Αρτοκλασία
Μετά το καθιερωμένο σαββατιάτικο γεύμα, στη συζήτηση για τα συμβάντα της βδομάδας και τα σχέδια για την Κυριακή, πιστοποιητικού εμβολιασμού επιτρέποντος, ο φίλος, διακόπτοντας προτάσεις του είδους «Πάμε στον Ραμνούντα και τρώμε εκεί» και «Το Κάλλος πρέπει να δούμε οπωσδήποτε», σχολίασε ότι είχαμε κανονίσει το γεύμα σήμερα και δυστυχώς έχασαν τον εσπερινό στη Μεσοσπορίτισσα στην Ελευσίνα, που έχει πάει πρόπερσι και ήταν ένα χάρμα, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Τον έχασαν; Γιατί, τι ώρα είναι; Στις 5; Μα και βέβαια προλαβαίνουν.
Χωρίς πολλά πολλά, άλλαξαν παπούτσια και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Καφέ θα έπιναν εκεί…
Δεν περίμενε βέβαια και τίποτα σπουδαίο, αν και εμπιστεύεται το κριτήριο του φίλου, όμως η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική, οι ωραίες κρύες μέρες με λιακάδα στην Αττική, ένας περίπατος σίγουρα καλύτερος από το νυσταγμένο άραγμα στον καναπέ!
Είχαν πολλοί την ίδια ιδέα, διάσημος φαίνεται ο εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας| Πήχτρα ο κόσμος στον πεζόδρομο, το παρκάρισμα αρκετά αγχώδες. Όμως ο ήλιος και η ανοιχτωσιά, όπως και ο αυστηρός έλεγχος για πιστοποιητικά και ταυτότητες, τους χαλάρωσαν κι άρχισαν να σκαρφαλώνουν αργά αργά την οδό προς το Τελεστήριο, κρατώντας τις αποστάσεις από τους προσκυνητές που ήδη επέστρεφαν και από τους βιαστικούς που τους προσπερνούσαν. Το πανάρχαιο πηγάδι, οι σπηλιές του Πλουτωνείου (είναι ή δεν είναι εδώ η αγέλαστη πέτρα; Αλλά, σάμπως και τι νόημα έχει, όλες οι πέτρες αγέλαστες είναι για τις πενθούσες…), οι κερκίδες του Τελεστηρίου, η θέα από τη Φιλώνεια στοά τους δημιούργησαν εκείνη την ειδική, ευχάριστα ασαφή διάθεση των αρχαιολογικών χώρων. Μπορεί να μη φαντάζεσαι την ακριβή μορφή τους (ύστερα πόση ακρίβεια πια να έχει αυτή η μορφή, όταν είναι μαζί ερείπια από χίλια τόσα χρόνια, το ένα πάνω στο άλλο; ), αλλά ε, υπάρχει μια αύρα, φαντάζεσαι τη συγκέντρωση των χιλιάδων μυστών και προσκυνητών, κάποτε, προσκυνητών με βάσανα σαν και τα δικά μας και χειρότερα και ανεβαίνεις ψυχολογικά, παρηγοριέσαι. Είναι και τα υπέροχα ανάγλυφα στάχυα, εκείνο το δεμάτι δεξιά, ομορφιά, κάλλος από το τίποτα…
Προχώρησαν κι ανέβηκαν, χαζεύοντας και φωτογραφίζοντας, ως το πλάτωμα μπροστά από το κλειστό βέβαια, τέτοια ώρα, μουσείο και άρχισε να πυκνώνει η ουρά για το ανέβασμα στο εκκλησάκι , στην κορφή του βράχου. Όχι, εδώ δεν ήθελαν πιστοποιητικά, αλλά φύλακες άφηναν να ανεβαίνουν την τελική σκάλα δέκα δέκα άνθρωποι, αφού μετρούσαν δέκα να κατεβαίνουν. Ωραία ευκαιρία για σχόλια η ουρά! Η δίπλα είχε ζυμώσει πρόσφορο, οι πίσω κρατούσαν μια πανέρα με τέσσερις πέντε άρτους , ωραία τσουρεκοειδή στρογγυλά καρβέλια σε wrap. Η τελική σκάλα κουραστικά απότομη, ένα είδος δοκιμασίας, και απάνω πυκνή η συγκέντρωση των μασκοφόρων κανηφόρων που έχοντας αποθέσει τα κάνιστρα και τους άρτους χάμω, σε ένα κιλίμι (έναν πελώριο σωρό…), περίμεναν τους παπάδες να τελειώσουν τον εσπερινό στο σκοτεινό εκκλησάκι για να διαβάσουν την ευχή υπέρ υγείας. Σε ένα μανουάλι, δίπλα, μια εφευρετική «νεωκόρος» είχε σχηματίσει έναν κώνο με τα κεριά και υποδείκνυε στους επόμενους να προσθέσουν το κερί τους λοξά στον κώνο. Τεράστια φλόγα, χαρούμενη, σαν πυρσός. Χωρίς κανένα κίνδυνο να τη σβήσει ο αέρας.
Δεν είχαν προσφορές (δεν τα πιστεύουν κιόλας αυτά…), οπότε απομακρύνθηκαν στα κράσπεδα του βράχου για λίγο και μετά κατέβηκαν, ας μη στερούν την πρόσβαση στους επόμενους. Ο καθαρός ουρανός είχε αρχίσει να συννεφιάζει κάπως και , ώρα της δύσης, τα σύννεφα γίνονταν σκούρα κόκκινα, εντυπωσιακά. Εντυπωσιακά μπορεί να γίνονται και τα άλλα απογεύματα, αλλά μέσα από το διαμέρισμα πώς να τα δεις; Πάντως τώρα άξιζαν το χάζεμα και τη φωτογράφιση.
Και ενώ φωτογράφιζαν και συζητούσαν για την Ελευσίνα, ό,τι θυμόταν ο καθένας από διαβάσματα και προηγούμενες επισκέψεις, τους έφτασαν βιαστικοί οι πρώτοι κανηφόροι και κανηφόρες. Και τους πρόσφεραν, οι άγνωστοι, κομμάτια (κομμάτες!) ζαχαρωμένου άρτου, ό,τι είχαν αρχίσει να πεινάνε κιόλας. Χαμογέλασαν μια δυο φορές, είπαν «βοήθειά σας» και μετά τους έμεινε μόνιμο το χαμόγελο, να υποδέχονται τις προσφορές. Προσφορές στην Παναγίτσα (μικρούλα ήταν όταν πήγε στον ναό, και τις εκκλησιές των Εισοδίων τις λένε Παναγίτσες…), αλλά και ευωχία για τους προσκυνητές και τους περαστικούς.
Έπαψε να αισθάνεται περαστική! Να της έφτιαξε τη διάθεση η ζάχαρη του γλυκού; Πάντως άρχισε να μη φοβάται πια το πλήθος (για πρώτη φορά, κοντά δυο χρόνια τώρα…), σκέφτηκε πάλι τι ωραίο πράγμα είναι αυτές οι παραδοσιακές γιορτές, σαν το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο, οι τελετές όπου συμμετέχεις χωρίς κόπο, χωρίς λόγο, ταπεινά και χαρούμενα. Που είναι ίδιες πέρυσι και πρόπερσι, θα είναι ίδιες και στο μέλλον. Και οι άνθρωποι θα τις βιώνουν με χαρά, μοιράζοντας και τρώγοντας τους άρτους σε κοινά δείπνα υπέρ υγείας!
Αποσύρθηκε λίγο στη στοά του Φίλωνα, ο κόσμος λιγόστευε. Ήρθε όλη η παρέα και έμειναν αμίλητοι να κοιτούν τη θάλασσα, μασουλώντας. «Την ίδια θάλασσα θα έβλεπαν και οι Μύστες» αστειεύτηκε ο άντρας της ανεβάζοντας το φερμουάρ στο μπουφάν του «αλλά μάλλον δεν θα κρύωναν. Δεν πιστεύω να έκαναν τα μυστήρια χειμώνα καιρό…».
Δεν τα έκαναν χειμώνα καιρό! Τα έκαναν με καλοκαιριά, για να μπορούν να μένουν έξω τη νύχτα. Εξάλλου τώρα είναι καιρός της σποράς και η σπορά δεν αφήνει περιθώρια για γιορτές και πανηγύρια. Μην κοιτάς που τώρα με ένα τρακτέρ μπορείς να σπείρεις όλο τον κάμπο της Ελευσίνας σε μια βδομάδα. Και, εξάλλου, ποιον κάμπο; Ο περισσότερος κάμπος είναι βιοτεχνίες και εργοστάσια…
Αλλά τα ζούσαν. Προσπάθησε να σκεφτεί εκείνο το «μυστήριο», των πρώτων γεωργών που ρίχνουν τον σπόρο, τον καρπό (τον καρπό που θα μπορούσαν να κρατήσουν για να φάνε στις πείνες του χειμώνα που έρχεται), στη γη με την ελπίδα να φυτρώσει και να αυγατίσει. Είχαν και την ελπίδα, από την εμπειρία. Δεν θα είχαν όμως και τον φόβο; Σίγουρα θα τον είχαν. Δεν τους στήριζαν και οι πρόοδοι της γεωπονικής επιστήμης…
Και σιγά σιγά θα έκαναν τον φόβο τους δράμα, και του έδωσαν μορφή στον χωρισμό και την ένωση της Δήμητρας και της Περσεφόνης, της θεάς και της κόρης, του γεννήματος, του σπόρου της.
Οι Μύστες. Που έρχονταν, λέει, και μυούνταν και ξεπερνούσαν τον φόβο του θανάτου. Είναι δυνατόν;… Ίσως και να είναι. Για λίγο. Ίσως, σε αυτόν τον ωραίο τόπο, με μουσικές και υποβλητικές προσευχές, με ευωχίες και κυκεώνα, με αυτή την αίσθηση του μαζί, να έμπαιναν, ασυναίσθητα, στο σύνολο, να αποκτούσαν ισχυρή κοινή ταυτότητα, να περνούσε στο μυαλό τους και να φύτρωνε η εικόνα ότι, μετά τον δικό τους θάνατο, οι αγαπημένοι δικοί τους, εκεί δίπλα, θα εξακολουθούσαν να ζουν, να υπάρχουν, να γιορτάζουν. Ότι θα μπορούσαν και οι ίδιοι να είναι σαν τον σπόρο, να ξανακαρπίζουν κάποτε.
Είπε τη σκέψη της στους άλλους. Τη χλεύασαν χαϊδευτικά. «’ντε, βρε, πώς σου ’ρθε να βάλεις την ινδική μετενσάρκωση στα Ελευσίνια με το έτσι το θέλω; Αφού τίποτα δεν ξέρουμε. Κάνα ψυχοτρόπο θα κατανάλωναν και μαστούρωναν».
Δεν θέλησε να επιμείνει. Πίστευαν και κάποιοι Έλληνες στη ζωή μετά τον θάνατο, και στη μετενσάρκωση πιθανόν, τι λέει ο μύθος του Πλάτωνα, αν πας λίγο παρακάτω από την τιμωρία του Αρδιαίου εκείνου; Αλλά πράγματι, μαρτυρίες να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο δεν μπορεί να σκεφτεί. Ας είναι. Πάντως η ίδια, αυτή την ώρα το σκέφτηκε αυτό. Την ωραία συνέχεια της ζωής, όπως τη δείχνουν οι τελετές. Ούτε την πανδημία λογάριαζε, ούτε τις αρρώστιες, ούτε είχε καμιά έγνοια. Κοίταζε τη θάλασσα και τα κόκκινα, ακόμα, σύννεφα, κι ανάσαινε με απόλαυση.
Ε, να, ίσως ο αρχαιολογικός χώρος! Βοήθειά μας.
Βγαίνοντας είδαν ότι είχαν ήδη εξαντληθεί τα ποτηράκια με τους βρασμένους σπόρους που πουλούσε ο τοπικός σύλλογος , το απαραίτητο στοιχείο-προσφορά της Παναγιάς της Μεσοσπορίτισσας, «Ποσπορίτσα» την έλεγαν στο χωριό της. Δεν πειράζει, του χρόνου…
Από Τις Σκουριές
Υπήρξε και κάτι καλό στον κοροναϊκό εγκλεισμό. Μάθαμε, όσοι τυχεροί δεν μένουμε σε πυκνοκατοικημένα κέντρα, τα ρυάκια της περιοχής μας, τις αλάνες, τα οικόπεδα με τις μαργαρίτες. Μικρο-τοπία. Με τη μάσκα και τον φόβο κάνεις τη βόλτα και βλέπεις την αλλαγή των εποχών στα πλατάνια στο ρέμα και στα λουλούδια των άδειων οικόπεδων. Η διαδρομή είναι σχεδόν δεδομένη, ίδια, ασφαλής αφού επιλέγεται ώστε να παρακάμπτει ουρές μπροστά από καφέ και σουβλατζίδικα και τράπεζες, ξεκούραστη, αφού τριγυρίζει αποφεύγοντας τις ανηφοριές, ευχάριστη, αφού επιλέγονται οι δρόμοι με τα ωραία σπίτια και την αρύτερη κίνηση. Αλλά, κατάντησε κάπως βαρετή…
Πώς, λοιπόν, να γιορτάσουμε την Πρωτομαγιά, που επιτράπηκαν και οι μετακινήσεις; Ε, ας βγούμε λίγο στη θάλασσα! Όμως, το ίδιο, προφανώς, σκέφτηκαν πάρα πολλοί, οπότε στο Λαύριο ήταν γεμάτα όχι μόνο τα παγκάκια στο λιμάνι, όχι μόνο οι πάγκοι στα καφέ, αλλά και τα ενοικιαζόμενα σκάφη στη μαρίνα είχαν κόσμο μέσα κι αυτά, ενοικιαστές ή ίσως απλώς πρόσκαιρους καταληψίες των καταστρωμάτων τους.
Ο φόβος, θρεμμένος και από κάτι τελευταίες κορονοαπώλειες, ήταν ισχυρότερος από την κοινωνική μας διάθεση, οπότε, όπου φύγει φύγει. Και πού να «φύγει»; Ας πάμε πέρα από το λιμάνι, προς την ακτή ανατολικά, να περπατήσουμε τουλάχιστον λίγο, να γράψει κι ο βηματομετρητής τίποτα…
Δεν είναι ωραία προς τα κει. ’δειες εκτάσεις, ερείπια κτιρίων, σωροί με σκουριασμένες πέτρες, τα απορρίματα των μεταλλείων, κατακουτσουλισμένες διαβάσεις. Αποφεύγαμε να κοιταχτούμε καν, μην και ρίξει ο καθένας μας στον άλλον την ευθύνη για την επιλογή του Λαυρίου που, να! Ούτε να περπατήσεις δεν μπορείς, τι πρωτομαγιά να κάνεις εδώ πια;
Αλλά, τι είναι τούτο; Δίπλα στη θάλασσα, αυτό το μωβ;
Αμάραντα! Αμάραντα, χιλιάδες, μωβ αμάραντα λουλουδάκια, φυτρωμένα ανάμεσα στις μαύρες, αιχμηρές και γυαλιστερές πέτρες με τον μόλυβδο, δίπλα στο νερό. Και η μιζέρια μας έκανε πέρα, εξαφανίστηκε, δεν μας ξαναενόχλησε. Και το μαύρο νερό, μαύρο από τα μπάζα στην παραλία και στον βυθό του, έδειξε λαμπερό κι αυτό, και οι σκουριές άρχισαν να φαίνονται σαν επιβλητικό χαρακτηριστικό του τοπίου και ο ερειπιώνας έμοιαζε πια σαν σκηνογραφία σε ταινία του Αγγελόπουλου.
Μου φαίνονται μελό συνήθως οι εκστατικές περιγραφές της φύσης και, όταν τις διαβάζω στα μυθιστορήματα, πάω στην παρακάτω παράγραφο. Το ίδιο και οι φωτογραφίες στο Διαδίκτυο με τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και τα ανθισμένα λιβάδια και τα τέτοια. Όμως εδώ, με τούτα τα θραψερά αμάραντα μες στο σκουπιδαριό, ένιωσα χαρά, χαρά μεγάλη. Και μάλλον δεν ήταν που γλύτωσα το δεκάρικο να αγοράσω αμάραντα από τη λαϊκή. Όχι. Νομίζω ότι ήταν που είδα πως και στο ζοφερό, μολυβένιο τοπίο, μπορούν με την άνοιξη να βγαίνουν κι αμάραντα, κι από αγκάθι να βγαίνει ρόδο, λοιπόν…
Και κάναμε και ένα ωραιότατο μαγιάτικο στεφάνι που τόσες μέρες τώρα και ακόμα δεν έχει κρεμάσει μαραμένο, όπως πέρυσι εκείνο με τις μαργαρίτες και τα τριαντάφυλλα…
Μάης 2021