Βιογραφικü
O ΝÝστορας ΠουλÜκος γεννÞθηκε το 1983 στην ΑθÞνα και διαμÝνει εκεß. ¸χει σπουδÜσει πολιτικÝς επιστÞμες και δημοσιογραφßα, επßσης Ýχει παρακολουθÞσει μαθÞματα ιστορßας, λογοτεχνßας και κινηματογρÜφου. ΕργÜζεται ως ρεπüρτερ και κριτικüς κινηματογρÜφου σ' Ýντυπα κι ηλεκτρονικÜ μÝσα μαζικÞς ενημÝρωσης. Απü την Üνοιξη του 2008 εßναι υπεýθυνος των ψηφιακþν εκδüσεων και του περιοδικοý γραμμÜτων και τεχνþν Βακχικüν (Vakxikon, βλ. ΣυνδÝσμους μου). ΕπιπλÝον, επιμελεßται βιβλßα συνεργατþν του (λ.χ. "Ο Πρßγκιπας Αψοý", ¸ρη ΜαυρÜκη, Εκδüσεις Πολιτισμüς, 2011). ¸χει εκδþσει ποßηση, διÞγημα κι Ýχει συμμετÜσχει σε βιβλßα δοκιμßου και κριτικογραφßας.
Βιβλßα του : "Αντιξοüτητες" (Ash in Art, 2008), "ΜικρÝς ΑθηναúκÝς Ιστορßες" (Diorasis/Bang, 2008).
--------------------------------------------------------------------------------------------
ΞεχασμÝνοι Στη Πüλη
Κι üταν ξημÝρωσε, τα σþματÜ τους σα δυο μεγÜλα
ψαροκüκαλα
ξεβρασμÝνα στην üχθη ενüς καινοýριου
πρωúνοý
ΤÜσος Λειβαδßτης
Η βροχÞ Ýπεφτε δυνατÜ στις σκουρüχρωμες πλÜκες του πεζüδρομου της ΤζαβÝλα. 'Αδειος, νεκρüς απü οποιαδÞποτε αναρχικÞ ψυχÞ της περιοχÞς, χωρßς μπýρες πεταμÝνες, γυαλιÜ σπασμÝνα και καδρüνια να αιωροýνται, ο κßτρινος φωτισμüς απü τους δημοτικοýς στýλους, Ýδινε αßσθηση εγκατÜλειψης, βαθιÜς μελαγχολßας, σαθρÞς και διεφθαρμÝνης, üπως θα Ýλεγε κι ο ποιητÞς. Το γωνιακü μπαρ, στο οποßο κÜθονταν απü þρα κι Ýπιναν τα ποτÜ τους, εκεßνος ουßσκι με πÜγο κι εκεßνη λευκü κρασß, κατÝβαζε ρολÜ, Ýκλεινε για μιαν ακüμη νýχτα. Εκεßνοι, κατηφüριζαν τον πεζüδρομο αμßλητοι, πιασμÝνοι αγκαλιÜ, με τα κεφÜλια κατεβασμÝνα.
ΠρωτοχρονιÜ στην πüλη που αγÜπησαν και που μισÞθηκαν απü τους ανθρþπους, μυαλÜ Üρρωστα, σακατεμÝνα απü τη μιζÝρια του üχλου, την κακομεταχεßριση της μÜζας. Ρατσισμüς, πüλεμος, μßσος οδηγοýν στην απüγνωση, στον εξευτελισμü, στην αυταπÜτη της ευτυχßας, που ποτÝ δεν Ýρχεται, μα εßναι πÜντα μπροστÜ τους. ΙλαροτραγικÜ αποφθÝγματα ζωþν λιωμÝνων απü τη λÜβα του ηφαιστεßου της Üψυχης ανÜγκης για λεφτÜ, ζωÞ, επιτυχßα. Αναγνþριση και ματαιοδοξßα οδÞγησαν την καρδιÜ τους στην ανÜγκη της φυγÞς, της διαφυγÞς απü σýμπαντος κüσμου.
Μιλοýσαν για üλα αυτÜ þρες ολüκληρες, πßνοντας, καπνßζοντας, βρßζοντας, ευνουχßζοντας τον εαυτü τους. ΕρωτευμÝνοι χρüνια, παραδομÝνοι στο πÜθος της συνεýρεσης, στον πüθο της αγÜπης, στο θÝλω τους ο Ýνας για τον Üλλον, πιÜνονταν, φορÝς, χÝρι χÝρι και προχωροýσαν στο δρüμο, προτÜσσοντας τα στÞθη τους, Ýτοιμοι να αντιμετωπßσουν, üποιον τολμοýσε να τους σταθεß εμπüδιο στην ολοκλÞρωση της ευτυχßας τους. Σ' αυτοýς που θα τολμοýσαν να τους χωρßσουν με τον Ýνα Þ με τον Üλλο τρüπο. Διψοýσαν να ζÞσουν αιþνες ολüκληρους, αγκαλιασμÝνοι, αποστασιοποιημÝνοι απü τον κüσμο, παραδομÝνοι στο Üγνωστο εμεßς, ακοýγοντας αγαπημÝνες μουσικÝς, βλÝποντας καουμπüικες ταινßες, που ο καλüς εßναι τελικÜ κακüς, αλλÜ και ευαßσθητος, πεισματÜρης και ονειροπüλος.
«¼σο ζω θα επιμÝνω να ερωτεýομαι», Ýγραψαν με κüκκινο σπρÝι στον τοßχο ΤζαβÝλα και ΜπενÜκη γωνßα κι Ýφυγαν τρÝχοντας προς Üγνωστη κατεýθυνση.
Στην ΙωÜννα
Οßστρος
ΠοτÝ δε θα ξαναμιλÞσω γιατß üσα κι αν εßπα
η αλÞθεια Þταν κρυμμÝνη, η αγÜπη χαμÝνη,
κι εγþ εδþ...
Η ψυχÞ μου μια θÜλασσα παραδομÝνη στην Üβυσσο
της θλßψης, του πüνου, της θýμησης και της ανÜγκης.
¼λα γýρω μου τελειωμÝνα, τυλιγμÝνα
σ' Ýνα τρομακτικü χορü απü μυρωδιÜ βαλς και θανÜτου.
Η ýπαρξÞ μου μια σκιÜ -μια ρωγμÞ στο χρüνο,
αναβλýζουν στιγμÝς γλυκιÜς μελαγχολßας.
Το βλÝμμα μου μια ουρÜνια Ýκρηξη στο γαλαξßα,
üπου η ενοχÞ μπαßνει μÝσα μου και με διαγρÜφει.
¼λα αυτÜ θυμßζουν üσα αισθÜνομαι.
ΤελικÜ δεν εßναι τßποτα Üλλο παρÜ μüνο σκüνη.
Η φωνÞ μου μια ξεκοýρδιστη τρομπÝτα
παρασÝρνει τα εßδωλα της νýχτας.
Η θÜλασσα μου, ο πüνος μου, η θλßψη μου,
ο χορüς και ο θÜνατüς μου
εßναι üλα Üθλιοι ιππüτες στο μπαρ της παραφορÜς.
Και απορþ με τη θλßψη μου,
τις Üρρωστες κραυγÝς της ψυχÞς μου.
ΠαραδομÝνης σε εικüνες μαγικÝς, τüπους σκοτεινοýς,
ιδεατοýς, νεκροýς απü τις ζωÝς εκεßνων που τüλμησαν.
Ακοýστε Üνθρωποι! ΠατÜω στη γη και ονειρεýομαι,
ακοýω τον πüνο μου και κραυγÜζω στßχους γοεροýς.
ΣιωπÞ στο μπαρ θα πÝσει σαν θα μπω
ΑλαλÜζοντας ινδιÜνικους ψαλμοýς, χορεýοντας τσιγγÜνικους Þχους.
Εωθινü θα 'ναι το μονοπÜτι που θα διαβþ
μια νýχτα που αστροφÝγγει ψÝματα η θÜλασσα.
Ασθμαßνοντας θÜνατο θα βρωμßσω
τις κÜμαρες των παιδιþν σας, τις εκκλησßες των στιγμþν σας.
Κι επßμετρο θα γρÜψω πÜνω στον τÜφο μου:
"Μη φωνασκεßτε, θα ξυπνÞσω"!
Θεσσαλονßκη, 25/11/07
ΤÜσος ΡÞτος/Κατερßνα Καντσοý/Ν. ΠουλÜκος
ΖÝστη Ανυπüφορη
Τα μÜτια σου αντßκρυσα
τη φωνÞ σου Üκουσα
Απογειþθηκα
ΔÜκρυα κýλησαν
στα βλÝφαρÜ σου μÜτωσαν
τα χÜδια μου
Και σου αφηγÞθηκα
μια ιστορßα πÜθους
πριγκÞπισσα εσý
κι ο βομβιστÞς της καρδιÜς σου
ο ιδανικüς Ýρωτας
ΧαμογελÜς
δε θα σε δω Üλλο
πεθαßνω
"σ' αγαπþ"
στην Üμμο γραμμÝνο.
*
Καταθλιπτþ
τις þρες και τις μÝρες
τα üσα πÝρασες μαζß μου
αγÜπη μου
πονþ να σε βλÝπω
να σε ακοýω να σπαρÜζεις
να υποφÝρεις
κι εγþ να στÝκομαι
σα τßποτα
στο χÜος του μυαλοý σου
μπρος στα μÜτια μου
ο πüνος σου
ψυχοýλα μου
μανιασμÝνη αρρþστια η ζωÞ μου
μακριÜ σου
και σ' Ýνα βÜραθρο
πετþ
τα νιÜτα μου
σα λεßπεις
μωρü μου
υποσχÝσου με το γυρισμü σου
Ýρωτα
και χαμüγελο εωθινü
με ευωδιÜ γιασεμιοý
για να γιατρευτþ
χωρßς εσÝνα δε μπορþ
και το ξÝρεις
μικροýλα μου
τη κατÜθλιψη σου σπÜζω
και τα χÝρια μου σκßζονται
απü τα κομμÜτια της
αßμα στÜζει
χýνεται
εξαφανßζεται
νικÞσαμε το θÜνατο
της ευτυχßας μας.
εßδες;
ΙωÜννα, Ω! ΞαφνικÝ Mου ¸ρωτα
Καθþς θα βλÝπω το αεροπλÜνο να προσγειþνεται στον αεροδιÜδρομο, εκεßνο το μακρινü απομεσÞμερο της 'Ανοιξης, θα σ' Ýχω στο μυαλü μου, Ýτσι στα σκοýρα ντυμÝνη, με τα ερωτικÜ σου μαýρα μÜτια, τα Ýντονα φρýδια να σου δßνουν μορφÞ ιÝρειας, τ' ανÝμελα μαλλιÜ σου να μπλÝκονται με θρÜσος στο λευκü προσωπÜκι, το Üβαφο, το ατημÝλητο Ýτσι üπως το λÜτρεψα απü τη πρþτη στιγμÞ. Θα σκÝφτομαι να μου χαμογελÜς απü μακριÜ, θα τρÝξεις να με αγκαλιÜσεις, θα μου διηγηθεßς ιστορßες απü την Ουρουγοýαη κι εγþ θα σε κοιτÜω μüνο, θα σ' ερωτεýομαι üλο και πιο πολý! Τα χÝρια σου θα μου χαúδεýουν τα μαλλιÜ, θα μ' αγκαλιÜσεις, θα σ' αγκαλιÜσω, θα με φιλÞσεις, θα σε φιλÞσω με πÜθος, üπως ο Δρ. ΣτÞβεν την 'Αννα υπü τους Þχους της μελωδßας του ΠρÜισνερ στο «Μοιραßο ΠÜθος» που τüσο σου αρÝσει. Θα μου πιÜσεις το χÝρι, θα σε κοιτÜζω ακüμα. Θα μου πεις "σε λατρεýω", θα ριγεß το κορμß μου, η καρδιÜ μου θα πÜλλεται, θα τρÝχω και θα φωνÜζω τ' üνομÜ σου. Θα 'ρθεις κοντÜ μου, θα εßμαστε μαζß για καιρü, στο κρεβÜτι του δωματßου με τις γρßλιες, με θÝα τον Λυκαβηττü, θα σου αναλýω τη θεωρßα των ενωμÝνων κορμιþν, τι Üλλο θα θÝλουμε; Ευτυχßα θα 'ναι αυτü!
«¸ρωτας εßναι ο χωροχρüνος μετρημÝνος απü την καρδιÜ. ΜαρσÝλ Προυστ», Ýγραφε το περιτýλιγμα της σοκολÜτας, που της Ýδωσε κεßνο το βροχερü απüγευμα του ΜÜρτη. Ο Τζο εßχε ερωτευτεß την ηρωÀδα του Πüε, την αγαπημÝνη του Λυγεßα. Μοιραßο το τÝλος της σε κεßνο το μικρü διÞγημα του αμερικανοý ποιητÞ του 19ου αιþνα, μοιραßα και για κεßνον η σχÝση τους. Εκεßνη του χαμογÝλασε και τον αγκÜλιασε. "Τι τρυφερü!" σκÝφηκε ψιθυριστÜ. ΠÞγαν αμÝσως στο κρεβÜτι. ΚÜτσαν εκεß üλο το βρÜδυ. Ξημερþματα ο Τζο, ανακαθισμÝνος στην Üκρη του κρεβατιοý, γυμνüς, με την Λυγεßα δßπλα του να κοιμÜται τüσο γλυκÜ, κοιτÜζει το ξÝφωτο του ουρανοý, που μπαßνει απü τις σχισμÝς του κλειστοý παραθýρου. ΣκÝφτεται, θυμÜται και συνÜμα ονειρεýεται...
¹ταν απüγευμα ΣαββÜτου. Στο Üναρχο σαλüνι λßγοι φßλοι μαζεμÝνοι συζητοýν, κÜπως καταπονημÝνοι απü τη κραιπÜλη της προηγοýμενης νýχτας. Στα πüδια του Τζο εßναι ξαπλωμÝνη η Λυγεßα. Μια νÝα, üμορφη, ταλαντοýχα κοπÝλα γεμÜτη δßψα για ζωÞ, για Ýρωτα, για ποßηση και λογοτεχνßα. Την εßχε ερωτευτεß αμÝσως. Μια κουβÝρτα τους σκεπÜζει, κουκουλþνονται, πειρÜζονται, φιλιοýνται κÜπως φοβισμÝνα. Χαμογελοýν, ξεκινÜ το παιχνßδι λοιπüν.
Εκεßνη στην Üκρη του παραθýρου κοιτÜζει τον πολýβουο δρüμο, τα αμÜξια περνοýν, καπνßζει, δε χαμογελÜ. Εßναι γυμνÞ. Το κρεβÜτι ξÝστρωτο. ΑναποδογυρισμÝνα τα μαξιλÜρια. "Σε λατρεýω", της λÝει στο αφτß. Την αγκαλιÜζει. Καπνßζει απü το τσιγÜρο της. Γυμνüς, ανεπαßσθητα τρυφερüς πÜνω της. Δε χαμογελÜ, κοιτÜζει κι αυτüς τον δρüμο. Το φεγγÜρι ξεπροβÜλλει. Ο ουρανüς μουντüς, μελαγχολικüς, καταπραàνει αμφιβολßες ερωτικÝς. Τους ησυχÜζει. Του εξομολογεßται σκÝψεις της, βιþματα του παρελθüντος. Τη κοιτÜ και της δßνει Ýνα φιλß στο μÜγουλο. Νομßζει üτι θα την αγαπÞσει κÜποτε.
Στο μπαρ ο κüσμος πολýς. Ο Τζο μüνος του. Πßνει. Πßνει τα ποτÜ που του φÝρνει. Δουλεýει, αγχþνεται. «¸χει ντυθεß ωραßα απüψε», σκÝφτεται. ΠερνÜ απü μπροστÜ του, του δßνει Ýνα γρÞγορο φιλß. Φεýγει χαμογελþντας. Εκεßνος κατεβÜζει το κεφÜλι του, χαρÜζεται μια νüτα χαρÜς στο πρüσωπü του. Πßνει τη τελευταßα γουλιÜ του ποτοý του. ΑνÜβει τσιγÜρο. Η Λυγεßα Ýρχεται δßπλα του, θÝλει να ξαποστÜσει δßπλα στον Üντρα που της δßνει την ευτυχßα που επιζητÜ καιρü. Τον αγκαλιÜζει. Φεýγει. ΜετÜ απü λßγο του φÝρνει Üλλο Ýνα ποτü...
Απü το πρþτο βρÜδυ τον κοßταζε, λες κι Þθελε να ρουφÞξει απü κεßνον, ü,τι τον περιβÜλλει. Καθüντουσαν στο κρεβÜτι. ¸βλεπαν τη ταινßα της σχÝσης τους. «Αντþνη, γιατß πρÝπει να χωρßσουμε; -Μα γιατß λες üτι θα χωρßσουμε. Θα βλεπüμαστε Ýτσι; -Ναι... θα βλεπüμαστε, πüτε-πüτε! ΠÜω μια βüλτα. –Να 'ρθω μαζß σου; -...», η ηρωÀδα του «Ξαφνικοý ¸ρωτα» φεýγει, ο Þρωας την αναζητÜ κι η ΒιτÜλη σιγοψιθυρßζει «¸λα λßγο, μüνο για λßγο, ζω και ξαναζþ...». Εßναι αγκαλιασμÝνοι. Φιλιοýνται με πÜθος. Της λÝει: "Ω, ΞαφνικÝ μου ¸ρωτα". Τον κοιτÜζει. Τον λατρεýει. Το ξÝρει.
ΠερπατÜνε στο δρüμο. Εκεßνη σιωπηλÞ παρατηρεß τους μορφασμοýς του προσþπου του. Εκεßνος κοιτÜζει μπροστÜ. ΚÜνει πως δε βλÝπει, üτι τον κοιτÜ επßμονα, ερωτικÜ. Η Λυγεßα της καρδιÜς του, üπως εßχε γρÜψει σ' Ýνα ποßημα του, εßναι δικÞ του και τη θÝλει üσο τßποτα. Της κüβει Ýνα λουλοýδι. Της το δßνει. Το παßρνει στα χÝρια της, το βÜζει στην αγκαλιÜ της. Της αρÝσει. Του αρÝσει που της αρÝσει. ΧαμογελÜ κι üλη η πüλη φωτßζεται απ' αυτü το χαμüγελο.
Ακοýνε μουσικÝς üταν κÜνουν Ýρωτα. ΜπÜρι ΓουÜιτ στον πρþτο οργασμü. Μπßλυ ΧολιντÝι εκεßνο το βρÜδυ μετÜ την εξομολüγηση. Του βÜζει αγαπημÝνα της κομμÜτια. Του μεταφρÜζει. Του αρÝσει να τη βλÝπει μελαγχολικÞ, ερωτικÞ, να σιγοτραγουδÜ κοιτÜζοντας τον. Ο Ýρωτας εßναι μουσικÞ δωματßου...
Ο Τζο τη θÝλει παρÜφορα. Η Λυγεßα τον κορνιζÜρει στο μυαλü της, στη καρδιÜ της, στη ψυχÞ της. ΘÝλει να τον βλÝπει κÜθε μÝρα παντοý μπροστÜ της. ¸να πρüσωπο, Ýνα σþμα, Ýνας Üνθρωπος. Ο Τζο κι η Λυγεßα εßναι ερωτευμÝνοι. Ο Τζο ζει με την αναπνοÞ της, η Λυγεßα ζει με την αναπνοÞ του. ¸ρωτας θα 'ναι, ΘεÝ μου, θα την αγαπÞσω σαν μοýσα του Ελýτη με τον ερωτικü λüγο του Ρßτσου.
¼ταν σ' εßδα να μπαßνεις στην αßθουσα αναμονÞς κÜτι βρüντηξε μÝσα μου. Λες να 'ναι το βλÝμμα σου, το σχÞμα των ματιþν σου πÜνω μου, η Ýκσταση στη κορýφωση αυτοý του πρüσκαιρου αποχωρισμοý;
Θα βλÝπω το αεροπλÜνο να προσγειþνεται στον αεροδιÜδρομο και θα σκÝφτομαι την ηρωÀδα των διηγημÜτων μου. Λυγεßα τ' üνομÜ σου κι η καρδιÜ μου καρτερÜ τη ματιÜ σου, σε κεßνο το απομεσÞμερο της 'Ανοιξης.
Παραδινüμαστε στον Ýρωτα γιατß μας αφÞνει μια αßσθηση του Üγνωστου. Απü κει πÝρα δεν υπÜρχει τßποτε Üλλο. ΤÝλος.
Τßποτα Δεν Εßναι Αληθινü, ¼λα ΕπιτρÝπονται!
Εßμαστε καταδικασμÝνοι να διαπρÝψουμε, να επιτýχουμε, να φανοýμε αντÜξιοι των υψηλþν προσδοκιþν μας, των ονεßρων που κÜνουμε κÜθε βρÜδυ. Εßμαστε μαγεμÝνοι απü φαντÜσματα αλλοτινþν στιγμþν. Οι τßτλοι του τÝλους θα πÝσουν για μας και τüτε νικητÝς θα απογειωθοýμε για ν' αγγßξουμε τα αστÝρια.
Η τÝχνη της ποßησης βρßσκεται παντοý. Σε κÜθε σοκÜκι, σε κÜθε μυστικÞ γωνιÜ αυτοý του κüσμου. ΠερπατÜμε το μακρý δρüμο και ζοýμε αναπνÝοντας το τÝλος της απογýμνωσης. Η γýμνια του τÝλους σýντροφος και οδηγüς μας. Γιατß πρÝπει να ζοýμε ποιητικÜ και μετÜ να γρÜφουμε. Να αναπνÝουμε και να οδηγοýμε το χÝρι μας σε Üγνωστες κατευθýνσεις. Να συνθÝτουμε μικρÜ παραληρÞματα για μεγÜλα πρÜγματα. Να φιλοτεχνοýμε το θÜνατο και την αγÜπη, τη φιλßα και τον Ýρωτα, το Üγγιγμα ενüς μικροý παιδιοý και τη ματιÜ ενüς γÝροντα. Η ποßηση, ω! η ποßηση, η γυναßκα κι η ερωμÝνη του ανθρþπου, η αγαπημÝνη üλων μας, παροýσα εδþ σýντροφος κι οδηγüς μας. Με τα βιβλßα της υπü μÜλης και τη φωνÞ της στα χεßλια μας. Να τη τραγουδÜμε και να την υμνοýμε. Να τη μνημονεýουμε και να συνομιλοýμε μαζß της. Γιατß, απλÜ, τßποτε δεν εßναι αληθινü, üλα επιτρÝπονται!
Στην Üκρη ενüς μισοερειπωμÝνου κüσμου Ýνας γÝροντας κÜθεται σ' Ýνα χÜλασμα, κρατÜ μια ξεθωριασμÝνη πÝνα και Ýνα κομμÜτι φτηνü χαρτß και γρÜφει ακατÜληπτα. Ο Ουßλλιαμ Σ. ΜπÜροουζ Þταν ο συγγραφÝας που Ýγραφε ποιητικÜ για την εξαθλßωση των ονεßρων του ανθρþπου. Στο μυστικü του ταξßδι στην ΚαζαμπλÜνκα, εκεßνο το σÜπιο απομεσÞμερο της Üνοιξης του '59, συνÜντησε στο μπαρ «Viva de la madre» τρεις παγκüσμιους φßλους του. Στα δεξιÜ του τραπεζιοý με γερμÝνο το κεφÜλι, λευκÜ μαλλιÜ και βρþμικα νýχια ο ΟκτÜβιο Παζ. Στη μÝση της παρÝας, με κορμοστασιÜ üλο χÜρη, το καπÝλο του στραβü, το κοστοýμι του τακτοποιημÝνο, με την πßπα στο χÝρι και το μπÝρμπον στο στüμα, ο Τ.Σ. ¸λιοτ. Στην ακροýλα του τραπεζιοý μισολιπüθυμος απü τη ζÝστη και τη δυσωδßα Ýνας κýριος ετþν 53, κÜπως αποχαυνωμÝνος θα λÝγαμε κοßταζε την þρα του.. Ο Γιþργος ΣεφÝρης. ¼λοι τους γεννιοýνται ξανÜ και ξανÜ ανÜμεσα στους πληγωμÝνους γαλαξßες αυτοý του κüσμου. ΜÝσα στις καýσιμες ρωγμÝς της ιστορßας, στους πανþριους στßχους που πÜντα Ýγραφαν, περßμεναν τον συντονιστÞ τους.
Κι ο ΜπÜροουζ που κρατοýσε στα χÝρια του την «ΠÝτρα του ¹λιου», την «¸ρημη Χþρα» και την «Κßχλη», πÞρε Ýνα ψαλßδι και με την αγαπημÝνη του τακτικÞ, εκεßνη του cut-up, τεμÜχισε τους στßχους των βιβλßων. Και Ýκανε το δικü του πüνημα, στο οποßο ο ΣεφÝρης κρατÜ το μαστßγιο κι ο Παζ το καρüτο και μιλÜνε για πολιτικÞ και για τη γυναßκα της διπλανÞς πüρτας με τον ¸λιοτ, με μÝντορα τους τον μεγÜλο αιρετικü του 20ου αιþνα, τον Ουßλλιαμ Λη, ο οποßος σουτÜροντας πρÝζα, στον Τüπο των Κüκκινων Δρüμων, κλαßει απü συγκßνηση, που κλαßνε απü συγκßνηση, αυτοß που κλÜψανε απü συγκßνηση, διαβÜζοντας το βιβλßο «¸ρημη ΠÝτρα της Κßχλης». Στη συνÝχεια Ýφυγαν üλοι τους απü την πßσω πüρτα με τη σκüνη χιλßων χρüνων, Üλλος για την ΤαγγÝρη, Üλλος για το Λονδßνο, Üλλος για την Πüλη του Μεξικü και Üλλος για την ΑθÞνα.
Και σε κÜποιου ýφους ποιητικÝς διηγÞσεις για την απüλυτη τÝχνη του σýμπαντος κüσμου, καταλαβαßνω πως πρÝπει ν’ αρχßσω τις προετοιμασßες για Ýναν πüλεμο που νüμιζα πως εßχε τελειþσει. Ο χρüνος αναπηδÜ σα σπασμÝνη γραφομηχανÞ, με τον Βüρειο ¢νεμο πÜνω απü τα ερεßπια να φαντÜζει ο ΜεγÜλος Αδελφüς μου. Στους πληγωμÝνους γαλαξßες το μυαλü μου τσουρουφλισμÝνο απü αστραπιαßες εκρÞξεις, επιστρÝφει στις κüκκινες νýχτες του Au Revoir ανÜμεσα σε πολεμικÝς εικüνες και σαθρÝς σκÝψεις.
Σ' αυτÜ τα παιχνßδια αναφÝρεται η επανÜσταση της ποßησης. ΚρατÞστε αναμμÝνες στο σπßτι της φωτιÝς, αν και λαχταρÜν οι καρδιÝς, Ýνα μακρý, μακρý μονοπÜτι απλþνεται μπροστÜ μας...
Η ΕπιστροφÞ της Λου
το βρÜδυ απüψε εßναι γλυκü
στον κÞπο ανθßζει νÝο πÜθος
μια μÝθη ωραßα με πολιορκεß
ο Üνεμος, της ορμÞς ψÜλλει τον ýμνο
(ΧÜρης Βλαβιανüς)
Κι εßμαστε ακüμα ζωντανοß.. Παραμýθι χωρßς τÝλος η ιστορßα αυτÞ. Σα δÜκρυ κýλησε κι εξατμßστηκε στο μÜγουλο της. Μια πÝτρα ρÜγισε απü τα λüγια του στα αυτÜκια της.
ΒρÜδυ ΤετÜρτης. Η þρα Ýντεκα. Η Λου επÝστρεψε στην αγκαλιÜ του. Η «ΧαμÝνη ΙθÜκη» Ýλαβε τÝλος, το αλκοολοýχο ταξßδι κÜπου εδþ Ýφτασε στον τερματικü σταθμü. ΑθÞνα-Θεσσαλονßκη με ενδιÜμεσο σταθμü ΛιανοκλÜδι και πορεßα μÝσα απü τα βουνÜ και τα üμορφα πεýκα. ΚÜπως Ýτσι θα μποροýσε να χαρακτηριστεß μια ερωτικÞ ιστορßα δυο ανθρþπων που ζοýσαν επß δυο χρüνια στο τÝλος του αδιεξüδου τους.
Καθþς τον κοντοζýγωνε σε κεßνο το ραντεβοý εκεßνος της Ýγραψε στα γρÞγορα μια ποιητικÞ ακροστιχßδα :
Mη ξαναφýγεις μακριÜ μου
Οýτε να το διανοηθεßς αυτü
ΥπÝμεινα βÜσανα πολλÜ
ΕλλιπÝς το κενü σου
ΛατρεμÝνο μου μουτρÜκι
Ελα τþρα εδþ σε περιμÝνω
ΙσχνÜ τα χρüνια τα ενδιÜμεσα
Ψυχανεμßστηκα μια Üσπιλη ζωÞ
Ερινýες με τριγýρισαν και πÜθη
Σþπα τþρα αγκÜλιασε με!
Καθþς τον πλησßαζε το Ýκρυψε στη μυστικÞ φüδρα του σακακιοý του. Υποπτεýθηκε üτι δεν Ýπρεπε να της το δεßξει. ¢λλωστε τον κοýρασαν οι ερωτικÝς ιστορßες στο χαρτß. Οι ποιητικÝς εκλÜμψεις του Ýρωτα, το μπανÜλ της ποιüτητÜς τους. Τι θα της πρüσφερε αν της το Ýδειχνε; ¼χι, λοιπüν, το αποφÜσισε! Δε θα της ξαναγρÜψει, δε χρειÜζεται Üλλωστε. Τα λüγια γßνονται πρÜξεις και αυτÝς ξανÜ λüγια. Η μετουσßωση τους σε λÝξεις στο λευκü χαρτß δεν εßχε νüημα. Τον φßλησε. Τη φßλησε. Της Ýσφιξε το χÝρι. Της ψιθýρισε στο αυτß «εßσαι üμορφη». Του απÜντησε κι εκεßνη. Της ψιθýρισε στο Üλλο αυτß «μη ξαναφýγεις μακριÜ μου/ οýτε να το διανοηθεßς αυτü/ υπÝμεινα βÜσανα πολλÜ/ ελλιπÝς το κενü σου/ λατρεμÝνο μου μουτρÜκι/ Ýλα τþρα εδþ σε περιμÝνω/ ισχνÜ τα χρüνια τα ενδιÜμεσα/ ψυχανεμßστηκα μια Üσπιλη ζωÞ/ εριννýες με τριγýρισαν και πÜθη/ σιþπα τþρα αγκÜλιασε με». Ωραßα λüγια του εßπε. «¼ντως δεν εßναι ωραßα;», της εßπε. «Μη μου πεις üτι εßναι δικÜ σου;». «¼χι, βÝβαια» της αποκρßθηκε «αφοý ξÝρεις üτι Ýχω σταματÞσει να γρÜφω απü τüτε που γýρισες». «Σ' αγαπþ, μωρü μου». «Κι εγþ!». «Μου Ýλειψες!».