Friedrich

Βιογραφικό

Ο Κάσπαρ Ντάβιντ Φρήντριχ Caspar David Friedrich , 1774-1840, Romanticism) ήταν ο διασημότερος ζωγράφος και χαράκτης του Γερμανικού ρομαντισμού και μοναδική μορφή στην ιστορία της τοπιογραφίας. Η βαθειά θρησκευτική του πίστη κι η αγάπη του για τη γερμανική ύπαιθρο, του εμπνεύσανε σκηνές σπάνιας ομορφιάς κι έντασης, που προβάλλουνε κι εξυμνούνε τη πνευματικότητα στη φύση. Νομίζω πως του αξίζει, καθώς ήταν ιδιότυπη περίπτωση καλλιτέχνη, μια πρόσθετη μνεία και για το λόγο αυτό θα προσθέσω μερικά σχόλια που μας μπάζουνε, πρώτα στην εποχή, στη τεχνοτροπία του κι ύστερα στα βιογραφικά του στοιχεία. Λησμονήθηκε σχεδόν τελείως μετά το θάνατό του και μόνο στις αρχές του 20ού αι. άρχισαν να τονε θεωρούν έναν από τους μεγαλύτερους Γερμανούς ζωγράφους και να εκτιμούν τα συναισθηματικά στοιχεία του έργου του. Πράγματι ήταν εξαιρετικά σπάνια περίπτωση ζωγράφου, χαράκτη, οικογενειάρχη κι ανθρώπου.

     O Κάσπαρ Νταβίντ Φρήντριχ το 1802 ήταν νέος, άγνωστος ζωγράφος που οι συντοπίτες του τον έβλεπαν να τριγυρίζει μόνος στο νησί του Ρίγκεν. Εκεί ζωγράφιζε αυτό που ένιωθε ότι ο ίδιος ήταν, μικρός, ανώνυμος, ασήμαντος άνθρωπος στοιχειωμένος από το μεγαλείο της Φύσης ολόγυρά του. Δηλαδή, το αρχετυπικό αίσθημα του Ρομαντισμού, ο Μπάιρον καταμεσής του ωκεανού, ο Τέρνερ στις κορυφές των Άλπεων κι οι πάμπολλοι Γερμανοί νέοι ιδεαλιστές που ονειρεύονταν ταξίδια στη Βαλτική του βορρά ή στη Νάπολι του νότου.

    “Παρατηρούμε ενίοτε“, γράφει ο Ρόμπερτ Χιουζ στη Γκάρντιαν, “ένα κίνημα πνευματικό να συμβαδίζει με την ανάδυση της αυτογνωσίας του τόπου εντός του οποίου εμφανίζεται αυτό το κίνημα“.

Τούτο ακριβώς συμβαίνει με τη γερμανική, ρομαντική ζωγραφική. Οι αρχές του 19ου αι., με τις ναπολεόντειες εκστρατείες και τη Σύνοδο της Βιέννης, ήτανε σκληρές για τους προοδευτικούς, δημοκρατικούς, πνευματικούς ανθρώπους. H σχέση κι η διασύνδεση ενός διανοουμένου με τον λαό ήταν πράξη πολιτικά ανατρεπτική. Το Γοτθικό ήτανε το παλιό, το Ελληνικό ήτανε το μοντέρνο. Το 1ο ήτανε το γερμανικό, το 2ο ήτανε το ευρωπαϊκό (με τη σημασία, πνευματική, πολιτική και κοινωνική, που οι όροι είχαν εκείνη την εποχή). Ο ρομαντικός ήταν εν μέρει ένας πατριώτης κι εν μέρει ένας εξόριστος μες στην ίδια του τη χώρα. Εξ ου κι η αγάπη του για την εικόνα του ως περιπλανώμενου, του ατόμου που γύρισε τη πλάτη στη κοινωνία και στις ερημιές ατενίζει το φεγγάρι, το τοπίο, τα βράχια της ακτής.
     Εδώ μπαίνει η περίπτωση του Φρήντριχ: η εικόνα του αποτραβηγμένου ανθρώπου που τελικά επιβλήθηκε, ο γιος ενός σαπωνοποιού απ’ το λιμάνι της επαρχίας Γκρίφσβαλντ, που πέθανε αφανής κι ημίτρελος στη Δρέσδη. O μοντερνισμός του δε βρίσκεται στη καλλιτεχνία του (οι πίνακές του, προσεκτικά συνθεμένοι είναι στατικοί σ’ εποχή λατρείας της αλλαγής) όσο στις ιδέες πίσω από τις εικόνες του. Ρωτάνε το ίδιο πράγμα, όπως κι ο σύγχρονός του φιλόσοφος Σλέγκελ: «Μπορεί ο άνθρωπος να νοηθεί ξέχωρα από τη φύση;». Η απάντηση που δίνουνε κι οι 2 είναι ίδια που δίνουνε κι οι σημερινοί οικολόγοι. Οχι, δεν μπορεί -η καταστροφή του ενός είναι καταστροφή του άλλου.

     Κύριο θέμα της τέχνης του -που είχε τις ρίζες της στον επαρχιακό ρεαλισμό του 18ου αι.- είναι ακριβώς το τοπίο, εμπνευσμένο ιδιαίτερα από τον τόπο του, στο οποίον η ανθρώπινη μορφή εμφανίζεται σπάνια. Στους πίνακές του όπου κυριαρχούν οι γκρίζοι κι οι καστανοί τόνοι, τα χρώματα τείνουν να περιοριστούν στην αξία τους και να τονιστούν μάλλον με τη σκιά και το φως. Μερικές φορές μοιάζει να μην είναι απαραίτητος κι ο θεατής, σα να ‘ναι το έργο φτιαγμένο αποκλειστικά για την ευχαρίστηση του δημιουργού του και του Δημιουργού γενικά.
     Το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του καταγράφεται στη Δρέσδη, που μετά από αργά μα σταθερά βήματα, έγινε διάσημος με τη πρώτη παραγγελία που ανέλαβε. Στα επόμενα χρόνια καλλιέργησε εντελώς προσωπικό ιδίωμα και φιλοτέχνησε τοπία που διαπνέονται απ’ έντονο μυστικισμό καθώς και θρησκευτικές αλληγορίες. Χαρακτηρίστηκε εσωστρεφής και μελαγχολικός, αλλά ήταν επίσης πατριώτης κι αφοσιωμένος οικογενειάρχης. Παρά τη νόσο που τονε καθήλωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, οι καλλιτεχνικές του αναζητήσεις ήταν αδιάλειπτες και στους τελευταίους πίνακές του συνδύασε το λυρισμό με μια νέα αντίληψη των χρωμάτων.
     Γεννήθηκε στο Γκρίφσβαλντ της Βαλτικής, που ήταν εκείνο τον καιρό σημαντικό λιμάνι και βρισκόταν υπό Σουηδική κατοχή. στις 5 Σεπτέμβρη 1774, γιος του Αδόλφου Γκότλιμπ, ιδιοκτήτη εργοστασίου σαπωνοποιΐας & κηροποιΐας και της Σοφί Ντοροτέα Μπέχλι6ο από τα 10 παιδιά της οικογένειας. 7 χρονών χάνει τη μητέρα του και στα 14, τον αδελφό του, που πνίγεται σε προσπάθεια να τονε σώσει. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας, του επέτρεψε να μορφωθεί. Στα 16 του όντας σπουδαστής του πανεπιστημίου του Γκρίφσβαλντ, ξεκίνησε υπό τη καθοδήγηση του καθηγητή Καλών ΤεχνώνΓιόχαν Γκότφριντ Κουίστορπ, ν’ αντιγράφει πίνακες αλλά και να ζωγραφίζει δικούς του. Τις σπουδές του συνέχισε στην Ακαδημία Κοπεγχάγης. Εκεί γνώρισε τον ζωγράφο Γιόχαν Γκέμπχαρτ Λούν με τον οποίο γίναν αδερφικοί φίλοι. Γνωρίζει τον πάστορα-ποιητή Λούντβιχ Κοζενγκάρντεν.
     Τελειώνοντας της σπουδές του στη Κοπεγχάγη, επέστρεψε για λίγο στη γενέτειρα του και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη, που κείνο τον καιρό αποτελούσε πόλο έλξης των Γερμανών ζωγράφων, ανθηρό καλλιτεχνικό και πολιτιστικό κέντρο, Γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών Δρέσδης, αλλά τον περισσότερο χρόνο του περνούσε είτε μελετώντας δουλειές άλλων ζωγράφων, είτε ζωγραφίζοντας κυρίως τοπία, κάνοντας μικρές εκδρομές στα περίχωρα της πόλης. Εκεί μένει μόνο χρόνια και το 1801 επιστρέφει στη γενέτειρα και γνωρίζει το ρομαντικό ζωγράφο Φίλιπ Όττο Ρούνγκε και μαζί του γίνεται μέλος του κύκλου των ρομαντικών ποιητών (Λούντβιχ Τικ, Νοβάλις, Φρίντριχ Σέλινγκ).  Τον επόμενο χρόνο, επιστρέφει στη Δρέσδη, δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τις μεγάλες πανοραμικές απόψεις κι έγινε δεκτός ως ταλαντούχος ζωγράφος. Λόγω της φήμης που είχε πλέον αποκτήσει, γνώρισε κι έκανε παρέα με σημαντικούς ανθρώπους της πόλης τόσο καλλιτέχνες όσο και φιλοσόφους.

     Το 1805 συμμετέχει με 2 έργα με σέπια, που διακρίνονται για τη προσοχή στις λεπτομέρειες και την αναζήτηση των ζωγραφικών εντυπώσεων. σε διαγωνισμό στη Βαϊμάρη και κερδίζει το Α’Βραβείο, ενώ 2 χρόνια μετά, κάνει τις πρώτες προσπάθειες στο τομέα της ελαιογραφίας. Το 1ο σημαντικό έργο του με λάδι (1807) ήταν ένα εικονοστάσι για την Αγία Τράπεζα ενός πύργου. Τον επόμενο χρόνο φιλοτεχνεί το 1ο μεγάλο του αριστούργημα “Σταυρός Πάνω Στο Βουνό“, ενώ το “Μοναχός Κοντά Στη Θάλασσα” και το “Τοπίο Με Ουράνιο Τόξο” δημιουργήθηκαν το 1809.  Το 1810 μαζί με τον, επίσης ζωγράφο, Γκέοργκ Φρίντριχ Κέρστινγκ ταξίδεψε στα βουνά Ριζενγκεμπίργκε, έχοντας στις αποσκευές του αρκετά λευκά τετράδια ιχνογραφίας. Στην επιστροφή τα τετράδια ήταν γεμάτα πρόχειρα σκίτσα τα οποία αποτέλεσαν τους «οδηγούς» για αρκετούς από τους πίνακες που ζωγράφισε τα επόμενα χρόνια.
     Το 1810 εκθέτει στην Ακαδημία Βερολίνου έργα του, που τ’ αγοράζει ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’ της Πρωσσίας. Κάνει πεζή μαζί με το φίλο ζωγράφο Κέρστινγκ, την οροσειρά Ριζενγκενμπίργκε. Το 1816 έγινε μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου και γνώρισε τον Γκαίτε, που ‘χεν ήδη εκτιμήσει τη παρατηρητικότητα και την ευαισθησία του στο φυσικό θέαμα. 2 χρόνια μετά νυμφεύεται τη Κριστιάνε Καρολίνε Μπόμερ20 χρόνια μικρότερή του, με την οποία απέκτησε 3 παιδιά, την Έμα, την Άγκνες και το Γουσταύο. Την ίδια εποχή ήτανε πλέον καταξιωμένος ζωγράφος που δεχότανε πολλές παραγγελίες για πίνακες και συναναστρεφόταν σημαντικούς ανθρώπους μεταξύ των οποίων αριστοκράτες και πρίγκιπες της Γερμανίας αλλά και άλλων χωρών.

Δυο Φίλοι Κοιτάζουνε Την Έκλειψη

     Το 1824 χήρεψε, μετά το θάνατο του, η θέση του Κλένγκελ στην Ακαδημία Καλών Τεχνών Δρέσδης. Αντί να δοθεί στον Φρήντριχ, του δόθηκε η υποδεέστερη θέση του επιτίμου καθηγητή της Ακαδημίας. Αυτό έγινε όχι επειδή δε διέθετε τα προσόντα, αλλά επειδή οι πολιτικές του απόψεις δε συμφωνούσανε μ’ αυτές των μελών της Ακαδημίας. Την ίδια εποχή άρχισε να ‘χει ψυχολογικά προβλήματα. Για μικρό χρονικό διάστημα πήγε στο νησί Ρίγκεν, προκειμένου να ηρεμήσει. Οι πωλήσεις των πινάκων του αρχίζουν να μειώνονται σταθερά κι επιπλέον το 1835 παθαίνει εγκεφαλικό που αφήνει τη δεξιά πλευρά του παράλυτη. Πηγαίνει για θεραπεία στη λουτρόπολη Τέπλιτς, απ’ όπου επιστρέφει έχοντας δυνατότητα να ζωγραφίζει. Δυστυχώς όμως, το 1837, 2ο εγκεφαλικό τον άφησε εντελώς παράλυτο και φυσικά ανίκανο να εργαστεί.
     Πέθανε 3 χρόνια μετά στις 7 Μάη 1840, σ’ ηλικία 66 ετών, στη Δρέσδη και θάφτηκεν εκεί.

     Γενικά ήταν μελαγχολικός άνθρωπος μ’ έντονο θρησκευτικό στοιχείο στο χαρακτήρα. Σε πολλούς πίνακες του υπάρχουνε στοιχεία που παραπέμπουνε στο θάνατο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των πινάκων του είναι πως σε όσους απεικονίζονται άνθρωποι, έχουν σχεδόν πάντα γυρισμένη τη πλάτη τους σε αυτόν που βλέπει τον πίνακα. Κι αυτό είναι άλλη μια απόδειξη ότι η μελαγχολία του ζωγράφου πέρασε και στα έργα του. Όσο για το θρησκευτικό στοιχείο του χαρακτήρα του αυτό βρήκε έκφραση σε πολλούς πίνακες του που απεικονίζουν ναούς, αν και τις περισσότερες φορές οι ναοί απεικονίζονταν μισογκρεμισμένοι. Όπως είπαμε η μελαγχολία ήτανε βασικό χαρακτηριστικό των πινάκων και του χαρακτήρα του μεγάλου Γερμανού ρομαντικού, ζωγράφου-τοπιογράφου και χαράκτη Φρήντριχ. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στα έργα του, που φιλοξενούνται παρακάτω γιατί επίσης θαρρώ πως αξίζει τον κόπο:
   1. Θέλω να σταθώ πρώτα στον πίνακα με τίτλο “Περιπλανώμενος Πάνω Από Τη Θάλασσα Της Ομίχλης“. Με το διάσημο αυτό πίνακα που έχει αποτυπωθεί από εξώφυλλα βιβλίων μέχρι γραμματόσημα, θ’ αρχίσει η περιήγηση στη τέχνη του Ρομαντισμού και στον εσώτερο, ιδιαίτερο κόσμο του Φρήντριχ: ο ποιητικός του τίτλος, η σύλληψη κι απόδοση του θέματος -η άγρια ομορφιά της φύσης κι η μοναχική μορφή του περιπλανώμενου, ενσαρκώνουν απολύτως το πνεύμα του κινήματος.
     Ο Φρήντριχ, τοπιογράφος κυρίως αλλά και χαράκτης, έφτιαξε πίνακες όπου η φύση αποκτά μια μεταφυσική διάσταση και κυριαρχεί απολύτως, ενώ τα ανθρώπινα όντα στέκονται άλλοτε εκστατικά μπρος στην ομορφιά της κι άλλοτε ανίσχυρα στη δύναμή της. Τα τοπία που ζωγραφίζει δεν είναι απλά θέατρα ανθρώπινων πράξεων, είναι πρωταγωνιστές ενώ ενέχουν κι ένα πνευματικό και φιλοσοφικό συμβολισμό. Έντονο δε στη τοπιογραφία του είναι το προσωπικό στοιχείο, δεν πρόκειται για φωτογραφική απόδοση αλλά για την αντίληψη του τοπίου μες από τη ματιά του δημιουργού.

    Περιπλανώμενος Πάνω Από Τη Θάλασσα Της Ομίχλης

     Ο Περιπλανώμενος (1818, βρίσκεται στο Μουσείο KunsthalleΑμβούργο) συμπυκνώνει τα 2 βασικά στοιχεία της τέχνης του: τη φιλοσοφικήν έννοια του υψηλού, που κυρίως εντοπίζεται στο μεγαλείο της φύσης και τον ιδιαίτερο τρόπο που τοποθετεί την ανθρώπινη μορφή στους πίνακές του -πάντα με γυρισμένη τη πλάτη, Rückenfigur είναι ο όρος στα Γερμανικά. Υπάρχει συνήθως ένας ή περισσότεροι θεατές στις συνθέσεις του που εικονίζονται μ’ αυτό το τρόπο ενώ όταν απουσιάζουν Rückenfigur είναι ο θεατής που στέκει μπρος στον πίνακα και κοιτά το τοπίο του. Ο νεαρός, ξανθός άντρας ντυμένος με ρούχα της εποχής είναι ο ίδιος ο ζωγράφος: στέκεται ευθυτενής στο πρώτο επίπεδο, το σώμα του σχηματίζει μια πυραμίδα με το βράχο ενώ το ραβδί, το σύμβολο του οδοιπόρου, τον συνδέει με το έδαφος. Μοιάζει εντελώς απορροφημένος μπρος στη θάλασσα της ομίχλης από την οποία μόλις έχει αναδυθεί, σκαρφαλώνοντας σε μια απόκρημνη κορυφή. Δεν θαυμάζει απλώς το τοπίο, δεν ρεμβάζει: είναι προσηλωμένος στο μακρινό βουνό που διακρίνεται στο βάθος του πίνακα -είναι σχεδόν προφανές από την αποφασιστική στάση του σώματός του, ότι εκεί σκοπεύει να φτάσει.
     Τα χρώματα σε απαλούς, ευγενικούς τόνους, κρύβουν ένα μυστικό: ενώ με τη πρώτη εντύπωση το χρώμα που κυριαρχεί είναι το μπλε σε διαφορετικές αποχρώσεις, υπάρχει επίσης ροζ, κίτρινο και βιολετί, σαν ένα αόρατο πέπλο -κι είναι το βιολετί που δίνει στην ατμόσφαιρα του πίνακα ένα αίσθημα μυστικισμού και τονίζει τη μεταφυσική του διάσταση. Το ιδιαίτερο φως, πολύ σημαντικό στοιχείο σε όλα τα έργα του, μοιάζει ζωντανό και ζωντανεύει επίσης όλα τα στοιχεία της σύνθεσης με τη διαύγεια του: σχεδόν αναπνέεις τον καθαρό αέρα και νιώθεις τον άνεμο. Η τεχνική της ελαιογραφίας, που είναι κι η πιο δύσκολη στη ζωγραφική, του δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει πολλά και διαφορετικού πάχους στρώματα χρώματος, δημιουργώντας αυτό το εξαιρετικό τεχνικά αποτέλεσμα καθώς και την έντονη διαφορά ανάμεσα στο πρώτο επίπεδο και το βάθος, όπου από το συμπαγές σκούρο του βράχου και των ενδυμάτων της μορφής, το μάτι του θεατή περνά απότομα στο διαφανές κι αιθέριο χρώμα της ομίχλης και του ουρανού.

     Ο Περιπλανώμενος είναι ο αρχετυπικός ρομαντικός ήρωας: πρόκειται για μίαν αδάμαστη κι ανήσυχη ψυχή που αναζητά στις ερημιές της φύσης την ομορφιά και το μεγαλείο, μακριά από τη διαφθορά του πολιτισμού. Εκεί ο ρομαντικός καλλιτέχνης αναζητά την έμπνευση αλλά και την επικοινωνία με τον εσώτερο εαυτό του. Ταυτόχρονα, η σύνθεση είναι αλληγορία που συμβολίζει τον αγώνα της ανόδου στη κορφή, όχι από φιλοδοξία αλλά από την ανάγκη της ψυχής να συναντήσει το θείο και να διακρίνει καθαρά στον ορίζοντα τις οροσειρές του πνεύματος, πέρα από τα σύννεφα των υλικών αναγκών που κλείνουνε την ορατότητα. Το μήνυμα του δημιουργού: αν κι ο καιρός φαίνεται θυελλώδης, ο αναρριχητής παραμένει ατάραχος κι ακλόνητα προσηλωμένος στη πορεία του – όλο και πιο ψηλά.
     Tίποτα δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμο. Το τοπίο που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα είναι άγνωστο και πολύ πιθανόν να είναι ένας συνδυασμός τοπίων που είχε δει ο ζωγράφος κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Παρόλη την έλλειψη σύνδεσης με αναγνωρίσιμο τόπο, αυτή η εικόνα του άγριου τοπίου συμπίπτει με την εικόνα που ο θεατής έχει στο μυαλό του, όταν ατενίζει ένα βουνό, ένα οποιοδήποτε βουνό από ένα ψηλό σημείο, ένα οποιοδήποτε σημείο. Αγγίζοντας σχεδόν τη καθολικότητα μιας εσωτερικής εικόνας, ο καλλιτέχνης πετυχαίνει τη προσωπική ταύτιση του εκάστοτε θεατή με το θέμα.

Το Δέντρο Με Τα Κοράκια

     Ωστόσο, πρωταγωνιστής σε αυτό το αλλόκοτο σκηνικό δεν είναι το τοπίο. Δεν πρόκειται για μια τοπιογραφία, αλλά για μια αυτοπροσωπογραφία ή προς χάριν της κυριολεξίας, μία αυτό-πίσω όψη-γραφία! Ο καλλιτέχνης δημιουργεί καινούρια σχέση με το θεατή. Δημιουργείται η αίσθηση ότι κι ο ίδιος παρευρίσκεται σ’ αυτό το χώρο που αναπαριστά το έργο. Στον οξυκόρυφο κι απότομο βράχο που έχει κατακτηθεί από τον οδοιπόρο δεν θα μπορούσε να ξαποστάσει κανένας άλλος, έτσι εκ των πραγμάτων ο θεατής καταλαμβάνει τον χώρο πίσω από τον οδοιπόρο, περιμένοντας ίσως τη σειρά του για να απολαύσει κι αυτός το ομιχλώδες τοπίο. Ο καλλιτέχνης καταφέρνει να δημιουργήσει στον θεατή τη προσδοκία ότι σε λίγο θα είναι αυτός ο πρωταγωνιστής αυτού του σκηνικού. Αναμένει μέχρι ο προπορευόμενος να γυρίσει και με μια ελαφριά υπόκλιση να του παραχωρήσει τη θέση του, έτσι ώστε ο θεατής να γίνεις ο κατακτητής του τοπίου.
     Ένας μοναχικός περιπατητής, με την πλάτη στραμμένη σε μας, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, ατενίζει από ψηλά τα βουνά. Τα στοιχεία του ρομαντισμού αυτού του πίνακα είναι η ονειροπόληση, η μοναξιά και η μοναχικότητα, η αδύναμη, μες στην απέραντη δύναμη της φύσης αλλά ηρωική μορφή του ανθρώπου. Τα περιγράμματα, δείχνουν να χάνονται στην ομίχλη, εστιάζουμε στη σκιά και στη κίνηση (μαλλιά, σύννεφα). Ο περιπατητής θέλει να διευρύνει τους ορίζοντές του και ν’ ανακαλύψει καινούριους κόσμους, να υπερβεί τις ως τώρα δυνατότητές του. Τα σύννεφα, που κρύβουνε κάποιες από τις κορφές, δείχνουνε πως όσο ψηλά και να φτάσει κανείς δεν μπορεί να τα δει όλα, ίσως πως ο αγώνας για τη γνώση είναι συνεχής.

Άνδρας & Γυναίκα Ατενίζοντας Το Φεγγαρόφωτο

   2. Στο έργο του “Άνδρας & Γυναίκα Ατενίζοντας Το Φεγγαρόφωτο” (1818/1824), οι 2 ρεμβαστές δε διαφέρουνε διόλου απ’ τα βράχια και το ξερριζωμένο δέντρο πλάι. M’ όλο που δεν έχουνε καμμίαν έκφραση η λέξη που τους περιγράφει καλλίτερα, αυτούς κι όλο το γερμανικό Ρομαντισμό, στη ζωγραφική, στη ποίηση, στη μουσική και στη φιλοσοφία, είναι λαχτάρα. H λαχτάρα για το άγνωστο, το ασύλληπτο, που κρύβεται είτε στη Φύση ή κάπου στο άχρονο παρελθόν πέραν του κόσμου τούτου. Αυτό στη ζωγραφική μπορεί να συμβολίζεται με τη μορφή ενός δάσους, ενός δέντρου μόνου, ενός βράχου, ενός σύννεφου ή της απέραντης θάλασσας. Μερικές φορές τα σύμβολα αποκτούνε θρησκευτική χροιά, όπως π.χ. στο Φρήντριχ όταν εμφανίζεται ένα παλιό παρεκκλήσι ερειπωμένο, μια γοτθική αψίδα ή ένας σταυρός στο βουνό. Αλλά δεν είναι εντελώς απαραίτητα, αν κι οι Γερμανοί ρομαντικοί είχαν ένθερμο θρησκευτικό ζήλο, λαχτάρα προς την αθωότητα του κόσμου της Καινής Διαθήκης γι’ αυτό κι ορισμένοι τους αυτοαποκαλούνται Ναζαρηνοί.

        Ο πατέρας του, Άρθουρ Γκότλιμπ Φρήντριχ Διαβάζει

   3. Στον πίνακα “Είσοδος Νεκροταφείου Με Χιόνι” μπορούμε να διακρίνουμε πολλά στοιχεία του ρομαντισμού όπως η αναζήτηση της γαλήνης μέσω της επαφής με τη φύση ως απόδρασης από την αστική κοινωνία. Επίσης υπάρχει η ανάγκη έκφρασης ατομικών συναισθημάτων και στοχασμών για το νόημα της ύπαρξης και τη καταφυγή στη θρησκευτική απομόνωση. Χρησιμοποιούνται ψυχρά χρώματα, σκιές και διαβαθμίσεις του γκρι, ενώ υπάρχουν ασαφή περιγράμματα . Ο συνδυασμός όλων αυτών προκαλεί μια θλίψη καθώς κι ένα μυστήριο για το τι μπορεί να υπάρχει πίσω από το ερημικό αυτό ερείπιο. Ταυτόχρονα όμως προκαλεί και φόβο, που αντικατοπτρίζει τον μεγαλύτερο φόβο των έλλογων όντων, δηλαδή τη γνώση του θανάτου τους και μας δείχνει πως αυτός ο φόβος υπήρχε πάντα.

Είσοδος Νεκροταφείου Με Χιόνι

   4. Στον πίνακα “Γυναίκα Μπρος Στο Ξημέρωμα” παρατηρούμε μια κομψή, νεαρή μάλλον, γυναίκα, να θαυμάζει το όμορφο τοπίο που απλώνεται μπρος της κατά το ξημέρωμα/αυγή. Η μοναχικότητα του ατόμου, που «αγκαλιάζεται» από την απέραντη-πανέμορφη φύση, είναι εμφανής. Υπερτονίζεται η φαντασία κι ο αυθορμητισμός, εκφράζεται ελεύθερα το ατομικό συναίσθημα, επιδιώκεται έντονα η επαφή με τη φύση, τα γήινα χρώματα κατακλύζουνε τον πίνακα, ώστε να συγκινήσει, ενώ δίνεται έμφαση στη σκιά και τη κίνηση. Θέλει να μας δείξει τη γαλήνη της φύσης, η οποία απελευθερώνει το άτομο από τη καταπίεση και τη συμβατικότητα του αστικού τρόπου ζωής, κάνοντάς το να έρθει σ’ επαφή με την ουσία της ύπαρξής του.

Γυναίκα Μπρος Στο Ξημέρωμα

   5. Στον πίνακα “Σταυρός Στο Βουνό” απεικονίζεται ένας Εσταυρωμένος, μπρος από έναν επιβλητικότατο καθεδρικό ναό, υπερφυσικά, σχεδόν, τοποθετημένο ανάμεσα στα ψηλά δένδρα του δάσους. Δίνεται έμφαση στη σκιά, για να ξεχυθεί πιο εντυπωσιακά το χρώμα, το ρόδινο του ουρανού στο άνω άκρο, δίνοντας έτσι μήνυμα ελπίδας μες σε τοπίο απόκοσμο, άγριο αλλά κι ήρεμο . Η φύση απλώνεται πληθωρικά, καθώς βλέπουμε τα πυκνά έλατα πίσω από τον σταυρό, αλλά και γυμνά ξεραμένα κλαδιά σε δύσβατο σημείο με βράχους, που δίνει έντονα την αίσθηση της μοναξιάς στην απεραντοσύνη της φύσης. Υπερτονίζεται η φαντασία κι η παρόρμηση, γιατί με τη σιωπή που αποπνέει, ο θεατής μπορεί να συλλογιστεί για θέματα εκτός πεζής καθημερινότητας, ν’ αναζητήσει το Θείο και να νιώσει πλήθος συναισθημάτων.
     Ζωγραφίζει ένα καθεδρικό ναό, που περιβάλλεται από ψηλά δέντρα από όλες τις πλευρές. Καθώς ανεβαίνουμε στον ουρανό, η κορυφή του καθεδρικού ναού γίνεται σταδιακά πιο αμυδρή. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τη συμμετρία που εμφανίζεται στο φόντο. Η τοποθέτηση των δέντρων κι η πρόσοψη του ίδιου του καθεδρικού ναού είναι όλα συμμετρικά. Ο καθεδρικός ναός σ’ αυτό το έργο είναι ένα θρησκευτικό σύμβολο (του χριστιανισμού). Ακριβώς μπρος από τον καθεδρικό ναό στέκει ένας σταυρός με σκαλισμένη τη μορφή του Χριστού. Ο σταυρός είναι σφηνωμένος σε όρθια θέση ανάμεσα σε δύο βράχους κι ακριβώς κάτω ρέει μικρό ρυάκι. Μας δίνει την εντύπωση της ερήμωσης. Η χρήση των σκούρων αποχρώσεων προσδίδει στη ζωγραφική μελαγχολική διάθεση, αναδεικνύοντας έτσι το γοτθικό-μεσαιωνικό προσανατολισμό του ζωγράφου.

Σταυρός Στο Βουνό

   6. Αυτός ο μικρός πίνακας, “To Aββαείο Στο Δάσος Με Τις Βαλανιδιές“, φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1809-10 και σήμερα βρίσκεται στο Κάστρο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου. Παρουσιάστηκε 1η φορά το 1810 σε μιαν έκθεση που διοργάνωσε η Ακαδημία Καλών Τεχνών Βερολίνου κι εντυπωσίασε τόσο πολύ τον διάδοχο του πρωσικού θρόνου που έσπευσε να τον αγοράσει. Από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του είναι το γοτθικό ερείπιο, εμπνευσμένο από το κατεστραμμένο αββαείο της Ελντένα, κοντά στο Γκρίφσβαλντ. Θεωρείται πως συμβολίζει το θρησκευτικό συναίσθημα μιας περασμένης πια εποχής. Μοιάζει σα να θέλει να προκαλέσει βαθειά λαχτάρα για θάνατο, που γίνεται σχεδόν στοχασμός πάνω στη παροδική φύση της ζωής. Ο σταυρός ενός εγκαταλελειμμένου τάφου κάνει τη παρουσία του θανάτου ακόμη πιο ζωντανή. Η νεκρική πομπή των μοναχών, που κινούνται αργά προς το σταυρό μες από τη γοτθική πύλη του κατεστραμμένου αββαείου, μοιάζει ν’ αναδύεται από το λευκό, χιονισμένο έδαφος. Οι μικρές μαύρες φιγούρες τους μοιάζουν να αναμειγνύονται με τους διάσπαρτους τάφους στο κοιμητήρι. Το αφύσικο, σχεδόν θεϊκό φως, προς το οποίο απλώνουνε τα κλαδιά τους οι βελανιδιές, έρχεται από μια άγνωστη πηγή. Τα δέντρα υποβάλλουν μιαν αίσθηση ζωτικότητας και κίνησης, που ‘ρχεται σ’ έντονη αντίθεση με τη σκληρή ακαμψία των επιτύμβιων λίθων και την άψυχη γοτθική αρχιτεκτονική.

To Aββαείο Στο Δάσος Με Τις Βαλανιδιές

   7. Το 1822, είχε ζωγραφίσει τη πίσω όψη μιας γυναικείας μορφής που φαίνεται στον πίνακα “Γυναίκα Στο Παράθυρο“. Ο χώρος του πίνακα είναι το ίδιο το στoύντιο του καλλιτέχνη. Η γυναίκα, που γέρνει το σώμα της προς τη μία πλευρά στέκεται στο παράθυρο αγναντεύοντας έξω κι ο θεατής μπορεί μόνο να μαντέψει ότι πρόκειται για κάποιο λιμάνι, βλέποντας το ιστίο που φαίνεται. Στη περίπτωση αυτή, η μοναξιά της γυναίκας είναι τόση που κατακλύζει το χώρο. Η γυναίκα που δε βρίσκεται σε 1ο πλάνο δημιουργεί μίαν απόσταση από τον θεατή και του επιβάλλει «τη μοναξιά» της καθώς τα κλειστά παραθυρόφυλλα και το ίδιο το σώμα της εμποδίζουνε το θεατή να μοιραστεί τη θέα μαζί της.

Γυναίκα Στο Παράθυρο

   8. Το θέμα του επόμενου πίνακα “Ονειροπόλος” είναι κατ’ εξοχήν ρομαντικό και φυσικά είναι αγαπημένο θέμα του . Ένας νεαρός άνδρας, καθισμένος στα γοτθικά ερείπια μέσα σε δάσος, ρεμβάζει το ηλιοβασίλεμα. Ατενίζει πέρα μακριά το αχνά φωτισμένο τοπίο. Δεν διακρίνουμε το πρόσωπό του, αναρωτιόμαστε για τις σκέψεις του, κοιτάζουμε πέρα μακριά μαζί του, αλλά δεν μπορούμε να δούμε αυτό που βλέπει κι αισθάνεται. Ο πίνακας αποπνέει την απόλυτη γαλήνη της στιγμής που όλα ετοιμάζονται να ησυχάσουνε στη φύση. Ο χρόνος μοιάζει να ‘χει σταματήσει. Τα γοτθικά ερείπια-κατάλοιπα μνημεία του γερμανικού παρελθόντος-είναι το πλαίσιο του παρόντος της μαυροφορεμένης φιγούρας, το παράθυρο από ένα σκοτεινό και μυστηριώδη κόσμο σ’ έναν κόσμο ανοιχτό κι απέραντο που ο θεατής ονειρεύεται να γνωρίσει.

Ονειροπόλος

     Ο Φρήντριχ υπογραμμίζει συχνά την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μπρος στην απεραντοσύνη της φύσης και του σύμπαντος, απεικονίζοντας μυστηριώδεις μοναχικές φιγούρες ανθρώπων με μικρές διαστάσεις που δεν αποκαλύπτουν το πρόσωπό τους στο θεατή. Οι μορφές του δεν γίνονται ποτέ ένα με το φυσικό τοπίο, είναι θεατές που αναζητάνε την υπέρβαση απ’ τα εγκόσμια και την αρμονική ένωση με τη φύση και το Δημιουργό της.

==============================================

 Συντροφιά Με Θέα, Στο Βουνό Της Κιμωλίας: Ρίντγκεν

                              Θερινό Τοπίο Με Μοναχικό Δένδρο

Άποψη Του Λιμανιού

Λίγο Πριν Ξημερώσει

Ναυάγιο Στο Χιόνι

Παρέα Στο Δάσος

Τοπίο

Χειμώνας

Βραχώδες τοπίο στα βουνά ψαμμίτη του Έλβα

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *