ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÅíäéáöÝñïíôåò 

Ïýôóéêá ÅéñÞíç: ¼íåéñá & Éóôïñßåò Ìå ...Áãñßïõò

                                      Βιογραφικü

     Η ΕιρÞνη Οýτσικα γεννÞθηκε στο Κλειστüν ¢στυ, που τüσο λÜτρεψε και λατρεýει, ασχÝτως αν του τα χþνει ενßοτε, -αν δε μπινελικþσεις το αγαπημÝνο σου ποιο θα μπινελικþσεις. ΜεγÜλωσε λιγÜκι κι επιμüνως εξακολουθεß να παραμÝνει χωρßς ειδικüτητα, δεξιüτητα και πραγματικüτητα, υπÜλληλος μα üχι υπ' αλλÞλου. Πλην üμως, δημιουργεß μερικÝς Üγριες και φυσικÜ εντελþς φανταστικÝς ιστορßες, τις οποßες εßτε τις λαμβÜνετε υπ' üψιν εßτε üχι. ¼πως και να 'χει διδÜσκεται επιμελþς τεχνικÝς χαμüγελου κι αν περÜσει τας εξετÜσεις επιτυχþς, τüτε θα προχωρÞσει και σε τεχνικÝς ξεκαρδßσματος. Δε ξÝρω τι Üλλο να γρÜψω... εßναι ακüμα μια απολαυστικÞ συμπολßτισσα -καλþς σε βρÞκαμε- και ...δþστου να πÜει... (Τη φωτü γρÞγοραααα! Ναιαι, ναι!)

=============================

                          Το ¼νειρο Του ΧαμαιλÝοντα

     Δικαιοýμαστε να πιστεýουμε το καλü, üταν το επιλÝγουμε, γιατß τüτε σημαßνει πως κÜτι ξÝρουμε παραπÜνω. ºσως φαßνεται μπερδεμÝνο, αλλÜ δεν εßναι.
     Εßναι παρÜξενες οι σημερινÝς διαδικασßες. Σηκþνεις τα μÜτια σου και αγγßζεις τον ουρανü, τα χαμηλþνεις και χÜνεις τον Üνθρωπü σου. Μαζεýεις τα χÝρια και γλιτþνεις απü το βÜρβαρο χτýπημα στον τοßχο, τα απλþνεις και ψηλαφßζεις μüνο κενü.

     Νιþθει κουρασμÝνη. Πολý. Σηκþθηκε με κüπο, το ρολüι πλÜι στο κομοδßνο αναβüσβηνε πÜλι, χτýπημα θÝλει. ΕφτÜμιση το πρωß. Γιατß ξýπνησε τüσο νωρßς; ΣÜββατο εßναι, δεν δουλεýει τα ΣÜββατα. Τα μισεß τα ρολüγια. Ντε και σþνει οριοθÝτηση, με το Ýτσι θÝλω πρüγραμμα, με το καλημÝρα σας καλοýπι. ΑλλÜ, θα μου πεις, δεν εßναι üλοι αργüσχολοι. Σαν κι αυτÞν δηλαδÞ. ¸χουν δουλειÝς, Ýχουν σχÝση, Ýχουν φßλους, κοινωνικÝς υποχρεþσεις. ΠρÝπει να ξÝρουν ποια þρα σχολÜνε, γιατß μετÜ θα...Ýχουν τüσα να κÜνουν. ΑυτÞ δεν Ýχει τüσα να κÜνει. Και τα ΣÜββατα τα μισεß.

     Εßχα ξεχÜσει πþς να γελÜω. ΞαφνικÜ, Ýνα βρÜδυ, παρακολουθοýσα Ýνα Ýργο στην τηλεüραση, δεν θυμÜμαι τþρα ποιü και Üρχισα να γελÜω. ΔυνατÜ, δÜκρυσαν τα μÜτια μου. Δεν Þταν αστεßο αυτü που Ýβλεπα, το χιοýμορ εßναι πλÝον μια ακüμη παραξηγημÝνη Ýννοια, με βουρ κατÜντημα το Üγνωστο, üχι δεν Þταν αστεßο, αλλÜ γÝλασα πολý. ¸νιωσα το σατυρικü εγþ μου να ξεσπαθþνει και να αντιλαμβÜνεται σε üλο της το μεγαλεßο την ανοησßα της στιγμÞς. ¸νας σαραντÜρης Üνδρας, χοντροýλης, καραφλοýλης, με Ýνα πιÜτο μπιφτÝκια και πατÜτες τηγανητÝς μπροστÜ του, Ýνα κουτÜκι μπýρα, με Üθλιες φüρμες, βουλιαγμÝνος στην πολυθρüνα, να παρακολουθεß με ενδιαφÝρον μια σειρÜ στην τηλεüραση. Τþρα, βÝβαια, δεν Þταν και για τüσο ξελßγωμα η σκηνÞ αλλÜ φανταστεßτε τη.
     ΜÝνω σε Ýνα ευρýχωρο δυÜρι, μüνος, ευτυχþς εßμαι καλüς νοικοκýρης, σηκþθηκα κατÜ τα πρÝποντα και αναπüφευκτα το πρωß, Ýκανα το μπÜνιο μου, λουστραρßστηκα, φüρεσα το καθαρü μου πουκÜμισο,την καθωσπρÝπει γραβÜτα μου, το μαýρο μου παντελüνι και βγÞκα, κýριος σωστüς. ¼χι, δεν εργÜζομαι τα ΣÜββατα, απλþς βγÞκα να πιω τον καφÝ μου στην καφετÝρια, λßγο πιο κÜτω, αφοý πÞρα την εφημερßδα μου παραμÜσχαλα. Τον Þπια τον καφÝ, διÜβασα την εφημερßδα, κανεßς δε με ενüχλησε, πÝρασε η þρα, επÝστρεψα. ¸νας εντÜξει κýριος, με στυλ πολυÜσχολου ανθρþπου που Ýχει ξεπερÜσει τα βασικÜ, εßτε για ανÜγκες πρüκειται εßτε δεν ξÝρω για τι Üλλο, και το κοστοýμι μου εßναι που κÜνει τη ζημιÜ του μη αναγκαßου, και το βοýλιαγμα στην εφημερßδα, η εντρυφÞ η περισποýδαστη, μια εικüνα ολοκλÞρωσης απü τις τρανταχτÝς. Καμμßα σχÝση με εκεßνη που μου δημιοýργησε τους ασυγκρÜτητους γÝλωτες.

     Τι σηκþθηκε απü τþρα; ΚαφÝς. ΚÜποτε Þταν ιεροστελεστßα, λÜτρευε την þρα και τη διαδικασßα του. Χουζοýρα ακüμη, το αγαπημÝνο της νυχτικÜκι Þταν το πρþτο που της Ýφτιαχνε την αρχÞ. ¸να γλυκü ροζ κουφετß, σκÝτο τοýλι, θηλυκüτατο, η μαμÜ της το εßχε αγορÜσει, κÜποια Χριστοýγεννα, η μαμÜ της που της αγüραζε τüσα πρÜγματα με αγÜπη, με φροντßδα, για αυτÞν η κοροýλα της Þταν πανÝμορφη και πÜντα παιδß. ΠÜντα το κοριτσÜκι της, που εßχε üλη τη ζωÞ ακüμη μπροστÜ του, που απλÜ προσωρινÝς δυσκολßες περνÜει, μα θα φτιÜξει η τýχη του κÜποτε. Αχ! ΜαμÜ, πüσο μου λεßπεις! Και μÝσα απü τον καθρÝφτη , της Ýλεγε «καλημÝρα ομορφοýλα» μια γλυκιÜ  κοπελßτσα, που τεντωνüταν να ξεμουδιÜσει μÝσα σε Ýνα ροζ κουφετß νυχτικÜκι. ¾στερα η μυρωδιÜ του καφÝ. Εκεßνη τη στιγμÞ, η πιο ευπρüσδεκτη. Δεν εßχε ποτÝ της σκεφτεß τι σημαßνει «ευτυχþ», ζοýσε üμως τις πρþτες ευτυχισμÝνες στιγμÝς της ημÝρας.
     Καλοß μου Üνθρωποι, ευτυχßα εßναι να νιþθεις γεμÜτος, να σου αρÝσεις, να σου γελÜς, να νιþθεις την αναμονÞ του ωραßου και του καλοý σαν αναπüφευκτο γεγονüς, να.. στο δρüμο σου εßναι. Με üλο σου το εßναι το πιστεýεις üτι θα ‘ρθει και θα σε βρει. Εßναι φυσικÞ νομοτÝλεια, πως ο καλοπροαßρετος εαυτüς σου θα υποταχτεß χαμογελþντας, στην αξιωματικÞ ανθρþπινη δυαδικüτητα του μοιρÜσματος και του πολλαπλασιασμοý.
     Δεν κατÜλαβε πüση þρα Ýμεινε üρθια, πλÜι στον πÜγκο της κουζßνας με τον καφÝ στα χÝρια, ακßνητη, μüνο ο καφÝς Ýφτασε στη μÝση. Δεν ανοßγει ακüμη τις κουρτßνες, δεν θÝλει ακüμη φως, θÝλει να εßναι νýχτα, θÝλει αυτÞν την ψευδαßσθηση. Μια αυταπÜτη συνειδητÞ και απüλυτα εκλογικευμÝνη. « Εγþ δεν θÝλω να τελειþσει ακüμη η νýχτα μου, εγþ δεν θÝλω να ξεκινÞσει ακüμη η νÝα ημÝρα, εγþ δεν επιθυμþ να δω ακüμη τα üχι και δεν που θα τελÝσει το νÝο 24ωρο και που τüσο διαφορετικÜ θα εßναι απü τα ελπßζω, θα και ßσως του σκοταδιοý πριν τον ýπνο μου». Τι μπορεß να Ýχουν üλοι οι ειδικοß, οι λογικοß και πÜει λÝγοντας, εναντßον των ψευδαισθÞσεων; Των συνειδητþν και απüλυτα εκλογικευμÝνων; Γιατß δεν τα βÜζουν ποτÝ με την ελπßδα; Δεν το ξÝρουν üτι εßναι το επüμενο βÞμα της; ¸χε ελπßδα! 'Αγγελοι και δαßμονες, θεοß και διÜβολοι, με αυτÞν την ρημαδοελπßδα σε τρÝφουν. Η μεταθανÜτια ζωÞ με πρþτο, πανÜκριβο και απλησßαστο συνÞθως ξενοδοχεßο της τον παρÜδεισο, την ελπßδα θεωρεß απαραßτητη προûπüθεση για την Ýκδοση της χρυσÞς κÜρτας, που θα πληρþνει τα ÝξοδÜ σου στον αιþνα τον Üπαντα. Εßναι ποτÝ δυνατüν, λßγη λογικÞ συνÝπεια, να αρνοýνται το επüμενο βÞμα; ΜετÜ απü τüσο κüπο που Ýκανες νÝος Þ γÝρος, αρτιμελÞς Þ ανÜπηρος, ζαβüς Þ λογικüς, να ανÝβεις το ασπροýλι, φωτεινοýλι και υπÝρ του δÝοντος γεμÜτο γκρεμοýς και κατÜξερες χαρÜδρες βουνü της ελπßδας, δεν εßναι λογικü üτι περßχαρος ο πÜσα Ýνας, θα δει με λαχτÜρα,με στερητικü σýνδρομο μεγαλειþδες, με ξεραμÝνο το μεδοýλι του, την πρÜσινη üαση της ψευδαßσθησης; ΜικρÞ, θα μου πεις, χαρÜμι τüση φασαρßα, και πÜλι θα σÝρνεται στα χορτÜρια για μια ιδÝα δροσιÜς, αλλÜ üπως και να 'χει ...üαση. ¼ποιος θÝλει το καλü του δυστυχισμÝνου, üταν ντε και σþνει τον βÜζει με την πειθþ της σοφßας του να διασχßσει ερÞμους πüνων και ψυχικοý μακελÝματος, αφÞνοντας το πετσß του λßπασμα γιατß η φýση ανακυκλþνεται, Üλλος πüνος αυτüς, ε, δεν του αρνεßται την ψευδαßσθηση. Γιατß εßναι συνειδητÞ και απüλυτα εκλογικευμÝνη. Νευρßασε.

     Εßπα, λοιπüν, να κÜνω την αυτογνωσßα μου. ΒÜσανο, βÝβαια, γιατß εßναι απολýτως κατανοητü στα ανθρþπινα, πως ü,τι δεν κατÝχουμε αφενüς μεν μας φαßνεται πÜρα πολý δýσκολο, αφετÝρου κουραστικü μÝχρι να το μÜθουμε. ¼,τι αφÞνεις σε αφÞνει, και η τýχη του πρωτÜρη δε μετρÜει εδþ. ¢φησες τον εαυτü σου; Θα τον χÜσεις. Πρþτη φορÜ ξεκινÜς να τον βρεις; Σε περιμÝνει πολý περπÜτημα και αγκομαχητü. Τþρα, βÝβαια, μια καλÞ ερþτηση θα Þταν, αν εßχα κÜποιον να μου την απευθýνει, πþς Ýτσι ξαφνικÜ, δεν Ýχεις Üλλες δουλειÝς να ασχοληθεßς, στη φιλοσοφßα θα το ρßξεις; Δεν Ýχω Üλλη δουλειÜ να ασχοληθþ, καθüτι, εßπαμε, δεν εργÜζομαι σÞμερα, και üταν φτÜνεις στο σημεßο να γελÜς με τα χÜλια σου, μÝχρι δακρýων παρακαλþ, ε, εßναι η þρα για μια μετωπικÞ κουβεντοýλα με τα εν λüγω χÜλια.           
     Το πρþτο και βασικü, το οποßο με μεγÜλη δυσαρÝσκεια θα ερευνÞσω, εßναι το ü,τι εßμαι μüνος, το γιατß εßμαι μüνος. Ποσþς και ενδιαφÝρομαι αν ανÞκει στα πλαßσια της üλης αναζÞτησης της αυτογνωσßας, ßσως να μην τα πηγαßνω καλÜ και με τις Ýννοιες, ασχολοýμαι πρωταρχικÜ με αυτü γιατß αυτü πρωταρχικÜ με καßει. Νομßζω πως δεν θα με στüλιζα απροβλημÜτιστα με τη χαλασματικÞ εικüνα του μοναχικοý χοντροý, εντελþς ατημÝλητου, που γελÜει σε Ýνα Üδειο σπßτι, χωρßς κανÝνα προφανÝς αστεßο να λαμβÜνει χþρα. Ναι, νομßζω πως εκεß « Ýφαγα τη φρßκη μου», που λÝνε. Η Μπßα το λÝει, δηλαδÞ, η τηλεφωνÞτρια, νεανßζουσα, αλλÜ ουδüλως νÝα, καθüτι και μια σýγχιση σχετικÜ με τις ηλικßες Ýχει επÝλθει, πολý φοβÜμαι ανεπανüρθωτη, αλλÜ αυτü θα το αναπτýξω, αν παραστεß ανÜγκη. Τþρα που το θυμÞθηκα üμως, ας αναφÝρω, üτι απü τη Μπßα εßχα φÜει χυλüπιτα καραμπινÜτη. Δεν Þταν Ýτοιμη για σχÝση μου εßπε, Þθελε να μεßνει για λßγο μüνη της, αλλÜ με εκτιμοýσε πολý σαν Üνθρωπο και θα Þθελε να μεßνουμε φßλοι. Οι ατÜκες του τρüμου. ¸μαθα εγþ üμως, üτι εßχε βÜλει στο μÜτι τον ΜπÜμπη, τον Üλλο πωλητÞ, Üσε που Þτανε παντρεμÝνος, ακüμη εßναι δηλαδÞ. Μου τα εßπε εμÝνα ο ßδιος, δεν Þξερε üτι της εßχα ζητÞσει να βγοýμε, καυχιüταν ο Üξεστος, δεν ασχολÞθηκα πÜρα πÝρα. Η Μπßα Þταν χωρισμÝνη με Ýνα παιδß, δεν με Ýννοιαζε εμÝνα αυτü, τον συμπαθοýσα πολý και τον ΚωστÜκη της, εγþ παιδιÜ δεν εßχα, ακüμη δεν Ýχω δηλαδÞ. ΤÝλος πÜντων. ΜÜλλον δεν εßναι Üσχετο που το θυμÞθηκα, κÜτι με τη μοναξιÜ μου θα Ýχει να κÜνει κι αυτü.

     ΤηλÝφωνο. Η ΚÜτια. Στον ýπνο της την Ýβλεπε. Αχ! Η αγαπημÝνη της αδελφοýλα, Ýχουν λßγα χρüνια διαφορÜ, αυτÞ εßναι μεγαλýτερη, η ΚÜτια Þταν παντρεμÝνη, πρüλαβε να κÜνει και τα δυο παιδιÜ της πριν χωρßσει. Ερωτεýτηκε Ýναν Üλλον, μετÜ απü μÞνες παρÜνομου και παθιασμÝνου δεσμοý, χþρισε με τον Üντρα της, δρÜματα τüτε. Τα πÞγαινε πολý καλÜ με τον γαμπρü της, καλüς Üνθρωπος, νοικοκýρης, κλαιγüτανε συνεχþς στην ποδιÜ της, τι να του Ýλεγε κι αυτÞ, αδελφÞ της Þτανε. ΑνÝνδοτη η ΚÜτια, με τα πολλÜ χωρßσανε, αλλÜ και με τον Üλλο δε στÝριωσε. Δεν πολυβλÝπεται πια και με το γαμπρü της, συζεß με κÜποια ΜÜρθα αυτüς τþρα, σε ζωÞ να βρισκüμαστε.
 -"¸λα, αδερφÞ, καλημÝρα. Να φÜμε το βρÜδυ μαζß. Μüνη μου θα εßμαι κι εγþ, τα παιδιÜ εßναι στον ΑλÝκο απü χθες. 'Αντε, σε περιμÝνω".
     Δεν Ýχει διÜθεση. Η ΚÜτια θα της λÝει για κÜποιον που θα Ýχει βÜλει στο στüχαστρο, γιατß üλα εδþ εßναι για να τα γευτεß, γιατß εßναι μια νÝα μοντÝρνα γυναßκα, που δε σκοπεýει να περιμÝνει τον πρßγκηπα με το Üσπρο Üλογο, μια χαρÜ εßναι ο ιδιοκτÞτης της καφετÝριας, δßνει και παßρνει το φλερτ και τα υπονοοýμενα. Δεν εßπε κανεßς να βρει πρßγκηπα, πüσο μÜλλον να τον πÜρει κιüλας, αλλÜ...και αυτοý του εßδους η ελευθεριüτητα δεν Þταν ποτÝ το φυσικü της. ΤÝλος πÜντων, ü,τι θυμÜται χαßρεται, και η ΚÜτια μια χαρÜ περνÜει, τη ζηλεýει κιüλας, γιατß εßναι εργÝνισσα λÝει, ü,τι θÝλει κÜνει και δε δßνει λογαριασμü. Εßναι μια παρηγοριÜ.
     'Aνοιξε τις κουρτßνες. ¸βαλε κι Üλλο καφÝ. Κακþς που δεν Ýμαθε να καπνßζει. Εßναι μια παρÝα αδιαμφισβÞτητα. ΠαλαβομÜρες σκÝφτεται, πια παρÝα, üσες φορÝς επιχεßρησε να το κÜνει φοβÞθηκε üτι θα πÜθει δηλητηρßαση, Üσε που δεν Üντεχε τη μυρωδιÜ. Οι φßλοι της την Ýλεγαν παρÜξενη. Η ΖÝτα, παντρεýτηκε, χÜθηκε, η αδελφÞ της η Μαρßα, με αυτÞ μÜλωσαν, και βÝβαια, το τüτε αγüρι της, ο ΜÜρκος. Δεν κÜπνιζε, δεν Ýπινε, Þταν περßεργη και ξενÝρωτη. Τι να κÜνουμε, Üλλη μια περßπτωση που για λüγους ανüητους τþρα, σοβαροýς τüτε, δεν Ýμεινε. Δεν οδÞγησε σε σοβÜρεμα, σε δÝσιμο, σε γÜμο και παιδιÜ. ΑλλÜ ποιος νοιαζüταν; Εßσαι νÝος/α, Ýχεις κÜνει το «ψÜξιμü» σου, θÝλεις τα σωστÜ και τα προδιαγρÜφοντα μια ζωÞ εξελιγμÝνη, επßσης ψαγμÝνη, αντισυμβατικÞ, γιατß παντοý και για τον καθÝνα υπÜρχει το απüλυτο μισü συμπλÞρωμα. Εκεßνο, που δε νομßζει üτι σκÝφτηκαν, εßναι το üτι πρÝπει να Ýχεις κÜνει πλÞρη διÜγνωση και ολοκληρωτικÞ αυτοψßα του δικοý σου παρüντος μισοý, για να αναγνωρßσεις την παρουσßα του μÝλλοντος μισοý σου, μια χαρÜ να τα ταιριÜξετε και τα συναφÞ. Οýτε το Ýνα Ýγινε, οýτε το Üλλο Ýγινε, τßποτα δεν Ýγινε, και Üσχετα με το τι λÝει η ΚÜτια, δεν παντρεýεσαι γιατß το βιολογικü σου ρολüι Ýχει τις απαιτÞσεις του. Γιατß χωρßς να σεβαστεß καμμιÜ απü τις τüσες προσπÜθειÝς σου, να μην κÜνεις λÜθη και τσαπατσουλιÝς στην επιλογÞ της οικογενειακÞς εστßας, κατσικþνεται σε ανýποπτη στιγμÞ μÝσα στο μυαλü και την ψυχολογßα σου, και απαιτεß. Τα απεχθÜνεται τα ρολüγια. ΚÜθε εßδους.
     Να πÜει στο σουπερμÜρκετ, Üδειο το ψυγεßο και τα ντουλÜπια, πüτε στην ευχÞ κατανÜλωσε τüσα πρÜγματα, Ýνα Üτομο εßναι, Ýνα ξερü κορμß, μüνο για τον εαυτü της ψωνßζει. Θα φορτωθεß πÜλι, σωρü τις σακκοýλες καθþς με σοβαρüτητα θα αγορÜσει ψωμß για τοστ, τυρß και ζαμπüν για τοστ, Üπαχο, να προσÝχουμε και λßγο, κοτüπουλο, μακαρüνια, σÜλτσες διÜφορες. Θα φορτωθεß και θα τα κουβαλÞσει αγκομαχþντας και με μια περßεργη αßσθηση ερημιÜς, τüσα πρÜγματα, για Ýνα Üτομο. Θα εßναι εκεß και η μητÝρα με το ζαβολιÜρικο αγορÜκι της, γεμßζει το μεγÜλο καρüτσι αυτÞ, με χßλια δυο πρÜγματα επßσης, üλα γραμμÝνα σε λßστα, γιατß δεν μπορεß να επιβιþσει νοικοκυρÜ χωρßς λßστα. Η ßδια πÜλι μπορεß. ¼χι γιατß δεν εßναι νοικοκυρÜ, αλλÜ γιατß δε χρειÜζεται τη λßστα, τι να την κÜνει. Δεν θα γßνει κÜποιο μεγÜλο κακü αν πÜρει κÜτι λιγüτερο Þ κÜτι περισσüτερο.
     'Aλλαξε γνþμη, δεν θα πÜει στο σουπερμÜρκετ. Θα παραγγεßλει φαγητü, και ξανÜ θα παραγγεßλει μÝχρι να βαρεθεß να μιλÜει με την ταμßα της πιτσαρßας και του σουβλατζßδικου, μÝχρι να την πιÜσει το στομÜχι απü την υγιεινÞ αυτÞ διατροφÞ και μüνο τüτε θα πÜει για ανεφοδιασμü ψυγεßου και ντουλαπιþν. Θα το ρßξει Ýξω, που λÝνε.
     ΠÜλι το τηλÝφωνο, ο Μßλτος. Πρþην δεσμüς, νυν φßλος. Πρþην γιατß τελικÜ βρÞκε üτι δεν ταιριÜζανε, αυτÞ Þθελε σοβαρÝματα αυτüς δεν μποροýσε, νυν γιατß εßναι πολý καλÞ κοπÝλα και δεν θÝλει να διακüψει τις σχÝσεις μαζß της. ΜÜλιστα. Το θÝμα εßναι üτι δεν του Üρεσε, σßγουρα, δεν εßχαν καμμßα  περιπαθÞ σχÝση, αραιÜ βλÝπονταν, αραιÜ μιλοýσαν, αραιÜ τα πÜντα τους, αραιþσανε και τελεßως. Δυσκολεýτηκε πολý να το ξεπερÜσει τüτε. Το εßχε πιστÝψει üτι Þταν Ýνας δεσμüς, χλιαρüς μεν σοβαρüς δε, ταßριαζαν, τους Üρεσε η ησυχßα, αυτüς δεν παραπονÝθηκε ποτÝ, αυτÞ δεν καταλÜβαινε τι πραγματικÜ γινüταν. Εßχε πεßσει και τον εαυτü της üτι κÜτι το σοβαρü Ýχει Üλλα στοιχεßα και üχι τρελü Ýρωτα, τριαντατüσο πÞγαινε, ως πüτε θα βαυκαλιζüταν με ανοησßες περß φλογερþν αισθημÜτων που καταλÞγουν σε επßσης φλογερÝς συμβιþσεις. ΜÜλιστα. ¼ταν μετÜ απü καιρü επικοινþνησε ξανÜ μαζß της, η ελπßδα της βοýλιαξε στις πρþτες κιüλας κουβÝντες: «Μου Ýλειψες, κορßτσι μου, Þσουν πÜντα η καλýτερη φßλη που εßχα. Να περÜσω για καφÝ; ¸χω γνωρßσει κÜποια...» Να περÜσεις. Κι εμÝνα μου Ýλειψες. Πες μου και για την κÜποια. ΜÜλιστα. Και τþρα Þθελε να της πει να βγουν το βρÜδυ. Εßναι στενοχωρημÝνος, χþρισε πÜλι, δεν Ýκανε η Ýτσι για δεσμü, δεν εßναι καμμιÜ σαν κι εσÝνα, κορßτσι μου. Θα βγοýνε το βρÜδυ, τι εßχε να χÜσει; Θα περνοýσε και λßγο απü την αδελφÞ της, γÝμισε το Σαββατüβραδο, Ýνιωσε ξαφνικÜ μια ζωντÜνια, μια Ýνταση. ΚαλÜ Ýκανε και κρÜτησε τη φιλßα της με το Μßλτο, ορßστε, θα ντυθεß, θα στολιστεß, θα βγει απüψε. ΓÝμισε το Σαββατüβραδο.

     ¼ταν γυρßζω το μυαλü πßσω, αρκετÜ πßσω, δεν βλÝπω κÜποια εικüνα πολý διαφορετικÞ απü τη σημερινÞ. ¹μουν πÜντα παχουλüς, τα μαλλιÜ δεν Þταν αραιÜ ακüμη, αλλÜ το φαρδý κοýτελü μου προδιÝγραφε το μÝλλον μου, τουλÜχιστον σε μÝνα. Επßσης Þμουν Þσυχος, üπως εßμαι τþρα, αρκετÜ ντροπαλüς και μαζεμÝνος. Δεν εßχα πολλÝς παρÝες, καναδυο φßλοι πÜντα, πιο ζωηροß απü μÝνα ομολογουμÝνως, αλλÜ üχι τρελλÜ πρÜγματα. ΧαθÞκαμε τþρα, ο Ýνας διορßστηκε, ζει μüνιμα στο χωριü του, δÜσκαλος, ο Üλλος Ýφυγε στο εξωτερικü, γνþρισε μια Βελγßδα, την ακολοýθησε. ΚαλÜ Ýκανε, νÝα δεν ανταλÜσσουμε πια, üχι üτι μιλοýσαμε ιδιαßτερα απü τüτε που Ýφυγε. Δεν Þμαστε φßλοι, μια απλÞ παρÝα Þμαστε, πÞρε  ο καθÝνας το δρüμο του. Με τις κοπÝλες κανÝνας μας δεν Ýδινε τα ρÝστα του, Üσε που Þμαστε üλοι συμβουλÜτορες πρþτοι. Και Ýτσι πρÝπει και αλλιþς πρÝπει, τßποτα της προκοπÞς δεν κÜναμε, τüσες προσπÜθειες, αλλÜ η απüρριψη πÞγαινε σýννεφο. ΚÜπου εκεß εßναι που αναρρωτιÝται Ýνας Üντρας, για πρþτη και σοβαρÞ φορÜ στη ζωÞ του, το περßφημο εκεßνο:μα τι θÝλουν επιτÝλους οι γυναßκες; Κι επειδÞ, βÝβαια, δεν παßρνει την απÜντησÞ του, ακολουθεß το βαθý πüρισμα:ποτÝ δεν θα καταλÜβω τι θÝλουν οι γυναßκες.
     Οýτε κι εγþ κατÜλαβα ποτÝ τι θÝλουν οι γυναßκες. Να εßσαι καλüς; Να εßσαι κακüς; Να εßσαι νοικοκýρης; Να εßσαι αλÞτης; Να εßσαι üμορφος, μÜλλον αυτü εßναι το θÝμα, για μÝνα πÜντως Þτανε. Τþρα, θα μου πεßτε, το üτι η Λßζα παντρεýτηκε τελικÜ Ýναν κακÜσχημο μαντρÜχαλο, που της Ýκανε τη ζωÞ πατßνι, ανατρÝπει κÜπως την με τüση προσπÜθεια καλλιεργημÝνη σοφßα μου. Η Λßζα! Μια τσαχπινοýλα μελαχροινÞ, üλο νÜζι και υποσχÝσεις, ακüμη δεν μπορþ να καταλÜβω πþς μου Þρθε και την ερωτεýτηκα, ακüμη δεν μπορþ να χωνÝψω τη βαρειÜ, γεμÜτη γαρνιτοýρες χυλüπιτα που μου σÝρβιρε. Βγαßναμε για αρκετü καιρü, εγþ πετοýσα στα σýννεφα απü τη χαρÜ μου και ξυλοκοπιüμουν κÜθε βρÜδυ με τη λογικÞ μου:Τα Ýχετε Þ δεν τα Ýχετε; Γιατß δεν το ξεκαθαρßζεις; Και το ξεκαθÜρισα. ΑποπειρÜθηκα Ýνα βρÜδυ να τη φιλÞσω. ΣινεμÜ πρþτα, φαγητü μετÜ, το ποτÜκι μετÝπειτα. Εßχα βÜλει και τα πολý καλÜ μου, Þθελε μια επισημüτητα το πρÜγμα, της αγüρασα το πολλοστü λουλοýδι που της χÜριζα κÜθε φορÜ που βγαßναμε, εßχε γεßρει στην αγκαλιÜ μου, εßχε κλεßσει τα μÜτια και τη φßλησα. ΠετÜχτηκε με Ýνα ýφος που μου Ýκοψε το αßμα. Τι Ýκανες και γιατß το Ýκανες, εμεßς εßμαστε φßλοι, και δεν σου Ýχω δþσει τÝτοιο δικαßωμα. Δεν εßμαι Ýτοιμη για δεσμü ακüμη, ετοιμÜστηκα üμως εγþ δεüντος να πνßξω üπως üπως την ντροπÞ μου, πßνοντας üσο δεν εßχα ξαναπιεß. Και βÝβαια τα Ýκανα χειρüτερα, με κουβÜλησε σε μαýρο χÜλι στο σπßτι μου, με τσουβÜλιασε στον καναπÝ μου κι Ýφυγε. Μια απüπειρα προσÝγγισης που τερματßστηκε εντελþς Üδοξα üσο και παρÜδοξα, γιατß ακüμη δεν Ýχω καταλÜβει ποια εßναι τα σωστÜ μηνýματα, που üταν τα λαμβÜνεις απü μια γυναßκα εννοοýν «προχþρα» και üχι «θÝλω Ýναν þμο να κλÜψω κι Ýναν φßλο να με πηγαßνει βüλτα». ¸μαθα, πÜντως, να φοβÜμαι τα μÝγιστα το «θÝλω να εßμαστε φßλοι» και να δυσπιστþ τα μεγιστüτερα στο « δεν εßμαι Ýτοιμη». Η Λßζα βρÞκε σε ανýποπτο χρονικü διÜστημα τον ψηλü και Üχαρο, που προανÝφερα.
     Δεν Ýχω καμμßα πρüθεση, το παραθÝτω για να μην παραξηγηθþ, να μιλÞσω για τις ερωτικÝς μου περιπÝτειες, Ýστω και τις παραλßγο, τις αναφÝρω üμως γιατß üταν κÜποιος εßναι μüνος του, σημαßνει, κατÜ κýριο τουλÜχιστον λüγο, üτι δεν Ýχει κÜποιο σýντροφο κοντÜ του, στη ζωÞ του. Εßμαι, λοιπüν, μüνος γιατß δεν Ýχω κÜποια γυναßκα στη ζωÞ μου, καιρü τþρα, πολý καιρü τþρα. Οýτε φßλους Ýχω, επßσης καιρü τþρα. ΚÜνω την αναδρομÞ μου στο παρελθüν, θυμÜμαι πρÜγματα που δεν θÝλω να θυμÜμαι, γιατß ßσως να βρω τη ρßζα του κακοý, ßσως να καταλÜβω τι Ýφταιξε κι εξακολουθεß να φταßει. Για αυτü και μüνο και üχι γιατß περνÜω κÜποια συγκεκριμÝνη φÜση αναπüλησης.
     Δεν στÜθηκε, λοιπüν, η περßπτωση με τη Λßζα, μου Üφησε üμως ακλüνητα διαπιστευτÞρια, καθþς μου πÞρε πολý καιρü να το ξεπερÜσω. Εßχα πιστÝψει για τα καλÜ πως εßχα βρει το σωστü δρüμο που οδηγεß στην καρδιÜ μιας γυναßκας και στη δημιουργßα ενüς þριμου δεσμοý. Και τον ακολουθοýσα αυτüν τον δρüμο, τυφλÜ πια απü Ýνα σημεßο  και μετÜ, καθþς δεν Ýβλεπα τους πολλαπλοýς οδοδεßχτες του, με τα κüκκινα βÝλη: ελλÜτωσε ταχýτητα, Ýχει στροφÞ παρακÜτω και δη επικßνδυνη. Δεν Ýβλεπα üτι δεν με φιλοýσε ποτÝ στο στüμα, Ýνα βρÜδυ μüνο που μÝθυσε, üτι δεν με Ýπαιρνε τηλÝφωνο να μÜθει πþς περνÜω, παρÜ μüνο για να μÜθει αν θα βγοýμε και ποý θα πÜμε. ΠÜντα κÜπου που Þθελε η ßδια. ¸ντυσα Üνετα την εθελοτυφλßα μου με το σμüκιν του ιπποτισμοý, καλογυÜλισα τα παποýτσια του κυρßου, του Üντρα που σÝβεται τη γυναßκα και πÜει λÝγοντας. ¼χι üτι μετÜνιωσα που Þμουν κýριος και σεμνüς. ΜετÜνιωσα που δεν πρüσεξα το βαθμü μυωπßας μου και πÞγαινα τüσον καιρü τοßχο τοßχο, ψηλαφþντας με την εντελþς αγýμναστη ψυχÞ και ωριμüτητÜ μου, ακατÜλληλα για μÝνα πεδßα. ΑλλÜ Þμουν και πολý νÝος τüτε.

     Με τις σκÝψεις και τις περισκÝψεις, τα τηλÝφωνα που διÜνυσαν τον χαλαρü χρüνο της, Ýφτασε μεσημÝρι. ΚατÜ πþς το αποφÜσισε πρωτýτερα, παρÜγγειλε φαγητü. ¸να σπαγγÝτι σεφ, παρακαλþ, διπλü τυρß, Ýνα ψωμÜκι και μια μπýρα. ¼χι, βÜλτε δýο μπýρες.
     'Aνοιξε το ραδιüφωνο, τεντþθηκε στον καναπÝ. Νωρßς εßναι ακüμη, Ýχει καιρü να ετοιμαστεß. Θα περÜσει πρþτα απü την αδελφÞ της, για λßγο üμως, εßχαν κανονßσει με το Μßλτο να βρεθοýν σε Ýνα κλαμπÜκι στην περιοχÞ του, καινοýριο εßναι, δεν εßχε ξαναπÜει εκεß οýτε και ο ßδιος. Θα φοροýσε το μαýρο παντελüνι της και το κρεμ γουρλßδικο πουκÜμισü της. Την κολÜκευε αυτü το ντýσιμο, της πÞγαινε γενικÜ το σοβαρü ροýχο, αυτü που λÝνε «γραφεßου». ¸τσι Ýλεγε η ΚÜτια. Ας την ακοýσει μια φορÜ. ¸τσι κι αλλιþς Þταν απü τις ελÜχιστες φορÝς που ασχολÞθηκε μαζß της η αδελφÞ της. Α και μια Üλλη που της εßπε να κüψει επιτÝλους τα μαλλιÜ της, μεγÜλωσε, δεν της πηγαßνουν μακρυÜ. Τα Ýκοψε. Δεν Ýχει παρÜπονο, ωραßα εßναι κι Ýτσι. Τþρα βÝβαια, απü ποý και ως ποý το γουρλßδικο πουκÜμισο; Περßμενε δηλαδÞ κÜτι να «βγει» που λÝνε απü το αποψινü ραντεβοý με τον τÝως δεσμü και νυν φßλο; Θα Þταν ανüητη αν περßμενε. Τα πρÜγματα Ýχουν ξεκαθαρßσει καιρü τþρα, αργÞσανε θα μου πεις, πÜνω που εßχε αρχßσει να βολεýεται, να το πιστεýει και να ησυχÜζει, γιατß üλα μια χαρÜ πηγαßνουν, ασχÝτως με τα σÞματα κινδýνου που εßχαν λÜβει πλÝον διαστÜσεις κωδωνοκρουσιþν, και μÜλιστα αυτÝς τις πολλÝς, τις βροντερÝς και συνεχþς επαναλαμβανüμενες της πασχαλιÜτικης λειτουργßας. ¼χι, δεν Üκουγε τßποτε αυτÞ. Κþφευσε απüτομα, χωρßς κανÝναν, προφανÞ τουλÜχιστον, ιατρικü λüγο, απλþς και μüνο γιατß κι αυτü σχÝση Þτανε, ο καθÝνας üπως μπορεß, ουδεßς και ουδÝνα τÝλειο σε αυτüν τον γεμÜτο ατÝλειες κüσμο, που σαν να μην Ýφταναν οι τüσες αντιξοüτητÝς του παρουσιÜζει και μßα συνεχþς αυξανüμενη δυσκολßα στα ανθρþπινα. Μια χαρÜ, λοιπüν, Þταν με το Μßλτο, ως γνωστüν υπÜρχουν πÜντα τα χειρüτερα. Τα εßδε απü πρþτο χÝρι αυτÜ τα χειρüτερα την αποφρÜδα εκεßνη ημÝρα που την πληροφüρησε, τηλεφωνικþς, δεν Üντεχε λÝει να της τα πει απü κοντÜ, üτι εßναι καιρüς τþρα που θÝλει να χωρßσουν, της αξßζει κÜτι καλýτερο, αυτüς δεν το Ýχει σκοπü να σοβαρÝψει ακüμη την κατÜσταση. Δεν θυμÜται να εßχε βρει κÜτι βαθυστüχαστο να του πει τüτε. Δεν θυμÜται γενικüτερα να εßπε κÜτι. Το δÝχτηκε, και βÝβαια θα Ýμεναν φßλοι, Ýκλεισαν το τηλÝφωνο. Το μüνο που θυμÜται εßναι üτι Ýνιωσε μια βαρειÜ, Üνευ προηγουμÝνου τÝτοιο βÜρος, μοναξιÜ, που της Ýκοψε τα γüνατα, Ýμεινε πολλÞ þρα να κυλιÝται σπαρÜζοντας στο κλÜμα, στον καναπÝ, στο πÜτωμα και πÜλι στον καναπÝ. ΑβÜσταχτη μοναξιÜ, που συνÝχιζε να την τσακßζει κοκκαλÜκι κοκκαλÜκι για πολý καιρü Ýπειτα, που την κλειδαμπÜρωσε μÝσα της, δημιουργþντας τον περßφημο φαýλο κýκλο üλων των μüνων: εßμαι μüνος μου, μελαγχολþ, δεν Ýχω διÜθεση να μιλÞσω, μÝνω μüνος μου.
     ¸μεινε μüνη της. Για πολý καιρü, μÝχρι σÞμερα, αυτüς ο φαýλος κýκλος απÝκτησε εξουσßες συνÞθειας, συνÞθειες εξουσßας, δεν Ýχουν τελειωμü οι φαýλοι κýκλοι και οι γüρδιοι δεσμοß, εßναι να μη γßνει το ξεκßνημα. ¼πως üταν εßχε κÜνει επÝμβαση για χολολιθßαση. Της εßπε ο γιατρüς, Ýχει προδιÜθεση ο οργανισμüς σου να δημιουργεß πÝτρες  στη χολÞ, πρÝπει να προσÝχεις. ¸χει προδιÜθεση ο ψυχισμüς μας να δημιουργεß φαýλους κýκλους, πρÝπει να προσÝχουμε. Και δεν Ýχει αλλÜξει η κατÜσταση μÝχρι τþρα, μüνο που δεν την ενüχλησε τüσο üσο τþρα.
     Στ' αλÞθεια, εßναι τüσο καιρü μüνη της. Πüσο να σε κρατÞσουν τα ενδιαφÝροντÜ σου, üσα και να Ýχεις, το μοßρασμα εßναι τελικÜ που τα πολλαπλασιÜζει, πüσο να σε καλýψει η «ησυχßα» σου, η «ηρεμßα» σου και η απüσταση απü τους «μπελÜδες», ο κορεσμüς δεν Þταν ποτÝ καλüς σýμβουλος για τον Üνθρωπο, χüρτασε τüσο πολý να ησυχÜζει και να αποφεýγει τους συγκεκριμÝνους «μπελÜδες», που η ακατÜσχετη και ανüητη λογοδιÜρροια της φλýαρης κομμþτριÜς της, με Ýνα κοýρεμα σου Ýπαιρνε και μαλλß και ψυχÞ μαζß, Ýγινε η ενδιαφÝρουσα κοινωνικÞ παρÜσταση του μÞνα. Το μοßρασμα εßναι τελικÜ που σε πολλαπλασιÜζει, γιατß πλÜι στα δικÜ σου προσθÝτεις και του Üλλου και αν εßναι του «δικοý» σου Üλλου, ακüμη καλýτερα.
     ΕντÜξει μην εßναι υπερβολικÞ, δεν εßναι μüνη της, απλþς δεν Ýχει δεσμü. ¸χει üμως την αδελφÞ της, εßναι πολý καλÞ παρÝα, κεφÜτη, ζωηρÞ, την αγαπÜει. ¸χει τη συνÜδελφο απü το γραφεßο, παντρεμÝνη με παιδιÜ, την καλεß πÜντα στα γενÝθλια και του μικροý της και του συζýγου, της γνωρßζει και κανÝναν, σπÜνια γιατß το κýκλωμα των παντρεμÝνων εßναι συνÞθως κλειστü και προκαθορισμÝνο. Οι λüγοι λßγο πολý γνωστοß αλλÜ καθüλου της παροýσης. Δεν Ýγινε ποτÝ κÜτι με αυτοýς που της γνþρισε η συνÜδελφος, δýο Þτανε, γιατß...τι να πει κανεßς και τι να ομολογÞσει. Ο Ýνας την εßδε πολý σοβαρÞ, ü,τι πρÝπει της εßπε για γÜμο και οικογÝνεια, της Ýκανε Ýναν διÜλογο για να της εκθειÜσει τις απüψεις του, δεν κατÜλαβε üτι βγÞκε ραντεβοý, κατÜλαβε üμως üτι παραβρÝθηκε σε μια πολý μονüτονη και κρýα ομιλßα για την ανÜγκη του ανθρþπου να δημιουργεß οικογÝνεια, üταν φτÜνει σε μια ηλικßα, βασισμÝνη σε πρακτικÜ θÝματα, σκιαγραφημÝνη επßσης πρακτικÜ. Ερωτευüμαστε και κÜνουμε τρÝλλες στα νιÜτα μας, αλλÜ στην þριμη ηλικßα θÝλουμε Üνθρωπο σοβαρü, μορφωμÝνο με καλÞ δουλειÜ για να ανοßξουμε σπßτι. Και σοβαρÞ εßναι και μορφωμÝνη και καλÞ δουλειÜ Ýχει. Γι' αυτüν ακριβþς το λüγο ευχαρßστησε ευγενικÜ κι Ýφυγε, γιατß της φτÜνει η πρωινÞ της δουλειÜ, δεν χρειÜζεται βραδυνÞ. Ο Üλλος καλýτερος φαινüτανε, καλÜ ξεκßνησε το βρÜδυ, κατÝληξε να θυμÜται με το μοýτρο χολωμÝνο και κατακüκκινο την πρþην του που του ρÜγισε την καρδιÜ, τον παρÜτησε η αχρüνιαγη, αυτüν που Ýκανε τις τüσες θυσßες, που ξεκληρßστηκε οικονομικÜ για το χατÞρι της, αλλÜ δεν την ξαναπατÜει πια, οýτε καφÝ δεν ξανακερνÜει γυναßκα, και αν κÜποια τον θÝλει πρÝπει να του αποδεßξει με üλους τους δυνατοýς τρüπους üτι αξßζει τον κüπο. Δεν θα πÜρω, ευχαριστþ, δεν αξßζω τον κüπο.
     ΤÝλος πÜντων, λοιπüν, εκτüς απü τις προαναφερüμενες λαμπρÝς παρÝες της, Ýχει και το Μßλτο. Πρþτης τÜξεως φßλος. Την ακοýει με ενδιαφÝρον, üχι üτι Ýχει και πολλÜ πλÝον να πει, και της μιλÜει με το ßδιο αμεßωτο ενδιαφÝρον για τα τεκταινüμενα της δικÞς του ζωÞς. Αυτüς Ýχει πολλÜ να πει. Και το καλýτερο εßναι üτι δεν παραλεßπει ποτÝ μα ποτÝ να της αναφÝρει üτι εßναι γυναßκα μÜλαμα, χρυσüς Üνθρωπος, μεγÜλη καρδιÜ, üτι εßναι τυχερüς, που παρüλη τη γαúδουριÜ του, εξακολουθεß να εßναι φßλη του και να του φÝρεται τüσο καλÜ.

     Το περß αυτογνωσßας επιχεßρημα καθüλου καλÜ δεν μου βγαßνει μÝχρι στιγμÞς. Γιατß Üπαξ και το συνÝδεσα με την καταλυτικÞ συμβολÞ των αναμνÞσεων του χθες, για να βγÜλω το ορθü συμπÝρασμα για το σÞμερα, Üδικα αναζητÜω στη συνÝχεια κÜποια καλýτερη κατÜσταση μεταξý εμοý και της οποιαδÞποτε συναισθηματικÞς απüπειρας. Εßχα τσακßσει και λßγο τα φτερÜ μου, δεν το αρνοýμαι, Ýγινα πιο δειλüς απü üτι απü καταβολÞς μου Þμουν. Δεν πλησßαζα εýκολα κοπÝλες, δεν Þμουν κανÝνα κελεποýρι, για να με πλησιÜσουν εκεßνες. ΠολλÞ μοναξιÜ και τüτε. ΔουλειÜ, σπßτι, αδιÜφορες παρÝες κÜθε εßδους στα μπαρÜκια και τα ποτÜδικα της γειτονιÜς και πολλÞ πολλÞ μοναξιÜ. Εßχα προσληφθεß εκεß που εßμαι ως σÞμερα, ξεγελιοýνταν λßγο τα πρÜγματα, üμως, κακÜ τα ψÝματα, το βÜρος μÝσα μου üλο και μεγÜλωνε, σερνüταν η ψυχÞ μου και μαζß της και η αισιοδοξßα μου. 'Αρχισα να αναρρωτιÝμαι: γιατß εγþ üχι και οι Üλλοι ναι, οýτε τüσο Üσχημος εßμαι, οýτε τüσο παρÜξενος, οýτε τüσο...Τελειωμü δεν εßχαν οι καθημερινÝς πλÝον ψηλαφßσεις του εαυτοý μου, απü Üκρη σε Üκρη, ιδιαßτερα μετÜ απü κÜποια σεβαστÞ ποσüτητα αλκοüλ. Εßχα, βÝβαια, κÜποιες αναλαμπÝς, τßποτε σπουδαßο, γιατß τελικÜ, σπουδαßο εßναι αυτü που μÝνει. Σπουδαßο θα Þταν αυτü που Ýπρεπε να Ýχω κοντÜ μου σÞμερα, και που θα κανüνιζε μαζß μου την βραδυνÞ Ýξοδο Þ την απüδραση του Σαββατοκýριακου.
     ΑυτÝς, λοιπüν, οι αναλαμπÝς, Þταν μια ¸φη και μια ΕιρÞνη και Þταν για λßγο, ßσα για να μη νιþθω τüσο αποτυχημÝνος και Üχρηστος στο ερωτικü παιχνßδι, þστε να οδηγηθþ βαθμιαßα στο πρþτο μοναστÞρι που θα Ýβρισκα μπροστÜ μου. Σερβιτüρες και οι δýο, στα ποτÜδικα που σýχναζα τüτε, αξιολüγησαν με το δικü τους τρüπο τον μουντροýχο και δειλü χαρακτÞρα μου, ως þριμου και σοβαροý ανθρþπου, που δεν τις Ýβλεπε σαν αντικεßμενα. Με πλησßασαν εκεßνες, üχι και οι δýο μαζß, να το ξεκαθαρßσω, κρÜτησε λßγο, Üφησε λßγα, οýτε για απλÞ αναφορÜ. Δýο καταστÜσεις μουλιασμÝνες σε χλιαρÞ παρηγοριÜ για εκεßνες, ποý ευχαρßστως θα «κολλοýσα» εγþ, αλλÜ, εßπαμε, δεν κρÜτησε πολý. Αυτü που κρÜτησε, üμως, εßναι η μεταλλαγÞ μου σε κλειστü και αρκοýντως απομονωμÝνο Üνθρωπο. Μελαγχολοýσα κι αισθανüμουν λßγος. Αισθανüμουν λßγος και μελαγχολοýσα. Το υπüλοιπο περιβÜλλον μου δεν βοηθοýσε την κατÜσταση, δεν απÜλυνε τη θλßψη μου. ¼πως Þδη Ýχω πει, δεν εßχα παρÝες, φßλους, κολλητοýς να καλυφθεß κÜποιο απü τα κενÜ, Þμουν μοναχοπαßδι, οι γονεßς μου «Ýφυγαν» και οι δýο νωρßς, και το σπßτι συμπλÞρωνε τον καμβÜ της απüλυτης μοναξιÜς. Αχ! ΑυτÝς οι þρες, που γýριζα σε Ýνα σπßτι Üδειο και βουβü γιατß κανÝνα θεúκü φιλüτιμο δεν μπορεß να μετατρÝψει τους τοßχους σου σε συντροφιÜ, ξÝρουν üμως απü μüνοι τους να μετατρÝπονται σε μια χαρÜ κελß που σε σφßγγει, σε παραλýει και σε πνßγει, üρθιο μÝσα στη μÝση του αμßλητου σαλονιοý, της βουβÞς κουζßνας και της παντελþς ανÝκφραστης κρεββατοκÜμαρας. Ακüμα Ýχω αυτÞ την αßσθηση του βουßσματος στα μηνßγκια  μου, λßγο πριν αφεθþ ξεψυχισμÝνος σε μια πολυθρüνα, που Ýχει πια το σχÞμα μου. ΑυτÞ το καταδÝχτηκε. ΑυτÞ και η ΣτÝλλα.
     Α! ΑυτÞ εßναι μια περßπτωση που αξßζει να αναφÝρει κανεßς, ο οποιοσδÞποτε, γιατß εßναι διαχρονικÜ μια κλασσικÞ περßπτωση λÜθους. Μια περßπτωση με ανÝμους και θýελλες, διαπραγματεýσιμη για Ýναν καλü καπετÜνιο, σαρωτικÞ για Ýναν Üμαθο και αφελÞ καλαμαρÜ, üπως Þμουν εγþ, ψυχÞ τε και σþματι, φλþρος üπως θα Ýλεγε κανεßς. ¸να καλü ελαφρυντικü üμως μου το αναγνωρßζω: Þμουν πολý καιρü μüνος, εßχα χÜσει τα λßγα ψιχßα εμπιστοσýνης στον εαυτü μου που διÝθετα, εßχα περιπÝσει σε μια κατÜσταση νÜρκωσης λογικÞς και αισθÞσεων, εßχα «πιÜσει πÜτο», τη λατρεýω αυτÞν την Ýκφραση, απüλυτα εκδηλωτικÞ, απüλυτα αναγνωρßσιμη απü τους παθüντες.
     ¹ταν μÝρα σαν üλες τις Üλλες. Δεν εßχαμε πολý δουλειÜ, παρακολουθοýσα το κουτσομπολιü των υπüλοιπων, μαζεμÝνοι üλοι στο γραφεßο της ΣτÝλλας. Της ΣτÝλλας με τα μακριÜ μαýρα μαλλιÜ, τα καστανÜ γλυκýτατα μÜτια, ευγενÝστατη και γελαστÞ πÜντα, πανÝμορφη πÜντα. Δεν εßχα τολμÞσει, βÝβαια, ποτÝ να εκδηλþσω κÜτι, εßχα εντελþς απομακρυνθεß απü τÝτοιες σκÝψεις και απüπειρες. Δεν μου εßχε περÜσει καν απü το μυαλü, το πολý καλü μαζß μου υποσυνεßδητü μου εßχε φροντßσει να μου απαγορεýσει κÜτι τüσο παρÜτολμο και να προφυλÜξει απü την κατρακýλα στην Üβυσσο την αυτοπεποßθησÞ μου. Εßχε τα γενÝθλιÜ της. ¹ταν üλοι τους πολý κεφÜτοι, θα Ýκανε το βρÜδυ πÜρτυ στο σπßτι της, τους εßχε καλÝσει, σαν απü το βÜθος της πραγματικüτητας, Üκουσα να καλεß κι εμÝνα. 'Ανετα, απλÜ üπως  μιλοýσε σε üλους τους συναδÝλφους της. ΑποδÝχτηκα την πρüσκληση, δεν θα πÞγαινα απüψε στο καφÝ του Κþστα, αλλÜ στο πÜρτυ της ΣτÝλλας.
     Τσακßστηκα να φτÜσω στο σπßτι, να με περιποιηθþ, να με ομορφÞνω, να με σημαιοστολßσω, μια καλÜ κρυμμÝνη ελπßδα που πÞγε να σηκþσει κεφÜλι, ποδοπατÞθηκε απü τη σκληρüτητα της λογικÞς και τον αδυσþπητο üγκο του καθρÝφτη μου. Πþς εßχα γßνει Ýτσι! Εßχα παραμελÞσει τον εαυτü μου εντελþς, παραχωμÝνος τüσον καιρü στην αδιαφορßα, του «δεν πρüκειται τþρα πια», και του «ας το πÜρω απüφαση». Κι Ýνας παραχωμÝνος εαυτüς, βρßσκει την ησυχßα του, τη βολÞ του και δημιουργεß απßθανα πρÜγματα με ο,τιδÞποτε του πετÜμε με περιφρüνηση στην τρýπα του. Σε εμÝνα δημιοýργησε, ανενüχλητος, Ýνα παχý στρþμα λßπους  στο Þδη γεμÜτο σþμα μου, μαýρους κýκλους στα μÜτια απü τις απßθανες þρες ýπνου, Ýνα πλαδαρü χλωμü πρüσωπο και το βλÝμμα του τßποτα να Ýχει περικυκλþσει οποιαδÞποτε Ýκφραση. Καμμßα ελπßδα λοιπüν.
     ¼ταν χτýπησα το κουδοýνι του σπιτιοý της, με τα απαραßτητα λουλοýδια στο χÝρι, εικοσιπÝντε κüκκινα τριαντÜφυλλα, üσα τα χρüνια που Ýκλεινε, το βρÞκα πολý πρωτüτυπο, üταν την εßδα μπροστÜ μου με το κüκκινο φüρεμÜ της, να λÜμπει και να γελÜει... ξÝχασα üσα δεν Ýπρεπε να ξεχÜσω και Ýνιωσα üσα δεν Ýπρεπε να νιþσω. ΞÝχασα εμÝνα και Ýνιωσα εκεßνη. ¹ταν Þδη üλοι εκεß, Ýπιναν, γελοýσαν, κÜποιοι λικνßζονταν κιüλας με τη δυνατÞ μουσικÞ. Εßχε κÜνει μια απßθανη διακüσμηση με φωτορυθμικÜ, εßχε αγορÜσει του κüσμου τα ποτÜ και τα απαραßτητα συνοδευτικÜ, εκτßμησα πραγματικÜ τον κüπο της και το ωραßο περιβÜλλον που δημιοýργησε. Δεν μπορþ να μην παραδεχτþ üτι εßχα «χαζÝψει» που λÝνε, τελεßως üμως, πολý φοβÜμαι üτι θα πρÝπει να Þμουν με το στüμα ανοιχτü. ΠανÝμορφη, λικνιστÞ και ναζιÜρα, Üλλο το γραφεßο και Üλλο το πÜρτυ, μιλοýσε με üλους, αστειευüταν με üλους, Þταν το κÝντρο και πþς να μην εßναι. Κοιτοýσε επßσης συνεχþς την πüρτα και το ρολüι της, αλλÜ αυτü ξÝρω üτι το θυμÞθηκα πολý αργüτερα, τüτε που με το δÜχτυλο χωμÝνο σε μια βαθειÜ και ανοιχτÞ πληγÞ, Ýφερνα συνεχþς στο μυαλü μου üλες μα üλες τις σκηνÝς, που περιεßχαν τα  μαýρα μακρυÜ μαλλιÜ,τα καστανÜ γλυκÜ μÜτια και το λυγερü κορμß μιας πρωταγωνßστριας ενüς απßστευτα κακοπαιγμÝνου Ýργου, καταδικασμÝνο να παραμεßνει για πÜντα τριτοκλασÜτο αλλÜ καλτ. ΚÜποιες ταινßες δεν Ýχουν ποιüτητα αλλÜ αγγßζουν κÜποια ÝνστικτÜ μας και παραμÝνουν κλασσικÝς.
     ¹ρθε κοντÜ μου με την Üνεση της δýναμης, της δýναμης που Ýχει οποιαδÞποτε γυναßκα που εßναι ωραßα και το ξÝρει, απÝναντι σε Ýναν Üντρα που δεν εßναι ωραßος και επßσης το ξÝρει. ΚαλÜ το λÝνε, τελικÜ, κÜποια πρÜγματα εßναι καλýτερα να μην τα γνωρßζεις. ¼σο πιο πολλÜ γνωρßζει κÜποιος τüσο περισσüτερο πονÜει. ΣοφÞ ρÞση. ΠροσφÝρθηκε να μου ετοιμÜσει το ποτü μου, αφοý με αγκÜλιασε και με φßλησε στο μÜγουλο, για την υπÝροχη ανθοδÝσμη. ΠροσφÝρθηκα να την ερωτευτþ σαν τρελλüς. ¼λα καλÜ, δεν απαγορεýονται τα üνειρα, ονειρευüμουν ξýπνιος κι ευτυχισμÝνος. Το ξýπνιος αποδεßχτηκε εντελþς σχετικü, καθþς δεν εßχα παρατηρÞσει üτι κοιτοýσε τþρα συνεχþς στην πüρτα, üτι εßχε αρχßσει να Ýχει Ýναν εμφανÞ εκνευρισμü, üτι Ýπινε το Ýνα ποτü μετÜ το Üλλο. ΚÜποιος προσπÜθησε να της μιλÞσει, τον Ýσπρωξε και τüτε στην εßσοδο εμφανßστηκε ü 'Αλκης, ο προúστÜμενος του γραφεßου με μια κοπÝλα μαζß του, οýτε που πρüσεξα ποια. Οýτε και τον 'Αλκη θα πρüσεχα, αν δεν Ýβλεπα τη χαρÜ της πρþτα, την απορßα της Ýπειτα και τον ολοφÜνερο θυμü της που ακολοýθησε. Δε σκοπεýω να αναπαραστÞσω τη σκηνÞ με üλες τις λεπτομÝρειες, δεν εßναι λογικü αλλÜ οýτε και συνετü. Δεν πονÜω πια μα θυμÜμαι τον πüνο, σε üλη του σχεδüν την Ýνταση. Ο 'Αλκης Þταν ο γüης του γραφεßου, η ΣτÝλλα τον εßχε ερωτευτεß, üμως εκεßνος μετÜ απü κÜποια κρεβÜτια που Ýκανε μαζß της, Ýβαλε πλþρη για αλλοý. Το κουτσομπολιü των συναδÝλφων μου εκεßνο τον καιρü, Þταν τα συνεχÞ παρακÜλια της να ξανασμßξουν, η περιφρüνησÞ του και το αποκορýφωμα, πως Þρθε στο πÜρτυ της συνοδευüμενος απü κÜποια Üλλη. Αυτüς δεν Ýμεινε πολý, η ΣτÝλλα üμως Þπιε τη θÜλασσα απü αλκοüλ, σχεδüν κυλιüταν στο πÜτωμα, θÝαμα απαρÜδεκτο üσο και θλιβερü, Ýνας Ýνας οι καλεσμÝνοι της Ýφευγαν, τι Üλλο να Ýκαναν. Εκτüς απü εμÝνα. Που καταστενοχωρημÝνος απü αυτü που Ýβλεπα να εκτυλßσσεται μπροστÜ  μου, δεν  μου πÞγαινε η καρδιÜ να την αφÞσω σε αυτü το χÜλι. Την περιποιÞθηκα üπως Þξερα και μποροýσα, Ýκανε συνεχþς εμετοýς, μια Ýκλαιγε μια φþναζε, Ýνα θολü σýννεφο üλα, δεν εßχε σημασßα, την Ýβαλα να ξαπλþσει, Ýμεινα κοντÜ της μÝχρι που Üρχιζε να ησυχÜζει, ξημερþματα πια.
     Τα υπüλοιπα Ýγιναν πολý γρÞγορα, ξαφνικÜ, χωρßς προειδοποßηση και χωρßς λüγο. ΚÜναμε δεσμü. ΑυτÞ γιατß εκτßμησε αφÜνταστα τη συμπεριφορÜ μου, εγþ γιατß την ερωτεýτηκα πολý. ΑυτÞ γιατß αποφÜσισε üτι θα αρÜξει πλÜι σε Ýνα καλü παιδß που την κοιτοýσε στα μÜτια κι Ýλιωνε, εγþ γιατß Ýσβησα θεληματικÜ απü το μυαλü μου üτι πριν λßγες ημÝρες Ýλιωνε και χτυπιüταν για κÜποιον Üλλο. ΑυτÞ γιατß Þθελε να ξεχÜσει, εγþ γιατß πßστευα üτι θα ξεχÜσει. Και οι δýο κÜναμε λÜθος. Εκεßνη γιατß μετÜ απü καιρü που προσπαθοýσε, δεν τα κατÜφερνε να κρýψει την αηδßα της στα χÜδια μου και στα φιλιÜ μου κι εγþ γιατß μετÜ απü τον ßδιο καιρü προσπÜθειας, αποφÜσισα να μην επιμÝνω και να περιμÝνω πως η συμπεριφορÜ μου θα την κερδßσει, καθþς δεν θα την πßεζα, δεν θα την Üγγιζα. Εκεßνη Ýπαθε νευρικü κλονισμü, εγþ Ýφτασα στα πρüθυρα του αλκοολισμοý. ¹ταν πραγματικÜ κρßμα, κρßμα ζωÞς και ομορφιÜς, να βλÝπω αυτü το τüσο αγαπητü σε μÝνα πλÜσμα, το τüσο üμορφο πÜντα, για τα δικÜ  μου μÜτια, δεμÝνο στο κρεββÜτι μιας ψυχιατρικÞς κλινικÞς, δεμÝνη για να μην βλÜψει τον εαυτü της απü τις απανωτÝς κρßσεις, με συνεχεßς παροχÝς φαρμÜκων για να ανακτÜ, Ýστω κι Ýτσι, την ηρεμßα. Ηρεμßα με χρονικÞ διÜρκεια üση και η δüση. Τα ανÝλαβα üλα. Την περßθαλψÞ της σε μια πολý καλÞ κλινικÞ, πανÜκριβη γι' αυτü και την εμπιστεýτηκα, τους γιατροýς, τα φÜρμακα, üλα. ¹ταν το λιγüτερο που μποροýσα να κÜνω. Αυτü και το να την επισκÝπτομαι καθημερινÜ. ΚÜποτε συνÞλθε. Εßπαν πως θα μποροýσε να βγει, δεν Þταν Ýτοιμη, βÝβαια, ακüμη για τους κανονικοýς της ρυθμοýς, θα Ýβλεπε σε σταθερÞ βÜση κÜποιον ψυχßατρο, να αρχßσει σιγÜ σιγÜ να επανÝρχεται.
     Την πÞρα στο σπßτι μου. ΜετÜ απü λßγες ημÝρες Ýφυγε. Μου Üφησε Ýνα γρÜμμα. Θα πÞγαινε στη μητÝρα της, στο χωριü. Δεν Üντεχε να εßναι Üλλο πλÝον μαζß μου, η σχÝση μας Ýφταιγε για την κατÜστασÞ της, εγþ και η γλοιþδης λατρεßα μου, την Ýπνιξα, την τρÝλανα. Μου Üφησε Ýνα μαχαßρι μüνιμα καρφωμÝνο στο στÝρνο μου. Με το που Üνοιγα τα μÜτια μου, Üνοιγε και η πληγÞ, με το μαχαßρι να βαθαßνει και να στριφογυρßζει μÝσα της, με το που Ýκλεινα τα μÜτια μου ακινητοποιοýταν το μαχαßρι λιπüθυμο απü τρομερÝς ποσüτητες αλκοüλ, που κατανÜλωνα πια χωρßς üριο και μÝτρο. ¸φτασα στα üρια της καταστροφÞς, Ýμεινα για πολý καιρü στις δαγκÜνες του εφιÜλτη, που δεν εßχε τßποτε να ζηλÝψει απü την κüλαση. Εßχε φωτιÝς, εßχε δαßμονες, εßχε πüνους ανομολüγητους, εßχε την καταδßκη του τÝλους.
     ΣυνÞλθα üμως. Και εßμαι τþρα εδþ, Ýνας σαραντÜρης Üντρας, παχουλüς üπως πÜντα, πιο καραφλüς πια, που κÜνει την αυτογνωσßα του. Που ψÜχνει να βρει τις αιτßες που βαθμιαßα οδÞγησαν στη σημερινÞ του μοναξιÜ, στη σημερινÞ του απομüνωση. Να βρεθεß πßσω σε εκεßνο το χωρÜφι που Ýσπειρε τα λÜθη του και να αποφασßσει, αν θα κÜψει, θα ξεθεμελιþσει, θα καταστρÝψει εντελþς εκεßνο το χωρÜφι Þ αν απλÜ, δεν θα ξαναφυτÝψει λÜθος σπüρους σε λÜθος εποχÞ, με λÜθος τρüπο. ΑυτÝς εßναι οι επιλογÝς μου. ΑυτÝς Þταν πÜντα, μüνο που Üργησα να το καταλÜβω.

     ¸νιωσε δυσφορßα, που αντικατÝστησε το προηγοýμενο κλßμα χαρÜς, που Ýσβησε την Ýνταση και το ξανανιωμÝνο ενδιαφÝρον της για το επερχüμενο βρÜδυ. Δεν θα πÜει στην αδελφÞ της, θα της αρχßσει το κÞρυγμα για την περßεργη, κατÜ τη γνþμη της, φιλßα με το Μßλτο, απü ποý και ως ποý, Ýχουν χωρßσει και πþς εßναι δυνατüν να ξεχÜσει τα χÜλια της τüτε. Δεν γßνεται κÜθε φορÜ που «ξεμÝνει» ο απαρÜδεκτος, να ξαναμπαßνει στη ζωÞ της, για μερικÜ βρÜδυα και μετÜ οýτε γÜτα οýτε ζημιÜ. Δεν Ýχει καμμßα üρεξη να ακοýσει. Θα ντυθεß, θα στολιστεß και θα βγει να διασκεδÜσει, üχι να της μαυρßσει η καρδιÜ. Γιατß η καρδιÜ της Ýχει Üδικο και δεν υπÜρχει τßποτε χειρüτερο απü το να σου πετÜνε το Üδικü της καταπρüσωπο, δεν εßναι üλες οι þρες ßδιες. ¼ταν Þταν μικρÞ της Ýλεγε η μητÝρα της, üτι üταν κÜνει κÜποια αταξßα, να της λÝει αμÝσως την αλÞθεια, να μην την αφÞνει να το ανακαλýψει μüνη της Þ να το μÜθει απü αλλοý και η ειλικρßνεια ανταμοßβεται. Το Ýκανε  και Þταν μια απßστευτη εμπειρßα αυτü το παιχνßδι μÜθησης και διαμüρφωσης χαρακτÞρα μÝσα απü την αποδοχÞ του λÜθους και του θÜρρους της ειλικρßνειας. Τüτε üμως εßχε να κÜνει με την καλÞ της μανοýλα και με λÜθη του τýπου «δεν πÞρα καλü βαθμü» και «Ýσπασα το βÜζο», καμμßα σχÝση με το «τι στην ευχÞ κÜνω με τη ζωÞ μου», και «αν Ýχεις φßλους σαν το Μßλτο, τι τους θÝλεις τους εχθροýς». Το δυσκολüτερο üμως εßναι üτι τþρα Ýχει τον εαυτü της απÝναντι, μια κατÜσταση μεταξý φθορÜς και αφθαρσßας στο θÝμα αυτοσυγκÝντρωση, Ýλεγχος πρÜξεων και τα συναφÞ. ¼ποιος Ýχει παßξει τÜβλι με αντßπαλο τον εαυτü του μπορεß να κατÜλαβει. Δεν ξÝρεις αν κερδßζεις, αν χÜνεις, δεν Ýχεις αντßπαλο και Ýχεις, Üστο. Το Üφησε.
     ΕτοιμÜστηκε για το ραντεβοý της. Παραδüξως πÝρασε η þρα. Το βρÞκε εýκολα. Μπορεß ο Μßλτος να μην εßχε την ευγÝνεια να Ýρθει να την πÜρει, την κατατüπισε üμως πλÞρως, να μην ταλαιπωρηθεß με το ταξß, της εßπε επß τη ευκαιρßα üτι θα αργÞσει και λßγο, αποκοιμÞθηκε, συγγνþμη μωρü μου, ετοιμÜζομαι κι Ýρχομαι üσο πιο γρÞγορα μπορþ. ΤÝτοια.
     Δεν εßχε πολý κüσμο. ΠεριμÝνετε παρÝα; ΜÜλιστα, περιμÝνω. Απü εδþ, παρακαλþ. Θα πιεßτε κÜτι; ΜÜλιστα, θα πιω. Ορßστε, παρακαλþ. Συμπαθητικü μÝρος, πþς το Ýπαθε ο Μßλτος, συνÞθως διÜλεγε κÜτι σκοτεινÜ και κλειστοφοβικÜ, αυτü εδþ Ýχει μια γλυκιÜ ατμüσφαιρα, καλü και το ποτü, Ýνιωσε καλýτερα. Ωραßα μουσικÞ... «Εσý δε φταις σε τßποτα, εγþ τα φταßω üλα, εσý δεν υποσχÝθηκες τßποτα πιο πολý...Φταßει που ενþ μεγÜλωσα τα ßδια λÜθη κÜνω». Ωραßα μουσικÞ.

     Ονειρεýτηκα πως Þμουν χαμαιλÝοντας που εßδε Ýνα üνειρο. ¹ταν λÝει μπροστÜ απü Ýνα ουρÜνιο τüξο, και πÜσχιζε να αλλÜξει τα χρþματÜ του για να πλησιÜσει στο νÝο περιβÜλλον, που παρÜδοξα βρÝθηκε, για να ταιριÜξει μαζß του. ¢λλαζε συνÝχεια, το ουρÜνιο τüξο εßναι ανελÝητα χρωματιστü, κατÝληξε να γßνει Üσπρος, κÜποιος το Ýχει πει, üλα τα χρþματα, Üμα στριφογυρßζουν μαζß, μας κÜνουν το Üσπρο. Τρüμαξε ο χαμαιλÝοντας, δεν μποροýσε πια να αναγνωρßσει τßποτε επÜνω του, ξýπνησε. Ξýπνησα κι εγþ. ΘÝλω να βγω Ýξω, θÝλω να δω κüσμο. Δεν Ýχω επιλÝξει κÜτι ακüμη, αλλÜ δεν θÝλω να γßνω Üσπρος.

     Εξακολουθεß να μην Ýχει γεμßσει ο χþρος, εξακολουθεß να περιμÝνει το Μßλτο, πþς την Ýπαθε Ýτσι απüψε, Ýπρεπε να γυρßσει πßσω. Για την þρα εßναι εδþ και περιμÝνει. ¸να ζευγÜρι κÜθισε στο τραπÝζι δßπλα της, δυο χαριτωμÝνοι νÝοι, Ýνας Üντρας στο τραπÝζι απÝναντß της. Η μουσικÞ δυνÜμωσε, για κÜποιον λüγο χαμογÝλασε μÝσα της. ¸νιωθε üμορφα, Üνετα, εßναι μια νÝα γυναßκα που Ýχει βγει Σαββατüβραδο να πιει Ýνα ποτü με Ýναν φßλο. Αυτü εßναι σημαντικü. ¼ταν εßσαι μüνος, κÜποιες λεπτομÝρειες σε κÜνουν να νιþθεις σημαντικüς, ο καθÝνας επιλÝγει ποιες εßναι αυτÝς. Κανεßς, üμως, δεν μπορεß να διαφωνÞσει, üτι το να Ýχεις να περιμÝνεις κÜτι, εßναι μια καλοδεχοýμενη και χαρακτηριστικÞ σημαντüτητα. Περßμενε το Μßλτο, üπου να 'ναι θα Ýρθει, θα τη φιλÞσει χαροýμενος, ενθουσιασμÝνος που Ýχουν τüσο καιρü να τα πουν, θα φωτßσει με το κÝφι του τις þρες. Της φÜνηκε πως ο Üντρας απÝναντι την κοιτοýσε και κÜποια στιγμÞ της χαμογÝλασε. Του χαμογÝλασε κι αυτÞ. ¼ταν νιþθεις üμορφα, μπορεßς να εßσαι ευγενικüς, μπορεßς να δþσεις μια ιδÝα καλοý εαυτοý και στον διπλανü σου, μπορεßς να εßσαι μεγαλüψυχος και κεφÜτος με τη ζωÞ, που κατÜ βÜθος, üσο και να δυσκολεýει κÜποιες φορÝς, παραμÝνει ωραßα.

     Μου περνÜει κÜποτε κÜποτε απü τη σκÝψη üτι αν Þθελα να ζηλÝψω κÜποιον, αυτüς θα Þταν ηθοποιüς. Πüσο μονüτονη μπορεß να εßναι η ζωÞ κÜποιου που παßζει ρüλους, που μεταφÝρεται σε πεδßα, εποχÝς και χαρακτÞρες διÜφορους, πρÜγματα διαφορετικÜ τüσο πολý απü ü,τι μπορεß να ζει ο ßδιος. ¸ρχεται στο μυαλü μου και κÜτι Üλλο, üτι ßσως τελικÜ, üλοι να παßζουμε κÜποιο ρüλο, Üλλος πρωταγωνιστικü, Üλλος κομπÜρσου, Üλλος με δυο ατÜκες, Üλλος με περισσüτερες και ανÜλογα με το πüσο καλÜ τα πας, παßρνεις ýστερα καλýτερους ρüλους, εμφανßζεσαι σε περισσüτερες ταινßες, þσπου πραγματοποιεßς αυτü που τüσο θÝλουν οι ηθοποιοß, το να εßσαι πλÝον σε θÝση να επιλÝγεις. Ταινßες και ρüλους. Και βÝβαια την πληρωμÞ σου. Ναι, ßσως να παßζουμε üλοι το ρüλο μας. Αν εßναι Ýτσι, θα Þθελα να παßξω πολý καλÜ το δικü μου. ΘÝλει ταλÝντο, θÝλει αμÝριστο ενδιαφÝρον, θÝλει πολλÞ δουλειÜ και οπωσδÞποτε πρωτοβουλßα.
     Να πÜω, λοιπüν, στο καινοýριο μπαρÜκι εδþ κοντÜ, νÝο περιβÜλλον, ü,τι πρÝπει για νÝες αποφÜσεις, με το κοστουμÜκι μου, θÝλω το δικü μου, üχι σαν τον καημÝνο τον χαμαιλÝοντÜ μου, θα παραμεßνω σοβαρüς, αυτü εßμαι, αυτü Ýγινα, δεν Ýχει σημασßα, πορεýεσαι με τον εαυτü σου, Ýτσι üπως τον βρÞκες μα κι Ýτσι üπως τον δημιοýργησες. Θα βρω Ýνα ενδιαφÝρον πρüσωπο. Πρþτα θα το βρω και μετÜ θα αρχßσω να επιλÝγω. Να ξεκινÞσω με την επιλογÞ μÝσα μου Þδη, εßναι πλÜνη. Γιατß εßμαστε üλα τα πριν, üλα τα τþρα μα και üλα τα Ýπειτα, τα κÜθε στιγμÞ επüμενα. Σημασßα Ýχει το ενδιαφÝρον, πüσο πολλÞ μεγÜλη σημασßα Ýχει το καταλαβαßνει μüνο κÜποιος που το  εξοστρÜκισε παντελþς απü τη ζωÞ του.
     ¸πειτα θα μιλÞσουμε. Για πολλÜ πρÜγματα και δικÜ της και δικÜ μου, γιατß εßναι ωραßο κÜποιες φορÝς να μιλÜμε, να ψηλαφßζουμε το Üγνωστο με τον δικü μας τρüπο, τη συζÞτηση, μüνο οι Üνθρωποι Ýχουν αυτü το προνüμιο. Ναι, αυτü εßναι.
     ΧαμογελÜω ευγενικÜ και μου ανταποδßδει. 'Αλλη φορÜ θα το θεωροýσα θαýμα, τþρα üχι. Τþρα το θεωρþ απüλυτα φυσικü και απλü το να σου ανταποδþσει κÜποιος Ýνα χαμüγελο. Δεν Ýχει σημασßα που χαμογελþ σε μια γυναßκα και που ποτÝ δεν κατÜλαβα τις γυναßκες. Οýτε κι εκεßνες με κατÜλαβαν, εßμαστε πÜτσι. Εßναι ανθρþπινο το θÝμα, δεν Ýχει να κÜνει με φýλα, εßμαι εδþ και δε σκοπεýω να αλλÜζω χρþματα συνεχþς για να ταιριÜξω σε Ýνα περιβÜλλον που παρÜδοξα με δημιοýργησε και με αναπτýσσει. Χαßρομαι που μου χαμογÝλασε, χαßρομαι που εßναι ευγενικÞ.
 -"ΚαλησπÝρα σας, σας ευχαριστþ που χαμογελÜσατε κι εσεßς. Εßναι τüσο εýκολο να παρεξηγηθεß κÜποιος σÞμερα. Εßναι καλü που εσεßς δεν το κÜνατε".
 -"ΚαλησπÝρα σας, μα γιατß το λÝτε αυτü, δεν βρßσκω τßποτε το κακü στο να εßναι κÜποιος ευγενικüς, αντßθετα βρßσκω πολý καλü το να θÝλει και να μπορεß να εßναι".
 -"Πþς εßστε; Μüνος κι εσεßς, απüψε";
 -"ΜÜλιστα, μüνος. ¼χι μüνο απüψε, αλλÜ δεν Ýχει αυτü σημασßα. Η αλÞθεια εßναι πως θα εßχε σημασßα, αν αφηνüμουν σε αυτü το χαρακτηριστικü, του πολυκαιρισμÝνου μüνου που λÝνε και το Üφηνα με τη σειρÜ του να με διαμορφþσει. ΧαμογελÜτε που εßπα πολυκαιρισμÝνου; ¸χω δßκιο, üμως, Ýχω δει πολλοýς να διαμορφþνονται ανÜλογα με τις εμπειρßες τους. Τι λÝω πολλοýς, üλους".
 -"Εßναι μια σωστÞ παρατÞρηση, ωστüσο Ýχει μια πολý λογικÞ ακολουθßα. Εßναι γεγονüς πως εßμαστε ü,τι ζοýμε, πþς θα μποροýσαμε να το αποφýγουμε; ¸να μωρü εßναι Ýνα παρθÝνο Ýδαφος, Ýνας ενÞλικος εßναι üλες οι κατακτÞσεις οι δικÝς του και των Üλλων που συναντÜ, üλα τα νÝα μÝρη, τα δικÜ του που Ýζησε και των Üλλων που του περιγρÜφηκαν".
 -"Διαφωνεßτε, παρüλα αυτÜ, üτι Ýχει πÜντα το κριτÞριο της επιθυμßας, της επιλογÞς και διαλογÞς και βÝβαια της διαμüρφωσης; Η ζωÞ η δικÞ μας, λοιπüν, σε μεγÜλο βαθμü διαμορφþνεται απü εμÜς, η ζωÞ των Üλλων, κυρßως üσων μας επηρεÜζουν, γßνεται αποδεκτÞ απü εμÜς, αν το θελÞσουμε, και αυτü συνεπÜγεται üτι η τελικÞ διαμüρφωση εßναι κατÜ πολý δικü μας Ýργο. ΚÜποιος μπορεß να Ýχει ταλαιπωρηθεß απü καταστÜσεις Ýξω απü τη δικÞ του σφαßρα επιρροÞς, γιατß συμβαßνει κι αυτü, ωστüσο μπορεß μÝχρι τελευταßα στιγμÞ να αποφασßσει τι θα του αφÞσει το πρüβλημα, τι θα κÜνει στο χαρακτÞρα του και στη ζωÞ του. Να φτιÜξει, λοιπüν, ο ßδιος τον ευατü του και üχι αυτÜ που Ýζησε".
 -"ΘÝλει μεγÜλη δýναμη κÜτι τÝτοιο. Και σταθερüτητα επßσης. Ο Üνθρωπος εßναι αδýναμος, εßναι ευαßσθητος, επηρρεÜζεται και εßναι απλü. ºσως να μην υπÜρχει και κÜτι το μεμπτü στο να διαμορφþνεται απü τις εμπειρßες του, ειδικÜ αν πρüκειται για δημιουργßα προσωπικÞς προστατευτικÞς ασπßδας, þστε να αποφýγει τα λÜθη, να μην ξαναπληγωθεß. Πληγþνουμε ο Ýνας τον Üλλον, εßναι γεγονüς, πρÝπει να ξÝρουμε να προστατευüμαστε, εßναι αναγκαιüτητα".
 -"Ο αμυντικüς μηχανισμüς εßναι Ýνα ακüμη üπλο μας, δεν εßναι το περιχαρακωμÝνο φροýριο που μÝσα εκεß θα συνεχßσουμε, ετοιμοπüλεμοι πια συνεχþς. Δεν νομßζω πως χρειÜζεται δýναμη, üσο γνþση του τι εßμαστε και ποý πρÝπει να φτÜσουμε".
 -"Ποιοι θα λÝγατε üτι εßμαστε και ποý θα πρÝπει να φτÜσουμε; Γιατß εγþ πιστεýω πως ο σκοπüς μας εßναι η ευτυχßα μας. Να περÜσουμε üσο το δυνατüν καλýτερα, να πληγωθοýμε üσο γßνεται λιγüτερο, να κατακτÞσουμε την ηρεμßα και την ασφÜλεια, που εßναι τüσο σημαντικÝς για τη ζωÞ και την ψυχÞ μας".
 -"Μα δε διαφωνοýμε καθüλου σε αυτü. Κι εγþ το ßδιο πιστεýω. Μüνο που βλÝπω αυτü το φτÜσιμο, που λÝνε, στην ευτυχßα, μÝσα απü διαφορετικÞ διαδρομÞ. ΜÝσα απü μονοπÜτια ανοιχτÜ και üχι περιχαρακωμÝνα. Μια πανοπλßα φτιαγμÝνη με γνþση, Ýστω επßγνωση, εßναι αρκετÞ. Ο ανοιχτüς δρüμος κρýβει παγßδες, κρýβει üμως και ανακαλýψεις. Οι Üνθρωποι, παντοý και πÜντα, εßναι αυτοß που εßναι. ΚÜποιοι μας πληγþνουν, κÜποιοι μας αγαποýν. ΚÜποιους πληγþνουμε κι εμεßς, κÜποιους αγαπÜμε. Εßναι απλü".
 -"ºσως και να Ýχετε δßκιο. ¸χετε εσεßς πληγþσει";
 -"¼χι, δεν νομßζω, Ýχω üμως πληγωθεß, αυτü το ξÝρω σßγουρα. ΑλλÜ ßσως να φταßω κι εγþ".
 -"ΚατÜ ποιüν τρüπο; ¼ταν μας πληγþνουν, Ýχουμε το λιγüτερο μερßδιο ευθýνης γιατß παßρνουμε το μεγÜλο μερßδιο της πßκρας και της απογοÞτευσης. Πüσο θα μποροýσε να φταßει Ýνας πικραμÝνος Üνθρωπος, και üση ευθýνη και να Ýχει, πüσο θα μποροýσε να τιμωρηθεß γι' αυτü; ¼χι, βÝβαια, üτι κατανοþ, πþς γßνεται να φταßμε üταν μας πληγþνουν".
 -"¸ρχεστε συχνÜ εδþ";
 -"¼χι, πρþτη φορÜ εßναι. ΑλλÜζετε θÝμα";
 -"Ναι, για λßγο. Κι εγþ πρþτη φορÜ Ýρχομαι, αμÝσως αμÝσως Ýχουμε Ýνα κοινü. Με κοιτÜζετε πολý σοβαρÜ. Εßναι που ανÝφερα το κοινü σημεßο; Εßναι που το ανÝφερα τþρα και üχι αργüτερα; Πüτε μπορεß να ξÝρει κανεßς την κατÜλληλη στιγμÞ; Μιλοýν üλοι με τüση σιγουριÜ για το üτι εßναι πολý εýκολο να την αναγνωρßσεις και της προσÜπτουν üλες τις ευθýνες για τα αποτελÝσματα. Δεν τα κατÜφερες γιατß δεν επιχεßρησες στην κατÜλληλη στιγμÞ. Τα κατÜφερες, μπρÜβο, Þταν η σωστÞ στιγμÞ για να το κÜνεις".
 -"Δεν σας καταλαβαßνω".
 -"Σας ζητþ συγγνþμη, μιλþ πολý, το ξÝρω, μÜλλον Ýχω πολý καιρü να μιλÞσω. Κι εσεßς μου εßστε τüσο συμπαθÞς, φαßνεστε ευγενικÞ και πολý γλυκιÜ. Δεν θÝλω üμως να καταχραστþ την υπομονÞ σας. ΜιλÞστε μου για εσÜς. Θα Þθελα να σας γνωρßσω καλýτερα".
 -"Γιατß";
 -"Γιατß; Δεν υπÜρχει γιατß, κι αν υπÜρχει δεν εßναι αναγνωρßσιμο ακüμη. ΑλλÜ δεν Ýχει και σημασßα. Δεν υπÜρχει Ýνα διüτι για üλα, δεν ρωτÜμε γιατß για üλα. Εßμαστε δυο ενÞλικες, μüνοι, καθüμαστε κοντÜ ο Ýνας με τον Üλλο, τι πιο φυσιολογικü απü το να γνωριστοýμε; ¸τσι απλÜ..."

     ¸νιωσα να επιστρÝφω... απü κÜπου αλλοý... Κοßταξα γýρω μου, Þμουν στο τραπÝζι μου, το ποτÞρι μου γεμÜτο ακüμη, εßχα αφαιρεθεß, εßχα χαθεß. Το μÝρος γÝμισε, δεν κατÜλαβα πüτε, γýρω μου ο θüρυβος ολοÝνα και δυνÜμωνε, βοÞ μουσικÞς, ανθρþπων, βοÞ ενüς παρÜξενου ονεßρου. Ονεßρου Þ βυθßσματος. Η γυναßκα που μου χαμογÝλασε, εκεßνη απÝναντß μου, σηκþθηκε, Ýριξε μια ματιÜ στον κüσμο και κατευθýνθηκε προς την πüρτα. Κοßταξε κι εμÝνα αφηρημÝνα, δεν μου χαμογÝλασε τþρα. Αναγνþρισα üμως τι σÞμαινε εκεßνο το βλÝμμα. ΑπογοÞτευση σÞμαινε. Εßχα την παρüρμηση να την ακολουθÞσω, να την πλησιÜσω, να της μιλÞσω. ¸μεινε απλþς παρüρμηση.
     'Αδειασε. Την ψυχÞ απü την ψυχÞ και Ýγινε το Üδειασμα στρÜγγισμα, Üκουγε τις σταγüνες να σταλÜζουν στο κενü. Οι παλÜμες κολλημÝνε στο πρüσωπο, το σþμα γονατισμÝνο, το μισαγκαλιÜζει το κρýο πÜτωμα. Δεν κλαßει ακüμη, δεν Ýχει νüημα να κλÜψει, ο καταδικασμÝνος να πεθÜνει καταμεσÞς στη θÜλασσα, δε σβÞνει ποτÝ την κüλασÞ του πßνοντÜς την. Η βαρειÜ πüρτα του σχολεßου κλεßνει. Πüσο αμετÜκλητη φαντÜζει στα παιδικÜ μÜτια. «Λüλα, να Ýνα μÞλο», «κρυφτεßτε, βγαßνω», τα κοκκινισμÝνα απü το παιχνßδι μÜγουλα χαρακτηρßζουν πρüσωπα που θα φτÜσουν παντοý, που θα κατακτÞσουν τον κüσμο και απü κεß, απü την κορυφÞ της νßκης, θα επιλÝξουν: τα Ýχω τþρα πια üλα, καιρüς να διαλÝξω, αυτü θα πÜρω. Αυτü εκεß το λαμπερü που εßναι το καλýτερο.
     ¹θελε να κυλιστεß με τη ζωÞ της, εκεß αγκαλιÜ με το πÜτωμα. Να χαθεß, να περÜσουν μÝσα απü το κορμß της þρες, ημÝρες, αιþνες, γεμÜτα τα πÜντα απü üχι, να βυθιστεß στο μαζοχιστικü κοßταγμα της παρÝλασης του παρÜλογου και του ακατανüητου. Να βουλιÜξει, τßποτε Üλλο δεν Ýχει σημασßα, γιατß τßποτε Üλλο δεν μπορεß να κÜνει.
     Αυτü Þταν λοιπüν; Ολüκληρη εßναι Ýνα τüσο δα σþμα, σωριασμÝνο σε μια γωνιÜ ενüς δωματßου, ενüς σπιτιοý, μιας κÜποιας. Τüσο δα σþμα, τüση δα ψυχÞ, τüση δα γυναßκα, ελÜχιστος Üνθρωπος. Και δεν ξεκßνησε Ýτσι, üχι, δεν ξεκßνησε Ýτσι... 
     Ξεκßνησε με ομορφιÜ, με γÝλιο και παιχνßδι. Η αδιαπραγμÜτευτη αλÞθεια των ονεßρων: üλα θα πÜνε καλÜ, üλα θα φτιÜξουν. Ξεκßνησε με προσφορÜ ζωÞς, κανεßς δεν μπüρεσε να ορκιστεß πως θα σε προστατεýσει απü τον πüνο. Συνεχßστηκε με λÜθη και κακÝς στιγμÝς, που τþρα αποκτοýν τη σημασßα που δεν εßχαν üταν Ýγιναν. Συνεχßστηκε με δßκαια και Üδικα, üλα αφιερωμÝνα στου ανθρþπου την υποχρεωτικÞ ζωÞ. ¼χι, τη δικαιωματικÞ ζωÞ. ΚατÝληξε σε μοναξιÜ. Κανεßς λογικüς δεν την επιλÝγει. ΥπÞρξε πÜντα λογικÞ, υπÞρξε συχνÜ πολý μüνη.
     Δεν Þρθε ο Μßλτος απüψε, δεν Ýχει αυτü σημασßα, αλλÜ üτι κανεßς δεν Þρθε. Δεν ξÝρει πια ποý να περιμÝνει. Κλαßει μονÜχα τþρα.
"Κανεßς δε μ' αγαπÜει..."

     Σε ζητÜω... Σε ψÜχνω συνεχþς τþρα πια, παντοý. Δεν κÜνω σπασμωδικÝς ενÝργειες, καμμιÜ απüγνωση δεν Ýχουν οι κινÞσεις μου. Δεν το Ýχω φιλοσοφÞσει πολý, δεν με Ýχει προβληματßσει λßγο. Το θÝμα σου εννοþ. Δεν Ýχει τελειþσει η αυτογνωσßα μου, δεν θα τελειþσουν οι στενοχþριες  μου, δεν Ýχω τελειþσει κι εγþ. Το κατÜλαβα, νομßζω, καλÜ. ¼χι Ýτσι ξαφνικÜ. Πρþτα η θλßψη μου το Ýνιωσε. Και ο πüνος στο στÞθος μου τις νýχτες, ο μπερδεμÝνος ýπνος μου, οι δýσκολες πρþτες þρες του πρωινοý. ¸τσι βοηθÞθηκα στο να καταλÜβω. Γι’ αυτü σε ζητÜω. ¼μορφα κι απλÜ. Χωρßς απωθημÝνα, με λßγο φüβο μüνο, με μια ιδÝα μοýδιασμα, να μην Ýχω τι να τα κÜνω τα χÝρια μου, Ýτσι üπως θα στÝκομαι απÝναντß σου, και να εýχομαι να μου Ýρθει μια Ýμπνευση φωτεινÞ, για να σου μιλÞσω üμορφα, να νιþσεις κι εσý üμορφα, να ανοιχτοýμε ο Ýνας στον Üλλο.
     Κανεßς δε μου φταßει, μÜτια μου, ελπßζω να μην Ýχω φταßξει σε κανÝναν κι εγþ. Εßναι η ζωÞ. ¼λοι ξÝρουμε πως Ýτσι εßναι η ζωÞ. ΠÜνω κÜτω, δηλαδÞ, αλλÜ εγþ δε χρειÜζομαι να τα ξÝρω üλα. Μüνο üτι εßμαι στο μεσοδιÜστημÜ της και πρÝπει να το ζÞσω. Προχωρþντας, βλÝποντας, νιþθοντας και πÝφτοντας. Να Ýνας κýκλος που μου αρÝσει. Και προχωρþντας.
     Σε ψÜχνω. ¼χι για να ζÞσω μÝσα απü σÝνα Þ εξαιτßας σου, αν και δε βρßσκω τßποτα το κακü σε αυτü, αρκεß και οι δýο να το θελÞσουμε Ýτσι. Κυρßως üμως θÝλω να χαμογελÜσουμε μαζß κι ýστερα να χαúδÝψουμε ο Ýνας τον Üλλο. Να γκρινιÜξουμε για την κßνηση που βρÞκαμε στο δρüμο, χωρßς κακßα üμως, δε μου ταιριÜζει κι ýστερα να αρÝσουμε ο Ýνας στον Üλλο.
     ¸μαθα πüσο üμορφοι εßναι üλοι οι Üνθρωποι. Και σε βεβαιþνω πως δεν το Ýμαθα με τον εýκολο τρüπο, κοιτÜζοντας τον εαυτü μου απü παντοý και βρßσκοντÜς του τις üμορφες αφανεßς πτυχÝς του. Το Ýμαθα κοιτÜζοντας τους Üλλους και αυτüς εßναι ο δýσκολος τρüπος.
     Εßμαι μüνος και η μοναξιÜ θÝλει αγÜπη. Για αρχÞ θα Ýχει τη δικÞ μου. Και τη βοÞθειÜ μου θα Ýχει, την αξßζει, με Ýκανε καλýτερο Üνθρωπο. Αυτüν τον καλýτερο Üνθρωπο θα γνωρßσεις. ΚÜποια μÝρα στη στÜση του λεωφορεßου, Þ σε Ýνα ταξß που τυχαßα θα μοιραστοýμε, Þ στην καφετÝρια που θα απολαμβÜνεις τον καφÝ σου, θα σου πιÜσω κουβÝντα. Θα σε ρωτÞσω κÜτι σαν.. «μÞπως Ýχετε þρα; ΞÝχασα το ρολüι μου»...Κοινüτυπο, αλλÜ θα εßναι μüνο για να με κοιτÜξεις. ΜετÜ θα το δεις στα μÜτια  μου üτι δεν εßμαι κακüς Üνθρωπος, θÝλω απλÜ να σε γνωρßσω. Μπορεß να γßνει και στο μπαρÜκι, üταν προτεßνω να σε κερÜσω Ýνα ποτü. Μη με παραξηγÞσεις, μη θυμþσεις, μη γελÜσεις μαζß μου.
     Δε χρειαζüμαστε πολλÜ. Μüνο να αρÝσουμε ο Ýνας στον Üλλο. Καμμßα σοβαρÞ αρχÞ δεν εßχε πολλÜ, üλα τα μεγÜλα αποτελÝσματα Ýγιναν με τη δýναμη που απÝκτησε η διαδρομÞ στο μÝσο της.
     ΘÝλω μονÜχα να με δεις, θÝλω μονÜχα να Ýχεις καταλÞξει στο üτι δεν πρÝπει οι Üνθρωποι γýρω μας να περνοýν απαρατÞρητοι.
     Η ζωÞ δεν εßναι οýτε καλÞ οýτε κακÞ.
     Η ζωÞ σου μαζß μου δεν ξÝρω πþς θα εßναι, γι' αυτü θα πρÝπει να μου το λες.
     Η ζωÞ μου μαζß σου θα εßναι καλýτερη...
------------------------------------------------------------------

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΑΓΡΙΟΥΣ


1η).                     ¸να ΜεγÜλο Αßσθημα

     ¹τανε μια πανÝμορφη κοπÝλα, λουκοýμι σου λÝει η τσουρÜπω, Ýτσι για να σκÜνε δηλαδÞ μερικÝς, δε μιλþ για μÝνα, καθüτι καλλονü. ¹τανε που λες μια ωραιοτÜτη, πλουσßα, αλλÜ μüνη κι ως εκ τοýτου δυστυχεστÜτη. Και πþς να μην εßναι δηλαδÞ, να Ýχεις την κορμÜρα κüμματο, να μην Ýχεις δοκιμÜσει ξεροκüμματο (φτου κακÜ) και να μην Ýρχεται ο γκüμενος, ο ψηλüς, ο μελαχροινüς, ο παρεπιπτüντως πλοýσιος, να τη βρεßτε κανονικÜ! Και να πεις πως σπανßζει αυτü το εßδος του ανδρüς; ΒρωμÜει ο τüπος! Για την þρα üμως εκεßνο που βρωμοýσε περισσüτερο Þταν η Üθλια μοναξßλα που εßχε θρονιαστεß για τα καλÜ στη ζωÞ της λουκουμοκÝφαλης. Και να τα αχ και βαχ, ποýντιασε η παραμυθÝνια βßλα της. Και να το κεφÜλι γερμÝνο ελαφρþς, με το μελαγχολικü μειδßαμα να περιφÝρεται γενικþς κι αφηρημÝνως, πολý σικ πüζα, καθüτι οι ωραßες και πλουσßες Ýχουν τον πüνο χωρßς να Ýχουν τη μοýρη σκατÜ απü το κλÜμα. ¸τσι και την Ýβλεπε η Τζοκüντα γουλß θα τον ξýριζε τον Ντα Βßντσι, που την καταρÜστηκε να ζει αιωνßως μες στη μαýρη καντßφλα, οýτε μπρος γÝλιο οýτε πßσως δÜκρυ!
     Το λοιπüν, το σκηνικü της τεθλιμμÝνης αγÜμητης, γιατß στην ουσßα εκεß Þταν το πρüβλημα, Üσε που η ψυχßατρος της το 'φερνε απüξω-απüξω, το συμπλÞρωναν οι περßπατοι. ΠεριδιÜβαινε η δικιÜ μας στην παραλßα, που κατÜ διαβολικÞ σýμπτωση βρισκüταν Ýμπροσθεν της οικßας -üχι, δεν Þταν ιδιωτικÞ η παραλßα, πλοýσια εßπαμε üτι εßναι κι üχι χεσμÝνη στο τÜληρο!- και πλατς-πλουτς τα ντελικÜτα ποδαρÜκια στα βοτσαλÜκια, ντουμÜνιαζε αρμýρα το νυχοπüδαρο.
     Παρεπιπτüντως, αχινοß και καβοýρια δεν πλησιÜζουν ποτÝ μα ποτÝ τα πανÜκριβα πεντικιοýρ, το 'χουνε σε κακü λες κι ο Θεüς της γκαντεμιÜς το Ýχει απαγορÝψει. ¸τσι, Ýτσι! Κι ατÝνιζε η καλÞ μας το πÝλαγος, που χÝστηκε για τις φουρτοýνες της, εßχε τις δικÝς του αλλÜ γιατß να της το πει να την πικρÜνει; Ανεχüτανε την κλÜψα της με το ροýφα μýτη–φýσα μýξα κυριλÜτο, γιατß αηδßες, δÜχτυλα και κακÜδια στη μýτη δεν Ýχει αυτü το Ýργο. Η δε φοβερÞ και τρομερÞ πινελιÜ, που συμπλÞρωνε το üλο σκηνικü της μουρτζοýφλας, Þτανε το σÜλι στους λεπτεπßλεπτους κι ελαφρþς τρεμουλιÜζοντες þμους της.
     Τþρα, γιατß τρεμουλιÜζανε, κÜτι η αφαγιÜ (καθüτι και διüτι δεν το ρßχνουν üλες οι πονεμÝνες στο μασαμποýκωμα, σαν κÜτι Üλλες λαúκÝς ως επß το πλεßστον, που απü το πÜχος δεν λες üτι περνÜνε ζüρια, αλλÜ τη ΓÝφυρα των Στεναγμþν αλυσοδεμÝνες και με αλÜτι στις πληγÝς), κÜτι η ποýντα, (γιατß καλü το δειλινü στο πÝλαγο αλλÜ φÝρνει και γαμüκρυο), πÜντως τρεμουλιÜζανε. Το δε σÜλι Ýνα που Þτανε κι Ýνα που δεν Þτανε, αραχνοûφαντο βλÝπεις και φιρμÜτο, δεν Ýχει σημασßα η φßρμα, ποιος χÝστηκε Üλλωστε. Το χρþμα πÜντως, απαραιτÞτως γαλÜζιο, οι þμοι απαραιτÞτως γυμνοß κι η τοιοýτη σßγουρα κι απαραιτÞτως στην κοσμÜρα της.
     ΒÝβαια, το πþς γινüτανε μες στη μαýρη αρÜχλα να Ýχει το μαλλß μακρý, απαλü και μεταξÝνιο να χýνεται σαν χρυσαφÝνιος χεßμαρρος στην κατÜκομψη πλÜτη της, θα σας γελÜσω και δεν το θÝλω. ΠÜντως Ýτσι Þτανε. Γιατß πρÝπει να ξÝρετε üτι η καντßφλα, το μουλαρþνω -τσινÜω γιατß πονÜω- πονÜω κι üλα καλοÞθη αισθÞματα της δυστυχÝσας γυναßκας, επηρεÜζουν με μαλλιÜ-μοýρη αßσχος και σπυρß τßγκα σε απßθανα πÜντα σημεßα, μüνο εμÜς τις κοινÝς θνητÝς, κατÜ σýμπτωση φτωχÜντζες κατÜ συνÝπεια απεριποßητες, μια σιχασιÜ.
     ΕπειδÞ üμως κÜποτε πρÝπει να φτÜσουμε και στα ακατανüμαστα, αλλιþς να πÜω κι εγþ κι ο γρýλος μου, Üσε που δεν Ýχω γρýλο, Üσε που εßναι Üσχετο, συνεχßζω.
     ΠαρÜλληλα που λες με την ξανθομπουρμποýρω, κÜπου, κÜπως, κÜποτε, περιφερüτανε κι Ýνα σερνικü αδÝσποτο, μα τελεßως αδÝσποτο και θÝλω να το προσÝξουμε αυτü. ¼χι τßποτε Üλλο, μα πÞξαμε και χαζÝψαμε απü δηλþσεις του τýπου: εßμαι λßγο παντρεμÝνος, πειρÜζει; ¼χι, καθüτι εßμαστε πολιτισμÝνοι Üνθρωποι αλλÜ Üμα σε πω εγþ λßγο μαλÜκα, θα σε πειρÜξει που θα βαρυστομαχιÜσεις. ¸τσι για να ξÝρουμε τι λÝμε, το κÝρατü μου μÝσα!
      Εκτüς λοιπüν απü αδÝσποτος ο εν λüγω γκüμενος, Þτανε και νÝος, τριανταπÞγαινε δηλαδÞ, γιατß το -Üντα εßναι αλλιþς για τους Üντρες, αλλιþς για τις γυναßκες, στα -Þντα αρχßζουν οι ομοιüτητες. ¹τανε πλοýσιος, ωραßος, κι ...üοοχι οýτε αχλαδιÜ κοýναγε οýτε μÝση λýγαγε. Σε μουσεßο Ýπρεπε να μπει τÝτοιο κελεποýρι! Επß του παρüντος üμως περιδιÜβαινε ανεξÝλεγκτος, Ýκανε λεφτÜ (κι Üλλα), Ýκανε το κÝφι του και πολý καλÜ ξηγιüτανε. Δεν πρÝπει να παραλεßψω και την ανεπαßσθητη ουλÞ στο θεληματικü πηγοýνι. Δεν πÝρασε ευλογιÜ, στο ξýρισμα κüπηκε ο Üνθρωπος κι η ουλÞ θα φýγει. Ευκüλως εννοοýμενες οι πλατÜρες να, τα μπρατσüνια να, οι γοφοß σμιλεμÝνοι να και το τÝτοιο ναααα, να τρþει η μÜνα και της κüρης να μη δßνει, γιατß πλÝον οι μανÜδες δεν εßναι μουρüχαβλες, του δßνουνε και καταλαβαßνει.
     Με üλα αυτÜ τα προσüντα τÝλος πÜντων, ζοýσε ο δικüς μας στον παρÜδεισο των αρσενικþν: πÞδαγε αβÝρτα κουβÝρτα το μανοýλι και δεν μας πÝφτει λüγος περß τοýτου. ¼λα καλÜ κι üλα ωραßα, λοιπüν, αλλÜ... να... κÜτι του 'λειπε, δεν Þξερε τι, üπως üλοι οι ψαγμÝνοι κι ερχüτανε και στραπατσÜδιαζε η ψυχοýλα του (το μανÜρι μου). Και τον πιÜνανε κÜτι μοýγκες και του γονÜτιζε μια ιδÝα η κεφÜλα, που τη στÞριζε με το καλογυμνασμÝνο μπρÜτσο του και τρÜβαγε το μÜτι να κοιτÜζει μια πÝρα μια δþθε, Ýνα πρÜμα χÜλι σωστü!
     Σαν να μην Ýφτανε το μÝσα του καβÜλημα, να 'χει και την ξεκαπßστρωτη απü δßπλα, να μη νιþθει üτι üπου να 'ναι παßρνει πüδι, ας πρüσεχε που θÜρρεψε πως Ýπιασε λαχεßο. Και δος του τα "Μωιü μου, εßσαι αμιλητοýλι απüψε", "μωιü μου, με παραμελεßς και θα ΘΥΜΩΣΩ!". ¼χι χαστοýκια της κüβεις αλλÜ και τον αÝρα που αναπνÝει! Για την þρα πÜντως της Ýκοψε την Ýξοδο, την πÞγε σπßτι με το πανÜκριβο αμÜξι του και με το ßδιο αμÜξι πÞρε σβÜρνα τους δρüμους, να σκεφτεß ...λÝει.
     Στο σημεßο αυτü, δεν ξÝρω αν χρειÜζεται να σας υπενθυμßσω, üτι η αλλοπαρμÝνη συμπρωταγωνßστρια του εξεχüντος αυτοý Ýργου, εßναι ακüμη μπροστÜ στο μαυροπÝλαγο, να ατενßζει τα κυματÜκια και να παιδεýει τα βοτσαλÜκια, που ...üχι, θα το πω: κανεßς δεν τα ρþτησε τι τραβοýν, πÜτα- κλþτσα να μου φýγει ο καημüς! Και αν πιÜνουν οι ευχÝς των βασανισμÝνων βοτσαλακßων, το λιγüτερο που θα Ýχει πÜθει η χλεμποýρω εßναι μια κατÜγερη πνευμονßα και απü δω παν κι οι Üλλοι.
     Ο νυμφßος, εν τω μεταξý, σουλÜτσερνε τα πολυτελÞ κυβικÜ του ακοýγοντας το τελευταßο χιτ της εποχÞς "και πßνω φραπÝδες, φραπÝεεεδες κι Ýχω λερþσει τους καναπÝεεδες...", γιατß και το επßπεδο δεν κρýβεται. Μαζß με τη μουρτζοýφλα üμως εßχε κι Ýνα σφßξιμο στο στομÜχι, Ýνα ξυνüπιασμα και δεν Ýφταιγε γι' αυτü το επßπεδο, σας το βεβαιþνω γιατß εßμαι επßπεδη χρüνια τþρα, οýτε η περßσκεψη μα κι üρκο δεν παßρνω για την αιτßα του προβλÞματος. ΚÜτι θα μασαμποýκωσε το πουλÜκι μου, αλλÜ þχου και δε σας νοιÜζει, þχου και δε σας νοιÜζει!
     ΕπειδÞ üμως κÜποτε üλα παßρνουν Ýνα τÝλος κι εμεßς τη βüλτα τη βαρεθÞκαμε, δε μας πÞρε και μαζß, Ýρχεται η στιγμÞ που γυρßζει η ΜπεμβÝ και του λÝει σε αυστηρü τüνο, θÝλω παραλßα και το λαιμü σου κüψε! Δεν κüβεις, σαφþς, τÝτοιο λαιμü παρεκτüς αν εßσαι η κüρη του ΔρÜκουλα, τουτÝστιν ο κανακÜρης πÜει παραλßα. Εκεß το διαισθανüταν, θα του 'ρχüταν η φþτιση και θα ξεσκαρτÜριζε το μυαλουδÜκι του, να φýγει βρε παιδß μου το πλÜκωμα, Ýχουμε και δουλειÝς!
     Για να μη σας τα πολυλογþ κι αηδßα καταντÞσαμε , φτÜνει στο γνωστü πÝλαγος, που τι του φýλαγε ο Μεγαλοδýναμος, üλη τη μουντροýχα απüψε τη μÜζεψε και δος του κλωτσοπατινÜδα με τα λιπüθυμα πλÝον βüτσαλα. ΠÜνω που Üρχισε να την καταβρßσκει γενικþς, βρßσκει κι ο κÜλος σ' Ýνα βüτσαλο ειδικþς και μετÜ απü το απαραßτητο ωχ! (εγþ για βλαστÞμια το κατÜλαβα), αρÜζει την κορμÜρα κατÜχαμα, ανÜβει και τσιγÜρο, γιατß Ýτσι κÜνει ο Üντρας, üχι üτι Ýχω γνþση στο θÝμα. ΚÜνει μια ...να, Ýτσι, στρßβει, δεν Ýχει σημασßα η πλευρÜ, μην τρελλαθοýμε τþρα! ...και τη βλÝπει. ΨηλÞ, λεπτÞ, ξανθÞ και τα μÜτια της, πω πω πρÜσινα, üπως του Üρεσαν.
     Μην τολμÞσει κανεßς να σκεφτεß πþς στα κομμÜτια εßδε τα μÜτια της μÝσα στη μαýρη τη σκοταδοýρα! Εßχε φεγγÜρι! Εκεßνο üμως που τον αποτÝλειωσε Þτανε το σÜλι που τυλιγüτανε στο θεσπÝσιο κορμß της. Γιατß σÞκωσε κι αÝρα κι Ýβλεπες να βολοδÝρνει το αραχνοàφαντο απü τη μια, το μαλλß το μεταξÝνιο απü την Üλλη, τι χÜρμα Þταν εκεßνο! Αφοý αποθαýμασε, λοιπüν, την πλησßασε μ' ευλυγισßα αιλουροειδοýς, με ταχýτητα γαζÝλας και με σÜλια που τρÝχανε, μπουλντοκοειδοýς. Ο σκοπüς Þτανε να τη βρει στο χÜσιμο, γιατß την κατÜλαβε αυτüς, μια μπουκιÜ μεζÝς, δεν Ýλεγε για ταλαιπωρßα απüψε κι αυτÞ η ξυνßλα στο στομÜχι...
     Η "Ýτσι" τþρα δεν κατÜλαβε τι τη χτýπησε, δυο παποýτσια εßδε, μπρατσÜρες τη χουφτþσανε, λüγια Üκουσε, Üσε που δεν καταλÜβαινε, δεν Ýφταιγε η στιγμÞ, ηλßθια Þτανε απü πÜντα της. Της Ýδωσε και το φιλß το καλü ο δικüς σου, αυτü ντε, στο λαιμü, που καμιÜ γυναßκα δεν αντιστÝκεται κι ευτυχþς που δεν υπÜρχουν βουρδοýλακες, του αιματοπιþματος, θα εßχε γßνει!
     Κι Ýπειτα ...ζÞσανε τα βοτσαλÜκια, που γαμþ την τýχη τους απüψε, σκηνÝς απεßρου αßσχους, Ýζησε η αποτυχημÝνη Ýναν Ýρωτα μεγÜλο, γιατß πρÝπει να το πω και μπρÜβο του, δυο þρες την παßδευε, ζÞσανε τÝλος πÜντων αυτοß καλÜ κι εμεßς καθüλου καλýτερα, γιατß ο γκαντÝμης πÜει και τελεßωσε, δεν βλÝπει Üσπρη μÝρα!

2η).                   Σκοýληκας ΥπÜλληλος

Εßμαι Ýνας απλüς καθημερινüς Üνθρωπος. Τßποτα το σπουδαßο δηλαδÞ, üπως üλοι μας δηλαδÞ καλüς μαλÜκας κι εγþ. ¸χω τη δουλßτσα μου, σκοτþνομαι σαν το γαúδοýρι που εßχε ο παπποýς στο χωριü, αμυδρÜ το θυμÜμαι μη νομßζετε, Ýχουμε καταντÞσει, βλÝπεις, να βλÝπουμε τη φýση στις ταινßες. Στο ζυγü, λοιπüν, απü το πρωß ως ...üπου πÜει, καθüτι η ανÝλιξη θÝλει τη συμμετοχÞ üλων και κυρßως τον στημÝνο κþλο μας. Δε βαριÝσαι, το μεροκÜματο να βγαßνει, να 'χουμε να τρþμε, που θα 'λεγε κι ο πατÝρας μου, στο χωριü κι αυτüς. Μüνο που δεν το λÝει και κανÝνας Üλλος, καθüτι εμεßς πλÝον οι της σημερινÞς εποχÞς δουλεýουμε για καριÝρα, üχι για να φÜμε, γιατß φαÀ Ýχουμε, να φÜνε κι οι κüτες, κüτες πÜλι δεν Ýχουμε, αλλÜ ποιος χÝστηκε. Τρþμε, που λÝτε, με χρυσÜ κουτÜλια, αν μπορεßς βÝβαια να χρησιμοποιÞσεις το χρυσοκοýταλο για να μασαβουριÜσεις την τυρüπιτα του Γρηγüρη. Κι αυτÞ σε κÜποιο μαυροδιÜλειμμα, ανÜμεσα στο μαυροτσßγαρο, γιατß βλÝπεις χαρμÜνιασες κιüλας κι ανÜμεσα στο μαυροκαφÝ, γιατß τα μÜτια κÜνανε πουλÜκια τüσες þρες στο pc μπροστÜ κι ο διευθυντÞς δεν θÝλει πουλÜκια γιατß κουτσουλÜνε στην τσÝπη του. Γυρßζεις εσý κÜποια στιγμÞ στο σπιτÜκι σου και βγÜζεις τα πουλÜκια βüλτα, να 'ναι καλÜ τα κολλýρια, το πουλß σου μüνο δεν πας πουθενÜ, γιατß ποιος Ýχει κουρÜγιο; το γαμÞσι κατÜντησε ηρωικÞ πρÜξη κι εσý δεν εßσαι Þρωας, οι μαλÜκες εßναι, Üσε που εßσαι και μαλÜκας, δεν το λες üμως. ΤαβλιÜζεσαι μετÜ κυριλÝ στην τηλεüραση μπροστÜ, το 'κανες το χρÝος σου και σÞμερα, σαν εûυπüληπτος πολßτης, αποβλακþνεσαι üμορφα-üμορφα λες και δεν πÞρες αρκετÞ αποβλακωμÜρα για μια μÝρα, φτου σου και γαμþ τις αντοχÝς, βλÜκα. Αυτü το Ýλεγες κÜποτε στον εαυτü σου, εκεß κοντÜ στα εικοσιÝξι, αλλÜ το Ýλεγες σιγÜ, μη σε πÜρουνε χαμπÜρι, στο τÝλος δεν Ýπαιρνες κι ο ßδιος χαμπÜρι, üλα καλÜ. Κι η τηλεüραση, üπως πÜντα, ωραßα πρÜγματα, κÜποιος βßασε το παιδß του, στα τσακßδια ο Üτιμος, κÜποια Ýμεινε χωρßς σπßτι, βρε την κακομοßρα, ας πρüσεχε, üμως προσÝχουνε για να Ýχουνε κυρÜ μου, εγþ ευτυχþς μια χαρÜ εßμαι, το σπιτÜκι μου το 'χω. Θα βÜλω καμιÜ ταινßα στο βßντεο, -εßπα βßντεο και θυμÞθηκα, μßλαγα μ' Ýνα γνωστü, να δοýμε μια ταινßα, -"¸χεις βßντεο", ρωτÜω εγþ, με κοιτÜει θιγμÝνος! -"Βßντεο δεν Ýχω;" ΚατÜπια τη γλþσσα μου και τις βρισιÝς μου κατÜπια, Üσε που προχτÝς που μιλÞσαμε πÜλι, να δοýμε λÝω καμμιÜ ταινßα στο βßντεο, üχι και βßντεο αγüρι μου, στο ντιβιντß! Που ντιντß να μας ρßξουνε, λυσσÜξαμε πια, πÜρε το Ýνα, αγüρασε το Üλλο, μα να μην Ýχεις κι απü κεßνο, τι σκατÜ νοικοκυραßοι εßμαστε; το νοικοκυραßοι εßναι της μÜνας μου, ναι στο χωριü κι αυτÞ, αλλÜ Ýρχεται και στην πρωτεýουσα να συγυρßσει το σπßτι μου, να φÝρει και τßποτα φρÝσκο, αυγÜ, χειροποßητο, χυλοπßτες και να ... γκρινιÜξει τα δÝοντα, γιατß πüτε σκατÜ θα παντρευτþ να γßνω Üνθρωπος; Γιατß και που εßμαι δßποδο δεν τη ξεγελÜω τη μÜνα μου, Üνθρωπος δεν Ýγινα κι οι κüτες δßποδες εßναι και που Ýχω χÝρια κι οι μαúμοýδες Ýχουν. Θα περÜσει η þρα, θα πÜρει κανÝνας φßλος τηλÝφωνο, καμμιÜ γκüμενα, üρεξη δεν Ýχω, Üσε μας κι εσý κυρÜ μου και γιατß δε σου τηλεφþνησα, Ýχουνε εντελþς χαζÝψει οι γυναßκες σÞμερα. ¼χι üτι εμεßς πÜμε πßσω, σκατÜ Ýχουμε γßνει, πιÜσ' τ' αβγü και κοýρευτο! ΜετÜ θα ...φÜω, θα πιω, θα χÝσω και θα τη πÝσω για ýπνο, Üντε σιγÜ-σιγÜ Ýχω και μßτινγκ αýριο. Τι το θυμÞθηκα και γαμþτο δηλαδÞ, θα φÜω στη μÜπα το βλÜχο το διευθυντÞ μου, που τουλÜχιστον για δυο þρες θα μασÜει και θα φτýνει κουκοýτσια με πρüτζεκτς, με χρονοδιαγρÜμματα και -"...παιδιÜ, δε δουλÝψαμε καλÜ αυτü το μÞνα, δεν εßμαι ευχαριστημÝνος και το καλü üλων μας εßναι το καλü της εταιρεßας και" το κÝρατü μου μÝσα. 'Ασε που θα με κοιτÜ με μισü μÜτι κι η γελοßα η υποδιευθýντρια, -ξÝρω γþ; ΓαμÞσι θÝλει αλλÜ ποιος κÜνει θελÞματα στη σιχαμÝνη; Και τι να κÜνω παραπÜνω; ¸ρεψα να τρÝχω üλη τη μÝρα, με το ζüρι να γßνει πελÜτης ο κÜθε κακομοßρης και καλÜ να πÜθουνε τα ζþα, τÝτοιοι που εßναι, κανεßς δε νοιÜζεται για τßποτα. Και θα το πÜθω και το ανÜποδο μüλις με καλημερßσει η γραμματÝας του μαλÜκα, -μια κακομοýτσουνη, την Ýχει δει και γκüμενα και χÜι, δυο σκατÜ σε μια χÝστρα, σκοτþνεται να κουτσομπολεýει και να ρουφιανεýει, τη γλýφουνε üλοι για να μην τους πιÜσει στο στüμα της. ΑλλÜ οýτως Þ Üλλως üλοι γλεßφονται και üλοι θÜβονται εκεß μÝσα, ζÞτω ο πολιτισμüς, Üει στο διÜολο, ζþα! Ευτυχþς που εγþ δεν τους πολυβλÝπω, εξωτερικüς πωλητÞς εßμαι, στο γραφεßο πατÜω απü το μεσημÝρι και μετÜ. Τις Üλλες þρες, στους δρüμους, να μου θυμßζω κακοπαιγμÝνη αμερικÜνικη ταινßα, απü κεßνες τις απßθανες, üπου οι Þρωες μετÜ απü λιμοýς και καταποντισμοýς χαμογελÜνε, üσοι ζÞσουνε και πÜνε αγκαλιασμÝνοι στο σπßτι. Να τρÝχω να τσακþσω τον πελÜτη απü το λαιμü, να του χαμογελÜω χαζÜ συνεχþς, αγκýλωση παθαßνω, μου τη δßνουνε και τα τσÜμπα χαμüγελα, να μη σου μÝνει εαυτüς, βρε αδερφÝ, Ýχει παρεξηγηθεß η σοβαρüτητα κι Üλλο ηλßθιος δεν πÜει να γßνω, Ýτσι λÝω δηλαδÞ γιατß ποτÝ δεν ξÝρεις. ΒαρÝθηκα. ΣιχÜθηκα να γυρßζω με τα νεýρα τσατÜλια, με τα μÜτια κουμπüτρυπες απü τη κακßα και τη βλαστÞμια που ξεστομßζω üλη τη μÝρα. Και να πεις ν' αγιÜσεις καμμιÜ φορÜ, δεν μπορεßς, απü το πρωß ο διÜλος βüλτα με χßλιες μορφÝς... Της κατßνας απü το δßπλα διαμÝρισμα, που δεν μπορεß να μαζÝψει τα κωλüπαιδÜ της, με το που ξυπνÜνε σκοýζουνε λες και τα πατÜς στον κÜλο. Της Üλλης κατßνας απü την απÝναντι πολυκατοικßα, που Ýχει την τηλεüραση τÝρμα, το κουφÜλογο, αλλÜ δε φταßει αυτÞ, ο μαλÜκας που την ταúζει φταßει. Του περιπτερÜ μου που του λες καλημÝρα και κÜνει σαν να του 'πες üτι του γÜμησες τη μÜνα. Του αυτοκινÞτου μου, που το παρκÜρω τρßα τετρÜγωνα παρακÜτω, ας üψεται, δεν το 'χω ξεχρεþσει ακüμα. Των ηλßθιων πεζþν που τσακßζονται να περÜσουνε τρÝχοντας με κüκκινο, που καμμιÜ μÝρα θα κοκκαλþσω το αμÜξι στη μÝση του δρüμου και θα δαγκþνω λαρýγγια. Των üποιων συναδÝλφων Ýρχονται με τα μοýτρα κατεβασμÝνα πρωß-πρωß, φτýνουνε χολÞ τα μÜτια τους, τη καλημÝρα στη φτýνουνε κι αυτÞ, γιατß ü,τι και να μου συμβαßνει εßμαι κατÜ βÜθος αισιüδοξος Üνθρωπος και τραβÜτε για το μνÞμα σας, ρε. ΒαρÝθηκα. Να εßμαι ο γκρινιÜρης της παρÝας, γιατß εßμαι φßλαθλος κι üχι οπαδüς και δεν Ýχω καμμιÜ üρεξη να πηδÜω αντιπÜλους, κρυφαδερφÜρες üλοι σας, αποκτεßστε προσωπικÞ ζωÞ, Ýχει θολþσει το μÜτι σας απü την αγαμßα. Να εßμαι ο ξενÝρωτος γιατß δεν τη βρßσκω με το ξεσÜλωμα του ΣαββÜτου σε κÜτι φρικτÜ ελληνÜδικα, χωρßς ταυτüτητα, ýφος κι Þθος, να γßνομαι τýφλα και να καμακþνω τις ξεúκλωτες που μου μοστρÜρουνε τον κþλο τους πÜνω στη μπÜρα κι αυτÝς χωρßς ταυτüτητα, ýφος κι Þθος. Να εßμαι ο παρÜξενος μουγκοθüδωρος για τη γκüμενα που πρüσφατα γνþρισα και που üλη της η σκÝψη εßναι μη μου κÜτσει στο πρþτο ραντεβοý και τη πω εýκολη Þ μη δε μου κÜτσει και τη πω κομπλεξικÞ. Να εßμαι ο κακüς κι ο αναßσθητος για τον κολλητü, γιατß δεν αντÝχω τη δικιÜ του, μια φρικτÞ κολιτσßδα, που Ýχει κρεμαστεß απü το σþβρακü του, ροýπι δεν κÜνει χωρßς αυτÞ. ΑλλÜ βλÝπεις, εγþ μπακοýρης, δεν καταλαβαßνω γιατß οι Üνθρωποι üταν αγαπιοýνται πρÝπει και να σβερκþνονται ο Ýνας του Üλλου.
Μποýχτισα. Γιατß δεν μπορþ να κÜνω μια σοβαρÞ συζÞτηση, ν' ακοýσω μια μουσικÞ της προκοπÞς, να διασκεδÜσω σαν Üνθρωπος, γιατß αν προσπαθÞσω ο,τιδÞποτε απü αυτÜ: "Τß τον Ýπιασε πÜλι το μαλÜκα, πþς την Ýχει δει Ýτσι, ρε"; Γιατß üταν δοýλευα σερβιτüρος σε ταβÝρνα, οι γκüμενες γουστÜρανε τα μοýσκουλα, αλλÜ οýτε αυτÝς οýτε οι ευγενεßς φßλοι με παßρνανε σοβαρÜ, τþρα που εßμαι ο μαλÜκας με το κοστοýμι, μπρÜβο, πÝτυχες, την Ýφτιαξες τη ζωÞ σου. Η διαφορÜ εßναι üτι εγþ τüτε γοýσταρα τους ανθρþπους και τις αδυναμßες τους, τþρα δε γουστÜρω οýτε μÝνα. ΑλλÜ στη τελικÞ, ποιος χÝστηκε; Η ζωÞ τραβÜ την ανηφüρα της, με τη γλþσσα Ýξω κι εμεßς να κυνηγÜμε την ουρÜ μας, μÝχρι να ψοφολογÞσουμε κι οýτε για λßπασμα να μη κÜνουμε, μπÜκες γεμÜτες σκατολοÀδια. Και να 'χαμε και κανÝνα πνεýμα της προκοπÞς ν' αφÞσουμε, νÝκρα, να 'τανε απü καμμιÜ μεριÜ οι πρüγονοι κι οι απüγονοι να μας βλÝπανε, θα ξερνÜγανε πÜνω μας, που οι απüγονοι δηλαδÞ, Þδη ξερνÜνε. Και τι με νοιÜζει κι εμÝνα; ¹θελα κι Ýγινα σαν τα μοýτρα σας, γιατß μια ζωÞ ο ψωριÜρης χþρια, Üσε που το ποιος εßναι ψωριÜρης τελικÜ χωρÜει συζÞτηση και ποιος να τη κÜνει. Για την þρα πÜντως κÜντε σεßς ü,τι θÝλετε κι αφÞστε κι εμÝνα στον πüνο μου να σας αφÞσω κι εγþ στο δικü σας. Τι θÝλω κι ανακατεýομαι δηλαδÞ; Για να χαλÜσουμε τις καρδιÝς μας; ΣÜμπως Ýχουμε και τßποτα να χωρßσουμε; ¸να τσουβÜλι Üχρηστοι, ζαμÜν-φοý κι απÜνω τοýρλες. Μια χαρÜ μας βρßσκω!

3η).                   Μια ΣυνηθισμÝνη ΜÝρα

     ¸ξι το πρωß...ντροýουουν! Το ξυπνητÞρι και το αγουροξυπνημÝνο μου μοýτρο με την αποβλακωμÜρα της απορßας κατÜπλασμα, πρÝπει να συμμαζευτεß, να σουλουπωθεß, να γßνει ανθρþπινο, γιατß σε λßγο θα κυκλοφορÞσει και δε μου φταßνε και τßποτα οι Üλλοι να δοýνε τη κüρη του ΔρÜκουλα πρωß-πρωß... Ναιαι, ναι, Üσε που ανακαλýψαμε βλÝπεις καινοýρια πατÝντα τþρα τελευταßα και τραβÜμε κÜτι αûπνßες ξεσυγυρισμÝνες. Ναιαι, ναι!
Και μετÜ το λεωφορεßο, Üλλη παραμυθÝνια ιστορßα, με μÜγισσες, μÜγους, δρÜκους, βÜσανα ανομολüγητα της ηρωßδας, -περß εμοý ο λüγος-, να φτÜσει στον προορισμü της, ιππüτες και πρßγκηπες üμως δεν Ýχει, κÜτι γαúδοýρια μüνο, -επιβεβαιωμÝνο αυτü.
     Εßπα και θυμÞθηκα, χαθÞκανε πια οι Üντρες, δε σηκþνονται να καθÞσουνε οι κυρßες και το 'χω εντελþς χαμÝνο μου φαßνεται! Εßπα χαμÝνο κι Ýχουμε Ýνα μπελÜ κÜθε πρωß στο λεωφορεßο, Ýνας νεαρüς κρεμανταλÜς, αμÝτι-μουχαμÝτι με το που μπαßνει να καλημερßζει τους πÜντες, απαιτητικÜ και να περιμÝνει ανταπüδωση, απαιτητικÜ αυτÜ τα πρÜγματα δε γßνονται, αλλÜ Ýλα που γßνονται κι Üμα δεν του απαντÞσεις σαν καλü παιδß, σε σκουντÜει, γυρνÜς και σε κοιτÜζει αγριεμÝνος, üξω τα μÜτια απü τις κüχες, -"Μα σας εßπα καλημÝρα, κυρßα μου, δεν με ακοýσατε"; Εκεß εßναι που κÜνεις το σφÜλμα, -μα τι γαúδοýρα εßμαι- κι ανταποδßδεις και καλÜ να πÜθεις, γιατß Ýχει και συνÝχεια: -"Λοιπüν, πþς τα περÜσατε χθες; ¸χετε παιδιÜ; ΠÜντα καλÜ!" Η απü πßσω μου εßχε πιο δýσκολη ερþτηση, τη ρþτησε πüσους γκüμενους Ýχει, μιλÜει και δυνατÜ, τρομÜρα του, κþλωσε αυτÞ, γιατß το λεωφορεßο βρÞκε ενδιαφÝρουσα την ερþτηση και τοýρλωσε τα αφτιÜ... Δε βαριÝσαι, του απÜντησε πως Ýχει πολλοýς, üλοι καλοß, το βοýλωσε αυτüς, τι τα θες απü σαλεμÜρα θα πÜμε üλοι. Ναιαι, ναι!
     Και μετÜ περπÜτημα ως τη δουλειÜ, στÜση στο ψιλικατζßδικο για τσιγÜρα, Ýνας γερÜκος κοτσονÜτος, τον βλÝπω και τον ζηλεýω, γιατß μαζεýονται απü το πρωß τα φιλαρÜκια του και κουτσομπολεýουνε, Ýχει Ýνα ýφος αδιÜφορο, κοφτü αυτüς, πρÝπει να Þτανε μεγÜλη μÜρκα στα νιÜτα του.
     Το κακü εßναι üτι Ýχω αρκετü περπÜτημα ακüμη, και βρßσκω τον καιρü να σκεφτþ τα δικÜ μου γερÜματα, πþς θα εßναι και τα νιÜτα μου, που αντß να τα χαßρομαι, τα λιανßζω με üλους τους δυνατοýς τρüπους, μισÞ μερßδα Üνθρωποι κι Ýχουμε χωθεß στα προβλÞματα ως το λαιμü κι Ýχουνε λυσσÜξει οι ψυχολüγοι-φιλüσοφοι του καιροý για τη θετικÞ σκÝψη, με το ζüρι να τη καταπιεßς αμÜσητη. ΑλλÜ βλÝπεις εμεßς εßμαστε ηλßθιοι, δεν καταλαβαßνουμε το καλü μας κι ανßκανοι, γιατß αυτÞ η θετικÞ σκÝψη για να εφαρμοστεß, πρÝπει να πηλαλÜει το μυαλü σου στις ραχοýλες και στα πρÜσινα λιβÜδια κι επειδÞ απü αυτÜ δεν Ýχει εδþ που ζοýμε, πρÝπει να πηλαλÞσουνε τα ποδÜρια μας.
     Τι να πεις και τι να ομολογÞσεις, φτÜσαμε και στη δουλειÜ, φτου και ξανÜ μανÜ, μια  απ' τα ßδια, το μοýτρο μου ακüμα στρινιασμÝνο, τι μιζÝρια κι αυτÞ, Μεγαλοδýναμε κι ανÜθεμα την Εýα, λýσσαξε να φÜει το μÞλο, η λιγοýρω και καλÜ αυτÞ, εßχε τον αχüρταγο, η αχÜριστη, εμεßς τι σου φταßξαμε! Θα 'μουνα τþρα Üπλα-ξÜπλα στα χορτÜρια να λιÜζομαι, πÜρε κι απ' αυτü το φροýτο, αγÜπη μου, δε μπορþ, στοýμπωσα, λατρεßα μου, καλÝ τι νüστιμος αυτüς ο αγγελÜκος και δεν πειρÜζει που δεν Ýχουνε φýλο, να βλÝπω θÝλω μüνο!
     Αντ' αυτοý, τσακßζομαι κÜθε μÝρα, τÝτοια þρα, να προλÜβω να φτιÜξω τον καφÝ, να προλÜβω να πιω τον καφÝ, να προλÜβω ν' ανÜψω τσιγÜρο, να προλÜβω να το κÜνω το τσιγÜρο, γιατß μετÜ απü μισÞ þρα, κÜθε μÝρα, ξυπνÜει η πüλη η τρελÞ, κυκλοφοροýν οι Üνθρωποß της οι τρελοß και δουλεýουν οι εργαζüμενοß της οι τρελοß κι η χαρÜ του ψυχιÜτρου να χτυπÜει κüκκινο. Ναιαι, ναι!
     ΑλλÜ επειδÞ üλα Ýχουν Ýνα τÝλος και κυρßως αυτÜ που δεν θÝλουμε να Ýχουν, -Üσχετο-, τελειþνει και το ωρÜριο του τρüμου κι Ýτσι κουρÝλι üπως Þρθα κουρÝλι φεýγω, αμ δε που θα συνερχüμουνα, μα δεν πειρÜζει θα πÜω στο σπιτÜκι μου, θα ηρεμÞσω... ΜεγÜλη κουβÝντα και φτου κακÜ, μα πüσα πια να αντÝξει Ýνας Üνθρωπος; ΑντÝεεεχει, αντÝχει, γιατß στη στÜση περιμÝνουμε þσπου να βγει η ψυχοýλα μας, που χαμÝνη θα πÜει, ας προσÝχαμε, τüσες αμαρτßες πια και το λεωφορεßο να μας Ýχει γραμμÝνους, Ýνα μÜτσο κουρασμÝνοι, με τα μοýτρα αγνþριστα απü τα νεýρα και την αναμονÞ. Και μετÜ γιοýρια να χωθοýμε μÝσα και δε χωνüμαστε, ο νüμος της ζοýγκλας, οι πιο δυνατοß μüνο, κλωτσιÜ κι üξω απ' τη πüρτα, ποý θα πÜει θα 'ρθει το επüμενο. Κι Ýρχεται το επüμενο, μαζß με το ανομολüγητο κατρακýλισμα στο βοýρκο της αμαρτßας, γιατß: κÜνε στην Üκρη μωρÞ γαúδοýρα να περÜσω και πÜρε τα χÝρια σου απü πÜνω μου, πορνüγερε, δεν εßναι ακριβþς αυτü που λÝμε φρασεολογßα καλοý χριστιανοý. ΑλλÜ Ýτσι κι αλλιþς γραμμÝνα τα 'χουμε üλα και κυρßως τον εαυτü μας, γιατß üταν τελειþνει το νοερü ξεκοßλιασμα του διπλανοý μας, της πßσω μας, του οδηγοý κι Üλλων μισητþν προσþπων, εßναι η þρα που Ýχουμε φτÜσει και στο σπßτι μας και χαλÜλι τüση ταλαιπωρßα, μüνο και μüνο για την ιερÞ στιγμÞ που βÜζεις το κλειδß στην πüρτα.
     Κι αυτü εßναι τελικÜ το πρþτο σημαντικü κατüρθωμα της ημÝρας. Το κλειδß στην πüρτα. ΜετÜ... εγþ στο σπßτι μου... το φαγητü στην κατσαρüλα μου... η αγαπημÝνη μου σειρÜ στο χαζοκοýτι... ο συνταξιοýχος γεßτονας, που βλÝπει φως και μπαßνει, καφÝ γειτüνισσα, αλλÜ εγþ του την Ýσκασα, Ýμαθα να κινοýμαι στα μισοσκüταδα... το παιδß της αλλοδαπÞς απÝναντι, üλη την ημÝρα το κυνηγÜει, με το ζüρι να φορÝσει παντελüνι και βρακß με το ζüρι, Üτιμο πρÜγμα η Üνεση!
     Αýριο το πρωß θα ξυπνÞσω καλýτερα, το υπüσχομαι, τι στα κομμÜτια, μια ζωÞ την Ýχω κι αυτÞ ακαθορßστου λÞξεως, θα 'χω υπομονÞ στις αναποδιÝς της ημÝρας, θα χαμογελÜω εκεß που θα μου 'ρχεται να μπινελικþσω, üχι κýριε, δε θα γερÜσω πριν την þρα μου και δεν το λÝω σε σας Μεγαλοδýναμε, δεßτε τι καλü κορßτσι εßμαι, για τους γαúδÜρους που θα μου πρÞξουνε το συκþτι το λÝω, χþρια θα μου το θÜψουνε, μια κÜσα μüνο του.
     ΑλλÜ τÝρμα για σÞμερα, να σφαλßσω τα ματÜκια μου, να δω τßποτα καλü στον ýπνο μου, γιατß απü τον ξýπνιο μου πρüκοψα και ποý να το δω, Ýχω το ρεýμα απλÞρωτο και τι να κÜνω, ο λογαριασμüς τον ανÞφορο, το αßμα μας Þπιατε, ρουφιÜνοι, οýτε το νοßκι πλÞρωσα, με τι καρδιÜ, Üφραγκη θα μεßνω, θα μαυρßσει το μÜτι για τσιγÜρο πÜλι. Κι Üμα το πεις και πουθενÜ, εσý φταις, τρýπια η τσÝπη σου, εμεßς πþς τα βγÜζουμε πÝρα και να 'χουνε μÝχρι και το βρακß τους γραμμÝνο στης Μιχαλοýς το τεφτÝρι, üλη η ΕλλÜδα Ýνας βερεσÝς...
     Και τþρα που το θυμÞθηκα, οýτε και ξÝρω πþς, Ýτσι και τονε πετýχω κι αýριο τον κρεμανταλÜ στο λεωφορεßο, αλßμονü του, που θ' απαιτÞσει και καλημÝρα, Üει στα κομμÜτια πρωß-πρωß!!!

4η).               Απü Το Ημερολüγιο Ενüς ΜπεκρÞ...

  ...Γεια μας! Σταφßδιασα πÜλι, εßπαμε üτι το τσοýζουμε ποý και ποý, Ýνεκα που εßμεθα ανθρþποι. ΘÝλω να πω και να σ' ενημερþσω δηλαδÞς, ψυχοýλα ο ΣταμÜτης, πÜει. Ναι, ρε μουγγοθüδωρε, ζωÞ σε λüγου μας και üσο να 'ναι, το πÞρα και βαριÜ, εßπα να πιω Ýνα ποτηρÜκι στην υγειÜ του. Ποια υγειÜ του δηλαδÞ, τα χßλια σκατÜ εßχε πÜνω του, Θε μου συχþρα με και να πεις, το τσιγÜρο δεν το 'ξερε, τον τÜιζε κÜτι νεροζοýμια η κυρα-ΣταμÜταινα, μπας και της φτουρÞσει... βρÜστα... ßσα που ξεπατωνüτανε στο κατοýρημα και για κρασÜκι οýτε λüγος. Στο καφενεßο Ýτσι ξεροσφýρι, μ' Ýνα καφÝ την Ýβγαζε ο βαρεμÝνος, μας κοßταγε και με το μÜτι μισü, θα μου πεις, Þτανε κι αλλοßθωρος, μπεκρÞ με Ýλεγε, Ýπινα δηλαδÞ το κρασÜκι μου και να πεις, ßσα για να πÜει το φαú... 'Αρπα τη, κυρ ΣταμÜτη μας, κοßτα τþρα τα ραδßκια απ' τη ρßζα. Και στον απÜνω κüσμο ραδßκια Ýτρωγες, Üστα πολý στενοχωρÝθηκα. 'Αντε γεια μας...
 ...Γεια μας, νταοýλι Ýγινα πÜλι, τελειωμü δεν Ýχουν του ανθρþπου τα βÜσανα. ΣυμπÜθα με, εßναι να μη σε βρει, να, στο καφενεßο καθüμουνα, Ýπινα το νερÜκι μου και τα κουτσολÝγαμε με τον κυρ Δωρüθεο, -καλüς Üνθρωπος, πολý πονεμÝνος-, αχ και βαχ το πÞγαινε, ποýντιασα κι εγþ και το νερü μου. Τι Ýγινε, κυρ Δωρüθεε κι üσο να ρωτÞσω μου Üνοιξε την καρδιÜ του ο χριστιανüς. Πολý βασανßστηκε, τüσα χρüνια, λÝει, στο δημüσιο, ßδρωσε ο κþλος του, Üφτρες Ýβγαλε σε κεßνη τη καρÝκλα, λÝει και να πεις, üλα για τα παιδιÜ του, δυο γαúδοýρια, ζωÞ να 'χουνε, ακüμα του τρþνε απü τη σýνταξη. Οýτε για το καφενεßο Ýνα καφÝ δεν τ' αφÞνουνε, Üκου πρÜματα. 'Αντε, λÝω, να πιοýμε Ýνα κρασÜκι, να λαφρþσεις λßγο τα μÝσα σου, γεια μας, να! το 'κανε το ποτηρÜκι, αμÜσητο το πÞγε. ¹τανε που στραβομουτσοýνιαζε Üμα και με 'βλεπε, ρεμÜλι με 'λεγε, τι θα αφÞσεις μωρÝ στα παιδιÜ σου, -Üσε που εγþ παιδιÜ δεν Ýκανα-, σε χαιρÝταγε και σκοýπιζε τα χÝρια του κι εκεßνος το καφενεßο, λÝει δεν το 'ξερε. Αααχ! Και τþρα που θÝλει να το μÜθει, δεν Ýχει τα ναýλα οýτε μÝχρι τη χÝστρα του να πÜει, Üστα πολý στενοχωρÝθηκα... Γεια μας!
  ...Πικρü  μου ξομολογητÜρι, γεια μας, τοýρλα και τ' απßστομα την Ýκανα πÜλι και συμπÜθα με, Ýνεκα που θα σε πω Βιβοýλα, γιατß τη θυμÞθηκα τη συχωρεμÝνη τη κυρÜ-ΠαρασκευÞ, τρανÞ καψοýρα μου, Üτιμα νιÜτα. Κι üχι να πεις, με τις  κüτες Ýπεσα χτες, üσο να πιω το γαλατÜκι μου... -μου το 'φτιαχνε ζεστü, καλÞ της þρα, μου 'δινε και το παξιμαδÜκι μου κι Ýκανα παπÜρα. Αααχ! Μ' Ýκαψε το γαλατÜκι κι ýστερα σου λÝει να αγιÜσεις. 'Αγιασε η κυρÜ-ΠαρασκευÞ απ' üταν με παρÜτησε, καθüτι, λÝει, δεν Þμουνα για σπßτι, πλοýτιζα τη ταβÝρνα, τι να με κÜνει; Ýπρεπε να φτιÜξει τη ζωÞ της. Δüξα τω Θεþ την Ýφτιαξε και πολý το χÜρηκα, -δε κρατÜω εγþ κÜκητες-, ζαλικþθηκε και στη δουλειÜ, πÞρε και δουλευταρÜ, αχÜραγο τη ξýπναγε, λÜλαγε αυτÞ αντß για τον κüκορα, κοιμüτανε τα μεσÜνυχτα. ΠÝντε παιδιÜ της Ýκανε, Þρθε και στραβογÝρασε που 'τανε σαν το ροδÜκινο, εßχε και τα χτηματÜκια του ο νοικοκýρης, üργωνε με τα νýχια η συχωρεμÝνη, προκüψανε. Ναιαιαι και να πεις, εßμαι κι ευαßσθητος, Üστα, πολý στενοχωρÝθηκα, γεια μας!
  ...Γεια μας! Το ντερλßκωσα πÜλι μεσημεριÜτικα κι üχι που εγþ... να! την πορτοκαλαδßτσα μου Ýπινα, Ýνεκα που παßρνω χÜπι, κÜτι τα νεφρÜ μου, λÝει. Ροýφαγα που λες την αηδßα, γκαπ-γκαπ η πüρτα, ρε, καλþς τη. Η αδερφÞ μου η Βγενιþ, Ευγενßα τη λÝγανε, Νßτσα το 'κανε, -χÝστηκα-, ματς-μουτς και τα ρÝστα. Δεν Ýκατσε, σιχαινüτανε, ασυγýριγο το 'χα κι εγþ, Ýτσι ρεμÜλι θα πεθÜνεις, μπα που να φας τη γλþσσα σου, μωρÞ, ρεζßλι με κÜνεις, ντρÝπομαι να πω üτι Ýχω αδερφü, γκαπ η πüρτα, -Üει στα τσακßδια, αλαφροúσκιωτη. Γιατß ανÝβηκε, λÝει, η Βγενιþ στα ψηλÜ... Και μπρÜβο της, -εγþ πÜνω απ' üλα η οικογÝνεια-, το σκατü της παξιμÜδι Ýκανε κι ο γαμπρüς απü τη μýγα ξýγκι αλλÜ κι απü πÜνω της ξýγκι Ýβγαζε. Την πλÜκωνε και στο ξýλο, πüσες φορÝς τη γλßτωσα απ' τα χÝρια του, βοýιζε η γειτονιÜ, παρÜτα τον μωρÞ και τα ανÞψια μου, θεßο και θεßο δεν αντÝχουμε, τα καταφÝρανε üμως, τη πÞγε και πρþτη φορÜ σινεμÜ τþρα στα πενÞντα της. ΑλλÜξανε και γειτονιÜ, ποý να τη κρýψουνε τüση ξεφτßλα... Üστα, πολý στενοχωρÝθηκα. Γεια μας!
  ...Γεια μας! Εεεεε, ρε γλÝντια, κουνουπßδι πÜλι, αλλÜ δε σηκþνω κουβÝντα, χαρÝς εßχαμε, üχι και να μη πιω στην υγειÜ του φßλου μου! Ναι, ρε, ο Αγησßλαος πÜντρεψε την κüρη του, χαμüς, Ýκανε Ýνα τραπÝζι στη ταβÝρνα κι εγþ, να πω την αλÞθεια μου, εßπα να μεßνω σπßτι, πÝρναγα απ' üξω, ε δεν εßμαι και γαúδοýρι, Ýνα ποτηρÜκι θα το 'πινα στην υγειÜ τους. Γεια μας κι üπα, χαρÝς που κÜναμε, ξýνισε λßγο τα μοýτρα ο Αγησßλαος κι üχι να πεις για το δþρο, -δεν το 'ξερα Αγησßλαε, κÜπου θα παρÜπεσε η πρüσκληση, δεν την εßδα... ¸τσι μαγκοýφης, μου λÝει Ýμεινες, εμ δεν την Þθελες τη Βαγγελιþ, θα σ' εßχε νοικοκυρÝψει τþρα, αλλÜ θα χαρÜμιζα κι εγþ την αδερφÞ μου μ' Ýνα μπεκρÞ. Φßλος εßναι, δε μßλησα αλλÜ κι εκεßνη η Βαγγελιþ, Παναγßτσα μου, σ' Ýπιανε τρομÜρα μüλις τη κοßταζες, Ýλεγες, θα σε δαγκþσει η μýτη της. Εßχε τη προικοýλα της, Þτανε και νοικοκυρÜ, αλλÜ ρþτησα και μου 'πανε üτι δεν επιτρÝπεται, λÝει, να την Ýχω συνÝχεια σκεπασμÝνη στη μοýρη. Δε λες πþς γλßτωσα; Τι τα θυμÞθηκα, Üστα, πολý στενοχωρÝθηκα, γεια μας!
  ...Γεια μας, τ' ανÜσκελα üλη τη μÝρα σÞμερα, δεν πÜω λÝω πουθενÜ. ¸φαγα το γιαουρτÜκι μου, να πÝσω νωρßς, να με δει λßγο κι εκεßνο το στρþμα μου, καλü κομμÜτι κÜποτε, φερμÝνο απü τη Γερμανßα... Ξενιτεýτηκα, βλÝπεις στα νιÜτα μου, üλοι φεýγανε, Üντε κι εσý να φτιÜξεις τη ζωÞ σου, σÜμπως κι Ýχει πατρßδα ο Üφραγκος; ΚαλÜ Þτανε, τυχερüς, Þμουνα και νüστιμος, μπρατσαρÜς σ' Ýνα μαγÝρικο ελληνικü με εßχανε για σερβιτüρο, πολý δουλειÜ, τα κοπανÜγαμε και το βρÜδυ με τον αφεντικü, στα üπα Þμουνα. Εßχε κι Ýνα γιο, Ýνα χαμÝνο, δεν Ýπινε, δεν κÜπνιζε, μüνο με τα βιβλßα. ¼λο μου 'πιανε τη κουβÝντα, τον εßχε και ξενομαθημÝνο ο βλÜχαρος ο αφεντικüς, "για... για... γκουντ" κι üλο απü κοντÜ, οýτε γκüμενα να 'τανε. Δε μελÝταγα Ýνα τσουβÜλι λßρες, μου 'πιασε το μποýτι ο κερατÜς, φιτßλιασα εγþ, Ýφαγε μια ξανÜστροφη, του 'κανα το μοýτρο καινοýριο. Ε, δεν τα κοπανÜς τþρα; Μ' Ýπιασε το φιλüτιμο, πÜντα μου το 'λεγε η μÜνα μου: "φýλαγε παιδß μου τον κþλο σου", τον φýλαγα εγþ, τι να πεις και στον αφεντικü, περßμενε κι αγγüνια, τρομÜρα του, σηκþθηκα κι Ýφυγα. ΦοβÞθηκα μην εßναι και κολλητικü, -ποτÝ δε ξÝρεις-, αλλÜ να 'ναι καλÜ το κρασÜκι, -το λÝει κι ο γιατρüς-, τη σκαποýλαρα κι ýστερα λÝει... Üντε, γεια μας!
  ...Γεια μας...ΤαβλιÜστηκα πÜλι, κακüχρονο να 'χω και μÜρτυς μου ο Θεüς, δε φταßω, üχι θα το πω, με πνßγει το δßκιο μου. Κοßτα το λοιπüν, πþς Ýχουνε τα πρÜματα... ¸παιζα το ταβλÜκι μου με τον κυρ-ΜελÝτη, μου 'πε να βÜλουμε στοßχημα τα κρασÜκια μας, α üχι του λÝω, κυρ ΜελÝτη  μου, εγþ δεν πßνω, πÜει το 'κοψα πολý καιρü τþρα, να... Ýτσι για τη παρεúτσα Ýρχομαι. ΓελÜγανε, δεν ξÝρω γιατß, γÝλαγα κι εγþ, κÜτι αστεßο λÝω θα εßπανε, δεν τ' Üκουσα, μη μας ποýνε κι ακατÜδεχτους. Χα και χου λοιπüν, ωραßα περνÜγαμε, γεια σου ο Ýνας, αντιγειÜ σου ο Üλλος, εγþ Ýνα ποτηρÜκι Þπια, το 'πα κιüλας, παιδιÜ, Ýνα μüνο, Ýνεκα που δεν εßμαι ψηλομýτης, τüσα χρüνια μια παρÝα και παραξηγÞσεις δε θÝλω. ΠÜλι γελÜγανε, πÜλι δε κατÜλαβα εγþ, δε βαριÝσαι, καλÜ παιδιÜ, εßναι και μερικοß γραμματιζοýμενοι, ποιος καταλαβαßνει τ' αστεßα τους, γÝλαγα κι εγþ, üχι να μας ποýνε και χαζοýς. ΠαρÞγγειλε και μεζÝ ο κυρ-ΜελÝτης, α, κυρ-ΜελÝτη μου, αν εßναι για το μεζÝ, Üντε, Ýνα ποτηρÜκι ακüμα να το πιω, γιατß να πεις, ξοδεýτηκε ο Üνθρωπος να με περιποιηθεß, γιατß μη κοιτÜς, εγþ δεν πßνω, üχι κυρ-ΜελÝτη μου, το 'φερε η παρÝα. Και δüστου γελÜγανε, χαμüς γινüτανε και να πεις, χαμπÜρι δεν Ýπαιρνα, κÜτι θα εßπα ωραßο, γιατß üχι που εßμαι κι αγρÜμματος, στη παρÝα εßμαι νüστιμος και καλαμπουρτζÞς. Ναιαιαι! ¸φερε και τη νταμιτζÜνα με το κρασß ο καφετζÞς, να κερÜσω, βρε παιδιÜ, τüσο λογαριασμü κÜνατε, μÜστορα, λÝω, θα με κÜψεις, δεν πßνω το 'παμε, Üντε χαλÜλι σου, στο κÝρασμα δε λες üχι, προσβολÞ μεγÜλη, το 'κοψα βÝβαια αλλÜ να μη σε στενοχωρÞσω. Ναιαιαι, γιατß μου το 'πε, μη με προσβÜλεις τþρα, το κüβεις Üλλη φορÜ, δε χÜθηκε ο κüσμος και γÝλια, κακü, πολý το χÜρηκα, Üσε που πÜλι μου ξÝφυγε το καλαμποýρι, μßλαγα με τον Üνθρωπο, δεν Üκουγα...
  ...¸τσι που λες. Τþρα, βÝβαια, ο κüσμος δε χÜθηκε, εγþ πρÝπει να χÜθηκα λßγο, ξýπνησα τ' ανÜσκελα σε κÜτι σκαλοπÜτια, üχι τα δικÜ  μου κι εκεßνο που 'κοψα, δε θυμÜμαι τþρα ποιο, πρÝπει να με χÜλασε, απαπα δεν τη ξανακÜνω τη χαζομÜρα, δε ξανακüβω τßποτα!

5η).                           Στον Ψυχολüγο...

   ...Ναι; Ναι; ΚαλημÝρα!...Κýριε ψυχολüγε μου, εßμαι η κυρßα ΠροκομÝνου, πÞρα τη κÜρτα σας απü τη λωλÝγκω την κυρßα Μασαμποýκη, γειτüνισσα εßναι, καλÜ το 'χα καταλÜβει εγþ πως κÜτι Ýτρεχε, ποý πÜει κÜθε απüγευμα, γρια γυναßκα, λÝγαμε πως βρÞκε γκüμενο, αν εßναι δυνατüν... Μη κÜνετε Ýτσι καλÝ, επειδÞ την εßπα λωλÝγκω, μÜνα σας εßναι; Κι üχι τßποτα Üλλο, μη νομßσετε πως κι εγþ το ψÝλνω το ευαγγÝλιο, καμμßα σχÝση, δüξα τω Θεþ, μια χαρÜ εßμαι, δυο κουβÝντες να πω μ' Ýναν Üνθρωπο, μου το 'πε η τρελÜρα, εßστε καλüς, καταλαβαßνετε λÝει τον πüνο του Üλλου. Αααααχ! ΓιατρÝ μου, να σας πω εγþ πüνους να πλαντÜξετε, πολý βασανßστηκα, παιδεμÝνο το κορμÜκι μου... μποροýμε να τα λÝμε και στο τηλÝφωνο; Η βαρεμÝνη μου το εßπε, για üνομα τι γυρεýει στην ηλικßα της, εδþ εμεßς νÝοι Üνθρωποι...
   ...ΑλÞθεια, πþς εßστε; ΚαλÜ; ΠÜντα καλÜ. Εμεßς εδþ καλÜ, λßγο ζüρι τραβÜμε, κÜτι νευρÜκια σπασμÝνα Ýχουμε... πþς; üχι καλÝ, τßποτε το ανησυχητικü, απλÜ, να... κÜποια στιγμÞ πÝταξα στο κεφÜλι του ΜπÜμπη τη πιατÝλα με τα μακαρüνια, κρßμα και την εßχα πετýχει τη καρμπονÜρα! Αν Ýγινε ατýχημα; Μα τι λÝτε τþρα καλÝ κι εßστε και μορφωμÝνος Üνθρωπος; Θρýψαλα Ýγινε η κακομοßρα η πιατελßτσα μου, δþρο της μÜνας μου, της ΒαγγÝλως με τ' üνομα! Α, δε την Ýχετε ακουστÜ. Και σας ενδιαφÝρει το κεφÜλι του ΜπÜμπη... Αν Ýγινε κι αυτü θρýψαλλα; ¼χι, που κακüχρονο να 'χει το παλιομοýλαρο, χαμπÜρι δεν πÞρε!
     ΑυτÜ που λÝτε, üπως σας εßπα, τßποτε το ανησυχητικü. Τþρα θα μου πεßτε, αν εßναι üλα Ýτσι Þσυχα κι ωραßα, εσÜς τι σας θÝλω; ΠÜντως üχι για κουτσομπολιü, για κÜτι τÝτοιο Ýχω τη φιλενÜδα μου τη Μαρßκα, πρþτο στüμα, τι να φτουρÞσετε και να με συμπαθÜτε γιατρÝ μου. Να μη σας λÝω γιατρü; Κι εγþ δεν εßμαι ασθενÞς αλλÜ επισκÝπτρια; ¼,τι πεßτε σεßς, γιατß σκοπüς εßναι να μη λÝω εγþ, αφÞστε που Üμα σας πω τι νομßζω θα χαλÜσουμε και τις καρδιÝς μας. Ναι Ýχετε δßκιο, πρÝπει να φτÜσουμε και στο θÝμα... ΣκÜσε βλαμμÝνοοοο! ¼χι, προς Θεοý, δε μιλÜω σε σας, για üνομα, δεν εßμαι καμμιÜ απολßτιστη γαúδοýρα, στο σκασμÝνο το ΣωτηρÜκη μιλÜω, μüλις γýρισε απü το σχολεßο, που να του πÜρει ο διÜολος τον πατÝρα, μες στα χþματα πÜλι, ξεπατþθηκα να πλÝνω, ναι κýριε αποτÝτοιε μου, Þρεμη εßμαι, θα σας πÜρω σε λßγο. Δε θα σε πιÜσω στα χÝρια μου; ΣωτηρÜκηηηη!...
   ...Ουφ! Εγþ εßμαι πÜλι, της χρονιÜς του μÜζεψε το κωλüπαιδο, που ανÜθεμα την þρα που παντρεýτηκα, στο ζυγü απü τüση δα, δεν ανÜσανα. Και να πεις, μια χαρÜ κοριτσÜκι, σαν τα κρýα τα νερÜ, τι του λιμπßστηκα του γερακομýτη, μια μυξιÜ Üνθρωπος και να με ζητÜνε καν και καν. Ναιαιαι! ΑλλÜ βλÝπεις, δεν εßχα προßκα, Üχρηστος εκεßνος ο γÝρος, üλη του τη ζωÞ στο καφενεßο... φασκελοκουκοýλωστα. Ναι, Ýχετε δßκιο, δεν σας εßπα γιατß τηλεφþνησα, Ýνα μυαλü, τι να σου κÜνει, μου το πÞρανε οι γαúδÜροι που ανασταßνω εδþ μÝσα, δυο γιοß κι ο ξεβρÜκωτος ο ΜπÜμπης τρεις, Ýχω και τη κοροýλα, βÝβαια, το πουλÜκι μου, τι τýχη θα 'χει κι αυτü, δε βαριÝσαι!
     ¸τσι που λÝτε, τι σας ζαλßζω τþρα κι εσÜς με τα δικÜ μου, δε σας ξÝρω κιüλας, απü ποý κι ως ποý τÝτοια θÜρρητα, το λÝει κι ο ΜπÜμπης, τον Ýχω ξεφτιλßσει λÝει στη γειτονιÜ, δεν τολμÜει να πÜει οýτε στο μπακÜλικο. ¸χετε δßκιο, για τα δικÜ μου σας κÜλεσα, σας τρþω και την þρα, Ýχετε τις δουλειÝς σας κι εσεßς, επιστÞμονας Üνθρωπος, Ýχω κι εγþ δουλειÝς, η αλÞθεια να λÝγεται, με φοýντες, που λÝει και το αγρÜμματο το γομÜρι που παντρεýτηκα. Ναι, ναιαι, γιατß μη κοιτÜτε, εγþ Þμουν Üριστη μαθÞτρια και φτþχεια τüτε... αφÞστε τα... μου 'κοβε üμως, τα γρÜμματα τ' αγÜπαγα, αλλÜ εßπαμε φτþχεια, με φÜγανε τα χτÞματα κορßτσι πρÜμα. Τ' αδÝρφια μου μικρüτερα, τÝσσερα ζωÞ να 'χουνε, κüπηκα να ξεσκατßζω. ΑλλÜ δε βαριÝστε, üπου φτωχüς κι η μοßρα του, τι να καταλÜβετε κι εσεßς, ματσωμÝνος φαßνεστε, οι σπουδαγμÝνοι Ýχουνε λεφτÜ, το λÝει κι ο ΜπÜμπης, Üει να χαθεß ο παλιογýφτος, τι τον μελετÜω, συγχßστηκα πÜλι... ¼χι, τþρα δεν εßμαι Þρεμη, Ýχω αφÞσει τη μπουγÜδα στη μÝση, σε λßγο δε θα 'χουμε βρακß καθαρü εδþ μÝσα, ποý να προλÜβω Ýνας Üνθρωπος κι αυτüς μισüς, Ýχω κÜτι σφÜχτες στα νεφρÜ και πþς να μη Ýχω, οýτε για το ψιλü μου δεν προλαβαßνω! Πþς; Ναι, Ýχετε δßκιο, πÝρασε η þρα μας, πüτε η ρουφιÜνα, λÝξη δεν εßπα, πþς να καταλÜβετε κι εσεßς το πρüβλημÜ μου...εντÜξει, εντÜξει, θα τα ποýμε την ΠÝμπτη το πρωß, θα σας πÜρω εγþ... Þρθε κι ο αχρüνιαγος, να του βÜλω να φÜει, που στο λαιμü να του κÜτσει, Παναγßτσα μου, να ησυχÜσω! ΜπÜμπηηηηη! ΒγÜλε τα παποýτσια σου, ρε σιχαμÝνε, δε βλÝπεις üτι σφουγγÜρισαααα!
   ...ΚαλημÝρα, γιατρÝ μου, τι κÜνετε; ΚοιμÜστε; Εßναι πολý πρωß; Ε, üχι και πρωß κýρ απαυτÝ μου, Ýσκασε ο Þλιος, για üνομα, τÝτοια þρα ξυπνÜει ο κüσμος να κÜνει τις δουλειÝς του, αλλÜ Ýτσι εßστε εσεßς οι γραμματιζοýμενοι, τεμπελχανÜδες, προς Θεοý, δε μιλÜω για σας. Μη θυμþνετε, με τη τσßμπλα στο μÜτι, θα με πιÜσει κι εμÝνα το υστερικü μου, απü την þρα που σηκþθηκα σκοýζω, που δε με πλÜκωνε το στρþμα, να ετοιμÜσω τüσους διαβüλους, σχολεßο ο Ýνας, δουλειÜ ο Üλλος, μαμÜ απü δω, Κßτσα απü κει... Να το, μ' Ýπιασε τþρα, τι καταλÜβατε, να πεθÜνω να ησυχÜσω, Παναγßτσα μου, να δω τι θα κÜνετε, ζωντüβολα, θα τουμπανιÜσετε απ' τη πεßνα!
   ...Εßπαμε, δε μιλÜω για σας, αμÜν πια, οýτε σας τÜúσα οýτε σας ξεβρþμισα, γýρευε ποια κακομοßρα χαμÜλα Ýχετε κι εσεßς, üλοι ßδιοι εßστε κι ο δικüς μου ο βρωμερüς üλα στο χÝρι τα θÝλει, τον καλüμαθε βλÝπεις η μÜνα του, μοναχογιü τον εßχε, μη στÜξει η μýτη του ΜπÜμπη... Θεüς σχωρÝστη, πÝρυσι τη χÜσαμε κι Þτανε μια η κυρα Βασßλω, τα χßλια μαρτýρια μου 'κανε η συχωρεμÝνη, δε με Þθελε, φτωχιÜ εγþ, περßμενε μεγαλεßα απü το γιüκα της, δε κοßταγε τα μοýτρα του! ΑλλÜ αυτÞ στα νιÜτα της ωραßα γυναßκα, εßχανε να το λÝνε, μη κοιτÜς που με βασÜνισε, που πßσσα στα κüκκαλÜ της, Θε μου συχþρα με, ααααχ, καλÞ της þρα εκεß στη κüλαση που βρÜζει τþρα κι εγþ κακßες δε κρατÜω, εßμαι καλüς Üνθρωπος αλλÜ ο καθÝνας εκεß που του πρÝπει, ξÝρει ο Μεγαλοδýναμος, το καλü που του θÝλω, παßδεψες, θα παιδευτεßς...
   ...ΑμÜν! Χßλια συγγνþμη και να με συμπαθÜτε, θα μου καεß το φαú, λßγο νερÜκι να του ρßξω, κÜτι φασολÜκια, μου τα 'στειλε απü το χωριü ο αδερφüς μου ο μικρüς, Ýνας λεβÝντης μÝχρι εκεß απÜνω, χαλÜλι τüσο ξεσκÜτισμα. Τι τα θÝλετε, Ýχει εκεßνη τη παλιαλεποý, τη ΒαÀτσα, πικρü ψωμÜκι τρþει το Üμοιρο, η βρþμα τους Ýφαγε, δυο μÝτρα παληκÜρι κÜτι νεροπιþματα το ταúζει. ΑριστοκρÜτισσα βλÝπεις η βλαχÜρα, η μýτη μÝχρι κει πÜνω, γιατß εßχε προßκα Ýνα παλιüσπιτο, τον πÞρανε σþγαμπρο, τον φÜγανε οι βρωμιÜρες, μÜνα και κüρη, ας μην Þτανε προκομÝνο το παιδß μας, θα σαπßζανε τα χνþτα τους απü τη πεßνα... ΤÝλος πÜντων, να σας πÜρω σε λßγο; Να 'στε καλÜ, χρυσüς Üνθρωπος, καλÜ τα 'λεγε η μουρλαμÝνη...
   ...Γεια σας, εγþ εßμαι, δεν Üργησα; Γιατß ξεφυσÜτε; Α, εßστε κρυωμÝνος, καλÜ, ποý πÞγε κι εμÝνα το μυαλü μου, Ýτσι ξεφυσÜει ο αχρüνιαγος Üμα του ζητÜω λεφτÜ, λες και τα θÝλω για μÝνα, ξεβρÜκωτα θα γυρνÜγανε τα παιδιÜ μου, τßποτα δεν υπολογßζει ο Üχρηστος, λεßπει üλη τη μÝρα, πþς να καταλÜβει τι θÝλει το σπßτι του... Πþς εßπατε; ΠÜλι πÝρασε η þρα; ΚαθυστÝρησα με το φαγητü; Τι να 'κανα δηλαδÞ, να τους αφÞσω νηστικοýς, ü,τι θÝλετε λÝτε μου φαßνεται, αλλÜ δεν Ýχετε εσεßς τρεις μαντρÜχαλους να γυρνÜνε ξελιγωμÝνοι, λες κι Ýχουνε δÝκα χρüνια να φÜνε, εγþ η δýστυχη ξÝρω τι τραβÜω, μüνο κεßνο το κοριτσÜκι μου δεν τρþει, σαν το πουλÜκι το καημÝνο. Μη κÜνετε Ýτσι, κατÜλαβα, θα τα ποýμε την Üλλη εβδομÜδα, μην ανησυχεßτε. ΠÜλι ξεφυσÜτε, γιατρÝ μου, πρÝπει να την αρπÜξατε γερÜ, προσÝξτε δεν παßζουνε με τα πνευμüνια, Ýτσι την πÜτησε η θεßα μου η ΜπεμπÝκα, Θεüς σχωρÝστη, μ' Ýνα κρυολüγημα Ýπεσε και δε ξανασηκþθηκε... ΚαλÜ... εγþ μια κουβÝντα εßπα, για το καλü σας, σÜμπως προλαβαßνω και να μιλÞσω κι ας λÝει ο σιχαμÝνος üτι χρειÜζομαι φßμωτρο, μÞπως και ξÝρω τι εßναι αυτü, στα ζþα λÝει το βÜζουνε, τÝτοιο κτÞνος εßναι... ναι, ναι, γεια σας, να εßστε πÜντα καλÜ, γεια σας...
     Χαßρετε, χαßρετε, καλÝ τι κÜνετε, πþς πÝρασε Ýτσι η βδομÜδα, δεν τη κατÜλαβα! Α, εσεßς τη καταλÜβατε... Τι να σας πω, κÜτι θα ξÝρετε παραπÜνω, μορφωμÝνος Üνθρωπος, βγÜλατε μια βοúδοσχολÞ και τρþτε τα λεφτÜ μας αλλÜ τι φταßτε κι εσεßς, γÝμισε ο τüπος τρελαμÝνους, με το παραμικρü λαλÜνε, πþς θα ζÞσετε κι εσεßς, κλÝφτες θα γßνετε; Ναι; Με ακοýτε;
   ...ΓιατρÝ μου, ναι, εγþ εßμαι, η Κßτσα καλÝ, Ýκλεισε η γραμμÞ σας, νüμισα κι εγþ... ¸τσι μου κÜνει ο βρωμερüς ο θεομπαßχτης που παντρεýτηκα, στα μοýτρα μου το κλεßνει, που να του κλεßσω τα μÜτια Θεοýλη μου, να βρω κι εγþ την υγειÜ μου, νÝα γυναßκα, τßποτα δε χÜρηκα... Μα τß Ýγινε πÜλι;
   ...¸λα, κυρ ψυχολüγε μου, Üχρηστο το τηλÝφωνü σας, κρα δε πρüλαβα να κÜνω, πÜλι Ýκλεισε, εßπα Üχρηστο και θυμÞθηκα τον Üχρηστο, που κακüς ντοβρουτζÜς να τον Ýβρει, γÝρασα πριν την þρα μου, μπουμποýκι Þμουνα, δεν Þξερε τι να με κÜνει και στο κρεβÜτι απü μÝνα περßμενε... Ααααα! Θα το πÜθω το υστερικü, πÜλι Ýκλεισε!
   ...Μα για üνομα, επßτηδες το κÜνετε, που θα σας πω καμμιÜ κουβÝντα, πετÜτε το για τηλÝφωνο, το νεýρα μου σπÜσανε, να μιλÞσω κι εγþ μ' Ýναν Üνθρωπο, που τρελÞ με λÝνε και σπαστικιÜ, τα γαúδοýρια üλα εδþ μÝσα, αν εßναι δυνατüν, αρνß του Θεοý, στüμα Ýχω και μιλιÜ δεν Ýχω, αλλÜ Ýτσι ο καλüς καλü δε βλÝπει... Ναι; Ναι; Μ’ ακοýτε;
     ...Δεν εßναι εκεß ο γιατρüς; ΛÜθος τηλÝφωνο πÞρα; ΚαλÜ μη κÜνετε Ýτσι, εγþ δεν εßμαι ασθενÞς του, μια χαρÜ εßμαι, μη κοιτÜς που... Το 'κλεισε! Α να χαθεßς, γαúδοýρι, εßσαι και μορφωμÝνος, να τα βρÜσω τα διπλþματÜ σου και τα καλÜ σου, ßδια κτÞνη εßστε üλοι... Δεν θα 'ρθει ο σιχαμÝνος που λýσσαξε, "πÜρε το γιατρü" και "πÜρε το γιατρü", που να σε γιατροπορεýουνε δÝκα και γιατρειÜ να μη σου βρßσκουνε, Üχρηστε, που θα με πεις εμÝνα τρελÞ, που να τρελαθεßς εσý κι üλο σου το σüι... ¸ννοια σου και θα σε φτιÜξω!

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers