|
|
Ενδιαφέροντες
Φλωράκης Ηλίας:
Φρεσκάδα & Δύναμη |
Ένα διήγημα που εξασφάλισα κατόπιν της ευγενικής και φιλικής προσφοράς του, από το νέο βιβλίο του Ηλία Φλωράκη "13 Μετά Τα Μεσάνυχτα"
Η Σοφίτα
Ήταν μια συνηθισμένη μέρα της καθημερινότητας. Ο Βασίλης είχε ξυπνήσει νωρίς για να πάει στη δουλειά. Ένα αναγκαίο κακό. Το ξύπνημα κι η βουτιά στην πεζή πραγματικότητα. Όμως η ρουτίνα, ορισμένες φορές έχει και τη θετική της πλευρά. Έξω από τη στάση του Μετρό –ο Βασίλης δεν οδηγούσε ποτέ, το μυαλό του αποσπόταν πολύ εύκολα- ανάμεσα σε χαρακτήρες και κομπάρσους, το μάτι του εντόπισε εκείνη. Μόνη ανάμεσα στο πλήθος. Σήμερα όμως κάτι τον έσπρωξε να την πλησιάσει. Σκέφτηκε τί θα μπορούσε να της πει ο πιο θαρραλέος από τους ήρωές του. Ατάκες πέρασαν από μπροστά του σαν πασαρέλα. Σύγκρινε, ζύγισε κι άρπαξε αυτή που θεώρησε καλύτερη. Δεν γέμισε τον εαυτό του με θάρρος, απλά φόρεσε τον ήρωά του σαν στολή και προχώρησε κάνοντας πρόβα την ατάκα. Πλησιάζοντάς την, εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Τον είχε προσέξει και κείνη, μες στη δική της ρουτίνα. Πολλές φορές. Στην ίδια στάση, στον ίδιο συρμό, στο διπλανό βαγόνι να πετάει κλεφτές ματιές. -"Καλημέρα. Με λένε Βασίλη κι έχω γοητευθεί από την παρουσία σου. Σε βλέπω κάθε μέρα στη στάση, την ίδια ώρα". Εκείνη φόρεσε ένα απαλό χαμόγελο κι η λάμψη στα μάτια της του έδωσε το κουράγιο να συνεχίσει. "Αν δεν σου είναι ενοχλητική η παρουσία μου, θα ήθελα να δεχτείς να βγούμε για καφέ μαζί. Θέλω πάρα πολύ να σε γνωρίσω" σκέφτηκε κι αμέσως μετά αναφώνησε: "Εεεεε, θα ήθελες να βγούμε για καφέ κάποια μέρα"; Εκείνη, με ένα συγκρατημένο ενθουσιασμό απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα υποτιθέμενης σκέψης. «Κι εγώ σε έχω προσέξει. Θα το ήθελα να βγαίναμε για καφέ… κάποια μέρα». Ο ήρωας ξαναπήρε τα ηνία. Εκείνος παρακολουθούσε. «Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από το τώρα. Έχεις κάτι σημαντικό να κάνεις; Σε περιμένει κάποιος; Εδώ δίπλα έχει ένα ήσυχο καφέ. Θάθελες …» Αυτή την φορά οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του. Αυτή τη φορά, η λάμψη έκπληξης ήταν στα δικά του μάτια. «Θα το ήθελα. Αλλά σήμερα πρέπει να πάω νωρίς στη δουλειά. Είχα αφήσει κάποιες εκκρεμότητες από χτες και πρέπει να τις τελειώσω πριν έρθει το αφεντικό μου». Ο Βασίλης απογοητεύτηκε φανερά. Περίμενε μια πιο εύκολη εξέλιξη στο σενάριό του. «Καταλαβαίνω. Θα περιμένω. Ίσως μια άλλη φορά». Εκείνη το παρατήρησε. «Αύριο; Την ίδια ώρα; Στο καφέ από πάνω;» Ο ενθουσιασμός του αποτυπώθηκε στο χαμόγελό του. Δεν μπόρεσε να το συγκρατήσει. Επανέλαβε το ραντεβού σημειώνοντάς το στο μυαλό του. «Αύριο. Την ίδια ώρα». Εκείνη την ώρα ήρθε ο συρμός του Μετρό. Εκείνη μπήκε μέσα. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες του φωνάζει: «Με λένε Ναταλία». «Εμένα Βασίλη». Του χαμογέλασε. Και κείνος. Αλλά ξέχασε να μπει στο βαγόνι. Ήταν κάτι που αργότερα θα θυμόντουσαν και θα γελούσαν. Η Σοφίτα ήταν παγωμένη. Ο Βασίλης καθόταν στο παλιό, ξύλινο γραφείο. Η παλιά γραφομηχανή βρισκόταν στο ασορτί κομοδίνο δίπλα του. Σκονισμένη. Είχε καιρό να την χρησιμοποιήσει, αλλά του άρεζε η συντροφιά της. Πολλές φορές την έπαιρνε μπροστά του και ακουμπούσε απαλά τα πλήκτρα της σαν να την χάιδευε. Η έλλειψη μελανοταινίας και το κόλλημα του μηχανισμού, όταν πληκτρολογούσε γρήγορα, ήταν ο βασικότερος λόγος που την είχε αντικαταστήσει. Ο μαύρος, φορητός υπολογιστής, είχε πάρει την θέση της βάζοντας μια μοντέρνα νότα στην καφέ αντίκα, σαν χυμένη σταγόνα μελάνης. Στην οθόνη του διάβαζε ξανά και ξανά την ίδια σελίδα, προσπαθώντας να εντοπίσει από πού πήγαζε η αίσθηση του ανικα- νοποίητου. «... η πόρτα του συρμού έκλεισε. Τα βλέμματα των δύο παιδιών μείνανε κολλημένα μεταξύ τους μέχρι που το όχημα άρχισε να κινείται. Τότε ο Χ συνειδητοποίησε ότι έπαιρνε το ίδιο μεταφορι- κό μέσο και μόλις το είχε χάσει. Δεν είχε ζητήσει ούτε το τηλέφωνό της, σε περίπτωση που κάποιος από τους δύο δεν θα μπο- ρούσε να είναι συνεπής στο ραντεβού τους. Είχε μαζέψει όλο του το θάρρος για να μπορέσει να της μιλήσει και όταν το έκανε, το αίμα κόπηκε στα πόδια και στο κεφάλι του. Και αυτό επηρέασε την λειτουργία του εγκεφάλου του, τόσο που ξέχασε τις βασικές λεπτομέρειες. Και το είχε προβάρει τόσες φορές στο σπίτι του και με τόσες πιθανές εξελίξεις, που θεωρούσε αδύνατο να μην έχει προβλέψει κάτι. Εκτός … εκτός ίσως από το αίμα που εξα- τμίστηκε από τις φλέβες του μεμιάς κάνοντάς τον να παραπαί- ει ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα της στιγμής. Το βλέμμα της είχα καρφωθεί επίμονα πάνω του, κάνοντάς τον να ξεχάσει τα βασικά. Πριν την ζητήσει να βγούνε για καφέ, έπρεπε να συστηθεί. Η μοίρα όμως θα του έπαιζε σκληρό παιχνίδι. Την κοπέλα δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ. Τουλάχιστον … όχι ζωντα- νή. Ο συρμός, στην επόμενη στάση έπεσε θύμα τρομοκρατικής επίθεσης. Ο συρμός που ξέχασε να μπει. Και μέσα στα θύματα, ήταν και η αγαπημένη του. Η εικόνα της καθώς τον χαιρετούσε έμεινε τραγικά χαραγμένη στην μνήμη του». Στο σαλόνι, ο Βασίλης με την Ναταλία καθόντουσαν στον τρι- θέσιο καναπέ. Η τηλεόραση μπροστά τους έπαιζε την ταινία Doors, περισσότερο για να ακούγεται η μουσική τους. Πίσω τους βρισκόταν ένα στρογγυλό τραπέζι για τα γεύματα, αν και τις πε- ρισσότερες φορές τρώγανε στον καναπέ βλέποντας ταινία. Ακο- λουθούσε η κουζίνα που ξεχώριζε από έναν λεπτό πάγκο σερβι- ρίσματος. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με βιβλιοθήκες και ράφια με αμέτρητα βιβλία, κουτιά ταινιών και αγαπημένων σειρών. Ο Βασίλης είχε επιλέξει κάποια βιβλία και της τα έδειχνε. Όχι τυχαία φυσικά. Ήταν τα δικά του βιβλία. Οι δικές του ιστορίες που είχαν υλοποιηθεί και καταγραφεί στο χαρτί. Ιστορίες πα- ράξενες που ο ίδιος είχε γράψει. Ιστορίες που κατά κάποιο εξω- πραγματικό τρόπο, είχε ζήσει. «Αυτό είναι από το τελευταίο μου βιβλίο. Περιέχει ιστορίες με ονειρικές καταστάσεις, ταξίδια στο υποσυνείδητο, περιπλανήσεις και αναζητήσεις των ηρώων μου σε άλλα επίπεδα». «Πού βρίσκεις όλα αυτά τα θέματα; Πώς σκαρφίζεσαι τις ιστο- ρίες σου;» Κλασική γενική ερώτηση. Ειδικά από κάποιον που δεν τις έχει διαβάσει, αλλά δείχνει ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον. «Μου έρχονται. Δεν ξέρω να στο εξηγήσω ακριβώς. Δεν είναι ξεκάθαρο μέσα μου». Η ίδια ερώτηση που τον παίδευε και αυτόν. Κοίταξε μέσα του, αλλά δεν είδε τίποτα περισσότερο. «Ίσως και να μην με ενδιέφερε ποτέ να αναζητήσω την πηγή ή την αιτία της έμπνευσής μου. Αλλά νομίζω ότι οι εμπειρίες μου είναι η βάση. Γεγονότα που ζω καθημερινά και η φαντασία μου τα μαγειρεύει». «Έχεις … γράψει και για μένα;» Άλλη μια κλασική ερώτηση, ειδικά από τις κοπέλες που τον τριγυρνούσαν κατά διαστήματα. «Δανείστηκα τον τρόπο που γνωριστήκαμε. Αλλά αντίθετα από εμάς, ο ήρωας δεν ξανασυνάντησε την αγαπημένη του». «Την βρήκε μετά; Θα μου το δώσεις να το διαβάσω;» «Μα καλά, μόνο ότι έχει σχέση με σας θέλετε να διαβάζετε;» ήθελε να ρωτήσει αλλά δεν το έκανε. Όχι σ’ αυτήν. «Δεν βρεθή- καν ποτέ. Η κοπελίτσα πέθανε στην επόμενη στάση από έκρηξη βόμβας στο βαγόνι. Δεν θα σου το δώσω ακόμα. Δεν έχει τελειώ- σει». Το ύφος της έγινε πιο ναζιάρικο. «Πέθανε; Πες μου τουλάχιστον πώς εξελίσσεται;» «Λυπάμαι γλυκιά μου. Αλλά όταν μιλάω για τις ιστορίες μου, ξεθυμαίνουν και μετά δεν έχω διάθεση να τις γράψω. Θα πρέπει να περιμένεις. Εξάλλου έχεις τόσα να διαβάσεις που δεν νομίζω ότι θα σου λείψει μια ιστορία». «Δεν είναι μια απλή ιστορία. Μιλάει για μας. Έτσι δεν είναι;» Ξανά από την αρχή. Άλλη μια προσπάθεια. «Όχι. Καθόλου. Απλώς δανείστηκα ένα γεγονός από την ζωή μου που ταίριαζε στην περίσταση. Δεν μιλάει για μένα ή για σένα». Ο φωτισμός μέσα στην Σοφίτα ήταν χαμηλός. Το πορτοκαλί φωτάκι του φορητού, βοηθούσε στην πληκτρολόγηση, αλλά τα δάχτυλα του Βασίλη, βρισκόντουσαν μπλεγμένα ανάμεσα στα μαλλιά του. Στήριζαν το κεφάλι του που ήταν βαρύ από τις λέ- ξεις. Μια έκφραση απόγνωσης κυριαρχούσε στο πρόσωπό του, αφού οι λέξεις αυτές δεν είχαν καμιά διάθεση να βγουν. Σκιές ανθρώπων τριγυρνούσαν στους τοίχους. Έμοιαζαν να τρεμοπαίζουν σαν να βγήκαν από τις φλόγες του τζακιού, ενώ οι κινήσεις έμοιαζαν με ξέφρενο χορό. Κοροϊδευτικά γέλια ακου- γόντουσαν μέσα στο δωμάτιο και τσιριχτές φωνές σαν εξώκοσμες επικλήσεις. Ξαφνικά, η πόρτα στα αριστερά άνοιξε και ένα άπλετο φως έλουσε τον χώρο. Τα χέρια του Βασίλη, ενστικτωδώς κάλυψαν τα μάτια. Οι σκιές και οι φωνές χάθηκαν μεμιάς, λες και πατήθηκε διακόπτης. «Άφησέ με. Προσπαθώ να γράψω». Η φωνή του βγήκε δυνατή. Απότομη. Το φως εξαφανίστηκε. Η Ναταλία ετοίμαζε το τραπέζι στο σαλόνι. Λευκό τραπεζομά- ντιλο, καλό, πορσελάνινο σερβίτσιο και το φαγητό να μοσχομυ- ρίζει στο φούρνο. Ο Βασίλης εμφανίστηκε από την μικρή πόρτα ανάμεσα στις βιβλιοθήκες του δεξιού τοίχου. «Τι θέλεις πάλι; Ακόμα δεν άρχισα να γράφω και με έχεις ση- κώσει. Αφού σου είπα ότι θέλω να συγκεντρωθώ». Η Ναταλία φορούσε τα καλά της κάτω από την ποδιά της κου- ζίνας. Παρόλη την ένταση των ετοιμασιών, ήταν ήρεμη. Οι κινή- σεις της ήταν μελετημένες και σταθερές. Όλα τα είχε υπό έλεγχο. Εκτός από την διάθεση του Βασίλη. «Το ξέρω αγάπη μου, αλλά σήμερα θα έρθουν οι γονείς μας. Πρέπει να κάνεις μια εξαίρεση απόψε. Αν θες να γράψεις πρέπει να το κάνεις μετά το φαγητό». «Θα έρθουν οι γονείς μας». Προσπάθησε να εντοπίσει την εγ- γραφή στις καταχωρίσεις του μυαλού του. Μάταια. «Στο καλό. Σιχαίνομαι αυτές τις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Δεν μπορού- σαμε να το κανονίσουμε για άλλη μέρα;» Η Ναταλία χαμογέλασε. «Εσύ γενικώς σιχαίνεσαι όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Και δεν το έχουμε ξανακάνει. Σήμερα είναι οι επίσημοι αρραβώνες μας. Το έχουμε κανονίσει εδώ και μήνες. Δεν μπορείς πλέον να το αποφύγεις». Καμιά δικαιολογία δεν μπορούσε να ξεφυτρώσει στο ευρηματι- κό κατά τ’ άλλα μυαλό του. Έπρεπε να προσγειωθεί στην πραγ- ματικότητα και γρήγορα. «Συγνώμη αγάπη μου. Απλά το ξέχασα. Δεν θέλω να πιστεύεις ότι θέλω να αποφύγω τις ευθύνες μου». Την πλησίασε και φορώντας το γοητευτικό χαμόγελο ενός ήρωά του, την αγκάλιασε και την φίλησε στο μάγουλο. «Είπα ότι θα σε αποκαταστήσω και θα το κάνω». Χιλιάδες ταινίες είχαν αποτυπώσει παρόμοιες σκηνές οικογε- νειακής γαλήνης. Η αναπαράσταση μαρτυρούσε χρόνια μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. «Τότε μην παραπονιέσαι. Μερικά βήματα πρέπει να γίνουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Εξάλλου, μιας και είναι πρωτόγνωρη εμπειρία για σένα, μπορεί να σου φανεί χρήσιμη σε κάποια ιστο- ρία. Να μην την έχεις ζήσει πρώτα;» Είχε αρχίσει να μαθαίνει όλες του τις δικαιολογίες και να τις χρησιμοποιεί εναντίον του. «Το ξέρεις ότι δεν γράφω κοινωνικά εργάκια. Αν καλούσα γο- νείς και πεθερικά για φαγητό θα ήταν για να σκοτώσω κάποιον. Και δεν θα ήταν οι γονείς μου». Το αστείο δεν πέτυχε τον στόχο του. Ο ήρωάς του δεν είχε ρέντα. «Καλά. Πάψε να ονειρεύεσαι και ετοιμάσου. Δεν έχουμε πολύ χρόνο στην διάθεσή μας. Θα έρθουν όπου να ‘ναι». Πέταξε την στολή και φόρεσε αυτή του καλού συζύγου. Μερικές μέρες αργότερα, καθόντουσαν αγκαλιασμένοι μπρο- στά στην τηλεόραση. Η Ναταλία έβλεπε μια χλιαρή ρομαντική κομεντί. Ο Βασίλης όχι. Ήταν χαμένος στον κόσμο του κοιτώ- ντας το ταβάνι. «Τι έχεις καλέ μου; Τι σκέφτεσαι;» Αναγκαστική προσγείωση. «Σου έχω πει ότι σιχαίνομαι αυτή την ερώτηση. Σκέφτομαι πολλά. Γιατί να πρέπει να επιλέξω μια σκέψη απλώς για να κά- νουμε κουβέντα; Αν ήθελα να σου πω κάτι, θα το είχα κάνει και χωρίς να με ρωτήσεις». «Μην αρπάζεσαι. Μια ερώτηση έκανα. Απλώς βλέπω να σε απασχολεί κάτι και σε ρώτησα. Κακό είναι;» Η Ναταλία είχε πειραχτεί. Για μία ακόμα φορά. Και το επίκε- ντρο μετατίθετο σε αυτήν. Ο Βασίλης άλλαξε το ύφος του με ένα πιο ήρεμο. Ακολούθησε η φωνή του. «Συγνώμη αγάπη. Απλά … δεν μπορώ να συγκεντρωθώ για να γράψω. Όλα αυτά τα κοινωνικά, το σπίτι, η δουλειά. Κρατούν το μυαλό μου εγκλωβισμένο στην πραγματικότητα και δεν μπορώ να γράψω. Γυρίζω κουρασμένος και δεν έχω την διάθεση, όχι να σκεφτώ, αλλά ούτε να φάω». «Και τι θες να κάνουμε; Θες να παρατήσεις την δουλειά και να αφοσιωθείς στο γράψιμο;» Ελκυστική, ανομολόγητη ιδέα. «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Δεν γίνεται πλέον. Περιμένουμε παιδί. Εξάλλου οι προτεραιότητές μου έχουν αλλάξει, από τότε που σε παντρεύτηκα». «Τότε να μην το έκανες αφού σε πείραζε τόσο». «Μην το παίρνεις προσωπικά γλυκιά μου. Δεν σου ρίχνω το φταίξιμο. Όταν αποφάσισα ότι θα κάνουμε οικογένεια, από την στιγμή που σε παντρεύτηκα, ήξερα ότι θα άλλαζαν οι προτεραι- ότητές μου. Απλά, δεν περίμενα ότι η πραγματικότητα θα με επηρέαζε τόσο πολύ. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στο γράψιμο. Και μου λείπει». Η Σοφίτα σκονισμένη και αραχνιασμένη. Μουντή και κρύα. Ο Βασίλης καθόταν στο ξύλινο γραφείο. Μπροστά του, μερικές λευκές σελίδες με ίχνη διασκορπισμένων, μαύρων λέξεων, που έμοιαζαν απόλυτα με τα γκρίζα του μαλλιά και τις τελευταίες διασκορπισμένες μαύρες τρίχες. Η παλιά γραφομηχανή παρα- κολουθούσε από το κομοδίνο την πορεία του αφέντη της. Ο φορητός είχε αποσυρθεί χρόνια τώρα. Τα μπαούλα, αφημέ- να και αυτά στη λήθη. Από την βαριά πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο, αναδυόταν καπνός. Η μυρωδιά βαριά. Πούρο. «Όλη αυτή η κατάσταση με έχει κουράσει. Τόσα χρόνια. Θέλω να είμαι σωστός στην οικογένειά μου, αλλά … θέλω τον χρόνο μου. Να μπορώ να κλείνομαι στον εαυτό μου και να χάνομαι. Και όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο χάνω και την διάθεσή μου. Και έχω τόσα στο μυαλό μου που θέλω να δουλέψω». Ένα νέο κύμα καπνού πορεύτηκε προς το ταβάνι, χορεύοντας νωχελικά, λίγο προτού διαλυθεί. «Και γιατί δεν το κάνεις; Γιατί δεν κλείνεσαι εδώ, για να δουλέψεις;» «Δεν είναι τόσο εύκολο. Οι υποχρεώσεις ...» «Χέσε τις υποχρεώσεις» ακούστηκε η φωνή εκνευρισμένη. «Εί- ναι καιρός να ασχοληθείς και λίγο με τον εαυτό σου. Η κόρη σου μεγάλωσε, σε λίγο θα παντρευτεί, η γυναίκα σου μπορεί να μείνει λίγες ώρες μόνη της. Πλέκει μπροστά στην τηλεόραση και δεν σε ενοχλεί. Δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις». «Έχω μάθει να βρίσκομαι εκεί έξω. Εξάλλου η Ναταλία δεν είναι πολύ καλά. Μπορεί να χρειαστεί κάτι. Θα πρέπει να είμαι εκεί». «Η Ναταλία, οι υποχρεώσεις, ο κόσμος. Ένα σωρό δικαιολογί- ες. Και πότε θα αρχίσεις να γράφεις εκείνο το μυθιστόρημα που λέγαμε. Δεν ξεκίνησες καν να το δουλεύεις». Νέες μαύρες λέξεις σχηματίστηκαν στο λευκό χαρτί. Ασυνάρ- τητες, όμως τόσο σημαντικές. «Δεν ξέρω. Ίσως να είναι αργά πλέον για να αρχίσω το γράψιμο». «Δεν θα το αρχίσεις τώρα. Απλά θα το συνεχίσεις. Είσαι συγ- γραφέας. Η πλευρά του πεζού οικογενειάρχη εκπλήρωσε με επι- τυχία την αποστολή της. Είναι καιρός να συνέλθεις». Και τότε, ένα εκτυφλωτικό φως μπήκε από την πόρτα. Ο Βασί- λης κάλυψε τα μάτια του και δευτερόλεπτα αργότερα σηκώθηκε από την καρέκλα του. Με δυσκολία κινήθηκε προς την πόρτα, αφήνοντας για μία ακόμα φορά, την μοναξιά και την απομόνωση που του πρόσφερε η άδεια Σοφίτα. «Έρχομαι. Έρχομαι. Ακόμα δεν κάθισα. Τι θέλεις πάλι». Η φωνή του δεν είχε την ένταση που επιθυμούσε. Ήταν πολύ γέρος γι αυτό. Στο πάτωμα του σαλονιού, η Ναταλία κείτονταν νεκρή. Τα άσπρα της μαλλιά πάνω στην μπλε σκούρα μοκέτα θύμιζαν αφρισμένη θάλασσα. Ο Βασίλης βγήκε από την πόρτα και έτρεξε -όσο του επέτρεπαν τα πόδια του- κοντά της. «Αγάπη μου … γυναίκα μου όμορφη …» Κάθισε στο πάτωμα και την πήρε αγκαλιά. Δάκρυα πόνου άρ- χισαν να τρέχουν στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, χωρίς να έχει φορέσει καμία στολή ρόλου. Αντλώντας τις τελευταίες του δυνάμεις, ο Βασίλης κάρφωσε με- ρικές σανίδες στην πόρτα σφραγίζοντάς την καλά. Τώρα κανένας ίχνος φωτός δεν μπορούσε να την διαπεράσει, ταράσσοντας την γαλήνη της Σοφίτας. Με τρεμάμενο από τα γηρατειά κορμί, έκα- τσε με κόπο στην καρέκλα του. Στην εντατική του νοσοκομείου, έξω από έναν θάλαμο, μια κο- πέλα συζητάει με τον γιατρό. «Νομίζεται ότι θα συνέλθει ποτέ γιατρέ;» «Δεν μπορώ να σας πω με σιγουριά. Ο θάνατος της μητέρας σας, πρέπει να κλόνισε πολύ το μυαλό του. Το πλήγμα ήταν βαρύ γι’ αυτόν». «Την αγαπούσε πολύ. Όλους μας αγαπούσε πολύ. Αλλά αν τον πείραξε τόσο ο θάνατος της μητέρας μου, γιατί το βλέμμα του εί- ναι τόσο ήρεμο; Μου δίνει την εντύπωση ότι χαμογελάει κιόλας». Ο Βασίλης βρισκόταν στο κρεβάτι του θαλάμου. Σε κώμα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο κενό. Ένα μικρό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλι του. Και μια γαλήνη στο πρόσωπό του. «Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ κυρία μου. Το μυαλό του αν- θρώπου εφευρίσκει τρόπους για να αντιμετωπίζει τα δυσάρεστα γεγονότα. Ίσως να απομονώθηκε σε κάποια γωνιά του μυαλού του, πολύ οικεία, για να ξεφύγει από το πλήγμα της πραγματικό- τητας. Το πιο πιθανό θα είναι να μην επιστρέψει ποτέ από εκεί». Νεανικά χέρια γράφουν μανιωδώς. Σελίδες γεμίζουν με απί- στευτο ρυθμό μαύρο μελάνι. Οι λέξεις ακολουθούν η μία την άλλη χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Σκιές τριγυρίζουν στο δωμάτιο λες βγαλμένες από το τζάκι. Φωνές και τσιρίδες συνοδεύουν τον ξέ- φρενο ρυθμό τους. Ο Βασίλης κάθεται στο γραφείο του και γρά- φει το καινούργιο του έργο. Το πρόσωπό του λάμπει κάτω από τα μαύρα του μαλλιά. Ένα μικρό χαμόγελο είναι ζωγραφισμένο στα χείλι του. Σηκώνει το βλέμμα του για μια στιγμή την μορφή στην πολυθρόνα μπροστά του. Σήμερα είχε μια απρόσμενη επί- σκεψη. Η νεαρή γυναίκα φοράει ένα υπέροχο ταγέρ σαν ηρωίδα του Χίτσκοκ. Οι λευκές γάμπες τονίζονται πάνω από τις μαύρες γόβες. Το καπέλο με το πέπλο κρύβουν την εξερευνητική ματιά της. Αλλά όχι για πολύ. Το πέπλο με μια αιθέρια κίνηση των χεριών της οπισθοχωρεί, αποκαλύπτοντας το υπέροχο πρόσωπο της Ναταλίας. Βγάζει μια μακριά λεπτή πίπα και ανάβει ένα τσι- γάρο. Ο Βασίλης της χαμογελάει λίγο πριν επιστρέψει στα χαρ- τιά του. « ... ηφφ66σσσσρε44δξ»...
Ένα διήγημα που εξασφάλισα κατόπιν της ευγενικής και φιλικής προσφοράς του, από το νέο βιβλίο του Ηλία Φλωράκη "13 Μετά Τα Μεσάνυχτα"
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΟ ΦΕΓΓάΡΙ ΔΕΝ ΕίΝΑΙ ΠάΝΤΟΤΕ ΤΟ ίΔΙΟ
Γιατί τα σύννεφα που περνούν από μπροστά δεν είναι τα ίδια.
Γιατί οι μύθοι που το περιβάλλουν δεν είναι ποτέ τους οι ίδιοι.
Γιατί τα μάτια που το κοιτούν δεν έχουν πάντοτε το ίδιο βλέμμα.
Κι εμείς μέσα στη ζωή, μετά από κάθε γεγονός, κάθε σχέση έρωτα, πάθους, μίσους ή αγάπης, μετά από κάθε μάθημα ή πάθημα, δεν είμαστε πάντοτε οι ίδιοι.
Εσύ και η Σκοτεινή σου πλευρά,
φωτίζετε τις ξάστερες νύχτες.
Σύννεφα που και που, σου κρύβουνε την θέα.
Σκοτεινιάζεις στην χάση σου, μικραίνοντας,
με μια τάση μηδενισμού και αυτοκαταστροφής,
και άλλοτε γεμίζεις,
σκορπίζοντας Eνέργεια και Φως στη Γη.
Αλλά η ολοκλήρωση κρατάει λίγο,
κι άλλος ένας κύκλος ξεκινάει,
για μια Νέα Σελήνη.
Κεφάλαιο 1
«Εκείνο το βράδυ, οι μικρές εκρήξεις μέσα στο μυαλό του, οι αναμνήσεις και οι σκέψεις, που τον έζωναν σαν φίδια, λες από κάποια αόρατη δύναμη καλεσμένα, θέλησαν να βρουν διέξοδο. Σαν εκκολαπτόμενα αβγά μέσα στους θύλακές τους, είχαν θρέψει μέσα τους, σκέψεις κι αναζητήσεις μηνών. Και πολλαπλασιαζόντουσαν. Κυρίευαν όλο του το σώμα. Ποιός ξέρει τι ήταν εκείνο που έδωσε το έναυσμα για την πρόωρη γέννηση των μικρών ερπετών, που κυοφορούσε το σώμα του; Ήταν όμως κάτι που είχε αφήσει τα αβγά του χρόνια πριν και περίμενε μέχρι να σπάσει και η τελευταία του άμυνα. Κι εγώ είχα παίξει σωστά το ρόλο μου. Νόμιζε ότι είχε ξεφύγει. Αλλά στο τέλος δεν άντεξε...»
Η αρχή
Ήταν 8 η ώρα.
Όλες οι προετοιμασίες είχαν γίνει από νωρίς. Το μεσημέρι είχε ελέγξει τον λογαριασμό του με την cash card. Η αμοιβή του είχε μπει από το πρωί. Από την άλλη κάρτα, έκανε ανάληψη τα σημερινά του έξοδα κινήσεως. Αν κι ο ίδιος προτιμούσε την έκφραση έξοδα παραστάσεως. Εκατό χιλιάδες ήταν αρκετές. Δεν του άρεζε να γίνεται υπερβολικός. Εκτός ίσως από κάποιες προσωπικές στιγμές.
Όταν γύρισε στο σπίτι, έφαγε κάτι ελαφρύ και λίγο αργότερα, χάθηκε στις σκέψεις του, χωμένος στην μπανιέρα, μ' ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. 'Ακουσε τα μηνύματα του τηλεφωνητή. Το πρώτο ήταν από την ατζέντη του, που του θύμιζε το ραντεβού και το δεύτερο ήταν από την...
«Η Φωτεινή είμαι. Ξέρω ότι έχουμε καιρό να μιλήσουμε. Ήθελα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα μέσα μου... ήθελα λίγο καιρό με τον εαυτό μου, μακριά σου... θέλω... θέλω να γυρίσω κοντά σου. Σε παρακαλώ, δώσε μου τουλάχιστον την ευκαιρία να μιλήσουμε... να έρθω από κει το βράδυ; Πάρε με στο κινητό... Σ' αγαπώ».
Μια ανεπαίσθητη λάμψη πέρασε από το βλέμμα του που αμέσως μετά σκοτείνιασε. Η επαφή με την πραγματικότητα για μερικά δευτερόλεπτα χάθηκε. Κι ένα σφίξιμο τάραξε το στομάχι του μετά τον σφάχτη που τον σούβλισε.
Αρκετή ώρα μετά, ντύθηκε στο μαύρο του σύνολο. Μαύρο μπλουζάκι, παντελόνι και μπότες. 'Αφησε το μαύρο σακάκι για το τέλος, ενώ κρέμασε στο λαιμό του και την μαύρη, μεταξωτή γραβάτα με την ασημένια ανταύγεια και την κόκκινη πιτσιλιά, λίγο πιο κάτω από τον κόμπο. Δεν την έσφιξε. Δεν υπήρχε λόγος, αφού δεν θα φορούσε το μαύρο του πουκάμισο.
Πέρασε κάποια τέταρτα της ώρας μπροστά στον καθρέφτη. Δεν ήταν το καστανόμαυρο μαλλί του, που αρνιόταν πεισματικά να στρώσει. Με αρκετό ζελέ, πήρε την φόρμα που ήθελε. Απλώς χρειαζόταν αρκετή ώρα να πείσει τον εαυτό του, πως έπρεπε να πάει σ' αυτό το ραντεβού, των 11:30'. Η ατζέντης του, του το είχε τονίσει. Ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία στη δουλειά του. Αυτό το ραντεβού θα ανέβαζε στα ύψη το όνομα και το κασέ του.
Κι η ώρα ήταν μόλις 8.
μάθημα πρώτο: η Σόφη
Ο Αλέξανδρος κάθισε στην πολυθρόνα, δίπλα στο παράθυρο. Τα φώτα ήταν κλειστά, τονίζοντας περισσότερο τη μελαγχολία του. Η μουσική χαμηλά, συνόδευε το λαμπύρισμα των άστρων, που καθρεφτίζονταν στο απλανές βλέμμα του. «Interview With The Vampire». Πόσο ταιριαστό ακούγονταν το soundtrack με την ατμόσφαιρα και την ψυχοσύνθεση της στιγμής.
Πλησίασε το κρυστάλλινο ποτήρι του λικέρ στο στόμα του. Ασυναίσθητα. Χάιδεψε τα χείλι του, ενώ το ζωντανό άρωμα του Benedictine, γαργάλησε την μύτη του.
Μια ανάμνηση μέσα από τις χιλιάδες, ξεπετάχτηκε για να ξαναζωντανέψει ακόμα μία φορά στην μνήμη του.
Θυμήθηκε την πρώτη του ολοκληρωμένη σχέση. Τι αστεία έκφραση! Να θεωρείς ότι η σεξουαλική επαφή, είναι αυτή που ολοκληρώνει μια σχέση.
Την είχε γνωρίσει σ' ένα ταξίδι του για διακοπές. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος κι αμοιβαίος.
«Χρειάστηκε μόνο ένα βλέμμα».
Παιδικός ενθουσιασμός-
«Πρέπει να ήμουν...»
-ήσουν δεκαεννιά.
«...ναι, ήμουν δεκαεννιά».
Δεν είχε βιαστεί. Αναζητούσε πάντα το σωστό άτομο για να δεχτεί και να μοιραστεί μαζί του, κάτι ανώτερο από ένα πήδημα. Ήθελε να βρει το έτερον ήμισυ για να ολοκληρώσει αυτό που οι άλλοι "άντρες" το βρίσκανε στα δεκατέσσερα, οι περισσότεροι πληρώνοντας. Ναι... δεν είχε βιαστεί καθόλου.
Εκείνη...
«Η γλυκιά μου Σόφη».
Η δεκαεξάχρονη, στρογγυλοπρόσωπη Σόφη, με τα υπέροχα, καφέ μάτια και τα μακριά, μαύρα μαλλιά.
«Ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας».
Αρκετά ώριμη για την ηλικίας της, ήταν αυτή που έκανε νύξη για την πρώτη τους φορά. Βασικά, αυτό που την απασχολούσε ήταν αν θα υπήρχε προφύλαξη κι όχι το που, το πως και το πότε! Κι όταν όλα κανονίστηκαν...
«Εκείνο το βράδυ, την κάλεσα στο σπίτι μου, που είχα φροντίσει να είναι άδειο μέχρι αργά, μέχρι τις 11 τουλάχιστον αφού έπρεπε να γυρίσει σπίτι της για να μην καταλάβουν οι δικοί της τίποτα. Γεύμα για δύο. Είχα ετοιμάσει κεφτεδάκια σόγιας με...», με κάτι ακόμα, που όσο και να βασάνιζε το μυαλό του, του διέφευγε. Ένα τριαντάφυλλο στο κέντρο του τραπεζιού και κόκκινο κρασί. "Νεμέα" του '78.
Τα μάτια της έλαμπαν, ενώ τα χείλη της δροσερά, αναζητούσαν τα δικά του. 'Αφησαν το γεύμα στη μέση, πήραν το κρασί και κλείστηκαν στο δωμάτιο. Ρομαντική, slow μουσική, χαμηλός φωτισμός. Ξεκίνησαν χορεύοντας αγκαλιασμένοι σφιχτά ο ένας στον άλλον. Οι ρόγες στο πλούσιο στήθος της κι ο αντρισμός του, έδειχναν τον έντονο ερεθισμό τους. Λίγο αργότερα, τα ρούχα τους είχαν αρχίσει να παίρνουν την θέση τους στο πάτωμα. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και τα ζεστά, γυμνά κορμιά τους χάιδευαν το ένα το άλλο, δίνοντας ελεύθερο πεδίο για μια εξερεύνηση που κράτησε αρκετή ώρα μέσα σ' ένα πρωτόγνωρο, αλλά όχι άγνωστο και για τους δύο, πάθος. Όταν ήρθε η στιγμή, όταν ήρθε από πάνω της, δεν παρασύρθηκε. Ήταν ευγενικός μαζί της. Κράτησε το όργανό του στα ζεστά χειλάκια της χαϊδεύοντάς τα μέχρι να συνηθίσουν την παρουσία του. Η Σόφη άνοιξε τα πόδια της λίγο περισσότερο, όταν ένιωσε έτοιμη. Δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Τον ήθελε, ήθελε να τον νιώσει βαθιά μέσα της. Η "πύλη" είχε ανοίξει. Μπήκε αργά και προσεχτικά, νιώθοντας την υγρή ζεστασιά της να τον τυλίγει. Όταν το προφυλακτικό λούστηκε από τους χυμούς της και άρχισε να γλιστράει, η Σόφη τον παρέσυρε σ' ένα ξέφρενο ρυθμό. Θα μπορούσε να τελειώσει την ίδια στιγμή, αλλά το κρασί, προσεχτικά διαλεγμένο, παράτεινε την στιγμή. Οι κραυγές τους γέμιζαν το σπίτι, ενώ η ηδονή τους έφτανε στους ουρανούς. Ο οργασμός τους ήταν έντονος κι εκστατικός. Είχαν τελειώσει μαζί. Είχαν απελευθερωθεί.
Η πρώτη τους φορά, ήταν όπως την φανταζόντουσαν. Ρομαντική και έντονη, μ' ένα τέλειο συγχρονισμό.
Η σχέση τους κράτησε έντεκα μήνες, μέχρι... που ήρθε η καταστροφή. Χαμογέλασε. Τον είχε πονέσει πολύ, τότε. Νόμιζε, ότι η πρώτη τους φορά θα τους έδενε. Νόμιζε ότι η σχέση τους θα κρατούσε "αιώνια". Η γλυκιά του Σόφη, όμως είχε διαφορετική γνώμη. Δεν του είχε εξηγήσει ποτέ. Έφυγε λέγοντάς του μόνο, ότι μαζί του είχε χάσει τον εαυτό της. Την κυνήγησε για αρκετούς μήνες αν και τον είχε αντικαταστήσει από τον πρώτο. Κυνηγούσε μια απάντηση... που δεν ήρθε ποτέ. Πώς μπορούσε να έχει χάσει τον εαυτό της, όταν της πρόσφερε τα πάντα που ζητούσε, δεν της χαλούσε χατίρι, δεν είχαν τσακωθεί ούτε μία φορά και αυτή το μόνο που είχε χάσει στην ουσία, ήταν η παρθενιά της;
Ίσως αυτό να ήταν το λάθος του. Γινόταν υποχωρητικός σε βαθμό να απομακρύνεται συνέχεια από την αρχική του εικόνα. Ο ιπποτισμός του, είχε μετατραπεί σε δουλοπρέπεια. Έκανε τα πάντα για να κρατήσει μια σχέση, χάνοντας αυτός τον εαυτό του κι η Σόφη, τον πραγματικό Αλέξανδρο. Το κατάλαβε όμως αργά... πολλά χρόνια μετά. Αλλά είχε πάρει το πρώτο μάθημα. Ο κανόνας είχε χαραχθεί πια μέσα του:
Ιπποτισμός σ' όλες. Γοητεύει και κερδίζει. Αν τον έχεις πραγματικά μέσα σου.
Δουλοπρέπεια σε καμιά. Εκτός... αν το θέτουν οι κανόνες της στιγμής.
Είχε μέσα του τον ιπποτισμό. 'Αφηνε τις κυρίες να προηγούνται, άνοιγε τις πόρτες, σηκωνόταν για να χαιρετίσει, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να βοηθήσει κάποιον στο δρόμο. Του άρεζε να "πετά το γάντι" πριν αντιμετωπίσει κάποιον στο τραπέζι του μπιλιάρδου ή στον δρόμο και ποτέ, μα ποτέ δεν έμπαινε απρόσκλητος σ' ένα σπίτι. Οι αρχές του, ακόμα κι ο τόνος της φωνής του, το βλέμμα του, προμήνυαν κάτι πιο βαθύ και μεγάλο για την ηλικία του. Δεν τα είχε διαβάσει, δεν του τα είχαν πει. Ήταν κάτι έμφυτο μέσα του, που έβγαινε την δεδομένη στιγμή.
Δεν ήταν όμως ακριβώς ιπποτισμός. Ήταν περισσότερο η ρομαντική πλευρά ενός Πειρατή. Η κρυφή του γοητεία, βρίσκονταν στην απλότητα και τη φυσικότητα των κινήσεων του, σε αντίθεση με την πολυπλοκότητα του μυαλού και των σκέψεών του. Μια γοητεία που είχε συνήθως δύο αντιδράσεις στους γύρω του. Το θηλυκό φύλο, γοητευόταν, όπως κι ένα μέρος του αντρικού. Τον βρίσκαν μυστηριώδη και παράξενο κι όλοι αποζητούσαν την παρέα του, χωρίς να ξέρουν συνήθως το γιατί. Εξέπεμπε μια περίεργη έλξη. Υπήρχε και ένα μέρος που είχε μια διαφορετική αντίδραση. Θέλαν να τον δείρουν. Μια ακαταμάχητη επιθυμία, να συγκρουστούν μαζί του. Πάντα όμως, κατάφερνε να τραβήξει τα βλέμματα και να κερδίσει τους πάντες. Ήταν συνήθως στο χέρι του και στη διάθεσή του, να κάνει κάποιον φίλο ή ...εχθρό.
η πρώτη συνάντηση
Γέμισε το ποτήρι του κι άναψε ένα Lucky Strike. Η φλόγα φώτισε το πρόσωπό του. Κοίταξε στο παράθυρο το είδωλό του. Ο καπνός που ανέβαινε νωχελικά προς τα πάνω, τον οδήγησε στο επόμενο στροβίλισμα του χρόνου.
Μετά την Σόφη και αναζητώντας τον χαμένο του εαυτό και απαντήσεις σε χιλιάδες ερωτήματα, πέρασε ενάμιση χρόνο στο Charlie's Bar. Εκεί βρήκε το καταφύγιό του, αλλά και το ορμητήριο στις προσωπικές αναζητήσεις. Τότε ήταν που άρχισε και το ψάξιμο ενός στυλ που να τον εκφράζει.
Έβαλε μπότες, τζιν παντελόνι και μαύρο πουκάμισο, κλεισμένο μόνιμα μέχρι επάνω. Έκοψε τα μαλλιά του καρφάκια, αφήνοντας μια μικρή ουρίτσα από πίσω. Ένα μικρό διαμαντάκι με χρυσό δέσιμο και ένα χρυσό κρικάκι με ένα μικρό, κρεμαστό μαχαιράκι, στόλιζαν το αριστερό του αυτί. Ένα Lucky Strike να κρέμεται στα χείλι του και μια λεπτή, καλοκαιρινή καμπαρτίνα, χωρίς γιακά και κούμπωμα δεξιά, συμπλήρωναν την εμφάνισή του, όταν έπαιζε μουσική, ενώ έβγαζε την καμπαρτίνα, όταν έπαιζε μπιλιάρδο.
Κλεισμένος στον εαυτό του, απόμακρος και παγιδευμένος σ' ένα κόσμο από δίσκους, μπάλες και μπουκάλια, ξεκίνησε τις μοναχικές εξορμήσεις, με μόνο ξεναγό, τον ιδιοκτήτη του μπαρ και φίλο του, τον Κλάους.
Το διερευνητικό κι έντονο βλέμμα του, η σκληρή του στάση και το παράξενο χιούμορ του, ήταν αυτό που άρχισε να ελκύει το αντίθετο φύλλο, που έλιωνε με κάθε του εμφάνιση.
Πόσο "κοντά" έβλεπε τότε. Δεν αναγνώριζε τα σημάδια, τα παιχνίδια και τον πόθο των κοριτσιών που τον περιτριγύριζαν. Δεν πρόσεχε τα στοιχεία του που είχαν πέραση. Δεν είχε συνειδητοποιήσει καν, πόση "ζημιά" μπορούσε να προκαλέσει με ένα και μοναδικό βλέμμα του. Δεν τον ενδιέφεραν οι σχέσεις, εκτός ίσως απ' αυτήν με το ποτήρι και την στέκα του, και απαγόρευε τον εαυτό του να ερωτευθεί. Ένιωθε ασφάλεια πονώντας μέσα στην μελαγχολία του. Η μοναχικότητα του Πειρατή.
Τότε ήταν που πρωτοσυνάντησα τον Αλέξανδρο. Εκείνο το διάστημα, ήμουν μαθητής του Κλάους στις δικές μου αναζητήσεις, μετά από την συνειδητοποίηση ενός παράξενου ονείρου που είχα δει στα έβδομα γενέθλιά μου. Μια σειρά, τυχαίων φαινομενικά γεγονότων, μας έφερε αντιμέτωπους στο ίδιο τραπέζι μπιλιάρδου για προπόνηση. Η κόντρα που ανοίχτηκε, από τον ίδιο τον Κλάους, οδήγησε την προπόνηση σε μια προσωπική πάλη. Μέσα από τον καθρέφτη του άλλου, αντιμετωπίζαμε στην ουσία τον εαυτό μας. Δεν ήταν όμως και το γεγονός που μας έφερε κοντά. Ήμουν από την μερίδα αυτών που θέλαν να συγκρουστούν μαζί του. Εκείνο το διάστημα ήταν πολύ απομονωμένος για να τον πλησιάσει κανένας. Εκτός ίσως από τον Κλάους και τον "κολλητό" του, τον Μάρκο. Κρυμμένος στο σκοτάδι, είχα γίνει η σκιά του. Παρακολουθούσα την κάθε του κίνηση, ίσως από ζήλια που ο δάσκαλός μου, του είχε δείξει τόση συμπάθεια. Συνομήλικοι, με το ίδιο στυλ, αλλά διαφορετικό γόητρο, ο καθένας κινιόταν στα δικά του χωράφια, χωρίς να μπλέκει στα πόδια του άλλου.
(απόσπασμα.. η συνέχεια στο βιβλίο)
|
|
|