Gozzano Guido Davide Gustavo Ricardo: Κρεπουσκολαρισμός & Τρυφεράδα

Βιογραφικό

     Ο Guido Davide Gustavo Ricardo Gozzano (Γκουίντο Ντάβιντε Γκουστάβο Ρικάρντο Γκοτσάνο) γεννήθηκε στο Τορίνο, 19 Δεκέμβρη 1883. Με ευαίσθητη υγεία (αλλά παρ’ όλ’ αυτά εξασκώντας αθλήματα όπως πατινάζ στον πάγο, ποδηλασία και κολύμβηση), ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο με μέτρια αποτελέσματα και παρακολούθησε το Liceo classico Cavour. Ονομαζότανε Γκουστάβο μέχρι να γινει γνωστός και πολλά από τα 1α του έργα τα υπογράφει μ’ αυτό το όνομα. Ήτανε 4ο παιδί από το 2ο γάμο του πατέρα του. Ο τόπος γέννησης του ήταν το Αλιέ Καναβέζε, θέρετρο πολυσύχναστο από πλούσιους αστούς του Τορίνο και της Γένοβα. Ήτανε βαθύτατα Πεδεμόντιος κι ως προς το χαρακτήρα κι ως προς την αγάπη που τον ένωνε με την επαρχία του.
     Η μητέρα του Ντιοντάτα, γεννήθηκε επίσης στο Αλιέ το 1858, κόρη πατριώτη κι υποστηρικτή του Giuseppe Mazzini , του Καβούρ και του Massimo D’Azeglio. Πέρασε τη ζωή του στο Τορίνο και στο Agliè (στη περιοχή Canavese), όπου η οικογένειά του είχε πολλά κτίρια και μια μεγάλη περιουσία: τη Villa Il Meleto, . Στα 18 της ήτανε ποιήτρια κι ηθοποιός. Ο πατέρας Φάουστο Γκοτσάνο, ήταν μηχανικός δημοσίων έργων, γεννημένος κι αυτός στο Αλιέ το 1839. Το Αλιέ ήτανε για τον μικρό, ο παράδεισος των παιδικών χρόνων. Η οικογένεια Γκοτσάνο είχε 3 σπίτια. Το ένα ήτανε του πατέρα ενώ τ’ άλλα 2 ανήκανε στη μητέρα, που ο μικρός αγαπούσε τόσο που αν κανείς δεν το ξέρει, δεν μπορεί να καταλάβει τη ποίηση του. Στο Τορίνο υπήρχε η πλήξη της μελέτης και των υποχρεώσεων της αστικής ζωής. Αντίθετα στο Αλιέ κυνηγούσε πεταλούδες κι οι μεγάλοι του σπιτιού του διηγούνταν ιστορίες. Η αγάπη για τις πεταλούδες είναι βασικό χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης του ποιητή, αγάπη που φανερώνεται από τη πιο τρυφερή ηλικία και διαρκεί ως το θάνατό του.


Με τη μαμά, μια φίλη της κι ο μικρός Γκουίντο (και το σπίτι του)

     Γνωρίζουμε από τη μητέρα του ότι στα 7 του ήταν ένας πρώιμος εντομολόγος. Από τις αγαπημένες του ασχολίες ήτανε το να ταξινομεί τις πεταλούδες που ‘χε αιχμαλωτίσει. Η περιέργεια κι η επιστημονική μέθοδος του δημιουργούνε χάρισμα φαντασίας, χαρακτηριστικό μιας ποιητικής ροπής. Το οικογενειακό περιβάλλον του ποιητή ήταν μορφωμένο και καλλιτεχνικό κι έδινε μ’ ευρηματικό τρόπο, διδαχές που ο ποιητής αφομοίωνε καλύτερα από τις βασικές γνώσεις των δασκάλων. Ο παππούς, απ’ τη πλευρά του πατέρα, ο δόκτωρ Κάρλο Γκοτσάνο, που αγαπούσε τη καλλιέργεια δέντρων στους κήπους του, καλλιεργούσε επίσης και τη ποίηση του Μαντσόνι, του Πράτι και του Μεταστάσιο. Το 1903, μετά το γυμνάσιο, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά δεν αποφοίτησε ποτέ, προτιμώντας να παρακολουθήσει το crepuscolari torinesi, δηλαδή μαθήματα λογοτεχνίας του ποιητή Arturo Graf, που άρεσε πολύ στους νέους των γραμμάτων.
     Ο Πράτι κι ο Αλεάρντι ήτανε κάποιοι απ’ τους αγαπημένους ποιητές της Ντιοντάτα Γκοτσάνο κι απήγγειλε στίχους τους στο παιδί. Πώς να μη γίνεις ποιητής, όταν μεγαλώνεις ανάμεσα σε κήπους, κωμωδίες, πεταλούδες με μητέρα ακόμη νέα κι όμορφη που απαγγέλλει στίχους με υπέροχο τρόπο; Το στοιχείο του ιστορικού ρομαντισμού δόθηκε από τον παππού, από τη πλευρά της μητέρας, τον γερουσιαστή Μάσιμο Μαουτίνο που ‘χε λάβει μέρος στη βουλή του Πεδεμόντιου κι ήταν παθιασμένος πατριώτης, φίλος του Ματσίνι, του Καβούρ και κυρίως του Μάσιμο Ντ’ Αζέλιο. Το σπίτι του ήτανε γεμάτο εφημερίδες και μινιατούρες από τη Παλιγγενεσία και τον ευρωπαϊκό Ρομαντισμό. Ξεκίνησε να μελετά στο σπίτι, κάτω από την επίβλεψη μιας καθηγήτριας, της Τζουζεπίνα Κάουντα, που δεν πρέπει να του άφησε κάποια κακή ανάμνηση, μιας και της αφιέρωσε έν απ’ τα 1α του ποιήματα.


                              Πιτσιρής με τους γονείς του

     Η φιλία του με τον Έτορε Κόλα ανθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας του. Οι οικογένειες, που γνωρίζονταν από καιρό, βρισκόντουσαν τα καλοκαίρια στο Αλιέ. Ο Έτορε κι ο Γκουίντο ήτανε φίλοι και παίζανε παρέα, αλλά ήτανε το οικοτροφείο στο Κιβάσο που τους έφερε πιο κοντά. Εκεί φοιτούσανε παιδιά που οι οικογένειές τους ήτανε κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης. Δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά τεχνάσματα σ’ αυτούς τους νεαρούς αστούς που είχανε λάβει εκπαίδευση πιο εκλεπτυσμένη και με πιο ζωντανό πνεύμα. Οι μέτριοι καθηγητές, σε σύγκριση με το πνευματικό επίπεδο των οικογενειών τους, δεν τους ενέπνεαν ούτε ενδιαφέρον ούτε σεβασμό. Ο Γκουίντο περνούσε την ώρα του με τη ποίηση.
     Αργότερα πήγανε σε διαφορετικά σχολεία αλλά ο χωρισμός τους δυνάμωσε τη φιλία των 2 νέων και συχνά ανταλλάσσανε γράμματα για να διηγηθούνε τα πάντα που κείνη την ηλικία είχαν ανάγκη να διηγηθούνε, -καθημερινά ασήμαντα πράγματα που ήταν όμως εμφανώς σημαντικά. Οι χαρές, οι επιθυμίες, οι πρώτες μελαγχολίες κι οι αγάπες, όλ’ αυτά εικονογραφημένα από τον Γκουίντο με χιουμοριστικά σχέδια, πολύτιμα για να καταλάβει κανείς την ειρωνεία της ποίησής του. Συνεχίζει να ‘ναι αμελής μαθητής και πάντα θα ‘ναι μέτριος στο σχολείο. Στα γράμματα του ποιητή το παρελθόν και το μέλλον καταλαμβάνουνε τον ίδιο χώρο με το παρόν. Το παρόν είναι η Έκθεση, εκδήλωση αξιοσημείωτης σημασίας για το Τορίνο του 1898 και μεγάλη χαρά για όλους τους νέους, αυτή και το ποδήλατο, είναι τα αγαπημένα του θέματα. Το 1900 σημάδεψε επίσης, ένα στενάχωρο γεγονός την οικογένεια. Στις αρχές Μάρτη στη διάρκεια του καρναβαλιού, ο Φάουστο προσβλήθηκε από διπλή πνευμονία και πέθανε μετά από κάποιες μέρες.


                                        Η μητέρσ Ντιοντάτα

     Νοέμβρη 1900, στα 17 ξεκίνησε φοίτηση στο κολλέγιο Ρικαλντόνε, πιθανότατα η μητέρα τον μετέφερε σ’ άλλο σχολείο καθώς σε ιδιωτικό κολλέγιο θα υπήρχε μεγαλύτερη ανεκτικότητα στις πολυάριθμες απουσίες λόγω της επιβαρυμένης υγείας του. Πήρε το απολυτήριο λυκείου Οκτώβρη του 1903 κι αυτό του επέτρεψε να μπει το ίδιο διάστημα στη Νομική Σχολή και σε διάφορους πολιτισμικούς κύκλους του Τορίνο, πόλη που κείνο τον καιρό ζούσε τη μέγιστη δόξα της. Εκτός από το Πανεπιστήμιο ο Γκοτσάνο κι οι φίλοι του, ήταν από πνευματικής πλευράς, πολύ απασχολημένοι με συσκέψεις και με τη Κοινότητα Πολιτισμού. Το Ανάκτορο ΜαντάμαLa casa dei secoli, (Η Οικία Των Αιώνων) που είναι το θέμα αυτού του διηγήματος, ήταν έδρα συσκέψεων όλες τις Πέμπτες, με μεγάλη προσέλευση από το κοινό του Τορίνο. Αυτές οι συναντήσεις ήταν αφιερωμένες στη τέχνη και τη λογοτεχνία.
    Ο Graf άσκησε μεγάλη επιρροή στον Gozzano. Ο εμπνευσμένος από τη Λεοπάρντι απαισιοδοξία του μετριάστηκε από μια πνευματιστική μορφή σοσιαλισμού, συνδυασμό που οι νέοι Τουρινέζοι διανοούμενοι (που βλέπανε στη σκέψη του ένα αντίδοτο στο στυλ του D’Annunzio) προτιμούσαν ιδιαίτερα. Ο Graf τονε βοήθησε ν’ απομακρυνθεί από τον κανόνα του D’Annunzio, που διαπότιζε το πρώιμο έργο του, επιστρέφοντας στις πηγές κι αφιερώνοντας τον εαυτό του σε μια ενδελεχή μελέτη της ποίησης του Dante και του Petrarca, κάτι που τονε βοήθησε να τελειοποιήσει τη ποιητική του ευαισθησία. Τον Μάη η αδύναμη υγεία του επιδεινώθηκε ξαφνικά λόγω σοβαρής πλευρίτιδας κι ανάγκασε τον ποιητή να περάσει το υπόλοιπο της μοναχικής του ζωής στην ιταλική Ριβιέρα (κυρίως στο San Giuliano d’Albaro) και στα ορεινά (Ceresole RealeRoncoBertessenoFiery).

     Το 1907 σηματοδοτεί επίσης καθοριστική στροφή στη ζωή του. Γνωρίζει εκεί τη μεγάλη αγάπη της ζωής του, τη νεαρή ποιήτρια Amalia Guglielminetti (Αμαλία Γκουλιελμινέτι) και το προαίσθημα ενός πρωίμου θανάτου.  Η υγεία του ήτανε πάντα κακή. Από παιδάκι, ήτανε συχνά αναγκασμένος να διακόπτει τις σπουδές του εξ αιτίας της κούρασης και των αδιαθεσιών. Αγαπούσε την Αμαλία γιατί αυτή ήτανε για κείνον, η γυναίκα που αξίζει στη ζωή του. Αρχικά είχανε ξεκινήσει ν’ ανταλλάσσουν επιστολές -οι δυο τους είχαν αρχικά συναντηθεί ενώ παρακολουθούσανε τη Società di Cultura. Οι ερωτικές τους επιστολές, που ανταλλάχθηκαν στα 1907-09 μα πρωτοδημοσιευτήκανε το 1951 ως Lettere, αποκαλύπτουνε βαθειά τρυφερή αγάπη, που ο Gozzano προσπάθησε ν’ αποφύγει, προτιμώντας μια πιο ασφαλή λογοτεχνική συντροφικότητα. Τη θαύμαζε κι εσωτερικά κι εξωτερικά κι ένιωθε τη στοργή της στις στενάχωρες και δύσκολες στιγμές της ζωής του. Αυτή η σχέση διήρκησε 9 έτη, μέχρι τον θάνατό του. Τότε, η 1η ποιητική συλλογή του (γράφτηκε μεταξύ 1904-07), La via del rifugio, εμφανίστηκε με την αποτύπωση του εκδότη Streglio από το Τορίνο.


      Εδώ ανάμεσα στους φίλους Γκαρρόνε και Ντε Πάολι

     Το 1909 ο Gozzano εγκατέλειψε εντελώς τις νομικές σπουδές κι αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη ποίηση. 2 έτη μετά, δημοσίευσε το opus magnum του, το βιβλίο I colloqui (Συνομιλίες), με τον Μιλανέζο εκδότη Treves. Τα ποιήματα είναι σε 3 ενότητες, με τίτλο Il giovenile errore (Το νεανικό λάθος), Alle soglie (Στο κατώφλι) και Il reduce (Ο επιζών). Το I colloqui γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε κριτικούς κι αναγνώστες και προκάλεσε αρκετές προσφορές συνεργασίας σε σημαντικά περιοδικά κι εφημερίδες, όπως ήταν τα La StampaLa Lettura και La Donna. Το τελευταίο του παρείχε γόνιμο φόρουμ να δημοσιεύσει πεζογραφία και ποίηση -και μάλιστα Κρεπουσκολαρισμού.
    Το I Colloqui περιλαμβάνει το “La signorina Felicita ovvero la Felicità“, ίσως το πιο διάσημο έργο που γράφτηκε ποτέ από τον Gozzano. Σε αυτό το μακροσκελές ποίημα, προκαλεί τα συναισθήματά του για τη Felicita, συνηθισμένο κορίτσι, που περιγράφει τη καταφυγή στην αισθητική της παραστατικής τέχνης, ως μια φλαμανδική ομορφιά Sangirardi, Giuseppe (2013). Shame and Desire: A reading of Gozzano’s La signorina felicita. Σε αυτό το ποίημα, ο συγγραφέας πραγματεύεται πολλά από τα συνηθισμένα θέματα του έργου του (τη κατάσταση της υγείας του, την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία του, τη λαχτάρα του να επισκεφτεί μακρυνές κι εξωτικές χώρες) με τον πνευματώδη και ειρωνικό τρόπο που είναι σήμα κατατεθέν του.


     Η επιδείνωση της υγείας του τον οδήγησε στην απόφαση να ταξιδέψει στην Ινδία και τη Κεϋλάνη, αναζητώντας κλίμα πιο κατάλληλο για την αναπνευστική του αναπηρία. Το κρουαζιερόπλοιο έφυγε από τη Γένοβα στις 16 Φλεβάρη 1912, επιστρέφοντας το Μάη 1913 μετά από επισκέψεις στο Κολόμπο και τη Βομβάη. Δενε έγινε καλύτερος, αλλά το ταξίδι, μαζί με το εκτενές διάβασμα, ενέπνευσε τα κείμενα που επρόκειτο να συγκεντρωθούνε και να εκδοθούν μεταθανάτια (1917) με τον τίτλο Verso la cuna del mondo (Προς το λίκνο του κόσμου). Το ταξίδι αυτό συμβόλιζε για τον Γκούιντο τη πραγματοποίηση ποικίλων βλέψεων. Πολύ νέος ακόμα, όταν εικονογραφούσε τα γράμματά του προς τον Έτορε Κόλα με σχέδια πάνω-κάτω χιουμοριστικά, η Ανατολή ήταν ένα θέμα που επέστρεφε πολλές φορές, με διαφορετικούς τρόπους. Ένας άλλος λόγος για να φύγει ήταν η ελπίδα της βελτίωσης της υγείας του μ’ ένα ταξίδι στη θάλασσα. Το ταξίδι του διήρκησε 2 μήνες κι επισκέφτηκε διάφορα μέρη, όπως τη Βομβάη, τη Κεϋλάνη, τη Μαντούρα, το Υδεραμπάντ και το Βαρανάσι. Στην επιστροφή του από την Ινδία, ο Γκοτσάνο πίστεψε για μια στιγμή πως η υγεία του είχε καλυτερέψει, παρ’ όλο που οι φίλοι του τον βρήκαν ακόμη πιο κάτισχνο κάτω από την ηλιοκαμένη επιδερμίδα του.



     Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απέδωσαν μικρή λογοτεχνική παραγωγή. Μάρτη 1914, δημοσίευσε στο La Stampa μερικά αποσπάσματα από το μακροσκελές ποίημα Le Farfalle (Οι πεταλούδες), γνωστό κι ως Epistole entomologiche (Εντομολογικές επιστολές), που δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Την εποχή αυτή κυκλοφόρησε κι η συλλογή των 6 παραμυθιών που ‘χε γράψει για το παιδικό περιοδικό Corriere dei Piccoli, με τίτλο I tre talismani (Τα τρία φυλαχτά). Φανατικός θαυμαστής του θεάτρου και του κινηματογράφου, προσάρμοσε μερικά από τα διηγήματά του για παραγωγή. Μεταξύ 1914 και 1915 συνέθεσε μερικά αξιοσημείωτα ποιήματα για τον Α’ Παγκ. Πόλ., που γνώρισαν μικρή επιτυχία από το κοινό του. Το 1916, λίγο πριν πεθάνει, άρχισε να γράφει το σενάριο για μια ταινία για τον Φραγκίσκο της Ασίζης, που δεν γυρίστηκε όμως ποτέ.
     Έσβησε στις 9 Αυγούστου 1916, στο σούρουπο,”τη πραγματική ώρα του Τορίνο, όταν από το Ανάκτορο Μαντάμα ως το Βαλεντίνο, οι Άλπεις παίρνουν φωτιά ανάμεσα στα φλεγόμενα σύννεφα“. Οι καμπάνες τις πόλης χτυπούσανε για μια μεγάλη ιταλική νίκη: την άλωση της Γκορίτσια. Μετά από 2 μέρες κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Αλιέ. Ήταν άθεος.

   .

ΕΡΓΑ:

     Ο Γκουίντο έκανε το δημόσιο ντεμπούτο του το 1903, στην εφημερίδα του Τορίνο, Venerdì della Contessa, όπου δημοσίευσε 6 λυρικά έργα, La Vergine declinante (Η παρακμάζουσα Παναγία), L’esortazione (Η προτροπή), Vas voluptatis (Δοχείο Απόλαυσης), La parabola dell’autunno (Η παραβολή του φθινοπώρουSuprema quies (Υπέρτατη ειρήνηLaus Matris (Μητρικός Έπαινος) και το διήγημα La passeggiata (Το Περπάτημα). Στο ίδιο περιοδικό εμφανίζονται και το La parabola dei frutti (Η παραβολή των καρπών), το La falce (Το δρεπάνι) και το La preraffaellita (Ο Προ-Ραφαηλίτης).
     Το 1905 δημοσιεύεται η σύντομη, καυστική νουβέλα του, I benefizi di Zaratustra (Τα οφέλη του Ζαρατούστρα), στο εβδομαδιαίο περιοδικό Il Piemonte. Το ίδιον έτος δημοσιεύεται ένα διήγημα, La novella romantica (Η Ρομαντική Νουβέλα) στο Nuοva Lettura ενώ το 1906 δημοσιεύεται μια νουβέλα, La novella bianca (Η Λευκή Νουβέλα) στο Gazzetta del popolo della domenica.

Gozzano, Guido. Η κοκκότα μτφ. Ρίτα Ν. Μπούμη, Νέα Εστία τόμος 5
Gozzano, Guido. Οι διάλογοι μτφ. Ρίτα Μπούμη-Παππά Νέα Εστία τόμος 21 
Gozzano, Guido. Στα πρόθυρα μτφ. Μπούμη-Παππά Νέα Εστία τόμος 21 
Gozzano, Guido. Στο σπίτι του επιζήσαντος, μτφ. Ρίτα Μπούμη-Παππά. Το Νεον Κράτος τχ.6 (Φεβρ.1938) .
Παγκόσμια ανθολογία ποίιησης, επιμεληταί Ρίτα Μπούμη-Νίκος Παππάς. 2η έκδοση. 1ος τόμος.
Gozzano, Guido. Η κοκκότα μτφ. Ρίτα Μπούμη-Παππά
Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία, τομ. Ε’: ξένες χώρες. Μτφ Ρήτα Μπουμη-Νίκος Παππάς,
Gozzano, Guido Η κοκότα, μτφ Ρίτα Μπούμη-Παππά, 
Παγκόσμια ποιητική ανθολογία, Δημ. Γιάκου-Μαν. Γιαλουράκης 1ος τόμος.
Gozzano, Guido Η κοκκότα μτφ. Ρίτα Μπούμη-Παππά, 
Gozzano, Guido Οι πύργοι της σιωπής (Οδοιπορικό στην Ινδία),

     Ο Γκουίντο είναι κυρίως γνωστός για τις 2 ποιητικές του συλλογές. Η 1η δημοσιεύτηκε το 1907 κι είναι το La via del rifugio (Ο δρόμος για το καταφύγιο) κι η 2η το I colloqui που δημοσιεύτηκε το 1911. Η συλλογή I colloqui συντάχθηκε στη περίοδο 1907-10. Εκδόθηκε από έναν εκδοτικό οίκο με κύρος, τον οίκο Τρεβές. Δείχνει δομή που χωρίζεται σε 3 μέρη: Il giovenile erroreAlle soglie και Il reduce, που σκιαγραφούνε τη συναισθηματική βιογραφία του ποιητή. Το 1ο μέρος μιλά για τις αγάπες των νεανικών χρόνων. Στο 2ο επικρατούν οι αναμνήσεις και διαφαίνεται η επαναδημιουργία ενός ρομαντικού παρελθόντος που δεν γίνεται πάραυτα να ξαναζωντανέψει. Στο 3ο απομακρύνεται από τη πραγματική ζωή κι αποφασίζει μια ύπαρξη σε αναμονή θανάτου. Έχει ως κεντρικό θέμα των ποιημάτων του εκεί, τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωή. Αριστουργήματα της συλλογής είναι εκτός άλλων, L’amica di nonna SperanzaTotò Merùmeri, La signorina Felicita.
     Το 1914 δημοσιεύει στην εφημερίδα Κορριέρε ντέι Πίκολι κάποια παραμύθια για παιδιά κι έπειτα συγκεντρωμένα στο βιβλίο I tre talismani (Τα τρία φυλαχτά). Το ταξίδι του στην Ινδία δημιουργεί καινούργια ευκαιρία για να γράψει σημειώσεις ταξιδιού που είναι το πιο σημαντικό κείμενό του γραμμένο σε πρόζα και δημοσιεύτηκαν μεταθανάτια στο Verso la cuna del mondo: lettere dall’ India (1917). Στο διάστημα 1913-4 αφιερώνεται στη σύνθεση ενός εκπαιδευτικού ποιήματος, το Le farfalle (Οι Πεταλούδες) που παρέμεινε ανολοκλήρωτο.
     Οι νουβέλες που έγραψε για εφημερίδες και περιοδικά στο διάστημα 1911-5 συγκεντρώθηκαν από τον αδερφό του Ρενάτο σε 2 βιβλία, και παρουσιαστήκανε το ‘να μετά τ’ άλλο. Το 1918 δημοσιεύτηκε το L’ altare del passato (Ο βωμός του παρελθόντος), που είναι συλλογή διηγημάτων που εκτός της νουβέλας, La casa dei secoli (Ο Αώνιος Οίκος) που είναι το θέμα του άρθρου και δημοσιεύτηκε το 1914 στο περιοδικό La Donna κι είναι αφιερωμένο στο Παλάτσο Μαντάμα κι ατενίζει με θαυμασμό ως ένα είδος υπέρτατου εμβλήματος, που φαίνεται να συγκεντρώνονται η ιστορία κι ο χαρακτήρας της πόλης του ποιητή, περιλαμβάνει άλλα 10 διηγήματα, ανάμεσα τους το ομώνυμο L’ altare del passato, το Garibaldina (Γκαριμπαλντίνα) το Torino d’ altri tempi (Τορίνο άλλων εποχών)που ο Γκοτσάνο ψάχνει για ιστορικές αλήθειες καταχωρημένες σε σκονισμένα αρχεία και το La Marchesa di Cavour, (Η Μαρκησία Του Καβούρ). Το ενδιαφέρον μ’ αυτή την συλλογή είναι ότι υπάρχει θεματική και στιλιστική αντιστοιχία ανάμεσα στα ποιήματα άλλων συλλογών με τα συγκεκριμένα διηγήματα καθώς υπάρχει η ίδια έμπνευση για 2 διαφορετικά προϊόντα, η ποίηση και το διήγημα: Έτσι στο Garibaldina ξαναζωντανεύει το σαλόνι της νόνα Σπεράντσα, στο I sandali della diva (Τα σανδάλια της ντίβας) σκιαγραφείται το Cocotte, ενώ στο L’ombra delle felicità (Η σκιά της ευτυχίας) καθρεφτίζεται το Un’ altra risorta (Άλλη μια ανάσταση) και πάει λέγοντας για τα υπόλοιπα διηγήματα.



     Τα διηγήματα που ‘γραψε για τα λατρεμμένα του ανήψια Φραντσέσκο και Μαρία, τα παιδιά της αδερφής του Ερίνα, διασπαστήκανε σε 2 συλλογές: η 1η δημοσιεύτηκε ενώ ακόμη ζούσε, το 1914, ενώ τη 2η τη δημοσίευσε η μητέρα του το 1917, με τίτλο La principessa si sposa (Η πριγκήπισσα παντρεύεται) που τον είχε αποφασίσει ο ίδιος πριν πεθάνει τον Αύγουστο του 1916 και την αφιέρωσε στον αδερφό του Ρενάτο, -σε παράρτημά της  παρουσιάζονται κάποια ανέκδοτα ποιήματα αφιερωμένα σε παιδιά με τον τίτλο Le dolci rime (Οι Γλυκοί Στίχοι), ανάμεσα τους το γλυκύτατο και χαριτωμένο La notte santa (Η Ιερή Νύχτα) που περιγράφει τη γέννηση του Χριστού.
Το 1919 δημοσιεύεται το L’ultima traccia (Το τελευταίο κομμάτι) που περιέχει 17 έργα σε πεζό λόγο. Το 1924 δημοσιεύεται το Primavere romantiche (Ανοιξιάτικες Ρομάντσες) που είναι εφηβικό ποίημα αφιερωμένο στη μητέρα του 1 έτος μετά το θάνατο του πατέρα.
     Ο Γκουίντο αγάπησε και τη τέχνη του σινεμά και το 1911 σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ La vita delle farfalle (Η ζωή των πεταλούδων) ενώ το 1916 ξεκίνησε τη σκηνοθεσία της βιογραφικής ταινίας San Francesco d’Assisi, που όμως δεν γυρίστηκε ποτέ. Είχε μάλιστα την ευκαιρία να παρουσιάσει τις ιδέες του όσον αφορά την αξία και το μέλλον του κινηματογράφου σε άρθρο με τίτλο: Il nastro di celluloide e i serpi di Laocoonte (Η ταινία σελιλόιντ και τα φίδια του Λαοκόοντα) όταν το περιοδικό La Donna ζήτησε σχετική έρευνα.
     Τέλος, υπάρχουνε και κάποιες επιστολές που έχουνε δημοσιευτεί πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, το Lettere d’amore di Guido Gozzano e Amalia Guglielminetti (Ερωτικές Επιστολές Του Στην Αμαλία Γουλιελμινέττι) που δημοσιεύτηκε το 1951, το Lettere a Carlo Vallini con altri inediti (Γράμματα στον Κάρλο Βαλίνι κι άλλα αδημοσίευτα έργα) που δημοσιεύτηκε το 1971 και το Lettere dell’ adolescenza a Ettore Colla (Γράμματα από την εφηβεία στον Έτορε Κόλλα) που δημοσιεύτηκε το 1993.
     Η μεταφραστική τύχη του Γκοτσάνο ιδιαίτερα στην Ελλάδα δεν ήταν ιδιαίτερα ένδοξη. Δεν κατάφερε να διαβαστεί από πολύ κόσμο όπως άλλοι Ιταλοί λογοτέχνες, για παράδειγμα ο Καλβίνο, ο Σβέβο, ο Πιραντέλο και πολλοί άλλοι.

========================
 

                                                Πρόλογος

   (Η Χριστίνα είναι το κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος είναι λοιπόν αναγκιαίο να πω 2 λόγια γι’ αυτή. Η Μαρία Χριστίνα της Γαλλίας, δούκισσα της Σαβοΐας, γνωστή κι ως Βασιλική Μαντάμα (Madama Reale),γεννήθηκε στο Παρίσι στις 10 Φλεβάρη 1606 κι ήτανε κόρη του Ερρίκου Δ’ και της Μαρίας Μέντιτσι. Το 1619, στα 13 πήγε στο Τορίνο και παντρεύτηκε για πολιτικούς λόγους τον μέλλοντα δούκα της Σαβοΐας, τον Βίκτωρ Αμεδαίο Α’, που τη περνούσε γύρω στα 20 χρόνια. Οι δυο τους είχανε διαφορετικά ενδιαφέροντα, της Χριστίνας της άρεσαν οι χοροί κι οι γιορτές ενώ ο Βίκτωρ προτιμούσε τη μοναξιά, το κυνήγι και τους περιπάτους. Από το 1630, ξεκίνησε να σχεδιάζει της αλλαγές στο Κάστρο Βαλεντίνο, οι εργασίες διήρκησαν από το 1633-60 -που σήμερα βρίσκεται στη προστασία της UNESCO. Στο μεσοδιάστημα ο Βίκτωρ πέθανε υπό μυστηριώδη συνθήκες, ίσως από δηλητηρίαση. Είχαν μαζί 6 παιδιά, 4 κορίτσια και 2 αγόρια. Η Χριστίνα διετέλεσε αντιβασίλισσα, στη θέση του γιου της, που ήταν ακόμη παιδί, αλλά διατήρησε τη θέση ακόμη κι όταν αυτός έγινε 30. Βρέθηκε σε διαμάχη με τους κουνιάδους της, που δεν εγκρίνανε τις κινήσεις της. Παρ’ όλες τις αντίξοες πολιτικές συνθήκες κατάφερε να συνεχίσει τα έργα στο Κάστρο Βαλεντίνο, όπου διέμενε. Έμενε επίσης στο Παλάτσο Μαντάμα, που ‘ναι το κεντρικό θέμα του κειμένου, αλλά και στη κατοικία κοντά στον αμπελώνα της Βασιλικής Μαντάμα. Σε προχωρημένη ηλικία στράφηκε προς τη θρησκεία και τη μετάνοια. Πέθανε στο Τορίνο στις 12 Δεκέμβρη 1663 ντυμένη σαν απλή μοναχή, σε χώρο της εκκλησίας της Αγίας Χριστίνας όπου κηδεύονταν οι καλόγριες.)

                                     Ο Αιώνιος Οίκος

     Ο Αιώνιοε Οίκος είναι το Παλάτσο Μαντάμα. Κανένα κτίριο δεν περικλείει τόσο χρόνο, ιστορία, ποίηση στη ποικιλόμορφη παλαιότητα της.Το Κολοσσαίο, το Παλάτι των Δόγηδων, όλα τα κτήρια είναι πιο ξακουστά και δοξασμένα, θυμίζουνe τη λάμψη, κάποιας εποχής, έπειτα η σκοτεινή σκιά τα γκρεμίζει όλα. Το Παλάτσο Μαντάμα είναι σαν πέτρινη σύνθεση απ’ όλο το παρελθόν του Τορίνο, απ’ τ’ αρχαία χρόνια, τη ρωμαϊκή εποχή, στις μέρες της Παλιγγενεσίας μας. Γι’ αυτό το προτιμώ απ’ όλα.
     Εμείς οι Τορινέζοι δεν το νιώθουμε πια, δεν το βλέπουμε πια, όπως όλα τα πράγματα που είναι πολύ κοντά και πολύ οικεία, από τη παιδική ηλικία ή το θεωρούμε εμπόδιο που δεν είναι πάντα ευχάριστο για τη βιασύνη μας να διασχίσουμε τη μεγάλη πλατεία. Δεν προγραμματίστηκε το 1802 χωρίς λόγο η ολική κατεδάφιση, θέλαν ν’ απαλλάξουνε τη πλατεία Καστέλο από το ενοχλητικό κτίριο κι ήταν εγκώμιο για τον Ναπολέοντα Α’ (ευεργέτης τέχνης αυτή τη φορά όπως λίγες) που παρεμβαίνει αποτρέποντας με κατηγορηματικό βέτο την ανήκουστη βαρβαρότητα.
     Εμείς οι Τορινέζοι συνηθίζουμε επίσης να θεωρούμε το Παλάτσο Μαντάμα σημείο ευχάριστης μοναχικής συνάντησης, καλά προστατευμένο από τη βροχή, τον ήλιο, τη περιέργεια. Κάτω από το απέραντο κτίριο, περπατώντας από τον μεσαιωνικό ανδρώνα ως τη στοά του 18ου αι. μπορεί κανείς να περιμένει μια γυναίκα, τη μαμά, την αδερφή, τη φίλη, την αγαπητικιά του κι η μισή ώρα καθυστέρησης, που κάθε γυναίκα πιστεύει πως σίγουρα έχει το δικαίωμα να κάνει στην ανδρική υπομονή, είναι λιγότερο δύσκολη από κάποιο άλλο μέρος. Στη μισή ώρα αναμονής στο μισοσκότεινο καταφύγιο μπορεί κανείς να μεθύσει στη ποίηση δυο χιλιετιών, να ξεχάσει, όπως σε μιαν όαση ξεχασμένη από το χρόνο, τη σύγχρονη ζωή που πάλλεται τριγύρω, να ξεχάσει το διαφορετικό και πολύ μοντέρνο πλήθος, τις φθαρμένες ράγες, το αστραποβόλημα των ηλεκτρικών λαμπών, τη βοή των αυτοκινήτων, των τραμ, του πολιτισμού που περνά κι επίκειται.
     Δυο χιλιετίες: όλη η ζωή του Τορίνο. Μπορεί κανείς ν’ ανατρέξει στη νύχτα των χρόνων, εκεί όπου η ιστορία δεν έχει πια ημερομηνίες κι ονόματα και το όνειρο μας παίρνει απόχρωση  λυκόφωτος χλωμή και τρομερή, όχι δίχως μιαν απροσδιόριστη γοητεία: τη γοητεία των αβέβαιων πραγμάτων. Εδώ, ανάμεσα σ’ αυτούς τους γιγαντιαίους πύργους, ανοιγόταν η Πόρτα Ντεκουμάνα (ή Φιμπελόνα;). Πως ήτανε, πως μπορούσε να ‘ναι το Τορίνο του Ιούλιου Καίσαρα; Η φαντασία τη κλείνει σε τετράγωνο περιτείχισμα που ‘ναι απομίμηση των κάστρων κι οι ιστορικοί επιβεβαιώνουν με άρρηκτη βεβαιότητα την επιπεδομετρία της. Από τη ρωμαϊκή πόλη, την Αουγκούστα Ταουρινόρουμ, χτισμένη με βάση τον τετράπλευρο τύπο των καταυλισμών των ρωμαϊκών λεγεώνων του Ιούλιου Καίσαρα, διευρυμένη κι εξωραϊσμένη από τον Αυτοκράτορα Αύγουστο, μπορεί να σημειωθεί κατά προσέγγιση το περιμετρικό περιτείχισμα των τειχών με τα ονόματα των σημερινών οδών. Βόρεια Πλευρά για την Οδό Τζούλιο από την Οδό Κονσολάτα και για την Οδό Μπαστιόν Βέρντε μέχρι το Βασιλικό Κήπο, κατά μήκος αυτής της πλευράς ανοίγεται η Πόρτα Πριντσιπάλις Ντεξτέρα, τώρα η Πόρτα Παλατίνα: στη γωνία της Οδού Κονσολάτα και Τζούλιο έχει τοποθετηθεί ξανά σε κοινή θέα η βάση του γωνιακού βόρειοδυτικού πύργου των τειχών, κοντά στη βόρειοανατολική γωνία, κατά μήκος της Οδού ΧΧ Σετέμπρε, υπήρχε το Ρωμαϊκό Θέατρο, στην Ανατολική Πλευρά, από τον Βασιλικό Κήπο στους Δυτικούς Πύργους αυτού του Παλάτσο Μαντάμα κι έπειτα για μια μέση ευθεία ανάμεσα στην Οδό Ρόμα και την Ακαδημία Επιστημών, Νότια Πλευρά, απ’ αυτή την ευθεία για την Οδό Σάντα Τερέζα και Τσερνάϊα για το Κόρσο Σικάρντι: κατά μήκος αυτής της πλευράς ανοίγεται η Πόρτα που ονομαζόταν Μαρμορέα στο Μεσαίωνα. Δυτική Πλευρά, από την Οδό Τσερνάϊα για το Κόρσο Σικάρντι και την Οδό Ντέλα Κονσολάτα ως την Οδό Τζούλιο: κατά μήκος αυτής της πλευράς ανοιγόταν η Πόρτα Πραετόρια που ονομαζόταν Σεγκουζίνα  στο Μεσαίωνα.
     Το Μεσαιωνικό Τορίνο ερημωμένο κι εξαθλιωμένο δε διευρυνόταν εκτός της ρωμαϊκής πόλης διατηρώντας την επιπεδομετρία. Ιδωμένο από τα υψώματα του λόφου η πόλη θα ‘πρεπε να θυμίζει μικρότερες πόλεις, κλεισμένες από ψηλά τείχη, που οι αγίες κρατήσανε σα τάμα στη παλάμη του τεντωμένου χεριού. Το Τορίνο τελείωνε λοιπόν εδώ, που σήμερα είναι η πιο παλλόμενη καρδιά του, εδώ ήταν ένα οχυρό: ένα domus de forcia. Πράγματι η συνθήκη ανάμεσα στον Γουλιέλμο Η’, Μαρκήσιο του Μομφερράτου και τον Τομάζο Γ’, Κόμη της Σαβοΐας, κατέληξε στ’ οχυρό που σ’ αυτές τις ίδιες πέτρες προϋπήρχε στο Κάστρο των Ντ’Ακατζά.
     Η συμφωνία ήταν ακριβής in domu de forcia quam ibi de novo aedificavimus… (στο σπίτι που ξαναχτίσαμε γερά εκεί). Η ρωμαϊκή πόρτα -γράφει o Καθηγητής Ησαΐας- είχε διαστάσεις, κατασκευή και σχέδιο, ίδιες με της Πόρτα Πριντσιπάλις Ντεξτέρα ή Παλατίνα. Από τη πόρτα ρομάνα, εκτός από τους δυο πύργους, διατηρημένους στην ανατολική πλευρά του κτηρίου, βρίσκονται τα θεμέλια κι ένα μέρος των στύλων ανάμεσα στον ισθμό, εκτός από πολλά κομμάτια του πολυγωνικού λιθοστρώματος. Κολλημένο στα ρωμαϊκά τείχη και στη πόρτα εγείρεται στο εξωτερικό της πόλης, την εποχή του Γουλιέλμου Η’ του Μομφερράτου, οχυρό που στα έγγραφα είχε το όνομα Castrum Portae Phibellonae. Από το 1404 ως το 1417 ο Πρίγκηπας Λουδοβίκος Ντ’Ακατζά διεύρυνε τις αμυντικές κατασκευές, επιμελήθηκε το στήριγμα στις πόλεις, κλεισμένες από ψηλά τείχη, που οι αγίες κράτησαν σαν τάμα στη παλάμη του τεντωμένου χεριού. Πρόσθεσε στο θησαυροφυλάκιο του Μαρκήσιου του Μομφερράτου μια πτέρυγα πλαισιωμένη από πύργους. Άλλη σημαντική αλλαγή ήταν αυτή που ολοκληρώθηκε την εποχή του Καρόλου Εμμανουήλ Β’ που άλλαξε τελείως την διάταξη του Κάστρου, μικραίνοντας την αυλή στον προθάλαμο με vôlte a crocera, (τοξωτοί θόλοι) στηριζόμενες από στύλους κι ανεγείροντας το μεγάλο κεντρικό σαλόνι, που ήταν αργότερα η αίθουσα της Γερουσίας. Σ’ όλα τα προηγούμενα έργα προσθέτονται τέλος, το 1718, η δυτική πρόσοψη κι η μεγαλοπρεπής σκάλα που χωρίζεται σε δύο σκέλη κατασκευασμένη από το Γιουβάρα.
     Η ρωμαϊκή εποχή με τις τεράστιες πέτρες της, ο μεσαίωνας έχοντας προφίλ με επάλξεις των πύργων του, η Αναγέννηση που προσπάθησε να ομορφύνει το θησαυροφυλάκιο με κάποιο ίχνος ομορφιάς, το 700, τέλος, που σφραγίζει αυτή την επικάλυψη εποχών και ρυθμών με τη τέχνη του Γιουβάρα: όλο ένα πέτρινο ποίημα. Κάποιες γυναικείες μορφές εμψυχώνουν αυτή τη πέτρα που φέρνει στο ίδιο το όνομα μια καθαρά γυναικεία αφιέρωση και δεν ξέρω κι εγώ ποια μητρική επιβλητικότητα; Palais de Madame Royale, Παλάτσο Μαντάμα στη γαλλική πιεμοντέζικη διάλεκτο, αλλά ακόμη νωρίτερα, απ’ τις αρχές του μεσαίωνα, αφιερωμένο στη Nostrae Dominae, στη Κυρία Μας. Κι όχι με την μυστική έννοια, όχι στη Κυρία Μας που ‘ναι στους ουρανούς, αλλά σε γυναίκα με σάρκα, σίγουρα πολύ όμορφη. Ποιος από τους σκληρούς Μαρκησίους του Μομφερράτου, ποιος από τους Πρίγκηπες Ντ’Ακατζά είχε πρώτος την ιδέα αυτού του συζυγικού σεβασμού, πραγματικά ιπποτικού, προς τη πολυαγαπημένη του νύφη; Dominae, Mesdames, Madame: οι Μαρκησίες του Μομφερράτου, οι Πριγκήπισσες Ντ’Ακατζά, οι Κόμισσες κι οι Δούκισσες της Σαβοΐας εμψύχωναν για αιώνες, σχεδόν για μια χιλιετία, τη σκοτεινή θλιβερότητα αυτών των τειχών κι ίσως τα φαντάσματα τους προσελκύουνε τη φαντασία μας πιότερο απ’ τα γεγονότα που έχουνε διαδραματιστεί ή έχουνε καθοριστεί εδώ.
     Μεγαλόπρεπα κι ιστορικά γεγονότα: από την σύναψη της ειρήνης ανάμεσα στους Μαρκησίους του Μομφερράτου και στους Κόμητες της Σαβοΐας, απ’ την ειρήνη ανάμεσα στους Γενοβέζους και στους Βενετσιάνους, που ‘χε την απόλυτη αμετάκλητη κυριαρχία ο Πράσινος Κόμης, στη Γερουσία του Βασιλείου, που σχεδίασε τη τύχη της Ιταλίας την εποχή της Παλιγγενεσίας κι είχε θέση στη μεγάλη αίθουσα από το 1848 ως το 1864. Διασκεδαστικά και γραφικά γεγονότα, το Αβαείο ντέλι Στόλτι, για παράδειγμα, η μοναδική ευνοούμενη κι εγκεκριμένη οργάνωση από το Δούκα, που είχε δώ την έδρα της, οργάνωνε τις δημόσιες γιορτές και τα δημόσια χωρατά και φρόντιζε με προσωπικά έξοδα όπως την είσπραξη του τέλους των δασμών, φόρος που επιβάρυνε τους νεόνυμφους που φτάνανε στο Τορίνο.
     Το ζευγάρι το ‘χανε σταματήσει ακριβώς ανάμεσα σ’ αυτούς τους πύργους, στη Πόρτα Ντεκουμάνα, ο Ηγούμενος ντέλι Στόλτι, με τους Μοναχούς του συνάντησε τη νύφη και το γαμπρό με μεγάλη λαμπρότητα και με ένα αστείο τελετουργικό προσποιήθηκε ότι ήθελε να τους εμποδίσει να περάσουν: ο γαμπρός έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει κάποιες τυπικότητες και να πληρώσει αρκετά για τη προίκα της νεόνυμφης. Οι Μοναχοί παραχωρούσανε το πέρασμα και το ζευγάρι έμπαινε στη πόλη.
     Έθιμα που ήταν έξυπνες φάρσες, αλλά το Αββαείο ασχολούταν ακόμη με τη προετοιμασία επίσημων γιορτών, μεγαλοπρεπή κονταροχτυπήματα, που ονειρεύεται κανείς μόνο στα ιπποτικά ποιήματα κι η μπροστινή αυλή γέμιζε κόσμο που χειροκροτούσε. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι το κονταροχτύπημα ήτανε προετοιμασμένο απ’ το Αββαείο τον Δεκέμβρη του 1459 από τον περιπλανώμενο Ιππότη Τζιοβάνι ντι Μπονιφάτσιο και τον Τζιοβάνι ντι Κομπέι, που στον στρατό ήταν και στο πεζικό και στο ιππικό. Θυμούνται τις λαμπρές γιορτές του 1474 υπό τη περίσταση της εκλογής του Διευθυντή του Πανεπιστημίου, που ήταν παρούσα η Δούκισσα Βιολάντε της Γαλλίας χείρα του μακάριου Αμεδαίου Ι’ κι η Μαρκησία του Μομφερράτου, σύζυγος του Γουλιέλμου Θ’. Το 1500 για το γάμο του Δούκα Κάρολου Εμμανουέλε με τη Κατερίνα ντ’ Αούστρια -γράφει ο Ντανιέλε Σάσι- στη μεγάλη αίθουσα του Παλάτσο διαμορφώθηκε παράσταση για να παίξει τον Πιστό Βοσκό του Γκουαρίνι. Ο Δούκας Κάρολος Εμμανουέλε είχε τη ψυχή ενός καλλιτέχνη, υποστήριζε τις δημόσιες γιορτές, συνθέτοντας ο ίδιος θεαματικές δράσεις με μυθολογικό ή πολεμικό θέμα. Η Αυλή ακολουθούσε αυτό το παράδειγμα. Έτσι στο μεγάλο σαλόνι του Παλάτσο Μαντάμα ο Κόμης Σαν Μαρτίνο ντ’ Αλιέ δημιούργησε το δικό του Ηρακλή δαμαστή των Τεράτων κι έναν Έρωτα δαμαστή των Ηρακλήδων κι άλλες επινοήσεις, ο Πρίγκηπας Μαυρίκιος, γιός του Δούκα, έγραψε κι ερμήνευσε τον δικό του Ειρηνικό Ποσειδώνα… Γλυκειά Ακαδημία, Αρκαδία ελεύθερου ενδεκασύλλαβου, από γύψο κι από βαμμένο πανί! Πως συμφιλιωνόταν το “ωραίο ύφος” με τη πιεμοντέζικη πολεμική τραχύτητα; Πως η υπερβολική λογοτεχνία με το χαρούμενο αγράμματο κόσμο εκείνων των εποχών όπου η ιταλική γλώσσα, ήτανε ξένη γλώσσα και λίγες ήταν οι κυρίες που ξέρανε να γράφουν τ’ όνομα τους ή το γράφανε με κείνη τη τρεμουλιαστή στραβή καλλιγραφία, που σήμερα κανείς βλέπει μόνο σε κάποιες υπηρέτριες από χωριά; Δεν ήταν όμως αγράμματες οι γυναίκες των ευγενών: δεν ήταν αγράμματη η σύζυγος του Λουδοβίκου Α’, γράφανε σε άψογα λατινικά εγκάρδιες επιστολές στους μακρυνούς και μαχόμενους συζύγους, όχι η Τζιοβάνα Μπατίστα της Σαβοΐας που έγραφε σε γλυκά αρχαϊκά γαλλικά στροφές γεμάτες ευχάριστα συναισθήματα, όχι η Χριστίνα της Γαλλίας, η πρώτη Βασιλική Μαντάμα, που κορυφώνεται στην ιστορία και στο θρύλο. Τ’ όνομα της και μόνο μοιάζει να την αναπολεί η επιβλητική σκιά κι η σκιά κατακλύζει τα αίθρια, τις σκάλες, τα σαλόνια αυτού του Παλάτσο Μαντάμα, το κυριεύει όλο σα δική της κατοικία, αποκλειστική, μοιάζει να επισκιάζει ένα μοναδικό φως τα ελαφρά φαντάσματα των άλλων πριγκηπισσών.
     “Ομορφιά, ευγένεια, εξυπνάδα, μνήμη, καλή κρίση, ευγλωττία, ελευθεριότητα, σταθερότητα στην ατυχία, όλα μαζί για να τη κάνουν ολοκληρωμένη πριγκήπισσα. Εκφραζόταν με αρχοντιά και χάρη στα γαλλικά, τα ισπανικά και τα ιταλικά. Οι ποικίλλες γνώσεις της κι η σοφία της δεν την εμπόδισαν ν’ ακλουθήσει πρόθυμα καλές συμβουλές. Αν και δεν ήταν εχθρός των γιορτών και των απολαύσεων, αφοσιώθηκε επιμελώς στις πιο σοβαρές υποθέσεις του κράτους. Θα τη δούμε ν’ ασκεί μεγάλη επιρροή στη διάρκεια της βασιλείας του συζύγου της, να κυβερνά με σύνεση στα έντεκα χρόνια της αντιβασιλείας της και να ‘ναι, σ’ όλη της τη ζωή, η ψυχή των επιχειρήσεων. Ντυμένη Αμαζόνα, αυτή η ίδια η πριγκήπισσα οδήγησε πέντε συντάγματα πεζικού και δύο χιλιάδες άνδρες ιππικού στο στρατόπεδο του Βερόλ, επιθεώρησε τα στρατεύματα, τους παρότρυνε να το κάνουνε καλά κι επέστρεψε στο Τορίνο μόνο αφού τους είδε να παίρνουνε το δρόμο για το Βερτσέλι“.
    Έτσι είπε ο ευγενικός και πολύ θεοσεβούμενος ιστορικός Ζαν Φρέζετ, ηγούμενος της Αυλής και παιδαγωγός. Το σίγουρο είναι ότι, έμεινε χήρα πολύ νέα, ριγμένη από τη μοίρα στα πιο τραγικά γεγονότα που θα μπορούσαν να ταράξουν ένα βασίλειο, η Μαντάμα ανυψώνεται στη φαντασία μας σαν μια εικόνα δύναμης και φρόνησης που λίγοι βασιλείς μπορούν να καυχηθούν. Αυτή ξέρει να ισορροπεί, ανάμεσα σε αντίθετες επιθυμίες, ανάμεσα στους δεινούς εχθρούς. Η Γαλλία από τη μια πλευρά, που είναι πράγματι η χαμένη της πατρίδα, που τη κυνηγά ενάντια στην ελευθερία του Πεδεμοντίου με την ύπουλη, τρομερή, αδυσώπητη πολιτική του Ρισελιέ και του αδερφού του Λουίτζι Θ’. Από την άλλη η τύχη κι η ελευθερία του Πεδεμοντίου που είναι επίσης η τύχη κι η ελευθερία του επιζώντος γιου, ενός ασθενικού παιδιού έξι ετών που αυτή λατρεύει και που θα γίνει με τον καιρό ο μεγάλος Βίκτωρ Αμεδαίος, από την άλλη οι κουνιάδοι: ο Πρίγκηπας Τομάζο κι ο Καρδινάλιος Μαυρίκιος αδυσώπητοι ενάντια στη Κυβερνήτρα. Απ’ αυτό το δεσμό αντίθετων επιθυμιών ξεσπά ο εμφύλιος πόλεμος το 1640. Υπάρχει, από κείνες τις μέρες, γράμμα από τη Μαντάμα, που δεν μπορεί κανείς να το διαβάσει χωρίς ρίγος συγκίνησης και θαυμασμού, αποκαλύπτει τον πραγματικά ανώτερο χαρακτήρα αυτής της γυναίκας που φοβάται επειδή είναι γυναίκα. Αυτή πρέπει ν’ αφήσει για κάποια μέρα το Φρούριο, πρέπει να συνομιλήσει μυστικά με τον αδερφό Λουίτζι Θ’ και τον Ρισελιέ, στη Γκρενόμπλ, για να συγκρατήσει τα σκληρά σχέδια και να ευνοήσει τον μέλλον αυτών που αγαπά.
     Αυτή αφήνει το μικρό αγοράκι στον Μαρκήσιο του Σαν Τζερμάνο, του αναθέτει μ’ αυτές τις λέξεις που είναι καλό να στοχαστεί κανείς:
   “Σας εμπιστεύομαι τη πιο ακριβή μου κατάθεση. Μην αφήνετε τον γιο μου να φύγει από την Ακρόπολη: μη δέχεστε ξένους εκεί. Μη παραδώσετε αυτό το οχυρό σε κανέναν. Αν λάβετε αντίθετες εντολές, ακόμα κι αν φέρουνε την υπογραφή μου, θεωρήστε τις ως άκυρες. Θα με είχαν εκβιάσει. Είμαι γυναίκα“.
     Και, τσακισμένη για μια στιγμή από τη μοίρα που απειλεί με τη τελευταία καταστροφή, περιβάλλει το πρόσωπο μ’ ένα χτένισμα με μαύρο τούλι, αλά Χόλμπαϊν, που ‘δινε κι εγώ δε ξέρω τι καλογερίστικη έκφραση αν κάτω δεν άστραφταν τα λαμπερά μάτια Αμαζόνας. Το ίσιο προφίλ, το εκούσιο στόμα, το δυνατό σαγόνι: πρόσωπο που μοιάζει με προσωπίδα των Ελλήνων πολεμιστών, όπως ονειρευόντουσαν στις μυθολογικές φαντασίες εκείνη την εποχή, όχι το πρόσωπο μιας Βασίλισσας, μιας γυναίκας σημαδεμένης απ’ τη μοίρα τον πόνο και την αγάπη. Την αγάπη;
   “Είχε φθονερούς ανθρώπους, εχθρούς που προσπάθησαν να ρίξουνε σύννεφα πάνω στην αξία της: η συκοφαντία δε λυπήθηκε τη μεγάλη πριγκήπισσα“. Την αγάπη; Τη φαντάζομαι πονεμένη, τραγική, μαχητική: δεν μπορώ να τη φανταστώ ως αγαπητική. Αν υπάρχει κάποια αλήθεια στο βάθος της συκοφαντίας και του θρύλου, αν σε μια στιγμή υπέρτατης απελπισίας αυτή είχε σκύψει το όμορφο αρρενωπό μέτωπο στον ώμο κάποιου φίλου, σίγουρα θα παρηγορούταν γρήγορα, έχοντας επίγνωση για τη μοίρα της, θα πρέπει να επανέλαβε σε μιαν ώρα στον αγαπημένο της τις λέξεις που έγραφε στον Μαρκήσιο του Σαν Τζερμάνο: “Κοίτα τους, δες τους, θα μ’ είχαν εκβιάσει. Είμαι γυναίκα“.

                                     Παράρτημα Ονομάτων

Αμεδαίος ΣΤ’ της Σαβοΐας, (4 Γενάρη 1334-1 Μάρτη 1383) ήτανε κόμης της Σαβοΐας (1343-83). Έμεινε γνωστός σαν Ο Πράσινος Κόμηςαπό τα αγαπημένα του χρώματα που φορούσε σχεδόν πάντα στα τουρνούα και στις μάχες.

Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος, (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus23 Σεπτέμβρη 63 π.Χ. – 19 Αυγούστου 14 μ.Χ.) ήταν ο ιδρυτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κι ο 1ος της αυτοκράτορας, κυβερνώντας από το 27 π.Χ. ως το θάνατό του το 14 μ.Χ.

Βίκτωρ Αμεδαίος Α’, (1587-1637) ήτανε δούκας της Σαβοΐας (1630-37). Διαδέχτηκε τον πατέρα του Κάρολο Εμμανουήλ Α’. Στη διάρκεια της ηγεμονίας του, συμμετείχε στον πόλεμο μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας για τη διαδοχή της Μάντοβα και με τη συνθήκη της Ρατισβόνης (1630) περιήλθε στην εξουσία του το Τορίνο.

Γιουβάρα ΦιλίπποΙταλός αρχιτέκτονας από τη Μεσσήνη, επιφανής χειριστής του όψιμου ιταλικού μπαρόκ του 18ου αι.

Γουλιέλμος Η’, γνωστός κι ως Μέγας Μαρκήσιος (Τορίνο 1240-Αλεξάνδρεια, 6 Φλεβάρη 1292), ήταν Μαρκήσιος του Μομφερράτου από το 1253 ως τον θάνατο του.

Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ (Gaius Iulius Caesar, 13 Ιουλίου 100 π.Χ. – 15 Μαρτίου 44 π.Χ.), ήτανε Ρωμαίος πολιτικός, στρατηγός κι αξιόλογος συγγραφέας της λατινικής ιστοριογραφίας. Έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στον μετασχηματισμό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Καρδινάλιος Ρισελιέ, (9 Σεπτέμβρη 1585 4 Δεκέμβρη 1642) ήτανε Γάλλος κληρικός, ευγενής και πολιτικός.

Κάρολος Εμμανουήλ Β’ της Σαβοΐας, (Τορίνο, 20 Ιουνίου 1634-Τορίνο 12 Ιουνίου 1675) ήτανε δούκας της Σαβοΐας, μαρκήσιος του Σαλούτζο, κόμης της Αόστης, Γένοβα, Μοριάνα και Νίκαιας.

Μαρκήσιος του ΜομφερράτουΟ Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (Bonifacio I del Monferratoπερ. 1150-4 Σεπτέμβρη 1207) ήταν μαρκήσιος του Μομφερράτου (Montferrato, Ιταλία) (1192-1207), βασιλιάς της Θεσσαλονίκης (1204-1207) κι ένας από τους ηγέτες της Δ’ Σταυροφορίας. 3ος γιος του Γουλιέλμου Ε’ Μομφερράτου και της Ιουδήθ Μπάμπενμπεργκ, γεννήθηκε μετά την επιστροφή του πατέρα του απ’ τη Β’ Σταυροφορία.

Ναπολέων Α’ Βοναπάρτης (Napoléon Bonaparte15 Αυγούστου 1769-5 Μάη 1821) ήταν Γάλλος στρατηγός και Αυτοκράτορας της Γαλλίας (ως Μέγας Ναπολέων Α’). Θεωρείται στρατηγική και κυβερνητική μεγαλοφυΐα, ιδρυτής Βασιλικής δυναστείας, καταλύτης αλλά και θεμελιωτής ευρωπαϊκών Βασιλείων και χωρών που τους άφησε βαθιά χαραγμένη τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του.

Πρίγκηπας Λουδοβίκος Ντ’Ακατζά(Πινερόλο, 7 Οκτωβρίου1366-Πινερόλο, 6 Δεκεμβρίου 1418) ήταν άρχοντας του Πεδεμόντιου και πρίγκηπας του Ακατζά (στο Λέτσε).

Τζιοβάνι Μπατίστα Γκουαρίνιήτανε ποιητής και ρήτωρ που γεννήθηκε στη Φερράρα το 1538 και πέθανε στη Βενετία το 1612. Υπήρξε καθηγητής Ρητορικής και Ποιητικής στη Φερράρα, ενώ από τα πιο σημαντικά του έργα είναι Ο Πιστός Βοσκός (1590). Είναι ποιμενικό θεατρικό έργο, δημοφιλέστατο στο 17ο αι.

Τομάζο Γ’Κόμης της Σαβοΐας, πέθανε το 1282, γιος του Τομάζο Β’ και της Μπεατρίτσε Φιέσκι.
__________________________

             Η Κοκότα

Ξανάδα τα γνωστά κι ωραία μέρη,
το δρόμο κείνο με τις φοινικιές
που’παιζα πάντα, κάθε καλοκαίρι…
Τον κήπο, που απ’ τα κάγκελα, σαν χτες,
μου’ δωσ’ ένα κουφέτο και το χέρι.

Πλησίασε και μου’ πεν όλο γλύκα:
“Μικρούλη μου, τι κάνεις μοναχός;
Της έδειξα τα βότσαλα που βρήκα
ψάχνοντας το πρωί μεσ’ στο γιαλό,
τα τόσα μου παιχνίδια που’ ταν χάμω:
“Κάνω έναν ψεύτικο κατακλυσμό.
Δείτε την κιβωτό πάνω στην άμμο
την πολιτεία αυτή μέσ’ στο νερό..”

Κι έσκυψε σαν και κείνον τότε κείνη
που βιάζεται να πάρει ένα φιλί
και πιότερο τα χείλη δεν τ’αφήνει
στο στόμα που σαν κλέφτης το φιλεί.
Πιο βιαστικά με φίλησεν ακόμα
όξω απ’ τα χοντροκάγκελα, βουβή,
κι έτσι γλυκά, όπως φιλεί ένα στόμα
ένα μικρό πουλί μέσ’ στο κλουβί.

Μέσ’ στην κοιλάδα ως που θα ζω του κόσμου,
μέσα από τους τετράγωνους φραγμούς μου,
τ’ ολόγλυκό της πρόσωπο όλο μπρος μου
θα φέρνει πάντα ο κυνηγός ο νους μου!
Τα κλέφτικα τα χέρια που μ’εσφίξαν
σαν χέρια τρυφερά γυναίκας πλάνας,
τα χείλη της, το στόμα μου που αγγίξαν,
τόσο πολύ αλλιώτικα απ’ της μάνας!

“Σ’ αρέσω και με βλέπεις τόσο; Πες μου…
Ήρθες για τα λουτρά; Μένεις δω πέρα;”
“Μάλιστα, δω περνώ τις διακοπές μου,
να, έρχεται η μαμά με τον πατέρα”.
Μ’άφησ’ αμέσως, κι είχε μέσ’στο βλέμμα
κάτι σαν μάταιον όνειρο που σβούσε,
και δεν ήταν προσποίηση και ψέμα,
-το εξήγησα μεγάλος- πλημμυρούσε
μητρότητα το γυναικείο της αίμα.

“Είναι κοκότα..”
“Μαμάκα, τι θα πει κοκότα; Πες μου…”
“Σιωπή! θα πει κακό, πολύ κακό
κορίτσι, που μ’αυτό εσύ, μικρέ μου,
δεν πρέπει να μιλάς ποτέ”- “Κοκό..”
“Σου’ πα σιωπή! Δεν πρέπει αυτές τις λέξεις
άλλη φορά, μικρούλη μου, να πεις.
Είναι ντροπή! Πήγαινε πια να παίξεις
και πρόσεξε να μην τις ξαναπείς!”

“Κοκότα…”
Σαν σκεπτόμουν τη λέξη αυτήν, αλήθεια,
δεν ξέρω γιατί ο νους μου ο παιδικός
έτρεχε μονομιάς στα παραμύθια
στους δράκους και στις στρίγγλες, βιαστικός.
Στους ταξιδιώτες, π’όλο κυνηγούσαν
τ’ανεύρετα της ευτυχίας νησιά,
στις μάγισσες, που κλέβαν και μεθούσαν
βασιλοπούλες, πρίγκιπες, παιδιά…

Μια νύχτα από καιρό, να’ τηνε πάλι
Έξω απ’ τα κάγκελα τα σκεπασμένα
απ’τις βερβένιες, σκύβει το κεφάλι
και ψιθυρίζει λόγια πικραμένα:

“Χρυσέ μου, πια δε μ’αγαπάς σαν πρώτα;
Γιατί δε μου μιλάς;” – “Δεν πρέπει, λένε,
γιατί ,κυρία, σεις είστε κοκότα!”
Γέλασε δυνατά, μα εγώ να κλαίνε
πριν φύγει, είδα τα μάτια της στα φώτα.

Κατόρθωσες τη σκέψη μου όλη σκλάβα
να την κρατάς΄ και το χαμόγελό σου
των χρόνων μου μηδένισε το διάβα
κι είκοσι χρόνια πριν με φέρνει μπρος σου.
“Κακό κορίτσι”, πού ‘σαι; Αχ, γυρίζεις
ακόμα και πουλιέσαι όπου να τύχεις;
Σύχασες σ’έναν τάφο; Για σαπίζεις
άρρωστη κάπου και πεινάς και βήχεις;

Από τη μέρα που όλα τα φτιασίδια
επάψαν να σε κάμουν αρεστή,
κι αυτά σε κακοδείχναν τα στολίδια
κι απ’ το στερνό χλευάστης εραστή,
Πιστός σ’ακολουθά στην καταφρόνια
μόνο ένας! Κι είναι το παιδί
Που του’ δωσες εδώ κι είκοσι χρόνια
ένα κουφέτο κι ένα σου φιλί.

Αν τύχει και τους στίχους μου διαβάσεις,
Που γράφω εδώ για σένανε, σκυφτός,
γύρνα σε με όπως είσαι, μη δειλιάσεις,
στο σκότος μου, έλα γίνου εσύ το φως!
Σ’όλη μου τη ζωή σένα μονάχα
επόθησα κι αγάπησα. Γιατί
ο νους μου να μην τρέχει σ’άλλην τάχα,
όταν διψώ γι’αγάπη και στοργή ;…

Έλα, και δεν πειράζει αν πια δεν είσαι
εκείνη που με φίλησε παιδάκι,
έλα πάλι στο στόμα μου και χύσε
ένα φιλί, – διψώ! Άσ’ το φαρμάκι
να πιω των περασμένων σου, ω έλα!
Εγέρασες κι εκρύφτης; Θα σε κάνω
σαν την Καρλόττα ωραία, την Γκρατσιέλλα,
και μ’ άνθη απ’ τη ζωή μου θα σε ράνω.

Δεν έζησα σαν άλλους στη ζωή μου.
Μ’ όνειρα σκέψου ζω, μ’ όνειρα μόνο,
που σέρνω νύχτα μέρα όλο μαζί μου
Δρεμένα απ’ τη μετάνοια και τον πόνο.
Μάθε, δεν αγαπώ παρά το κρίνο
οπού ποτέ δεν έσκυψα να δρέψω,
και κλαίω και κλαίω για το φρούτο κείνο
που ‘ δα και δεν τόλμησα να γέψω.

Στα κάγκελα του κήπου μας που απλώνει
κλεισμένος από τότε στη σιωπή,
και των ευκάλυπτων της Λιγκουρίας οι κλώνοι
τον πνίγουν, έλα πάλι ένα πρωί!
Τη χορτασμένη σου ψυχή θα κλείσω
μέσα μου, κουρασμένη, σιωπηλή,
και θε ν’ ανθίσει σαν θα σε φιλήσω
η ομορφιά σου πάλι στο φιλί.

Έλα καλή μου. Πίσω στο παιδάκι
συ θα με φέρεις, θα’ ναι σαν και πρώτα,
θα με κρατάς σφιχτά από το χεράκι
και θα’σαι Αγαπημένη, όχι κοκότα!
Πίσω θα σ’οδηγήσω στην ακμή σου,
στην ομορφιά, στα νιάτα που’ χουν φύγει
κι ως μέσ’ στα φυλλοκάρδια της ψυχής σου
θα νιώσεις τα παλιά που’ νιωσες ρίγη,
σαν με πρωτόειδες μόνο καθισμένο
να παίζω με την άμμο… Το θυμάσαι;
Στην ίδια στάση χρόνια σε προσμένω,
έλα, σ’ επιθυμώ, όπως και να’ σαι!

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *