Η ΚατÜρα Των Χαλßλ
Τον καιρü των παραμυθιþν ζοýσε στη μακρινÞ Περσßα Ýνας παπουτσÞς, ο Χαλßλ. Αυτüς ο Χαλßλ εßχε τη φÞμη σπουδαßου μÜστορα -λÝγαν οτι δεν εßχε βρεθεß Üνθρωπος να του ζητÞσει παποýτσι, που να μη μπορεß να το φτιÜξει. 'Ακουσε για τον Χαλßλ ο δερβßσης Νεμποý, ο μÜγος του τÜγματος των Μελδεβßδων και τον αναζÞτησε.
-"Χαλßλ", του εßπε, "θÝλω να μου φτιÜξεις παποýτζια με φτερÜ να μπορþ να πετÜω"'.
Συλλογßστηκε ο Χαλßλ κι απÜντησε:
-"Θα προσπαθÞσω"'.
ΠÝρασανε χρüνια αλλÜ üσο και να προσπαθοýσε ο Χαλßλ, παποýτσια με φτερÜ, να πετÜν οι Üνθρωποι, δεν κατÜφερε να φτιÜξει. Κι üταν πÝθανε ο δερβßσης Νεμποý, τον Ýπιασε τρüμος. "¸να πρÜγμα μου ζÞτησε ο Üγιος Üνθρωπος κι εγþ Þμουν ανßκανος. ΦοβÜμαι μη με καταραστεß και μÝνα και τη γενιÜ μου".
Λßγο πριν αισθανθεß να τον καλεß κι αυτüν ο θÜνατος, ο Χαλßλ κÜλεσε τον
πρωτüτοκο γιο του, τον Σελßμ Ιμπν Χαλßλ και του εßπε:
-"Γιε μου, θα σου αφÞσω το παπουτζÜδικο και την ευκÞ μου και θα σου μÜθω üλα τα μυστικÜ της τÝχνης μου, αλλÜ θα μου ορκιστεßς üτι δε θα λησμονÞσεις το üνειρο του δερβßση. Θα φτιÜξεις παποýτζια με φτερÜ να πετÜν οι Üνθρωποι".
Ο Σελßμ Ιμπν Χαλßλ χωρßς να συλλογιστεß εßπε:
-"Θα προσπαθÞσω".
ΠÝρασαν τα χρüνια. Ο γιος του Χαλιλ, γÝρος πια πÞγε στον τÜφο του δερβßση κι Üρχισε τις κατÜρες.
-"ΠανÜθεμÜ σε τρελÝ δερβßση. Μια ζωÞ τρÝχω πßσω απ' τ' üνειρü σου και δεν κατÜφερα τßποτα. Και τþρα πρÝπει ν' αφÞσω το βÜρος στο γιο μου και στους γιους των γιων μου να κυνηγÜνε μια ζωÞ, αυτü που δεν πραγματοποιεßται. ΚαταραμÝνος να 'σαι Üθλιε μÜγε. Να μη λιþσουν οι σÜρκες σου".
Κι ýστερα ο Σελßμ κÜλεσε τον πρωτüτοκο γιο του, τον Αβδοýλ Ιμπν Σελßμ Ιμπν Χαλßλ και του εßπε.
-"ΒαριÜ σκιÜ κυνηγÜ εμÜς τους Χαλßλ, γιε μου, να τρÝχουμε πßσω απü το üνειρο του δερβßση. Για να σου δþσω το μαγαζß και να σου μÜθω τα μυστικÜ της τÝχνης μου, πρÝπει να μου ορκιστεßς üτι θα φτιÜξεις παποýτζια με φτερÜ, να πετÜν οι Üνθρωποι".
ΠερÜσανε γενιÝς και γενιÝς αλλÜ κανεßς απ τους Χαλßλ δε μπüρεσε να πραγματοποιÞσει τ' üνειρο του δερβßση. Κι üλοι πÞγαιναν στον τÜφο του και τον καταριüντουσαν. Κι Ýλεγαν πως ο μÜγος Νεμποý Ýμενε ακüμα κÜτω απü τη γη μ' ανοιγμÝνα μÜτια, σα να ονειρεýεται.
¹ρθε üμως καιρüς κι ανÝλαβε το χρÝος των Χαλßλ ο Ασßκ Ιμπν Αβδοýλ Ιμπν
Σελßμ Ιμπν...Ιμπν Χαλßλ, που üταν γÝρασε κι Ýγινε κι αυτüς δερβßσης και μÜγος των Αλεβßδων, πÞγε κι αυτüς στον τÜφο του Νεμποý, Ýχυσε κρασß και στÜρι κι εßπε.
-"ΒλογημÝνος να 'σαι δερβßση μου. Μπορεß να μη τα καταφÝραμε να φτιÜξουμε παποýτζια με φτερÜ να πετÜν οι Üνθρωποι, αλλÜ δοθÞκαμε στη τÝχνη μας λες και πετοýσαμε μεις οι ιδιοι και φτιÜξαμε τα πιο ωραßα σαντÜλια για τις πριγκßπισσες στα χαρÝμια και φτιÜξαμε παποýτζια απü δÝρμα κÜπρου για τους δουλευτÝς στα χωρÜφια και μÜθαμε να καρφþνουμε την πρüκα, üχι για να κολλÜει το πüδι στη γη αλλÜ για να τρÝχει σα να καβÜλαγε αλüγατα του πολÝμου. ΒλογημÝνος να 'σαι δερβßση μου και συ και το τρελü üνειρü σου, που μας κρÜτησε ζωντανοýς".
Κι Ýγινε τüτε μεγÜλο μυστÞριο. ΛÝνε πως ο δερβßσης Νεμποý, που απü τις κατÜρες δεν εßχανε λιþσει οι σÜρκες του, πρüβαλε απü τον τÜφο του και πÝταξε σα να 'χε στα πüδια του παποýτζια με φτερÜ.
Ετσι λýθηκε η κατÜρα των Χαλßλ!
Το ΡοδÜκινο Της ΕρÞμου
Εßμαι διεφθαρμÝνος ως το κüκκαλο.
Λερþνω ü,τι αγγßζω.
Σε κÜθε γειτονιÜ που επισκÝπτομαι, χτßζεται πορνεßο.
Αγαπþ τη βρωμερÞ üψη των ανθρþπων κι αυτοß μου τη προσφÝρουν απλüχερα.
ΚÜτι τους δßνω κι εγþ γι' αντÜλλαγμα.
ΑνÞκω σε γενιÜ κατακτητþν.
ΚαμιÜ Üλλη αυτοκρατορßα δε φÜνηκε ως τþρα, τüσο ριζικÜ αποτελεσματικÞ.
Οι Üνθρωποι μας μισοýν, μας φοβοýνται και μας λατρεýουν.
Με üπλο τα φουσκωμÝνα πορτοφüλια μας, κατακτοýμε και λεηλατοýμε χþρες, σþματα και ψυχÝς.
Οι πιο γιγÜντιοι στρατοß του παρελθüντος, αποδειχτÞκανε παιδαριþδεις, μπρος στη βρωμιÜρικη δýναμÞ μας.
¸χω απüλυτη επßγνωση της διαφθορÜς που προκαλþ ΚΑΙ ΤΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΜΑΙ!
Μüλις Ýπεφτε το σοýρουπο, γÝμιζα το πορτοφüλι με τσαλακωμÝνα παλιüχαρτα και το τοποθετοýσα επιδεικτικÜ στη κωλüτσεπη, για να φουσκþνει και να καμαρþνω σα κüκορας.
¾στερα Ýβγαινα στους δρüμους της 'Ακαμπα.
¼πως üλοι οι κατακτητÝς, ξυπνÜμε την επιθυμßα üχι με κεßνο που 'μαστε, αλλÜ με κεßνο που εκπροσωποýμε.
Η μüνη διαφορÜ μας εßναι, πως εμεßς απλþς εκπροσωποýμε το ΜηδÝν.
Σαν το πορτοφüλι μου με τα τσαλακωμÝνα παλιüχαρτα.
ΧΑ!
-ΖακÜρ, ΡοδÜκινο Της ΕρÞμου, πüσο παρÜξενο να σε συναντÞσω, στις χÝρσες εκτÜσεις της 'Ακαμπα, Εγþ, ο Αγγελιαφüρος Του Μηδενüς-!
Η ¢καμπα καβουρδßζεται üλη μÝρα πÜνω στο ταψß, απü χαλßκια κι Üμμο, που την Ýριξε ο Θεüς των Πιστþν.
Ξυπνοýσα, πριν ανÝβει ο Þλιος, αν τýχαινε να κοιμηθþ το βρÜδυ, πρÜγμα σπÜνιο.
Στο στüμα μου εßχα πÜντα τη γεýση της γλυκειÜς, σκοýρας καραμÝλας.
Το σκοýρο δÝρμα των κοριτσιþν της 'Ακαμπα, Ýχει γεýση γλυκειÜς, σκοýρας καραμÝλας και μυρωδιÜ καψαλισμÝνου σανοý.
¸τρωγα κρÝας μ' ελιÝς σε μικρÝς πßτες και τραβοýσα στο ξενοδοχεßο.
Κοιμüμουν þσπου να πÝσει ο Þλιος, με μια υγρÞ πετσÝτα στο κεφÜλι.
Το σοýρουπο, ξανÜ 'βγαινα στους δρüμους.
ΚΑΘΕ σοýρουπο!
Τι μπορεß να κρýβει η Ýρημος, üταν πÝφτει ο Þλιος!
Βαθý γαλÜζιο και μικρÜ, σκοýρα μπλε στßγματα, διÜσπαρτα, Ýνα-δυο φωτÜκια κι ýστερα δειλÝς φλüγες, εδþ κι εκεß.
Το βαθý γαλÜζιο, απλþνεται ολοÝνα...
¸να μακρüσυρτο τραγοýδι, η μυρωδιÜ του καφÝ, η Ýντονη γεýση της γλυκειÜς, σκοýρας καραμÝλας.
-ΖακÜρ-
Εßμαι ερωτευμÝνος με την εικüνα της 'Ακαμπα, üταν πÝφτει η νýχτα...
¸χω ανεβεß στους αμμüλοφους, Ýξω απü τη πüλη.
Πασχßζω να κÜνω δικÞ μου αυτÞ την εικüνα.
ΔικÞ μου!
ΟΛΟΤΕΛΑ ΔΙΚΗ ΜΟΥ!
Να τη καταπιþ, üπως ο βüας καταπßνει, Ýνα παχουλü κουνÝλι.
Λßγο με νοιÜζει αν Ýπειτα εξαφανιστεß απü προσþπου γης.
Αρκεß να μεßνει για πÜντα στα σπλÜγχνα μου.
-Αυτüς εßναι ο τρüπος που αγαπþ τα πρÜγματα, ΖακÜρ.
ΠρÝπει να τα καταπιþ, πρÝπει να τα σκοτþσω.
ΠρÝπει να σκοτþσω ακüμα κι εσÝνα.
ΕσÝνα που αγαπþ περισσüτερο κι απü το βαθý γαλÜζιο της νýχτας...-
Η νýχτα που γνþρισα το μικρü ΡοδÜκινο Της ΕρÞμου, Üρχισε σαν τις Üλλες.
Διαπραγματευüμουν δυo μικρÝς Αιγýπτιες.
Ο ΑτζÝντης τους διαβεβαßωνε, πως μποροýσανε να γλýψουνε τις φτÝρνες τους με τη γλþσσα.
Χρησιμοποιοýσε τα χÝρια και τη κοιλιÜ του σαν υπομüχλιο, για να 'ναι παραστατικüς.
Μου χÜλασε το κÝφι.
Τον παρÜτησα στη μÝση του δρüμου.
ΣυνÝχισα να περπατÜω στα στενÜ σοκÜκια της 'Ακαμπα.
ΚÜποιοι με παρακολουθοýσαν.
Δεν Þταν ΑτζÝντηδες.
ΠαρÜξενο!
Πüδια ελαφρÜ.
Μüλις ακοýγονταν...
Η γεýση της γλυκειÜς, σκοýρας καραμÝλας, πλημμýρισε το στüμα μου.
ΣταμÜτησα.
¸βγαλα το πορτοφüλι και το Üφησα μπροστÜ στα πüδια μου.
Μια μικρÞ σιλουÝτα, μετακινÞθηκε.
Η ΖακÜρ ξεπετÜχτηκε απü τις σκιÝς των τοßχων.
ΣτÜθηκε απÝναντß μου και με κοιτοýσε, σα να 'μουν Ýνα τερÜστιο τοτÝμ, ψηλü, üσο τα ΖιγκουρÜτ της Oυρ.
Η ΖακÜρ εßναι κοριτσÜκι, δε πρÝπει να 'χει περÜσει τα δþδεκα.
Με τα δεδομÝνα της ΕρÞμου, μüλις πατÜ το κατþφλι της γυναßκας.
Αν εßχε γονεßς, θα τη παζαρεýανε τþρα.
Μα η ΖακÜρ δεν εßχε κανÝναν.
Αν τη ρωτÞσεις, θα σου πει πως τη γÝννησαν οι αμμüλοφοι, που εκτεßνονται ανατολικÜ της 'Ακαμπα.
ΠατÝρας της Þταν ο ΣΙΜΟΥΝ.
¹ρθε κοντÜ μου, πατþντας στις μýτες των μικρþν ποδιþν της.
ΠÞρε το πορτοφüλι μου και το Üνοιξε.
Τα τσαλακωμÝνα παλιüχαρτα σκορπßσανε στην Üμμο.
ΓÝλασε.
-"Η αδερφÞ μου σε περιμÝνει, 'Ανθρωπε Του ΒορρÜ"
Η αδερφÞ της, περßμενε σε μιÜ σκηνÞ, Ýξω απü τη πüλη, στο χþρο που στÞνανε τα πορνεßα.
Εßχε τη κßνηση ζαρκαδιοý και τη θÝρμη της σÜρκας που δεν υποτÜσσεται ποτÝ.
Η ΖακÜρ εξαφανßστηκε.
ΞÜπλωσα ρÜθυμα στις προβιÝς που 'χε απλþσει κατÜχαμα, η αδερφÞ της.
Μου πρüσφερε Ýνα μαυριδερü πιοτß.
¾στερα, στÜθηκε απü πÜνω μου κι Üπλωσε αργÜ τα χÝρια της, σιωπηλÞ σα τη νýχτα.
ΑφÝθηκα στα Ýμπειρα δÜχτυλÜ της, γουργουρßζοντας, üπως Ýνας παχουλüς γÜτος.
Τß να 'ταν;
Αιγýπτια, Περσßδα, Βαβυλþνεια;
Να 'χε ιστορßα Þ Þταν πιο παλιÜ απ' üλα τοýτα;
Πιο παλιÜ κι απü την Üμμο που σκÝπασε την ΕδÝμ.
Πιο παλιÜ κι απü τη λÜσπη του Τßγρη, που ρßχνεται ασταμÜτητα, σε μια γκρßζα θÜλασσα...
ΗΤΑΝ ΠΛΑΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΜΟ!
¸πεφτε ψÞλαθε, σαν αραιÞ βροχÞ.
Εßχε σκεπÜσει τις χουρμαδιÝς.
Εßχε σκεπÜσει τα πλßνθινα σπßτια κι ανÝβαινε αργÜ-αργÜ, στο αδυσþπητο κýλισμα των αιþνων.
¸θαψε τους Κρεμαστοýς ΚÞπους, τα ΖιγκουρÜτ, τα ΑνÜκτορα του ΣαβÜ, τις Επιτýμβιες ΣτÞλες.
Θα σκεπÜσει τις Πυραμßδες.
Θα σκεπÜσει εμÝνα και τη θολÞ υπüμνηση του ηδονισμοý, που συνοδεýει την αυτοκρατορßα μου!
-Θα 'μαι λοιπüν, στην αιþνια αγκαλιÜ σου, Γυναßκα Απü 'Αμμο.
ΖÝστανε το σþμα μου.
ΚÜλυψÝ με αργÜ-αργÜ, κρατþντας σφαλιστÜ τα χεßλη σου, στο χαμüγελο της Σφßγγας-.
-ΒουτηχτÞκαμε μαζß στη κοßτη του ΕυφρÜτη, ελπßζοντας σε μιÜν αναγÝννηση, που δεν Ýρχεται ποτÝ.
Τα νερÜ Þταν αντικατοπτρισμüς.
Δεν υπÜρχει νερü!
Μüνον η καφτÞ Üμμος, που κυλÜ στις φλÝβες σου, ΧωμÜτινη ΘεÜ...-
ΑλλÜ üχι, δε θ' αφÞσω να με σκεπÜσει η Üμμος.
ΕΓΩ εßμαι ο δυνατüς.
ΚÝρδισα το Βασßλειο Της Γης!
Τα μνημεßα μου θα μεßνουν για πÜντα.
Μπορþ να σε κατακτÞσω, ΠλÜσμα Της ΕρÞμου!
Μπορþ να ξεσφραγßσω τα χεßλη σου, εξαλεßφοντας μιÜ για πÜντα, το αινιγματικü χαμüγελü σου.
Μπορþ να σε κÜνω δικÞ μου, με το δικü μου κτηνþδικο κι οργισμÝνο τρüπο.
Με τα ακονισμÝνα μου δüντια που υπüσχονται πüνο κι ευχαρßστηση.
-Δυο καρβουνιασμÝνα μÜτια παρακολουθοýν κÜθε μου κßνηση.
Δε μπορþ να υποφÝρω το βλÝμμα σου, ΖακÜρ.
Γýρνα πßσω στο Σιμοýν και τους Αμμüλοφους, που σε γεννÞσανε.
Το τρομερü σου χαμüγελο δε μ' αφÞνει να 'μαι, αυτüς που εßμαι-.
¸νιωσα λοιπüν κι εγþ την αποτυχßα.
Το φüβο του αδýναμου.
Εγþ ο ΚατακτητÞς!
ΑπÝτυχα να κÜνω δικιÜ μου, μια μελαψÞ πουτανßτσα.
ΑνÜμεσα στα σκÝλια μου κρÝμεται Ýνα σÜπιο σκουλÞκι.
Η γυναßκα με το σκοýρο δÝρμα, τη γεýση της γλυκειÜς σκοýρας καραμÝλας, τη μυρωδιÜ του καψαλισμÝνου σανοý, τη ψυχÞ της 'Αμμου και με το αινιγματικü -υπÝροχο- χαμüγελο, με ταρακουνÜει, λυσσασμÝνη απü τον ανικανοποßητο πüθο.
Εßμαι λοιπüν ο κυρßαρχος της γης, ξÝνος κι εχθρικüς σε κÜθε μορφÞ ζωÞς που
εμφανßστηκε πÜνω στη ρÜχη της, αλλÜ εßμαι κι ο κυρßαρχος στο Βασßλειο Των Τρελþν, μια παρισινÞ αποκριÜτικη νýχτα.
Τßποτα παραπÜνω, απü μια βδÝλλα...
¸να παρÜσιτο!
ΧΑ!
Εγκαταλεßπω τις γυναßκες δακρυσμÝνες, με τα στÞθια ακüμα ορθÜ, να δαγκþνουνε τα χεßλια τους, στεßρες κι ανικανοποßητες.
-ΤΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΟΥ ΠΑΙΖΕΙΣ ΜΙΚΡΟ ΡΟΔΑΚΙΝΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ;
Η παρÜξενη φýση σου μ' αχρηστεýει.
ΠρÝπει να γλυτþσω απü το βλÝμμα σου, που με ακολουθεß παντοý.
ΠρÝπει να βρω τη πßστη μου.
ΠρÝπει να ξαναβρþ τον αντρισμü και τη πßστη μου σ' αυτüν...-
Τριγυρßζω τις νýχτες στη σκηνÞ της ΧωμÜτινης Γυναßκας, κρατþντας το χÝρι της ΖακÜρ, σα τον τυφλü Οιδßποδα.
Αναζητþ τον χαμÝνο μου αντρισμü, σε γιατροσüφια και μυστικÝς συνταγÝς.
Μα δε βρßσκω Üσυλο σε κανÝνα Κολωνü.
Μüνο το τρομερü γÝλιο της ΖακÜρ, κÜθε φορÜ που πÝφτω αποκαμωμÝνος στο πλÜú της αδερφÞς της.
¸παψα πια να παßζω.
Δε γεμßζω το πορτοφüλι μου με τσαλακωμÝνα παλιüχαρτα, μα με καθαρü, κουδουνιστü χρυσÜφι.
Το σκορπÜω στα πüδια των ηλικιωμÝνων μαγισσþν, με τα μακριÜ, στρεβλÜ δÜχτυλα και τα μαυρισμÝνα, σκληρÜ, γαμψÜ νýχια.
ΚατÜντησα να εκλιπαρþ τις υποσχÝσεις, üπως οι μικροß Üνθρωποι αυτοý του πλανÞτη.
¸κανα ΘεÜ μου την Ελπßδα.
Εγþ ο Αργυραμοιβüς της ΜοναξιÜς και της Απελπισßας.
ΑλλÜ τß σημασßα Ýχουν üλα τοýτα;
Μπορþ ν' αφÞσω τον εαυτü μου, σε κÜτι πολý μεγαλýτερο απü μÝνα...
Εßναι üμορφο να υποφÝρει κανεßς.
Το ανακαλýπτω σιγÜ-σιγÜ...
Η ΖακÜρ υποσχÝθηκε να μου αποκαλýψει το μυστικü της μητÝρας της.
Το μυστικü των Αμμüλοφων, που εκτεßνονται ανατολικÜ της 'Ακαμπα.
Εκεß κρýβεται η αρχÝγονη φýση του αντρισμοý μου.
Με οδÞγησε στη παραλßα της 'Ακαμπα, Ýνα μεσημÝρι που 'σκαζαν ως κι οι πÝτρες.
ΜπÞκαμε σε μια κüκκινη ψαρüβαρκα κι αφÞσαμε να μας παρασýρει το ρÝμα.
ΚÜπου-κÜπου, μου 'βρεχε το πρüσωπο με θαλασσινü νερü.
Μου 'δειξε με το δÜχτυλο, τις ταρÜτσες των σπιτιþν και ρþτησε τι Ýβλεπα σ' αυτÝς.
Τα μÜτια μου εßχαν θολþσει απü την αρμýρα και τη κÜψα.
¸χανα σιγÜ-σιγÜ τη δυνατüτητα να ξεχωρßζω περιγρÜμματα.
Οι μορφÝς σπÜζανε και μπερδεýονταν, στην ενιαßα απüχρωση του κßτρινου.
Οι εικüνες κι οι λÝξεις μου, κατÜντησαν ασυνÜρτητο μουρμουρητü.
Η ΖακÜρ στÜθηκε στο μÝσο της βÜρκας.
¸βγαλε üλα της τα ροýχα.
ΓυμνÞ σα την ¸ρημο, μου 'γνεψε να την ακολουθÞσω.
-"ΘÝλω να κοιτÜς πÝρα απü μÝνα, 'Ανθρωπε Του ΒορρÜ.
Το στÞθος μου εßναι κοριτσßστικο κι Üγουρο.
'ΑγγιξÝ το.
Τα δÜχτυλÜ σου εßναι παγωμÝνα.
Τρßψε τα χÝρια σου δυνατÜ.
Κüψε μια τρßχα απü τα μαλλιÜ μου.
Τýλιξε τη στη παλÜμη σου.
Εßδες;
Μεταμορφþθηκε σε φτερωτü Üλογο.
Ας ξεκινÞσουμε.
Εκεß κÜτω εßναι η 'Ακαμπα, η πüλη με τα χßλια φþτα και το αδιαπÝραστο σκοτÜδι.
Μια κüκκινη βÜρκα ταξιδεýει στη πüλη.
ΚÜποιος λÜμπει.
Δεν εßναι παρÜξενο;
ΚÜποιο απü τα παραμýθια της πατρßδας σου, ανεβοκατεβÜζει τα κουπιÜ.
Τα κουπιÜ σαρþνουν τις ταρÜτσες των σπιτιþν.
Η πüλη γκρεμßζεται, καθþς η βÜρκα γλυστρÜει αθüρυβα απü πÜνω της.
Τß σου θυμßζει ο κωπηλÜτης;
ΚρατÜ στα δüντια του κοφτερü δρεπÜνι.
Κοßταξε, η 'Αμμος σκεπÜζει τα ερεßπια.
Στη καρδιÜ της ΕρÞμου, φυτρþνει Ýνα ΡοδÜκινο.
Η βÜρκα κλυδωνßζεται στους Αμμüλοφους.
Ο Σιμοýν τη καταπßνει.
Εßσαι ερωτευμÝνος μαζß μου, 'Ανθρωπε Του ΒορρÜ.
Εßμαι πολý μικρÞ ακüμα.
Θα σου δþσω Ýνα φιλÜκι στο μÝτωπο.
ΠρÝπει να το δεχτεßς χωρßς να με καταβροχθßσεις.
Η καημενοýλα η αδερφÞ μου, Ýχει ακüμα τα σημÜδια απü τα δüντια σου, στο μπρÜτσο της.
Εßσαι üμορφος μ' αυτÜ τα γκρßζα μαλλιÜ.
Κι εγþ εßμαι ερωτευμÝνη μαζß σου, αλλÜ μ' Ýνα τρüπο που δε μπορεßς να καταλÜβεις.
Ας κατÝβουμε.
Η νýχτα Ýρχεται κι η αδερφÞ μου σε περιμÝνει".
ΜικρÞ ΜÜγισσα της ΕρÞμου, ξÝρω πως κÜτι Ýχεις να μου μÜθεις, αλλÜ μου ξεγλυστρÜς κÜθε φορÜ που αγγßζω τ' Üγουρο στÞθος σου.
ΚÜτι μÝσα μου αντιστÝκεται στον αρχαßο τρüπο που εσý ξÝρεις ν' αγαπÜς.
ΚαλÞ μου ΖακÜρ, μüνο αν σε καταπιþ ολÜκερη θα καταλÜβω το μυστικü σου.
Οι Αμμüλοφοι πρÝπει να βαφτοýν πορφυροß, για να διαρραγοýν και να ξανÜρθει, στη θÝση τους, η ΕδÝμ.
Μην αργεßς λοιπüν.
ΚÜτω απü το ξεκοιλιασμÝνο στρþμα μου, κρýβω το μαγικü μαχαßρι που δε πονÜ.
Θα νιþσεις μονÜχα, Ýνα τρυφερü, δροσερü χÜδι στο λαιμü και τßποτ' Üλλο.
Στο υπüσχομαι Μικρü ΡοδÜκινο Της ΕρÞμου.
Μüνο Ýνα τρυφερü, δροσερü χÜδι κι ýστερα θα ταξιδÝψουμε μαζß, στη Χþρα της ΓλυκειÜς, Σκοýρας ΚαραμÝλας.
Η αδερφÞ σου θα νιþσει πÜνω της, τη δýναμη μου και το ζωþδη αντρισμü, που συνοδεýει τους κατακτητÝς.
¸λα λοιπüν γλυκειÜ, μικρÞ μου ΖακÜρ.
Τþρα πια ξÝρω:
Η ΜητÝρα σου η 'Αμμος, θα σκεπÜσει κÜποτε κι εμÝνα, üπως σκÝπασε τη Νινευß.
ΑλλÜ ως τüτε θα 'χω προλÜβει να πÜρω την εκδßκησÞ μου...
------------------ --------------------