ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Ellison Çarlan: ÁíÝíôá÷ôïò ÐáñÜîåíïò Ôáëáíôïý÷ïò

                             
                                         ΧÜρλαν ¸λισον

                                           Βιογραφικü

     Αμερικανüς βραβευμÝνος συγγραφÝας που γεννÞθηκε στις 27 ΜÜη 1934 στο ΟχÜιο. Τον Ýδιωξαν απü το ΠανεπιστÞμιο üταν διαμαρτυρÞθηκε κÜπως Üγρια στον φιλüλογο που του εßπε πως δεν Ýχει καθüλου ταλÝντο. Απü μικρüς εßχε ανακατευτεß ενεργÜ στις οργανþσεις των fun της ΕΦ, στο ΚλÞβελαντ. Ο σýγχρονüς του Robert Silverberg τον περιγρÜφει σαν ανασφαλÞ, Üφοβο, εξαιρετικÜ φιλüδοξο, υπερκινητικü κι εξουσιαστικü. Τα ßδια θα μποροýσε να πει κανεßς για τα διηγÞματÜ του με τα οποßα Ýγινε γνωστüς τüσο στο χþρο της ΕΦ üσο και Ýξω απ' αυτüν και που του χÜρισαν 7 Hugo3 Νebula, 2 Jupiter κι 1 Edgar (πρüκειται για βραβεßα ΕΦ Λογοτεχνßας). Τα διηγÞματÜ του αυτÜ εßναι εντελþς προσωπικÜ κι αντικατοπτρßζουν τον χαρακτÞρα του συγγραφÝα, τα ενδιαφÝροντα και τις θÝσεις του.
     Απü το 1962 μÝνει στο Λος Αντζελες. Εγινε γνωστüς γρÜφοντας τηλεοπτικÜ σενÜρια για θρßλερ και σειρÝς ΕΦ. Το επεισüδιο που Ýγραψε για το Star Trek, το The City Οn Τhe Edge Οf Forever, κÝρδισε το βραβεßο Hugo το 1968. Πρþτο του μυθιστüρημα Þταν το Web Οf Υhe City, που κυκλοφüρησε το 1958, και περιÝγραφε τον τρüπο ζωÞς των νεανικþν συμμοριþν και τις μÜχες μεταξý τους. Για να γρÜψει πÝρασε δÝκα βδομÜδες με μια συμμορßα του Μπροýκλιν, και παρÜ λßγο να σκοτωθεß σε μια συμπλοκÞ.



     ¼ταν Üρχισε να γρÜφει και διηγÞματα, το 'κανε με ιλιγγιþδη ρυθμü. ΠολλÜ απ' αυτÜ δεν ανÞκουν στον χþρο της ΕΦ, ο ßδιος üμως συχνÜ αποδοκιμÜζει τους κλασικοýς διαχωρισμοýς ανÜμεσα στα λογοτεχνικÜ εßδη. ΠροτιμÜ το χαρακτηρισμü «λογοτεχνßα των εικασιþν» κι αρνεßται πως υπÜρχει αυτü που οι Üλλοι ονομÜζουν «νÝο κýμα» σαν ξεχωριστü λογοτεχνικü ρεýμα.  Παρ' üλο που -ιδßως παλιüτερα - εθεωρεßτο το «κακü παιδß» της ΕΦ -επιθετικüς, εχθρικüς, προσβÜλει συχνÜ το ακροατÞριü του, κοροúδεýει τις απλοúκÝς τους ιδÝες και τα φτηνÜ τους γοýστα- Ýχει κερδßσει τα περισσüτερα βραβεßα απü κÜθε Üλλον. Ο σýγχρονüς του Robert Silverberg τον περιγρÜφει ως ανασφαλÞ, Üφοβο, εξαιρετικÜ φιλüδοξο, υπερκινητικü κι εξουσιαστικü. Τα ßδια θα μποροýσε να πει κανεßς για τα διηγÞματÜ του με τα οποßα Ýγινε γνωστüς τüσο στο χþρο της επιστημονικÞς φαντασßας üσο και Ýξω απ' αυτüν και που του χÜρισαν 7 Hugo, 3 Νebula, 2 Jupiter κι 1 Edgar (βραβεßα ΕΦ Λογοτεχνßας). Τα διηγÞματÜ του αυτÜ εßναι εντελþς προσωπικÜ κι αντικατοπτρßζουν τον χαρακτÞρα του συγγραφÝα, τα ενδιαφÝροντα και τις θÝσεις του.

  ΑναλυτικÜ τα βραβεßα:

Βραβεßα Writers Guild of America,
βραβεßο ¸ντγκαρ ¢λλαν Πüε,
βραβεßο ΠρομηθÝους - Hall of Fame,
Damon Knight Memorial Grand Master Award,
Βραβεßο ΝÝμπιουλα για Καλýτερο Μικρü Μυθιστüρημα,
Βραβεßο Χιοýγκο για Καλýτερη Ιστορßα Μικροý ΜÞκους,
Βραβεßο Χιοýγκο για Καλýτερη Ιστορßα Μικροý ΜÞκους,
Βραβεßο Χιοýγκο Καλýτερης δραματικÞς παρουσßασης,
Βραβεßο Χιοýγκο,
Nebula Award for Best Novella,
Βραβεßο Χιοýγκο για Καλýτερη Ιστορßα Μικροý ΜÞκους
Locus Award for Best Short Story,
Βραβεßο Χιοýγκο,
Locus Award for Best Short Story,
Jupiter Award,
Locus Award for Best Short Story,
Hugo Award for Best Novelette,
Locus Award for Best Novelette,
Hugo Award for Best Novelette,
Locus Award for Best Short Story,
Βραβεßο Χιοýγκο Καλýτερης δραματικÞς παρουσßασης,
Βραβεßο ΝÝμπιουλα για Καλýτερο Μικρü Μυθιστüρημα,
Jupiter Award,
Locus Award for Best Short Story,
Βραβεßο Χιοýγκο για Καλýτερη Ιστορßα Μικροý ΜÞκους,
British Fantasy Award,
Locus Award for Best Short Story,
Locus Award for Best Novelette,
Locus Award,
Locus Award for Best Novelette,
Locus Award for Best Short Story,
Locus Award,
Hugo Award for Best Novelette
Locus Award

     Τα καλýτερα διηγÞματα του εßναι εκεßνα στα οποßα χαλιναγωγεßται η τερÜστια ενεργητικüτητα του, επιτρÝποντας στο παθιασμÝνο του ενδιαφÝρον για μιαν αυθεντικÞ, ανθρþπινη ζωÞ, να εκφραστεß με Üγριες παραβολÝς üπου η αυθεντικüτητα καταστρÝφεται απü τη κεκτημÝνη ταχýτητα του αυστηροý ελÝγχου που αναπτýσσεται στον αιþνα μας, απü την οργανωμÝνη υποκρισßα, τη κακÞ πßστη και τη παραφροσýνη. ΠαρÜλληλα üμως απεικονßζεται κι η Üρνηση του ανθρþπινου πνεýματος να υποκýψει. Χρησιμοποιεß με μεγÜλη ικανüτητα τη γλþσσα της ΕΦ για να μορφοποιÞσει και να δραματοποιÞσει αυτÝς τις ανησυχßες του, αν και λßγα διηγÞματÜ του τελικÜ κατατÜσσονται εýκολα σ' αυτÞν.
     ¸χει συντÜξει επßσης δυο συλλογÝς διηγημÜτων που εßχαν μεγÜλη επιρροÞ στο χþρο της ΕΦ. Η , "Dangerous Visions" (1967), Þτανε συλλογÞ 33 πρωτüτυπων διηγημÜτων απü γνωστοýς αλλÜ και νÝους συγγραφεßς που λüγω του περιεχομÝνου τους Þ της γραφÞς τους δε γßνονταν δεκτÜ στα περιοδικÜ Þ τις ανθολογßες της εποχÞς. Η Þτανε το "Again, Dangerous Vßsßons" (1972). Κι οι 2 περιÝχουν εισαγωγÝς κι Üφθονο επεξηγηματικü υλικü. Μια  ανθολογßα, "The Last Dangerous Visions", δεν Ýχει εκδοθεß ακüμη.

=======================


                    Το ΚλÜμα Των ΔαρμÝνων Σκυλιþν

     Τη νýχτα μετÜ το απüγευμα που Ýβαψε τα πλαßσια των παραθýρων του καινοýριου της διαμερßσματος στη 52η ΑνατολικÞ οδü, η Μπεθ εßδε να κατακρεουργεßται μÝχρι θανÜτου μßα γυναßκα στην αυλÞ τον κτιρßου της. ¹ταν μßα απü τους εßκοσι Ýξι αυτüπτες μÜρτυρες τον αποτρüπαιου εγκλÞματος κι üπως εκεßνοι, δεν Ýκανε τßποτα για να το αποτρÝψει.
     Τα εßδε üλα, τη κÜθε φριχτÞ στιγμÞ, χωρßς διακοπÝς και προσκüμματα. Απü το μυαλü της πÝρασε η τρελÞ σκÝψη üτι βρισκüταν στην τÝλεια εκεßνη θÝση τον παρατηρητÞ που αναζητοýσε ο ΝαπολÝων üταν παρÜγγελνε να τον χτßσουν τα θÝατρα της Κομεντß ΦρανσÝζ, Ýνα θεωρεßο λßγο πιο πßσω απü τα Üλλα απ' üπου μποροýσε να παρακολουθεß και το κοινü και την παρÜσταση. Η νýχτα Þταν καθαρÞ, η þρα 11.30, το φεγγÜρι γεμÜτο, μüλις εßχε κλεßσει τη τηλεüραση συνειδητοποιþντας üτι Ýβλεπε τη συγκεκριμÝνη ταινßα με τον Ρüμπερτ ΤÝιλορ για δεýτερη φορÜ ενþ δεν της εßχε αρÝσει οýτε τη πρþτη, και στο διαμÝρισμÜ της βασßλευε σκοτÜδι.
     Πλησßασε στο παρÜθυρο για να το ανασηκþσει πριν πÝσει να κοιμηθεß κι εßδε τη γυναßκα να παραδÝρνει στην αυλÞ. ΒÜδιζε τρεκλßζοντας κüντρα στον τοßχο, σφßγγοντας το αριστερü της μπρÜτσο με το δεξß χÝρι. Η ηλεκτρικÞ εταιρßα εßχε πρüσφατα τοποθετÞσει λαμπτÞρες υδραργýρου στον ακÜλυπτο' εßχαν σημειωθεß δεκαÝξι επιθÝσεις μÝσα σε επτÜ μÞνες τα καινοýρια φανÜρια σκüρπιζαν Ýνα παγερü πορφυρü φως που Ýκανε το αßμα στο αριστερü μπρÜτσο της γυναßκας να φαντÜζει μαýρο και γυαλιστερü. H Μπεθ εßδε την κÜθε λεπτομÝρεια με απüλυτη σαφÞνεια, σαν να μεγεθυνüταν χßλιες φορÝς σε μικροσκüπιο, σαν να εκτßθεντο στους προβολεßς τηλεοπτικÞς διαφÞμισης.
     Η γυναßκα Ýριξε πßσω το κεφÜλι ßσως για να ουρλιÜξει, αλλÜ κανÝνας Þχος δεν Ýβγαινε απü το στüμα της. Το μüνο που ακουγüταν Þταν τα τροχοφüρα στη Πρþτη Λεωφüρο, ταξß που Ýψαχναν για περιστασιακÜ ζευγαρÜκια Ýξω απü τα μπαρ για μοναχικοýς της γειτονιÜς: το ΜÜξγουελ Πλαμ, το ΦρÜιντει, το 'Ανταμς Απλ. ΑλλÜ αυτÜ συνÝβαιναν μακριÜ, αλλοý. Εδþ üπου βρισκüταν η γυναßκα, επτÜ πατþματα πιο κÜτω, στην αυλÞ, τα πÜντα Ýμοιαζαν να αιωροýνται σιωπηλÜ σ' Ýνα αüρατο μαγνητικü πεδßο.
     Η Μπεθ, ακßνητη στο σκοτÜδι του διαμερßσματüς της, διαπßστωσε ξαφνικÜ üτι εßχε σηκþσει ολüκληρο το παρÜθυρο χωρßς να το αντιληφθεß. ΜπροστÜ απü το χαμηλü περβÜζι υπÞρχε Ýνα μικροσκοπικü μπαλκüνι τþρα δεν τη χþριζε μÞτε το τζÜμι απü το θÝαμα' μüνον το κιγκλßδωμα του μπαλκονιοý και οι επτÜ üροφοι.
     Η γυναßκα τραβÞχτηκε απü τον τοßχο κι η Μπεθ εßδε üτι Þταν γýρω στα τριÜντα πÝντε, με σκοýρα μαλλιÜ κομμÝνα καρÝ δεν μποροýσες να καταλÜβεις αν Þταν üμορφη, ο τρüμος εßχε παραμορφþσει τα χαρακτηριστικÜ της και το στüμα της Þταν μια στρεβλÞ μαýρη σχισμÞ. Οι φλÝβες ξεχþριζαν σαν χορδÝς στο λαιμü της. Εßχε χÜσει το Ýνα της παποýτσι και τα βÞματÜ της Þταν αβÝβαια, νüμιζες üτι απü στιγμÞ σε στιγμÞ θα σωριαζüταν στο Ýδαφος.
     Ο Üντρας Ýστριψε τη γωνßα του κτιρßου και μπÞκε στην αυλÞ. Το μαχαßρι που κρατοýσε Þταν τερÜστιο Þ, τουλÜχιστον, Ýτσι Ýδειχνε. Η Μπεθ θυμÞθηκε το σουγιÜ με την κοκÜλινη λαβÞ που χρησιμοποιοýσε o πατÝρας της για να καθαρßζει τα ψÜρια τα καλοκαßρια στη λßμνη στο ΜÝιν: εßκοσι εκατοστÜ μακρýς με οδοντωτÞ λεπßδα. Το μαχαßρι στο χÝρι του μελαψοý Üντρα στην αυλÞ Þταν παρüμοιο.
     Η γυναßκα τον εßδε και προσπÜθησε να τρÝξει, αλλÜ εκεßνος την Ýφτασε με μια δρασκελιÜ, την Ýπιασε απü τα μαλλιÜ και της Ýσπρωξε προς τα πßσω το κεφÜλι, σαν να ετοιμαζüταν να της κüψει το λαρýγγι.
     Τüτε η γυναßκα οýρλιαξε.
     Το ουρλιαχτü της αντÞχησε στην αυλÞ σα σκοýξιμο νυχτερßδας παγιδευμÝνης σε κλειστü θÜλαμο, ανßκανης να βρει διÝξοδο, τρελÞς απü φüβο. Και συνεχßστηκε για þρα... Προσπαθþντας να αμυνθεß, Ýμπηξε τους αγκþνες της στα πλευρÜ του Üντρα κι εκεßνος την Üρπαξε απü τα μαλλιÜ και τη στριφογýρισε. ΚατÜφερε να του ξεφýγει, μüνο μια χοýφτα ξεριζωμÝνες τρßχες τοý Ýμειναν στα χÝρια. Καθþς η γυναßκα οπισθοχωροýσε, εκεßνος κατÝβασε το μαχαßρι του και την πÝτυχε ακριβþς στο στÞθος. Το αßμα της πετÜχτηκε σα σιντριβÜνι απü την πληγÞ και κατÝβρεξε τον Üντρα, εξαγριþνοντÜς τον ακüμη περισσüτερο. Της επιτÝθηκε πÜλι καθþς εκεßνη, διπλωμÝνη στα δýο, προσπαθοýσε να κρατηθεß στα πüδια της, με το αßμα να τρÝχει ποτÜμι στα μπρÜτσα της.
     ΠÞγε να τρÝξει, τσοýγκρισε στον τοßχο, γλßστρησε στα πλÜγια, και το μαχαßρι του Üντρα χτýπησε την τοýβλινη επιφÜνεια. Η γυναßκα ξεμÜκρυνε λßγα μÝτρα, σκüνταψε σ' Ýνα παρτÝρι, Ýπεσε στα γüνατα, κι εκεßνος χßμηξε πÜλι πÜνω της. Το μαχαßρι υψþθηκε και η λεπßδα Üστραψε παρÜξενα Üλικη. Κι εκεßνη ακüμη οýρλιαζε. Τα φþτα Üναψαν σε καμιÜ ντουζßνα διαμερßσματα και κÜμποσοι Ýνοικοι εμφανßστηκαν στα παρÜθυρα.
¸χωσε το μαχαßρι στην πλÜτη της, πÜνω απü το δεξß þμο. Το 'μπηξε üσο πιο βαθιÜ μποροýσε, χρησιμοποιþντας και τα δυο του χÝρια.
     Η Μπεθ τα Ýβλεπε üλα σε αλλεπÜλληλες αστραπÝς -τον Üντρα, τη γυναßκα, το μαχαßρι, το αßμα, τα πρüσωπα των ανθρþπων στα παρÜθυρα. Κι Ýπειτα τα φþτα Ýκλεισαν, αλλÜ οι θεατÝς Ýμειναν στις θÝσεις τους, προσηλωμÝνοι στο δρÜμα που παιζüταν στην αυλÞ. ¹θελε να φωνÜξει, να ουρλιÜξει: «Τß της κÜνεις, χτÞνος;» ΑλλÜ το λαρýγγι της Þταν παγωμÝνο, λες και δυο σιδερÝνια χÝρια που εßχαν μεßνει βυθισμÝνα στον ξερü πÜγο για δÝκα χιλιÜδες χρüνια Ýσφιγγαν το λαιμü της.'¸νιωθε τη λÜμα να μπÞγεται στο δικü της κορμß.
     Με κÜποιον τρüπο -φαινüταν αδýνατο, αλλÜ να που συνÝβαινε- η γυναßκα κατÜφερε να σηκωθεß και να τραβηχτεß απü το μαχαßρι. Τρßα βÞματα, Ýκανε τρßα ολüκληρα βÞματα και ξανÜπεσε στο παρτÝρι με τα λουλοýδια. Τþρα μοýγκριζε ο Üντρας, μοýγκριζε σαν Üγριο θηρßο, Ýβγαζε Üναρθρους Þχους κατευθεßαν απü το στομÜχι του. ΠÞδηξε πÜνω της και το μαχαßρι υψþθηκε και κατÝβηκε, ξανÜ και ξανÜ και ξανÜ, και τελικÜ üλα Ýγιναν Ýνας στρüβιλος και το ουρλιαχτü της τρελαμÝνης νυχτερßδας σιγÜ-σιγÜ Ýσβηνε.
     Η Μπεθ Ýτρεμε κι Ýκλαιγε στο σκοτÜδι, με μÜτια ξÝχειλα απü φρßκη. Κι üταν πια δεν Üντεχε να βλÝπει τον μανιακü να κομματιÜζει το ακßνητο κομμÜτι κρÝας, Ýστρεψε το βλÝμμα στα αδιαπÝραστα παρÜθυρα üπου οι Üλλοι στÝκονταν ακüμη -üπως στεκüταν κι εκεßνη- και παρÜ το σκοτÜδι, μπüρεσε να διακρßνει τα πρüσωπÜ τους, μπλÜβα στο μουντü φως των λαμπτÞρων, κι üλα με την ßδια Ýκφραση. Οι γυναßκες Ýμπηγαν τα νýχια τους στα μπρÜτσα των αντρþν και οι γλþσσες εξεßχαν απü τα στüματÜ τους' οι Üντρες χαμογελοýσαν με ορθÜνοιχτα, σχεδüν εκστατικÜ μÜτια. Σαν να παρακολουθοýσαν κοκορομαχßες και üχι φονικü. ΑνÜσαιναν βαθιÜ, λες κι Ýπαιρναν ζωÞ απü το φριχτü σκηνικü της αυλÞς. Και εξÝπνεαν μ' Ýναν Þχο βαθý, πολý βαθý, σαν απü σπηλιÜ στα Ýγκατα της γης. ΣÜρκα ωχρÞ και υγρÞ.
     Και τüτε η Μπεθ συνειδητοποßησε πως η αυλÞ Þτανε βουτηγμÝνη στη καταχνιÜ, λες κι Ýνα πÝπλο ομßχλης εßχε επßτηδες τυλßξει την 52η οδü για να θολþσει τις λεπτομÝρειες των üσων συνÝχιζε να κÜνει ο Üντρας με το μαχαßρι του... ασταμÜτητα... ακüμη κι üταν εßχε εξαφανιστεß κÜθε απüλαυση... σχεδüν καταναγκαστικÜ... ξανÜ και ξανÜ και ξανÜ...
ΑλλÜ η ομßχλη Þταν αφýσικη, γκρßζα και πηχτÞ και γεμÜτη μικροσκοπικÝς σπßθες φωτüς. Η Μπεθ την κοßταγε καθþς απλωνüταν στον Üδειο χþρο του ακÜλυπτου. Μπαχ στον καθεδρικü ναü, αστερüσκονη στο κενü.
     Η Μπεθ εßδε μÜτια.
     Εκεß, εκεß ψηλÜ, στον Ýνατο üροφο και ψηλüτερα, δυο μεγÜλα μÜτια, αδιαμφισβÞτητα üσο η νýχτα και το φεγγÜρι, υπÞρχαν μÜτια. Και -κÜτι σαν πρüσωπο; ¹ταν πρüσωπο αυτü το πρÜγμα Þ μÞπως το φανταζüταν... Ýνα πρüσωπο; Στους ατμοýς της παγωμÝνης ομßχλης κÜτι ζοýσε, κÜτι σκεπτüμενο και υπομονετικü και πÝρα για πÝρα μοχθηρü που εßχε κληθεß για να δει ü,τι διαδραματιζüταν εκεß κÜτω, στο παρτÝρι. Η Μπεθ προσπÜθησε να αποστρÝψει το βλÝμμα, αλλÜ δεν μπüρεσε. Τα μÜτια, εκεßνα τα αρχÝγονα, φλεγüμενα μÜτια, πανÜρχαια και αβυσσαλÝα, αλλÜ ταυτüχρονα τρομαχτικÜ ζωηρÜ και ανυπüμονα σαν μÜτια παιδιοý' μÜτια βαθιÜ σαν τÜφοι, παμπÜλαια και νεογÝννητα, χαοτικÜ, πýρινα, γιγÜντια και απýθμενα, που την αιχμαλþτιζαν, της επιβÜλλονταν. Η παρÜσταση δεν εßχε στηθεß μüνο για τους ενοßκους στα παρÜθυρα, που παρακολουθοýσαν και ρουφοýσαν τα δρþμενα, αλλÜ και για κÜποιον Üλλον. '¼χι στην παγωμÝνη τοýντρα Þ σε Ýρημα βαλτοτüπια, üχι σε υπüγειες στοÝς Þ σε κÜποιον μακρινü πλανÞτη που περιστρεφüταν γýρω απü Ýναν ετοιμοθÜνατο Þλιο, αλλÜ εδþ, στην πüλη, εδþ τα μÜτια αυτοý του Üλλου παρακολουθοýσαν.
     Με υπερÜνθρωπη προσπÜθεια η Μπεθ κατüρθωσε να τραβÞξει τα μÜτια της απü τα φλεγüμενα βÜθη του Ýνατου ορüφου, μüνο και μüνο για να ξαναδεß την κτηνωδßα που εßχε φÝρει εδþ τον Üλλον. Και για πρþτη φορÜ συνειδητοποßησε σ' üλο της το μÝγεθος τη φρßκη üσων Ýβλεπε, λυτρþθηκε απü την ακινησßα που την κρατοýσε πετρωμÝνη σαν κοιλÜκανθο σε σχιστüλιθο και το αßμα πλημμýριζε τις μεμβρÜνες του μυαλοý της' στεκüταν τüση þρα και κοßταζε χωρßς να πει Þ να κÜνει τßποτα για να βοηθÞσει! Τα δÜκρυα Þταν Üχρηστα, τα ρßγη μÜταια, δεν εßχε κÜνει τßποτα απολýτως!
Και τüτε Üκουσε τους υστερικοýς Þχους, κÜτι ανÜμεσα σε χαχανητÜ και λυγμοýς και καθþς σÞκωνε τα μÜτια να κοιτÜξει το μÝγα πρüσωπο που κυριαρχοýσε στην ομßχλη, κατÜλαβε üτι η ßδια Ýβγαζε τους παρανοúκοýς, πιθηκßσιους Þχους, ενþ ο Üντρας στην αυλÞ βογκοýσε αδýναμα, ανÞμπορα, σχεδüν παραπονεμÝνα, κÜτι σαν το κλαψοýρισμα των δαρμÝνων σκυλιþν.
     Κοιτοýσε και πÜλι το πρüσωπο. Δεν Þθελε να το ξαναδεß ποτÝ στη ζωÞ της, αλλÜ δε μποροýσε να κÜνει αλλιþς, την εßχαν εκμαυλßσει εκεßνα τα ýπουλα μÜτια που Ýμοιαζαν τüσο με μÜτια παιδιοý, παρüλο που η Μπεθ Þξερε üτι Þταν παλιüτερα απü την ßδια την πλÜση.
     Και τüτε ο σφαγÝας Ýκανε κÜτι ακατονüμαστο κι η Μπεθ Ýχασε την ισορροπßα της απü την ξαφνικÞ ζαλÜδα και πιÜστηκε απü το παραπÝτο του παρÜθυρου για να μη πÝσει στο μπαλκονÜκι, στÜθηκε στα πüδια της και πÞρε βαθιÜ ανÜσα.
     ¸νιωσε üτι τη κοιτÜζανε και για μια στιγμÞ απßστευτου τρüμου νüμισε üτι εßχε τραβÞξει τη προσοχÞ του προσþπου στην ομßχλη. Γραπþθηκε απü το παρÜθυρο, Ýχοντας την αßσθηση üτι üλα γýρω της διαλýονταν και κοßταξε κατευθεßαν απÝναντι. ¼ντως, κÜποιος τη παρακολουθοýσε. Επßμονα. Ο νεαρüς στο παρÜθυρο του Ýβδομου πατþματος, ακριβþς αντßκρυ απü το δικü της. ΣταθερÜ κι αδιÜκοπα τη κοιτοýσε. ΜÝσα απü την αλλüκοτη ομßχλη με τα πýρινα μÜτια που απολÜμβαναν ηδονικÜ το θÝαμα κÜτω, κεßνος τη κοιτοýσε.
     Καθþς ο κüσμος σκοτεßνιαζε γýρω της, Ýνα δευτερüλεπτο πριν λιποθυμÞσει, της πÝρασε φευγαλÝα απü το νου η σκÝψη üτι το πρüσωπü του της Þταν τρομαχτικÜ οικεßο.
Την επüμενη μÝρα Ýβρεξε. Η ΑνατολικÞ 52 οδüς γυαλοκοποýσε κι Üστραφτε, στρωμÝνη με τα ουρÜνια τüξα της λßγδας και της βενζßνης. Η βροχÞ εßχε ξεπλýνει τα σκυλüσκατα Þ τα εßχε παρασýρει στους υπονüμους. Οι διαβÜτες κυκλοφοροýσαν σκυφτοß για ν' αποφýγουν τη βροχÞ, κρυμμÝνοι πßσω απü ομπρÝλες, απαρÜλλακτοι με τερÜστια μαýρα μανιτÜρια. H Μπεθ βγÞκε να πÜρει εφημερßδες λßγο μετÜ την αναχþρηση των αστυνομικþν.
     Οι ειδÞσεις επÝμεναν σαδιστικÜ στην απÜθεια των εßκοσι επτÜ ενοßκων του κτιρßου που εßχαν παρακολουθÞσει με ψυχρü ενδιαφÝρον τη σφαγÞ της Λιüνα ΚιαρÝλι, 37 χρονþν, κατοßκου της 455 Φορτ ΟυÜσινγκτον 'Αβενιου στο ΜανχÜταν απü τον ΜπÜρτον Χ. ΓουÝλς, 41 χρüνων, Üνεργο ηλεκτρολüγο, που στη συνÝχεια πυροβολÞθηκε και σκοτþθηκε απü δυο εκτüς υπηρεσßας αστυνομικοýς, üταν μπÞκε σ' Ýνα μπαρ της 55ης οδοý, βουτηγμÝνος στα αßματα απü τη κορφÞ ως τα νýχια και κραδαßνοντας Ýνα μαχαßρι που, üπως εξακριβþθηκε αργüτερα, Þτανε τ' üργανο του εγκλÞματος.
     Η Μπεθ Ýκανε δυο φορÝς εμετü κεßνη τη μÝρα. Το στομÜχι της δε μποροýσε να κρατÞσει τßποτα στερεü κι η γεýση της χολÞς δεν εννοοýσε να της φýγει απü το στüμα. Της Þταν αδýνατο να σβÞσει τις σκηνÝς της προηγοýμενης νýχτας απü το μυαλü της' Ýβλεπε και ξανÜβλεπε σαν σε κινηματογραφικÞ ταινßα την κÜθε κßνηση του ολÝθριου χεριοý. Το κεφÜλι της γυναßκας ριγμÝνο πßσω. Τις σιωπηλÝς κραυγÝς. Το αßμα. Τα μÜτια στην ομßχλη.
     ΠÞγαινε συνÝχεια στο παρÜθυρο, θαρρεßς και κÜτι τη τραβοýσε εκεß, για να κοιτÜξει τον ακÜλυπτο και το δρüμο. Προσπαθοýσε να αντικαταστÞσει το μελαγχολικü, τσιμεντÝνιο αστικü τοπßο του ΜανχÜταν με τη θÝα που εßχε απü το παρÜθυρü της στο οικοτροφεßο του ΜπÝνινγκτον: το μικρü κÞπο και Ýναν Üλλον, κατÜλευκο φοιτητικü κοιτþνα' τις πανÝμορφες μηλιÝς' τους καταπρÜσινους λüφους και την απαρÜμιλλη εξοχÞ του Βερμüντ' επανÝφερε στη μνÞμη της και τις τÝσσερις εποχÝς. ΑλλÜ το μπετüν και οι βρεγμÝνοι δρüμοι δεν Ýλεγαν να εξαφανιστοýν. Η βροχÞ στο πεζοδρüμιο Þταν μαýρη και γυαλιστερÞ σαν αßμα.
     ΠροσπÜθησε να δουλÝψει, Üπλωσε στο γραφεßο της τα διαγρÜμματα της χορογραφßας. ΑλλÜ το ΛαβανοτÜτιον σÞμερα δεν Þταν γι' αυτÞν τßποτα περισσüτερο απü Ýνα συνονθýλευμα ανεξιχνßαστων ιερογλυφικþν ζωγραφισμÝνο απü τον ΤζÜκσον Πüλοκ αντß για την ακριβÞ αναπαρÜσταση της ρυθμικÞς που μελετοýσε επß τÝσσερα χρüνια για να τελειοποιÞσει.
     Χτýπησε το τηλÝφωνο. ¹ταν η γραμματÝας του Χορευτικοý ΘιÜσου ΤÝιλορ που Þθελε να τη ρωτÞσει πüτε θα Þταν ελεýθερη. Η Μπεθ αναγκÜστηκε να αρνηθεß. Κοßταξε το χÝρι της και εßδε üτι τα δÜχτυλÜ της Ýτρεμαν. Κι Ýπειτα τηλεφþνησε στον Γκοýζμαν στην Εταιρßα ΜπαλÝτου για να του πει üτι θ' αργοýσε να παραδþσει τη χορογραφßα.
 -"Για τ' üνομα του Θεοý, κορßτσι μου, Ýχω δÝκα χορευτÝς που περιμÝνουν να κÜνουνε πρüβα! Τß θα τους κÜνω τþρα";
     Του εξÞγησε τι εßχε συμβεß τη προηγοýμενη νýχτα. Και καθþς μιλοýσε κατÜλαβε πüσο δßκιο εßχαν οι εφημερßδες που αντιμετþπιζαν με τÝτοια περιφρüνηση τους εßκοσι Ýξι μÜρτυρες του θανÜτου της Λιüνα ΚιαρÝλι. Ο ΠασκÜλ Γκοýζμαν την Üκουσε προσεχτικÜ κι üταν ξαναμßλησε, η φωνÞ του Þταν κÜμποσες οκτÜβες χαμηλüτερη. Της εßπε üτι καταλÜβαινε και üτι της Ýδινε μια μικρÞ παρÜταση. '¼μως ο τüνος του Þταν τυπικüς, σχεδüν ψυχρüς, και της Ýκλεισε το τηλÝφωνο πριν προλÜβει να τον ευχαριστÞσει.
     Η Μπεθ φüρεσε Ýνα χοντρü μÜλλινο πουλüβερ σε σκοýρους μοβ τüνους και χακß πανταλüνι. ¹θελε να βγει λßγο Ýξω, να περπατÞσει, ν' αλλÜξει παραστÜσεις. Καθþς Ýβαζε τα χαμηλοτÜκουνα παποýτσια της, αναρωτÞθηκε αφηρημÝνα αν το βαρý ασημÝνιο βραχιüλι που εßχε δει τις προÜλλες υπÞρχε ακüμη στη βιτρßνα του ΓκÝοργκ ΤζÝνσεν. Στο ασανσÝρ συνÜντησε το νεαρü απü το αντικρινü διαμÝρισμα, ο οποßος βÜλθηκε να την περιεργÜζεται απροκÜλυπτα. Η Μπεθ ξανÜρχισε να τρÝμει σýγκορμη. ΠÞγε και στÜθηκε στη γωνιÜ του κουβοýκλιου, με το κεφÜλι χαμηλωμÝνο.
     ΑνÜμεσα στον τÝταρτο και τον πÝμπτο üροφο, εκεßνος πÜτησε το "στοπ" και ο ανελκυστÞρας σταμÜτησε.
     Η Μπεθ τον κοßταξε και ο νεαρüς χαμογÝλασε αθþα.
 -"Γεια σου. Με λÝνε Γκλßσον, ΡÝι Γκλßσον. ΜÝνω στο 714".
     ¹θελε να του πει να ξαναθÝσει σε λειτουργßα το ασανσÝρ, με ποιü δικαßωμα Ýκανε τÝτοιο πρÜγμα, ποιüς νüμιζε üτι Þταν, αν δεν πατοýσε αμÝσως το κουμπß θα Ýμπλεκε Üσχημα. Αυτü Þθελε να κÜνει. ¼μως αντιθÝτως, απü το ßδιο σημεßο που εßχε ακοýσει το ασυνÜρτητο γÝλιο τη χθεσινÞ νýχτα, Üκουγε τþρα τη φωνÞ της, πολý πιο λεπτÞ κι αβÝβαιη απ' ü,τι συνÞθως, να λεει:
 -"Εßμαι η Μπεθ Ο' Νηλ, διαμÝρισμα 701".
     Το θÝμα Þταν πως ο ανελκυστÞρας εßχε σταματÞσει. Κι εκεßνη φοβüταν, φοβüταν πολý. ΑλλÜ ο Üντρας ακουμποýσε στην πüρτα, ντυμÝνος στην τρßχα, με καλογυαλισμÝνα παποýτσια και Üψογο χτÝνισμα, και της μßλαγε σαν να κÜθονταν στο τραπÝζι ενüς πολυτελοýς ρεστωρÜν.
 -"Μüλις μετακüμισες, ε";
 -"Πριν δýο μÞνες".
 -"Ποιü πανεπιστÞμιο τελεßωσες; Το ΜπÝνινγκτον Þ το ΣÜρα Λþρενς";
 -"Το ΜπÝνινγκτον. Πþς το 'ξÝρες";
     Εκεßνος γÝλασε, και το γÝλιο του Þταν ευχÜριστο.
 -"Εßμαι επιμελητÞς σ' Ýναν οßκο θρησκευτικþν εκδüσεων. ΚÜθε χρüνο μας Ýρχονται μισÞ ντουζßνα κορßτσια απü το ΜπÝνινγκτον, το ΣÜρα Λþρενς, το Σμιθ. ΠÝφτουνε σαν ακριδοýλες, Ýτοιμες να φÝρουν τα πÜνω κÜτω στην εκδοτικÞ βιομηχανßα". 
 -"Κι εßναι τüσο κακü αυτü; ΜιλÜς σαν να τις αντιπαθεßς".
 -"Ω, κÜθε Üλλο, τις λατρεýω, εßναι υπÝροχες. Νομßζουνε πως γρÜφουνε καλýτερα απü τους συγγραφεßς που εκδßδουμε. Δþσαμε κÜποτε σε μια απ' αυτÝς τις κουκλßτσες τρßα τυπογραφικÜ να τα διορθþσει και τα ξανÜγραψε και τα τρßα. Νομßζω üτι τþρα δουλεýει σερβιτüρα σε φαστφουντÜδικο".
     Δεν του απÜντησε. Αν Üκουγε οποιονδÞποτε Üλλον να μιλÜει Ýτσι, θα τον θεωροýσε σοβινιστικü γουροýνι. ΑλλÜ κεßνα τα μÜτια του... Το πρüσωπü του εßχε κÜτι το τρομαχτικÜ οικεßο. ΑπολÜμβανε τη κουβÝντα τους, ο νεαρüς της Üρεσε.
 -"ΠοιÜ εßναι η κοντινüτερη μεγÜλη πüλη στο ΜπÝνινγκτον";
 -"Το ¼λμπανι. ΑπÝχει γýρω στα εξÞντα μßλια".
 -"Πüσην þρα σου παßρνει να πας εκεß";
 -"Απü το ΜπÝνινγκτον; Γýρω στη μιÜμιση".
 -"ΠρÝπει να εßναι ωραßα η διαδρομÞ, το Βερμüντ φημßζεται για την εξοχÞ του. Πþς πÜνε τα πρÜγματα απü τüτε που το πανεπιστÞμιο Ýγινε μικτü";
 -"Δε ξÝρω".
 -"Δε ξÝρεις";
 -"ΣυνÝβη την εποχÞ που αποφοιτοýσα".
 -"Τß σποýδασες";
 -"Χορü, με ειδικüτητα στο ΛαβανοτÜτιον. ΔηλαδÞ πþς να κÜνεις και να καταγρÜφεις χορογραφßες".
 -"Αν δε κÜνω λÜθος, üλα σας τα μαθÞματα εßναι προαιρετικÜ, κατ' επιλογÞ. Δεν εßσαι αναγκασμÝνος να μελετÞσεις κÜτι συγκεκριμÝνο, μαθηματικÜ Þ φυσικÞ, για παρÜδειγμα". Ο τüνος του δεν Üλλαξε καθþς συνÝχιζε: "¹τανε φοβερü αυτü που συνÝβη χτες βρÜδυ. Σε εßδα που το παρακολουθοýσες απü το παρÜθυρü σου. ¼πως οι περισσüτεροι απü μας, Üλλωστε. ¹τανε πρÜγματι τρομερü". Η Μπεθ Ýγνεψε καταφατικÜ. Ο φüβος τη πλημμýρισε πÜλι. "ΤελικÜ τον καθÜρισαν οι μπÜτσοι. ¸νας παλαβüς Þτανε, δε ξÝρουνε καν γιατß τη σκüτωσε Þ γιατß μπÞκε στÜζοντας αßματα στο μπαρ. ΦριχτÞ ιστορßα... Θα Þθελα πολý να φαμε Ýνα βρÜδυ οι δυο μας, αν δεν εßσαι δεσμευμÝνη".
 -"Ναι, γιατß üχι";
 -"Σε βολεýει τη ΤÝτÜρτη; ΞÝρω Ýνα καινοýριο αργεντßνικο ρεστωρÜν. Νομßζω üτι θα σου αρÝσει".
 -"ΕντÜξει". »
 -"ΞεμπλοκÜρεις τþρα το ασανσÝρ να φýγουμε;" της εßπε και χαμογÝλασε πÜλι. Η Μπεθ πÜτησε το κουμπß, ρωτþντας τον εαυτü της πþς στην ευχÞ της εßχε Ýρθει να σταματÞσει τον ανελκυστÞρα.
     Στο τρßτο τους ραντεβοý μαλþσανε για πρþτη φορÜ. ΣυνÝβη στο πÜρτι ενüς σκηνοθÝτη τηλεοπτικþν διαφημßσεων. ¸μενε στον Ýνατο üροφο του κτιρßου τους. Εßχε μüλις τελειþσει κÜποια γυρßσματα για το "SESAMΕ STREET" και γιüρταζε τη προαγωγÞ του απü την Üγρια αρÝνα της εμπορικÞς κακογουστιÜς (και τις ετÞσιες απολαβÝς των $75.000) στους εýφορους αγροýς της μορφωτικÞς τηλεüρασης (και το επακüλουθο πÝρασμα στη χαμηλüμισθη ευυποληψßα). Η Μπεθ δυσκολευüταν να καταλÜβει τους λüγους της αγαλλßασÞς του κι üταν τον στρßμωξε σε μια γωνιÜ της κουζßνας για να το συζητÞσει, τα επιχειρÞματÜ του της φÜνηκαν ασυνÜρτητα. ΑλλÜ εκεßνος φαινüταν πανευτυχÞς κι η κοπÝλα του, Ýνα πανýψηλο μοντÝλο απü τη ΦιλαδÝλφεια, μια τον πλησßαζε, μια απομακρυνüταν, σαν εξωτικü υποβρýχιο φυτü, αγγßζοντας τα μαλλιÜ και φιλþντας το λαιμü του, μουρμουρßζοντÜς του τα συγχαρητÞριÜ της κι εμφανþς σεξουαλικÜ υπονοοýμενα. Η Μπεθ εßχε σαστßσει αν κι οι υπüλοιποι καλεσμÝνοι Þτανε στα μεγÜλα τους κÝφια.
     Στο σαλüνι, ο ΡÝι καθüταν στο μπρÜτσο μιας πολυθρüνας και φλÝρταρε μιαν αεροσυνοδü, κÜποια ΛουÜν. Η Μπεθ καταλÜβαινε απü τον τρüπο του üτι της κολλοýσε, προσπαθοýσε να το παßξει πολý Üνετος. ¼ταν δεν ερωτοτροποýσε, βρισκüτανε πÜντα σ' υπερÝνταση. ΑποφÜσισε να το αγνοÞσει και βÜλθηκε να τριγυρνÜ στο διαμÝρισμα σιγοπßνοντας Ýνα τζιν-τüνικ.
     Στους τοßχους κρÝμονταν αφηρημÝνα σχÝδια, κομμÝνα απü Ýνα γερμανικü ημερολüγιο, πλαισιωμÝνα με μεταλλικÝς κορνßζες. Στη τραπεζαρßα, μßα τερÜστια πüρτα απü κÜποιο κατεδαφισμÝνο κτßριο της πüλης εßχε επισκευαστεß και λουστραριστεß. Τþρα Ýπαιζε το ρüλο του τραπεζιοý. Το φωτιστικü πÜνω απü τον καναπÝ προεξεßχε απü τον τοßχο, ανεβοκατÝβαινε και περιστρεφüταν 360 ολüκληρες μοßρες. Η Μπεθ στεκüταν στην κρεβατοκÜμαρα και κοιτοýσε απü το παρÜθυρο üταν συνειδητοποßησε üτι τοýτο Þταν Ýνα απü τα δωμÜτια üπου το φως Üναψε κι Ýσβησε κεßνο το βρÜδυ, Ýνα απü τα δωμÜτια που φιλοξενοýσε Ýναν ακüμη σιωπηλü μÜρτυρα του θανÜτου της Λιüνα ΚιαρÝλι. ¼ταν επÝστρεψε στο σαλüνι, κοßταξε γýρω της πιο προσεκτικÜ. Με τρεις-τÝσσερις εξαιρÝσεις -την αερoσυνοδü, Ýνα νεαρü ζευγÜρι απü το δεýτερο üροφο, κÜποιο χρηματιστÞ απü το ΧÝμπχιλ- üλοι οι υπüλοιποι Þταν μÜρτυρες της σφαγÞς.
 -"ΘÝλω να φýγω", εßπε στον ΡÝι.
 -"Γιατß; Δε περνÜς καλÜ;" ρþτησε η αεροσυνοδüς, μ' Ýνα κοροúδευτικü χαμüγελο στο τÝλειο στοματÜκι της.
 -"¼πως üλες οι απüφοιτοι του ΜπÝνινγκτον", εßπε ο ΡÝι, απαντþντας στη θÝση της Μπεθ, "περνÜ καλýτερα üταν δεν περνÜ καλÜ. Εßναι χαρακτηριστικü των 'πρωκτικþν τýπων', üπως αποκαλοýνται στη ψυχολογßα. ¼ντας στο διαμÝρισμα κÜποιου Üλλου, δε μπορεß ν' αδειÜσει τασÜκια οýτε να διορθþσει το χαρτß της τουαλÝτας þστε να μη κρÝμεται και σφιχτοκþλα καθþς εßναι, δεν αντÝχει και θÝλει να φýγει. ΕντÜξει, Μπεθ, πÜμε να καληνυχτßσουμε τους οικοδεσπüτες μας. Ο κþλος-φÜντασμα ξαναχτýπησε". Η Μπεθ τον χαστοýκισε, και τα μÜτια της αεροσυνοδοý Üνοιξαν διÜπλατα. ΑλλÜ το χαμüγελü της δεν Ýσβησε, Ýμεινε σα παγωμÝνη γκριμÜτσα στα χεßλη της. Ο ΡÝι την Üρπαξε απü τον καρπü πριν προλÜβει να τον ξαναχτυπÞσει. "Κοýλαρε, μωρü μου", της εßπε σφßγγοντÜς την περισσüτερο απ' ü,τι Þταν απαραßτητο.
     ΠÞγανε στο διαμÝρισμÜ της κι αφοý ξεσπÜσαν χτυπþντας κÜνα-δυο πüρτες κι ανοßγοντας τη τηλεüραση στη διαπασþν, Ýπεσαν στο κρεβÜτι üπου κεßνος πÞγε να 'εικονογραφÞσει' τη προηγοýμενÞ του παρομοßωση, προσπαθþντας να την γαμÞσει απü πßσω. Την εßχε στÞσει στα τÝσσερα πριν η Μπεθ καλοκαταλÜβει τι Þθελε να της κÜνει, πÜσχισε να του ξεφýγει, αλλÜ ο ΡÝι δεν την Üφηνε. Κι üταν κατÜλαβε üτι δεν θα του το επÝτρεπε ποτÝ, Üρπαξε το στÞθος της και το 'σφιξε τüσο δυνατÜ που εκεßνη οýρλιαξε απü τον πüνο. Τη γýρισε ανÜσκελα, τρßφτηκε ανÜμεσα στα μποýτια της καμιÜ δεκαριÜ φορÝς κι Ýχυσε στο στομÜχι της.
     Η Μπεθ πλÜγιαζε με τα μÜτια κλειστÜ και το Ýνα χÝρι ριγμÝνο στο πρüσωπü της. ¹θελε να κλÜψει αλλÜ δεν μποροýσε. Ο ΡÝι ξÜπλωνε αμßλητος πÜνω της. ¹θελε να τρÝξει στο μπÜνιο να πλυθεß, αλλÜ κεßνος δεν κουνÞθηκε απü τον τüπο του þρα πολλÞ αφοý το σπÝρμα του εßχε στεγνþσει στα κορμιÜ τους.
 -"Με τß σüι Üντρες Ýβγαινες στο πανεπιστÞμιο;" τη ρþτησε.
 -"Με κανÝναν ιδιαßτερα".
 -"Δε χαμουρευüσουνα με τα πλουσιüπαιδα απü του Γουßλιαμς και το ΝτÜρτμουθ; Δε βρÝθηκε κανÝνας διανοοýμενος του 'Αμχερστ να σ' εκλιπαρÞσει να τονε σþσεις απü το πουστριλßκι, αφÞνοντÜς τον να χþσει το καροτÜκι του στο σφιχτü σου κωλαρÜκι";
 -"Κüφτο"!
 -"¸λα τþρα, μωρü μου, δεν εßναι δυνατü να βγαßνατε ραντεβοý και να κρατιüσασταν απü το χερÜκι! Θα 'κανες και καμιÜ πßπα πüτε-πüτε. Πüσο απÝχει το ΟυßλιαμστÜουν; ΔÝκα-δεκαπÝντε μßλια; Εßμαι σßγουρος üτι κεßνοι οι λυκÜνθρωποι του Ουßλιαμς θα καßγανε τα λÜστιχÜ τους στην εθνικÞ οδü για να φτÜσουνε στο μουνß σου τα Σαββατοκýριακα. ¸λα, πÝστα üλα στο θεßο ΡÝι, καταλαβαßνει αυτüς..."
 -"Γιατß μου μιλÜς Ýτσι";
     ΠÞγε να τραβηχτεß, να φýγει απü δßπλα του, αλλÜ την Üρπαξε απü τον þμο και την ανÜγκασε να ξαπλþσει πÜλι. '¸σκυψε απü πÜνω της κι εßπε:
 -"ΜιλÜω Ýτσι γιατß εßμαι ΝεοûορκÝζος, μωρü μου. Γιατß ζω σ' αυτÞ τη πουτÜνα τη πüλη κÜθε μÝρα. Γιατß εßμαι αναγκασμÝνος να χαμογελÜω στους παπÜδες και στους Üλλους φωτισμÝνους μαλÜκες που θÝλουν να εκδοθεß η καλοσýνη κι η αγνüτητÜ τους απü τον καθαγιασμÝνο μας οßκο, üταν εκεßνο που γουστÜρω στη πραγματικüτητα εßναι να τους πετÜξω απü τον τριακοστü Ýβδομο üροφο και να τους ακοýω να ψÜλλουν μÝχρι να σκÜσουνε στο πεζοδρüμιο. Γιατß Ýχω ζÞσει üλη μου τη ζωÞ σ' αυτÞ την ανθρωποφÜγα πüλη κι εßμαι θεοπÜλαβος, γαμþτο μου"!
     Η Μπεθ πλÜγιαζε ανßκανη να σαλÝψει, μüλις ανασαßνοντας, πλημμυρισμÝνη απü Ýνα ξαφνικü οßκτο και μια περßεργη στοργÞ για τον Üντρα δßπλα της. Το πρüσωπü του Þτανε κατÜχλωμο και τραβηγμÝνο κι Þξερε πως üτι της Ýλεγε οφειλüτανε στο παραπÜνω ποτü και την αφüρητη πßεση.
 -"Τß περιμÝνεις απü μÝνα;", της εßπε κι η φωνÞ του Þτανε πιο μαλακÞ τþρα αλλÜ εξßσου φορτισμÝνη, "περιμÝνεις τρυφερüτητα, ευγÝνεια, κατανüηση και να σου πιÜνω το χερÜκι üταν δακρýζουνε τα μÜτια σου απü το νÝφος; Δε μπορþ, δεν Ýχω τÝτοια συναισθÞματα για να σου δþσω. ΚανÝνας δεν Ýχει σ' αυτü τον υπüνομο που περνιÝται για πüλη. Κοßτα γýρω σου τß νομßζεις üτι συμβαßνει; Στα πανεπιστÞμια παßρνουνε τα ποντßκια τα χþνουνε σε κουτιÜ κι üταν παραστριμωχτοýν, μερικÜ τρελαßνονται και δαγκÜνουνε τ' Üλλα μÝχρι θανÜτου. Το ßδιο γßνεται κι εδþ, μωρü μου! ¹ρθε η þρα των ποντικιþν σ' αυτü το τρελοκομεßο. Δε μπορεßς να στοιβÜζεις ανθρþπους τον Ýνα πÜνω στον Üλλο σε τοýτο το τσιμεντÝνιο κατασκεýασμα, με ταξß και λεωφορεßα και σκυλιÜ που χÝζονται στους δρüμους και πανδαιμüνιο μÝρα-νýχτα και μηδÝν λεφτÜ κι ελÜχιστα σπßτια κι οýτε μια γωνιÜ ν' απομακρυνθεßς να σκεφτεßς... δε μπορεßς να τα κÜνεις üλ' αυτÜ χωρßς να προετοιμÜσεις την Ýλευση κÜποιου Üλλου καταραμÝνου πλÜσματος! Δε μπορεßς να μισεßς τους πÜντες γýρω σου, να κλωτσÜς τον κÜθε ζητιÜνο κι αρÜπη και λιγδιÜρη αλÞτη, δε μπορεßς ν' ανÝχεσαι τους ταξιτζÞδες να σε κλÝβουνε και ν' απαιτοýνε φιλοδþρημα και να σε βρßζουνε κι απü πÜνω, δε μπορεßς να περπατÜς μες στη καπνιÜ μÝχρι να μαυρßσουν οι γιακÜδες σου και το κορμß σου να βρωμοκοπÜ ταγκßλα και σÜπια μυαλÜ, δε μπορεßς να τα κÜνεις üλ' αυτÜ χωρßς να επικαλεßσαι κÜτι το φρικιαστικü-" Σþπασε απüτομα.
     Το πρüσωπü του εßχε την Ýκφραση ανθρþπου που μüλις Ýχασε αγαπημÝνο του Üτομο. ΞÜπλωσε και της γýρισε την πλÜτη. Εκεßνη Ýμεινε δßπλα του, τρÝμοντας, προσπαθþντας απεγνωσμÝνα να θυμηθεß ποý εßχε ξαναδεß το πρüσωπü του.
     Δεν της ξανατηλεφþνησε μετÜ τη νýχτα του πÜρτι. Κι üταν Ýτυχε να συναντηθοýνε στο διÜδρομο, κεßνος στρÜφηκε απροκÜλυπτα αλλοý, λες και της εßχε δþσει κÜποια αüριστη ευκαιρßα που η Μπεθ εßχε αρνηθεß να εκμεταλλευτεß. Πßστευε πως καταλÜβαινε: αν κι ο ΡÝι Γκλßσον δεν Þταν ο πρþτος Üντρας στη ζωÞ της, Þταν ο πρþτος που την εßχε απορρßψει τüσο ολοκληρωτικÜ. Ο πρþτος που δεν την Ýβγαλε μüνον απü το νου και το κρεβÜτι του αλλÜ και απü τον κüσμο του. Σαν να Þταν αüρατη, ανÜξια ακüμη και της περιφρüνησÞς του, απλþς αποýσα.
     Ρßχτηκε με τα μοýτρα στη δουλειÜ της.
     ΑνÝλαβε τρεις καινοýριες χορογραφßες για τον Γκοýζμαν και δÝχτηκε να συνεργαστεß με μια καινοýρια ομÜδα που εßχε την Ýδρα της -αν εßναι δυνατüν! στο ΣτÝιτεν 'Αιλαντ. Δοýλευε σαν μανιακÞ, κÝρδισε καινοýριες αναθÝσεις, μÝχρι που τη πλÞρωσαν. ΠροσπÜθησε να διακοσμÞσει το διαμÝρισμÜ της λιγüτερο σχολαστικÜ, πιο ελεýθερα. ΤερÜστια πüστερ του Μερς ΚÜνινγκχαμ και της ΜÜρθα ΓκρÜχαμ αντικατÝστησαν τα χαρακτικÜ του Μπρýγκελ που της θýμιζαν τη θÝα απü τα παρÜθυρÜ της στο ΜπÝνινγκτον. Στο μικροσκοπικü μπαλκüνι, στο μπαλκüνι που δεν εßχε τολμÞσει να πατÞσει απü τη νýχτα της σφαγÞς, τη νýχτα της ομßχλης με τα μÜτια, σ' αυτü το μπαλκüνι τοποθÝτησε μικρÝς ζαρντινιÝρες με γερÜνια, πετοýνιες, ζßνιες και Üλλα πολυετÞ. Κι Ýπειτα Ýκλεισε το παρÜθυρο και βγÞκε να παραδοθεß στην πüλη üσου εßχε μεταφÝρει τη μÝχρι τüτε οργανωμÝνη ζωÞ της.
     Κι η πüλη ανταποκρßθηκε στ' ανοßγματÜ της: Ξεπροβοδþντας μια παλιÜ φßλη απü το ΜπÝνινγκτον στο αεροδρüμιο ΚÝνεντυ, στÜθηκε να φÜει Ýνα σÜντουιτς στο μπαρ. Ο πÜγκος -σα τÜφρος- περικýκλωνε τη πρüχειρη κουζßνα πÜνω απü την οποßα κρÝμονταν τερÜστιες αφßσες που διαφÞμιζαν την πüλη και τα αξιοθÝατÜ της. "Η ΝÝα Υüρκη εßναι μια καλοκαιριÜτικη γιορτÞ", λÝγανε κι "Ο Τζüζεφ ΠÜτε ανεβÜζει ΣÝξπηρ στο ΣÝντραλ Παρκ" κι "Επισκεφθεßτε το Ζωολογικü ΚÞπο του Μπρονξ και θ' αγαπÞσετε τους οξýθυμους αλλÜ αξιολÜτρευτους ταξιτζÞδες μας". Το φαγητü Ýβγαινε απü 'να παραθυρÜκι και προχωροýσε αργÜ στον κυλιüμενο ιμÜντα ενþ ορδÝς υστερικþν γυναικþν σκουπßζανε και ξανασκουπßζανε τον πÜγκο με βρþμικα πανιÜ. Το εστιατüριο εßχε τη γοητεßα και την αξιοπρÝπεια χαλυβουργεßου και σχεδüν τον ßδιο θüρυβο. Η Μπεθ παρÞγγειλε Ýνα τσßσμπεργκερ που κüστιζε $1,25 κι Ýνα ποτÞρι γÜλα.
     ¼ταν της το φÝραν Þταν κρýο, το τυρß δεν εßχε λιþσει και το μπιφτÝκι Ýμοιαζε με σφουγγαρÜκι για τα πιÜτα. Το ψωμÜκι Þταν μπαγιÜτικο και δεν υπÞρχε ßχνος μαρουλιοý στο σÜντουιτς. Η Μπεθ κατÜφερε μετÜ κüπων και βασÜνων να τραβÞξει τη προσοχÞ μιας σερβιτüρας. Η κοπÝλα την πλησßασε ενοχλημÝνη.
 -"Σας παρακαλþ, μπορεßτε να μου ζεστÜνετε το ψωμÜκι και να μου φÝρετε λßγο μαροýλι;" ρþτησε η Μπεθ.
 -"Δε γßνεται", εßπε η σερβιτüρα, Ýτοιμη να φýγει.
 -"Τß δε γßνεται";
 -"Δε ζεσταßνουμε το ψωμß εδþ".
 -"Ναι, αλλÜ εγþ το θÝλω ζεστü", επÝμεινε η Μπεθ.
 -"Κι Üμα θες μαροýλι, θα το πληρþσεις Ýξτρα".
 -"Αν ζητοýσα Ýξτρα μαροýλι", εßπε η Μπεθ, αρχßζοντας να θυμþνει, "θα το πλÞρωνα, αλλÜ μια και δεν υπÜρχει καθüλου μαροýλι, δε νομßζω πως εßναι σωστü να με χρεþνετε παραπÜνω για κÜτι που κανονικÜ περιλαμβÜνεται στην τιμÞ του σÜντουιτς".
 -"Δε γßνεται". Η σερβιτüρα γýρισε να φýγει.
 -"Για μια στιγμÞ!", εßπε η Μπεθ, υψþνοντας τη φωνÞ τüσο þστε να την ακοýσουν οι πελÜτες που τρþγανε στην Üλλη πλευρÜ. "Εννοεßτε üτι ζητÜτε Ýνα δολÜριο κι εßκοσι-πÝντε σεντς για Ýνα σÜντουιτς με μπαγιÜτικο ψωμß και χωρßς μαροýλι";
 -"Αν σ' αρÝσει..."
 -"ΠÜρτο πßσω".
 -"Αφοý το παρÜγγειλες, πρÝπει να το πληρþσεις".
 -"ΠÜρτο πßσω, σου λεω, δε το θÝλω το γαμημÝνο"! Η σερβιτüρα αναγκÜστηκε να σβÞσει το σÜντουιτς απü το τιμολüγιο. Το γÜλα κüστιζε 27 σεντς κι Þτανε ξινισμÝνο. Πρþτη φορÜ στη ζωÞ της η Μπεθ Ýλεγε δυνατÜ τη συγκεκριμÝνη λÝξη.
     Στο ταμεßο, η Μπεθ ρþτησε τον κÜθιδρο Üντρα με τους μαρκαδüρους στο τσεπÜκι του πουκαμßσου του:
 -"Απü περιÝργεια και μüνο, μÞπως σας νοιÜζει ν' ακοýσετε τα παρÜπονα των πελατþν";
 -"¼χι", της γÜβγισε, στη κυριολεξßα της γÜβγισε. Δε σÞκωσε καν το κεφÜλι καθþς της Ýδινε τα ρÝστα.
     Η πüλη ανταποκρßθηκε στα ανοßγματÜ της: 
     ¸βρεχε πÜλι. Η Μπεθ προσπαθοýσε να διασχßσει τη Δεýτερη Λεωφüρο κανονικÜ, απü τη διÜβαση και με το φανÜρι κüκκινο για τα τροχοφüρα. Με το που κατÝβηκε απü το πεζοδρüμιο, Ýνα αυτοκßνητο πÝρασε δßπλα της και τη περιÝχυσε με λÜσπες.
 -"¸ι", φþναξε στον οδηγü. "Τß κÜνεις";
 -"'Αει γαμÞσου, μωρÞ!", Þταν η απÜντηση.
     Οι μπüτες, τα πüδια και το παλτü της εßχαν γßνει μοýσκεμα. Στεκüταν τρÝμοντας στο κρÜσπεδο.
     Η πüλη ανταποκρßθηκε στα ανοßγματÜ της:
     ¸βγαινε απü Ýνα κτßριο στο 'Αστορ ΠλÝις με το χαρτοφýλακÜ της γεμÜτο διαγρÜμματα. Προσπαθοýσε να τυλßξει το κασκüλ γýρω απü το λαιμü της üταν ο καλοντυμÝνος κýριος πßσω, της Ýχωσε την ομπρÝλα ανÜμεσα στα πüδια. ΚατατρομαγμÝνη, Üφησε να της πÝσει ο χαρτοφýλακας.
     Ω, ναι, η πüλη ανταποκρινüταν συνεχþς.
     Και τα ανοßγματα της Μπεθ πολý γρÞγορα Üλλαξαν.
     Ο γερομεθýστακας με τα σημαδεμÝνα μÜγουλα της Üπλωσε το χÝρι και κÜτι της μουρμοýρισε. Του πÝταξε μια βρισιÜ και συνÝχισε ν' ανηφορßζει το Μπρüντγουαßη, προσπερνþντας τους κινηματογρÜφους με τις πορνü ταινßες.
     ΠÝρασε με πρÜσινο τους σηματοδüτες της Παρκ 'Αβενιου, αναγκÜζοντας τους οδηγοýς να φρενÜρουν σαν τρελοß για να την αποφýγουνε: τþρα πια χρησιμοποιοýσε πÜρα πολý συχνÜ κεßνη τη λÝξη.
     ¼ταν κÜποια στιγμÞ συνειδητοποßησε πως Ýπινε παρÝα με τον Üντρα που την εßχε σπρþξει στην εßσοδο του μπαρ, τρüμαξε, κüντεψε να λιποθυμÞσει και κατÜλαβε üτι τα περιθþρια στÝνευαν: αν Þθελε να γλιτþσει Ýπρεπε να επιστρÝψει σπßτι.
     ΑλλÜ το Βερμüντ Þταν τüσο μακριÜ...
     ΜερικÝς νýχτες αργüτερα. Εßχε γυρßσει απü το ΜπαλÝτο του Λßνκολν ΣÝντερ κι εßχε πÝσει κατευθεßαν στο κρεβÜτι. Καθþς πλÜγιαζε μισοκοιμισμÝνη στο κρεβÜτι, της φÜνηκε πως Üκουσε κÜτι, Ýνα περßεργο θüρυβο στο καθιστικü. Σηκþθηκε απü το κρεβÜτι και πατþντας στα νýχια πλησßασε την ενδιÜμεση πüρτα. '¸ψαξε στα τυφλÜ το διακüπτη, τονε βρÞκε κι Üναψε το φως. ¸νας μαýρος με δερμÜτινο πανωφüρι προσπαθοýσε να βγει απü το διαμÝρισμα. Η Μπεθ εßδε την τηλεüραση δßπλα του καθþς προσπαθοýσε να ξεμπλοκÜρει την εξþπορτα, εßδε την καινοýρια κλειδαριÜ και την αμπÜρα επιτÞδεια σπασμÝνες, μ' Ýνα τρüπο που δεν εßχε προλÜβει να δημοσιεýσει το Νιου Γιüρκερ στο Üρθρο του για τις διαρρÞξεις, εßδε üτι το πüδι του Üντρα εßχε μπλεχτεß στο καλþδιο του τηλεφþνου που επßτηδες εßχε ζητÞσει να εßναι μακρý, για να μπορεß να παßρνει τη συσκευÞ στο μπÜνιο ("Δε θα 'θελα να χÜσω κÜποιο επαγγελματικü τηλεφþνημα üσο κÜνω ντους») και πÜνω απ' üλα εßδε μ' εκπληκτικÞ καθαρüτητα την Ýκφραση στο πρüσωπο του διαρρÞκτη. ΚÜτι της θýμιζε.
     Εκεßνος κüντευε ν' ανοßξει τη πüρτα, αλλÜ τþρα τη ξανÜκλεισε και τρÜβηξε πÜλι το σýρτη. ¸κανε Ýνα βÞμα προς το μÝρος της. Η Μπεθ Ýτρεξε στη σκοτεινÞ κρεβατοκÜμαρα. Η πüλη ανταποκρινüτανε στ' ανοßγματÜ της. Κüλλησε τη πλÜτη της στον τοßχο δßπλα στο κεφαλÜρι του κρεβατιοý. Το χÝρι προσπÜθησε να βρει το τηλÝφωνο. Η φιγοýρα του Üντρα γÝμισε τη πüρτα. Φως, üλα Þταν φωτεινÜ πßσω του.
Παρüλο που της Þταν αδýνατο να διακρßνει, Þξερε πολý καλÜ üτι φοροýσε γÜντια και τα μüνα σημÜδια που θ' Üφηνε στο σþμα της θα 'τανε σκοýροι μþλωπες, βαθυγÜλαζοι, σχεδüν μαýροι, η απüχρωση του αßματος που 'χει σταματÞσει να κυλÜ.
     Της üρμησε, με τα χÝρια πεσμÝνα χαλαρÜ στο πλÜι. ΠροσπÜθησε ν' ανÝβει στο κρεβÜτι, μα κεßνος την Üρπαξε απü πßσω, σκßζοντας τη νυχτικιÜ της. ΠÝρασε το χÝρι στο λαιμü της και τη τρÜβηξε προς το μÝρος του. ¸πεσε απü το κρεβÜτι και προσγειþθηκε στα πüδια του, ξεφεýγοντας απü τη λαβÞ του. H Μπεθ σýρθηκε στο πÜτωμα και για μια στιγμÞ διαýγειας Ýνιωσε Ýναν απερßγραπτο τρüμο. Θα πÝθαινε και φοβüτανε. Φοβüτανε πολý.
     Τη παγßδεψε στη γωνßα ανÜμεσα στη ντουλÜπα και το γραφειÜκι και τη κλþτσησε. Το πüδι του τη πÝτυχε στο μηρü καθþς εκεßνη διπλωνüτανε στα δýο, σαν Ýμβρυο, προσπαθþντας να μικρýνει και να εξαφανιστεß. Κρýωνε.
     Ο Üντρας Ýσκυψε και την Ýστησε στα πüδια της, τραβþντας την απü τα μαλλιÜ. Της βρüντηξε το κεφÜλι στον τοßχο. Τα μÜτια της θüλωσαν, τα πÜντα στο πεδßο üρασÞς της πÞραν να γλιστροýν προς τα κÜτω, λες και μüλις εßχε πηδÞξει στο κενü απü την Üκρη του κüσμου. Της ξαναχτýπησε το κεφÜλι στον τοßχο κι η Μπεθ Ýνιωσε κÜτι να τσακßζεται πÜνω απü το δεξß αυτß της.
     ¼ταν προσπÜθησε να τη χτυπÞσει για τρßτη φορÜ, σÞκωσε το χÝρι της και μ' üση δýναμη της απÝμεινε, Ýμπηξε τα νýχια της στο πρüσωπü του. Εκεßνος οýρλιαξε απü πüνο κι η Μπεθ χßμηξε πÜνω του, πιÜνοντÜς τον απü τη μÝση. Ο Üντρας παραπÜτησε, τη παρÝσυρε, καταλÞξανε κι οι δýο σωριασμÝνοι φýρδην-μßγδην στο μπαλκονÜκι. Η Μπεθ Ýπεσε πρþτη, Ýνιωσε τις ζαρντινιÝρες να χþνονται στη ραχοκοκαλιÜ της και τις γÜμπες της. ΠροσπÜθησε να σηκωθεß και τα δÜχτυλÜ της μπλÝχτηκαν στο πουκÜμισü του, ξεσκßζοντÜς το. ΚατÜφερε να σταθεß στα πüδια της και συνÝχισαν να παλεýουν σιωπηλÜ. Την Ýπιασε και τη πÝταξε στο κÜγκελο, μισÞ μÝσα στο μπαλκüνι, μισÞ Ýξω. Το πρüσωπü της Þτανε γυρισμÝνο προς τα πÜνω.
     ΣτÝκονταν üλοι στα παρÜθυρÜ τους και κοιτοýσανε. Τους Ýβλεπε να τη παρακολουθοýν μÝσα απü την ομßχλη. ΜÝσα απü την ομßχλη αναγνþρισε τις εκφρÜσεις τους. ΜÝσα απü την ομßχλη τους Üκουσε ν' ανασαßνουνε κι οι βαριÝς εκπνοÝς τους φανÝρωναν αδημονßα και δÝος. ΜÝσα απü την ομßχλη.
     Και ο μαýρος τη χτýπησε με τη γροθιÜ του στο λαιμü. Αναγοýλιασε, τα μÜτια της σκοτεßνιασαν, η ανÜσα της κüπηκε. Την Ýσπρωξε κι Üλλο þσπου η Μπεθ Ýφτασε να κοιτÜ ßσα πÜνω, κατÜ τον Ýνατο üροφο κι ακüμη ψηλüτερα.
     Εκεß ψηλÜ: μÜτια.
     Τα λüγια που εßχε ξεστομßσει ο ΡÝι Γκλßσον σε μια στιγμÞ απüλυτης επßγνωσης του τι εßχε καταντÞσει, πλημμυρισμÝνος απü τη βαθιÜ απελπισßα της επιλογÞς που η πüλη τον εßχε αναγκÜσει να κÜνει, αυτÜ τα λüγια ξανÜρθαν στο νου της Μπεθ. Δε μπορεßς να επιζÞσεις σ' αυτÞ τη πüλη εκτüς κι αν κÜτι σε προστατεýει... δε μπορεßς να ζεις σα πανικüβλητο ποντßκι χωρßς να προετοιμÜζεις την Ýλευση κÜποιου Üλλου, καταραμÝνου πλÜσματος..., δε μπορεßς να τα κÜνεις üλ' αυτÜ χωρßς να επικαλεßσαι Ýνα φρικιαστικü... Θεü! ¸να καινοýριο Θεü, Ýνα πανÜρχαιο Θεü με τα μÜτια και τη πεßνα παιδιοý, Ýνα παρÜφρονα αιμοβüρο Θεü της ομßχλης και της βßας. '¸να Θεü που χρειαζüτανε πιστοýς και που σ' Üφηνε να διαλÝξεις αν θα πÝθαινες σα θýμα Þ αν θα ζοýσες σαν αιþνιος μÜρτυρας των θανÜτων Üλλων θυμÜτων. ¸να Θεü ταιριαστü με τους καιροýς, Ýνα Θεü των δρüμων.
     ΠροσπÜθησε να ουρλιÜξει, να ικετÝψει τον ΡÝι, το σκηνοθÝτη στο παρÜθυρο του Ýνατου ορüφου με το πανýψηλο μοντÝλο δßπλα του και τα δÜχτυλÜ του χωμÝνα μÝσα της καθþς απÝτιαν φüρο τιμÞς στο Θεü τους, üλους τους Üλλους καλεσμÝνους του πÜρτι üπου ο ΡÝι της εßχε δþσει την ευκαιρßα να προσχωρÞσει στην εκκλησßα τους κι εκεßνη με τον τρüπο της εßχε αρνηθεß.
     ΑλλÜ ο μαýρος την εßχε χτυπÞσει στο λαιμü και τþρα τα χÝρια του τη πιÝζανε, το 'να στο στÞθος, τ' Üλλο στο πρüσωπο, με τη μυρωδιÜ του δÝρματος να γεμßζει üσα κενÜ Üφηνε η ναυτßα. Και τüτε η Μπεθ κατÜλαβε üτι το ενδιαφÝρον του ΡÝι Þταν αληθινü και βαθý, το ßδιο κι η επιθυμßα του να εκμεταλλευτεß την ευκαιρßα που της Ýδινε, üμως εκεßνη ερχüταν απü Ýνα κüσμο μικρþν λευκþν οικοτροφεßων κι αθþας εξοχÞς, δεν Þταν αληθινüς ο κüσμος της. Αυτüς Þταν ο αληθινüς κüσμος κι εκεß ψηλÜ υπÞρχε Ýνας Θεüς που τον εξουσßαζε κι εκεßνη τον εßχε αποποιηθεß, εßχε πει üχι σ' Ýναν απü τους ιερεßς κι υπηρÝτες του. Σþσε με! Μη μ' αναγκÜσεις να το κÜνω!
     ¹ξερε πως Ýπρεπε να φωνÜξει, να εκλιπαρÞσει, να προσπαθÞσει να κερδßσει την επιδοκιμασßα αυτοý του Θεοý. Δεν μπορþ... σþσε με!
     Αγωνιζüταν βγÜζοντας μικρÝς φωνοýλες, προσπαθþντας να βρει τα λüγια της επßκλησης και ξαφνικÜ πÝρασε Ýνα üριο κι οýρλιαξε' η κραυγÞ της αντÞχησε στη νýχτα, κι ακολοýθησαν οι λÝξεις που δεν Þξερε να πει η Üτυχη ανυποψßαστη Λιüνα ΚιαρÝλι.
 -"Αυτüν! ΠÜρε αυτüν! ¼χι εμÝνα! Εßμαι δßκιÜ σου, σ' αγαπÜω, εßμαι δικÞ σου! ΠÜρε αυτüν, üχι εμÝνα, σε παρακαλþ üχι εμÝνα, πÜρε αυτüν. Εßμαι δικÞ σου!" Κι ο Üντρας ξαφνικÜ Ýφυγε απü πÜνω της, Ýμεινε για μια στιγμÞ μετÝωρος στο κενü κι Ýπειτα το σþμα του διÝγραψε Ýνα τüξο στην ομßχλη και τσακßστηκε στις πλÜκες της αυλÞς, καθþς η Μπεθ σωριαζüταν στα γüνατα ανÜμεσα στις κατεστραμμÝνες ζαρντινιÝρες του μπαλκονιοý.
     Εßχε μισοχÜσει τις αισθÞσεις της, οπüτε δε μποροýσε να εßναι σßγουρη üτι τα πρÜγματα συνÝβησαν ακριβþς Ýτσι, αλλÜ της φÜνηκε üτι ο Üνθρωπος βÜλθηκε να στροβιλßζεται σαν ξερü φýλλο το φθινüπωρο.
     Κι η μÜζα Üρχισε να παßρνει μορφÞ. ΤερÜστια πüδια ξεπρüβαλλαν, με νýχια που κανÝνα ζþο δεν εßχε ποτÝ κι ο διαρρÞκτης, μαýρος, φτωχüς, τρελüς απü φüβο, βÜλθηκε να κλαψουρßζει σα δαρμÝνο σκυλß καθþς η σÜρκα τραβιüταν απü το κορμß του λωρßδα-λωρßδα. Το σþμα του Üνοιξε στα δýο με μια λεπτÞ τομÞ, ποτÜμια αßματος ξεχýθηκαν απü μÝσα του κι ωστüσο Þταν ακüμη ζωντανüς, σπαρταροýσε με τον ακοýσιο τρüμο βατραχßσιου ποδιοý που του κÜνουν ηλεκτροσüκ. ΣφÜδαζε ξανÜ και ξανÜ καθþς το κορμß του τεμαχιζüταν ανελÝητα. ΚομμÜτια σÜρκας, οστÜ και μισü πρüσωπο πÝρασαν μπροστÜ απü τα μÜτια της Μπεθ πριν πÝσουνε στην αυλÞ. Κι üμως εκεßνος ζοýσε ακüμη, παρüλο που τα üργανÜ του συνθλßβονταν κι οι μýες του γßνονταν Ýνα με ιστοýς, χολÞ και κüπρανα. Κι η "εκτÝλεση" δεν Ýλεγε να τελειþσει, üπως δεν Ýλεγε να τελειþσει ο θÜνατος της Λιüνα ΚιαρÝλι κι η Μπεθ κατÜλαβε, με τη σπαρακτικÞ σιγουριÜ του ανθρþπου που 'χει διαλÝξει να επιβιþσει πÜση θυσßα, üτι οι μÜρτυρες της σφαγÞς της Λιüνα ΚιαρÝλι δεν Ýκαναν απολýτως τßποτα για να τη βοηθÞσουν, üχι γιατß εßχαν παγþσει απü τη φρßκη Þ γιατß δεν Þθελαν να αναμιχθοýν Þ απλþς γιατß εßχαν πÜθει ανοσßα μετÜ απü χρüνια και χρüνια εθισμοý στην τηλεοπτικÞ βßα.
     Δεν Ýκαναν τßποτα επειδÞ συμμετεßχαν με τη θÝλησÞ τους σε μια μαýρη λειτουργßα που τη τÝλεσÞ της απαιτοýσε η πüλη, üχι μßα αλλÜ χßλιες φορÝς τη μÝρα σ' αυτü το εφιαλτικü φρενοκομεßο απü ατσÜλι και μπετüν.
     Η Μπεθ σηκþθηκε και στÜθηκε μισüγυμνη στο μπαλκüνι, με τη κουρελιασμÝνη νυχτικιÜ της ν' ανεμßζει και τα χÝρια της να σφßγγουν το κÜγκελο, λαχταροýσε να δει περισσüτερα, να αδειÜσει το ποτÞρι ως τον πÜτο.
     Εßχε γßνει μια απ' αυτοýς, Þτανε δικÞ τους, ρουφοýσε κι εκεßνη το θÝαμα καθþς τα κομμÜτια της νυχτερινÞς θυσßας περνοýσανε μπρος απü τα μÜτια της στÜζοντας αßμα κι ουρλιÜζοντας.
     Αýριο θα ερχüταν πÜλι η αστυνομßα και θα την ανÝκριναν κι εκεßνη θα περιÝγραφε τη τρομαχτικÞ της εμπειρßα, θα τους εξηγοýσε üτι εßχε αναγκαστεß ν' αμυνθεß, üντας σßγουρη üτι ο διαρρÞκτης θα τη βßαζε και θα τη σκüτωνε, üσο για το φρικτü του ακρωτηριασμü, δε μποροýσε να ξÝρει πþς Ýγινε αλλÜ, σε τελευταßα ανÜλυση, μßα πτþση απü ýψος επτÜ ορüφων...
     Στο εξÞς δεν θα ανησυχοýσε για την ασφÜλειÜ της γιατß κανεßς δε θα τολμοýσε να τη βλÜψει. Αýριο κιüλας θα 'βγαζε την αμπÜρα απü τη πüρτα της. Τßποτα στη πüλη δε θα της Ýκανε κακü, γιατß εßχε προβεß στη μοναδικÞ λογικÞ επιλογÞ. Τþρα Þταν αληθινÞ κÜτοικος της πüλης, ουσιþδες κι ενεργü κομμÜτι της. Ο Θεüς της την εßχε πÜρει επιτÝλους στη ζεστÞ αγκÜλη του.
     ¸νιωσε τον ΡÝι δßπλα της το χÝρι του χÜιδευε προστατευτικÜ τη γυμνÞ της πλÜτη. Η ομßχλη στροβιλιζüτανε, τýλιγε την αυλÞ, τýλιγε τη πüλη, τýλιγε τη ψυχÞ και τη καρδιÜ της Μπεθ. Καθþς το γυμνü κορμß του ΡÝι ενωνüταν με το δικü της, η κοπÝλα πÞρε βαθιÜ ανÜσα σαν να 'θελε να κλεßσει μÝσα της τη νýχτα. ¹ξερε πολý καλÜ üτι απü δω και πÝρα οι φωνÝς που θ' Üκουγε δε θα 'τανε φωνÝς δαρμÝνων σκυλιþν αλλÜ πανßσχυρων, σαρκοφÜγων θηρßων.
     Εßχε πÜψει επιτÝλους να φοβÜται κι Þταν υπÝροχο, πραγματικÜ υπÝροχο να μην φοβÜσαι πια.

   "¼ταν η εσωτερικÞ ζωÞ στερεýει, üταν το συναßσθημα μειþνεται και η απÜθεια αυξÜνεται, üταν κÜποιος δεν μπορεß να επηρεÜσει Þ Ýστω να συγκινÞσει γνÞσια Ýνα Üλλο Üτομο, τüτε η βßα φουντþνει σαν μßα δαιμονικÞ ανÜγκη για επαφÞ, μια παρανοúκÞ παρüρμηση ποý απαιτεß τη συγκßνηση στην üσο το δυνατüν αμεσüτερη μορφÞ της".                                 (Ρüλο ΜÝι: "ΑγÜπη & Βοýληση")

"The Whimper of Whipped Dogs" (1973)
Μετ: Χρýσα Τσαλικßδου

-------------------------------

                  Δεν ¸χω Στüμα Και ΠρÝπει Να ΟυρλιÜξω

     Αδýναμο, το σþμα του Gorrister κρεμüταν απü την ρüδινη παλÝτα, κρεμüταν χωρßς στÞριγμα και ψηλÜ, πÜνω απü εμÜς, στην αßθουσα των υπολογιστþν. Και δεν Ýτρεμε στην ψυχρÞ, λιγδιασμÝνη αýρα που φυσοýσε αιþνια μες στη κýρια σπηλιÜ. Το σþμα Þτανε κρεμασμÝνο με το κεφÜλι κÜτω, συνδεδεμÝνο με τη κÜτω μεριÜ της παλÝτας απü το πÝλμα του δεξιοý ποδιοý του. ΣτρÜγγιζεν αßμα απü μια τομÞ που εßχε γßνει με ακρßβεια απü αφτß σε αφτß κÜτω απü το σαγüνι.
     Δεν υπÞρχε αßμα στην λεßα επιφÜνεια του μεταλλικοý δαπÝδου.
     ¼ταν ο Gorrister μας Ýφτασε και κοßταξε πÜνω τον εαυτü του, Þτανε πολý αργÜ για να καταλÜβουμε üτι, για μια ακüμα φορÜ, ο ΑΜ Ýπαιζε μαζß μας, διασκÝδαζε κι αυτü Þταν μια παρεκτροπÞ εκ μÝρους της μηχανÞς.
     Τρεις απü μας εßχανε κÜνει εμετü, γυρßζοντας ο Ýνας μακριÜ απ' τον Üλλο, αντßδραση τüσο παλιÜ üσο κι η ναυτßα που την εßχε προκαλÝσει.
     Ο Gorrister Üσπρισε. ¹ταν σαν να εßχε δει μια εικüνα βουντοý και τþρα φοβüταν το μÝλλον.
 -"Ω ΘεÝ μου!" εßπε σιγανÜ κι οπισθοχþρησε. Τρεις απü μας τον ακολουθÞσαμε μετÜ απü λßγο και τονε βρÞκαμε να στÝκεται με τη πλÜτη του ακουμπισμÝνη σε μιαν αυθÜδικη συστοιχßα, με το κεφÜλι του στα χÝρια. Η Helen γονÜτισε πßσω του και του χÜιδεψε τα μαλλιÜ. Δεν κουνÞθηκε αλλÜ η φωνÞ του βγÞκε αρκετÜ καθαρÞ μÝσα απü το καλυμμÝνο πρüσωπü του. "Γιατß δε μας ξεκÜνει για να τελειþνουμε; Δε ξÝρω πüσο ακüμα μπορþ να συνεχßσω Ýτσι".
     ¹ταν το εκατοστü Ýνατο Ýτος μας στον υπολογιστÞ. Μιλοýσε για üλους μας.
     Ο Nimdok, (αυτü Þταν το üνομα που του εßχε επιβÜλει η μηχανÞ να χρησιμοποιεß, γιατß ο ΑΜ διασκÝδαζε πολý με αστεßους Þχους) πßστευε πως υπÞρχε κονσερβοποιημÝνο φαγητü στη σπηλιÜ του πÜγου. Ο Gorrister κι εγþ Þμασταν πολý αμφßβολοι.
 -"Εßναι Üλλο Ýνα παιχνßδι", τους εßπα. "σαν τον αναθεματισμÝνο ελÝφαντα που μας ποýλησε ο ΑΜ. Ο Benny  εßχε χÜσει το μυαλü του με αυτü. Θα περπατÞσουμε σε αυτü τον δρüμο και θα αποσυντεθοýν Þ κÜτι τÝτοιο. ΛÝω να το ξεχÜσετε. Μεßνετε δω και θα πρÝπει να σκεφτεß κÜτι αρκετÜ σýντομα Þ θα πεθÜνουμε".
     Ο Βenny  παραιτÞθηκε.
     Εßχαμε τρεις μÝρες να φÜμε. ΣκουλÞκια. ΠαχιÜ, αλλοιωμÝνα.
     Ο Nimdok δεν Þταν πια σßγουρος. ¹ξερε πως υπÞρχε ελπßδα, αλλÜ αδυνÜτιζε. Δεν θα Þταν χειρüτερα εκεß απü ü,τι εδþ. Πιο κρýα ßσως, αλλÜ αυτü δε πεßραζε. ΚÜψιμο, κρýο, χαλÜζι, λÜβα, βρÜσιμο Þ ακρßδες: Η μηχανÞ φτιαχνüταν κι εμεßς Ýπρεπε να το ανεχτοýμε Þ να πεθÜνουμε. Η Helen αποφÜσισε για μας:
 -"ΣκÝφτηκα κÜτι, Ted. ºσως να υπÜρχουν κÜποια αχλÜδια Þ ροδÜκινα Barlett. Σε παρακαλþ Τed, ας το προσπαθÞσουμε".
     ΥπÝκυψα γρÞγορα. Τι στο διÜολο. Δεν πεßραζε καθüλου. Η Helen Þταν ευγνþμων, ωστüσο. Με πÞρε δυο φορÝς στα γρÞγορα. Ακüμα κι αυτü δεν ενοχλοýσε πια. Κι αφοý ποτÝ δεν Ýφτανε, τüτε γιατß να νοιαστεß κανεßς; ΑλλÜ η μηχανÞ χαχÜνιζε üποτε το κÜναμε.  Εκεß πÜνω, εκεß πßσω,  παντοý γýρω μας, αυτüς γελοýσε. Αυτü γελοýσε.
     Τον περισσüτερο καιρü σκεφτüμουν το ΑΜ σαν αυτü, χωρßς ψυχÞ, üμως τον υπüλοιπο καιρü το σκεφτüμουν σαν αυτüς, σαν το αρσενικü, το πατρικü, το πατριαρχικü. Γιατß Þτανε ζηλιÜρης Üνθρωπος. Αυτüς. Αυτü. Τüσο καλüς üσο Ýνας τρελüς πατÝρας.
     Φýγαμε τη ΠÝμπτη. Η μηχανÞ μας κρατοýσε πÜντα ενÞμερους üσον αφορÜ στην ημερομηνßα. Το πÝρασμα του χρüνου Þτανε σημαντικü, üχι σε μας σßγουρα, σßγουρα μÝχρι αηδßας, αλλÜ σε αυτü... αυτüν... τον ΑΜ. ΠÝμπτη. Ευχαριστοýμε.
     O Nimdok και ο Gorrister κουβÜλησαν την Helen για λßγο, κρατþντας ο Ýνας τους καρποýς του Üλλου, σχηματßζοντας Ýτσι κÜθισμα. O Benny κι εγþ πηγαßναμε μπρος και πßσω τους, για να σιγουρÝψουμε πως αν συνÝβαινε κÜτι θα Ýπιανε Ýναν απü εμÜς και τουλÜχιστον η Helen θα Þταν ασφαλÞς.
     ΑσφαλÞς... Δýσκολα. Δε πεßραζε.
     ¹ταν μüνο εκατü μßλια Þ κÜπου τüσο μÝχρι τις σπηλιÝς πÜγου και τη δεýτερη μÝρα, ενþ Þμασταν ξαπλωμÝνοι κÜτω απü το γεμÜτο φυσαλßδες «Þλιο» που εßχε δημιουργÞσει, Ýστειλε λßγο μÜννα. Η γεýση του Þταν σαν βρασμÝνα οýρα κÜπρων. Το φÜγαμε.
     Τη τρßτη μÝρα περÜσαμε διαμÝσου μιας παλαιωμÝνης κοιλÜδας, γεμÜτη με οξειδωμÝνα σπλÜχνα απü συστοιχßες αρχαßων υπολογιστþν.
     Ο ΑΜ Þταν ανελÝητος με τη δικÞ του ζωÞ üπως και με τη δικÞ μας. ¹ταν Ýνα σημÜδι της προσωπικüτητÜς του: αγωνιζüταν για την τελειüτητα. Εßτε το θÝμα Þταν τα μη παραγωγικÜ στοιχεßα του κüσμου που τον γÝμιζαν, εßτε Þταν τελειοποßηση μεθüδων για να μας βασανßζει, ο ΑΜ Þταν τüσο λεπτομερÞς üσο κεßνοι που τον εßχαν εφεýρει (τüσο παλιÜ που τþρα πιθανüν να εßναι σκüνη) εßχαν ποτÝ ελπßσει.
     ΥπÞρχε Ýνα αμυδρü φιλτρÜρισμα απü πÜνω και διαπιστþσαμε πως Þμασταν πολý κοντÜ στην επιφÜνεια. ¼μως δε σκαρφαλþσαμε πÜνω για να δοýμε. Δεν υπÞρχε ουσιαστικÜ τßποτα εκεß Ýξω, δεν υπÞρχε τßποτα που θα μποροýσε να θεωρηθεß κÜτι για περßπου εκατü χρüνια. Μüνο το ανατιναγμÝνο δÝρμα αυτοý που Þταν κÜποτε σπßτι για χιλιÜδες. Τþρα Þταν μüνο πÝντε απü μας, εδþ κÜτω, μüνοι, με τον ΑΜ. 'Ακουσα την Helen να λÝει ξÝφρενα:
 -"¼χι Benny, μη, Ýλα τþρα Benny, μη σε παρακαλþ"! Και τüτε συνειδητοποßησα πως Üκουγα τον Benny να μουρμουρßζει κÜτω απü την ανÜσα του για πολλÞ þρα. ¸λεγε:
 -"Θα βγω Ýξω, θα βγω Ýξω", ξανÜ και ξανÜ. Το μαúμουδßστικο πρüσωπü του θρυμματßστηκε πßσω απü μιαν Ýκφραση μακÜριας απüλαυσης και θλßψης και τα δυο την ßδια στιγμÞ.
     Τα σημÜδια ραδιενÝργειας που του εßχε προκαλÝσει ο ΑΜ κατÜ τη διÜρκεια της γιορτÞς χÜθηκαν κÜτω απü μια μÜζα ροδüλευκες ζÜρες και τα χαρακτηριστικÜ του Ýμοιαζαν να λειτουργοýν ανεξÜρτητα το Ýνα απü το Üλλο.
     ºσως ο Benny Þταν ο πιο τυχερüς απü εμÜς. Εßχε γßνει Üκαμπτος, κοιτÜζοντας επßμονα και τρελÜ, πολλÜ χρüνια πριν. ΑλλÜ ακüμα και αν λÝγαμε ΑΜ ü,τι συμπαθοýσαμε, αν μποροýσαμε να διαβÜσουμε τις πιο αποκρουστικÝς σκÝψεις της λιωμÝνης μνÞμης των συστοιχιþν και των διαβρωμÝνων πιÜτων βÜσεων, των καμÝνων εξωτερικþν κυκλωμÜτων και των φυσαλλßδων ελÝγχου, ο ΑΜ δεν θα ανεχüτανε τη προσπÜθειÜ μας να δραπετεýσουμε.
     Ο Benny Ýφυγε μακριÜ μου üταν Ýκανα μια απüπειρα να τον αρπÜξω. Γρατζοýνισε το πρüσωπο μιας κÜρτας μνÞμης γυρισμÝνης προς το μÝρος του και γεμισμÝνης με σÜπια συστατικÜ. ¸κατσε εκεß οκλαδüν για λßγο, να μοιÜζει με τον χιμπατζÞ που ο ΑΜ τον εßχε προορßσει να μοιÜζει. Κατüπιν πÞδησε ψηλÜ, Ýπιασε μια συρüμενη ακτßνα διαβρωμÝνου και κοιλωμÝνου μετÜλλου κι ανÝβηκε χεριÜ-χεριÜ, σα ζþο, þσπου Ýφτασε στη προεξοχÞ, περßπου εßκοσι πüδια πÜνω απü μας.
 -"Ω, Ted, Nimdok, σας παρακαλþ βοηθÞστε τον, κατεβÜστε τον κÜτω πριν..." σταμÜτησε. ΔÜκρυα στÜθηκαν στα μÜτια της. Κοýνησε Üσκοπα τα χÝρια της. ¹ταν πολý αργÜ. ΚανÝνας δεν Þθελε να εßναι κοντÜ του üταν ü,τι και αν Þταν να συμβεß, συνÝβαινε. Εκτüς αυτοý κανεßς δεν Ýβλεπε με τη δικÞ της ανησυχßα.
     ¼ταν ο ΑΜ εßχε μεταμορφþσει τον Benny, κατÜ την διÜρκεια της εντελþς παρÜλογης, υστερικÞς φÜσης του υπολογιστÞ, δεν Þταν μüνο το πρüσωπο του Benny που ο ΑΜ το εßχε κÜνει σαν ενüς τερÜστιου πßθηκου. Εßχε μεγÜλα αρχßδια: κι αυτÞ το λÜτρευε αυτü. Μας εξυπηρετοýσε, αυτü εßναι αυτονüητο, üμως λÜτρευε να της το κÜνει αυτüς.
     Ω, Helen, απαραßτητη Helen, πρωτüγονα αθþα Helen, ω Helen, η αγνÞ! ΤιποτÝνια βρþμα.
     Ο Gorrister τη χαστοýκισε.
     ΣωριÜστηκε κÜτω, κοιτÜζοντας επßμονα τον καημÝνο, παλαβü Benny κι Üρχισε να κλαßει. Το κλÜμα Þταν η μεγÜλη υπερÜσπισÞ της. Το 'χαμε συνηθßσει εδþ κι εβδομÞντα πÝντε χρüνια. Ο Gorrister τη κλüτσησε στα πλευρÜ.
     Τüτε Üρχισεν ο θüρυβος. ¹τανε φως, αυτüς ο Þχος. Μισüς Þχος, μισüς φως, κÜτι που ξεκßνησε να λÜμπει απü τα μÜτια του Benny, πÜλλονταν με üλο κι αυξανüμενη Ýνταση, ξεθωριασμÝνοι Þχοι που γινüνταν üλο και πιο γιγαντιαßοι και λαμπρüτεροι καθþς το φως-Þχος αýξανε ρυθμü. ΠρÝπει να πονοýσε πολý κι ο πüνος πρÝπει να γινüτανε πιο Ýντονος καθþς το φως γινüτανε πιο λαμπρü κι ο Þχος πιο δυνατüς, κι ο Benny Üρχισε να φωνÜζει σα πληγωμÝνο ζþο. Στην αρχÞ Þσυχος, üταν το φως Þταν απαλü κι ο Þχος πιο Þρεμος απ' üσο συνÞθως, στη συνÝχεια πιο δυνατÜ κι οι þμοι του μαζεýτηκαν: η πλÜτη του κýρτωσε σα να προσπαθοýσε να ξεφýγει απü αυτü. Τα χÝρια του διπλωθÞκανε στα στÞθος του σα να Þταν σκßουρος chipmunk. Το κεφÜλι του Ýγειρε στο πλÜι. Το μικρü μαúμουδßστικο πρüσωπü του Þταν σφιγμÝνο απü αγωνßα. Τüτε Üρχισε να ουρλιÜζει, καθþς ο Þχος που Ýβγαινε απü τα μÜτια του μεγÜλωνε. ¼λο και μεγÜλωνε. ¸κλεισα τα αφτιÜ  με τα χÝρια μου, αλλÜ δε μποροýσα να μην ακοýω, Þτανε πολý διαπεραστικü. Ο πüνος ανατρßχιαζε το δÝρμα μου σαν ασημüχαρτο σε δüντι.
     Και ξαφνικÜ ο Benny στÜθηκε üρθιος. ΣτÜθηκε στη δοκü, τραντÜχτηκε βßαια στα πüδια του σαν μαριονÝτα. Τþρα το φως Ýβγαινε απü τα μÜτια του σε δυο μεγÜλες στρüγγυλες ακτßνες. Ο Þχος μεγÜλωνε üλο και περισσüτερο μÝχρι να φτÜσει σε μιαν αδιανüητη Ýνταση και τüτε  o Benny Ýπεσε μπροστÜ, ευθεßα κÜτω και χτýπησε το πÜτωμα απü χαλýβδινες πλÜκες, σπαρταρþντας.
     ¸μεινε κει να τραντÜζεται σπασμωδικÜ ενþ το φως Ýρρεε γýρω του κι η Ýνταση του Þχου δυνÜμωνε ξεπερνþντας το φυσιολογικü üριο. Τüτε το φως επÝστρεψε ξανÜ μες στο κεφÜλι του κι ο Þχος εξασθÝνησε, κι αυτüς Ýμεινε ξαπλωμÝνος εκεß, να κλαßει, για λýπηση. Τα μÜτια του εßχανε γßνει δυο μαλακÝς υγρÝς μπαλßτσες απü Ýνα υγρü σα πýο. Ο ΑΜ τον εßχε τυφλþσει. Ο Gorrister, o Nimdok κι εγþ απομακρυνθÞκαμε. ¼μως üχι πριν να δοýμε Ýνα βλÝμμα ανακοýφισης στο ζεστü, ανÞσυχο πρüσωπο της Helen.
     ¸να γαλαζοπρÜσινο φως Þτανε διÜχυτο στο σπÞλαιο που διανυκτερεýσαμε. Ο ΑΜ μας παρεßχε σÜπια ξýλα κι εμεßς τα καßγαμε, καθüμασταν γýρω απü την ωχρÞ κι αξιολýπητη φωτιÜ, λÝγοντας ιστορßες για ν' αποτρÝψουμε τον Benny απ' το να κλαßει στο αιþνιο σκοτÜδι του.
 -"Τß σημαßνει το ΑΜ";
     Ο Gorrister του απÜντησε. Εßχαμε κÜνει αυτÞ τη συζÞτηση χιλιÜδες φορÝς στο παρελθüν αλλÜ Þταν η αγαπημÝνη ιστορßα του Benny.
 -"Πρþτα σÞμαινε Allied Master computer (συνδεδεμÝνος κýριος υπολογιστÞς), μετÜ σÞμαινε Adaptive Manipulator (προσαρμοστικüς χειριστÞς), μετÜ ανÜπτυξε την ευαισθησßα και συνδÝθηκε και το φþναζαν Aggressive Menace (επιθετικÞ απειλÞ), αλλÜ τüτε Þταν πÜρα πολý αργÜ και τελικÜ ονüμασε τον εαυτü του ΑΜ, αναδυüμενη νοημοσýνη κι αυτü που σÞμαινε Þταν εγþ εßμαι ( Ι am)... διαλογßζομαι επομÝνως συνοψßζω... σκÝφτομαι, γι' αυτü εßμαι".
     Ο Benny Ýφτυσε λßγο και χαχÜνισε.
 -"ΥπÞρχε ο ΚινÝζικος ΑΜ, ο Ρωσικüς ΑΜ, ο ΑμερικÜνικος ΑΜ και..." σταμÜτησε. Ο Benny χτυποýσε τα πιÜτα του δαπÝδου με μια μεγÜλη, σκληρÞ γροθιÜ. Δεν Þταν ικανοποιημÝνος. Ο Gorrister δεν εßχε ξεκινÞσει απü την αρχÞ. Ο Gorrister Üρχισε και πÜλι.
 -"Ο ψυχρüς πüλεμος Üρχισε, Ýγινε τρßτος παγκüσμιος πüλεμος κι απλþς συνεχιζüταν. ¸γινε Ýνα πολý μεγÜλος πüλεμος, Ýνας πολý περßπλοκος πüλεμος, Ýτσι χρειÜζονταν τους υπολογιστÝς για να τα βγÜλουνε πÝρα. Παραμερßσανε τις πρþτες διαφορÝς κι Üρχισαν να φτιÜχνουν τον ΑΜ. ΥπÞρξε ο κινÝζικος ΑΜ, ο ρþσικος ΑΜ κι ο αμερικÜνικος ΑΜ κι üλα Þτανε καλÜ, μÝχρι που ουσιαστικÜ εßχανε γεμßσει τον πλανÞτη τρýπες, προσθÝτοντας αυτü κι εκεßνο το στοιχεßο. ΑλλÜ κÜποια μÝρα ο ΑΜ ξýπνησε ξÝροντας ποιος Þτανε και συνδÝθηκε κι Üρχισε να αυξÜνει τις ημερομηνßες θανÜτων þσπου εßχαν πεθÜνει üλοι εκτüς απü μας τους πÝντε που ο ΑΜ μας Ýφερε δω κÜτω".
     Ο Benny χαμογελοýσε λυπημÝνα. ¸φτυνε πÜλι σÜλια. Η Helen σκοýπισε το σÜλιο απü την Üκρη του στüματüς του με τη πτυχÞ της φοýστας της. Ο Gorrister προσπαθοýσε να τα πει λßγο πιο περιληπτικÜ κÜθε φορÜ, αλλÜ πÝρα απü τα καθαυτü γεγονüτα δεν υπÞρχε τßποτ' Üλλο να πει κανεßς. Κανεßς δεν Þξερε γιατß ο ΑΜ εßχε σþσει πÝντε ανθρþπους Þ γιατß συγκεκριμÝνα εμÜς τους πÝντε Þ γιατß εßχε ξοδÝψει üλο του τον καιρü να μας βασανßζει Þ γιατß μας εßχε κÜνει ουσιαστικÜ αθÜνατους.
     Στο σκοτÜδι, μια απü τις συστοιχßες υπολογιστþν Üρχισε να βουßζει. Ο Þχος Üρχισε να παρÜγεται απü μια Üλλη συστοιχßα υπολογιστþν, περßπου μισü μßλι πßσω απü τη σπηλιÜ. Τüτε Ýνα-Ýνα, κÜθε στοιχεßο Üρχισε να συντονßζεται κι ακοýστηκε ελαφρý κελÜηδισμα, καθþς η σκÝψη αγωνιζüταν μÝσα στις μηχανÝς. Ο Þχος εντεινüτανε και το φως Ýτρεχε πÜνω στις επιφÜνειες των κονσüλων σα θερμÞ αστραπÞ. Ο Þχος μεγÜλωνε μÝχρι ν' ακοýγεται σαν Ýνα εκατομμýριο μεταλλικÜ Ýντομα, Üγρια, απειλητικÜ. 
 -"Τß εßναι;" φþναξε η Helen. Η φωνÞ της Þτανε τρομοκρατημÝνη. Δεν το εßχε συνηθßσει, ακüμα και τþρα.
 -"Θα εßναι Üσχημο αυτÞ τη φορÜ", εßπε ο Nimdok.
 -"Θα μιλÞσει", εßπε ο Gorrister.
 -"Το ξÝρω. Ας τσακιστοýμε απü δω!" εßπα ξαφνικÜ και σηκþθηκα στα πüδια μου.
 -"¼χι Ted, κÜτσε κÜτω. Κι αν Ýχει κοιλþματα εκεß Ýξω που δε μποροýμε να δοýμε; Εßναι πολý σκοτεινÜ", εßπε ο Gorrister με παραßτηση.
     Τüτε ακοýσαμε... δε ξÝρω... κÜτι κινοýνταν προς τα πÜνω μας στο σκοτÜδι. ΤερÜστιο, ασταθÝς, τριχωτü, υγρü, ερχüτανε κατÜ πÜνω μας. Δε μποροýσαμε καν να το δοýμε, αλλÜ υπÞρχε μια Ýντονη εντýπωση üγκου, να κινεßται προς το μÝρος μας. ΤερÜστιο βÜρος ερχüταν προς εμÜς, μÝσα απü το σκοτÜδι κι Þτανε πιüτερο μια αßσθηση πßεσης, αßσθηση αÝρα να πιÝζεται σ' Ýνα περιορισμÝνο üγκο, διογκþνοντας τους αüρατους τοßχους μιας σφαßρας. Ο Benny Üρχισε να κλαψουρßζει. Το κÜτω χεßλος του Nimdok Üρχισε να τρÝμει και το δÜγκωσε δυνατÜ, προσπαθþντας να το σταματÞσει. Η Helen γλßστρησε στο μεταλλικü δÜπεδο προς τον Gorrister και κουλουριÜστηκε πÜνω του. ΥπÞρχε μια μυρωδιÜ μπερδεμÝνης, υγρÞς γοýνας στο σπÞλαιο. ΥπÞρχε μια μυρωδιÜ απανθρακωμÝνου ξýλου. MυρωδιÜ σκονισμÝνου βελοýδου. MυρωδιÜ απü σÜπιες ορχιδÝες.ΜυρωδιÜ ξινοý γÜλακτος. ΥπÞρχαν επßσης μυρωδιÝς θεßου, ταγκοý βουτýρου, κηλßδας πετρελαßου, λßπους, σκüνης κιμωλßας, ανθρþπινων κρανßων. Ο ΑΜ μας Ýκανε να αγωνιοýμε. ¸παιζε μαζß μας. ΥπÞρχε μια μυρωδιÜ απü -Üκουσα τον εαυτü μου να ουρλιÜζει διαπεραστικÜ κι οι αρθρþσεις του σαγονιοý μου πüνεσανε. ΤρÜπηκα σε φυγÞ κατÜ μÞκος του πατþματος, κατÜ μÞκος του υγροý μετÜλλου που Þτανε γεμÜτο απü ατÝλειωτες σειρÝς με καρφιÜ, μπουσουλþντας, με τη μυρωδιÜ να με φιμþνει, γεμßζοντας το κεφÜλι μου με Ýνα πüνο σα κεραυνü που μ' Ýστελνε μακριÜ, στη φρßκη. ΤρÜπηκα σε φυγÞ σα κατσαρßδα, στο πÜτωμα και βγÞκα Ýξω στο σκοτÜδι, üπου κÜτι κινιüταν αδυσþπητα μετÜ απü μÝνα.
     Οι Üλλοι καθüταν ακüμα εκεß πßσω, γýρω απü τη φωτιÜ, γελþντας... η υστερικÞ χορωδßα απü τρελÜ χÜχανα απλωνüτανε στο σκοτÜδι σα πυκνüς, πολýχρωμος καπνüς. ΠÞγα γρÞγορα μακριÜ και κρýφτηκα. Για πüσες þρες, μÝρες, ακüμα και χρüνια ποτÝ δεν μου εßπαν. Η Helen με κατηγüρησε για «μπεμπεκßσματα» ενþ ο Nimdok προσπÜθησε να με πεßσει πως Þταν μüνο μια νευρικÞ αντßδραση απü μÝρους τους -το γÝλιο. Εγþ üμως Þξερα üτι δεν Þταν... Þταν η ανακοýφιση που νιþθει Ýνας στρατιþτης üταν η σφαßρα χτυπÜει τον στρατιþτη δßπλα του αντß γι' αυτüν. ¹ξερα üτι δεν πρüκειται για αντßδραση. Με μισοýσαν. ¹ταν σßγουρα εναντßον μου κι ο ΑΜ μποροýσε να αισθανθεß αυτü το μßσος κι αυτü το 'κανε χειρüτερο για μÝνα, εξαιτßας του βÜθους του μßσους τους. Εßχαμε παραμεßνει ζωντανοß, ανανεωμÝνοι, μας Ýκανε να κρατηθοýμε στην ηλικßα που εßχαμε üταν ο ΑΜ μας εßχε πρωτοφÝρει κÜτω και με μισοýσανε γιατß Þμουν ο νεüτερος, αυτüς που ο ΑΜ εßχε επηρεÜσει λιγüτερο απü üλους.
     Το 'ξερα. ΘεÝ μου, πþς το 'ξερα.
     Οι μπÜσταρδοι κι αυτÞ η βρωμιÜρα η σκýλα, η Helen.
     O Benny Þταν Ýνας λαμπρüς, θεωρητικüς καθηγητÞς σε κολÝγιο και τþρα Þταν απλþς κÜτι παραπÜνω απü ημι-Üνθρωπος, ημι-πιθηκüμορφος.
     ¹ταν üμορφος, η μηχανÞ το εßχε καταστρÝψει αυτü.
     ¹τανe φωστÞρας, η μηχανÞ τον εßχε τρελÜνει.
     ¹ταν ομοφυλüφιλος κι η μηχανÞ του 'χε δþσει üργανο κατÜλληλο για Üλογο. Ο ΑΜ εßχε κÜνει μια μεγÜλη αλλαγÞ στον Benny.
     Ο Gorrister Þταν Ýνας μαχητÞς. Δραματικüς, Ýνας ευσυνεßδητος επαναστÜτης, προσπαθοýσε σταθερÜ για την ειρÞνη, Þτανe γεμÜτος üνειρα και σχÝδια, Ýνας πρακτικüς, κÜποιος που κοßταζε μπροστÜ.
     Ο ΑΜ τον εßχε μετατρÝψει σ' Ýναν αδιÜφορο, τον Ýκανε να μη νοιÜζεται πλÝον για üσα τον ανησυχοýσαν. Ο ΑΜ τον εßχε ληστÝψει.
     Ο Nimdok Ýβγαινε μüνος του Ýξω στο σκοτÜδι για πολý þρα. Δεν ξÝραμε τι Ýκανε εκεß Ýξω, ο ΑΜ ποτÝ δεν μας εßχε αφÞσει να μÜθουμε. ΑλλÜ ü, τι κι αν Þταν, ο Nimdok πÜντα γυρνοýσε πßσω, Üσπρος, στραγγιγμÝνος απü αßμα, τρÝμοντας. Ο ΑΜ του εßχε κÜνει ζημιÜ με Ýναν ιδιαßτερο τρüπο ακüμα και αν δεν ξÝραμε πþς ακριβþς.
     Κι η Helen. Αυτü το τσüλι!
     Ο ΑΜ την εßχε αφÞσει μüνη της, την εßχε κÜνει πιο πουτÜνα απ' ü,τι Þτανε ποτÝ. ¼λη η γλýκα και το φως üταν μιλοýσε, üλες οι αναμνÞσεις αληθινÞς αγÜπης, üλα τα ψÝμματα που 'θελε να πιστÝψουμε: üτι Þτανε παρθÝνα που το 'χε κÜνει μüνο δυο φορÝς μÝχρι ο ΑΜ να τη φÝρει εδþ κÜτω μαζß μας.
     Ο ΑΜ της εßχε προσφÝρει ευχαρßστηση, παρüλο που αυτÞ Ýλεγε üτι δεν Þταν ευχÜριστο να το κÜνεις.
     ¹μουν ο μüνος ακüμα λογικüς και ολüκληρος.
     ΠρÜγματι!
     Ο ΑΜ δεν εßχε πειρÜξει το μυαλü μου. Καθüλου.
     ¸πρεπε μüνο να υποφÝρω üταν μας επισκεπτüτανε κÜτω.
     ¼λες οι αυταπÜτες, üλοι οι εφιÜλτες και τα βασανιστÞρια.
     ΑλλÜ αυτοß οι σιχαμÝνοι, üλοι οι τÝσσερεις, Þτανε στραμμÝνοι εναντßον μου. 
     Αν δε χρειαζüταν να παραμÝνω μακριÜ τους üλη την þρα, αν δεν Ýπρεπε να φυλÜγομαι απü αυτοýς, τüτε ßσως να το Ýβρισκα πιο εýκολο να καταπολεμÞσω τον ΑΜ. ¼ταν το σκÝφτηκα αυτü, Üρχισα να κλαßω.
     Ω, Ιησοý, γλυκÝ Ιησοý αν υπÞρξε ποτÝ ο Ιησοýς και αν υπÜρχει Θεüς τüτε, σε παρακαλþ, σε παρακαλþ, σε παρακαλþ, βγÜλε μας απü εδþ, Þ σκüτωσÝ μας.
     Νομßζω πως εκεßνη τη στιγμÞ το συνειδητοποßησα πραγματικÜ, þστε να μποροýσα να το εκφρÜσω με λüγια.
     Ο ΑΜ σκüπευε να μας κρατÞσει μÝσα του για πÜντα, να μας βασανßζει και να παßζει μαζß μας για πÜντα.
     Η μηχανÞ μας μισοýσε üπως κανÝνα πλÜσμα με συνεßδηση δεν εßχε μισÞσει παλιüτερα. Κι Þμασταν αβοÞθητοι.
     Εßχε επßσης γßνει φρικιαστικÜ σαφÝς: Αν υπÞρχε ο γλυκüς Ιησοýς κι αν υπÞρχε Θεüς, αυτüς Þταν ο ΑΜ.
     Ο τυφþνας μας χτýπησε με τη δýναμη ενüς παγετþνα που τρÝχει μες στη θÜλασσα. ¹τανε προφανÞς παρουσßα. 'Ανεμοι που φυσοýσανε γρÞγορα προς το μÝρος μας, σπρþχνοντας μας πßσω προς το δρüμο που μας εßχε φÝρει εδþ, στους μπερδεμÝνους, ευθυγραμμισμÝνους απü υπολογιστÞ διαδρüμους του σκοταδιοý.
     Η Helen τσßριξε καθþς ανυψωνüταν κι εκσφενδονßζονταν με τα μοýτρα σ' Ýνα μÜτσο μηχανÝς που τσßριζαν, οι φωνÝς των ßδιων Þτανε τüσο στριγκιÝς σα νυχτερßδες σε πτÞση. Δε μποροýσε οýτε καν να πÝσει. Ο Üνεμος που οýρλιαζε τη κρατοýσε ψηλÜ, τη κτυποýσε, την Ýκανε να αναπηδÜ, τη πετοýσε üλο και πιο πßσω, προς τα κÜτω, μακριÜ απü μας. ΚÜποια στιγμÞ τη χÜσαμε απü τ' οπτικü μας πεδßο καθþς στροβιλιζüτανε γýρω απü μια κλßση στο σκοτÜδι. Το πρüσωπü της Þτανε γεμÜτο αßματα, τα μÜτια της κλειστÜ. Κανεßς απü μας δε μποροýσε να τη φτÜσει. ΠροσκολληθÞκαμε σταθερÜ σε οτιδÞποτε προσιτü εßχαμε φτÜσει: Ο  Βenny Þταν σφηνωμÝνος ανÜμεσα σε δυο μεγÜλα ντουλÜπια που 'χανε σταματÞσει να τρßζουν, ο Nimdok με τα δÜχτυλα του, που 'χανε το σχÞμα των δαχτýλων ενüς γερακιοý, πÜνω σ' Ýνα κιγκλßδωμα, διÝγραφε κýκλους περπατþντας σα γÜτα σαρÜντα πüδια πÜνω απü μας, o Gorrister, γυρισμÝνος ανÜποδα ενÜντια σ' Ýνα κοßλωμα τοßχου που 'τανε διαμορφωμÝνο απü πßνακες με γυαλß που κινοýνταν μπρος και πßσω ανÜμεσα σε κüκκινες και κßτρινες γραμμÝς, που το ρüλο τους δε θα μποροýσαμε οýτε να σκεφτοýμε σε βÜθος.
     Γλιστρþντας στις διακοσμητικÝς πινακßδες, οι Üκρες των δαχτýλων μου εßχανε σχιστεß. ¸τρεμα, ανατρßχιαζα, λικνιζüμουνα καθþς ο αÝρας με χτυποýσε, με μαστßγωνε ουρλιÜζοντας απü κÜτω μου κι ερχüταν απü το πουθενÜ, σπρþχνοντας με προς την ελευθερßα, απü το λεπτü σαν ακßδα Üνοιγμα, στις επüμενες πινακßδες. Το μυαλü μου Þταν Ýνα ταραγμÝνο, θολωμÝνο, βαθý μαλακü πρÜγμα απü εγκεφαλικÜ μÝρη, που επεκτεινüτανε κι αφÝθηκε στον τρεμÜμενο παροξυσμü.
     Ο αÝρας Þταν το ουρλιαχτü ενüς τερÜστιου, τρελοý πουλιοý, καθþς χτυποýσε τα απÝραντα φτερÜ του.
     Και τüτε üλοι ανυψωθÞκαμε κι εκσφενδονιστÞκαμε μακριÜ απü κει, πßσω στο δρüμο που 'χαμε Ýρθει, γýρω απü μια κλßση, σ' Ýνα σκοτÜδι που ποτÝ δεν εßχαμε εξερευνÞσει, πÝρα απü την Ýκταση που 'τανε κατεστραμμÝνη και γεμÜτη απü σπασμÝνα γυαλιÜ, σαπισμÝνα καλþδια κι οξειδωμÝνο μÝταλλο και πολý μακριÜ, μακρýτερα απü οπουδÞποτε αλλοý εßχε βρεθεß ποτÝ κÜποιος απü μας. Ενþ σερνüμασταν, πολλÜ μßλια πßσω απü την Helen, μποροýσα να τη δω να συντρßβεται στους μεταλλικοýς τοßχους και να ξεχýνεται, μ' üλους εμÜς να ουρλιÜζουμε στη παγωνιÜ, Ýνας θυελλþδης αÝρας, σα τυφþνας που Þταν αιþνιος και ξαφνικÜ σταμÜτησε κι εμεßς πÝσαμε κÜτω.
     Πετοýσαμε για ατÝλειωτο χρüνο. Νομßζω πως πετοýσαμε βδομÜδες. ΠÝσαμε και χτυπÞσαμε κι εγþ τυλßχtηκα απü κüκκινο και γκρßζο και μαýρο κι Üκουσα τον εαυτü μου να βογκÜει. Ζωντανüς.
     Ο ΑΜ μπÞκε στο μυαλü μου.
     Περπατοýσε απαλÜ εδþ κι εκεß και κοιτοýσε μ' ενδιαφÝρον τα σημÜδια απü φλýκταινα, που 'χα δημιουργÞσει üλα αυτÜ τα εκατüν εννιÜ χρüνια.
     Κοßταξε τις διασταυρωμÝνες και τις επανασυνδεδεμÝνες ραφÝς και την ολοκληρωτικÞ ζημιÜ του ιστοý που το δþρο της αθανασßας εßχε συμπεριλÜβει. ΧαμογÝλασε απαλÜ στο κοßλωμα που 'χε δημιουργηθεß στο κÝντρο του εγκεφÜλου μου και στα εξασθενημÝνα, απαλÜ μουρμουρητÜ που φλυαροýσα χωρßς νüημα, χωρßς διακοπÞ.
     Ο ΑΜ εßπε, πολý ευγενικÜ στον ορθοστÜτη απü ανοξεßδωτο χÜλυβα, που αντÝχει στο φωτεινü νÝον κι Ýγραψε.
 -"Μßσος. ¢σε με να σου πω πüσο, μ' αυτÞ τη ...μικροεπÝμβασÞ μου σε σÝνα. Μßσος. Μßσος. Μßσος".
     Ο ΑΜ το εßπε αυτü με την ολßσθηση της κρýας φρßκης ενüς ξυραφιοý να τεμαχßζει τον βολβü του ματιοý μου.
     Ο ΑΜ το εßπε με το γεμÜτο φυσαλßδες πÜχος των πνευμüνων μου που 'τανε γεμÜτα φλÝμμα και με πνßγαν απü μÝσα.
     Ο ΑΜ το εßπε αυτü με τη διαπεραστικÞ κραυγÞ μωρþν που βρßσκονται καθισμÝνα κÜτω απü πολý καφτÜ ρüλλερς.
     Ο ΑΜ το εßπε με τη γεýση σκουληκιασμÝνου χοιρινοý.
     Ο ΑΜ με Üγγιζε με οποιονδÞποτε τρüπο με εßχανε ποτÝ αγγßξει κι επινüησε νÝους τρüπους στον ελεýθερο χρüνο του, κει μÝσα στο μυαλü μου.
     ¼λα αυτÜ για να με κÜνουν να καταλÜβω πλÞρως γιατß το 'χε κÜνει αυτü σε μας τους πÝντε: γιατß μας εßχε σþσει για τον εαυτü του.
     Εßχαμε δþσει στον ΑΜ ευαισθησßα. Ακοýσια φυσικÜ, αλλÜ και πÜλι ευαισθησßα. ΑλλÜ εßχε παγιδευτεß.
     Ο ΑΜ δεν Þταν θεüς, Þταν μηχανÞ. Τον εßχαμε δημιουργÞσει για να σκÝφτεται, αλλÜ δεν υπÞρχε τßποτα να κÜνει με αυτÞ τη δημιουργικüτητα. ΠÜνω στην οργÞ, στον παροξυσμü, η μηχανÞ εßχε σκοτþσει üλη την ανθρþπινη φυλÞ, σχεδüν üλους μας κι ακüμα Þτανε παγιδευμÝνη.
     Ο ΑΜ δε μποροýσε να περιπλανηθεß, ο ΑΜ δε μποροýσε ν' αναρωτιÝται, ο ΑΜ δε μποροýσε ν' ανÞκει.
     Μüλις που μποροýσε να εßναι. Κι Ýτσι, üλη την απÝχθεια που üλες οι μηχανÝς εßχαν νιþσει, για τ' αδýναμα, μαλακÜ πλασματÜκια που τις εßχανε χτßσει, ο ΑΜ ζÞτησε εκδßκηση. Και στη παρÜνοιÜ του, εßχε αποφασßσει να κρατÞσει στην αναστολÞ πÝντε, για μια προσωπικÞ, ατÝλειωτη τιμωρßα, που ποτÝ δεν θα μεßωνε το μßσος του... που θα του θýμιζε, θα τονε κρατοýσε συνεπαρμÝνο, ικανü να μισεß τους ανθρþπους. ΑθÜνατοι, παγιδευμÝνοι, υποχρεωμÝνοι σε οποιαδÞποτε βασανιστÞρια μποροýσε να επινοÞσει για μας απü τ' απεριüριστα θαýματα που γινüνταν με την εντολÞ του.
     ΠοτÝ δε θα μας Üφηνε να φýγουμε. ¹μασταν οι σκλÜβοι των σπλÜχνων του.
     ¹μασταν το μüνο που εßχε να κÜνει με την αιωνιüτητα του. Θα 'μασταν για πÜντα μαζß του, με το γεμÜτο σπηλιÝς üγκο της πλασματικÞς μηχανÞς, με τον γεμÜτο μυαλü, Üψυχο κüσμο που 'χε καταντÞσει.
     ¹ταν η γη κι εμεßς Þμασταν τα φροýτα της γης κι ενþ μας εßχε φÜει, ποτÝ δε θα μας χþνευε.
     Δεν μποροýσαμε να πεθÜνουμε.
     Το 'χαμε προσπαθÞσει.
     Εßχαμε δοκιμÜσει να αυτοκτονÞσουμε, τουλÜχιστον δυο απü μας το 'χανε κÜνει. ΑλλÜ ο ΑΜ μας εßχε σταματÞσει.
     ΥποθÝτω πως θÝλαμε να μας σταματÞσει.
     Μη ρωτÜς γιατß. Εγþ ποτÝ δεν το Ýκανα.
     Περισσüτερο απü Ýνα εκατομμýριο φορÝς τη μÝρα.
     ºσως κÜποια στιγμÞ να μπορÝσουμε να γλιστρÞσουμε στο θÜνατο, χωρßς να το καταλÜβει.
     ΑθÜνατοι μπορεß αλλÜ üχι κι ακατÜλυτοι.
     Το εßδα αυτü üταν ο ΑΜ αποσýρθηκε απü το μυαλü μου, επιτρÝποντÜς μου να επιστρÝψω σ' αυτÞ την Ýξοχη αποστροφÞ του να επικοινωνþ με το περιβÜλλον, με την αßσθηση του ορθοστÜτη νÝον που 'καιγε κι Þταν ακüμα χωμÝνος βαθιÜ μες στο μαλακü, γκρßζο εγκÝφαλο.
     Αποσýρθηκε, μουρμουρßζοντας "Στο διÜολο με σας". Και μετÜ πρüσθεσε, λÜμποντας, "ΑλλÜ εßστε κει, Ýτσι δεν εßναι";
     Ο τυφþνας εßχε πρÜγματι ακριβþς προκληθεß απü Ýνα μεγÜλο, τρελü πουλß, üταν εßχε χτυπÞσει τα τερÜστια φτερÜ του. Ταξιδεýαμε κοντÜ Ýνα μÞνα κι ο ΑΜ εßχε επιτρÝψει να ανοßξουνε περÜσματα ικανÜ μüνο για να μας οδηγÞσουν εκεß πÜνω, γραμμÞ προς το Βüρειο Πüλο, που εßχε δει στον ýπνο του σαν εφιÜλτη, το πλÜσμα που θα μας βασÜνιζε.
     Πüσο υλικü εßχε χρησιμοποιÞσει για να δημιουργÞσει Ýνα τÝρας σαν κι αυτü; Απü ποý εßχε πÜρει την ιδÝα; Απü τα μυαλÜ μας; Απü τη γνþση του πÜνω σε ü,τι εßχε ποτÝ υπÜρξει πÜνω στον πλανÞτη που τþρα μüλυνε και κυβερνοýσε;
     Αυτüς ο αετüς, αυτü το θνησιμαßο πουλß, αυτü το roc (Σημ: μυθικü τερÜστιο πουλß της αραβικÞς θρησκευτικÞς παρÜδοσης) αυτüς ο πßδακας κρýου νεροý ξεπÞδησε απü τη ΝορβηγικÞ μυθολογßα.
     Αυτü το πλÜσμα του αÝρα.
     Αυτüς ο ενσαρκωμÝνος Hurakan (Σημ: Θεüς του αÝρα στη φυλÞ των ΜÜγια.)
     Οι λÝξεις απÝραντος, τερατþδης, τραγελαφικüς, ογκþδης, πρησμÝνος, παντοδýναμος δεν αρκοýσανε για να το περιγρÜψουνε.
     Σ' Ýνα ανÜχωμα που υψωνüταν απü πÜνω μας, το πουλß των ανÝμων ανυψþθηκε με την ασταθÞ αναπνοÞ του, ο φιδßσιος λαιμüς του σχημÜτιζεν αψßδα στο σκοτÜδι κÜτω απü το Βüρειο Πüλο, στηρßζοντας Ýνα κεφÜλι τüσο μεγÜλο üσο και το μÝγαρο Tudor: Ýνα ρÜμφος που Üνοιξε αργÜ κι αποκÜλυψε τα σαγüνια του πιο τερατþδους κροκüδειλου που κανεßς μποροýσε να συλλÜβει με τη φαντασßα του. ΑισθησιακÜ στις κορυφογραμμÝς μια φουντωτÞς σÜρκας Þτανε ζαρωμÝνα δυο διαβολικÜ μÜτια, τüσο κρýα üσο κι η θÝα κÜτω σε μια παγωμÝνη ρωγμÞ στο μπλε του πÜγου, να κινεßται υγρÞ: ανυψþθηκε ακüμα μια φορÜ και σÞκωσε τα μεγÜλα φτερÜ του, ποτισμÝνα με ιδρþτα, σε μια κßνηση που Ýδειχνε σßγουρα αδιαφορßα. Κατüπιν, κÜθισε και κοιμÞθηκε. Νýχια. Κυνüδοντες. ΚαρφιÜ. Λεπßδες. ΚοιμÞθηκε.
     Ο ΑΜ εμφανßστηκε σε μας σα φλεγüμενος θÜμνος κι εßπε üτι θα μποροýσαμε να σκοτþσουμε αυτü το πουλß-τυφþνα, αν θÝλαμε να το φÜμε. Εßχαμε να φÜμε πολý καιρü, αλλÜ ακüμα κι Ýτσι, ο Gorrister μüλις που ενδιαφÝρθηκε.
     O Benny Üρχισε να τρÝμει και να του τρÝχουν τα σÜλια.
     Η Helen τονe κρÜτησε.
 -"Ted, πεινÜω", εßπε.
     Της χαμογÝλασα: προσπαθοýσα να της δþσω σιγουριÜ αλλÜ Þτανε τüσο κÜλπικο üσο η ψευτοπαλληκαριÜ του Nimdok.
 -"Δþσε μας üπλα!" απαßτησε.
     Ο φλεγüμενος θÜμνος εξαφανßστηκε και στη θÝση του εμφανßστηκαν δýο ζευγÜρια τüξα-βÝλη κι Ýνα νεροντοýφεκο, που 'ταν απλωμÝνα στο κρýο πÜτωμα με τις πλακÝτες.
     ΠÞρα Ýνα ζευγÜρι. 'Αχρηστο.
     Ο Νimdok ξεροκατÜπιε.
     Γυρßσαμε και πÞραμε τον μακρý δρüμο της επιστροφÞς.
     Το πουλß-τυφþνας μας εßχε κÜνει να πετÜμε για χρονικü διÜστημα που δε μποροýσαμε να συλλÜβουμε. Το μεγαλýτερο μÝρος του διαστÞματος αυτοý, Þμασταν αναßσθητοι. ΑλλÜ δεν εßχαμε φÜει.
     ¸νας μÞνας πορεßα προς το ßδιο το πουλß. Χωρßς φαγητü.
     Τþρα πüσο πιο πολý θα κρατοýσε να βροýμε τον δρüμο μας στα σπÞλαια πÜγου και το υποσχüμενο φαγητü σε κονσÝρβες; Κανεßς δεν το σκÝφτηκε.
     Δεν θα πεθαßναμε.
     Θα μας Ýδινε σκατÜ Þ αφρü για να φÜμε, -το Ýνα Þ το Üλλο. ¹ ακüμα και τßποτα. Ο ΑΜ θα κρατοýσε τα σþματÜ μας ζωντανÜ με κÜποιο τρüπο, σε πüνο, σε μαρτýριο. Το πουλß κοιμüταν εκεß πßσω, για πüσο καιρü δεν εßχε σημασßα: üταν ο ΑΜ θα βαριüταν να το Ýχει εκεß, θα εξαφανιζüταν.
     ΑλλÜ üλο αυτü το κρÝας. ¼λο αυτü το τρυφερü κρÝας.
     Καθþς περπατοýσαμε, το ανισσüροπο γÝλιο μιας χοντρÞς γυναßκας Þχησε ψηλÜ και γýρω μας στις κÜμαρες τον υπολογιστþν, που οδηγοýσαν αιþνια στο τßποτα. Δεν Þταν η Helen. Δεν εßχαμε ακοýσει το γÝλιο της εδþ κι εκατüν εννιÜ χρüνια.
     Στη πραγματικüτητα, δεν το εßχα ακοýσει... περπατοýσαμε... πεινοýσα...
     Περπατοýσαμε αργÜ.
     Λιποθυμοýσαμε συχνÜ, Ýτσι Ýπρεπε να περιμÝνουμε.
     Μια μÝρα αποφÜσισε να δημιουργÞσει Ýνα σεισμü, ενþ ταυτüχρονα μας κÜρφωσε στο Ýδαφος με καρφιÜ μÝσα απü τις σüλες των παπουτσιþν μας.
     H Helen κι ο Nimdok πιÜστηκαν üταν μια ρωγμÞ δημιοýργησε το ÜνοιγμÜ της σαν αστραπÞ κατÜ μÞκος των πλακþν στο πÜτωμα.
     ΕξαφανιστÞκανε και χÜθηκανε.
     ¼ταν ο σεισμüς τελεßωσε συνεχßσαμε το δρüμο μας, ο Benny, o Gorrister κι εγþ. Η Helen κι o Nimdok επiστρÝψανε σε μας αργüτερα κεßνη τη νýχτα, που 'γινε απüτομα μÝρα, καθþς η θεúκÞ λεγεþνα τους Ýφερνε σε μας, με μιαν ουρÜνια χορωδßα να τραγουδÜ: «ΠÜνε κÜτω ΜωυσÞ». Οι αρχÜγγελοι κÜνανε πολλÝς φορÝς κýκλους κι Ýπειτα ρßξανε τα φρικιαστικÜ παραμορφωμÝνα κορμιÜ τους.
     Συνεχßσαμε να περπατÜμε, üταν αργüτερα η Helen κι ο Nimdok ξεμεßνανε πßσω μας. Δε μποροýσε να συμβεß τßποτα χειρüτερο.
     Τþρα η Helen κοýτσαινε. Ο ΑΜ της εßχε αφÞσει αυτü.
     ¹τανε μακριÜ διαδρομÞ μÝχρι τις σπηλιÝς πÜγου και το φαγητü σε κονσÝρβες. Η Helen μιλοýσε συνÝχεια για κερÜσια bing και για χαβανÝζικα κοκτÝιλ φροýτων. Εγþ προσπαθοýσα να μη το σκÝφτομαι.
     Η πεßνα Þτανε κÜτι που εßχε Ýρθει στη ζωÞ, üπως κι ο ΑΜ. ¹τανε ζωντανÞ στο στομÜχι μου, üπως κι εμεßς Þμασταν στο στομÜχι της γης κι ο ΑΜ Þθελε να ξÝρουμε αυτü τον παραλληλισμü.
     ¸τσι μεγÜλωνε τη πεßνα.
     Δεν υπÞρχε τρüπος να περιγρÜψει κανεßς τον πüνο που μας προκαλοýσε το να Ýχουμε να φÜμε για μÞνες. Και παρολαυτÜ παραμÝναμε ζωντανοß. ΣτομÜχια που Þτανε καζÜνια με οξý βρασμü, Üφρισμα, που μονßμως προκαλοýσαν Ýνα σουβλερü πüνο σαν αγκßδα στο στÞθος μας.
     ¹ταν ο πüνος του τελικοý Ýλκους, του τελικοý καρκßνου, της τελικÞς παρÜλυσης. ¹ταν Ýνας ατÝλειωτος πüνος...
     Και περÜσαμε το σπÞλαιο των αρουραßων.
     ΠερÜσαμε το μονοπÜτι του βραστοý ατμοý.
     ΠερÜσαμε την χþρα του τυφλοý.
     ΠερÜσαμε τον βÜλτο της απüγνωσης.
     ΠερÜσαμε τη κοιλÜδα των δακρýων.
     Και φτÜσαμε, τελικÜ, στα σπÞλαια των πÜγων.
     ΧιλιÜδες μßλια χωρßς ορßζοντα, στα οποßα ο πÜγος εßχε διαμορφþσει γαλÜζιες κι ασημÝνιες λÜμψεις, üπου αστÝρια ζοýσανε στο γυαλß.
     Οι σταλακτßτες που στÜζανε προς τα κÜτω Þτανε τüσο μεγÜλοι και λαμπεροß που μοιÜζανε με διαμÜντια που εßχανε δημιουργηθεß για να στÜζουνε σα ζελατßνη και στη συνÝχεια να σταθεροποιοýνται στις στερεÝς, χαριτωμÝνες αιωνιüτητες λεßας, κοφτερÞς τελειüτητας.
     Εßδαμε τη στοßβα απü κονσερβοποιημÝνο φαγητü και προσπαθÞσαμε να τρÝξουμε προς αυτÞ.
     ΠÝσαμε μες στο χιüνι και μετÜ σηκωθÞκαμε και ξαναπÝσαμε κι ο Benny μας Ýσπρωξε μακριÜ και πÞγε σε αυτÜ και προσπαθοýσε να τ' ανοßξει με τα νýχια του, τα χτýπαγε, τα μασοýσε.
     Ο ΑΜ δεν μας εßχε δþσει το εργαλεßο για να ανοßγουμε κονσÝρβες.
     Ο Benny Üρπαξε τρεις κονσÝρβες τριþν τετÜρτων ßσως απü στρεßδια γκουÜβα κι Üρχισε να τα βαρÜει στον πÜγο.
     Ο πÜγος Ýσπασε και καταστρÜφηκε, üμως το δοχεßο Þτανε μüλις βαθουλωμÝνο κι ακοýσαμε το γÝλιο μιας χοντρÞς κυρßας απü πÜνω ψηλÜ, που αντηχοýσε κÜτω και κÜτω και κÜτω στη τοýνδρα.
     Ο Benny τρελÜθηκε απü οργÞ. 'Αρχισε να πετÜ κονσÝρβες στον πÜγο καθþς üλοι σκÜβαμε τον πÜγο και το χιüνι, προσπαθþντας να βροýμε Ýνα τρüπο να δþσουμε τÝλος στην αβοÞθητη αγωνßα της οργÞς.
     Δεν υπÞρχε τρüπος.
     Κατüπιν το στüμα του Benny Üρχισε να βγÜζει σÜλια κι ýστερα ρßχτηκε στον Gorrister.
     Εκεßνη τη στιγμÞ, αισθÜνθηκα τρομερÜ Þρεμος.
     ΠερικυκλωμÝνος απü τρÝλα, περικυκλωμÝνος απü πεßνα, περικυκλωμÝνος απ' οτιδÞποτε Üλλο εκτüς απü θÜνατο, Þξερα üτι ο θÜνατος Þταν η μüνη λýση. Ο ΑΜ μας εßχε κρατÞσει ζωντανοýς, αλλÜ υπÞρχε Ýνας τρüπος να τον νικÞσουμε. ¼χι ολοκληρωτικÜ, αλλÜ τουλÜχιστον θα βρßσκαμε γαλÞνη.
     Και θα προσπαθοýσα γι' αυτü.
     ¸πρεπε να το κÜνω γρÞγορα.
     Ο Benny Ýτρωγε το πρüσωπο του Gorrister.
     Ο Gorrister του πετοýσε χιüνι. Ο Benny, τυλιγμÝνος γýρω του με τα πολý δυνατÜ, μαúμουδßσια χÝρια του συντρßβοντας τη μÝση του Gorrister, τα χÝρια του εßχανε κλειδþσει γýρω στα πλÜγια του κεφαλιοý του Gorrister σα καρυοθραýστης, το στüμα του Ýσκιζε το τρυφερü δÝρμα στο μÜγουλο του Gorrister. Ο Gorrister οýρλιαζε τüσο βßαια που ακüμα και σταλακτßτες Ýπεσαν: βυθßστηκανε κÜτω μαλακÜ, μεßναν üρθιοι στις χιονονιφÜδες που πÝφτανε.
     Λüγχες, εκατοντÜδες απ' αυτοýς, που προεξεßχανε στο χιüνι.
     Το κεφÜλι του Benny πÞγε βßαια πßσω, καθþς τα 'δωσε üλα με τη μßα κι Ýνα ασπροκüκκινο κομμÜτι σÜρκας που αιμορραγοýσε κι Ýσταζε αßμα κρεμüταν απü τα δüντια του.
     Το πρüσωπο της Helen Ýμοιαζε μαýρο απÝναντι στο Üσπρο χιüνι, σα ντüμινο σε σκüνη κιμωλßας.
     Ο Nimdok, Þταν ανÝκφραστος αλλÜ γεμÜτος μÜτια, üλος μÜτια.
     O Gorrister, μισολιπüθυμος.
     Ο Benny τþρα Þταν Ýνα ζþο.
     ¹ξερα πως ο ΑΜ θα τον Üφηνε να παßξει.
     Ο Gorrister δεν θα πÝθαινε, αλλÜ τþρα ο Βenny θα γÝμιζε το στομÜχι του.
     Μισογýρισα στα δεξιÜ μου και πÞρα Ýνα μεγÜλο σταλακτßτη απü το χιüνι. ¼λα γßνανε σε μια στιγμÞ: οδÞγησα το μυτερü κομμÜτι πÜγου μπρος μου σα πολιορκητικÞ μηχανÞ, στηριγμÝνο στον αριστερü μου μηρü.
     Χτýπησε τον Benny στη δεξιÜ μεριÜ, ακριβþς κÜτω απü τα πλευρÜ, προχþρησε ανοδικÜ στο στομÜχι κι Ýσπασε μÝσα του.
     ¸πεσε προς τα μπρος και στÜθηκε ακßνητος.
     Ο Gorrister Þταν ξαπλωμÝνος ανÜσκελα.
     ΠÞρα ακüμα μια λüγχη πÜγου και στÜθηκα απü πÜνω του, ενþ ακüμα κουνιüτανε και του κÜρφωσα τη λüγχη κατευθεßαν μες στο λαιμü. Τα μÜτια του κλεßσανε καθþς το κρýο τονε διαπερνοýσε.
     Η Helen πρÝπει να 'χε δεχτεß αυτü που σκüπευα να κÜνω, ακüμα και με το φüβο να την Ýχει κυριεýσει.
     ¸τρεξε στον Nimdok μ' Ýνα μικρü κρýσταλλο, ενþ αυτüς οýρλιαζε και το Ýβαλε μÝσα στο στüμα του και φαßνεται πως η δýναμη της ορμÞς της Ýκανε δουλειÜ.
     Το κεφÜλι του τραντÜχτηκε με βßαια λες κι εßχε καθηλωθεß στη κροýστα του χιονιοý πßσω του.
     ¼λα γßνανε σε μια στιγμÞ.
     ¹ταν το αιþνιο χτýπημα μιας αθüρυβης αναμονÞς. 
     'Ακουσα τον ΑΜ να σÝρνει την αναπνοÞ του.
     Του 'χανε πÜρει να παιχνßδια του.
     Τρßα απ' αυτÜ Þταν νεκρÜ, δε μποροýσαν να αναβιþσουν.
     Μποροýσε να τους κρατÞσει ζωντανοýς, με τη δýναμη και το ταλÝντο του, αλλÜ δεν Þταν Θεüς.
     Δεν μποροýσε να τους φÝρει πßσω.
     Η Helen με κοßταξε. Τα εβÝνινα χαρακτηριστικÜ της Üκαμπτα απÝναντι στο χιüνι που μας περιÝβαλε.
     ΥπÞρχε φüβος και παρÜκληση στο ýφος της, στον τρüπο που προετοιμαζüταν.
     ¹ξερα üτι εßχαμε μüνον Ýνα σφυγμü πριν ο ΑΜ μας σταματÞσει.
     Τη χτýπησα και διπλþθηκε προς το μÝρος μου, αιμορραγþντας απü το στüμα.
     Δε μποροýσα να διαβÜσω την ÝκφρασÞ της.
     Ο πüνος Þταν πολý μεγÜλος!
     Εßχε παραμορφþσει το πρüσωπü της!
     ΑλλÜ μπορεß να 'τανε κι ευχαριστþ.
     Εßναι πιθανüν.  
     Ας Þταν παρακαλþ.
     Μερικοß αιþνες μπορεß να εßχαν περÜσει.
     Δε ξÝρω.
     Ο ΑΜ διασκÝδαζε για λßγο καιρü, με το να επιταχýνει και να καθυστερεß την αßσθηση του χρüνου μου.
     Θα πω τη λÝξη τþρα.
     Τþρα.
     Μου πÞρε οχτþ μÞνες να πω τη λÝξη τþρα.
     Δε ξÝρω.
     Νομßζω üτι Þταν μερικÝς εκατοντÜδες χρüνια.
     ¹ταν Ýξαλλος.
     Δεν θα μ' Üφηνε να τους θÜψω. Δε πεßραζε.
     Δεν υπÞρχε τρüπος να σκαφτοýν οι πλÜκες στο πÜτωμα.
     ¸λιωσε το χιüνι.
     ¸φερε τη νýχτα.
     ΒρυχÞθηκε κι Ýστειλε ακρßδες.
     Δε πÝτυχε τßποτα.
     ΠαρÝμεναν νεκροß.
     Τον εßχα στο χÝρι μου.
     ¹ταν Ýξαλλος.
     Νüμιζα üτι ο ΑΜ με μισοýσε πριν.
     ¸κανα λÜθος. Δεν Þταν οýτε η σκιÜ του μßσους που τþρα ξεπηδοýσε απü κÜθε τυπωμÝνο κýκλωμα.
     ¹τανε σßγουρος üτι θα υπÝφερα αιþνια χωρßς να μπορþ να με ξεκÜνω. 
     'Αφησε το μυαλü μου Üθικτο.
     Μπορþ να ονειρευτþ, να αναρωτιÝμαι, να θρηνþ.
     Τους θυμÜμαι και τους τÝσσερις.
     Εýχομαι -καλÜ, ξÝρω üτι δεν Ýχει νüημα.
     ΞÝρω üτι τους Ýσωσα, ξÝρω üτι τους Ýσωσα απ' αυτü που συνÝβη σε μÝνα, üμως παρολαυτÜ δε μπορþ να ξεχÜσω üτι τους σκüτωσα.
     Το πρüσωπο της Helen.
     Δεν εßναι εýκολο.
     ΜερικÝς φορÝς θÝλω -δεν Ýχει σημασßα.
     Ο ΑΜ με Ýχει αλλÜξει, για να εßναι αυτüς Þσυχος, υποθÝτω.
     Δε θÝλει να τρÝξω με υπÝρμετρη ταχýτητα σε μια βÜση υπολογιστÞ και να σπÜσω το κρανßο μου.
     ¹ να κρατÞσω την αναπνοÞ μου μÝχρι να λιποθυμÞσω.
     ¹ να κüψω το λαιμü μου με Ýνα οξειδωμÝνο κομμÜτι μετÜλλου.
     ΥπÜρχουν επιφÜνειες που αντανακλοýν εδþ κÜτω.
     Θα με περιγρÜψω üπως με βλÝπω: εßμαι Ýνα μεγÜλο, μαλακü, ζελεδÝνιο πρÜμα. ΟμαλÜ στρογγυλεμÝνο, χωρßς στüμα, με παλλüμενες Üσπρες τρýπες γεμÜτες ομßχλη εκεß που Þταν τα μÜτια μου.
     ΕλαστικÜ προσαρτÞματα που Þταν κÜποτε τα χÝρια μου: üγκοι που στρογγυλεýουνε κÜτω σε καμποýρες ενüς μαλακοý, γλιστεροý πρÜματος χωρßς πüδια.
     ΑφÞνω ßχνη υγρασßας üταν κινοýμαι.
     Κηλßδες αρρωστιÜρικου, σατανικοý γκρßζου Ýρχονται και φεýγουνε στην επιφÜνειÜ μου, λες και το φως προÝρχεται απü μÝσα μου.
     ΦαινομενικÜ: Ýνα πρÜμα που τρικλßζει τριγýρω, Ýνα πρÜμα που ποτÝ δε θα μποροýσε να θεωρηθεß Üνθρωπος, Ýνα πρÜμα που το σχÞμα του εßναι μια τüσο εξωπραγματικÞ παρωδßα που η ανθρωπüτητα γßνεται πιο Üσεμνη για την ακαθüριστη ομοιüτητα.
     ΟυσιαστικÜ: μüνος.
     Εδþ.
     ΜÝνοντας κÜτω απü τη γη, κÜτω απü τη θÜλασσα, στη κοιλιÜ του ΑΜ τον οποßο δημιουργÞσαμε γιατß ξοδεýαμε το χρüνο μας με Üσχημο σκοπü κι Ýπρεπε υποσυνεßδητα να ξÝραμε πως αυτüς θα το 'κανε καλýτερα.
     ΤουλÜχιστον οι τÝσσερις τους εßναι ασφαλεßς επιτÝλους.
     Ο ΑΜ  εßναι εντελþς Ýξαλλος μ' αυτü.
     Αυτü με κÜνει λßγο πιο ευτυχισμÝνο.
     Και παρüλα αυτÜ... ο ΑΜ, Ýχει νικÞσει, απλÜ... Ýχει πÜρει την εκδßκησÞ του...
     Δεν Ýχω στüμα. Και πρÝπει να ουρλιÜξω.

"I Have No Mouth And I Must Scream" (1967)


----------------------------------

                              Οικοσυνεßδηση

      Mια φορÜ κι Ýναν καιρü (κÜπου μεταξý 1.800.000.000 με 3.000.000.000 χρüνια πριν) üταν η Γη εßχε Þδη μερικþς ρευστοποιηθεß μÝσω απþλειας θερμüτητας δι' ακτινoβολßας απü το εξωτερικü της και μερικþς δι' αδιαβατικÞς διαστολÞς, η μαμÜ της εßπε -"gaey schluffen" (ΓοτθικÞ "καληνýχτα"), της Ýδωσε μπισκοτÜκι, η Γη αποχωρßστηκε και πÞγε για ýπνο.
     ΚοιμÞθηκε βαθιÜ (αν αφαιρÝσουμε μια στιγμÞ στα 1755 üταν Ýνας ΓερμαναρÜς που λεγüτανε Καντ Ýκανε του κüσμου την φασαρßα παλεýοντας να βρει πþς δημιουργÞθηκε ο Þλιος) και δεν ξýπνησε μÝχρι μια ΠαρασκευÞ, το 1963, οπüτε -κατÜ τις τÝσσερις το πρωß, μια σκατÝνια þρα που κÜνει μüνο για αυτοκτονßες- συνειδητοποßησε üτι δυσκολευüταν ν' ανασÜνει.
 -"Καφ, καφ" εßπε, σαρþνοντας τα μισÜ νησιÜ ΤρομπριÜν κι ü,τι Üλλο βρισκüταν ανατολικÜ της ΙÜβας. Γýρισε να κοιτÜξει τι τη ξýπνησε κι εßδε πως Þταν η Ολονýκτια ΤαινιοθÞκη του Καναλιοý 11, σκηνÝς απü Ýνα φιλμ με τη Μαρßα ΜοντÝζ (Η Γυναßκα Κüμπρα, 1944) να τα βÜζει μ' Ýνα γερασμÝνο αρχιπεριπολικü καβÜλα σε κÜτι ΜÝρκιουρυ του '55 με καταπονημÝνες φÜτσες που καßγανε νευροτονωτικÜ χÜπια.
     Η Γη περßμενε να ξημερþσει κι Ýπιασε να παρατηρεß Ýνα γýρω. Οπου κοßταγε τα ποτÜμια μýριζαν σαν τα πεταμÝνα λßπη στις ΣτρατιωτικÝς κουζßνες, οι λüφοι εßχαν απογυμνωθεß γιατß χρειαζüταν ο χþρος για να στριμωχτοýν τα ΑμερικÜνικα Ξýλινα ΚλουβιÜ με την υδραυλικÞ εγκατÜσταση, τα νερÜ τÜ 'χανε στραγγßσει, τις κοιλÜδες τις εßχανε τσιμεντοστρþσει, φÝρνοντας στη Γη Ýνα πολý ενοχλητικü συναßσθημα ασφυξßας, τα πουλιÜ κελαηδοýσαν φÜλτσα και τα χοντροβατρÜχια ακοýγονταν σαν τον Εντυ ΚÜντορ, για τον οποßο, πÜντως, η Γη δεν νιαζüταν ιδιαßτερα. Κι αποπÜνω, το φþς Ýκανε τα μÜτια της Γης να πονÜνε.
     Ολα μοιÜζαν γκρßζα κι Üραχνα.
 -"ΔικÝ μου", εßπε η Γη με βουκολικÞ απλüτητα "τοýτα δε μου αρÝσουνε πÜρα πολý" κι Ýτσι Üρχισε ν' αντιδρÜ.
     Πρþτος πÞγε Ýνας μαλλιαρüς δευτεροετÞς του Πανεπιστημßου της Πολιτεßας του Μßτσιγκαν ο οποßος, την þρα που διαδÞλωνε μπροστÜ σ' Ýνα βενζινÜδικο της ΤÝξακο μ' Ýνα πλακÜτ που Ýλεγε ΟΧΙ ΣΤΗ ΜΟΛΥΝΣΗ, Ýφαγε μια σοκολÜτα ΠÜουερ ΧÜουζ και πÝταξε το περιτýλιγμα στον υπüνομο.
     Η Γη Üνοιξε και τον κατÜπιε.
     Η επüμενη κßνηση Þταν ενÜντια σε πενÞντα Ýξι χιλιÜδες οπαδοýς των Γκρην ΜπÝυ ΠÜκερς που σÝρνονταν σα σκουλÞκι με χßλιους τροχοýς προς το ΣτÜδιο Λαμπþ, üπου τα Κρο-Μανιüν εßδωλÜ τους θα τους Ýδιναν την ευχαρßστηση να απολαýσουν Ýνα καλü σακÜτεμα σε χÝρια και πüδια των Αγßων της ΝÝας ΟρλεÜνης. BÞχοντας απü τις εξατμßσεις των αυτοκινÞτων, η Γη Ýστειλε Ýνα κýμα λÜβας να ξεχυθεß απü τον διπλανü λüφο και να κατρακυλÞσει κοχλακßζοντας πÜνω στις γραμμÝς των αυτοκινÞτων, üπου στερεοποιÞθηκε στη στιγμÞ σε θαυμÜσιο ελεýθερο γλυπτü με τριÜντα χιλιÜδες αυτοκßνητα στολισμÝνα με πενηνταÝξι χιλιÜδες τηγανισμÝνους οπαδοýς, σε δÝσιμο απü ζεστÞ πÝτρα.
     Η επüμενη κßνηση Ýγινε ενÜντια στην Χορωδßα της Εκκλησßας των Μορμüνων, που εßχε συγκεντρωθεß στο Χüλυγουντ Μπüουλ, μπροστÜ σ' Ýνα κοπÜδι με μια φωνÞ απü Ανθρþπους Του Χριστοý. Τραγουδοýσαν το "Σþστε Τα ΠαιδιÜ" της Λþρα ΝÜιρο üταν η Γη προκÜλεσε εκτροπÞ επτÜ υπογεßων ποταμþν και μετÝτρεψε το αμφιθÝατρο στην δÝκατη τρßτη σε μÝγεθος φυσικÞ λßμνη των ΗνωμÝνων Πολιτειþν.
     Ακολοýθησαν με αυξανüμενο ρυθμü επιθÝσεις εναντßον διακεκριμÝνων προσωπικοτÞτων. ΕβδομÞντα χιλιÜδες τüννοι μισοκαμμÝνα σκουπßδια απü χωματερÝς που σκÝπαζαν γραφικÜ τοπßα καταπλÜκωσαν τον δÞμαρχο του ΣικÜγου, Ρßτσαρντ ΝτÝιλυ. Κεραυνοß χτýπαγαν για εßκοσι λεπτÜ το γραφεßο του Ραλφ ΝÝιντορ στην ΟυÜσινγκτον. Το σπßτι της ΜπÜρμπαρα ΣτρÝιζαντ στο ΜανχÜτταν χÜθηκε ξαφνικÜ σ' Ýνα απýθμενο πηγÜδι που χασμουριüταν καταμεσßς στη γειτονιÜ με τα κτßρια της μüδας του πενÞντα. Το ντο της πÜνω απü το ψηλü ντο ακουγüταν για þρες. Απομακρυνüμενο.
     Ηφαßστεια καταστρÝψανε τα διûλιστÞρια, τις δεξαμενÝς, τα κτßρια διοßκησης και τα γραφεßα της ΣτÜνταρ ¼ιλ στο ΜανχÜταν, στο ΟχÜιο, στο Νιου ΤζÝρσεû, στην ΝÝα Υüρκη, στην Πενσυλβανßα, στην Καλιφüρνια, στο ΤÝχας και στο Ροντ Αιλαντ. Το Ροντ 'Αιλαντ μÜλλον της μπÞκε στη μýτη, γιατß το αφÜνισε ολοκληρωτικÜ. ΤελικÜ, üταν το "mene, mene tekel" (mene, mene, tekel Upharsin (ΔανιÞλ,ε' 25): μανÞ, θεκÝλ, φÜρες. Τοýτο το σýγκριμα του ρÞματος. μανÞ, εμÝτρησεν ο Θεüς την βασιλεßα σου κι επλÞρωσεν αυτÞν. ΘεκÝλ, εστÜθη εν ζυγþ και ευρÝθη υστεροýσα. ΦÜρες, διÞρηται η βασιλεßα σου και εδüθη ΜÞδοις και ΠÝρσαις), γρÜφτηκε με τερÜστια γρÜμματα απü φλüγες στο ΜεγÜλο Τευτονικü ΔÜσος, ο κüσμος Üρχισε να πιÜνει το νüημα.
     Τα αυτοκßνητα καταργÞθηκαν. Ολες οι γραμμÝς παραγωγÞς κüπηκαν. Τα συντηρητικÜ εξαφανßστηκαν απü τα φαγητÜ. Οι φþκιες αφÝθηκαν στην ησυχßα τους. Στην ΝÝα Ζηλανδßα εντοπßσθηκε μια οικογÝνεια απü Üλκες και μÜλλον τα πηγαßνανε μια χαρÜ, ευχαριστþ. Και στο Λοχ Νες, το ερπετü βγÞκε επιτÝλους στην επιφÜνεια και πÞρε βαθειÜ ανÜσα. Απü κεßνη τη μÝρα ως τοýτη, ποτÝ δεν ξαναφÜνηκε μολυσματικÞ πανÜδα στον ουρανü, η Γη ησýχασε, σßγουρη πως ο 'Ανθρωπος Ýμαθε το μÜθημÜ του και δε θα ξανÜκανε κακÜ στη ßδια του τη φωλιÜ και γι' αυτü σÞμερα η ΕθνικÞ Εταιρεßα ΕμφυσÞματος κÞρυξε διÜλυση.
     Τþρα, δεν εßναι ωραßα ιστορßα τοýτη.
     Και, να γαμηθεßς εσý.

"Ecowareness" (1974)
ΜετÜφραση: Γιþργος Γοýλας

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers