Ιζαμπώ
Όταν θέλησαν να κλέψουν το γέλιο του μικρού κι ατίθασου κοριτσιού, με τα ολοκόκκινα, ξέπλεκα, μακριά μαλλιά, ήμουν κι εγώ εκεί!
Ένας απλός, ανώνυμος παρατηρητής αυτού του περιστατικού που λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μου!
Δεν μπορούσαν να τη βλέπουν γελαστή κι ελεύθερη! Αυτοί δε μπορούν καθόλου να βλέπουν γελαστούς κι ελεύθερους ανθρώπους! Το δικό τους γέλιο το πάγωσε στα χείλη το χρήμα κι ο υπολογισμός!
Ήμουν εκεί και δεν αντέδρασα!
Έπειτα, όταν θλιμμένη πέρασε το δρόμο κι ανηφόριζε το γολγοθά της, κουβαλώντας το σταυρό της, μόνη κι αβοήθητη, έχοντας κόψει τα πυρά μαλλιά της, -κρυφό μου καμάρι- πάλι ήμουν εκεί!
Όταν περήφανη κι αμίλητη υπέφερε, ήμουν εκεί και πάλι δεν αντέδρασα!
Έκανα πολύ καιρό να ξαναδώ αυτό το κορίτσι! Τόσο καιρό που κόντεψα να ξεχάσω αυτή την άθλια και πικρή, μικρή ιστορία! Κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι της ζωής!
Ώσπου προχθές την είδα πάλι ξαφνικά!
Είχαν μακρύνει πάλι τα όμορφα μαλλάκια της και τά 'χε πιάσει μ' ένα κορδελάκι! Είχε γυρίσει πάλι το γέλιο στα όμορφα της χείλια, έστω κι αν ήταν σφιγμένο κι ελεγχόμενο! Το πρόσωπο του κοριτσιού είχε αφήσει τη θέση του στο πρόσωπο μιας γυναίκας! Στα χέρια της κρατούσε ζωή κι ελπίδα σφιχτά, προσεχτικά! Βίωνε τη καινούργια της γυναικεία φορεσιά και πάλι ανηφόριζε!
Τί χάρμα οφθαλμών!
Πάλι ήμουν εκεί και κοίταζα! Με θαυμασμό; Με περηφάνεια; Με λύπη; Με όλα!
Τούτα τα λόγια είναι η ντροπή μου για την αδράνειά μου;
Τούτα τα λόγια είναι η ετεροχρονισμένη μου αντίδραση;
Όχι! Αργά πια κι άχρηστο είναι!
Ας είναι ένας ύμνος στο θάρρος και στους γελαστούς ανθρώπους!
Ας είναι μια φτυσιά στους κλέφτες του γέλιου, της παιδικής αθωότητας και των ονείρων!
Ας είναι μια χλευαστική γκριμάτσα σε 'κείνους που δεν αντιδρούν!
Διττός Εαυτός
Νιώθω στερημένος.
Δεν μπόρεσα ν' αγγίξω ποτέ, σωστά, αυτές τις θείες χορδές.
Ν' απλώσει γύρω, γλυκειά μουσική.
Να μαγευτούν τα πιο γλυκόλαλα πουλιά και να θελήσουν να παραβγούν.
Να καρπίσουν λουλούδια, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους, στα χρώματα των ανθών τους.
Μ' αδέξια δάχτυλα, έπαιξα λίγες μη πλήρεις, ασύνδετες νότες, χωρίς να βγεί κάτι όμορφο.
Κι όμως πίστευα πως είχα να δώσω πολλά.
Έχω να πω πολλά. Πάρα πολλά.
Έχω και σχέδια, για το πως θα τα πω.
Μα κάτι μου λείπει: τα μαγικά δάχτυλα.
Μοιάζω μονόφθαλμος, κουτσός πειρατής των λόγων και των ονείρων.
Μ' ένα φακιόλι στο κεφάλι κι ένα θρασύ, αθυρόστομο παπαγάλο στον ώμο.
Μερικές φορές νομίζω, πως μιλάει ο παπαγάλος, κουτσουλώντας τις ιδέες μου.
Μοιάζω σπασμένος καθρέφτης που τα κομμάτια του, δεν έχουν χωρισθεί.
Έχοντας σωστό πρότυπο, ανακλώ παραμορφωμένα είδωλα.
Παρακαλώ σκοτώστε με το ντουφέκι σας, αυτόν τον παλιο-παπαγάλο, στον ώμο μου.
Χωρίς να σκοτώσετε κι εμένα. Δύσκολο;
Ικετεύω, κολλήστε τα κομάτια μου επιδέξια, να καθρεφτίσω σωστά το κόσμο μου. Ακατόρθωτο;
Στο λιβάδι, έστησε χορό ο Πάνας με τις σουσουράδες του, παίζοντας τον αυλό του, πρόστυχα.
-----------------------
Πέρασε καιρός κι ήρθαν δύσκολες ώρες γι' αλαφροίσκιωτους φιλοσόφους.
Ήρθαν σκληρές ώρες γι' ευαίσθητους ποιητές.
Τώρα τα σκυλιά αγριέψανε.
Αλυχτάνε κάθε νύχτα, ασταμάτητα και κυνηγάνε ότι κινείται.
Τώρα τις μέρες μας, τις κλέβουν τυχοδιώκτες.
Το ξέραμε πως θα 'ρθει κάποτε τούτη η ώρα.
Κι ας καμωνόμαστε το αντίθετο. Το περιμέναμε.
Φταίμε κι εμείς γι' αυτό, κι ας λέμε πως δε φταίμε.
Τώρα βάζουμε στο τραπέζι, ένα επιπλέον στρωσίδι -το καλύτερο- για τους επισκέπτες.
Φυλάμε την καλύτερη μερίδα απ' το φαγητό μας και μια μπουκάλα με το καλύτερο κρασί.
Για τον εισβολέα, τον απρόσκλητο, το τυχάρπαστο.
Σαν έρθει θα το καλωσορίσουμε.
Θα του νίψουμε τα πόδια, βάζοντάς τον στη κορφή του τραπεζιού.
Αυτός, αδιάφορος για όλες τούτες τις ανοησίες, θα γευτεί το φαί και θα πιεί το κρασί μας.
Θα χορτάσει, θα ρευτεί θορυβωδώς φεύγωντας, χωρίς ένα "ευχαριστώ" ή άλλη ευγένεια.
Ίσως ζητήσει να πλαγιάσει, λερωμένος, λασπωμένος, στα καλύτερα σκεπάσματα, που θα 'ναι ήδη έτοιμα. Θα κοιμηθεί ροχαλίζωντας κι εμείς θα του κρατήσουμε απόλυτη ησυχία.
Τώρα πια είναι πολυτέλεια ν' ελπίζουμε ότι θα μας αγνοήσουν.
Ξέρουν πολύ καλά ποιοί, και τί είμαστε και κρατάν τα νήματα.
Εξάλλου δουλεύουν τόσο καλά το μαστίγιο.
Κι εμείς είμαστε τόσο αδύναμοι, τόσο τρομαγμένοι ...τόσο δειλοί.
Κι είμαστε πλούσιοι.
---------------------------
Χτες, άγνωστος μεσ' τους αγνώστους, δε φαινόσουν πουθενά.
Σήμερα, κάποια εύνοια της τύχης, απομόνωσε τη μορφή σου, απ' το πλήθος και φάνηκες λίγο.
Αύριο, θα χαθείς ξανά στο πλήθος, με την ανάμνηση και τα τυχόντα οφέλη του χτες.
Διάττων αστήρ, θα φέξεις με κλεμένο φως και θα ταράξεις πέφτοντας, την χόβολη της λήθης.
Ποιός είσαι; Που 'ναι οι ιδέες σου; Οι προσδοκίες σου; Σκοτάδι πυκνό.
Βάθρακας, που για λίγο έγινες πρίγκηψ, μα ξαναγυρνώντας στη λάσπη, θα τελειώσεις το βίο, όμοιος μεσ' τους ομοίους σου.
Χτες, αυτά τα λόγια δε σ' άγγιζαν.
Σήμερα, τ' ακούς και θυμώνεις.
Αύριο, σίγουρα δε θ' αφορούν εσένα.
Παίξε το παιχνίδι σου τώρα που μπορείς -όσο θα παίζεται αυτό- κι άφησε εμένα στο δικό μου.
Μη μου δίνεις σημασία.
Έτσι κι αλλιώς, αυτά τα λόγια, δεν είναι για σένα.
Εσύ δε ξέρεις να διαβάζεις τέτοια λόγια.
(πριν 20 περίπου χρόνια ...σκόρπιες λέξεις...)
Αισιοδοξία
Μας συνόδεψε το αγέρι. Μας οδήγησε το φως και φτάσαμε στο κρυψώνα, που η μικρή Μαρία σύναζε τις πυγολαμπίδες της.
Έγινε σκοτάδι.
Έπαψε να φυσά.
Σβήσανε και τα μικρά φωτάκια και μείναμε απελπιστικά, μόνοι.
'Αρχιζε το κρύο.
Τότε μια ψιλή, γλυκειά κι όμορφη φωνή ακούστηκε:
"Αχ ας διαλυθεί αυτό το σκοτάδι"!
Τώρα που κάθομαι άνεργος και ποτίζω το σεντόνι με ιδρώτα,
τώρα που είναι καλοκαίρι,
τώρα που είναι μακρινά όλα τούτα,
σκέφτομαι:
"Αχ μικρή μου Μαρία. Το πολύ το φως σου μας καίει"!
Θα ζέψουμε ένα σμήνος πυγολαμπίδες, να περιπολήσουμε, τότε που η σκληρή και κρύα μαύρη νύχτα μας σκεπάσει.
Τότε που η μικρή Μαρία θα 'ναι αγγελούδι ή αστερισμός στο μακρινό, σκοτεινό ουρανό.
Κι εμείς θα πούμε στα μικρά φτερωτά φωτάκια:
-"Πηγαίνετε μας στη Κυρά σας"!
Γενάρης 2001
Περί-Γραφή
Κεφάλι-Πρόσωπο: Η νομοθετική εξουσία αλλά κι η ταμπέλα "ΝΕΟΝ" που διαλαλεί τη παρουσία και τη ποιότητα του ...μαγαζιού.
Το Μυαλό: Το Κεντρικό Επιτελείο. Το Γενικό Αρχηγείο. Όποιος καταλαμβάνει αυτό, αποκτά την απόλυτη πρόσβαση σέ όλα. Ο υπέρ-πάντων στόχος. Ο Υπέρτατος Σκοπός.
Τα Μαλλιά: Η απαραίτητη κουρτίνα του Έρωτα. Σκεπάζει μύχια βλέμματα, προφυλάσσει το λαιμό και κρύβει το άλικο από τα μάγουλα. Μια βρόχη πριν τη καταιγίδα, ένα πεδίο προσκυνήματος.
Τα Μάτια: Δύο μαγικές πύλες για μοναχικούς παραδείσους. Δυό γλυκά φαναράκια απέραντης αγαλίασης και συνάμα δυό προδότες μύχιων σκέψεων. Προθάλαμος ...αναμονής.
Τα Φρύδια: Δύο περισπωμένες στην ίδια λέξη. Πολλαπλασιαστές ισχύος και μετασχηματιστές φάσεων και τάσεων.
Τα Βλέφαρα: Τα καπάκια των βάζων με το μέλι ή το γλυκό του κουταλιού. Όταν μισοκλείνουν σκορπούν ...πανικό και προσδοκία.
Η Μύτη: Όμορφος αγγελιαφόρος που μεταδίδει στο Αρχηγείο, ζωτικές πληροφορίες για τη κατάσταση του ...θύματος.
Το Στόμα: Εκτελεστικό όργανο υψίστης διαβαθμίσεως. Δυνατό, ζωτικό και εξαίσιο.
Η Γλώσσα: Όπλο! Υπέροχο μα και σκληρό. Καθορίζει τη ...κυκλοφορία.
Τα Χείλη: Μαγικά πορτόφυλλα. Εισαγωγικα σε όμορφες και πονηρές προτάσεις. Μια κλειστή παρένθεση, ολοκληρωτικού χαρακτήρα, που κλείνει μέσα της όλες τις ευχές.
Τα Αυτιά: Οι τραγανές λιχουδιές, που σε κάποιο πλούσιο γεύμα, είναι απαραίτητες, γιατί ανεβάζουν την όρεξη. Μέσο επιβολής ...κυριαρχίας.
Ο Λαιμός: Η βάση στήριξης όλου του δομήματος. Εύγευστος και κυριαρχικά υποτακτικός.
Το Στήθος: Μια εξαίσια σαλάτα του σεφ, σε ένα υπέροχο τραπέζι. Μαγεύει και ξυπνά προσδοκίες για απέραντη αδηφαγία. Δύο τελείες μεταξύ μιας πολύ σοβαρής ...πρότασης. Δυό φρουτάκια που φτιάχνουν καλύτερο κόσμο.
Η Κοιλιά: Ο γόνιμος αγρός αλλά κι ο βωμός-στίβος μάχης. Ένα ολοκληρωμένο ποίημα, λυρικό μεστό και λατρεμένο. Μια άγραφη σελίδα για ένα πεινασμένο ποιητή, που έχει μια τρομερή ...έμπνευση.
Ο Αφαλός: Σε μια λεία έρημο τραγανής μεστής σάρκας είναι η όαση. Ένα μάτι από ένα κόσμο μυστηρίου και παγανιστικής λατρείας. Μια άνω τελεία στη μέση ενός αριστουργήματος. Κρυψώνα μικρών αγέννητων ιδεών. Μια άποψη περί ηδονής και μια λάγνα περιοχή, που όταν κινείται ρυθμίζει μεγέθη πυρκαγιάς. Ένα απαραίτητο καρύκευμα σε ένα λουκούλλειο γεύμα. Ένα νησάκι που μπορεί να κάνει τον ταξιδευτή να μείνει περισσότερο από όσο νόμιζε πως πρέπει.
Η Ράχη: Συνδετικός κρίκος μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Η άλλη όψη. Στίβος υπέροχων αγωνισμάτων αντοχής.
Το Κοχύλι: Το υπέρτατο αγαθό. Η υπέρτατη πύλη. Η ανεξάντλητη πηγή ζωής και δροσιάς που ξεδιψά και ξαναδιψά ταυτόχρονα. Το ερωτικό θηκάρι και μια υπέρτατη προσδοκία!
Ο Πισινός: Ιδιωτική είσοδος καλά φυλαγμένη και προστατευμένη, με συνδυασμό. Πιπέρι. Καίριο χτύπημα σε μυημένους και μη. Συγχορδία παλμών ασφυξίας. Δυό στρογγυλές σφαίρες επιρροής. Πρόκληση κι υπόσχεση.
Τα Πόδια: Μαγική ερωτική ζώνη με δέκα υπέροχα ...κουμπώματα, στην ερωτική φορεσιά. Δυό εξαίσιες κολώνες, αρχαίου τεχνιτικού ρυθμού. Συνδυασμός παράκαμψης και πηγή ταραχής.
Δαχτυλάκι Μικρό Ποδιού: Μια μικρή "άνευ σημασίας" τρομερά απαραίτητη λεπτομέρεια που καθορίζει το σύνολο!
Φλεβάρης 2001
Χρονικό
Ίσως ήρθε η ώρα να μιλήσω για το "Ιζαμπώ"
Ίσως να έκλεισε μια εποχή κι ανοίγει άλλη
Πότε θα μιλήσω βαθύτερα και πλουσιώτερα
Πότε θα νικήσω κι εγώ τα αντικειμενικά κριτήρια
Η εξελικτική πορεία ενός κυττάρου
Η επαυξημένη δράση μιας ορμόνης
Η οργισμένη έκκριση ενός πρόσκαιρα προβληματικού αδένος
Είναι δυνατόν να διασαλεύσει τη πορεία των διαπραγματεύσεων
Την ωφελιμιστική πορεία ενός φιλιού
Τη θερμή επίδραση ενός αγγίγματος
Ένα τυχαίο συμβάν απειροελάχιστης -ίσως- σημασίας
Αλλάζει το ρου ολάκερης της ιστορίας
Ίσως ήρθε η ώρα να εξηγήσω γιατί γράφω
Με την ίδια έννοια που ένα ερωτευμένο ζευγάρι
Χαράζει τα αρχικά του σε ένα δέντρο
Ένα grafity στο τοίχο ένα tattoo στο κορμί
Είναι άμμισθες εθελούσιες χειρονομίες
Σε ένα κόσμο που δε μου τις γύρεψε
Απόπειρα προσωπικής προβολής, περιορισμένης επικοινωνιακής αξίας
Ένας εξωτερικός διάλογος με τον Εαυτό μου
Σε ένα καθρέπτη όπου αντιστρέφει το είδωλο
Γιατί γράφω τόσο εγωϊστικά τόσο σνομπ
Δεν είμαι ο μόνος εγώ αλάνθαστος παρατηρητής
Δεν είμαι κάτι σπουδαίο
Μοιάζω με τη Κασσάνδρα που δε γίνεται πιστευτή
Γιατί γράφω -μα κι αν ακόμα απαντούσα η επόμενη αμείλικτη ερώτηση
Ποιος με ακούει, ποιος με διαβάζει-
Δεκέμβρης 2001
Γόνιμη Θλίψη
Eίναι κάτι νύχτες που θαρρείς κι ανοίγουν ένα σωρό παντοΠύλες κι από 'κει ξεχύνονται σμάρι δαιμονοπλάσματα. Νυχόδοντα απαστράπτοντα, ανοιγοκλείνουν, αναζητώντας κάθε γυμνό κομάτι μνημοσάρκας μου κι εγώ συρρικνώνομαι για να τ' αποφύγω. Μερικά είναι από "νέον", άλλα έχουνε τη μορφή παγωμένων χαμόγελων, άλλα με αέρινο σώμα και μουσική υπόκρουση, άλλα κρύβονται στις βροχοστάλες, άλλα σφηνώνονται στον καπνό του τσιγάρου ή πικραίνουν το καφέ μου! Τότε βγάζω, πανίσχυρο όπλο, την αγχέμαχη πένα μου κι αμύνομαι απεγνωσμένα! Σκοτώνω εν νομίμω αμύνη αν κι, οχι σπάνια, κατορθώνουν να με δαγκάσουνε και να με πληγώσουνε. Γεμίζει η αυλή, το σπίτι, το δωμάτιο, το τραπέζι μου, πτώματα!
Όταν σαλπίσει άηχα ο αόρατος αγγελοστάλτης, τότε όσα μείνανε ζωντανά ή τραυματισμένα, ακόμα κι αυτά που 'ναι πολύ βαριά, σταματάνε την επίθεση κι αποτραβιούνται βιαστικά εγκαταλείποντας το πεδίο της μάχης, γι' από 'κει που 'ρθανε! Κλείνουν οι Πύλες με πάταγο κι όλα πια ησυχάζουνε.
Κουρασμένος, ιδρωμένος μ' άλλη μια φορά νικητής, παίρνω τις θριαμβοανάσες μου, πηγαίνωντας στο κρεβάτι. Περνώ πάνω από δαιμονοπτώματα και καθώς πλαγιάζω γλύφωντας τις πληγές μου μέχρι να με πάρει ο ύπνος, αναθυμούμαι όλες τις στιγμές της μάχης. Στ' αφτιά μου φτάνουν ήχοι ταχυαποσύνθεσης των γλοιωδών άψυχων σωμάτων. Αηδιοχαμογελώ με χαιρέκακη ικανοποίηση καθώς περνώ στην άλλη πλευρά, αυτή του ονειρόκοσμου!
Την άλλη μέρα όλα είναι καθαρά κι ήσυχα σα να μην έγινε τίποτε! Μήτε ίχνος ή οσμή πτωμάτων που να μαρτυρά τι έγινε, μόλις τη προηγούμενη νύχτα. Μόνο ένας μικρός σωρός σελίδων!
Τα πτώματα έχουνε γίνει λέξεις!
Οδοιπορικό Μύχιο Με Κίνηση "Τρελού"*
Ανάβυσσος, χαράζει. Κερατέα- Λαύριο-Κορωπί. Πάλι Ανάβυσσος. Κάθε μέρα ένα ήσυχο παλινδρομικό "γκελ". Κόρινθος-Ναύπλιο-Επίδαυρος. Σαγήνη και πάλι Ανάβυσσος. Αθήνα-Λαύριο & Ανάβυσσος.
Δελφοί-Αράχωβα-Ιτέα-Γαλαξείδι & πάλι Ανάβυσσος.
Λαύριο μελαγχολικό! Ανάβυσσος.
Τρίπολη-Τανάγρα-Χασάνι-Αθήνα ένστολη μοναξιά!
Ανάβυσσος. Χαλκίδα-Αυλίδα δάκρυvacations, Χασάνι. Ανάβυσσος. Λαύριο συμμετοχικό, Κερατέα-Λαύριο-Πειραιάς-Αίγινα, νέοι πόροι! Ανάβυσσος. Λαύριο-Κερατέα-Πειραιάς-Ρόδος-Πάτρα, πλούτος!
Ανάβυσσος. Λαύριο-Πειραιάς-Αθήνα, πάρτυ συνεστιακά, οφθαλμοί μισόκλειστοι, ώτα ερμητικά ανοιχτά, ψυχή και νους σφαλιχτά προς τα μέσα! Ανάβυσσος. Λαύριο-Πειραιάς-Αθήνα και πάλι Ανάβυσσος για ..."γέμισμα"! Λαύριο-Πειραιάς-Αθήνα-Έδεσσα-Θεσσαλονίκη-Βέροια-Κατερίνη με αποκάλυψη! Ανάβυσσος ανατρεπτική.
Λαύριο-Πειραιάς-Αθήνα και πάλι Ανάβυσσος, Έρωτας αέναος!
Λαύριο-Πειραιάς-Αθήνα αθανασία και πάλι Ανάβυσσος.
Λαύριο-Πειραιάς-Κόρινθος-Μυτιλήνη, αποκαλυπτικά και με ματωμένα ρούχα!
'Οχι πια Λαύριο με το αλάτι και τους τσίγκους! Όχι πια αναζωογονητική Ανάβυσσος κι αποκοπή γεφυρών!
Πειραιάς-Μυτιλήνη-Λαμία-Θεσσαλονίκη. Έφοδος κι άλωση Ξυλοκάστρου, στην Ακράτα κρατήθηκα! Πειραιάς μετάγγιση Δάφνη κι Ανάβυσσος αραιά και που!
Πάτρα-Λευκάδα-Κεφαλονιά και φευγαλέα Χαλκίδα! Πειραιάς-Δάφνη κι Ανάβυσσος για λίγο ήλιο! Πειραιάς-Δάφνη! Αγία Παρασκευή-Πειραιάς-Δάφνη-Αθήνα.
Πειραιάς-Δάφνη και Τροία! Η δική μου Τροία! Ο δικός μου Δούρειος Ίππος! Ο δικός μου Λαοκόων! Τα δικά μου παιδιά και τα δικά μου φίδια! Τα δικά μου τείχη που εγώ γκρέμισα για να μπει ο Εχθρός-Εγώ! Δική μου η 'Αλωση δική μου κι η Νίκη! Εγώ ο Όμηρος εγώ κι οι Ήρωες! Δική μου η Ιλιάδα κι η Οδύσσεια για την επιστροφή στην Ανάβυσσο των παιδικών μου χρόνων!
* "Τρελός" είναι το πιόνι εκείνο του σκακιού που λέγεται επίσης και "Λοξός", Αξιωματικός ή κι Ιππότης. Είναι γνωστό πως κινείται διαγωνίως πάντα κι αυστηρά μόνο σ' ένα εκ των δυο χρωμάτων μιας σκακιέρας. Αυτό ως είναι φυσικό, το περιορίζει στην ήδη περιορισμένη, 64 τετραγωνιδίων, σκακιέρα, στο να κινείται μόνο στα μισά! Έτσι ενώ μπορεί να "χτυπήσει" απ' άκρου σ' άκρον, αδυνατεί ν' αγγίξει έστω, κάποιο εχθρικό πιόνι που βρίσκεται ακριβώς δίπλα του!
Απ' όλες αυτές τις ονομασίες του λοιπόν, επέλεξα να βάλω στο τίτλο, το "τρελός" γιατί μου φάνηκε, εν προκειμένω, η πιο δόκιμη. Το χρώμα το αφήνω στη διακριτική ευχερεια του διαβάζοντος!
Γενάρης 2004
Βαβελπηζω
Το ειδανικο δεν ειναι οιδανικω η δανεικο. Ειν' αμαρτια αμα τρια ιδανικα σ' ενα οσχεο. Ως χεω οινο, παρτη τωρα τη παρτιτουρα πιανιστα. Ποια νυστα; δε με πιανει στα παρτυ του Ραβελ πια νυστα! Βαβελ!
Με θεων χαρη ζει κι αρχιζει να χαριζει ταχα ρυζι. Πονε, μενος με κρατα, που πονεμενος αναστεναζει. Αννα, στενα ζει! Σε καλη, βαμμενη καλυβα μενει.
Σ' ασχημους καιρους κερνας χυμους και ρουσφετια! Ελεγα καθως κοιταζω, και 'κει ταζω: "κοσμε κοιτα, ζω"!
Μα συ εκει, τα ζωα σου αργα! λυπαμαι πολυ. παμε να φυγομε η εστω 'γω να φυγω με λυπη, που δε μου λειπει!
Για μια στιγμη, οτι πω, στιγμιοτυπο θαναι. Ενα κειμενο κι ειμαι νομιμα διακειμενος. Νομη μα διακειμαι νοερως, ευνοικα υπερ του "ταυτα δια..."! Κειμαι νοσών, εν μεσω πελαγους, δυσφορών, που δις φορων δικαστικην τηβεννον, εχασα δικας!
Τι κοιτας; Ελληνικα ομιλησα εν τοις ομιλοις, αποτελεσμα μηδενικων.
Γινωσκω α αναγινωσκω μα δεν αναγινωσκω α γινωσκω! Γηρασκω με νοσον ανιατη μα γηρασκομενος ων ανια τις με κατακλυζει. Διδασκομαι νομικα και διδασκομενος περιβαλλομαι απο πληθος νεαρον! Αλλα τι λεω; Περι οιδανοικων ομιλησα!
Το οσχεον περιττον.
Το περινεον περιττον νεον.
Το περιτοναιον αφαιρεθεν και ...περι νεων θα ομιλησω σ' αλλη μου επιστολη.
Ιπποποταπος υποποταμος. Αμήν λέγω υμίν, πως ο υμήν, να μην, αμείνως, αμύνεται ή μην, αν μείν', μύειν αμύνεσθαι. Ο μήν μηνύει ημίν, ει μη νομήν, αβούλως βουλώσαι. Α μην μηνί μύν μήνιν νύν, γυμνήν γυνήν μηνύσαι!
Κύν εδώ, κύν εκεί, πού ειν' ο κυν; Αιδώskin!
Γενάρης 2004
Ενύπνιον Αγρύπνιον
Ξύπνησα κι ήμουν μόνος σε μια μεγάλη σπηλιά, ξαπλωμένος σ΄ ένα πρόχειρο κρεβάτι στρωμένο με ξερόχορτα. Ήχοι από κάπου που 'σταζε νερό, ήχοι ανέμου και μακρινού κυματισμού. Ίχνη από μισοσβησμένη πια φωτιά κι από τα άλλα "κρεβάτια" μαρτυρούσανε πως δεν ήμουν εξ αρχής μονάχος και πως τουλάχιστον 3-4 άτομα ήταν εκεί μέχρι πριν ξυπνήσω. Δε θυμόμουνα τίποτε. Μήτε πως, μήτε κι από που βρέθηκα εκεί.
Σηκώθηκα κι άρχισα να επιθεωρώ γύρω το χώρο. Δε βρήκα κανένα αντικείμενο. Όπου ήτανε δυνατόν, οι τοίχοι ήτανε ζωγραφισμένοι και μάλιστα μ' όμορφα κατανοήσιμα σχέδια μέγαλης γκάμας χρωμάτων, πλην όμως πρωτόγονα!
Δεν έκατσα να δώσω πιότερη σημασία γιατί αγόμουν από καίρια ερωτηματικά κι έτσι ακολουθώντας το φως, βγήκα έξω από τη σπηλιά.
Ήταν απομεσήμερο και γύρω μου ψυχή! Βρισκόμουνα σε μια πλαγιά όχι πολύ απότομη, που κατέληγε σε μια καταγάλανη, ταραγμένη από τον άνεμο, θάλασσα, η οποία πολιορκούσε μ' έντονη βοή κι αφρό τους βράχους.
Διάλεξα να βάδισω προς τ' αριστερά μου που 'τανε κάπως πατημένο το έδαφος -σα μονοπάτι- και δεν άργησα να βρω ένα σπασμένο, μάλλον πνευστό, όργανο που 'μοιαζε μ' αυλό! Το σήκωσα και πάσχισα κουτά να το ενώσω μα στάθηκε αδύνατο, μιας και προφανώς λείπανε κι άλλα κομμάτια του.
Προχώρησα λίγα μέτρα πιο πέρα και βρήκα ένα χαμηλό λείο βράχο, σαν ένα χαμηλό τραπεζάκι μ' αρκετά μακρύ. Πάνω του ήταν ζωγραφισμένες ένα σωρό παλάμες διαφόρων μεγεθών χρωμάτων και σχημάτων. Ζωγραφισμένες όχι ακριβώς, μα δείχνανε σα να 'χανε βουτηχτεί καλά-καλά στο χρώμα και μετά να 'χαν αποτυπωθεί στο βράχο. Τα διάφορα μεγέθη δείχνανε ποικιλία ηλικιών αλλά κι ότι οι κατόχοι ανήκανε και στα δυό φύλα. Προσπέρασα μα μόλις είδα μια κοφτερή πέτρα δε δίστασα διόλου.
Χάραξα σαν υπνωτισμένος την αριστερή παλάμη μου κι έπειτα με λαχτάρα κι ανυπομονησία προσπάθησα έτσι, ώστε το αίμα μου να τη λερώσει ολάκερη. Έπειτα γύρισα στο βράχο και τη κόλλησα σε κάποιο άγραφο σημείο του και την άφησα αρκετά ώστε να μεταφερθεί και το δικό μου σημάδι! Ο βράχος ήτανε ζεστός από τόν ήλιο που τον έλουζε ολημερίς κι εγω ένιωσα λιγώτερο μόνος!
Γύρισα από 'κει που 'χα έρθει αλλά δε μπόρεσα να ξαναβρώ την είσοδο της σπηλιάς. Λες κι είχε εξαφανιστεί! Φταίω που δε πρόσεξα τα γύρω σημάδια, παρόλο που δε μου 'χε φανεί τόσο δύσκολο να τη βρώ κι άλλωστε δεν είχα απομακρυνθεί και πολύ.
Ένιωσα πάλι πολύ μόνος!
Στράφηκα στο μονοπάτι κι αφού πέρασα όλα τα γνωστά σημεία και το "τραπέζι των υπογραφών" συνέχισα!
Τώρα ήταν πιο ανηφορικά και σε λίγο σουρούπωνε...
Στιγμιότυπο
Γύρεψες να σου περιγράψω τη φαντασία μου. Έκπληκτος διαπίστωσα πως μέχρι τώρα δεν είχα σκεφτεί να της δώσω μορφή. Ήξερα πως ήταν εκεί, ένιωθα οικεία και γνώριμη τη μορφή της μα δεν την είχα περιγράψει με λέξεις!
'Αρχισα λοιπόν σιγά-σιγά -σε ακριβώς όσο χρόνο είχα από την ώρα της παραίνεσης σου, μέχρι ν' αρχιζω να αραδιάζω τις λέξεις μου- να χτίζω και να γεμίζω τα κενά σου προσπαθώντας να στη γνωρίσω, ξέροντας πως για σένα δε θα 'ναι κάτι οικείο κι απλά ήλπιζα να σου είμαι κατανοητός.
-"Είναι ένα κορίτσι ατίθασο! Έχει μακριά, σκούρα, ξέπλεκα, σγουρά μαλλιά, ανακατεμένα, αχτένιστα και λερωμένα με μικρά φυλλαράκια! Ψηλό, αδύνατο κορίτσι, ντυμένο πολύ ελαφρά με πολύχρωμα ρούχα! Έχει καστανοπράσινα μάτια κι ολοκόκκινα χείλια με ολόλευκο πανέμορφο χαμόγελο! Κοντή ανάλαφρη φουστίτσα και στενή κοντομάνικη μπλούζα! Είναι ξυπόλητη και λερωμένη με με πρασινάδες και λίγα χώματα!
Είναι αεικίνητη, ευλύγιστη και πότε φέρνει το χέρι της στο στόμα, πότε παίζει με τις μπούκλες των μαλλιών της! Δε ξέρει οτι την κοιτάζω ή το ξέρει και κάνει πως δε το ξέρει! Που και που χαμογελά, που και που στέλνει φιλιά κάπου προς το μέρος μου, που και που κυλιέται χάμω! 'Αλλοτε πάλι πιάνει ένα φύλλο και το περιεργάζεται! Δε νοιάζεται για τη γύμνια της, σαν σκύβει ή σαν ξαπλώνει!
Κινείται, κινείται συνεχώς! Ακόμα και σαν είναι ξαπλωμένη, κουνάει χέρια, πόδια, γύριζει και κυλιέται ή στέκεται στα τέσσερα! Έπειτα σηκώνεται και τρέχει σαν αγριμμάκι! Περιεργάζεται τα πάντα! Μπορεί να κλάψει από ένα ψόφιο έντομο ή να στείλει ένα φιλί σε μια μέλισσα που μαζεύει νέκταρ από ένα αγριολούλουδο! Χαμογελά πονηρά όταν ένα ζευγάρι πεταλούδες ή ένα ταιριαστό δίδυμο πουλιών κυνηγιέται φλερτάροντας! Μοιράζει σταγόνες που ανθίζουν στη γή, χαμόγελα που κάνουν τον ήλιο λαμπερώτερο και φιλιά που κάνουν τα ρόδα να κοκκινίζουν απο συστολή! Μυρίζει, ναι μυρίζει γή και πηλό κι όταν απορεί ή ξαφνιάζεται φέρνει τον δεξί της δείκτη στο στόμα"!
Έκπληκτος διαπίστωσα πως περιέγραφα τη φαντασία μου μέσω αυτής της ίδιας, σα να 'χε μορφή! 'Αρα τί είναι η φαντασία μου; Ένα μέσον; Ένα στόχαστρο; Μια βάρκα; Ένα αστρόπλοιο; Έν άτι, όπως λέν' οι ποιητές; Μήπως είν' ένα μικρό, πανέμορφο, ζεστό δωμάτιο-εργαστήριο-γραφείο-ησυχαστήριο, που εκεί παράγω τις οσμές, τα τερτίπια μου, τις λέξεις, τους χυμούς μου, για να μπορέσω να μετατρέψω τον άνθρακα σε διαμάντι, τον άνθρακα σε χρυσό, να κατεργάσω τις λουρίδες του κορμιού μου και να τις κάνω χορδές άρπας; Να ρυθμίσω μέσα μου τις νότες έτσι ώστε να συντονιστώ στο ΠεραΠάνω;
Έκπληκτος ακούω να μου λες:
-"Μα δε σου ζήτησα να μου περιγράψεις το κορίτσι σου"!
-"Ναι ξέρω πολύ καλά τι ζήτησες. Δε κάνω κάτι τέτοιο. Απλά η φαντασία μου αυτό το καιρό με πλησιάζει παίρνωντας προσιτή κι αγαπημένη μορφή για να μπορεί να με κάνει να τη κυνηγώ. Γιατί κι εκείνη από μένα ζει, παίζει, αναπνέει, ερωτεύεται, αλητεύει! Ξέρω τι θέλει και ξέρει τι θέλω! Θέλω να την αιχμαλωτίσω, να τη παγιδέψω, να την εγκλωβίσω στα μπράτσα μου, να τη κάνω δική μου, κτήμα μου, φως μου και να τη καβαλικέψω, για να πετάξουμε μαζί πάνω από λιβάδια, πόλεις, θάλασσες, σελίδες! Θέλει να με κρατάει δέσμιο της, να μ' έχει του χεριού της για να τη θέλω, να τη κυνηγώ και με το δέλεαρ της πλήρους κι άνευ όρων παράδοσής της, να πετάξουμε μαζί πάνω από λιβάδια, πόλεις, θάλασσες, σελίδες"!
-"Κατάλαβα τι εννοείς. Τόχεις ψάξει βλέπω! Δύσκολος μου φαίνεσαι! Σε μένα δε μένει παρά να σου ευχηθώ καλό δρόμο και καλό κουράγιο"!
Έκπληκτος αναρωτήθηκα τι τάχα να εννοείς, μα έπειτα κατάλαβα και χαμογέλασα...
Τι Είναι Έρωτας;
* ένα τραγούδι Α καπέλλα "Λα Λα Λα" και χωρίς άλλους στίχους
που σηκώνει να χορέψουν ακόμα και τα πεσμένα κίτρινα φύλλα...
* μια όαση καταμεσίς ερήμου, ακόμα και σαν οφθαλμαπάτη, που
υπόσχεται νερό και σκιά στον σκασμένο οδοιπόρο...
* πέρ' απ' όσα άνθρωπος μπορεί απλά να νιώσει
μιά στάλα κόλαση κι απ' το αλλόκοτο μια δόση...
* ότι κουράζωντας ξεκουράζει...
ότι πονώντας γλυκαίνει...
ότι σιωπώντας ομιλεί...
ότι τυφλά καλοβλέπει...
ότι άμυαλα συνδυάζει...
ότι χωρίς μνήμη εγκαλεί...
ότι χαμηλώνει τις ψηλώτερες κορφές και μ΄ένα βήμα τις δρασκελά...
ότι απ' το κορμί εκχύνει...
ότι απ' το σφαλιχτό μπουκάλι στάζει και μεθά...
ότι χωρίς να ζητά παίρνει...
ότι δίνει χωρίς να του ζητούν...
ότι χωρίς θυμό θυμώνει...
ότι χωρίς λύπη λυπεί...
ότι χωρίς αστείο χαμογελά...
ότι χωρίς αιτία δακρύζει...
* η διαφορά ενός κρίνου πριν και μετά...
η γεύση ενός λωτού...
ο τρόπος που κοιτάζει...
η μεμβράνη που επικαλύπτει το κόσμο...
η δίχως πιοτό μέθη...
οι δίχως ταλέντο στίχοι...
η δίχως κάγκελα και τοίχους φυλακή...
* με μια φράση:
...ένα τίποτε, μέχρι τη στιγμή που θα του δώσουμε αξία,
οντότητα, ζωή και λόγο ύπαρξης...