Τούτη η ιστορία έχει πολύ μεγάλη δόσην αλήθειας -ελάχιστα πράματα άλλαξα, πλην ονομάτων και τοποθεσίας κι είμαι σίγουρος πως αν τη διαβάσει κάποιος εκ των πρωταγωνιστών ή των μαρτύρων, θα καταλάβει αμέσως περί τίνος πρόκειται- κι έχει σκοπό να δείξει πόσον ανέμελη μα και πόσο διασκεδαστική μπορεί να 'ναι η ζωή. Για να τη ξετυλίξουμε λοιπόν θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '80 και να ταξιδέψουμε λίγο μακρύτερα από τη πρωτεύουσα, σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό. Όχι όμως σε καλοκαίρι, όπως ίσως θα νομίσετε, αλλά στη καρδιά του χειμώνα και μάλιστα ενός χειμώνα από τους πιο βαριούς. 'Αντε λοιπόν, ας κλωτσήσουμε μαζί τη κουβαρίστρα...
Σε καμμιά δεκαπενταριά μέρες είναι τα Χριστούγεννα και το κρύο είναι τσουχτερό. Έχει χιονίσει και λυώνοντας το χιόνι άφησε πίσω του λασπουριά τις μέρες, και παγετό τις νύχτες, όπως κι αυτή της ιστορίας μας. Πάντως και μόνο που χιόνισε δω, είναι είδηση. Τούτη τη νύχτα λοιπόν ρίχνει αυτές τις ψιλές κι εκνευριστικές σταγονίτσες, φυσά βοριάς γερός κι οι κάτοικοι είναι μες στα σπίτια τους ή στα λιγοστά καφενεία, κοντά στις θερμάστρες, πίνουνε, χαρτοπαίζουνε ή καλαμπουρίζουνε. Στο χωριό, όταν χειμωνιάζει κι αλλάζει η ώρα, άρα βραδυάζει από τις πεντέμιση, κλείνουνε σχεδόν όλα τα μαγαζιά, όσα δηλαδή δεν έχουνε κλείσει για το χειμώνα. Αν περπατήσει κανείς στα δρομάκια του, σπάνια θα πετύχει κανένα κι αυτός θα χαιρετήσει βιαστικά και θα συνεχίσει το δρόμο για τη βόλεψή του.
Εμείς όμως θα προσπεράσουμε όλα τα μαγαζιά, τα λιγοστά καφενεία αλλά και τα σπίτια, για να πάμε στο μέρος της ιστορίας μας, που βρίσκεται στη μιαν άκρη του χωριού κι είναι το μοναδικό μπαράκι της περιοχής. Μέσα βρίσκονται λιγοστοί, μα σταθεροί θαμώνες και φυσικά αναμένονται και μερικοί άλλοι, όπως κάθε βράδυ. Οι περισσότεροι είναι βιοπαλαιστές φυσικά, αλλά έχουνε μιαν οικονομικήν άνεση κι όρεξη να σκοτώσουνε λιγάκι την ώρα τους πριν πάνε για νάνι. Το ρολόι δείχνει εννιά παρά κάτι, όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένας νεαρός, γύρω στα εικοσιδύο-εικοσιτρία, φανερά κακοπαθημένος και καταλασπωμένος, με ρούχα όμως που δείχνουν ακόμα και κάτω από τις λάσπες, πως είναι από τα πλουσιόπαιδα τα καλομαθημένα και καλοζωισμένα. Φυσικά όλοι στρέφονται με περιέργεια στο ξένο και με προσδοκία πως επιτέλους κάτι διαφορετικό μέλλεται να συμβεί που θα σπάσει τη μονοτονία. Τούτο, γιατί ο νεαρός δείχνει χαμένος, ταραγμένος και κατευθύνεται προς το μπαρ μ' αβέβαιο βήμα.
-"Βάλτε μου ένα διπλό κονιάκ παρακαλώ" λέει στο Βάγγο τον μπάρμαν και μετά, χαμηλώνει τη φωνή και συνεχίζει παρακλητικά και ντροπαλά: "Ξέρετε... έχω κολλήσει με τ' αμάξι μου λίγο πιο πέρα... στη μεγάλη αλάνα..." σταματά για να δει αντιδράσεις του μπάρμαν, μα κείνος συνεχίζει να τακτοποιεί τα ποτήρια. Ο νεαρός αποφασίζει να συνεχίσει. "...Δε ξέρω πως το 'παθα αυτό... υποτίθεται έχει κίνηση και στους τέσσερις τροχούς..." Ο Βάγγος ο μπάρμαν χωρίς να σταματήσει, χαμογελά κι αυτό ενθαρρύνει τον πιτσιρικά: "...Εεε ...λέω λοιπόν μήπως θα μπορούσατε... μήπως θα μπορούσε κανείς από δω να με βοηθήσει..." Ο Βάγγος ο μπάρμαν σοβαρεύει και τονε κοιτά κατάματα:
-"Στη μεγάλη αλάνα είπες";
-"Ναι!" λέει όλος προσδοκία ο νεαρός, "προς τη πέρα μεριά". Ο Βάγγος κουνά το κεφάλι μ' επίγνωση:
-"Δύσκολο! Πολύ δύσκολο! Μα πες εκεί στα παιδιά κι ίσως μπορεί να γίνει κάτι..." και του δείχνει τους λιγοστούς θαμώνες.
-"Ευχαριστώ πολύ κύριε" απαντά ο νεαρός. Ρουφά το κονιάκ μονορρούφι, πληρώνει, αφήνοντας γενναίο πουρμπουάρ και γυρίζει προς τα 'παιδιά' με δειλό βήμα. Τους εξηγεί με λίγα λόγια τι έπαθε κι εκείνοι αρχίζουνε να λένε και να χειρονομούν, να συμβουλεύουν, ακριβώς δηλαδή ό,τι γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας. Μερικοί σηκώνονται και πετάγονται μέχρις εκεί να δούνε κι επιστρέφουνε σε λίγο, συνεχίζοντας τις ...διαβουλεύσεις. Σε κάποιο σημείο φαίνεται να συμφωνούν όλοι κι ένας απ' αυτούς, ο Τζουρτζούνης με τ' όνομα, μικρός το δέμας μα με μεγάλη πονηριά, πλησιάζει στο μπαρ κι ετοιμάζεται κάτι να πει, μα πριν ανοίξει το στόμα του, ο Βάγγος του ρίχνεται άτσαλα:
-"Γάμησέ μας μωρέ μαλάκα με το νιάναρο, που πήρε τ' αμάξι του μπαμπά και νομίζει πως κάτι έκανε. Μη πεις τίποτα τη πούτσισες"!
-"Ρε συ Βαγγέλη μην είσαι τρόμπας. 'Αντε φέρε το τρακτέρι σου να του το βγάλουμε και θα κονομήσουμε το δεκαρικάκι (δεκαχίλιαρο). Πήγα και το 'δα. Εύκολο είναι. Ελαφρύ αμάξι και θα κάνεις το πολύ πέντε λεπτάκια..."
-"Είσαι μαλάκας; Και ποιός θα κάτσει στο μαγαζί;" ο Βάγγος είχεν υποχωρήσει άτακτα.
-"Σιγά ρε, μη σε κλέψουμε κιόλας. Ασιχτίρ!" με δίκαιην οργή ο Τζουρτζούνης με τ' όνομα.
-"Κοίτα! Πάρε τα κλειδιά άντε πάρτο και βγάλτο συ αν γουστάρεις. Μη μου σπας τ' αρχίδια".
-"Εντάξει".
-"Πρόσεχε παπάρα... Η αλάνα είναι πουστόπραμα τέτοιαν εποχή".
-"Έλα ρε... φίδια λούζουμε; Τί μας πέρασες;" και φεύγει δρομαίως για τη μεγάλη περιπέτεια... Το ρολόι έδειχνε εννιάμιση.
Μέχρι να πάει, μισήν ώρα δρόμο και να γυρίσει ο Τζουρτζούνης με τ' όνομα, στο σπίτι του Βάγγου με το τρακτέρι, προλαβαίνω να σας πω δυο λόγια για την αλάνα. Είναι τεράστια έκταση, απαλλοτριωμένη από καιρό μ' ένα κάρο μεγαλεπήβολα σκέδια για τη πάρτη της, που σταματούσανε το 'να μετά τ' άλλο, περίπου πέντε χιλιόμετρα περίμετρο κι ίσωμα του κερατά, χωρίς δέντρα, μόνον αραιά και που κανά ξερόχορτο φυτρωμένο τυχαία. Περιφραγμένη βέβαια μα όχι και τόσο... φανατικά κι έτσι κάθε τρεις και λίγο, όταν ο καιρός ήτανε καλός, μπαίνει κόσμος και κοσμάκης με τα τουτούνια του και να κάνει μαγκιές, κωλιές, τρεχαλητά, μ' αποτέλεσμα, να σηκώνεται μπουχός η σκόνη και το κολόχωμα που τη κάλυπτε έφτιαχνε μια λάσπη μέγκλα για ζόρικα κολλήματα όταν έπιαναν οι βροχές. Τώρα μάλιστα, τούτη την ...'αποφράδα' νύχτα της ιστορίας μας, με τις καταρρακτώδεις βροχές στα τελειώματα του Νοέμβρη και με τις χιονοπτώσεις του Δεκέμβρη, είχε παραγίνει το πράμα.
Κατέφτασε λοιπόν ο Τζουρτζούνης με τ' όνομα -έστω κι αν άργησε κατά τον νεαρό τον άμαθο κι ευτυχώς για μένα γιατί πώς θα πρόφταινα να σας τα πω;- περήφανος κι αναψοκοκκινισμένος από το κρύο, μιας και τα τρακτέρια σπάνια έχουνε κεντρική θέρμανση και στέγη. Η καρδιά του νεαρού έδειξε να γυρνά στον τόπο της και το ρολόι έδειχνε περασμένες δέκα.
Δίχως να χάσει χρόνο ξεκίνησεν ο Τζουρτζούνης με τ' όνομα, μαζί με τον νεαρό στο τρακτέρι να πάνε στον τόπο του ...εγκλήματος και μαζί τους σπεύσανε κι όλοι οι άλλοι, περίεργοι να δούνε τί θα γίνει -όπως επίσης συμβαίνει συχνότατα στη χώρα της φ. π. (φαιδράς πορτοκαλέας). Η αλάνα είχε μέχρις ένα σημείο πρόσβαση μ' άσφαλτο κι εκεί στρατοπεδέψαν όλοι, αφήνοντας τον Τζουρτζούνη να βγάλει το φίδι από τη τρύπα. Αυτός οδηγώντας το τρακτέρι με τα στιβαρά κι επιδέξια του χέρια και με την ιδέα πως ήταν ο πιο ικανός χειριστής ειδικών οχημάτων στον κόσμο, βούτηξε θαρρετά στο βούρκο της μεγάλης μπαλαφάρας κι όλα καλά μέχρι να φτάσει στο σημείο Χ. Εκεί σταμάτησε το τρακτέρι (μέγα λάθον αποδείχτη) και κατέβηκε να προσδέσει το αμάξι του νεαρού. Όλα θα συνέχιζαν να 'ναι καλά, αν δεν έπρεπε να ξαναξεκινήσει το τρακτέρι. Έλα όμως που έπρεπε... Τα κακά μαντάτα ήρθαν αμέσως μετά. Οι τροχοί του τρακτεριού χωθήκανε στη λάσπη του κερατά βεντουζάροντας και τ' όχημα δεν έλεγε να κάνει πια μήτε χιλιοστό. Του κάκου πάσχισε να το ξεκουνήσει. Του κάκου εφάρμοσε κάθε τεχνική και τερτίπι που γνώριζε. Του κάκου το μαρσάριζε, το ζόριζε. Είχε μουλαρώσει με τα τέσσερα ποδάρια και δε κουνούσε ρούπι. Έτσι, λίγον αργότερα, γυρίσαν όλοι σα χεσμένοι στο μπαρ φοβουμένοι τον τρομερό θυμό του Βάγγου, που ειρήσθω εν παρόδω, διατηρούσε μιαν ολόγιομη καραμπίνα κάτω από το πάγκο του μπαρ για τις ...δύσκολες ώρες και μια τρέλα που όμοιά της δύσκολα θα 'βρισκες στην επικράτεια της χώρας της φ.π.!
Ποιός θα του το πει; Τα συζητήσανε στο δρόμο κι έπεσε ο κλήρος στο Γιώργη το Ξαναπέ, που μπορεί να μη τα κατάφερνε στα λόγια, μα είχε ξάδερφο τον Τσαμπλίκη με το 'Γολιάθ', ένα τρακτέρι που οι ρόδες του ήτανε ψηλότερες από τον Τζουρτζούνη με τ' όνομα κι η μηχανή του θεριό σωστό. Εδώ θα πρέπει να γυρέψω συγνώμη, γιατί δεν έχω και πολλές τεχνικές γνώσεις για τούτα τα μηχανήματα και δυστυχώς ο αφηγητής φιλαράκος μου ήτανε πολύ φειδωλός σ' αυτού του είδους τις λεπτομέρειες, ενώ λαλίστατος στα υπόλοιπα. Όσο κι αν τονε πίεσα, όσο κι αν τονε παρακάλεσα, αρνήθηκε να μου πει πιότερα λέγοντας μου πως βαριότανε. Τονε κατανοώ πάντως. Οι βασανιστικές αυτές λεπτομέρειες δε θα προσφέρανε δα και τίποτε παραπάνω στην ιστορία, άσε που δεν έχουνε καθόλου πλάκα. Συνεχίζω λοιπόν...
Ο Γιώργης πήρε πάνω του το πρώτο κύμα οργής του Βάγγου πείθοντάς τονε να τηλεφωνήσουνε του Τσαμπλίκη. Ο νεαρός δε, ο κακομοίρης, όλη τούτη την ώρα έδειχνε σα χαμένος κι είχε μείνει βουβός να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα. Ο Τσαμπλίκης, ένας λογάς τριαντάρης, παχουλός με μεγάλη κοιλίτσα, ότι είχε φορέσει τα νυχτικά και τις παντούφλες στα ζεστά κι ωραία του κι ετοιμαζότανε να πάει για τούφες. Αύριο είχε πολλή δουλειά, ωστόσο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο κι άκουσε τι είχε γίνει, στιγμή δε δίστασε και προς τιμή του. Περήφανος για το τρακτέρι του που το 'χε πληρώσει ένα σκασμό λεφτά, που πάντα τον έβγαζε ασπροπρόσωπο και που θα 'δινε λύση σε τόσο μεγάλο πρόβλημα, ξαναντύθηκε βιαστικά και σ' ένα τεταρτάκι ήτανε στο μπαρ. Το ρολόι έδειχνε πια κοντά στις έντεκα...
Ο Τσαμπλίκης λοιπόν ένιωθε τόσο περήφανος, που δε σκέφτηκε στιγμή μπας και πάει κάτι στραβά. Τούτη η περηφάνεια κι η σιγουριά του, ήταν άγκυρες που τονε δέσανε κι αυτόν μαζί με τον Γολιάθ του, όπως τον προηγούμενο, μες στις δυνατές βεντούζες του βούρκου της μεγάλης πουτανάρας. Ναι! το απίστευτο είχε συμβεί! Αρκεί να πω, πως οι τεράστιες ρόδες του είχανε βουτηχτεί μέχρι πάνω από τη μέση, μες στη λάσπη και κάθε προσπάθεια ήτανε περιττή, προς μεγάλην απογοήτευση όλων κι ειδικά του Τσαμπλίκη που άρχισε να ψυλλιάζεται πως ίσως χάσει το αυριανό μεροκάματο με τη μαλακία που 'μπλεξε (τον καημένο, ήταν εντελώς ...αψύλλιαστος). Όταν άρχισε να βλαστημά τον Ξαναπέ, τον νεαρό κι όλους τους αγίους, το ρολόι έδειχνε περασμένες εντεκάμιση... Η νύχτα τούτη πάντως ακόμα δεν είχε τελειώσει...
Σε λίγο η παρέα κι ο νεαρός μαζί, ξαναμπήκανε στο μπαρ κι ο Βάγγος παρ' όλη τη στεναχώρια, δε κατάφερε να συγκρατήσει ένα ειρωνικό χαμόγελο.
-"Τί έγινε ρε μάγκες; Το βγάλατε ή ακόμα;" σχολίασε καυστικά, μα κανείς δεν απάντησε.
Πήραν όλοι μια γύρα διπλά κονιάκ, γιατί είχανε δαγκώσει την... αγκράφα τους από το κρύο και συνεχίσανε να σπάνε τη γκλάβα τους να βρούνε λύση να βγάλουνε τα τρακτέρια του Βάγγου και του Τσαμπλίκη από τη μήτρα της μητέρας γης. Ο Τσαμπλίκης σκασμένος τα 'χωνε του Ξαναπέ του ξαδέρφου του, λες και τον είχεν απειλήσει με το περίστροφο να σπεύσει, λες και δεν ήτανε περήφανος μόλις πριν μισήν ώρα, για τη τιμή να δώσει τη λύση... μα τέλος πάντων τα 'χωνε και σκεφτότανε τι να πει στον άλλο που τονε περίμενε αύριο στα θέμελα. Τότε πετάχτηκε ένας άλλος από τη παρέα, που δεν είχε πολυμιλήσει μέχρι τότε, ο Νίκος ο Μάραθος κι είπε για τον γείτονά του με το εργαλείο του, που 'χε κι ερπύστριες. Οι ερπύστριες σου λέει, δε κολλάνε και δύσκολα βεντουζάρουνε στη λασπουριά, πράμα που φάνηκε λογικό σ' όλους κι ο Τσαμπλίκης άρχισε να ελπίζει, ενώ ο νεαρός αναθάρρησε. Πάλι τηλέφωνο, πάλι παντούφλες και ξαναντύσιμο περήφανο και φυσικά το απαραίτητο μισάωρο, μέχρι να 'ρθει ο Σωτήρης ο σωτήρας τους. Ξανά-μανά λοιπόν ριχτήκανε στη περιπέτεια, γιατί το σωστό πρέπει να το λέμε: στη χώρα της φ. π., συχνότατα, το πρόβλημα του πλησίον μας γίνεται πιο δικό μας ακόμα κι από τα δικά μας.
Το ρολόι έδειχνε περασμένες δωδεκάμιση, είχαν αρχίσει να πέφτουνε ξανά χιονονιφάδες, ο βοριάς έσκουζε ρίχνοντας μύτες κι οι ερπύστριες του Σωτήρη-σωτήρα είχανε στομώσει στη κωλόλασπη τόσο πολύ, που τα κολλημένα οχήματα ήτανε πια οριστικά κι αμετάκλητα τέσσερα, στη μέση του σχεδόνπουθενά. Θαυμάσια εικόνα για κατασκοπικό δορυφόρο.
Ο Βάγγος ξεράθηκε στα γέλια όταν τους είδε να ξαναμπαίνουν άπραγοι και τους μούρλανε στα πειράγματα. Όπως και να 'χε, κατά τις μιάμιση, χωρίς άλλο απρόοπτο, πήγε ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, στο κρεβάτι του δηλαδή, χωρίς να 'χει δοθεί η ποθητή λύση, -εκτός από το ξεκόλλημα στο αμάξι του νεαρού, που αυτό σας το χρωστώ να σας το πω στο τέλος της ιστορίας. Μάλιστα υποθέτω πως ο Τσαμπλίκης κι ο Σωτήρης, δε θα κλείσανε μάτι, μα δεν είμαι σίγουρος και θ' αρκεστώ στην αφήγηση του φιλαράκου μου.
Την άλλη μέρα το πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι, όλοι οι πρωταγωνιστές πλην φυσικά του νεαρού, ξαναμαζευτήκανε στον τόπο του εγκλήματος και προσπαθήσανε να βρούνε κάποια λύση. Ο Τζουρτζούνης με τ' όνομα πέταξε την ιδέα ενός οχήματος με 'εργάτη', ενός φίλου και γρήγορα βρέθηκε κι αυτός εκεί. Ο Γιάννης ο Δοντιάς μπήκε κι αυτός μες στη λάσπη, αλλά μέχρις ένα λογικό σημείο τέτοιο, ώστε να φτάνει το συρματόσχοινο του 'εργάτη' για να δέσει ένα-ένα τα μηχανήματα. Το λογικό σημείο βρέθηκε, το όχημα του Γιάννη δε κόλλησε μα το συρματόσχοινο τέντωσε... τέντωσε... καρατέντωσε και τσάπ! κόπηκε σαν αγγούρι κι ευτυχώς που δεν ήτανε κανείς κοντά να πάθει κανά ατύχημα. Ο Γιάννης τότε το διέπραξε και μπήκε παραμέσα να δέσει, ποντάροντας πως θα ξεκολλήσει, αν τύχει καμμιά στραβή, με τον 'εργάτη'. μεγάλη βλακεία, γιατί ο 'εργάτης' είχεν ήδη φανεί ανεπαρκής μα ...τί να τα ψάχνουμε τώρα; Το αποτέλεσμα ήτανε πως τα κολλημένα γίνανε τέσσερα, χωρίς του νεαρού.
Όταν πια είδανε κι απόειδαν, αναγκαστήκανε να βάλουνε τα μεγάλα, τα πραγματικά μεγάλα μέσα: Καλέσανε από το διπλανό χωριό (δεκαεφτά χιλιόμετρα απόσταση και βάλε) τον Μήτρο τον Πετούλα, με τη μπουλντόζα τη JCB, ολάκερο θεριό μονάχο. Ο -πιο σώφρων τελικά της ιστορίας- Μήτρος συμφώνησε να καταφτάσει, να δει, να προσπαθήσει, μα δεν υποσχέθηκε τίποτε, όταν άκουσε τον αριθμό αλλά και τις δυνατότητες των κολλημένων μηχανημάτων. Πράγματι, κακά τα ψέμματα και πέρα από τ' αστεία, οι δυνατότητες των μηχανημάτων, ένα-ένα, ήτανε μεγάλες, πολύ μεγάλες. Η λάσπη όμως τα 'χε καταπιεί κυριολεκτικά κι είχεν αποδειχτεί ισχυρότερη κι ο Μήτρος που κάτι ήξερε, ήρθε προσεκτικός. Βέβαια, ένα βαρύ και δυσκίνητο όχημα σαν αυτό, πιάνει το πολύ τριάντα χιλιόμετρα την ώρα κι αυτό σ' ανοιχτή ευθεία. Σκεφτείτε τώρα τη κίνηση, τη στενότητα των δρόμων, τη κακοκαιρία και την απόσταση και θα καταλάβετε γιατί έκανε πάνω από μιαν ώρα να φτάσει στο σημείο Χ.
Όταν έφτασε, όλοι τον υποδεχτήκανε σα σωτήρα, σα τη μόνη λύση. Εκείνος καλημέρισε χωρίς να πει τίποτε άλλο, επόπτευσε προσεχτικά τη περιοχή απ' όπου θα προσέγγιζε και τη λάσπη κάτω, διάλεξε ένα σημείο και ρίχτηκε μες στη περιπέτεια. Δεν είχε φτάσει μέχρι τα μισά της απόστασης που τονε χώριζε κι άρχιζε να κολλά. Τί άρχιζε; Κόλλησε και μάλιστα γερά. Τότε ξεκίνησε ένα τιτάνειο αγώνα για να καταφέρει να βγει και να σώσει τα μεροκάματά του. Πρώτα-πρώτα ξεκίνησε μεθοδικά να καθαρίζει τριγύρω του, με τη δαγκάνα, τη λάσπη. Μετά πάσχισε να ξεκολλήσει τις ρόδες με το δυνατό πάτημα της δαγκάνας το έδαφος. Μετά όταν το ξεκούνησε, συνέχισε προνοητικά να καθαρίζει τη περιοχή απ' όπου θα περνούσε για να ξαναβγεί έξω. Τελικά μη μπορώντας να βγει από κει που μπήκε, κατάφερε να βγει από έν άλλο σημείο και μόλις έφτασε πάλι στην άσφαλτο, κυριολεκτικά, ...το 'βαλε στα πόδια. Ο φιλαράκος μου είπε επί λέξει πως: "...Έφυγε, όχι μόνο χωρίς καν να μας χαιρετήσει, αλλά ούτε και να κοιτάξει πίσω του..." Βέβαια του 'χανε τάξει λεφτά, μα μήτε καν στάθηκε να διεκδικήσει έστω ένα μέρος τους. Τα 'στειλε στο διάλο και τράπηκε σ' άτακτη φυγή.
Ε από κείνη τη μέρα και μετά, το πράμα έπιασε να ηρεμεί, χωρίς ν' αλλάζει κάτι σημαντικό ή θεαματικό. Απλά, που και που, ερχότανε να προστεθεί ακόμα έν όχημα στα ήδη υπάρχοντα κολλημένα. Μέχρι μετά τις γιορτές, με το νέον έτος, τα κολλημένα οχήματα ήτανε πέντε. Περί τα μέσα Γενάρη, είχανε γίνει έξι. Αρχές Φλεβάρη εφτά και λίγο πριν λήξει αυτή η ιστορία, μέσα Φλεβάρη, οχτώ. Ένα πραγματικά τρομερό θέαμα, να περνάς από τον δρόμο αυτό και να βλέπεις μέσα στο βάθος, οχτώ οχήματα κολλημένα κοντά-κοντά, λες κι ήτανε φαντάροι που είχανε ... προσκλητήριον αναφοράν!
Ο Βάγγος ο μπάρμαν έβλεπε το τρακτέρι του και του καιγόταν η καρδιά. Ο Τσαμπλίκης μέτραγε τα χαμένα μεροκάματα κι αναθεμάτιζε την έμπνευσή του να παρατήσει τον ύπνο και να τρέχει νυχτιάτικα. Ευτυχώς ο Τζουρτζούνης με τ' όνομα, ο Ξαναπές κι οι άλλοι απλοί παρατηρητές, δεν είχανε πρόβλημα. Όλοι πια είχαν αρχίσει να πιστεύουνε πως τα οχήματα θα ξαναβγούνε μόνον όταν πιάσει και καλοκαιρέψει και σκληρύνει το χώμα κάτω. Τελικά, αυτή η ιστορία έληξε το ίδιον απότομα όπως ξεκίνησε. Έληξε με το τίποτα, όπως με το τίποτα είχεν αρχίσει.
Μέσα Φλεβάρη κι ένας νεαρός, αδύνατος, ο Χριστάκης ο Τσίγκος, μ' ένα τετρακινητήριο ελαφρύ φορτηγάκι, είχε πάει στο μπαρ να τα πιει και φαίνεται πως τα παράπιε, γιατί πέταξε στον Βάγγο τη φαρμακερή κι ασήκωτην ατάκα:
-"Ρε Βάγγο, είσαι, τρία ταλαράκια να στο βγάλω το τρακτέρι"; Η αίθουσα σκάλωσε για μερικές στιγμές και μετά ξεράθηκε στο χάχανο. Ο Βάγγος τονε πήρε με το καλό:
-"Ρε Τσίγκο, τράβα κανά ποτηράκι ακόμα κι άσε με στον πόνο μου".
-"Έλα ρε μαλάκα. Κωλώνεις; Είσαι; Τρία ταλαράκια... τί ψυχή έχουνε ρε; Ειδεμή περίμενε να βγει ο ...ήλιος ή να σας κλάσει ο γάιδαρος"!
Πωπω... βαριά η κουβέντα κι αγύριστη! Ο Βάγγος τα 'παιξε: "Ρε δε πάει ο μαλάκας να συχάσουμε. Το πολύ-πολύ να γίνουν εννιά... όσο για τα τρία ταλαράκια... βλέπουμε..." σκέφτηκε και συμφώνησε μ' αμφιβολία.
-"Τράβα ρε μάγκα να φας τη κεφάλα σου κι εγώ είμαι δω!" του 'πε ξερά.
Ο Χριστάκης ο Τσίγκος πέταξε από τη χαρά του πιωμένος καθώς ήτανε. Και πάει ρε μάγκες μου με το κατηγορίας φτερού και πούπουλου, φορτηγάκι του, αλλά με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς περικαλώ και μπαίνει θαρραλέος στο βουρκάδι και δε τονε πιάνει μέσα η βεντούζα καθότι ελαφρύς και με μικρές ρόδες, δε σταματά καθόλου όσο να δέσουνε το τρακτέρι τα τσιράκια και τράβα-τράβα, νάσου και καταφέρνει το απίστευτο! Στην αρχή ξεκουνά και μετά καταφέρνει να ξεκολλήσει το τρακτέρι του Βάγγου και μόλις το καταφέρνει, μισομεθυσμένος καθώς ήτανε, διαπράττει το ...αδίκημα: Σταματά και γυρνώντας προς τον Βάγγο και στους άλλους, κάνει το σήμα του κωλοδάχτυλου, πανηγυρίζοντας! Τί το 'θελε να σταματήσει; Βεντούζαρε μέσα στη γλυκειά και πλάνα λάσπη και ...μαντέψτε: Κόλλησε με χίλιες άγκυρες!
Έλα όμως που 'χε ξεκολλήσει το θηριάκι του Βάγγου κι αυτός ήτανε ξεμέθυστος και ξυπνός! Το πήρε στο χέρι και το πήγε γύρω-γύρω από τον κολλημένο κι έκπληκτο Τσίγκο, χωρίς να το σταματήσει, του 'κανε κωλοδάχτυλο και του πέταξε χαιρέκακα:
-"Ρε μαγκάκι! Τί λες για τρία ταλαράκια να σου ξεκολλήσω το ντενεκάκι σου"; Έπεσε το χάχανο της δεκαετίας κείνο το βραδάκι. Μετά, ο Βάγγος ξεκόλλησε ένα-ένα όλα τα μηχανήματα και τα τράβηξεν έξω από τη λάσπη της μεγάλης μαλακίας. Κι έτσι απλά αυτή η ιστορία που κράτησε περίπου ένα δίμηνο, τέλειωσε. Το μόνο που έμεινε απ' αυτή πλέον, είναι οι μνήμες των πρωταγωνιστών, που όταν τη λένε στους αμύητους όπως εγώ, προσφέρουνε πολύ γέλιο και γελάνε κι οι ίδιοι με το πάθημά τους. Τότε όμως είχανε ζοριστεί άσχημα, στ' αλήθεια.
Ξέρω πως σας χρωστώ κάτι: τί απόγινε με το αμάξι του ντροπαλού πλουσιόπαιδου που για χάρη του έγινεν όλον αυτό το κακό συναπάντημα.
Αν θυμάστε έγραψα κάπου πως τούτη η ιστορία ξεκίνησε με το τίποτα. Ε λοιπόν εκείνη την ...αποφράδα νύχτα, όταν πια είχε κολλήσει και το τρίτο μηχάνημα στο βουρκάδι κι όταν όλοι ήτανε ξαναμμένοι και σχολιάζανε τα συμβάντα, σε μια μικρή στιγμήν ησυχίας ακούστηκε η μισοκακόμοιρη, κλαψιάρικη φωνή του νεαρού να λέει δειλά:
-"Ρε παιδιά και με μένα τί θα γίνει τελικά";
Τότε, όλοι σταματήσανε να συσκέπτονται, στραφήκανε προς το μέρος του οργισμένοι κι ο Τζουρτζούνης με τ' όνομα, φώναξε δυνατά:
-"'Ασε μας ρε φίλε κι εσύ με το ντενεκέ σου! Δε βλέπεις τί γίνεται δω; Ρε μάγκες, ελάτε και βάλτε ένα χεράκι να το βγάλουμε".
Και τότε, όλοι όσοι ήταν εκεί, εφτά-οχτώ άτομα, πιάσανε τ' αμάξι του νεαρού και με μια κίνηση όλο χάρη κι εμορφιά του το ξεκολλήσανε σα καρυδότσουφλο. Αμέσως μετά τονε παρατήσαν επιδεικτικά και κανείς δε του ξανάδωσε σημασία, ακόμα κι όταν λίγο πριν ξεκινήσει να φύγει, τους προσέφερε, από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου, το δεκαχίλιαρο που κρατούσε...
Α! και μη ξεχάσω... η μεγάλη αλάνα... αυτή ντε η ...ρουφήχτρα... Ε ακόμα μεγάλη αλάνα είναι μέχρι και σήμερα... και που και που, κολλά κανά τουτούνι μέσα της...
Μάλιστα κύριε...!
Ιούλης '07