ντρα δε θÝλει πÜρει.
Kαι προς τη χÝρα τση θωρεß και βαραστενÜζει,
κι απüκει αρχßζει να μιλεß, και δÜκρυα κατεβÜζει.
EPΩTOKPITOΣ
208"Kαλþς το 'πιÜσε η χÝρα μου το μαρμαρÝνιο χÝρι,
κεßνο που ολπßδα μου'δωκε, το πως σε κÜνω Tαßρι. 1490
ΣημÜδι πεθυμητικü της αναγÜλλιασÞς μου,
παρηγοριÜ και θÜρρος μου, και μÜκρος τση ζωÞς μου.
XÝρα που δßχως να μιλεß, σωπþντας μοý το τÜσσει
εκεßνον οποý ετρüμασσεν ο νους μου, μην το χÜσει.
XÝρα που επιÜσε το κλειδß, και μ' üλο το σκοτßδι, 1495
Þνοιξε τον ΠαρÜδεισον, και τσ' Oυρανοýς μοý δßδει."
ΠOIHTHΣ
¼ποιος δουλεýγει τση ΦιλιÜς, κ' Ýχει καημü μεγÜλον,
ας το λογιÜσει ßντÜ'λεγεν ο Ýνας με τον Üλλον.
Aς το λογιÜσει κι ας το δει, κι απ' τους καημοýς του ας κρßνει,
ßντ' αποχαιρετßσματα Þσαν την þραν κεßνη, 1500
κ' ßντα καληνυκτßσματα πρικιÜ, φαρμακεμÝνα,
λüγια με λουχτουκßσματα και δÜκρυα ζυμωμÝνα,
θωριÝς με τσ' αναστεναμοýς και τση καρδιÜς τρομÜρες,
και συχνιαναντρανßσματα, AγÜπης λιγωμÜρες.
Mε πüνους τα κανÜκια τως, με δÜκρυα ü,τι μιλοýσι, 1505
σαν üντε οι μÜνες τα παιδιÜ νεκρÜ αποχαιρετοýσι.
¿ς την αυγÞ εμιλοýσανε, þς την αυγÞν εκλαßγαν,
κι þς την αυγÞ τα ΠÜθη τως και πüνους τως ελÝγαν.
Σαν εßδαν κ' εξημÝρωνε, το φως του Hλιοý σιμþνει,
που μαντατεýγει τα κουρφÜ κι οποý τα φανερþνει, 1510
εμßσεψε ο Pωτüκριτος πÜλι την þραν κεßνη,
και για την Üλλη αργατινÞ παραγγελιÜν αφÞνει,
στον ßδιον τüπο να βρεθοýν, τα ΠÜθη τως να ποýσι,
καλÜ και μιÜν αθιβολÞ πÜντÜ'ναι οποý μιλοýσι.
Kεßνες τσι τρεις αργατινÝς, στο παραθýρι πηαßνει, 1515
και γ-εßς τ' αλλοý παρηγοριÝς δßδουν οι πονεμÝνοι.
¹ρθεν η νýκτα η ýστερη, Þρθεν εκεßνη η þρα,
που μελετÜ ο Pωτüκριτος να βγει üξω απü τη Xþρα,
209να πÜ' να βρει την ξενιτιÜν, το PÞγα ν' αναπÜψει,
και την καρδιÜ με τη βαφÞ τσ' απομονÞς να βÜψει. 1520
EPΩTOKPITOΣ
ΛÝγει τση· "AφÝντρα και KερÜ, τσ' þρες θωρþ σιμþνουν,
και φαßνεταß μου κι ο Oυρανüς και τ' ¢στρη με πλακþνουν.
Tα μÝλη μου ψυχομαχοýν, η δýναμÞ μου εχÜθη,
και πλιüτερα πρικαßνομαι για τα δικÜ σου ΠÜθη.
Σε ποιÜ μερÜ να βουηθηθεßς; Πþς να γελÜς τον Kýρη; 1525
K' η νιüτη σου την παντρειÜν þς ποý να την-ε σýρει;
Eκεßνος, με το Bασιλιüν του Bυζαντιοý, κατÝχω,
να κÜμει γÜμον κτÜσσεται, κ' Ýγνοιαν μεγÜλην Ýχω.
Eις τοýτο πþς να πορευτεßς; κ' ßντα ν' αποφασßσεις;
K' ßντα λογÞς ν' αντρειευτεßς, τον Kýρη να νικÞσεις; 1530
Παρακαλþ σε, μÜτια μου, καλÜ να το λογιÜσεις,
ποιÜ στρÜτα μÝλλεις να κρατεßς και ποιÜν οδü να πιÜσεις,
να μη σου πÜρει τη ζωÞ, μηδ' Üντρα να σου δþσει,
το'να, γ-Þ τ' Üλλο αν-ε γενεß, θÝλει με θανατþσει.
Για να μπορεßς να βουηθη[θ]εßς στο'να [γ-Þ σ]τ' Üλλο, Küρη, 1535
Ýχε την Ýγνοια σου καλÜ, με φρüνεψη τα θþρει.
ΠOIHTHΣ
Mε τη λαχτÜρα εις την καρδιÜ, στο νουν περιορισμÝνη,
στÜ τσ' εßπε απιλογÞθηκε του Πüθου η πληγωμÝνη·
APETOYΣA
"Διþξε τσι αυτοýς τους λογισμοýς, κ' Ýγνοια καμιÜ μην Ýχεις.
Mη θες να με ξαναρωτÜς το πρÜμα οποý κατÝχεις· 1540
κ' εγþ στο νου μου το'βαλα κεßνο που θÝ' να κÜμω.
ΘÜνατο δε μου δßδουσι, μηδ' Üλλο γÜμο κÜνω.
Γιατß δεν εßν' τοýτο αφορμÞ να πÜρει τη ζωÞ μου,
κι ας βασανßζει μοναχÜς κι ας δÝρνει το κορμß μου.
Σαν πω, δε θÝ' να παντρευτþ, ο Kýρης μου α' μανßσει, 1545
σα δικιμÜσει μιÜ και δυü, χρεßαν εßναι να μ' αφÞσει.
Kαι τα κουρφÜ μας των η-δυü εκεßνος δεν κατÝχει·
τßβοτσι αν εφορÝθηκε, κακü θεμÝλιον Ýχει,
210και γλÞγορα διαβαßνουσι εκεßνα που λογιÜζει,
κι αν του'ρθε λογισμüς κακüς, ο-γλÞγορα σκολÜζει." 1550
ΠOIHTHΣ
Eμßλειε κεßνη σ' μιÜ μερÜν, εμßλειε αυτüς στην Üλλη,
μιÜ παßδα τοýς επαßδευγεν, Ýνας καημüς, μιÜ ζÜλη.
Δεν Ýχουν πλιü κ' οι δυü καιρü τα ΠÜθη να μιλοýσιν,
Þρθεν η þρα η σκοτεινÞ, που θÝ' να χωριστοýσιν.
¹στραψεν η AνατολÞ κ' εβρüντησεν η Δýση, 1555
üντε τα χεßλη του Þνοιξε για ν' αποχαιρετÞσει,
και το ΠαλÜτι εσεßστηκε στον πüνον οποý εγρßκα,
üντε τα χÝρια επιÜσασι κι αποχαιρετιστÞκα'.
Kαι τßς μπορεß να δηγηθεß ο-για την þρα κεßνη,
η Küρη πþς επüμεινε κι ¢γουρος πþς εγßνη; 1560
Δεν Ýχου' γλþσσα να το πουν, χεßλη να το μιλÞσουν,
και μηδÝ μÜτια να το δουν κι αφτιÜ να το γρικÞσουν.
Ποýρι ÞβιαζÝν τους ο Kαιρüς κ' εσßμωνεν η μÝρα,
και γ-εßς τ' αλλοý τως σπλαχνικÜ εσφßξασι τη χÝρα.
K' Ýνα μεγÜλο θÜμασμα στο παραθýρι εγßνη, 1565
οι πÝτρες και τα σßδερα κλαßσι την þρα κεßνη,
κ' επÝφτανε οι σταλαματιÝς τση πÝτρας, του σιδÝρου,
κ' η Aρετοýσα τσ' εýρ' εκεß, κ' Þσαν αßμα ταχ'τÝρου.
§Eμßσεψε ο Pωτüκριτος, και βιÜζει τον η þρα,
μ' Ýνα πρικý αναστεναμüν, που σεßστηκεν η Xþρα. 1570
Eπüμεινεν η AρετÞ μüνο με τη Φροσýνη,
πρÜμα μεγÜλο εγßνηκε σ' αυτÞν την þρα κεßνη.
Eις την ποδιÜν τση NÝνας της Þπεσε κ' ελιγþθη,
γ-Þ απüθανε, γ-Þ ζωντανÞ αν εßναι, δεν το γνþθει.
Mην την καταδικÜσετε την πρικαμÝνη Küρη, 1575
αν εßναι και να βλεπηθεß εις τοýτα δεν ημπüρει·
Þτον ακüμη κοπελιÜ, κι αμÜθητη στα ΠÜθη,
κι ως Þρχισεν ο ¸ρωτας να την πατÜξει, εχÜθη.
211Δεßξε χρουσÜφι και φωτιÜ του κοπελιοý να πιÜσει,
να δεις πþς τρÝχει στη φωτιÜν, κ' εις το κακüν του αρÜσσει. 1580
K' Ýπαρε ξüμπλι απ' τα μικρÜ, κι Üμε στα πλιÜ μεγÜλα,
κεßνα που εξεβυζÜσασι, και πλιü δεν τρþσι γÜλα,
να δεις κι αυτÜ πþς στο Kακüν τρÝχουν, και δε γρικοýσι
ποιÜ πρÜματα τα βλÜφτουσι, ποιÜ'ναι που τα φελοýσι.
'Tü φτÜξει δþδεκα χρονþν, και παραπÜνω σþσει, 1585
γιατß ακüμη δεν Ýχουσι θεμÝλιον ουδÝ γνþση,
ρÜσσουσι πÜντα στ' Üφαντα, τ' αψÞφιστα γυρεýγουν,
εις το κακü σιμþνουσι κι απ' το καλü τως φεýγουν.
Kαι το ν' αρχßσει τσι μικρÝς ¸ρωτας να πατÜσσει,
δεν Ýχου' γνþσης δýναμη, ν' αφÞσου' να περÜσει, 1590
μα εßν' εýκολες στο μπÝρδεμα, κι üντε πιαστοýν στο δßκτυ,
εις αφορμÜγραν εßδαμεν ο Πüθος πως τσι ρßκτει.
Δεν εßναι τοýτη μοναχÞ, μα εσφÜλασιν-ε κι Üλλες,
πλιÜ φρüνιμες και γνωστικÝς, πλι' Üξες και πλιÜ μεγÜλες,
νιÝς, και στεμÝνες του Kαιροý και γρες να ξαφορμßσουν, 1595
κ' οι πονηριÝς του ¸ρωτα üλες να τσι νικÞσουν·
και νÜ'χου' 'γγüνια και παιδιÜ, και να μηδÝν ψηφοýσι,
μα να οργιστοýσιν ολονþν, τσ' AγÜπης ν' ακλουθοýσι·
κ' [εις] ΠεθυμιÜ προσωρινÞ, που σαν ανθüς διαβαßνει,
κι ωσÜν τον Üνεμο σκορπÜ, κι ωσÜν τα νÝφη πηαßνει, 1600
να βÜλουν τες ολπßδες τως εις θÜρρος κομπωμÝνο,
σ' Ýναν αφÝντην πßβουλον και καταφρονεμÝνο.
Λοιπüν τον ¸ρωτα αν κι αυτÞ να τη γελÜσει εφÞκε,
που'ναι δεκατριþ χρονþ, δεκατεσσÜρω' εμπÞκε,
καλÜ και να'τον φρüνιμη, πολλÜ γραμματισμÝνη, 1605
τσ' AγÜπης ως κι αν χþνεται, απ' τσ' αρÜμαδες μπαßνει,
μην την καταδικÜσομεν, μα ας την-ε λυπηθοýμεν,
γιατß σε νιÝς, γιατß σε γρες ξüμπλια πολλÜ θωροýμεν.
212EδÝρνουντον η NÝνα τση, κ' Þκλαιγεν το κακü τση,
σα να την Þβλεπε νεκρÞ, στÝκει αποπανωθιü τση. 1610
Σ' τοýτα τ' ανακατþματα η Küρη εξελιγþθη,
χαημÝνη και τρεμÜμενη, ακουμπιστÞ εσηκþθη.
APETOYΣA
Kαι ζαλισμÝνη αναρωτÜ και λÝγει τση· "Φροσýνη,
NÝνα μου, πÝ' ο Pωτüκριτος ποý πÜγει κ' ßντα εγßνη;
Στο παραθýρι επρüβαλε; μÞπως κ' εßναι στο δþμα;" 1615
ΠOIHTHΣ
K' εμßλειεν Üλλα των αλλþν το πρικαμÝνο στüμα.
H NÝνα την παρηγορÜ, λιγÜκι συνηφÝρνει,
κι ο νους τση, οποý'τονε μακρÜ, πÜλι κοντÜ γιαγÝρνει.
NENA
ΛÝγει τση· "ΘυγατÝρα μου, μην κλαßγεις, μη θρηνÜσαι,
απομονετικÞ πολλÜ εδÜ τυχαßνει να'σαι. 1620
Zýγωξε τÜ βαραßνουσι, διþξε την τüση πρßκα,
κι Üφ'ς τον Kαιρü να πορπατεß, σαν κι Üλλες τον αφÞκα'.
Kαι του Kυροý σου η μÜνητα Ýχει να σιγανÝψει,
και μ' üποιον θες κι ορÝγεσαι, εκεß να σε παντρÝψει.
¢φις τσι μÞνες να διαβοýν, το χρüνο να περÜσει, 1625
τ' Üγρια θεριÜ μερþνουσι με τον Kαιρü στα δÜση.
Mε τον Kαιρüν τα δýσκολα και τα βαρÜ αλαφραßνουν,
οι ανÜγκες, πÜθη, κι αρρωστιÝς γιατρεýγουνται και γιαßνουν·
με τον Kαιρüν οι ανεμικÝς και ταραχÝς σκολÜζουν,
και τα ζεστÜ κρυαßνουσι, τα μαργωμÝνα βρÜζουν· 1630
με τον Kαιρüν οι συννεφιÝς παýγουσι κ' οι αντÜρες,
κ' ευχÝς μεγÜλες γßνουνται με τον Kαιρü οι κατÜρες.
Mη δεßξεις κ' Ýχεις λογισμüν, να ζÞσεις, ΘυγατÝρα,
κι Üμε να δεις τον Kýρη σου, σαν ξημερþσει η μÝρα.
Kαι μην το βουληθεßς ποτÝ να τον κακοκαρδßσεις, 1635
για να μπορεßς με τον Kαιρüν, τÜ θÝλεις να νικÞσεις.
Kι αν πÜει μακρÜ ο Pωτüκριτος, πÜλι γιαγεßρει θÝλει,
και τü εßναι σÞμερο πρικý, ταχιÜ 'ναι σαν το μÝλι.
ΠOIHTHΣ
213Eτοýτες οι παρηγοριÝς, οποý'λεγε η Φροσýνη
μ' Üλλες πολλÝς, την Þκαμε ο-για την þρα εκεßνη, 1640
κ' επÜψασιν παραμικρüν οι λογισμοß τση οι τüσοι.
(ΠολλÜ μεγÜλο χÜρισμα στον Üνθρωπον η γνþση.)
Στο σπßτι-ν ο Pωτüκριτος σþνει την þρα κεßνη,
κι αποθαμÝνος και νεκρüς, κι ασοýσουμος εγßνη.
Eκοýμπησε την κεφαλÞν εις το προσκεφαλÜδι, 1645
και φαßνεταß του ζωντανüς εμπÞκεν εις τον ¢δη·
και συννεφιÜ και καταχνιÜ μεγÜλη τον πλακþνει,
κÜθε χαρÜ απü λüγου του ξορßζει και ζυγþνει·
τα μÜτια δεν μποροý' να δουν, η γλþσσα να μιλÞσει,
κρυüς, χλομüς ευρßσκεται, σα να'χε ξεψυχÞσει. 1650
MηνÜ του Φßλου κ' Ýρχεται, να'ναι παρηγοριÜ του,
και φανερþνει, ομολογÜ ετüτες τα κουρφÜ του.
EPΩTOKPITOΣ
ΛÝγει του· "AδÝρφι, απüμεινε, κι Üφις με μοναχü μου
να πορπατþ στην ξενιτιÜν, να κλαßω το Pιζικü μου.
Kαι γρÜφε μου συχνιÜ-συχνιÜ, κλεφτÜτα να μαθαßνω, 1655
η AρετÞ ποý βρßσκεται, üπου γρικÜς να πηαßνω.
Kι αν-ε μπορεßς, με πονηριÜ κÜμε, απü ξÝνο στüμα,
να το γρικÜ ποý βρßσκομαι, εις ποιÜ μερÜ, σ' ποιü χþμα.
Eις το ΠαλÜτι σαν το πουν, εκεßνη το μαθαßνει,
και την υγειÜ μου να γρικÜ, ο πüνος τση λιγαßνει." 1660
ΠOIHTHΣ
O Φßλος τον παρηγορÜ, δε θÝλει να του δþσει
ανÜγκη μεγαλýτερη στην πρßκαν του την τüση.
ΠOΛYΔΩPOΣ
ΛÝγει του· "Eγþ δεν το'θελα, να πÜγεις εις τα ξÝνα,
ουδÝ μακρÜ να ξοριστεßς ποτÝ δßχως μου εμÝνα.
Mα üπου βρεθεßς, να'μαι κ' εγþ, κι üπου κι αν πας, να μ' Ýχεις 1665
σýντροφον, και τη γνþμη μου καλÜ την-ε κατÝχεις.
Mα επεß κι ορßζεις κ' Ýτσι θες στη Xþρα ν' απομεßνω,
να σ' αλαφρþνω με γραφÝς το λογισμüν αυτεßνο,
214τÜσσω σου κι üλον τον καιρüν Üλλο να μη γυρÝψω,
μα σ' ü,τι μÜθω, σ' ü,τι δω, μαντÜτο να σου πÝψω. 1670
Kαι καταπþς τα πρÜματα αλλÜσσουν και περνοýσι,
τα γρÜμματÜ μου να'ρχουνται, να σου τα 'μολογοýσι.
Kι Üμε, και μην πρικαßνεσαι, θþρειε καλÜ ßντα κÜνεις,
μη βÜνεις λογισμοýς κακοýς, κι Üδικα ν' αποθÜνεις.
Kαι με Kαιρüν οι δυσκολιÝς ολπßζω να τελειþσουν, 1675
να πÜψουσιν οι ταραχÝς και τ' Üγρια να μερþσουν.
Γιατß εßδαμε τα βÜσανα εις-ε πολλοýς κ' επÜψα',
το καλοκαßρι δροσερü, και το χειμþνα κÜψα."
ΠOIHTHΣ
Σηκþνεται κ' η MÜνα του, κι ο Kýρης μετÜ κεßνη,
κλÜημα μεγÜλο και πολý εις üλους τως εγßνη. 1680
Θωροýσι πως εμßσευγε, και να μακρýνει θÝλει,
κ' εκλαßγασι κ' εδÝρνουνταν, το ßντα να του μÝλλει.
Δεν Ýχουν πüδια να σταθοýν, γλþσσα να του μιλÞσουν,
και να του πουν το "Kαλþς πας", και ν' αποχαιρετÞσουν.
Πριν ξημερþσει, ο Pþκριτος με βιÜν πολλÞ μισεýγει 1685
μ' Ýνα του δοýλον, και πολλοýς για τüτες δε γυρεýγει.
O Kýρης πþς επüμεινε κ' η MÜνα του η καημÝνη,
σÞμερο ας το λογιÜσουσιν, οποý'ναι πονεμÝνοι·
κι οποý'χει τÝκνο σπλαχνικüν, και θÝ' να του μακρýνει,
ας τον λογιÜσει τον καημüν οποý'χασι κ' εκεßνοι. 1690
Tο Φßλον του επαρÜδωκε στη MÜναν κ' εις τον Kýρην·
στο πρÜμα του τον Þφηκεν αφÝντη, νοικοκýρην. EPΩTOKPITOΣ
Kαι λÝγει· "Aν φÝρουν οι Kαιροß, που'ναι στο ζýγι απÜνω,
και τελειωθοýν οι χρüνοι μου στα ξÝνα, κι αποθÜνω,
βÜλετε στο ποδÜρι μου, να'ναι στη συντροφιÜ σας, 1695
το Φßλο, να τον Ýχετε θÜρρος στα γερατειÜ σας."
ΠOIHTHΣ
Tοýτα τα λüγια στους γονιοýς τα δÜκρυα-ν επληθýνα',
και πλιÜ δριμιÜ και πλιÜ πρικιÜ εκλÜψαν μετÜ κεßνα.
215K' επεß κ' η Mοßρα το'θελε ζþντα να τον-ε κλαßσι,
εγονατßσασιν κ' οι δυü, χßλιες ευχÝς του λÝσι. 1700
XÜμαι εφιλοýσανε τη γην, τον Oυρανü εθωροýσαν,
με λιγωμÜρες και δαρμοýς τον αποχαιρετοýσαν·
"Πüτε να σ' ανιμÝνομε, ποιü μÞνα, ποιÜν ημÝρα;
Πþς να τελειþσου' δßχως σου τα πρικαμÝνα γÝρα;"
Θωρþντας πως ο Kýρης του κ' η MÜνα δεν αρνεýγει, 1705
τα κλÜηματα εβαρÝθηκε, και το ζιμιü μισεýγει.
Tη Xþραν αποχαιρετÜ, και το ΠαλÜτι εθþρει,
πÝμπει καληνωρßσματα με την καρδιÜ στην Küρη.
Στ' Üλογο απÜνω σαν τυφλüς και σα βουβüς εγßνη,
τσι σκÜλες και δεν τσι πατεß, το χαλινÜρι αφÞνει. 1710
Mπαßνει εις λαγκÜδια και βουνιÜ, και σε μεγÜλα δÜση,
παρακαλεß να βγου' θεριÜ να θÝ' να τον-ε φÜσι·
να πολεμÞσει, για να δει, τß του φυλÜγει η Mοßρα,
απεßτις και τσ' ολπßδες του Üδικα του τσ' επÞρα.
¼που κι αν επορπÜτηξεν εκεßνην την ημÝρα, 1715
Þβγανεν αναστεναμοýς που εκαßγαν τον αÝρα.
Tα βÜσανÜ του τα πολλÜ στα δÜση τα εδηγÜτο,
και το λαγκÜδι και βουνß συχνιÜ του 'πιλογÜτο.
EPΩTOKPITOΣ
ΛÝγει· "OυρανÝ, ρßξε φωτιÜ, ο Küσμος ν' αναλÜβει,
κι üλοι ας λαβοýν κι üλοι ας καγοýν, κ' η AρετÞ μη λÜβει, 1720
στην Üδικην απüφασιν, που εδüθη-ν εις εμÝνα,
ν' απαρνηθþ τον τüπον μου, να πορπατþ στα ξÝνα.
¢στρη, μην το βαστÜξετε, ¹λιε, σημÜδι δεßξε,
και σ' Ýτοιου AφÝντη αλýπητου αστροπελÝκι ρßξε.
Kι üλοι οι ΠλανÞτες τ' Oυρανοý, την üρεξη ας κινÞσουν 1725
ρηγÜδω' να ομονοιÜσουσι, να τον-ε πολεμÞσουν,
üτι να μου αναθυμηθεß, να βαραναστενÜξει,
σπουδαχτικÜ üπου βρßσκομαι, να πÝψει να με κρÜξει."
ΠOIHTHΣ
216Kαι πÜλι, üντεν εσþπαινε, με την καρδιÜν εμßλειε,
κ' Þσκυφτε, με το λογισμüν, την AρετÞν κ' εφßλειε. 1730
TÜ'παν και τÜ εμιλÞσασι, παντοτινÜ θυμÜται,
και μüνιος του και μοναχüς, σαν πελελüς δηγÜται.
ΠολλÜ πρικοß αναστεναμοß εσμßγασιν ομÜδι,
συχνιÜ βροχοýλα εκÜμασι, κ' Þβρεχε στο λαγκÜδι.
Aπü τσι τüπους του Pηγüς εβÜλθη να μακρýνει, 1735
να βρει Üλλα μÝρη αδιÜβατα, κ' εις κεßνα ν' απομεßνει.
Kι αγÜλια-αγÜλια με Kαιρüν και μÝρες να σιμþνει,
στ' üνομα να κουρφεýγεται, ποιüς εßναι να το χþνει.
Λüγια με τον πολýν καημüν και λýπηση γεμÜτα
Þλεγεν ο Pωτüκριτος πηαßνοντας εις τη στρÜτα. 1740
Στον ΠεζοστρÜτη ας Ýρθομεν, που ως εßδεν τον υ-Γιüν του
κ' εμßσεψε, εσκοτεßνιασε το φως των αμματιþν του.
Tα παραθýρια εκÜρφωσε, τσι πüρτες μανταλþνει,
επüβγαλε τους φßλους του, τους δοýλους του ζυγþνει,
και τ' ÜλογÜ του επüλυκε, και τα γερÜκια αφÞνει, 1745
σα να'χε θÜψει τον υ-Γιüν κÜνει την þρα κεßνη.
Kαι θεληματικÞ φλακÞ και σκοτεινÞ διαλÝγει,
κι ουδÝ φαητü, μουδÝ πιοτüν, ουδÝ δουλειÜ γυρεýγει.
Kαι πλιü δεν εßχεν üρεξη να βγει üξω του σπιτιοý του,
σα ΘÜνατος του εφÜνηκεν ο μισεμüς του Γιοý του. 1750
Aν εßν' κ' οι γνþμες του Kυροý τÝτοιας λογÞς εκÜνα',
λογιÜσετε ßντÜ'καμεν η κακομοßρα MÜνα.
Δε θÝλει η κακορßζικη πλιü [τ]' Üσπρα να φορÝσει,
μα θλιφτικÜ παλιÜ-παλιÜ, κι απüκοντα þς τη μÝση.
K' εις του σπιτιοý τση τη γωνιÜ χÜμαι στη γη καθßζει, 1755
πüτε και λßγο φαητü στανιü τση γεματßζει.
συνεχßζεται ... η Δ' Ενüτητα