Βιογραφικü
Η Διδþ ΠαππÜ-Σωτηρßου γεννÞθηκε στο Αúδßνι, μια κοσμοπολßτικη πüλη της ΜικρÜς Ασßας, üπου ζοýσαν αρμονικÜ Εβραßοι, ΑρμÝνιοι Τοýρκοι. Και üμως, τßποτα δεν προδßκαζε στο πανÝμορφο χωριü ΚιρκιντζÝς του Αúδινßου, αυτü που Ýμελλε να ακολουθÞσει. και σýντομα θα ξεδιπλþσει τον ενδιαφÝροντα, αλλÜ και βαθιÜ φιλÜνθρωπο χαρακτÞρα της. ΜικρÞ απολÜμβανε τις βüλτες στη πüλη, üπου παρατηροýσε τις συνÞθειες των Τοýρκων και τις καμÞλες που κυκλοφοροýσαν στους δρüμους. Κüρη μιας κατÜ το Þμισυ, μικρασιατικÞς οικογÝνειας θα ακολουθÞσει διαφορετικÞ επαγγελματικÞ πορεßα απü αυτÞ της οικογÝνειας, γιατß πολý απλÜ, αυτü της πρüσταξε η μοßρα και το προσωπικü της καθÞκον. ¹ταν Ελληνßδα συγγραφÝας, δημοσιογρÜφος κι αντιστασιακÞ ενταγμÝνη στο αριστερü κßνημα. Το πραγματικü της üνομα Þταν Διδþ ΠαππÜ, αλλÜ Ýγινε γνωστÞ με το επßθετο του συζýγου της, του καθηγητÞ ΠλÜτωνα Σωτηρßου. ΠολυδιαβασμÝνη, πολυμεταφρασμÝνη, πολυαγαπημÝνη συγγραφÝας, αλλÜ κυρßως πρωταγωνßστρια σε üλα τα γεγονüτα που σημÜδεψαν τον ελληνισμü, κι üχι μüνο, τον 20ü αι., τον οποßο καλωσüρισε αλλÜ και πρüλαβε να αποχαιρετÞσει. Μιλþντας η ßδια για τον μπαρουτοκαπνισμÝνο αυτü αιþνα, εξομολογεßται üτι της Üφησε την πικρßα üτι δεν κατÜφερε ν' αλλÜξει τη ζωÞ μας. .¼πως εßχε αναφÝρει, "δεν Þμουν η συγγραφÝας που μÜζεψε πληροφορßες απü ιστορικÜ γεγονüτα που εßχαν γρÜψει Üλλοι, αλλÜ τα Ýζησα στο πετσß μου". ¼πως Ýλεγε, η αντßσταση Þταν η πρþτη φορÜ που οι πρüσφυγες Ýγιναν Ýνα με τους υπüλοιπους ¸λληνες. Ο Νßκος ΜπελογιÜννης, που Þταν σýντροφος της αδερφÞς της κι η ΗλÝκτρα Αποστüλου, Þταν πρüσωπα που επηρÝασαν το Ýργο της.
ΓεννÞθηκε 18 ΦλεβÜρη 1909 στο Αúδßνι της Μ. Ασßας κι Þταν μεγαλýτερη αδελφÞ της ¸λλης ΠαππÜ. Ο πατÝρας της, ΕυÜγγελος ΠαππÜς, γεννημÝνος στη ΜικρÜ Ασßα, Þταν ιδιοκτÞτης εργοστασßου σαπουνοποιÀας με καταγωγÞ απü τα ΚαλÜ ΝερÜ Βüλου, ενþ η μητÝρα της, η ΜαριÜνθη Παπαδοποýλου καταγüταν απü τη Ρüδο. Απü μικρÞ λÜτρευε τον τüπο της και εκτιμοýσε αφÜνταστα τις απüκρυφες ομορφιÝς και τα μυστικÜ του. Εξερευνοýσε τις κορυφÝς των δÝντρων, τα λιοτρßβεια, τα βουνÜ, την αγορÜ, προσπαθοýσε να ρουφÞξει üση ζωÞ και φýση μποροýσε. Οýσα φυσιολÜτρης, αλλÜ και Üτακτο παιδß -üπως θα παραδεχτεß αργüτερα- χανüταν απü την οικογÝνειÜ της για þρες. Το 1919 η οικογÝνειÜ της εγκαταστÜθηκε στη Σμýρνη κι εγκαταστÜθηκε σε Ýνα κτßριο, üπου παλαιüτερα στεγαζüταν το Αιγυπτιακü Προξενεßο. Η Διδþ ερεýνησε τα παρατημÝνα Ýγγραφα των Αιγυπτßων κι απü τüτε δεν σταμÜτησε ποτÝ να μελετÜ τα γεγονüτα που απασχολοýσαν τον τüπο. Σε ηλικßα 10 ετþν εßχε δημιουργÞσει Ýναν σýλλογο και μοßραζε φαγητü σε ζητιÜνους και τüτε Þρθε σε επαφÞ με τη δημοσιογραφßα, καθþς Ýνας δημοσιογρÜφος, που βρισκüταν στη Σμýρνη της πÞρε συνÝντευξη.
Η οικογÝνεια της Þταν εýπορη κι οι επαφÝς του πατÝρα της με τη καλÞ κοινωνßα Þταν η αιτßα που πληροφορÞθηκαν Ýγκαιρα τη μεγÜλη καταστροφÞ του ελληνικοý στρατοý και πρüλαβε να φýγει απü τη Σμýρνη με τους θεßους της. Το 1919, πριν την απüβαση των ελληνικþν στρατευμÜτων, μετακομßζει με την οικογÝνειÜ της στη Σμýρνη, στο κτßριο üπου στεγαζüταν το πρþην Αιγυπτιακü Προξενεßο. Το δαιμüνιο αßσθημα της αναζÞτησης και της περιÝργειας την οδηγεß στην εýρεση κρυμμÝνων αιγυπτιακþν εγγρÜφων. ΑυτÞ Þταν η αρχÞ μιας μακρüχρονης μελÝτης των γεγονüτων που σημÜδεψαν τον τüπο της. Σε ηλικßα μüλις δÝκα ετþν, με Ýντονο το αßσθημα της δοτικüτητας, της φιλανθρωπßας και της καλοσýνης θα δημιουργÞσει Ýναν σýλλογο, þστε να προσφÝρει φαγητü και φροντßδα στους ζητιÜνους της περιοχÞς, γεγονüς που δε θα περÜσει απαρατÞρητο. Λßγο καιρü μετÜ, θα δþσει την πρþτη της συνÝντευξη. Το 1922 Þρθε στον ΠειραιÜ σαν πρüσφυγας κι Ýζησε απü κοντÜ το μÝγεθος της καταστροφÞς. ΠλÝον δεν Þταν το πλουσιοκüριτσο και δεν εßχε τις προηγοýμενες ανÝσεις. ¼πως üλοι οι πρüσφυγες Þρθε αντιμÝτωπη με την πεßνα, τις αρρþστιες, αλλÜ και το εχθρικü κλßμα απü τους ντüπιους. ΜετÜ απü λßγο καιρü κατÜφεραν να ορθοποδÞσουν.
Κατüπιν εγκαταστÜθηκε οικογενειακþς στην ΑθÞνα, τελεßωσε το σχολεßο, -ευτýχησε να Ýχει ως καθηγητÝς τον πεζογρÜφο Κþστα Παρορßτη (ΣουρÝα) και την ποιÞτρια Σοφßα ΜαυροειδÞ-ΠαπαδÜκη-, μετÜ ΠανεπιστÞμιο σπουδÜζονυας γαλλικÞ φιλολογßα, συνεχßζοντας τις σπουδÝς της στη Σορβüνη στο Παρßσι. Εκεß συνδÝθηκε στενÜ με τους ΑντρÝ Μαλρþ κι ΑντρÝ Ζιντ και γενικÜ Þρθε σ επαφÞ με τη διανüηση και γνþρισε σημαντικÝς προσωπικüτητες της εποχÞς. Με το τÝλος των σπουδþν της επÝστρεψε στην ΕλλÜδα και ξεκßνησε να γρÜφει Üρθρα για ζητÞματα που απασχολοýσαν την κοινωνßα. ¸γινε ανταποκρßτρια στο εξωτερικü, üπου Þρθε σε επαφÞ με το κßνημα της ΑριστερÜς και με σημαντικοýς ΓÜλλους ιδεολüγους.. ¹ταν η θεßα της ¢λκης ΖÝη, για την οποßα υπÞρξε πρüτυπο. Δþρισε το σπßτι της στην οδü Κοδριγκτþνος, απÝναντι απü το Πεδßον του ¢ρεως, που ανÞκε σε κεßνη και τον κουνιÜδο της Νßκο ΜπελογιÜννη, στο υπουργεßο Πολιτισμοý. Η παραχþρηση Ýγινε με τον üρο να εßναι διÜ παντüς τα γραφεßα της Εταιρεßας ΕλλÞνων ΣυγγραφÝων, της οποßας υπÞρξε ιδρυτικü μÝλος. ΜÝχρι το θÜνατü της νοßκιαζε Ýνα διαμÝρισμα στη περιοχÞ ΖωγρÜφου.
Το 1933 αποφασßζει να παντρευτεß τον μεγÜλο της Ýρωτα, τον καθηγητÞ ΠλÜτωνα Σωτηρßου κι εκτüς της αμÝριστης αγÜπης του θα κρατÞσει και το επþνυμü του. Δε θα αποκτÞσουν ποτÝ παιδιÜ, αλλÜ η Σωτηρßου παρÝμεινε στο πλευρü του Üνδρα της μια ολüκληρη ζωÞ κι αφιÝρωσε 8 χρüνια, εγκαταλεßποντας οποιαδÞποτε Üλλη ασχολßα ακüμα και τη λατρεßα της, τη λογοτεχνßα, για να του συμπαρασταθεß στην αρρþστια που αντιμετþπισε. Λßγο πριν αποχωρÞσει κρατþντας του το χÝρι τον ρþτησε: "ΠλατωνÜκι μου, πÝρασες ωραßα κοντÜ μου"" Εκεßνος της απÜντησε: "Εßναι να το ρωτÜς…" ¸φυγε το 1985 Ýπειτα απü 52 χρüνια κοινÞς ζωÞς. Το 1935 ταξιδεýει στη Γενεýη για το συμβοýλιο της Κοινωνßας των Εθνþν ως αντιπρüσωπος της ΕλλÜδας. Εκεß θα γνωρßσει και την ΑλεξÜνδρα ΚολοντÜι, σýντροφο του ΛÝνιν, ενþ το 1945 θα βρεθεß στο ιδρυτικü συνÝδριο της ΔημοκρατικÞς Ομοσπονδßας γυναικþν στο Παρßσι.
Το 1936 Üρχισε να εργÜζεται ως δημοσιογρÜφος σε διÜφορα Ýντυπα και ως ανταποκρßτρια του περιοδικοý ΝÝος Κüσμος της Γυναßκας στο Παρßσι. Τη περßοδο της ΚατοχÞς Ýγινε αρχισυντÜκτρια στο ΡιζοσπÜστη και δοýλευε παρÜνομα στον Υμηττü. Τüτε γνωρßστηκε με την ΗλÝκτρα Αποστüλου, που εκτελÝστηκε απü τους Γερμανοýς το 1944 για την αντιστασιακÞ της δρÜση κι Üλλες üπως η ΜÝλπω Αξιþτη, η ¸λλη Αλεξßου, η (αδελφÞ της) ¸λλη ΠαππÜ, η Τιτßκα Δαμασκηνοý κι Üλλες τολμηρÝς γυναßκες πÞραν μÝρος στην αντßσταση.. Το 1944 Ýγινε επßσημα αρχισυντÜκτρια του ΡιζοσπÜστης, üπου κι ασχολÞθηκε με τη κÜλυψη και τον σχολιασμü των εξωτερικþν γεγονüτων. Το ΝοÝμβρη του 1945 εκπροσþπησε την ΕλλÜδα μαζß με τη Χρýσα Χατζηβασιλεßου στο ιδρυτικü συνÝδριο της Παγκüσμιας ΔημοκρατικÞς Ομοσπονδßας Γυναικþν στο Παρßσι. ΔιαγρÜφηκε το 1947 απü το ΚΚΕ με την αιτιολογßα üτι δεßλιασε λüγω της αστικÞς της καταγωγÞς γιατß ενþ μποροýσε να πÜει στην Ýδρα του Δ.Σ.Ε στα πλαßσια της συμμετοχÞς της στην επιτροπÞ του Ο.Η.Ε που πÞγαν να συναντÞσουν τον ΜÜρκο ΒαφειÜδη, δÞλωσε Üρρωστη και δε πÞγε, καθþς κι επειδÞ Ýγραψε δημοσιογραφικü κεßμενο για την μετÜβαση της ΕλλÜδας απü την ΑγγλικÞ ζþνη επιρροÞς στην ΑμερικÜνικη. Παρüτι η οικογÝνεια της τη προÝτρεψε να φýγει στο εξωτερικü, παρÝμεινε στην ΕλλÜδα και βßωσε τα γεγονüτα απü πρþτο χÝρι. "Εßδα κομμÝνα δÝντρα που μÜχονταν ν’ ανθßσουν μÝσα σε σκοτεινοýς τÜφους. Εßδα πληγωμÝνα θεριÜ που παλεýανε ßσαμε την ýστατη πνοÞ τους να ζÞσουνε. Μα σαν τη βουλÞ τ’ ανθρþπου να παλεýει για τη ζωÞ, δε γνþρισα Üλλη". ΜατωμÝνα Χþματα.
ΜετÜ τον Εμφýλιο συνεργÜστηκε με το περιοδικü Επιθεþρηση ΤÝχνης και την εφημερßδα Η ΑυγÞ χρησιμοποιþντας το ψευδþνυμο Σοφßα ΔÝλτα. ΔιετÝλεσε επßσης αρχισυντÜκτρια στο περιοδικü Γυναßκα κι επιστημονικÞ συνεργÜτρια στα περιοδικÜ Γυναικεßα ΔρÜση και ΚομμουνιστικÞ ΔρÜση δημοσιεýοντας επιφυλλßδες, χρονογραφÞματα και διηγÞματα. Οι περιπÝτειες του ελληνισμοý, η προσφυγιÜ, ο πüλεμος του ’40, η αντßσταση και ο εμφýλιος σημÜδεψαν τη ζωÞ της και ξεκßνησε να γρÜφει βιβλßα. Το 1ο της μυθιστüρημα με τßτλο Οι Νεκροß ΠεριμÝνουν κυκλοφüρησε το 1959. Τα Ýργα της Ýχουν μεταφραστεß σε πολλÝς γλþσσες. Το μυθιστüρημÜ της ΜατωμÝνα Χþματα Ýχει κυκλοφορÞσει σε περισσüτερα απü 400.000 αντßτυπα. Εν συνεχεßα εξÝδωσε το μοναδικü της δοκßμιο Η ΜικρασιατικÞ ΚαταστροφÞ κι η στρατηγικÞ του ιμπεριαλισμοý στην ΑνατολικÞ Μεσüγειο (1975), Η Σωτηρßου συμμετεßχε ενεργÜ στους πολιτικοýς και κοινωνικοýς αγþνες της χþρας μÝσα απü τις τÜξεις της αριστερÜς. Δεν εργÜστηκε ποτÝ ως καθηγÞτρια, γιατß αφοσιþθηκε στη δημοσιογραφßα και στη λογοτεχνßα. ΤÝλος, ταξßδεψε σε πολλÝς χþρες δημοσιεýοντας τις εντυπþσεις της.
"Το γρÜψιμο εßναι το οξυγüνο που αναπνÝω", Ýλεγε η Διδþ σε συνεντεýξεις της. Το γρÜφει και σε Ýνα σημεßο σ’ αυτü το βιβλßο, και üποιος την εßχε γνωρßσει απü κοντÜ το διαπßστωνε καθημερινÜ. Μποροýσε να ξυπνÞσει στις δυüμισι τη νýχτα και να πÜρει στυλü να γρÜψει κÜποιες σκÝψεις. Μποροýσε üμως η Ýμπνευση να Þταν και για Ýνα ολüκληρο κεφÜλαιο, οπüτε καθüταν μÝχρι να φτÜσει μεσημÝρι και τüτε Ýπρεπε να ετοιμÜσει το φαγητü. Σημεßωνε σε ü,τι υπÞρχε πρüχειρο -μπορεß να Þταν κανονικü χαρτß, μπορεß να Þταν και ο φÜκελος του λογαριασμοý του ΟΤΕ. Καθüλου περßεργο λοιπüν που το αρχεßο της εßναι απü τα μεγαλýτερα, ßσως το μεγαλýτερο, απü üσα βρßσκονται στο ΕΛΙΑ.
Το 2001 η Εταιρεßα ΕλλÞνων ΣυγγραφÝων καθιÝρωσε προς τιμÞν της το βραβεßο Διδþ Σωτηρßου, που απονÝμεται σε ξÝνο Þ ¸λληνα συγγραφÝα που με τη γραφÞ του αναδεικνýει την επικοινωνßα των λαþν και των πολιτισμþν μÝσα απü τη πολιτισμικÞ διαφορετικüτητα. Τα περισσüτερα Ýργα της Ýχουν μεταφραστεß σε πολλÝς γλþσσες, ενþ η λογοτεχνßα της διακρßνεται για το ρεαλισμü, την απλüτητα, τη δραματικÞ αφÞγηση και τον αδρü δημοτικü λüγο της. Προς τιμÞν της, επßσης, πολλÝς οδοß, σχολεßα και βιβλιοθÞκες φÝρουν το üνομÜ της στην ΕλλÜδα.
Βραβεßα που Ýχει κερδßσει :
Βραβεßο ΕλληνοτουρκικÞς Φιλßας Αμπντß Ιπεκτσß (1983)
Βραβεßο ΕλληνοτουρκικÞς Φιλßας Αμπντß Ιπεκτσß (1985)
Ειδικü Κρατικü Βραβεßο Λογοτεχνßας (1989)
Βραβεßο της Ακαδημßας Αθηνþν (1990)
Βραβεßο του Ελληνικοý Ινστιτοýτου της Αγγλßας (1993)
Βραβεßο απü τον πρüεδρο ελληνικÞς δημοκρατßας ΚωστÞ Στεφανüπουλο με το παρÜσημο του Χρυσοý Σταυροý του ΤÜγματος της ΤιμÞς (1996)
Βραβεßο απü τον τüτε πρüεδρο της γαλλικÞς δημοκρατßας ΖÜκ ΣιρÜκ με το παρÜσημο Commandeur De l'Ordre Du Merite
ΕΡΓΑ:
Οι νεκροß περιμÝνουν (1959)
ΗλÝκτρα (1961)
ΜατωμÝνα χþματα (1962)
Η ΜικρασιÜτικη ΚαταστροφÞ και η στρατηγικÞ του ιμπεριαλισμοý στην ΑνατολικÞ Μεσüγειο (1975)
ΕντολÞ (1976)
ΜÝσα στις φλüγες (1978)
ΕπισκÝπτες (1979)
Κατεδαφιζüμεθα (1982)
Τρßα θεατρικÜ και Ýνας μονüλογος (1995)
Τυχαßο συναπÜντημα και Üλλες ιστορßες (2004)
Τα πρþτα βÞματα του Ψυχροý ΠολÝμου (2008)
Τα παιδιÜ του ΣπÜρτακου (2011)
Ταξßδι χωρßς ΕπιστροφÞ (2011)
===================
H MÜνα Του ΑγωνιστÞ
¸να μÞνα τον βασÜνιζαν τον ΖÞση στην οδü ΜÝρλιν. Η μÜνα του τριγυρνοýσε ολομερßς εκεß γýρω μ’ Ýνα τενεκεδÜκι φαγητü, μια κουβÝρτα και μιαν αλλαξιÜ ροýχα. "Απαγορεýεται", της λÝγαν, "Φερμπüτεν"! Μα κεßνη δεν το ’παιρνε απüφαση. Και ξαναγýριζε την Üλλη μÝρα, και σερνüτανε στα σκαλοπÜτια της ΓκεστÜπο βυθισμÝνη στις σκÝψεις της: "ΚÜπου εδþ θα πÜτησε και το παιδÜκι μου. Πßσω απ’ αυτÜ τα παρÜθυρα θ’ ανασαßνει…".
Μια μÝρα δÝχτηκαν ροýχα και φαγητü. Η κυρßα Χαρßκλεια αναθÜρρεψε: Δεν χÜθηκαν ακüμα üλες οι ελπßδες, üχι δε χÜθηκαν. ¹θελε τüσο να ελπßζει! Πßστευε κÜθε πληροφορßα, φτÜνει να ’ταν αισιüδοξη. Της λÝγαν : "Δεν θα εκτελεστεß αυτÞ η φουρνιÜ, γιατß…". "Τα γιατß" Þταν παρÜλογα. Μα η καρδιÜ τÞς μÜνας τα μÜζευε, τα ταχτοποιοýσε και κει πÜνω στÞριζε τη δýναμη της αντοχÞς της. "Εßναι και αυτÞ η υγρασßα εκεß στα υπüγεια ¯ Ýλεγε μÝσα της. Θα του κÜνει κακü στο κομμÝνο πüδι του και στα τρυπημÝνα πνευμüνια του". Και σκιαζüταν την υγρασßα την þρα που τα πυρωμÝνα σßδερα, τα στεφÜνια και τα συρματüσχοινα των βασανιστþν, του σακÜτευαν το κουτσουρεμÝνο του κορμß.
¹ταν τραγικü να ξÝρεις τη βαριÜ μοßρα του ΖÞση και να την ακοýς ν’ αναρωτιÝται: "Να το πÞρε το παιδß το μαγειρεμÝνο φαγÜκι που του ’στειλα; Να του Üρεσε που τηγÜνισα πατÜτες; Αχ ! Να φÜει λßγο να στηλωθεß…" Και θυμüταν την ευτυχισμÝνη μÝρα, που ο ΖÞσης της Ýφερε για πρþτη φορÜ στο τραπÝζι τη Νιüβη. "¸λα να δεις τι νüστιμα μαγειρεýει η μÜνα μου, της εßπε. ¼ταν θα παντρευτοýμε δε θα πρÝπει να της αναθÝσουμε την κουζßνα, γιατß θα μας μεταβÜλει σε κοιλιüδουλους". Κ’ ýστερα σιγüκλαιγε κι Ýλεγε, σπαραχτικÜ. "ΖÞση, ΖÞση μου, παλικÜρι μου ! Μ’ ακοýς; Πως περνÜς, παιδß μου, κλειδωμÝνο σ’ αυτüν τον ¢δη με τους κτηνανθρþπους, τους σταυρωτÞδες, τους αντßχριστους; Θε μου! ΠροστÜτετεψÝ το ! Σþσε το".
¹ταν φορÝς που την παρÜσερνε ο εσωτερικüς της μονüλογος, κι Ýφτανε ως τη μýτη του σκοποý. Γýριζε τüτε και κοßταζε τον ξÝνο στρατιþτη. Εßχε κι αυτüς ανθρþπινα χαρακτηριστικÜ, μÜτια, μýτη, στüμα, χÝρια… Εßχε κι Ýνα ωραßο κεφÜλι με χρυσÜ μαλλιÜ. Θα εßχε ßσως και καρδιÜ… Θα εßχε και κÜποια μÜνα, που θα τον περßμενε κÜπου και θα λαχταροýσε γι’ αυτüν μη της σκοτωθεß…Τι Þταν λοιπüν κεßνο που τον εμπüδιζε να καταλÜβει τις Üλλες μÜνες και τον μετÝβαλε σε κτÞνος, Ýτοιμο να πατÞσει την αρβýλα του πÜνω στα στÞθια της; " Ω, Θε μου! Θε μου! ΛυπÞσου τα παιδιÜ του κüσμου! ΛυπÞσου και το δικü μου το παιδß, που στην καρδιÜ του φýτρωσε μονÜχα η αγÜπη… ΛυπÞσου και μÝνα την ταπεινÞ σου δοýλη…"
Μια μÝρα της φþναξαν μÝσα και της δþσαν Ýνα δÝμα με ροýχα του ΖÞση. ¹ταν η πρþτη φορÜ που Ýπαιρνε κÜτι δικü του. Τ’ Üρπαξε απü τα χÝρια του δεσμοφýλακα και βγÞκε τρεχÜτη. Νüμισε πως της χÜρισαν τον ουρανü. ¸σφιγγε το μπογαλÜκι στο στÞθος της λες κι Þταν νιüγεννο μωρü. Τα δÜχτυλα της τα χÜιδευαν. ΚÜτι απü κεßνον! ΚÜτι που Ýντυσε το βασανισμÝνο του κορμß! ΚÜτι που θα ’χε το Üρωμα του… Δεν Üντεχε να περιμÝνει ως να φτÜσει στην ΚοκκινιÜ. ΣκÝφτηκε να πÜει στο Βασιλικü ΚÞπο να τ’ ανοßξει. Μα, üχι, δεν θα ’ταν φρüνιμο. ΜÜτια αüρατα και ýπουλα Þταν παντοý και κατασκüπευαν. ΘυμÞθηκε τις παλιÝς ορμÞνειες του ΖÞση… Αν της Ýστελνε κανÝνα κρυφü μÞνυμα, χωμÝνο στο γιακÜ, στα μανικÝτια; Αν Ýγραφε κÜτι σοβαρü, που Ýπρεπε να το τρÝξει στους φßλους του;
ΤρÜβηξε κατÜ τη Σüλωνος, üπου καθüταν μια ξαδÝρφη της. Τα πüδια της κÜναν φτερÜ. Χρüνια εßχε να νιþσει τÝτοια σβελτÜδα. ΑνÝβηκε τα σκαλοπÜτια της πολυκατοικßας, δßχως να λαχανιÜσει και σαν εßδε, πως λεßπαν üλοι απü το σπßτι, κÜθισε Ýξω απü την πüρτα κι Üνοιξε το δεματÜκι. Το χÝρι της Üρπαξε το πρþτο πουκÜμισο. Το φως Þταν λιγοστü, μα η αφÞ την τρüμαξε. Δεν Þταν ροýχο εκεßνο. ¹ταν κÜτι κοκαλιασμÝνο, σα να το πÝρασαν σε κοκκινüμαυρη κüλλα. Σηκþθηκε ορθÞ. Ανοιγüκλεινε τα μÜτια της, μÞπως κι Þταν δικü τους το φταßξιμο. Το ’φερε στη μýτη της πολλÝς φορÝς. Το αναποδογýρισε στα χÝρια της, τρελÞ απü αγωνßα. Πλησßασε στο φως κι εßδε αßμα. Αßμα! Αßμα! ¢ρπαξε και το δεýτερο ροýχο κι Þταν κι αυτü ματωμÝνο, σκισμÝνο. ΠÝταξε μια κραυγÞ τρüμου και λιποθýμησε.
Σα συνÞλθε μÜζεψε τα ροýχα και βÜλθηκε να τρÝχει πÜλι πßσω στην οδü ΜÝρλιν. Μα τα πüδια της δεν πÞγαιναν. Η ανÜσα της κοβüταν. Στεκüταν κÜθε λεπτü και ρουφοýσε αÝρα, μην πνιγεß απ’ τη δýσπνοια. Μουρμοýριζε σαν παραλοúσμÝνη κι Ýριχνε γýρω της αγριεμÝνες ματιÝς. ¸νιωθε την καρδιÜ της φουρτουνιασμÝνη, ετοιμοπüλεμη.
Χýμηξε πÜνω στο φρουρü που την εμπüδισε να μπει στη ΓκεστÜπο. Μοýγκριζε, Ýβγαζε αφροýς κι Üναρθρες κραυγÝς. ¸φερε στα μÜτια του ξÝνου φαντÜρου τα ματωμÝνα πουκÜμισα. Κεßνος την Ýσπρωξε. ΠαραπÜτησε κι Ýπεσε κÜτω. Σηκþθηκε κι Üρχισε να χτυπÜει με τις γροθιÝς τον απαßσιο τοßχο, που Ýκρυβε τα μαρτýρια του παιδιοý της.
¯ ΦονιÜδες! ΚαταραμÝνοι! φþναζε. Τι μου κÜνετε το παιδß μου! ΑνθρωποφÜγοι! ΠιÜστε με, λοιπüν. Δε μ’ ακοýτε που σας βρßζω; Χþστε με μÝσα! Ρßξτε μου μια σφαßρα, σκυλιÜ! Ματþστε εμÝνα, üχι αυτü, üχι!
Ο κüσμος κοντοστεκüταν. ΜÜντευε κι Ýσφιγγε τα δüντια. Μια κοπÝλα περαστικÞ, φþναζε στους διαβÜτες:
¯ ΠρÝπει να την πÜρουμε απü δω τη γυναßκα∙ θα τη συλλÜβουν.
Πλησßασε και τρÜβηξε με κüπο την κυρßα Χαρßκλεια. Της μßλησε γλυκÜ, στοργικÜ. Της εßπε πως αυτÞ θα βοηθοýσε, εκεß που πρÝπει, για να βοηθÞσουν το παιδß της. ΠÝρασε το μπρÜτσο της στο αλýγιστο χÝρι της μÜνας.
¯ ΕλÜτε, της εßπε. ΠρÝπει να φýγουμε απ’ εδþ. Δεν κÜνει να βλÝπουν τον πüνο μας. Αυτü επιζητοýν. Για αυτü σας τα δþσαν τοýτα τα ροýχα.
Η κυρßα Χαρßκλεια Üκουγε.. ¸ριχνε μικρÝς θολÝς ματιÝς στο κορßτσι. Δεν Þταν σε θÝση να καταλÜβει. Δεν Ýκλαιγε. ¸κανε βÞματα μηχανικÜ. Πατοýσε σε ματωμÝνα πουκÜμισα. Η κοπÝλα, της εßπε, πως δεν Ýπρεπε να χÜνει καιρü. ¸πρεπε να τρÝξει, να φροντßσει. Τοýτες Þταν οι μüνες κουβÝντες που κατÜλαβε.
Περνοýσαν οι μÝρες, περνοýσαν… Και η κυρßα Χαρßκλεια Ýπαιρνε συχνÜ ματωμÝνα πουκÜμισα. Μα δεν Þταν πρÜμα τοýτο να το συνηθßσει. Και μια μÝρα, βρÞκε μÝσα στην καστανιÜ με τ’ αποφαγοýδια δυο δüντια, δυο λαμπερÜ δüντια κι Ýνα κομμÜτι κρÝας, αλλüκοτο, μαυρισμÝνο ! Τüτε η γειτüνισσα, η κυρßα ΖωÞ, εßπε ψιθυριστÜ :
¯ ΚαλÝ, αυτü εßναι γλþσσα! Ανθρþπινη γλþσσα! … Θεüς φυλÜξει.
¹ταν το τελευταßο μÞνυμα του ΖÞση! Οýτε ροýχα, οýτε καστανιÜ ξαναπÞρε η κυρßα Χαρßκλεια. Οýτε και που δÝχτηκαν ξανÜ φαγητü.
¯ Τον σÞκωσαν απü δω, της εßπαν.
Το ßδιο εκεßνο βρÜδυ οι τοßχοι της ΚοκκινιÜς γÝμισαν με πελþρια συνθÞματα: "Ο ΖÞσης Δρüγας εκτελÝστηκε! Δüξα και τιμÞ στον Üξιο γιο της ΕλλÜδας!" Οι καμπÜνες στην ΚοκκινιÜ χτυποýσαν συναγερμü. Κι οι νÝοι ΖÞσηδες τρÝχαν, να πÜρουν τη θÝση του χαμÝνου αγωνιστÞ στο ταμποýρι της λευτεριÜς…