ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

ÐáñáäïóéáêÜ: ËéáíïôñÜãïõäá Ôçò ÃëõêåéÜò Ðáôñßäáò

                   Λßγα Λüγια

      Εδþ θÝλησα να συγκεντρþσω μερικÜ απü τα πιο γνωστÜ παραδοσιακÜ τραγοýδια μας. Π. Χ.

        ΑγκινÜρα

ΑγκινÜρα με τ' αγκÜθια
και με τα λουλοýδια τ' Üσπρα

Μη παραμυρßζεις τüσο
και με κÜνεις και νυχτþσω

Κι αν νυχτþσεις παλικÜρι
κÜτσε να βγει το φεγγÜρι

Να σε δω να σε γνωρßσω
και να σε γλυκορωτÞσω

     Αγρßμια & ΑγριμÜκια

- Αγρßμια κι αγριμÜκια μου,
  λÜφια μου μερωμÝνα,
  πÝστε μου που 'ν' οι τüποι σας,
  που 'ναι τα χειμαδιÜ σας;

- ΓκρεμνÜ 'ναι μας οι τüποι μας,
  λÝσκες τα χειμαδιÜ μας,
  τα σπηλιαρÜκια του βουνοý
  εßναι τα γονικÜ μας.

                     ΑθανÜσιος ΔιÜκος

Τρßα πουλÜκια κÜθουνταν ψηλÜ στη ΧαλκουμÜτα.
 Το 'να τηρÜ τη ΛειβαδιÜ και τ' Üλλο το Ζητοýνι,
 το τρßτο το καλýτερο μοιρολογÜ και λÝει:
-ΠολλÞ μαυρßλα πλÜκωσε, μαýρη σα καλιακοýδα.
 Μην ο Καλýβας Ýρχεται, μην ο ΛεβεντογιÜννης;
-Νουδ' ο Καλýβας Ýρχεται νουδ' ο ΛεβεντογιÜννης.
 ΟμÝρ Βρυþνης πλÜκωσε με δεκαοχτþ χιλιÜδες.

 Ο ΔιÜκος σα τ' αγροßκησε πολý του κακοφÜνη.
 ΨηλÞ φωνÞν εσÞκωσε, τον πρþτο του φωνÜζει.
-"Τον ταúφÜ μου σýναξε, μÜσε τα παλληκÜρια,
 δος τους μπαροýτη περισσÞ και βüλια με τις χοýφτες,
 γλÞγορα για να πιÜσουμε κÜτω στην ΑλαμÜνα,
 που 'ναι ταμποýρια δυνατÜ κι üμορφα μετερßζια".

 Παßρνουνε τ' αλαφριÜ σπαθιÜ και τα βαριÜ τουφÝκια,
 στην ΑλαμÜνα φτÜνουνε και πιÜνουν τα ταμποýρια.
-"ΚαρδιÜ, παιδιÜ μου" φþναξε, "παιδιÜ μη φοβηθεßτε,
 σταθεßτε αντρειÜ σαν ¸λληνες και σα Γραικοß σταθεßτε".

 ΨιλÞ βροχοýλα Ýπιασε κι Ýνα κομμÜτι αντÜρα,
 τρßα γιουροýσια κÜμανε, τα τρßα 'ρÜδα-αρÜδα.
 ¸μειν' ο ΔιÜκος στη φωτιÜ με δεκαοχτþ λεβÝντες.
 Τρεις þρες επολÝμαγε με δεκαοχτþ χιλιÜδες.
 Βουλþσαν τα ταμποýρια του κι ανÜψαν τα τουφÝκια
 κι ο ΔιÜκος εξεσπÜθωσε και στη φωτιÜ χουμÜει.
 ΞÞντα ταμποýρια χÜλασε κι εφτÜ μπουλουκμπασÞδες
 και το σπαθß του κüπηκε ανÜμεσα απ' τη χοýφτα
 και ζωντανü τον Ýπιασαν και στον πασÜ το πÜνε.
 Χßλιοι τον παν απü μπροστÜ και χßλιοι απü κατüπι.

 Κι ο ΟμÝρ Βρυþνης μυστικÜ στον δρüμο τον ερþτα:
-"Γßνεσαι Τοýρκος ΔιÜκο μου, τη πßστη σου ν' αλλÜξεις,
 να προσκυνÞσεις στο τζαμß, την εκκλησιÜ ν' αφÞσεις";
 Κι εκεßνος τ' αποκρßθηκε και στρßβει το μουστÜκι:
-"ΠÜτε κι εσεßς κι η πßστη σας, μουρτÜτες να χαθεßτε!
 Εγþ Γραικüς γεννÞθηκα Γραικüς θε να ποθÜνω.
 Α, θÝλετε χßλια φλωριÜ και χßλιους μαχμουτιÝδες
 μüνον εφτÜ μερþν ζωÞ θÝλω να μου χαρßστε,
 üσο να φτÜσει ο Οδυσσεýς και ο ΘανÜσης ΒÜγιας".
 Σαν τ' Üκουσε ο Χαλßμπεης, αφρßζει και φωνÜζει:
"Χßλια πουγκιÜ σας δßνω 'γω κι ακüμα πεντακüσια,
 το ΔιÜκο να χαλÜσετε, τον φοβερü τον κλÝφτη,
 γιατß θα σβÞσει τη ΤουρκιÜ κι üλο μας το ντοβλÝτι".

 Το ΔιÜκο τüτε παßρνουνε και στο σουβλß τον βÜζουν.
 Ολüρτο τον εστÞσανε κι αυτüς χαμογελοýσε,
 την πßστη τους τους ýβριζε, τους Ýλεγε, μουρτÜτες:
-"ΣκυλιÜ, κι α' με σουβλßσετε Ýνας Γραικüς εχÜθη.
 Ας εßν' ο Οδυσσεýς καλÜ και ο καπετÜν ΝικÞτας,
 που θα σας σβÞσουν την ΤουρκιÜ κι üλο σας το ντοβλÝτι".

             ΑλατσατιανÞ

Στ' AλÜτσατα στη ΠαναγιÜ,
στ' αγιüδημ' απü πßσω, AλατσατιανÞ,
στ' αγιüδημ' απü πßσω, ΠανωχωριανÞ,
Ýχω φυτÝψει λεμονιÜ,
και πÜω να τη ποτßσω, AλατσατιανÞ,
και πÜω να τη ποτßσω ΠανωχωριανÞ.
'Αιντε, Üιντε γκιντελßμ, AλατσατιανÞ,
θα σε κλÝψω δε σ' αφÞνω, ΠανωχωριανÞ.

KακüβολÝ μου NτουσεμÝ,
με τις ανηφοριÝς σου, AλατσατιανÞ,
με τις ανηφοριÝς σου, ΠανωχωριανÞ,
κÜνε και μÝνα γεßτονα,
με τη γειτüνισσÜ σου, AλατσατιανÞ,
με τη γεινüνισσÜ σου, ΠανωχωριανÞ.
'Αιντε, Üιντε γκιντελßμ, AλατσατιανÞ,
θα σε κλÝψω δε σ' αφÞνω, ΠανωχωριανÞ.

Στ' AλÜτσατα εßν' Ýνα βουνü,
KαρανταÞ το λÝνε, AλατσατιανÞ,
KαρανταÞ το λÝνε, ΠανωχωριανÞ,
που παν' οι AλατσατιανÝς,
και τον καημü τους λÝνε, AλατσατιανÞ,
και τον καημü τους λÝνε, ΠανωχωριανÞ.
'Αιντε, Üιντε γκιντελßμ, AλατσατιανÞ,
θα σε κλÝψω δε σ' αφÞνω, ΠανωχωριανÞ.

       ΑλητÜκι

ΑλητÜκι με φωνÜζουν
ΑλητÜκι εßμαι 'γω
Και στου ψεýτικου του κüσμου
μες στους δρüμους περπατþ

¸τσι πÜντα μου αρÝσει
Να γυρνþ μες στη ζωÞ
Ν' αγαπþ και να μεθÜω
Κι ας δουλεýω το πρωß

¸τσι θÝλω να γλεντÞσω
αυτÞ τη ψεýτικη ζωÞ
Τι σου φταßω το καημÝνο
αν ζω αλανιÜρικα

Μου αρÝσουνε τ' αστÝρια
Μη μου λες για φυλακÞ
Και τα πλοýτη στα χαρßζω
Για να ζÞσω σα πουλß

Μες στους δρüμους Ýχω μÜθει
τι εßναι λÜθος και σωστü
Κι Ýμαθα για την αγÜπη
εßναι πρþτο γιατρικü

        ΑμÜραντος

Αχ, για ιδÝ-καλÝ για ιδÝ-
για ιδÝστε τον αμÜραντο,
σε τι βουνü φυτρþνει καλÝ!

Αχ φυτρþ-καλÝ φυτρþ-
φυτρþνει μες στα δýσβατα,
στις πÝτρες στα λιθÜρια καλÝ.

Αχ, ποτÝ καλÝ καλÝ ποτÝ.
ΠοτÝ του δε ποτßζεται
και δε κορφολογιÝται καλÝ.

Αχ, τον τρþν' καλÝ τον τρþν',
τον τρþν' τα λÜφια και ψοφοýν,
τ' αγρßμια και μερεýουν καλÝ.

       Αμοργιανü...

Αμοργιανü εßναι το νερü
ΑμοργιανÞ κι η βρýση
ΑμοργιανÞ κι η κοπελιÜ
που πÜει για να γεμßσει

Αμοργιανü μου πÝραμα
να 'χεις καλü ξημÝρωμα

Αμοργιανü μου πÝρασμα
και πως θα σε περÜσω
και που θε να 'βρω τον καιρü
στη ΓιÜλη για ν' αρÜξω

ΟρτσÜριζε ορτσÜριζε
στον κÜβο καβατζÜριζε

Να 'μουν στη ΓιÜλη μια βραδιÜ
στη Χþρα μιαν αυγßτσα
να 'μουν και στα ΚατÜπολα
που 'χει üμορφα κορßτσια

Γιαλßτισσα Γιαλßτισσα
στη πüρτα σου ξενýχτησα

         ΠιπεριÜ

AνÝβηκα στη πιπεριÜ
-μαυρομÜτα και ξανθιÜ-
για να κüψω Ýνα πιπÝρι
-συ 'σαι το γλυκü μου ταßρι-

BλÝπω μια κüρη κι Üλλαζε
και τη καρδιÜ μου τÜραζε
και μου λÝει: -"μη φοβÜσαι
βÜλ' το χÝρι σου και πιÜσε"

Tη τσßμπησα μες στο λαιμü,
σκοýζει, φωνÜζει: "üχι εδþ"
και μου λÝει: "παρακÜτω
απü το λαιμü πιο κÜτω"

Tη τσßμπησα στα δυο βυζÜ,
σκοýζει, φωνÜζει: "κερατÜ"
και μου λÝει: "παρακÜτω
απ' τα δυο βυζÜ πιο κÜτω"

Tη τσßμπησα στον αφαλü,
σκοýζει, φωνÜζει: "οýτε 'δω
και μου λÝει: "παρακÜτω
απ' τον αφαλü πιο κÜτω"

Tη τσßμπησα στα γüνατα
φωνÝς και ξελιγþματα
και μου λÝει: "παραπÜνω
απ' τα γüνατα πιο πÜνω"

Σκýβω κι ο μαýρος τß να δω;
Να ρεματÜκι δροσερü.
Γýρω-γýρω εßχε βοýρλα
και στη μÝση μια βρυσοýλα

¹τανε και κατηφüρα
Ýβαλα και λßγη φüρα
πÝφτει σκοýζει απ' τη χαρÜ της
και την Üκουσ' ο μπαμπÜς της

-"Tι Ýχεις κüρη μ' κι εßσαι κÜτου
κι εßν' τα πüδια σου στ' αφτιÜ του";
-"ΜÝγας πüνος μ' Ýχει πιÜσει
και με τρßβει να περÜσει"!

       Αννοýλα

¹μουνα ξÝνοιαστο πουλß
üταν σ' εßχα πρωτοδεß
την αυγοýλα,
-'Αννα μου, Αννοýλα-
Ýφυγες κι Ýχεις χαθεß

Απ' τη στρÜτα σα περνÜς
τη καρδοýλα μου κερνÜς
την αυγοýλα,
'-Αννα μου Αννοýλα-
μου 'πες πως θα μ' αγαπÜς

Περπατþ εδþ κι εκεß
με το βÞμα το βαρý
την αυγοýλα,
-'Αννα μου Αννοýλα-
Ýφυγες κι Ýχεις χαθεß

   'Ανοιξαν Οýλα Τα ΔÝντρα...

'Ανοιξαν, Üνοιξαν οýλα τα δÝντρα
μουργιαλÝ-μουργιαλÝνια μου
κρουσταλÝνια μου,
και οι αμý -και οι αμυγδαλιÝς
μαýρα τα μÜτια που εßδα ψες

'Ανοιξα, Üνοιξα κι εγþ ο καημÝνος,
μουργιαλÝ -μουργιαλÝνια μου
κρουσταλÝνια μου
σε χρυσü -σε χρυσü μπαξÝ
μαýρα τα μÜτια που 'δα ψε

Βρßσκω κü- βρßσκω κüρη που κοιμÜται
μουργιαλÝ -μουργιαλÝνια μου
κρουσταλÝνια μου
σε χρυσü -σε χρυσü χαλß
μαýρα εßν' τα μÜτια που 'χα εγþ

¸σκυψα, Ýσκυψα να τη φιλÞσω
μουργιαλÝ -μουργιαλÝνια μου
κρουσταλÝνια μου
δε το δε- δε το δÝχτηκε
μαýρα εßν' τα μÜτια που εßδα ψε

      'Αντρα Μου ΠÜει...
                  (της ΚÜτω Ιταλßας)

ΤÝλω να μπισκεφτþ να μη πενσÝφσω
να κλÜφσω τσαι να γελÜσω τÝλω
αρτεβρÜι. Μα μÜλι' αρÜτζια Ýβο
ε' να κανταλßσω στο φÝγγο ε' να
φωνÜσω ο Üντρα μου πÜει.
'Αντρα μου πÜει - Üντρα μου πÜει.

Τσ'ε οι αντρþποι στε
μας πÜνε στε ταρÜσσουνε ντ' Üρτει
καλοß ους τωροýμε του σ' Ýνα
χρüνου.´Ετο ε ζωÞ μα ε του, ε ζωÞ
ΚριστÝ μου; Μα πα τσαι στη
ΓκερμÜνια κλαßοντα μα πüνο.
Κλαßοντα μα πüνο - κλαßοντα μα πüνο.

ΤÜτα γιατß εν να πÜει, πÝ μα γιατß;
Γιατß Ýτο Ýν' ναι ζωÞ μαρÜ παιδßα
ο τεκοýντη πολεμÜ τσ' ιδρþνει να
λιπαριÜσει ου σινιοýρου μου τη φατßα.
Μου τη φατßα - Μου τη φατßα.

ΣτÝκω τη μπÜντα τσαι στÝκω εντþ
σüνο. ΣτÝω πουμμα σα τσαι στε,
πÝνσεω στο τρÝνο. ΠÝνσεω στο
σκοτεινü και στη μινιÝρα που
πολεμþντα ετσεß πεθαßνει ο γÝνο.
Πεθαßνει ο γÝνο - πεθαßνει ο γÝνο.

             Kαληνýφτα

Τι Ýν'γλυτσÝα τοýση νýφτα τι εν' þρια

τσ' εβþ ε πλþνω πενσÝοντα σ' εσÝνα

τσ' ετοý μπει στη φενÝστρα σου αγÜπη μου

της καρδßας μου σου 'νοßφτω τη πÝνα.

Εβþ πÜντα σ'εσÝνα πενσÝω

γιατß σÝνα φσυχÞ μου 'γαπþ

τσαι που πÜω που σýρνω που στÝω

στη καρδιÜ μου πÜντα σÝνα βαστþ

Καληνýφτα σε 'φÞνω τσαι πÜω
πλÜια σου 'τι 'βω πßρτα πρικü

τσαι που πÜω που σýρνω που στÝω

στη καρδιÜ μου πÜντα σÝ

Καληνýφτα σε 'φÞνω τσαι πÜω

πλÜια σου 'τι 'βω πßρτα πρικü

τσαι που πÜω που σýρνω που στÝω

στη καρδιÜ μου πÜντα σÝνα βαστþ.

ΑπÜνω Στη ΤριανταφυλλιÜ...

ΑπÜνω στη -μαýρα μου μÜτια-
απÜνω στη τριανταφυλλιÜ
χτßζειν η πÝρδικα φωλιÜ

Χτßζειν η πÝ- μαýρα μου μÜτια-
χτßζειν η πÝρδικα φωλιÜ
σιμπαινοβγαßνουν τα πουλιÜ

σιμπαινοβγαι- μαýρα μου μÜτια-
σιμπαινοβγαßνουν τα πουλιÜ
και σιÝται η τριανταφυλλιÜ

Και σιÝται η- μαýρα μου μÜτια-
και σιÝται η τριανταφυλλιÜ
και πÝφτουν τα τριαντÜφυλλα

Και πÝφτουν τα- μαýρα μου μÜτια-
και πÝφτουν τα τριαντÜφυλλα
μÝσα στης νýφης τη ποδιÜ

            Απü ΞÝνο Τüπο...

Aπü ξÝνο τüπο κι απ' αλαργινü
Þρθ' Ýνα κορßτσι, -φως μου-, δþδεκα χρονþ.

¸χει μαýρα μÜτια και σγουρÜ μαλλιÜ
και στο μÜγουλü του, -φως μου-, Ýχει μιαν ελιÜ.

Δε μου τη δανεßζεις δε μου τη πουλÜς
την ελßτσα που 'χεις, -φως μου-, και με τυραννÜς;

Δε σου τη δανεßζω, δε σου τη πουλþ,
μüν' να τη χαρßσω θÝλω σ' κεßνον π' αγαπþ.

  Δε Σε ΘÝλω Πια

Απü τα πολλÜ
που μου 'χεις καμωμÝνα
δε σε θÝλω πια
τα σωθικÜ μου
τα 'χεις μαυρισμÝνα
δε σε θÝλω πια

Δε μ' αρÝσουν πλÝον τα γινÜτια
δε ποθþ τα δυο γλυκÜ σου μÜτια
παßζω και γελþ
κι Üλλην αγαπþ
μÜθε κι Üλλη μια
πως δε σε θÝλω πια

Τι μου το λες
πως δε μπορεßς να ζÞσεις
δε σε θÝλω πια
με φοβερßζεις
πως θ' αυτοκτονÞσεις
δε σε θÝλω πια

Αλλοý να βρεις
τα νÜζια σου να κÜνεις
δε σε θÝλω πια
το ßδιο το 'χω
κι αν ζÞσεις κι αν πεθÜνεις
δε σε θÝλω πια

Απü Τη Πüρτα Σου Περνþ

Απü τη πüρτα σου περνþ
κι απü τη γειτονιÜ σου
για να με δεις και να χαρεß
και σÝνα η καρδιÜ σου

¸βγα στο παραθýρι
κρυφÜ απ' τη μÜνα σου
και κÜνε πως ποτßζεις
τη μαντζουρÜνα σου

ΚÜθε βραδιÜ στον ýπνο μου
μαζß σου κουβεντιÜζω
και μüνο κεßνη τη χαρÜ
στον κüσμο δοκιμÜζω

¸βγα στο παραθýρι
κρυφÜ απ' τη μÜνα σου
και πες πως θα μιλÞσεις
στη φιλενÜδα σου

¼λος ο κüσμος απορεß
με την υπομονÞ μου
για να κερδßσω μια καρδιÜ
θα χÜσω τη δικÞ μου

Να σ' αποχτÞσω θÝλω
με την υπομονÞ
και θα 'σαι ευτυχισμÝνη
σε üλη τη ζωÞ

    ΓαλανÞ-ΓαλαζιανÞ

Με κÜλεσε μι' αρχüντισσα
γαλανÞ γαλαζιανÞ
με κÜλεσε μι' αρχüντισσα
κüρη ΚαλαματιανÞ
Να πÜω να δειπνÞσω
μαýρα μÜτια να φιλÞσω

Με στρþνει στρþσες δþδεκα
γαλανÞ γαλαζιανÞ
με στρþνει στρþσες δþδεκα
κüρη ΚαλαματιανÞ
Κι Ýνα χρυσü παπλþμα
ΠÝφτ' αγκαλιÜζω κοýτσουρο
-γαλανÞ γαλαζιανÞ-
πÝφτ' αγκαλιÜζω κοýτσουρο
κüρη ΚαλαματιανÞ
Θε μου ξημÝρωσÝ με

Με κÜλεσε και μια φτωχÞ
-γαλανÞ γαλαζιανÞ-
με κÜλεσε και μια φτωχÞ
κüρη ΚαλαματιανÞ
να πÜω να δειπνÞσω
μαýρα μÜτια να φιλÞσω

Μου στρþνει μια παλιüψαθα
-γαλανÞ γαλαζιανÞ-
μου στρþνει μια παλιüψαθα
-κüρη ΚαλαματιανÞ-
κι Ýνα παλιοπαπλþμα

ΠÝφτ' αγκαλιÜζω μÜλαμα
-γαλανÞ γαλαζιανÞ-
πÝφτ' αγκαλιÜζω μÜλαμα
κüρη ΚαλαματιανÞ
Θε μου μη ξημερþσεις

        Γερακßνα

Κßνησε η Γερακßνα για νερü
ωρε κρýο να φÝρει.
Ντροýγκου ντροýγκου
ντρουν ντρουν ντρουν
τα βραχιüλια της βροντοýν.
Τα βραχιüλια της βροντοýν,
ντροýγκου ντροýγκου ντροýγκου
ντρουν ντρουν ντρουν.

Κι Ýπεσε μες το πηγÜδι
κι Ýβγαλε ωρε φωνÞ μεγÜλη.
Ντροýγκου ντροýγκου
ντρουν ντρουν ντρουν
τα βραχιüλια της βροντοýν.
Τα βραχιüλια της βροντοýν,
ντροýγκου ντροýγκου ντροýγκου
ντρουν ντρουν ντρουν.

Κι Ýτρεξεν ο κüσμος üλος
κι Ýτρεξα ωρε κι εγþ ο καημÝνος.
Ντροýγκου ντροýγκου
ντρουν ντρουν ντρουν
τα βραχιüλια της βροντοýν.
Τα βραχιüλια της βροντοýν,
ντροýγκου ντροýγκου ντροýγκου
ντρουν ντρουν ντρουν.

Γερακßνα θα σε βγÜλω
και γυναßκα θα σε πÜρω.
Ντροýγκου ντροýγκου
ντρουν ντρουν ντρουν
τα βραχιüλια της βροντοýν.
Τα βραχιüλια της βροντοýν,
ντροýγκου ντροýγκου ντροýγκου
ντρουν ντρουν ντρουν.

           ΓιÜντα...

ΓιÜντα να μη θÝλεις γιÜντα
την αγÜπη μου για πÜντα

Για τον ÝρωτÜ σου σβÞνω
σ' αγαπþ και τι θα γßνω

ΓρÜφω τ' ονομÜ σου γρÜφω
μ' Ýνα βüτσαλο στο βρÜχο

'Αστρο της ζωÞς μου Üστρο
η καρδιÜ σου εßναι κÜστρο

       Γιαροýμπη

Δεν ημπορþ τα μÜτια μου
ψηλÜ να τα σηκþσω
και της καημÝνης μου καρδιÜς
αγÝρα να της δþσω

Ποια θÜλασσα ποιος ποταμüς
ποια βρýση δε θολþνει
ποιος Ýχει αγÜπη στη καρδιÜ
και δεν τη φανερþνει

Γιαροýμπη χÜνομαι Γιαροýμπη πεθαßνω
κι εγþ για σÝνανε σκßζω τη γης και μπαßνω
Γιαροýμπη τα ποτÞρια σπÜσ' τα
με τα χερÜκια σου

Ποιος πληγωμÝνος Ýγιανε
να 'χω κι εγþ το θÜρρος
να 'χω κι εγþ παρηγοριÜ
πως δε με παßρνει ο χÜρος

            Γιωργßτσα Μου

Εγþ 'λεγα να σ' αγαπþ Γιωργßτσα μου
κανεßς να μη το ξÝρει
τþρα το μÜθανε οι δικοß Γιωργßτσα μου
το μÜθανε κι οι ξÝνοι

Το γιασεμß στην πüρτα σου Γιωργßτσα μου
Üνθισε και θα δÝσει
τ' αγγελικü σου το κορμß Γιωργßτσα μου
στα χÝρια στα χÝρια μου θα πÝσει

ΜÜζεψε εσý τα γιασεμιÜ Γιωργßτσα μου
κι εγþ τα βελονιÜζω
ποýλησε την αγÜπη σου Γιωργßτσα
κι εγþ την αγορÜζω

¸λα Γιοýλα Γιοýλα Ýλα πÜρε με
Üνοιξε τις δυο αγκÜλες μÝσα βÜλε με

Δω Στα Λιανοχορταροýδια

Δþ στα λια- κι αμÜν αμÜν,
δþ στα λιανοχορταροýδια,
τι τρανüς χορüς θα γÝνει.

Σα γαúτÜ- κι αμÜν αμÜν,
σα γαúτÜνι θα παγαßνει,
πÝντε πÝρδικες πετοýσαν.

Μες τον κÜ- κι αμÜν αμÜν,
μες τον κÜμπο üλο γυρνοýσαν,
για τα μας τα δυο ρωτοýσαν.

Ποια εßν' η Ü- κι αμÜν αμÜν,
ποια εßν' η Üσπρη ποια εßν' η ροýσα,
ποια εßν' η γαúτανοφρυδοýσα.

Δþδεκα ΕυζωνÜκια

Δþδεκα ευζωνÜκια
τ' αποφασßσανε
στον πüλεμο να πÜνε
-ΠαναγιÜ μου-
να πολεμÞσουνε

Στο δρüμο που πηγαßναν
στη Μαýρη θÜλασσα
κακιÜ φουρτοýνα πιÜνει
-ΠαναγιÜ μου-
ξεσκßζει τα πανιÜ

Δε κλαßμε το καρÜβι
δε κλαßμε τα πανιÜ
μον' κλαßμε τα ευζωνÜκια
-ΠαναγιÜ μου-
τα νιοýτσικα παιδιÜ

ΒοÞθα ΠαναγιÜ μου
για να γλιτþσουμε
κι üλα σου τα καντÞλια
-ΠαναγιÜ μου-
θα στ' ασημþσουμε

     Εßναι ΚαρδιÝς...

Εßναι καρδιÝς üπου γελοýν
εßναι καρδιÝς που κλαßνε
εßναι καρδιÝς üπου πονοýν
τον πüνο τους δε λÝνε

Ω, ωχ, Ýβγα ταßρι μου
ω, ωχ και πιÜσ' το χÝρι μου

Για μÜγια μου 'κανες
για μαγεμÝνο μ' Ýχεις
και μÝσα στην αγκÜλη σου
περιπλεγμÝνο μ' Ýχεις

Ω, ωχ, μÜγια μου 'κανες
ω, ωχ, εσý με τρÝλανες

¼ταν σε βλÝπω κι Ýρχεσαι
φωνÜζω ΠαναγιÜ μου
αυτÜ τα μÜτια τα γλυκÜ
να γßνουνε δικÜ μου

Ω, ωχ, Ýλα πÝρασε
ω, ωχ, παßξε και γÝλασε

 Εßχα Μιαν ΑγÜπη...

Εßχα μιαν αγÜπη, αγÜπη
στον καιρü μου
εκεßνη Þταν τα μÜτια μου,
τα μÜτια και το φως μου

Και την αγαποýσα
πιστÜ και πιστεμÝνα
μα κεßν' η αφιλüτιμη
κορüιδευεν εμÝνα

¸να πρωß περνοýσα
απü τη γειτονιÜ της
και την εκαλημÝρισα,
της εßπα τ' üνομÜ της.

ΚαλημÝρα μÞλο μου,
μÞλο μου πορτοκÜλι
ωσÜν και σÝνα μÜτια μου,
στον κüσμο δεν εßν' Üλλη

   Τοýτο Τον ΜÞνα...

Τοýτο το μÞνα, τον απü πÜνω
Τον απü πÜνω τον παραπÜνω
Αúτüς εβγÞκε να κυνηγÞσει,
να κυνηγÞσει και να γυρßσει

Δεν εκυνÞγα αúτοýς και λÜφια
μüν' εκυνÞγα δυο μαýρα μÜτια
Μαýρα μου μÜτια κι αγαπημÝνα
και πως περνÜτε χωρßς εμÝνα

Μαýρα μου μÜτια κüκκινα χεßλη
Ýβγα μικρÞ μου στο παραθýρι
Να δεις τον Þλιο και το φεγγÜρι
να δεις τον νÝο που θα σε πÜρει

ΓαúτÜνι πλÝκω και δεν αδειÜζω
Δε με βολεß πλιο να κουβεντιÜζω
ΑνÜθεμÜ το τÝτοιο γαúτÜνι
κι αποý το πλÝκει κι αποý το 'φÜνει

                  Του Νεκροý Αδερφοý

ΜÜνα με τους εννιÜ σου γιοýς και με τη μια σου κüρη,
τη κüρη τη μονÜκριβη τη πολυαγαπημÝνη.
Την εßχες δþδεκα χρονþ κι ο Þλιος δε στην εßδε.
Στα σκοτεινÜ την Ýλουζε, στ' Üφεγγα τη χτενßζει,
στ' Üστρι και στον αυγερινü Ýπλεκε τα μαλλιÜ της.
ΠροξενητÜδες Þρθανε απü τη Βαβυλþνα,
να πÜρουνε την ΑρετÞ πολý μακριÜ στα ξÝνα.
Οι οκτþ αδερφοß δε θÝλουνε κι ο Κωνσταντßνος θÝλει.
-ΜÜνα μου κι ας τη δþσουμε την ΑρετÞ στα ξÝνα.
Στα ξÝνα εκεß που περπατþ, στα ξÝνα που πηγαßνω,
αν πÜμ' εμεßς στη ξενιτιÜ, ξÝνοι να μη περνοýμε.
-Φρüνιμος εßσαι ΚωνσταντÞ, μ' Üσκημ' απηλογÞθης.
Κι α' μο 'ρτει γιε μου θÜνατος κι α' μο 'ρτει γιε μου αρρþστια,
αν τýχει πßκρα γη χαρÜ, ποιος πÜει να μου τη φÝρει;
-ΒÜζω τον ουρανü κριτÞ και τους αγιοýς μαρτýρους,
αν τýχει κι Ýρτει θÜνατος, αν τýχει κι Ýρτει αρρþστια,
αν τýχει πßκρα γη χαρÜ, εγþ πα' να στη φÝρω.

Και σαν την επαντρÝψανε την ΑρετÞ στα ξÝνα
κι εμπÞκαν χρüνοι δßσεχτοι και μÞνες οργισμÝνοι
κι Ýπεσε το θανατικü κι οι εννιÜ πεθÜναν,
βρÝθηκ' η μÜνα μοναχÞ σα καλαμιÜ στον κÜμπο.
Σ' üλα τα μνÞματα Ýκλαιγε, σ' üλα μοιρολογιüταν,
στου Κωνσταντßνου το μνημιü ανÝσπα τα μαλλιÜ της.
"ΑνÜθεμÜ σε ΚωνσταντÞ και μυριανÜθεμÜ σε,
οποý μου την εξüριζες την ΑρετÞ στα ξÝνα!
Το τÜξιμο που μου 'ταξες πüτε θα μου το κÜμεις;
Τον ουρανü 'βαλες κριτÞ και τους αγιοýς μαρτýρους
αν τýχει πßκρα γη χαρÜ, να πας να μου τη φÝρεις".
Απü το μυριανÜθεμα και τη βαριÜ κατÜρα,
η γης αναταρÜχθηκε κι ο ΚωνσταντÞς εβγÞκε.
ΚÜνει το σýγνεφο Üλογο και τ' Üστρι χαλινÜρι
και το φεγγÜρι συντροφιÜ και πÜει να τη φÝρει.

Παßρνει τα üρη πßσω του και τα βουνÜ μπροστÜ του.
Βρßσκει τη κι εχτενßζουνταν üξω στο φεγγαρÜκι.
Απü μακριÜ τη χαιρετÜ κι απü κοντÜ της λÝγει:
-'Αιντε αδερφÞ να φýγουμε, στη μÜνα μας να πÜμε.
-Αλßμον' αδερφÜκι μου και τι 'ναι τοýτ' η þρα;
Αν ßσως κι εßναι για χαρÜ, να στολιστþ και να 'ρθω.
-¸λ' ΑρετÞ στο σπßτι μας κι ας εßσ' üπως κι αν εßσαι.
Κοντολογßζει τ' Üλογο και πßσω τη καθßζει.

Στη στρÜτα που διαβαßνανε, πουλÜκια κελαηδοýσαν,
δε κελαηδοýσαν σα πουλιÜ, μÞτε σα χελιδüνια,
μον' κελαηδοýσαν κι Ýλεγαν μ' ανθρþπινη ομιλßα:
"Ποιος εßδε κüρην üμορφη να σÝρνει πεθαμÝνος"!
-'Ακουσες Κωνσταντßνε μου τι λÝνε τα πουλÜκια;
-ΠουλÜκια 'ναι κι ας κελαηδοýν, πουλÜκια 'ναι κι ας λÝνε.
Και παρακεß που πÞγαιναν κι Üλλα πουλιÜ τους λÝνε:
"Δεν εßναι κρßμα κι Üδικο, παρÜξενο μεγÜλο,
να περπατοýν οι ζωντανοß με τους αποθαμÝνους"!
-'Ακουσες Κωνσταντßνε μου τι λÝνε τα πουλÜκια;
Πως περπατοýν οι ζωντανοß με τους αποθαμÝνους.
-Απρßλης εßναι και λαλοýν και ΜÜης και φωλεýουν.
-Φοβοýμαι σ' αδερφÜκι μου και λιβανιÝς μυρßζεις.
-ΕχτÝς βραδýς επÞγαμε πÝρα στον 'Αú ΓιÜννη
κι εθýμιασÝ μας ο παπÜς με περισσü λιβÜνι.
Και παρεμπρüς που πÞγανε κι Üλλα πουλιÜ τους λÝνε:
"Για ιδÝς θÜμα κι αντßθαμα που γßνεται στον κüσμο,
τÝτοια πανþρια λυγερÞ να σÝρνει ο πεθαμÝνος!
Τ' Üκουσε πÜλ' η ΑρετÞ και ρÜγισ' η καρδιÜ της.
-'Ακουσες ΚωνσταντÜκη μου τι λÝνε τα πουλÜκια;
-'Αφησ' ΑρÝτω τα πουλιÜ κι ü,τι κι α' θÝλ' ας λÝγουν.
-Πες μου ποý 'ναι τα κÜλλη σου και ποý 'ν' η λεβεντιÜ σου
και τα ξανθÜ σου τα μαλλιÜ και τ' üμορφο μουστÜκι;
-¸χω καιρü π' αρρþστησα και πÝσαν τα μαλλιÜ μου!

Αυτοý σιμÜ αυτοý κοντÜ, στην εκκλησιÜ προφτÜνουν.
ΒαριÜ χτυπÜ τ' αλüγου του κι απ' εμπροστÜ της 'χÜθη.
Κι ακοýει τη πλÜκα και βροντÜ, το χþμα και βουÀζει.
ΚινÜ και πÜει η ΑρετÞ στο σπßτι μοναχÞ της.
ΒλÝπει τους κÞπους της γυμνοýς, τα δÝνδρα μαραμÝνα
βλÝπει το μπÜλσαμο ξερü, το καρυοφýλλι μαýρο,
βλÝπει μπροστÜ στη πüρτα της χορτÜρια φυτρωμÝνα.
Βρßσκει τη πüρτα σφαλιχτÞ και τα κλειδιÜ παρμÝνα
και τα σπιτοπαρÜθυρα, σφιχτÜ μανταλωμÝνα.
ΧτυπÜ τη πüρτα δυνατÜ, τα παραθýρια τρßζουν.
-Αν εßσαι φßλος διÜβαινε κι αν εßσ' οχτρüς μου φýγε
κι αν εßσαι ο πικροχÜροντας, Üλλα παιδιÜ δεν Ýχω
κι η δüλια η Αρετοýλα μου λεßπει μακριÜ στα ξÝνα.
-ΣÞκω μανοýλα μου, Üνοιξε, σÞκω γλυκιÜ μου μÜνα.
-Ποιος εßναι αυτüς που μου χτυπÜ και με φωνÜζει μÜνα;
-'Ανοιξε μÜνα μου, Üνοιξε κι εγþ εßμαι η ΑρετÞ σου.

ΚατÝβηκε, αγκαλιÜστηκαν και πÝθαναν κι οι δýο.

¼μορφα Που 'ναι Την ΑυγÞ

¼μορφα που 'ναι την αυγÞ
üταν γλυκοχαρÜζει
χαρÜ σε κεßνη τη καρδιÜ
που δεν αναστενÜζει

ΣγουρÝ βασιλικÝ μου
με φýλλα πρÜσινα
θÝλω τον ÝρωτÜ σου
με χßλια βÜσανα

ΣγουρÝ βασιλικÝ μου
και ματζουρÜνα μου
εσý θα με χωρßσεις
απü τη μÜνα μου

     Της Αμýνης Τα ΠαιδιÜ

Μια μÝρα θα το γρÜψει η ιστορßα
που Ýδιωξε απ' την ΑθÞνα τα θηρßα
που Ýδιωξε βασιλεßς και βουλευτÜδες
τους ψευταρÜδες και τους μασκαρÜδες

Και στην Üμυνα εκεß
üλοι οι αξιωματικοß
πολεμÜει κι ο ΒενιζÝλος
που αυτüς θα φÝρει τÝλος
και ο κÜθε πατριþτης
θα μας φÝρουν την ισüτης

Η ΠαναγιÜ που στÝκει στο πλευρü μας
δεßχνει το δρüμο στο νÝο στρατηγü μας
τον Þρωα της εθνικÞς αμýνης
που πολεμÜει και διþχνει τους εχθροýς

Της αμýνης τα παιδιÜ
διþξανε το βασιλιÜ
και του δþσαν τα βρακιÜ του
για να πÜει στη δουλειÜ του
τον περßδρομο να τρþει
με το ξÝνο του το σüι

¸λα να δεις σπαθιÜ και γιαταγÜνια
που βγÜζουν φλüγες και φτÜνουν στα ουρÜνια
εκεß ψηλÜ ψηλÜ στα σýνορÜ μας
τρÝχει ποτÜμι το αßμα του εχθροý

Της αμýνης τα παιδιÜ
διþξανε το βασιλιÜ
της αμýνης το καπÝλο
Ýφερε το ΒενιζÝλο
της αμýνης το σκουφÜκι
Ýφερε το ΛευτερÜκη

Της ΤριανταφυλλιÜς Τα Φýλλα

Της τριανταφυλλιÜς τα φýλλα
-βρ' αμÜν-
θα τα κÜνω φορεσιÜ
-αμÜν γκελ αμÜν
σεβνταλÞ μ' αμÜν-

Να τα βÜλω να περÜσω
-βρ' αμÜν-
να σου κÜψω την καρδιÜ
-αμÜν γκελ αμÜν
σεβνταλÞ μ' αμÜν-

ΣÝνα τα λÝγω κι Üκου τα
πÜρε χαρτß και γρÜψε τα

ΑπεφÜσισα πουλß μου
-βρ' αμÜν-
απεφÜσισε κι εσý
-αμÜν γκελ αμÜν
σεβνταλÞ μ' αμÜν-

Δυο καρδιÝς να γßνουν Ýνα
-βρ' αμÜν-
Ýνα σþμα μια ψυχÞ
-αμÜν γκελ αμÜν
σεβνταλÞ μ' αμÜν-

ΣÝνα τα δßνω τα φλουριÜ
μαýρα μου μÜτια και γλυκÜ

              Της 'Αρτας Το Γιοφýρι

ΣαρÜντα πÝντε μÜστοροι κι εξÞντα μαθητÜδες
γιοφýρι θεμελιþνανε στης 'Αρτας το ποτÜμι.
Ολημερßς το χτßζανε, το βρÜδυ γκρεμιζüταν.
Μοιρολογοýν οι μÜστορες και κλαιν οι μαθητÜδες.
"Αλßμονο στους κüπους μας, κρßμα στις δοýλεψÝς μας,
ολημερßς να χτßζουμε, το βρÜδυ να γκρεμιÝται."
ΠουλÜκι εδιÜβη κι Ýκατσεν, αντßκρυ στο ποτÜμι,
δεν εκελÜηδα σα πουλß, μηδÝ σα χελιδüνι,
παρÜ κελÜηδα κι Ýλεγε μ' ανθρþπινη λαλßτσα:
" Αν δε στοιχειþσετ' Üνθρωπο, γιοφýρι δε στεριþνει
και μη στοιχειþσετ' ορφανü, μη ξÝνο, μη διαβÜτη,
παρÜ του πρωτομÜστορα την üμορφη γυναßκα,
που 'ρχετ' αργÜ τ' αποταχý και πÜρωρα το γιüμα."

Τ' Üκουσ' ο πρωτομÜστορας και του θανÜτου πÝφτει.
ΠιÜνει, μηνÜ της λυγερÞς με το πουλß τ' αηδüνι.
ΑργÜ ντυθεß, αργ' αλλαχτεß, αργÜ να πÜει το γιüμα,
αργÜ να πÜει να διαβεß της 'Αρτας το γιοφýρι.
Και το πουλß παρÜκουσε κι αλλιþς επÞγε κι εßπε:
"ΓοργÜ ντýσου, γοργ' Üλλαξε, γοργÜ να πας το γιüμα,
γοργÜ να πας και να διαβεßς της 'Αρτας το γιοφýρι."

Να τηνε κι εμφανßστηκε απü την Üσπρη στρÜτα.
Την εßδ' ο πρωτομÜστορας, ραγßζετ' η καρδιÜ του.
Απü μακριÜ τους χαιρετÜ κι απü κοντÜ τους λÝει:
"ΓειÜ σας χαρÜ σας μÜστοροι κι εσεßς οι μαθητÜδες,
μα τι Ýχει ο πρωτομÜστορας κι εßναι βαργιομισμÝνος;"
"Το δαχτυλßδι του 'πεσε στη πρþτη τη καμÜρα
και ποιüς να μπει και ποιüς να βγει, το δαχτυλßδι να 'βρει;"
"ΜÜστορα, μην πικραßνεσαι κι εγþ πÜ' να σ' το φÝρω,
εγþ να μπω, εγþ να βγω, το δαχτυλßδι να 'βρω."

ΜηδÝ καλÜ κατÝβηκε, μηδÝ στη μÝση πÞγε.
"ΤρÜβα καλÝ μ' τον Üλυσο, τρÜβα την αλυσßδα,
τι üλο κüσμο ανÜγειρα και τßποτας δε βρÞκα."
¸νας πηχÜ με το μυστρß κι Üλλος με τον ασβÝστη,
παßρνει κι ο πρωτομÜστορας και ρßχνει μÝγα λßθο.

"Αλßμονο στη μοßρα μας, κρßμα στο ριζικü μας!
Τρεις αδερφÜδες Þμαστε κι οι τρεις κακογραμμÝνες.
Η μια 'χτισε το Δοýναβη κι η Üλλη τον ΑφρÜτη
κι εγþ η πιο στερνüτερη της 'Αρτας το γιοφýρι.
Ως τρÝμει το καρυüφυλλο, να τρÝμει το γιοφýρι
κι ως τρÝμουν τα δεντρüφυλλα, να πÝφτουν οι διαβÜτες."

"Κüρη, το λüγον Üλλαξε κι Üλλη κατÜρα δþσε,
που 'χεις μονÜκριβο αδελφü, μη λÜχει και περÜσει."
Κι αυτÞ το λüγον Üλλαξε κι Üλλη κατÜρα δßνει.
"Αν τρÝμουν τ' Üγρια βουνÜ, να τρÝμει το γιοφýρι
κι αν πÝφτουν τ' Üγρια πουλιÜ, να πÝφτουν οι διαβÜτες,
τß Ýχω αδερφü στη ξενιτιÜ, μη λÜχει και περÜσει.

Τι Μου ΣτÝλνεις ΓρÜμματα

Ε, τι μου τα μηνÜς στα λüγια,
τι μου στÝλνεις γρÜμματα
Και δεν ξεýρω ν' ανεγνþσω
κι αρχινþ τα κλÜματα

ΣγουρÝ βασιλικÝ μου
και δυüσμε φουντωτÝ
σα τη δικιÜ σ' αγÜπη
δεν Ýνιωσα ποτÝ

Ε, δε μου λες εχτÝς το βρÜδυ,
ο θυμüς σου τι 'τανε
Μ' απαντÞσανε δυο φßλοι
και για σÝνα μου 'πανε

ΣγουρÝ βασιλικÝ μου
με φýλλα πρÜσινα
θÝλω τον ερωτÜ σου
με χßλια βÜσανα

    Τι Σε ΜÝλλει...

Τι σε μÝλλει εσÝνανε
απü ποý εßμαι εγþ
απ' το ΚαραντÜσι -φως μου-
Þ απ' το Κορδελιü

Απ' τον τüπο που εßμαι εγþ
ξεýρουν ν' αγαποýν
ξεýρουν τον καημü να κρýβουν
ξεýρουν να γλεντοýν

Τι σε μÝλλει εσÝνανε
κι üλο με ρωτÜς
αφοý δε με λυπÜσαι -φως μου-
και με τυραγνÜς

Απ' τη Σμýρνη Ýρχομαι
να βρω παρηγοριÜ
να βρω μες στην ΑθÞνα -φως μου-
αγÜπη κι αγκαλιÜ

Τι σε μÝλλει εσÝνανε
κι üλο με ρωτÜς
απü ποιο χωριü εßμαι εγþ
αφοý δε μ' αγαπÜς

       ΤζιβαÝρι

Αχ! Η ξενιτειÜ το χαßρεται
ΤζιβαÝρι μου
Το μοσχολοýλουδο μου
σιγανÜ και ταπεινÜ

Αχ! Εγþ Þμουνα που το 'στειλα
ΤζιβαÝρι μου
Με θÝλημα δικü μου
σιγανÜ πατþ στη γη

Αχ! ΠανÜθεμÜ σε ξενιτειÜ
ΤζιβαÝρι μου
ΕσÝ και το καλü σου
σιγανÜ και ταπεινÜ

Αχ! Που πÞρες το παιδÜκι μου
ΤζιβαÝρι μου
και το 'κανες δικü σου
σιγανÜ πατþ στη γη

        Πρüβαλε

Στο παραθýρι πρüβαλε     

λßγο να σε δω καλÝ
πρüβαλε πρüβαλε στο παραθýρι
κÜνε μου το χατÞρι

Στο παραθýρι πρüβαλε     
να σου πω πως σ' αγαπþ
της ζωÞς μου Üγγελε

Του παραθυριοý τη γρßλια
Üνοιξε για να σκÜσουν απ' τη ζÞλια

Στο παραθýρι πρüβαλε
για το πεßσμα των γειτüνω'
και να πÜψω να χω πüνο

Στο 'πα & Στο ΞαναλÝω...

Στο 'πα και στο ξαναλÝω
στο γιαλü μη κατεβεßς
κι ο γιαλüς κÜνει φουρτοýνα
και σε πÜρει και διαβεßς

Κι αν με πÜρει που με πÜει
κÜτω στα βαθιÜ νερÜ
κÜνω το κορμß μου βÜρκα
τα χερÜκια μου κουπιÜ
το μαντÞλι μου πανÜκι
μπαινοβγαßνω στη στεριÜ

Στο 'πα και στο ξαναλÝω
μη μου γρÜφεις γρÜμματα
γιατß γρÜμματα δε ξÝρω
και με πιÜνουν κλÜματα

      Σα ΠεθÜνω

'Αντε, σα πεθÜνω τι θα ποýνε;
ΠÝθανε κÜποιο παιδß
ΠÝθανε κι Ýνας λεβÝντης
που γλεντοýσε τη ζωÞ!

'Αντε, σα πεθÜνω στο καρÜβι,
ρßξτε με μες στο γιαλü
Να με φÜνε τα μαýρα τα ψÜρια
και το αρμυρü νερü!

Σε Ψηλü Βουνü

Σε ψηλü βουνü,
σε ριζιμιü χαρÜκι,
κÜθεται Ýν' αúτüς.

ΒρεμÝνος, χιονισμÝνος
ο καημÝνος
και παρακαλεß. Και παρακαλεß
τον Þλιο ν' ανατεßλει.

¹λιε ανÜτειλε! ¹λιε ανÜτειλε!

¹λιε λÜμψε και δþ
για να λιþσουνε
τα χιüνια απ' τα φτερÜ μου
και τα κροýσταλλα
απü τ' ακρÜνυχÜ μου.

¹λιε ανÜτειλε! ¹λιε ανÜτειλε!

              Σκερτσοπεταχτü

ΜÜγκικü μου νüστιμü μου σκερτσοπεταχτü
με τα ναζÜκια σου μ' Ýχεις τρελü
σα σε βλÝπω απü κοντÜ μου να περνÜς μικρü
μου ξετρελαßνεις φως μου το μυαλü

¸λα δþσ' μου τα φιλιÜ σου μεßνε πια μ' εμÝ
μη θÝλεις φως μου να χαθþ για 'σε
Ýλα μÜγκικο σκερτσüζο δþσ' μου μια ματιÜ
να μου γιατρÝψεις φως μου τη καρδιÜ

ΜÜγκικü μου νüστιμü μου σκερτσοπεταχτü
με τα ναζÜκια σου μ' Ýχεις τρελü
πÜψε πια να με παιδεýεις Üλλο δε βαστþ
μη θÝλεις φως μου για σÝνα να χαθþ

    ¼λυμπος & Κßσσαβος

Ο ¼λυμπος κι ο Κßσσαβος,
τα δυο βουνÜ μαλþνουν
το ποιο να ρßξει τη βροχÞ,
το ποιο να ρßξει χιüνι.
Ο Κßσσαβος ρßχνει βροχÞ
κι ο ¼λυμπος το χιüνι.

Γυρßζει ο γερο-¼λυμπος
και λÝγει του ΚισσÜβου:
Μη με μαλþνεις Κßσσαβε,
μπρε τουρκοπατημÝνε,
που σε πατÜει η ΚονιαριÜ
κι οι Λαρσινοß αγÜδες.

Εγþ εßμ' ο γερο-¼λυμπος
στον κüσμο ξακουσμÝνος,
Ýχω σαρÜνταδυü κορφÝς
κι εξÞνταδυü βρυσοýλες,
κÜθε κορφÞ και φλÜμπουρο
κÜθε κλαδß και κλÝφτης.

Κι üταν το παßρνει η Üνοιξη
κι ανοßγουν τα κλαδÜκια,
γεμßζουν τα βουνÜ κλεφτιÜ
και τα λαγκÜδια σκλÜβους.

¸χω και τον χρυσüν αετü
τον χρυσοπλουμισμÝνο,
πÜνω στη πÝτρα κÜθεται
και με τον Þλιο λÝγει:

"¹λιε μ', δε κρους τ'αποταχý,
μον' κρους  το μεσημÝρι,
να ζεσταθοýν τα νýχια μου
τα νυχοπüδαρÜ μου".

ΠουλÜκι ΞÝνο

ΠουλÜκι ξÝνο
ξενιτεμÝνο
πουλß χαμÝνο
που να σταθþ
Που ν' ακουμπÞσω
να ξενυχτÞσω
να ξενυχτÞσω
να μη χαθþ

ΒραδιÜζ' η μÝρα
σκοτÜδι πÝφτει
και δßχως ταßρι
που να σταθþ
Που να φωλιÜσω
σε ξÝνο δÜσο
-σε ξÝνο δÜσο-
να μη χαθþ

Γυρßζω να βρω
που να καθßσω
να ξενυχτÞσω
το μοναχü
ΚÜθε κλαρÜκι
βαστÜ πουλÜκι
βαστÜ πουλÜκι
ζευγαρωτü

        ΠερβολαριÜ

ΠερβολαριÜ üταν θα βγεις
τ' Üνθη σου να ποτßσεις
ρßξε μου μια γλυκιÜ ματιÜ
τσαχπßνα περιβολαριÜ
να με παρηγορÞσεις

ΠερβολαριÜ μου σε αγÜπησα
μες στη καρδιÜ μου σε ζωγρÜφισα
μες στη καρδιÜ μου σε ζωγρÜφισα
περβολαριÜ μου σε αγÜπησα

Κüρη το περβολÜκι σου
το δενδροφυτεμÝνο
τα χεßλη μου τα μÜρανε
στ' ορκßζομαι περβολαριÜ
που να το δω καμμÝνο

ΠερβολαριÜ γλυκιÜ περβολαριÜ
μ' Üναψες φλüγα μÝσα στη καρδιÜ
μ' Üναψες φλüγα μÝσα στη καρδιÜ
περβολαριÜ γλυκιÜ περβολαριÜ

Πüτε Θα ΚÜμει ΞαστεριÜ

Πüτε θα κÜμει ξαστεριÜ,

πüτε θα φλεβαρßσει,
να πÜρω το ντουφÝκι μου,
την Ýμορφη πατρüνα,
να κατεβþ στον Ομαλü,
στη στρÜτα στο Μουσοýρο,
να κÜμω μÜνες δßχως γιους,
γυναßκες δßχως Üντρες,
να κÜμω και μωρÜ παιδιÜ,
να κλαιν' δßχως μανÜδες,
να κλαιν' τη νýχτα για νερü,
και το πρωß για γÜλα,
και τ' αποξημερþματα
για τη γλυκιÜ πατρßδα.

          ΠÝρα Στους ΠÝρα-ΚÜμπους

ΠÝρα στους πÝρα κÜμπους που εßναι οι ÝλιÝς
εßν' Ýνα μοναστÞρι που παν' οι κοπελιÝς

ΠÜω κι εγþ ο καημÝνος για να λειτουργηθþ
να κÜνω το σταυρü μου σα κÜθε Χριστιανüς

Στο περιβüλι μπαßνω και βλÝπω μια μηλιÜ
με μÞλα φορτωμÝνη και πÜνω κοπελιÜ

Ρωτþ ξαναρωτþ τη -'πο που 'σαι κοπελιÜ;
-Απü 'δþ κοντÜ 'μαι, π' αυτüν τον μαχαλÜ.

Μα Ýχω γÝρον Üντρα και δυο μικρÜ παιδιÜ
π' ολημερßς με δÝρνει, Ýχει σκληρÞ καρδιÜ

Βαρý σταμνß μου δεßνει κι Ýνα κοντü σχοινß
ν' αργÞσω να γεμßσω για να 'βρει αφορμÞ!

Σ' Αγαπþ Γιατß Εßσ' Ωραßα

Σ' αγαπþ
σ' αγαπþ γιατß εßσαι ωραßα
σ' αγαπþ γιατß εßσαι συ

Αγαπþ
αγαπþ κι üλο τον κüσμο
γιατß ζεις κι εσý μαζß

Το παρα-
το παρÜθυρο κλεισμÝνο
το παρÜθυρο κλειστü

'Ανοιξε
Üνοιξε το Ýνα φýλλο
την εικüνα σου να δω

      Νανοýρισμα

¾πνε που παßρνεις τα παιδιÜ
Ýλα πÜρε και τοýτο
μικρü-μικρü σου το 'δωσα
μεγÜλο φÝρε μου το

ΜεγÜλο σα ψηλü βουνü
ψηλü σα κυπαρßσσι
ν' απλþνονται οι κλþνοι του
σ' ανατολÞ και δýση

ΝÜνι που το μεγÜλωσαν
τρεις αδερφÝς και μÜνα
και πÜλι δε τους φτÜνανε
πÞραν και παραμÜνα

Αχ, αχ νÜνι-νÜνι

     Νεραντζοýλα

Νεραντζοýλα φουντωμÝνη
που εßναι τ' Üνθια σου
νεραντζοýλα
που εßναι τ' Üνθια σου
που εßναι η πρþτη σου εμορφÜδα
που ειναι τα κÜλλη σου
νεραντζοýλα
που ειναι τα κÜλλη σου

Φýσηξε βοριÜς κι αγÝρας
και τα τßναξε
νεραντζοýλα
και τα τßναξε
Σε παρακαλþ βοριÜ μου
φýσα ταπεινÜ
νεραντζοýλα
φýσα ταπεινÜ

Ν' αρμενßσουν τα καρÜβια
τα ζαγοριανÜ
νεραντζοýλα
τα ζαγοριανÜ
Που 'χουν ναýτες παληκÜρια
κι üμορφα παιδιÜ
νεραντζοýλα
κι üμορφα παιδιÜ...

                           Του ΔιγενÞ

Ο ΔιγενÞς ψυχομαχεß κι γη τονε τρομÜσσει.
ΒροντÜ κι αστρÜφτει ο ουρανüς και σεßετ' ο πÜνω κüσμος
κι ο κÜτω κüσμος Üνοιξε και τρßζουν τα θεμÝλια
κι η πλÜκα τον ανατριχιÜ, πþς θα τονε σκεπÜσει,
πþς θα σκεπÜσει τον αúτü, τση γης τον αντρειωμÝνο.

Σπßτι δεν τον εσκÝπαζε, σπηλιÜ δεν τον εχþρει,
τα üρη εδιασκÝλιζε, βουνοý κορφÝς επÞδα,
χαρÜκι αμαδολüγανε και ριζιμιÜ ξεκοýνειε.
Στο βßτσιμα 'πιανε πουλιÜ, στο πÝταμα γερÜκια,
στο γλÜκιο και στο πÞδημα τα 'λÜφια και τ' αγρßμια.
Ζηλεýει ο ΧÜρος, με χωσιÜ μακρÜ τονε βιγλßζει,
κι ελÜβωσÝ του την καρδιÜ και την ψυχÞ του πÞρε.

Τρßτη γεννÞθη ο ΔιγενÞς και Τρßτη θα πεθÜνει.
ΠιÜνει καλεß τους φßλους του κι üλους τους αντρειωμÝνους.
Να 'ρθει ο ΜηνÜς κι ο ΜαυραúλÞς, να 'ρθει κι ο γιος του ΔρÜκου,
να 'ρθει κι ο ΤρεμαντÜχειλος, που τρÝμει η γη κι ο κüσμος.
Κι επÞγαν και τον Þβρανε στον κÜμπο ξαπλωμÝνο.
ΒογκÜει, τρÝμουν τα βουνÜ, βογκÜει, τρÝμουν οι κÜμποι.

"Σαν τι να σ' Þβρε ΔιγενÞ και θÝλεις να πεθÜνεις;"
"Φßλοι, καλþς ορßσατε, φßλοι κι αγαπημÝνοι,
συχÜσατε, καθßσατε κι εγþ σας αφηγιÝμαι.

Της Αραβßνας τα βουνÜ, της Σýρας τα λαγκÜδια,
που εκεß συνδυü δεν περπατοýν, συντρεßς δεν κουβεντιÜζουν,
παρÜ πενÞντα κι εκατü και πÜλε φüβον Ýχουν
κι εγþ μονÜχος πÝρασα, πεζüς κι αρματωμÝνος,
με τετραπßθαμο σπαθß, με τρεßς οργιÝς κοντÜρι.
ΒουνÜ και κÜμπους Ýδειρα, βουνÜ και καταρÜχια,
νυχτιÝς χωρßς αστροφεγγιÜ, νυχτιÝς χωρßς φεγγÜρι.

Και τüσα χρüνια που 'ζησα 'δþ στον απÜνω κüσμο,
κανÝνα δε φοβÞθηκα απü τους αντρειωμÝνους.
Τþρα εßδα Ýναν ξιπüλητο και λαμπροφορεμÝνο,
που 'χει του ρÞσου τα πλουμιÜ, της αστραπÞς τα μÜτια,
με κρÜζει να παλÝψουμε σε μαρμαρÝνια αλþνια
κι üποιος νικÞσει απü τους δυο να παßρνει τη ψυχÞ του."

Κι επÞγαν και παλÝψανε στα μαρμαρÝνια αλþνια
κι üθε χτυπÜει ο ΔιγενÞς, το αßμα αυλÜκι κÜνει
κι üθε χτυπÜει ο ΧÜροντας, το αßμα τρÜφο κÜνει.

Ο ¹λιος Βασιλεýει...

Ο Þλιος βασιλεýει
κι η μÝρα σþνεται
κι ο νους μου απü σÝνα
δε συμμαζþνεται

Ποιüς σε φßλησε
και σε κοκκßνισε
το φεγγÜρι κÜνει βüλτα
στης αγÜπης μου τη πüρτα
το φεγγÜρι κÜνει κýκλο
στης αγÜπης μου τον κÞπο

¸λα να φιληθοýμε
και φßλαμε κι εσý
κι Üμα το μαρτυρÞσω
μαρτýρατο κι εσý
¸βγα να σε δω
να παρηγορηθþ

Εσý εßσαι το σταφýλι
κι εγþ το τσÜμπουρο
φßλα με συ στα χεßλη
κι εγþ στο μÜγουλο

Ο Μενοýσης

Ο Μενοýσης,
ο Μπερμπßλης
κι ο Ρεσοýλ-ΑγÜς,
σε κρασοπουλειü
πηγαßναν
για να φαν να πιοýν.

Κει που τρþγαν,
κει που πßναν
και που γλÝνταγαν,
κÜπου πιÜσαν
τη κουβÝντα
για τις Ýμορφες.

-¼μορφη γυναßκα
που 'χεις
βρε Μενοýσ'-ΑγÜ!
-Ποý την εßδες,
ποý τη ξÝρεις
και τη μολογÜς;

-Χθες την εßδα
στο πηγÜδι
που 'παιρνε νερü
και της δßνω
το μαντÞλι
και μου το 'πλυνε.

-Αν την ξÝρεις
κι αν την εßδες,
πες μου τι φορεß;
-ΑσημÝνιο μεσοφüρι
με χρυσü φλουρß.

Κι ο Μενοýσης,
μεθυσμÝνος
πÜει την Ýσφαξε.
Το πρωß
ξεμεθυσμÝνος
πÜει την Ýκλαψε.

ΣÞκω πÜπια μ',
σÞκω χÞνα μ' ,
σÞκω πÝρδικα μ'.
ΣÞκω λοýσου
και χτενßσου
κι Ýμπα στο χορü.

Να σε δουν
τα παλικÜρια
να μαραßνονται.
Να σε δω
κι εγþ ο καημÝνος
και να χαßρομαι.

        Ο Μποχþρης

'Αιντε του καημÝνου του Μποχþρη
του τη σκÜσαν στο βαπüρι
Üιντε του τη σκÜσαν στο βαπüρι
και του πÞραν πεντακüσια
üλο λßρες κι üλο γρüσια

'Αιντε τον καημÝνο το Μποχþρη
τον τυλßξανε στη πλþρη
Üιντε τον τυλßξανε στη πλþρη
και του πÞρανε στο ζÜρι
Üιντε το καινοýργιο του ζουνÜρι

'Αιντε τον Μποχþρη τον εμπλÝξαν
στα στενÜ και του τις βρÝξαν
Üιντε στα στενÜ και του τις βρÝξαν
και του κÜναν τον γκιουλÝκα
Üιντε και του πÞραν κι Üλλα δÝκα

'Αιντε το 'να μÞλο τ' Üλλο ρüιδο
Üιντε του τη σκÜσαν σα κορüιδο
Üιντε του τη σκÜσαν σα κορüιδο
και του πÞραν τα ψιλÜ του
Üιντε και τον στεßλαν στη δουλειÜ του

                Ο ΜÝρμηγκας

Ποý πας καημÝνε ΜÝρμηγκα, καλÝ μÝρμηγκα,
βρε που πας, βρε που πας κατακαημÝνε,
με τ' αλÝ - με τ' αλÝτρι φορτωμÝνε.

Μα εγþ Ýχω αμπÝλια στη ΒλαχιÜ, στη ΒλαχοπουρναριÜ,
Ýχω αμπÝ - Ýχω αμπÝλια να τρυγÞσω
και να τα - και να τα μουστοπατÞσω.

Τα τρýγησα, τα πÜτησα, καλÝ τα πÜτησα,
και γεμß- και γεμßζω τρεις βαρÝλες,
σα τρεις ε- σα τρεις Ýμορφες κοπÝλες.

Με ρüγιασεν η μÜνα μου, καλÞ μανοýλα μου,
σ' αρχοντü- σ' αρχοντüπουλου τα χÝρια,
σε σπαθιÜ- σε σπαθιÜ και σε μαχαßρια.

Δως μου κυρÜ το ρÞγι μου, καλÝ το ρÞγι μου,
δþσε μου, δþσε μου τη δουλεψÞ μου,
σε βαρÝ- σε βαρÝθηκε η ψυχÞ μου.

Με ΓÝλασε Μια ΧαραυγÞ

Με γÝλασε μια χαραυγÞ
τ' Üστρα και το φεγγÜρι,
με γÝλασαν και μου 'πανε
ποτÝ δε θα πεθÜνω.

Και βγÞκα νýχτα στα βουνÜ
ψηλÜ στα κορφοβοýνια,
βλÝπω το χÜρο να 'ρχεται
στο Üλογο καβÜλλα.

Μη με παßρνεις
χÜρε, μη με παßρνεις
αφοý δε με ξαναφÝρνεις.

ΜÞλο Μου & Μανταρßνι

Μες στα γλυκÜ ματÜκια σου
μες στα γλυκÜ σου κÜλλη
εξÝχασα σιγÜ-σιγÜ
κÜθε αγÜπη Üλλη

ΜÞλο μου και μανταρßνι
ü,τι πεις εσý θα γßνει

Και τþρα που σ' αγÜπησα
τρελαßνομαι ολοÝνα
και χÜνομαι και σβÞνομαι
αγÜπη μου στα ξÝνα

¸λα με τον ταχυδρüμο
που 'ναι γρÞγορος στο δρüμο

Πüσα θυμÜμαι να σου πω
κι üταν σε δω τα χÜνω
κι απ' την αγÜπη τη πολλÞ
κοντεýω να πεθÜνω

¸λα, Ýλα που σου λÝγω
μην με τυραννεßς και κλαßγω

Εγþ για 'σÝνα τραγουδþ
και λες δε σ' αγαπÜω
και λες με τ' Üστρα του ουρανοý
τις þρες μου περνÜω

¸λα, Ýλα με τα μÝνα
και θα ζεις χαριτωμÝνα

ΜÞλο μου και μανταρßνι
κεßνο που 'παμε θα γßνει.

ΜÜνα Αν ¸ρθουν Οι Φßλοι Μου

ΜÜνα αν Ýρθουν οι φßλοι μου
κι αν Ýρθουν γη εδικοß μας.
Να μη τους πεßς τι απüθανα
και τους βαριοκαρδßσεις.

Στρþσε τους τÜβλα να γευτοýν,
κλßνη να κοιμηθοýνε.
Και σαν ξυπνÞσουν το πρωß
και σ' αποχαιρετοýνε,
πες τους το πως απüθανα.

ΚαρÜβι-ΚαραβÜκι

ΚαρÜβι-καραβÜκι
ποý πας γιαλü-γιαλü
Ýβγα να σε δω

ΚαραβÜκι π' αρμενßζεις
την καρδοýλα μου ραγßζεις
την καρδιÜ μου τη ραγßζεις
καραβÜκι üταν σφυρßζεις

Κι εγþ με το μαντßλι
σε αποχαιρετþ
κλαßω και πονþ

Το γιαλü-γιαλü πηγαßνω
και τη θÜλασσα αγναντεýω
ο καλüς μου ταξιδεýει
κι ο καημüς μου με παιδεýει

ΠÜρε κι εμÝ μαζß σου
κι Üντε στο καλü
Üντε στο καλü

ΚαραβÜκι μην αργÞσεις
απ' τα ξÝνα να γυρßσεις
να 'ναι η ΠαναγιÜ κοντÜ σου
και γαλÞνη στα νερÜ σου

    ΛυγαριÜ

Κüρη καραβοκýρη
κι üμορφη κοπελιÜ
κορμß κυπαρισσÝνιο
λυγÜ σα λυγαριÜ

ΛυγαριÜ - λυγαριÜ
εσÝνα Ýχω στη καρδιÜ
λυγαριÜ - λυγαριÜ
θα σε κλÝψω μια βραδιÜ

ΣαιτεμÝνο μ' Ýχεις
πληγÞ δε φαßνεται
και Üλλος απü σÝνα
γιατρüς δε γßνεται

Το φεγγαρÜκι ρþτα
και τ' Üστρα να σου πουν
τα μÜτια μου πως κλαßνε
üταν σε θυμηθοýν

ΛουλουδÜκι Μου ΓαλÜζο

'Ασπρο τριαντÜφυλλο κρατþ
μωρ' γιαννιωτοποýλα μου
¼λοι μου λÝνε να το βÜψω
λουλουδÜκι μου γαλÜζο
σε φιλþ κι αναστενÜζω

Κι αν το πετýχω στη βαφÞ
μωρ' γιαννιωτοποýλα μου
ΟρÝ πολλÝς καρδιÝς θα κÜψω
λουλουδÜκι μου γαλÜζο
σε φιλþ κι αναστενÜζω

Θα κÜψω νιες θα κÜψω νιους
μωρ' γιαννιωτοποýλα μου
ΟρÝ θα κÜψω παλικÜρια
λουλουδÜκι μου γαλÜζο
σε φιλþ κι αναστενÜζω

    Κüκκιν' Αχεßλι

Κüκκιν' αχεßλι φßλησα
κι Ýβαψε το δικü μου
και στο μαντÞλι το 'συρα
Κι Ýβαψε το μαντÞλι
κüκκιν' αχεßλι

Και στο ποτÜμι το 'πλυνα
και βÜψαν' τα νερÜ του
κι Ýβαψε η Üκρη του γιαλοý
κι η μÝση του πελÜγου
κüκκιν' αχεßλι

ΚατÝβη αετüς να πιει νερü
Κι Ýβαψαν τα φτερÜ του
κι Ýβαψε ο Þλιος ο μισüς
και το φεγγÜρι ακÝριο
Κüκκιν' αχεßλι φßλησα
κüκκιν' αχεßλι...

         Ικαριþτικο

Χρüνια και χρüνια τþρα
τριγυρνþ σαν πουλß περιπλανþμενο
μες την ξενυχτιÜ μες τη μοναξιÜ
που δεν την αντÝχω Üλλο πια
γιατß νοσταλγþ γιατß λαχταρþ
την αγÜπη μου και το χωριü

Και η αγÜπη μου στην ΙκαριÜ
Ýχει μαýρο πüνο στην καρδιÜ
δßχως συντροφιÜ δßχως αγκαλιÜ
δßχως τα γλυκÜ μου τα φιλιÜ
κι αφοý μ' αγαπÜ κι αφοý με πονÜ
εßναι κρßμα να 'ναι μοναχιÜ

θα πÜρω θÝλω την απüφασÞ
και θα πÜω στ' üμορφο νησß
θÝλω να της πω πως την αγαπþ
και μια μÝρα θα την παντρευτþ
μες την ΙκαριÜ μια γλυκιÜ βρÜδιÜ
θα το κÜψουμε με τα βιολιÜ

και θα χορÝψουμε μαζß κι οι δυü
τον σκοπü τον Ικαριωτικü
θα γλεντÞσουμε, θα μεθýσουμε
τους καημοýς θα λησμονÞσουμε
μες την ΙκαριÜ και σαν τα πουλιÜ
θα 'χουμε κι οι δυο ζεστÞ φωλιÜ

    ΘαλασσÜκι Μου

ΘÜλασσα, θÜλασσα τους
θαλασσινοýς θαλασσÜκι μου
μη τους θαλασσοδÝρνεις,
θαλασσþνουμε για σÝνα
ξημερþνουμαι.

Ροδüσταμο, ροδüσταμο να γßνεσαι
ωχ κι αμÜν αμÜν,
τη ρüτα τους να ραßνεις
θαλασσÜκι μου και φÝρε
το πουλÜκι μου.

ΘÜλασσα κι αλμυρü νερü
να σε ξεχÜσω δεν μπορþ.

ΘÜλασσα, θÜλασσα που τον
Ýπνιξες ωχ κι αμÜν αμÜν
της κοπελιÜς τον Üντρα,
θαλασσÜκι μου και φÝρε
το πουλÜκι μου.

Κι η κοπελιÜ κι η κοπελιÜ
εßναι μικρÞ θαλασσÜκι μου
και δεν της παν τα μαýρα
θαλασσÜκι μου και φÝρε
το πουλÜκι μου.

        Ερωτικü

Σα δε θυμÜσαι τα παλιÜ
μονÜχ' αυτü θυμÞσου
που εξýπνουγα στσ' αγκÜλες σου
και μοý 'λεγες κοιμÞσου.

Απ' üλη τη φτηνÞ ζωÞ
θυμοýμαι με φαρμÜκι
του δειλινοý μιαν αντηλιÜ
σ' Ýνα γυμνü κορμÜκι.

Να ζÞσεις μüνο μιαν αυγÞ
τüση ζωÞ σε φτÜνει
ρüδο π' ανθεß πολý καιρü
τη μυρωδιÜ του χÜνει

Ο Χορüς Του Ζαλüγγου

¸χε γεια καημÝνε κüσμε
Ýχε γεια γλυκιÜ ζωÞ

¸χετε γεια βρυσοýλες
λüγγοι βουνÜ ραχοýλες
Ýχετε γεια βρυσοýλες
κι εσεßς Σουλιωτοποýλες

Στη στεριÜ δε ζει το ψÜρι
οýτε ανθüς στην αμμουδιÜ
Κι οι Σουλιþτισσες δε ζοýνε
δßχως την ελευτεριÜ

¸χεις Το Χρþμα Της ΑυγÞς

Ο Þλιος εβασßλεψε
η μÝρα σκοτεινιÜζει
και το δικü σου πρüσωπο
σα το φεγγÜρι μοιÜζει

¸χεις το χρþμα της αυγÞς
και σα νερÜιδα μοιÜζεις
με τα γλυκÜ τα μÜτια σου
το φως μου σκοτεινιÜζεις

Απü τη γη βγαßνει νερü
κι απ' την ελιÜ το λÜδι
κι απü τα μαγουλÜκια σου
το ροδοκοκκινÜδι

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers