Περίληψη
Ένας δρόμος-πόνος ήταν για χρόνια πολλά η ζωή της Αγγελικής. Γι’ αυτό και δεν θέλησε ποτέ μέχρι τώρα να μιλήσει στην κόρη της γι’ αυτή. Δεν ήθελε να μάθει η Ιωάννα της πόσα πέρασε, πόσο στ’ αλήθεια υπέφερε ώσπου να βρει λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Μέσα στο σκοτάδι όπου ζούσε, η κόρη της ήτανε πάντα το φως και δεν μπορούσε να της ματώσει την ψυχή λέγοντάς της τις πικρές της αλήθειες.
Ωστόσο, να που έφτασε ο καιρός ν’ ανοίξει την καρδιά της και να μιλήσει για όλ’ αυτά που την πλήγωσαν, για το φευγιό από έναν άντρα τύραννο και από μια κοινωνία καταπιεστική, για τον αγώνα της για επιβίωση και για την πτώση της στην πορνεία.
Λίγες μικρές χαρές και πολλές μεγάλες λύπες σημάδεψαν τον δρόμο της. Η κόρη της την έσωσε από τον ολοκληρωτικό χαμό και κάποιοι από μηχανής θεοί τη βοήθησαν να βρει και πάλι τη χαρά της ζωής.
Αυτή είναι η ιστορία της πόρνης, της Αγγελικής, μιας αγίας εν αναμονή.
Έγραψαν για το βιβλίο:
«Έχω διαβάσει όλα σχεδόν τα βιβλία του Λάκη Φουρουκλά και ποτέ δεν έπαψε να με συναρπάζει η σαφής, εναργής και φιλοσοφημένη γραφή του και ο έντεχνος λόγος του. Γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, ο συγγραφέας εισχωρεί βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων του και βγάζει με πολλή μαεστρία τα εσώψυχά τους στο φως της μέρας, οδηγώντας τον αναγνώστη σε ταύτιση και ενδοσκόπηση».
Όμηρος Αβραμίδης, συγγραφέας
«Ο τρόπος που γράφει ο Φουρουκλάς είναι περίτεχνος. Δε περιορίζεται στην επιφάνεια, αλλά βουτάει στον βυθό. Δεν κάνει διαρκώς βουτιές στον βυθό, αλλά τις ντύνει με πρωταγωνιστικούς ρόλους».
Αντρέας Κούνιος Εφημερίδα «Αλήθεια» Κύπρος
Αποσπάσματα
Ιωάννα,
Καλό μου παιδί, Ιωάννα μου! Να, που σου κάνω ένα δώρο -αν κι εγώ δεν το θεωρώ τέτοιο- το δώρο που πάντα ζητούσες, την ιστορία της ζωής μου! Συγχώρεσέ με, ψυχή μου, που διάλεξα αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο για να στην πω, όμως δε γινόταν αλλιώς. Δε θα μπορούσα να τη διηγηθώ διαφορετικά. Δε θα είχα τα λόγια. Δε θα είχα τον τρόπο. Ελπίζω να με καταλάβεις. Ή μάλλον, ξέρω ότι θα με καταλάβεις, κι απλά ελπίζω να μη σε πληγώσω, γιατί δε σου πρέπει. Όχι, δε σου πρέπει, καρδούλα μου. Εσένα σου πρέπουνε μόνο το χαμόγελο και η χαρά, η ευτυχία.
Ένας δρόμος-πόνος ήταν η ζωή η δικιά μου για χρόνια πολλά, Ιωάννα. Ένας δρόμος-πόνος. Γι’ αυτό και δε θέλησα ποτέ πριν να σου μιλήσω γι’ αυτή. Δεν ήθελα να μάθεις τι πέρασα, πόσα πέρασα, πόσο υπέφερα, ώσπου να βρω λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν ήθελα να έχεις ιδέα καμιά για το φαρμάκι της ζήσης μου – όχι ακόμα. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια πολύ που εσύ δε θα περάσεις ποτέ απ’ τα μονοπάτια που περπάτησα, που ποτέ δε θα ζήσεις το δράμα το δικό μου. Μέσα στο σκοτάδι, όπου ζούσα, πάντα ήσουνα το φως· να το ξέρεις αυτό, καλή μου.
Τώρα, καθώς τα χρόνια πέρασαν, καθώς οι πληγές λίγο πολύ επουλώθηκαν, καθώς οι μνήμες πήραν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν, τώρα νιώθω πως όλα έγιναν όπως ακριβώς έπρεπε να γίνουν. Και δε μετανιώνω για τίποτα, για τίποτα απ’ αυτά που έκανα. Και δε διαγράφω τίποτα, τίποτα απ’ αυτά που έπαθα, καθώς έμαθα. Έμαθα τα μαθήματά μου. Έμαθα να εκτιμώ το καθετί σαν κάτι το μοναδικό, σαν μια ξεχωριστή πράξη, σαν μια ιδιαίτερη στιγμή, σαν μια ακόμα σημαντική ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό της ύπαρξής μου.
*
Με το ζόρι, με απανθρωπιά και βία γίνανε όλα. Με το ζόρι τη ντύσανε και της φτιάξανε όπως όπως τα μαλλιά, όσο τους άφησε παλεύοντας εκείνη, με τη βία την οδήγησαν στη ξέχειλη από κόσμο του χωριού εκκλησιά, όπου σπεύσανε προφανώς όλοι οι χωριανοί για να γίνουν μάρτυρες από πρώτο χέρι της δυστυχίας που θα γεννιόταν. Ωστόσο, είχε πια παραδοθεί. Είχε παραδοθεί στη μοίρα της, στο πεπρωμένο που κάποιοι άλλοι είχαν γράψει για κείνη. Υπέμεινε καρτερικά την τελετή, συμμετείχε δίχως κέφι, σχεδόν αμίλητη, στο γλέντι που ακολούθησε, όπου όλοι γιόρταζαν λαμπρά ένα γεγονός που αυτή η ίδια κάθε άλλο παρά χαρμόσυνο ένιωθε.
*
Η Ιωάννα, χαμογελώντας πλατιά, λες από ένα προαίσθημα χαρούμενη, την ακολουθούσε, κρατώντας τη φούστα της σφιχτά, με βηματάκια γρήγορα και χοροπηδηχτά και όλο τη ρωτούσε:
«Πού πάμε, μαμά;»
«Στη λευτεριά, αγάπη μου», της απαντούσε εκείνη. «Στη λευτεριά!»
*
Και στο τέλος, εκείνο που φοβότανε έγινε. Κάποια μέρα το αφεντικό της επέστρεψε στο σπίτι νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως και την έπιασε και πάλι εξ απροόπτου, την αιφνιδίασε. Καθώς συγύριζε το μεγάλο υπνοδωμάτιο, όπως και την προηγούμενη φορά, την πλησίασε από πίσω αθόρυβα, χωρίς να τον αντιληφθεί, και την έκλεισε μ’ οργισμένη δύναμη στην αγκαλιά του, προτού προλάβει ν’ αντιδράσει. Έχοντάς την έτσι, υπό την απόλυτη εξουσία του καθηλωμένη, την παρέσυρε με βία προς το συζυγικό κρεβάτι, που εδώ και καιρό μαράζωνε από την έλλειψη έρωτα, της έβγαλε με κινήσεις απότομες και σκληρές τη φούστα και το εσώρουχο κι έπεσε από πάνω της.
*
«… Οι άντρες κάποιες φορές γίνονται χτήνη, αλλά κατά βάθος οι περισσότεροι απ’ αυτούς είν’ ακόμα παιδιά. Τους αρέσουν τα μεγάλα λόγια, το να πουλάνε μούρη, οι τσαμπουκάδες, αλλά την ίδια ώρα διψάνε και για λίγη κατανόηση, προπάντων τρυφερότητα, κάποια να τους αγκαλιάσει και να τους ακούσει».
«Μα…»
«Δεν έχει μα! Αυτή είναι η αλήθεια, απλά και ξάστερα. Κι αν θέλεις πραγματικά να μπεις σ’ ετούτον τον κόσμο, πρέπει να συνηθίσεις στην ιδέα –όσο πιο νωρίς, τόσο το καλύτερο– ότι είτε σου αρέσει είτε όχι, πρέπει να προσφέρεις, όποτε παραστεί η ανάγκη, μια κάποια παρηγοριά στον πελάτη, να του τονώνεις το ηθικό, ακόμα και να παριστάνεις ότι ζηλεύεις όταν πάει με άλλη γυναίκα».