Βιογραφικü
Η Σταυροýλα ΑντζουλÜκου (Mona) εßναι γÝννημα Αθηνþν (1962) αλλÜ θρÝμμα Λαρßσης. Απü παπποýδες-γιαγιÜδες Ýχει καταγωγÞ απü ΜÜνη, Πüντο και Κωνσταντινοýπολη, συνεπþς ως κρÜμα Þ πολý καλü θα Ýβγαινε Þ πολý μÜπα. ΜÝχρι τþρα δεν Ýχει καταλÞξει.
Απü σπουδÝς Ýχει να επιδεßξει Ýνα πτυχßο ΓαλλικÞς Φιλολογßας με το οποßο βγÜζει πλÝον το ψωμÜκι της, ενþ πιο πριν δοκιμÜστηκε σε Üλλες δουλειÝς. ¸χει κι Ýνα πτυχιÜκι γερμανικþν, αλλÜ περισσüτερο ως ξÝνη γλþσσα χρησιμοποιεß κÜτι χειροποßητα αγγλικÜ. ¼ταν Þταν νÝα Þθελε να γßνει δημοσιογρÜφος, αλλÜ τρüμαξε απü το σινÜφι κι εγκατÝλειψε την ιδÝα. Απü μικρÞ εßχε φαντασßα και οι εκθÝσεις διαβÜζονταν στην τÜξη, αλλÜ το μüνο που Ýγραψε Þταν μερικÜ ποιηματÜκια üταν Þταν φοιτÞτρια. Επßσης εßχε καλÞ φωνÞ και αυτß, αλλÜ συμμετεßχε μüνο σε Ýνα Üγνωστο φιλικü γκρουπÜκι. ΚανÝνα üνειρü της δεν κυνÞγησε διüτι δεν πßστευε αρκετÜ στον εαυτü της, οýτε εßχε γνωστοýς να την σπρþξουν.
ΜετÜ απü το διαζýγιü της (2004) γνωρßστηκε με τον ΠÜτροκλο που την ενθÜρρυνε να αναρτÞσει κÜποια πονÞματÜ της στο ΣτÝκι του, μια που εßχε αρχßσει να ξαναγρÜφει ποý και ποý. ΧÜρη σ' αυτÞ τη φιλοξενßα μαζεýτηκαν με τον καιρü κÜμποσα. Επßσης Ýβγαλε το Üχτι της για το θÝατρο ανεβÜζοντας παραστÜσεις στα σχολεßα üπου υπηρετοýσε. Πρþτη απüπειρα Ο ΒασιλιÜς Πεθαßνει του ΙονÝσκο, πρÜγμα που θεωρÞθηκε μεγÜλο θρÜσος, παρüλα αυτÜ Þταν μια καλλιτεχνικÞ επιτυχßα.
¸χει μια κüρη πολυτÜλαντη (ζωγραφßζει, γρÜφει, παßζει θÝατρο, μιλÜ αγγλικÜ, γερμανικÜ και γιαπωνÝζικα) που πιστÝψτε με, δεν την Ýσπρωξε σε τßποτα, απλþς ενθÜρρυνε τις κλßσεις της και που εßναι, εννοεßται, το καμÜρι της καρδιÜς της.
Σημ: ¼σον αφορÜ το Mona, που κανονικÜ εßναι μüνα, εßναι παρμÝνο απü Ýνα στιχÜκι της Σαπφοýς, το «εγþ δε μüνα καθεýδω» (=ενþ εγþ κοιμÜμαι μüνη). ¹ταν το ψευδþνυμü μου üταν πρωτομπÞκα στο διαδßκτυο. Μüλις εßχα χωρßσει κι ως εκ τοýτου Þμουν συναισθηματικÜ φορτισμÝνη.
-------------------------------------------------------------------------
Καρλ ΛÜρσον: Γυμνü ΜοντÝλο ΓρÜφει ΕυχετÞριες ΚÜρτες
Carl Larsson Model Writing Postcards 1906
Ρüδινα ΔωμÜτια
ΘÝλω να ξÝρετε üτι εσÜς σας αγαποýσα
üπως τα φωτεινÜ δωμÜτια τüτε που Þμουνα μικρÞ
Δεν ξÝρω πως, αλλÜ το φως Þτανε ρüδινο και χρυσü
και δεν τýφλωνε τα μÜτια.
Οι κυρßες Þτανε ρüδινες και χρυσÝς
και μýριζαν ωραßα
πιο üμορφα απ' ü,τι τ' Üνθη μες στα βÜζα
σαν πασχαλιÝς του κÞπου απ' τ' ανοιχτÜ παρÜθυρα
-εßχαμε τüτε τα παρÜθυρα ανοιχτÜ,
εßχαμε κÞπους, εßχαμε πασχαλιÝς
εßχαμε τσουρÝκια που σιγοψÞνονταν στο φοýρνο
ακüμα κι η μαγεßρισσα μýριζε μαγιÜ.
Ερχüταν η κυρßα κι Ýγραφε στο τραπÝζι
¸βγαζε τα γοβÜκια της κι Üφηνε γυμνÜ τα πüδια στο χαλß
η γÜτα τριβüτανε στις φτÝρνες της
μια στριφογυριστÞ ουρÜ στη γÜμπα της απÜνω
Εσεßς τη ζωγραφßζατε, σας Ýβλεπα
το μÜτι Ýκοβε την κßνηση του αυχÝνα
και το στεφÜνι στα μαλλιÜ
και πιο λευκü δεν Þταν απ' αυτü
Λευκü και ρüδινο μαζß κι ο Þλιος στα μαλλιÜ της
Το μÜτι Ýτρεχε το χÝρι αντÝγραφε
γεμßζατε με σßγουρες κινÞσεις τον καμβÜ
-πüσα προσχÝδια βρεθÞκανε μετÜ,
μα μüνον Ýνα με τα χρþματα της μνÞμης
üπου παρÜδοξα η κυρßα εßναι γυμνÞ
αλλÜ τα Ýπιπλα σε Ýνα ροδß που δεν ξανÜδα-
και το μικρü στο πÜτωμα βýζαινε το δÜχτυλο στο στüμα
Δεν με προσÝχατε, κοιτοýσατε εκεßνη
κι εκεßνη Ýγραφε απαντÞσεις σε χÜρτινες ευχÝς.
Δεν το θυμÜστε τþρα πια.
Αχ, να 'χα τις ζωγραφιÝς σας!
Θα σας τις Ýδειχνα μüνο να θυμηθεßτε.
Εßστε κορακοζþητος, κοντÜ ενενηνταπÝντε.
Και σας ταßζουν σα μωρü, μα Ýχετε μνÞμη;
Μüνο σε σας μιλþ
και στην επßσκεψη Üπαξ της εβδομÜδος
ΠινÝλα δεν σας δßνουν πια, "πολλÝς ζημιÝς" μου λÝνε
κι οýτε που με θυμÜστε πια.
Εγþ üμως σας θυμÜμαι,
üχι üπως τþρα που μυρßζετε σα γÝρος,
αλλÜ σα νÝο δανδÞ με τα πινÝλα
να κÜνετε προσχÝδια την üμορφη κυρßα
πιο üμορφη απ' τα λÝλουδα και τις νεκρÝς τις φýσεις
πιο ζουμερÞ απ' τα ευωδιαστÜ τα φροýτα στην πιατÝλα
και πιο κομψÞ απ' τα σχÝδια
που üλο και γßνονταν ψυχρÜ και σαν καρικατοýρες
Εßναι εδþ σ' αυτü το Üχρωμο δωμÜτιο του ασýλου
που ξαναβρßσκω τα üμορφα δωμÜτια που θυμÜμαι
ρüδινα και χρυσÜ και πÜλλευκα συνÜμα
και που το φως δε πλÞγωνε τα μÜτια.
Τα ΜονοπÜτια Της Θλßψης
Δεν θα ξαναπÜρω ποτÝ αυτÜ τα μονοπÜτια
üσο κι αν ο βαλτüτοπος εßναι καλÞ κρυψþνα
üσο κι αν ξÝρω -Þ θαρρþ πως ξÝρω-
κÜθε λακοýβα, κÜθε λüχμη, κÜθε στο Ýδαφος σχισμÞ.
Πüσο Ýχω μÜθει ακßνητη να μÝνω, σαν το βατρÜχι σιωπηλÞ
πüσο να γßνομαι Ýνα με το χþμα και το βοýρκο.
Οι αναθυμιÜσεις Ýχουν γßνει ο αÝρας μου
¸χω ξεχÜσει κανονικÜ να αναπνÝω.
Χρüνια στο βÜλτο Ýμαθα τα σουσοýμια του
τüσο που σßγουρα δικÜ μου εßναι πια τþρα.
Και τα πατÞματÜ μου Üφησαν τα χνÜρια τους
ßδια στην ßδια θÝση μαρμÜρωσε η ιλýς.
¹ταν ο πüνος στην αρχÞ κι η χαρÜ του πüνου στο κατüπι.
Τþρα μου Ýμεινε μονÜχα η συνÞθεια.
ΑλλÜ βαρÝθηκα και λÝω να αλλÜξω
ΑυτÜ Ýχω ως χαμαιλÝων μ' αυτÜ θα πορευτþ.
Κι αν θα με κÜψει ο Þλιος της ερÞμου
κι αν το δÝρμα μου, Ýτσι üπως ξÝμαθε, αν αφυδατωθεß
θα 'ναι σκληρü αλλÜ δεν το μπορþ Üλλο
Δεν θÝλω εδþ στο βÜλτο να χαθþ.
Γκüθικ Σßτυ
Δεν θα σου δεßξω τη γκüθικ ψυχÞ μου
αυτÞ που κρýβεται στα στενÜ üπου ο Üνεμος σφυρßζει
τις νýχτες ακοýς μουγκÜ ουρλιαχτÜ πßσω απ τις πüρτες
γρßλιες ανοιγοκλεßνουν ßσα ν' αποκαλýψουν την απüγνωση.
Μα θα σου δεßξω τις λαμπρÝς μου λεωφüρους
με τις βιτρßνες τις κατÜφωτες
-üχι κατÜφορτες, αφοý η μüδα προστÜζει μινιμαλισμü.
Για δες τα ÝξυπνÜ μου τα αστεßα
δες τις κινÞσεις μου, πþς κουνþ το πüδι με το κομψü γοβÜκι
πþς σηκþνω τα φρýδια παιχνιδιÜρικα
και το χαμüγελο üλο συνενοχÞ και κλεßσιμο ματιοý.
Η συμφωνßα Þταν αυτÞ η Üγραφη.
¸τσι θα με δεχτεßς σ' αυτÞ τη μαýρη τρýπα
που την στολßσαμε με τα λαμπιüνια της γιορτÞς.
ΜερικÝς φορÝς ξεχνιüμαστε
κι οι δρüμοι μας γρÜφουν «Καλü ΠÜσχα»
ενþ εßναι Χριστοýγεννα.
Τι θα κÜνουμε Üμα περÜσουν δýο χρüνια
κι εμεßς ακüμα φορÜμε τα προπÝρσινα;
Εδþ που το μüνο που μÝνει σταθερü
εßναι η μαýρη του χÜους η ανÜσα.
[Κι üμως, χÜνεις.
Η ΓοτθικÞ μου πολιτεßα εßναι üμορφη.
Με τα ψηλÜ της κÜστρα και τους καθεδρικοýς ναοýς
και τη μυσταγωγßα της μπα-ρüκ της μουσικÞς.
Και με τον λýκο να νυχτοπερπατÜ στους δρüμους της
üλες τις νýχτες, και τις ασÝληνες
και τις λουσμÝνες με το φως του φεγγαριοý.
Ο λýκος Üγριος, μοναχικüς κι αγÝρωχος
κι üμως, πüσο μας μοιÜζει!
ΦοβÜται ο καθεßς το Üγνωστο
μα πιüτερο εκεßνο που γνωστü του εßναι.
Η πολιτεßα θα μας εκδικηθεß
μüνο και μüνο διüτι απροσπÝλαστη θα μεßνει.
Εσý που κιüτεψες την αλÞθεια μου να ψÜξεις
κι εγþ που απü δειλßα δεν σου δßνω τα κλειδιÜ.]
¼ρθιες ΣκÝψεις
Μου αρÝσουν οι üρθιες σκÝψεις
Σαν τις κολþνες στιβαρÝς
κρατοýν στο επιστýλιο ολüκληρους ναοýς
και μεγαλοπρεπÞ οικοδομÞματα
ΑλλÜ ξεχνÜμε πως αντßθετα με τις κολþνες
εμεßς Ýχουμε το σαρÜκι που ροκανßζει απü μÝσα
και δεν εßναι μολýβι, üχι
εßναι εýπλαστος μυελüς
ζεστüς χυλüς που τη ζωÞ κραδαßνει
ζεστüς χυμüς που τη ζωÞ γεννÜ
Μα κεßνη σαν κορßτσι που κρυφτü παßζει
κρýβεται χαχανßζοντας σε μικροσκοπικοýς μαιÜνδρους
κι Ýπειτα λÝει «Φτου!» και βγαßνει
απü μια γωνιÜ που δεν περßμενες
σου βγÜζει γλþσσα και πετιÝται αλλοý.
ΣκÝψου μονÜχα πüσα κτßρια Ýχουν πÝσει
κι ας μεßναν üρθιες οι κολþνες
Σε Χρüνο Δανεικü...
Μßλια Þμασταν χωρισμÝνοι
ΑλλÜ βρισκüμασταν
και τüτε υπÞρχε μüνο το κρεβÜτι
Ýνα δωμÜτιο με κλειστÜ παρÜθυρα
να μην ακοýν οι γεßτονες
τη φουρτουνιασμÝνη θÜλασσα των κραυγþν μας
Το μεθýσι το μετροýσαμε με φορÝς, μ' εντÜσεις
γελþντας το 'χαμε, λÝγαμε,
για θεραπευτικοýς σκοποýς
αφοý δεν τολμοýσαμε να ποýμε λÝξεις μεγÜλες
Γιατß εßναι Ýτσι η αρρþστια των καιρþν
κι εμεßς εßμαστε παιδιÜ ενüς παλιοý αιþνα.
'Αντε μετÜ να κρýψεις θÜλασσα σ' Ýνα μπουκÜλι.
Να τη μετρÞσεις και να τη μελετÞσεις
σαν Ýνα δεßγμα κλινικü.
-"Να ζÞσω", Ýλεγα. "Να κρυφτþ.
'Ασε μου τα σημÜδια σου, κÜνε με δικÞ σου".
-"ΒοÞθησÝ με", Ýλεγες. Δεν Ýστεργα.
¹τανε δανεικüς αυτüς ο χρüνος.
-"Θα σου κουρσÝψω ü,τι Ýχεις και δεν Ýχεις", εßχες πει.
-"Εßσαι το σχοινÜκι του χαρταετοý μου", εßχα απαντÞσει.
Σου εßχα αφÞσει αμανÜτι το κορμß μου
αλλÜ οι μÝσα πýλες Ýμεναν, απüρθητες.
Εßναι ρηχÞ η μνÞμη του κορμιοý;
Εßναι επιφÜνεια το δÝρμα που σπαρÜζει;
Εßναι Ýνα τßποτα που γι' Üγγιγμα βοÜ;
Οýτε να ξαφνιαστοýμε δεν προλÜβαμε καλÜ
κι ßσα που χωρÝσαμε
σε χρüνο δανεικü...
ΣτÝλλα
ΣÞμερα η ΣτÝλλα γυÜλισε ξανÜ τα γιατροσüφια.
Εßναι που ο καθÝνας διαλÝγει τη θρησκεßα του.
'Αλλος τη θÝλει αυστηρÞ και με θυσßες πολλÝς,
Üλλος εκστατικÞ, φανατικÞ λατρεßα του
κι Üλλος μονÜχα με ομορφιÜ, οδυνηρÞ κι ατüφια.
Η ΣτÝλλα εßναι ιÝρεια μα δεν ξÝρει
να τ' ονομÜσει δεν μπορεß, μα νιþθει
το κÜλεσμα ακοýει και στÝργει να βιαστεß
Εßναι καθÜριο κι επιτακτικü. ¹τανε πÜντα εκεß.
Απüψε τα φεγγÜρια βαλαντþνουν
Απüψε τα αρþματα σμßγουνε στις γωνιÝς
απü ανατολÞ κι απü πιο πÝρα üλα φερμÝνα
Θυμßζουνε βουνü, θυμßζουν λüχμη
και το αλÜτι του μικροý μας παφλασμοý.
Απüψε κρουσταλλιÜζουν τα χαμüγελα
στρÜφτουν τα δüντια. ¹μερο κι υποταγμÝνο τßποτα.
ΜÜτια üλο μαýρο Ýρεβος, μÜτια σου, μÜτια μου, μÜτια της
Θα βγοýμε στο κυνÞγι πÜλι απüψε.
Και θα μετρÞσουμε λüγια και σιωπÝς
και βÞματα στο πλακüστρωτο
και βÞματα στο ζεúμπÝκικο
και παλαμÜκια κι απαραßτητοι καπνοß.
Θα θες να εßσαι παντοý και πουθενÜ.
Σε ποιον μικρü Θεü θα χýσεις τις σπονδÝς σου;
Σε ποιον μεγÜλο θα προσευχηθεßς;
"ΖÞτα μου απüψε ü,τι θες, μα να 'ν' μεγÜλο, ακοýς";
ΑυτÞ η 'Ανοιξη ζητÜει τον Αμνü της.
'Αδωνη σ' εßπανε, σ' εßπανε Χριστü;
Ποιοß σε λατρÝψαν, ποιοß σε προδþσανε ξανÜ
κι üχι για πÝντε αργýρια, μα πÝντε δρÜμια σιγουριÜ;
Η ΣτÝλλα περπατÜει αργÜ.
¹τανε πÜντα η κορυφαßα του χοροý,
λιγÜκι ξενικÞ για Μυροφüρα.
ΚÜτι απ' την Üγρια της ΜÞδειας ομορφιÜ,
σκληρüς ανθüς, μοναχικüς
και σε κανÝνα κονοστÜσι αφημÝνος.
Τοýτη την 'Ανοιξη δεν θα την υποτÜξεις
Νýχτες ατÝλειωτες, σýντομα πρωινÜ
τρßλιες του Μüτσαρτ, παιχνιδιÜρικες κραυγÝς
κι ενßοτε ο βαθýς του πüθου βüγγος.
Τüσο βαθýς σαν ν' ανασαßνει η γη
τüσο απαλüς σαν μÜγουλο νιογÝννητου.
Τρικλßζουνε πριν να σταθοýν τα ελαφÜκια,
μα ο χορüς τα συνεπαßρνει αμÝσως βιαστικÜ.
ΒιαστικÜ κι αβßαστα συνÜμα
Γιατß, üσο κι αν απορεßς, πÜντα Ýρχεται το θÜμα
Απüψε üλοι στολßζονται δßχως να ξÝρουν το γιατß
ΑφÞνουν να το ξÝρει μονÜχα το κορμß
ΠροσευχÞ Του Ιερþνυμου Μπος
ΠÜλι τα τÝρατα μ' επισκεφθÞκανε ΚαλÞ μου
Þρθαν και χεροπüδαρα δÝσανε τη ψυχÞ μου
με το κορμß να σÝρνεται πßσω απ' την αλυσßδα
σαν τρυπημÝνο φλÜμπουρο, σαν Üδεια πεταλßδα.
Οι εφιÜλτες εßναι εδþ. Οι δαßμονες γελÜνε.
Μου κλÝβουνε τα ροýχα μου και με τραβολογÜνε.
Με βασανßζουν μουσικÝς, αφιονισμÝνο μπρßο
που ξαφνικÜ μ' αφÞνουνε μονÜχο μου στο κρýο.
ΕφτÜ 'ναι τ' αμαρτÞματα, εφτÜ 'ναι και τα πÝπλα
εφτÜ Σαλþμες μου ζητοýν "üσα κι αν Ýχεις , φÝρτα"
"Δεν Ýχω" λÝω, μα ξανÜ, να μου χορÝψουν θÝλω
κι αν μου γελοýν σαρκαστικÜ, εßμαι σαν τον ΟθÝλο
Και κολασμÝνα τις ζητþ κι üσα κι αν Ýχω δßνω
κι αργýρια και κοσμÞματα επß πινÜκι αφÞνω
μüνο να μπω στον κüσμο τους, στο αιþνιο πανηγýρι
και το κεφÜλι πριν κοπεß στον κüρφο τους να γεßρει
Μα πριν προλÜβω ο δýσμοιρος το στüμα μου ν' ανοßξω
λßγα κερÜσια να γευτþ, λßγο να τις αγγßξω,
αυτÝς αλλÜζουνε μορφÞ και γßνονται διαβüλοι
"ΞανÜ στη Κüλαση εßσαι βρε!" να μου φωνÜζουν üλοι.
Περιγελοýν οι δαßμονες και παßζουνε μαζß μου
þσπου το νιþθω, κλÝβουνε στο τÝλος τη μορφÞ μου.
Ας Þταν να διαλÝξω εγþ ποιος να 'ναι ο σταυρüς μου
να ξÝρω το μαρτýριο που μαßνεται εντüς μου.
Μικρüς, πικρüς κι αχüρταγος εßναι ο εγωισμüς μου
βοÞθησÝ με, ΔÝσποινα, να πÜψει ο καημüς μου.
Λßγες σταγüνες βÜλσαμο και η πληγÞ θα κλεßσει
σαν μπω στο 'Αβατü σου εδþ πανÜρχαιο παρεκκλÞσι.
Εικüνες απ' ονεßρατα θα σου χαρßσω Φως μου
του παραδεßσου, του εδþ, μα και του κÜτω κüσμου.
¸λεος δεßξε, ΔÝσποινα κι ας εßμαι τρωγλοδýτης
και εκþν-Üκων γßνομαι στους εφιÜλτες δýτης.
Μα αν για σÝνα εßμαι μικρü κι ασÞμαντο ρεμÜλι
Üσε με το κρασß να πιω που δßνει αιþνια ζÜλη
κι Ýτσι να μην πονÜω πια σα χÜνομαι κει κÜτω
με πßφερα και μουσικÝς να πÝφτω ως τον πÜτο!
Το Α της ΑγÜπης...
Για να μÜθεις το Α της ΑγÜπης
πρÝπει να πεθÜνεις και ν' αναστηθεßς
ξανÜ και ξανÜ και ξανÜ...
Γιατß üμως να εßσαι τüσο Απþν;
Οι ΛÝξεις
Στην πυρÜ οι üμορφες λÝξεις μας
οι κομψÝς
οι Üγριες
οι τραβηγμÝνες απü τα μαλλιÜ
οι βγαλμÝνες απü ξÝπνοα χεßλη
ασθμαßνουσες
φονικÝς
πανÝμορφες
και γελοßες.
ΟδυνηρÜ γελοßες.
ΣυγκινητικÜ αγνÝς
και βλακωδþς επιζÞσασες,
επιζÞσασες πÜντως.
Οι λÝξεις μας
τα Ýπεα πτερüεντÜ μας
και τα scipta manent μας
που και scripta να μην Þταν
πÜλι θα μας Ýμεναν.
Κι αν δεν εßχαμε τις λÝξεις
θα Ýπρεπε να τις εφεýρουμε...
Ω Πικρßα Μου...
Ω πικρßα μου εσý, προσωπικÞ παντιÝρα
της γκρßζας της ζωÞς μου η σκακιÝρα
Üγονη θλßψη και ποý να σε βολÝψω
με τι βοτÜνια να σε γιατροπορÝψω
Ξεχεßλισαν παλιÜ συρτÜρια και σεντοýκια
πολλοß μεσαßωνες, λßγες αναγεννÞσεις
Þξεις αφßξεις ουκ -και στα γνωστÜ κουτοýκια
ακοýγεται χαιρÝκακα- εν τω πολÝμω θνÞξεις
ΜικρÜ στüματα ανοιγοκλεßνουν σιωπηλÜ
ΚÜτι φωνÜζει μα δεν ακοýγεται καλÜ
και του τσιγÜρου ο καπνüς κι η γεýση
λες κι Ýβαλε στοßχημα να δοýμε αν θ' αντÝξει.
Τελεßωσε η γιορτÞ, χαρτιÜ, σκουπßδια
και με το χÜραμα μεßναν τ' αποκαÀδια
να τα μαζÝψω δε βαστþ,
να εγκαταλεßψω δε μπορþ
Να σε καλÝσω εßναι απαγορευμÝνο
Üχρηστο κι ανÝφικτο εδþ να περιμÝνω
üσο αλλÜζει δÝρμα γι' Üλλη μια φορÜ
η μÝρα, η εποχÞ και η χρονιÜ.
Αγρýπνια Ενüς Φιλüμουσου ΞεπεσμÝνου Ευγενοýς
Θα 'πρεπε να 'χα μιαν απÜντηση ως τþρα
Τüσες επιστολÝς με βουλοκÝρι σφραγισμÝνες
Τüσα σημÜδια χαραγμÝνα χρυσοποßκιλτα
Τüσους πληρωμÝνους ποιητÝς
με μερικÜ δικÜ μου ενδιÜμεσα σοφÜ αραδιασμÝνα.
Και τþρα; Οýτε amica silentia lunae δεν μπορþ να πω
Πþς εßναι δυνατüν τÝτοιες σιωπÝς να εßναι αγαπημÝνες;
ΑδιÜφορα αν κι üμορφη η σελÞνη αργοπερνÜ
κι ο βασιλεýς επιστολÞ δε στÝλνει.
Να πÜω εκεß αφ' εαυτοý και να προσπÝσω;
Δεν θα το κÜνω. ¸χει κι η δικÞ μου οικογÝνεια υπερηφÜνεια
Ωστüσο ανησυχþ, μÞπως οι βÜρβαροι στεßλουν τις δικÝς τους τις ορδÝς.
ºσως λοιπüν το βασιλÝα να ξεχÜσω.
ºσως με τους βαρβÜρους συναλλαγÞ να κÜνω.
ΒÝβαια απü ποßηση ετοýτοι δε σκαμπÜζουν.
Μα μÞπως κι οι δικοß μας;
ΤζÜμπα τα üμορφα τα λüγια τα μεγÜλα
Τυλßξαμε την ξιπασιÜ σε ακριβÝς περγαμηνÝς
Να δοýμε τþρα πþς απ' τους αγροßκους το τομÜρι μας θα σþσουμε.
¸να Γλαυκü ΚομμÜτι
Πþς θα 'θελα να 'χα, μÜτια μου,
τη λýση του γρßφου εντüς μου
üχι να τρÝξω να στην πω,
σαν τα παιδιÜ που ανακαλýπτουν θησαυροýς
οýτε να την κρατÞσω μυστικÞ,
σαν καρβουνÜκι αναμμÝνο
στο κÝρατο του βονÜσου φυλαγμÝνο
üπως κÜνανε οι παλιοß σαν ταξιδεýαν.
Γιατß μια τÝτοια γνþση εßναι φως
και τÝτοιο φως δεν κρýβεται
μüνο διαχÝεται και φανερÜ γλυκαßνει τη ζωÞ.
Το φως εßναι να φαßνεται, το φως για να φωτßζει
Πεθαßνει μÝσα σε κλειστÜ κουτιÜ και τÜφους
αλλÜ κι εκεß, για δες, σαν ανÜμνηση υπÜρχει
σαν αντανÜκλαση του Þλιου σε πηγÜδι.
Πüσο μου Ýλειψε, γλυκειÝ μου αυτü το φως...
Στη φυλακÞ μου πασπατεýω πλÜκες υγρÝς κι ανÞλιες
σαν τυφλοπüντικας χωρßς το ρýγχος που σκÜβει γαλαρßες
Μα ξÝρω πως στην Üκρη με περιμÝνει Ýνα γλαυκü κομμÜτι
Ýνα κομμÜτι ουρανοý, για σÝνα και για μÝνα.
Απ-Üνθρωπος...
Αχ τι ψυχÞ θα παραδþσεις στρατιþτη;
Εσý Þσουν που σκüτωσες εκεßνο το παιδÜκι;
Εσý που πÜτησες κεßνο το κουμπß;
Κοßτα στρατιþτη τις φωτογραφßες
κρεÜτινα σþματα, πληγωμÝνοι δρüμοι, καμÝνα χωριÜ
Κοßτα στρατιþτη στα μÜτια
αυτüν που βασανßζεις
που τα χÝρια του δÝνεις
που τα μυαλÜ του τινÜζεις στον αÝρα
που βιÜζεις με δυο χιλιÜδες τρüπους
και που στα ζÜρια παßζεις την οδýνη του
Τι εßπες; Εκτελοýσες διαταγÝς...
Τι εßπες; ¹σουν φτωχüς κι Þθελες να εξασφαλßσεις μια καριÝρα
Τι εßπες; Εγþ; Εγþ σπιτÜκι μου εßμαι
Ναι, βλÝπω τηλεüραση, μÜλλον üχι, δε βλÝπω
Εßμαι ευαßσθητος και με ταρÜζουνε αυτÜ
ΑμÜν πια, τßποτα καλü δεν Ýχει να γελÜσουμε...
Χωρßς Φειδþ
ΤÝσσερεις φορÝς ως τþρα Ýχω πεθÜνει.
ΑλλÜ σα γÜτα που 'μαι μου υπολεßπονται Üλλες τρεις ζωÝς.
Ω, χωρßς φειδþ κι αυτÝς θα τις περÜσω.
¸τσι κι αλλιþς κÜθε μÝρα αυτοκτονþ
τρþγοντας μακαρüνια.
Περßανδρος
Ο νεαρüς γλýπτης Περßανδρος Þταν ευσεβÞς και βλÜσφημος μαζß.
ΛÜτρευε τη Κýπριδα, Ýκανε ικεσßες και σπονδÝς στο üνομÜ της
Με πüση αυτοσυγκÝντρωση σκÜλιζε τον βρÜχο
ΑπαλÜ πþς χÜιδευε μετÜ τη λειασμÝνη πÝτρα
και μÝχρι τα ακροδÜχτυλα ριγοýσε.
Μα ωστüσο λÜτρευε και την ιερüδουλο Κλειτþ, που Þταν το μοντÝλο.
Τη μÝρα την Ýστηνε για να πλÜσει την Αφροδßτη.
Τη νýχτα παθιασμÝνα της Ýκανε Ýρωτα αχüρταγο κι ασßγαστο.
¼σο κι αν Ýκανε, μÝχρι που Ýπεφτε χυμÝνος πÜνω στο κορμß της
üσο κι αν Ýτρεμε πια απü εξÜντληση, πÜλι την Þθελε ακüρεστα
Εκεßνη πÜλι στα φλογερÜ του λüγια με χαμüγελο απαντοýσε
κι üταν εκεßνος τη ρωτοýσε κÜτι χασμουριüτανε,
πρþτα κρυφÜ, ýστερα φανερÜ
þσπου στο τÝλος την Ýπαιρνε ο ΜορφÝας.
Εκεßνος Üγρυπνος ως την αυγÞ στεκüταν
Με τα ακροδÜχτυλα καμιÜ φορÜ Üγγιζε το γοφü της
και ριγοýσε.
¸τσι προχþρησε ο καιρüς þσπου το Üγαλμα τελεßωσε.
Με μουσικÝς και τελετÝς και τους πιστοýς Ýνα γýρω
για τα αποκαλυπτÞρια εßχε φτÜσει η στιγμÞ
κι Þταν κι ο δÜσκαλος του γλýπτη εκεß,
ο γÝρων πια Γλαýκος, ο γνωστüς.
Μα üταν πια φÜνηκε η αγαλματÝνια λÜμψη της θεÜς üλοι σιγÞσανε
υπüκωφη, οδυνηρÞ η σκÝψη ντýθηκε με λÝξεις:
-"ΔιÝπραξεν ýβριν ο Περßανδρος!"
Τη λýση Ýδωσε ο Γλαýκος,
που σκεπτικÜ μια το γλυπτü κοιτοýσε, μια το γλýπτη.
Με σεβασμü και τρυφερüτητα, φüρο τιμÞς απÝτισε στο Ýργο
κι Ýτσι η στιγμÞ απεσοβÞθη.
Μα τßποτα δεν αλλÜζει του μýθου το γραφτü!
ΧÜθηκε, λÝνε, ο Περßανδρος
ΤρÝλα του Ýδωσε η ΘεÜ στις φρÝνες, απü φθüνο
κι η μαýρη θÜλασσα πÞρε το παλικÜρι,
διüτι Ýτσι εßναι πÜντα οι ΘεÝς:
ζηλιÜρες, θηλυκιÝς και ματαιüδοξες...
Νιüβη Nocturne
Της νýχτας τα πουλιÜ κρατοýν τα μÜτια μου ανοιχτÜ
και ποιος την πεßνα μου μπορεß να την κορÝσει
ΨÜχνω εναγωνßως μια μπουκιÜ
-αχ, να 'ναι λßγοι στßχοι
αχ μια εικüνα, μια αγκαλιÜ-
Στα θυμητÜρια μου κολλþ
üσο κι αν ξÝρω πüσο Üδικα πονþ
¼ταν με αρνÞθηκες απλÜ ο κüσμος μου κατÝρρευσε
«Θα ζÞσω εßπα» , κι απü τüτε ψευτοζþ
ΧÜνω σιγÜ-σιγÜ ακüμα και τα ψεýτικα δωρÜκια που 'χαμε ανταλλÜξει
¼ταν θα γßνουν θρýψαλα εντελþς θα τα 'χει πÜρει κιüλας ο αÝρας
μα εγþ θα Ýχω πετρþσει περιμÝνοντας
σαν Üγαλμα της Νιüβης που 'χει χÜσει τα παιδιÜ της.
Η ΜυστικÞ Γλþσσα Των Απλþν ΠραγμÜτων
Πλßνθοι κÝραμοι ατÜκτως ερριμμÝνοι, η ζωÞ μου
κι εγþ στη μÝση να ψελλßζω τα στιχÜκια
Θα μου πεις στους χαλεποýς καιροýς
εßναι που η ποßηση ανθßζει
κι εßναι τα Üνθη της κÜθε Üλλο παρÜ αθþα
αßμα πηγμÝνο Þ ζωντανü, Ýχουν τα πÝταλÜ της
και στις σχισμÜδες των βρÜχων προτιμÜ
παρÜ στους Þμερους τους κÞπους να φυτρþνει
Κι üμως, η ζωÞ εßναι εδþ.
ΒοÜ μες στις σιωπÝς, σφýζει στις φλÝβες
περιγελÜ τα Ýργα των ανθρþπων
βγÜζει τη γλþσσα στις διδαχÝς των σοβαρþν
-σοβαρÜ εßν' τα πρüβατα Ýλεγε ο ΚαβÜφης-
κατρακυλÜ στις κουπαστÝς σαν σκανταλιÜρικο παιδß
αφÞνει ßχνη στα παλιÜ σου ροýχα
τα ποτισμÝνα με ξεχασμÝνες μυρωδιÝς
ΥπÞρξε μια στιγμÞ, -θυμÜσαι;-
που πÝταξες με χÜρη το φουστÜνι
με κοßταξες, χαμογÝλασες κι Ýπεσες στο νερü
κι Þταν η στιγμÞ Ελευθερßα
κι Þτανε γÝλιο και Νιüτη κι ΟμορφιÜ.
Θα πÜρω αυτü αποσκευÞ
μια που το ταξßδι συνεχßζεται
ΜακÜρι να συγχωρÞσεις την ανοησßα των καιρþν
μακÜρι αγÜπη να οσμωθεßς
μακÜρι την ýστατη στιγμÞ
τ' üνομÜ σου να θυμÜσαι
και το πρþτο της ζωÞς σου το χαμüγελο
γιατß εκεß μÝσα κρýβεται ο Θεüς.
ΕπειδÞ Η ΑγÜπη...
ΕπειδÞ η αγÜπη
Ýγινε υπüθεση
ακριβÞ τüσο
σπÜνια τüσο
ξενικÞ τüσο
και δεν Ýχω να δþσω
εκτüς απ' την καρδιÜ μου
-Ýνα σÜρκινο μÞλο-
και τις φαντασιþσεις
μιας καθωσπρÝπει κüρης
το ýστατο φßλημα πÜρε
κι απÜλλαξÝ με λυκαυγÝς
¸τσι κι αλλιþς
τα üνειρα
εßναι υπüθεσις
αυστηρþς προσωπικÞ
Τα Φýλλα
Στις πλÜκες της αυλÞς μου δυο-τρßα φýλλα μνÞσκουν πεταμÝνα
Κι üσο κι αν τα σκουπßζω πÜντα θα εßναι εκεß
να μου θυμßζουν üτι η ζωÞ κÜθε στιγμÞ πεθαßνει
κι αναγεννÜται
πεισματικÜ
αδυσþπητα
κι αδιÜκοπα
¹ταν, ΚÜποτε, Μια ΜÝρα...
Η μÝρα αυτÞ ξεχÜστηκε
κι Ýρχεται η νýχτα
μ' üνειρα ακαθüριστα γεμÜτη
που δε θυμÜμαι το πρωß.
Μα η σκιÜ τους μÝνει
στα βÞματα, στις Üκρες των χειλιþν μου
στο Üγριο γÝλιο μου ελλοχεýει
στην πεßνα την πρωτüγονη
στις ελλιπεßς κουβÝντες
στις μπουκωμÝνες τις σιωπÝς
και στις φρενÞρεις ενßοτε κινÞσεις
Η μÝρα αυτÞ ξεχÜστηκε
Ýγινε η κηδεßα, το μνημüσυνο,
Üδεια η σÜλα εκδηλþσεων.
Τι εκδηλþσεις πια;
Εδþ τελειþσανε ακüμα κι οι δηλþσεις
ΜπαúρÜκια
Στις σελßδες που αχüρταγα διÜβασα
στα ξενýχτια που ως τον πÜτο τα ροýφηξα
στα τσιγÜρα που ασßγαστα κÜπνισα
στα φιλιÜ που ακüρεστα Þπια
Θα σηκþνω μπαúρÜκια.
ΜÝχρι εκεß που το δρüμο μου γýρεψα
μÝχρι εκεß που απ' τον πüνο μου λýγισα
κι απü κει μες στο θýσαμπο πÜλι
τη δικÞ σου σκιÜ να ζητþ
Θα σου στÝλνω καπνοý σηματÜκια
Και θ' ανοßγω το Üνθος μου πÜλι
να ξεχνÜω το Üχθος στην πÜλη
να κερδßζω παρÜταση Üλλη
ξεγελþντας αχνÜ τον καιρü
μÞπως κÜποτε, ßσως, σε βρω.
Δανεικüς ΕφιÜλτης
Χθες βρÜδυ μπÞκε σε üνειρο Üλλου
-"Δεν εßν' δικü μου" εßπε, "το τοπßο τοýτο
η Ýρημος αυτÞ η παγωμÝνη, η ομßχλη"
Ασπρüμαυρο το σκηνικü και μÝσα απ' την αχλý
Üνθρωποι μπαινοβγαßναν
πÞγαιναν στους σωροýς των παπουτσιþν
ψαχοýλευαν λßγο κι Ýπαιρναν κÜτι
και το 'κρυβαν στον κüρφο τους
και πÜλι σκυφτοß Ýφευγαν
και κρýβανε το πρüσωπü τους και τα χÝρια
ΠÞγε κι αυτüς κι Üξαφνα κατÜλαβε
πως τα παποýτσια Þταν των νεκρþν στα κρεματüρια
Γιατß οι Ναζß κρÜτησαν üλα τα τιμαλφÞ;
¼λα σε τÜξη, üλα με ταμπελßτσες κι ετικÝτες
δüντια χρυσÜ, καδÝνες, μα τα παποýτσια;
Γιατß αυτÜ Ýτσι πρüχειρα, χýμα και σε σωροýς;
Πλησßασε κι Ýσκυψε. ΒρÞκε Ýνα παπουτσÜκι παιδικü
αυτü με τη μπαρÝτα για μωρÜ
-"Δικü μου εßναι", εßπε και τρüμαξε "Þ μÞπως να 'ν' του γιου μου;"
Το κρÜτησε σφιχτÜ κι Ýψαξε για το ταßρι
¸να γοβÜκι βρÞκε: "Μα εßναι το δικü της!"
Αχ το βαθοýλωμα της καμÜρας μüνο δικü της Þταν
Πιο πÝρα μια παντüφλα πατημÝνη -της γιαγιÜς του!
-"Ξýπνα!", του εßπε μια φωνÞ
-"Δε θÝλω", εßπε και κρÜτησε τ' αγαπημÝνα απομεινÜρια
-"Δεν εßν' δικü σου τ' üνειρο, θυμÜσαι;"
-"Δε θÝλω", και πÜλι κλαßγοντας, μα ξýπνησε τελικÜ.
Στο χÝρι του κρατοýσε Ýνα γοβÜκι.
Το Ýστησε στο τραπÝζι και Ýψησε καφÝ
-"Δεν εßν' δικüς μου εφιÜλτης", απεφÜνθη τελικÜ
Κι Üναψε τηλεüραση και τσιγÜρο
Αιμορραγßα
ΣτιγμÝς-στιγμÝς αισθÜνομαι το αßμα μου να ρÝει
εßναι πληγÞ που απλþνεται κÜτω απ' την αμυχÞ
κι οýτε που ορßζω εγþ το σþμα μου που καßει
οýτε και την εξüριστη, τη χαßνουσα ψυχÞ
Ερþτημα...
Το πρþτο χτýπημα εßναι πÜντα τρυφερü
και την ανÜσα απαλαßνει
Το δεýτερο γßνεται πιο σκληρü
καθþς στα σπλÜχνα κατεβαßνει
Το τρßτο το βαρýτερο
ηχεß σαν ειμαρμÝνη
Να' ναι αδηφÜγα η ψυχÞ Þ πεινασμÝνη;
'Aγνωστη Χþρα...
ΦορÝς-φορÝς αισθÜνομαι σε ξÝρω
το στüμα σου μου αφÞνει γεýση απü τσιγÜρο και κρασß
και στο μουστÜκι που τζουνÜει, η αρμýρα Ýχει φωλιÜσει
τα χÝρια αργασμÝνα και τραχιÜ
σαν των ψαρÜδων μια φορÜ στον Πλαταμþνα
Κι Üλλοτε μια Üγνωστη χþρα εßσαι
λεωφüροι απερπÜτητες, σκιþδη μονοπÜτια
στα μÜτια σου δρüμοι νυχτιÜς διανýουν τις πορεßες
κορδÝλες ποταμþν φωτüς τυφλþνουν κι ανακλþνται
κι οι σκÝψεις μας παρÜλληλες δεν τÝμνονται ποτÝ
Οχοýμαστε στη νýχτα σιωπηλÜ
ΑθÞνα-ΛÜρισα τÝσσερις þρες και μισÞ
¼ταν θα φτÜσουμε τα μικρÜ μας θα κοιμοýνται
στο πßσω κÜθισμα μαζß
στα νýχια περπατþντας και παßρνοντÜς τα αγκαλιÜ
θα τ' απιθþσουμε τον ýπνο να συνεχßσουν αταλÜντευτα.
¾στερα... Θα με κοιτÜξεις ýστερα; Θα με κρατÞσεις;
'Aλλη μια νýχτα κρÜτησÝ με
στα μπρÜτσα σου γλυκÜ να κοιμηθþ
κι αν τιναχτþ μη με αφÞσεις
κι αν σου γυρßσω πλÜτη μη μ' αφÞσεις
Τüσα ταξßδια θÝλουν τον κουρνιαχτü τους να αφÞσουν
σαν ßζημα στο δÝρμα, σαν κýκλους στους κομμÝνους μας κορμοýς
Αν με αφÞσεις τα χνÜρια μου θα χÜσω
'Aγνωστες χþρες κι εγþ να ψÜχνω τον τορü
κομμÜτια απü μυρωδιÝς και γεýσεις μακρινÝς
üπως αυτÜ που βλÝπουν τα μικρÜ στα üνειρÜ τους.
ΠαραδρομÞ...
Τα üνειρÜ μου πÜντα Þτανε γαλÜζια
με λßγο κüκκινο σαν παπαροýνες σε λιβÜδι
Γι' αυτü και σ' αναγνþρισα αμÝσως
που πÞδαγες πÜνω απ' το κýμα
σαν πÝταγες τη σαÀτα στο ακρογιÜλι
Σε γνþρισα κι απ' τη νερÝνια μουσικÞ σου
και μαγεμÝνη σ' Üκουγα να καλπÜζεις.
¾στερα απορþ: πþς γßνεται να εßσαι τüσο απüμακρος
πþς γßνεται η λßμνη σου Þρεμο βαλτοτüπι
πþς νεροποýλια αποδημοýν για το ΝοτιÜ
τα μüνα ßχνη οι μικρÝς λακκοýβες κι οι γυρßνοι
που ακüμα να κοÜζουν δε μποροýν
Νüτες σα βüτσαλα και πλιτς!
ºσως να 'κανα λÜθος τελικÜ
ºσως και σÝνα στ' üνειρü μου μüνο να σ' εßδα.
Ανακοýφιση...
'Αργησα να γυρßσω αγαπημÝνε
¹ταν μακρý ταξßδι κι επßπονο
ΧαθÞκαμε στα κýματα, σκορπßσαμε στα πλÜτη
Τρüμαξα να σε γνωρßσω μες στο γκρßζο
Ψιχßα απ' το παιδß που Þξερα στα μÜτια σου
Θραýσματα απü τον Üντρα που γνþρισα
μÝσα στην αγκαλιÜ σου
¸κλεισα τα μÜτια κι εßδα και πÜλι το παιδß
ΑνÜσανα...
(Επι)ΦυλακÞ...
Ποια η διαφορÜ μεταξý ενüς παιδιοý κι ενüς φυλακισμÝνου;
Το παιδß θα παßξει με τον Þλιο
Κι αν δεν Ýχει Ýνα πρÜσινο φýλλο θα παßξει με τα δÜχτυλÜ του
Θα γßνονται διÜφανα μες απ' το φως
και μýρια χρþματα θα παρελαýνουνε στο φÜσμα
¼ταν μεγαλþσει θα ξεχÜσει το παιχνßδι
μα δε θα ξεχÜσει το πÝρασμα απ' το φως
Ο φυλακισμÝνος εßναι Ýνα παιδß που Ýχει ξεχÜσει και το φÜσμα
ΚοκαλωμÝνος στÝκει επß þρες
στην ßδια στÜση κουλουριασμÝνος
ακßνητο το μÜτι μοιÜζει να μη βλÝπει
κι üμως ολüκληρος παρακολουθεß μιαν ηλιαχτßδα
μια γραμμοýλα ηλιüφως που φτÜνει απ' τη γρßλια
¼ταν θα δýσει ο φυλακισμÝνος θα μεßνει στο σκοτÜδι
μα πÜλι τοýτη τη γραμμοýλα θα προσμÝνει
ξανÜ με την αυγÞ τον κýκλο της να κÜνει...
Σου Μιλþ Για Την ΑγÜπη...
Σου μιλþ για την αγÜπη και πονÜω
Τι üμορφα που Þταν τα χÝρια της
τα χεßλη της με τη μικρÞ ρυτßδα στη γωνßα,
και τα γλυκÜ λακκÜκια της
τα μÜτια της - ολüφωτα - üταν τα σÞκωνε σε σÝνα...
Σου μιλþ για την αγÜπη και παγþνω
¼μηρος εßσαι μα üχι ποιητÞς
¸πη ηρþων σιωπηλþν
ανδραγαθÞματα μικρÜ μου γρÜφεις üτι κÜνεις
μα üμηρος κρατιÝσαι στην απομüνωσÞ σου
Σου μιλþ για την αγÜπη και κρυφοβαλαντþνω
Πþς Üντεξες κι Üφησες να σου φýγει...
ΧλωμÞ η üψη της üταν σου εßπε αντßο
Δεν εßδες καν την Ýκκληση...
A-Dio θα πει προς τον Θεü... δεν το 'ξερες;
¸χω ¸να Πßνακα...
¸χω Ýνα πßνακα παλιü, μισοαρχινισμÝνο
Πþς Üλλες Ýχουν κÝντημα Þ Üλλοι χτßζουν σπßτι
και λßγο-λßγο το μοχθοýν Þ απλÜ παρατημÝνο
το αφÞνουνε να βρßσκεται σα μισοτελειωμÝνο,
σα Πηνελüπης υφαντü, σα ξüμπλι αραχνιασμÝνο;
¸τσι κι εγþ τον πßνακα Ýχω απü χρüνια αρχßσει
μη με ρωτÜτε τι σχολÞ, μη με ρωτÜτε τßτλο
ξεκßνησα ανατολÞ, κοντεýω πια στη δýση
και üσο για το θÝμα του üλο κι αυτü αλλÜζει
üπως αλλÜζει κι η ζωÞ και üπως η ßδια μÝνει
και μüλο που το τÝλος μας κÜποτε πλησιÜζει
θÝλουμε να πιστεýουμε πως κÜποιος περιμÝνει
να δει και πßσω απ' τον καμβÜ τι εßναι καμωμÝνο
και πως δε σπαταλÞσαμε τα χρüνια μας αδßκως
πως κÜτι Ýμεινε απü μας, Ýστω και Ýνα ßχνος.
Εγþ μικροýλα το Üρχισα, σαν Þμουνα παιδÜκι
σαν ο παπποýς μου μου 'δωσε χρþματα και πινÝλο
και μια γωνιÜ του τοßχου του στην καρβουναποθÞκη
-«ΠÜρ' το δικü σου μÜτια μου και γÝμισÝ το üλο!»
Με τι χαρÜ το αρχßνισα, τι πüθο και τι πÜθος
κι αν οι γονεßς μου γκρßνιαζαν κι Ýλεγαν Þταν λÜθος
που üλο γÝμιζα μπογιÝς το σπßτι και τα ροýχα
εκεßνος χαμογÝλαγε: -«ΑφÞστε το παιδß...»
Κι Ýτσι κι εγþ ξεκßνησα και γÝμισα τον τοßχο με καρÜβια,
με δÝντρα, Þλιους, πρüσωπα και σπßτια σε λιβÜδια
μα μεγαλþνοντας Üλλαζα ζωγραφιÝς
κι ονεßρατα παρÜξενα γÝμιζαν τις γωνιÝς
¹ταν η τρÝλα μου αυτÞ μα τη δεχτÞκανε üλοι
σαν Üκακη παραξενιÜ που Ýκανα στη σχüλη
γιατß μüνο σα πÞγαινα εκεß Ýπιανα τα πινÝλα
αλλιþς τýπος κι υπογραμμüς και φρüνιμη κοπÝλα.
Μα Þρθαν χρüνοι δßσεκτοι και πÝθανε ο παπποýς
το σπßτι μας πουλÞθηκε, διαλýθηκε η οικογÝνεια
σπουδÝς, χρüνια γυμνÜ, δουλειÜ και γÜμος και παιδιÜ
Þρθανε λýπες και χαρÝς, σα που τραβÜμε üλοι
ξεχÜστηκε ο πßνακας κι εγþ Þμουν πια Üλλη.
Μα Ýτυχε και πÝρασα μια μÝρα απ' το χωριü μας
και ζÞτησα μßα στιγμÞ να δω το σπιτικü μας
Εßχανε βÜψει βÝβαια τον τοßχο λουλακß
μα απü κÜτω φαßνονταν τα ßχνη απ' τα παλιÜ μου
ΔÜκρυσα και κανüνισα να το νοικιÜσω πÜλι
-«Μüνο την αποθÞκη», εßπα στον Ýκπληκτο ιδιοκτÞτη.
Κι üποτε πνßγομαι απü τον κÜματο της πÜλης
του μÝσα και του Ýξω μου τραβÜω για το χωριü
στα χρþματα στα σχÞματα τα χÝρια μου απλþνω
üσα δεν μπüρεσα ποτÝ να εκφρÜσω ξεδιπλþνω
τýφλα να Ýχουνε ΣαγκÜλ, Νταλß, Ντιφß και Σßλε,
μουσεßο μου προσωπικü που Üλλο μÜτι δε θα δει
μια αποθÞκη μυστικÞ και μüνο εγþ Ýχω το κλειδß
κι Ýτσι ξορκßζω το κακü που το 'χω στοιχειωμÝνο
κι απεικονßζω Üτεχνα ü,τι Ýχω ονειρεμÝνο.
¾στερα πλÝνω ενδελεχþς τα χÝρια κι επιστρÝφω
στο σοβαρü τον κüσμο μας που νüμους δεν αντÝχει
Üλλους απ' τους επßσημους τους τÜχα θεσπισμÝνους.
¸χω Ýνα πßνακα λοιπüν μισοαρχινισμÝνο
κι οýτε που ξÝρω αν ποτÝ θα εßναι τελειωμÝνος
ºσως Üμα τελειþσω εγþ τελειþσει και εκεßνος
ßσως üμως ατÝλειωτος να μεßνει εσαεß
ßσως μια μÝρα πια λεφτÜ δεν Ýχω για το νοßκι
και τüτε πÜλι οι τοßχοι θα γßνουν λουλακß.
Παρüν...
¹ρθε Ýνας φßλος και μου εßπε:
-«ΜÜθε να ζεις με το παρüν.
¼λο στο μÝλλον πας, üλο στο παρελθüν».
Κοιτþ τα χÝρια μου μÞπως και νιþσω το παρüν
μα μου γλιστρÜ σα σεληνüσκονη μες απ' τα δÜχτυλÜ μου
Κοιτþ τα μÜτια μου μ' Ýνταση στον καθρÝφτη:
σοφßα των πανÜρχαιων σπηλαßων, σοφßα της κοιλιÜς, του DNA
αλλÜ ποý εßναι το παρüν;
Κοιτþ το παιδß να μεγαλþνει: να ο δικüς μου τρüπος να μετρþ το χρüνο
Χρüνος. Ο Χρüνος - Κρüνος των ΕλλÞνων
Χρüνος, η τÝταρτη διÜσταση.
Το διηνεκÝς. Η σταθερÜ λÜμδα. Το ΑúνστÜνειο σýμπαν.
ΜÞπως ξεφεýγει κÜτι;
Τß εßναι παρüν;
Μια χρυσαφÝνια μýγα ζουζουνßζει. Ο σκαραβαßος των Αιγυπτßων;
Μια στÜλα πÝφτει. Ενεστþς. ¸πεσε, πÜει. Παρελθüν.
Να ετοιμÜσω φαγητü. 'Αμεσο μÝλλον.
ΓραμματικÞ του σýμπαντος γι' αμüρφωτους.
Ουφ, δεν το γνωρßζω το παρüν.
Ας πÜω καλýτερα να πÜρω το μικρü απ' το σχολεßο.
¸να λεπτü μαζß του εßναι παρüν μας συνεχÝς.
Αχ, πþς το ξÝχασα; «Μüνο μικρÜ παιδιÜ ζοýνε μες στο παρüν τους»
εßπε ο φßλος ο σοφüς. Το τþρα μονÜχα Ýχει σημασßα
-«¹ρθε το "ýστερα" μαμÜ»;
-«ΠÜμε μικρü μου να σε βÜλω στο κρεβÜτι».
ΣτÜλα τη στÜλα κυλÜ ο χρüνος στην κλεψýδρα
ΚοιμÞσου, αγÜπη μου, ζÞσε στον Üχρονο τον ýπνο του ονεßρου...
«Θα Σε ΞεχνÜω ΚÜθε ΜÝρα...»
Πληθýνανε πλÝον οι εκλιπüντες
σχημÜτισαν πια τÜγματα οι απüντες
Πüσα επιτýμβια ακüμα να χαρÜξω;
Σε πüσα μνÞματα κτερßσματα να ψÜξω;
Κι εγþ τþρα καλοýμαι για να ζÞσω
ξανÜ το μÞλο της ΕδÝμ να ξεφλουδßσω
ΜÝσα απü σýρματα περνÜω και ματþνω
üμως απü σÞματα εσÝνα ξαρματþνω
Δßχως τις λÝξεις κÜθε μÝρα κι απü λßγο να ξεχνÜω
πüσο πολý, πüσο παρÜλογα ακüμα σ' αγαπÜω
¼μως εγþ μßα μονÜχα γλþσσα γεννÞθηκα μιλþντας
κι Ýτσι μüνο τους ανθρþπους γνþρισα, αγαπþντας
Δε με τρομÜζουν πια οι μορφÝς των εκλιπüντων
μα με τσακßζουν οι λιποταξßες των απüντων
Θα βρω το νÞμα , θα ψÜξω τη γιατρειÜ
μια μετακüμιση ακüμα σε Üλλη γειτονιÜ
μÝσα στις κοýτες χýμα οι αναμνÞσεις
μες στο πατÜρι, τßποτα μην αφÞσεις
Δßχως τις λÝξεις κÜθε μÝρα κι απü λßγο να ξεχνÜω
πüσο πολý, πüσο παρÜλογα ακüμα σ' αγαπÜω
Σε ΑνÜστησα
Σε ανÜστησα, τüσες φορÝς σε ανÜστησα
στις ζεστÝς πτυχÝς μου σε κρÜτησα
στα χÝρια μου σε ανÜστησα
Τα δÜχτυλÜ μου Ýγιναν διÜφανα απ' το φως
καθþς το θαýμα αναγεννιüταν
ΨυχÞ απü την ψυχÞ μου σε ανÜστησα
τüσες φορÝς...
Πüσες φορÝς, μου λες, πρÝπει ακüμα να παλÝψω ;
Πüσους θανÜτους μικροýς μεγÜλους να μετρÞσω ;
Πüσοι δαßμονες ακüμα να φανοýν;
Πüσες φορÝς το βÞμα, το γÝλιο, το κλÜμα...
Σε ανÜστησα, σε κρÜτησα και φεýγεις χελιδüνι
χεßλη κλειστÜ, χÝρια αδειανÜ
Σε ανÜστησα και ακüμα σε ανασαßνω
στις φοýχτες μου ζεστü το χνþτο
ΜεσημÝρια ΚυριακÞς σε ηλιüλουστα σοκÜκια
ΒρÜδια του χειμþνα ανÜλγητα, κι εσý να φεýγεις...
πüσες φορÝς ψυχÞ απ' την ψυχÞ μου εσý
πüσες φορÝς...
"Eßμαι τρελλÞ να σε θυμÜμαι με αυτü το βαλσÜκι
πÜει καιρüς που δεν υπÜρχει για μÝνα ΙθÜκη..."
Φθινüπωρο
Μου αρÝσει το φθινüπωρο, κÜποτε το ανÝδειξα δικü μου
Τα κßτρινα φýλλα, η σκουριÜ στα δÝντρα, οι ριπÝς
οι ριπÝς του ανÝμου που γεννοýν ανατριχßλα
ο ουρανüς που σκοτεινιÜζει, τα σýννεφα που κυοφοροýν βροχÞ
και το νωπü το χþμα, μαλακü, βουλιÜζουν τα παποýτσια
Οι μυρωδιÝς της σÞψης σε υπνωτßζουν
και μαλακÜ σε ρßχνουν σε χαýνωση γλυκειÜ
Το φως, πüτε χλωμü, πüτε λαμπρü
Σε τßποτα δε μειþνει την κρυφÞ ανησυχßα για το χειμþνα που Ýρχεται
Σε τßποτα δε μειþνει τη λιγωμÜρα της ψυχÞς, γι αυτü που Ýχασες,
γι αυτü που πÝθανε στα χÝρια σου
¼ποιος δεν το καταλαβαßνει απορεß
εγþ και οι φυλακισμÝνοι μüνο ξÝρουμε
πüσο πολýτιμο εßναι το κομμÜτι του ουρανοý,
αυτü που βλÝπεις μÝσα απ' τις γρßλιες, μÝσα απü τα κÜγκελα.
Περιπατοýμε ενßοτε στις παρυφÝς του δÜσους
Αρκεß αυτü για τους εν ενεργεßα μýστες
Αρκεß αυτü για üσους ψÝλναν ελεγεßες στην περασμÝνη τους ζωÞ
Κι Üλλοτε κÜνουμε γýρους σε κλειστÝς αυλÝς
μικρÜ τα βηματÜκια, σÝρνοντας το ποδÜρι με το σßδερο δεμÝνο
Κι Üλλοτε μüνο το μικρü κομμÜτι του ουρανοý μÝσα απ' τις γρßλιες
Φθινüπωρο, φθßνουν οι οπþρες
Φθßνουν τα κýτταρα, κλεßνουν προστατευτικÜ οι πüροι
ΠρÝπει να προφυλÜσσεις και να κρατÜς προσεχτικÜ στις φοýχτες
ü,τι κυοφορεßται για τους μελλοντικοýς χειμþνες
Η ΕνδÝκατη ΜωρÞ ΠαρθÝνα...
Ετοßμαζε το σπßτι με αγαλλßαση
Ýπλενε και συμμÜζευε με προσμονÞ
Ýστρωνε τα κιλßμια με προσÞλωση
και μÝσα της η μελωδßα αντηχοýσε
"Ιδοý, ο Νυμφßος Ýρχεται, εν τω μÝσω της νυκτüς..."
¸τρεχε στα ρουμÜνια με αγαλλßαση
μÜζευε λουλουδÜκια και καρποýς
να τα στολßσει, να μη λεßψει τßποτα
και μÝσα της η καρδιÜ της τραγουδοýσε
"Ιδοý, ο Νυμφßος Ýρχεται, λαμπροý αστÝρος εοικþς..."
Μα κÜτι Ýλειπε και προφανþς
ο Νυμφßος δεν εφÜνη...
Για την ενδÝκατη μωρÞ παρθÝνα κανεßς δεν Ýγραψε γραμμÞ
Θα Þταν φαßνεται πολý μωρÞ, πολý παρθÝνα
και δεν εχþρεσε οýτε σε τüση δα παραβολÞ
Ιχθεßς
Φüρεσα την πανοπλßα των λεπιþν
μετÝτρεψα τους πνεýμονες σε βρÜγχια
υποδýθηκα τη σοφßα των ψαριþν
του αχινοý τα ζωντανÜ τα αγκÜθια
Κι üλα αυτÜ για να καταδυθþ στο βÜθος
το υδÜτινο το λßκνο της κοιλιÜς
ΦοβÞθηκα μην ξανακÜνω λÜθος
και ξαναπÝσω στις φλüγες της φωτιÜς
Μα η σοφßα δεν κερδßζεται με φüβο
και η σιωπÞ Ýνα Üλλο τεßχος εßναι
ΞεχνÜμε εýκολα τον πρþτο μας το λüγο
που μας εξÝθεσε στον πüνο και στο κρßναι
Τþρα δε θÝλω -λÝω- πανοπλßα να φορþ
μισþ τα λÝπια που το δÝρμα μου καλýπτουν
με ηδονÞ και δÝος πÜλι προσχωρþ
σ' αυτÜ που τα δÜχτυλÜ μου ανακαλýπτουν
Φωτεινü ΜετÝωρο...
Φωτεινü μετÝωρο
σκοτεινÝ σηματοδüτη
της ψυχÞς μου ανÝρωτο
το κρασß που δßνει νιüτη
Ýκανες κι ανÜβλυσε
ΚÝντρισες με μιας την Üρπα
και τ' Üστρα τα κρυμμÝνα
φωταγþγησαν τη στρÜτα
Κι η δροσιÜ σου στα φρυγμÝνα
χεßλη μου κατÝλυσε
Η ασημιÜ σου λÜμψη ιριδßζει σιωπηλÜ
το θÜνατü μου αναστÝλλει Ýπ' αüριστο
Θεριεýει πÜλι η ελπßδα για γιατρειÜ
στο μακρινü πλανÞτη τον εξüριστο
¼σο το χÝρι Του Θεοý εßναι δυνατü
τüσο του ΑδÜμ νωχελÝς και αφημÝνο
ΔεκÜδες χρüνια θα σε περιμÝνω
ωσüτου να βρεθοýμε σε γη και ουρανü
ΙαχÞ
Εßμαι η νýχτα
αστÝρια στραγγßζω απü το φως τους
και φεγγοβολþ
Εßμαι η μÝρα
δουλεýω και προσφÝρω και αλυχτþ
και μÝσα απ τις δονÞσεις μου κερνþ
απ' το κρασß που παρÜγω στο αμπÝλι μου
ΕυτυχισμÝνος üποιος δßπλα μου περνÜ
αν Þξερε πüση αγÜπη κρýβω
πüση οδýνη, πüση προσφορÜ
Η κραυγÞ μου περÞφανα πετιÝται και βοÜ
Δεν εßμαι ανßκανη
Δεν εßμαι ανßκανη
ΔεκÜδες μßλια Ýτρεξα σε αγþνες
στη δýναμÞ μου πÜλλονταν λαγüνες
κι απ' τους μαστοýς μου βýζαξαν αιþνες
σταγüνες του ιδρþτα σε στρατþνες
κι ας μη το Þξερα κι ας μη το μολογοýσα
Και τþρα που 'χω περÜσει συμπληγÜδες
και τþρα που στο διÜβα μου σε βρßσκω
σου λÝω, σου δηλþνω κι ας το ακοýσεις
και αν μπορεßς μονÜχα να το νιþσεις
πÜρε το βÞμα, ÜγγιξÝ με και μοιρÜσου με
Εßμαι Γυναßκα εßμαι ¸ρωτας και Γη
εßμαι η ΜÜνα η δικÞ σου κι η δικÞ μου
'Aκου με πÜλι, πÜρε τη σκυτÜλη
Δεν εßμαι ανßκανη
Εßμαι και πÜλι δυνατÞ
'Aρτεμη, ΕκÜτη και ΕκÜβη
ΕλÝνη, Αφροδßτη, Νιüβη κι ΑθηνÜ
¾μνους αν μου γρÜψεις θα το αξßζω
ΣπονδÞ αν κÜνεις θα την πιω
Το χþμα τοýτο περιμÝνει τη βροχÞ του
Το πνεýμα τοýτο περιμÝνει το φιλß του
Εßναι μαγεßα, εßναι μÝθεξη κι αιτßα
εßναι ýψιστη τιμÞ, σε προσκαλþ
Κι Üμα μπορÝσουμε, ποιος ξÝρει,
ßσως μια μÝρα βροýμε και το αιτιατü
Κι Ο Πßθηκος Το ΔÜχτυλο Κοιτοýσε...
Το ξÝρουμε
πως üλα εßναι Üχρηστα κι εφÞμερα
Το ξÝρουμε
πως üλα μοναδικÜ κι αιþνια εßναι
Το ξÝρουμε
δßχως κανεßς να μας το πει
ΚÜθε στιγμÞ τα θαýματα μπροστÜ μας
ΚÜθε στιγμÞ Ýνα μωρü γεννιÝται
και κÜποιοι ταξιδεýουνε απÝναντι,
απ' τον ΑχÝροντα στο σκοτεινü τον 'Αδη
ΚÜθε στιγμÞ Ýνα λουλοýδι ανοßγει
κι ýστερα δÝνεται καρπüς
ΚÜθε στιγμÞ Ýνας Ýρωτας χτυπιÝται
κι ýστερα σÝρνεται στη γη
ΚÜθε στιγμÞ το μÜτι μας θα 'πρεπε να θαμπþνει
Τι εßναι αυτü που μονßμως μας στραβþνει;
Σχεδüν τυφλοß διανýουμε τη ζÞση
Μα τßποτα τελικÜ δε θα εμποδßσει
üταν θα φτÜσει η στιγμÞ
γονυπετεßς, τρÝμοντας και γυμνοß
αναφορÜ να δþσουμε εκεß
και σιωπηρÜ να αποτßσουμε τιμÞ.
Το Δßλημμα Του Δον ΧουÜν
ΠροσπÜθησα και πüθησα
μια μοßρα να χαρÜξω
Μια αγÜπη και μια εκκλησιÜ
σεπτÜ να προσκυνþ
Μßα πατρßδα μοναχÜ
να Ýχω να λατρεýω
κι Ýνα μονÜχα ορßζοντα
για πÜντα ν' αγναντεýω
Το πüθησα, το πÜσχισα
μα πÜντα μου διαφεýγει
και χÜθηκα σε δαßδαλους
και σÜστισα σε πÜθη
Σε πÝνθη που δε γιÜτρεψαν
τη δßψα μου ποτÝ...
ΜονÜχος μου, εξüριστος,
κι ας εßμαι βετερÜνος
και στης αγÜπης το φιλß
και στου πολÝμου τη κλαγγÞ
Και τþρα πÜλι δßλημμα
και τþρα πÜλι μÜχη
¼σα χρüνια κι αν πÝρασαν
στο ßδιο το σκαλß!
¼,τι κι αν λÝει ο ποιητÞς,
ποιο θα 'ναι το βραβεßο
κανÝνας πριν το τÝλος μας
δε θα μπορεß να πει
ΜÞνυμα Σε ΜπουκÜλι
Με τα στιχÜκια να σε κρατÞσω προσπαθþ
μα με γερνοýν τα λüγια τα χαμÝνα
η σιωπÞ σου με βουλιÜζει ολοÝνα
σε μαýρη θÜλασσα ν' αντÝξω δε μπορþ
¹σουν το φως μα σβÞνεις üσο πÜει
φÜντασμα τριγυρνÜς στου νου την πüρτα
αχ να σε Ýνιωθα και πÜλι σαν και πρþτα
μα Üσκοπα η καρδιÜ μου σπαρταρÜει
Εßναι Üχαρο κι απÝλπιδο παιχνßδι
να κÜνω πως δεν ξÝρω πως σε χÜνω
στα δÜχτυλÜ μου τßποτα πια δεν πιÜνω
αφοý üλα δεßχνουν πως Ýχεις κιüλας φýγει
Η ζωÞ δεßχνει τους τρüπους εßχες πει
ποτÝ δεν ξÝρεις το αýριο τι θα φÝρει
μα δεν τολμþ οýτε Ýνα περιστÝρι
να στεßλω να σου δþσει μια ευχÞ
Μüνο μηνýματα μÝσα σε μπουκÜλι
γενικευμÝνοι κþδικες σε λÝξεις τυλιγμÝνοι
δÞθεν αδιÜφοροι, κÜπως μεταλλαγμÝνοι
μην τýχει και το καταλÜβουνε οι Üλλοι
Η ΑγÜπη Αργησε Μια ΜÝρα
Η αγÜπη Üργησε να 'ρθει στο ραντεβοý μια μÝρα
Þταν να πÜει ΚυριακÞ μα Ýφτασε ΔευτÝρα
κι Ýτσι τα βρÞκε üλα κλειστÜ, γÞπεδα και πλατεßες,
καφενεδÜκια, μαγαζιÜ, θÝατρα, πολιτεßες
Οι φοινικιÝς της καρτ ποσταλ κιτρßνισαν και τοýτες
ποý 'ναι τα λüγια που 'λεγες, ποý 'ναι τα λüγια που 'πες
Μüνο το αγÝρι ακοýγεται το κýμα να χτυπÜει
Εßναι κι αυτü παρηγοριÜ γιατß Ýτσι üπως σκÜει
σκεπÜζει της καρδοýλας μου τον ýστερο το βρüντο
το σιγανü μουρμοýρισμα και το δεμÝνο κüμπο
ΜÝσα σε στενοσüκακα σε ψÜχνω απεγνωσμÝνα
κι ας εßναι üλα πια κλειστÜ του φθινοπþρου τρÝνα
ορßστε, σ' Ýρημους σταθμοýς τι τÜχα περιμÝνω
το ξÝρω πως το τρÝνο σου εßναι γι' αλλοý ταμÝνο
Στη χþρα του ΠοτÝ-ΠοτÝ ταξßδεψα Ýνα βρÜδυ
νüμιζα θα 'βρισκα το φως μα Þταν Üλλο σκοτÜδι
κι αυτü που μßσεψε απü 'με Þτανε η σκιÜ σου
ποτÝ μου εγþ δεν κοýρσεψα το κÜστρο της καρδιÜς σου
Για αρραβþνες μυστικοýς, ποτÝ σου μη μιλÞσεις
αν το κλειδÜκι δε μπορεßς στην πüρτα να γυρßσεις
Το κýμα σβÞνει μαλακÜ τα ßχνη μας στην Üμμο
ζÞσαμε και δε ζÞσαμε, τι τÜχα παραπÜνω
να ποýμε, να προσμÝνουμε, δεν ξÝρω ποý να πÜω
πÜνε αιþνες κιüλας τρεις που σου 'πα σ' αγαπÜω
Τα λüγια εßναι περιττÜ, οι στßχοι της ορφÜνιας
δεν εßναι καν το τρüπαιο χαμÝνης περηφÜνιας
Η αγÜπη Üργησε να 'ρθει μüνο μια χιλιετßα
το ξÝρω, εßναι Üσκοπο να ψÜχνω την αιτßα
ΠÜλι τα σÞμαντρα χτυποýν και ξÝρω με καλοýνε
το πρüσωπü σου δε θα δω κι οι μÝρες που θα 'ρθουνε
Üλλες πια γεýσεις, μυρωδιÝς, κι αρþματα θα Ýχουν
και μη μου πεις ποτÝ ξανÜ οι καρδιÝς πως δεν αντÝχουν
Δε θα σε ξαναδþ ποτÝ, καλü σου κατευüδιο
πÜντοτε θα διαβÜζω εγþ το μαγικü σου ζþδιο
Θα ζÞσεις πιüτερο απü με, το ξÝρω, το μαντεýω
μα τßποτε οýτε για 'σε ßδιο θα 'ναι πιστεýω
Αν Ýστω μüνο τüσο δα με εßχες αγαπÞσει
ßδια δε θα 'ναι πια για σε ετοýτη εδþ η ζÞση
Στο πÜνθεüν σου το κρυφü θα 'μαι μια Μοναλßζα
με ζωντανü χαμüγελο, κι ας εßμαι σε κορνßζα
Δεν Εßναι Δυνατüν...
Δεν εßναι δυνατüν 'γω να μη θλßβομαι
σα σκÝφτομαι πως μüνος τρÝχεις
γυρνÜς στο σπßτι και πÜλι ολομüναχος
κι αναρωτιÝμαι πως αντÝχεις
ΧαμογελÜς σα βλÝπεις τα παιδιÜ σου
πονÜει η καρδιÜ σου μα επιμελþς το κρýβεις
ΞανÜ η νýχτα με τα Üστρα στην ποδιÜ σου
κÜποιους παλιοýς καημοýς αναγνωρßζεις
ΠοιÞματα, πεζÜ, πßνακες, τραγοýδια
να μερικÜ απü τα δεκανßκια για να βγεις
απ' το αδιÝξοδο «τα ßδια και τα ßδια»
ξανÜ τη ζÞση μην απαρνηθεßς
Και σε θυμÜμαι φßλε, σαν και μÝνα
εßσαι και συ καβοýρι στα ρηχÜ
ψÜχνεις τροφÞ να θρÝψεις την καρδιÜ σου
που πüθησε μια μÝρα να πλεýσει στ' ανοιχτÜ
ΜÝσα στη νýχτα θα κοιμÜσαι ßσως
ßσως και üχι, ßσως ξενυχτÜς
μα πÜλι μüνος δßχως να χορτÜσεις
φιλß και χÜδι και Üρωμα αγκαλιÜς.
Σε ¸να Σýγχρονο «Κοýρο»
Καλþς τονα τον üμορφο, το μαρμαρÝνιο Κοýρο
πιανιστικþς θα Ýφτανε ακüμα και το Σγοýρο
- αν Þξερε να παßζει! -
Μα εßναι βλÝπεις Üλυτα
προβλÞματα πολýπλοκα επÜνω στο τραπÝζι
Ο Κοýρος εßναι δυνατüς, μα εßναι κολλημÝνος
και με κοιτÜει ανÞμπορος αφοý 'ν' Ýτσι φτιαγμÝνος
τα χÝρια πÜνω στα γοφιÜ
κλεισμÝνα πÜντα σε γροθιÜ
μ' Ýνα μειδßαμα μικρü
Ýνα κρυμμÝνο μυστικü
στα χεßλη σφραγισμÝνο
Ποια ρþμη αναδßπλωνε Üραγε στα πεδßα,
ποια λÜμψη και ποια λεβεντιÜ Ýδειχνε στα θηρßα;
Μα τþρα πÝτρινος κοιτÜ, ακινητοποιημÝνος,
κι üσο κι αν Ýχει αρχοντιÜ
απü τα χρüνια τα παλιÜ
Ýτσι μονÜχα θα κοιτÜ, για πÜντα ο καημÝνος.
Nýχτα Με ΔÝκατα
Aρχßζω πλÝον να 'χω μυστικÜ
πλεßστα απü σÝνα, μÝσα στο συρτÜρι
μες στο σεντοýκι μου γρÜμματα παλιÜ
κιτρινισμÝνα,
κι Üλλα πιο πρüσφατα,
μισοαρχινισμÝνα.
Εßναι καιρüς για σιγαλιÜ...
Σους, το φεγγÜρι δες αρχßζει
τη βüλτα του απ' τα αριστερÜ
μισÞ βαρκοýλα ßπταται, αρμενßζει
Εßμαστε λßγοι για να κλαßμε, δες
εßμαστε ΜÝγας ο καθÝνας Κüσμος
ταξßδι μου αλαργινü, μισοταξιδεμÝνο,
ταμÝνο σ' Ýναν Üγνωστο Θεü
μισü εδþ, μισü στον θüλο του Üυλου,
δες, πεθαßνω,
μα την αυγοýλα πÜλι εδþ,
μισü κορμß, μισÞ ψυχÞ, μισü κομμÝνο ρüδι.
Δεν βλÝπεις το χαμüγελο, δεν πßνεις καν το δÜκρυ,
γεýσεις, εικüνες ζωντανÝς, δε γεýεσαι, δε βλÝπεις
να μην πονÜμε, να μη νιþθουμε λοιπüν.
Καλýτερα Ýτσι
ΠÜλι ο αÝρας φÝρνει μυρωδιÝς,
Üγνωστες κι üμως τüσο οικεßες
Ποý να 'σαι τþρα δε ρωτþ
κι üμως αντÝχω Üλλη μια νýχτα να κοιτþ
το πρüσωπü σου πÜνω στο στερÝωμα
Σαν το φεγγÜρι εσý κοιτÜζεις σοβαρÜ
üλα τα βλÝπεις και τα καταλαβαßνεις
βαρý το τÜμα σου μα ελαφρý το διÜβα
Aραγε θα θελÞσεις να 'ρθεις, θα μπορÝσεις;
Aραγε το κλειδß μου θα αντÝξεις να γυρßσεις;
Κι αν δεν το βρεις; κι αν δεν θελÞσεις; δεν αντÝξεις;
Τι Üνοστα ερωτÞματα!
Η νýχτα μου γελÜ, κοντεýει η μÝρα,
ξÝρω, δεν ξÝρω, ο γρßφος ξεγελÜ,
Ýνα παιχνßδι να περνÜ το νÞμα μου πιο πÝρα
(Πüσα απ' τη Μεγκ σε με;
Πüσα απ' τον Τομ σε σε;
Περßπου εμεßς
Καθüλου εμεßς
Περßπου περιθþριο
Ακροβατοýμε κι ýστερα γλιστρÜμε
ΕθελοντÝς Ýκπτωτοι της γιορτÞς
Δε χÜσαμε, μονÜχα ξαγρυπνÜμε
Δε φταßω εγþ, τα δÝκατα μιλÜνε
και σου γυρßζουν μποýμερανγκ, ω ΤÜλε,
Καθüλου εγþ, μονÜχα εγþ
Εσý Απþν, Εσý Παρþν
Ωσεß παρþν...)
(ΠαραλÞρημα... πειρÜζει;
Δες το κι αλλιþς και μη σε νοιÜζει,
Üνοιξη εßναι, θα περÜσει,
πÜλι θα Ýρθει η λογικÞ
το üνειρο να πιÜσει απ' το μαλλß
μα το πρωß συγνþμη θα ζητÞσει
κι αυτü θριαμβευτÞς θα ξαναρχßσει...)
ΛÝγε Τß ΣιγÞς Κρεßττον Þ ΣιγÞν ΚρÜτει
Ας μιλÞσει τþρα η σιωπÞ
η σιγÞ του πüνου
των κρυφþν δακρýων
Ας κρατÞσουμε τþρα σιγÞ
üσο κρατÜει η ανÜσα πριν βγει
στο "Üραγε θα 'ρθει;"
Η σιωπÞ εßναι χρυσüς
μα ο κρυφüς θησαυρüς
την καρδιÜ μου βαραßνει
Πþς μπορεßς ν' αγκαλιÜσεις μια πνοÞ;
Πþς μπορεßς ν' αγαπÞσεις μια φωνÞ;
Μα πþς μπορεßς να πÜψεις ν' αγαπÜς
τη ψυχÞ σου ξανÜ ν' αρνηθεßς;
Against all odds I love you
for what is worth I love you
Am I so stupid waiting a so little something
getting my arms empty
getting my desert soul
I have to go
please forgive me
please forget me
Ενýπνιο...
Τι üμορφα τα γυμνÜ σου στÞθη απλωμÝνα
μια συστολÞ, μιαν αθωüτητα που βγÜζουν
στα üνειρÜ σου δαχτυλßδια αγορÜζεις
στις αγορÝς της Δαμασκοý και της ΒαγδÜτης
και σταφýλια δαγκþνεις του ΛιβÜνου
το ÜρωμÜ σου απαλÜ την κÜμαρα ευωδιÜζει
τüσο απλÞ, τüσο γεμÜτη, τüσο παραμυθÝνια
στις μýτες πρÝπει να πισωπατÞσω
αυτÞ τη χÜρη ποτÝ να μην ξυπνÞσω
τσακ -το τρßξιμο της πüρτας-
με Ýνα αχ θα αλλÜξεις το πλευρü
για Ýνα λεπτü ακüμα κοντÜ σου θα σταθþ
το üνειρü σου να μη τσαλαπατÞσω
Παραμýθι και ζωÞ πÜντα ενωμÝνα
χιαστß, ζευγαρωτÜ, χÝρι με χÝρι
Ýνας πλανÞτης που ακολουθεß
σοφÜ κι απεγνωσμÝνα
το δικü του φωτερü αστÝρι
¸χω ¸να Σþμα...
¸χω Ýνα σþμα
που αντÝχει ακüμα
¸χω δυο μÜτια που σýννεφα κοιτοýν
μπαμπακÝνια κÜστρα, πüρτες πυργωτÝς
ποιÝς Πýλες ακüμα εßναι κλειστÝς
Οι ΤιτÜνες Ýφυγαν και κρýφτηκαν
νικÞθηκαν απü τα λοýτρινα ζωÜκια
του μικροý που κρατÜς στην αγκαλιÜ σου
-του παιδιοý που επιζεß στα üνειρÜ σου-
¸νας μικρüς Θεüς με χαιρετÜ
μου κλεßνει και το μÜτι
κÜνω πως δε ξÝρω ποιο κλειδß κρατÜ
και πως με περγελÜ
κρýβοντÜς το πßσω απü την πλÜτη
Ο καιρüς περνÜ για κÜποια κýτταρα παλιÜ
για κÜποια εßναι φρÝσκος και νεüκοπος
κι αν για κÜτι εßναι πια αργÜ
για κÜτι Üλλο προχωρÜει απρüσκοπτος
¸χω Ýνα σþμα
που δονεßται ακüμα
¿ριμο στÜχυ και φλαμοýρι Αμοργιανü
μαγιÜ το δÝρμα μου μυρßζει
κι αν απ' αυτÜ τßποτα δε σ' αγγßζει
πÜλι η αýρα σου σÞματα θα πÜρει
και θα ξυπνÞσεις ξαφνικÜ
με δþρα περιστÝρια
κατατιθÝμενα πÜνω στο μαξιλÜρι
¸χω Ýνα σþμα
που μ' εκδικεßται ακüμα...
Και ΠÜλι Κυνηγüς...
( I' m a hunter again... DIDO)
Με βλÝπω πÜλι κι απορþ:
πως σηκþνω το μπρÜτσο μου απαλÜ
και κÜνει τüξο
¸ξοχο Ýργο τÝχνης!
Τεντþνω τα πüδια μου, τανυÝμαι
Ýνα μυρμÞγκιασμα απλþνεται παντοý
ΚÜνω Ýνα βÞμα κι ýστερα κι Üλλο κι Üλλο
Τι αγαλλßαση, τι θαýμα
κινητικÞς κι ισορροπßας!
Κρατς-κρατς τα φυλλαρÜκια
κÜτω απ' τις πατοýσες μου
Σε λßγο üλοι θα το Ýχουν πÜρει εßδηση:
τÝλος η μακριÜ χειμÝρια νÜρκη
Για δÝκα χρüνια η αρκοýδα Ýθρεψε τα παιδιÜ της
ζεστÞ κοιλιÜ στη σκοτεινÞ σπηλιÜ
Μα τþρα πÜλι Üνοιξη κι ýστερα καλοκαßρι...
¼μορφες οι ρßγες της βελουδÝνιας γοýνας μου
Οσφραßνομαι -χεßλη ανοιχτÜ, μουστÜκια σ' Ýκσταση-
κÜτι σιγοτρÝμει και γρυλßζει
εßναι η δικÞ μου μυρωδιÜ μα και των Üλλων
Εßμαι και πÜλι κυνηγüς
Απü το λüφο απÜνω ατενßζω τη σαβÜνα
Εμεßς οι τßγρεις εßμαστε -λÝει- ζþα μοναχικÜ
que peu m' importe
εßμαι και πÜλι τßγρης
η δýναμη μÝσα μου
κι εμπρüς μου
η σαβÜνα περιμÝνει
το κÜλεσμα και την απüκρισÞ μου
Εßμαι και πÜλι κυνηγüς
Συνηθßζονται...
Συνηθßζονται,
üλα στο τÝλος συνηθßζονται
Να ξυπνÜς το πρωß και να πονÜς
σα να σ' Ýχουνε δεßρει üλη τη νýχτα
Να γÝρνεις το βρÜδυ και να κλαις
τη συνÞθη þρα
του ανομολüγητου θρÞνου
Η γκριζÜδα της πüλης
η μαυρßλα της ψυχÞς
η ασχÞμια της ζÞσης
üλα στο τÝλος συνηθßζονται
Το ανθρþπινο γÝνος Ýχει επιζÞσει δεινοσαýρων
Ýχει επιζÞσει κατακλυσμþν
Ýχει επιζÞσει αδελφοκτüνων πολÝμων
Θα το αντÝξουμε κι αυτü...
Μα Ýνα καρδιÜ μου δεν το 'χω συνηθßσει
οýτε και συ, οýτε κανεßς
Η απþλεια ακüμα πονÜει
οι Πýλες της ΕδÝμ πÜντα κλειστÝς
μα η νοσταλγßα ζωντανÞ
Αυτü, ψυχÞ μου, δε συνηθßζεται...
ΠαραχαρÜκτης
ΠαραχαρÜκτης
μιας πορεßας στρεβλÞς
ατÝρμονης κυκλικÞς επιστροφÞς
ΖωÞ μου που δε σ' Ýζησα
παρÜ απ' τα παρασκÞνια
ΠαραχαρÜκτης
του χÜρτη του κορμιοý σου
πüσα μονοπατÜκια, πüσες κρυφÝς σκοτεινÝς γωνßες
Μ' αρÝσει να πιστεýω πως εßμαι ο μüνος
ο πρþτος που σε πÜτησα κρυφÜ
που κοýρσεψα τις κορφÝς και τα λαγκÜδια σου
Χρυσü το δÝρας της Κολχßδος
Χρυσü και σιταρÝνιο το δÝμας σου
Θα με θυμÜσαι Üμα φýγεις
ΣοφÜ Ýχω βÜλει τα σημÜδια μου
Δεν εßμαι καν ΙÜσων
Ýνας φτωχüς παραχαρÜκτης εßμαι
Ο Στρατηγüς ΕπιστρÝφει...
Ο στρατηγüς επιστρÝφει απ' τη μÜχη
επιστρÝφει απü τον πüλεμο
επιστρÝφει απü το πÝλαγο
Η ΠÜραλος Ýφτασε στην þρα της
σωστÜ τα λÜφυρα, μετρημÝνες οι απþλειες
ΚαλÞ η υποδοχÞ στο λιμÜνι
λαμπρÞ η θυσßα στο ναü
üλα καλÜ λοιπüν...
Τþρα στο σπßτι, οßκαδε
Πþς να 'ναι η σοδειÜ
πþς να 'ναι τα παιδιÜ
το 'να μικροýλι τ' Üφησε, βýζαινε της μÜνας...
ζει Üραγε ο γÝρο ταýρος του;
τüσο καιρü καλÜ Þτανε χωρßς αυτÝς τις Ýννοιες
Να θυμηθεß να γυαλßσει λßγο το θωρÜκιο...
üχι, αυτü εßναι δουλειÜ του παραγιοý...
Να φτιÜξει Ýστω τις πτυχÝς, πως κουρελιÜστηκαν üλα
τρεις εποχÝς ταξßδεψε, μα τþρα φαßνονται Ýτη
Ωχ, αýριο θα τα σκεφτεß, τþρα εßναι κουρασμÝνος
τελεßωσε ο πüλεμος
Þρθε ο καιρüς της λÞθης
Ας τελειþσει το μονοπÜτι που σπßτι μας φÝρνει
Ακüμα κι αν χαþδης η αγκαλιÜ της σπηλιÜς
Εßναι Ýνα κÜποιο τÝρμα, δεν εßναι;
Je Te Parle De L' Eternite
(Σου μιλþ για την αιωνιüτητα)
Σου μιλþ...
ΚÜθε þρα σου μιλþ
με λÝξεις φεγγαρßσιες
και λÝξεις γÞινες
με λÝξεις μισιακÝς
και λÝξεις ονειρεμÝνες
ΚÜθε πρωß
και κÜθε νýχτα
ΜÝσα απ' τα μýχια φýλλα μου
κραυγÜζω
μα χÜνεται σαν ψßθυρος
üπως κυλÜει στο τζÜμι η βροχÞ
Ýνα απομεσÞμερο φθινοπþρου ΚυριακÞς
Αιωνιüτητα εßναι η κÜθε μας στιγμÞ...
Δε MÝνει Πια Εδþ...
Δε μÝνει πια εδþ
αυτüς που κÜποτε αναπαυüταν στη ποδιÜ μου
¸φυγε
εγκατÝλειψε
Üδεια την αγκαλιÜ μου
Τerra incognita απü δω
terra interdiva απü κει
Ýρημη χþρα
ελαφρþς λεηλατημÝνη
ΒÞματα σβÞνουν
σκιÝς που χÜνονται
Ποý τÜχα ν' απιθþσω την καρδιÜ μου
ποý θε ν' αφÞσω
τα αζÞτητα φιλιÜ μου;
Γιατß ποτÝ καμιÜ εξÞγηση δε δüθηκε
και πρÝπει ωστüσο να κÜνω υπομονÞ
ΕντÜξει κουνελÜκι μου
Εκεß που πÞγες θα σε φÜνε οι λýκοι
Εδþ που μÝνω θα με θÜψει η σιωπÞ
Αχ να μποροýσα να 'βλεπα το φως
εκεßνο το απλü των πρþτων χρüνων
εκεßνο το αγνü, το Üγιο
το Üγριο κρασß της Πρþτης Κοινωνßας
Η ΣιωπÞ Σου Μου ΜιλÜ...
Η σιωπÞ σου μου μιλÜ με χßλιους τρüπους.
Μου λÝει αυτÜ που ψιθυρßζουν στο αφτß οι εραστÝς
μια νýχτα του χειμþνα στο βουνü
και δßπλα ακοýγεται βαθιÜ η ανÜσα των αμνþν.
Μου λÝει το σπαραχτικü τραγοýδι των αστÝρων
που στÝλνουνε τη λÜμψη τους Ýτη φωτüς μακρÜν
ενþ τα ßδια τ' Üστρα Ýχουνε κιüλας σβÞσει.
Μου λÝει την απüγνωση μιας κρýας λαμπερÞς νυχτιÜς.
¼λα μιλοýνε κÜτω απü το κÝλυφος.
Κι αν εßχες το αφτß ν' ακοýσεις πιο βαθιÜ
θ' Üκουγες το βüμβο της ζωÞς που πνÝει
Üλλοτε τα λοßσθια κι Üλλοτε τη σπαραχτικÞ κραυγÞ της γÝννας.
ΜιλÜει ακüμα και μια γλþσσα Üγνωστη.
Ποιüς εßσαι αγαπημÝνε;
Πþς μιλÜς;
Πþς κλαιν' τα μÜτια σου και πþς σωπαßνει η μιλιÜ σου;
Δεν εßναι üλες οι σιωπÝς ευτυχισμÝνες,
δεν εßναι το ζεστü χÜδι του μετÜ.
Μα εßναι μια εκκωφαντικÞ σιωπÞ.
ΜακÜρι να 'ξερα τους κþδικες να λýσω.
Τüτε τα λüγια θα 'τανε üντως Üχρηστα.
¸να σου βλÝμμα θα 'φτανε
Ýνα χαμüγελο κρυφü, γλυκü,
και τüτε το περπÜτημα στα κýματα
Þρεμος Üθλος και περßπατος θα Þτανε.
Αχ να 'χα της καρδιÜς σου το κλειδß!
τüτε οι σιωπÝς θα 'ταν αγαπημÝνες.
ΛατρεμÝνες.
Ελεγεßα
ΠοιÜ τεßχη θα σε φιλοξενÞσουν;
Ποιüς γλýπτης θα σκαλßσει τη μορφÞ σου;
κι ýστερα απü χρüνια
αποσβολωμÝνοι τουρßστες θα χÜσκουν να κοιτοýν
Ποιüς Üνεμος θα σε σκορπßσει;
Ποιüς Ýρωτας θα σε ανεβÜσει;
ΠοιÜ χεßλη θα σε πιοýνε;
Ποιü στüμα θα σε τραγουδÞσει;
Σε ποιÜ παραλßα τα πüδια θα σε πÜνε
γλυκÜ τα αλμυρü νερü να σε φιλÞσει;
ΠοιÜ χÝρια θα σε αγγßξουνε;
ΠοιÜ αγκαλιÜ ζεστÜ θα σε κρατÞσει;
ΠοιÜ πüλη, ποιÜ χþρα, ποιÜ εποχÞ θα σε διεκδικÞσει;
Ποιü πρωινü, ποιü βρÜδυ, ποιÜ νυχτιÜ;
Λουλοýδι εσý της Üνοιξης, αÝναα ανοιχτü,
σκληρü κι απαλü, πνοÞ, ρομφαßα,
'Αγγελος, εξÜγγελος, παρÜλογα αγνüς
üσα κι αν ξÝρω, τßποτα δεν εßδα,
μüνο το πÝρασμÜ σου Ýνιωσα κρυφÜ
κρυφÞ χαρÜ, πνιχτüς λυγμüς και φοýσκωμα στα στÞθια
Εßναι πολý, κι ας εßναι λßγο μοναχÜ.
Θýλακας
Μες στο κουκοýλι σου τυλßχτηκες.
¸σφιξες την κÜπα,
Ýσφιξες τα δüντια,
Ýσφιξες την κοýπα το ζεστü καφÝ στα χÝρια.
¸σφιξες την καρδιÜ σου.
Θýλακας μÝσα στο σýνολο η μονÜδα
Φýλακας ενüς κρυμμÝνου μυστικοý.
Οýτε να κλÜψεις δεν μπορεßς με τüση αγριÜδα.
Εκτüς κι αν δεις ανεμþνες να ανθßζουν
Εκτüς κι αν τα κοτσýφια αφουγκραστεßς
Εκτüς κι αν κÜτι Üλλο ψυχανεμιστεßς...
Πüσο σκοτÜδι, πüση ερημιÜ μες στο κουκοýλι,
παρüλαυτÜ παρηγοριÜ και βÜλσαμο:
¸ξω να μαßνεται ο βοριÜς στο κρýο
μÝσα να περιφÝρονται οι 'Αλλοι σα σκιÝς
πιο μÝσα -ακüμα στο κουκοýλι σου- Εσý
Μ' Ýνα βιβλßο, Ýναν καφÝ και μια ελπßδα.
Θýλακας μÝσα στο σýνολο η μονÜδα
Φýλακας ενüς κρυμμÝνου μυστικοý.
Κατρακυλοýν Οι ΜÝρες...
Κατρακυλοýν οι μÝρες
ΑδηφÜγες οι νýχτες
Μα το πρωß Ýχει ξεπλýνει τις πλÜκες της αυλÞς μας
ΚÜθε πρωß...
ΚÜθε φιλß...
Που Ýδωσες Þ που δεν Ýδωσες
ΚÜθε σκαλß
Πüσος κüπος η κÜθε ανÜσα!
Πüσο θÜμπος η κÜθε στιγμÞ!
Πüσο το θαýμα σε Ýνα κοριτσßστικο θρüúσμα!
"Μ' αγαπÜς; Μ' αγαπÜς ακüμα;"
Πüσο το γÝλιο σε Ýνα παιδß!
¸να παχουλü χερÜκι που παιδεýει Ýνα παιχνßδι
Ο αετüς ζητÜ να πετÜξει
ΤραβÜ το σκοινß και χÜνεται στα ουρÜνια
ΘÝλει δουλειÜ και κüπο η λευτεριÜ
Κατρακυλοýν οι μÝρες
ΑδηφÜγες οι νýχτες
ΠρομηθÝας Δεσμþτης η ψυχÞ μας
Εßμαστε ακüμα εδþ...
ΚαλημÝρα!
Μπορεßς Και Πιο ΠÝρα.
¼ταν πας πÝρα απü τα üρια του πüνου
ο πüνος δεν υπÜρχει πια.
¼ταν τον νιþσεις πÝρα ως πÝρα
τα κýτταρÜ σου αδειÜζουν
και παýεις να πονÜς.
Μπορεßς και πιο πÝρα.
Στα üνειρÜ μου περιπλανÞθηκα
πÝρασα απ' την αγÜπη
πÝρασα απ' τον Ýρωτα
πÝρασα απ' την Üρνηση.
Εßδα λουλοýδια να γερνοýν
ζωÜκια να πεθαßνουν.
Εßδα να φυτρþνει Ýνας σπüρος
σε μια σχισμÜδα βρÜχου,
μια χοýφτα χþμα, δυο μπουκιÝς.
Μια χοýφτα χιüνι
Üλιωτο κι αμüλυντο για μÞνες.
Εßδα πεδιÜδες, εßδα τον Þλιο να γερνÜ,
εßδα το ΤÝλος.
Εßδα χιλιÜδες κορμιÜ
πεσμÝνα, Üψυχα, παρÜξενα.
Ο θÜνατος στα üνειρα σημαßνει αλλαγÞ.
Μη τη φοβÜσαι.
Ο φüβος εßναι αυτüς που σε γερνÜ
που σε κρατÜ αιχμÜλωτο.
Μη τη φοβÜσαι.
'Ασε τα μαλλιÜ σου να μακρýνουν
να γßνεις γÝρος Τειρεσßας,
σοφüς ΕρμÞς και Αφροδßτη.
Να γßνεις γελαστü μωρü
'Αχρηστος μÜντης της ανθρþπινης βλακεßας.
¹ κüψ' τα.
Γßνε γυμνüς δÝκτης, Üνοιξε τα μπρÜτσα
Üνοιξε τα σκÝλη, γßνε χι.
Γßνε ο Üνθρωπος-σταυρüς του Ντα Βßντσι.
Γßνε ο σταυρωμÝνος εαυτüς σου
ΞαναγεννÞσου.
ΕτοιμÜσου για το νÝο πüνο
τον πüνο της γÝννας
τον πüνο της πρþτης ανÜσας
ξανÜ.
Γßνε ελεýθερος
Ξεκßνα.
Χαροýμενο, Απροσδüκητα
ΥπÜρχουνε παρÜξενα σημÜδια
πüτε Ýνα κüκκινο, πüτε Ýνα φοýξια,
πüτε Ýνα μπλε, πüτε Ýνα πρÜσινο
και στη καρδιÜ μου ανθßζει ουρÜνιο τüξο
To χελωνÜκι το νεογÝννητο
βρßσκει μονÜχο του το δρüμο
τραβÜει αμετÜκλητα για θÜλασσα
τι κι αν το φÜει το μαýρο ψÜρι
αμÝσως μüλις μπει,
τι κι αν θα γßνει μαθουσÜλας,
ο γÝρο βοýδας των θαλÜσσιων χελωνþν
Η ζωÞ τραβÜει την ανηφüρα
κι ýστερα κοντοστÝκεται να πιει Ýνα νερü
να πÜρει ανÜσα
να κρουσταλλιÜσει στη δροσιÜ
κρυφÜ απü το λιοπýρι
σα νιο κορßτσι να γελÜσει και ν' αστειευτεß
και να φλερτÜρει
ΥπÜρχουνε παρÜξενα σημÜδια
Αpres la pluie le beau temps*
και η καρδιÜ μου ανοßγει ουρÜνιο τüξο
On ouvre la fenetre
tu etais la
tu l' es toujours
derierre le rideau
bonjour, toujours
toujours pour la premiere fois...**
* ΜετÜ τη βροχÞ ο καλüς καιρüς
** Ανοßγουν το παρÜθυρο
Þσουν εκεß
πÜντα εßσαι
πßσω απ' την κουρτßνα
καλημÝρα, πÜντα
πÜντα για πρþτη φορÜ...
Τυχαßα ΣυνÜντηση Στο Δρüμο
ΠÝρασε δßπλα του, ξυστÜ. Μα μÞτε που εστÜθη
"Για δες", εσυλλογßστηκε, "κι üμως την αγαποýσα.
Τþρα τα ξüμπλια κρÝμονται, τοýφες απ' τα μαλλιÜ της
μικροýς θανÜτους μαρτυρÜ η Üδεια η ματιÜ της".
Εßπε και ματαγýρισε την πλÜτη για να φýγει
¹τανε γÝρος -και λοιπüν;- μÞπως αυτüς εθßγη;
Η Üλλη Ýφταιγε -πÜντα οι Üλλοι φταßνε!
Για τα στραβÜ, τα Üδικα, τα δßκια και τα ßσια
θÝλει δουλειÜ και λεβεντιÜ να ζεις παλικαρßσια.
Αν μια φορÜ δεν Ýστερξες, ζωÞ να πολεμÞσεις
μÞτε στο θÜνατο κοντÜ δε θα τη κατακτÞσεις.
ΜικρÝς κουβÝντες, μισιακÝς, τßποτα δεν ορßζεις
κι Üμα περÜσει απü μπροστÜ, δεν την αναγνωρßζεις.
Του Κüσμου Τα ΑπογÝματα...
Του κüσμου τ' απογÝματα εßμαι γω
ανοßγουνε οι Πýλες του ουρανοý
ανοßγουν οι δικÝς μου πýλες
το ÜρωμÜ μου αψý
τα ýδατÜ μου χορταριÜζουνε τις üχθες
ποιος θα αρνηθεß το κÜλεσμÜ μου αυτü;
Του κüσμου τ' απογÝματα εßμαι γω
εßμαι εδþ üταν γυρνÜς απ' τη δουλειÜ σου
Ýνα φιλß; Μια ερþτηση απλÞ
γυρνÜς τη πλÜτη γερμÝνος στη φωλιÜ σου
Εßμαι εδþ, μα εßσαι αλλοý, μÝρα τη μÝρα
πÜρε τα λüγια, γßνε πιστüς προσκυνητÞς
ενüς ναοý που κεßτεται εδþ πÝρα
στα πüδια σου τα πüδια μου ανοιχτÜ
μικρÞ σπονδÞ, μικρüς βωμüς, μεγÜλη η θυσßα
ενüς Θεοý που σþπασε και τον αυλü παρÜτησε
κοιμÞθηκε και το üνομÜ του ξÝχασε
Του κüσμου τ' απογÝματα εßμαι γω
ξανÜ οι ßσκιοι θα μακρýνουν, θα κυλÞσουν
μα ποιος τα ρÜμματα θα δÝσει της μορφÞς μου
Του κüσμου οι σιωπÝς δεν θα καλýψουν
την οιμωγÞ της ανοιχτÞς πληγÞς μου
Του κüσμου τ' απογÝματα εßναι δω
αυλÝς λουλουδιασμÝνες
βρÝξιμο με το λÜστιχο να κατακÜτσει η σκüνη
βγαßνουν στο δρüμο να τα πουν γειτüνισσες αντÜμα
μα εγþ με τα παντζοýρια μου κλειστÜ
αναπολþ το γÝλιο και το κλÜμα
ξυπνÜς και θÝλεις τον καφÝ σου
üλα ξεχνιοýνται και ξανÜ
τ' απογÝματα περνÜνε κι Ýρχεται το δεßλι
το δεßπνο, το απüδειπνο στου κüσμου το μαντÞλι
σαν Üρτος φυλαγμÝνος στοργικÜ
κανεßς εδþ δεν θα φυλÜ σκοπιÜ
σαν Ýρθει η þρα η σελÞνη να ανατεßλλει.
Το Σπßτι Αυτü...
Το σπßτι αυτü κανεßς δεν θα το κατοικÞσει
Εßναι γεμÜτο απü φαντÜσματα και θýμησες παλιÝς
ΒÞματα κι απüηχοι ακοýγονται, φωνÝς και ψßθυροι
Μια γριοýλα κÜθεται στην κουνιστÞ καρÝκλα
Ποιος ν' αγαπÞσει Ýνα σπßτι παλιü αν δεν αγαπÞσει τους κατοßκους του;
Αν τρομÜζει στο κÜθε φÜντασμα που προβÜλλει απ' τις γωνßες;
Οýτε "ενοικιÜζεται" οýτε "πωλεßται"
Το σπßτι αυτü θα παραμεßνει στα αζÞτητα.
"What Ιs Α Υouth?"
Τß εßναι η νιüτη
παρεκτüς Ýνα βοýισμα στ' αφτιÜ
για τους γηραλÝους που στÝκονται σους καφενÝδες;
Τß εßναι η νιüτη;
¸να παιχνßδισμα τüσο σοβαρü
χειλÜκια σουφρωμÝνα απ' τη προσπÜθεια
κι ýστερα Ýνα χαμüγελο ως τ' αφτιÜ
«Σε νßκησα, μπαγÜσα»
Παßζουνε μπÜσκετ οι νεαροß
ιδρþτας, πεßσμα, φοýρκα αλλÜ και θρßαμβος
Στο χüρτο Ýνα κορßτσι παρακολουθεß
üλα τα αγüρια κι ýστερα μüνο Ýνα
ΜετÜ θα 'ρθει και θα καθßσει
ξÝπνοο προσωρινÜ κι αυτü
στο χüρτο, πλÜι της
Θα μεßνουν ως αργÜ, üταν θα Ýχουν φýγει üλοι
ο Ýρωτας θα πλεχτεß
üπως το στεφανÜκι απü τα στÜχυα τ' Üγρια
που ασυναßσθητα θα πλÝκει κεßνη, üλη την þρα
Θα της χαρßσει Ýνα λουλοýδι κι Ýνα χαμüγελο στραβü
δÞθεν για να σκεπÜσει τη γλυκιÜ αιδþ
ΠαρÜξενο: χρüνια πολλÜ μετÜ εκεßνο θα θυμοýνται
το πρþτο εκεßνο το φιλß
με αγιüκλημα και καλοκαßρι μυρωμÝνο
Τß εßναι η νιüτη;
ΠαρÜξενο, η Üνοιξη με πιÜνει üλες τις εποχÝς
σαν Üνθος που ανοßγει στη σιωπÞ,
γιατß κανεßς μας δεν ακοýει
τα αλληλοýúα των μικρþν εντüμων
¾στερα ξαφνικÜ χιλιÜδες τýμπανα και μουσικÝς αÝρινες
γεμßζουνε το μÝσα και το Ýξω
ΘÝλουν να ξεχυθοýν
κι εγþ ρουφÜω απεγνωσμÝνα τη ζωÞ ως το μεδοýλι
üπως το βρÝφος το μαστü
Στο βÜθος üλοι ξÝρουμε
και προσκυνÜμε σýγκορμοι, μ' Ýνα πνιχτü λυγμü,
την ¹βη την αιþνια
και συγχωροýμε το Ρωμαßο που Üργησε να 'ρθει,
την IουλιÝτα που βιÜστηκε να πιει φαρμÜκι να πεθÜνει
'Αμα δεν ξÝρεις να πεθαßνεις απü αγÜπη,
τüτε προς τß ο Ýρωτας για τη ζωÞ;
ΠαραλλαγÞ
What is a youth
than children's heart into a game
What is a game
than dream within a dream
and pulse against your chest
What is your "hi"
than a sound without an echo
your last song
your last private dance
your lost, long time ago, saints.
Ο ¢νθρωπος Και Το Ξωτικü
Μια φορÜ κι Ýναν καιρü Þταν Ýνας Üνθρωπος. ¹ταν πολý καιρü μüνος και απογοητευμÝνος και συνÞθως καθüταν κι Ýκλαιγε τη μοßρα του κλεισμÝνος σπßτι. Μια μÝρα üμως φüρεσε το παλτü του, Ýβαλε τα χÝρια στις τσÝπες και ξεκßνησε σκυφτüς να περπατÜει, δßχως σκοπü.
ΠερπÜτησε, περπÜτησε, περπÜτησε χωρßς ν' ακοýει τßποτα οýτε να κοιτÜζει γýρω του. ΠερπÜτησε πολý κι üλο συνÝχιζε. ΣιγÜ-σιγÜ ξεπÝρασε τα üρια της πüλης και βγÞκε στη δημοσιÜ. ΣυνÝχισε να περπατÜ þσπου Ýφθασε σε Ýνα σýδενδρο. ΣυνÝχισε λßγο ακüμα þσπου βρÞκε μια πÝτρα και κÜθισε να ξεκουραστεß. ºσως να τον πÞρε και λßγο ο ýπνος.
ΞαφνικÜ Üκουσε κÜτι χαρχαλÝματα. ¢μαθος üπως Þταν στη φýση üντας παιδß της πüλης, ανησýχησε. "ºσως εßναι κÜποιο ζωÜκι", σκÝφθηκε κι Üνοιξε λßγο τα μÜτια του. Κι αυτü που εßδε τον Ýκανε να τιναχτεß ξαφνιασμÝνος: Λßγο πιο πÝρα, δßπλα του σχεδüν, Þταν Ýνα πλÜσμα μικρü και χαριτωμÝνο, με ξανθωπÜ τσουλοýφια να πετÜγονται απü τα μυτερÜ αυτÜκια του που Þταν ιδιαζüντως μεγÜλα για το πρüσωπü του, με πρασινωπÞ φορεσιÜ και... φτερÜ στους þμους. ΜικρÜ φτερÜ, üχι μεγÜλα üπως εßχε δει στις εικüνες να Ýχουν οι Üγγελοι.
Το πλÜσμα κÜτι Ýκανε. Ο Üνθρωπος δεν Þξερε ακριβþς τι, αλλÜ του φαινüταν πολý απασχολημÝνο να σκαλßζει ελαφρÜ κÜτι με το ραβδÜκι του. Μα τι Þταν; Τι του θýμιζε; Γιατß εßχε την εντýπωση πως κÜπου το εßχε ξαναδεß. ΑλλÜ ποý; Κι εξÜλλου αυτü Þταν αδýνατον. Και τüτε το θυμÞθηκε: Μικρüς εßχε δει Ýνα Ýργο με κινοýμενα σχÝδια, τον ΠÞτερ Παν. Τοýτος εδþ ο μικροýλης Þταν ολüιδιος ο ΠÞτερ Παν, εκτüς απü τα φτερÜ, βεβαßως.
Ο Üνθρωπος εßχε καιρü να φÜει κανονικÜ κι απü ýπνο οýτε λüγος. Εßχε χÜσει την αßσθηση του χρüνου, δεν Þξερε καν τι μÝρα Þταν.
"Αρχßζω να τρελαßνομαι", εßπε μÝσα του Þρεμα. ¹ρεμα, γιατß δεν τον Ýνοιαζε τßποτα. Εßχε παραιτηθεß εδþ και κÜμποσο καιρü. ¸τσι λοιπüν παρακολουθοýσε με περιÝργεια τον ΠÞτερ Παν να σκαλßζει τα θÜμνα.
"Αν εßναι να τρελαθþ, ας γßνει", σκÝφθηκε. "Δε βαριÝσαι! " Και κοßταζε Þρεμα μεν, αλλÜ με απροκÜλυπτη περιÝργεια το πλÜσμα. Θαýμαζε το τι σκαρφßζεται ο νους κι αναρωτιüταν ποý το πÞγαινε και γιατß να διαλÝξει Ýνα τÝτοιο ον το υποσυνεßδητü του για να του δεßξει... τι Üραγε;
Το ξωτικü σιγοτραγουδοýσε. Εßχε πÜρει εßδηση τον Üνθρωπο φυσικÜ, αλλÜ δεν του Ýδινε σημασßα. Εßναι γνωστü εξÜλλου üτι οι Üνθρωποι δεν διακρßνουν τßποτα, δεν βλÝπουν τα ξωτικÜ. ¹ταν εξασφαλισμÝνη η ησυχßα του. Τοýτος εδþ σα να κοιμüταν κιüλας.
ΞαφνικÜ εßχε την δυσÜρεστη αßσθηση üτι τον παρακολουθοýσαν. Σηκþνει το κεφÜλι και βλÝπει δυο μÜτια να τον κοιτÜζουν ζωηρÜ. Ο Üνθρωπος Þταν ακßνητος, σαν κουβαριασμÝνος, αλλÜ τα μÜτια του Þταν προσηλωμÝνα πÜνω του, σα να τον σÜρωναν απ' Üκρη σ' Üκρη.
-"Τι με κοιτÜς, Üνθρωπε; " τον ρþτησε. Ο Üνθρωπος αναπÞδησε απü Ýκπληξη. Το πλÜσμα μιλοýσε και μÜλιστα φþναζε επιτακτικÜ και τσιριχτÜ. "Σαν ενοχλημÝνο", σκÝφθηκε. Δεν απÜντησε. Τι να απαντÞσει;
-"Σε ρþτησα κÜτι”, ξανÜπε το ξωτικü, "δεν ακοýς; ”
-”Τß εßσαι; ”, ψιθýρισε ο Üνθρωπος. Η φωνÞ του σε αχρηστßα τüσο καιρü, ακοýστηκε σαν σκουριασμÝνη βßδα. "Απü πüτε Ýχω να μιλÞσω σε Üνθρωπο;" αναρωτÞθηκε πικραμÝνα. "ΑλλÜ μÞπως και τþρα, σε Üνθρωπο μιλÜω;" Ξερüβηξε λιγÜκι και προσπÜθησε ξανÜ:
-"Τι εßσαι; "
-"Ξωτικü φυσικÜ" απÜντησε ανυπüμονα το ξωτικü, πριν προλÜβει ο Üλλος να ολοκληρþσει τη λÝξη του. "Εσý üμως πþς και με βλÝπεις; "
-"Εεε..." Ýκανε αμÞχανα ο Üλλος. "¸κανες λßγο θüρυβο...", συμπλÞρωσε απολογητικÜ.
-"Σε ξýπνησα; " ρþτησε το ξωτικü.
-"Εεε, μÜλλον", μουρμοýρισε ο Üνθρωπος. Αυτüς δεν Þταν ενοχλημÝνος, μüνο απορημÝνος. ΑλλÜ και πÜλι üχι πολý.
-"¸τσι εξηγεßται! ", εßπε με στüμφο το ξωτικü.
-"Τι εξηγεßται; " ρþτησε ο Üνθρωπος.
-"Το üτι με βλÝπεις. ΚανονικÜ οι Üνθρωποι δεν μας βλÝπουν", αισθÜνθηκε την ανÜγκη να εξηγÞσει βλÝποντας το ýφος του ανθρþπου. "Εδþ που τα λÝμε, πολý λßγα βλÝπετε", Ýκανε περιφρονητικÜ.
-"Τι δε βλÝπουμε; "
-"Τßποτα, σου λÝω". ¸κανε μια κßνηση κυκλικÞ με το χÝρι, κοιτÜζοντας γýρω. "Τα πÜντα. Ακοýς τα σαλιγκÜρια; " ρþτησε επιθετικÜ.
-"¼χι..." μουρμοýρισε ο Üνθρωπος. Δεν του πÝρασε απ' το νου να διαμαρτυρηθεß üτι τα σαλιγκÜρια δεν Ýχουν φωνÞ.
-"Τα κλαριÜ; "
-"¼χι... ναι, üταν τα σαλεýει ο Üνεμος..."
-"Α, θαυμÜσια! Και τι λÝνε; "
-"Ποý θες να ξÝρω; Μα τι με ρωτÜς; "
-"Τα βλÝπεις; " αναφþνησε θριαμβευτικÜ το ξωτικü. "Τßποτα. Νοýλα. Εßστε νοýλες! " Και το πιÜσανε τα γÝλια.
Ο Üνθρωπος δυσαρεστÞθηκε. ¢λλο να το λÝει ο ßδιος, Üλλο να του το πετÜει ο σβüερας* στα μοýτρα.
-"¢κου να σου πω..." Üρχισε..
-"Τι; " ρþτησε προκλητικÜ το ξωτικü. "Τßποτα δεν ξÝρετε!"
-"Αυτü ξαναπÝς το", μουρμοýρισε ξανÜ ο Üνθρωπος και σα να ξεφοýσκωσε πÜλι. "ΑλλÜ για πες", συνÝχισε αμÝσως μετÜ, "εσÝνα πþς σε ακοýω και σε βλÝπω; ΜÞπως εßσαι μÝσα στον ýπνο μου; ΜÞπως ονειρεýομαι;"
-"Χαχα", γÝλασε το ξωτικü. "Εßσαι τελεßως κουτεντÝς".
-"Μα εσý εßπες προηγουμÝνως..."
-"Εßπα πως επειδÞ κοιμüσουν και σε ξýπνησα, με ακοýς. Μου το εßχαν πει κÜτι παπποýδες, üτι συμβαßνει καμιÜ φορÜ σε ορισμÝνους ανθρþπους. ΜÞπως τελευταßως Ýχασες κÜποιον; ΠÝθανε κÜποιος δικüς σου; "
Ο Üνθρωπος Ýμεινε ασÜλευτος. Αν εßχε χÜσει κÜποιον δικü του...
-"ΠÝθανε κανεßς; " ξαναρþτησε, με επαγγελματικü ýφος το ξωτικü.
-"¼χι..." ψιθýρισε βραχνÜ ο Üνθρωπος. "ΔηλαδÞ", συνÝχισε καθαρßζοντας τη φωνÞ του, "κÜθε μÝρα πεθαßνουν..."
-"Εννοþ δικüς σου, Üνθρωπε!" αναφþνησε ανυπüμονα το ξωτικü.
-"¼χι ακριβþς... αλλÜ Ýχασα κÜτι...κÜποιον. ΚÜποια, Þθελα να πω".
-"Γυναßκα; " ρþτησε με ενδιαφÝρον το ξωτικü.
-"Ναι..."
-"Τη γυναßκα σου; "
-"¼χι..."
-"ΑδερφÞ; ΞαδÝρφη; ΜÜνα;"
-"¼χι, üχι... Γυναßκα μου Þταν", προσπÜθησε να εξηγÞσει, "αλλÜ δεν Þμασταν παντρεμÝνοι".
-"Αγαπιüσασταν; "
-"Ναι... δηλαδÞ Ýτσι νüμιζα..." Η φωνÞ του ανθρþπου üλο και χαμÞλωνε. ΑλλÜ το ξωτικü Üκουγε, -εδþ μποροýσε να ακοýει τα σαλιγκÜρια!
-"ΠÞγε με Üλλον;" Το ξωτικü δεν εßχε ßχνος λýπησης Þ αποδοκιμασßας στη φωνÞ του.
-"ΠÞγε... ξαναγýρισε στον Üντρα της".
-"ΑχÜ! " φþναξε το ξωτικü.
-"Τι; " ρþτησε αμυντικÜ ο Üνθρωπος.
-"¸τσι εξηγεßται!", ξανÜπε με ýφος πολýξερο το ξωτικü. ¸βαλε τα χÝρια στις τσÝπες κι Üρχισε να σουλατσÜρει κορδωμÝνο. "ΚλασικÞ περßπτωση συγκρουσιακοý συνδρüμου", πÝταξε με ýφος.
Ο Üνθρωπος Ýμεινε με ανοιχτü το στüμα.
-"ΜÞπως εσεßς τα ξωτικÜ σπουδÜζετε σε σχολÝς ψυχολογßας;", ρþτησε στο τÝλος.
-"Χαχα, εμεßς üλα τα σπουδÜζουμε Üμα θÝλουμε", κοκορεýτηκε το ξωτικü. "ΑλλÜ üχι σε σχολÝς. Δεν τις χρειαζüμαστε. Εßμαστε πιο Ýξυπνοι απü σας, Üνθρωπε!"
Ο Üνθρωπος δε μßλησε. Τι να πει; Το ξωτικü του θýμιζε δυσÜρεστα Ýνα απü τα πρþην αφεντικÜ του. Κι Ýναν ΓυμνασιÜρχη που εßχαν κÜποτε στο σχολεßο. "Αν εßναι üλοι σαν αυτüν εδþ..." Üρχισε να σκÝφτεται.
Εκεßνη τη στιγμÞ το ξιπασμÝνο, Ýτσι üπως στεκüταν ισορροπþντας στις φτÝρνες του, ξαφνικÜ σα να παραπÜτησε και παραλßγο να πÝσει. ΚατÜφερε να το αποτρÝψει, αλλÜ Þταν τüσο αστεßο που ο Üνθρωπος μετÜ βßας απÝφυγε να γελÜσει. Κι αυτü Þταν αξιοσημεßωτο, αν σκεφτεß κανεßς üτι εßχε μÞνες να σκÜσει το χεßλι του.
-"Λοιπüν; " ρþτησε το ξωτικü.
-"Τι λοιπüν; "
-"Λοιπüν, αφοý δεν Þταν γυναßκα σου η παντρεμÝνη και δεν πÝθανε, γιατß εßχες αυτü το... αυτÞ τη σýγκρουση; "
Εκεßνη τη στιγμÞ φευγαλÝα πÝρασε απü το νου του ανθρþπου üτι το ξωτικü του δεν Þταν και τüσο σπουδαγμÝνο, απλþς του Üρεσε να κομπορρημονεß, ΑλλÜ πολý φευγαλÝα, γιατß Üλλο τον απασχολοýσε.
-"Δεν καταλαβαßνεις..."
-"Και γιατß να μην καταλαβαßνω;"
-"Δεν ξÝρω πþς το Ýχετε εσεßς. Εμεßς... εμεßς ... Εγþ εßχα Ýρωτα με αυτÞ τη γυναßκα"!
-"Και λοιπüν;"
-"ΞÝρεις τι εßναι ο Ýρωτας;"
-"¼χι δεν ξÝρω, εσÝνα περßμενα να μου πεις! "
-"Μη θυμþνεις... Απλþς... απλþς για μÝνα Þταν ολÜκερη η ζωÞ μου. Της Ýδωσα τα πÜντα, κατÜλαβες; Τα πÜντα... κι εκεßνη... üλους τους üρκους μας, üλα μας τα üνειρα τα πρüδωσε, τα ποδοπÜτησε..."
-"Φυσικü εßναι".
-"Πþς φυσικü δηλαδÞ;"
-"Μα Þταν παντρεμÝνη. ¹δη εßχε απατÞσει τον Üντρα της", εßπε το ξωτικü ανασηκþνοντας τους þμους.
-"Ναι... Αν Þξερες πþς με πονοýσε αυτü.... Απü την αρχÞ το φοβüμουν..."
-"Αχ, μα τüτε τßποτα δεν χÜρηκες, Üνθρωπε! Τι στο καλü το ξεκßνησες;"
-"ΠοτÝ δεν εßχα γνωρßσει κÜποια σαν αυτÞ... Þταν μοναδικÞ για μÝνα. ΞεχωριστÞ! "
-"Και μετÜ τß Ýγινε;"
-"ΜετÜ; ΜετÜ τßποτα. Ξαναγýρισε στον Üντρα της. Δεν ξαναειδωθÞκαμε".
-"ΠÜει καιρüς;"
-"Δυο χρüνια".
-"Δυο χρüνια; Εßσαι χαζüς; Πüσα χρüνια ζεßτε εσεßς οι Üνθρωποι";
-"ΚαμιÜ εβδομηνταριÜ κατÜ μÝσον üρο".
-"ΕλÜχιστα! Και τον ξοδεýετε μυξοκλαßγοντας;"
Ο Üνθρωπος δεν απÜντησε αμÝσως. Αισθανüταν ντροπÞ.
-"Την ξαναεßδα", εßπε σιγανÜ μετÜ απü λßγο.
-"Πüτε;"
-"Πρüσφατα".
-"Σου μßλησε;"
-”¼χι... δεν την εßδα απü κοντÜ. Στην τηλεüραση Þταν".
-"Στην ποια;"
-"¢σε... κÜτι δικÜ μας, ανθρþπων Ýργα. Εßναι Ýνα μηχÜνημα με μια οθüνη, σαν παρÜθυρο. Μπορεßς να δεις εικüνες απü μακριÜ, Þ γεγονüτα που Ýχουν Þδη συμβεß".
-"Ωωω!" φþναξε εντυπωσιασμÝνο το ξωτικü. Αßφνης φαινüταν σαν παιδÜκι. Προφανþς δεν εßχαν τηλεüραση τα ξωτικÜ.
-"Και μπορεßς τα δεις τα πÜντα στην τηλεüραση;", ρþτησε.
-"¼χι τα πÜντα. ¼,τι αποφασßζουν οι Üνθρωποι της τηλεüρασης. ¼,τι αφÞνει κÝρδος".
-"Κι αυτÞ η κυρßα Üφηνε κÝρδος;"
Ο Üνθρωπος χασκογÝλασε Üκεφα.
-"ΑυτÞ η κυρßα Þταν σýζυγος ενüς δημÜρχου. Σε κÜποια εκδÞλωση του ΔÞμου üπου εßχε παρευρεθεß, τραβÞξανε φιλμ κι Þταν κι αυτÞ μÝσα".
-"Φιλμ;"
-"Ταινßα. ΠολλÝς εικüνες μαζß στη σειρÜ".
-"Α, μÜλιστα. Και;"
-"Και... Þταν σαν να την Ýχανα δεýτερη φορÜ".
-"Γιατß;"
-"Γιατß... δεν Þταν üπως την Þξερα. ¹ταν σα να Þταν μια Üλλη. ¹ταν μια Üλλη".
-"ΑσχÞμυνε; ΓÝρασε;"
-"¼χι δε γÝρασε. Εßναι üμορφη γυναßκα, αντικειμενικÜ. ΑλλÜ Þταν τüσο στυλιζαρισμÝνη, Ýλεγε κÜτι πομπþδεις γελοιüτητες... Þταν... γελοßα".
-"Γελοßα;"
-"Γελοßα..."
-"Μα τüτε σþθηκες Üνθρωπε! Τι κÜθεσαι και κλαις;"
-"Δεν σε καταλαβαßνω..."
-"Αν η πρþην αγαπημÝνη, αν το αντικεßμενο του πüθου σου, üπως λÝνε οι ποιητÜδες, που για σÝνα Þταν ψηλÜ, γßνεται γελοßο, πÜει, σου φεýγει κι ο Ýρωτας. Γιατρεýεσαι!"
Ο Üνθρωπος Ýμεινε σιωπηλüς. Το ξωτικü Ýκανε μια κßνηση σαν να καθαρßζει τη σκüνη απü τα χÝρια του.
-"ΠÜπαλα σου λÝω!", ξεφþνισε χαροýμενα, üλο σιγουριÜ.
Στον Üνθρωπο Üρχισε να χαρÜζει Ýνα δειλü χαμüγελο. ¹ταν το πρþτο, μετÜ απü χρüνια.
-"ºσως Ýχεις δßκιο ", παραδÝχτηκε.
-"ΦυσικÜ κι Ýχω δßκιο. ΠÜντα Ýχω!", εßπε με αυταρÝσκεια.
ΑλλÜ τον Üνθρωπο δεν τον ενüχλησε. Εßχε αρχßσει να τον κÜνει χÜζι...
-"Τι σου εßχαν πει οι παπποýδες; Για τους ανθρþπους που βλÝπουν ξωτικÜ, εννοþ".
-"¼πως σου εßπα, συμβαßνει Üμα ξυπνÞσουν ξαφνικÜ κι Üμα τους Ýχει συμβεß κÜτι, εßτε πολý καλü εßτε πολý κακü. ΕιδικÜ το δεýτερο. Οι συμφορÝς κλεßνουν τα μÜτια, αλλÜ ανοßγουν τη ψυχÞ ", εßπε παραδüξως απλÜ, το ξωτικü.
-"Και μετÜ; Εξακολουθοýν να σας βλÝπουν;"
-"Ω ναι, μετÜ εßναι αλαφροÀσκιωτοι".
-"Και τι κÜνουν; ¸χει αυτü επßπτωση στη ζωÞ τους;"
-"ΕξαρτÜται. ΣυνÞθως ναι".
-"ΔηλαδÞ;"
-"Μερικοß μÝνουν εδþ, μαζß με μας και τις νερÜιδες. Καταλαβαßνεις, μετÜ μποροýν να δουν κι Üλλα μαγικÜ πλÜσματα".
-"¸χει πολλÜ;"
-"ΦυσικÜ. Απü ποý νομßζεις αντλοýν τις ιστορßες τους οι παραμυθÜδες και οι τροβαδοýροι;"
-"ΣοβαρÜ μιλÜς;"
-"Ναι... üσοι γυρßζουν πßσω, στον κüσμο των ανθρþπων, Ýχουν πει ιστορßες που ευτυχþς οι υπüλοιποι δεν τις πιστεýουν, εßναι κοντüφθαλμοι κι Ýτσι Ýχουμε κι εμεßς την ησυχßα μας".
Ο Üνθρωπος Üκουγε σιωπηλüς, χαμογελαστüς.
-"Πþς σε λÝνε;", ρþτησε μετÜ απü λßγο.
-"Γκüτλιμπ. ΕσÝνα;"
-"Τüμας Μαν. ΘÝλεις να γßνουμε φßλοι;"
-"Δεν βλÝπω πþς μποροýμε να το αποφýγουμε", εßπε γελαστÜ ο Γκüτλιμπ.
Και κßνησαν μαζß για το δÜσος...
* Σβüερας = ανÞσυχος, δραστÞριος, ζωηρüς σα παιδß (ΑργιθεατικÞ διÜλεκτος).
Τα ΚλειδιÜ
Δεν ξÝρεις πüσο βαραßνουν τα κλειδιÜ
πüσο τις φοýχτες μου πληγþνουν
σε üποια τσÝπη κι αν τα κρýψω την τρυποýν
και απü μÝσα γδÝρνουν την ψυχÞ μου
Εßναι και κüπος και βÜρος περιττü
και δεν θυμÜμαι πια τι αντιστοιχεß σε τι
Να ‘ναι η μικρÞ αποθηκοýλα αριστερÜ;
ΜÞπως η αßθουσα με τα ταριχευμÝνα τα κρανßα;
ΜÞπως και μπÝρδεψα την αßθουσα διασκÝψεων
μ' εκεßνη üπου βλÝπαμε ταινßα;
ΜÞπως και λÜθεψα κÜτι σοβαρÜ και κλειδωθþ
μÝσα σε τοýτο τον λαβýρινθο-οχυρü;
ΚÜποτε Þταν χαρÜ κι επßτευγμα
Þξερα ποý το καθετß ταιριÜζει
τοýτο εδþ εßν’ το κλειδÜκι για τη γÜμπα της
αυτü για το μικρü της δαχτυλÜκι
αυτü για την μπουκλßτσα στα μαλλÜκια της
αυτü για üταν θυμωμÝνη με κοιτÜζει.
ΚÜποτε Ýβαζα ετικÝτες με τα χρþματα
το ροζ για το παιδß, Üλικο της αγÜπης
γαλÜζιο για τη σκÝψη μας, κßτρινο της ζωÞς μας…
Πþς καταντÞσανε üλα γκρι, μßα θολοýρα üλα
θραýσματα κι ανþνυμα σαν ορφανÜ ειδþλια
Κι εγþ απü τη μια δÝσμιος μιας Üδειας ειρκτÞς
κατÜντησα δεσμοφýλακας της ßδιας μου της ζωÞς
Τζüρτζιο Ντε Κßρικο: Το Αßνιγμα Του Πρωινοý
Εßδα Τα ΦαντÜσματα... :
Εßδα τα φαντÜσματα κι Þτανε μÝρα μεσημÝρι
κι ο Þλιος κατακüρυφος
και οι σκιÝς σκληρÝς.
Δεν εßχα ποý να κρυφτþ.
Και οι σκουριÝς στ’ ακινητοποιημÝνα τραßνα
να ζωγραφßζουν το δικü τους αßμα.
Εδþ ο φüνος γßνεται βουβÜ
και εßναι Þδη αργÜ πριν καν αρχßσει...
Τους εßδα, χüρευαν στην αχλÞ
και δεν φοβüνταν.
¢γνωστα μηχανÞματα ενüς Üλλου αιþνα
αλφαδιασμÝνα τακτικÜ
κι εκεßνοι Üνετοι
σα να μιλοýν στην αγορÜ
Με εßδαν. Με αγνüησαν.
Δεν εßχα ποý να κρυφτþ.
Τους Üκουγα
απüηχοι και ψßθυροι
σαν γÝλια και πειρÜγματα.
«Πüσο πιο ζωντανοß!»
σκÝφτηκα με ζÞλια
και προχþρησα.
Αν θÝλω να κρυφτþ πρÝπει να ψÜξω για σκιÝς πιο βολικÝς
να Ýχω μßα δικαιολογßα για το κρýο
και τοýτη την ψυχρÞ την αποστÝωση...
Κενü
Θα αδειÜσω üλους τους φακÝλους
Κενü
Θα σβÞσω üλα τα μηνýματα
Κενü
Θα πετÜξω üλα üσα δεν αντÝχω
Κενü...
Θα βÜψω Üσπρους τους τοßχους στο δωμÜτιο
Και θα πεθÜνω στο λευκü κελß μου
Με Τη ΣιωπÞ ΑπÜντησες...
Και βÝβαια μου απÜντησες.
Με τη σιωπÞ σου απÜντησες.
Η σιωπÞ, απ' üπου κι αν ορμÜει
απ' üσους δρüμους κι αν περÜσει,
σε Ýνα καταλÞγει:
Δεν Ýχω τßποτα να πω.
Τßποτα να σου πω.
Το τßποτα αυτü
τüσο μικρü και τüσο μεγÜλο
τüσο κενü και τüσο πυκνü
τüσο πνιγηρü
και τüσο ασφυκτικü
αυτü το τßποτα,
Ýνα ο, Ýνα ο, Ýνα ο
Ýνα στüμα ανοιχτü που δεν ακοýγεται
βροντοφωνÜζει, ωρýεται, γοÜ
εßναι το τßποτα παντοý και πουθενÜ.
----------------------------------------------------------------------------------
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Maintenant Je Sais
Quand j'étais gosse, haut comme trois pommes,
J'parlais bien fort pour être un homme
J'disais, je sais , je sais , je sais , je sais
C'était
l'début, c'était l'printemps
Mais quand j'ai eu mes 18 ans
J'ai dit, je sais , ça y est, cette fois je sais
Et aujourd'hui, les jours où je m'retourne
J'regarde la terre où j'ai quand même fait les 100 pas
Et je n'sais toujours pas comment elle tourne !
Vers 25 ans, j'savais tout : l'amour, les roses, la vie, les sous
Tiens oui l'amour ! J'en avais fait tout le tour !
Et heureusement, comme les copains, j'avais pas mangé tout mon pain
Au milieu de ma vie, j'ai encore appris
C'que j'ai appris, ça tient en trois, quatre mots
Le jour où quelqu'un vous aime, il fait très beau,
j' peux pas mieux dire, il fait très beau!
C'est encore ce qui m'étonne dans la vie,
Moi qui suis à l'automne de ma vie
On oublie tant de soirs de tristesse
Mais jamais un matin de tendresse!
Toute ma jeunesse, j'ai voulu dire je sais
Seulement, plus je cherchais, et puis moins j' savais
Il y a 60 coups qui ont sonné à l'horloge
Je suis encore à ma fenêtre,
je regarde, et j'm'interroge?
Maintenant je sais, je sais qu'on ne sait jamais!
La vie, l'amour, l'argent, les amis et les roses
On ne sait jamais le
bruit ni la couleur des choses
C'est tout c'que j'sais ! mais ça, j'le sais...!
Jean-Loup Danadie
Τþρα ΞÝρω
Σαν Þμουνα μικρüς, δυο σπιθαμÝς,
μιλοýσα δυνατÜ να φαßνομαι Üντρας
κι Ýλεγα ξÝρω, ξÝρω, ξÝρω, ξÝρω!
¹ταν η αρχÞ, Þταν η Üνοιξη
μα üταν Ýγινα δεκαοχτþ εßπα ξÝρω,
επιτÝλους, αυτÞ τη φορÜ ξÝρω!
Και σÞμερα, τις μÝρες που επιστρÝφω,
κοιτÜζω τη γη üπου παρüλαυτÜ Ýκανα και κÜποια βÞματα
κι üμως δε ξÝρω ακüμα πþς γυρßζει!
Στα εικοσπÝντε τα 'ξερα üλα:
τον Ýρωτα, τα ρüδα, τη ζωÞ, τα λεφτÜ...
Α ναι, βÝβαια, τον Ýρωτα! Εßχα κÜνει üλο τον γýρο!
Ευτυχþς που üπως κι οι φßλοι μου δεν εßχα φÜει üλα μου τα ψωμιÜ
Στο μÝσο της ζωÞς μου Ýμαθα πÜλι κÜτι
Αυτü που Ýμαθα χωρÜ σε δυο λüγια
"Τη μÝρα που κÜποιος σ' αγαπÜ, κÜνει λιακÜδα!"
Δε μπορþ πιο πλÝρια να το πω, Ýχει θαυμÜσιο καιρü!
Αυτü που με εκπλÞσσει στη ζωÞ
εμÝνα, που πια εßμαι στο φθινüπωρο,
εßναι πþς ξεχνÜμε ολüκληρες νýχτες θλßψης
μα ποτÝ Ýνα πρωινü τρυφερüτητας!
Σ' üλη τη νιüτη μου Þθελα να λÝω πως ξÝρω
μüνο που, üσο πιο πολý Ýψαχνα, τüσο λιγüτερο Þξερα.
Τþρα πια που 'χω καβατζÜρει τα εξÞντα
στÝκομαι ακüμα στο παρÜθυρο, κοιτþ, αναρωτιÝμαι...
Τþρα ξÝρω, ξÝρω πως ποτÝ δε ξÝρουμε!
Τη ζωÞ, τον Ýρωτα, το χρÞμα, τους φßλους, τα ρüδα...
ΠοτÝ δεν ξÝρουμε τον Þχο και το χρþμα των πραγμÜτων
Αυτü εßναι üλο κι üλο που ξÝρω.
ΑλλÜ τουλÜχιστον το ξÝρω!
Sur La Pointe Des Pieds
Il n' y a plus rien qui reste
entre mes dix doigts
Une ombre qui s' efface
Au centre
un bruit des pas
Il faut etouffer la voix qui monte trop
Celle qui gemissait et qui ne mourrait pas
Celle qui allait plus vite
C'est vous qui arretiez ce magnifique elan
L'espoir et mon orgueil
qui passaient dans le vent
Les feuilles sont tombees
pendant que les oiseaux comptaient
les gouttes d' eau
Les lampes s' eteignaient derriere les rideaux
Il ne faut pas aller trop vite
Crainte de tout casser en faisant trop de bruit
Pierre Reverdy "Sources Du Vent"
COLLECTION LITTERAIRE LAGARDE & MICHARD
Edition BORDAS (XXe siecle) 1973
Στις Μýτες Των Ποδιþν
Τßποτα πια δεν μÝνει
üλα γλιστροýν μÝσα απ' τα δÜχτυλÜ μου
Μια σκιÜ που σβÞνει
Στο κÝντρο
θüρυβος βημÜτων
ΠρÝπει να πνßξουμε τη φωνÞ που παρανÝβηκε ψηλÜ
Εκεßνη που παλλüταν και δεν πÝθαινε
Εκεßνη που παραπÞγαινε γρÞγορα
Εσεßς εßστε που αναχαιτßζατε αυτÞ την υπÝροχη φüρα
Την ελπßδα και την περηφÜνεια μου
που περνοýσανε στον Üνεμο
Τα φýλλα Ýπεσαν
ενüσω τα πουλιÜ μετροýσαν
τις στÜλες της βροχÞς
Τα φþτα σβÞναν πßσω απ' τις κουρτßνες
Δεν πρÝπει να πηγαßνουμε πÜρα πολý γρÞγορα
Απü φüβο μÞπως üλα σπÜσουνε μ' Ýναν ορυμαγδü.
ΠιÝρ Ρεβερντý "ΠηγÝς Του ΑνÝμου"
Il n'y a Pas d' Amour Heureux
Rien n'est jamais acquis à l'homme Ni sa force
Ni sa faiblesse ni son coeur Et quand il croit
Ouvrir ses bras son ombre est celle d'une croix
Et quand il croit serrer son bonheur il le broie
Sa vie est un étrange et douloureux divorce
Il n'y a pas d'amour heureux
Sa vie Elle ressemble à ces soldats sans armes
Qu'on avait habillés pour un autre destin
A quoi peut leur servir de se lever matin
Eux qu'on retrouve au soir désoeuvrés incertains
Dites ces mots Ma vie Et retenez vos larmes
Il n'y a pas d'amour heureux
Mon bel amour mon cher amour ma déchirure
Je te porte dans moi comme un oiseau blessé
Et ceux-là sans savoir nous regardent passer
Répétant après moi les mots que j'ai tressés
Et qui pour tes grands yeux tout aussitôt moururent
Il n'y a pas d'amour heureux
Le temps d'apprendre à vivre il est déjà trop tard
Que pleurent dans la nuit nos coeurs à l'unisson
Ce qu'il faut de malheur pour la moindre chanson
Ce qu'il faut de regrets pour payer un frisson
Ce qu'il faut de sanglots pour un air de guitare
Il n'y a pas d'amour heureux
Il n'y a pas d'amour qui ne soit à douleur
Il n'y a pas d'amour dont on ne soit meurtri
Il n'y a pas d'amour dont on ne soit flétri
Et pas plus que de toi l'amour de la patrie
Il n'y a pas d'amour qui ne vive de pleurs
Il n'y a pas d'amour heureux
Mais c'est notre amour à tous les deux
Louis Aragon (La Diane Francaise, Seghers 1946)
Δεν YπÜρχει EυτυχισμÝνη AγÜπη
Τßποτα και ποτÝ δεν αποκτÜ στ' αλÞθεια ο Üνθρωπος
Οýτε τη δýναμη οýτε την αδυναμßα οýτε την καρδιÜ του
Κι üταν πιστεýει πως ανοßγει τα μπρÜτσα του
ο ßσκιος του σχηματßζει Ýνα σταυρü
Κι üταν πιστεýει üτι σφßγγει στα χÝρια την ευτυχßα του
τη σμπαραλιÜζει σπÜζοντÜς την
¸να παρÜξενο κι οδυνηρü διαζýγιο η ζωÞ του
Δεν υπÜρχει ευτυχισμÝνη αγÜπη
Η ζωÞ του μοιÜζει με στρατιþτες δßχως üπλα
που τους εßχαν ντýσει γι' Üλλο πεπρωμÝνο
Σε τι χρησιμεýει να σηκþνονται νωρßς
σ' αυτοýς που το βρÜδυ βρßσκει Üπραγους, αβÝβαιους
Πεßτε αυτÝς τις λÝξεις "Η ζωÞ μου" και συγκρατÞστε τα δÜκρυÜ σας
Δεν υπÜρχει ευτυχισμÝνη αγÜπη
ΑγÜπη μου, üμορφη, μονÜκριβη αγÜπη μου, πληγÞ μου
Σε κουβαλþ εντüς μου σαν πουλß τραυματισμÝνο
Και τοýτοι 'δω μας βλÝπουν να περνÜμε και δεν ξÝρουν
ΛÝνε ξανÜ τα λüγια που για σÝνα εßχα πλÝξει
μα στα μεγÜλα μÜτια σου Ýχουν Þδη πεθÜνει
Δεν υπÜρχει ευτυχισμÝνη αγÜπη
Ο καιρüς για να μÜθουμε να ζοýμε Ýχει κιüλας περÜσει
Κλαßνε τη νýχτα στην ÝνωσÞ τους οι καρδιÝς μας
Πüση δυστυχßα θÝλει και το πιο μικρü τραγοýδι
Πüσες λýπες για να πληρþσεις Ýνα ρßγος
Πüσοι λυγμοß για μια πνοÞ κιθÜρας
Δεν υπÜρχει ευτυχισμÝνη αγÜπη
Δεν υπÜρχει αγÜπη που να μην Ýχει πüνο
Δεν υπÜρχει αγÜπη που να μη σε ματþνει
Δεν υπÜρχει αγÜπη που να μη σε εξουθενþνει
Και πιüτερο κι απü σÝνα, η αγÜπη για την πατρßδα
Δεν υπÜρχει αγÜπη που να μην τρÝφεται με δÜκρυα
Δεν υπÜρχει ευτυχισμÝνη αγÜπη
Μα εßναι η αγÜπη μας, μüνο για μας τους δυο
ΛουÀ Αραγκüν (La Diane Francaise, Seghers 1946)
-------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΕΖΑ
Ολιγüλεπτη ΣτÜση...
Το τρÝνο της αιωνιüτητας κÜνει λßγες στÜσεις. Ολιγüλεπτες. ºσα για μερικü ανεφοδιασμü, ßσως να κατÝβει Ýνας υπÜλληλος και ν' ανÝβει Üλλος. Δεν εßναι λες κανονικοß σταθμοß, να 'χεις προετοιμαστεß, να 'χεις κατεβÜσει τις βαλßτσες απü τα ρÜφια, να 'χεις φορÝσει το παλτü σου και να 'χεις στηθεß στο διÜδρομο για την Ýξοδο. ΚαμιÜ φωνÞ στο μεγÜφωνο δε σε προετοßμασε, κανÝνα σφýριγμα.
Οι επιβÜτες συνÞθως κοιμοýνται κι αν γßνει δυστýχημα, λßγοι επιζÞσαντες θα εξιστορÞσουν με γουρλωμÝνα μÜτια τον τρüμο που τους Ýκανε να πεταχτοýν απü τον ýπνο, οι υπüλοιποι απλþς θα συνεχßσουν το ταξßδι, αδιατÜρακτα ...Ýστω φαινομενικÜ.
Σ' αυτÝς τις ολιγüλεπτες στÜσεις, που δεν μοιÜζουν καν στÜσεις, καθþς ρολÜρει ακüμα το τρÝνο, ακοýς ακüμα ντοýκου-ντουκ το βουητü, συμβαßνουν πρÜγματα παρÜξενα. ¸να παιδß ξυπνÜ και κουτουλÜ το κεφÜλι στο τζÜμι. Μα εßναι Ýνα περιβÜλλον που δεν ξÝρει κι η περιÝργεια θα το κÜνει να παραμεßνει σιωπηλü. Εßναι προνüμιο σπÜνιο και θριαμβευτικü να εßσαι ξýπνιος üταν οι Üλλοι δßπλα σου κοιμοýνται.
Λßγοι Þχοι, θüρυβοι πνιχτοß. Ποιüς κατεβαßνει; Ποιüς σÝρνει τι; Να 'ναι τÜχα κÜτι σοβαρü Þ μÞπως απλÜ ο συνοδηγüς θÝλει ν' αφÞσει κÜτι σ' Ýνα ταχυδρüμο; Και ποιüς θα κρßνει αν εßναι σοβαρü; Μπορεß το ραβασÜκι που βιαστικÜ αφÞνει μια κοπÝλα στα χÝρια του συνεπιβÜτη να το πÜει στο χωριü, να 'ναι üντως σοβαρü. Σε λßγες φρÜσεις κρýβεται καμιÜ φορÜ σπαραχτικÜ η αλÞθεια μιας ζωÞς «Γýρισε πßσω. Σ' αγαπþ». ¹ «Φεýγω», απλÜ και κοφτερÜ. ¹ ακüμα «Το γÜλα εßναι στο ψυγεßο». Κανεßς δε ξÝρει τη σπουδαιüτητα του κüσμου. Γι' αυτü το τρÝνο κÜνει αυτÝς τις στÜσεις. ΘÝλει μερικÞ αποσυμπßεση, αλλιþς θα σκÜσει με τüσα που μεταφÝρει στη κοιλιÜ του.
Στα δυο λεπτÜ που μεσολαβÞσανε, παρθÞκανε κατÜ καιροýς αποφÜσεις καßριες. ΞÝρετε σεις, τα μεγÜλα "ναι" και τα μεγÜλα "üχι". Δε φÜνηκε ποτÝ αυτü. ¹ταν μÝρος μοναχÜ του ταξιδιοý. ¼πως οι φρÜσεις που λες για να περÜσεις, «Με συγχωρεßτε, θα κατεβεßτε;», τÝτοια. Αργüτερα üμως, αργüτερα. Αργüτερα και σε στιγμÝς ανýποπτες Ýρχονται ξαφνικÜ οι εικüνες, οι οσμÝς, οι Þχοι και γυρεýουνε δικαßωση. ΘυμÜσαι τα μÜτια της, δυο κüσμοι ανοιχτοß στο χÜος. Σ' εßχε ρωτÞσει τρÝμοντας "Τß þρα εßναι;" κι εσý απÜντησες ευγενικÜ κι αδιÜφορα. "Ευχαριστþ", μουρμοýρισε και χÜθηκε. Μες στη νýχτα ξαφνικÜ τß γυρεýει η μορφÞ της; Και ξÝρεις πια με βεβαιüτητα üτι δεν Þθελε την þρα, üχι. Κι εσý θρßαμβε της βλακεßας θεþρησες üτι Ýκανες το καθÞκον σου. Και την Ýχασες. Οýτε το üνομÜ της δεν Ýμαθες ποτÝ...
ΘυμÜμαι κι Üλλα. Το τσιγγανÜκι αßφνης που το κοροúδεýανε τ' Üλλα παιδιÜ κι εκεßνο Ýπεσε στη λÜσπη. Ρßψασπις που στÜθηκες! Θα 'τανε δεν θα 'τανε τεσσÜρων, ßσως και λιγüτερο. ΣπÜραζε στο κλÜμα. Θα μποροýσες να πεις δυο λüγια στα μεγαλýτερα παιδιÜ, να τα μαλþσεις. Θα μποροýσες να το σηκþσεις απü τη λÜσπη και να το πÜρεις αγκαλιÜ. Μια κουβεντοýλα τρυφερÞ και να το παραδþσεις στο μεγÜλο του αδÝρφι που στεκüταν δßπλα του αμÞχανο. ΑλλÜ δεν Þταν στη δικÞ σου γειτονιÜ! Δεν Þταν η δουλειÜ σου! Τι βολικÝς δικαιολογßες!
Στο τρÝνο φιληθÞκαν βιαστικÜ. «Αντßο», εßπαν. «Θα σε ξαναδþ». Και δε ξαναειδωθÞκανε. Στο δευτερüλεπτο πριν κατÝβει εκεßνη, το διαιστÜνθηκαν. ΑλλÜ δε θÝλησαν να το παραδεχτοýνε. Το μπουφÜν, τα γÝνεια του, εßχανε τη μυρωδιÜ της. ΑλλÜ τα ροýχα κÜποτε πλÝνονται. Κι üσο για τα γÝνεια...
Χρüνια μετÜ, μερικÝς φορÝς το κουλοýρι με σουσÜμι Ýχει τη μυρωδιÜ του γρÜσου. ¹τανε το τρÝνο που ξαναξεκßναγε. Ντοýκου-ντοýκου-ντουκ κι αυτü Þταν. Ο μικρüς Üφησε το μισοφαγωμÝνο κουλοýρι που του εßχαν αγορÜσει σ' Ýνα κεντρικü σταθμü κι Ýγειρε το κεφÜλι στο πλÜι. ¸τσι με τη μυρωδιÜ της μÜνας του να τον καθησυχÜζει, αποκοιμÞθηκε...
Η MικρÞ Γοργüνα & Η Αφασßα
¼ταν πρωτοÜκουσα το παραμýθι της μικρÞς γοργüνας αποφÜνθηκα üτι δε μου Üρεσε. ΧαζÞ Þταν, σκÝφτηκα. Γιατß να μη μÜθει ποτÝ ο πρßγκιπας üτι εκεßνη τον εßχε σþσει απü το ναυÜγιο; Γιατß να δεχτεß Ýτσι παθητικÜ εκεßνη, να παντρευτεß αυτüς μιαν Üλλη, επειδÞ αυτÞ η Üλλη καρπþθηκε τη λανθασμÝνη ερμηνεßα που Ýδωσε ο πρßγκιπας, üτι τÜχα αυτÞ η Üλλη τον εßχε σþσει; Καμßα δικαιοσýνη! Κι απü τα παραμýθια, ειδικÜ üταν εßμαστε μικροß, περιμÝνουμε απονομÞ δικαιοσýνης.
ΒÝβαια κι ο πρßγκιπας δικαιοσýνη πÞγε να απονεßμει, Ýλα üμως που Ýκανε λÜθος εκτßμηση. ΜÞπως απü αßσθημα ευγνωμοσýνης και μüνο δεν παντρεýτηκε αυτÞ την Üλλη ο πρßγκιπας; Τüτε ο Ýρωτας ποý εßναι; ¼χι, δεν την αγÜπησε τη γοργüνα ο πρßγκιπας, τη λυπÞθηκε μüνο, γι' αυτü και τη κρÜτησε στο παλÜτι του να ζÞσει εκεß η φτωχÞ μουγκÞ καλλονÞ. Δεν Üξιζε την αγÜπη της, αποφÜνθηκα. Κρßμα κι αυτÞ απαρνÞθηκε τον κüσμο της, την υπüστασÞ της, για χÜρη του.
¼ταν το ξανασκÝφθηκα μεγÜλη η ιδÝα ακριβþς αυτÞ μ' Ýκανε να αναθεωρÞσω. Αχ, αυτÞ η δýναμη της αγÜπης, που εßναι ικανÞ για αυταπÜρνηση, προκειμÝνου ο αγαπημÝνος να εßναι καλÜ! Τι τραγικü, τι συγκινητικü παραμýθι! ΑπαρÜμιλλη διδαχÞ, εξ απαλþν ονýχων!
Ωστüσο μüλις τþρα το ξανασκÝφτομαι. Η Ýλλειψη λüγου στο παραμýθι αυτü ισοδυναμεß με Ýλλειψη επικοινωνßας. ºσως να τα πÞγαιναν καλÜ ο πρßγκιπας και η γοργüνα, ßσως να Þταν φτιαγμÝνοι ο Ýνας για τον Üλλον. ΑλλÜ, δεν επικοινωνοýσαν! Κι η επικοινωνßα εßναι το παν σε μια σχÝση, Ýτσι δεν εßναι; ¸κανε λÜθος η γοργονßτσα μας. Πßστεψε üτι η δικÞ της αγÜπη Þταν αρκετÞ. ¼χι, εγþ κÜνω λÜθος. Αυτü επÝλεξε. Να ζει κοντÜ του, Ýστω και στη σκιÜ του. Να πονÜ κÜθε μÝρα που δεν εßναι στην αγκαλιÜ του, που τον χαßρεται μια Üλλη. Που βλÝπει τα παιδιÜ του να γεννιοýνται και να μεγαλþνουν δßπλα του. Που δεν υπÜρχει πια επιστροφÞ για την ßδια, ο υγρüς κüσμος της θÜλασσας της εßναι απαγορευμÝνος, μα και στη ξηρÜ δεν εßναι παρÜ μια παρßας, ακüμα κι αν Ýμαθε να περπατÜ, ßσως και να χορεýει στα νεοαποκτηθÝντα ποδαρÜκια της.
Η αφασßα, το να μη μιλÜς δηλαδÞ, χωρßζει τους ανθρþπους. Το τραγικü με τη γοργüνα εßναι üτι Þθελε να μιλÞσει, üμως δεν μποροýσε. Το τραγικü με τους ανθρþπους εßναι üτι ξÝρουν να μιλοýν, üμως δεν το κÜνουν. Το τραγικü με τη γοργüνα εßναι üτι Þταν εν γνþσει της, επÝλεξε να θυσιαστεß στο βωμü του ÝρωτÜ της. Το τραγικü με τους ανθρþπους εßναι üτι δεν το επιλÝγουν συνειδητÜ, απλþς εγκλωβßζονται στο να μην εκφρÜζονται. ΤελικÜ παγιδεýονται. Πüσες ανοýσιες κουβÝντες κÜνουμε, πüσες χαζομÜρες λÝμε και κÜνουμε, μα την ουσßα συχνÜ την χÜνουμε, για χρüνια πολλÝς φορÝς, για μια ζωÞ μερικÝς Üλλες.
ΘÝλει θÜρρος αλλÜ και σοφßα να μιλÜς κι Üλλη τüση να σωπαßνεις. ¼μως ο λüγος, κατÜ τη γνþμη μου, Ýχει πÜντα λüγο να γßνεται, αρκεß φυσικÜ να υπÜρχουν αφτιÜ να τον ακοýσουν.
Ο ¢γγελος
Τον περιμÝναμε τον Üγγελο. Εντοýτοις, üταν Ýφτασε üλοι μας κοντανασÜναμε, μας Þρθε ξαφνικü. Εμεßς, τα παιδιÜ, σταματÞσαμε να παßζουμε στην πλατεßα και μπÞκαμε στην αυλÞ του ΑγγÝλου. ¹ταν φßλος μας. Πριν λßγο καιρü ακüμα Ýπαιρνε μÝρος κι αυτüς στα θορυβþδη παιχνßδια μας. ΚρυφτÞκαμε κÜτω απü το παρÜθυρο του φτωχικοý σπιτιοý. ΛοξοκοιτÜζαμε κρυφÜ, και, πρÜγμα ασýλληπτο για μας, κÜναμε μια παρÜξενη ησυχßα.
Η μÜνα εßπε Ýνα αδýναμο «Μη!...» και τα μÜτια της τα τüσο πονεμÝνα ξαναβοýρκωσαν. Ο Üγγελος χαμογÝλασε με γλυκýτητα . «ΠρÝπει», εßπε.
Η γυναßκα κατÝνευσε. «Λßγο ακüμα», παρακÜλεσε. «Λßγο να τον ετοιμÜσω, να τον πλýνω, να τον στολßσω...» Στην πραγματικüτητα δεν εßπε τüσα πολλÜ. Μßλησε με τα μÜτια.
Οýτε Þταν ανÜγκη να τον πλýνει, πιο καθαρü παιδß απü τον 'Aγγελο δεν υπÞρχε. ΜÜλιστα, Ýνα παρÜξενο πρÜμα, üσο αρρþσταινε τüσο πιο καθαρüς μου φαινüτανε. Σαν να γινüταν λßγο αüρατος σιγÜ-σιγÜ, τα χερÜκια του φεγγßζανε, τα δÜχτυλÜ του Þταν σχεδüν διÜφανα. Και μοσχομýριζε. Δεν κÜνω πλÜκα, ευωδßαζε σα μýρο, αλλÜ üχι βαριÜ, απαλÜ κι αÝρινα. Το ξÝρω, γιατß εßχα πÜει επßσκεψη με τη γιαγιÜ μου. Η γιαγιÜ μου Þταν η μüνη στο χωριü που δε φοροýσε τσεμπÝρι. Επßσης η μüνη που δε κουτσομπüλευε με τις γειτüνισσες. Καθþς πηγαßναμε, Þταν πολý στεναχωρημÝνη. Μου εßπε να καθßσω Þσυχος, να μην κÜνω φασαρßα. Θßχτηκα, μου μιλοýσε λες και Þμουν κανÝνας μικρüς, λες και δεν πÞγαινα Þδη πρþτη δημοτικοý. ¼ταν πÞγαμε κÜτσαμε λßγο. ¹ταν λßγο σα να Þμαστε στην εκκλησßα, σκοτεινÜ και δροσερÜ και Þσυχα. ¼ταν φýγαμε, η γιαγιÜ μου εßχε ξαστερþσει. ¸κλαψε λßγο, μα μου εßπε: «Αυτü το παιδß θα πÜει στον ΠαρÜδεισο». Το εßπε τüσο ωραßα, που σχεδüν ζÞλεψα, Þθελα κι εγþ να πÜω στον ΠαρÜδεισο. ¼μως, παραδüξως, δεν εßπα τßποτα. Γιατß κι εγþ, χωρßς να Ýχει γßνει τßποτα συνταρακτικü, Ýνιωθα ωραßα και ησυχασμÝνος, üπως üταν Þθελα να κοιμηθþ και με παßρνανε αγκαλιÜ. ΒÝβαια τþρα μεγÜλωσα και βÜρυνα, μα πιο μικρüς σαν Þμουν μου το κÜνανε το χατηρÜκι.
Ο Üγγελος πÜλι κατÝνευσε. «Για λßγο» , σÞμαινε το γνÝψιμü του, üλοι το καταλÜβαμε. ΞαφνικÜ ο πατÝρας σηκþθηκε üρθιος. «¼χι!», εßπε. Στýλωσε τα πüδια λßγο ανοιχτÜ, Ýσφιξε τις γροθιÝς του και κοßταξε τον Üγγελο προκλητικÜ στα μÜτια. «¼χι», εßπε ξανÜ. «ΣαρÜντη...» ψιθýρισε παρακλητικÜ η γυναßκα. «Μη...» Ο Üντρας γýρισε προς το μÝρος της. «Μα Θεανþ θα μας τον πÜρει! Κι αυτüν! Δεν γßνεται, üχι!» ¸τρεμε σýγκορμος. ΣτρÜφηκε προς τον Üγγελο: «¼χι ακüμα!» εßπε προστακτικÜ. Ο Üγγελος χαμογÝλασε λυπημÝνα. «ΠÜρε μÝνα» εßπε πÜλι ο Üντρας.
Νομßζω üτι τον Üγγελο τον βλÝπαμε üλοι μας, αν και δεν εßμαι σßγουρος. Δεν ξανÜδα αγγÝλους, αν και τüτε μου φÜνηκε απολýτως φυσιολογικü. Εγþ Ýβλεπα μια ωραßα κοπÝλα, κι üταν γεννÞθηκε η κüρη μου, μου φÜνηκε πως την ξανÜδα. Η γυναßκα Ýβλεπε μια ψηλÞ ξανθιÜ φιγοýρα του ελÝους, με χρυσüλευκο χιτþνα και φτερÜ, σχεδüν αδýνατον να την αντικρßσεις με το βλÝμμα, αλλÜ την Ýβλεπες κι αφοý Ýκλεινες τα μÜτια σου. Ο Üντρας üμως Ýβλεπε Ýναν αντßπαλο. Τα μοýσκουλα του αγγÝλου διαγρÜφονταν καθαρÜ κÜτω απü το χιτþνα , Ýτσι του φαινüταν εκεßνου. Δεν θα τον Üφηνε να του πÜρει το στερνοποýλι του, üχι δßχως μÜχη τουλÜχιστον. «Αν πÜρω σÝνα», εξÞγησε υπομονετικÜ ο Üγγελος, «θ' αφÞσεις ορφανü αυτü το παιδß και χÞρα τη γυναßκα. Μη του στερÞσεις τη θÝση που Þδη τον περιμÝνει. ¸τσι κι αλλιþς, σε λßγο θα εßσαστε μαζß»
ΑνατριχιÜσαμε üλοι. Την εποχÞ εκεßνη -αλλÜ οýτε και σÞμερα τολμþ να πω- δεν καταλαβαßναμε τüσο τις Ýννοιες «τþρα», «ýστερα», «σε δÝκα χρüνια, σε πενÞντα, σ' εκατü» ΑλλÜ βÝβαια για τους αγγÝλους η δικÞ μας φθαρτÞ ζωÞ εßναι απειροελÜχιστη, σταγüνα στον ωκεανü.
Ο Üντρας κοßταξε τη γυναßκα. ΘυμÞθηκε üλους τους αγþνες της, τις δýσκολες εγκυμοσýνες της , τις αποβολÝς της, τη βαθιÜ μα ανεßπωτη λαχτÜρα της, τη γÝννα της üπου κüντεψε να πεθÜνει η ßδια. Και τþρα αυτü... του φαινüταν ασýλληπτη αδικßα, δε τη χωροýσε ο νους του. Κοßταξε το παιδß. ¹ταν σα να μην Þτανε του κüσμου τοýτου, του φÜνηκε κιüλας üτι φωτιζüταν το προσωπÜκι του... «Σαν Üγγελος», συλλογßστηκε κι ανατρßχιασε ολüκληρος. Ξανακοßταξε τον Üγγελο. ΜετÜ ξανÜ τη γυναßκα. ¹ταν σαν χυμÝνη η μορφÞ της, μα του Ýκανε σιωπηλÜ νüημα. ¸σκυψε το κεφÜλι, κρÝμασε.
¾στερα Ýγινε κÜτι που δεν μπορþ να περιγρÜψω. Ο Üγγελος Ýσκυψε και φßλησε απαλÜ το παιδß στο μÝτωπο. ¾στερα Ýτεινε το χÝρι, Σαν να τους ευλüγησε. Φως και ουρÜνια μουσικÞ. Μπορεß και να τα φαντÜστηκα. Δε θυμÜμαι πþς πÞγα σπßτι εκεßνο το βρÜδυ.
Την Üλλη μÝρα μαθεýτηκε στο χωριü üτι πÝθανε ο 'Αγγελος. Εμεßς τα παιδιÜ Þμασταν ασυνÞθιστα σιωπηλÜ κι Þσυχα, μα λüγω της ημÝρας κανεßς δεν το πρüσεξε, θα το θεþρησαν φυσικü. Οι γονεßς Þταν Þσυχοι, σα να 'χε περÜσει κÜτι Üγιο απü τις μορφÝς τους και τις εßχε εξαûλþσει. ¾στερα το σχολεßο τελεßωσε και πÞγαμε διακοπÝς στο χωριü των θεßων μας που μας φιλοξενοýσαν κÜθε χρüνο. ΑργÞσαμε να επιστρÝψουμε, οι γονεßς μου εßχαν κÜτι δουλειÝς που μας καθυστÝρησαν. ¼ταν τελικÜ γυρßσαμε το σχολεßο εßχε αρχßσει, και η μÜνα του ΑγγÝλου εßχε Þδη πεθÜνει. «Δεν Üντεξε η κακομοßρα», μας εßπε η γιαγιÜ. Φοροýσε μαýρα. Δεν παραξενεýτηκα. Ο πατÝρας Üντεξε λßγα χρüνια ακüμα, μα Þταν η σκιÜ του εαυτοý του.
ΣπÜνια ξαναπαßξαμε στη γειτονιÜ του ΑγγÝλου. Μα κÜθε φορÜ, μýριζα κεßνο το Üρωμα κι Þταν σα να εßσαι σ' εκκλησßα, δροσερÜ, σιωπηλÜ και παρÞγορα.
Η ΜÜγισσα της ºσκας
Η δρÜση φÝρνει αντßδραση. Γνωστü και μη εξαιρετÝο. ΑλλÜ κι η μη δρÜση φÝρνει αντßδραση, üπως και μη αντßδραση. ¼λα τα τα χωρÜει αυτÞ η γκλÜβα, εßμαστε πια τüσο προωθημÝνοι μερικοß του αιþνα που Ýφυγε...
¼ποιος χþμα τρþει, λÜσπη φτýνει... μüνο που οι γνþμες διßστανται αν αυτü εßναι θετικü Þ üχι...
Ο ΠρωτομÜστορας Ýφτυσε στις παλÜμες Του, Ýπλασε απü λÜσπη τ' ανθρωπÜκια του και μετÜ κατ´αλλους τα φýσηξε για να τους δþσει πνοÞ, κατ' Üλλους, βλÜσφημους, τα Ýφτυσε εßτε για να μην τα ματιÜσει εßτε απü Üλλη πρüθεση ορμþμενος. 'Aγνωστο παραμÝνει αν ακüμα δßνει συγχαρητÞρια στον Εαυτü του Þ κÜτι Üλλο.
Αν εßχα μεγαλþσει σε παρθεναγωγεßο τÝτοιες αμαρτωλÝς σκÝψεις θα με βασÜνιζαν σε βαθμü να Ýχω ανÜγκη να τιμωρÞσω σκληρÜ τον εαυτü μου. Αν δεν εßχα μεγαλþσει εν μÝρει σε παρθεναγωγεßο τÝτοιες σκÝψεις οýτε που θα μου περνοýσαν ποτÝ απü το νου. Μα θα Ýχανα σε Ýνταση και πλοýτο συναισθημÜτων πιστεýω.
ΚÜποτε μια γυναßκα Þταν εξαιρετικÞ μαγεßρισσα, γι' αυτü ξακουστÞ και περιζÞτητη üταν γινüταν τραπÝζι σπßτι της. ¼μως περισσüτερο απ' üλα φημιζüταν για το ψωμß της.
Μια μÝρα μια νεαρÞ γυναßκα παραφýλαξε στο μαγειριü üπου κλεινüταν η μαγεßρισσα να δει ποιο εßναι το μυστικü της τüσης νοστιμιÜς. Ο λüγος Þταν üτι Þθελε να κερδßσει ξανÜ τον Üντρα της που εßχε ξεμυαλιστεß απü τα θÝλγητρα της μαγεßρισσας και üπου και να βρισκüταν Üλλο δεν Ýκανε απü το να επαινεß το ψωμß της. Με κατÜπληξη και ολßγη αηδßα διαπßστωσε üτι η μεγαλýτερη γυναßκα μÜζεψε το σÜλιο της κι Ýριξε μια γερÞ φτυσιÜ στη ζýμη της. Στη συνÝχεια και κατÜ τη διÜρκεια του ζυμþματος το επανÝλαβε μερικÝς φορÝς, αλλÜ πιο απαλÜ και χτυπþντας ελαφρÜ τη ζýμη μÝχρι να Ýρθει να γßνει λεßο ζυμαρÜκι.
ΜετÜ την πρþτη Ýκπληξη κι αποστροφÞ η νεαρÞ παρακολουθοýσε με μεγαλýτερο ενδιαφÝρον και κατÝγραφε τα πÜντα σχολαστικÜ στο νου της. ¼ταν η μεγαλýτερη γυναßκα, αφοý σκÝπασε κανονικÜ το ζυμÜρι της και το Üφησε κοντÜ στη φωτÜ σκεπασμÝνο να ανεβεß Ýφυγε απü το μαγειριü της, η νεαρüτερη βγÞκε στα μουλωχτÜ απü την κρυψþνα της üπου εßχε πιαστεß τüσην þρα. ΠροσεχτικÜ πλησßασε στην πÞλινη γαβÜθα και οσμßστηκε το ζυμÜρι: μοσχοβολοýσε Þδη το Üτιμο!
"Μα τß τρþει Üραγε αυτÞ η γυναßκα;" αναρωτÞθηκε. Γιατß στο νου της εßχε Þδη αρχßσει να σκÝφτεται διÜφορους συνδιασμοýς διατροφÞς, που ενδεχομÝνως Ýδινε αυτü το εξαιρετικü Üρωμα στο τελικÜ αποτÝλεσμα Δεν τüλμησε να το αγγßξει, Þδη το δÝος της παραÞταν μεγÜλο κι εξÜλλου δεν Þταν στ' αλÞθεια κακüς Üνθρωπος, δεν Þθελε να χαλÜσει τον κüπο της Üλλης.
ΕπÝστρεψε σπßτι της σκεφτικÞ, μα δεν εßπε λÝξη σε κανÝνα. 'Αρχισε üμως να επιδßδεται στην πρακτικÞ αυτÞ. Την πρþτη φορÜ δε φÜνηκε να προσÝχει κανεßς τßποτα, απü το ψωμß üμως που Ýφτιαξε η ßδια δεν Ýμεινε οýτε ψιχουλÜκι, Ýγινε ανÜρπαστο! ΕυχαριστημÝνη Üρχισε να πειραματßζεται και σε λßγο διαπßστωσε üτι ανÜλογα το τι εßχε βÜλλει στο στüμα της πριν, το ζυμÜρι της Ýπαιρνε εκπληκτικÝς μυρωδιÝς και το ψωμß της εßχε την ιδιüτητα να ευφραßνει και να παρηγορεß. ΕνθουσιασμÝνη αλλÜ και περßφοβη, Üρχισε να προσÝχει να μην ζυμþνει Üμα η ßδια Þταν Üρρωστη Þ δυστυχισμÝνη, γιατß τüτε το ψωμß της γινüταν πικρü κι üποιος το' τρωγε αρρþσταινε.
Μα το εκπληκτικüτερο απ' üλα, αυτü που Ýκανε τη δικÞ της καρδιÜ να πετÜ και το κορμß της να πÜλλεται Þταν üτι ο Üντρας της δεν εßχε μÜτια γι' Üλλη και μÜλιστα üλο και παρÜταγε το καφενεßο για να εßναι κοντÜ της üσο πιο πολý γινüταν.
Μια μÝρα, καθþς πÞγαινε προς την εκκλησßα του χωριοý εßδε απü απÝναντι την Üλλη γυναßκα, τη μαγεßρισσα, να Ýρχεται. ¼ταν διασταυρþθηκαν τα βÞματÜ τους, η Üλλη της χαμογÝλασε και σα να της Ýκλεισε το μÜτι αδιüρατα. Η νεüτερη τüτε Ýνιωσε μια μεγÜλη ανακοýφιση. ΚατÜλαβε üτι η Üλλη γυναßκα Þξερε το μυστικü της, ενδεχομÝνως μÜλιστα να την εßχε πÜρει εßδηση üταν εκεßνη εßχε παραφυλÜξει, αλλÜ üτι δε θα Ýλεγε κουβÝντα σε κανÝνα. Για πρþτη φορÜ μετÜ απü μÞνες Ýνιωσε λιγÜκι να χαλαρþνει. ΧÜιδεψε ελαφρÜ την κοιλßτσα της που εßχε αρχßσει Þδη να φουσκþνει κι αυτÞ σα ζυμαρÜκι, χαμογÝλασε και συνÝχισε το δρüμο της ανÜλαφρα...
Σε λßγους μÞνες θα εßχε να ετοιμÜσει κÜτι καλýτερο ακüμα για τον Üντρα της...