Χαμένες Ψηφίδες
Ας είχε μπαγιατέψει.
Ακόμα καθόταν στο πλατύσκαλο
και σεργιανούσε στο δρόμο
με τα πόδια της ορθάνοιχτα.
Είχε μια τρύπα υγρή και σκοτεινή
σε κάποια πάροδο, στην 'Ανω Πόλη,
στη Σαλονίκη...
κι ούτε κουβέντα για το παρελθόν.
Όσο περνούσε η μπογιά της
του 'δινε να καταλάβει,
είχε χαλάσει κρεβάτια και κρεβάτια
ως που στο τελευταίο
μούχλιασαν τα σεντόνια της.
"Ελισάβετ η Αρτίστα" στον καιρό της,
ύστερα σαν ξέπεσε, "Κακάβα".
Τώρα οι ρίζες παλεύουν
να ρουφήξουν το κορμί της.
Χάι-Κου
Ποιός δρόμος βγάζει
στα κρυμμένα μυστικά
των ηδονών σου;
Λαχτάρες
Απ' τα καλοφτιαγμένα στήθη σου
ποιος ξέρει πόσες λαχτάρες ξεπηδάνε.
Ας μ' άφηνες να τις εξερευνήσω
χαϊδεύοντας, φιλώντας σου τα στήθη.
* * *
Πότε ανθίζουν
της ομορφιάς τα στήθη;
Ποιαν ώρα τάχα;
* * *
Όταν Σε Φέρνω Στη Σκέψη...
Όταν σε φέρνω στη σκέψη
τους πόθους μου μαζεύεις
για να στολίσεις τα όμορφά σου στήθη.
Στέκεις, λουσμένη, στον καθρέφτη
ντυμένη με τα κάλλη σου.
* * *
Σε ποιό λουλούδι
να σκύψω, να μυρίσω
το άρωμά σου
Με Τα Χέρια, Με Τα Χείλη, Με Τη θάλασσα...
I
Με τα χέρια με τα χείλη
με τη θάλασσα
το μεσημέρι στην παραλία
ζωστήκαμε τον ήλιο
τον φέραμε στο μικρό δωμάτιό μας
τα μικροπράγματα γέμισαν έρωτα
το ραδιόφωνο βρήκε δύναμη
να τραγουδήσει.
II
Με τα χέρια με τα χείλη
με τη θάλασσα
λύθηκαν τα κορμιά στο πάθος
ενώθηκαν οι στάλες του ιδρώτα μας
εύφλεκτη ύλη λιώνει τ' άσπρα μας πλακάκια.
III
Έχουμε δικά μας χέρια
έχουμε δικά μας χείλη
είμαστε θάλασσα
ένας κλεμμένος ήλιος
κολυμπάει
στ' απογευματινά μας όνειρα.
***
Καλοκαιρινή Μπόρα
Κεραυνοί στη καλοκαιρινή βραδιά,
με τη βροχή, με τη διακοπή του ρεύματος
η φαντασία είναι τα μάτια μας.
Στην επόμενη αστραπή θα σε κοιτάξω,
να δω πόσες εικόνες σου θα προλάβω
να μαζέψω.
Σε πρόσταξε το απόλυτο σκοτάδι
να το σέβεσαι.
Κλείσε τα μάτια,
μύρισε μονάχα
την ερωτική μας καταιγίδα.
Κολλάς τα στήθη σου στο κρύο τζάμι
-χωρίς φως κανένας απ' τους γείτονες
δε θα τύχει να σε δει-
του κορμιού σου τ' αποτύπωμα
θα το διαβάζουν οι αστραπές.