Στα 18 οι πεποιθήσεις μας είναι τα υψώματα
απ’ όπου ατενίζουμε τον κόσμο.
Στα 45 είναι οι σπηλιές
που κρυβόμαστε απ’ αυτόν.

Bιογραφικό
O Φράνσις Σκοτ Κη Φιτζέραλντ (Francis Scott Key Fitzgerald) ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Από τους κύριους εκπροσώπους της αποκαλούμενης Χαμένης Γενιάς (θα ‘λεγα πως και τη περιέγραψε αρκούντως στα γραπτά του) των Αμερικανών λογοτεχνών και θεωρείται γενικότερα ένας από τους μείζονες συγγραφείς του 20ού αι.. Ολοκλήρωσε συνολικά 4 μυθιστορήματα και πλήθος διηγημάτων, ενώ το έργο του έχει μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες.
Γεννήθηκε 24 Σεπτέμβρη 1896 στο Σαιντ Πωλ της Μινεσότα, γιος του Έντουαρντ Φιτζέραλντ και της Μαίρη Μακ Κουίλαν, ιρλανδικής καταγωγής και κόρης Ιρλανδού μετανάστη που απέκτησε σημαντική περιουσία ως παντοπώλης. Η οικογένειά του ανήκε στη μεσαία τάξη και διατηρούσε δεσμούς με τον καθολικισμό, κυρίως λόγω της καταγωγής της μητέρας του. Ο εξάδελφός του, Φράνσις Σκοτ Κι (Francis Scott Key) υπήρξε ο δημιουργός του αμερικανικού εθνικού ύμνου. Τις περιόδους 1898-1901 και 1903-8, έζησε στο Μπάφαλο της Ν. Υόρκης, όπου ο πατέρας του εργάστηκε ως πωλητής για την επιχείρηση Procter & Gamble. Μετά την απόλυσή του το 1908, η οικογένεια επέστρεψε Μινεσότα κι ο Φράνσις γράφτηκε στη σχολή Saint Paul Academy and Summit School όπου φοίτησε το διάστημα 1908-11. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη προπαρασκευαστική σχολή Newman School, στο Χάκενσακ (Hackensack) του Νιου Τζέρσεϊ, για τη περίοδο 1911-12.
Το 1913 ξεκίνησε σπουδές στο Πρίνστον, από τα κορυφαία ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αμερικής. Εκεί γνώρισε τους συγγραφείς και κριτικούς Έντμουντ Γουίλσον και Τζον Πηλ Μπίσοπ, ενώ συμμετείχε στα περιοδικά Princeton Tiger και Nassau Literary Magazine. Είχε μέτριες ακαδημαϊκές επιδόσεις και σε συνδυασμό με την απόφασή του να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, εγκατέλειψε τις σπουδές το 1917, χωρίς να πάρει το πτυχίο. Τον Οκτώβρη του 1917 κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και συμμετείχε στον Α’ Παγκ. Πόλ., οπότε κι εγκατέλειψε για πάντα το Πρίνστον. Ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα The Romantic Egotist όταν εκπαιδευόταν ως αξιωματικός στα στρατόπεδα Zachary Taylor και Sheridan. Όταν το κατέθεσε στον εκδοτικό οίκο Charles Scribner’s Sons, έλαβε ως απάντηση επιστολή, στην οποία αναγνωριζόταν η πρωτοτυπία του αλλά δεν γινότανε δεκτό προς δημοσίευση πριν να υποστεί αναθεωρήσεις. Αργότερα, κατέθεσε 2η φορά το μυθιστόρημα, ωστόσο απορρίφθηκε εκ νέου. Επίσης τη περίοδο της στρατιωτικής εκπαίδευσής του στο Camp Sheridan, Ιούνιο 1918, γνώρισε κι ερωτεύτηκε τη Ζέλντα Σάιρ (Zelda Sayre), κόρη δικαστή. Τον επόμενο χρόνο και μετά τη λήξη του πολέμου, μετακόμισαν μαζί στη Ν. Υόρκη με σκοπό να παντρευτούν. Ο Φιτζέρλαντ εργαζότανe για μία διαφημιστική εταιρεία και παράλληλα έγραφε διηγήματα, ωστόσο δεν έπεισε τη Ζέλντα πως θα ήταν ικανός να συντηρήσει οικονομικά μία οικογένεια, με αποτέλεσμα να διαλυθεί ο αρραβώνας του.
Επέστρεψε στους γονείς του, στο Σαίν Πωλ, προκειμένου να επεξεργαστεί και πάλι το 1ο του μυθιστόρημα. Τελικά, με τον τίτλο Η Άλλη Όψη Του Παραδείσου (This Side of Paradise), έγινε δεκτό προς δημοσίευση από τον Μάξουελ Πέρκινς, των εκδόσεων Charles Scribner’s Sons, την άνοιξη του 1919. Παράλληλα ξεκίνησε να γράφει μικρές ιστορίες για λογοτεχνικά περιοδικά κι έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας. Το μυθιστόρημα, εκδόθηκε στις 26 Μάρτη 1920 και τονε κατέστησε, έναν από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της εποχής του. Η επιτυχία του, είχεν επίσης ως συνέπεια την επανασύνδεσή του με τη Ζέλντα, που τη νυμφεύτηκε μία εβδομάδα μετά την έκδοση του βιβλίου. Μαζί απέκτησαν μία κόρη, τη Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Frances Scott “Scottie” Fitzgerald), γεννημένη 26 Οκτώβρη 1921.
Η 10ετία ’20ς υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξή του. Το 2ο μυθιστόρημα που ολοκλήρωσε, The Beautiful and Damned (Όμορφοι & Καταραμένοι), εκδόθηκε το 1922 ενώ το 1925 εκδόθηκε το κορυφαίο κατά πολλούς (και για μένα) έργο του The Great Gatsby (Ο Μέγας Γκάτσμπυ). Παράλληλα, πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη κι ιδιαίτερα στη γαλλική Ριβιέρα και το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με άλλους εξόριστους Αμερικανούς λογοτέχνες, όπως τον Χέμινγουεϊ, που θαύμαζε. Με τη σειρά του εκείνος έγραψε για το ταλέντο του πως ήτανε: “τόσο φυσικό όσο το σχήμα που αφήνουνε στη σκόνη τα φτερά μιας πεταλούδας“.
Στα τέλη της 10ετίας του ’20, ξεκίνησε να επεξεργάζεται το 4ο μυθιστόρημά του, ωστόσο αναγκάστηκε ν’ αντιμετωπίσει παράλληλα οικονομικές δυσχέρειες αλλά και τη σχιζοφρένεια της συζύγου του που εκδηλώθηκε κείνη την εποχή. Η ψυχική της υγεία παρέμεινε εύθραυστη μέχρι το τέλος της ζωής της. Μετά από νευρική κατάρρευση, το 1930 εισήχθη σε κλινική της Ελβετίας μέχρι το Σεπτέμβρη του 1931 και στη συνέχεια επέστρεψαν μαζί στις ΗΠΑ όπου το 1932 εισήχθη εκ νέου σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης. Την ίδια περίοδο, νοίκιασε τo κτήμα La Paix, στα προάστια της Towson, προκειμένου ν’ αφιερωθεί στο νέο του μυθιστόρημα. Εκδόθηκε τελικά το 1934 με τον τίτλο Tender is the Night (Τρυφερή είναι η νύχτα) κι υπήρξεν εμπορική αποτυχία (δικαίως θα ‘λεγα γω γιατί δεν ήτανε δα κι από τα καλά του). Το 1937, με πολλά οικονομικά προβλήματα να τον βαραίνουν, υπέγραψε συμβόλαιο με τη Metro-Goldwyn-Mayer, 6μηνης διάρκειας και με αμοιβή 1.000 δολάρια τη βδομάδα, σα σεναριογράφος της. Αργότερα ανανέωσε το συμβόλαιο για έναν ακόμα χρόνο, γεγονός που του επέτρεψε ν’ αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες. Εργάστηκε ως σεναριογράφος χωρίς όμως ιδιαίτερην επιτυχία.
Το 1939 ξεκίνησεν επίσης το 5ο μυθιστόρημά του, The Love of the Last Tycoon, βασισμένο στη ζωή του στελέχους Έρβινγκ Τάλμπεργκ και μια προσπάθεια προσέγγισης του κόσμου του Χόλυγουντ και περιγραφής του Αμερικανικού Ονείρου. Το έργο αυτό έμεινε ημιτελές κι εκδόθηκε τελικά, 1η φορά, μετά το θάνατό του, έπειτα από σχετική επιμέλεια των σημειώσεών του, από το φίλο του, Έντμουντ Γουίλσον. Την ίδια περίοδο αποξενώθηκε από τη Ζέλντα, που συνέχισε να ζει σε ιδρύματα ενώ κείνος συνδέθηκε με τη δημοσιογράφο Σίλα Γκρέιαμ. Τότε σταμάτησε τελείως να πίνει κι εργάστηκε με ζήλο στο τελευταίο του μυθιστόρημα. Τέλη Ιουλίου ολοκλήρωσε το Κοσμοπόλιταν που ήτανε και το τελευταίο του σενάριο, που αν και δε γυρίστηκε ποτέ σε ταινία, θεωρήθηκε μετά το θάνατό του, έν από τα καλλίτερα σενάρια που είχε δει ποτέ το Χόλυγουντ.
Ο Φιτζέραλντ υπήρξεν αλκοολικός ήδη από νεαρή ηλικία, ενώ στη 10ετία του ’20, ο προσωπικός του μύθος ήτανε συνδεδεμένος με την ιδιότητα αυτή. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του, ειδικά στα τέλη της 10ετίας του ’30. Το 1940 υπέστη 2 καρδιακές προσβολές. Η τελευταία, στις 21 Δεκέμβρη προκάλεσε και το θάνατό του σε ηλικία μόλις 44 ετών, στα χέρια της Σίλα Γκρέιαμ. Τάφηκε στο Ρόκβιλ και στον ίδιο τάφο, θάφτηκεν αργότερα κι η Ζέλντα Φιτζέραλντ, το 1947.
Η ζωή του συγκεκριμένου ζεύγους, είναι μυθιστόρημα κι η θυελλώδης σχέση τους εξακολουθεί να συγκλονίζει. Η ιστορία του Αμερικανού συγγραφέα Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της συζύγου του Ζέλντα Σέιερ είναι θρυλική. Η σαγηνευτική ακόμα και στα πιο τολμηρά της ξεσπάσματα Ζέλντα, η καλλονή του αμερικανικού Νότου, γνωρίζει το 1918 σ’ ένα χορό το νεαρό υπολοχαγό και πολλά υποσχόμενο συγγραφέα Σκοτ Φιτζέραλντ. Ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Μετά το γάμο τους, ταξιδεύουν από τη Ν. Υόρκη στο Λονδίνο κι από εκεί στο Παρίσι και στη Ριβιέρα, παρασυρμένοι στη δίνη της νέας εποχής, στα όνειρα και στις αυταπάτες της 10ετίας του ’20: ατέλειωτα ξενύχτια, εκκεντρικές διασκεδάσεις, αριστοκρατικά ξενοδοχεία, κοσμικά σαλόνια και θορυβώδη καταγώγια.
Η Ζέλντα Σάιρ όπως ήταν το πατρικό της όνομα γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Φιτζέραλντ το 1918. Το ζευγάρι απέπνεε σαγήνη, η Ζέλντα μια καλλονή του Νότου, ζούσε με τον όμορφο συγγραφέα σύζυγό της μια μυθική ζωή, μια άσωτη ζωή μέσα στα όνειρα και τις αυταπάτες της δεκαετίας του 1920: ατέλειωτα ξενύχτια, εκκεντρικές διασκεδάσεις, αριστοκρατικά ξενοδοχεία, κοσμικά σαλόνια και θορυβώδη καταγώγια.
Η ζωή τους βυθισμένη κι εκείνη μες στο αλκοόλ και τις καταχρήσεις, κάτω από το φανταστικό λούστρο της εποχής κι εκείνους να περιπλανιούνται από πάρτυ σε πάρτυ θυμίζει ακόμα και σήμερα τους ήρωες του μεγάλου Γκάτσμπι. Ο Φιτζέραλντ, βρίσκεται σίγουρα στη καλλίτερη 10ετία της ζωής του και στη πιο δημιουργική περίοδο.
Η Σκότι, η μονάκριβη κόρη τους, μεγαλώνει με τις γκουβερνάντες, στη σκιά των γονιών της. Παράλληλα με τη συγγραφική επιτυχία του Φιτζέραλντ εμφανίζονται και τα πρώτα μελανά σημάδια στη σχέση του με τη Ζέλντα. Το λαμπερό ζευγάρι του ήλιου της Μεσογείου αποξενώνεται. Εκείνος βυθίζεται στο αλκοόλ κι εκείνη παθιάζεται με το χορό, αναζητώντας διέξοδο στη μοναξιά της. Οι έντονοι καβγάδες κι οι μεγάλες δακρύβρεχτες, επανασυνδέσεις των, που είχαν ήδη μεγάλην ένταση, οξύνονται με την απόφασή της να εκδώσει το μυθιστόρημά της Χαρίστε Μου Το Βαλς. Οι απόπειρες αυτοκτονίας της δίνουνε τη θέση τους σε παραισθήσεις, ψυχωτικές κρίσεις και στο γολγοθά των πανάκριβων ψυχιατρικών κλινικών. Η αντίστροφη μέτρηση για μια ζωή σα παραμύθι έχει αρχίσει.
Εξαιτίας της παράφορης ζήλιας που έτρεφε για τη δόξα του Σκοτ, η Ζέλντα επιθυμούσε απεγνωσμένα να αναπτύξει ένα ταλέντο εντελώς δικό της. Όντας επιρρεπής στο ψυχαναγκασμό, απέκτησε εμμονή με το μπαλέτο. Τόσο η πολύωρη εξάσκησή της στο χορό όσο κι η αδιαφορία του συζύγου της, την εξουθενώσανε πνευματικά και σωματικά. Το 1930 μπήκε σε σανατόριο στη Γαλλία, όπου και διεγνώσθη ως σχιζοφρενής. Σήμερα, η πιο πιθανή διάγνωση είναι πως υπήρξε διπολική. Μετά από 15 μήνες εγκλεισμού, επέστρεψε στο πατρικό της. Όταν ο πατέρας της πέθανε, η ψυχική της υγεία άρχισε ξανά να κατρακυλά. Στις αρχές του 1932 βρέθηκε ξανά στο φρενοκομείο. Στα χρόνια της ασθένειάς της, απασχολούσε τον εαυτό της ζωγραφίζοντας και γράφοντας. Σύμφωνα μάλιστα με τη συγγραφέα Τερές Αν Φάουλερ, ο χαρακτηρισμός της τρελλής Ζέλντα είναι επίμονος και καταδικαστικός και πρέπει να σταματήσει να υφίσταται. Εκείνη υποστηρίζει πως η σύζυγος του Σκοτ Φιτζέραλντ ήταν, όχι μόνο σώα, αλλά κι εξαιρετικά αφοσιωμένη στο σύζυγό της.
Η Φάουλερ, που ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο Z: A Novel of Zelda Fitzgerald, φοβούμενη πως θα περάσει ένα χρόνο στη συντροφιά μιας παράφρονος, δηλώνει πλέον πως η έρευνά της αποκάλυψε πως όλα όσα είχε ακούσει στο παρελθόν για την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα είναι ανακριβή. Η Ζέλντα είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια στα 30 της και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της μπαινοβγαίνοντας σε ψυχιατρικά ιδρύματα, πριν το θάνατό της στα 48 της σε άσυλο της Β. Καρολίνα. Η συγγραφέας, όμως, πιστεύει πως η Ζέλντα έχει παρεξηγηθεί, αφού όπως υποστηρίζει, ο όρος σχιζοφρένεια χρησιμοποιείτο τη 10ετία του ’30 ως ταμπέλα σε διάφορες συναισθηματικές δυσχέρειες. Η Φάουλερ καταρρίπτει επίσης τον αστικό μύθο πως η Ζέλντα ήταν μούσα κι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, προκειμένου ο σύζυγός της να γράψει το διάσημο βιβλίο The Great Gatsby, ενώ ισχυρίζεται ότι, ενώ ο Σκοτ δανείστηκε πολλά στοιχεία από τα ημερολόγιά της, οι διαφορές μεταξύ της Ζέλντα και της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, Νταίζυ Μπιουκάναν, είναι μεγάλες.
Στις 10 Μάρτη 1948 πέθανε η Ζέλντα Φιτζέραλντ. Για κείνη δε θα μπορούσε κανείς να γράψει πως ήταν απλώς η γυναίκα ενός διάσημου συγγραφέα. Ήταν η 1η Αμερικάνα flapper, όπως την ονόμασε ο σύζυγός της ως δείγμα μιας μοντέρνας γυναίκας που άκουγε τζαζ και δεν υποκλινότανε στους κανόνες της εποχής. Έζησε μια πολυτάραχη ζωή και μια θυελλώδη σχέση με τον Φ. Σ. Φ., ένα από τους πιο διάσημους Αμερικανούς συγγραφείς, εκπρόσωπο της αποκαλούμενης Χαμένης Γενιάς των Αμερικάνων λογοτεχνών, έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αι. με βιβλία όπως Ο Μεγάλος Γκάτσμπι, Όμορφοι & Καταραμένοι, Τρυφερή Είναι Η Νύχτα κλπ.
Μυθιστορήματα
1920: This Side of Paradise μτφ. Δημήτρης Στεφανάκης, Η Άλλη Όψη Του Παραδείσου
1922: The Beautiful and Damned (Όμορφοι & Καταραμένοι)
1925: The Great Gatsby (Ο Μέγας Γκάτσμπυ)
1934: Tender is the Night (Τρυφερή Είναι Η Νύχτα)
1941: The Love of the Last Tycoon (Ο Έρωτας Του Τελευταίου Μεγιστάνα), ημιτελές, μεταθανάτια έκδοση
Συλλογές διηγημάτων
1921: Flappers and Philosophers (συλλογή 8 διηγημάτων που ο συγγραφέας αφιέρωσε στη Ζέλντα)
-The Offshore Pirate
-The Ice Palace
-Head and Shoulders
-The Cut-Glass Bowl (Το κρυστάλλινο μπωλ)
-Bernice Bobs Her Hair
-Benediction
-Dalyrimple Goes Wrong
-The Four Fists
1922: Tales of the Jazz Age (Ιστορίες από την εποχή της τζαζ)
-The Jelly-Bean
-The Camels Back
-May Day (Πρωτομαγιά)
-Porcelain and Pink, θεατρικό έργο
-The Diamond as Big as the Ritz (Ένα διαμάντι μεγάλο όσο το Ριτζ)
-The Curious Case of Benjamin Button (Η απίστευτη ιστορία του Μπένζαμιν Μπάτον
-Tarquin of Cheapside
-Oh Russet Witch!
-The Lees of Happiness (Τα απομεινάρια της ευτυχίας)
-Mr. Icky
-Jemina
1926: All the Sad Young Men, συλλογή 9 διηγημάτων
-The Rich Boy (Το πλουσιόπαιδο), νουβέλα
-Winter Dreams (Χειμωνιάτικα όνειρα)
-The Baby Party (Το παιδικό πάρτυ)
-Absolution
-Rags Martin-Jones and the Prince of Wales
-The Adjuster
-Hot and Cold Blood
-The Sensible Thing
-Gretchens Forty Winks (Οι σαράντα ύπνοι της Γκρέτχεν)
1935: Taps at Reveille Συλλογή 18 διηγημάτων. Όλα πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό The Saturday Evening Post, από 1928 ως 1931
-The Scandal Detectives
-The Freshest Boy
-He Thinks Hes Wonderful
-The Captured Shadow
-The Perfect Life
-First Blood
-A Nice Quiet Place
-A Woman with a Past (Ζοζεφίν, μια γυναίκα με παρελθόν)
–Crazy Sunday (Τρελλή Κυριακή)
-Two Wrongs
-The Night of Chancellorsville
-The Last of the Belles (Η τελευταία των ωραίων)
-Majesty
-Family in the Wind
-A Short Trip Home
-One Interne
-The Fiend
-Babylon Revisited (Επιστροφή στη Βαβυλώνα)
1962: The Pat Hobby Stories, μεταθανάτια έκδοση συλλογής 17 διηγημάτων πρωτοδημοσιευμένων στο περιοδικό Esquire από το Γενάρη 1940 ως και το Μάη 1941. Απ’ αυτή τη συλλογή κυκλοφορούν στα Ελληνικά τα διηγήματα:
-A Patriotic Short (Μια μικρού μήκους πατριωτική ταινία) μτφ. Γιάννης Λάμψας (βιβλίο Η τελευταία των ωραίων κι άλλες ιστορίες, εκδ. “Ροές”, 2016)
-Two Old-Timers (Δυο παλιές καραβάνες)
-Teamed with Genius (Δουλεύοντας με μια μεγαλοφυία)
1989: The Short Stories of F. Scott Fitzgerald, μεταθανάτια έκδοση συλλογής 43 διηγημάτων. Από αυτή τη συλλογή κυκλοφορούν στα Ελληνικά τα διηγήματα:
-The Bridal Party (Το γαμήλιο πάρτυ)
-Afternoon of an Author (Το απόγευμα του συγγραφέα)
-Financing Finnegan (Χρηματοδοτώντας τον Φίννεγκαν)
-The Lost Decade (Η χαμένη δεκαετία)
2017: Id Die For You. And Other Lost Stories
The Princeton Tiger 1917
The Vegetable, (θεατρικό) 1923
The Crack-Up, (δοκίμια και διηγήματα) 1943
ΡΗΤΑ
* Μου αρέσουν οι άνθρωποι και μου αρέσει να τους αρέσω, αλλά κρατώ τη καρδιά μου εκεί που την έβαλε ο Θεός: μέσα μου.
* Το να έχεις μέσα σου και τις δύο όψεις ενός πράγματος και παρ’ όλα αυτά να μπορείς να λειτουργείς, αυτό είναι η ιδιοφυΐα.
* Δεν θα σε φιλήσω. Μπορεί να μου γίνει συνήθεια και δεν μπορώ να απαλλαγώ από συνήθειες.
* Στα δεκαοχτώ, οι πεποιθήσεις μας είναι υψώματα απ’ όπου ατενίζουμε. Στα σαράντα πέντε, είναι σπηλιές όπου κρυβόμαστε.
* Οι καινούργιοι φίλοι συχνά μπορεί να περνούν καλλίτερα μαζί, παρά οι παλιοί φίλοι.
* Διαγράψτε όλ’ αυτά τα θαυμαστικά. Ένα θαυμαστικό είναι σαν να γελάς ο ίδιος με το δικό σου αστείο.
* Είναι στα τριάντα μας που θέλουμε φίλους. Στα σαράντα μας ξέρουμε πως δεν θα μας σώσουν περισσότερο απ’ όσο η αγάπη.
* Είμαι αργόστροφος και γεμάτος με εσωτερικούς κανόνες που ενεργούνε σα φρένο στις επιθυμίες μου.
* Η ζωή μας καθορίζεται από ευκαιρίες, ακόμα και απ’ αυτές που χάνουμε.
* Δεν θέλω να επαναλάβω την αθωότητά μου. Θέλω την ηδονή να τη χάσω ξανά.
* Δείξε μου έναν ήρωα και θα σου γράψω μια τραγωδία.
* Θα σου πω κάτι για τους πολύ πλούσιους: Είναι διαφορετικοί από εμένα κι από εσένα.
* Δεν ήμουν πραγματικά ερωτευμένος, αλλά αισθανόμουν ένα είδος τρυφερής περιέργειας. (Μεγάλος Γκάτσμπυ)
* Ένας συγγραφέας πρέπει να γράφει για τους νέους της γενιάς του, τους κριτικούς της επόμενης γενιάς και για τους δασκάλους από κει και πέρα.
* Για ένα βαθιά απαισιόδοξο άνθρωπο, το να βρίσκεται σε κίνδυνο δεν είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντικό.
* Αισιοδοξία είναι η παρηγοριά μικρών ανθρώπων σε μεγάλες θέσεις.
* Ελπίζω να είναι ανόητη· αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει ένα κορίτσι σ’ αυτόν τον κόσμο: να είναι μια όμορφη μικρή ανόητη. (Μεγάλος Γκάτσμπυ)
* Τίποτε δεν είναι τόσο απεχθές όσο η καλή τύχη των άλλων.
* Καμμιά μεγάλη ιδέα δεν γεννήθηκε ποτέ σε ένα συνέδριο, αλλά πολλές ανόητες ιδέες έχουν πεθάνει εκεί.
* Η ζωτικότητα δεν φαίνεται μόνο στη δυνατότητα να επιμένεις, αλλά και στη δυνατότητα να μπορείς να ξεκινάς πάλι από την αρχή.
* Ποτέ μη μπερδεύεις μια μεμονωμένη ήττα με μια τελική ήττα.
* Η Ελβετία είναι μια χώρα όπου πολύ λίγα πράγματα αρχίζουν, αλλά πολλά πράγματα τελειώνουν.
* Με τι θα ασχοληθούμε το απόγευμα; Και την επόμενη μέρα, και μετά τριάντα χρόνια;
* Τα πρόσωπα των περισσότερων Αμερικανίδων πάνω από τα τριάντα είναι ανάγλυφοι χάρτες μιας ευερέθιστης και απορημένης δυστυχίας.
* Δεν είναι κόλαφος για εσένα όταν οι άνθρωποι είναι αγενείς. Είναι κόλαφος γι’ αυτούς που έχουν γνωρίσει πριν.
* Όταν ήμουν μικρός και πιο ευάλωτος ο πατέρας μου μού έδωσε μια συμβουλή που τριγυρίζει στο μυαλό μου από τότε: Όποτε αισθάνεσαι έτοιμος να κατακρίνεις κάποιον, να θυμάσαι ότι δεν είχαν όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο τα δικά σου πλεονεκτήματα. (η 1η φράση από τον Μεγάλο Γκάτσμπυ).========================
Τρελλή Κυριακή
Ήτανε Κυριακή, μια μέρα όχι συνηθισμένη, μα ένα κενό ανάμεσα σε δυο άλλες μέρες. Πίσω τους ήταν οι λήψεις και τα σκηνικά, οι ατέλειωτες αναμονές κάτω απ’ το γερανό που κρεμότανε το μικρόφωνο, τα εκατοντάδες καθημερινά μίλια με αυτοκίνητα που διασχίζανε μπρος-πίσω μια κομητεία, οι μάχες ανάμεσα σε ανταγωνιστικές ευφυίες στις αίθουσες συνδιασκέψεων, ο αδιάκοπος συμβιβασμός, η σύγκρουση και το άγχος πάμπολλων ανθρώπων που μάχονται για τη ζωή τους. Και τώρα Κυριακή, με τη προσωπική ζωή ν’ αρχίζει απ’ την αρχή, με μια φωτερήν έξαψη σε μάτια που γλαρώναν από μονοτονία το προηγούμενο απόγευμα. Σιγά-σιγά, καθώς λιγοστεύαν οι ώρες, ξυπνούσανε σαν τον Πάπενφιν, το σκυλάκι μες σ’ ένα κατάστημα παιγνιδιών: μια έντονη συνομιλία σε κάποια γωνιά, εραστές που εξαφανίζονταν για ν’ αγκαλιαστούνε σ’ ένα χωλλ. Κι η αίσθηση κείνη του “Βιάσου, δεν είναι πολύ αργά, αλλά για τ’ όνομα του Θεού, βιάσου, προτού εξαντληθούν οι βλογημένες σαράντα ώρες της σχολής“.
Ο Τζόελ Κόουλς έγραφε συνέχεια. Ήταν εικοσιοχτώ ετών και το Χόλυγουντ δεν τον είχεν ακόμα λυγίσει. Αφ’ ότου έφταασε, πριν έξι μήνες, είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει θέση κι υπέβαλε με ενθουσιασμό τις σκηνές από τα σενάριά του. Αναφερότανε στον εαυτό του με σεμνότητα σα να ‘ταν ένας άνθρωπος συνηθισμένος, μα στη πραγματικότητα δεν το εννοούσε. Η μητέρα του υπήρξε πετυχημένη ηθοποιπός. Ο Τζόελ είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στο Λονδίνο καιτη Νέα Υόρκη, πασχίζοντας να ξεχωρίσει το πραγματικό από το μη, ή τουλάχιστον μαντεύοντάς το. Ήταν όμορφος άντρας με κείνα τα πρόσχαρα καστανά μάτια της αγελάδας που το 1913 μαγεύανε το κοινό μες απ’ το πρόσωπο της μητέρας του.
Όταν ήρθε η πρόσκληση σιγουρεύτηκε πια πως έφτανε κάπου. Συνήθως δεν έβγαινε έξω τις Κυριακές. Έμενε σπίτι πάιρνοντας μάλιστα μαζί του και δουλειά. Πρόσφατα του ‘χαν αναθέσει ένα θεατρικό έργο του Ο’ Νηλ, προορισμένο για μια πολύ σπουδαία πράγματι ηθοποιό. Ό,τι είχε κάνει ως τώρα είχε ευχαριστήσει τον Μάιλς Κόλμαν -κι αυτός ήταν ο μόνος σκηνοθέτης απ’ το σωρό που δεν εργαζόταν μ’ επίβλεψη κι ο μόνος που ήταν υπεύθυνος για τις επαφές με τους ανθρώπους του χρήματος. Το καθετί στη καρριέρα του Τζόελ ηχούσε καταπληκτικά. (“Η γραμματέας του κυρίου Κάλμαν στο τηλέφωνο. Ο κύριος Κάλμαν σας προσκαλεί για τσάι από τις τέσσερεις ως τις έξι τη Κυριακή… μένει στο Μπέβερλι Χιλς, αριθμός…”)
Ο Τζόελ ένιωθε κολακευμένος. Στο πάρτυ θα ήταν άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας. Με τη πρόσκληση αυτή τιμούσαν ένα πολλά υποσχόμενο νέο. Οι εκλεκτοί της Μάριον Ντέιβις, τα ψηλά καπέλλα, τα μεγάλα πορτοφόλια, ίσως κι η Μάρλεν Ντίτριχ κι η Γκάρμπο κι ο Μαρκήσιος, άνθρωποι που δεν τους έβλεπες παντού, θα βρίσκονταν πιθανόν στου Κάλμαν. “Δεν θα πω τίποτα” αποφάσισε. Ο Κάλμαν ήτανε γνωστό πως είχε σιχαθεί όλους εκείνους που πίνανε και γίνονταν νούμερο και πίστευε πως ήτανε κρίμα που το σινεμά δεν μπορούσε χωρίς αυτούς. Παραδεχότανε πως πίνανε πάρα πολύ. Έπινε κι ο ίδιος, αλλά δεν θα ΄πινε τίποτα σήμερα τ’ απόγευμα. Ευχόταν μέσα του να μπορούσε ο Μάιλς να τον ακούσει να λέει μετριόφρονα και σταθερά: “Όχι, ευχαριστώ!” όταν θα περνούσαν από μπροστά του τα κοκταίηλς.
…
Το σπίτι του Μάιλς Κάλμαν ήτανε χτισμένο για μεγάλες στιγμές συγκινήσεων… υπήρχε μια αίσθηση ακουστικής, σάμπως μες στη σιγή της μακρινής θέας του να κρυβόταν αθέατο κάποιο κοινό, μα σήμερα το απόγευμα ήτανε κατάμεστο, λες κι οι ανθρώποι δεν είχαν έρθει επειδή τους προσκαλέσαν μα επειδή τους διατάξανε. Ο Τζόελ παρατήρησε με περηφάνεια ότι μόνο δυο άλλοι συγγραφείς από το στούντιο ήτανε παρόντες στο πάρτυ, ένας εξευγενισμένος Άγγλος και προς μεγάλη του έκπληξη, ο Νατ Κίο, που είχε προκαλέσει τα έντονα σχόλια του Κάλμαν για το πιοτό. Η Στέλλα Κάλμαν (Στέλλα Γουώκερ φυσικά) δεν ξεμάκρυνε στιγμή από το πλευρό του Τζόελ για να μιλήσει και στους άλλους καλεσμένους της. Χασομερούσε, τον κοίταζε με κείνο τ’ όμορφο βλέμμα που ζητά κάποιο είδος αναγνώρισης κι αυτός ρίχτηκε γρήγορα στη θεατρική επιτηδειότητα που κληρονόμησε απ’ τη μητέρα του.
-“Τί να σου πω; Μοιάζεις με δεκαεξάχρονη κοπελλίτσα. Αλήθεια, που είναι το κουβαδάκι σου“;
Εκείνη έδειξε να το χάρηκε. Εκείνος ένιωσε πως κάτι έπρεπε να πει ακόμα, κάτι που θα ΄δειχνε άνεση και σιγουριά. Την είχε πρωτογνωρίσει τότε που εκείνη αγωνιζόταν να πετύχει ένα μικρό ρόλο στη Νέα Υόρκη. Εκείνη τη στιγμή, ένας δίσκος γεμάτος κοκταίηλς γλύστρησε ανάμεσά τους κι η Στέλλα έβαλε ένα ποτήρι στο χέρι του.
-“Όλοι φοβούνται έτσι δεν είναι;” είπε αυτός κοιτώντας αφηρημένα. “Όλοι κοιτάζουν όλους περιμένοντας κανένα στραβοπάτημα ή πασχίζουν να σιγουρευτούν ότι βρίσκονται με ανθρώπους που τους εκτιμούν. Αυτό φυσικά στο σπίτι σου δεν ισχύει“, είπε βιαστικά προσπαθώντας να καλύψει τη γκάφα του. “Εννοούσα γενικά… στο Χόλλυγουντ“. Η Στέλλα συμφώνησε. Παρουσίασε κάμποσους ανθρώπους στον Τζόελ σα να ΄τανε πρόσωπο πολύ σημαντικό. Αυτός αφού σιγουρεύτηκε πως ο Μάιλς ήτανε στην άλλη μεριά της αίθουσας, ήπιε το κοκταίηλ. “Απόκτησες παιδί λοιπόν;” της είπε. “Καιρός για επιβεβαίωση. Μια όμορφη γυναίκα, αφου αποκτήσει το πρώτο της παιδί, είναι πολύ ευάλωτη επειδη θέλει να σιγουρευτεί για τη γοητεία της. Πρέπει να εξασφαλίσει την απόλυτη αφοσίωση κάποιου άντρα, για ν΄αποδείξει στον εαυτό της πως δεν έχει να χάσει τίποτε“.
-“Ποτέ δεν είχα την απόλυτη αφοσίωση κανενός“, είπε αυτή κάπως μνησίκακα.
-“Φοβούνται τον άντρα σου“.
-“Έτσι νομίζεις“;
Η ιδέα την έκανε να ζαρώσει το μέτωπό της. Έπειτα η κουβέντα διακόπηκε τη στιγμή ακριβώς που θα είχε διαλέξει κι ο Τζόελ. Η προσοχή που του ‘δωσε, του ‘χε εμπνεύσει αυτοπεποίθηση. Δεν ένιωθε καμμιά ανάγκη να προσκολληθεί σε κάποια συντροφιά, να γλυστρήσει δειλά και να καταφύγει κάτω απ’ τα προστατευτικά φτερά κάποιων γνωστών του, όπως είχε δει να κάνουνε κάποιοι άλλοι γύρω του. Προχώρησε στο παράθυρο και κοίταξε έξω τον Ειρηνικό, άχρωμο μέσα στο ράθυμο ηλιοβασίλεμά του. Ήταν όμορφα εδώ, αμερικανική Ριβιέρα και τα παρόμοια, μόνο που δεν υπήρχε χρόνος να τη χαρεί κανείς. Οι όμορφοι, καλοντυμένοι άντρες μέσα στην αίθουσα, τα γοητευτικά κορίτσια κι οι… τέλος πάντων, τα γοητευτικά κορίτσια. Δεν ήτανε δυνατό να τα ‘χεις όλα.
Είδε το δροσερό, αγορίστικο πρόσωπο της Στέλλας με το κουρασμένο ματόκλαδο, που κάπως έγερνε πάντα από το ένα μάτι, να περιφέρεται ανάμεσα στους καλεσμένους της και του ‘ρθε επιθυμία να κάτσει μαζί της να μιλήσουνε με τις ώρες, σα να ΄τανε μια απλή κοπέλλα κι όχι ένα όνομα. Την παρακολούθησε για να δει αν έδινε σε κανέναν άλλο τη προσοχή που ‘χε δείξει σ’ αυτόν. Πήρε κι άλλο κοκταίηλ, όχι επειδή χρειαζόταν αυτοπεποίθηση, μα επειδή εκείνη, η Στέλλα, του ‘χε χαρίσει τόση! Έπειτα κάθισε πλάι στη μητέρα του σκηνοθέτη.
-“Ο γιός σας έχει γίνει θρύλος κυρία Κάλμαν… Μαντείο, Άνθρωπος της Μοίρας, και τα παρόμοια. Προσωπικά είμαι αντίθετος μα είμαι μειοψηφία. Τί γνώμη έχετε γι’ αυτόν; Σας έχει εντυπωσιάσει; Σας αφήνει έκπληκτη με το που έχει φτάσει“;
-“Όχι, δεν νιώθω καμμιά έκπληξη“, είπε κείνη ήρεμα. “Πάντα περιμέναμε πολλά από τον Μάιλς…“.
Ο Τζόελ πήγε και στάθηκε όρθιος στο μπαρ της τραπεζαρίας μαζί με τον μπεκρούλιακα, καλαμπουρτζή κι αδρά πληρωμένο Ντα Κίο.
-“…Φέτος κέρδισα χίλια δολλάρια στο χαρτιά και προσέλαβα ένα μάνατζερ“.
-“Ατζέντη εννοείς¨, του υπέδειξε ο Τζόελ.
-“Όχι. ‘Εχω κι απ’ αυτόν. Εννοώ μάνατζερ. Μεταβιβάζω τα πάντα στη γυναίκα μου κι έπειτα αυτός κι η γυναίκα μου τα αξιοποιούν και μου δίνουνε τα λεφτά μου. Τονε πληρώνω πέντε χιλιάδες το χρόνο, για να μου γυρίζει τα λεφτά μου πίσω“.
-“Εννοείς ο ατζέντης σου“.
-“Όχι, ο μάνατζέρ μου εννοώ και δεν είμαι ο μόνος… υπάρχουνε κι άλλοι αναξιόπιστοι σαν εμένα που τον έχουνε προσλάβει“.
-“Τότε αφού είσαι αναξιόπιστος, πως είσαι ταυτόχρονα αρκετά αξιόπιστος για να προσλάβεις ένα μάνατζερ“;
-“Είμαι αναξιόπιστος με τα χαρτιά. Άκου να δεις…“
Κάποιος τραγουδιστής άρχισε να τραγουδά κι ο Νατ κι ο Τζόελ προχωρήσανε προς τα ‘κει μαζί με τους άλλους για ν’ ακούσουν.
Το τραγούδι έφτανε αόριστα στον Τζόελ. Ένιωθε μέσα του ευτυχισμένος και γεμάτος φιλικά αισθήματα απέναντι σ’ όλον αυτό τον κόσμο που είζε συγκεντρωθεί εκεί, κόσμος των επιχειρήσεων και του σινεμά, ανώτερος απ’ τους αστούς, που δέσποζε από μια περίοπτη θέση σ΄ένα έθνος που μια δεκαετία τώρα, το μόνο που επιζητούσε ήτανε να γλεντά. Του αρέσανε… τους αγαπούσε. Μεγάλα κύματα ευφορίας τονε συνεπήρανε.
Καθώς τελείωνε ο τραγουδιστής το νούμερό του κι ο κόσμος πλησίαζε ν’ αποχαιρετήσει την οικοδέσποινα, ο Τζόελ είχε μιαν ιδέα. Θα τους παρουσίαζε ένα δικό του νούμερο, το “Διαφημίζοντας”. Ήταν η μόνη κοσμική επίδειξη που ‘χε διασκεδάσει πολλούς σε πολλά πάρτυ και θα ευχαριστούσε ίσως και τη Στέλλα Γουώρεν. Ανοίγοντας δρόμο με τους αγκώνες του και με το αίμα του να χτυπά στη σκέψη πως σε λίγο θα συγκέντρωνε πάνω του όλα τα βλέμματα, έψαξε να τη βρει.
-“Φυσικά“, αναφώνησε αυτή, “παρακαλώ, χρειάζεσαι τίποτα“;
-“Κάποια πρέπει να κάνει τη γραμματέα μου, αυτήν που υποτίθεται θα κάνω υπαγόρευση“.
-“Εγώ θα τη κάνω“.
Καθώς διαδόθηκε το πράγμα στους υπόλοιπους οι καλεσμένοι που φορούσανε κι όλας τα πανωφόρια τους στο χωλλ για να φύγουνε, ξαναγυρίσανε κι ο Τζόελ ήρθε αντιμέτωπος με τα μάτια πολλών ξένων. Είχε ένα ακαθόριστο προαίσθημα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πως ο άνθρωπος που τραγούδησε πριν ήτανένας διάσημος τραγουδιστής του ραδιοφώνου. Έπειτα κάποιος έκανε “σσσσς” κι ο Τζόελ έμεινε μόνος με τη Στέλλα στο κέντρο ενός μακάβριου ημικυκλίου, σάμπως να ‘χανε κυκλωθεί από Ινδιάνους. Η Στέλλα του χαμογέλασε περιμένοντας… κι ο Τζόελ άρχισε.
Το μπουρλέσκ ευφυολόγημά του βασιζότανε πάνω στη περιορισμένη πνευματικότητα του κυρίου Ντέηβ Σίλβερστάιν, ενός ανεξάρτητου παραγωγού. Υποτίθεται πως υπαγόρευε ένα γράμμα, που συνόψιζε σε γενικές γραμμές, ένα σενάριο που ‘χε αγοράσει.
“…Μια ιστορία διαζυγίου, οι νέοι δημιουργοί κι η Λεγεώνα Των Ξένων“, άκουσε τη φωνή του να λέει μιμούμενος τον Σιλβερστάιν. “Μα πρέπει να τη διαφημίσουμε, καταλαβαίνετε“;
Κρύο νερό τονε περίλουσε. Τα πρόσωπα που τονε τριγύριζαν μες στο γλυκά διαχεόμενο φως τον παρακολουθούσαν αλλά δεν έσκαγε ούτε ένα χείλι, ούτε ένα χαμόγελο πουθενά. Μπρος του ακριβώς, ο Μέγας Εραστής της οθόνης τον ατένιζε μ’ ένα μάτι τόσον αιχμηρόν όσο το μάτι μιας πατάτας. Μόνον η Στέλλα τονε κοίταζε μ’ ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο που δεν έσβηνε ποτέ. “Αν τον κάνουμε ένα τύπο α λα Μενζού, τότε θα ‘χουμε κάτι σαν Μάικλ Άρλεν, μόνο που η ατμόσφαιρα θα θύμιζε Χονολουλού“. Μπρος, ούτε μια σύσπαση στα πρόσωπα, μα πίσω του ακουστήκανε ψίθυροι και διέκρινε καθαρά μια μετακίνηση προς τ\ αριστερά. προς την έξοδο. “…Έπειτα αυτή λέει πως νιώθει γι’ αυτόν εκείνο το σεξ απήλ κι εκείνος φλέγεται και λέει: Προχώρα λοιπόν και φάε το κεφάλι σου“.
Σε κάποιο σημείο άκουσε τον Κίο να χαχανίζει ενώ που και που έπιανε το μάτι του μερικά ενθαρρυντικά πρόσωπα, μα καθώς τέλειωσε είχε την αποκαρδιωτική αίσθηση πως είχε γελοιοποιηθεί μπρος σ’ ένα σπουδαίο μέρος του κόσμου του θεάματος, που απ’ τα γούστα του εξαρτιόταν η καρριέρα του. Για μια στιγμή αισθάνθηκε πως βρισκότανε στο κέντρο μιας αμήχανης σιγής που την έσπασε η μετακίνηση προς την έξοδο. Ένιωσε το υπόλοιπο χλευαστικό ρεύμα του κουτσομπολιού που άρχιζε κιόλας να κυλά. Έπειτα -κι όλα γίνανε σε διάστημα μερικών δευτερολέπτων- ο Μέγας Εραστής με το μάτι σκληρό κι άδειο σαν το μάτι της βελόνας, φώναξε “Ουυυ!” με μια φωνή γιουχαΐσματος που απηχούσε και τη διάθεση των αλλων. Ήταν η περιφρονητική στάση του επαγγελματία στον ερασιτέχνη, της συντεχνίας απέναντι στον παρείσακτο, στον έκπτωτο της φυλής.
Μόνον η Στέλλα Γουώκερ στεκότανε πάντα κοντά του και τον ευχαριστούσε σα να ‘χε σημειώσει ανεπανάληπτη επιτυχία, σα να μην είχε αντιληφθεί πως σε κανένα δεν άρεσε. Καθώς ο Νατ Κίο βοηθούσε να φορέσει το πανωφόρι του, ένα μεγάλο κύμα αυτοσιχασιάς τονε πλημμύρισε και γαντζώθηκε απεγνωσμένα στον απαράβατο κανόνα του να μη προδίδει ποτέ ένα κατώτερο συναίσθημα ώσπου να πάψει πια να το νιώθει.
-“Φιάσκο” είπε ανέμελα στη Στέλλα. “Δεν πειράζει, είναι καλό νούμερο αν ξέρουν να το εκτιμήσουνε. Σ’ ευχαριστώ για τη συνεργασία σου“.
Το χαμόγελο δεν έφευγε απ’ το πρόσωπό της… Ο Τζόελ υποκλίθηκε κάπως μεθυσμένα κι ο Νατ τον έσυρε στην έξοδο.
…
Το πρόγευμα τον έκανε να ξυπνήσει σ’ ένα θρυμματισμένο και σπασμένο κόσμο. Χτες ήταν ο εαυτός του, μια σπίθα σε μια φωτιά, σήμερα ένιωθε πως είχε βουλιάξει κάτω από μια τεράστια απώλεια απέναντι στα πρόσωπα κείνα, απέναντι στην ατομική χλεύη και τον ομαδικό εμπαιγμό.
Κι ακόμα χειρότερα, στα μάτια του Μάιλς Κάλμαν είχε γίνει νούμερο σαν εκείνους που σιχαινότανε, τους δίχως ίχνος αξιοπρέπειας που ο Κάλμαν λυπότανε μέσα του που ‘ταν αναγκασμένος να τους χρησιμοποιεί. Τη γνώμη της Στέλλας δεν τολμούσε να τη φανταστεί, έτσι που την υπέβαλλε στο μαρτύριο να διατηρήσει την αβρότητα και την ευγένεια της οικοδέσποινας. Το στομάχι του σταμάτησε να γουργουρίζει, ξανάβαλε τα τηγανητά του αυγά στο τραπεζάκι του τηλεφώνου κι έγραψε:
Αγαπητέ Μάιλς,
Φαντάζεσαι υποθέτω, τη βαθειά αηδία που αισθάνομαι για τον εαυτό μου. Παρεκτράπηκα και μάλιστα στις έξι το απόγευμα, μες στο άπλετο φως! Θεέ μου! Ζητώ συγγνώμη από τη γυναίκα σου.
Δικός σου
Τζόελ Κόουλς
Ο Τζόελ βγήκε απ’ το γραφείο του μόνο και μόνο για να γλυστρήσει ένοχα, σα κακούργος, ως το καπνοπωλείο. Τόσο ύποπτο ήτανε το βάδισμά του, ώστε ένας απ’ τους αστυνομικούς του στούντιο του ζήτησε την άδεια εισόδου. Είχεν αποφασίσει να φάει έξω, όταν τονε πρόφτασε, ζωηρός και κεφάτος ο Νατ Κίο.
-“Τί εννοείς αποσύρεσαι οριστικά; Επειδή σε γουχάισε ένας ξιπασμένος και τι έγινε δηλαδή; Άκου“, συνέχισε ο Νατ, παρασύροντας τον Τζόελ στο εστιατόριο του στούντιο κι άρχισε να του λέει μια διασκεδαστική ιστορία για το τι έπαθε σε μια πρεμιέρα του στο Γκρόμαν ο Τζο Σκουάιρς καθώς υποκλινότανε στο κοινό. Το κέφι του Τζόελ έφτιαξε κάπως και βρήκε μια σκυθρωπή παρηγοριά κοιτάζοντας τη παρέα στο πλαϊνό τραπέζι, τα θλιμμένα, αξιαγάπητα Σιαμαία, τους κακούς νάνους, τον υπερήφανο γίγαντα απ’ τη ταινία του τσίρκου. Ρίχνοντας όμως μακρύτερα το βλέμμα του, στα μακιγιαρισμένα πρόσωπα ωραίων γυναικών, με τα μάτια τους γεμάτα μελαγχολία και φόβο, ντυμένες μέρα-μεσημέρι μ’ επιδεικτικές βραδυνές τουαλέττες, είδε και μερικούς που είχαν έρθει στο πάρτυ του Κάλμαν και σκυθρώπιασε.
-“Τέρμα, δεν θα ξαναγίνει“, φώναξε δυνατά. “Ήταν η τελευταία μου εμφάνιση στο Χόλλυγουντ“.
Την άλλη μέρα το πρωί ένα τηλεγράφημα τον περίμενε στο γραφείο του.
Ήσουν από τους πιο ευχάριστους στο πάρτυ μας. Σε περιμένουμε για δείπνο στης αδελφής μου την επόμενη Κυριακή.
Στέλλα Κάλμαν-Γουώκερ
Το αίμα φούσκωσε στις φλέβες του για μια στιγμή. Ξαναδιάβασε το τηλεγράφημα με δυσπιστία. “Ε λοιπόν, ωραιότερα λόγια δεν έχω ξαναδιαβάσει στη ζωή μου“!
…
Tρελλή Κυριακή ακόμα μια φορά. Ο Τζόελ κοιμήθηκε ως τις έντεκα κι έπειτα διάβασε μια εφημερίδα να ενημερωθεί για τη περασμένη βδομάδα.Γευμάτισε στο δωμάτιό του με πέστροφα, σαλάτα αβοκάντο και λίγο κρασί καλιφορνέζικο. Καθώς ετοιμαζότανε για το δείπνο διάλεξε ένα πρωτοφόρετο κοστούμι, ένα γαλάζιο πουκάμισο και μια γραβάτα σε σκούρο πορτοκαλί. Ηκούραση του είχε αφήσει μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια. Με το αυτοκίνητο που ‘χε πάρει, δεύτερο χέρι, έφτασε στη περιοχή της Ριβιέρα. Καθώς συστηνότανε στην αδελφή της Στέλλας, έφτασε κι ο Μάιλς με τη Στέλλα. Φορούσανε κοστούμια ιππασίας και σ’ όλο το δρόμο καβγαδίζανε δυνατά για τους βρώμικους δρόμους που θα τους φέρνανε στο Μπέβερλυ Χιλς.
Ο Μάιλς Κάλμαν ψηλός, νευρώδης, με το πικρό χιούμορ και τα πιο θλιμμένα μάτια που ‘χε δει ποτέ ο Τζόελ, ήτανε καλλιτέχνης απ’ τη κορφή του περίεργα σχηματισμένου κεφαλιού, ως τα νέγρικα πόδια του. Πάνω σ’ αυτά τα τελευταία, στηριζότανε σταθερά κι αποφασιστικά… Ποτέ δεν είχε κάνει φθηνή ταινία, μ’ όλο που μερικές φορές πλήρωνε πολύ ακριβά για τη πολυτέλεια μερικών πειραματικών φιάσκων. Παρά την εξαίρετη παρέα του, δε θα μπορούσες να μείνεις για πολύ μαζί του χωρίς ν’ αντιληφθείς πως ήταν ένας άνθρωπος όχι και πολύ στα καλά του.
Απ΄τη στιγμή που κάνανε την είσοδό τους, η μέρα του Τζόελ δέθηκε αξεδιάλυτα με τη δική τους. Καθώς πλησίαζε η συντροφιά γύρω τους, η Στέλλα στράφηκε κι απομακρύνθηκε χτυπώντας ελαφρά κι ανυπόμονα τη γλ’ωσσα της, ενώ ο Μάιλς έλεγε σε κάποιον που συνέβαινε κείνη τη στιγμή να ‘ναι δίπλα του:
-“Το νου σου στην Εύα Γκέμπελ, θα σου κοστίσει τα μαλλιοκέφαλά σου“. Ύστερα στράφηκε στον Τζόελ. “Συγγνώμη που δεν σε είδα στο γραφείο χθες. Πέρασα όλο το απόγευμα στον ψυχαναλυτή“.
-“Κάνεις ψυχανάλυση“;
-“Εδώ και μήνες. Στην αρχή, επειδή έπασχα από κλειστοφοβία. Τώρα, επειδή προσπαθώ να βάλω σε τάξη τη ζωή μου. Λένε πως η ψυχανάλυση παίρνει πάνω από χρόνο“.
-“Μια χαρά είναι η ζωή σου“, τονε καθησύχασε ο Τζόελ.
-“Αλήθεια; Ε λοιπόν κι η Στέλλα το πιστεύει. Για ρώτα όμως και κανάν άλλο… θα σε κατατοπίσει αρκετά“, είπε με πίκρα.
Μια κοπέλλα ήρθε και κούρνιασε στο μπράτσο της πολυθρόνας που καθόταν ο Μάιλς. Ο Τζόελ πλησίασε τη Στέλλα που στεκόταν απαρηγόρητη πλάι στο τζάκι.
-“Σ’ ευχαριστώ για το τηλεγράφημα“, της είπε, “ήτανε πολύ όμορφη χειρονομία. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν άνθρωπο τόσο χαριτωμένο, όσο εσύ και τόσο καλοπροαίρετο“.
Η Στέλλα ήταν ακόμα πιο όμορφη απ’ όσο την είχε δει ως τότε κι ίσως ο αφειδής θαυμασμός στα μάτια του να τη παρακινούσε ν’ αδειάσει πάνω του το ψυχικό της βάρος… πράγμα που δεν άργησε, γιατί ήτανε φανερό πως έφτανε στο όριο της συναισθηματικής έκρηξης.
-“…κι ο Μάιλς δυο χρόνια τώρα συνεχίζει αυτή την ιστορία κι εγώ δεν ήξερα τίποτα. Και να σκεφτείς πως ήταν απ’ τις καλλίτερές μου φίλες, ήτανε πάντα στο σπίτι. Τελικά, όταν ο κόσμος άρχιζε να σχολιάζει, ο Μάιλς αναγκάστηκε να το παραδεχτεί“.
Κάθισε οργισμένη πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας που καθόταν ο Τζόελ. Το κοντοβράκι της ιππασίας που φορούσε είχε το χρώμα της πολυθρόνας κι ο Τζόελ είδε πως τα μαλλιά της ήταν άλλα κοκκινόχρυσα κι άλλα ανοιχτόχρωμα χρυσά, έτσι που αποκλείεται να μην ήτανε φυσικά κι ότι δε φορούσε μέικ-απ. Ήτανε τόσο όμορφη. Τρέμοντας ακόμα απ’ το σοκ της ανακάλυψής της, η Στέλλα έβρισκε ανυπόφορο το θέαμα της κοέλλας που έσκυβε πάνω απ’ τον Μάιλς. Οδήγησε τον Τζόελ στη κρεβατοκάμαρα. Κάθισαν ο καθένας σε μια άκρη του κρεβατιού και συνέχισαν να μιλάνε. Οι άνθρωποι που πήγαιναν στη τουαλέττα ρίχανε μέσα μια ματιά και πετούσανε καμμιάν εξυπνάδα, αλλά η Στέλλα, ξετυλίγοντας την ιστορία της, δεν έδινε σημασία. Έπειτα από λίγο, ο Μάιλς πρόβαλε το κεφάλι του απ’ τη πόρτα κι είπε:
“Δε χρειάζεται να προσπαθείς να εξηγήσεις στον Τζόελ μέσα σε μισήν ώρα, κάτι που εγώ ο ίδιος δεν καταλαβαίνω και που ο ψυχαναλυτής μου λέει πως θα χρειαστεί ένας ολάκερος χρόνος για να το καταλάβω“.
Αυτή συνέχισε να μιλά σαν να μην ήτανε παρών ο Μάιλς. Τον αγαπούσε είπε, σε σοβαρές δυσκολίες του ήτανε πάντα πιστή.
-“Ο ψυχαναλυτής του είπε ότι πάσχει από οιδιπόδειο. Στον πρώτο του γάμο το μεταβίβασε στη γυναίκα του βλέπεις… κι έπειτα η σεξουαλική του προτίμηση στρλαφηκε σε μένα. Όταν όμως παντρεύτηκαμε, το πράγμα επαναλήφθηκε. Μεταβίβασε σε μένα το οιδιπόδειό του κι όλη του η λίμπιντο στράφηκε σ’ αυτή την άλλη γυναίκα“.
Ο Τζόελ ήξερε πως αυτό δεν ήτανε παραλογισμός, ωστόσο έμοιαζε τέτοιος. Ήξερε την Εύα Γκέμπελ, ήτανε γυναίκα με μητρικά αισθήματα, μεγαλύτερη σε ηλικία κι ίως πιο λογική απ’ τη Στέλλα, που ήτανε χρυσό παιδί.
Ο Μάιλς, εκνευρισμένος τώρα, έκανε την υπόδειξη να γυρίσει μαζί τους ο Τζόελ, εφόσον η Στέλλα είχε τόσα πολλά να πει κι έτσι φτάσανε με το αυτοκίνητο στο μέγαρο του Μπέβερλυ Χιλς. Κάτω από τα ψηλά ταβάνια, η κατάσταση έμοιαζε πιο τραγική, πιο αξιοπρεπής. Ήταν μια παράξενη, φωτεινή νύχτα, με το σκοτάδι να ξεχωρίζει κατακάθαρο έξω απ’ όλα τα παράθυρα κι η Στέλλα, χρυσορρόδινη, να φωνάζει αφρίζοντας μες στο δωμάτιο. Ο Τζόελ δεν πίστευε τελείως στον πόνο των γυναικών ηθοποιών του σινεμά που έχουν άλλες αγωνίες… όμορφες χρυσορρόδινες φιγούρες που τους εμφυσούνε ζωή συγγραφείς και σκηνοθέτες κι έπειτα από ώρες κάθονται και μιλάνε ψιθυριστά και πετάν υπαινιγμούς χαχανίζοντας και τα φινάλε πολλών περιπετειών περνάνε και χάνονται ανάμεσά τους.
Μερικές φορές ο Τζόελ καμωνότανε πως άκουγε ενώ σκεφτότανε πόσο της πήγαιναν όλα τούτα… Στιλπνά κοντοβράκια με δυο καλοκαμωμένα πόδια μέσα τους, ένα ιταλικό πουλόβερ με ψηλό γιακά κι ένα κοντό ζακέττο καφετί σαμουά. Δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει τελικά αν και πόσον η Στέλλα ήταν απομίμηση Αγγλίδας λαίδης ή μια Αγγλίδα λαίδη ήταν απομίμηση της Στέλλας. Η Στέλλα παράπαιε κάπου ανάμεσα στη πιο ρεαλιστική πραγματικότητα και στη πιο επεισοδιακή ενσάρκωση.
-“Ο Μάιλς με ζηλεύει τόσο πολύ, που με ρωτά για καθετί που κάνω“, φώναξε περιφρονητικά. “Όταν ήμουνα στη Νέα Υόρκη, του ‘γραψα πως θα ΄μουνα στο θέατρο με τον Έντι Μπέηκερ. Ζήλευε τόσο που τηλεφωνούσε δέκα φορές τη μέρα“.
-“Ήμουν εξαγριωμένος“, ξεφύσηξεν απότομα, συνήθεια που τονε χαρακτήριζε σε στιγμές άγχους. “Ο ψυχαναλυτής δεν μπορούσε να φτάσει σε κανένα συμπέρασμα μιαν ολάκερη βδομάδα“. Η Στέλλα κούνησε το κεφάλι της απελπισμένη.
-“Είχες μήπως την απαίτηση να κάτσω στο ξενοδοχείο τρεις βδομάδες“;
-“Δεν έχω απαίτηση για τίποτα. Παραδέχομαι πως ζηλεύω. Προσπαθώ να μη ζηλεύω κι αυτό προσπάθησα με τον Δρ Μπριτζμέιν, αλλά δε βγήκε τίποτα θετικό. Το απόγευμα ζήλευα τον Τζόελ, όταν κάθισες πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας του“.
-“Αλήθεια;”, αναπήδησε η Στέλλα. “Ώστε έτσι! Ζήλευες! Καμμιά λοιπόν, δεν καθότανε πάνω στο μπράτσο της δικής σου πολυθρόνας; Κι έκανες δυο ώρες να μου πεις μια κουβέντα“;
-“Έλεγες τα βάσανά σου στον Τζόελ… στη κρεβατοκάμαρα“.
-“Όσο σκέφτομαι πως αυτή η γυναίκα” -πίστευε ότι παραλείποντας τ’ όνομά της θα τη μείωνε- “ερχότανε και στο σπίτι...”
-“Εντάξει, εντάξει“, είπε βαρυεστημένα ο Μάιλς. “Τα παραδέχτηκα όλα κι ένιωσα το ίδιο άσχημα όσο κι εσύ“. Γυρνώντας στον Τζόελ άρχισε να μιλά για ταινίες, ενώ η Στέλλα πηγαινοερχόταν ανήσυχη στην άλλη μεριά με τα χέρια στις τσέπες.
-“Φέρθηκαν απαίσια στον Μάιλς“, είπε ξαφνικά ξαναμπαίνοντας στη κουβέντα, σα να μη λέγανε λίγο πριν τα προσωπικά της. “Αγάπη μου, πες του για κείνο τον ελεεινό τον Μπέλτζερ που ‘θελε ν’ αλλάξει τη ταινία σου“.
Καθώς έσκυβε προστατευτικά πάνω του, με τα μάτια της να πετάνε σπίθες αγανάκτησης για λογαριασμό του, ο Τζόελ κατάλαβε πως ήταν ερωτευμένος. Πνιγμένος από συγκίνηση σηκώθηκε να καληνυχτίσει.
…
Από Δευτέρα, η βδομάδα ξαναμπήκε στο γνωστό εργασιακό ρυθμό της, σ’ έντονη αντίθεση με τις θεωρητικές συζητήσεις, το κουτσομπολιό και τα σκάνδαλα της Κυριακής. Υπήρχαν οι ατέλειωτες λεπτομέρειες στο ξανακοίταγμα του σεναρίου -“Αντί για ένα άθλιο τέλος, μπορούμε ν’ ακούμε τη φωνή της και να κάνουμε κατ στο ταξί απ’ τη γωνία του Μπελ ή απλούστατα, να τραβήξουμε πίσω τη κάμερα για να πάρουμε και τον σταθμό κι έπειτα δένουμε με τη σειρά των ταξί“- κι ως το απόγευμα της Δευτέρας ο Τζόελ είχε ξεχάσει και πάλι πως ο κόσμος εκείνος, που δουλειά του ήταν να εξασφαλίζει τη ψυχαγωγία των άλλων, είχε το προνόμιο να ψυχαγωγείται κι ο ίδιος. Το βράδυ τηλεφώνησε στο σπίτι του Μάιλς και ζήτησε τον ίδιο, μα βγήκε η Στέλλα στο τηλέφωνο.
-“Πώς πάμε; Καλά“;
-“Όχι ιδαίτερα. Τί θα κάνεις το ερχόμενο Σαββατόβραδο“;
-“Τίποτα“.
-“Οι Πέρυ δίνουνε γεύμα κι υπάρχει κι ένα θεατρικό έργο, ο Μάιλς δεν θα ‘ναι ‘δω γιατί θα πετάξει ως το Σάουθ Μπεντ για να δει το ματς Νοτρ Νταμ-Καλιφόρνια. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να φάμε μαζί“. Ύστερα παύση…
-“Γιατί όχι; Ασφαλώς! Αν έχω σύσκεψη, δε θα μπορέσω να ‘ρθω στο γεύμα, αλλά μπορώ να ‘ρθω σο θέατρο“.
-“Τότε να τους πούμε πως μπορούμε να πάμε“.
Ο Τζόελ πήγε με τα πόδια στο γραφείο. “Αν λάβουμε υπόψη”, σκεφτότανε, “πως οι σχέσεις τους είναι τεταμένες, άρα θα χαρεί ο Μάιλς γι’ αυτό ή τάχα η Στέλλα θα φροντίσει να μη το μάθει”; Ούτε λόγος βέβαια! Αν ο Μάιλς δεν έκανε καμμιά νύξη γι’ αυτό ο Τζόελ΄θα του το ‘λεγε. Έτσι όμως πέρασε μια ώρα και πιότερο, προτού μπορέσει να ξανασυγκεντρωθεί στη δουλειά.
Τη Τετάρτη ο Τζόελ παραβρέθηκε σ’ ένα τετράωρο μαραθώνιο διαπληκτισμών σε μιαν αίθουσα ντουμανιασμένη απ’ τους καπνούς των τσιγάρων. Τρεις άντρες και μια γυναίκα βημάτιζαν με τη σειρά τους πάνω στο χαλί, υποδεικνύοντας έντονα ή πειστικά, θαρραλέα ή δειλά. Στο τέλος, ο Τζόελ κατάφερε να μιλήσει στον Μάιλς.
Ο άνθρωπος ήτανε κουρασμένος, όψι με τη κούραση εκείνη που προξενεί η δουλειά, μα κουρασμένος από τη ζωή, με βλέφαρα να βαραίνουνε πάνω από τα μάτια του και το γένι του να ξέχει πάνω από τις γαλάζιες σκιες κοντά στο στόμα.
-“Άκουσα πως θα πας να δεις το ματς Νοτρ Νταμ-Καλιφόρνια“.
Ο Μάιλς κοίταξε το κενό και κούνησε το κεφάλι.
-“Μπα, το μετάνιωσα“.
-“Γιατί“;
-“Εξ αιτίας σου“. Μέχρι κείνη τη στιγμή δεν είχε κοιτάξει κατάματα τον Τζόελ.
-“Τί στην οργή, Μάιλς“;
-“Γι’ αυτό ακριβώς το μετάνιωσα. Δεν θα πάω“. Ξέσπασε σ’ ένα βεβιασμένο, αυτοχλευαστικό γέλιο. “Δεν μπορώ να προβλέψω ως ποιο σημείο θα μπορούσε να φτάσει η Στέλλα από μνησικακία και μόνο… Αν δεν κάνω λάθος σ’ έχει προσκαλέσει να τη πας στους Πέρι, έτσι δεν είναι; Καταλαβαίνεις έτσι… Δεν θα το κανα κέφι αυτό το παιγνίδι“.
Το λαμπρό του ένστικτο, που ενεργούσε με τόσο θάρρος και ταχύτητα σ’ ό,τι αφορούσε τη δουλειά, καταρρακωνότανε τώρα τόσο θλιβερά, σ’ ό,τι αφορούσε στη προσωπική του ζωή.
-“Άκου Μάιλς!” είπε ο Τζόελ κατσουφιάζοντας, “ποτέ δεν τα ‘ριξα στη Στέλλα. Αν πράγματι ακυρώνεις το ταξίδι σου για μένα, δεν θα πάω στους Πέρι μαζί της. Δεν θα τη δω. Μπορείς να μου ‘χεις απόλυτη εμπιστοσύνη“.
Ο Μάιλς τονε κοίταξε προσεκτικά αυτή τη φορά.
-“Ίσως“, είπε και σήκωσε τους ώμους, “όπως και να ‘χει πάντως, όλο και κάποιος θα βρεθεί κι αυτό δεν θα μου αρέσει καθόλου“.
-“Δεν φαίνεσαι να ‘χεις και μεγάλη εμπιστοσύνη στη Στέλλα. Μου έχει πει πως εκείνη ήτανε πάντα ειλικρινής μαζί σου“.
-“Ίσως και να ‘ταν“. Οι μύες άρχισαν να τρεμοπαίζουν γύρω από το στόμα του. “Με ποιό δικαίωμα όμως μπορώ να της ζητήσω οτιδήποτε, μετά από αυτό που συνέβη. Πώς μπορώ να αυτή την απαίτηση να...” Ξέσπασε τώρα και το πρόσωπό του σκλήρυνε καθώς έλεγε: “Θα σου πω όμως ένα πράγμα και δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι σωστό ή λάθος, ύστερα από αυτό που έκανα εγώ. Έτσι κι είχα το παραμικρό δείγμα από μέρους της, θα τη χώριζα. Δεν μπορώ ν’ ανεχθώ να πληγωθεί έτσι η περηφάνεια μου… Αυτό θα ήτανε το τελειωτικό χτύπημα“.
Ο τόνος της φωνής του ενόχλησε τον Τζόελ, αλλά είπε:
-“Δεν ξεπέρασε ακόμη αυτή την ιστορία με την Εύα Γκέμπελ“;
-“Όχι“, ξεφύσηξε απαισιόδοξα. “Ούτε κι εγώ μπορώ να τη ξεπεράσω“.
-“Νόμιζα πως το θέμα αυτό είχε λήξει“.
-“Προσπαθώ να μη ξαναδώ ποτέ την Εύα μα όπως ξέρεις, δεν είναι εύκολο να πετάξεις έτσι κάτι τέτοιο… Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο κορίτσι που το φίλησα χτες βράδυ σ’ ένα ταξί. Ο ψυχαναλυτής μου είπε...”
-“Ξέρω” τον διέκοψε απότομα, “Μου είπε η Στέλλα”. Το πράγμα γινότανε καταθλιπτικό. “Άκου, αναφορικά με μένα, αν πας στο ματς δεν θα τη δω κι είμαι σίγουρος πως έχει τη συνείδησή της καθαρή, απέναντι σ’ οποιονδήποτε”.
-“Ίσως κι όχι” επανέλαβε άτονα ο Μάιλς. “Πάντως θα μείνω και θα τη πάω στο πάρτυ. Άκου,” είπε ξαφνικά, “θα ‘θελα να ‘ρθεις κι εσύ. Πρέπει να ‘χω κάποιον να μιλάω. Κάποιον που συμπαθώ. Αυτό είναι πρόβλημα… Έχω επηρεάσει τη Στέλλα στα πάντα και κυρίως στο να συμπαθεί εκείνους που συμπαθώ κι εγώ… Είναι πολύ δύσκολο“.
-“Πρέπει να ‘ναι“, συμφώνησε κι ο Τζόελ.
Ο Τζόελ δεν μπόρεσε να πάει στο γεύμα. Έχοντας πλήρη συνείδηση της αντίθεσης ανάμεσα στο μεταξωτό καπέλλο του και στην ανεργία, περίμενε τους άλλους μπροστά στο Χόλιγουντ Θήατερ προσέχοντας τη βραδυνή παράτα: άσημα αντίγραφα διασήμων γνωστών σταρ του σινεμά, κουνιστοί άντρες με ψηλούς γυριστούς γιακάδες, ένας δερβίσης κορδωτός με γένια και μαλλιά σαν απόστολος, δυο κομψοί Φιλιππινέζοι με κολλεγιακά ρούχα -όλα τούτα θύμιζαν ότι αυτή η γωνιά της χώρας ξανοίγονταν προς τις εφτά θάλασσες, ένα ατέλειωτο φανταστικό καρναβάλι από νεανικές φωνασκίες, ζωντανή απόδειξη μιας μύησης σε μιαν απέραντη αδελφότητα. Η γραμμή κόπηκε στα δυο για να περάσουνε δυο τεράστιες , πανάκριβες λιμουζίνες, που στάθηκαν πλάι στο πεζοδρόμιο.
Αυτοί ήτανε. Μ’ ένα φόρεμα σαν δροσερό νερό, φτιαγμένο από χιλιάδες ανοιχτογάλανα κομμάτια, με σταλακτίτες να κροταλίζουν στο λαιμό. Ο Τζόελ κατευθύνθηκε προς τα ‘κει.
-“Λοιπόν πώς σου φαίνεται το φόρεμά μου“;
-“Πού είναι ο Μάιλς“;
-“Τελικά πήγε στο ματς. Έφυγε χτες το πρωί. Έτσι τουλάχιστον υποθέτω…” είπε και ξέσπασε: “Πριν από λίγο πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σάουθ Μπεντ. Γυρίζει πίσω! Είδες, το ξέχασα… Γνωρίζεις όλον αυτό τον κόσμο“;
Ο κόσμος για τη παράσταση των οκτώ έμπαινε τώρα στο θέατρο. Ο Μάιλς είχε φύγει τελικά κι ο Τζόελ αναρωτιόταν αν έπρεπε να ‘χε έρθει. Αλλά στη διάρκεια της παράστασης, με το προφίλ της Στέλλας πλάι του κάτω από τη καθάρια ύλη των ανοιχτόχρωμων μαλλιών της, δεν το ξανασκέφτηκε. Γύρισε μια φορά, τη κοίταξε κι εκείνη του αντιγύρισε το βλέμμα, χαμογελώντας και καρφώνοντας τα μάτια της στα δικά του, όσην ώρα εκείνος λαχταρούσε. Στα διαλείμματα βγαίνανε και καπνίζανε στον προθάλαμο. Σε μια στιγμή του ψιθύρισε:
-“Απόψε είναι τα εγκαίνια στο νάιτ κλαμπ, του Τζακ Τζόνσον. Μετά τη παράσταση, θα πάνε όλοι εκεί… Εγώ δεν θέλω να πάω. Εσύ“;
-“Είμαστε υποχρεωμένοι να πάμε“;
-“Υποθέτω πως όχι“. Κόμπιασε για μια στιγμή. “Θα θελα να σου μιλήσω. Αν πηγαίναμε σπίτι μου… μακάρι μόνο να ‘μουνα σίγουρη…” Κό,πιασε για μια φορά ακόμα κι ο Τζόελ ρώτησε:
-“Για τί πράγμα σίγουρη“;
-“Σίγουρη για… ω! παραλογίζομαι, το ξέρω, μα πώς να ‘μαι σίγουρη πως ο Μάιλς πήγε στο ματς“;
-“Θες να πεις ότι πιστεύεις… πως είναι με την Εύα“;
-“Όχι τόσο γι’ αυτό… αλλά να… αν ήταν, άραγε δω, παρακολουθώντας τι κάνω: Ο Μάιλς, ξέρεις κάνει καμμιά φορά τα πιο απίθανα πράγματα. Μια φορά ήθελε έναν άντρα με μακριά γένεια για να πιει ένα τσάι μαζί του κι έστειλε στο γραφείο διανομής να τονε φωνάξουνε κι έπινε τσάι μαζί του όλο το απόγευμα“.
-“Αυτό είναι διαφορετικό. Σου ‘στειλε τηλεγράφημα από το Σάουθ Μπεντ… άρα πήγε στο ματς“.
Όταν τέλειωσε το έργο καληνύχτισαν τους άλλους στο πεζοδρόμιο, εισπράττοντας πονηρές ματιές. Γλύστρησαν αργά στο δρόμο, που χρύσιζε στο επειδικτικό φως, περνώντας μες από το πλήθος που ‘χε συγκεντρωθεί γύρω από τη Στέλλα.
-“Θα μπορούσε βλέπεις να στείλει ένα τέτοιο τηλεγράφημα“, είπε κείνη, “πολύ εύκολα“.
Αυτό ήταν αλήθεια και με τη σκέψη πως η ανησυχία της ήταν ίσως δικαιολογημένη, ο Τζόελ εξαγριώθηκε. Αν ο Μάιλς τους παρακολουθούσε με καμμιά κάμερα από μακρυά, αυτός δεν ένιωθε καμμιάν υποχρέωση μαζί του.
-“Ανοησίες“, είπε δυνατά.
Οι βιτρίνες των μαγαζιών ήτανε κιόλας στολισμένες με χριστουγεννιάτικα δέντρα κι η πανσέληνος πάνω από τη λεωφόρο έμοιαζε ψεύτικη σαν σκηνικό, σαν τα γιγάντια φανάρια στις γωνίες. Στο φόντο του σκουρόχρωμου φυλλώματος του Μπέβερλι Χιλλς, που φλεγότανε σαν ευκάλυπτος την ημέρα, ο Τζόελ έβλεπε μόνο τη λάμψη ενός πάλλευκου προσώπου κάτω απ’ το δικό του, το τόξο του ώμου της. Έκανε ξαφνικά δυο βήματα μακριά του και σήκωσε το βλέμμα πάνω του.
-“Τα μάτια σου μοιάζουνε πολύ με κείνα της μητέρας σου“, του ‘πε. “Κάποτε είχα ολόκληρο λεύκωμα με φωτογραφίες της“.
-“Τα μάτια σου μοιάζουν με τα δικά σου μάτια μόνο και κανενός άλλου“, της απάντησε.
Καθώς μπαίνανε στο σπίτι, κάτι ανάγκασε τον Τζόελ να κοιτάξει ολόγυρα, λες κι ο Μάιλς καραδοκούσε κάπου μες στις φυλλωσιές. Ένα τηλεγράφημα περίμενε πάνω στο τραπέζι του χωλλ. Η Στέλλα διάβασε δυνατά:
Σικάγο.
Επιστρέφω αύριο βράδυ. Σε σκέφτομαι.
Με αγάπη.
Μάιλς
-“Βλέπεις“, είπε κείνη, πετώντας το πάλι στο τραπέζι. “Θα μπορούσε πολύ εύκολα να το ‘χει πλαστογραφήσει¨.
Ζήτησε από τον μπάτλερ να τους φέρει ποτά και σάντουιτς κι ανέβκε πάνω βιαστική, ενώ ο Τζόελ περιπλανήθηκε μες στις άδειες αίθουσες υποδοχής. Ενώ τριγύριζε άσκοπα, πλησίασε στο πιάνο όπου είχε σταθεί ντροπιασμένος πριν από δυο Κυριακές.
-“Θα μπορούσαμε να σκαρώσουμε μιαν ιστορία διαζυγίου“, είπε δυνατά, “για τη νέα γενιά και τη Λεγεώνα των Ξένων“. Κι ο νους του ταξίδεψε σ’ έν άλλο τηλεγράφημα: “Ήσουν από τους πιο ευχάριστους στο πάρτυ μας…”
Μια ιδέα του καρφώθηκε. Αν το τηλεγράφημα της Στέλλας ήταν απλά μια χειρονομία αβροφροσύνης, τότε δεν αποκλείεται να ‘ταν κι εμπνευστής ο Μάιλς, γιατί αυτός τον προσκάλεσε. Ίσως να της είχε πει: “Στείλτου ένα τηλεγράφημα, θα ‘χει τα χάλια του πιστεύοντας πως καταστράφηκε”. Αυτό ταίριαζε με το: “Έχω επηρεάσει τη Στέλλα στα πάντα και κυρίως στο να συμπαθεί όσους συμπαθώ κι εγώ“. Μια γυναίκα θα ‘κανε κάτι τέτοιο από συμπάθεια… Μόνον ένας άντρας θα το ‘κανε από αίσθημα ευθύνης. Όταν ξαναγύρισε η Στέλλα τη κράτησε κι από τα δυο της χέρια.
-“Έχω την αίσθηση πως είμαι κάτι σαν πιόνι σ’ έν ύπουλο παιγνίδι που παίζεις εναντίον του Μάιλς“, της είπε.
-“Δεν σερβιρίστηκες ακόμα; Πάρε κάτι να πιεις“.
-“Και το περίεργο είναι πως, όπως και να ‘ναι, είμαι ερωτευμένος μαζί σου“.
Τότε ακριβώς χτύπησε το τηλέφωνο κι η Στέλλα του ξέφυγε πηγαίνοντας ν’ απαντήσει.
-“Κι άλλο τηλεγράφημα από τον Μάιλς“, του ανακοίνωσε. “Το ταχυδρόμησε ή τουλάχιστον ισχυρίζεται πως το ταχυδρόμησε απ’ το αεροπλάνο στο Κάνσας Σίτυ“.
-“Φαντάζομαι ότι μου στέλνει χαιρετίσματα“.
-“Όχι, λέει απλά πως μ’ αγαπάει. Το πιστεύω ότι μ’ αγαπάει. Είναι τόσον ανυπεράσπιστος“.
-“Έλα και κάτσε κοντά μου¨, τη παρότρυνε ο Τζόελ. Ήταν νωρίς και λίγα ακριβώςλεπτά πριν τα μεσάνυχτα, έπειτα μισήν ώρα, πλησίασε το σβηστό τζάκι κι είπε λακωνικά: “Πράγμα που σημαίνει πως εγώ δεν σου λέω τίποτε“.
-“Κάθε άλλο. Με τραβάς πολύ και το ξέρεις. Το ζήτημα είναι ότι πραγματικά αγαπώ τον Μάιλς“.
-“Προφανώς“.
-“Κι απόψε δεν αισθάνομαι άνετα για οτιδήποτε“.
Εκείνος δεν θύμωσε. Ένιωθε μάλιστα και μιαν ανεπαίσθητη ανακούφιση που μπόρεσαν ν’ αποφύγουν ένα πιθανό μπλέξιμο. Ωστόσο, καθώς τη κοίταζε, με τη θέρμη και την απλότητα του κορμιού της να λυώνει το ψυχρό γαλάζιο φόρεμά της, ένιωσε πως ήταν έν από κείνα τα πράγματα που πάντα θα μετάνιωνε.
-“Πρέπει να φύγω“, είπε. “Θα τηλεφωνήσω για ταξί“.
-“Ανοησίες. .. υπάρχει διαθέσιμος σωφέρ“.
Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, με τη προθυμία της να τον αφήσει να φύγει. Το είδε αυτό εκείνη, του ΄δωσε ένα πεταχτό φιλί κι είπε: “Είσαι πολύ γλυκός Τζόελ“. Έπειτα, ξαφνικά τρία πράγματα συνέβησαν: με μια γουλιά ήπιε όλο το ποτό του, το τηλέφωνο αντήχησε δυνατά μες σ’ ολόκληρο το σπίτι κι ένα ρολόι στον τοίχο του χωλλ χτύπησε με μουσικές νότες. Εννέα – δέκα – έντεκα – δώδεκα!
Και πάλι Κυριακή. Ο Τζόελ κατάλαβε πως είχε έρθει στο θέατρο απόψε, με τη δουλειά της βδομάδας στο γραφείο να τονε τυλίγει σα σάβανο. Είχε κάνει έρωτα στη Στέλλα όπως θα τοποθετούσε ένα θέμα που θα ‘πρεπε να ξεκαθαριστεί πριν τελειώσει η μέρα. Μα σήμερα ήτανε Κυριακή -η όμορφη ράθυμη προοπτική με τις επόμενες είκοσι ώρες άθιχτες μπροστά του- κάθε λεπτό ήτανε κάτι που το πλησίαζε κανείς με νανουριστική εμμεσότητα, κάθε στιγμή κουβαλούσε μέσα της το σπέρμα αναρίθμητων πιθανοτήτων. Τίποτε δεν ήταν ακατόρθωτο… όλα αρχίζανε μόλις τώρα: Σερβιρίστηκε μόνος του κι άλλο ένα ποτό.
Με μια διαπεραστική κραυγή η Στέλλα σωριάστηκε αναίσθητη πλάι στο τηλέφωνο. Ο Τζόελ τη σήκωσε και τη ξάπλωσε στο ντιβάνι. Μούσκεψε ένα μαντήλι με σόδα και το άπλωσε στο πρόσωπό της. Η φωνή στο ακουστικό συνέχιζε να μιλά. Το ‘βαλε στ’ αυτί του. “…και το αεροπλάνο κατέπεσε σ’ αυτήν ακριβώς τη πλευρά του Κάνσας Σίτυ. Μεταξύ των πτωμάτων που ‘γινε δυνατή η αναγνώρισή τους, είναι και το πτώμα του Μάιλς Κάλμαν…” Κατέβασε το ακουστικό.
-“Μη σηκώνεσαι“, είπε όρθιος από πάνω της, καθώς άνοιγε τα μάτια.
-“Θεέ μου, τί συνέβη;” ψιθύρισε κείνη. “Τηλεφώνησέ τους. Θεέ μου, τί συνέβη“;
-“Θα τους τηλεφωνήσω αμέσως. Πώς λέγεται ο γιατρός σου“;
-“Είπανε πως σκοτώθηκε ο Μάιλς“;
-“Ηρέμησε… υπάρχει κανένας υπηρέτης στο σπίτι“;
-“Αγκάλιασέ με… Φοβάμαι...” Ο Τζόελ την αγκάλιασε.
-“Θέλω τ’ όνομα του γιατρού σου“, της είπε αυστηρά. “Μπορεί να ‘χουνε κάνει λάθος, μα θέλω κάποιον εδώ“.
-“Λέγεται… λέγεται… Ω Θεέ μου, σκοτώθηκε λοιπόν ο Μάιλς“; Ο Τζόελ ανέβηκε τρέχοντας πάνω κι άρχισε να ψάχνει αμμωνία σε παράξενα ντουλάπια γεμάτα φάρμακα. όταν ξανακατέβηκε η Στέλλα ξεφώνισε: “Δεν σκοτώθηκε! Το ξέρω πως δεν σκοτώθηκε! Με κοροϊδεύει για να με βασανίσει. Ξέρω πως είναι ζωντανός. Το νιώθω πως είναι ζωντανός“!
-“Θέλω να φωνάξω κάποιον κοντινό σου άνθρωπο Στέλλα, δεν είναι δυνατόν να μείνεις μονάχη σου απόψε“. -“Ω, όχι”, είπε η Στέλλα κλαίγοντας. “Δεν μπορώ να δω κανέναν. Θα μείνεις εσύ. Δεν έχω φίλους“. Ανασηκώθηκε και δάκρυα τρέχανε ποτάμι στο πρόσωπό της. “Θεέ μου, ο Μάιλς είναι ο μόνος φίλος μου. Δεν πέθανε… δεν μπορεί να πέθανε. Θα ξεκινήσω αμέσως. Θα πάω να δω. Θα πάω με το τραίνο. Πρέπει να ‘ρθεις μαζί μου“.
“Δεν γίνεται. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε απόψε. Πες μου καμμιά γυναίκα, κάποια φίλη σου, να της τηλεφωνήσω. Λόις, Τζόαν, Κάρμεν; Δεν υπάρχει καμμιά“; Η Στέλλα τονε κοίταξε τυφλωμένη.
-“Η Εύα Γκέμπελ ήταν η καλλίτερη φίλη μου“, είπε. Ο Τζόελ έφερε στο νου του τον Μάιλς, το θλιμμένο και γεμάτο απόγνωση πρόσωπό του μες στο γραφείο του δυο μέρες πριν. Μες στη τρομακτική σιγή του θανάτου του, όλα γι’ αυτόν είχανε ξεκαθαρίσει. Ήταν ο μοναδικός Αμερικανός σκηνοθέτης, βέρος Αμερικανός, που διέθετε όχι μόνον ενδιαφέροντα χαρακτήρα, αλλά και καλλιτεχνική συνείδηση. Παγιδευμένος σε μιαν εταιρεία, είχε πληρώσει με τα σακατεμένα νεύρα του γιατί δεν τονε διέκρινε καμμιά προσαρμοστικότητα, κανένας υγιής κυνισμός, γιατί δεν μπορούσε να καταφύγει πουθενά… παρά μόνο σε μιαν οικτρή κι επικίνδυνη δραπέτευση. Ένα χτύπημα στην εξώπορτα διέκοψε τις σκέψεις του. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά κι ακούστηκαν βήματα στο διάδρομο.
-“Μάιλς“, ξεφώνισε η Στέλλα. “Εσύ είσαι; Θεέ μου είναι ο Μάιλς“!
Ένα αγόρι παρουσιάστηκε στο άνοιγμα της πόρτας, κρατώντας ένα τηλεγράφημα.
-“Δεν μπόρεσα να βρω το κουδούνι. Σας άκουσα που μιλούσατε“. Το τηλεγράφημα ήταν αντίγραφο αυτού που ‘χε δοθεί τηλεφωνικά. Ενώ η Στέλλα το διάβαζε ξανά και ξανά, σαν να ‘ταν ένα δολερό ψέμμα, ο Τζόελ τηλεφωνούσε. Ήταν ακόμα νωρίς κι ήτανε δύσκολο να βρεί κάποιον. Όταν τελικά κατάφερε να βρει κάτι φίλους, πίεσε τη Στέλλα να πιεί ένα δυνατό ποτό.
-“Θα μείνεις εδώ Τζόελ“, ψιθύρισε κείνη σα να μισοοκοιμότανε. “Δεν θα φύγεις. Ο Μάιλς σε συμπαθούσε… έλεγε πως ήσουν...” Άρχισε να τρέμει ξαφνικά. “Ω Θεέ μου, αν ήξερες πόσο μόνη νιώθω!” Τα μάτια της κλείσανε. “Αγκάλιασέ με! Είχε κι ο Μάιλς ένα τέτοιο κοστούμι“. Ανασηκώθηκε. “Φαντάσου τί θα ‘νιωσε. Αυτός που φοβότανε σχεδόν τα πάντα“! Κούνησε το κεφάλι της ζαλισμένη. Έξαφνα άρπαξε στα χέρια της το πρόσωπό του και το κράτησε κοντά στο δικό της. “Δεν θα φύγεις. Με συμπαθείς… μ’ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Μη φωνάξεις κανέναν. Άφησέ το γι’ αύριο. Θα μείνεις εδώ μαζί μου απόψε“. Αυτός τη κοίταξε στα μάτια, δύσπιστα στην αρχή κι έπειτα με συνταρακτική επίγνωση. Μες στη τυφλή αναζήτησή της, η Στέλλα πάσχιζε να κρατήσει τον Μάιλς ζωντανό, τροφοδοτώντας μια κατάσταση που ο εκείνος την είχε φανταστεί… σαν να μη μπορούσε το πνεύμα του να πεθάνει όσον εξακολουθούσαν να υπάρχουνε τα ενδεχόμενα που τον ανησυχούσαν. Ήταν μια βεβιασμένη και βασανιστική προσπάθεια να ξορκίσει το γεγονός πως ήταν νεκρός. Αποφασιστικά ο Τζόελ πήγε προς το τηλέφωνο και κάλεσε ένα γιατρό. “Μη, όχι. Μη τηλεφωνείς σε κανέναν!” του φώναξε κλαίγοντας εκείνη. “Νόμιζα πως μπορούσα να στηριχτώ πάνω σου. Ο Μάιλς σε συμπαθούσε. Σε ζήλευε… Τζόελ, έλα πάλι κοντά μου κι αγκάλιασέ με“.
-“Είναι κει ο δόκτωρ Μπέιλς“;
-“Τζόελ“, του ψιθύρισε ξεφυχισμένα, σαν μια ύστατη ακόμα προσπάθεια.
Έτσι λοιπόν! Αν αυτός πρόδινε τον Μάιλς, εκείνη θα τον κρατούσε ζωντανό… γιατί αν ήτανε πραγματικά νεκρός, πώς θα ήτανε δυνατό να τον προδώσει;
-“…έπαθε ένα σοβαρό κλονισμό. Μπορείτε να ‘ρθετε αμέσως, φέρνοντας και μια νοσοκόμα“;
-“Τζόελ!” Τώρα το κουδούνι της εισόδου και το τηλέφωνο άρχισαν να χτυπούν κατά διαστήματα κι ακούστηκαν αυτοκίνητα που σταματούσανε μπρος στην είσοδο. “Δεν θα φύγεις!” τον ικέτευε η Στέλλα. “Θα μείνεις μαζί μου, έτσι δεν είναι“;
-“Όχι” απάντησε αυτός, “μα θα ξαναγυρίσω, αν με χρειαστείς“.
Όρθιος τώρα στα σκαλοπάτια του σπιτιού που βοούσε και παλλόταν με το ρεύμα της ζωής που χτυπιέται γύρω από το θάνατο σαν προστατευτικό φύλλο, ο Τζόελ ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό. “Ό,τι άγγιζε κείνος το ‘ντυνε με μαγεία“, σκέφτηκε. “Ακόμα και σ’ αυτό το χαμίνι κατάφερε να δώσει ζωή και να τη κάνει ένα μικρό αριστούργημα“. Κι έπειτα: “Τί μεγάλο κενό αφήνει σ’ αυτήν τη καταραμένη ερημιά… το νιώθω κιόλας!” Και μετά, με κάποια πικρία:
-“Ω, ναι, θα γυρίσω… θα γυρίσω!”
ΤΕΛΟΣ