Το Πρþτο Μου Ποßημα
Αν Ýχεις Ýνα τριαντÜφυλλο στο μÝρος της καρδιÜς
και το ποτßζεις κÜθε μÝρα με ΑγÜπη
μη φοβÜσαι, δε θα μαραθεß ποτÝ
Αν Ýχεις Ýνα τριαντÜφυλλο στο μÝρος της καρδιÜς
και το ποτßζεις κÜθε μÝρα με Ελπßδα
μη φοβÜσαι, δε θα μαραθεß ποτÝ
Αν Ýχεις Ýνα τριαντÜφυλλο στο μÝρος της καρδιÜς
και το ποτßζεις με αγνü ΖωÞς, νερÜκι
μη φοβÜσαι, δε θα μαραθεß ποτÝ
Αν Ýχεις Ýνα τριαντÜφυλλο στο μÝρος της καρδιÜς
και στο μαρÜνουν, πßκρα, αδικßα, πÜθη, μßση
να μη το περιμÝνεις πια ποτÝ να ξανανθßσει
(θυμÜμαι Þμουν 14-15 ετþν και το 'χα γρÜψει
πÜνω στο θρανßο μου...)
Το Δεýτερο Μου Ποßημα
Στον Ωκεανü με το Μßσος, η ΑγÜπη σταγüνα
Στον Ωκεανü με την Αδικßα, το Δßκιο σταγüνα
Στον Ωκεανü με το ΨÝμμα, η ΑλÞθεια σταγüνα
ΑναρωτιÝμαι
πως να ξεδιψÜσει κανεßς, üλη την ανθρωπüτητα
με τüσο λßγες σταγüνες
(λßγο μÝτα αλλÜ περßπου ßδια χρονιÜ... )
"ΑΙΔΩΣ" HOTEL
Ξενοδοχεßον "Η Πατρßς"
κι απÝναντß του να 'ναι τρεις
και να σαρκÜζουν.
Ξενοδοχεßον "Η ΕλλÜς",
που στη κατÜντια του γελÜς,
σαν το ρημÜζουν.
Ο θυρωρüς να 'ναι μισüς
κι απ' το ποδÜρι του κουτσüς
και τον χλευÜζουν.
Αυτüς τη σκοýπα τους κουνÜ
και να τους διþξει ξεκινÜ,
μα τον τρομÜζουν.
Μια-δυο φοβÝρες δυνατÜ,
δυο-τρεις κατÜρες τους πετÜ,
μα δε τους νοιÜζει.
Ο πολιτσμÜνος που περνÜ,
σκοπü σφυρßζει δυνατÜ.
Δε τους πειρÜζει.
ΒλÝπουν να μπαßνει ο τραβεστß,
γελοýν κι οι τρεις τους απνευστß
και γιουχαúζουν.
Να και η πüρνη απ' τη γωνιÜ
-λυμαßνεται τη γειτονιÜ-
και τηνε βρßζουν.
Να κι ο πρεζÜκιας, ο σκληρüς,
βαρýς, χαμÝνος, σκυθρωπüς.
Δε του μιλÜνε.
Νασου κι ο εργÜτης ο φτωχüς,
π' ανηφορßζει σκεφτικüς.
Τον χαιρετÜνε.
Μα üταν φτÜνει ο νταβατζÞς,
τη κοπανÜνε και οι τρεις,
με τι τρεχÜλα!!!
Αυτüς τους αγριοκοιτÜ,
μα σα θυμÜται τα λεφτÜ,
ορμÜ στη σκÜλα.
ΑναστενÜζει ο θυρωρüς:
"Πüσο ο κüσμος ειν' σκληρüς"
και κλειεß τη θýρα.
Τρßβει το πüδι του σφιχτÜ,
-απüψε τον πονÜ φριχτÜ-,
τα βÜζει με τη μοßρα.
Νωρßς απüψε βρÜδυασε
και το σοκÜκι Üδειασε,
φυσÜ κι Ýνας βαρδÜρης!
¸να χαρτÜκι που πετÜ,
κονσερβοκοýτι που χτυπÜ,
μαζεýει ο σκουπιδιÜρης.
Μικρýναν τα σανδÜλια μας,
μεγÜλωσαν τα χÜλια μας,
σε τοýτο το σοκÜκι.
ΑδειÜσαμε τα πιÜτα μας,
ξοδÝψαμε τα νιÜτα μας
κι οýτε διπλü σακÜκι.
Θα 'ρθει η ελπßδα; Απü που;
Αýριο μÝρα του Θεοý,
θα αχνοφÝξει.
Θα 'ρθει μα πÜλι δε θα 'μπει,
Üδεια κουφÜρια θα μας ´βρει
και θα μισÝψει!
Του Τζßτζικα Και Του Νιοý
Ο Νιüς:
Τραγοýδησε μικρÝ εσý της νýχτας, τροβαδοýρε.
Τραγοýδα την αγÜπη μου, της μÝρας, φωνοκüπε.
Τραγοýδα φτερωτÝ μικρÝ, της ζÞσης μου, τη πßκρα.
'Ασε τους Üλλους να σε λÝνε ανεπρüκοπο.
¸γω θα σε λατρεýω!
Με της καρδιÜς μου τους παλμοýς
και του καημοý μου τους αχοýς,
μπλÝξ' τους δικοýς σου Þχους
και κÜνε το τραγοýδι σου ýμνο χαρÜς. Ωστüσο
σα πινελιÝς, τη θλßψη μου, Üσε και κÜπου-κÜπου.
ΨÜξε και λüγια üμορφα βρες για να περιγρÜψεις
ετοýτη την αγÜπη μου. Μη τη κατηγορÞσεις.
Σε μÝνα ρßχ' τα βÜρητα, σε μÝνα τις ευθýνες
κι αν κÜπου Ýφταιξε κι αυτÞ, Þταν που 'ναι μικροýλα
Þ θα 'ταν που 'ναι üμορφη, μυγιÜγγιχτη κοπÝλα.
Τραγοýδα τα σγουρÜ μαλλιÜ και τα μελιÜ τα μÜτια.
Τραγοýδα τα χειλÜκια της που 'ναι σα δυü κερÜσια.
Τραγοýδα το παρÜστημα, τα στÞθη τα χυμÝνα,
τραγοýδα για τα πüδια της, που εßναι τορνευμÝνα
και σα τελειþσεις üλ' αυτÜ, τραγοýδα και για μÝνα...
Ο Τζßτζικας:
Εγþ παντÜ θα τραγουδþ -τζι τζι- το καλοκαßρι
με τους γλυκοýς του τους χυμοýς.
Εγþ παντÜ θα τραγουδþ τις νýχτες με φεγγÜρι,
σα δε με φτÜνει η μÝρα.
Τι κι αν με λÝν' ανüητο, ανεπρüκοπο, τεμπÝλη...
Το λεν' üσοι δε ξÝρουν.
ΜÝνα με φτÜνει ο χυμüς τοýτου εδþ του δÝντρου
και τραγουδþ απü χαρÜ και απü ευτυχßα!
Τι κι αν να ζÞσω, μÝλλει μου, τοýτο το καλοκαßρι
και να πεθÜνω Ýπειτα, στα κρýα, στις βροχÜδες!
Μου φτÜνει τοýτη η στιγμÞ οποý 'μαι 'υτυχισμÝνος,
χορτÜτος απü τους χυμοýς κι Ýρωτα γεμισμÝνος!
ΔιςΣταγμüς
ΘÝλω να φιλÞσω τα παχουλÜ σου τα χειλÜκια
Εκεß στις Üκρες του χαμüγελου
ΘÝλω ν' αγγßξω τις ρüδινες κορφÝς του κüρφου σου
Που σημαδεýουν τη καρδιÜ μου
ΘÝλω ν' αφÞσω μÝσα σου παντοτινÞ υπüσχεση
Απειρης αιωνιüτητας
Παραμεριζοντας τις πτυχÝς του πεπρωμενου σου
Σπαζωντας το φρÜγμα των φüβων και της Üγνοιας σου
ΘÝλω να χαρÜξω νÝα μονοπÜτια στο εßναι σου
Να στολßσω ροδοπÝταλα τη κοιλιÜ και τα μαλλιÜ σου
Να μετρÞσω τους παλμοýς του κορμιοý σου Ýναν-Ýναν
Να βυθιστþ στο βλÝμμα της Üδολης λαγνεßας σου
ΘÝλω
ΘÝλω θÝλω
Μα θα σ' αφÞσω πÜλι απüψε να φýγεις
Γιατß φοβÜμαι τη ντροπÞ σου
Γιατι ντρÝπομαι το φüβο σου
ΘÝλω
ΘÝλω θÝλω θÝλω
Μα πρÝπει πρþτα να μετρÞσω τις μÝρες μου σωστÜ
ΠρÝπει να κλÝψω τ' Üλικο απü τα μÜγουλÜ σου
Και φοβÜμαι μη κÜνω κÜποιο λÜθος
Δεν Εßμαι Τßποτα-Εßμαι ¸να Τßποτα
ΣτÝρεψε 'κεßνο το πηγÜδι
που 'πινα νερü
και πλÝον σ' Üφατο σκοτÜδι
βρßσκομαι, πικρü.
Σε σÝνα που σπονδÝς σου κÜνω,
-μη με αφÞσεις-
με στÜλες αßμα απ' τη καρδιÜ μου πÜνω,
για να γυρßσεις.
Γιατß, τις νýχτες, τþρα πια που παßρνω
να γρÜψω κÜτι,
του κÜκου προσπαθþ και γÝρνω
πλÜú, στο κρεβÜτι.
Να κÜψω τα μολýβια, πρÝπει, τþρα
και τα χαρτιÜ μου.
Να παρατÞσω, λÝω, Þρθ' η þρα,
τη χßμαιρÜ μου
και σα θα Ýρθει η στιγμÞ μου,
μüνος θα σβÞσω,
χωρßς να Ýχω σýρει τη γραμμÞ μου
και πÜρα πßσω.
Πως θλßβετ' η καρδιÜ μου σα θωρεß
αποσταμÝνους,
-που λιþσανε, χωρßς ουσßα, σα κερß-
σα 'με, λιωμÝνους.
ΑποκριÜ
Τα κομφετß σκεπÜσανε τη πßστα της χαρÜς,
χρωματιστÜ κι οι σερπαντßνες 'δω κι εκεß πετÜνε.
Οι ΜασκαρÜδες της τρελÞς ΑποκριÜς
κÜτω απ' τις μÜσκες τους, ηλßθια γελÜνε.
Να οι Βρυ-Κüλακες πιο 'κει, πιο 'δω οι Αρλεκßνοι,
τα Ντüμινα και τα ΘεριÜ, οι Κολομπßνες πÝρα,
ΜÜγισσες με σκουπüξυλα πηδÜνε στον αγÝρα,
να κι οι ΠαλιÜτσοι, κωμικοß, χοροπηδÜν κι εκεßνοι!
Αχ... Αχ... Γλυκýτατε ΘεÝ, κÜνε να μη τελειþσει
τοýτη η νýχτα η τρελÞ, üλη μια ξεγνοιασιÜ,
τις μÜσκες να κρατÞσουμε μα και τη φορεσιÜ.
Το ρüπαλο, το πλαστικü, κεφÜλια να ζαβþσει!
Οι καραμοýζες σκοýζουνε και το μαστßγιο του Ζορρü
δÝρνει τα φþτα τ' Üπλετα, σκßζει και τα στολßδια
κι üλοι γελοýν... ΘεÝ μου... Γελοýν... με τοýτα τα παιχνßδια,
λες κι εßχαν να γελÜσουνε πÜρα πολý καιρü!
-Η Νýχτα η αποψινÞ κι αýριο θα κρατÞσει.
ΑτÝλειωτη ΑποκριÜ τρελÞ θα συνεχßσει.
Καθüλου να μη γνοιÜζεστε για τ' αýριο την αχλý.
Η Νýχτα η αποψινÞ, θε να κρατÞσει για πολý!
ΠοινÞ
ΕπειδÞ εχαθÞκαν πολλÝς ευκαιρßες
και τοýτο δε παßρνει αναβολÞ,
ζητÜω απ' üλους, Κυρßους, Κυρßες,
συμπüνοια προτοý να κλειστþ σε κελß.
Οßκτο γυρεýω προτοý μου κλειδþσει
η πüρτα του κüσμου, του τüσο εχθρικοý.
Γιατß 'ν' η ποινÞ μου, που μου 'χουν φορτþσει,
σαν εγκληματßα κακοποιοý!
Δεν Ýχω κλÝψει, μÞτε σκοτþσει,
μüνο λαχτÜρισα λßγο νερü
κι üπως στις χοýφτες μου το 'χα σηκþσει,
στα χεßλη μου το 'φερνα για να το πιþ.
Μα 'κεßνο γλυστροýσε απ' τα δαχτυλÜ μου,
στο χþμα κυλοýσε. Διψοýσα πολý!
¸σκυβα πÜλι!... Ειν' η αποκοτιÜ μου
βαριÜ, μα της πρÝπει και τüση χολÞ;
Εσεßς ΔικαστÝς μου, μπορεßτε ωστüσο,
χωρßς τýψεις να 'στε. Το χρÝος βαρý.
Σε με το φτωχοýλη που δßψαγα τüσο
σταθÞκατε üμως στυγνοß κι αυστηροß!
Παιχνßδι
Μας ξεγÝλασε τ' αστÝρι το μικρü.
Εßπε θα 'βγει στο δικü μας ουρανü
κι üλη νýχτα το προσμÝναμε!
Μ' αυτü Üτακτο και πονηρü,
κρýφτηκε στ' αντικρυνü βουνü,
για να 'δει αν το γυρεýαμε.
Κι εμεßς οι Üθλιοι αλÞτες του μπετüν
ξημερþσαμε χωρßς το φως του το "τερπνüν",
στη κακοφωτισμÝνη μας πλατεßα.
ΘÝ μου τι σκοτεινÞ περÜσαμε νυχτιÜ,
ο Ýνας πλÜú στον Üλλονε σφιχτÜ,
λÝγοντας Üνοστα αστεßα!
¸τσι üταν Þρθ' ο μπÜτσος το πρωß,
να μας μαζÝψει για τη φυλακÞ,
δε βρÞκε δυσκολßα.
Τον ακλουθÞσαμ' üλοι μας βουβÜ,
σßγουροι πως για μας τþρα πια,
δεν Ýχει μÞτε Üστρου λεßα!
ΔÜκρυσε τ' Üστρι σα τα εßδε üλ' αυτÜ.
Για να 'ξιλεωθεß, με κλÜμματα ζητÜ,
λßγο παρÜκαιρα να φÝξει!
Μα Þταν πρωúνü και φεγγερü
και 'κεßνο Þταν Üσκεφτο μικρü!
ΓοργÜ μας ξÝχασε και πÞγ' αλλοý να παßξει!
Ο Τζο Ο "ΛεμονÜδας"
¸μπαινε στο μπαρ και τα μαλλιÜ,
γυαλßζαν απ' τις χοýφτες της πομÜδας.
ΠοτÜ κερνοýσε üλα τα παιδιÜ,
ο Τζü ο "ΛεμονÜδας"!
¹ταν η ζωÞ του μßζερη, σκληρÞ.
Πληρþνοταν φτωχÜ, στο τÝλος της 'βδομÜδας
κι üλα τα ξüδιαζε στο μπαρ -συνÞθεια κακÞ-
ο Τζü ο "ΛεμονÜδας"!
ΜονÜχος δßχως μια γυναßκεια συντροφιÜ.
Απü τους τýπους που τους λÝμε, "της αρÜδας".
ΠÜντα ανÞσυχος λες και καθüταν σε καρφιÜ,
ο Τζü ο "ΛεμονÜδας"!
Φßλους δεν εßχε, οýτ' αυτοýς τους λιγοστοýς,
που δÝχονταν κερÜσματα της νουμερÜδας.
Μα -το χειρüτερο- δεν εßχε μÞτ' εχτροýς,
ο Τζü ο "ΛεμονÜδας"!
Κι αυτüς κÜποτ' ερωτεýτηκε γερÜ!
¹τανε τüτε που 'μπλεξε στα δßχτυα μιας μιγÜδας
κι επληγþθηκ' απ' αυτÞ φαρμακερÜ,
ο Τζü ο "ΛεμονÜδας"!
Κανεßς ποτÝ δε τονε εßδε να βογγÜ.
Κανεßς δε βαρυγκüμησ' απü μια του χοντρÜδα
κι üμως τον κοροúδεýαν üλοι στα κρυφÜ,
τον Τζü το "ΛεμονÜδα"!
¼ταν κρεμÜστηκε κÜποιο θαμπü πρωÀ,
üλ' εßπανε πως Ýκαμε Üλλη μια κουτουρÜδα
και στη κηδεßα δε συντρüφεψε κανεßς
τον Τζü το "ΛεμονÜδα"!
¼λοι σκεφτÞκανε πως -δßχως Üλλο- 'φταßξαν
τα μαýρα, τα τσακßρικα τα μÜτια της μιγÜδας!
Κανεßς δε 'σκÝφτη, πως βαρÝθηκε την Üσκοπη ζωÞ,
ο Τζü ο "ΛεμονÜδας"!
Στεγνü
Εκεß π' αγγßζουν τα δÜχτυλÜ σου,
ειν' η πληγÞ μου, που με πονÜ.
Εκεß που βλÝπουν τα δυü σου μÜτια,
ειν' τα δικÜ μου, που 'ναι τυφλÜ.
Εκεß π' αγγßζουν τα υγρÜ σου χεßλη
-παλιÜ θα μου 'κανε τüσο καλü-
ειν' Ýν' Üδειο, κλειστü κοχýλι,
που Ýχει σπÜσει κι εßναι νεκρü!
ΠηδÜ στο στÝρνο μ' η καρδιÜ. Το αßμα
κοχλÜζει μÝσα μου, ρÝει καυτü.
ΨÜχνει τριγýρω μου τ' Üπληστο βλÝμμα,
το βÜδισμÜ σου τ' ονειρευτü.
'Αδειο κουφÜρι που Ýχει χÜσει
üλο το αßμα και τη ψυχÞ,
Ýχω ξωμεßνει κι Ýχω πιÜσει
να ξαναγßνομαι απ' την αρχÞ.
ΑφÞνω λÝυτερη τη φαντασßα μου,
αφοý δεν Ýρχεσαι, να σε σκεφτεß.
Μα 'κεßνη δÝθηκ' -απελπισßα μου-
και η ανÜσα μου ´δεθη κι αυτÞ!
ΜÜταια χτυπÜς και μÜταια ψÜχνεις.
Εδþ δε μÝνει πλÝον κανεßς.
Εδþ μονÜχα ιστοýς αρÜχνης
και νυχτερßδες μüνο θα βρεις!
Αυτüς που Ýμενε, Ýχει αλλÜξει
σπßτι, διεýθυνση και διαμονÞ.
Στο κοιμητÞρι Ýχει αδρÜξει,
της γειτονιÜς σου, πλÜκα σεμνÞ!
Χωρßς Τßτλο
Τα μÜτια σου Η μορφÞ σου
δυü τρικυμßες το Θεßο Φως
γαλÜζιες. του ¹λιου.
Τα μαλλιÜ σου Εγþ απλþς
νεροποντÞ κοινüς θνητüς
χρυσαφιÜ. υποκλßνομαι
Τα χεßλη σου μπρος στο Θεßο
ροδοπÝταλα αυτü ποßημα
κüκκινα. της ΜÜνας-Φýσης
Εßμαι συντρßμμι Εßχα ξεχÜσει
πÜλι απüψε πως αγαπÜνε
κι αναμετρþντας και πως πονÜνε
τ' Üστρα ψηλÜ απü παλιÜ.
αναρωτιÝμαι Ειχ' αποστÜσει
τι τÜχα 'γßναν να περιμÝνω
τα üνειρÜ μου κερß σβησμÝνο
τ' αητüπουλÜ. σπßρτου φωτιÜ
¹ρθες μικρÞ μου Θα μεßνω πÜλι
φλüγα ν' ανÜψεις μüνο με δÜκρυ
και να το κÜψεις χωρßς αγÜπη
-Αχ- το κερß μου. χωρßς φωτιÜ!
Μα φεýγεις τþρα; Μ' Üδεια αγκÜλη
αχ πþς λυπÜμαι κερß σβησμÝνο
πως τη φοβÜμαι να περιμÝνω
τοýτη την þρα! üπως παλιÜ!
Μου τα 'χες üλα
εσý γραμμÝνα,
με μαýρη πÝνα
σε μαýρη κüλλα!
Πλατεßα ΚοτζιÜ
ΓεμÜτος πüρνες, τραβεστß και φασαρßα
Þταν ο τüπος του Κρανßου, δυστυχþς,
üπου τις νýχτες οι πιστοß του με λατρεßα,
το προσκυνοýνε αδιαλεßπτως, συνεχþς.
ΓεμÜτος γýφτους, φωνακλÜδικους εμπüρους,
γριÝς με τσÜντες και αλÞτες βιαστικοýς.
Μα μη γελÜτε, ειν' ο χþρος μες στους χþρους,
μην απορεßτε, χþρος απ' τους αστικοýς.
Θüρυβος, βρþμα και τουρßστες που χαζεýουν
με τοýτο 'δω το ανακÜτωμα ala Greece!
Κι απ' τις γωνßες, τους πρεζÜκηδες μαζεýουν
τις νýχτες, με τις κλοýβες για ...service!
Φßλε που βγÞκες στο μπαλκüνι, πες μου τι εßδες;
Καθþς σου βλÝπω απορßα στη ματιÜ!
Εδω που ζεις, κÜποτε ζοýσαν Αριστεßδες
κι αχολογοýσε ΔημοσθÝνους η λαλιÜ!
¸τσι μ' üλους αυτοýς ανηφορÜμε,
μες στης ζωÞς το ανηφüρι το σκληρü
και σα λουλοýδια, αδýναμα, μαδÜμε,
που φýτρωσαν μες στου τσιμÝντου το σωρü!
Πλατεßα ΚοτζιÜ ΙΙ
(στο πιο ...αισιüδοξο)
Τι κι αν στο βÜλτο μας τραβÜ, στο κατακÜθι,
του βÜλτου το στοιχειü, που τρομερü ορθþνει!
Αυτü το τÝρας που το ζουν τα τρομερÜ μας λÜθη,
μα Ýνα χαμüγελο χαρÜς κι αγÜπης το σκοτþνει!
Εμεßς πÜντα τον Þλιο θα θωροýμε που γελÜ.
Εμεßς θα τονε βλÝπουμε, το δεßλι που ματþνει.
Μιας πηγÞς το γÜργαρο νερü, μας φτÜνει να κυλÜ,
στου βρÜχου τη σχισιματιÜ, για να μας ατσαλþνει!
Μες στου τσιμÝντου τη κατÜψυχρη καρδιÜ,
μας φτÜνει μια τüση δα δροσοσταλßδα.
Αν βÜρβαρο, λερü ποδÜρι μας πατÜ,
τοýτο το δÜκρυ της αυγÞς μας δßν' ελπßδα!
Αν κÜποιου σοýρουπου θαμποý τη σιγαλιÜ,
μας κüψει τ' Üνθος, δυνατü κι Üσφαλτο χÝρι,
θα 'ναι για να κοσμÞσουμε κÜποια ξανθÜ μαλλιÜ
και να ξαναρριζþσουμε στ' ονεßρου το παρτÝρι!
24 Σκüρπια ΤετρÜστιχα
Στη ρýμη του λüγου Βρþμικη η θωριÜ σου
η ερημιÜ τ' αλüγου φιρßκια τα παιδιÜ σου.
ρυπαßνει τη ροÞ της. Το βρþμικο το χρÞμα
ΡυÜκι προ της κοßτης. που ρÜνανε με κρßμα.
ΡημÜδι Ροýφουλας
ΡÝω και σε ροδßζω ΑνþριμÞ μου ρþμη
ρüδινη σε βαφτßζω στερνÞ να σ' εßχα γνþμη
þριμη, ρüζ με γκρßζο Στο ποßημα, αυτü το ρÞμα
κι Üγρια σε γκρεμßζω. πλÝον δε κÜνει ρßμα.
¼νειρο ΡωτÜω
ΡÝπω σε αγριÜδες ΘÜρρος για να περÜσεις
τρþω και τρεις κατσÜδες. βρες, για να με κερÜσεις.
Γνþριμα κορδελλÜκια Ρακß ρÝει στα ποτÞρια.
ρßχνω στα κοριτσÜκια. Ροýφηξε τα ΜυστÞρια!
ΡουφιανιÜ 'Αρπυια
¼ρνεο γουργουρßζει. Εγεßραμ' ανδριÜντες
Πüρνη που μουρμουρßζει σ' Þρωες με τιρÜντες.
στους δρüμους, τη τιμÞ της Πρωß θαμποχαρÜζει
κι üλοι τρÝχουν μαζß της. μα νýχτα μας ταιριÜζει.
ΓρÞγορα Πρωτεßα
ΠÞραμε πρýμα-πρþρα ΠοτÞρι-ποτηρÜκι
λÜθος ρüτα απ' þρα. πÜρε μου το μερÜκι
Τþρα που θα χαθοýμε και φÝρε στα ρουθοýνια
ρακß βÜλτε να πιοýμε. βρωμιÜ απü γουροýνια!
Αυθωρεß Αρρυθμßα
ΠÜρτο μου, πριν προλÜβει, Δþρο στο καταχθüνιο
το βÜρος, που με θÜβει Ýνα ποτÞρι κþνειο,
Μαýρη μου νεκροφüρα χωρßς ντροπÝς και γρÞγορα,
πρÝπει να τρÝξεις τþρα. γλυκÜ κι ευπροσÞγορα!
Προπομπüς Ροýφηξε
ΣοφÝ που μßλησες σωστÜ ΜÝσα σου βρες και χþρισε
κÜτσε και μßλα χωριστÜ. κÜτι που να ξεχþρισε.
ΝÜνε που λες τα χωρατÜ ΚÜτι που να 'πε ο Σοφüς
μßλα λιγÜκι δυνατÜ! Þ που 'πε ο ΝÜνος ο κουτüς!
Μωρßα ΠροσοχÞ
ΠÜντα με δÜκρυ αρμυρü ΚοτÝτσια και με κοπριÜ
πληρþνεις το τρελογιατρü, σου πρÝπουν για προικιÜ.
που σου γιατρεýει τις πληγÝς, Στο βÜζο σου τσουκνßδες,
που δε σου κλεßνουνε ποτÝς! στο στρþμα κατσαρßδες!
ΧÜρισμα Πüρνη
Σοýρνεις τα μπροστινÜ σου ΒÜλε μου να πλαγιÜσω
κλωτσιÜ στα πισινÜ σου! τον ýπνο μου μη χÜσω
ΓελÜδα που γελÜει, κι üταν θα ξυπνÞσω
φτερü τη γαργαλÜει! βÜλε μου να τσιμπÞσω.
ΧÜρις ΕυμÜρεια
Απüψε νýχτωσε νωρßς Στüμα που Üσχημα φιλεßς
κι αργεß να ξημερþσει. κι üμορφα προδßδεις!
Τοýτο το χÝρι που φιλεßς ΚαρδιÜ που γλýκα δε χωρεßς
χαιδεýει πριν σκοτþσει! μα στο κακü ενδßδεις!
Ευκαιρßα ΣτρÜτα
ΡωτÞστε στη πλατεßα ΣβÞστε το φως που καßει
Þ στο μπακÜλικο, τα μÜτια της ψυχÞς.
αν εßδ' η πελατεßα, Τη κοπελιÜ που κλαßει,
τ' αστÝρι τ' Üλικο! τη πßκρανε κανεßς;
ΧαραυγÞ Απορßα
ΠÜλι σκοτþσανε τη νια ΣγουρÝ βασιλικÝ μου
που λÝγανε: Ελπßδα. προτοý μου μαραθεßς,
Μα κι αν τον εßδα το φονιÜ, ρßξε τον τον ανθü σου,
θα πω πως δε τον εßδα! Στο τÜφο της μικρÞς!
Ρßψασπις ΠαρτÝρι
Χωρßς...
Αυτü το φως της αστραπÞς, φþτισ' το πρüσωπü σου
κι εßδα για λßγο τη πικρÜδα της σιωπÞς,
-σιωπÞ που φþλιαζ' Üλλοτε, μεσ' τ' αναφυλλητü σου-
που λÝει περισσüτερα, απ' üσα θες να πεις.
ΑυτÞ η στÜλα της βροχÞς, που 'δα στο μÜγουλü σου
-πüσο αναρωτÞθηκα, στÜλα να 'ταν Þ δÜκρυ;-
βßαια πλαισßωσε τη θλιβερÞ λÜμψη των ομματιþν σου
και κýλησε νωχελικÜ, πλÜú στων χειλιþν την Üκρη.
ΘυμÜμαι, μου 'δειχνες παλιÜ, τα κßτρινα τα φýλλα,
-με κÜποια θλßψη στη ματιÜ- που 'πÝφταν στο στρατß.
Μισοýσες τη θανατερÞ και μαýρη ανατριχßλα,
της χειμωνιÜς οποý 'φτανε, αμεßλικτη, κακÞ.
Και τþρα δα σε κÜποιας χειμωνιÜς, σκληρÞ νεροποντÞ,
με πλÞθος φýλλα κßτρινα, τριγýρω μας πεσμÝνα,
γßνεσαι πÜλι Üνεμος και φεýγεις σκεφτικÞ.
Κουραστικü φθινüπωρο για σÝνα και για μÝνα.
Και να μαι πÜλι μüνος! Να παλεýω, δßχως το λÜβαρü σου να κρατþ.
Δßχως το χÝρι να μ' οπλßζει η θολÞ, καυτÞ ματιÜ σου.
Το αδειανü το χÝρι μου, σα τον τρελü, με μßσος θα κοιτþ.
Αχ πως θα ζÞσω Üλλη 'Ανοιξη, εγþ τþρα μακριÜ σου;
α) ΚατηγορητÞριο
Εßναι αυτÜ που Ýγραψες ανοýσια
Εßναι τα üσα ουσιþδη, που δεν Ýγραψες
Εßναι αυτÜ που Þδη Ýκαμες, λιγοστÜ
Εßναι αυτÜ που δεν Ýκαμες, περισσüτερα
Εßναι οι ßσκιοι που δε φþτισες
Εßναι η ουσßα που δε πρüβαλλες
Εßναι που Ýλεγες πÜντα, παχιÜ λüγια
Εßναι η μεγÜλη ιδÝα που εßχες για τον εαυτü σου
Εßναι που δε κυριÜρχησες στις αδυναμßες
και στα πÜθη σου
Εßναι που δε διüρθωνες ποτÝ
τα λÜθη σου
Εßναι τα σωστÜ σου που δε κατÜλαβες
Εßναι το τÜλαντον που το Ýκρυψες και το Ýχασες
Εßναι που δεν ενθÜρρυνες τις μοýσες
Εßναι που αφÝθηκες να παρασυρθεßς και να κολλÞσεις στο τÝλμα
Εßναι που τσαλαβοýτησες στα λασπüνερα τοýτης της πüλης
Εßναι που Üφησες πÜρα πολλÜ στη τýχη
Εßναι που ξÝχναγες üποτε σου σýμφερε
Εßναι που θυμüσουν üποτε σου σýμφερε
Εßναι που πÜντα διÜλεγες τη σýντομη οδü
β) ΕπιβαρυντικÜ
Εßναι ο πÜγκος με τα πορνο-περιοδικÜ
Εßναι οι τραβεστß κι οι πüρνες που γυρßζουν στις πιÜτσες
Εßναι ο μεθυσμÝνος κι ο Üστεγος που κοιμοýνται κατÜχαμα
Εßναι ο τρελüς που παραμιλÜει και φωνÜζει
Εßναι οι θυρωροß-νταβÜδες των φτηνþν χοτÝλ
Εßναι το σκουπιδαριü και το κατοýρημα στις σκοτεινÝς γωνßες
Εßναι ο ναρκομανÞς που τριγυρνÜ σα χαμÝνος
Εßναι οι ξενýχτες που επιστρÝφουν χÜραμα μεθυσμÝνοι
Εßναι τα πηγαδÜκια κι οι τσακωμοß
Εßναι η ανοχÞ κι η αβουλßα που Ýδειξες
γ) ΕλαφρυντικÜ
Εßναι η νýχτα με το δικü της σφυγμü που σε κοιτÜ με Ýνα μÜτι
Εßναι ο ΠÜνας που παßζει το σουραýλι του
Εßναι το ΑυγουστιÜτικο φεγγÜρι που καλεß
Εßναι η κακιÜ πüλη που κλεßνει τις εξüδους
Εßναι η μοναξιÜ που διπλÜ ταλανßζει
Εßναι ο καρπüς που εßναι πολý γλυκüς
Εßναι που ο Üνθρωπος εßναι τüσο ευÜλωτος
Εßναι ο πρüτερος Ýντιμος βßος
δ) Καταδßκη
Θα μεßνεις Ýνα ανþνυμο μισοσβησμÝνο αστρÜκι στον ουρανü
Θα εßσαι Ýνα ανþνυμο μυρμηγκÜκι ανÜμεσα σε στρατιÝς Üλλων
Θα εßσαι μια μικρÞ σταγüνα στον ωκεανü
και στην επüμενη ζωÞ σου θα εßσαι μια χελþνα, Ýνα σαλιγκÜρι
Ýνας τυφλοπüντικας, Ýνα βαθρÜκι
¼ταν γεννÞθηκες Þσουν στην αγκαλιÜ των δικþν σου
¼ταν θα πεθÜνεις θα εßσαι ολομüναχος