ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Capote Truman Garcia: Ìýñéáì


     Για κÜμποσα χρüνια η κυρßα Χ. Τ. Μßλερ ζοýσε μüνη σ' Ýνα ευχÜριστο διαμÝρισμα (δυο δωμÜτια και κουζινοýλα) σ' Ýνα ανακαινισμÝνο κτÞριο με πρüσοψη απü καφετÞ ψαμμßτη κοντÜ στο Ιστ Ρßβερ. ¹ταν χÞρα αλλÜ εξασφαλισμÝνη χÜρη στην ασφÜλεια του κýριου Χ. Τ. Μßλερ. Τα ενδιαφÝροντÜ της Þταν περιορισμÝνα, δεν εßχε αληθινοýς φßλους και σπÜνια πÞγαινε πÝρα απü το γωνιακü μπακÜλικο. Οι υπüλοιποι Üνθρωποι στο κτÞριο Ýμοιαζε να μη τη προσÝχουν ποτÝ. Τα ροýχα της Þτανε πρακτικÜ, τα μαλλιÜ της εßχαν μεταλλικÞ γκρßζα απüχρωση κι Þταν κοντοκομμÝνα και πρüχειρα κατσαρωμÝνα. Δε χρησιμοποιοýσε καλλυντικÜ, τα χαρακτηριστικÜ της Þταν αδιÜφορα, περνοýσαν απαρατÞρητα και στα τελευταßα της γενÝθλια Ýκλεισε τα εξÞντα Ýνα. Σπανßως Ýκανε κÜτι αυθüρμητα. Διατηροýσε τα δυο δωμÜτια πεντακÜθαρα, κÜπνιζε κανÜ τσιγÜρο κÜπου-κÜπου, μαγεßρευε για την ßδια και φρüντιζε Ýνα καναρßνι.
     Κι ýστερα γνþρισε τη Μýριαμ. Χιüνιζε κεßνο το βρÜδυ. Η κυρßα Μßλερ εßχε τελειþσει το σκοýπισμα των πιÜτων του βραδινοý της και φυλλομετροýσε μια απογευματινÞ εφημερßδα üταν εßδε μια διαφÞμιση για μια ταινßα που παιζüταν σ' Ýνα γειτονικü κινηματογρÜφο. Ο τßτλος ακουγüταν καλüς, Ýτσι φüρεσε το καστüρινο παλτü της, Ýδεσε τις γαλüτσες της και βγÞκε απü το διαμÝρισμα, αφÞνοντας Ýνα φως αναμμÝνο στο διÜδρομο, γιατß τßποτε δεν την ενοχλοýσε πιüτερο απü την αßσθηση του σκοταδιοý. Το χιüνι Þταν üμορφο, Ýπεφτε απαλÜ χωρßς να σκεπÜζει ακüμα το πεζοδρüμιο. Ο αγÝρας απü το ποτÜμι ξýριζε μüνο στις διασταυρþσεις. Η κυρßα Μßλερ προχþρησε βιαστικÜ, με το κεφÜλι σκυφτü, αγνοþντας ü,τι υπÞρχε τριγýρω, σα τυφλοπüντικας που σκÜβει Ýνα λαγοýμι. ΣταμÜτησε σ' Ýνα φαρμακεßο-παντοπωλεßο κι αγüρασε Ýνα πακÝτο καραμÝλες μÝντας.
     ΒρÞκε μια μακριÜ ουρÜ να περιμÝνει στο ταμεßο και στÜθηκε στο τÝλος της. Θα περßμεναν λßγο για να πÜρουν εισιτÞρια για üλες τις σειρÝς των θÝσεων, βüγκηξε μια κουρασμÝνη φωνÞ. Η κυρßα Μßλερ Ýψαξε μες στη δερμÜτινη τσÜντα της þσπου βρÞκε το αντßτιμο του εισιτηρßου. Η ουρÜ προχωροýσε με το πÜσο της, Ýτσι,  κοιτþντας τριγýρω, η κυρßα Μßλερ για να περÜσει η þρα, ξαφνικÜ πρüσεξε μια κοπελßτσα να στÝκει κÜτω απü την Üκρη της μαρκßζας. Τα μαλλιÜ της Þταν τα πιο μακριÜ και παρÜξενα που εßχε δει ποτÝ η κυρßα Μßλερ. Τελεßως αργυρüλευκα, σα μαλλιÜ αλμπßνου. Της φτÜναν ως τη μÝση, χυτÜ κι απαλÜ. ¹ταν λεπτÞ και ντελικÜτη. ΥπÞρχε μια απλÞ αλλÜ ξεχωριστÞ κομψüτητα στον τρüπο που στεκüταν, με τους αντßχειρες στις τσÝπες ενüς δαμασκηνß βελοýδινου παλτοý, φτιαγμÝνου σε μοδßστρα. Η κυρßα Μßλερ αισθÜνθηκε παρÜξενα συνεπαρμÝνη και χαμογÝλασε ζεστÜ üταν η κοπελßτσα κοßταξε προς το μÝρος της. Πλησßασε κι εßπε:
 -"Θα μποροýσατε να μου κÜνετε μια χÜρη";
 -"ΜετÜ χαρÜς, αν περνÜ απü το χÝρι μου", της εßπε η κυρßα Μßλερ.
 -"Α, εßναι πανεýκολο. Θα 'θελα απλþς να μου αγορÜσετε εισιτÞριο, ειδÜλλως δε θα μ' αφÞσουν να μπω. Να Ýχω τα λεφτÜ". Κι Ýδωσε με χÜρη στη κυρßα Μßλερ δυο δεκÜρες και μια πεντÜρα. ΜπÞκαν μαζß στον κινηματογρÜφο. Μια ταξιθÝτρια τους οδÞγησε στο φουαγιÝ. Η ταινßα θα τÝλειωνε σ' Ýνα εικοσÜλεπτο.
 -"Νιþθω αληθινÞ εγκληματßας", εßπε κεφÜτα η κυρßα Μßλερ καθþς καθüταν. "Εννοþ, αυτü εßναι παρÜνομο, ε; Εýχομαι ειλικρινÜ να μην Ýκανα κÜτι στραβü. Η μητÝρα σου ξÝρει που εßσαι καλÞ μου; Το ξÝρει ε";
     Η κοπελßτσα δε μßλησε. Ξεκοýμπωσε το παλτü της και το δßπλωσε στα πüδια της. Το φüρεμα της απü κÜτω Þταν σεμνü και βαθυκýανο. Τα δÜχτυλÜ της, που δεßχναν ευαßσθητα σα μουσικοý, παßξανε μηχανικÜ με τη χρυσÞ αλυσßδα στο λαιμü της. Παρατηρþντας τη πιο προσεχτικÜ, η κυρßα Μßλερ αποφÜσισε πως το αληθινÜ ξεχωριστü της χαρακτηριστικü δεν Þταν τα μαλλιÜ της, αλλÜ τα μÜτια της, Þταν ξανθοκÜστανα, ατενÞ, δεν εßχανε τßποτε παιδικü κι εξαιτßας του μεγÝθους τους, σα να εξαφÜνιζαν το προσωπÜκι της. Της πρüσφερε καραμÝλα μÝντας.
 -"Πως σε λÝνε καλÞ μου";
 -"Μýριαμ", εßπε λες και κατÜ κÜποιο παρÜδοξο τρüπο αυτü Þταν Þδη γνωστü.
 -"Για δες τι παρÜξενο κι εγþ λÝγομαι Μýριαμ. Και δεν εßναι δα και κανÜ πολý συνηθισμÝνο üνομα. Λοιπüν, μη μου πεις üτι το επßθετü σου εßναι Μßλερ"!
 -"ΑπλÜ Μýριαμ".
 -"Μα δεν εßναι παρÜξενο";
 -"ΚατÜ κÜποιο τρüπο", εßπε η Μýριαμ και στριφογýρισε τη καραμÝλα πÜνω στη γλþσσα της. Η κυρßα Μßλερ κοκκßνισε και πÞγε αμÞχανα πÝρα-δþθε.
 -"Τι πλοýσιο λεξιλüγιο Ýχεις για τüσο μικρÞ"!
 -"ΑλÞθεια";
 -"Μα ναι", εßπε η κυρßα Μßλερ αλλÜζοντας βιαστικÜ θÝμα. "Σου αρÝσει το σινεμÜ";
 -"Δε ξÝρω", εßπε η Μýριαμ, "δεν Ýχω ξαναπÜει". Γυναßκες Üρχισαν να γεμßζουν το φουαγιÝ και τþρα ακουγüταν μια μακρινÞ βοÞ απü εκρÞξεις βομβþν στα κινηματογραφικÜ επßκαιρα. Η κυρßα Μßλερ σηκþθηκε βÜζοντας τη τσÜντα της υπομÜλης.
 -"ΠρÝπει να βιαστþ αν θÝλω να βρω θÝση", εßπε. "ΧÜρηκα που σε γνþρισα". Η Μýριαμ Ýνευσε ανεπαßσθητα.
     Χιüνιζε üλη την εβδομÜδα. Ρüδες και πüδια διÝσχιζαν αθüρυβα το δρüμο λες κι η ζωÞ συνεχιζüταν κρυφÜ πßσω απü Ýνα αχνü αλλ' αδιαπÝραστο παραπÝτασμα. Μες στη σιωπÞ που 'πεφτε απü ψηλÜ, δεν υπÞρχε ουρανüς Þ γη, μüνο χιüνι που παρασερνüταν απü τον Üνεμο, θÜμπωνε τα τζÜμια, πÜγωνε τις κÜμαρες, νÝκρωνε τη πüλη. ¼λη την ημÝρα Ýπρεπε να 'χεις αναμμÝνη τη λÜμπα κι η κυρßα Μßλερ Ýχασε τις μÝρες. Η ΠαρασκευÞ δεν Þταν αλλιþτικη απü το ΣÜββατο και τη ΚυριακÞ πÞγε στο μπακÜλικο, που φυσικÜ Þταν κλειστü. Εκεßνο το βρÜδυ τηγÜνισε αβγÜ κι Ýφτιαξε τοματüσουπα. Κατüπιν, αφοý φüρεσε μια φανελÝνια ρüμπα και καθÜρισε το πρüσωπü της με κρÝμα, βολεýτηκε καθιστÞ στο κρεβÜτι με μια θερμοφüρα κÜτω απü τα πüδια της. ΔιÜβαζε τους ΤÜιμς üταν χτýπησε το κουδοýνι. Στην αρχÞ νüμισε πως πρÝπει να Þταν λÜθος κι ü,τι üποιος Þταν θα Ýφευγε. Αλλ' üμως χτυποýσε και χτυποýσε, þσπου τα κουδουνßσματα γßναν επßμονο βουητü. Κοßταξε το ρολüι: περασμÝνες Ýντεκα! δεν Þταν δυνατü, πÜντα κοιμüταν στις δÝκα το αργüτερο. Σηκþθηκε και διÝσχισε ξυπüλητη το καθιστικü.
 -"Μισü λεπτü, Ýρχομαι". Η πüρτα Þταν μανταλωμÝνη κι üσο να τη ξεμανταλþσει, το κουδοýνι δεν Ýπαψε στιγμÞ. "ΣταμÜτα", φþναξε. Το μÜνταλο τραβÞχτηκε κι η κυρßα Μßλερ Üνοιξε τη πüρτα μια ιδÝα. "Τι τρÝχει για τ' üνομα του Θεοý";
 -"Γεια", εßπε η Μýριαμ.
 -"Ω... γεια", εßπε η κυρßα Μßλερ και τραβÞχτηκε δισταχτικÜ στο διÜδρομο, "εßσαι κεßνο το κορßτσι".
 -"Νüμιζα üτι δε θ' Üνοιγες ποτÝ, αλλÜ δε τρÜβηξα το δÜχτυλü μου απü το κουδοýνι, γιατß Þξερα πως εßσαι σπßτι. Δε χαßρεσαι που με βλÝπεις"; Η κυρßα Μßλερ δεν Þξερε τι να πει. Η Μýριαμ, εßδε, φοροýσε το ßδιο δαμασκηνß βελοýδινο παλτü και τþρα, ταιριαστü σκοýφο. Τ' Üσπρα της μαλλιÜ Þταν πλεγμÝνα σε δυο λαμπερÝς κοτσßδες και δεμÝνα στις Üκρες με πελþριες Üσπρες κορδÝλες. "Μια και περßμενα τüσο πολý, θα μποροýσες τουλÜχιστον να μ' αφÞσεις να μπω;" εßπε.
 -"Εßναι πολý αργÜ..." Η Μýριαμ τη κοßταξε ανÝκφραστα.
 -"Τι σημασßα Ýχει; 'Ασε με να μπω. ΚÜνει κρýο εκεß Ýξω και φορþ μεταξωτü φουστÜνι". ¾στερα, με μια ευγενικÞ χειρονομßα, παραμÝρισε τη κυρßα Μßλερ και μπÞκε στο διαμÝρισμα. ¸ριξε το παλτü και το σκοýφο της σε μια καρÝκλα. Φοροýσε üντως μεταξωτü φουστÜνι. 'Ασπρο μετÜξι. 'Ασπρο μετÜξι τον ΦλεβÜρη. Η φοýστα Þταν üμορφα πτυχωμÝνη και τα μανßκια μακριÜ. Θρüιζε αχνÜ καθþς τριγýριζε η κοπÝλα στο δωμÜτιο. "Μου αρÝσει το χαλÜκι, το μπλε εßναι το αγαπημÝνο μου χρþμα". 'Αγγιξε Ýνα χÜρτινο τριαντÜφυλλο σ' Ýνα βÜζο στο τραπεζÜκι. "Απομßμηση", σχολßασε μελαγχολικÜ. "Τι θλιβερü. Δεν εßναι θλιβερÝς οι απομιμÞσεις"; ΚÜθισε στον καναπÝ, απλþνοντας με χÜρη τη φοýστα της.
 -"Τι θες;" ρþτησε η κυρßα Μßλερ.
 -"ΚÜτσε", εßπε η Μýριαμ. "Νιþθω νευρικÞ üταν βλÝπω ανθρþπους να στÝκουν". Η κυρßα Μßλερ βοýλιαξε σ' Ýνα πουφ.
 -"Τι θες;" επανÝλαβε
 -"ΞÝρεις, δε νομßζω να χαßρεσαι που Þρθα". Για δεýτερη φορÜ η κυρßα Μßλερ δεν Þξερε τι ν' απαντÞσει, Ýτσι κοýνησε αüριστα το χÝρι. Η Μßτιαμ χαχÜνισε και κÜθισε παραπßσω, πιÝζοντας Ýνα σωρü απü εμπριμÝ βαμβακερÜ μαξιλÜρια. Η κυρßα Μßλερ πρüσεξε πως η κοπÝλα Þταν λιγüτερο χλωμÞ απ' üσο τη θυμüταν. Τα μÜγουλÜ της Þταν φουντωμÝνα.
 -"Πως Ýμαθες που μÝνω"; Η Μýριαμ συνοφρυþθηκε.
 -"Δεν Þταν καμιÜ σπουδαßα υπüθεση. Πως σε λÝνε; Πως με λÝνε";
 -"Μα τ' üνομÜ μου δεν εßναι στον τηλεφωνικü κατÜλογο".
 -"Oχ, ας μιλÞσουμε για κÜτι Üλλο". Η κυρßα Μßλερ εßπε:
 -"Η μητÝρα σου θα 'ναι τρελÞ ν' αφÞνει Ýνα παιδß σαν εσÝνα να τριγυρνÜ τη νýχτα και μÜλιστα με τÝτοια γελοßα ροýχα. Δε θα 'ναι στα συγκαλÜ της". Η Μýριαμ σηκþθηκε και πÞγε σε μια γωνßα üπου Ýνα σκεπασμÝνο κλουβß κρεμüταν με αλυσßδα απü το ταβÜνι. Κοßταξε κλεφτÜ κÜτω απü το κÜλυμμα.
 -"Εßναι Ýνα καναρßνι". εßπε. "Θα σε πεßραζε να το ξυπνÞσω; Θα 'θελα να τον ακοýσω να κελαηδÜ".
 -"Ασ' τον Τüμυ Þσυχο", εßπε ανÞσυχα η κυρßα Μßλερ, "μη τολμÞσεις να το ξυπνÞσεις".
 -"ΕντÜξει", εßπε η Μýριαμ, "αλλÜ δε καταλαβαßνω γιατß να μη μπορþ να τον ακοýσω να κελαηδÜ". Κι ýστερα: "¸χεις τßποτα να φÜω; Πεθαßνω της πεßνας! Ακüμα και σÜντουιτς με μαρμελÜδα και γÜλα, θα Þταν μια χαρÜ".
 -"Κοßτα", εßπε η κυρßα Μßλερ και σηκþθηκε απü το πουφ της, "κοßτα, αν σου ετοιμÜσω μερικÜ νüστιμα σÜντουιτς θα γυρßσεις σα καλü παιδß στο σπßτι σου; ΠρÝπει να 'ναι περασμÝνα μεσÜνυχτα".
 -"Χιονßζει", τη μÜλωσε η Μýριαμ "κι Ýχει σκοτÜδι και παγωνιÜ".
 -"Κατ' αρχÜς, δεν Ýπρεπε να Ýρθεις εδþ", εßπε η κυρßα Μßλερ πολεμþντας να συγκρατÞσει τη φωνÞ της. "Δε φταßω εγþ για τον καιρü. Αν θες να φας κÜτι, πρÝπει να μου υποσχεθεßς üτι θα φýγεις". Η Μýριαμ ακοýμπησε τη μια κοτσßδα στο μÜγουλü της. Τα μÜτια Þταν συλλογισμÝνα, σα να ζýγιαζαν τη πρüταση. Γýρισε προς το κλουβß.
 -"Πολý καλÜ", εßπε, "στο υπüσχομαι".
     Πüσων χρονþν εßναι; ΔÝκα; ¸ντεκα; Μες στη κουζßνα η κυρßα Μßλερ αποσφρÜγισε Ýνα βÜζο μαρμελÜδα φρÜουλα κι Ýκοψε τÝσσερις φÝτες ψωμß. ¸βαλε Ýνα ποτÞρι γÜλα και στÜθηκε να ανÜψει τσιγÜρο. Και γιατß Þρθε; ¸γνεψε αρνητικÜ κρατþντας το σπßρτο, συνεπαρμÝνη, μÝχρι που της Ýκαψε το δÜχτυλο. Το καναρßνι κελαηδοýσε, αλλ' üπως Ýκανε το πρωß και καμμιÜ Üλλη στιγμÞ.
 -"Μýριαμ, σου εßπα να μην ενοχλÞσεις τον Τüμυ". ΚαμμιÜ απÜντηση. Φþναξε ξανÜ και το μüνο που Üκουσε Þταν το καναρßνι. ΤρÜβηξε μια ρουφηξιÜ κι ανακÜλυψε πως εßχε ανÜψει το τσιγÜρο απü το φßλτρο και ...αχ, δεν Ýπρεπε να χÜσει τη ψυχραιμßα της. ΠÞγε το φαÀ σ' Ýνα δßσκο και το ακοýμπησε στο τραπεζÜκι. Πρþτα εßδε πως το κλουβß Þταν ακüμα σκεπασμÝνο κι ο Τüμυ κελαηδοýσε. Αυτü την Ýκανε να νιþσει αλλüκοτα και δεν υπÞρχε κανεßς στο δωμÜτιο. Η κυρßα Μßλερ διÝσχισε το μικρü διÜδρομο που 'βγαζε στη κρεβατοκÜμαρα, αλλÜ στη πüρτα της κüπηκε η ανÜσα. "Τι κÜνεις;"ρþτησε.
     Η Μýριαμ σÞκωσε τα μÜτια κι η ÝκφρασÞ τους δεν Þταν φυσιολογικÞ. Στεκüταν δßπλα στη τουαλÝτα με μια μπιζουτιÝρα ανοιγμÝνη μπρος της. Για μια στιγμÞ περιεργÜστηκε τη κυρßα Μßλερ, αναγκÜζοντÜς τη να τη κοιτÜξει κατÜματα και χαμογÝλασε.
 -"Δεν υπÜρχει τßποτε καλü εδþ", εßπε, "αλλÜ μου αρÝσει αυτÞ". Κρατοýσε μια καρφßτσα με καμÝα. "Εßναι γοητευτικÞ".
 -"ΜÜλλον... νομßζω πως θα 'πρεπε να τη ξαναβÜλεις στη θÝση της", εßπε η κυρßα Μßλερ, νιþθοντας ξÜφνου την ανÜγκη να στηριχτεß κÜπου. Ακοýμπησε στη κÜσα της πüρτας. ¸νιωθε το κεφÜλι της αβÜσταχτα βαρý, κÜτι της πλÜκωνε τη καρδιÜ. Το φως σα να τρεμüπαιζε. "Σε παρακαλþ παιδß μου, εßναι δþρο απü τον Üντρα μου..."
 -"Αλλ' üμως εßναι üμορφη και τη θÝλω", εßπε η Μýριαμ. "Δωσ' τη μου".
     Καθþς η κυρßα Μßλερ στεκüταν, πολεμþντας να πει κÜτι που κÜπως θα Ýσωζε τη καρφßτσα, σκÝφτηκε πως δεν εßχε απü ποιον να ζητÞσει οτιδÞποτε, Þταν μüνη, κÜτι που εßχε πολý καιρü να σκεφτεß, αλλÜ που τþρα πρüβαλλε με τüση Ýνταση μπρος της, που την αποσβüλωσε. Εδþ, στην ßδια της τη κÜμαρα, στη σιωπηλÞ χιονισμÝνη πüλη, υπÞρχαν αποδεßξεις που οýτε να τις αγνοÞσει μποροýσε, οýτε -κατÜλαβε με τρομακτικÞ διαýγεια- να τους αντισταθεß.
     Η Μýριαμ Ýφαγε λαßμαργα κι üταν τα σÜντουιτς και το γÜλα τελεßωσαν, τα δÜχτυλÜ της, με κινÞσεις σα να σχεδßαζαν αραχνιÝς στο πιÜτο, μÜζεψαν τα ψßχουλα. Η καμÝα Ýλαμπε στο φουστÜνι της -το ξανθü προφßλ σαν απατηλü εßδωλο εκεßνης που τη φοροýσε.
 -"¹ταν πολý νüστιμο", εßπε αναστενÜζοντας, "αν και τþρα Ýνα κÝικ με αμýγδαλα, Ýνα κερÜσι γλασÝ, θα Þταν τÝλειο. Τα γλυκÜ εßναι υπÝροχα, δε συμφωνεßς"; Η κυρßα Μßλερ ισορροποýσε πÜνω στο πουφ της καπνßζοντας Ýνα τσιγÜρο. Ο φιλÝς της εßχε στραβþσει και τρßχες εßχανε ξεφýγει και κρÝμονταν στο πρüσωπü της. Τα μÜτια της Þταν ανüητα στυλωμÝνα στο κενü και κοκκινßλες Ýστιζαν τα μÜγουλÜ της, λες κι Ýνα δυνατü χαστοýκι της εßχε αφÞσει μüνιμα σημÜδια. "ΥπÜρχει καθüλου γλυκü... καθüλου κÝικ"; Η κυρßα Μßλερ τßναξε στÜχτη στο χαλß. Το κεφÜλι της ταλαντεýτηκε ελαφρÜ, καθþς προσπαθοýσε να εστιÜσει τη ματιÜ της.
 -"ΥποσχÝθηκες να φýγεις αν Ýφτιαχνα τα σÜντουιτς", εßπε.
 -"Ποπü, αλÞθεια";
 -"Μου το υποσχÝθηκες κι εßμαι κουρασμÝνη και δε νιþθω καθüλου καλÜ".
 -"Μη ταρÜζεσαι", εßπε η Μýριαμ, "απλÜ σε πειρÜζω". ΠÞρε το παλτü της, το κρÝμασε στον πÞχη της και κοιτÜχτηκε σ' Ýνα καθρÝφτη για να φτιÜξει τον σκοýφο της. Κατüπιν Ýσκυψε κοντÜ στη κυρßα Μßλερ και ψιθýρισε: "ΚαληνýχτισÝ με μ' Ýνα φιλß".
 -"Σε παρακαλþ... θα προτιμοýσα να μη το κÜνω", εßπε η κυρßα Μßλερ. Η Μýριαμ ανασÞκωσε τον þμο της κι ýψωσε το φρýδι.
 -"¼πως θÝλεις", εßπε και πÞγε κατευθεßαν στο τραπÝζι, Üδραξε το βÜζο με τα χÜρτινα τριαντÜφυλλα, το πÞγε εκεß που το χαλß δε σκÝπαζε το σκληρü δÜπεδο και το 'ριξε με δýναμη. ΓυαλιÜ τινÜχτηκαν παντοý κι η Μýριαμ ποδοπÜτησε το μπουκÝτο. Κατüπιν πÞγε αργÜ ως τη πüρτα, αλλ' üμως προτοý τη κλεßσει, Ýριξε Ýνα δÞθεν αθþο, πονηρü βλÝμμα γεμÜτο περιÝργεια στη κυρßα Μßλερ.
     Η κυρßα Μßλερ πÝρασε την επüμενη στο κρεβÜτι και δε σηκþθηκε παρÜ μια φορÜ για να ταÀσει το καναρßνι και να πιει Ýνα φλιτζÜνι τσÜι. ΜÝτρησε τη θερμοκρασßα της και δεν εßχε οýτε δÝκατα, ωστüσο τα üνειρÜ της Þταν ταραγμÝνα σα να ψηνüταν στον πυρετü κι η αλλüκοτη αßσθησÞ τους παρÝμενε ακüμη κι üταν η ξαπλωμÝνη κυρßα Μßλερ κοιτοýσε με ολÜνοιχτα μÜτια το ταβÜνι. ¸να üνειρο πλεκüταν με τα υπüλοιπα σα φευγαλÝο μυστηριþδες θÝμα σε περßπλοκη συμφωνßα, με τις σκηνÝς του ολοζþντανες σα σχεδιασμÝνες απü χÝρι προικισμÝνο με ταλÝντο και δýναμη: μια κοπελßτσα που φοροýσε νυφικü και στεφÜνι απü φýλλα Þταν επικεφαλÞς μιας μελαγχολικÞς πομπÞς που κατηφüριζε Ýνα βουνßσιο μονοπÜτι, ασυνÞθιστα σιωπηλÞ, þσπου μια γυναßκα πßσω-πßσω ρþτησε: -"Που μας πηγαßνει"; -"Κανεßς δε ξÝρει", εßπε Ýνας γÝρος που βÜδιζε μπροστÜ, "δεν εßναι σα λουλοýδι απü πÜγο... τüσο λαμπερÞ και λευκÞ";
     Το πρωß της Τρßτης ξýπνησε νιþθοντας καλýτερα. ΕκτυφλωτικÝς δÝσμες ηλιüφωτος, περνþντας γερτÝς μες απü τις περσßδες, διÝλυσαν τις νοσηρÝς φαντασιþσεις της. 'Ανοιξε το παρÜθυρο κι εßδε τη μÝρα Ýξω να 'ναι γλυκιÜ σαν ανοιξιÜτικη και τον πÜγο να 'χει λειþσει. ΚατÜλευκα σουφρωμÝνα σýννεφα απλþνονταν απü τη μια ως την Üλλη του εκτüς εποχÞς απÝραντου, γαλανοý ουρανοý και στην αντικρινÞ μεριÜ της σειρÜς απü χαμηλÝς σκεπÝς, η κυρßα Μßλερ εßδε το ποτÜμι και καπνü ν' ανεβαßνει απü φουγÜρα ρυμουλκþν, καμπυλωτüς στον αγÝρα που φυσοýσε ζεστüς.
     Αφοý συγýρισε το διαμÝρισμα, πÞγε στο μπακÜλικο, εξαργýρωσε μιαν επιταγÞ και κατüπιν πÞγε στο μαγαζß του Σραφτ, üπου προγευμÜτισε φλυαρþντας χαροýμενα με τη σερβιτüρα. Αχ, Þταν υπÝροχη μÝρα, σα γιορτÞ και θα 'ταν αληθινÜ κουτü να πÜει σπßτι. ΠÞρε Ýνα λεωφορεßο στη λεωφüρο ΛÝξινγκτον και πÞγε ως την ΟγδοηκοστÞ ¸κτη οδü, γιατß εßχε αποφασßσει να κÜνει μερικÜ ψþνια εδþ. Δεν εßχε ιδÝα τι Þθελε Þ τι χρειαζüταν, αλλ' απλÜ σεργιÜνισε προσÝχοντας μüνο τους περαστικοýς, που βιαστικοß και συλλογισμÝνοι, της γεννοýσαν μιαν ενοχλητικÞ αßσθηση απομüνωσης.
     ¹ταν καθþς περßμενε στη γωνßα της Τρßτης λεωφüρου που εßδε τον Üντρα. ¹ταν γÝρος, στραβοκÜνης και γερτüς, φορτωμÝνος μ' εξογκωμÝνα πακÝτα και φοροýσε Ýνα Üθλιο καφετß παλτü κι Ýνα καρü κασκÝτο. ΞαφνικÜ η κυρßα Μßλερ συνειδητοποßησε πως χαμογελοýσαν ο Ýνας στον Üλλον, αλλ' üμως δεν υπÞρχε τßποτε φιλικü στο χαμüγελü τους, Þταν απλÜ δυο φευγαλÝα σημÜδια αναγνþρισης. ¹ταν βÝβαιη πως τον εßχε ξαναδεß. Ο Üντρας στεκüταν δßπλα σ' Ýνα στýλο του εναÝριου σιδηρüδρομου και καθþς η κυρßα Μßλερ διÝσχισε τον δρüμο, γýρισε και την ακολοýθησε απü κοντÜ. Με την Üκρη του ματιοý της Ýβλεπε το καθρÝφτισμÜ του να χορεýει στις βιτρßνες. ¾στερα, στο μÝσο του τετραγþνου, κοντοστÜθηκε και στρÜφηκε προς το μÝρος του. Αυτüς στÜθηκεν επßσης κι Ýγειρε το κεφÜλι χαμογελþντας. ΑλλÜ τι μποροýσε να του πει; Να κÜνει; Εδþ, στην Üπλετη λιακÜδα, στην ΟγδοηκοστÞ ¸κτη οδü; ¹ταν μÜταιο και, καταφρονþντας τον ßδιο της τον εαυτü για την αδυναμßα του, τÜχυνε το βÞμα.
     Λοιπüν, η Δεýτερη λεωφüρος εßναι θλιβερüς δρüμος, φτιαγμÝνος απü λογÞς-λογÞς κομμÜτια, αλλοý λιθüστρωτο, αλλοý Üσφαλτος, αλλοý τσιμÝντο κι αποπνÝει μüνιμα μιαν αßσθηση εγκατÜλειψης. Η κυρßα Μßλερ περπÜτησε πÝντε τετρÜγωνα δßχως να συναντÞσει κανÝναν, ενþ την ακολουθοýσε ο σταθερüς θüρυβος των βημÜτων του στο χιüνι. ¼ταν Ýφτασε σ' Ýνα ανθοπωλεßο, ο Þχος Þταν ακüμη πßσω της. ΜπÞκε βιαστικÜ κι εßδε απü τη τζαμüπορτα τον γÝρο να περνÜ. Εßχε τα μÜτια του στυλωμÝνα μπροστÜ και δε βρÜδυνε το βÞμα, αλλÜ Ýκανε κÜτι παρÜξενο κι αποκαλυπτικü: χαιρÝτησε αγγßζοντας το κασκÝτο του.
 -"¸ξι λευκÜ εßπατε;" ρþτησε ο ανθοπþλης.
 -"Ναι", του εßπε, "λευκÜ τριαντÜφυλλα". Απü κει πÞγε σ' Ýνα μαγαζß με γυαλικÜ και διÜλεξε Ýνα βÜζο, ßσως για ν' αντικαταστÞσει κεßνο που 'σπασε η Μýριαμ, αν κι η τιμÞ Þταν τσουχτερÞ και το ßδιο το βÜζο της φÜνηκε κακüγουστο και φανταχτερü. Ωστüσο, μια σειρÜ ανεξÞγητων αγορþν εßχε αρχßσει, σα βÜσει προκαθορισμÝνου σχεδßου, ενüς σχεδßου για τ' οποßο οýτε γνþριζε κÜτι, οýτε μποροýσε να το ελÝγξει. Αγüρασε μια σακοýλα κερÜσια γλασÝ και σ' Ýνα αρτοπωλεßο, που μÜλιστα λεγüταν "Αρτοπωλεßο Φουφοýλα", Ýδωσε σαρÜντα σεντς για Ýξι κÝικ με αμýγδαλα.
     Τη τελευταßα þρα ο καιρüς εßχε κρυþσει ξανÜ. Σα θολωμÝνοι φακοß, χειμωνιÜτικα σýννεφα σκßαζαν τον Þλιο, ο σκελετüς ενüς πρüωρου σοýρουπου χρωμÜτιζε τον ουρανü και μια νοτερÞ ομßχλη ανÜκατη με τον Üνεμο και τις φωνÝς μερικþν παιδιþν που παßζανε πÜνω σε λüφους βρþμικου χιονιοý, Ýδινε μιαν αßσθηση μοναξιÜς και θλßψης. Σýντομα πÝσαν οι πρþτες νιφÜδες κι üταν η κυρßα Μßλερ Ýφτασε στο σπßτι της με τη καφετιÜ πρüσοψη, το χιüνι Ýπεφτε πυκνü κι ορμητικü και τα χνÜρια των ποδιþν, με το που αποτυπþνονταν, χÜνονταν.
     Τα λευκÜ τριαντÜφυλλα Þταν üμορφα βαλμÝνα στο βÜζο. Τα κερÜσια γκλασÝ λÜμπανε σ' Ýνα κεραμικü πιÜτο. Τα κÝικ με αμýγδαλα, πασπαλισμÝνα με ζÜχαρη, περßμεναν κÜποιον να τα φÜει. Το καναρßνι φτεροýγιζε στη κοýνια του και τσιμπολογοýσε σπüρους. Στις πÝντε ακριβþς χτýπησε το κουδοýνι. Η κυρßα Μßλερ Þξερε ποιος Þταν. Με τον ποδüγυρο της ρüμπας της να σÝρνεται, πÞγε προς τη πüρτα.
 -"Εσý εßσαι;" φþναξε
 -"ΦυσικÜ", εßπε η Μýριαμ, με τη λÝξη ν' αντηχεß στριγκÜ απü το διÜδρομο. "'Ανοιξε τη πüρτα".
 -"Φýγε", εßπε η κυρßα Μßλερ.
 -"ΒιÜσου σε παρακαλþ... Κουβαλþ κÜτι βαρý".
 -"Φýγε", εßπε η κυρßα Μßλερ. Γýρισε στο καθιστικü, Üναψε τσιγÜρο κι Üκουσε Þρεμα το κουδοýνι να χτυπÜ ξανÜ και ξανÜ και ξανÜ. "Σε συμβουλεýω να φýγεις. Δε πρüκειται να σου ανοßξω". Σýντομα το κουδοýνι σταμÜτησε. Για κανÜ δεκÜλεπτο η κυρßα Μßλερ δε σÜλεψε. Κατüπιν, μην ακοýγοντας τßποτε, συμπÝρανε πως η Μýριαμ εßχε φýγει. ΠÞγε στη πüρτα, στις μýτες των ποδιþν και την Üνοιξε μιαν ιδÝα. Η Μýριαμ Þταν μισογερμÝνη πÜνω σε μια κοýτα, με μιαν üμορφη Γαλλßδα κοýκλα στην αγκαλιÜ της.
 -"Ουφ, νüμιζα πως δε θα 'ρχüσουν ποτÝ", εßπε θυμωμÝνα. "¸λα, βοÞθα με να βÜλω τοýτο δω μÝσα, εßναι πολý βαρý".
     Νιþθοντας περισσüτερο μια παρÜξενη απÜθεια, παρÜ σα να της εßχανε κÜνει μÜγια, η κυρßα Μßλερ κουβÜλησε μÝσα τη κοýτα κι η Μýριαμ τη κοýκλα. Η Μýριαμ κουλουριÜστηκε στον καναπÝ, δßχως να νοιαστεß να βγÜλει το παλτü Þ τον σκοýφο της και παρακολοýθησεν αδιÜφορα τη κυρßα Μßλερ να ρßχνει την κοýτα και να στÝκει τρÝμοντας και προσπαθþντας να πÜρει ανÜσα.
 -"Σ' ευχαριστþ", εßπε. Στο φως της μÝρας Ýδειχνε κουρασμÝνη κι αδυνατισμÝνη και τα μαλλιÜ της εßχανε χÜσει τη λÜμψη τους. Η Γαλλßδα κοýκλα στην αγκαλιÜ της, φοροýσε μιαν υπÝροχη πουδραρισμÝνη περοýκα και τ' ανüητα γυÜλινα μÜτια της γýρευαν παρηγοριÜ στα μÜτια της Μýριαμ. "Σου 'χω μιαν Ýκπληξη!" συνÝχισε. "Κοßτα μες στη κοýτα".
     Γονατßζοντας η κυρßα Μßλερ, Üνοιξε τη κοýτα κι Ýβγαλε Üλλη μια κοýκλα, κατüπιν Ýνα γαλÜζιο φüρεμα, θυμοýμενη πως Þταν εκεßνο που φοροýσε η Μýριαμ το πρþτο βρÜδυ στον κινηματογρÜφο και για τα υπüλοιπα, εßπε:
 -"¼λα εßναι ροýχα. Γιατß";
 -"Γιατß Þρθα να μεßνω μαζß σου", εßπε η Μýριαμ στριφογυρßζοντας το κοτσÜνι ενüς κερασιοý. "Τι ευγενικü απü μÝρους σου να μου αγορÜσεις κερÜσια"!
 -"Μα δε μπορεßς! Για τ' üνομα του Θεοý, φýγε... φýγε κι Üσε με Þσυχη"!
 -"...και τα τριαντÜφυλλα και τα κÝικ με αμýγδαλα; Αχ τι απλοχεριÜ! ΞÝρεις, αυτÜ τα κερÜσια εßναι πεντανüστιμα. Στο τελευταßο μου σπßτι Ýμενα μ' Ýνα γÝρο που Þταν φτωχüς και δεν εßχαμε ποτÝ καλÜ πρÜματα να φÜμε. ΑλλÜ νομßζω πως θα 'μαι ευτυχισμÝνη εδþ". Σιþπησε για ν' αγκαλιÜσει πιο σφιχτÜ τη κοýκλα της. "Λοιπüν δεßξε μου που να βÜλω τα πρÜγματÜ μου..."
     Το πρüσωπο της κυρßας Μßλερ Ýγινε μια μÜσκα απü Üσχημες κüκκινες γραμμÝς. 'Αρχισε να κλαßει κι Þταν αφýσικο κλÜμα, χωρßς δÜκρυα. λες κι Ýχοντας πολý καιρü να κλÜψει, εßχε ξεχÜσει πως να το κÜνει. ΤραβÞχτηκε προσεκτικÜ þσπου Üγγιξε τη πüρτα.
     ΔιÝσχισε ψηλαφιστÜ τον διÜδρομο και κατÝβηκε τη σκÜλα ως τον κÜτω üροφο. Χτýπησε ξÝφρενα τη πüρτα του πρþτου διαμερßσματος που βρÞκε μπροστÜ της, Ýνας κοντüς κοκκινομÜλλης της Üνοιξε κι η κυρßα Μßλερ τον προσπÝρασε και μπÞκε μÝσα.
 -"Ε, τι συμβαßνει διÜβολε;" της εßπε.
 -"ΤρÝχει κÜτι καλÝ μου;" ρþτησε μια νÝα γυναßκα που βγÞκε απü τη κουζßνα σκουπßζοντας τα χÝρια της. Η κυρßα Μßλερ στρÜφηκε προς αυτÞ.
 -"'Ακου", φþναξε, "ντρÝπομαι που φÝρομαι Ýτσι, αλλÜ, να, εßμαι η κυρßα Χ. Τ. Μßλερ, μÝνω στον επÜνω üροφο και..." πßεσε τα χÝρια της στο πρüσωπü της, "ακοýγεται τüσο γελοßο..." Η γυναßκα την οδÞγησε σε μια καρÝκλα, ενþ ο Üντρας Ýπαιζε νευρικÜ με κÜτι ψιλÜ.
 -"Ναι";
 -"ΜÝνω πÜνω. ¸να κοριτσÜκι μ' επισκÝφτηκε και το φοβÜμαι. Δε θÝλει να φýγει, οýτε μπορþ να τ' αναγκÜσω και... θα κÜνει κÜτι τρομερü. Μου 'κλεψε Þδη τη καρφßτσα μου με τη καμÝα, αλλÜ ετοιμÜζεται να κÜνει κÜτι χειρüτερο... κÜτι τρομερü"! Ο Üντρας ρþτησε:
 -"Εßναι συγγενÞς, ε"; Η κυρßα Μßλερ Ýγνεψε αρνητικÜ.
 -"Δε τη ξÝρω. ΛÝγεται Μýριαμ, αλλÜ δε ξÝρω με σιγουριÜ ποια εßναι".
 -"ΠρÝπει να ηρεμÞσεις, γλυκιÜ μου", εßπε η γυναßκα χαúδεýοντας τη κυρßα Μßλερ στο μπρÜτσο, "ο ΧÜρυ απü δω θα δει τι θÝλει αυτü το παιδß. 'Αντε καλÝ μου". Κι η κυρßα Μßλερ εßπε:
 -"Η πüρτα εßναι ανοιχτÞ. Το 5Α".
     ¼ταν Ýφυγε ο Üντρας, η γυναßκα Ýφερε μια πετσÝτα κι Ýπλυνε το πρüσωπο της κυρßας Μßλερ.
 -"Εßσαι πολý καλÞ", εßπε η κυρßα Μßλερ. "Συγγνþμη για τη κουτÞ συμπεριφορÜ μου, αλλ' αυτü το απαßσιο παιδß..."
 -"Μη στεναχωριÝσαι, γλυκιÜ μου", τη παρηγüρησε η γυναßκα. "Τþρα κοßτα να ηρεμÞσεις". Η κυρßα Μßλερ ακοýμπησε το κεφÜλι της στο λυγισμÝνο της χÝρι, τüσο σιωπηλÞ, που θα μποροýσε να κοιμÜται. Η γυναßκα Üναψε το ραδιüφωνο κι Ýνα πιÜνο και μια βραχνÞ φωνÞ γÝμισαν τη σιωπÞ, με τη γυναßκα να κρατÜ τÝλεια με το πüδι της τον ρυθμü. "ºσως θα πρÝπει ν' ανεβοýμε κι εμεßς", εßπε.
 -"Δε θÝλω να τη ξαναδþ. Δε θÝλω να τη ξαναπλησιÜσω".
 -"Ναι αλλ' αυτü που θα πρÝπει να κÜνεις εßναι να ειδοποιÞσεις την αστυνομßα".
     Τþρα Üκουσαν τον Üντρα στη σκÜλα. ΜπÞκε στο δωμÜτιο συνοφρυωμÝνος, με μεγÜλα βÞματα, ξýνοντας το σβÝρκο του.
 -"Δεν εßναι κανεßς", εßπε αληθινÜ σαστισμÝνος. "ΠρÝπει να το 'σκασε".
 -"ΧÜρρυ, εßσαι βλÜκας", εßπε η γυναßκα. "Τüσην þρα καθüμαστε δω και θα 'χαμε..."
 -"Κοßταξα παντοý", εßπε "και δεν υπÜρχει κανεßς. Κανεßς, καταλαβαßνεις";
 -"Πες μου", εßπε η κυρßα Μßλερ και σηκþθηκε, "πες μου, εßδες Ýνα μεγÜλο κουτß; ¹ μια κοýκλα";
 -"¼χι κυρßα μου". Κι η γυναßκα σα να 'βγαζε την ετυμηγορßα, εßπε:
 -"ºσως ακοýγοντας τις φωνÝς..."
     Η κυρßα Μßλερ μπÞκε σιγÜ στο διαμÝρισμÜ της, πÞγε στο κÝντρο του δωματßου και στÜθηκεν ακßνητη. ¼χι, κατÜ κÜποιο τρüπο δεν εßχε αλλÜξει. Τα τριαντÜφυλλα, τα κÝικ και τα κερÜσια Þταν στη θÝση τους. Αλλ' αυτü Þταν Ýνα Üδειο δωμÜτιο, πιο Üδειο απ' üσο αν Ýλειπαν τα Ýπιπλα και τα μπιμπελü, Üψυχο κι απολιθωμÝνο, σα γραφεßο τελετþν. Ο καναπÝς διαγραφüταν τþρα παρÜξενος κι απειλητικüς μπροστÜ της, Ýτσι Üδειος, φανÝρωνε κÜτι που θα 'τανε λιγüτερο Ýντονο και τρομερü, αν επÜνω του Þταν κουλουριασμÝνη η Μýριαμ. Στýλωσε τα μÜτια εκεß που θυμüταν üτι εßχε αφÞσει το κουτß και για μια στιγμÞ, το πουφ στροβιλßστηκε. Κοßταξε απü το παρÜθυρο. Ναι, το ποτÜμι Þταν αληθινü, ναι, χιüνι Ýπεφτε, αλλ' üμως δε μποροýσε κανεßς να 'ναι βÝβαιος για τßποτε. Η Μýριαμ... την Ýνιωθε τüσο ζωντανÞ εκεß.. που Þταν üμως; Που; Που; Σα να κινεßται σ' üνειρο, σωριÜστηκε σε μια καρÝκλα. Το δωμÜτιο Ýχανε το σχÞμα του. ¹ταν σκοτεινü και σκοτεßνιαζε κι Üλλο κι εκεßνη δε μποροýσε να κÜνει τßποτε, δε μποροýσε να σηκþσει το χÝρι της για ν' ανÜψει τη λÜμπα. 
     ΞαφνικÜ, κλεßνοντας τα μÜτια, Ýνιωσε κÜτι να τη σπρþχνει προς τα πÜνω, σα δýτης που αναδýεται απü πρÜσινα βÜθη. Σε περιüδους τρüμου Þ μεγÜλης αγωνßας, υπÜρχουν στιγμÝς που το μυαλü περιμÝνει σα για μιαν αποκÜλυψη, ενþ Ýνα λεπτü κÜλυμμα ηρεμßας υφαßνεται πÜνω απü τη σκÝψη. Εßναι σαν ýπνος Þ σαν υπερκüσμια καταληψßα και στη διÜρκεια αυτÞς της ανÜπαυλας κανεßς Ýχει συναßσθηση μιας δýναμης γαλÞνιας εκλογßκευσης. Κι αν δε συνÜντησε ποτÝ Ýνα κορßτσι ονüματι Μýριαμ; Αν φοβÞθηκε σαν ανüητη στο δρüμο; ΤελικÜ, üπως οτιδÞποτε Üλλο, δεν εßχε σημασßα. Γιατß το μüνο πρÜγμα που Ýχασε εξ αιτßας της Μýριαμ Þταν η ταυτüτητÜ της, αλλÜ τþρα Þξερε πως εßχε ξαναβρεß τη γυναßκα που ζοýσε σε τοýτο το δωμÜτιο, που μαγεßρευε για την ßδια, που εßχε Ýνα καναρßνι, που Þταν κÜποια την οποßα μποροýσε να εμπιστευτεß και στην οποßα μποροýσε να πιστÝψει: τη κυρßα Χ. Τ. Μßλερ.
     Ακοýγοντας ικανοποιημÝνη, αντιλÞφθηκε Ýνα διπλü Þχο, ενüς συρταριοý γραφεßου που Üνοιγε κι Ýκλεινε και που σα να το Üκουγε πολλÞν þρα αφοý εßχε κλεßσει πια. Ν' ανοßγει και να κλεßνει. ¾στερα, σταδιακÜ, αυτüς ο τραχýς Þχος αντικαταστÜθηκε απü τον ψßθυρο ενüς μεταξωτοý φορÝματος, που, ντελικÜτα αχνüς, ζýγωνε και δυνÜμωνε, þσπου ο παλμüς του Ýκανε τους τοßχους να τρÝμουν κι Ýνα κýμα ψιθýρων Ýκανε το δωμÜτιο να καταρρÝει. Η κυρßα Μßλερ κοκÜλωσε κι ανοßγοντας τα μÜτια αντßκρισε Ýνα θολü κι ευθý βλÝμμα.
 -"Γεια", εßπε η Μýριαμ.




__________________________________________

   Περισσüτερες λεπτομÝρειες, στα ΚλασσικÜ μου: μερικÜ κομμÜτια και βιογραφικü του αγαπημÝνου Τροýμαν Καπüτε. ΠÜντως βρßσκεται στη συλλογÞ "¼λα Τα ΔιηγÞματα" ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ "ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ" και δεν ισχυρßζομαι πως ο συγγραφÝας αυτüς ανÞκει στον χþρο της ΕΦ, μα τοýτο το διÞγημα -κατÜ προσωπικÞ μου γνþμη- στÝκει θαυμÜσια κι εδþ.
              ΠÜτροκλος ΧατζηαλεξÜνδρου

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers