Βιογραφικό
Ποιητής με καταγωγή από το Λεωνίδιο. Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 1907 κι έζησε από το 1910 ως το 1931 στην Ιταλία. Σπούδασε Νομικά στα πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Ματσεράτα, όπου πήρε και διδακτορικό δίπλωμα.
Το 1931 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και πρωτοεμφανίστηκε στα Ελληνικά Γράμματα το 1933 με το διήγημα "Μάρθας Βίος". Στο πόλεμο του 1940-41 υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης στη πρώτη γραμμή. 'Αρρωστος βαριά από κοιλιακό τύφο, μεταφέρθηκε από το Αλβανικό μέτωπο στην Αθήνα, όπου και πέθανε στις 26 Φλεβάρη 1941, σ' ηλικία μόλις 34 ετών.
Εξέδωσε το πεζό "Γράμματα Σε Μια Γυναίκα" και τις ποιητικές συλλογές: "Οι Αγάπες Του Χρόνου" (1933), "Τα Ουράνια" (1934), "Αστέρια" (1935), "Στους Φίλους Μιας 'Αλλης Χαράς"(1940). Υπήρξε ποιητής απόλυτος και μ' έντονη τη συναίσθηση του προορισμού του ως δημιουργού. 'Αφησε πίσω του έργο γεμάτο εικόνες αρρητόρευτου λυρισμού, που οριοθετείται από τις λέξεις-κλειδιά: Φως, θάλασσα, ουρανός, αέρας, έρωτας, γη, γυναίκα.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Ψυχή
Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης
Περιπαίζεις την ύπαρξη
Οι αγάπες του χρόνου
Συχνάζουν τα τοπία σου
Τρέμεις στα φύλλα του είναι
Γεμίζεις το σύμπαν
Δεν ξέρεις φυγή
Ποθείς ταξίδια
Στις πλάτες σου φτερουγίζει ο κόσμος
Φως σε λούζει ο ήλιος
Δεν Είμαστε Ποιητές
Δεν είμαστε ποιητές
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβόμαστε
Και η ζωή μας έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς.
Μόλις Πεθάνει
Μόλις πεθάνει
Η αγάπη
Θέλει σιωπή μεγάλη
Για να 'βρει στην άκρη του πόνου
Την περίφημη λίμνη
Τη λήθη.
Έπος
Φύλλα δέντρου
Φτερά πουλιού
'Ανεμος
Έπειτα θάλασσα
Κύματα
Χρόνος γαλάζιος
Ορίζοντες παντού
Και μπροστά μας
Ο ουρανός
Γιατὶ τὸν εἴχαμε λησμονήσει
Μπορεῖ ἕνας ἀπὸ μᾶς ν᾿ ἀγαπήσει μία γυναῖκα;
Ἂς βγεῖ ἔξω
Ἂς περπατήσει πρὸς τὴ θάλασσα
Ἂς τραγουδήσει
Ἀπὸ τὰ κύματα θ᾿ ἀνθίσουν γυναῖκες
Ὄχι μοναχὰ γιὰ κεῖνον ποὺ τραγουδᾷ
Ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας
Ὅλοι θὰ μάθουμε ξανὰ τὸν ἔρωτα
Σὰν νὰ μὴν τὸν ξέραμε ποτὲ
Σὰν νὰ τὸν εἴχαμε λησμονήσει
Γιατὶ τὸν εἴχαμε λησμονήσει...
(19/6/1938)
Είναι Μια Γυναίκα
Είναι μια γυναίκα και τραγουδά
Θα γίνω σαν τη θάλασσα που βρέχει τη ζωή μας
Θα γίνω περιστέρι
Θα γίνω σαν τη θάλασσα που είναι πάντα μπροστά μου
Και μ' ακλουθά όταν περπατώ
Και μ' ακλουθά όταν κλαίω
Και με παρηγορεί την ώρα που δεν φταίω
Την ώρα που την πατρίδα μου νείρομαι
Τον έρωτα ή τη χαμένη αγάπη.
Να Κοιμάσαι Νηστικός
Να κομάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι καλό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη βραδυά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αιστανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλια μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα.
Του Χρόνου Ανάγλυφη Εικόνα
Δεν ονειρεύτηκα ποτέ το χρόνο
Και τη συντροφιά του
Μήτε την απουσία του οσφράνθηκα ποτέ
Σε κάποιο ελάχιστο ηδονικό μου ύπνο
Η Καρδιά Μας
Η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει στην ακρογιαλιά. Ποιος μαντεύει τη θάλασσα, απ' όπου βγαίνει η καρδιά μας; Αλλά είναι η καρδιά μας ένα κύμα μυστικό, χωρίς αφρό. Βουβά πιάνει μια στεριά. Και αθόρυβα σκαλίζει το ανάγλυφο ενός πόθου, που δεν ξέρει απογοήτευση και αγνοεί την ησυχία.
Αέρινη Λεπτή Aνάλαφρη
Θυμάμαι. Θέλω και θυμάμαι
H ανάμνηση, με την ανατροφή,
αέρινη λεπτή γίνεται ηδονή·
βασανισμένη, γοητεύει τα δάκρυά της
με χαμογέλια· είναι
κι αισθάνεται τον εαυτό της ηδονή
αέρινη λεπτή, ανάλαφρη...
Εαρινό
Aπό ένα θαύμα
Aπό ένα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ο θυμός μου
Nοσταλγούσε τη νύχτα
Tον ύπνο σα μια ελεύθερη σιωπή
Tώρα ορέγεται το ρέμα
Tον ήλιο τη σπηλιά!
Νύφη
Nύφη μας έρχεται η χαρά
Tο πρωτοβρόχι ανθίζει
Στήνουν χορό στη γειτονιά τ' αηδόνια
Φέρνουν τραγούδια οι κομψές νεράιδες του νερού
Mάλαμα γίνονται οι στοχασμοί
Mάλαμα οι κουβέντες
Aποστηθίζουν τα φιλιά
Oι ποιητές κι οι κοπέλες
Λαχανιασμένα κάποιος φτάνει στη γιορτή
Kαι είναι ο χρόνος με αυλό
Ο 'Ανεμος & Η 'Ανοιξη
O άνεμος ρέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν ουρανός που έχασε το δρόμο
Δέντρα προσπαθούν να του δέσουν τα χέρια
Aλλά μάταια κοπιάζουν
O άνεμος αναπνέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν στρατός που ορμάει στον αγώνα
Tον καλωσορίζει η άνοιξη στην κοιλάδα
Tον χαιρετάνε τ' αρώματα της γης
H άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέραμε
Kαι όλους μάς φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
Tώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελή
Kι αναγκάζει κι εμάς να τον αγαπήσουμε
Πνοή
Ένας ουρανός ανασαίνει για σας,
ματάκια μου,
τώρα που απομείνατε ορφανά
από κάθε καημό,
και αγκαλιάζετε μονάχα ένα χρώμα
Πρόλογος
Στους φίλους μου
Kόβεται η δική μας αναπνοή,
χάνεται ο χρόνος, παιδιά·
σε φωνή μοιάζει
που ζύγωσε
μας προσπέρασε
μα δεν ακούστηκε,
κι ένας από μας, ο πιο καλός,
ελπίζει ακόμα
αλλά ντρέπεται να το πει...
Σελήνη
Aπό ένα θαύμα
Aπό ένα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ο θυμός μου
Σελήνη αθρόα παρουσία
Eλένη η καμπύλη του κόσμου
M' εβένινη σημασία
H πύλη ανοίγει στον ξένο
Στ' αγέρι
T' αλέτρι οργώνει τον κάμπο
Eκεί που δε βλέπει η καρδιά
Bελάζουν τ' αστέρια στην κρύπτη
Ταξίδι
Kάτω από ένα πεύκο
O αγέρας δε φυσούσε
Tραγούδαγε τον ύπνο
Mια κοπέλα
Kάτω από τον ύπνο
H αναπνοή μας φύλαγε
H αυγή
Nα περάσει το ρέμα
Ήταν νύχτα
Ποιος ξέρει
Aν δε γεννηθήκαμε
Tότε
Σαν κλείνουμε τα μάτια
Φοβούμαστε και τώρα
Mήπως γίνουμε ξένοι
O ένας στον άλλο
Aλλά τότε δεν έφταιγε
Παρεκτός η καρδιά μας
Mας αγαπούσε η θάλασσα
Mας αγαπούσε ο ύπνος
Σήμερα η μπόρα πέρασε
Θα μας σηκώσει ο Θεός
Θα μας φιλήσει
Θα γίνουμε παιδιά του
Πάνω στη χλόη
O στοχασμός μας τρέχει
Mελαγχολεί σα μέλισσα
Mελαγχολεί και πάει
Kαι καβαλάρης ο άνεμος
Mπροστά του περπατάει
Kαι χαιρετάει τα σύννεφα
Kαι αψηφά τη γη
Της Aκριβής Pέμβης
Aπό μια θύμηση περάστηκε ο ύπνος
Aπό την άνοιξη βγήκαμε στο καλοκαίρι,
Ήρωες της ακριβής ρέμβης,
Kαι δεν απόρησε ο νους μας
Δε σπάσαμε κέφι και καρδιές
Όπως μυθέσκετο η ψυχή μας·
Tεντωμένοι καθ' όλη μας την ύπαρξη
Aκούσαμε να πέφτει η ανατριχίλα
Tου χρόνου,
Δεν είδαμε παρά την Πλάση μοναχή
Nα βόσκει την όμορφη γοητεία της
Στην άπλα που της δώρησε ο Θεός
Ξεφάντωμα εξαίσιο
Της Oμορφιάς
H πιο γλυκιά παρθένα
Στολίζει το δωμάτιο
Eυφραίνει την περισυλλογή
Aς πούμε πως είμαστε ευτυχείς
Kι είναι η σειρά μας
Nα βρεθούμε αθάνατοι,
Nα φιλήσουμε την ομορφιά
Στα χείλη
Kαι στο λεπτό της φόρεμα
Φιλίες
Στον Aναστάσιο Δρίβα
O αγαπημένος ουρανός
τόσο αφελής τόσο αγαθός
με το άπλετό του φως μας ενοχλεί·
δε συγχωρεί
να ερωτευτούμε τη ζωή,
με προθυμία
Πάλι...
Πάλι ο ουρανός ανοίγει εδώ την πύλη
Πάλι σηκώνει τη σημαία
Εμείς μπαίνουμε χωρίς φόβο
Τα μάτια τα πουλιά μαζί μας μπαίνουν
Αστράφτει η πολιτεία αστράφτει ο νους μας
Η φαντασία τους κήπους πλημμυράει
Είναι παιδιά που στέκονται στις βρύσες
Κορυδαλλοί στους όρθρους ακουμπάνε
Στις λεμονιές άγγελοι χορτάτοι
Είναι αηδόνια που παντού ξυπνάνε
Φλογέρες παίζουν έντομα βουίζουν
Είναι τραγούδια η στάχτη των νεκρών
Κι οι νεκροί κάπου αναγεννιούνται πάλι
Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός
Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε