Το μυρωμÝνο λιβÜδι üπου διασκεδÜζουν οι αισθÞσεις, Ýνα απü τα αριστουργÞματα της αραβικÞς ερωτικÞς λογοτεχνßας, γρÜφτηκε μετÜ απü παραγγελßα του βεζßρη του σουλτÜνου της Τýνιδας. ¼μως, διατηρεß ακÝραια τη πηγαßα αμεσüτητα της αραβικÞς θυμοσοφßας, περιγρÜφοντας -Üλλοτε με αφÝλεια κι Üλλοτε περισποýδαστα, πÜντα, ωστüσο, με χÜρη και με γνþση- üλες τις μορφÝς του σαρκικοý Ýρωτα και την τεχνικÞ τους, παραθÝτοντας ποικßλες πρακτικÝς συμβουλÝς και διανθßζοντας με χυμþδη ανÝκδοτα και πιπερÜτες ιστοριοýλες. Μα πρþτα απ üλα, εßναι Ýνας ýμνος στον Ýρωτα, στο κορμß και στο Θεü που προßκισε τους Üντρες και τις γυναßκες με το σþμα και τα μÝλη του, για να τα χρησιμοποιοýν και να τα απολαμβÜνουν: μια αραβικÞ ελεγεßα στις χαρÝς των αισθÞσεων, που μÝσα της ανακλαδßζεται νωχελικÜ, πλανεýτρα παθιÜρικη και μαυλßστρα η ΑνατολÞ, καλþντας τον αναγνþστη σε Ýνα ονειρικü ταξßδι σε αναζÞτηση της χαρÜς του κορμιοý, χωρßς κανÝνα ταμποý, απιθþνοντÜς τον ανÜλαφρα πÜνω σε Ýνα ιπτÜμενο χαλß για να ζÞσει Μßα απü τις Χßλιες και μßα νýχτες.
(απüσπασμα απü το βιβλßο του Αμποý ΑμπνταλÜχ ΜουχÜμαντ Αλ ΝαφζÜουι "Το ΜυρωμÝνο ΛιβÜδι ¼που ΔιασκεδÜζουν Οι ΑισθÞσεις" που γρÜφτηκε το πρþτο μισü του 15ου αιþνα στην Τυνησßα, κατÜ παραγγελßα του σουλτÜνου Αμποý Φαρßς.)
-------------------------------------------------------------------------------------------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ: οι πονηριÝς των γυναικþν
ΜÜθε, ω βεζßρη -ο Θεüς να σε σπλαχνιστεß- πως οι γυναßκες Ýχουν απüθεμα απü πολλÝς πονηριÝς, πως οι απÜτες τους εßναι εκπληκτικÝς, πιο πολυμÞχανες ακüμα και απü εκεßνες του ΣατανÜ. Ο ΕπουρÜνιος Θεüς λÝει στο ΚορÜνι: «Οι απÜτες του ΣατανÜ Þταν μεγÜλες, των γυναικþν üμως αποδεßχτηκαν ακüμα πιο αποτελεσματικÝς, ενþ του ΣατανÜ εξασθÝνησαν».
Διηγοýνται πως Ýνας Üντρας αγαποýσε μια γυναßκα που εßχε κορμß τÝλειο, καλλονÞ, κορμοστασιÜ μεγαλüπρεπη κι αρμονικÜ μÝλη. Της Ýστειλε πολλÝς φορÝς μηνýματα, σκüνταφτε üμως στην ÜρνησÞ της να ανταποκριθεß στον ερωτÜ του. ΣπατÜλησε μεγÜλη περιουσßα για να κÜνει δþρα σ' αυτÞ τη γυναßκα, χωρßς να βρει τον δρüμο που οδηγοýσε στη καρδιÜ της. Μια μÝρα, επισκÝφτηκε μια γερüντισσα πολý μεγÜλης ηλικßας και της Üνοιξε τη καρδιÜ του.
-"Αν εßναι θÝλημα Θεοý", του εßπε κεßνη, "θα σε κÜνω να φτÜσεις το σκοπü σου. Δεν το ξÝρεις πως ο Θεüς μας Ýκανε πιο ικανÝς στην απÜτη ενþ αποδυνÜμωσε τον ΣατανÜ";
Τα λüγια αυτÜ δþσανε στον Üντρα μεγÜλη χαρÜ. Η γερüντισσα πÞρε τις πληροφορßες της για το σπßτι που κατοικοýσε η ωραßα, για να πÜει να την επισκεφτεß. Της εßπαν πως το σπßτι αυτü το φýλαγε μια σκýλα που δεν επÝτρεπε σε κανÝνα να μπει, φυλακßζοντας ακüμα και το πουλß στον αÝρα, εμποδßζοντÜς το να κατÝβει στο Ýδαφος. Μüλις το Ýμαθε αυτü η γερüντισσα ετοßμασε φαγητü απü κρÝας ζυμωμÝνο με αλεýρι κι Üλλα παρüμοια. Το τýλιξε και το πÞρε μαζß της μÝχρι που μπÞκε στο σπßτι. Τüτε μονÜχα Ýβγαλε το φαγητü αυτü. Σαν το εßδε η σκýλα, πÞδησε απü χαρÜ κι Ýκανε καλÞ υποδοχÞ στην επισκÝπτρια. Εκεßνη Ýδωσε το φαγητü. Το ζþο το Ýφαγε, ενþ η γερüντισσα το χÜιδευε στην ρÜχη λÝγοντας:
-"Τι ευχÜριστο αντÜμωμα, αδερφοýλα μου! Τι ωραßα Ýκπληξη, ω εσý που πÞρες τη θÝση της κüρης που λαχταροýσα να αποκτÞσω! Τι χαρÜ να σε βλÝπω, ω πολυαγαπημÝνη μου, ω συγγενÞ μου, ω εσý που εßσαι καλýτερη απü τους παρÜδες"! Στο μεταξý, η γυναßκα, η κυρÜ του σπιτιοý, παρακολουθοýσε το θÝαμα αυτü και το ξÜφνιασμα της μεγÜλωνε ολοÝνα. Ρþτησε:
-"Ω γερüντισσα, τι σημαßνουν αυτÝς οι πρÜξεις κι οι χειρονομßες σου; Και πρþτα απ' üλα, γιατß εßσαι η μüνη που μπüρεσες να μπεις στο σπßτι, ενþ η σκýλα δεν αφÞνει κανÝναν; ¸πειτα, πþς συμβαßνει, αυτü το ζþο που δεν ανÝχεται κανÝναν, να κÜνει χαρÝς σε σÝνα; Και τρßτο, γιατß χαιρετÜς τη σκýλα ονομÜζοντας τη «αδερφοýλα μου», «πολυαγαπημÝνη μου», «συγγενÞ μου», «καλýτερη απü τους παρÜδες»; Με κÜνεις να πιστÝψω πως εßσαι βλαμÝνη στο μυαλü! Πως η ανοησßα σου Ýχει ξεπερÜσει κÜθε üριο"!
-"Δεν εßμαι βαρεμÝνη στο μυαλü, δεν εßμαι ανüητη", αποκρßθηκε η γερüντισσα. "ΑυτÞ η ιστορßα της σκýλας εßναι εκπληκτικÞ, η περßπτωση της παρÜξενη".
-"ΘÝλω να μου την διηγηθεßς".
-"Ω κüρη μου, μÜθε πως η σκýλα εßχε ανθρþπινη μορφÞ σα τη δικÞ σου. 'Αλλαξε üμως, üπως τη βλÝπεις, σε ζþο".
-"Ω κυροýλα, γιατß μια τÝτοια μεταμüρφωση";
-"¹ταν η μικρÞ πολυαγαπημÝνη μου συγγενÞς, την εßχα το πιο ακριβü πλÜσμα στη καρδιÜ μου. Εßχε εκθαμβωτικÞ ομορφιÜ, κορμß τÝλειο. Φüρεσε μßα μÝρα ü,τι μποροýσε να τονßσει την ομορφιÜ της, Ýβγαλε ü,τι μποροýσε να την ασχημýνει και ξεκßνησε πÜει στον γÜμο ενüς αγαπητοý μας φßλου. Στον δρüμο, τη συνÜντησε Ýνας Üντρας, την κοßταξε και μÝσα του ρßζωσε μεγÜλος Ýρωτας. ΜÝρες ολüκληρες προσπÜθησε να βρεθεß μüνος μαζß της, εκεßνη üμως αρνιüταν και απÝφευγε να τον δει. Ο Üντρας αυτüς σπατÜλησε περιουσßες για να καταφÝρει να τη συναντÞσει, εκεßνη üμως τον απÝκρουε. Μια μÝρα λοιπüν της εßπε:
-«Αν εξακολουθÞσεις να με αποδιþχνεις, ω πολυαγαπημÝνη, θα παρακαλÝσω τον Θεü να σε μεταμορφþσει σε σκýλα».
-«ΠαρακÜλεσε τον Θεü ü,τι θÝλεις», αποκρßθηκε κεßνη. Κι αυτüς παρακÜλεσε τον Θεü κι η κοπÝλα Ýγινε αυτü που βλÝπεις τþρα".
-"Κι εγþ, τι θ' απογßνω, ω κυροýλα;" ρþτησε η ωραßα. "¸νας Üντρας Ýχει χÜσει τα λογικÜ του μαζß μου, πÜει καιρüς τþρα που μου στÝλνει μηνýματα που θÝλει να σμßξει μαζß μου, που λαχταρÜ την επαφÞ, ξοδεýοντας ποσÜ για να φτÜσει στο σκοπü του. Κι εγþ αρνιÝμαι να του δþσω τη συγκατÜθεση μου. ΦοβÜμαι τþρα μÞπως παρακαλÝσει τον Θεü για μÝνα, üπως Ýγινε με τη σκýλα"!
-"ΦυλÜξου απü τον κßνδυνο, πριν Ýχεις κι εσý την ßδια μοßρα", τη συμβοýλεψε η γερüντισσα.
-"Ω κυροýλα, τι μÝσο να χρησιμοποιÞσω για να καταπραàνω τη λαχτÜρα του, να θεραπεýσω το πÜθος του; Ποιον θα μποροýσα να στεßλω να του πÜει το μÞνυμα μου";
-"Γι' αυτÞ τη καλÞ πρÜξη, προσφÝρομαι να γßνω εγþ μεσολαβητÞς", δÞλωσε η γερüντισσα. "¸τσι τþρα, στα στερνÜ μου θα κερδßσω τη χÜρη και την ανταμοιβÞ. ΔÝχομαι να σε γλιτþσω απü αυτÞ τη κινοýμενη Üμμο που εßσαι χωμÝνη".
-"Ω κυροýλα, αν εßναι αυτü γραμμÝνο να συμβεß, ας γßνει η συνÜντηση στο σπßτι σου και με τη δικÞ σου μεσολÜβηση".
-"Ναι, αν εßναι θÝλημα Θεοý".
Η γερüντισσα Ýτρεξε στον Üντρα να του αναγγεßλει την καλÞ εßδηση. Κατüπιν κανüνισε τη συνÜντηση για την Üλλη μÝρα στο σπßτι της κι ειδοποßησε την ωραßα που Ýκανε χαρÜ μεγÜλη. ¸τσι λοιπüν, τη καθορισμÝνη þρα, ντýθηκε με τα πιο πλουμιστÜ φορÝματα που εßχε και στολßστηκε, πÞγε στο σπßτι της γερüντισσας και κÜθισε να περιμÝνει τον ερχομü του Üντρα. ΕπειδÞ üμως εκεßνος δεν παρουσιαζüταν, η γερüντισσα Ýφυγε σε αναζÞτηση του. Δεν τον βρÞκε üμως. ¸τσι κýλησε η μÝρα κι Ýφτασε το ηλιüγεμα. «Η κατÜληξη της υπüθεσης βρßσκεται στα χÝρια του Θεοý. Εδþ που τα λÝμε δε το πολυπßστευα πως θα εßχε επιτυχßα το σχÝδιο. Να που τþρα üμως η καρδιÜ της επισκÝπτριÜς μου εßναι δοσμÝνη στην συνουσßα, η λαχτÜρα φοýντωσε ανÜμεσα στα μεριÜ της και το ζεστü της μÝρος κÜνει συσπÜσεις, πρÝπει να βρω Ýναν Üντρα, να σβÞσει την δßψα της. ¼σο για τον Üλλο, που üφειλε να Ýρθει στη συνÜντηση, αýριο, αν εßναι θÝλημα Θεοý, θα τον κανονßσω», μονολüγησε η γερüντισσα. Κοßταξε δεξιÜ-ζερβÜ και να που το βλÝμμα της Ýπεσε σ' Ýνα νιο. Δεν εßχε ξαναδεß Üλλο πιο τÝλειον απü αυτüν.
-"Ω παλικÜρι", του εßπε, "αν συναντοýσες τþρα αμÝσως μια γυναßκα με νιÜτα, κορμß τÝλειο, ομορφιÜ, λÜμψη, με πρÜμα τροφαντü και λευκü, τι λες, θα Þθελες να τη συνουσιÜσεις";
-"Αν η περιγραφÞ σου ανταποκρßνεται στην αλÞθεια, θα πÜρεις Ýνα χρυσü φλουρß". Της Ýδειξε το χρυσü φλουρß και τη πÞρε στο κατüπι. Η γερüντισσα δε γνþριζε βÝβαια ποιος Þταν. ΜπÞκε στο σπßτι, ειδοποßησε την ωραßα και συδαýλισε την επιθυμßα της με τα παρακÜτω λüγια:
-"Σου Ýφερα Ýνα νιο με ωραßα θωριÜ που θα χþσει το üργανü του στο ζεστü σου μÝρος τþρα, αυτÞ τη στιγμÞ και θα σβÞσει τη δßψα σου". Αφοý σκÜλισε Ýτσι τη φλüγα της επιθυμßας, βγÞκε Ýξω και κÜλεσε το παλικÜρι να μπει στο δωμÜτιο. Πριν τον συναντÞσει η ωραßα, Ýβαλε το μÜτι στη χαραμÜδα της πüρτας και να που εßχε μπροστÜ της τον σýζυγο της αυτοπροσþπως. ΜπÞκε με φοýρια, στο δωμÜτιο και του Ýδωσε μια γροθιÜ στο στÞθος.
-"Ω εχθρÝ του Θεοý", φþναξε, "μου λες πÜντα: «Εγþ δε μοιχεýομαι, απεχθÜνομαι την απιστßα, δε γνωρßζω Üλλη γυναßκα απü σÝνα.» Με ψεýτικους üρκους βεβαιþνεις τα λüγια σου κι εγþ καραδοκοýσα την ευκαιρßα να σου στÞσω μια τÝτοια παγßδα. Να που τþρα σε πιÜνω στα πρÜσα, Ýχω απüδειξη για τα ψÝματα μου αρÜδιαζες".
Ο Üντρας πßστεψε τα λüγια της. ¸κανε να φýγει κι η γυναßκα βγÞκε μαζß του απü το σπßτι. Κοßτα, ω αναγνþστη, αδερφÝ, με πüση επιδεξιüτητα εξαπατοýν οι γυναßκες!
Διηγοýνται πως μια γυναßκα αγαποýσε Ýναν Üντρα δßκαιο, Þταν γεßτονας της. Μια μÝρα, του Ýστειλε κÜποιο πρüσωπο να κÜνει προτÜσεις στ' üνομα της.
-"Ο Θεüς να με φυλÜει απ' αυτÞ τη πρÜξη!" φþναξε κεßνος. "ΦοβÜμαι μÞπως προσβÜλω τον Θεü, τον Κýριο του σýμπαντος".
Η γυναßκα επιχεßρησε πολλÝς φορÝς να πετýχει τη συγκατÜθεση του, μÜταια üμως. ΒÜλθηκε τüτε να του στÞνει παγßδες, να του σκαρþνει πονηριÝς, χωρßς πÜλι να καταφÝρει να τονε κÜνει δικü της. Μια νýχτα, λοιπüν, πρüσταξε τη δοýλα της:
-"Σýρε ν' ανοßξεις τη πüρτα και να την αφÞσεις ανοιχτÞ. Θα βÜλω μπρος Ýνα τÝχνασμα για να τονε ξεγελÜσω". Η δοýλα Ýκανε üπως τη πρüσταξε η κυρÜ της. Σα φτÜσανε μεσÜνυχτα, της εßπε:
-"Σýρε μ' αυτÞ τη πÝτρα Ýξω απü το σπßτι και να τη ρßξεις δυνατÜ στην εξþθυρα. Εγþ θα φωνÜξω και θα ουρλιÜξω, εσý üμως δε θα τρÝξεις κοντÜ μου. Αν μ' ακοýσεις ν' ανοßγω τη θýρα, θα τρÝξεις στην Üλλη και θα ρßξεις πÜλι τη πÝτρα προσÝχοντας πÜντα να μη σε δει ψυχÞ. Θα μπεις μüνο σαν μαζευτεß κüσμος για να με προστρÝξει". Η δοýλα Ýπραξε üπως την εßχε προστÜξει η κυρÜ της.
Αυτüς ο Üντρας που αγαποýσε η γυναßκα, για να εßναι αρεστüς στον Θεü, Ýδινε πÜντα καλÝς συμβουλÝς στους ανθρþπους, ποτÝ δεν τους φερüταν σα να Þταν ξÝνοι, οýτε αρνιüταν üταν ζητοýσαν τη βοÞθεια του. 'Ακουσε τη πετριÜ στη πüρτα της γειτüνισσας και τις φωνÝς της και ρþτησε τη γυναßκα του:
-"Τι τρÝχει";
-"Εßναι η γειτüνισσα μας, φαßνεται πως την επισκÝφτηκαν κλÝφτες", αποκρßθηκε η γυναßκα. Ο Üνθρωπος βγÞκε αμÝσως απü το σπßτι του για να βοηθÞσει τη γειτüνισσα να διþξει τους κλÝφτες. Σα μπÞκε üμως στο σπßτι βρÝθηκε ξαφνικÜ μüνος με τη γυναßκα, η οποßα Ýτρεξε και σφÜλιξε üλες τις πüρτες. Η δοýλα τüτε γαντζþθηκε πÜνω του κι Ýβαλε τις φωνÝς μαζß με τη κυρÜ της.
-"Τι πÜθατε σεις οι δυο;" ρþτησε κεßνος.
-"Μα τον Θεü", του εßπε η γυναßκα, "αν δεν κÜνεις μαζß μου ü,τι θÝλω, θα πω στους ανθρþπους που θα μπουν εδþ πως εßσαι ερωτευμÝνος μαζß μου κι Þρθες να με κÜνεις δικÞ σου με τη βßα".
-"Ας μη δþσει ο Θεüς να πρÜξω αυτü που λαχταρÜς!" φþναξε ο Üνθρωπος. "Αυτü παραβαßνει τις προσταγÝς Του κι αψηφÜ τις εντολÝς Του". Και προσπÜθησε να μηχανευτεß κÜτι για να το σκÜσει. Η γυναßκα üμως αρνÞθηκε να τον αφÞσει να φýγει κι Üρχισε να φωνÜζει. ¸ξω üμως Þτανε μαζεμÝνος κüσμος. Ο Üνθρωπος πÞρε μεγÜλο φüβο μÞπως τον κακομεταχειριστεß το πλÞθος.
-"Κρýψε με", εßπε "και θα κÜνω ü,τι θÝλεις".
-"Μπες στα ιδιαßτερα και θα κλειστþ μαζß σου. Θα γλιτþσεις μüνον αν δþσεις τη συγκατÜθεση σου. ΕιδÜλλως θα πω στον κüσμο: «Μ' Ýκανε δικÞ του με τη βßα»". Τονε τρÜβηξε απü το χÝρι. Σαν εßδε πως Þταν Ýτοιμη να κÜνει πρÜξη τα λüγια της, ο Üνθρωπος μπÞκε στο ιδιαßτερο δωμÜτιο κι Ýκλεισε τη πüρτα. Εκεßνη γýρισε το κλειδß στη κλειδαριÜ και παρουσιÜστηκε γρÞγορα μπροστÜ στον κüσμο που εßχε γεμßσει το σπßτι. Τον Ýκανε να πιστÝψει αυτü που Þθελε κι απαλλÜχτηκε απü την παρουσßα του. Οι εξþθυρες του σπιτιοý αμπαρþθηκαν.
Μια βδομÜδα κρÜτησε τον Üντρα φυλακισμÝνο σπßτι της. Τον Üφησε να φýγει μüνο αφοý τον Ýκανε να υποστεß τις τελευταßες προσβολÝς. Στον νου σου. λοιπüν, να Ýχεις, ω αναγνþστη, τις απÜτες των γυναικþν και το φÝρσιμο τους!
Διηγοýνται πως Ýνας Üντρας ασκοýσε το επÜγγελμα του αχθοφüρου κι εßχε Ýνα γÜιδαρο που τονε χρησιμοποιοýσε για υποζýγιο. Εßχε μια γυναßκα θερμÞ που αγαποýσε τη συνουσßα και δεν Üντεχε οýτε μÝρα χωρßς αυτÞ. Το πρÜμα της Þτανε τüσο βαθý που μüνον Ýνα üργανο μεγÜλων διαστÜσεων μποροýσε να την ικανοποιÞσει. Ο Üντρας της σπÜνια τη συνουσßαζε. ¼ταν επÝστρεφε κοντÜ της μετÜ τη δουλειÜ της ημÝρας, Þταν αποκαμωμÝνος απü τη κοýραση, δειπνοýσε κι Ýπεφτε κατευθεßαν για ýπνο αφÞνοντας σε κεßνη τη φροντßδα να ποτßσει και να ταÀσει τον γÜιδαρο.
Η γυναßκα τüτε πλησßαζε τον γÜιδαρο, Ýβαζε το σαμÜρι του ζþου στη δικÞ της ρÜχη, Ýπαιρνε με τα δυο χÝρια της λßγο απü τα περιττþματα και τα οýρα του, πρüσθετε νερü και τα ζýμωνε üλα, ýστερα Üλειφε μ' αυτü το μßγμα τα χεßλη του ζεστοý της μÝρους κι Ýπεφτε στα τÝσσερα, μπροστÜ στο ζþο. Εκεßνο τη πλησßαζε, τη μýριζε και πιστεýοντας πως εßχε μπροστÜ του γαúδοýρα, Ýβγαζε τ' üργανο του και της ορμοýσε. Η γυναßκα Ýπαιρνε τ' üργανο στα χÝρια της, το Ýτριβε στα χεßλη του ζεστοý της μÝρους και το 'βαζε μÝσα της μÝχρι που εξαφανιζüταν. ¾στερα ανατρßχιαζε, Ýχοντας πÜντα μÝσα της το üργανο του γαúδÜρου, μÝχρι τη στιγμÞ που ερχüταν η ηδονÞ. Το γαúδοýρι συνÞθισε τις πρÜξεις αυτÝς που του αρÝσανε πολý. ΚÜθε φορÜ που το πλησßαζε η γυναßκα, Ýβγαζε τ' üργανü του. Η κατÜσταση αυτÞ κρÜτησε κÜμποσο καιρü. ΜÝχρι κÜποια νýχτα.
Ο σýζυγος της γυναßκας εßχε δειπνÞσει κι εßχε πÝσει στο κρεβÜτι, üπως συνÞθιζε. Κεßνο üμως το βρÜδυ του Þρθε η επιθυμßα να συνουσιÜσει τη γυναßκα του. ¼πως πÜντα, κεßνη τον εßχε αφÞσει για ν' ασχοληθεß με το γαúδοýρι, επειδÞ üμως καθυστεροýσε περισσüτερο απü τις Üλλες βραδιÝς, ο σýζυγος πÞγε και τη βρÞκε να εßναι κÜτω απü το ζþο.
-"Ε, εσý καλÞ μου, τι κÜνεις;" τη ρþτησε. Η γυναßκα γλßστρησε κÜτω απü το ζþο κι απÜντησε:
-"ΜακÜρι ο Θεüς ν' ασχημýνει κεßνονε που δε λυπÜται το γαúδοýρι του", αποκρßθηκε.
-"Τι θες να πεις";
-"Του 'φερα σανü και δεν Þθελε να φÜει. ΚατÜλαβα τüτε πως Þτανε κουρασμÝνο, γιατß το βÜζεις να κουβαλÜ πολý βαριÜ φορτßα".
-"Δßκιο Ýχεις", αποκρßθηκε ο Üντρας. "Αν εßναι κουρασμÝνο το υποζýγιο, οýτε τρþει οýτε πßνει".
-"¾στερα εßπα: «Ο Üνθρωπος αυτüς παραφορτþνει το ζþο κι Ýτσι σιγÜ-σιγÜ το σκοτþνει. Αν τýχει και ψοφÞσει, μας περιμÝνουν μεγÜλες δυσκολßες, ßσως και συμφορÝς.» ¾στερα εßπα πÜλι: «ΥπομονÞ! Θα δω τι ακριβþς σημαßνει μια τÝτοια ζωÞ δοκιμÜζοντας η ßδια.» ΠÞρα λοιπüν το σαμÜρι, το στÝριωσα στη ρÜχη μου και το κουβÜλησα. Κοßτα τι βαρý που εßναι. Το βÜρος που υποχρεþνεσαι να κουβαλÜς συνÝχεια προκαλεß τη πιο μεγÜλη βλÜβη, ßσως και τον θÜνατο. Αν δε λυπÜσαι το ζþο σου, θα το χÜσεις".
ΣκÝψου, ω αναγνþστη, αδερφÝ μου, τις πονηριÝς που μποροýν να σκαρþσουν οι γυναßκες!
Διηγοýνται πως δυο Üντρες κατοικοýσανε στο ßδιο σπßτι. Ο Ýνας εßχε üλα τα χαρßσματα που μπορεß να Ýχει Ýνας Üντρας αλλÜ κι Ýνα τÝλειο κορμß. ¹ταν παντρεμÝνος με μια γυναßκα Üσχημη στην üψη, απωθητικÞ κι Ýνιωθε πολý συχνÜ την ανÜγκη για συνουσßα. Ο Üλλος Üντρας ντυνüτανε με κουρÝλια κι εßχε κορμß παραμορφωμÝνο. Η γυναßκα του, αντßθετα, Þταν εντυπωσιακÞ, üμορφη, απü τα πιο üμορφα πλÜσματα του Θεοý, εκεßνος üμως εßχε ελÜχιστη διÜθεση για συνουσßα. Οι δýο γυναßκες συναντιüντουσαν συχνÜ για να κουβεντιÜζουν κι η καθεμιÜ σχολßαζε το φÝρσιμο του συζýγου της. Η Üσχημη Ýλεγε στην εντυπωσιακÞ:
-"Δεν Ýχω δει τßποτα πιο τÝλειο απü το σμßξιμο ανÜμεσα στον Üντρα μου κι εμÝνα. Δεν υπÜρχει τßποτα πιο πλÝριο απü το μÜκρος και το πÜχος του οργÜνου του. Αν ανεβαßνει πÜνω μου δε κατεβαßνει αν δεν με πÜρει πÝντε μ' επτÜ φορÝς. ΦÝρνει την απüλαυση μου στην αποκορýφωση της και κÜθε φορÜ κÜνει το κεφÜλι μου να στριφογυρßζει απü την ηδονÞ. Σαν μπαßνει το üργανü του στο ζεστü μου μÝρος, γυρßζει σ' üλες τις γωνßες, πÜνω-κÜτω, φτÜνει στα βÜθη μου κι εφαρμüζει στο αιδοßο μου στην εντÝλεια. ¾στερα χαριεντßζεται μαζß μου χρησιμοποιþντας τα πιο ωραßα τεχνÜσματα μια που η ηδονÞ μου δεν Ýρχεται πριν περÜσει κÜμποση þρα. Κι üλη η νýχτα περνÜ μÝσα στη συνουσßα. Σßγουρα η ζωÞ εßναι ωραßα στο κρεβÜτι μας και το σμßξιμü μας πηγÞ αφθονßας που σβÞνει τη δßψα μου".
Η γυναßκα η Üλλη, η εντυπωσιακÞ, Ýβγαζε τüτε μεγÜλον αναστεναγμü. ¾στερα Ýλεγε:
-"Δεν Ýχω δει τßποτε πιο Üσχημο στον Üντρα μου, χειρüτερο απü το σμßξιμü μας. Τ' üργανü του εßναι πολý ισχνü, χαλαρü. Με τÝτοιο üργανο, σπÜνια συνουσιÜζει, δεν ικανοποιεß καμßα επιθυμßα μου, δε καταλαγιÜζει καμßα Ýξαψη, δε κλεßνει ερμητικÜ το ζεστü μου μÝρος, δεν επαναλαμβÜνει τη συνουσßα πριν περÜσει μÞνας, δε φτÜνει στο βÜθος του κüλπου μου, δε γυρßζει σ' üλες τις γωνιÝς, δε πηγαßνει πÜνω-κÜτω, οýτε δεξιÜ, οýτε ζερβÜ. Δε προφταßνει να μπει μια Þ δυο φορÝς κι ο χυμüς του κατεβαßνει και μ' αφÞνει με τη προσδοκßα χωρßς να 'ρχεται η ηδονÞ. Το κρεβÜτι μας εßναι σκÝτη απογοÞτευση, το σμßξιμü μας πηγÞ δυσφορßας και δυσαρÝσκειας".
Οι δýο γυναßκες συνÝχιζαν να κουβεντιÜζουν με τον ßδιο πÜντα τρüπο, μÝχρι που στη καρδιÜ της üμορφης γεννÞθηκεν Ýρωτας για τον σýζυγο της Üσχημης. ¸νιωσε μεγÜλη επιθυμßα να τον αποκτÞσει. ΚÜθε φορÜ που τον Ýβλεπε, το ζεστü της μÝρος συνταραζüταν κι η φωτιÜ Üναβε ανÜμεσα στα μεριÜ της. ΒÜλθηκε λοιπüν να καταστρþσει Ýνα Ýξυπνο τÝχνασμα για να φτÜσει στον σκοπü της. Καραδοκοýσε τη κατÜλληλη ευκαιρßα: μια νýχτα που ο Üντρας της θα τη περνοýσε μακριÜ απü το σπßτι, βουτÞχτηκε μÝσα στις πομÜδες και τ' αρþματα, αποτρßχωσε το αιδοßο της αλεßφοντÜς το βÜλσαμο, Ýτσι þστε κεßνος που θα οσμιζüταν το κορμß της και θα την Üγγιζε με την Üκρη, Ýστω, των δαχτýλων του θ' αγαλλüταν η καρδιÜ και το πνεýμα του. ¼ταν ο ýπνος σφρÜγισε üλα τα μÜτια, σηκþθηκε αθüρυβα και πÞγε στο μÝρος της γυναßκας του. Κι εκεßνη επßσης κοιμüταν. Η επισκÝπτρια Ýβγαλε τα φουστÜνια και τα μεσοφüρια της, γυμνþθηκε τελεßως και γλßστρησε ανÜλαφρα κι επιδÝξια ανÜμεσα στο αντρüγυνο. Νιþθοντας ξαφνικÜ στενüχωρα, ο καθÝνας απü τους δυο νüμισε πως Ýλειπε στον Üλλο ο χþρος και τραβηχτÞκανε στις Üκριες.
Η ερωτευμÝνη επωφελÞθηκε για να πλησιÜσει τον Üντρα. Εκεßνος Ýνιωσε τη γλυκιÜ μυρωδιÜ και τη δροσιÜ του κορμιοý της νιοφερμÝνης. Τ' üργανü του σηκþθηκε. Κüλλησε κοντÜ της και τη τρÜβηξε πÜνω του. Εκεßνη του ψιθýρισε στ' αφτß:
-"'Αφησε με λßγο, μÝχρι να βυθιστοýνε τα παιδιÜ μας στον ýπνο".
-"Θα το κÜνω αθüρυβα και κανÝνας δε πρüκειται να μας ακοýσει", αποκρßθηκε χαμηλüφωνα κεßνος. Ρßχτηκε λοιπüν στον κüρφο της γυναßκας, την αγκÜλιασε, σÞκωσε τα μεριÜ της και της Ýχωσε τ' üργανü του. ΒρÞκε στη πρÜξη αυτÞ μßα μοναδικÞ γλýκα, το ßδιο κι η γυναßκα. Της εßπε στ' αφτß:
-"Αχ, καλÞ μου, ποτÝ, σμßγοντας μαζß σου, δεν εßχα τÝτοιαν απüλαυση σαν αυτÞ απüψε, ποτÝ δεν οσμßστηκα τÝτοιο ευχÜριστο Üρωμα, οýτε τÝτοια φρεσκÜδα στο αιδοßο και στο κορμß σου". Και βÜλθηκε να τη φιλÜ, να τη δαγκþνει, να τη βυζαßνει και να τη παßρνει με τον καλýτερο τρüπο και να της χþνει τ' üργανü του με τη μεγαλýτερη επιδεξιüτητα, με ξυσßματα, τραντÜγματα και γλειψßματα σ' üλες τις γωνιÝς. Δε κατÝβηκε απü πÜνω της πριν ολοκληρþσει επτÜ φορÝς, που στη διÜρκεια τους, κÜθε φορÜ, η γυναßκα Ýφτανε στην απüλαυση κι ο χυμüς της Ýτρεχε. ¸τσι πρÜττουν οι αληθινοß Üντρες, διαφορετικÜ δε τους αξßζει να λÝγονται Üντρες. Δεν Ýλεγε να κατεβεß απü πÜνω της μÝχρι που τον νßκησε ο ýπνος. Τüτε κεßνη τονε παρÜτησε κι Ýφυγε. ¼ταν βÜλθηκε να γλυκοχαρÜζει, ο Üντρας εßπε στην σýζυγο του:
-"Ω, καλÞ μου, ποτÝ δεν εßδα καλýτερο πρÜγμα απü το σμßξιμο που μας Ýνωσε τη νýχτα που μας πÝρασε. Τßποτα πιο γλυκü, τßποτα πιο τÝλειο απü το κορμß σου. ΠοτÝ δεν Ýνιωσα τÝτοιαν απüλαυση μαζß σου üση τοýτη τη νýχτα".
-"Μα δε με πλησßασες καθüλου üλη τη νýχτα", αποκρßνεται κεßνη.
-"Σε πλησßασα και σε παραπλησßασα, σε πÞρα μÜλιστα επτÜ φορÝς". Η γυναßκα του το αρνÞθηκε και πÜλι, πρüσθεσε μÜλιστα:
-"ºσως να τα ονειρεýτηκες üλ' αυτÜ". Εκεßνος σαν εßδε πως η γυναßκα του μιλοýσε σοβαρÜ, κατÜλαβε πως στη πραγματικüτητα εßχε πÜρει τη θÝση της συζýγου του η Üλλη, η γειτüνισσα.
-"Ναι, φαßνεται πως ονειρεýτηκα", εßπε τελικÜ.
ΑλÞθεια εßναι, δε μπορεßς να μετρÞσεις τις πονηριÝς των γυναικþν, οýτε να τις καταγρÜψεις. Εßναι ικανÝς να βÜλουν ελÝφαντα να κουρνιÜσει στη ρÜχη της καμÞλας.
(τÝλος αποσπÜσματος)
____________________________________________________
Εκδüσεις: "Ηρüδοτος" ΑθÞνα 1989
ΜετÜφραση απü τα γαλλικÜ: ΛÝνα Μιλßλη