Βιογραφικό
Ο Κνουτ Χάμσουν ήταν Νορβηγός συγγραφέας που του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920. Το έργο του εκτείνεται σε περισσότερα από 70 χρόνια κι εμφανίζει ποικιλία όσον αφορά τη συνείδηση, το θέμα, τη προοπτική και το περιβάλλον. Εξέδωσε πάνω από 20 μυθιστορήματα, μια ποιητική συλλογή, μερικά διηγήματα και θεατρικά έργα, ένα οδοιπορικό, μη μυθοπλαστικά έργα και μερικά δοκίμια. Ως νεαρός αντιτάχθηκε στο ρεαλισμό και το νατουραλισμό. Υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της μοντέρνας λογοτεχνίας πρέπει να ‘ναι οι περιπλοκές του ανθρώπινου νου, ότι οι συγγραφείς θα πρέπει να περιγράψουνε τον “ψίθυρο του αίματος και την έκκληση του μυελού των οστών“. Θεωρείται ηγέτης της νεορρομαντικής εξέγερσης στο γύρισμα του 20ου αι., μ’ έργα όπως Η Πείνα (1890), Τα Μυστήρια (1892), Ο Παν (1894) και Βικτώρια (1898). Τα μετέπειτα έργα του -ιδίως τα μυθιστορήματα του Nόρντλαντ, επηρεάστηκαν από το νορβηγικό νέο ρεαλισμό, που απεικονίζει τη καθημερινή ζωή στην αγροτική Νορβηγία και συχνά χρησιμοποιεί τοπική διάλεκτο, ειρωνεία και χιούμορ. Δημοσίευσε μόνο 1 ποιητική συλλογή, την Αγρια Χορωδία, που ‘χει μελοποιηθεί από πολλούς συνθέτες.
Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς και καινοτόμους λογοτεχνικούς στυλίστες των τελευταίων 100 ετών (περ. 1890–1990). Πρωτοπόρησε στη ψυχολογική λογοτεχνία με τεχνικές ροής της συνείδησης κι εσωτερικού μονόλογου κι επηρέασε συγγραφείς όπως οι Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα, Μαξίμ Γκόρκυ, Στέφαν Τσβάιχ, Χένρυ Μίλλερ, Έρμαν Έσσε, Τζον Φαντ κι Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ τονε χαρακτήρισε: “Πατέρα της σύγχρονης σχολής λογοτεχνίας σε κάθε πτυχή του -την υποκειμενικότητά του, την αποσπασματικότητά του, τη χρήση των αναδρομών στο παρελθόν, το λυρισμό του. Ολόκληρη η μοντέρνα σχολή της μυθοπλασίας τον 20ό αι. έχει τις ρίζες της στο Χάμσουν“. Στις 4 Αυγούστου 2009 άνοιξε στο Χάμερεϊ το Κέντρο Κνουτ Χάμσουν. Από το 1916 πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun) γεννήθηκε 4 Αυγούστου 1859, ως Κνουτ Πέντερσεν στο Λομ, στη κοιλάδα Γκούντμπραντσνταλ της Νορβηγίας. Ήτανε 4ος γιος, από 7 παιδιά, της Τόρα Ολσντατερ και του Πέντερ Πέντερσεν. Όταν ήτανε 3 ετών, η οικογένεια μετακόμισε στο Χάμσουντ του Χάμερεϊ στο Νόρντλαντ. Ήσαντε φτωχοί κι ένας θείος τους είχε προσκαλέσει να καλλιεργούνε τη γη του. Στα 9 του χωρίστηκε από την οικογένειά του και ζούσε με το θείο του Χανς Ολσεν, που χρειαζόταν βοήθεια για το ταχυδρομείο. Αυτός συνήθιζε να χτυπά και ν’ αφήνει νηστικό τον ανηψιό του κι ο Χάμσουν αργότερα δήλωνε πως οι χρόνιες νευρικές δυσκολίες του οφείλονταν στον τρόπο που τον μεταχειριζότανε. Το 1874 δραπέτευσε τελικά πίσω στη Λομ και τα επόμενα 5 έτη έκανε διάφορες δουλειές για να βγάλει χρήματα: ήταν υπάλληλος καταστήματος, γυρολόγος, μαθητευόμενος τσαγκάρης, βοηθός κλητήρα και δάσκαλος δημοτικού σχολείου.
Στα 17 του έγινε μαθητευόμενος σχοινοποιός και περίπου τότε άρχισε να γράφει. Ζήτησε από τον επιχειρηματία Εράσμους Τζαλ να τονε βοηθήσει οικονομικά κι αυτός συμφώνησε. Ο Χάμσουν αργότερα χρησιμοποίησε τον Τζαλ ως πρότυπο για τον ήρωα Μακ, που εμφανίζεται στα μυθιστορήματά του Παν (1894), Ονειροπαρμένοι (1904), Μπένονι (1908) και Ρόζα (1908). Πέρασε αρκετά χρόνια στην Αμερική, ταξιδεύοντας και κάνοντας διάφορες δουλειές και δημοσίευσε τις εντυπώσεις του με τον τίτλο Fra det moderne Amerikas Aandsliv (1889). Κάνοντας όλες αυτές τις περίεργες κακοπληρωμένες δουλειές δημοσίευσε το 1ο του βιβλίο: Den Gaadefulde: En Kjærlighedshistorie fra Nordland (Ο Αινιγματικός Ανθρωπος: Μια Ιστορία Αγάπης από τη Βόρεια Νορβηγία, 1877). Εμπνεύστηκε από τις εμπειρίες και τον αγώνα που υπέμεινε από τις δουλειές του.
Στο 2ο μυθιστόρημά του Μπγέργκερ (1878), προσπάθησε να μιμηθεί το ύφος της γραφής του Μπιέρνστιερνε Μπιέρνσον του αφηγήματος της Ισλανδικής Σάγκα. Η μελοδραματική ιστορία ακολουθεί έναν ποιητή, τον Μπγέργκερ και την αγάπη του για τη Λάουρα. Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Κνουτ Πέντερσεν Χάμσουντ, αποτέλεσε αργότερα τη βάση για το Βικτώρια: Μια Ερωτική Ιστορία (1898). Η επίδραση που φαίνεται ν’ ασκήσανε πάνω του ο Γιάκομπσεν, ο Στρίνμπεργκ, ο Νίτσε κι ο Ντοστογέφσκι τον έκανε ν’ απορρίψει το νατουραλισμό.
Ο Χάμσουν έτυχε για πρώτη φορά ευρείας αναγνώρισης με το μυθιστόρημα του 1890, Πείνα (Sult). Το ημιαυτοβιογραφικό έργο περιέγραψε τη κάθοδο ενός νεαρού συγγραφέα σχεδόν στη τρέλλα ως αποτέλεσμα της πείνας και της φτώχειας στη νορβηγική πρωτεύουσα της Χριστιανία (σύγχρονο Όσλο). Για πολλούς το μυθιστόρημα προμηνύει τα γραπτά του Κάφκα κι άλλων μυθιστοριογράφων του 20ού αι. με τον εσωτερικό του μονόλογο κι αλλόκοτη λογική. Ένα θέμα που επέστρεφε συχνά είναι αυτό του διαρκώς περιπλανώμενου, ενός περιπλανώμενου ξένου (συχνά του αφηγητή) που εμφανίζεται κι υπαινίσσεται τον εαυτό του στη ζωή των μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Αυτό το θέμα περιπλανώμενου είναι επίκεντρο μυθιστορημάτων Μυστήρια (1892), Ο Παν (1894), Βικτώρια (1898), Στο άστρο του φθινόπωρου (1906), Ένας αλήτης παίζει με σούρντινα (1909), Στερνή Χαρά, Περιπλανώμενοι, Ρόζα κι άλλων. Η πεζογραφία του συχνά περιέχει εκστατικές απεικονίσεις του φυσικού κόσμου, με οικείες αντανακλάσεις στα νορβηγικά δάση και τις ακτές. Γι’ αυτό έχει συνδεθεί με το πνευματικό κίνημα που είναι γνωστό ως πανθεϊσμός (“Δεν υπάρχει Θεός“, έγραψε κάποτε. “Μόνο θεοί“.).
Είδε την ανθρωπότητα και τη φύση ενωμένες σ’ έναν ισχυρό, μερικές φορές μυστικιστικό δεσμό. Αυτή η σχέση μεταξύ των ηρώων και του φυσικού τους περιβάλλοντος είναι χαρακτηριστική στα μυθιστορήματα Παν, Ενας Αλήτης Παίζει με Σούρντινα, και το επικό Η Ευλογία της Γης, το μνημειακό έργο του που του χάρισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920. Στη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ. υποστήριξε τη πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας. Προσέγγισε και συναντήθηκε με υψηλόβαθμους ναζί αξιωματικούς, συμπεριλαμβανομένου του Χίτλερ. Ο ναζιστής υπουργός προπαγάνδας Γκαίμπελς έγραψε ένα μεγάλο κι ενθουσιώδες ημερολόγιο για μια ιδιωτική συνάντηση μαζί του: σύμφωνα με το οποίο “η πίστη [του Χάμσουν] στη γερμανική νίκη είναι ακλόνητη“. Το 1940 ο Χάμσουν έγραψε ότι οι Γερμανοί μάχονται για μας. Μετά το θάνατο του Χίτλερ δημοσίευσε σύντομη νεκρολογία όπου τον περιέγραψε ως πολεμιστή για την ανθρωπότητα κι ιεροκήρυκα του ευαγγελίου της δικαιοσύνης για όλα τα έθνη.
Μετά τον πόλεμο συνελήφθη από την αστυνομία στις 14 Ιουνίου 1945 για προδοσία και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο στο Γκρίμσταντ (Grimstad sykehus) “λόγω της προχωρημένης ηλικίας του”, σύμφωνα με τον Ειναρ Κρίνγκλεν (καθηγητή κι ιατρό). Το 1947 δικάστηκε στο Γκρίμσταντ και του επιβλήθηκε πρόστιμο. Το ανώτατο δικαστήριο της Νορβηγίας μείωσε το πρόστιμο από 575.000 σε 325.000 νορβηγικές κορώνες. Μετά τον πόλεμο οι απόψεις του για τους Γερμανούς στη διάρκεια του πολέμου λύπησαν ιδιαίτερα τους Νορβηγούς και προσπάθησαν να διαχωρίσουν τον παγκοσμίου φήμης συγγραφέα τους από τις ναζιστικές πεποιθήσεις. Στη δίκη είχε επικαλεσθεί άγνοια. Οι βαθύτερες εξηγήσεις περιλαμβάνουν την αντιφατική προσωπικότητά του, την αποστροφή του για τον όχλο, το σύμπλεγμα κατωτερότητάς του, βαθειά απόγνωση για την εξάπλωση της απειθαρχίας, την αντιπάθεια για τη μεσοπολεμική δημοκρατία κι ιδιαίτερα την αγγλοφοβία του.
Ο Χάμσουν το 1896 δια χειρός Μουνχ
Ο Τόμας Μαν τον περιέγραψε απόγονο των Ντοστογιέφσκι και Νίτσε. Ο Άρθουρ Καίστλερ ήτανε θιασώτης των ερωτικών ιστοριών του. Ο Χ. Τζ. Γουέλς επαίνεσε την Ευλογία της Γης (1917), για την οποία του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ ήτανε θιασώτης του σύγχρονου υποκειμενισμού του, της χρήσης χρονικών αναδρομών, της χρήσης του κατακερματισμού και του λυρισμού του. Ένας ήρωας στο μυθιστόρημα Γυναίκες του Τσαρλς Μπουκόφσκι αναφέρεται σ’ αυτόν ως τον μεγαλύτερο συγγραφέα που ‘χει ζήσει ποτέ. Μια έκδοση 15 τόμων όλου του έργου του Χάμσουν δημοσιεύθηκε το 1954. Το 2009, με την ευκαιρία των 150 χρόνων από τη γέννησή του, εκδόθηκε μια νέα έκδοση 27 του συνόλου των έργων του, που περιλαμβάνει διηγήματα, ποίηση, θεατρικά έργα και άρθρα που δεν περιλαμβάνονται στην έκδοση του 1954. Για αυτή τη νέα έκδοση όλα τα έργα του υπέστησαν ελαφρές γλωσσικές τροποποιήσεις, προκειμένου να καταστούν πιο προσιτά στους σύγχρονους Νορβηγούς αναγνώστες.

Τα έργα του Χάμσουν παραμένουνε δημοφιλή. Το 2009 ένας Νορβηγός βιογράφος δήλωσε : “Δεν μπορούμε παρά να τον αγαπήσουμε, αν και τον έχουμε μισήσει όλα αυτά τα χρόνια … Αυτό είναι το τραύμα του Χάμσουν. Είναι ένα φάντασμα που δεν θα μείνει στον τάφο“. Μαζί με τους Όγκουστ Στρίντμπεργκ, Χένρικ Ίψεν και τον Σίγκριντ Ούντσετ ο Χάμσουν αποτέλεσε ένα κουαρτέτο Σκανδιναβών συγγραφέων που έγιναν διεθνώς γνωστοί για τα έργα τους. Πρωτοπόρησε στη ψυχολογική λογοτεχνία με τις τεχνικές της ροής της συνείδησης και του εσωτερικού μονόλογου, που βρίσκονται στο έργο, για παράδειγμα, των Τζόυς, Προυστ, Μάνσφιλντ και Γουλφ.
Το 1898 ο Χάμσουν νυμφεύτηκε τη Μπέργκλγιοτ Γκέπφερτ (το γένος), που γέννησε τη κόρη τους Βικτώρια, αλλά χώρισαν το 1906. Στη συνέχεια νυμφεύτηκε το 1909 τη Μαρίε Αντερσεν (1881-1969), που ήταν η σύντροφός του μέχρι το τέλος της ζωής του. Απέκτησαν 4 παιδιά: τους γιους Τόρε κι Άριλντ και τις κόρες Έλινορ και Σεσίλια.
Η Μαρίε έγραψε για τη ζωή της με το Χάμσουν σε 2 βιογραφίες. Ήταν μια πολλά υποσχόμενη ηθοποιός όταν τονε γνώρισε, αλλά τελείωσε τη καρριέρα της και πήγαν μαζί στο Χάμερεϊ. Αγόρασαν αγρόκτημα, με τη πρόθεση να κερδίζουν τα προς το ζην ως αγρότες, με το συγγραφικό του έργο να τους παρέχει κάποιο πρόσθετο εισόδημα. Μετά λίγα χρόνια αποφάσισαν να μετακινηθούν νότια στο Λάρβικ. Το 1918 αγόρασαν το Νέρχολμ, ένα παλιό, σχετικά ερειπωμένο αρχοντικό μεταξύ Λίλεσαντ και Γκρίμσταντ. Η κύρια κατοικία αποκαταστάθηκε κι ανακαινίστηκε. Εδώ μπορούσε να ασχοληθεί με τη συγγραφή ανενόχλητος, αν και συχνά ταξίδευε για να γράψει σ’ άλλες πόλεις και μέρη (κατά προτίμηση σε σπαρτιατικά καταλύματα).
Στα νεανικά του χρόνια είχε τάσεις αντιισωτικές και ρατσιστικές. Στη Πολιτιστική Ζωή της Σύγχρονης Αμερικής (1889) εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στην επιμιξία: “Οι Νέγροι είναι και θα παραμείνουν Νέγροι, νεογέννητη ανθρώπινη μορφή από τους τροπικούς, στοιχειώδη όργανα στο σώμα της λευκής κοινωνίας. Αντί να δημιουργήσει ελίτ διανοούμενων η Αμερική δημιούργησε ένα ιπποτροφείο μιγάδων“.
Μετά το Β’ Πόλεμο των Μπόερς υιοθέτησε όλο και πιο συντηρητικές απόψεις. Έγινε επίσης γνωστός ως εξέχων υποστηρικτής της Γερμανίας και του γερμανικού πολιτισμού, καθώς και σταθερός αντίπαλος της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Στη διάρκεια του Α’ και του Β’ Παγκ. Πολ. εξέφρασε δημόσια τη συμπάθειά του για τη Γερμανική Αυτοκρατορία και τη Ναζιστική Γερμανία.
Οι συμπάθειές του επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς, που θεωρήθηκε από το Χάμσουν ως βρεττανική επιθετικότητα εναντίον ενός αδύναμου έθνους, καθώς και από την αγγλοφοβία και τον αντιαμερικανισμό του. Στη 10ετία του 1930 οι περισσότερες νορβηγικές δεξιές εφημερίδες και τα πολιτικά κόμματα ήταν συμπαθούντα σε διάφορους βαθμούς των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη κι ο Χάμσουν ήταν εξέχων υποστηρικτής τέτοιων απόψεων. Στη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ. συνέχισε να εκφράζει την υποστήριξή του στη Γερμανία κι οι δημόσιες δηλώσεις του συνάντησαν αντιδράσεις, ιδιαίτερα, αμέσως μετά τον πόλεμο. Όταν ξεκίνησε ο Β’ Παγκ. Πόλ. ήταν 80 ετών, σχεδόν κωφός κι η κύρια πηγή ενημέρωσής του του ήταν η συντηρητική εφημερίδα Aftenposten, που υποστήριζε τη Φασιστική Ιταλία και τη Ναζιστική Γερμανία από την αρχή. Στη διάρκεια του πολέμου υπέστη 2 ενδοκρανιακές αιμορραγίες.
Έγραψε αρκετά άρθρα σ’ εφημερίδες στη διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της περίφημης δήλωσης του 1940 ότι “οι Γερμανοί μάχονται για μας και τώρα συντρίβουνε τη τυραννία της Αγγλίας για μας και για όλους τους ουδέτερους“. Το 1943 έστειλε δώρο στον υπουργό Προπαγάνδας της Γερμανίας Γιόζεφ Γκαίμπελς το μετάλλιό του του Βραβείου Νόμπελ. Ο βιογράφος του Θόρκιλντ Χάνσεν το ερμήνευσε ως μέρος της στρατηγικής του να πετύχει μια ακρόαση του Χίτλερ. Ο Χάμσουν τελικά κλήθηκε να συναντηθεί με το Χίτλερ διαμαρτυρήθηκε για το Γερμανό πολιτικό διοικητή στη Νορβηγία, Γιόζεφ Τέρμποβεν και ζήτησε την απελευθέρωση των φυλακισμένων Νορβηγών πολιτών, εξοργίζοντάς τον. Ο Χάμσουν επίσης σ’ άλλες περιπτώσεις βοήθησε Νορβηγούς που είχανε φυλακιστεί για αντιστασιακή δράση και προσπάθησε να επηρεάσει τη γερμανική πολιτική στη Νορβηγία.
Ωστόσο, μια εβδομάδα μετά το θάνατο του Χίτλερ, ο Χάμσουν του ‘γραψε ένα εγκώμιο, λέγοντας: “Ήτανε πολεμιστής, πολεμιστής για την ανθρωπότητα και προφήτης του ευαγγελίου της δικαιοσύνης για όλα τα έθνη“. Μετά το τέλος του πολέμου θυμωμένα πλήθη κάψανε τα βιβλία του δημόσια σε μεγάλες πόλεις της Νορβηγίας κι ο Χάμσουν έμεινε κλεισμένος για αρκετούς μήνες σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Αναγκάστηκε να υποβληθεί σε ψυχιατρική εξέταση, που κατέληξε στο συμπέρασμα πως είχε “μόνιμα εξασθενημένες ψυχικές ικανότητες” και σ’ αυτή τη βάση απορρίφθηκαν οι κατηγορίες για προδοσία. Αντίθετα κατηγορήθηκε για υπόθεση αστικής ευθύνης και το 1948 κλήθηκε να πληρώσει στη Νορβηγική κυβέρνηση το κολοσσιαίο ποσό των 325.000 κορωνών (65.000 $ ή 16.250 £ εκείνη την εποχή) για την υποτιθέμενη ένταξή του στο Nasjonal Samling και για την ηθική υποστήριξη που ‘δωσε στους Γερμανούς, αλλ’ απαλλάχθηκε από οποιαδήποτε άμεση σχέση με τους Ναζί. Το αν ήταν μέλος του Nasjonal Samling ή αν η διανοητική του υγεία είχε τρωθεί είναι ένα πολύ αμφισβητούμενο ζήτημα ακόμη και σήμερα. Ο Χάμσουν δήλωσε ότι δεν ήταν ποτέ μέλος κάποιου πολιτικού κόμματος. Έγραψε το τελευταίο του βιβλίο Paa giengrodde Stier (Σε χορταριασμένα μονοπάτια) το 1949, βιβλίο που πολλοί θεωρούν ως απόδειξη των λειτουργικών του πνευματικών ικανοτήτων. Σε αυτό επικρίνει σκληρά τους ψυχίατρους και τους δικαστές και, με τα δικά του λόγια, αποδεικνύει ότι δεν είναι ψυχικά άρρωστος.
Ο Δανός συγγραφέας Θόρκιλντ Χάνσεν ερεύνησε τη δίκη κι έγραψε το βιβλίο Η Δίκη του Χάμσουν (1978), που προκάλεσε καταιγίδα στη Νορβηγία. Μεταξύ άλλων ο Χάνσεν δήλωσε: “Αν θέλετε να συναντήσετε ηλίθιους, πηγαίνετε στη Νορβηγία“, καθώς ένιωθε ότι τέτοια μεταχείριση του παλαιού βραβευμένου με Νόμπελ συγγραφέα ήταν εξωφρενική. Το 1996, ο Σουηδός σκηνοθέτης Γιαν Τρελ βασίστηκε για τη ταινία Χάμσουν στο βιβλίο του Χάνσεν. Το Χάμσουν τον υποδύεται ο Σουηδός ηθοποιός Μαξ φον Σίντοφ. Τη σύζυγό του Μαρίε παίζει η Δανή ηθοποιός Γκίτα Νόρμπι.
Τα κείμενα του Χάμσουν αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών βιβλίων κι άρθρων εφημερίδων. Μερικά απ’ αυτά διερευνούν τη διαλεκτική μεταξύ των λογοτεχνικών έργων του και των πολιτικών και πολιτιστικών του τάσεων που εκφράζονται στα μη μυθοπλαστικά έργα του. Τα έργα του αποτέλεσαν τη βάση 25 ταινιών και τηλεοπτικών μίνι σειρών, ξεκινώντας από το 1916.
* Το Landstrykere (Οδοιπόροι) είναι μια νορβηγική ταινία του 1990 σε σκηνοθεσία του Ολα Σόλουμ.
* Ο Τηλεγραφητής είναι μια νορβηγική ταινία του 1993 σε σκηνοθεσία του Ερικ Γκούσταβσον. Βασίζεται στο μυθιστόρημα Ονειροπόλοι (Sværmere).
* Ο Παν υπήρξε η βάση 4 ταινιών μεταξύ του 1922 και του 1995. Η τελευταία ομώνυμη δανική ταινία σκηνοθετήθηκε από το Χένινγκ Κάρλσεν, που σκηνοθέτησε επίσης τη δανική, νορβηγική και σουηδική συμπαραγωγή της ταινίας Sult (Πείνα) του 1966 από το ομώνυμο μυθιστόρημα του.
* Ο μεταμοντέρνος σκηνοθέτης Τζέσι Ρίτσαρντς έχει ανακοινώσει ότι προετοιμάζεται να σκηνοθετήσει μια μεταφορά του διηγήματος του Χάμσουν Η Πρόσκληση της Ζωής.
* Μια βιογραφική ταινία με τίτλο Χάμσουν κυκλοφόρησε το 1996, σε σκηνοθεσία Γιαν Τρελ, με πρωταγωνιστή στο ρόλο του Χάμσουν τον Μαξ φον Σίντοφ.
* Το τεύχος 5 Δεκέμβρη 2005 – 2 Γενάρη 2006 του περιοδικού The New Yorker έχει μείζον άρθρο από τον Τζέφρι Φρανκ (Jeffrey Frank). Φαίνεται ότι βασίζεται πάνω στη βιογραφία του Ίνγκαρ Κόλλοεν (Ingar Kolloen) (δύο τόμοι, κατά τα λεγόμενα 1000 σελίδες κι οι δύο μαζί).
* Ο βραβευμένος με Νόμπελ Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Χάμσουν και μετέφρασε κάποια από τα έργα του.
* Το βιβλίο Μυστήρια ήταν η βάση για τη ταινία του 1978 (από την εταιρία ολλανδικών ταινιών Sigma Pictures), σκηνοθετημένη από τον Πάουλ ντε Λούσσανετ (Paul de Lussanet), όπου πρωταγωνιστούν οι Σύλβια Κρίστελ (Sylvia Kristel), Ρούτγκερ Χάουερ (Rutger Hauer), Αντρέα Φέρρεολ (Andrea Ferreol) και Ρίτα Τάσινγκχαμ (Rita Tushingham).
Πέθανε 19 Φλεβάρη 1952
ΡΗΤΑ:
Μη θυμώνεις στη ζωή. Δεν χρειάζεται να είναι σκληρή, αυστηρή και δίκαιη ζωή. Να είναι ελεήμων και να τη πάρετε στη προστασία σας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε αυτό που έχουν οι παίκτες ασχοληθεί με το θέμα.
Σύνθεση – σημαίνει να διαχειριστεί πάνω από ένα δικαστήριο.
Για όλους είμαι ένας ξένος, τόσο συχνά μιλάνε για τον εαυτό μου.
Το μεγαλύτερο είναι αυτός που δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη κι αφήνει πίσω του μια κληρονομιά.
Οι περισσότερες από τις καλές περνάνε χωρίς ίχνος, αλλά το κακό συνεπάγεται συνέπειες.
Από τον πάγκο βλέπω τα άστρα κι οι σκέψεις μου μεταφέρονται σε δίνη του κόσμου.
Η ζωή – είναι ένας καθημερινός πόλεμος με τους δαίμονες στον εγκέφαλο και τη καρδιά του.
Bικτώρια 1902
ΕΡΓΑ:
1877 Den Gaadefulde. En kjærlighedshistorie fra Nordland
1878 Et Gjensyn
1878 Bjørger
1889 Lars Oftedal. Udkast (11 άρθρα που είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Dagbladet)
1889 Fra det moderne Amerikas Aandsliv’Η πνευματική Ζωή της σύγχρονης Αμερικής
1890 Sult (Η Πείνα) εκδ. “Δωρικός”, 1970
1892 Mysterier (Μυστήρια) εκδ. “Δωρικός”, 1970
1893 Redaktør Lynge (Αρχισυντάκτης Λύνγκε) εκδ. “Δωρικός”, 1970
1893 Ny Jord (Νέα Γη)
1894 Pan (Ο Παν) εκδ. “Δωρικός”, 1970
1895 Ved Rigets Port (Στις πύλες του Βασιλείου)
1895 En ganske almindelig flue av middels størrelse (Μία κοινότατη μυίγα μετρίου μεγέθους) μτφ. Ιωάννης Γρυπάρης. Στον τόμο “Διηγήματα”, εκδ. Σοκόλη, 2004
1896 Livets Spil (Το παιχνίδι της ζωής)
1897 Siesta
1898 Aftenrøde. Slutningspil
1898 Victoria. En kjærlighedshistorie (Βικτώρια)
1902 Munken Vendt. Brigantines saga
1903 I Æventyrland. Oplevet og drømt i Kaukasien (Στη Χώρα του Παραμυθιού)
1903 Dronning Tamara, τρίπρακτο δράμα
1903 Kratskog
1904 Det vilde Kor (Η άγρια χορωδία), ποιήματα
1904 Sværmere (Ονειροπόλοι (μυθ) μτφ. Ιωάννης Γρυπάρης, ως Όβε Ρόλανδσεν. Στον τόμο “Διηγήματα”, εκδ. Σοκόλη, 2004
1905 Stridende Liv. Skildringer fra Vesten og Østen
1906 Under Høststjærnen. En Vandrers Fortælling (Στο άστρο του φθινόπωρου) εκδ. “Δωρικός”, 1970
1908 Benoni (Μπενόνι) εκδ. “Δωρικός”, 1971
1908 Rosa. Af student Pærelius’ Papirer (Ρόζα) εκδ. “Δωρικός”, 1971
1909 En Vandrer spiller med Sordin (Ενας Αλήτης Παίζει με Σουρτίνα) εκδ. “Δωρικός”, 1970
1910 Livet i Vold (Στα Νύχια της Ζωής)
1912 Den sidste Glæde (Στερνή χαρά) εκδ. “Δωρικός”, 1970
1913 Børn av Tiden (Παιδιά της εποχής τους)
1915 Segelfoss By (Το χωριό Σέγκελφος)
1917 Markens Grøde (Ευλογία της Γης) μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. «Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος»)
1918 Sproget i Fare
1920 Konerne ved Vandposten (Η γυναίκα στην αντλία)
1923 Siste Kapitel (Το τελευταίο κεφάλαιο)
1927 Landstrykere I (Οδοιπόροι (μυθιστόρημα)Οδοιπόροι)
1930 August (Αύγουστος)
1933 Men Livet lever (Η ζωή συνεχίζεται)
1936 Ringen sluttet (Ο κύκλος έκλεισε)
1949 Paa gjengrodde Stier (Σε χορταριασμένα μονοπάτια)===========================
Οι Σκλάβοι Του Έρωτα
Ι
Γραμμένο από μένα. Γραμμένο σήμερα για να ξαλαφρώσω τη καρδιά μου. Έχασα τη θέση μου στο καφενείο κι έχασα τις χαρούμενές μου μέρες. Όλα τα ‘χασα. Και το καφενείο ήταν το Καφέ-Μαξιμιλιάν.
Ένας νέος κύριος με γκρίζα ρούχα ερχόταν κάθε βράδυ με δυο άλλους φίλους του και καθότανε σ’ ένα απ’ τα τραπέζια μου. Ερχόντανε πολλοί κύριοι, όλοι είχαν να μου πουν από ‘ναν καλό λόγο -αυτός τίποτα. Ήταν ψηλός και λιγνός, είχε μαλακά μαύρα μαλλιά και γαλανά μάτια, που με κοίταζαν κάποτε-κάποτε. Στ’ απάνω του αχείλι άρχιζε να φυτρώνει ένα λεπτό μουστακάκι.
Ναι, στην αρχή είχε κάτι τις μαζί μου, αυτός ο άνθρωπος.
Μιαν ολόκληρη βδομάδα ερχότανε κάθε μέρα. Σον είχα συνηθίσει και τον αναζητούσα σα δεν ερχότανε. Μια βραδιά δεν ήρθε. Έφερα βόλτα το καφενείο ψάχνοντας μη τον δω· επιτέλους τον ανακάλυψα δίπλα σε μια απ’ τις μεγάλες κολόνες, απ’ το μέρος της αλληνής εισόδου· καθότανε μαζί με μια γυναίκα του ιπποδρομίου. Εκείνη φορούσε μια κίτρινη φορεσιά και τα μακριά της γάντια της έφταναν ως απάνω απ’ τον αγκώνα. Ήταν νέα κι είχε όμορφα, καστανά μάτια και τα δικά μου ήταν γαλανά.
Στάθηκα μια μοναχά στιγμούλα κι ακροάστηκα τι έλεγαν, αυτή τον μάλωνε για κάτι, τον είχε βαρεθεί και τον παρακαλούσε να φύγει. Εγώ είπα τότε μέσα στη καρδιά μου: Αχ, Παναγία Παρθένα μου, γιατί δεν έρχεται σε μένα!
Την άλλη μέρα το βράδυ ήρθε μαζί με τους δυο φίλους του και κάθησαν σ’ ένα απ’ τα τραπέζια μου· γιατί εγώ σερβίριζα πέντε τραπέζια. Δεν πήγα να τον υποδεχτώ, όπως συνήθιζα πάντα, μόνο κοκκίνισα κι έκαμα τάχα πως δεν τον είδα. Σαν μου ‘γνεψε προχώρησα και του ‘πα:
Δεν μας ήρθατε χθες.
Τι σβέλτη που είναι η σερβιτόρα μας, είπε αυτός στους συντρόφους του.
Μπίρα; τους ρώτησα.
Ναι, μου αποκρίθηκε αυτός.
Κι γω πιότερο έτρεχα, πέρα πήγαινα, για να τους φέρω τα τρία ποτήρια τη μπίρα.
ΙI
Πέρασαν δυο τρεις μέρες. Μου ‘δωκε μια κάρτα του κι είπε:
Πηγαίνετέ τη στη…
Πήρα την κάρτα πριν αποσώσει τα λόγια του και τη πήγα στη κυρία με τα κίτρινα. Στο δρόμο διάβασα τ’ όνομά του: Βλαντιμίρ Σ***.
Σαν εγύρισα με κοίταξε ρωτώντας με με τα μάτια.
Την πήγα, του είπα.
Και δεν σας έδωκε απάντηση;
Όχι.
Μου ‘δωκε τότε ένα μάρκο και μου ‘πε χαμογελώντας:
Και καμιά απάντηση, απάντηση είναι κι αυτό.
Όλο το βράδυ καθόταν προσηλωμένος στην κυρία με τα κίτρινα κι αυτούς που τη συνόδευαν. Στις έντεκα σηκώθηκε και σίμωσε στο τραπέζι της. Αυτή τον εδέχτηκε ψυχρά, οι δυο κύριοι όμως που ήταν μαζί της του κουβέντιασαν, του ‘καμαν μερικά χοντρά πειράγματα και χαμογέλασαν. Εκείνος δεν εστάθηκε εκεί παρά μερικά λεπτά· έπειτα, σαν γύρισε, του είπα πως του είχαν χύσει μπίρα στη μια τσέπη του πανωφοριού του. Σο ‘βγαλε, στράφηκε απότομα κι έριξε μια ματιά κατά το τραπέζι της γυναίκας του ιπποδρόμιου. Εγώ του στέγνωσα το πανωφόρι του και τότε μου ‘πε με χαμόγελο:
Ευχαριστώ, σκλάβα.
Εκεί που τον βοηθούσα να το ξαναφορέσει τον ξεσκόνισα κιόλας κρυφά στη ράχη. Είχε πέσει σε μεγάλη συλλογή. Ο ένας από τους φίλους του ζήτησε κι άλλη μπίρα και πήρα το ποτήρι του να του το γεμίσω κι έκαμα να πάρω και του Σ. το ποτήρι. Όχι, είπε αυτός κι έπιασε το χέρι μου. Σο άγγιγμα κείνο έκαμε να πέσει κάτω το δικό μου χέρι, πράμα που το παρατήρησε κι αυτός γιατί τραβήχτηκε αμέσως.
Τη νύχτα προσευχήθηκα γι’ αυτόν δυο φορές, γονατιστή μπροστά στο κρεβάτι μου. Κι απ’ τη χαρά μου φίλησα το δεξί μου χέρι που είχε αγγίξει.
ΙII
Μια φορά μου χάρισε και λουλούδια, ένα σωρό λουλούδια. Σα είχε αγοράσει από την ανθοπώλισσα, καθώς ερχόταν να μπει μέσα, ήταν φρέσκα και κόκκινα και της είχε πάρει ολόκληρο κοντά το πανέρι της. Σα είχε αφήσει να κείτουνται πολλή ώρα μπροστά του, πάνω στο τραπέζι. Δεν ήταν κανείς από τους φίλους του μαζί του. Όση ώρα είχα καιρό, στεκόμουν πίσω από μια κολόνα και τον κοίταζα και συλλογιζόμουν: Βλαντιμίρ Σ*** τον λένε.
Θα πέρασε σωστή μια ώρα. Κάθε λίγο κοίταζε το ρολόι του. Εγώ τον ρώτησα τότε:
Περιμένετε κανένα;
Με κοίταξε αφαιρεμένος κι ύστερα μου ‘πε ξαφνικά:
Όχι, δεν περιμένω κανένανε. Ποιον θα περίμενα;
Νόμισα πως ίσως περιμένετε κανένα, του είπα ξανά.
Ελάτε δω, μου αποκρίθηκε. Αυτά είναι για σας. Και μου ‘δωκε όλην εκείνη την αγκαλιά τα λουλούδια.
Σου είπα ευχαριστώ μα μου ‘χε διαμιάς πιαστεί η φωνή, που μόλις βγήκαν απ’ τα χείλια μου τα λόγια. Μια χαρά ασυγκράτητη με συνεπήρε και στάθηκα με κομμένη ανάσα μπροστά στον μπουφέ όπου πήγαινα να πάρω κάτι.
Τι θέλετε; με ρώτησε η μαντάμ.
Τι λέτε κι εσείς; ρώτησα κι εγώ.
Τι λέω εγώ, είπε η μαντάμ. Τρελαθήκατε;
Αν το βρείτε ποιος μου τα ‘δωκε αυτά τα λουλούδια;
Αυτή τη στιγμή προσπερνούσε από εκεί το πρώτο γκαρσόνι.
Δεν πήγατε μπίρα σ’ αυτόν εκεί τον κουτσό κύριο, το άκουσα που είπε.
Μου τα ‘δωκε ο Βλαντιμίρ, είπα κι έτρεξα να πάω τη μπίρα.
Ο Σ*** δεν είχε φύγει. Σαν εσηκώθηκε για να φύγει τον ευχαρίστησα και πάλι. Εκείνος σα να σάστισε και μου ‘πε:
Έπειτα εγώ τα είχα αγορασμένα για μιαν άλλη.
Ναι, καλά, ίσως να τα ‘χε αγορασμένα και για καμιάν άλλη. Σα είχε δώσει όμως εμένανε. Μου τα ‘χε δώσει εμένα κι όχι σ’ εκείνη που γι’ αυτήν τα ‘χε αγοράσει. Και μ’ είχε κιόλας αφήσει να τον ευχαριστήσω για δαύτα. Καληνύχτα, Βλαντιμίρ.
ΙV
Την άλλη μέρα το πρωί έβρεχε.
Το μαύρο ή το πράσινό μου φόρεμα να βάλω σήμερα; συλλογίστηκα. Το πράσινο. Γιατί είναι καινούργιο, λοιπόν αυτό θα φορέσω. Ήμουν πολύ χαρούμενη.
Στη στάση στεκόταν μια κυρία και βρεχότανε περιμένοντας το τραμ. Δεν είχε ομπρέλα. Της προσφέρθηκα να ‘ρθει να σταθεί κάτω απ’ τη δική μου, αυτή όμως μου αποκρίθηκε όχι, ευχαριστώ. Έκλεισα λοιπόν κι εγώ την ομπρέλα μου και περίμενα. Έτσι δε θα βραχεί μόνη της αυτή, συλλογίστηκα.
Το βράδυ ήρθε ο Βλαντιμίρ στο καφενείο.
Ευχαριστώ για τα χθεσινά λουλούδια, του είπα περήφανα.
Ποια λουλούδια; με ρώτησε. Δεν την αφήνετε αυτή τη κουβέντα.
Ήθελα να σας ευχαριστήσω για δαύτα, είπα εγώ. Ανασήκωσε τους ώμους του και μου αποκρίθηκε:
Δεν είστε εσείς που αγαπώ, σκλάβα.
Δεν ήμουν εγώ που αγαπούσε, όχι, βέβαια. Δεν το περίμενα να μ’ αγαπάει και δεν παραξενεύτηκα που τ’ άκουσα. Σον έβλεπα όμως κάθε βράδυ, ερχόταν και δεν καθόταν σε καμιανής άλλης τραπέζι μόνο σε δικό μου κι εγώ ήμουν που του σερβίριζα την μπίρα του. Καλώς όρισες, Βλαντιμίρ.
Σην άλλη μέρα το βράδυ ήρθε πολύ αργά και μου ‘πε:
Έχετε πολλά λεφτά, σκλάβα;
Όχι δυστυχώς, του αποκρίθηκα, είμαι ένα φτωχό κορίτσι. Τότε με κοίταξε κι είπε χαμογελώντας:
Ορισμένως δεν θα με καταλάβατε. Έχω ανάγκη από μερικά χρήματα ως αύριο.
Έχω μερικά χρήματα, έχω εκατόν τριάντα μάρκα στο σπίτι μου.
Στο σπίτι σας, όχι εδώ;
Περιμένετε ένα τέταρτο ως που να κλείσουμε και τότε πάω και τα φέρνω.
Περίμενε ένα τέταρτο και φύγαμε μαζί. Εκατό μάρκα μοναχά, μου ‘πε. Όλη την ώρα περπατούσε πλάι μου και δε μ’ άφησε ούτε στιγμή να περπατώ μπροστύτερά του ή πιο πίσω, όπως συχνά κάνουν οι μεγάλοι κύριοι.
Δεν κρατάω παρά μια μικρή καμαρούλα, του είπα σαν εφτάσαμε μπροστά στην πόρτα μου.
Δε θ’ ανέβω απάνω, περιμένω εδώ. Και στάθη και περίμενε. Σαν κατέβηκα πίσω μέτρησε τα λεφτά και μου ‘πε:
Εδώ είναι παραπάνω από εκατό μάρκα. Θα σας δώσω δέκα μάρκα για πουρμπουάρ. Ναι, ναι ακούτε; Θα σας δώσω δέκα μάρκα για πουρμπουάρ.
Μου ‘βαλε τα λεφτά στο χέρι, καληνύχτισε κι έφυγε. Τον είδα που στάθηκε στη γωνία κι έδωκε σ’ εκείνη τη γριά ζητιάνα κάποια πεντάρα.
V
Το άλλο βράδυ μου παραπονέθηκε ευθύς πως δεν μπορούσε να μου γυρίσει τα λεφτά μου. Τον ευχαρίστησα που δεν μπορούσε να μου τα γυρίσει. Μολόγησε ξάστερα πως τα ‘χε σπαταλήσει.
Τι να κάμει και τι να πει κανείς, σκλάβα! είπε χαμογελώντας. Τη γνωρίζετε βέβαια εκείνη την κυρία με τα κίτρινα!
Γιατί τη λες σκλάβα τη σερβιτόρα μας; τον ερώτησε ο ένας από τους φίλους του. Συ είσαι πιότερο σκλάβος απ’ αυτή!
Μπίρα; ρώτησα τότε απότομα εγώ, κόβοντάς τους τη κουβέντα.
Ύστερα από λίγο μπήκε στο καφενείο κι η κυρία με τα κίτρινα. Ο Σ*** σηκώθηκε κι υποκλίθηκε τόσο χαμηλά που του ‘πεσαν στο πρόσωπο τα μαλλιά του. Εκείνη πέρασε από μπροστά του κι επήγε κι εκάθησε σ’ ένα χωριστό τραπέζι μοναχή της, μα τράβηξε κοντά της και δυο άλλες καρέκλες. Ο Σ*** σηκώθηκε τότε, πήγε κοντά της και κάθισε στη μια από κείνες τις καρέκλες. Ύστερα από δυο λεπτά σηκώθηκε πάλι κι είπε δυνατά:
Καλά, φεύγω. Και δε θα ξανάρθω ποτέ πια.
Ευχαριστώ, του αποκρίθηκε κείνη.
Εγώ απ’ τη χαρά μου δεν ήξερα τι να κάνω, έτρεξα στον μπουφέ κι είπα κάτι. Θα τους είπα βέβαια πως δε θα ξαναπήγαινε ποτέ πια σ’ αυτή. Σο πρώτο γκαρσόνι πέρασε από κει και μου ‘καμε κάποια βαριά παρατήρηση, μα εγώ ούτε νοιάχτηκα καθόλου.
Σαν έκλεισε στις δώδεκα το κατάστημα, ο Σ*** με συνόδεψε ως τη πόρτα μου.
Πέντε από τα δέκα μάρκα που σας έδωκα χτες, μου ‘πε. Εγώ ήθελα να του τα δώσω και τα δέκα, μα κείνος όμως μου γύρισε πίσω τα πέντε για πουρμπουάρ. Κι ούτε ήθελε ν’ ακούσει τις διαμαρτυρίες μου.
Είμαι τόσο χαρούμενη απόψε, είπα. Αν σας παρακαλούσα ν’ ανεβείτε πάνω; Μα δεν κρατώ παρά μια μικρή καμαρούλα μοναχά.
Δεν ανεβαίνω απάνω, μου αποκρίθηκε. Καληνύχτα.
Έφυγε. Πέρασε και πάλι μπροστά από τη γριά ζητιάνα, μα ξέχασε όμως να της δώσει τίποτα, μ’ όλο που αυτή του ευχήθηκε.
Έτρεξα κοντά της, της έδωκα κάτι και της είπα:
Ορίστε, από μέρος αυτουνού που πέρασε, αυτουνού του κυρίου με τα γκρίζα.
Του κυρίου με τα γκρίζα; με ρώτησε η ζητιάνα.
Αυτουνού με τα μαύρα μαλλιά. Του Βλαντιμίρ.
Είστε γυναίκα του;
Όχι, σκλάβα του είμαι.
VΙ
Πολλές βραδιές στη σειρά έπειτα, κλαιγότανε πως δεν μπορούσε να μου γυρίσει τα λεφτά μου. Τον παρακάλεσα να μη μου κάνει τόσο κακό· μιλούσε τόσο δυνατά που τον άκουγαν όλοι και πολλοί γελούσαν μαζί του.
Είμαι παλιάνθρωπος, είμαι μασκαράς, έλεγε. Μου δανείσατε τα χρήματά σας και δεν μπορώ να σας τα γυρίσω. Α, και το δεξί μου χέρι θα ΄κοβα για πενήντα μάρκα απόψε.
Εμένα μου μάτωνε η καρδιά ν’ ακούω αυτά τα λόγια και σκεπτόμουν πως θα του οικονομούσα αυτά τα λεφτά, μόλο που δεν το μπορούσα. Έπειτα μου είπε πάλι:
Κι αν με ρωτάτε πως τα πηγαίνω, σας λέω λοιπόν, πως η κυρία με τα κίτρινα έφυγε με το ιπποδρόμιό της. Τη ξέχασα. Δεν τη θυμούμαι πια.
Κι όμως και σήμερα ακόμα της έγραψες ένα γράμμα, του είπε ένας από τους φίλους του.
Ήτανε το τελευταίο, αποκρίθηκε ο Βλαντιμίρ.
Αγόρασα από την ανθοπώλισσα ένα τριαντάφυλλο και του το πέρασα στο αριστερό του πέτο. Εκεί που του το φόραγα ένοιωθα την ανάσα του πάνω στο χέρι μου και μόλις, μόλις που μπόρεσα και πέρασα το λουλούδι.
Ευχαριστώ, μου ‘πε.
Γύρεψα από τη κάσα να μου δώσουν τα λίγα μάρκα που έκανε να πάρω και του τα ‘δωκα. Μικρά πράματα.
Ευχαριστώ, μου είπε ξανά.
Όλο το βράδυ πετούσα απ’ τη χαρά μου, όσο που μου είπε ξαφνικά ο Βλαντιμίρ:
Με τα μάρκα αυτά που μου δώσατε, θα φύγω για μια βδομάδα. Σαν γυρίσω θα σας δώσω πίσω τα χρήματά σας. Μα σαν είδε τότε τη συγκίνησή μου πρόσθεσε: Εσείς είστε που αγαπώ! Και μου ‘πιασε το χέρι.
Τα ‘χα χαμένα που θα ‘φευγε και δε μου ‘λεγε για πού, μόλο που τον ρωτούσα. Όλος ο κόσμος, ολόκληρο το καφενείο, λούστροι, πελάτες, βούιζαν γύρω μου, μα γω δεν κρατήθηκα, τον έπιασα κι απ’ τα δυο του χέρια.
Θα γυρίσω σε σας μέσα σε μια βδομάδα, μου είπε και σηκώθηκε απότομα.
Άκουσα το πρώτο γκαρσόνι να μου λέει:
Σε μια βδομάδα θα πάψετε απ’ το κατάστημα.
Πολύ καλά, συλλογίστηκα. Τι με πειράζει! Σε μια βδομάδα θα μου ‘ρθει πίσω ο Βλαντιμίρ! Ήθελα να τον ευχαριστήσω γι’ αυτό και στράφηκα, μα είχε φύγει.
VΙΙ
Μια βδομάδα αργότερα πήρα ένα γράμμα του, το βρήκα στη κάμαρά μου τη νύχτα σαν εγύρισα. Ήταν απαρηγόρητος, μου ‘λεγε πως είχε πάει στο κατόπι της κυρίας με τα κίτρινα, πως ποτέ δε θα κατάφερνε να μου δώσει πίσω τα λεφτά μου και πως τον έδερνε η ανέχεια. Έβριζε άτιμο τον εαυτό του και κάτω κάτω είχε γράψει: Είμαι σκλάβος της κυρίας με τα κίτρινα.
Έκλαιγα μέρα νύχτα, τίποτ’ άλλο δεν μπορούσα να κάνω. Πέρασε η μια βδομάδα κι έπαψα απ’ τη δουλειά μου· είχα αρχίσει να γυρεύω άλλη. Τη μέρα έφερνα βόλτα στα καφενεία, στα ξενοδοχεία, χτυπούσα σε σπίτια και ρωτούσα αν είχαν να μου δώσουν δουλειά. Μα τίποτα. Αργά, μετά τα μεσάνυχτα, αγόραζα μισοτιμής όλες τις πρωινές εφημερίδες και διάβαζα προσεχτικά στο σπίτι μου τις αγγελίες. Έλεγα με το νου μου: Ίσως βρω τίποτα που να σώσει το Βλαντιμίρ και μένα…
Χτες βράδυ είδα τ’ όνομά του σε κάποια εφημερίδα και διάβασα τα νέα του. Βγήκα αμέσως, έφυγα απ’ τη κάμαρά μου, πήρα τους δρόμους και δεν γύρισα σπίτι μου παρά μοναχά το πρωί. Μπορεί και ν’ αποκοιμήθηκα έξω σε καμιά γωνιά, τη νύχτα, ίσως, μη μπορώντας πια να περπατώ, να κάθιζα σε τίποτα σκαλοπάτια και να ξαπόσταινα· μα δεν τα θυμούμαι πια τώρα.
Ξαναδιάβασα και σήμερα την είδηση. Χτες όμως το βράδυ τη διάβασα το πρώτο, σαν πήγα στη κάμαρά μου. Στην αρχή χτύπησα τα χέρια μου, έπειτα έπεσα σε μια καρέκλα. Έπειτα ξαπλώθηκα χάμω στο πάτωμα ακουμπώντας τη ράχη μου στη καρέκλα. Και χτυπούσα τις παλάμες μου στο πάτωμα κει που συλλογιζόμουν. Μπορεί και να μη συλλογιζόμουν τίποτα· μα το κεφάλι μου όμως βούιζε, βούιζε και δεν ένοιωθα το κορμί μου. Έπειτα βέβαια θα σηκώθηκα και πήρα τους δρόμους. Πέρα στη γωνία θυμούμαι πως έδωκα μια πεντάρα στη γριά ζητιάνα, λέγοντάς της:
Από μέρος του κυρίου με τα γκρίζα, που ξέρετε.
Θα είσαστε η αρραβωνιαστικιά του, ε; με ρώτησε.
Όχι, η χήρα του είμαι…
Και πήρα τους δρόμους παραδέρνοντας ως το πρωί. Και τώρα δα πάλι ξαναδιάβασα την είδηση,
Βλαντιμίρ Τ*** τόνε λέγανε…
______ * ______
Η Πείνα
(απόσπ.)
1.
Ήτανε τον καιρό που περιπλανιόμουνα στη Χριστιάνια πεινασμένος…
Ξύπνησα στη σοφίτα μου. Άκουσα ένα ρολόι να χτυπά έξι, η μέρα χάραζε. Κιόλας είχαν τα ανεβοκατεβάσματα στις σκάλες. Από τη μεριά της πόρτας οι τοίχοι του δωματίου μου ήταν ταπετσαρισμένοι με παλιά φύλλα της εφημερίδας «Μοργκεμπάλντεν». Από το κρεβάτι μου μπορούσα να και διάβαζε μια ειδοποίηση του διευθυντή των φόρων. Λίγο αριστερότερα, με στρογγυλά και χονδρά γράμματα ο φουρνάρης Φαμπιάν Όλσεν, διαλαλούσε πως πουλούσε φρέσκο ψωμί.
Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, αναρωτήθηκα αν θα ήμουν και σήμερα δυστυχισμένος. Αυτό απασχολούσε κάθε πρωί το κεφάλι μου. Τον τελευταίο καιρό είχα ζήσει πολύ σκληρά. Τα λίγα μικροπραγματάκια που είχα, πήγανε, το ένα κοντά στο άλλο, στου θείου. Υπέφερα πολύ από τα πολυτυραννισμένα νεύρα μου. Κάποτε μου τύχαινε να μένω ολημερίς καρφωμένος στο κρεβάτι από τον πυρετό και τη ζάλη. Κάπου-κάπου κατάφερνα να οικονομήσω 5 κορώνες, σαν είχα τη τύχη και τυπωνόταν επιφυλλίδα μου σε κάποια εφημερίδα.
Το φως τη ημέρας όλο και δυνάμωνε. Άρχισα τότε να διαβάζω τις αγγελίες που στόλιζαν τον τοίχο. Ήτανε και μία που τα ψιλά και στριμμένα γράμματα της με δυσκόλευαν: «Κηδείες, δεσποινίς Άντερσεν -δεξιά τω εισερχομένω». Αυτή η πένθιμη ρεκλάμα με απασχόλησε πολλή ώρα. Άκουσα το ρολόι στο πάνω πάτωμα να χτυπάει οκτώ. Σηκώθηκα και ντύθηκα.
Άνοιξα το παράθυρο. Έβλεπα σε ένα χέρσο οικόπεδο, όπου είχαν τεντώσει ένα σκοινί για ν απλώσουν ρούχα και η άκρη του πήγαινε αρκετά μακριά, στο βάθος και σταματούσε στα χαλάσματα ενός σιδεράδικου, που είχε πιάσει φωτιά τελευταία και το καθάριζαν τώρα κάποιοι εργάτες. Ακούμπησα και κοίταξα ψηλά. Σε λίγο θα ξημέρωνε εντελώς. Ήταν φθινόπωρο, στην εποχή εκείνη όπου όλα αρχίζουν να δροσίζουν, όλα αλλάζουν χρώμα, όλα πεθαίνουν. Οι φωνές του δρόμου με τραβούσαν έξω από το σπίτι. Αυτό το αδειανό δωμάτιο, που το πάτωμα του βούλιαζε και έτριζε όταν περπατούσα, μου φαινόταν σαν ένα μεγάλο, ξεχαρβαλωμένο φέρετρο. Η κλειδαριά του δεν έκλεινε καλά, και δεν είχε σόμπα.
Συνήθιζα να βάζω τις κάλτσες μου κάτω από το πάπλωμα για να στεγνώνουνε ως το πρωί. Όταν φυσούσε πολύ και ήταν ανοιχτή η κάτω πόρτα, άκουγες παράξενα σφυρίγματα να διαπερνούν το πάτωμα, και οι εφημερίδες που σκέπαζαν τους τοίχους απ τις δυο μεριές της πόρτας σχιζόντουσαν πολλές φορές ίσαμε ένα πήχυ. Μόνο ένα πράγμα μου άρεσε εκεί μέσα, μια μικρή κόκκινη κουνιστή πολυθρόνα. Κάθε βράδυ ξάπλωνα εκεί και μισοκοιμισμένος, σκεφτόμουνα και ταξινομούσα τις σκέψεις μου και τις εντυπώσεις μου. Σηκώθηκα και πήγα να δω το καλαθάκι που ήταν πλάι στο κρεβάτι μου, αν είχε μείνει τίποτε για για να φάω. Δεν βρήκα τίποτε, και ξαναγύρισα στο παράθυρο.
Θεέ μου! Σκέφτηκα, αξίζει πια τον κόπο να παραδέρνω ακόμα για να βρω δουλειά; Ως τώρα η υπομονή μου δεν βρήκε άλλο από ένα σωρό ψεύτικες υποσχέσεις ή ξερά όχι. Διαρκώς τρέφομαι με ψεύτικες ελπίδες, και κάθε μέρα ξαναρχίζω τα τρεχάματα που δεν καταλήγουν σε τίποτα. Όλες αυτές οι αποτυχίες με έχουν κάνει να χάσω το θάρρος μου. Μήπως δεν έφτασα στο σημείο να ζητήσω την θέση λογιστή; Αλλά ήταν πια αργά και εξάλλου δεν ήμουν ικανός να δώσω την εγγύηση των 50 κορωνών που απαιτούσαν.
Πάντα παρουσιάζεται κι από ένα εμπόδιο. Προσπάθησα να πάω και στη πυροσβεστική υπηρεσία. Ήμασταν 50 υποψήφιοι και φουσκώναμε το στήθος μας για να κάνουμε τους δυνατούς και παίρναμε στρατιωτικές πόζες. Ένας επιθεωρητής μας εξέταζε έναν έναν, μας έπιανε τα μπράτσα κι έκανε διάφορες ερωτήσεις. Όταν πέρασε από μπροστά μου κούνησε το κεφάλι του κι είπε πως ήταν αδύνατο να με πάρουν επειδή φορούσα γυαλιά.
Ξαναπήγα πάλι. Αυτή τη φορά είχα βγάλει τα γυαλιά μου και στεκόμουν ολόστητος, με σουφρωμένα φρύδια και μ’ ένα βλέμμα κοφτερό σαν μαχαίρι. Ο επιθεωρητής όμως πέρασε μπροστά μου γελώντας… με είχε αναγνωρίσει. Αλλά το χειρότερο απ όλα ήταν που τα ρούχα μου ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση που δεν μπορούσα να παρουσιαστώ πουθενά σαν άνθρωπος. Είχα πάρει πια τον κατήφορο, σιγά σιγά αλλά και τόσο μονοκόμματα. Τώρα ήμουν σε μια κατάσταση αφάνταστης ανέχειας. Δεν είχα ούτε χτένι να χτενιστώ.. δεν είχα ούτε ένα βιβλίο για να διαβάσω στις ώρες τις απελπισίας μου.
Όλο το καλοκαίρι το είχα περάσει στα νεκροταφεία και στο βασιλικό κήπο, εκεί περπατούσα, ονειροπολούσα, καθόμουν κι έγραφα τα άρθρα μου. Έγραφα τη μια στήλη πάνω στην άλλη . Είχα περίεργα ευρήματα, κι από το ανήσυχο μυαλό μου ξεπετιόνταν σπίθες γεμάτες φαντασία. Όμως η απελπιστική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, μού αφαιρούσε σιγά σιγά την κρίση μου και πολλές φορές διάλεγα θέματα εκτός επικαιρότητας οπότε δεν τα δεχόταν. Κι όμως, πόση δουλειά δεν είχε χρειαστεί πολλές φορές για να τα γράψω! Όταν τελείωνα το ένα άρθρο, άρχιζα αμέσως το άλλο, χωρίς να με απογοητεύουν τα όχι των διευθυντών. Έλεγα μέσα μου πως κάποτε θα πετύχαινα. Και πράγματι, είχα μερικές φορές την τύχη να πληρωθώ πέντε ολόκληρες κορώνες για τη δουλειά ενός απογεύματος.
Έφυγα από το παράθυρο και πήγα στη καρέκλα που είχα για τουαλέτα. Πήρα το παντελόνι μου. Ήταν ξασπρισμένο από το λιώσιμο. Το έβρεξα για να του ζωηρέψω το χρώμα και να το κάνω να φαίνεται λίγο πιο καινούργιο. Έβαλα στην τσέπη μου μολύβι και χαρτί και βγήκα. Κατέβηκα αθόρυβα την σκάλα. Είχαν περάσει αρκετές μέρες που έπρεπε να είχα πληρώσει το νοίκι κι εγώ δεν είχα πεντάρα. Έτσι δεν μπορούσα να πληρώσω τίποτε. Ήταν εννιά η ώρα. Ο αέρας ήταν γεμάτος από φωνές, από θορύβους που έκαναν τα αμάξια κι όταν αυτά ήταν μια φοβερή πρωινή συμφωνία όπου ανακατεύονταν τα βήματα των πεζών, και τα χτυπήματα που έκαναν τα καμτσίκια των αμαξάδων. Όλη αυτή η κίνηση με ζωογόνησε κάπως. Βέβαια, δεν βγήκα εκείνο το πρωί για να πάρω τον αέρα μου. Τι τον χρειαζόταν τον αέρα τα πνευμόνια μου; Ήμουν δυνατός σαν τον Ηρακλή και μπορούσα να σταματήσω ολόκληρο αμάξι με τον ώμο μου.
Ήμουνα σχεδόν κεφάτος. Η ατμόσφαιρα ήταν ωραία. Και με είχε συνεπάρει το γενικό αίσθημα ευθυμίας. Διασκέδαζα κοιτώντας του ανθρώπους που συναντούσα, και διάβαζα τα τοιχοκολλημένα προγράμματα. Άφηνα να με επηρεάζουν χίλια δυο μικροπράγματα, όλα εκείνα τα ασήμαντα πράγματα που διάβαιναν στο δρόμο μου και χάνονταν. Να είχα τίποτε να φάω μια τέτοια ωραία μέρα! Αυτό το τόσο καθάριο πρωινό με ερέθιζε κι ένιωθα πως πνιγόμουν από ζωή…
