Hašek Jaroslav : O Kαλός Μποέμης Χάσεκ…

Βιογραφικό

     Ο Jaroslav Hašek (Γιάροσλαβ Χάσεκ) ήτανε Τσέχος συγγραφέας, φαρσέρ, χιουμορίστας, σατιρικός, δημοσιογράφος, μποέμ, πρώτα αναρχικός και στη συνέχεια κομμουνιστής και κομισάριος του Κόκκινου Στρατού εναντίον της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας. Είναι πιότερο γνωστός για το μυθιστόρημά του The Fateful Adventures of the Good Soldier Švejk During the World War (Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ), ημιτελές μυθιστόρημα για στρατιώτη στον Α’Π.Π. και σάτιρα για την ανικανότητα των μορφών εξουσίας. Το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί σε περίπου 60 γλώσσες, καθιστώντας το πιο μεταφρασμένο μυθιστόρημα στη τσεχική λογοτεχνία.
     Οι πρόγονοι του πατέρα του Hašek ήταν αγρότες με ρίζες στο Mydlovary στη Νότια Βοημία. Ο παππούς του από τη πλευρά του πατέρα, František Hašek, ήταν μέλος της Τσεχικής Βουλής και μετά επίσης της λεγόμενης σύμβασης Kromeriz. Συμμετείχε επίσης σε οδοφράγματα στη Πράγα το 1848. Σύμφωνα με κάποιες φήμες, συνεργάστηκε με τον Μιχαήλ Μπακούνιν στη διάρκεια της παραμονής του στη Βοημία το 1849. Η οικογένεια της μητέρας του, Katherine, το γένος Jarešová, ήταν επίσης από τη Νότια Βοημία. Ο παππούς του Antonín Jareš κι ο προπάππους του Matěj Jareš ήτανε φύλακες λιμνών των πριγκήπων Schwarzenberg στο χωριό Krč (Κιρτς). Ο πατέρας του, Γιόζεφ Χάσεκ, καθηγητής μαθηματικών και φανατικός θρησκευόμενος, πέθανε νωρίς από δηλητηρίαση αλκοόλ. Έβαλε τέλος στον εαυτό του λόγω του πόνου που προκαλείται από τον καρκίνο. Η φτώχεια ανάγκασε τότε τη μητέρα του με 3 παιδιά να μετακομίσει πάνω από 15 φορές. Άλλος κηδεμόνας ήταν ο δικηγόρος και πολιτικός Jakub Škarda.



     Γεννήθηκε στη Πράγα 30 Απρίλη 1883. Στα 4 του, ο γιατρός διέγνωσε καρδιακό ελάττωμα και καχεκτικό θυρεοειδή αδένα στο μικρό Jaroslav. Εξ αιτίας αυτού, πέρασε πολύ χρόνο στη χώρα, με τον παππού του από τη πλευρά της μητέρας, στο λεγόμενο φράγμα Ražice, ειδικά με τον μικρότερο αδελφό του Bohuslav. Στη παιδική του ηλικία, τοvε ζήλευε και μάλιστα προσπάθησε αρκετές φορές να τον βλάψει ως μωρό. Μετά είχαν εξαιρετικά δυνατή σχέση και ταξίδευαν μαζί πολύ με τα πόδια. Ο Bohuslav έπινε μέχρι θανάτου 1 χρόνο μετά το θάνατο του Jaroslav. Η παιδική ηλικία του ήταν συνηθισμένη, αγορίστικη, διαποτισμένη με περιπέτειες με συνομηλίκους και διαβάζοντας Karl Marx και Jules Verne. Ωστόσο, αυτό άλλαξε όταν ήταν 11: ο συνταξιούχος ναυτικός Němeček μετακόμισε στην οδό Lipová, όπου ζούσαν οι Hašeks εκείνη την εποχή. Ο Němeček τύλιξε τον έφηβο Hašek γύρω από το μικρό του δάχτυλο, έκλεψε τα χρήματα που ‘χε κλέψει απ’ το σπίτι κι άρχισε να τον οδηγεί σε μπαρ, ειδικά στη διαβόητη Jedová chýše (Δηλητηριώδης Καλύβα) στην οδό Apolinářská, όπου τονε δίδαξε να πίνει αλκοόλ. Επιπλέον, έκανε σκόπιμα σεξ με τη φίλη του μπρος στο αγόρι. Ήτανε τραύμα για τον Hašek. Αργότερα θυμήθηκε αυτές τις εμπειρίες με αηδία και τύψεις. Πιθανότατα επηρέασε τη σχέση του με τις γυναίκες. Στις συζητήσεις του με τους συντρόφους του στις ρωσικές λεγεώνες, λέγεται ότι είπε: “Μπορεί να υπάρξει κάτι χειρότερο στον κόσμο από τέτοιο ανθρώπινο γουρούνι; Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά τα πράγματα κι όμως ένιωθα τέτοια αηδία κι αποστροφή που ήταν αρκετή για να δηλητηριάσει όλη μου τη ζωή. Δεν θα μπορούσα ποτέ να κοιτάξω ξανά τη γυναίκα και τις φοβόμουν από τότε“. Ορισμένες θεωρίες σχετικά με την ομοφυλοφιλία του, που διαδόθηκαν κυρίως από τον ιστορικό λογοτεχνίας Jindřich Chalupecký (το δοκίμιο Podivný Hašek στο βιβλίο Expresionisté), προέρχονται επίσης από δώ, καθώς κι από τη μαρτυρία του φίλου του Rudolf Šimanovský.
     Λίγο αφότου ξεκίνησε τις σπουδές του στο γυμνάσιο στην οδό Ječná, ο πατέρας του πέθανε. Το 1897, ήταν παρών στις αντιγερμανικές ταραχές στη Πράγα ως φοιτητής. Συνελήφθη κι οι καθηγητές του γυμνασίου τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει “οικειοθελώς” το ίδρυμα. Στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε ως φαρμακοποιός στο φαρμακείο της Kokoška στη γωνία των οδών Perštýn και Martinská, αλλά τελικά αποφοίτησε απ’ τη Τσεχοσλοβακική Ακαδημία Επιχειρήσεων στην οδό Resslova στα 19. Στην ακαδημία, έγινε φίλος με τον Ladislav Hájek και το 1903 έγραψαν μαζί και κυκλοφόρησαν παρωδία της λυρικής ποίησης του May Shouts ( ποιητική συλλογή, Κραυγές του Μάη (1903)., που γέλασε 1η φορά με το πάθος κι εισήλθε στον τομέα της χιουμοριστικής λογοτεχνίας.

     Μετά την αποφοίτησή του το 1902, εργάστηκε στη Slavia Bank. Ωστόσο, απολύθηκε στις 28 Μάη 1903, επειδή απουσίαζε χωρίς άδεια. Στη συνέχεια, άρχισε να κερδίζει τα προς το ζην αποκλειστικά στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή, συναντήθηκε επίσης με Τσέχους αναρχικούς. Άρχισε να κάνει μποέμικη και περιπλανώμενη ζωή. Μαζί με τον αδελφό του Bohuslav, περπάτησε, μεταξύ άλλων, τη Σλοβακία και τη δυτική Γαλικία (τώρα στην Πολωνία). Δημοσίευσε ιστορίες από αυτά τα ταξίδια στη λίστα Národní. Το 1907, έγινε συντάκτης του αναρχικού περιοδικού Komuna και φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα για το έργο του. Την ίδια χρονιά, ερωτεύτηκε την Jarmila Mayerová, αλλά, λόγω της μποέμ ζωής του, οι γονείς της δεν τον θεωρούσαν κατάλληλο σύντροφο για τη κόρη τους. Όταν συνελήφθη για βεβήλωση της αυστροουγγρικής σημαίας στη Πράγα, οι γονείς της Mayer τη πήγανε στην ύπαιθρο με την ελπίδα ότι θα βοηθούσε στον τερματισμό της σχέσης τους. Σε απάντηση, ο Hašek προσπάθησε να αποχωρήσει από τη ριζοσπαστική πολιτική του και να πάρει μόνιμη δουλειά ως συγγραφέας. Το 1908 εξέδωσε τον Ορίζοντα των Γυναικών. Το 1909 δημοσίευσε 64 διηγήματα.
     Φλεβάρη του 1909, διορίστηκε συντάκτης του Svět zvířat (Ο Κόσμος των Ζώων), δημοφιλούς 15μερου περιοδικού που επικεντρώθηκε στα ζώα και την εκτροφή ζώων -δημιούργησε ολοκαίνουργια άρθρα για τα ζώα και περιστασιακά λογοκλοπές απευθείας από γερμανικά έγγραφα. Η ενασχόληση του Hašek με το περιοδικό ήταν μόλις η 2η φορά στη ζωή του που εργαζόταν μόνιμα και τώρα κράτησε τη δουλειά περισσότερο απ’ ό,τι είχε στη Banka Slavia, πιθανώς περίπου 20 μήνες. Η απόκτηση μόνιμης απασχόλησης στο The Animal World ήτανε καθοριστική να ξεπεραστεί η αντίσταση των γονιών της Jarmila στο γάμο της με τον Hašek και πραγματοποιήθηκε στις 23 Μάη 1910. Τον Οκτώβρη του 1910, απολύθηκε από συντάκτης του The Animal World και τον Νοέμβρη, αυτός κι η σύζυγός του ίδρυσαν τη δική του επιχείρηση εμπορίας σκύλων με τ’ όνομα Cynological Institute, επιχείρηση που απέτυχε μετά από λίγους μήνες. Με τη Jarmila Hašek είχε έναν γιο, τον Richard, αλλά κείνη τον εγκατέλειψε λίγο αργότερα κι επέστρεψε για να ζήσει με τους γονείς της. Το σπίτι του Συντετριμμένος, ο Hašek νοίκιασε δωμάτιο σε οίκο ανοχής που ονομάζεται U Valsu. Μετά από 1 χρόνο γάμου, η Jarmila επέστρεψε στους γονείς της μετά τη σύλληψη του Hašek αφού προσπάθησε να προσποιηθεί το θάνατό του. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ωστόσο, αυτή ήταν μια σοβαρή απόπειρα αυτοκτονίας, υποκινούμενη από τη κατανόηση ότι δεν ήτανε σε θέση να ζήσει συζυγική ζωή. Μετά απ’ αυτή τη προσπάθεια, νοσηλεύτηκε για λίγο σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.



     Από το 1911, συνεισέφερε στον Τσεχικό Λόγο, στη συνέχεια στον Πυρσό, στις Χιουμοριστικές Επιστολές, στη Τσουκνίδα, στις Γελοιογραφίες και για κάποιο διάστημα ηγήθηκε του Ινστιτούτου Κυνολογίας, που ενέπνευσε το μεταγενέστερο βιβλίο του My Dog Shop. Το 1911, ίδρυσε το Κόμμα της Μετριοπαθούς Προόδου Εντός των Ορίων του Νόμου. Το ίδρυσε με τους φίλους του στη παμπ Vinohrady που ονομάζεται U zlatého litru (Το χρυσό λίτρο) για να παρωδήσει τη πολιτική ζωή κείνης της εποχής. Έγραψε επίσης το σατιρικό έργο Πολιτική και Κοινωνική Ιστορία του Κόμματος της Ήπιας Προόδου εντός των ορίων του νόμου, αλλά δε δημοσιεύθηκε σε μορφή βιβλίου μέχρι το 1963. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, μαζί με τους František Langer, Emil Artur Longen κι Egon Erwin Kisch συνέγραψε σειρά από παραστάσεις καμπαρέ, όπου ήταν επίσης ο κύριος ερμηνευτής.
     Το καλοκαίρι του 1912, πέρασε αρκετές εβδομάδες σε παμπ στο Chotěboř, όπου δεν μπορούσε να απαλλαγεί και οι ιδιοκτήτες περίμεναν μάταια για πληρωμή. Περιέγραψε τη παραμονή του εκεί στις ιστορίες Προδότης του Έθνους στο Chotěboř, το Περιφερειακό Δικαστήριο στο Malibor και Τι θα λέγατε για τη γενέτειρα του Ignát Herrmann ή την αφιέρωση στο Krivice. Με το ξέσπασμα του Α’Π.Π., έζησε με τον σκιτσογράφο Γιόζεφ Λάντα, που αργότερα εικονογράφησε τον Καλό Στρατιώτη Σβέικ.
     Φλεβάρη του 1915, κλήθηκε στο τάγμα αντικατάστασης του 91ου Συντάγματος του Αυστροουγγρικού στρατού στο Τσέσκε Μπουντεγιόβιτσε. Με το τάγμα της 12ης στρατειάς του συντάγματος, μεταφέρθηκε στις αρχές Ιουλίου στο ανατολικό μέτωπο στη Γαλικία (σημερινή Ουκρανία). Υπηρέτησε στο μέτωπο μέχρι τις 24 Σεπτέμβρη 1915, όταν συνελήφθη απ’ τους Ρώσους και στάλθηκε στο στρατόπεδο Totskoye στο Κυβερνείο του Orenburg. Εδώ εντάχθηκε στη Τσεχοσλοβακική Λεγεώνα το 1916. Στη συνέχεια κατατάχθηκε στο 1ο Σύνταγμα, που εργάστηκε ως γραφέας, απεσταλμένος της επιτροπής στρατολόγησης και πυροβολητής. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο συνδετικό τμήμα, στο τμήμα πολυβόλων (που συμμετείχε στη μάχη του Zborov εναντίον των Αυστριακών) και στο γραφείο του 1ου Συντάγματος. Από τον Ιούλιο του 1916 ως το Φλεβάρη του 1918 δημοσίευσε στο περιοδικό Čechoslovan and Cs. soldier κι ήτανε συγγραφέας πολλών αντιμπολσεβίκικων άρθρων.



     Στα τέλη Φλεβάρη του 1918, προσχώρησε στο Τσεχοσλοβακικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (πρόδρομος του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας, 1921-92). Τι οδήγησε τον Hašek να εγκαταλείψει τον αναρχισμό και ν’ αποδεχθεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη δεν έχει διευκρινιστεί πουθενά. Τον Μάρτη οι τσεχοσλοβακικές λεγεώνες ξεκίνησαν τη γνωστή υποχώρησή τους, με στόχο να ενταχθούν στο Δυτικό Μέτωπο μέσω του Βλαδιβοστόκ. Ο Χάσεκ διαφώνησε με αυτό και πήγε στη Μόσχα, όπου άρχισε να συνεργάζεται με τους Μπολσεβίκους. Τον Απρίλη μεταφέρθηκε από τις λεγεώνες στον Κόκκινο Στρατό. Στάλθηκε στη Σαμάρα και τον επόμενο χρόνο ήταν διευθυντής του στρατιωτικού τυπογραφείου στην Ούφα, επικεφαλής του τμήματος εργασίας με ξένους κ.λπ. Τέλη του 1918 υπηρέτησε ως διοικητής των στρατευμάτων του Τσουβάς στον Κόκκινο Στρατό κι ως αναπληρωτής στρατιωτικός διοικητής της περιοχής Μπουγκούλμα. Στη συνέχεια εργάστηκε στη Σιβηρία, όπου εξέδωσε αρκετά περιοδικά. Ένα από αυτά ήταν επίσης το 1ο περιοδικό στη γλώσσα Buryat, το Jur (Dawn). Το 1920, τραυματίστηκε σε απόπειρα δολοφονίας στο Ιρκούτσκ, όπου υπηρέτησε ως μέλος του σοβιέτ της πόλης. Την ίδια χρονιά αρρώστησε με τυφοειδή πυρετό και τον Μάη παντρεύτηκε εργάτρια εκτύπωσης που ονομάζεται Alexandra Grigorievna Lvova, που ονομάζεται “Shura”, που τονε φρόντισε μετά την ασθένειά του. Μετά την επιστροφή του στη Τσεχοσλοβακία, δεν δικάστηκε για πολυγαμία λόγω της έλλειψης τάξης κι αναγνώρισης διαφόρων διεθνών συνθηκών στη Ρωσία.
     Δεκέμβρη του 1920, επέστρεψε στην ανεξάρτητη Τσεχοσλοβακία. Αρχικά τέθηκε σε καραντίνα στο Παρντούμπιτσε και στις 19 Δεκέμβρη έφτασε στη Πράγα με τη Σούρα. Οι Σοβιετικοί τον είχανε στείλει στη Τσεχοσλοβακία για να οργανώσει το κομμουνιστικό κίνημα. Ωστόσο, εμποδίστηκε να το πράξει λόγω 2 περιστάσεων: αφ’ ενός, για την υποστήριξη των ταραχών του Κλάντνο, έλαβε από τις ρωσικές αρχές ποσό 1.500 μάρκων, που, ωστόσο, υποτιμήθηκε εντελώς από τον γερμανικό πληθωρισμό. Επιπλέον, ακόμη και πριν από την άφιξη του Hašek στη Πράγα, ο Jaroslav Handlíř, ηγέτης ομάδας Ρώσων πρακτόρων που επρόκειτο να ‘ρθει σ’ επαφή ο Hašek, συνελήφθη στη Τσεχοσλοβακία. Με αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον του Hašek για τη κομμουνιστική πολιτική τελείωσε κι επέστρεψε στον μποέμικο τρόπο ζωής. Επισκέφθηκε παμπ στη Πράγα και τα περίχωρά της, όπου έγραψε τις ιστορίες του. Πολλές ιστορίες που περιγράφουν αυτή τη περίοδο γράφτηκαν από τον φίλο του Hašek, Zdeněk Matěj Kuděj. Στις 25 Αυγούστου 1921 έφυγε με τη σύζυγό του και τον ζωγράφο Jaroslav Panuška για το Lipnice nad Sázavou. Μέχρι αυτή τη στιγμή ήτανε σοβαρά άρρωστος κι επικίνδυνα παχύσαρκος. Εκεί άρχισε να γράφει το αριστούργημά του, Η μοίρα του καλού στρατιώτη Σβέικ κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου. Τελικά δεν μπόρεσε να γράψει, αλλά συνέχισε να υπαγορεύει τα κεφάλαια του Σβέικ στη κρεβατοκάμαρά του. 3 Γενάρη 1923 πέθανε στη πόλη που γεννήθηκε, στη Πράγα, από καρδιακή νόσο. Η τελευταία γνωστή φωτογραφία τραβήχτηκε  Δεκέμβρη του 1922. 



     Στη φαντασία του τσεχικού και σλοβακικού κοινού ο Jaroslav Hašek έχει καθιερωθεί ως μποέμ, ίσως ακόμη κι ως ο πρωτότυπος μποέμ των αρχών του 20ού αι.. Στη πραγματικότητα, αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό θρύλος κι αντιπροσωπεύει το αυτο-στυλιζάρισμα του Hašek. Ένας εσωτερικά πειθαρχημένος συγγραφέας, ήταν πολύ παραγωγικός. Απ’ τα έργα του φαίνεται επίσης ότι είχε μια εκτεταμένη (ίσως λίγο μη συστηματική) ανθρωπιστική εκπαίδευση.
     Είναι πολύ διδακτικό να εξετάσουμε το έργο του στη Ρωσία από το 1916-20. Ποτέ δεν ήταν κι εξακολουθεί να μη θεωρείται ως ένας απλός μποέμ ή χιουμορίστας συγγραφέας εκεί, αλλ’, αντίθετα, ως ένας πολύ υπεύθυνος αξιωματικός του μπολσεβίκικου στρατού και σεβαστός διανοούμενος. Ήταν επίσης σχετικά ικανός στρατιώτης. Το 1918 διακρίθηκε ως θαρραλέος διοικητής των στρατευμάτων του Κόκκινου Στρατού της Τσεχοσλοβακίας στην υπεράσπιση της Σαμάρα. Η Σαμάρα απειλήθηκε κείνη την εποχή από τη κατεύθυνση του σταθμού Lipyagi από τις τσεχοσλοβακικές λεγεώνες, που πολεμούσαν μαζί με τα Λευκά στρατεύματα (Η λεγόμενη Λευκή Φρουρά -αντικομμουιστές) για ν’ αποκαταστήσουνε το αυτοκρατορικό καθεστώς, αν κι οι λεγεωνάριοι προσπάθησαν να διατηρήσουν ουσιαστική ουδετερότητα και να πολεμήσουν εναντίον των Μπολσεβίκων μόνον όταν ήταν αναπόφευκτο. Στις 8 Ιουνίου 1918, η Σαμάρα κατακτήθηκε από τις λεγεώνες. Είναι πιθανό ότι αυτή τη στιγμή, να συναντήθηκε με Τσέχους αδελφούς και μπορεί να τους ενθάρρυνε να εγκαταλείψουνε το ΛευκόΡωσικό κόμμα. Μετά τη πτώση της Σαμάρα, κρυβότανε σε περιοχή που ελεγχόταν από Λευκά στρατεύματα (και τσεχοσλοβακικές λεγεώνες) γι’ αρκετούς μήνες.
     Είναι πιθανό ότι σε συγκεκριμένες επαναστατικές ρωσικές συνθήκες, δόθηκε στον Χάσεκ η ευκαιρία να διεκδικήσει εκείνες τις πτυχές του χαρακτήρα του που δεν μπορούσαν να εκδηλωθούν σε σταθεροποιημένες κι ουσιαστικά μικρές πόλεις της Τσεχίας. Ήταν επίσης σημαντικό ότι του απαγορεύτηκε απ’ τη κομματική του οργάνωση να πίνει αλκοόλ. Βασικά στάλθηκε στη Τσεχοσλοβακία με στόχο την οργάνωση του κομμουνιστικού κινήματος, που υποστηρίζει επίσης τη θέση ότι έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνο άτομο κι ικανός οργανωτής στη Σοβιετική Ρωσία. Θέμα συζήτησης κι εικασιών είναι το πώς συμπεριφέρθηκε στον Κόκκινο Στρατό, ειδικά σ’ εποχή που ήταν Επίτροπος -κι αναπληρωτής διοικητής- της Bugulma. Είχε στενή επαφή με αριθμό επαναστατών, συμπεριλαμβανομένου του Λεβ Τρότσκι. Οι στενότεροι συνεργάτες του στη Ρωσία -ο Nikolai Ivanovich Kochkurov (Artem Vesely) ή ο Vladimir Yakovlevich Zazubrin– έγιναν μετά θύματα της καταστολής του Στάλιν. Υπάρχουν επίσης εικασίες σχετικά με τη μυστηριώδη αποστολή του Hašek στη Μογγολία, που πιθανότατα ανέλαβε στη σοβιετική υπηρεσία. Ο συγγραφέας Pavel Gan ισχυρίζεται ότι ήταν εκεί μαζί με τον Κινέζο επαναστάτη Chen Chang-Hai, γνωστό και ως Vanya Chang κι επρόκειτο να πάει μαζί του στη Κίνα, γι’ αυτό πιθανότατα έμαθε κινέζικα.



     Μια όχι πολύ γνωστή πτυχή της βιογραφίας του είναι ότι μετά την επιστροφή του στη πατρίδα βρέθηκε κάπως απομονωμένος. Ένιωθε άβολα από αριστερά προς τα δεξιά. Αφού εγκατέλειψε τη κομμουνιστική πολιτική, π.χ. ο Stanislav Kostka Neumann τον περιέγραψε ως προδότη της προλεταριακής επανάστασης. Για τον ποιητή Karel Toman χαρακτηρίστηκε προδότης του έθνους από το κόκκινο περιβραχιόνιό του κι αρνήθηκε να του σφίξει το χέρι όταν τον συνάντησε σε καφέ μετά τον πόλεμο. Υπήρξανε πιότερες τέτοιες εχθρικές αντιδράσεις. Η αναχώρηση του Hašek για το Lipnice, όπου έγραψε το Švejk, υποκινήθηκε από την εχθρική ατμόσφαιρα που συνάντησε στη Πράγα. Αρχικά έγραψε κυρίως ταξιδιωτικές ιστορίες, αφιερώματα και χιούμορ, που τα δημοσίευσε σε περιοδικά. Έγραψε τα περισσότερα από τα έργα του σε παμπ της Πράγας. Η πεζογραφία του βασίστηκε στις δικές του πραγματικές εμπειρίες, προκαλώντας σύγχυση στην έρευνα της πραγματικής του ζωής, επειδή δεν είναι πάντα σαφές τι είναι αλήθεια και τι είναι μόνο ποιητική υπερβολή. Μισούσε τη προσποίηση, τον συναισθηματισμό, τη τακτοποιημένη ζωή, που αντέδρασε ειρωνικά σε σατιρικό στίχο. Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου του είναι η αντίσταση στις ηθικές και λογοτεχνικές συμβάσεις. 
     Στη ζωή του, έγραψε περίπου 1.200 διηγήματα. Το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης πεζογραφίας του είναι διάσπαρτο σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες. Με τα χρόνια σχεδόν όλες οι ιστορίες έχουν συλλεχθεί και τυπωθεί σε μορφή βιβλίου. Ωστόσο ορισμένα κείμενα μπορεί να ‘χουνε χαθεί, π.χ.,  Η ιστορία του βοδιού. Υπάρχει επίσης αριθμός κειμένων που η πατρότητα του Hašek είναι πιθανή, αλλά δεν έχει επιβεβαιωθεί. Οι λέξεις έρρεαν εύκολα απ’ τη πέννα του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν δημιουργικός. Ο František Langer δήλωσε ότι προσελκύστηκε, ελέγχθηκε, απορροφήθηκε απ’ το γράψιμο, οδηγήθηκε απ’ το σχεδόν παθιασμένο πάθος του για το γράψιμό του. Το πιο διάσημο κείμενό του μακράν, το 4μερές χιουμοριστικό μυθιστόρημα Η μοίρα του καλού στρατιώτη Σβέικ στη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου, έχει μεταφραστεί σε 58 γλώσσες κι αρκετές φορές κινηματογραφηθεί και δραματοποιηθεί. Μεμονωμένα μέρη του μυθιστορήματος έχουν τα ονόματα: Στο παρασκήνιο (1921), Στο μέτωπο (1922), Διάσημος ξυλοδαρμός (1922) κι Ημιτελής συνέχιση του διάσημου ξυλοδαρμού (1923). Το σημαντικότερο έργο του συνδέεται από πολλούς ανθρώπους μ’ ευχάριστες εικονογραφήσεις του Josef Lada. Δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το βιβλίο. Η ολοκλήρωση του έργου του Karel Vaněk απέχει πολύ απ’ την αρχική σύλληψη του Hašek. Η ολοκλήρωση του Βάνεκ βασίστηκε στη συνέχιση του 1921, αλλά επικρίθηκε έντονα (Viktor DykJaroslav DurychF.X. Šalda κ.λπ.).



     Στην αρχή, το έργο είχε λίγους οπαδούς. Ο Ivan Olbracht ήταν ίσως ο 1ος που το χαρακτήρισε ως σημαντικό έργο στο πολιτιστικό τμήμα του Rudé právo.(Κόκκινος Νόμος). “Είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ στη Τσεχική Δημοκρατία κι ο Σβέικ είναι αρκετά νέος τύπος στη παγκόσμια λογοτεχνία, ισοδύναμος με τους Δον Κιχώτη, Άμλετ,  Φάουστ, Ομπλόμοφ (έργο του  Ivan Goncharov), Καραμάζοφ“, έγραψε ο Όλμπραχτ. Οι Karel ČapekJosef ČapekJulius Fučík και Vítězslav Nezval, που συνέδεσαν το έργο του Hašek με τον ντανταϊσμό, υιοθέτησαν επίσης θετική στάση, όπως κι ο θεωρητικός του Devětsil Bedřich Václavek. Οι συζητήσεις σχετικά με την αξία του έργου συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια. Π.χ., ο Václav Černý αντιτάχθηκε στον Σβέικ, αλλά ευρύ φάσμα Τσέχων θεωρητικών της λογοτεχνίας, καλλιτεχνών και διανοουμένων είχαν άλλες απόψεις -ο φιλόσοφος Karel Kosík είδε το μυθιστόρημα ως έκφραση του παραλογισμού του αλλοτριωμένου κόσμου. Ο αισθητικός Jan Grossman συνέδεσε τον Σβέικ με τον υπαρξισμό. ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Jindřich Chalupecký περιέγραψε τον Σβέικ ως τον τραγικό βάρδο του ευρωπαϊκού μηδενισμού κι ο συγγραφέας Μίλαν Κούντερα περιέγραψε το μυθιστόρημα ως καθαρό παραλογισμό της ιστορίας. Ο Σβέικ έχει δραματοποιηθεί αρκετές φορές, ο ίδιος ο Χάσεκ έκανε τη 1η δραματοποίηση για την Επαναστατική Σκηνή του Εμίλ Αρτούρ Λόνγκεν. Το 1928 το Σβέικ μετατράπηκε σε θεατρική παράσταση του φίλου του Χάσεκ, Μαξ Μπροντ, το 1963 από τον Πάβελ Κόουτ. Η διεθνής προσαρμογή επιτεύχθηκε με τη διασκευή του Σβέικ στον Β’Π.Π. από τον Γερμανό θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Μπέρτολντ Μπρεχτ. Στις 30 Απρίλη 2013, η Google γιόρτασε τα 130α γενέθλια του Jaroslav Hasek με doodle.



     Ο Jaroslav Hašek ήταν με τον Κάφκα από τις βασικές φιγούρες της λογοτεχνικής Πράγας, αλλά πιο πολύχρωμη και βλάσφημη. Ουσιαστικά τ’ όφειλε πολύ στη παράδοση της ραμπελαϊστικής σάτιρας, που στόχευε στους κοινωνικούς θεσμούς. Κάποτε εμποδίστηκε να πέσει από τη γέφυρα Cechuv, Ίδρυσε ένα πολιτικό κόμμα αστείο και ξόδεψε τα μετρητά που συλλέχθηκαν απ’ αυτή τη δραστηριότητα στη τοπική παμπ. Μεγάλη εποχή απαιτεί σπουδαίους άνδρες. Εκεί είναι σεμνοί μη αναγνωρισμένοι ήρωες, χωρίς τη δόξα του Ναπολέοντα ή το ρεκόρ του των επιτευγμάτων. Μια ανάλυση των χαρακτήρων τους θα επισκίαζε ακόμη και τη δόξα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σήμερα, στους δρόμους της Πράγας,  μπορεί να συναντήσει άνθρωπο που ο ίδιος δεν συνειδητοποιεί τι του λες. Η σημασία βρίσκεται στην ιστορία της μεγάλης νέας εποχής. Σεμνά πηγαίνει τον τρόπο του, που δεν ενοχλεί κανέναν, ούτε ο ίδιος προβληματίζεται από τους δημοσιογράφους υποβάλλοντας αίτηση σ’ αυτόν για συνέντευξη. Αν τον ρωτούσατε το όνομά του, αυτός θ’ απαντούσε με απλό και σεμνό τόνο φωνής: “Είμαι ο Σβέικ“.
     Ο θεατρικός συγγραφέας Φράντισεκ Langer, που άκουσε μία απ’ τις ομιλίες του, θυμάται:

   “Συνολικά ήταν ένας εντελώς διαφορετικός Χάσεκ από αυτόν που γνώριζαΑυτός που ήτανε πάντα εναντίον του μιλιταρισμού και του πατριωτισμού, στη πραγματικότητα πάντα ήταν ενάντια σε κάτι…“. 

     Όλ’ αυτά ήταν καρναβαλίστικο υλικό για τον 4τομο magnum opus, The Good Soldier Schweik, αναγνωρισμένο ως από τα μεγαλύτερες σάτιρες στη παγκόσμια λογοτεχνία. Ωστόσο, η κριτική απέρριψε πρώτα το έργο -ο Σβέικ θεωρήθηκε χαμηλών τόνων φιγούρα- αλλά μετά το κοινό χαιρέτησε με χαρά τη χλευαστική στάση του απέναντι την ύστερη αυτοκρατορία των Αψβούργων. Βασικά το Schweik είναι δράμα ενός ατόμου εναντίον ενός κράτους. Υπάρχει πολύς Hašek εκεί, είναι ο διάσημος ανθρωπάκος του που πιάστηκε στα γρανάζια της ιστορίας. Το μυθιστόρημα απαγορεύτηκε στη Τσεχοσλοβακία, ήταν απαγορευμένο στη ναζιστική Γερμανία.
     Ο Hašek συνέχισε να πίνει πολύ, ενώ εργαζόταν γρήγορα στο Σβέικ. Συνήθιζε να πουλά τα νέα κομμάτια στα μπαρ Pague για 2 ποτήρια μπύρας το καθένα. Σε αντίθεση με τις ιστορίες του Κάφκα, που γράφτηκαν στα γερμανικά, η μαύρη κωμωδία του μίλησε στους αναγνώστες όλους, τσέχικα. Αρχικά σχεδίαζε να συνεχίσει το μυθιστόρημά του σε 6 τόμους. Λίγο πριν το θάνατό του, τα ‘βαλε με το γιατρό, που του αρνήθηκε το ποτό κονιάκ που περίμενε: “Μα είσαι απατεώνας, με γέλασες!” ήταν οι τελευταίες του λέξεις υποτίθεται. Ο Χάσεκ πέθανε από φυματίωση στις 3 Γενάρη 1923. στο Lipnice nad Sázavou. Ποτέ δεν ολοκλήρωσε το αριστούργημά του. Μόνο 3 τόμοι, και στη συνέχεια ένας μεταθανάτιος τέταρτος, ολοκληρώθηκε μάλλον αδέξια από το φίλο του Karel Vanek. Τα 1α γραπτά του από τη περίοδο που εξέδιδε το περιοδικό Animal World, συλλέχθηκαν στο Σκάνδαλο Bachura: κι άλλες ιστορίες και σκίτσα (1991).



ΕΡΓΑ:

Májové výkřiky, 1903 (με τον Ladislav Hájek Domažlicky) [Κραυγές του Μάη κι άλλα]
Galerie karikatur, 1909
Trampoty pana Tenkráta, 1912 [Οι δοκιμασίες του Σβέικ εκείνη τη φορά]
Dobrý voják Švejk a jiné podivné historky, 1912 [Ο καλός Στρατιώτης Σβέικ κι άλλες παράξενες ιστορίες]
Průvodčí cizinců a jiné satiry z cest i z domova, 1913 [Τουριστικός Οδηγός]
Καλαμάικα, 1913 (εικονογράφηση J. Lada)
Můj obchod se psy a jiné humoresky, 1915 [Το εμπόριό μου με Σκύλους]
Dobrý voják Švejk v zajetí, 1917 [Ο καλός στρατιώτης Σβέικ στην Αιχμαλωσία]
Dva tucty povídek, 1920
Osudy dobrého vojáka Švejka za světové války, 1921-23 (4 τόμοι)
– The Good Soldier Schweik (μετάφραση Paul Selver, 1930, πλήρης έκδοση, 1973) / Ο καλός στρατιώτης Σβέικ και η τύχη του στον κόσμο War (μετάφραση Cecil Parrott, 1973) / The Fateful Adventures Of The Good Soldier Švejk during The World War 1-2 (μετάφραση Zenny K. Sadlon, 2000-2005)
– Kunnon sotamies Shvejkin seikkailut 1-4 (suom. Jalmari Virtanen, 1932-36) / Kunnon sotamies Shveikin seikkailut maailmansodassa (suomentanut Viljo Kajava, 1935-37; Marja Helin, 1947; Μάρτζα Χέλιν, Tuure Léhen ja Elvi Sinervo, 1959) / Kunnon sotamies Šveik Maailmansodassa (Suom. Eero Balk, 1991)
– Ταινίες: 1926, σκηνοθεσία Carl Lamac, με πρωταγωνιστή τον Karel Noll, Carl Lamac; 1931, σκηνοθεσία Martin Fric, με πρωταγωνιστή τον Sasa Rasilov. 1943, σκηνοθεσία Carl Lamac, με πρωταγωνιστή τον Lloyd Pearson. 1955, σκηνοθ. Jirí Trnka; 1957-58, σκηνοθεσία Karel Steklý, με πρωταγωνιστή τον Rudolf Hrusínský. 1960, σκηνοθ. Άξελ von Ambesser, με τους Heinz Rühmann (Schweik), Ernst Stankovski (Lukas) και Franz Muxeneder (Woditschka); TV play 1968 (10 επεισόδια), Kunnon sotamies Svejkin seikkailuja, σκηνοθεσία Veikko Kerttula, Pauli Virtanen, πρωταγωνιστούν: Matti Varjo; 1986, σκηνοθεσία Stanislav Látal, με πρωταγωνιστή τον Petr Hanicinec
Tři muži se žralokem a jiné poučné historky, 1921 [Τρία Άνθρωποι και ένας καρχαρίας και άλλες διδακτικές ιστορίες]
Pepíček Nový, a jiné povídky, 1921 [Pepicek Nový και άλλα Ιστορίες]

Velitelem města Bugulmy, 1921 / 1966
– Ο Κόκκινος Επίτροπος: Συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω περιπετειών του καλού στρατιώτη Švejk and Other Stories
(περιλαμβάνει τις Ιστορίες Bugulma, σε μετάφραση Cecil Parrott, 1981)
Dobrý voják Švejk před válkou a jiné podivné historky , 1922
Mírová konference a jiné humoresky, 1922 [Η ειρήνη  σε Συνέδριο]
Paměti úctyhodné rodiny a jiné příběhy, 1925
Šťastný domov, 1925
Za války i za sovětů v Rusku, 1925
Zpověď starého mládence, 1925
Ze staré drogerie, 1926
Všivá ιστορία, 1926
Podivuhodné dobrodružství kocoura Markuse a jiné humoresky, 1927
Když kvetou třešně a jiné humoresky, 1927
Můj přítel Hanuška a jiné humoresky, 1928
Dobrý voják Švejk v zajetí, 1948
Škola humoru, 1949
– Huumorin koulu. 12 oppituntia (suom. Aila Sinervo, 1959)
Panoptikum měšt’aků, byrokratů a jiných zkamenělin, 1950
Aféra s křeckem a jiné povídky, 1954
Satiry a humoresky, 1955
Osudy dobrého vojáka Švejka světové války, 1955 (3ος. εκδ.)
Spisy, 1955-68 (16 τόμοι)
Fialový hrom, 1958
Haškův boj za socialistikou republiku, 1960
Terciánská vzpoura, a jiné povídky, 1960
Zrádce národa v Chotěboři, 1962
Dějiny strany mírného pokroku v mezích zákona, 1963
Pepíček Nový, ένα jiné povídky, 1963



Dekameron humoru a satiry, 1972 (2η έκδοση)
Zábavný a poučný koutek Jaroslava Haška, 1973
Praha ve dne i v noci; aneb Týden mezi Dacany. Pořadatelé výboru: Milan Jankovič a Radko Pytlík, 1973
Ειδύλλιο ζ πέκλα, 1974
Procházka přes hranice: idylky z cest a jiné humoresky, 1976 (επιμ. Milan Jankovič, Radko Pytlík)
Větrný mlynář a jeho dcera, 1976 (εικονογράφηση Jan Brychta)
Reelní podnik: grotesky a mystifikace: třetí dekameron, 1977 (επιμ. Milan Jankovič, Radko Pytlík)
Lidožroutská historie: parodie, morytáty a banality: druhý dekameron, 1979 (επιμ. Radko Pytlík)
Lidský profil Jaroslava Haška: korespondence a dokumenty, 1979 (επιμ. Radko Pytlík)
Ο Κόκκινος Κομισάριος: Συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω περιπετειών του καλού Soldier Švejk and Other Stories, 1981 (μετάφραση Cecil Parrott)
Svět zvířat, 1982 (εικονογράφηση Zdeněk Mézl)
Politické a sociální dějiny strany mírného pokroku v Mezích Zákona, 1983 (3η έκδοση)
Vesele o novinách a novináříc, 1983
Neznámé osudy dobrého vojáka Švejka, 1983
Μικρές ιστορίες ενός μεγάλου δασκάλου, 1984 (μετάφραση Doris Kožišková)
Tajemství mého pobytu v Rusku, 1985
Povídky, 1988 (2 τόμοι)
The Bachura Scandal and Other Stories, 1991 (μετάφραση Alan Menhennet)
Tři muži se žralokem a jiné poučné historky, 1993 (επιμ. Monika Kábová)
Život mezi dacany, aneb, Strana mírného pokroku jde do Βόλεμπ, 1996
V polepšovně a jiné povídky, 1997
Nemravné kalendáře i jiné povídky, 1997
Haškova Praha, 1999 (φωτογραφίες. Jiří Kolář, επιμέλεια Vladimír Adamczyk)
Když bolševici zrušili Vánoce, 2005
Nešťastný policejní ředitel, 2006
Povídky, 2009
Behind the Lines: Bugulma and Other Stories, 2016 (μετάφραση από τα τσέχικα του Mark Corner, επίλογος του Robert B. Pynsent)
The Secret History of My Sojourn in Russia, 2017 (μετάφραση από τα τσέχικα και εισαγωγή από τον Charles S. Kraszewski)
The Man Without a Transit Pass: And Other Tales, 2023 (μετάφραση Dustin Stalnaker; Paradise Edition No. 1)
The Fateful Adventures of the Good Soldier Švejk during the World War, Book One, 2024 (The Centennial Edition, μετάφραση Zdeněk “Zenny” K. Sadloň)

========================

                            Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ
  (αποσπ.)

   “…Και έτσι σκότωσαν τον Φερδινάνδο μας“, είπε η γυναίκα στον Σβέικ, που είχε εγκαταλείψει τη στρατιωτική θητεία χρόνια πριν, αφού τελικά είχε πιστοποιηθεί από στρατιωτικό ιατρικό συμβούλιο ως ηλίθιος και τώρα ζούσε πουλώντας σκυλιά -άσχημα, τερατουργήματα που τη γενεαλογία των πλαστογράφησε. Εκτός από αυτό το επάγγελμα έπασχε από ρευματισμούς κι εκείνη τη στιγμή έτριβε τα γόνατά του με το κέντρισμα του Elliman.
 “Ποιος Φερδινάνδος, κυρία Müller;” ρώτησε, συνεχίζοντας το μασάζ. “Γνωρίζω δύο Φερδινάνδους. Ο ένας είναι αγγελιοφόρος στο Průša, ο χημικός, και μια φορά κατά λάθος ήπιε ένα μπουκάλι λάδι μαλλιών εκεί. Κι ο άλλος είναι ο Ferdinand Kokoška που συλλέγει κοπριά σκύλου. Κανένα από αυτά δεν είναι απώλεια“.
 “Ω, όχι, κύριε, είναι η Αυτοκρατορική Υψηλότητά του, ο Αρχιδούκας Φερδινάνδος, από την Konopiště, η χοντρή εκκλησία“.
     Θα προσπαθήσω να περιγράψω εν συντομία το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι τσέχοι στρατιώτες στις φοβερές ημέρες της μεγάλης ρωσικής πανωλεθρίας στη Γαλικία, όταν οι άνδρες μας διατήρησαν την επίφαση ενός μετώπου, σώζοντας τις γειτονικές ρωσικές επαρχίες και χαλώντας τα έξυπνα σχέδια του Mackensen.
     Είναι φανερό τώρα ότι η πρώτη ταλάντευση του ρωσικού μετώπου στις 5 Ιούλη συνδέθηκε άμεσα με τις αιματηρές μπολσεβίκικες διαδηλώσεις στη Πετρούπολη. Αυτοί οι φανατικοί απηύθυναν έκκληση στους άνδρες του μετώπου να κατέβουνε σ’ απεργία και να εγκαταλείψουνε τα χαρακώματα. Η έκκληση κατέληξε σε κάτι σαν σαμποτάζ που εφαρμόστηκε σε συνθήκες πολέμου. Το πρώτο στάδιο ήταν ότι χιλιάδες μπολσεβίκοι στρατιώτες αυτοακρωτηριάστηκαν πυροβολώντας ένα δάχτυλο και στη συνέχεια πηγαίνοντας στα σπίτια τους. Αυτή η διαδικασία απεργίας ήτανε μάλλον οδυνηρή για τους απεργούς κι έτσι στις 5 Ιουλίου εγκαινιάστηκε απεργία βίας σε μεγάλο μέρος του μετώπου της Γαλικίας. Τα συντάγματα που είχαν εντολές να επιτεθούν συγκρατούνταν από άλλα συντάγματα που κρατούνταν σε εφεδρεία. Η φανατική αναταραχή διατηρήθηκε μεταξύ των νεοαφιχθέντων ταγμάτων και τελικά αποκαλύφθηκε ο πραγματικός σκοπός όλων αυτών, όταν οι θέσεις εγκαταλείφθηκαν οικειοθελώς. Δεν είναι ακόμη γνωστό με βεβαιότητα ποιο σύνταγμα ξεκίνησε την επαίσχυντη πορεία του Ιουλίου. Εν πάση περιπτώσει, είδαμε επαναστατικές νίκες της 18ης και 19ης Ιουνίου να πετιούνται. Εκεί που οι ηρωικοί σύντροφοί μας πολέμησαν για να συντρίψουν τον μιλιταρισμό της Γερμανίας και της Αυστρίας, εκεί ο Πρώσος τραγουδά τώρα το Wacht am Rhein κι ο Αυστριακός το Oesterreich, du edles Haus. Είναι οδυνηρό να σκεφτεί κανείς ότι το μικρό νεκροταφείο της Cecova, ο τόπος ανάπαυσης των αγοριών που έπεσαν τη μέρα νίκης στο Zborov και στο Krasna Lipa, έχει αναμφίβολα προσεκτικά μελετηθεί από λοχία και φάκελο κι ότι τα ονόματα των νεκρών ηρώων μας έχουν αντιγραφεί από τους σταυρούς για χρήση εναντίον των οικογενειών τους στη Βοημία.
     Δεν γινόμαστε συναισθηματικοί, όταν το σκεφτόμαστε. Είμαστε γεμάτοι θυμό, τρομερό θυμό για τη μεγάλη απώλεια που οφείλεται στους προδότες που εργάζονται για το γερμανικό χρυσό. Το γερμανικό χρήμα είναι η εξήγηση των γεγονότων της 5ης Ιουλίου, όταν Αυστριακοί και Γερμανοί σάρωσαν τις γραμμές μας και κατέλαβαν το ιερό έδαφος της Cecova.
     Σήμερα, όταν έχω σκεφτεί πολλά για το τι συνέβη, δεν ξέρω πώς να ονομάσω αυτό το γεγονός που οι Ρώσοι αποκαλούν υποχώρηση. Ήταν υποχώρηση ή ήτανε φυγή; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήταν η πράξη ενός ανθρώπου που εγκαταλείπει τόπο ευθύνης και πηγαίνει σπίτι, αφήνοντας απρόσεκτα ένα αναμμένο κερί σε σωρό άχυρο. Το φαινόμενο μερικές φορές ονομάζεται ηθική παραφροσύνη.
     Ίσως κάποια μέρα ένας φοιτητής ψυχολογίας να μπορέσει να εξηγήσει τις διανοητικές διαδικασίες των φρουρών-ανδρών που φύγαν από τα χαρακώματα, πετάξανε τα τουφέκια τους στα χωράφια σίκαλης, λεηλάτησαν τις αποθήκες στη βάση των ρούχων, της ζάχαρης και της σοκολάτας, άδειασαν φορτωμένα φορτηγά πυρομαχικά για να τα φορτώσουν με κονσέρβες. Σκεφτείτε τους στρατιώτες που εγκατέλειψαν τους σταθμούς τους και περπάτησαν αδιάφορα πίσω σε ρέματα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σύντροφοι που δεν πήγαιναν σύντομα θα κατακλύζονταν από κύματα Γερμανών και Αυστριακών, ότι σε λίγες ώρες δεν θα υπήρχαν παρά μικρά νησιά απελπιστικά αριθμητικά λιγότερων μαχητών, όπου υπήρχε το ισχυρό ρωσικό μέτωπο. Τέτοια νησιά ήταν τα συντάγματα της 1ης τσεχοσλοβακικής ταξιαρχίας. Στάθηκαν σταθεροί σε ισχυρό φράγμα και μόνοι τους συγκράτησαν τη γερμανική πλημμύρα. Από τις 5 ως τις 15 Ιουλίου, τα τσεχοσλοβακικά συντάγματα απέκρουσαν χωρίς βοήθεια τις γερμανικές επιθέσεις. Από το Ostasovce στο Velke Borky, από το Slachtince στο Grabovka και το Teklovka Bohemian ξιφολόγχες καθυστέρησαν την υλοποίηση του βιαστικά σχεδιασμένου γερμανικού σχεδίου να αξιοποιήσουνε πλήρως τη κατάσταση και να ωθήσουνε τις στρατιωτικές γραμμές προς τα μπρος στο ρωσικό έδαφος και ταυτόχρονα να μπούνε στο πίσω μέρος του στρατού κρατώντας τη γραμμή μεταξύ Stanislavov και Καρπαθίων. Ολόκληρο το μέτωπο του Tarnopol επρόκειτο να πληγεί από τον πανικό.
 “Πόσο τυχεροί που οι Βοημοί ήταν εκεί“, έγραψε συγκεκριμένη εφημερίδα. Είναι επικίνδυνο να βασιζόμαστε στη τύχη στη μάχη, αλλά ήταν πιο επικίνδυνο να βασιζόμαστε στον ρωσικό στρατό κείνη τη φοβερή 5η Ιουλίου, όταν αριθμός λόχων του 1ου μας συντάγματος στάλθηκαν προς τα μπρος για τμήμα του καθήκοντος στα χαρακώματα πυρός με απόσπασμα πολυβόλων. Φτάσαμε στη θέση ακριβώς τη στιγμή που ανέτειλε ο ήλιος. Δεν υπήρχε μούζικος στη 1η γραμμή, όσο μπορούσαν να φτάσουνε τα μάτια μας. Δε ξέρω ακόμα τι απέγιναν αυτοί. Πιθανότατα περιλαμβάνονται στους 42.000 κρατούμενους που καυχιούνται οι γερμανικές εφημερίδες.
     Τα χαρακώματα ήταν άδεια και σε μισή ώρα το γερμανικό πυροβολικό άρχισε να βομβαρδίζει θέσεις πολύ πίσω μας. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Έτσι, μερικοί λόχοι του 1ου συντάγματος πέσανε πίσω στο χωριό Bohdanuvka με τα πολυβόλα, κι όταν φτάσαμε ‘κει ήρθαμε κάτω απ’ τα πυρά των γερμανικών πολυβόλων. Απ’ τα μπροστινά χαρακώματα μέχρι την Bohdanuvka είναι 5 versts (βέρστια = μονάδα μέτρησης μήκους=1,0668 χλμ). Σ’ όλο αυτό το χώρο δεν είδαμε στρατιώτη, εκτός από μερικούς μουζίκους που κοιμόντουσαν στη σίκαλη περιμένοντας μέχρι να τους πάρουν οι Γερμανοί. Και θα ‘πρεπε να υπάρχουν 2 διαιρέσεις εκεί. Ήτανε δείγμα του τι συνέβη κείνη τη μέρα. Σ’ αυτό τον τομέα οι αμυνόμενοι περάσανε στον εχθρό, στρατιώτες άλλων τομέων βαδίσανε πίσω σ’ ομάδες όλη νύχτα χωρίς τα όπλα τους, αρνούμενοι να σταματήσουνε και δίνοντας τη στερεότυπη απάντηση ότι πηγαίνανε σπίτι να ξεκουραστούν. Όταν αυτά τα νέα φτάσανε στη Ρωσία, δεν ήτανε παράξενο που ειπώθηκαν ιστορίες ότι οι Τσεχοσλοβάκοι ήτανε περικυκλωμένοι κι ότι ήμασταν κομματιασμένοι. Όταν οι Γερμανοί φτάσανε στο Zborozh ήμασταν ακόμα κοντά στη Jezerna. όταν οι Γερμανοί βομβαρδίζανε τη Tarnopol, τ’ αγόρια μας αντεπιτίθονταν κοντά στο Slachtince. Η Ταρνόπολη καιγότανε κι εξακολουθούσαμε να πολεμάμε στη Γκραμπόβκα. Αυτά είναι ονόματα που θα χαραχτούν με χρυσά γράμματα στην ιστορία του τσεχοσλοβακικού στρατού, ειδικά του ένδοξου 1ου συντάγματος που ‘πρεπε να συγκρατήσει τις ισχυρότερες μονάδες του 2ου γερμανικού στρατού. Αλλά τα ονόματα αυτών των μικρών χωριών θα γραφτούν με μαύρα γράμματα στ’ αρχεία κείνων των γερμανικών συνταγμάτων που ήρθανε σ’ επαφή με τις ξιφολόγχες της 1ης τσεχοσλοβακικής ταξιαρχίας. Μόνο το 1ο μας σύνταγμα έσπασε αρκετά συντάγματα φρουράς που είχαν μεταφερθεί απ’ το γαλλικό μέτωπο.
     Το σχέδιο του Μάκενσεν να χτυπήσει γρήγορα, να δημιουργήσει πανικό, να περικυκλώσει τον στρατό των Καρπαθίων και να σπρώξει το μέτωπο της Γαλικίας στη Ρωσία ματαιώθηκε από τις ξιφολόγχες μας. Οι αξιωματικοί που ήταν μάρτυρες των αντεπιθέσεών μας εξέφρασαν τη λύπη τους για το γεγονός ότι δεν υπήρχε τουλάχιστον ένα πλήρες σώμα στρατού από εμάς. Οι Γερμανοί θα ‘χανε σταλεί να πετάξουν. Στην Grabovka, όπως μας είπαν οι αιχμάλωτοι Γερμανοί, τέσσερα επιτιθέμενα τάγματα αρνήθηκαν να προχωρήσουν, όταν κάποιος φώναξε: “Die rotweissen kommen”. (Έρχονται οι ερυθρόλευκοι). Αυτός είναι ο λόγος που διαβάζετε στις ρωσικές εφημερίδες: Πόσο τυχεροί που οι Τσεχοσλοβάκοι ήταν εκεί. Ένας φόρος τιμής στην αποφασιστικότητά μας να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου.
     Είναι δύσκολο να πούμε ακριβώς πού η 1η μας ταξιαρχία ολοκλήρωσε τις πιο θαυμάσιες πράξεις της, γιατί όλες οι μονάδες της κατά μήκος ολόκληρου του σπασμένου μετώπου συγκράτησαν τη πίεση της γιγαντιαίας γερμανοαυστριακής δύναμης με τέτοιο θόρυβο που ο εξοπλισμός των ρωσικών μονάδων θα μπορούσε να σωθεί και το πυροβολικό είχε την ευκαιρία να αποσυρθεί εγκαίρως. Όπου στάθμευαν τα αγόρια μας, δεν χάθηκε ούτε ένα όπλο. Το πρώτο σύνταγμα με τη σθεναρή υπεράσπιση των υψωμάτων στο Ostasevce κατέστησε δυνατή την καταστροφή των μεγάλων αποθηκών στρατού στη Jezerna, έτσι ώστε οι Γερμανοί κατέλαβαν πολύ λίγα λάφυρα εκεί. και το ίδιο σύνταγμα κάλυψε με επιτυχία την υποχώρηση ολόκληρης της αμαξοστοιχίας εφοδιασμού ενός πλήρους σώματος στρατού, ενώ το δεύτερο και το τρίτο σύνταγμα απέτρεψαν τον πανικό στο μέτωπο του Zborozh.
     Οι Γερμανοί ισχυρίζονται τώρα ότι η δική τους ήταν απροσδόκητη επίθεση. Αλλά αν σκεφτεί κανείς την αξιοσημείωτη σύμπτωση της άφιξης νέων στρατευμάτων από το γαλλικό μέτωπο με το χτύπημα των ρωσικών δυνάμεων κοντά στην Ταρνόπολη, όπου οι μπολσεβίκοι έλεγχαν τις συνταγματικές επιτροπές, το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο ότι η “απροσδόκητη επίθεση” ήταν στην πραγματικότητα μια καλά σχεδιασμένη εκστρατεία του γερμανοαυστριακού γενικού επιτελείου και των οπαδών του Λένιν. Το γεγονός ότι ο ρόλος μας σε αυτή την εκστρατεία δεν είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της ταξιαρχίας μας είναι πολύ αξιόπιστο για την ικανότητα του διοικητή μας, των αξιωματικών του συντάγματος και της γενναιότητας των ανδρών. Κάθε μέλος της Τσεχοσλοβακικής Ταξιαρχίας συνειδητοποίησε πόσο εξαρτιόταν από την αντίστασή μας και πώς ολόκληρος ο ρωσικός στρατός θα ενθαρρυνόταν από μια επίδειξη ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αντέξουν. Καταστήσαμε δυνατό ότι οι μάζες των εξαπατημένων στρατιωτών ξεπέρασαν την υπνωτική τους κατάσταση και σταμάτησαν να τρέχουν μακριά, αφού αντιλήφθηκαν ότι ορισμένα συντάγματα εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν τον εχθρό και να τον κρατούν έξω από το ρωσικό έδαφος. Μιλήσαμε με έναν άνθρωπο που το έσκασε με τις ανοργάνωτες μάζες. “Βλέπετε”, του είπαμε, “πολεμήσαμε για τη γη σας και την ελευθερία σας, ενώ εσείς οπισθοχωρήσατε και μας εγκαταλείψατε για να συντριβούμε από τους Γερμανούς, καθένα από τα συντάγματά μας πολεμούσε δύο μεραρχίες”. Είχε γαλάζια, καλοπροαίρετα μάτια και δάκρυα έτρεχαν, καθώς του μιλούσαμε. “Δεν σκεφτήκαμε”, εξήγησε με κόκκινο πρόσωπο: “μας είπαν ότι αν φεύγαμε από τη Γαλικία, θα έκαναν ειρήνη και θα μπορούσαμε να πάμε σπίτι στις γυναίκες μας”.
     Από τις 5 έως τις 15 Ιουλίου διήρκεσε ο λαμπρός αγώνας της ταξιαρχίας μας εναντίον ενός εχθρού πολλές φορές ισχυρότερου. Ήταν απαραίτητο να υπερασπιστούμε μια σειρά από περάσματα πάνω από μικρούς ποταμούς της Γαλικίας και για δέκα μερόνυχτα ήμασταν σε επιφυλακή χωρίς ανάπαυση, ρίχνοντας πίσω πολλές επιθέσεις κάθε μέρα. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε καμία ανακούφιση, γιατί καλύψαμε την υποχώρηση ενός στρατού. Μετά από κάθε γερμανική επίθεση αντεπιτεθήκαμε, αλλά όταν οι Γερμανοί υποχώρησαν, οι διαταγές μας ήταν να υποχωρήσουμε, επειδή και στις δύο πλευρές μας τα ρωσικά συντάγματα φρουράς συνέχισαν να βαδίζουν προς τα πίσω. Εν πάση περιπτώσει, κάναμε το καθήκον μας. Όχι μόνο κόψαμε έναν δρόμο, αλλά ανατρέψαμε τα σχέδια του φίλου μας Mackensen.
     Σήμερα ξεκουραζόμαστε, γεμάτοι αναμνήσεις από εκείνες τις φοβερές μέρες. Το αρχηγείο του συντάγματος βρίσκεται σε ένα ωραίο εξοχικό σπίτι στη μέση ενός ευγενούς πάρκου. Και καθώς ξεκουραζόμαστε, σχεδιάζουμε μελλοντικές μάχες. Όλοι οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι που παρασύρθηκαν από τον ανεμοστρόβιλο του πολέμου στη Ρωσία κινητοποιούνται. Ο Masaryk, ο ηγέτης του έθνους, σίγουρα αφήνει τη Ρωσία ικανοποιημένη μαζί μας. Είδε τώρα τα θεμέλια του τσεχοσλοβακικού στρατού αυξάνεται σε μέγεθος σαν χιονοστιβάδα. Σύντομα θα ξεπληρώσουμε στη Γερμανία και την Αυστρία όλα τα δεινά του βοημικού έθνους. Ο Masaryk είδε τη δημιουργία ενός στρατού ασυμβίβαστων…
  (τέλος αποσπ.)
—————————————–

                                             Μια Προσφυγή

     Mια προσφυγή κατά της κατάσχεσης ενός φυλλαδίου εκδικάζεται τώρα ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών για θέματα Τύπου. Η εισαγγελία θεώρησε το φυλλάδιο ως αδίκημα κατά της δημόσιας ειρήνης και τάξης.
     Τα μέλη του συμβουλίου κάθονται πίσω από ένα μακρύ τραπέζι, και από το μέρος όπου κανονικά θα στεκόταν ένας δικηγόρος, ένας πνευματώδης νεαρός συγγραφέας –εκδότης μιας σοσιαλιστικής καθημερινής εφημερίδας– υπερασπίζεται το φυλλάδιό του. Οι λέξεις ρέουν άπταιστα και μιλάει με τη γλώσσα ενός αγγέλου. Εξηγεί τη διάκριση μεταξύ επανάστασης και εξέλιξης, λέγοντας ότι κανείς δεν θα μπορούσε να υποκινηθεί από αυτή και εκείνη τη συγκεκριμένη πρόταση, επειδή δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο ιστορίας του είδους που χρησιμοποιείται στα σχολεία.
      Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου τον παρακολουθεί, αλλά δεν ακούει. Μέσα από την πολυετή πρακτική του έχει μάθει πώς να κοιτά το στόμα του ομιλητή χωρίς να ακούει τα λόγια του. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία αυτό που κάποιος θέλει να του πει. Παρακολουθεί και παρακολουθεί, η κατάστασή του είναι σαν εκείνη ενός κουρασμένου στρατιώτη που κοιμάται ενώ συνεχίζει να βαδίζει, βαδίζοντας χωρίς διακοπή.
Και έτσι ο πρόεδρος κοιτά τον συγγραφέα, σκεπτόμενος εντελώς άλλα θέματα.
     Ο πνευματώδης συγγραφέας, ο οποίος υπερασπίζεται την υπόθεσή του, ικανοποιείται από το ενδιαφέρον του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου για όλα αυτά, και ανοίγει ακόμη περισσότερο τις πύλες της ευγλωττίας του, μιλώντας ζωηρά ενώ κοιτά στα μάτια τον πρόεδρο, ο οποίος προβληματίζεται για το τι θα μπορούσε να ήταν λάθος με το πρωινό φλιτζάνι καφέ του. Η κρέμα ήταν καλή και ο καφές φρέσκος από το roastery όπως πάντα, είχε πει η σύζυγός του, και όμως δεν είχε γεύση όπως συνήθως. Παρακολουθεί τον ομιλητή, σκεπτόμενος: “Θα μπορούσατε να φοράτε μανσέτες πουκάμισου“.
     Ο ενθουσιώδης μιλάει, χειρονομώντας πνευματικά.
     “Αχα! Έχει τοποθετήσει τις μανσέτες του πουκαμίσου στο τραπέζι“, σκέφτεται ο πρόεδρος, και κοιτά τον γείτονά του, τον δικαστή -δεύτερο μέλος του συμβουλίου.
     Τα μάτια αυτού δίνουν τη σαφή εντύπωση ότι βρίσκει την έκκληση πολύ μακρά και πρέπει να πάρει έναν υπνάκο. Έτσι, στηρίζει το κεφάλι του στα χέρια του με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει την εντύπωση ότι συγκρίνει το κείμενο του κατασχεθέντος φυλλαδίου με την παράθεση του ομιλητή και, για να μην μπορεί κανείς να τον παρατηρήσει, στοιβάζει τα νομοθετικά βιβλία μπροστά του σαν τοίχος και σύντομα ροχαλίζει απαλά.
     Αλλά όχι για πολύ, γιατί το τρίτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου τον σπρώχνει και ψιθυρίζει: “Η πλάτη μου με πονάει ξανά!” Έχει ρευματισμούς και πρέπει να στηρίζεται στην πλάτη της καρέκλας, καθιστώντας αδύνατο για αυτόν να κλείσει τα μάτια του χωρίς να τραβήξει την προσοχή του ομιλητή. Με βασανισμένη όψη, χασμουριέται και κοιτά τα αρχεία μπροστά του. Είχε σχεδιάσει ένα σκυλί πάνω τους με ένα μολύβι και τώρα έσβηνε αργά την ουρά, τα πόδια και το κεφάλι. Τα έκανε όλα αυτά χωρίς να σκεφτεί, αντ’ αυτού σκέφτηκε τη νέα του ενδυμασία.
     Σπρώχνει ξανά το μέλος του διοικητικού συμβουλίου προς τα αριστερά του και ψιθυρίζει: “Πιστεύετε ότι ο ατμός μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του πόνου;” Ο απευθυνόμενος άνδρας ξυπνά, γκρινιάζει νυσταγμένα “Αφήστε τον να έχει το μολύβι” και ξανακοιμάται.
     Και έτσι ο συγγραφέας – αυτός ο ονειροπόλος – μιλάει και μιλάει, υπερασπιζόμενος έξυπνα το θέμα του, ενώ στην απέναντι πλευρά της αίθουσας ένα τέταρτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου χασμουριέται, σκύβει πάνω από τον πρόεδρο και παίρνει τη στοίβα των καταστατικών του, λέγοντας: “Με την άδειά σας, συνάδελφε!”
     Ο κοιμισμένος ξυπνά και κοιτά με ορθάνοιχτα μάτια τον αναιρεσείοντα, όπως θα περίμενε κανείς από έναν άνδρα του γραφείου του.
     Το τέταρτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου υψώνει τώρα τον τοίχο των καταστατικών βιβλίων μπροστά του, ακουμπά το πηγούνι του στα χέρια του και κοιμάται. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι κανένας ειρηνικός ύπνος δεν θα ήταν δυνατός κάτω από αυτές τις συνθήκες, αλλά όποιος έχει ασκήσει τη δικηγορία για όσο διάστημα αυτός ο άνθρωπος έχει από καιρό αποβάλει κάθε φόβο και μπορεί να κοιμηθεί μέσα από οποιοδήποτε ήχο σαν κουνάβι. Είναι μια έντεχνη ανάπαυση – ένα θαύμα αυτού του πεδίου δραστηριότητας. Μετά από λίγο ξυπνά, παίρνει ένα καταστατικό από το προστατευτικό φράγμα, κοιτά μέσα, το επιστρέφει στο σωρό και ξανακοιμάται.
     Ο ομιλητής παρατηρεί την αναφορά στα νομοθετικά βιβλία και μιλά ακόμη πιο εμφατικά, για να πείσει το ακροατήριό του για το αβάσιμο της κατάσχεσης του φυλλαδίου του. Για αυτόν, η μετακίνηση των νομοθετικών βιβλίων από το ένα άτομο στο άλλο είναι αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι η υπόθεσή του είναι θέμα φλογερού ενδιαφέροντος για τους άλλους.
     Έχοντας σκύψει το κεφάλι του, ο πρόεδρος στριφογυρίζει τους αντίχειρές του κάτω από το τραπέζι. Αναρωτιέται αν είχε πληρώσει υπερβολικά όταν αγόραζε πούρα εκείνο το πρωί. Βγάζει το πορτοφόλι από την τσέπη κάτω από τα ράσα του και ελέγχει το περιεχόμενο. Διαπιστώνει ότι είναι κοντός και ενώ παρακολουθεί τον ομιλητή, του έρχεται στο μυαλό ότι είχε αγοράσει πέντε περισσότερα πούρα από το συνηθισμένο εκείνο το πρωί.
Κοιτά κρυφά τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Μόνο ένας κοιμάται ήσυχος πίσω από τα νομοθετικά βιβλία, ενώ οι δύο στα δεξιά του απλά κοιμούνται. Κοιμούνται με ανοιχτά μάτια, όπως τα κουνέλια.
     Και συνεχίζει να ακούει κραυγές στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας συνεχίζει να δικαιολογεί την έκκλησή του και, κοιτάζοντας το ρολόι, διαπιστώνει ότι ο συγγραφέας μιλά για δύο ώρες.
     Πίσω και αριστερά από το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που είναι κρυμμένο στη σπηλιά του, ένας στενογράφος έχει επίσης εργαστεί. Από πλήξη σκιαγραφεί διάφορα τέρατα σε ένα φύλλο χαρτί και τους δίνει ονόματα, και ομοίως από πλήξη καταγράφει περιστασιακά μια πρόταση από τα υπομνήματα του νεαρού: “Τέλος, τιμές σας, δεν υπάρχει τίποτα που να υποκινεί το κοινό στη φράση “τα χέρια με κάλους υψώνονται προς τον ουρανό στην εκτέλεση””.
     Μπουμ! Το τέταρτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου πέφτει από την καρέκλα του. Ονειρευόταν τους Κινέζους. Ωστόσο, έχοντας πάντα το νου του, σηκώνει ένα κομμάτι χαρτί από το πάτωμα και αναφωνεί: “Κοιτάξτε, ένας φάκελος κόντεψε να πετάξει μακριά!”
     Τρομαγμένος από το κτύπημα, ο ομιλητής είχε στραφεί προς το μέρος του και τώρα τον κοιτά στα μάτια και συνεχίζει να μιλά με τη γλώσσα ενός αγγέλου, και το μέλος του διοικητικού συμβουλίου στάθηκε ψηλά εκεί, επιστρέφοντας το βλέμμα του, πριν πάρει τη θέση του, διαπιστώνοντας ότι ο πρόεδρος είχε πάρει από τότε τον τοίχο από αυτόν και τον έστησε μπροστά του.
     Ωστόσο, η ώρα για ύπνο έχει περάσει. Ο ομιλητής καταλήγει με το αίτημα να γίνει δεκτή αυτή η βάσιμη προσφυγή και να καταπολεμηθεί η δήμευση. 
     Τα μέλη του συμβουλίου παίρνουν τα καπέλα τους από το τραπέζι και ο πρόεδρος διακηρύσσει εθιμοτυπικά: “Το δικαστήριο διακόπτει για διάσκεψη“.
     Μπαίνουν στην αίθουσα συσκέψεων – πρώτα ο πρόεδρος και μετά τα άλλα μέλη του συμβουλίου, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.
     Στη μέση της αίθουσας συσκέψεων βρίσκεται ένα μακρύ τραπέζι με έναν πράσινο δρομέα τραπεζιού. Με τον στενογράφο στο πίσω μέρος της γραμμής, κάνουν επίσημα και ήσυχα τον περίπλου του τραπεζιού και ο πρόεδρος σύντομα πιάνει το χερούλι της πόρτας της αίθουσας του δικαστηρίου, πριν σταματήσει και πει: “Άλλη μια φορά – η ομιλία του ήταν αρκετά μεγάλη!”
     Έτσι, επεξεργάζονται γύρω από το τραπέζι για άλλη μια φορά πριν εισέλθουν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Καθώς φορούν τα καπέλα τους, ο ονειροπόλος τους κοιτάζει, γεμάτος ελπίδα. Ο δικαστικός επιμελητής δίνει εντολή: “Σηκωθείτε!”
     Και, από ένα λευκό φύλλο χαρτιού, ο πρόεδρος του διαβάζει δυνατά: “Στο όνομα της Αυτού Μεγαλειότητας του Αυτοκράτορα, το συμβούλιο προσφυγών για θέματα Τύπου αποφάσισε, μετά από διεξοδική συζήτηση, να απορρίψει την προσφυγή και να εγκρίνει τη δήμευση στο μέγιστο βαθμό. Το σκεπτικό θα κοινοποιηθεί γραπτώς.”
     Ο Θεός μίλησε!
—————————————————

                                        To Γυμνό Αγόρι

     Ήταν αργά το βράδυ. Κανείς δεν κολυμπούσε πια στον ποταμό Μολδάβα. Ντυνόμουν στην όχθη, στα περίχωρα του Modřany, με σκοπό να πάω στο ατμόπλοιο που αποβιβαζόταν κοντά στο ζυθοποιείο Braník, όταν άκουσα μια φοβερή κραυγή από το βαρκάκι. Η φωνή ήταν αυτή ενός νεαρού αγοριού, το οποίο θρήνησε: “Ο Ιησούς, η Μαρία και ο Ιωσήφ. Αγαπητέ μου φύλακα άγγελε!”
     Μπήκα στο βαρκάκι, ανακαλύπτοντας ένα οκτάχρονο αγόρι, που καθόταν εκεί γυμνό κι αβοήθητο στην πετρώδη γη.
     Μόλις με είδε, πήδηξε πάνω, έσφιξε τα πόδια μου και φώναξε: “Σας ικετεύω στο όνομα του Θεού, είμαι από το Βιρσόβιτσε!”
     Μετά από πολλή προσπάθεια, κατάφερα να του αποσπάσω τη σκοτεινή ιστορία του. Ήταν μια περιπέτεια που με τράβηξε στη τραγωδία του. Μια μοίρα σαν τη δική του θα ήταν ικανή να ταρακουνήσει ακόμα και τον πιο σκληροτράχηλο άνθρωπο και κυνικό.
     Το χειρότερο ήταν ότι το αγόρι δεν ήξερε καν το επώνυμό του. Ήξερε μόνον ότι καταγόταν από το Vršovice, ότι ονομαζόταν Toník και ότι ήταν οκτώ ετών.
     Εκείνο το πρωί τον είχαν στείλει να φέρει ψωμιά. Είχε συναντήσει μερικά αγόρια στο δρόμο, τα οποία τον προσκάλεσαν να έρθει να κολυμπήσει μαζί τους στο Braník. Ήθελαν να περάσουν όλη την ημέρα εκεί. Ο Toník επέτρεψε στον εαυτό του να μιλήσει, αλλά – εμμένοντας στην αίσθηση του καθήκοντός του – αγόρασε πρώτα τα ψωμιά και τα έβαλε στην τσάντα του πριν πάει με την ομάδα.
     Μέχρι το απόγευμα είχαν φάει τα ψωμάκια. Είχε κρύψει τα ρούχα του κάπου κάτω από τη βλάστηση του λιβαδιού και όλοι διασκέδαζαν στο νερό, στο οποίο βούτηξαν ο ένας τον άλλον και έπαιξαν άλλες φάρσες. Εκείνο το βράδυ τα άλλα αγόρια είχαν φύγει ενώ ήταν ακόμα στο νερό και δεν μπορούσε πλέον να εντοπίσει τα ρούχα του. Ήταν λοιπόν από το Vršovice και καθόταν εδώ στο Modřany, γυμνός, χωρίς ψωμιά ούτε σπίτι, και δεν είχε ιδέα πώς θα κατάφερνε να επιστρέψει. “Αγία Μαρία“, θρήνησε ο καημένος ο Τόνικ, “Μητέρα του Θεού, δεν έχω τίποτα να φορέσω και κατάγομαι από το Βιρσόβιτσε“. Έσφιξε τα πόδια μου για άλλη μια φορά, έκλαψε ακόμα πιο δυνατά και φώναξε: “Έρχομαι μαζί σου!”
Αλλά αυτό δεν θα κάνει κάτι, αγόρι μου“, αντέτεινα. “Πρώτα πρέπει να βρούμε τα πράγματά σου. Αν περπατήσω μαζί σου στους δρόμους, γυμνος όπως είστε, θα μας κλειδώσουνε και τους δύο!”
     Το αγόρι φώναξε: “Δεν είμαι γυμνός, έβαλα τα πράγματά μου στο βαρκάκι!”
 “Και πού είναι τώρα;”
 “Τα αγόρια πέταξαν τα πράγματά μου στο νερό και είπαν ότι πρέπει να ψάξω για άλλα στο λιβάδι, γιατί θα υπήρχαν πολλά εδώ επειδή όλοι είχαν γδυθεί. Αλλά δεν μπορώ να βρω άλλα ρούχα. Θα ήθελα να πάω μαζί σας – είμαι από το Vršovice και δεν έχω τίποτα να φορέσω!”
     Η συμπονετική καρδιά μου θριάμβευσε.
 “Σε παίρνω λοιπόν μαζί μου, αγόρι μου“, είπα ευγενικά, “θα πάρουμε το ατμόπλοιο“.
     Σε αυτό σταμάτησε να χαζεύει. Περπατήσαμε κατά μήκος της όχθης – εγώ ντυμένος πλήρως και δίπλα μου το γυμνό αγόρι. Ήμασταν σίγουρα ένα θέαμα για να δείτε. Ήταν στο φτάσιμο του ατμόπλοιου στο Braník όπου προκαλέσαμε για πρώτη φορά αίσθηση. Εκείνοι που περίμεναν στην ουρά γέλασαν και ένας από τους άνδρες με ρώτησε: “Αυτό είναι το αγόρι σου;”.
     Πώς έπρεπε να εξηγήσω σε αυτούς τους ανθρώπους σε ποιους ανήκε πραγματικά αυτό το αγόρι;
 “Φυσικά αυτό είναι το αγόρι μου, σωστά, Τόνικ;”
 “Ναι“, απάντησε κοφτά. Έτσι συνεχίσαμε να περιμένουμε.
 “Μα δεν φορά τίποτα“, είπε επικριτικά μια γυναίκα.
 “Κι εγώ το παρατήρησα αυτό“, απάντησα.
     Κάποιοι μας γύρισαν την πλάτη περιφρονητικά, αλλά η γυναίκα ήταν επίμονη και γνωμοδότησε: “Πρέπει να πω, δεν φαίνεται να φροντίζετε πολύ καλά το παιδί σας. Θα έπρεπε να ντρέπεστε, επιτρέποντας στο αγόρι να τρέχει με τον ίδιο τρόπο που τον δημιούργησε ο καλός Κύριος“.
 “Κυρία“, είπα, “αν βρεθείτε ποτέ σε μια τέτοια κατάσταση όπως αυτή στην οποία βρίσκεται αυτό το αγόρι, να είστε σίγουρη ότι δεν θα πήγαινα βόλτα μαζί σας στην όχθη, γιατί έχω ένα αίσθημα ντροπής. Αλλά αυτό το παιδί, που αυτή τη στιγμή ρουφά τη μύτη του τόσο αθώα, δεν μπορεί να προσβάλει κανέναν εξοικειωμένο με το γυμνό σώμα ενός παιδιού“.
     Δύο άνδρες αποβιβάστηκαν. Το ατμόπλοιο είχε αγκυροβολήσει. Ανάμεσα στο πλήθος επιβιβάστηκα με το αγόρι. Ο καπετάνιος μας εντόπισε και φώναξε: “Τι νομίζεις ότι κάνεις με το γυμνό αγόρι;”.
 “Θα ήθελα να αγοράσω δύο εισιτήρια για τη Πράγα“.
 “Δεν μεταφέρουμε γυμνούς ανθρώπους“, εξήγησε ο καπετάνιος, “αφήστε το αγόρι στην όχθη“.
 “Εσύ άκαρδος, εσύ“, φώναξα, “να αφήσω ένα παιδί πίσω στο σκοτάδι, γυμνό στην όχθη του Μολδάβα...”
     Δεν μπορούσα να ολοκληρώσω την ομιλία μου γιατί δύο ναύτες μας μετέφεραν πίσω στην ξηρά πολύ απρόσμενα, το πλοίο ξεκίνησε και μείναμε πίσω, μόνοι στο λυκόφως. Το αγόρι έκλαψε.
 “Ησύχασε“, φώναξα θυμωμένα, “αλλιώς θα σε πετάξω στο νερό. Πρέπει να πάμε στην Πράγα με τα πόδια“.
     Περπατήσαμε στο Braník.
 “Πεινάω“, παραπονέθηκε ο Τόνικ.
     Δεν είχα άλλη επιλογή από το να πάρω το παιδί στην μπυραρία.
 “Κάτσε δίπλα μου“. Ένα δημόσιο θέαμα, πήραμε τις θέσεις μας σε ένα τραπέζι όπου κάθονταν δύο γυναίκες.
     Ο σερβιτόρος ήρθε.
 “Φέρτε μας ένα ποτήρι μπύρα και δύο λουκάνικα“.
     Ο σερβιτόρος γύρισε τα μάτια του. Οι γυναίκες κοκκίνισαν.
 “Ζητώ συγγνώμη“, τραύλισε ο σερβιτόρος, “δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε – εδώ πρέπει κανείς να είναι κατάλληλα ντυμένος“.
 “Ακόμα και αυτό το αθώο παιδί;” Ρώτησα, παρουσιάζοντας το παιδί στο τραπέζι, μπροστά στις γυναίκες. “Ιδού η ενσαρκωμένη αθωότητα…”
     Σύντομα βρεθήκαμε ξανά στο δρόμο. Συλλογίστηκα τι να κάνω με το παιδί. Αλλά είχε ήδη αρχίσει να κλαίει ξανά: “Πεινάω, είμαι από το Βιρσόβιτσε!”
     Συνεχίσαμε προς την Πράγα. Η συνεχής φασαρία του αγοριού με έφερνε στο χείλος της απελπισίας.
     Τύχαμε σε μια μονή. Χτύπησα το κουδούνι. Και καθώς η υπηρέτρια απάντησε, έσπρωξα τον γυμνό Toník μέσα από την πόρτα, στον προθάλαμο, και έτρεξα μακριά.
     Την επόμενη μέρα διάβασα στην εφημερίδα ότι ο εφημέριος είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο.
—————————————

         Η Θαυμαστή Περιπέτεια Του Μάρκου Του Γάτου

     Στα δίμηνα γενέθλιά του, ο μικρός γάτος Angora Markus ένιωσε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει από το κατάστημα του εμπόρου άνθρακα στο οποίο είχε γεννηθεί. Ήθελε να δει πώς φαινόταν η δημιουργία του Θεού στη γωνία, πίσω από το κουρείο.
     Η ζωή με τον έμπορο άνθρακα δεν ήταν του γούστου του, επειδή ήταν συνήθως απαραίτητο για αυτόν να γλείφει τον εαυτό του καθαρό. Άλλωστε η γυναίκα του εμπόρου κάρβουνου τον καταράστηκε συνεχώς, γιατί πάντα έπεφτε κάτω από τα πόδια του. Ήδη σε αρκετές περιπτώσεις, ο Markus είχε προσπαθήσει να δραπετεύσει ανεβαίνοντας στο κάρο άνθρακα που βρισκόταν στη διάθεση των πελατών. Ωστόσο, όλες αυτές οι προσπάθειες είχαν τελειώσει με τον ίδιο τρόπο: ήταν κλειδωμένος στο διπλανό κελάρι, όπου τα ποντίκια τσίριζαν ασταμάτητα, τρομάζοντάς τον. Σε εκείνες τις πιο σπάνιες περιπτώσεις, όταν μια ακτίνα ηλιακού φωτός έλαμπε μέσα από το παράθυρο, ο Markus πηδούσε προς τη κατεύθυνσή του και κλαψούριζε. Τελικά θα ερχόταν μια μέρα, σκέφτηκε, που θα ερευνούσε πού θα μπορούσε να βρεθεί περισσότερο από αυτό το φως.
     Καθώς έγινε δύο μηνών, πήρε τα πέλματα του και τη κοπάνησε, αλλά, όταν συνάντησε τόσα πολλά πόδια που ενέπνευσαν τρόμο στο δρόμο, κρύφτηκε γρήγορα στο κελάρι πίσω από το κουρείο. Σε αυτό το κελάρι, επίσης, αποθηκεύτηκε άνθρακας. “Δεν έχω κάνει πολύ καλή ανταλλαγή“, είπε στον εαυτό του, “τώρα πρέπει να γλείψω τον εαυτό μου για άλλη μια φορά“.
     Καθώς κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο του κελαριού, τα πολλά πόδια που περνούσαν δεν φαίνονταν πλέον τόσο άβολα.
     Ξαφνικά, κάποιος δίπλα του ρώτησε: “Γεια σου, νεαρέ, τι ψάχνεις εδώ;”. Ο Markus παρατήρησε μια ηλικιωμένη, χασμουρητή γάτα με μάτια που έλαμπαν κι ήταν σκαρφαλωμένη σε ένα σωρό κάρβουνο.
 “Είμαι έξω για μια μικρή βόλτα“.
 “Καταλαβαίνω, αγόρι μου. Έχετε τρέξει μακριά και θέλετε να ρίξετε μια ματιά στον κόσμο. Πρέπει να σας διαφωτίσω λίγο. Κοιτάξτε εδώ. Αυτές οι μικρές μπάλες που βρίσκονται πίσω σας -μην τις φάτε. Έχουν σχεδιαστεί για τους αρουραίους. Και θα σας δώσω μια άλλη συμβουλή: μείνετε πάντα κοντά στους τοίχους και τα ανοίγματα των κελαριών. Αν ποτέ πεινάσετε, πηγαίνετε στο δρόμο με την ουρά σας σηκωμένη και νιαουρίζοντας. Αυτό είναι το καλύτερο μέσο για να εξαπατήσουμε τους ανθρώπους και να προκαλέσουμε τη συμπάθειά τους. Κάποιος ή κάποιος άλλος θα σας πάρει σπίτι μαζί του κι όταν δεν σας ταιριάζει πλέον εκεί, είστε ελεύθεροι να τρέξετε μακριά ξανά. Δεν έχετε ιδέα πόσο ηλίθιοι είναι οι άνθρωποι και πόσο εύκολα μπορούν να γοητευτούν από μια πολύ συνηθισμένη γάτα. Πέφτουνε για τα πάντα. Όταν νομίζουν ότι κοιμάστε, αφήνουν τη πόρτα ανοιχτή. Ωστόσο, παίρνετε τα πέλματά σας και περπατάτε για έναν ολόκληρο μήνα, αν θέλετε. Μόλις βαρεθείς και δαγκωθείς πολύ άσχημα από τις γάτες -κάτι που δεν γνωρίζεις ακόμα και δεν θα ήθελα να σε διαφθείρω- τότε γύρισε πίσω από εκεί που έφυγες, τρίψου τον εαυτό σου στο πόδι του τραπεζιού με την ουρά σου γλυκά ψηλά και φέρσου σαν να είσαι ευχαριστημένος, όταν στη πραγματικότητα ήρθες μόνο για να φας το χόρτο σου και να αναρρώσεις με ζεστασιά. Έτσι, τώρα, να είστε στο δρόμο σας, καθώς δεν έχω καμμία χρησιμότητα για εσάς. Η λευκή γάτα του σπιτονοικοκύρη θα φτάσει σύντομα, φέρνοντας στο στόμα της κάτι για μένα να φάω που της έχουνε κλέψει. Αυτός ο μικρός αγαπητός με έχει θρέψει εδώ για μια ολόκληρη εβδομάδα ήδη. Λοιπόν, ζήτε, ηλίθιε!”
     Με ευγνωμοσύνη, ο Μάρκους άφησε τον έμπειρο σύμβουλο και βγήκε στο δρόμο. Έμεινε κατά μήκος των τοίχων των σπιτιών κι απολάμβανε τις υπέροχες ακτίνες του ήλιου κι επίσης είχε αποκτήσει κάποια δική του εμπειρία. Μπρος από ένα κατάστημα που πλησίαζε είδε ένα γιγάντιο, γούνινο ζώο με μακριά ουρά που κουνούσε μπρος-πίσω. Ο Markus πήρε μια φαντασία σε αυτό, πήδηξε προς αυτό κι ήθελε να αρπάξει την ουρά με το πόδι του. Το μεγάλο ζώο γκρίνιαξε. Προφανώς βρήκε αξιαγάπητο το αφελές πλάσμα που ακόμα δεν ήξερε ότι στεκόταν μπροστά σε ένα σκυλί κι έτσι έπιασε απαλά τον Μάρκους με το ρύγχος του, τον έτρεξε για λίγο στο δρόμο και τον άφησε κάτω σε μια μεγάλη λακκούβα.
     Έκπληκτος, ο Markus βούτηξε μερικές φορές στο θολό νερό και στη συνέχεια έτρεξε σε ένα άνοιγμα κελαριού που ήταν ακριβώς μπρος από τη μύτη του. Ο Pomeranian άρχισε να γαβγίζει έξω από το κελάρι κι ο δάσκαλός του το ενθάρρυνε περαιτέρω με τις λέξεις: “Bobby, πιάστε το γατάκι“.
Σύντομα είχαν βαρεθεί αυτό το παιχνίδι και συνέχισαν, ενώ ο έκπληκτος Markus βυθίστηκε στο σκοτεινό κελάρι και νιαούρισε λυπημένος.
 “Μη κλαις εδώ!” αναφώνησε κάποιος εκεί κοντά. Ο Μάρκους είδε μια μαύρη γάτα. “Δεν ξέρεις ότι κυνηγάω ποντίκια εδώ;”
 “Δεν ξέρω τίποτα“, ψιθύρισε ο Μάρκους κι έδωσε ήσυχα στη γάτα μια περιγραφή του ασυνήθιστου ζώου.
 “Είσαι κούκλος, αυτός ήταν ο σκύλος του ιδιοκτήτη του καταστήματος. Στάθηκες τυχερός. Περίμενε μια στιγμή…” Η γάτα εξαφανίστηκε στο πίσω μέρος της και σύντομα επέστρεψε με ένα ποντίκι στο στόμα της. “Φάε, ανόητε“, είπε με μητρικό τρόπο στον Μάρκους. Ο Markus δεν ήξερε ότι τα ποντίκια προορίζονταν να φαγωθούν. “Τι παλιοκαλό για το τίποτα“, είπε η γάτα, απελευθερώνοντάς το από το στόμα της.
 “Κάνεις λάθος σε αυτό“, απάντησε ο Μάρκους, “φαίνομαι μόνο γέρος. Εμείς οι γάτες Angora τείνουν να είναι μεγαλύτερες από τα τυπικά γατάκια. Είμαι μόλις δύο μηνών, αγαπητή μου“.
 “Δεν καταδέχομαι να μιλήσω με ένα παιδί σαν εσένα“, είπε η γάτα. “Κοπάνα τη, αλλιώς θα δαγκώσω το πόδι σου.”
     Ο Markus τό ‘βαλε στα πόδια φοβισμένος πέρα από τις εισόδους του κελαριού. Ξαφνικά άκουσε κάτι εκεί κοντά να κάνει ένα μπερδεμένο baff! ήχο, κι εξαφανίστηκε σε ένα κελάρι για άλλη μια φορά. Δεν φοβόταν μόνο αλλά και πάγωσε. Στριμωχνόταν σε κάτι γυαλιστερό, ελπίζοντας να ζεσταθεί, αλλά όσο πιο κοντά συσσωρευόταν, τόσο περισσότερο πάγωσε. Ο Markus είχε προσγειωθεί στον πάγο. “Δεν ζεσταίνομαι εδώ“, σκέφτηκε, καθώς τα πόδια του έγιναν δύσκαμπτα. “Θα ρίξω μια ματιά δίπλα“.
     Στο παρακείμενο κελάρι αποθηκευόταν άχυρο και πριονίδι. Κρύφτηκε εκεί πάνω, αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε τον έμπορο άνθρακα. Όταν ξύπνησε, είχεν ήδη σκοτεινιάσει εντελώς έξω. Ένιωσε πείνα να τονε σουβλίζει και βγήκε στο δρόμο μες στην ησυχία της νύχτας. Όταν συνάντησε ένα περαστικό, κράτησε την ουρά του ψηλά και τονε πλησίασε μ’ ένα νιαούρισμα, όπως τον είχε συμβουλεύσει να κάνει η ηλικιωμένη γάτα. Δύο περαστικοί τον αγνόησαν, αλλά είχε τύχη με τον τρίτο. Κοίταξε τον Μάρκους με τρυφερότητα κι έσκυψε να τον χαϊδέψει, αλλά αναποδογύρισε και άρχισε να ροχαλίζει στο πεζοδρόμιο.
     Ο Μάρκους τρόμαξε κι έφυγε. Έτρεξε σε αρκετούς δρόμους, αλλά συνάντησε μόνον έναν ηλικιωμένο γάτο που έχανε τη γούνα του. Αυτός του είπε: “Έλα μαζί μου“. Ο Μάρκους τον ακολούθησε, και μπήκανε σ’ ένα κελάρι και πήγαν από εκεί πάνω από μια σκάλα και μέσα από μια τρύπα σε μια πόρτα, σε μια αυλή. Από την αυλή, στριμώχτηκαν κάτω από μια πύλη και στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν τεράστιο σκύλο-φύλακα, που ο χασάπης είχε τοποθετήσει εκεί για να κρατήσει τις γάτες μακριά από το κρέας. Ο Markus δεν ήξερε πώς θα έβγαινε από αυτό. Έτρεξε γύρω από το σπίτι για αρκετή ώρα, μέχρι που έτυχε να φτάσει στο κελάρι και πήρε το δρόμο της επιστροφής στο δρόμο.
     Τελικά, έφτασε σε μια μεγάλη πλατεία, όπου μια φωνακλάδικη ομάδα ανθρώπων τράβηξε τη προσοχή του.
 “Φυσικά κι έρχομαι μαζί σας κύριοι“, άκουσε μια φωνή να λέει. “Μόλις κατέβηκα από κείνο το πούλμαν ο αμαξάς που μ’ έβρισε“.
 “Μην είσαι ανόητος –έλα μαζί μου. Χρειάζεται μόνο να συγκεντρώσω τις πληροφορίες σου επειδή διαταράσσεις την ειρήνη στο δρόμο“.
 “Πρώτα πρέπει να τονε γκρεμίσω από το πούλμαν του“, επέμεινε ο πρώτος. “Πρέπει να επιτρέψω στον εαυτό μου να υπομείνει να με αποκαλεί απατεώνα ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν;”
 “Δεν σου μιλούσα, ρε σκουπίδι!” φώναξε πικρά ο άγνωστος άνδρας από το πούλμαν. “Εδώ είναι ο αριθμός του προϊστάμενού μου, προχωρήστε κι υποβάλετε καταγγελία εναντίον μου!”
     Στη συνέχεια ακολούθησε μια δυνατή φωνή, διατάσσοντας την ηρεμία της ειρήνης να έρθει στο όνομα του νόμου κι ολάκερη η ομάδα των τριών προχώρησε. Αυτό ήταν το σύνθημα που περίμενε ο Markus. Κράτησε την ουρά του ψηλά, τους ακολούθησε υπομονετικά και νιαούρισε δυνατά.
Ωστόσο, ο Markus δεν μπορούσε να τραβήξει την προσοχή τους, επειδή ο διαταράκτης της ειρήνης συνέχισε να φωνάζει ότι αν δεν μπορούσε να τραβήξει τον αμαξά από το πούλμαν του σήμερα, θα το έκανε αύριο, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να φέρει μια σκάλα μαζί του.
     Ο Μάρκος τους κυνήγησε υπομονετικά και νιαούρισε επίμονα.
     Καθώς οι τρεις άνδρες έφτασαν στο αστυνομικό τμήμα, ο Markus γλίστρησε επίσης και πήδηξε πάνω στο τραπέζι, προσγειώνοντας ακριβώς στο βιβλίο καταγραφής του αστυνομικού επιθεωρητή.
     Ξαφνικά ο ένοχος φώναξε: “Μάρκους, τι κάνεις εδώ;”.
     Και ο Μάρκος αναγνώρισε, στον άνθρωπο μετά τον οποίο είχε τρέξει υπομονετικά, τον έμπορο άνθρακα του, που του είχε δραπετεύσει.
*
     Ο Günzl, ο έμπορος άνθρακα, συχνά έλεγε σε άλλους: “Μόνο μία φορά στη ζωή μου είχα μια καλή δικαιολογία να προσφέρω στη γυναίκα μου όταν έφτανα στο σπίτι τις πρώτες πρωινές ώρες. Εκείνη ήταν η εποχή που μπορούσα να πω ότι έψαχνα για τη γάτα μας. Και, πράγματι, τον έφερα σπίτι μαζί μου. αλλά πώς ακριβώς συνέβη αυτό, δεν μπορώ καν να αρχίσω να μαντεύω“.
     Τότε διαβάστε αυτή την ιστορία, κύριε Günzl!
——————————————

                               Ο Καθηγητής Wagner

     Ο καθηγητής Wagner ακολούθησε τα βήματα του Δρ Heinrich Landois, που ‘γραψε περιεκτική επιστημονική μελέτη σχετικά με τις φωνές και τους ήχους των ζώων. Ακολούθησε λοιπόν αυτό τον μελετητή μέχρι που τελικά τον προσπέρασε μ’ εξαιρετικό δικό του βιβλίο, Acrididae Grasshoppers and their Sound Mechanics, που επέλεξε απόσπασμα από την Ιστορία των Ζώων του Αριστοτέλη ως επίγραφο: “Οι ακρίδες παράγουν έναν ήχο τρίβοντας τον εαυτό τους με τα πόδια τους“.
     Πέρασε τα επόμενα 2 χρόνια γράφοντας βιβλίο σχετικά με τους ήχους που έκαναν οι μύγες (Musca domestica), που αντέκρουσε τον ισχυρισμό του μέντορά του, Δρ Landois, ότι το ατομικό πεδίο ακουστικότητας των 4 συσκευών έλξης της μύγας ήταν 0,0083 χιλιοστά. Απέδειξε ότι το ακριβές όριο αυτού του πεδίου ανερχόταν σε 0,00821 χιλιοστά.
     Ο Δρ Landois προσπάθησε να του απαντήσει, με κοροϊδευτικό τρόπο, σε φυλλάδιο με τίτλο “0.0083 ή 0.00821; A Contribution to the Sounds of Animals“, αλλά έσκαψε μόνο τον δικό του τάφο μ’ αυτό τον τρόπο, κι όταν ο καθηγητής Wagner δημοσίευσε τις Μουσικές Πεταλούδες, ο Δρ Landois θάφτηκε οριστικά ως μελετητής -και μαζί του όχι λιγότερο αξιοσημείωτοι ερευνητές στον τομέα από τον Kirby και τον Spence. Πράγματι, μετά τη κυκλοφορία αυτού του βιβλίου, μερικοί μίλησαν άσχημα ακόμη και για τους νεκρούς, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου Réaumur, που ‘χε δημοσιεύσει κάποτε βιβλίο για τον ήχο που έκανε η Αχέροντα άτροπος, που περιείχε την ακόλουθη αβυσσαλέα αντιεπιστημονική πρόταση: “… qu’il [the sound] était produit par les frottements des tiges barbues contre la trompe” (ότι [ο ήχος] παρήχθη από την τριβή των αγκαθωτών στελεχών ενάντια στην προβοσκίδα) *Βλέπε: Memoires pour servir à l’histoire des insectes. Τόμος ΙΙ. Μέρος II. Septième Mémoire σ. 51 Άμστερνταμ, chez Pierre Mortia 1737.
     Αυτή η εκτέλεση μελετητών, τόσο ζώντων όσο και νεκρών, ακολουθήθηκε 3 χρόνια μετά από το The Chirping Apparatus of the Beetle, γενικό εγχειρίδιο για τους ήχους των εντόμων και, 5 χρόνια μετά -το κόσμημα του στέμματος των ακαδημαϊκών προσπαθειών του καθηγητή Βάγκνερ- Ο αριθμός των ταλαντώσεων στους τόνους των εντόμων με 2 φτερά, που συντάχθηκε εξαιρετικά σημαντικό υλικό για την επιστημονική κοινότητα.
C, D, E, F, G, A, H, και μάλιστα αντίθετες οκτάβες, μεγάλες οκτάβες, αδιάσπαστες οκτάβες, μεσαίες οκτάβες, 2ές οκτάβες, 3ές οκτάβες, 4ές οκτάβες -π.χ. ο ήχος:

     Η πλειοψηφία των μελετητών δεν το κατάλαβε. Με βάση αυτά τα ερευνητικά ευρήματα, ο καθηγητής Wagner απέκτησε δικαιωματικά τη διακεκριμένη θέση του καθηγητή.
*
     Όσον αφορά τη κοινωνική ζωή, ο καθηγητής Βάγκνερ δεν ήταν ερημίτης. Το αντίθετο μάλιστα. Του άρεσε η κοινωνικοποίηση κι ήτανε πολύ επιδέξιος στο να κατευθύνει τη συζήτηση προς τις φωνές των ζώων. Αυτός ήταν ο λόγος που ενέπνευσε φόβο σε καφετέριες, εστιατόρια, θέατρα και τραμ. Πράγματι, σε 2 περιπτώσεις τον πέταξαν έξω από την εκκλησία, μια φορά επειδή δίδαξε σε παππού τους ήχους του σαρακιού και μιαν άλλη επειδή εξήγησε σε μια γυναίκα τους ήχους που έκανε το ίδιο το έντομο που σερνότανε τότε στη φούστα της. Κάποτε, ενώ ταξίδευε σε όλη τη χώρα για έρευνα, έφτασε σε πανδοχείο όπου παρήγγειλε μεσημεριανό. Προς έκπληξή του, όταν σερβιρίστηκε η σούπα, παρατήρησε κάτι να κινείται στο πιάτο του.
 “Αγαπητέ φίλε“, είπε εγκάρδια, “βρήκα ένα ζωντανό σκαθάρι σε αυτή τη σούπα σου“.
 “Τότε πρέπει να είχε μόλις πέσει μέσα“, του είπαν, “αλλιώς θα είχε ψηθεί“.
 “Θα σας το παραδεχτώ“, είπε ο καθηγητής, “αλλά το σκαθάρι που έχω εξαγάγει εδώ είναι ενός τύπου που δεν βρίσκεται συνήθως σε σούπες. Είναι το σκαθάρι που ονομάζεται Nicrophorus vespillo, ο πιο κοινός τύπος σκαθαριού ταφής. Έχει δύο μαύρες και κίτρινες ρίγες στη ράχη του. Θα πω για άλλη μια φορά: δεν βρίσκεται συνήθως σε σούπες. Στις σούπες τείνουμε να βρίσκουμε σκαθάρια αλευριού -Tenebrio molitor- κάθε τόσο ο σκώρος σιτηρών -Calandra granaria ο λαμπερός καφέ και χωρίς φτερά ψύλλος του σπιτιού -Pulex irritans- πηδά σε σούπες αρκετά συχνά. Τα κουνούπια συχνά πέφτουνέ σε σούπες στις τροπικές περιοχές ή, στο δικό μας μέρος του κόσμου, η κοινή οικιακή μύγα. Στις σούπες βρίσκουμε από καιρό σε καιρό το bedbug -Acanthia lectularia- που στη περίπτωση αυτή χάνει το σημάδι, επειδή lectularia, σε μετάφραση, σημαίνει κατοικία κρεβατιού. Στο Βανάτο, κάποτε ψάρεψα κοινό ευρωπαϊκό σκορπιό -τον Scorpio europaeus- από τη σάλτσα μου και σε κείνα τα νοικοκυριά ή τα εστιατόρια που ούτε σκαντζόχοιρος ούτε ατμοί θείου είναι έτοιμοι, εκεί, αγαπητέ φίλε, θα βρεις συχνά σε παρασκευασμένα πιάτα την ανατολίτικη κατσαρίδα -Periplaneta orientalis. Periplemes είναι ελληνική λέξη για το τρέξιμο. Αυτό είναι ό,τι συνήθως βρίσκει κανείς σε σούπες, αλλά Nicrophorus vespillo; Πολύ, πολύ σπάνια. Θα με ευχαριστούσε πολύ να μπορέσω να σας εκπαιδεύσω σχετικά με τα μέσα που τα σκαθάρια που θάβουν παράγουνε τους ήχους τους. Η Burmeister έχει ήδη αποδείξει ότι ανήκουν σε αυτό το είδος σκαθαριού που το κάνει με το τρίψιμο της ράχης. Ο τόνος είναι ένα ελαφρύ βουητό που μεταβαίνει σε απαλό μουρμούρισμα: grujgru“.
     Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον πανδοχέα. Άρπαξε τον καθηγητή από το παλτό και τον έσυρε έξω από τη πόρτα. Στη συνέχεια του πέταξε το καπέλο του και φώναξε: “Έχουμε πολλούς περίεργους ανθρώπους που έρχονται εδώ για μεσημεριανό, αλλά ποτέ πριν κανείς δεν έκανε τόση φασαρία για κάτι τόσο ασήμαντο”.
     Κι οι γιοι του πανδοχέα πέταξαν πέτρες προς την κατεύθυνση του λόγιου.
*
 “Αγαπητό αγόρι“, μου είπε η δεσποινίς Όλγα, καθώς ξανασμίξαμε μετά από 3 μήνες, “θέλω να προσέχω το μέλλον σου, γιατί σίγουρα αναγνωρίζεις ότι οι μελετητές που ασχολούνται με την έρευνα στον τομέα της Ζωομουσικολογίας απολαμβάνουν ειδική προστασία από το Υπουργείο Παιδείας“.
     Δεν κατάλαβα.
 “Δεν ξέρεις ακόμα τι παίρνω;”
 “Όχι, καθόλου“.
 “Αγαπητό αγόρι, ήθελα να παντρευτώ τον καθηγητή Βάγκνερ. Εξάλλου, είμαστε λογικοί άνθρωποι“, συνέχισε, καθώς είδε ότι αυτή η είδηση δεν έτυχε καλής υποδοχής από εμένα, “και σίγουρα θα εκτιμήσετε τις προσπάθειές μου. Θα ήσουν φίλος μου και θα έψελνα τους επαίνους σου στον άντρα μου μέχρι που θα αναγκαζόταν να σε πάρει υπό τη προστασία του. Δυστυχώς, ο καθηγητής Βάγκνερ αντιστάθηκε στις προόδους μου και δεν έχετε τίποτα άλλο να κάνετε από το να με αγκαλιάσετε στην ανύπαντρη κατάστασή μου“.
 “Πέρασα χθες το βράδυ παρέα με τον καθηγητή Βάγκνερ“, εξήγησε η λογική νεαρή κοπέλα. “Γνωρίζετε κείνο το σημείο νότια της Hluboká, αυτές τις λίμνες στη μέση του δάσους. Καθίσαμε στην όχθη τέτοιας λίμνης χθες το βράδυ. Σκόπιμα δεν φορούσα κορσέ, για να βεβαιωθώ ότι ο καλός καθηγητής δεν τραυματίστηκε στα άγκιστρα. Αλλά όλα ήταν μάταια. Ήμουν παντού πάνω του, αλλά νομίζετε ότι ήταν δεκτικός; Μου είπε τα πάντα για τις φωνές των γυμνοσάλιαγκων και των σαλιγκαριών. Καθώς καθόμασταν εκεί με αυτόν τον τρόπο, τρίφτηκα πάνω του και μάζεψα τη φούστα μου έτσι ώστε οι κάλτσες κι οι καλτσοδέτες μου να είναι ορατές αλλά νομίζετε ότι έπαψε να συνεχίζει για τις φωνές των θαλάσσιων γυμνοσάλιαγκων και σαλιγκαριών;”
 “Κύριε καθηγητά“, είπα, καθώς τελικά έγινε πάρα πολύ για να το αντέξω, “ξέρετε ότι είμαστε εντελώς μόνοι εδώ; Και ξέρεις ότι υπάρχουν ορισμένα κορίτσια που είναι ερωτευμένα μαζί σου;”
 “Brekekekex, koax, koax!” απάντησε ο καθηγητής. “Quak, quak, quak. Krax, krekekax, klunkerlekunk! Brekekekex, koax, koax!” Φοβήθηκα. “Κύριε καθηγητά!
 “Quak, quak, quok, quuuk, quer quak!” απάντησε, χαμένος στη σκέψη.
     Παντού γύρω μας ακούστηκε το κρότημα των βατράχων. Ο καθηγητής Βάγκνερ έπιασε το χέρι μου και είπε: “Νεαρή κοπέλα, η θεωρία μου είναι απολύτως σωστή. Οι βάτραχοι αρχίζουν να χοροπηδούν με την ακόλουθη μελωδία“. Έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί και σημείωσε:

 “Κράτα αυτό το κομμάτι χαρτί για να με θυμάσαι“, συνέχισε, “κι άφησέ το στην άκρη μέχρι να μιλήσεις ξανά για κορίτσια που είναι ερωτευμένα μαζί μου. Θα σας στείλω ένα αντίτυπο του επόμενου βιβλίου μουOn the Voices of Green Grass Hoppers, Rana esculenta“.
 “Μετά επιστρέψαμε σπίτι σιωπηλοί. Τι έχεις να πεις για όλα αυτά;”
 “Ότι, για μια φορά στη ζωή του, ο καθηγητής Βάγκνερ έχει διαπράξει τρέλλα“, απάντησα, αγκαλιάζοντας την Όλγα.
—————————————–

                                    Μια Τίμια Γυναίκα

     Χαρακτηρισικό γνώρισμα των ανθρώπων, είναι να μην επιστρέφουν τα πράγματα που βρίσκουν. Οι άνθρωποι γενικά έχουν πολύ ελαστική συνείδηση, όταν βρίσκουν ξένα πράγματα. Δεν κάνουνε καμμιά προσπάθεια να τα επιστρέψουν. Τους τραβάνε σαν μαγνήτες τα ξένα αυτά πράγματα. Τα νιώθουν δικά τους και πολύ δύσκολα μπορούν να τ’ αποχωριστούν. Εξ άλλου, το να χάνει κανείς κάτι έγινε καθημερινό φαινόμενο πια. Διαφορετικά η πρώτη φράση θα έχανε την αξία της.
     Όταν ακόμα δεν υπήρχαν εφημερίδες κι η ανθρωπότητα βρισκόταν ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση, οι άνθρωποι χάνανε και τότε τα πράγματά τους όπως και σήμερα. Π.χ. ο κυνηγός των παλιών χρόνων έχανε το πέτρινο τσεκούρι του κι άλλα αντικείμενα, που ξαναβρίσκονταν μετά από μερικές χιλιετηρίδες. Απ’ αυτά τα ευρήματα γέμισαν τα Μουσεία και οι ιδιωτικές συλλογές.
     Με την εξέλιξη του πολιτισμού κρίθηκε απαραίτητο να ρυθμιστεί και νομικώς η σχέση του πολίτη που χάνει κάτι μ’ εκείνον που το βρίσκει. Έτσι λοιπόν έγινε ειδικός νόμος, που τον ονόμασαν απόκρυψη ευρέσεως χαμένων αντικειμένων. Για να απαλύνουν κάπως τις αυστηρές του διατάξεις, πρόσθεσαν και παράγραφο για αμοιβή του τίμιου ευρετού. Έκτοτε η τιμιότητα αμείβεται με το 10% της αξίας του χαμένου αντικειμένου, που βρέθηκε και παραδόθηκε στον κάτοχό του. Πριν από τον πόλεμο μου έτυχε κι εμένα μια τέτοια περίπτωση. Μόνο που οι αρχές -ίσως από άγνοια- δεν πρόσεξαν τη παράγραφο, που προβλέπει την αμοιβή για τον τίμιο ευρετή. Το πράγμα έχει ως εξής:
     Κάποτε σουλατσάροντας νύχτα στην Πράγα βρήκα ένα κέρμα των δέκα χέλερ. Αμέσως έτρεξα στο αστυνομικό τμήμα όπου και παρέδωσα ολόκληρο το ποσό στον αστυνομικό υπηρεσίας. Έπειτα εξέφρασα την επιθυμία να δημοσιευθεί τ’ όνομά μου στις εφημερίδες και να πάρω την αμοιβή μου, δηλαδή ένα χέλερ. Κάλεσαν τότε, τον αστυνομικό επιθεωρητή. Μόλις με είδε φώναξε ότι με γνωρίζει καλά τι είμαι, και γι’ αυτό θα με κρατούσε τη νύχτα εκεί. Το πρωί με παρουσίασαν σ’ έναν κύριο στον πρώτο όροφο, που μου πήρε μια κατάθεση. Σύμφωνα με το Νόμο, καταδικάστηκα σε 5 κορόνες πρόστιμο, επειδή κορόιδεψα τις αρχές. Σε περίπτωση, που δεν θα είχα χρήματα η ποινή θα μεταβαλλόταν σε 48ωρη κράτηση. Προτίμησα το 2ο. Ορκίστηκα τότε, ότι σε περίπτωση που θα ‘βρισκα κάτι, δεν θα το παρέδιδα πια. Δυστυχώς δεν βρήκα από τότε τίποτε άλλο, εκτός από ένα μωρό αφημένο σ’ ένα διάδρομο, όπου βρέθηκα για να σφίξω τη ζώνη μου. Το μωρό το άφησα εκεί που βρισκόταν.
     Η Άννα Μπούκλοβα, παραδουλεύτρα από το Σεστρόβιτσε, πήγαινε στις 5 το πρωί στη τοποθεσία Αμπέλια, όπου θα έπλενε τα ρούχα μιας οικογενείας. Περνώντας όμως από τις γραμμές κοντά στο μοναστήρι, σκόνταψε πάνω σε κάτι. Ασυναίσθητα κοίταξε προς τα κάτω. Με την έμφυτη εξυπνάδα της διαπίστωσε αμέσως ότι ήταν ένα δερμάτινο πορτοφόλι. Το άνοιξε. Μέσα υπήρχαν λογής λογής χαρτιά, που δεν καταλάβαινε το περιεχόμενο τους. Επειδή όμως από τη φύση της ήτανε καλόκαρδη και τίμια γυναίκα, έτρεξε γρήγορα στην αστυνομία και παρέδωσε το πορτοφόλι στον αστυνομικό υπηρεσίας. Αυτός εξέτασε το περιεχόμενο του και κιτρίνισε. Έπειτα σηκώθηκε και με φωνή που έτρεμε της είπε:
 –Συγχαρητήρια! Βρήκατε 7.896.000 χιλιάδες κορόνες, σε τσεκ. Μπορούν να εξαργυρωθούν στη προεξοφλητική τράπεζα της Βοημίας.
     Η Άννα Μπούκλοβα κοίταξε τον αστυνομικό με γουρλωμένα μάτια και επανέλαβε:
 –7.896.000!
 –Ναι, είπε πάλι ο αστυνομικός σοβαρά. 7.896.000 κορόνες σε τσεκ! Καθίστε. Θα πάρω τη κατάθεσή σας.
 –Αξιότιμε κύριε, για όνομα του Θεού, αφήστε με να πάω στη δουλειά μου, τον παρακαλούσε η Άννα Μπούκλοβα κι άρχισε να κλαίει. Δεν φταίω για το πορτοφόλι. Πρέπει να πάω στη περιοχή των αμπελιών για να πλύνω κάτι ρούχα. Σκόνταψα από απροσεξία.
 –Αγαπητή μου κυρία, μόνο για το τυπικό. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να την εξετάσει η υπηρεσία. Τ’ όνομά σας θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες. Πώς λέγεστε;
 –Χριστός και Παναγία! Κι η Άννα Μπούκλοβα ξέσπασε σε κλάματα. Τέτοια ντροπή! Ξυπνώ το πρωί τίμια γυναίκα και το βράδυ να φιγουράρω στις εφημερίδες. Παναγία μου, δεν θα τ’ αντέξω. Σ’ όλη μου τη ζωή τυραννιέμαι σαν το σκυλί. Από το Στρεζορίτσε πάω στ’ Αμπέλια, από τ’ Αμπέλια στο Λίμπεν. Παντού πλένω ρούχα. Από το Λίμπεν πάω στο Χλουμπότσεπι για να συγυρίσω τα σπίτια. Ο άντρας μου πίνει, τα παιδιά μου τριγυρίζουν με σχισμένα ρούχα κι εγώ φοράω το τελευταίο μου φόρεμα…“.
     Η φωνή της πνίγηκε.
 –Μα, κυρία μου, τη καθησύχασε ο αστυνομικός· είναι καθήκον μου να σας πάρω κατάθεση και να τη περάσω στο πρωτόκολλο. Μη κλαίτε, το βλέπετε ότι πρόκειται για εκατομμύρια.
 –Θεέ μου, συνέχισε η Άννα Μπούκλοβα και το κλάμα της συνεχιζόταν πιο γοερό. Πρόκειται για εκατομμύρια! Εγώ όμως δεν έκανα τίποτε. Να μου τύχει τέτοιο κακό τώρα στα γεράματα! Μου φτάνει να κερδίζω με τον ιδρώτα μου λίγα χρήματα, τόσα όσα φτάνουν για ν’ αγοράζω στα παιδιά μου λίγο ψωμί. Όλα ακρίβηναν κι αν ζητήσω μια κορόνα παραπάνω για σαπούνι θα με πετάξουν στο δρόμο. Τότε πρέπει να ψάχνω να βρω άλλη δουλειά. Δεν χάρηκα ποτέ στη ζωή μου, αλλά και δεν έκλεψα ποτέ. Έχω πλύνει τόσα πολλά ξένα ρούχα, που μου είναι αδύνατο να τα μετρήσω.
 –Κυρία μου, ησυχάστε! Πρόκειται για το 10%
 –Δεν θέλω να έχω καμμιά σχέση με ποσοστά, κύριε. Αφήστε με να πάω στο σπίτι! Δεν αντέχω πια. Στις εφτά πρέπει να βρίσκομαι στ’ Αμπέλια, διαφορετικά τα ρούχα θα παραβράσουν.
     Ο αστυνομικός την κοίταζε οργισμένος, χτύπησε το πορτοφόλι στο τραπέζι και φώναξε:
 –Αρκετά ως εδώ. Πώς ονομάζεστε;
 –Άννα Μπούκλοβα, απάντησε η τίμια γυναίκα ανάμεσα στ’ αναφιλητά.
 –Πού μένετε;
 –Στο Στρεζοβίτσε.
 –Οδός;
 –Κεντρική οδός.
 –Αριθμός;
 –Εξήντα εφτά.
 –Γεννηθήκατε;
 –Μάλιστα, κύριε, η συγχωρεμένη η μάνα μου...
 –Σας ρωτώ, πότε γεννηθήκατε.
 –Στα 1872.
 –Πού;
 –Στο σπίτι.
 –Ναι, αλλά πού, στη Πράγα; Στην επαρχία;
 –Στην επαρχία.
 –Θεέ και κύριε, πού ακριβώς;
 –Στο Ζράσλαβ, κοντά στη Πράγα.
 –Περιφέρεια… Νομός… Μα τι έγινε; λιποθυμήσατε;
     Μόλις συνήλθε η γυναικούλα, η ανάκριση συνεχίστηκε και τέλειωσε ως εξής:
 –Έχετε αξιώσεις για το 10%; Να είστε σαφής.
 –Θεός φυλάξει, κύριε. Αφήστε με να φύγω. Η μακαρίτισσα η μάνα μου έλεγε: Οι τίμιοι αμύνονται ως το τέλος.
 –Αφού είναι έτσι, υπογράψτε τότε το πρωτόκολλο.
 –Στ’ όνομα του Πατρός και του Υιού, αναστέναξε η Άννα Μπούκλοβα κι υπόγραψε με μια μονοκοντυλιά.
     4 ώρες μετά εμφανίστηκε στη διεύθυνση της αστυνομίας ένας νεαρός, που έδειχνε για Αμερικάνος.
 –Έχω χάσει, είπε με σπασμένα γερμανικά, πορτοφόλι μου. Αυτό πρέπει να ‘ναι από τσέπη μου πέσει τελευταία νύχτα. Ανάφερε το ποσόν και τον αριθμό των τσεκ.
     Έπειτα συνέχισε, Πως δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τα λεφτά, όσο για τις σπουδαίες επαγγελματικές σημειώσεις, που περιέχει μέσα, για τη φτηνή αγορά εντοσθίων από χήνες. Του πήρανε κατάθεση. Όταν του είπαν έπειτα ότι αυτή που βρήκε τα χρήματα παραιτήθηκε από την αμοιβή του 10%, ο βασιλιάς των εντοσθίων από χήνες είπε:
 –Καλά, καλά.
     Έπειτα έφυγε, αφού αρνήθηκε να σημειώσει τη διεύθυνση της Άννας Μπούκλοβα.
     Οι βραδινές εφημερίδες αφιέρωσαν ολόκληρες στήλες για τη τίμια γυναίκα, που δεν δέχθηκε ένα τόσο μεγάλο ποσό.
     Η Άννα Μπούκλοβα, όμως, μεταφέρθηκε το βράδυ στο νοσοκομείο. Ο άντρας της την έκανε μαύρη στο ξύλο, όταν διάβασε στις βραδινές εφημερίδες το περιστατικό.


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *