Gautier Pierre Jules Théophile: Τέχνη Για Τη Τέχνη…

Βιογραφικό

     Γάλλος ρομαντικός ποιητής, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και λογοτεχνικός κριτικός. Η εργασία του είναι δύσκολο να ταξινομηθεί και παραμένει ακόμα σημείον αναφοράς για τα επόμενα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως παρνασσισμός, συμβολισμός και μοντερνισμός. Εκτιμήθηκε ευρέως από συγγραφείς τόσο διαφορετικούς όσο οι Μπωντλαίρ (Baudelaire), αφοί Γκονκούρ (Goncourt), Φλωμπέρ (Flaubert) κι Ό. Γουάιλντ (Oscar Wilde). Οι τελευταίες εργασίες του υπογραμμίσανε τη τελειότητα της μορφής, τη λουστραρισμένη ομορφιά της γλώσσας και των καλολογικών στοιχείων π.χ. “Emaux et camees”  (Σμάλτο & Καμέες 1852). Ήταν επίσης μυθιστοριογράφος “Mademoiselle De Maupin” (1835) κι αργότερα στράφηκε στη δημοσιογραφία. Η πίστη του στην ανώτατη σημασία της μορφής στη τέχνη, με κόστος το συναίσθημα και τις ιδέες, ενέπνευσε τους ποιητές που γίνανε γνωστοί μετά ως Παρνασσιστές (Les Parnassiens). Κέρδισε τα προς το ζην από τη δημοσιογραφία, για να μπορεί να γράφει κι έμεινε γνωστός κυρίως για τα διηγήματά του με τίτλο: “Ο Θάνατος Στον Έρωτα” (The Dead in Love).

     Γεννήθηκε στο Ταρμπ (Tarbes31 Αυγούστου 1811, πρωτεύουσα της επαρχίας Hautes-Pyrénées, στη ΝΔ Γαλλία. O πατέρας του, Pierre Gautier, ήταν αρκετά καλλιεργημένος, δευτερεύων κυβερνητικός ανώτερος υπάλληλος και μητέρα του ήταν η Antoinette-Adelaide Concarde. Το 1814 η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι και πιάνει διαμέρισμα στην αρχαία συνοικία του Marais. Σπούδασε στο εξαιρετικό Collège Louis-le-Grand της εποχής, όπου απόφοιτοί του επίσης, ήταν οι Μπωντλαίρ & ΒολταίροςΦοίτησεν ελάχιστα, λόγω ασθένειας που τον ανάγκασε να συνεχίσει κατ’ οίκον σπουδές κι ολοκλήρωσε τελικά στο Collège Charlemagne, απ’ όπου αποφοίτησεν ο Σεν Μπεβ (Charles Augustin Sainte-Beuve). Στο κολέγιο γνώρισε τον Ζεράρ Ντε Νερβάλ (Gérard de Nerval) κι έγιναν ισόβιοι φίλοι. Από τη φιλία τούτη είναι που οδηγήθηκε στη λατρεία του για τον Ουγκό. Στα 18 του, ο πατέρας του τονε παρότρυνε ν’ ασχοληθεί με τη μελέτη των λατίνων. Εκείνος αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά αντ’ αυτού αφιερώθηκε στο γράψιμο.
     Στην Επανάσταση του 1830, η οικογένεια Γκωτιέ συνάντησε τρομερές δυσκολίες κι αναγκάστηκε να μετακινηθεί προς τα περίχωρα. Ο νεαρός Θεόφιλος αποφασίζει να ζήσει ανεξάρτητος, ελεύθερος και πιάνει διαμέρισμα με τους φίλους του στο Doyenné, συνοικία του Παρισιού, ζώντας εκεί μιαν ευχάριστη μποέμικη ζωή. Προς τα τέλη του 1830, άρχισε να συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Le Petit Cénacle, λέσχης που απαρτιζόταν από μιαν ομάδα καλλιτεχνών, που συναντιόντουσαν στο στούντιο του Jehan Du Seigneur. Η ομάδα αυτή ήταν μια αντιγραφή της Σενάκλ του Ουγκώ και μέλη της ήταν οι: Gérard de Nerval, Alexandre Dumas πατήρ, Petrus Borel, Alphonse Brot, Joseph Bouchardy & Philothée O’ Neddy. Γρήγορα κερδίσανε τη φήμη των εκκεντρικών, διασκεδαστών καλλιτεχνών, αλλ’ επίσης η λέσχη έγινε για την εποχή, διέξοδο, καταφύγιο απ’ τη σκληρή κοινωνία.

     Ξεκίνησε τη καρριέρα του σα ποιητής από το 1826, ρίχτηκε με μέγα πάθος στο ρομαντικό κίνημα κι ήτανε θαυμαστής του Βικτόρ Ουγκό (Victor Hugo). Επίσης βοηθήθηκε πολύ κι από τον Ονορέ Ντι Μπαλζάκ (Honore Du Balzac), που του προσέφερε δουλειά στα Chronique De Paris. Το 1832 έγραψε το 1ο μακροσκελές ποίημά του, “Albertus“, υπερβολικός θεολογικός μύθος, αξιοπρόσεκτος για τη τελειότητα ύφους, το χρώμα και τα καλολογικά στοιχεία του. Κατόπιν ακολούθησε το “La Comédie de la mort” 1838, “Les Jeune-France” (επίθεση στους ψευτορομαντικούς, 1833) και το μυθιστόρημα “Mademoiselle De Maupin“, που συγκλόνισαν τη κοινή γνώμη από τη περιφρόνηση που αυτός επέδειξε στην ηθική. Σα δημοσιογράφος για 30 έτη, εργάστηκε με ζήλο -κυρίως στο περιοδικό La Presse, πράμα που του ‘δινε συχνά την ευκαιρία να ταξιδεύει στον κόσμο αλλά και να συναναστρέφεται με τη ψηλή κοινωνία της εποχής- κι είχε θαυμαστή επιτυχία και σα κριτικός τέχνης, παράλληλα μ’ αυτή του συγγραφέα. Είχε ξεκινήσει από το 1831 μα χωρίς κάτι ιδιαίτερο, όταν ο φίλος του Emile De Girardin, τονε προσέλαβε στο Λα Πρες. Στη διάρκεια της θητείας του εκεί ωστόσο, έγραψε και περί τα 70 άρθρα για τη Λε Φιγκαρό (Le Figaro).

     Μαζί με τους ΜπωντλαίρΟυγκόΜπαλζάκΦλομπέρΝτελακρουά κι άλλους καλλιτέχνες της εποχής και με τον Δρ Ζακ-Ζοζέφ Μορό (Jacques-Joseph Moreau) προεξάρχοντα, ανήκε σε μια λέσχη που σκοπό είχε να πειραματίζεται με τις διάφορες ουσίες και κυρίως το χασίς. Η λέσχη αυτή ονομαζότανε Λέσχη Των Χασισοποτών, που ‘δωσε και τον τίτλο στο κείμενό του, ένα άρθρο που περιγράφει τα πειράματα αυτά και γράφτηκε το 1846 και παρουσιάζεται απόσπασμά του παρακάτω. Το 1840 επισκέφτηκε την Ισπανία, αμέσως μετά τον εμφύλιο. Σε κείνον ανήκει το ρητό:

Η Φαντασία είναι πρώτο όπλο στον πόλεμο ενάντια στη Πραγματικότητα“.

 
 καρικατούρα του, της εποχής

     Απορροφημένος στην εργασία του, μετά την Επανάσταση του 1848 έγραψε πάνω από 100 άρθρα, που μπορούν να δομήσουνε 4 συμπαγείς τόμους βιβλίων, μέσα σε 9 μήνες. Σε τούτο συμμετείχαν ενεργά κι άλλοι ρομαντικοί της εποχής μαζί κι ο Ουγκό, όπως οι: Σατωμπριάν  (François-René De Chateaubriand),  Λαμαρτέν (Alphonse De Lamartine), Βινί (Alfred De Vigny) & Μισέ (Alfred De Musset). Το γόητρό του ισχυροποιήθηκε από την εποχή που ‘τανε διευθυντής του περιοδικού Revue De Paris (1851-6). Μετά κι αφού παράτησε και το Λα Πρες, έπιασε δουλειά σαν απλός δημοσιογράφος στο Le Moniteur, (επίσημο περιοδικό 2ης Αυτοκρατορίας Ναπολέοντα) βρίσκοντας ωστόσο βαρύ και ταπεινωτικό αυτό το φορτίο. Κι όμως ανέλαβε την έκδοση της Αναθεώρησης Των Καλλιτεχνών, το 1856 κι εκεί κοινοποιεί όλο και περισσότερο την αγάπη του για τη τέχνη, μέσω πολλών και διαφόρων εξαίσιων άρθρων και διατυπώνει το χαρακτηριστικό του δόγμα:

      “Η Τέχνη για τη Τέχνη“.

     Η 10ετία του 1860 ήτανε δική του, παρόλο που απορρίφθηκε φορές από τη Γαλλικήν Ακαδημία (1867-8-9). Ο διάσημος κριτικός τέχνης -μεταξύ άλλων- Σεν Μπεβ, αφιέρωσε τουλάχιστον 3 φορές άρθρα του, για τη συλλογική μέχρι τότε δουλειά του Γκοτιέ, το 1863. 2 χρόνια μετά, το γόητρό του ανέβηκε μιας και κλήθηκε πολλάκις στο Σαλόνι της πριγκήπισσας Ματίλντ (Mathilde Bonaparte), ξαδέλφης του Ναπολέοντα Γ’ κι ανηψιά του Βοναπάρτη. Η Ματίλντ του πρόσφερε αργομισθία, σα βιβλιοθηκάριό της, το 1868, πράγμα που του ‘δωσε πρόσβαση μετά, στη δίκη του Ναπολέοντα Γ’. Από το 1862 είχεν εκλεγεί πρόεδρος της Société Nationale Des Beaux-Arts κι εκεί ήρθε σ’ επαφή μ’ επιτροπή αποτελούμενη από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως οι: Ντελακρουά (Eugène Delacroix), Pierre Puvis de ChavannesΜανέ (Édouard Manet), Albert-Ernest Carrier-Belleuse & Gustave Doré
     Ταξίδεψε πάρα πολύ στον κόσμο κι επισκέφτηκε χώρες όπως ΙσπανίαΙταλίαΑίγυπτος, Ρωσία, ΑλγερίαΤουρκία κλπ. Τα ταξίδια αυτά πολλάκις τον εμπνεύσανε στα γραπτά του. Πχ το “Ταξίδι Στην Ισπανία”  (Voyage En Espagne1843), το “Θησαυροί Τέχνης Στη Ρωσία”  (Trésors   Art  e La Russie1858) και το “Ταξίδι Στη Ρωσία” (Voyage En Russie1867). Η ταξιδιωτική αυτή λογοτεχνία του, σήμερα εξετάζεται με πολλή προσοχή. Έχει προσωπικόν ύφος, περιγράφοντας τις προτιμήσεις του για τον πολιτισμό και τη τέχνη γενικότερα κι ως εκ τούτου θεωρείται και κατέχει μιαν από τις κορυφαίες θέσεις στον 19ο αιώνα. Έγραψε και πολλά σενάρια για μπαλέτα με κυριότερο κείνο της “Σιζέλ” (Giselle) και του οποίου η πρώτη εκτελέσασα, μπαλαρίνα Καρλότα Γκρίζι (Carlotta Grisi), υπήρξεν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Επειδή δε μπόρεσε να τη παντρευτεί, πήρε την αδερφή της, τη τραγουδίστρια Ερνεστίνα. Ήταν επίσης λάτρης των γατών.


  εδώ μια φωτογραφία του με την οικογένειά του, 1856

     Κέρδισε θέση στη Λεγεώνα Της Τιμής, για μιαν εργασία του που κέρδισε την επιτροπή για το σχεδιασμό του τάφου του Ναπολέοντα. Κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου, ο Θεόφιλος Γκωτιέ γύρισε πίσω στο Παρίσι, μιας κι έμαθε για την εισβολή των Πρώσων στη πρωτεύουσα κι έμεινε κει για όλη σχεδόν τη κατοχή, ώσπου πέθανε στις 23 Οκτώβρη 1872 ξαφνικά, από μια μακριά καρδιακή πάθηση και θάφτηκε με τιμές, στο κοιμητήρι της Μονμάρτρης (Cimetière de Montmartre), στο Παρίσι, σ’ ηλικία 61 ετών.
     Λάτρεψε τον Ουγκό και συμμερίστηκε τις απόψεις του για την έννοια της λέξης “τραγωδία”, θαύμασε τον Μπαλζάκ για τη προσφορά του στα γαλλικά γράμματα κι επίσης συμπάθησε μεγάλους ζωγράφους της εποχής όπως ο Γάλλος Ενγκρ (Jean-Auguste-Dominique Ingres), αλλά και τους ΙσπανούςΜουρίλο (Murillo), Βελάσκεθ (Velasquez) & Ριβέρα (Rivera). Ο ρόλος του στα περιοδικά κυρίως, εξόν από την ενημέρωση, ήταν αυτός του θεατρικού και λογοτεχνικού κριτικού. Η κριτική του ήταν ανακλαστική και κυρίως μαρτυρούσε όχι εμπορικές, αλλά προσωπικές του προτιμήσεις καθαρά. Επηρεάστηκε στη κριτική του, από τον άλλο μεγάλο σύγχρονό του Ντενί Ντιντερό (Denis Diderot), που πίστευε πως ο κριτικός έπρεπε να… “μεταφράζει” έτσι το εκάστοτε έργο, ώστε να μπορεί να το καταλαβαίνει ο αναγνώστης. Πάντως έκανε μια σαφή διάκριση μεταξύ πεζού λόγου και ποίησης, δηλώνοντας πως ουδέποτε το πεζό μπορεί να χαρακτηριστεί ίσο με το ποίημα. Επίσης ήταν πρόθυμος να δεχτεί ως εφάμιλλη τη κωμωδία με τη τραγωδία.

———————————————————————————————-

                Η Λέσχη Των Χασισοποτών

Από την Επιθεώρηση Των Δύο Κόσμων ( Revue des Deux Mondes)
(απόσπ.)

     Ένα βράδυ του Δεκέμβρη, έφτασα σε μιαν απόμερη συνοικία, αν και βρισκόταν στο κέντρο του Παρισιού, σε μια μοναχική όαση που αγκαλιάζει το ποτάμι κι από τις δυο πλευρές σα να τη προστατεύει από την επέλαση του πολιτισμού. Ήταν ένα παλιό σπίτι στο Σεν Λουί: το μέγαρο Πιμοντάν που ‘χτισε ο Λοζέν. Εκεί γίνονται οι μηνιαίες συναντήσεις της αλλόκοτης λέσχης που μέλος της έγινα πριν από ένα μήνα. Πήγαινα στη λέσχη πρώτη φορά.
     Αν και δεν ήταν καλά-καλά έξι ώρα, η νύχτα ήταν μαύρη. Η ομίχλη που την έκανε ακόμα πυκνότερη ο Σηκουάνας, θόλωνε τα σχήματα και τις μορφές κάτω από το κάλυμμά της. Το πεζοδρόμιο, πλημμυρισμένο από τη βροχή, έλαμπε κάτω από τους φανοστάτες όπως το νερό αντανακλά τις εικόνες. Ο ξερός, δυνατός αέρας, φορτωμένος χιόνι και πάγο, μου μαστίγωνε το πρόσωπο. Δεν έλειπε κείνη τη νύχτα τίποτα από τη σκληρή ποίηση του χειμώνα.
     Ήτανε δύσκολο, από τη μάζα των σκοτεινών κτιρίων της έρημης προκυμαίας, να ξεχωρίσω το σπίτι που γύρευα. Όμως, ο αμαξάς μου, σκαρφαλωμένος στο ψηλό του κάθισμα, κατάφερε να διαβάσει σε μια μαρμάρινη πλάκα το μισοσβησμένο όνομα του παλιού κτιρίου και τον τόπο συνάντησης των μυστών.
     Ύψωσα το σκαλιστό ρόπτρο κι αρκετές φορές τό άκουσα απλώς να ξύνεται δίχως επιτυχία. Τελικά, υποκύπτοντας σε ένα πιό έντονο τράβηγμα, ο  σκουριασμένος, γέρικος σύρτης  άνοιξε κι η πόρτα, φτιαγμένη από τεράστιες σανίδες, έτριξε πάνω στους μεντεσέδες της.
     Καθώς έμπαινα, εμφανίστηκε  πίσω από ένα παραβάν κιτρινιάρικο και διαφανές, ένας γέρος θυρωρός, ίδιος με πίνακα του Σκάλκεν. Με κοίταξε με μια περίεργη γκριμάτσα και με το κοκκαλιάρικο δάχτυλό του απλωμένο, μου ‘δειξε το δρόμο.
     Ανέβηκα μερικά σκαλιά και βρέθηκα μπροστά σε μιαν από κείνες τις τεράστιες σκάλες που φτιαχτήκανε την εποχή του Λουδοβίκου 14ου κι όπου θα μπορούσε ένα σύγχρονο σπίτι να στήνει χορό. Μια Αιγυπτιακή Χίμαιρα, που τη καβαλούσε ένας Ερωτιδέας, στεκότανε σ’ ένα βάθρο με φως στα νύχια της, που ‘ταν έτσι γυρισμένα ώστε να σχηματίζουνε κηροπήγιο.
     Ανέβηκα άνετα. Στρατηγικά φτιαγμένα κεφαλόσκαλα μαρτυρούσαν μεγαλοφυΐα του αρχιτέκτονα και της μεγαλόπρεπης ζωής εκείνων των περασμένων χρόνων. Καθώς ανέβαινα την εντυπωσιακή σκάλα με το στενό μαύρο παλτό μου, ένιωθα σα λεκές στο περιβάλλον, σα να οικοιοποιήθηκα δικαίωμα που δεν μου ανήκε. Η σκάλα υπηρεσίας θα μου ‘κανε πιότερο.
     Από τους τοίχους κρέμονταν πίνακες, οι πιο πολλοί χωρίς πλαίσια, αντίγραφα αριστουργημάτων της Ιταλικής και της Ισπανικής Σχολής. Και ψηλά, στις σκιές, μόλις που διακρινότανε ζωγραφισμένο, ένα τεράστιο μυθολογικό ταβάνι.
     Έφτασα στον όροφο που μου ‘χαν υποδείξει. Μια φθαρμένη, βελούδινη, γυαλιστερή ταπετσαρία από την Ουτρέχτη, που τα κίτρινα πλαίσιά της κι οι φθαρμένες κλωστές προδίδανε τη μακρά της υπηρεσία, μου ‘δειξε τη πόρτα.
     Τη χτύπησα. Μου άνοιξαν με τις συνηθισμένες προφυλάξεις και βρέθηκα σ’ ένα τεράστιο δωμάτιο που φωτιζόταν από αρκετές λάμπες στις άκρες του. Μπαίνοντας μέσα βρέθηκα δυο αιώνες πίσω. Ο Χρόνος, που περνά τόσο γρήγορα, έμοιαζε να μην έχει αγγίξει αυτό το δωμάτιο και καθώς ένα ξεχασμένο ρολόι, έμενε ξεχασμένο με τους δείκτες να δείχνουν πάντα το ίδιο σημείο.
     Προχώρησα στο φωτισμένο τμήμα του δωματίου, που κάποιες ανθρώπινες μορφές κινιούνταν αχνά γύρω από ‘να τραπέζι. Μόλις με χτύπησε το φως και με αναγνώρισαν, μιά τεράστια κραυγή συντάραξε τα ηχηρά βάθη του αρχαίου κτίσματος:
 -“Αυτός είναι! Αυτός είναι!”, φώναξαν μερικές φωνές ταυτόχρονα. “Ας του δώσουμε ό,τι δικαιούται“!

Μουστάρδα Στο Δείπνο

     Ο γιατρός στεκόταν πλάι στο μπουφέ, που βρισκόταν μια πιατέλα φορτωμένη γιαπωνέζικα πιατάκια. Σερβίριζε ένα κομμάτι πρασινωπής μαρμελάδας, όσης το μεγάλο δάχτυλο του χεριού, από ένα κρυστάλλινο βάζο και το ‘βαζε πλάι στο ασημένιο κουταλάκι σε κάθε πιατάκι.
     Το πρόσωπο του γιατρού αχτινοβολούσε από ενθουσιασμό. Τα μάτια του λάμπανε, τα μαβιά του μάγουλα γυαλίζανε λες από πυρετό, οι φλέβες στους κροτάφους του πετάγονταν έντονα κι ανάσαινε βαριά με τα διεσταλμένα του ρουθούνια.
 -“Αυτό θα σου αφαιρεθεί από το ποσοστό σου στον παράδεισο“, είπε καθώς μου ‘δινε τη μερίδα μου.
     Όταν φάγαμε όλοι, μας σερβίρανε καφέ με τον αραβικό τρόπο, δηλαδή με το κατακάθι και χωρίς ζάχαρη. Κατόπιν καθίσαμε στο τραπέζι…

Το Συμπόσιο

     Το δείπνο σερβιρίστηκε με ασυνήθιστο τρόπο και σε κάθε λογής περίτεχνα και γραφικά σερβίτσια. Μεγάλα βενετσιάνικα κύπελα με πολύπλοκες σπείρες, γερμανικές κούπες στολισμένες με οικόσημα και λεζάντες, φλαμανδικά κύπελλα από πορσελάνη και μπουκάλια με λεπτούς λαιμούς μέσα σε καλαμένια καλάθια γεμίζανε το τραπέζι, αντί τα συνηθισμένα ποτήρια, καράφες και μπουκάλια.
     Οι θαμπές πορσελάνες του Λουί Λεμπέφ και τα εγγλέζικα  μαχαιροπήρουνα με τα λουλούδια, τα συνηθισμένα στολίδια των αστικών σπιτιών έλαμπαν διά της απουσίας τους.  Κανένα πιάτο δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα, όλα όμως είχανε δική τους γοητεία. Από τη Κίνα, τη Σαξονία, την Ιαπωνία υπήρχανε δείγματα πολύ όμορφα και πλούσια σε χρωματισμούς, λίγο γρατζουνισμένα ή σπασμένα, αλλά άψογου γούστου. Τα πιάτα ήτανε κυρίως από σμάλτο του Μπερνάρ ντε Παλισί, ή πορσελάνινα από τη Λιμόζ και σε ορισμένα, κάτω από το κρέας, το μαχαίρι ακουμπούσε σ’ ένα φίδι ή βάτραχο σκαλιστό. Το μαγειρεμένο χέλι έσμιγε το φιδογυριστό του σώμα με τους ζωγραφιστούς όφεις στις επιφάνειες άλλων πιάτων.
     Κάθε τίμιος φιλισταίος θα ‘νιωθε κάποιο φόβο αν βρισκότανε παρέα με τέτοιους ανθρώπους στο τραπέζι -ήταν φαλακροί ή με μούσι, άλλοι είχαν μουστάκι κι άλλοι ήτανε κουρεμένοι αλλόκοτα κι είχανε ξίφη του δέκατου έκτου αιώνα ή μαχαίρια από τη Μαλαισία και ματσέτες. Σκύβανε πάνω από το φαγητό τους και το τρεμάμενο φως από τις λάμπες, τους έδινε όψη αλλόκοτη κι ανησυχητική.
     Το γεύμα κόντευε να τελειώσει. Ήδη κάποια από τα πιο παθιασμένα μέλη νιώθανε την επίδραση της πράσινης μαρμελάδας. Εγώ ένιωθα κιόλας μιαν ολοκληρωτική μεταβολή στη διάθεση και τη γεύση μου. Το νερό που ‘πινα, μου φαινότανε σαν το εξαισιότερο κρασί, το κρέας στο στόμα μου γινόταν φράουλες, οι φράουλες γίνονταν κρέας. Δε μπορούσα να ξεχωρίσω το ψάρι από τη μπριζόλα.
     Οι γείτονές μου άρχισαν να μοιάζουνε κάπως περίεργοι. Οι κόρες των ματιών τους έγιναν μεγάλες σαν της κουκουβάγιας, οι μύτες τους μακρύνανε και γίνανε σα προβοσκίδες, τα στόματά τους μεγαλώσανε σαν το χείλος της καμπάνας. Τα πρόσωπα σκιάζονταν από υπερφυσικό φως. Ένας από τους γύρω μου, που ‘χεν ωχρό πρόσωπο και μαύρο γένι, γελούσε δυνατά μ’ έν αόρατο θέαμα. Ένας άλλος, έκανε απίθανες προσπάθειες να υψώσει το ποτήρι του στα χείλη κι οι μορφασμοί του ξεσήκωναν εκκωφαντικούς καγχασμούς και γέλια από τους συντρόφους του. ‘Αλλος, που συνταραζόταν από νευρικούς σπασμούς, στριφογυρνούσε τα δάχτυλά του μ’ αξιοσημείωτην επιδεξιότητα. Και κάποιος άλλος, πεσμένος στη ράχη της καρέκλας του με τα μάτια τυφλά και τα χέρια νεκρά, αφηνόταν να πλέει στην άπατη θάλασσα του τίποτα.
     Με τους αγκώνες στο τραπέζι, παρακολουθούσα τα πάντα με καθαρό μυαλό και με λογική που τρεμόσβηνε, -άναβε κι έσβηνε σαν το φως του φαναριού που κοντεύει να τρεμοπαίξει και να πεθάνει. Μια θανατερή ζέστη κυρίεψε τα μέλη μου κι η άνοια, σα κύμα που χτυπιέται στο βράχο αφρίζοντας κι υποχωρεί, τύλιξε το πνεύμα μου και τελικά το αγκάλιασε εντελώς.  Η παράξενη επισκέπτρια, η παραίσθηση, ήρθε κι εγκαταστάθηκε μέσα μου.
 -“Στο σαλόνι! Στο σαλόνι!”, φώναξε ένας από τους θαμώνες. “Δεν ακούτε τις παραδείσιες χορωδίες; Οι μουσικοί έχουν συγκεντρωθεί από ώρα“. Κι αληθινά, μιά εξαίσια αρμονία μας έφτανε σαν αρωματισμένο κύμα πάνω από τον ορυμαγδό των συζητήσεων.

Ένας Απρόσκλητος Επισκέπτης

     Το σαλόνι ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο με σκαλιστή, επιχρυσωμένη επένδυση, ζωγραφισμένο ταβάνι -οι μετόπες του απεικόνιζαν σάτυρους να κυνηγούν νύμφες στο λιβάδι- ένα μνημειώδες τζάκι από ζωγραφιστό μάρμαρο κι αμέτρητες μπροκάρ κουρτίνες. Εδώ ανάσαινε κανείς τη πολυτέλεια περασμένων καιρών. Κεντητές καρέκλες, καναπέδες, ανάκλιντρα και μπερζέρες τόσο μεγάλες που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν δούκισσες και μαρκησίες με απλωμένα τα ρούχα, προσφέρονταν στους χασισοπότες και τους καλωσορίζανε στις ανοιχτές, απαλές αγκάλες τους.  Ένιωσα να μέ καλεί η θέρμη από τη γωνιά, πλάι στην καμινάδα κι έκατσα κει για ν’ αφεθώ χωρίς αντίσταση στη φανταστική επιρροή του ναρκωτικού.
     Μετά από λίγες στιγμές οι σύντροφοί μου εξαφανιστήκανε… Στο σαλόνι βασίλευε ησυχία και μερικές αχνές λάμπες. Ξάφνου, όμως, μια αστραπή κόκκινη κάτω από τα βλέφαρά μου, λες και χιλιάδες κεριά είχαν ανάψει… κι ένιωσα να κολυμπώ σε μια χλωμή, χλιαρή λάμψη. Βρισκόμουν στο ίδιο δωμάτιο, όμως, όπως σ’ ένα πρόχειρο σκίτσο για πίνακα, όλα μοιάζανε πλουσιότερα, εξαισιότερα, λαμπρότερα. Στον πλούτο της ψευδαίσθησης, η πραγματικότητα είναι μόνον η αφετηρία.
     Ακόμα δέν έβλεπα κανέναν, αλλά φανταζόμουνα τη παρουσία μεγάλου πλήθους. ‘Ακουγα το θρόισμα υφάσματος, ήχο από τακούνια, ψιθύρους φωνών, μουρμουρίσματα, τραυλίσματα και ψευδίσματα, ξεσπάσματα συγκρατημένου γέλιου και το τρίξιμο από πόδια καρεκλών και τραπεζιών. Ηχούσε πορσελάνη και πόρτες που ανοιγοκλείνανε. Κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε.
     Ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά μου έν αινιγματικό πρόσωπο. Από πού είχεν έρθει; Δε γνωρίζω. Όμως η παρουσία του δε με ανησύχησε. Η μύτη του ήτανε γαμψή σαν πουλιού, τα πράσινα μάτια του, που τα σκούπιζε συχνά μ’ ένα μεγάλο μαντήλι, είχανε τρεις καφέ κύκλους και πιασμένη στον κόμπο ενός ψηλού, κολλαρισμένου κολάρου, ήτανε καρφιτσωμένη μια κάρτα που ‘λεγε: Daucus-Carota, du Pot d’ or. Το κολάρο έπνιγε τον λεπτό του λαιμό έτσι που το δέρμα στα μάγουλά του ξεχείλιζε σε κοκκινωπές ζάρες. Το σώμα του ξεχείλιζε σαν το στήθος καπονιού, καθώς ήτανε φυλακισμένο σε μια μαύρη βελάδα απ’ όπου κρεμότανε χρυσή αλυσίδα. Όσο για τα πόδια του, πρέπει να μολογήσω πως ήτανε σα ρίζες μανδραγόρα, κομμένα, θαρρείς στα δυο, μαύρα, τραχιά, άγρια και γεμάτα ελιές, σα να ‘χανε ξεριζωθεί από το χώμα, με χώμα ακόμα κολλημένο στις άκρες. Αυτά τα πόδια στριφογύριζαν και  συστρέφονταν με καταπληκτικήν ενεργητικότητα κι όταν ο μικροσκοπικός κορμός που στηρίζανε στάθηκε μπρος μου, αυτό το αλλόκοτο πλάσμα ξέσπασε σε λυγμούς και σκουπίζοντας τα μάτια του πρώτα με το ‘να χέρι και μετά με τ’ άλλο, μου μίλησε με τη πιο θλιβερή φωνή:
 -“Σήμερα είναι η μέρα που πρέπει να πεθάνουμε από τα γέλια“. Και μεγάλα, βαριά δάκρυα κύλησαν στη μύτη του. “Από τα γέλια… Από τα γέλια…”, επανάλαβε μια χορωδία που αντηχούσε με παράτονες και πνιχτές.

Φάντασμα 

     Σιγά-σιγά το σαλόνι γέμισε με περίεργα πλάσματα που όμοιά τους βρίσκονται μόνο στα έργα του Καγιό ή του Γκόγια -ένα συνονθύλευμα από κουρέλια, από κτηνώδη κι ανθρώπινα σχήματα. Οποιαδήποτε άλλη φορά θα ‘νιωθα ανήσυχα με τέτοια συντροφιά, αλλ’ αυτά τα τέρατα δέν είχανε τίποτε απειλητικό. Στα μάτια τους έλαμπε πονηριά, όχι κακία. Στ’ ασύμμετρα κυνόδοντα και στα μυτερά δόντια υπήρχε ένα χαμόγελο καλής διάθεσης και μόνο.
     Λες κι ήμουν ο βασιλιάς της γιορτής, ένα-ένα πλάσμα ήρθε με τη σειρά του στον φωτεινό κύκλο όπου εγώ ήμουνα το κέντρο και με σοβαρό και γελοίο ύφος, ψιθύριζε  ευχάριστες κολακείες στ’ αφτιά μου. Καμιά τους δε θυμάμαι αλλά κείνη τη στιγμή με γέμιζαν με τη πιο τρελλή ευθυμία.
     Με κάθε καινούρια εμφάνιση ένα γέλιο ομηρικό, ολύμπιο, τεράστιο κι αδιανόητο, που λες κι αντηχούσε στο άπειρο, ξέσπαγε γύρω μου βροντερά σα κεραυνός. Φωνές, τη μια στιγμή στριγγές και πένθιμες την επόμενη, φώναζαν:
 -“Όχι, είναι υπερβολικά αστείο! Φτάνει! Ας τελειώνουμε πιά, δέν αντέχω… Χα χα! Χο χο! Χι χι! Τί τέλεια φάρσα! Τί σπουδαία πλάκα! Στοπ! Πνίγομαι! Πεθαίνω!
     …
              (τέλος αποσπάσματος)
                                                             1η Φλεβάρη 1846

     Τα ποιήματα που ακολουθούν, ανήκουνε στη πρώιμη ποιητική ρομαντική του πλευρά, η μοναδική ποιητική συλλογή του, με τον τίτλο: Σμάλτα & Καμέες (Enamels and Cameos).

   Κοκκεταρία Στο Θάνατο

Παρακαλώ βάλε μου λίγο πριν πλαγιάσω
και κλειείς το φέρετρο-κρεβάτι μου,
λίγη μαυρίλα κάτω απ’ τα μάτια μου,
και ρόδινη μια πινελλιά στα μάγουλά μου!

Αχ, κάνε με όμορφη και τώρα!
ώστε να είναι το κορμί μου,
όπως τη νύχτα π’ ανταλλάξαμε τους όρκους:
Γοητευτική και ανθισμένη,
χαρούμενη και αγαπητή.

Για ‘μέ κανέν λινό χασέ-σεντόνι!
Μον’ φόρεμα σπουδαίο και λαμπρό!
Βγάλε τη πιο γλυκειά μου μουσελίνα,
με τ’ άφθονα λευκά βολάν τα απαλά!

Το αγαπημένο φόρεμα! Το τίμησα καλά,
φορώντας το σαν άνθισ’ η αγάπη
κι αφού το βλέμμα σου έμεινε,
το κράτησα ωσάν κειμήλιο ιερό.

Για μένα δε χωρά καμμιά κηδεία,
ούτε μαξιλαριού το κέντημα τραχύ.
Αλλ’ άσε μου τ’ όμορφο δαντελένιο μαξιλάρι
να πεφτουν τα μαλλιά στο πρόσωπό ανάρια.

Αγαπητό μου μαξιλάρι! Συχνά που τσαλακώθηκε,
σε ξάγρυπνες τρελλές, γλυκιές νυχτιές
και μέσα στο σκοτάδι μιας γονδόλας,
οπού τα άπειρα φιλιά μας εμετρούσε.

Τα κέρινά μου χέρια, νωχελικά, κλειστά,
προσευχή στη βαθειά της ζωής καταχνιά,
στο ροζάρι μου από χάντρες οπάλι,
βλογημένο από τον Πάπα στη Ρώμη.

Θα το κρατώ στα κρύα δάχτυλά μου σαν ξαπλώσω
κει που δεν έχει γυρισμό. Πόσο συχνά
τα χείλη σου πάνω στα χείλη μου μιλήσαν:
Ένα Πάτερ Ημών κι Aβε Μαρία απαλά!

(μτφρ.: Πάτροκλος)

  Σ’ Αυτή Με Το Ροζ Φόρεμα

Πόσο σ’ αγαπώ μ’ αυτές τις ρόμπες
που τόσον όμορφα σκεπούν τα θέλγητρά σου!
Τα λατρεμμένα στήθια σου
σα φιλντισένιες μπάλες
και τα γλυκά, λάγνα γυμνά σου μπράτσα,
εύθραυστα σαν τα φτερά της μέλισσας
κι ακόμα πιότερο, φρεσκότερα
απ’ τη καρδιά του ρόδου.

Το ύφασμα λεπτό και λεύτερο,
τυλίγει λάμπωντας το σώμα σου.
Απ’ τη μετάξινη κλωστή ως το δέρμα,
ρίγη ασημένια ανεβαίνουν ελαφρά
και τ’ άλικο, σα να ρίχνει, φόρεμα,
ροδάνθη στο κάτασπρό σου δέρμα.

Πούθε κρατάς το μυστικό κρυμμένο,
το φτιαγμένο από τη σάρκα σου;
Ζωντανό πλεχτό π’ ανακατεύεται, κολλά
στην ένδοξη χροιά του σώματός σου;
Το πήρες από το κοκκινάδι της Ηούς;
Από της Αφροδίτης το κοχύλι;
Απ’ το μπουμπούκι πλάι στο στήθος σου;
Από το ρόδο π’ ετοιμάζεται ν’ ανθίσει;
Παίρνεις το χρώμα, απ’ της αιδούς
το αναψοκοκκίνισμα;

Όχι -τα πορτραίτα σου δε ψεύδονται-
Η ομορφιά, το κάλλος θα μαντέψει!
Κάτω πετάς τα ρούχα σου,
ονειρεμένη τέχνη, γλυκειά πραγματικότητα,
σαν τη πριγκήπισσα Μποργκέζε,
σπάνια μαεστρία του Canova!
Αχ! οι πτυχές είναι τα φλογισμένα χείλη,
γύρω από την υπέροχη μορφή σου.
Σε μια τρελλή επιθυμία,
ντύνεσαι με τα φιλιά, ζεστά!

(μτφρ.: Ελένη Παπά)

  Χριστούγεννα

Μαύρος είναι ο ουρανός
και το έδαφος λευκό.
Ω, χτυπήστε, καμπάνες,
με χάρη τα κάλαντα σας!
Το Παιδί γεννιέται!
Μια αγάπη βαθειά
φωτίζει το πρόσωπο
της Μητέρας Του.

Κανένα ακριβό,
μεταξωτό ύφασμα,
δεν κρατά μακρυά Του
το τσουχτερό κρύο.
Αλλά ιστοί αράχνης
έχουνε πέσει χαμηλά,
να γίνουν η κουρτίνα Του,
τόσο απαλή και αμυδρή.

Τώρα τρέμει στο αχυρένιο στρώμα
Το μικρό παιδί,
το αστέρι από κάτω.
Για να Τον ζεστάνουνε
στο άγιο Του κρεβάτι,
πάνω Του αναπνέουν
ένα βόδι και το γαϊδουράκι.

Το χιόνι κρεμά
τα κρόσσια του στο σταύλο.
Η οροφή ανοιχτή στο ραντεβού
των φωτοστεφανωμένων,
εκείνη η γλυκειά χορωδία καλεί
Τους βοσκούς:
Ελάτε, να! ο Χριστός!”

(μτφρ.: Ελένη Παπά)

     Κάρμεν

Λεπτή είναι η Κάρμεν,
με χαλαρή κοψιά
και τα μαλλιά της,
μαύρα σαν τη νύχτα.
Σωρός οι μαύροι κύκλοι,
στα μάτια τα τσιγγάνικα,
μάκινα του διαβόλου
το απαλό της δέρμα.
Οι γυναίκες θα χλευάσουν
τη μορφή, το πρόσωπό της.
Οι άντρες όμως ολημερίς
θα την ακολουθούνε.

Ο αρχιεπίσκοπος του Τολέδο
-θεός να τον σχωρέσει!-
εκστασιάζεται στα γόνατά της, λένε.
Φωλιασμένος στη θαλπωρή
του κεχριμπαρένιου της λαιμού
στέκει εκεί, μέχρι να τον πετάξει,
σαν άπλυτο ρούχο, στο πάτωμα.

Λεπτό το κορμί της
απ’ τα πόδια ίσαμε τη κορφή.
Έπειτα, σκάει δυνατό ένα χαμόγελο
στο χλωμό της πρόσωπό,
-ένα τρομερά μαγευτικό χαμόγελο.
Το στόμα της, μυστικιστικό,
σαν το λουλούδι-δηλητήριο,
κλέβει το πορφυρό
απ’ τη καρδιά της κόλασης.

Η πιο αγέρωχη ομορφιά
πρέπει να σκύψει στη μορφή της,
όταν, σαν σε παράξενο όραμα,
θα σκοτεινιάσει τον ουρανό της.
Γιατί η Κάρμεν κυβερνά
κι η φλόγα των ματιών της,
θε να κατασιγάσει τη φωτιά.

Άγρια κι απρεπής η Κάρμεν!
-ό,τι κι αν είναι αυτό,
απόλαυσε έναν κόσμο
που ‘συ δεν ονειρεύτηκες ποτέ.
Έναν κόσμο θαυμαστό,
που το αλάτι της μικρής θάλασσας,
δελέασε μιαν Αφροδίτη,
να γεννηθεί…

(μτφρ.: Ελένη Παπά)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *