ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

Áíþíõìï Ðáñáìýèé: Ôï Äýóêïëï Áßíéãìá & Ç Êüñç Ôïõ ÌõëùíÜ

                                          Πρüλογος

    Τοýτο το παραμýθι εßναι περßπου ßδιο με κεßνο του φßλου ΜπÜμπη, -που αναφÝρει στη Λαúκüτητα Της ΚρητικÞς Λογοτεχνßας (μÝρος 6ον)-, Ýτσι καταπþς εγþ το κατÝγραψα απü τη γιαγιÜ μου και τη θεßα μου και πρÝπει να πω πως αυτÝς οι δυο γυναßκες ξÝρανε θαυμÜσια να διηγοýνται. ¢λλο να το λÝω, Üλλο να το ακοýτε... το αξιοπερßεργο εßναι πως το παραμýθι του ΜπÜμπη φÝρει ρßζες απü τη ΚρÞτη, ενþ το δικü μου απü Μ. Ασßα. ΤελικÜ τα παραμýθια δεν Ýχουν... ιδιαßτερη πατρßδα...
     ΦυσικÜ üποιος Ýχει οιαδÞποτε πληροφορßα για το δημιουργü Þ ü,τι Üλλο, ας μου μηνýσει.

                                   Για την αντιγραφÞ και μüνο

              ΜÜρτης 2004                                             ΠÜτροκλος ΧατζηαλεξÜνδρου

===================

    Μια φορÜ κι Ýνα καιρü, Þταν Ýνας βασιλιÜς πολý καλüς και συνετüς κι üταν Ýφτασε σ' ηλικßα γÜμου, θολωμÝνος (üπως πολλοß απü μας) απü τα κÜλλη και τον ..."αÝρα" μιας καθωσπρÝπει ευγενοýς κυρßας, της ζÞτησε να γßνει βασßλισσα του κρÜτους και της καρδιÜς του για πÜντα. Εκεßνη, προφανþς απü υπολογισμü ενÝδωσε κι Ýτσι γρÞγορα γßναν οι γÜμοι τους, πλουσιοπÜροχα και χλιδÜτα, üπως αρμüζει σε βασιλικοýς γÜμους. Στην αρχÞ, üλα δεßχναν üμορφα και καλÜ, οι υπηκüοι τους καλοτυχßζανε και γιατß üχι; ¹ταν νεαρü, üμορφο, βασιλικü ζευγÜρι και δε τους Ýλειπε τßποτε. ¹ τουλÜχιστον αυτü φαινüτανε. Μα η νÝα βασßλισσα δυσανασχετοýσε κÜθε φορÜ που την αγκÜλιαζε ο Üντρας της και τον απÝφευγε με δικαιολογßες. Δε πÝρασε και πολýς καιρüς κι η βασßλισσα, που δεν τον αγαποýσε, λÜτρεψε τυφλÜ κÜποιον μαυριδερü μεγÜλο αξιωματοýχο, -δεýτερος τη τÜξει, παρακαλþ-, που εποφθαλμιοýσε τον θρüνο. Τß καλýτερη πρüσβαση λοιπüν εκεß, και ποια καλýτερη ευκαιρßα θα μποροýσε ν' αναζητÞσει, αυτüς ο ýπουλος Üνθρωπος, παρÜ να τα 'χει καλÜ με την ßδια τη σýζυγο του αντιπÜλου; Δε μÜθαμε και δε θα μÜθουμε ποτÝ αν κι αυτüς την εßχεν αγαπÞσει, πÜντως Þτανε σκληρüς Üνθρωπος και συνεχþς ...συμβοýλευε τη βασßλισσα, διÜφορα και κυρßως πως και καλÜ, αν Ýλειπε ο βασιλιÜς, θα μποροýσανε να χαροýνε τον ÝρωτÜ τους -και το βασßλειο- μια χαρÜ.
     Πες-πες, πολý δεν Þθελε κι εκεßνη, τη κατÜφερε να καταστρþσουν Ýνα σχÝδιο για να σκοτþσουνε τον βασιλιÜ και να μη τους πÜρουνε μυρωδιÜ. ΠρÝπει εδþ να ποýμε, πως ο βασιλιÜς Þτανε πανÝξυπνος, εκτüς των Üλλων χαρακτηριστικþν που εßπαμε στην αρχÞ, μα πρÝπει να παραδεχτοýμε πως κι η βασßλισσα Þτανε το ßδιο και καλýτερη. Αυτü ακριβþς το χαρακτηριστικü της, πλην της ομορφιÜς εννοεßται, Þτανε που τον Ýπεισε πως Þταν η γυναßκα της ζωÞς του. ¸τσι λοιπüν τþρα, με την εξυπνÜδα της, βρÞκε κÜποιο τρüπο για να τον εξοντþσει. ΦυσικÜ βλεπüντουσαν με τον αγαπημÝνο της, αλλÜ με πολý μεγÜλη δυσκολßα και πÜρα πολý προσεκτικÜ, γιατß δεν Ýπρεπε να τους δει κανÝνα μÜτι και το σχÝδιο ναυαγÞσει πριν καλÜ-καλÜ σαλπÜρει. ¸τσι απü σωφροσýνη, συμφωνÞσαν να μη συναντιþνται και πολý, μÝχρι να τελειþσουνε τη δουλειÜ. Εκεßνος της εßπε να προσÝχει και της τüνισε ιδιαßτερα, πως δεν αντÝχει και πολý να νιþθει πως την αγκαλιÜζει Üλλος και μÜλιστα μισητüς κι εκεßνη τονε καθησýχασε λÝγοντÜς του πως και γι' αυτÞν Þταν εξßσου μαρτýριο μα λιγÜκι ακüμα υπομονÞ, Üλλωστε εßναι το τßμημα που θα πρÝπει να πληρþσουνε λßγο πριν επιτýχουνε το ιδανικü...
     Η βασßλισσα εßχε ποντÜρει στην αδυναμßα του βασιλιÜ και στην ομορφÜδα της, σε συνδυασμü με την εξυπνÜδα της και πßστευε πως θα μποροýσε να κρατÞσει τη κατÜσταση στον Ýλεγχü της, μÝχρι τη μÝρα Χ. ¼μως, δεν εßχεν υπολογßσει την εξυπνÜδα του συζýγου. Επßσης, üταν επιχειρεß κανεßς να γλυκÜνει Ýναν Üνθρωπο για να του αποσπÜσει κÜτι, θα πρÝπει αυτü που προσφÝρει για ...γλýκισμα, θα πρÝπει να 'ναι αρκετü, þστε να σκεπÜζει τους φüβους, τις ανασφÜλειες και τις ανησυχßες του. Εκεßνη λοιπüν λÜθεψε και στα δυο. Πρþτα, δεν εßχε προσÝξει σωστÜ τις αντιδρÜσεις του κι ýστερα, σßγουρη απü την εξασφαλισμÝνη επιτυχßα, Ýκανε μερικÜ λαθÜκια, üχι τüσο σημαντικÜ για κÜποιο φυσιολογικüν Üνθρωπο, μα για Ýναν ερωτευμÝνο και μÜλιστα πικραμÝνα ερωτευμÝνον Üνθρωπο, Þτανε και παραÞτανε. Επßσης, η λαχτÜρα της να βλÝπει, Ýστω και σπÜνια τον σφετεριστÞ, τþρα που κρατοýσαν αποστÜσεις, γινüτανε μÝρα τη μÝρα πιο χοχλαστÞ κι οι αντιδρÜσεις αυτÝς δε περνÜν απαρατÞρητες, üσο κι αν το νüμιζεν Ýτσι. Το ανεκπλÞρωτο πÜθος του, που αν του 'χεν επιτρÝψει να πÝσει πÜνω της με δαýτο, θα την εßχε κÜψει ολÜκερη, δεν τονε τýφλωνε αρκετÜ. Ωστüσο, για να λÝμε και την αλÞθεια, ßσως και πÜλι να μην εßχε καταλÜβει τα πÜντα, ο βασιλιÜς, αν δε βοηθοýσε κι η τýχη. Εßπαμε, ο Θεüς αγαπÜ τον κλÝφτη, μα αγαπÜ και τον νοικοκýρη.
     ΚÜτι υποψßες, κÜτι λαθÜκια, κÜτι καλοθελητÜδες απü δω κι απü κει, ε δεν Þθελε δα και πολý για να βγει το συμπÝρασμα κι üταν Þρθε και ταßριαξε θαυμÜσια, ο βασιλιÜς Ýνιωσε να τονε χτυπÜ κεραυνüς. ¹τανε καλüς και συνετüς Üνθρωπος και δεν Þθελε σκÜνδαλα στο παλÜτι. ¸τσι αφοý πρþτα το καλοσκÝφτηκε, χωρßς να βιαστεß και να πιαστεß πÜνω στην οργÞ, κÜλεσε τον πρþτο αξιωματοýχο της αυλÞς του, που 'ταν Üξιο, καλü κι Ýμπιστο παληκÜρι και πÞγε να βρει εκεßνον, που μÝχρι κεßνη τη στιγμÞ θεωροýσε φßλο κι Ýμπιστü του. Του 'πε πως τα 'ξερε üλα, πως δε θα δþσει Ýκταση στο θÝμα, αλλÜ με τη προυπüθεση να βοηθÞσει κι αυτüς λιγÜκι. Σε τι; Να σηκωθεß και να φýγει χωρßς φασαρßες, να υποβÜλλει τη παραßτησÞ του για λüγους υγεßας Þ ü,τι Üλλο προτιμÜ,  και να φýγει Þσυχα. Θα του αποδοθοýνε τιμÝς κι αποζημßωση, για να κÜνει κÜπου Üλλου, μια καινοýρια αρχÞ κι οýτε γÜτα οýτε ζημιÜ. Ο σφετεριστÞς-προδüτης σκýλιασε μÝσα του, μα προφασßστηκε πως πεßστηκε, πως δÝχεται τη πρüταση, μα στη πρþτη ευκαιρßα που του δüθηκε και πßστεψε πως θα σκüτωνε και τους δυο αντιπÜλους του, επιτÝθηκε με μανßα. Παρολßγο να τα κατÜφερνε, παρüλο που τανε μüνος κι αυτοß Þτανε δυο, μα πÜλι η τýχη χαμογÝλασε στον βασιλιÜ και τον Ýμπιστü του. Ποιüς ξÝρει, ßσως να πßστεψε κι αυτÞ, πως αρκετÜ εßχε τραβÞξει. Το αποτÝλεσμα αυτοý του ...χαμüγελου, Þταν να πÝσει νεκρüς ο σφετεριστÞς, αν και κÜτι τÝτοιο δεν Þτανε στις προθÝσεις των δυο αντρþν. ºσα- ßσα, αυτü θα 'θελε ν' αποφýγει και γι' αυτü Ýκανε και τη πρüτασÞ του. ΠÜνω μÜλιστα στην αναμπουμποýλα της μÜχης, ο νεαρüς αξιωματοýχος τραυματßστηκε σοβαρÜ κι Ýκανε καιρü να γιÜνει.
     Ο βασιλιÜς Ýφτιαξεν Ýνα ψÝμμα για τη βασιλßσσα, πιστευτü üσο γινüταν, üτι και καλÜ δε πρüλαβε να σταματÞσει τον καβγÜ των δυο αντρþν κι Ýγινε το κακü... 'Αλλωστε πßστευε πως μιας κι η γυναßκα του δεν Þξερε πως αυτüς γνþριζε τα καμþματÜ τους, ßσως να τον πßστευε. Σε λßγο καιρü Þτανε τα γενÝθλιÜ της και θα της χÜριζε ü,τι του ζητοýσε κι üλα θα πÝρναν επιτÝλους τον δρüμο τους. ¸τσι Ýνιωθε, Ýτσι πßστευε, Ýτσι Ýλπιζε. ¼μως... Δεν υπολüγισε πως ο Ýρωτας τυφλþνει! ¼πως αυτüς τυφλþθηκε απü τη βασßλισσα και θα κατÜπινε üλη τοýτη τη ντροπÞ, Ýτσι κι εκεßνη τυφλωμÝνη, μüλις συνÞλθε απü το Üκουσμα των μαντÜτων, κατÜλαβε κι εκεßνη πως τα πρÜματα δε πηγαßνανε καθüλου καλÜ. ΚατÜλαβεν επßσης πως και δε μποροýσε να ζÞσει Üλλο μαζß του, και πως Þθελε πλÝον επιτακτικÜ την εκδßκηση. Και τελικÜ ο ßδιος ο βασιλιÜς χωρßς να θÝλει της Ýδωσε την ευκαιρßα να παßξει το τελευταßο της χαρτß... Ýνα χαρτß που της το υπαγüρευσε η μεγÜλη της εξυπνÜδα.
     Η κατÜσταση κυλοýσε κÜπως σιωπηλÜ, σχετικÜ ομαλÜ, χωρßς εξÜρσεις, μÝχρι τη μÝρα των γενεθλßων της. Εκεß, μÝσα σ' üλη την αυλÞ και τους επισÞμους, που 'τανε καλεσμÝνοι στη γιορτÞ, ο βασιλιÜς, για να εξευμενßσει τη πßκρα της και να διεκδικÞσει ξανÜ τη καρδιÜ της, εßπε δυνατÜ:
 -"ΑγαπημÝνη μου γυναßκα, σÞμερα που 'ναι τα γενÝθλιÜ σου, θÝλω να σου κÜνω Ýνα πολý-πολý μεγÜλο δþρο. Το πιο μεγÜλο και για να μη κÜνω λÜθος, θα σ' αφÞσω να το ζητÞσεις η ßδια κι εγþ απλÜ θα υποσχεθþ να στο προσφÝρω". Εκεßνη Ýδειξε δÞθεν χαροýμενη, μα ο νους της Üρχισε να δουλεýει πυρετωδþς. ΜÝχρι να πει, δÞθεν ...ευχÜριστα Ýκπληκτη:
 -"ΑλÞθεια αγÜπη μου; ¼,τι... μα ü,τι ζητÞσω;" εßχε σκεφτεß και τον τρüπο.
 -"Ναι... ü,τι μα ü,τι ζητÞσεις βασßλισσÜ μου", της απÜντησεν αυτüς.
 -"Χμμ... εýκολο εßναι να το λες μα ...θÝλω εδþ μπροστÜ στους αυλικοýς και τους επßσημους, να μου ορκιστεßς πως θα μου δþσεις ü,τι ζητþ και πως θα τηρÞσεις τον λüγο σου. Να δþσεις τον πιο επßσημο κι ιερü σου üρκο, εδþ... μπροστÜ σ' üλους", του 'πε χαμογελþντας μα μÝσα της παμηγýριζε και τονε μισοýσε. ¼ταν Ýκανε αυτü που του ζÞτησε και μÜλιστα χαμογελαστÜ, γιατß πßστεψε ο καημÝνος μες στη παραζÜλη του πως ßσως τελικÜ εßχεν ελπßδες να ξανακερδßσει αυτü που 'θελεν εξαρχÞς, εκεßνη μßλησε... και μßλησε σκληρÜ:
 -"ΒασιλιÜ κι αφÝντη αγαπημÝνε μου, θα σου βÜνω Ýνα αßνιγμα κι αν το βρεις -Ýξυπνος κι ικανüτατος εßσαι, και ξÝρω πως αγαπÜς τα Ýξυπνα αινßγματα-, τüτε δε θÝλω τßποτ' Üλλο απü σÝνα, παρÜ μüνον ü,τι μÝχρι τþρα μου παρεßχες: την αγÜπη και την αφοσßωσÞ σου. Αν üμως δε το 'βρεις και μιας κι ο Ýρωτας μας χτßστηκε με κýριο γνþμονα την εξυπνÜδα μας, τüτε εßσαι ανÜξιος να εßσαι σýζυγüς μου και μÞτε κÜμεις για βασιλιÜς αυτοý του τüπου. Θα πρÝπει να φýγεις üσο πιο μακρυÜ μπορεßς και να μη ξαναπατÞσεις το πüδι σου εδþ. ΔηλαδÞ, εßτε το βρßσκεις κι Ýχεις üλα üσα εßχες Þ χÜνεις και χÜνεις και τα πÜντα, üντας ανÜξιüς τους".
     Εκεßνος θορυβÞθηκεν αρκετÜ απü την αντßδρασÞ της. Δε περßμενε τÝτοιαν αντßδραση μα εßχεν Þδη δεσμευτεß και μÜλιστα με üρκο. Της εßπε πως Ýπρεπε κι αυτÞ πλÝον να ορκιστεß, για üσα εßπε να τα τηρÞσει κι üταν αυτÞ το 'καμε πρüθυμα, της ζÞτησε να του πει το αßνιγμα. Εκεßνη σηκþθηκεν αργÜ, μισüκλεισε τα μÜτια της και σαν υπνωτισμÝνη πρüφερε αυτÜ τα λüγια:
 -"ΒασιλιÜ κι αφÝντη αγαπημÝνε μου, το αßνιγμÜ μου εßναι αυτü:

                                  Τα "μασþ"
                                       κρεμþ,
                                  τα "θωρþ"
                                       φορþ,
                                  "νουν" κρατþ και πßνω
                                   αν το 'βρεις τß 'ναι κεßνο
;


     Ο βασιλιÜς κι üλοι οι παριστÜμενοι, παραλýσανε. Τι 'ταν ετοýτο; Σε κανενüς το νου δεν ερχüτανε μια λýση. ¼λοι εßδαν αμÝσως τη δυσκολßα του πρÜγματος. Ο βασιλιÜς ξεροκατÜπιε και της ζÞτησε λßγο χρüνο. Εκεßνη του απÜντησε νιþθοντας Þδη νικÞτρια:
 -"ΦυσικÜ γλυκÝ μου! Τα δικÜ σου γενÝθλια εßναι περßπου σ' εφτÜ μÞνες. Εκεß λοιπüν μπορεß να σου κÜνω εγþ το μεγÜλο μου δþρο. Νομßζω μÜλιστα πως εßναι αρκετüς χρüνος. Σýμφωνοι"; Η συμφωνßα Ýκλεισε κι üλοι αποσýρθηκαν μιας κι η γιορτÞ εßχε χαλÜσει πια. Το ßδιο βρÜδυ, αργÜ, üταν της χτýπησε τη πüρτα του υπνοδωματßου της, του απÜντησε στεγνÜ και ψυχρÜ: "Τοýτο το κατþφλι για να περÜσεις, θα πρÝπει αποδεδειγμÝνα να το αξßζεις. 'Αρα αυτü θα γßνει üταν Ýχεις τη λýση στο αßνιγμÜ μου. ΜÝχρι τüτε... καληνýχτα και ...μακριÜ"!
     Τþρα εμεßς θ' αφÞσουμε τον βασιλιÜ να κοιτÜζει τον δαντελωτü ουρανü του πανÜκριβου μα μοναχικοý βασιλικοý παλατιοý του, και να σκÝφτεται τι διÜλο μπορεß ναναι αυτü το πρÜμα στο αßνιγμα και θα γυρßσουμε λιγÜκι τον χρüνο πßσω και θα παρακολουθÞσουμε τη βασßλισσα και τα καμþματÜ της. Ποιος ξÝρει; ºσως καταλÜβουμε τι σημαßνει τοýτο το αßνιγμÜ της.
     ¼ταν θÜφτηκε ο σφετεριστÞς και μÜλιστα με τιμÝς,-δεν Þθελεν ο βασιλιÜς να ξεσπÜσει σκÜνδαλο κι απÝκρυψε τα πÜντα, λÝγοντας πως σκοτþθηκε κατÜ λÜθος- εκεßνη δε μποροýσε να κλεßσει μÜτι. Εßχε φτÜσει τüσο κοντÜ στην ευτυχßα -Ýτσι πßστευε- και την εßχε χÜσει για πÜντα. Τßποτε δε θα της Ýδινε χαρÜ πιÜ. Δε μποροýσε να κλεßσει μÜτι την ßδια νýχτα κι Ýκοβε βüλτες πÜνω-κÜτω στο δωμÜτιο. Τüτε σκÝφτηκε πως Ýπρεπε να κÜνει κÜτι... κÜτι να κρατÞσει τον Üντρα που αγÜπησε κοντÜ της, üσο πιο καλÜ κι üσο πιο πολý γινüταν. Τüτε σκÝφτηκε και τι Ýπρεπε να κÜνει. Σηκþθηκε, ντýθηκε κι Ýτρεξε στο μÝρος που 'ταν ο τÜφος του. Φþναξε Ýναν Ýμπιστü της γεροντÜκο κι αφοý τον üρκισε να μη πει τßποτε, του εξÞγησε τι Þθελε να κÜνει. Ο ανθρωπÜκος ανατρßχιασε μα δε μποροýσε και να της αρνηθεß. ¸τσι, ξεθÜψανε μαζß το πτþμα κι αφαιρÝσανε το κρανßο του. ΠÞρανε τα δüντια του και τα φτιÜξανε σα πετρÜδια και φτιÜξαν Ýνα πολý πλουμιστü μενταγιüν. ΒγÜλανε τους βολβοýς των ματιþν και τα ντýσανε με χρυσü και πετρÜδια, τους κÜνανε βραχιüλι και με το γυμνωμÝνο κρανßο, ντυμÝνο με χρυσÜ φýλλα, φτιÜξανε Ýνα κýπελλο κι üλα τοýτα μυστικÜ. Η βασßλισσα φüρεσε το βραχιüλι και το μενταγιüν και το χρυσü κýπελλο το 'χε κι Ýπινε μüνον αυτÞ.
     Εντωμεταξý ο βασιλιÜς στη κÜμαρÞ του κατÜλαβε, Ýστω κι αργÜ πως ακüμα κι αν Ýβρισκε τη λýση σε τοýτο το παλιοαßνιγμα, πÜλι δε θα μποροýσε να την εßχε δικιÜ του, -τουλÜχιστον Ýτσι üπως θα το -θελε. ΦυσικÜ οýτε λüγος για το τι θα γινüταν αν δε το 'βρισκε, -Þτανε ξεκÜθαρη σε τοýτο: θα τον Ýδιωχνε μακριÜ σαν το σκυλß και το ωραßο Þτανε πως αυτüς ο ßδιος της εßχε δþσει τα üπλα. ¼ταν το συνειδητοποßησε κι αυτü καλÜ-καλÜ, βÜλθηκε μανιασμÝνα να προσπαθεß να λýσει τον γρßφο, μα του κÜκου. ΒÜλθηκε ακüμα πιο μανιασμÝνα και περÜσανε κι üλας πÜνω απü Ýξη μÞνες κι ακüμα τßποτε. ¼χι μüνον αυτüς, αλλÜ κι Ýνα σωρü σοφοß του παλατιοý αλλÜ και των γýρω πολιτειþν, που καλεστÞκανε για να βροýνε λýση, μα πÜλι του κÜκου. ¼ταν πια εßδε κι απüειδε και το πÞρεν απüφαση, βÜλθηκε να κÜνει μεγÜλους περιπÜτους, ειδικÜ τις νýχτες. ¸βλεπε καθαρÜ πια πως σε λßγες μÝρες θα 'πρεπε να παρατÞσει τη γενÝτειρα και το αξßωμÜ του και να ψÜξει να βρει αλλοý τη τýχη του. ¼σο πλησιÜζαν οι μÝρες συνÝχιζε τους περιπÜτους, μα πλÝον ντυμÝνος με απλÜ ροýχα και κÜπως μεταμφιεσμÝνος. Δεν Þθελε να δßνει λαβÞ για σχüλια ενþ παρÜλληλα Þθελε να διαπιστþνει πως βλÝπαν οι υπÞκοοß του τη πιθανÞ του απομÜκρυνση, αλλÜ κι ο ßδιος να χωνÝψει την ιδÝα πως σε λßγο θαταν απλüς Üνθρωπος üπως üλοι αυτοß που συναντοýσε στο δρüμο του.
     ¸να βρÜδυ, βωλüδειρε λιγÜκι παραπÜνω απü το κανονισμÝνο -δηλαδÞ τß λιγÜκι παραπÜνω; απομακρýνθηκε πολý, βυθισμÝνος στις σκÝψεις του. Σε κÜποιο σημεßο κατÜλαβε πως εßχε πια χαθεß και πως γýρω δεν υπÞρχε πια κατοικημÝνη περιοχÞ και σα να μην Ýφτανε αυτü, Ýπιασε και μια ξαφνικÞ μπüρα. ΒÜλθηκε να τρÝχει προς μια τυχαßα κατεýθυνση, γιατß πια δεν Þξερε που βρισκüτανε. Σε λιγÜκι, πριν ακüμα νιþσει απελπισßα και λßγο πριν ποτιστεß ολÜκερος με το νερü της βροχÞς, εßδε Ýνα φως κι Ýτρεξε γοργÜ προς τα κει. Σε λιγÜκι, βρισκüτανε μπροστÜ σε μια φωτιÜ και στÝγνωνε, σε κÜποιο φτωχικü σπßτι ενüς μυλωνÜ.
     Αυτüς ο μυλωνÜς εßχε τη γυναικοýλα του, μια θυγατÝρα ßσαμε τα εßκοσι και δυο μικρüτερα αγορÜκια δßδυμα κοντÜ στα δþδεκα. Οι δυο γονιοß Þτανε κοντοß και παχουλοß μα εßχανε καλÞ καρδιÜ και χωρßς να ρωτÞσουνε καν, μπÜσανε μες στο σπßτι τους τον ξÝνο και τονε περιποιηθÞκανε, ενþ τα δυο μικρÜ, τονε περιεργÜζονταν απροκÜλυπτα και με περιÝργεια τüση, που η μητÝρα κüντεψε να σηκþσει τη παντοýφλα. Ο βασιλιÜς χαμογÝλασε και τα δικιολüγησε, ενþ μÝσα του σκεφτüτανε πως τοýτοι δω οι χριστιανοß δε τονε γνωρßσανε. Του φÜνηκε περßεργο αυτü μα του Üρεσε καλýτερα Ýτσι και δεν Ýδωσε γνωριμßα. Εßπε πως Þταν Ýνας ξÝνος περαστικüς κι üπως Þτανε ντυμÝνος ασÞμαντα, πÝρασε αυτÞ η εντýπωση θαυμÜσια. Ωστüσο ο βασιλιÜς πρüσεξε τη θυγατÝρα του μυλωνÜ, πüσο πρüσχαρη, πüσο γλυκειÜ κι üμορφοýλα Þταν, με μακριÝς κοτσιδοýλες και ρüδινα μÜγουλα απü την εξοχÞ. ¸νιωσε πÜρα πολý σýντομα, τüσο ζεστÜ εκεß και τüσον üμορφα, üπως πÜντα νιþθουν οι Üνθρωπο üταν συναναστρÝφονται απλοýς κι Üδολους ανθρþπους κι üχι τßποτε τσαρλατÜνους και κακοýς. Ωστüσο ßσως δε πρüσεχε üλα τοýτα της τα καλÜ, αν δε παρατηροýσε το πüσον Ýξυπνη Ýδειχνε! Εßπαμε και στην αρχÞ πως αυτü τονε μÜγευε. Εκεß δε που μαγεýτηκε Þτανε στο στρþσιμο του τραπεζιοý, που τονε καλÝσανε να φÜει.
     ¼ταν ο πατÝρας της τη διÜταξε να στρþσει το τραπÝζι για να φÜνε τον μεγÜλο και παχουλü κüκκορα που 'σφαξε για σÞμερα, εκεßνη πÞρε τη πρωτοβουλßα. ¸βαλε το σερβßτσιο του πατÝρα στο κορφÞ του τραπεζιοý και στο πιÜτο του Ýβαλε το κεφÜλι και τον λαιμü του κüκκορα. Στο πλÜι απü τ' αριστερÜ, Ýβαλε το στρωσßδι της μητÝρας και στο πιÜτο της Ýβαλε τη ρÜχη του. Απü την Üλλη μεριÜ τη δεξιÜ, Ýβαλε το πιÜτο του ξÝνου και του 'βαλε στο πιÜτο τα ποδÜρια. Δßπλα του Ýβαλε το δικü της και στο πιÜτο τις φτεροýγες κι απü την Üλλη μεριÜ Ýβαλε των αδερφþν της και στα πιÜτα τους δßκαια μοιρασμÝνα, Ýβαλε το στÞθος και το ψαχνü του. Ο πατÝρας της μα κι ο ξÝνος παραξενευτÞκανε, ειδικÜ ο πρþτος κοκκßνισε, πρασßνισε, οργßστηκε και ντροπιÜστηκε, γιατß Ýβαλε στον ξÝνο τα ποδÜρια και τον καλýτερο μεζÝ στα μικρÜ. Της Ýβαλε τις φωνÝς:
 -"Τι κÜμεις εκεß θυγατÝρα;! Τß Ýβαλες στον ξÝνο να φÜει; Τις πατοýσες; ΝτροπÞ μεγÜλη! ¸τσι σε μÜθαμε τÜχα"; και στρεφüμενος προς τον ξÝνο απολογÞθηκε πως η μικρÞ εßναι Üμαθη και καλÜ... Τüτε μßλησε κεßνη:
 -"ΠατερÜκι μου τß με μαλþνεις; Εßσαι η κεφαλÞ του σπιτιοý μας, απü τη ρÜχη της μÜνας μου περνÜν üλα üμως. Εγþ κÜποια στιγμÞ θα βγÜλω φτερÜ και θα φýγω για το σπιτικü μου. Ο ξÝνος μας με τα πüδια του αýριο θα μας αφÞσει κι αυτüς. Τα δυο μικρÜ μου αδερφÜκια üμως, πρÝπει μιας κι αφÞσανε το στÞθος της μÜνας μας, να φÜνε τον καλýτερο μεζÝ, για να μεγαλþσουνε γρÞγορα και να σε βοηθÞσουν", εßπε κι Ýσκυψε το κεφÜλι ροδοκüκκινη. Αυτü Þταν! Ο βασιλιÜς εßχε ...χαζÝψει! ¸βαλε τα γÝλια και τη συγχÜρηκε για τη σοφßα της. Ο γερο-μυλωνÜς Ýμεινε να κοιτÜζει παραξενεμÝνος τον ξÝνο να γελÜ με τη καρδιÜ του και στο τÝλος γÝλασε κι αυτüς μ' Ýνα γÝλιο χλουκιστü. Η κüρη του πÜλι τα 'χε πÜει περßφημα και κÜτι Þξερε αυτüς που την Ýστειλε σχολεßο να ξεστραβωθεß, üχι σαν κι εκεßνους...
     ¼ταν καλοφÜγανε, πÞγανε πÜλι στο τζÜκι κι αρχßσανε να λÝν ιστορßες. Ο βασιλιÜς δεν εßχε φανερωθεß κι Ýπρεπε να προσÝχει τι λÝει μα Ýνιωθε θαυμÜσια. Σχεδüν εßχε ξεχÜσει το μεγÜλο κι Üλυτο πρüβλημÜ του, με τοýτους εδþ τους καλüκαρδους ανθρþπους. ¼μως του δüθηκε η ευκαιρßα να μÜθει κιüλας τι σκÝφτονταν για τον βασιλιÜ τους αυτοß εδþ οι απομακρυσμÝνοι χωρικοß. ΒÝβαια πßστευε πως Ýτσι κι αλλιþς Üχρηστο θα 'ταν μα κατÜλαβε πως μπορεß να νιωθε περÞφανος για τη βασιλεßα του μα δεν Þτανε ποτÝ κοντÜ στον λαü του. ΕπιτÝλους Ýβλεπε να τονε συναναστρÝφονται Üνθρωποι, χωρßς να 'χουν αυτü το ηλßθιο βλÝμμα της υποταγÞς... ΤÝλος πÜντων...
     ¼ταν τελειþσαν οι γυναßκες το μÜζεμα Þρθανε και κÜτσανε μαζß τους. Η κüρη Ýκατσε κÜτω στα στρωσßδια οκλαδü και πρüσεχε να τρÝφει τη φωτιÜ, προσÝχοντας üμως παρÜλληλα, Ýτσι þστε να μην Ýχει μÞτε στους γονιοýς, μÞτε στον ξÝνο, γυρισμÝνη τη ρÜχη της. Ο βασιλιÜς της Ýπιασε κουβÝντα για να διαπιστþσει την εξυπνÜδα της κι Ýμεινε κατÜπληκτος με τον πλοýτο που ανακÜλυπτε λÝξη-λÝξη. ¹τανε φρüνιμη και σεβüτανε τον συνομιλητÞ της, εßχε το θÜρρος της γνþμης της üταν Þξερε κÜτι -κι Þξερε πολλÜ- ενþ παρÜλληλα αν διαπßστωνε πως κÜτι δε το ξÝρει, τÝντωνε τ' αφτιÜ και τα μÜτια της για να ρουφÞξει αυτÞ τη νÝα γνþση και δεν Ýκανε τη πονηρÞ τÜχα...! Σε λßγο χωρßς κανεßς να καταλÜβει πως, ξεκßνησε μια κüντρα μεταξý τους στο ποιος θα πει το πιο απßθανο και το πιο Üγνωστο κι üταν Ýνας τους το κατÜφερνε, χαιρüτανε με τη καρδιÜ του. Τüτε Þτανε που θυμÞθηκε το αßνιγμα ο βασιλιÜς κι εßπε μÝσα του πως δεν Ýχανε τßποτε να το πει.
     Η κοπÝλα μüλις τ' Üκουσε, ζÞτησεν αμÝσως να μÜθει ποιος το 'χε πει. Ο βασιλιÜς τüτε αναγκÜστηκε να πει την ιστορßα, χωρßς να πει πως Þτανε βασιλικÞ üμως και φυσικÜ παραλεßποντας το ...στοßχημα. Η κοπÝλα σκÝφτηκεν αρκετÜ και στο τÝλος τονε κοßταξε και του 'πε:
 -"Μüνο μια σκÝψη μου 'ρχεται στο νου, ξÝνε, μα μου 'ναι πολý δýσκολο να την εκφρÜσω..." Εκεßνος χαμογÝλασε πικρÜ και κατÝνευσε:
 -"Ε πÝστη να δοýμε. Οýτως Þ Üλλως κανεßς δε το 'χει βρει και δε χÜνουμε τßποτε ν' ακοýσουμε την ÜποψÞ σου".
 -"ΑυτÞ που 'πε τοýτο το αßνιγμα, φορÜ μενταγιüν απü τα δüντια του πεθαμÝνου, βραχιüλι απü τα μÜτια κι απü το κρανßο του Ýχει φτιÜξει κýπελλο και πßνει το κρασß της και τοýτο μÜλλον το 'κανε για να τονε κρατÞσει üσο πιο πολý κοντÜ της μπορεß". Κι αμÝσως που εκστüμισεν αυτü, Ýσπευσε να το σκεπÜσει κÜπως, να το μαλακþσει: "ΒÝβαια παραδÝχομαι πως εßναι μια τραβηγμÝνη σκÝψη, μα... δε μου πÜει αλλοý ο νους... κι εßναι τüσο φρικτÞ που παρακαλþ δε θα 'θελα να το συζητÞσουμεν Üλλο".
     ¼ταν η παρÝα διαλýθηκε για να πÜει για ýπνο, εκεßνη ξεφýσησε μ' ανακοýφιση. Σε λßγο üλοι κοιμüνταν βαθιÜ κι αυτüς ακüμα ο βασιλιÜς που δε τα κατÜφερνε τελευταßα και τüσο καλÜ να ναρκþσει τη ταραγμÝνη του καρδιÜ. ºσως να βοÞθησε και το γεγονüς πως του στρþσανε στον αχυρþνα, μιας και δεν εßχανε χþρο αλλοý. Στην αρχÞ βÝβαια του προτεßνανε να κοιμηθεß αυτüς σε κÜποιο κρεβÜτι του σπιτιοý κι ο Ýνοικüς του στον αχυρþνα μα ο βασιλιÜς δεν Þθελε μÞτε να τ' ακοýσει. Πρþτη του φορÜ κοιμÞθηκε σε στÜβλο με παρεοýλα τ' Üλογα. Την Üλλη μÝρα το πρωß, ξýπνησε φρÝσκος-φρÝσκος κι αφοý Ýφαγε Ýνα θαυμÜσιο πρωινü απü τα χερÜκια της θυγατÝρας, του προσφÝραν Üλογο να πÜει στη πüλη κι υποσχÝθηκε να τους το επιστρÝψει. Τονε ξεπροβüδισαν μ' ευχÝς κι ευχαριστßες κι αυτüς λßγο πριν φýγει εßπε ολÜκερο το μυστικü του. Το πüσο δεßξανε να ντρÝπονται... μα κεßνος εßχεν Þδη απομακρυνθεß... Απü μακριÜ τους φþναξε για να τους καθησυχÜσει:
 -"'Αλλωστε, δε θα 'μαι βασιλιÜς για πολý, αν δε βρεθεß η λýση για το αßνιγμα, οπüτε ßσως Ýρθω να γßνω μυλωνÜς μαζß σας, αν πÜλι üμως εßναι σωστÞ η λýση, τüτε θα 'μαι μα θα το οφεßλω στη θυγατÝρα σας, οπüτε εγþ θα σας χρωστþ κι üχι εσεßς. Ευχαριστþ πÜντως, γιατß πρþτη φορÜ πÝρασα τüσο καλÜ μαζß σας", και γÝλασε πρüσχαρα. Το γÝλιο του ηχοýσε μÝχρι που χÜθηκε στον ορßζοντα κι οι απλοß Üνθρωποι γυρßσανε στις δουλειÝς τους.
     ¸φτασε στο παλÜτι κοντÜ στο μεσημερÜκι. Πρþτη φορÜ εßχεν αργÞσει τüσο να επιστρÝψει απü τα φευγιÜ του και ν' αναλÜβει καθÞκοντα. Στη πýλη μÜλιστα αντιμετþπισε πρüβλημα, γιατß δε τον αναγνωρßσανε και δε τον αφÞνανε να μπει. ΤελικÜ μπÞκε αφοý Ýδωσε τις εξηγÞσεις, πλýθηκε, Üλλαξε κι Ýκατσε στο τραπÝζι σιωπηλüς. Σε λßγο μπÞκε κι εκεßνη αδιÜφορη κι απüμακρη. Τη παρατÞρησε πολý προσεκτικÜ. Φοροýσε ανοιχτü ντεκολτÝ, στο μÝσο του εßδε να κρÝμονται τα "θωρþ" και στο αριστερü της χÝρι, το χÝρι της καρδιÜς, εßδε το βραχιüλι με τα "μασþ". ΠαραδÝχτηκε πÜντως και τα καλοδουλεμÝνα κοσμÞματα αλλÜ και πως Þθελε μεγÜλη φαντασßα για να το μαντÝψει κανεßς. Απü μÝσα του καμÜρωσεν Üλλη μια φορÜ τη νεαρÞ μυλωνοποýλα. Σε λßγο μÜλιστα που τις Ýφεραν τη χρυσÞ της κοýπα, εßδε μες απü τα στολßσματα και το χρυσü ντýσιμο, τον "νουν" και βεβαιþθηκε. Εκεßνη μÜλιστα σÞκωσε τη κοýπα της και του 'κανε "Εις υγεßαν" απü μακριÜ, στην Üλλη Üκρη του μεγÜλου τραπεζιοý. Εκεßνος ανταπüδωσε θλιμμÝνα τον χαιρετισμü κι εκεßνη το καταφχαριστÞθηκε που τον εßδε Ýτσι, þστε να τον υπολογßζει χαμÝνον απü χÝρι.
     ¼ταν απüφαγαν -και σιγÜ την üρεξη που 'χε να βλÝπει τα μοýτρα της, αντßθετα με κεßνη που το καταφχαριστιüταν- και σηκþθηκαν, τη σταμÜτησε να της μιλÞσει. Εκεßνη -σßγουρη πια- του παραχþρησε λßγο απü τον πολýτιμο χρüνο της.
 -"ΘÝλω να σου ζητÞσω μια χÜρη παρακαλþ", της εßπε Üχρωμα.
 -"¼,τι θÝλεις βασιλιÜ κι αφÝντη μου αγαπημÝνε, αρκεß να μη μου ζητÞσεις να πÜρω πßσω το στοßχημÜ μας", του 'πε περιφρονητικÜ.
 -"¼χι φυσικÜ! ¼,τι υποσχÝθηκα κι ü,τι στοιχηματßσαμε εξακολουθεß να ισχýει. ΑπλÜ Þθελα να σου ζητÞσω, τις λßγες μÝρες που απομÝνουνε μÝχρι τα γενÝθλιÜ μου, θα 'θελα να μη τρþμε μαζß και μÜλιστα, αν σου 'ναι εýκολο, να μη σε βλÝπω καθüλου μπροστÜ στα πüδια μου! Σου ζητÜω κÜτι ...δýσκολο;" τη ρþτησε περιφρονητικÜ.
 -"¼χι βÝβαια! Σου 'χω αρνηθεß ποτÝ κÜτι βασιλιÜ κι αφÝντη μου αγαπημÝνε;" του απÜντησε χαμογελþντας μελιστÜλαχτα κεßνη.
 -"Ωραßα. Πολý ωραßα!" εßπε και γυρνþντας της τη πλÜτη βγÞκε απü τη τραπεζαρßα. Εκεßνη üμως τονε πρüφταξε και τονε ρþτησε, δÞθεν παραξενεμÝνη, γιατß τÜχα της ζητοýσε κÜτι τÝτοιο;
 -"Ε να καλÞ μου, επειδÞ πλησιÜζει η þρα, κι επειδÞ δεν Ýχω βρει ακüμα τη λýση, θα πρÝπει να βÜλω τα δυνατÜ μου κι αυτü απαιτεß αυτοσυγκÝντρωση περßσσια. ¼ταν üμως σε βλÝπω, üπως Ýχεις ßσως Þδη προσÝξει, χÜνω τα ...λογικÜ μου", της εßπε περιφρονητικÜ γελþντας και της ξαναγýρισε τη ρÜχη.
     Ω! πüσο η σιγουριÜ της νßκης μας δßνει φτερÜ που συχνÜ εßναι κÜλπικα. Πüσες δυνÜμεις και σε πüσα λÜθη μας σπρþχνει η χαρÜ αυτÞ! Εκεßνη συμφþνησε ανασηκþνοντας τους þμους κι Ýνιωθε κεßνη τη στιγμÞ πως εßχε νικÞσει κατÜ κρÜτος. Χαμογελοýσε και σκεφτüτανε πως της Ýκανε μοýτρα, γιατß ακριβþς εßχε χÜσει κι εßχε καταλÜβει πως δε θα του χαριζüτανε. "ΠÜλι καλÜ" σκÝφτηκε, "που δε μου γýρεψε παρÜταση Þ να πÜρω πßσω το στοßχημα. ΠÜλι καλÜ επßσης που δε μου ζÞτησε να περÜσω καμμιÜ νýχτα μαζß του για τ' αποχαιρετιστÞρια... ουφ" και γýρισε στα διαμερßσματÜ της για να οργανþνει απü τþρα τη διακυβÝρνηση της πολιτεßας, που θ' αναλÜμβανε σε λßγες μÝρες.
     Ο βασιλιÜς κρÜτησεν αυτÞ την απαθÞ, πικραμÝνη, παρατημÝνη στÜση, üλες τις υπüλοιπες μÝρες μÝχρι τη μεγÜλη γιορτÞ των γενεθλßων του παρüλο που καιγüτανε για δυο πρÜγματα: να της βροντοφωνÜξει τη λýση και να τη ξαποστεßλει, και να ξαναδεß τη μικρÞ σοφÞ μυλωνοποýλα. ΣυγκρατÞθηκεν üμως και στα δυο κι Ýφτασεν επιτÝλους η μεγÜλη μÝρα. Ντýθηκε προσεκτικÜ, στολßστηκε με üλα τα χαρακτηριστικÜ της στολÞς του βασιλιÜ, περιποιÞθηκε τον εαυτü του üσο πιο καλÜ μπüρεσε και κατÝβηκε τελευταßος στη μεγÜλη σÜλα, üπου η γιορτÞ εßχε ξεκινÞσει. ¼ταν τον εßδανε να κατεβαßνει, üλοι σþπασαν. Τονε καμαρþσανε για το παρÜστημα και το παρουσιαστικü του μα μÝσα τους λυπüντουσαν που θα τον χÜνανε, γιατß ξÝρανε πως δεν εßχε βρει τη λýση κι üτι μετÜ το τÝλος τοýτης της βραδιÜς, θα τους κυβερνοýσε αυτÞ η αχþνευτη. ¼λοι λοιπüν περßμεναν να δοýνε την εξÝλιξη τοýτης της βραδιÜς, με κομμÝνη την ανÜσα!
     ΜετÜ τα πρþτα εθιμοτυπικÜ, πÞρε το λüγο αυτÞ:
 -"ΒασιλιÜ κι αφÝντη μου αγαπημÝνε, θÝλω να σου κÜμω το δþρο μου. ΘÝλω üμως πριν προχωρÞσω σ' αυτü, τη λýση του αινßγματος, üπως συμφωνÞσαμε. Την Ýχεις βρει";
 -"Τι βιÜζεσαι τüσο καημÝνη; Δεν αφÞνεις να πιοýμε κανÜ κρασÜκι, να γευτοýμε κανÜ μεζεδÜκι, απü τα τüσα και τüσα üμορφα;" της απÜντησεν αυτüς πικραμÝνα. Εκεßνη üμως Ýδειξεν ανυπομονησßα κι επÝμεινε, γιατß και καλÜ Þθελε να του κÜνει το δþρο του.
 -"Πες μου λοιπüν τη βρÞκες τη λýση;", κατÝληξε. Εκεßνος, με το πιο φυσικü βλÝμμα του κüσμου, της απÜντησε τÜχαμ αδιÜφορα:
 -"ΦυσικÜ χρυσÞ μου! Τß με πÝρασες; Αλßμονο! Εßναι αλÞθεια πως υποτßμησα το θαυμÜσιο αßνιγμÜ σου κι Ýξη μÞνες τþρα μÞτε ασχολÞθηκα, μα üταν Ýβαλα κÜτω τα πρÜματα, ειδικÜ üταν μου παραχþρησες χþρο και χρüνο, κατÜφερα να βρω Üνετα τη λýση!" της εßπε και σÞκωσε το ποτÞρι του με το κρασß. Εκεßνη δαγκþθηκε μα δε τα 'χασε.
 -"ΑλÞθεια; ΜπρÜβο σου! Για πÝστη και σε μας, εξÞγησÝ μας τη κιüλας..." του πε, αλλÜ πλÝον εßχεν αρχßσει να κλονßζεται και το βλÝμμα της εßχε γßνει κακü κι εχθρικü. Και τüτε ο βασιλιÜς σηκþθηκεν üρθιος, ýψωσε το ποτÞρι του σα να 'θελε να κÜνει πρüποση. ¼λοι κι üλες τονε μιμηθÞκανε, μαζß κι η βασßλισσα. Ευχαρßστησε λοιπüν üλο τον κüσμο που Þρθε να τονε τιμÞσει στα γενÝθλιÜ του κι αμÝσως μετÜ, με μια γρÞγορη κßνηση, Üρπαξε το κýπελλο, το βραχιüλι και το μενταγιüν απü πÜνω της κι Ýδειξε στον κüσμο τα τρßα αυτÜ αντικεßμενα. ΜετÜ τα σπασε κι üλοι εßδανε τη φρικιαστικÞν αλÞθεια. ¸πειτα τους εßπε πλÝον üλη τη πραγματικÞν ιστορßα κι üταν τÝλειωσε -κι üλοι εßχανε νιþσει φρßκη και δυσαρÝσκεια για τη βασßλισσα- γýρισε και της εßπε:
 -"ΚαλÞ μου, πÜρε το δþρο μου: Φýγε αμÝσως απü το παλÜτι, μüνο με ü,τι εßχες πριν τον γÜμο μας. Φýγε μακρυÜ και μη πατÞσεις ποτÝ το πüδι σου ξανÜ εδþ. Τþρα σου χαρßζω τη ζωÞ, μα αν σε ξαναδþ εδþ, δεν εγγυþμαι το ßδιο". Εκεßνη Ýφυγε λυσσþντας κι αφρßζοντας κι üλοι üσοι Þταν εκεßνη την þρα στο μεγÜλο τραπÝζι, χειροκροτÞσαν ανακουφισμÝνοι και φανερÜ χαροýμενοι. Το θÝμα τοýτο εßχε λÞξει ευνοúκÜ κι η γιορτÞ τÝλειωσε αργÜ τα χαρÜματα με γλεντοκüπι και χαρÝς, με τραγοýδια και χοροýς. ¼σο για τη κακßστρω, κανεßς δε ξανÜμαθε ποτÝ τßποτε για κεßνη.
     Την Üλλη μÝρα που ξýπνησεν ο βασιλιÜς απü το γλεντοκüπι, Ýκαμε τη τουαλÝτα του και πÞρε το πρωινü του, φþναξε τον Ýμπιστο υπηρÝτη του και του Ýδωσε μερικÜ πεσκÝσια για να τα πÜει της μικρÞς μυλωνοýς και της οικογÝνειÜς της. Του εξÞγησε προσεκτικÜ το δρüμο μη χαθεß, γιατß Þτανε και ξεχασιÜρης κι αφηρημÝνος και του πε να πÜρει κι Ýνα Üλογο παραπÜνω, για να τους το επιστρÝψει. Πριν φýγει του δωσε κι Ýνα προφορικü μÞνυμα να δþσει στη μικρÞ και μÜλιστα τον Ýβαλε να το πει πολλÝς φορÝς για να μη το ξεχÜσει:

                                Το φεγγαρÜκι εßναι ολüγιομο,
                                αυτüς που φÝρνει την αυγÞ, παραγεμιστüς
                                ολÜκερες οι τριÜντα μÝρες τοýτου του μÞνα
                                της κατσßκας το πετσß τσßτα-τσßτα φουσκωμÝνο
                                κι ο κυνηγüς αγαπÜ τη... πÝρδικα!

     Παιδεýτηκε ο δüλιος υπηρÝτης να το αποστηθßσει μα στο τÝλος τα κατÜφερε. ΠÞρε λοιπüν πεσκÝσια, Ýνα μεγÜλο κεφÜλι τυρß, Ýνα κüκκορα παραγεμισμÝνο με χßλια καλÜ, τριÜντα ζεστÝς φρατζüλες ψωμß, Ýνα ασκß με κρασß απü το καλýτερü του και φυσικÜ το Üλογο που τους χρωστοýσε. Λßγο πριν ξεκινÞσει ο υπηρÝτης, του ξαναφþναξε:
 -"Πρüσεξε κακομοßρη μου να πας ü,τι σου δωσα και να το πας σωστÜ, μη χÜσεις τον δρüμο και πρüσεξε να θυμηθεßς üλα τα λüγια που σου πα για μÞνυμα. Να περιμÝνεις να πÜρεις απÜντηση και να τη θυμηθεßς να μου τη πεις üταν γυρßσεις! 'Αντε φεýγα τþρα κι ο Θεüς μαζß σου!" του πε, κι ο υπηρÝτης ξεκßνησε σιγÜ-σιγÜ.
     ΠρÜγματι λοιπüν Ýφυγεν ο υπηρÝτης και στο δρüμο, επειδÞ αργοýσε να φτÜσει γιατß Ýχασε και το δρüμο για λßγο, πεßνασε. ¸κατσε κι Ýφαγε üλο τον κüκκορα, Ýφαγε τις μισÝς φρατζüλες κι απü το τυρß Üφησε πολý λßγο. ¼σο για το κρασß, κüντεψε ν' αδειÜσει üλο το ασκß. Με τα πολλÜ Ýφτασε και στο σπßτι του μυλωνÜ. Εκεß τον υποδεχτÞκανε καταπþς Ýπρεπε και με πολλÞν ευχαρßστηση. Τους Ýδωσε τα πεσκÝσια, τονε φιλÝψανε κι ýστερα θυμÞθηκε και το μÞνυμα -ω του θαýματος- και το 'πε ολÜκερο και σωστÜ -τρομÜρα του!
     Η κüρη Ýμεινε σκεφτικÞ για λßγο μα τα μÜγουλα της κοκκινÞσανε σαν τη φωτιÜ. Σε λιγÜκι, Ýνα λαμπερü χαμüγελο φþτισε το πρüσωπü της. ¼ταν πÝρασε η þρα κι ο υπηρÝτης Ýπρεπε να επιστρÝψει, του 'πε σαν απÜντηση να μεταφÝρει το εξÞς και τον επιφüρτισε μÜλιστα να μη ξεχÜσει τßποτε.

                                Το φεγγÜρι εßναι στη χÜση
                                αυτüς που φÝρνει την αυγÞ μητ' Þρθε μητ' εφÜνη
                                δεκαπÝντε μÝρες Ýχει ακüμα τοýτος ο μÞνας
                                της κατσßκας το πετσß ντÜντουλα με ντÜντουλα
                                κι ο κυνηγüς που αγαπÜ τη πÝρδικα
                                δε δÝρνει το σκυλß του
                                η πÝρδικα αγαπÜ τον καλü κυνηγü!


     Του το πε πολλÝς φορÝς για να το θυμηθεß και στο τÝλος πρüσθεσε πως με χαρÜ τους θα περιμÝνουνε να τους επισκεφθεß ξανÜ.
     Ο γερο-υπηρÝτης πÞρε ξανÜ τον δρüμο της επιστροφÞς και μüλις Ýφτασε στο παλÜτι, πÞγε κατευθεßαν στον βασιλιÜ, üπως τον εßχε προστÜξει. Εκεßνος φυσικÜ περßμενε με αγωνßα να μÜθει πως εßχανε δεχτεß τα ...προξενιÜ του και ρþτησε αμÝσως αν πÞγαν üλα καλÜ. Ο υπηρÝτης του μετÝφερε το καλü κλßμα κι ο βασιλιÜς το καταφχαριστÞθηκε.
 -"Τα πÞγες üλα üσα σου 'δωσα;" τονε ρþτησε.
 -"ΑμÝ! και τους αρÝσανε πολý üλα!" απÜντησεν αυτüς. "ΜÜλιστα η κüρη μου 'δωσε να σου πω, Ýνα μÞνυμα... στÜσου να το θυμηθþ..." κι Üρχισε να ξýνει τη γκλÜβα του προσπαθþντας να θυμηθεß το μÞνυμα. ΘυμÞθηκεν εýκολα τις πρþτες φρÜσεις μα ξÝχασε τις τρεις τελευταßες. Ο βασιλιÜς Ýγινε πυρ και μανßα γιατß Ýνιωσε προσβεβλημÝνος που τα δþρα του εßχανε γßνει Üφαντα κι Üρπαξε τον υπηρÝτη και τον Ýκανε τüπι στο ξýλο, γιατß νüμισε πως εßχε ρεζιλευτεß κι εßχαν αποτýχει τα προξενιÜ του. ¼ταν Ýφαγε το ξýλο ο υπηρÝτης -που νüμισε πως Ýφαγε ξýλο γιατß δε θυμüτανε το στιχÜκι- θυμÞθηκε και το υπüλοιπο μÞνυμα και το 'πε στον βασιλιÜ.
 -"Εμ τþρα μου το λες καημÝνε..." εßπε γελαστÜ ο βασιλιÜς κι Üρχισε να γελÜ σα παλαβüς απü τη χαρÜ του. ΑγκÜλιασε τον υπηρÝτη και τονε φßλησε, του ζÞτησε συγγνþμη για τις ξυλιÝς και τονε φßλεψε, αλλÜ τονε συμβοýλεψε Üλλη φορÜ να μη κλÝβει γιατß τüτε θα τις φÜει πιο πολý και χωρßς Ýλεος. Κι Ýφυγε να πÜει στα ιδιαßτερÜ του εκστασιασμÝνος.
     ΚρÜτησε το λüγο του και μüλις ξεκαθÜρισε το παλÜτι απü τυχüν ευνοοýμενους της βασßλισσας και κανüνισε τα του βασιλεßου του, ξεκßνησε να επισκεφθεß τα μελλοντικÜ πεθερικÜ του. ¸στειλε μπροστÜ τη συνοδεßα του για να τον αναγγεßλει κι αμÝσως μετÜ Ýφτασε κι αυτüς. Για την ακρßβεια, θα 'θελε να τη προσπερÜσει μα ...το πÜλεψε. 'Αλλωστε σκÝφτηκε πως αν προσπερνοýσε αυτüς, η συνοδειÜ üταν Ýφτανε ποιον θ' ανÞγγειλε; Μη βρßσκοντας απÜντηση στο καßριο αυτü ρþτημα, κρατÞθηκε πßσω.
     Εßχε φÝρει ραφτÜδες και κομμþτριες που περιποιÞθηκαν üλη την οικογÝνεια κι ειδικÜ τη κüρη με τα ρüδινα μÜγουλα και τα μακριÜ μαýρα μαλλιÜ. Εßχε φÝρει μαγεßρους και ζαχαροπλÜστες, εßχε φÝρει μουσικοýς και διασκεδαστÝς και τελικÜ στο φτωχικü του μυλωνÜ στÞθηκε Ýνα καλü γλÝντι üπου üλοι κι üλες, ßσα, διασκÝδασαν με τη ψυχÞ τους. ¼ταν ετοιμÜστηκαν üλα, στο τραπÝζι πÜνω, σηκþθηκεν ο βασιλιÜς να κÜνει πρüποση και κοιτÜζοντας πρþτα απ' üλους τον γÝρο χωρικü και μετÜ εκεßνην εßπε:
 -"¹ρθα üπως υποσχÝθηκα κýριε μου, γιατß εδþ πÝρασα την ομορφüτερη και γλυκýτερη νýχτα της ζωÞς μου, τα τελευταßα χρüνια. Εκτüς üμως αυτοý, οφεßλω στην Üξια, τη πανÝξυπνη κι üμορφη θυγατÝρα σου το βασßλειü μου ολÜκερο. ¼μως τοýτο το τελευταßο, λÝω, πως δε θα με 'νοιαζε, γιατß üπως εßπα, πÝρασα τüσο καλÜ εδþ, και χωρßς αυτü. Το αληθινü üμως βασßλειο που κÝρδισα εßναι της καρδιÜς μου κι εκεßνο τþρα θÝλει τη βασßλισσÜ του. Αν λοιπüν κýριÝ μου, δþσετε την ευχÞ σας και το χÝρι της αξιαγÜπητης κüρης σας, θα νιþσω και πÜλι βασιλιÜς και μüνο τüτε!" εßπε και παραμερßζοντας το κÜθισμÜ του, γονÜτισε μπροστÜ στον καλü μυλωνÜ, κοιτÜζοντÜς τονε μ' αγωνßα στα μÜτια. "Ορßστε... γονατßζω μπρος στα πüδια σας παρακαλþντας..."
     Ο χωρικüς τα 'χασε. Με μια βιαστικÞ κßνηση σÞκωσε τον Üντρα και του 'πε χαμογελþντας:
 -"Ο πραγματικüς Üντρας και βασιλιÜς δε γονατßζει νεαρÝ μου! ΚαλÜ κι üμορφα τα 'πες, αλλÜ νομßζω πως τα 'πες σε λÜθος Üνθρωπο. Η ενδιαφερüμενη εßναι απü την Üλλη μεριÜ του τραπεζιοý, μα μη γονατßσεις πÜλι και σου πÜρει τον αÝρα", του 'πε κλεßνοντας το μÜτι του χαμογελαστÜ και συνωμοτικÜ. Ο βασιλιÜς σηκþθηκε κι Ýκανε τον σκεφτικü για κÜμποσο. ¸πειτα, σοβαρÜ, στρεφüμενος προς την αγαπημÝνη του της εßπε γλυκÜ:
 -"ΚαλÞ μου, μιας κι ο πατÝρας σου συμφωνεß, θÝλεις να 'σαι συ η βασßλισσα της καρδιÜς μου και να με βοηθÜς, να μου συμπαραστÝκεσαι και να με συμβουλεýεις στα δýσκολα και να μ' αγαπÜς üσο κι εγþ";
 -"ΒασιλιÜ κι αφÝντη μου και να 'θελα ν' αρνηθþ, με τüσον üμορφους τρüπους, με τüσον εξαßσια συμπεριφορÜ και τüσον αντρßκεια στÜση, ακüμα κι αν δεν σ' εßχα αγαπÞσει απü τüτε, θα σ' αγαποýσα στα σßγουρα και πÜλι τþρα, σÞμερα, εδþ! ΔÝχομαι με χαρÜ και τιμÞ μου τη πρüτασÞ σου, υπüσχομαι να προσπαθþ πÜντα και μ' üλες μου τις φτωχÝς δυνÜμεις να κρατþ αυτÞ τη φλüγα ολοζþντανη, üσο πιο πολý και καλÜ μπορþ, καθþς επßσης να κρατþ üσο πιο μακριÜ γßνεται, τα κακÜ που θα 'ρχονται, απü το σπιτικü μας. Σου προσφÝρω λοιπüν καρδιÜ, ψυχÞ, νου και σþμα κι ελπßζω να πÜνε üλα καλÜ".
     Ε μετÜ απü τοýτα τα λüγια φανταστεßτε πως Ýγινε... χαμüς! Αδýνατο να περιγραφεß το γλÝντι που Üρχισε τüτε και κρÜτησε πολý. ¸πειτα ξεκοýραση για μια νυχτιÜ και το πρωß, αναχþρηση üλων για το παλÜτι. Σýντομα τη παρουσßασε στον λαü του σαν υποψÞφια βασßλισσα κι εκεßνη με τους τρüπους της και την ευγενικÞ της ιδιοσυγκρασßα γρÞγορα τους κÝρδισεν üλους. ¼χι πολý αργüτερα, Ýγιναν οι πιο χαροýμενοι και πλοýσιοι γÜμοι της γης.
     Απ' üσο μÜθαμε, βασßλεψαν μαζß και καλÜ, για πÜρα πολλÜ χρüνια. ΖÞσανε λοιπüν αυτοß καλÜ κι εμεßς ...καλýτερα!
_________________________________________________________________

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers