Hawthorne Nathaniel: Ρομαντικά Σκοτεινός Σκεπτικιστής

Βιογραφικό

     Ο Ναθάνιελ Χώθορν (Nathaniel Hawthorne) ήταν Αμερικανός μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Τα έργα του συχνά επικεντρώνονται στην ιστορία, την ηθική και τη θρησκεία. Μεγάλο μέρος της γραφής του επικεντρώνεται στη Νέα Αγγλία, πολλά έργα με ηθικές μεταφορές με αντιπουριτανική έμπνευση. Τα μυθιστορήματά του θεωρούνται μέρος του ρομαντισμού, πιο συγκεκριμένα, του σκοτεινού ρομαντισμού. Τα θέματά του συχνά επικεντρώνονται στο εγγενές κακό και την αμαρτία της ανθρωπότητας και τα έργα του έχουνε συχνά ηθικά μηνύματα και βαθειά ψυχολογική πολυπλοκότητα. Τα δημοσιευμένα έργα του περιλαμβάνουν μυθιστορήματα, διηγήματα και μια βιογραφία του κολλεγιακού φίλου του Franklin Pierce, γραμμένη για την εκστρατεία του το 1852 για Πρόεδρος των ΗΠΑ, που κέρδισε κι έγινε ο 14ος πρόεδρος
     Γεννήθηκε 4 Ιουλίου 1804 στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης, από οικογένεια που συνδεόταν από καιρό μ’ αυτή τη πόλη, οι πρόγονοί του ζούσανε εκεί απ’ το 17ο αι. Μπήκε στο Bowdoin College το 1821, εξελέγη στο Phi Beta Kappa το 1824 κι αποφοίτησε το 1825. Δημοσίευσε το 1ο του μυθιστόρημα το 1828, το Fanshawe. Αργότερα προσπάθησε να το πνίξει, νιώθοντας ότι δεν αντικατόπτριζε την αξία του μετέπειτα έργου του. Δημοσίευσε αρκετά διηγήματα σε περιοδικά, που τα συγκέντρωσε το 1837 ως Twice-Told Tales. Τον επόμενο χρόνο, αρραβωνιάστηκε τη Sophia Peabody. Εργάστηκε στο τελωνείο της Βοστώνης κι εντάχθηκε στο Brook Farm, μια υπερβατική κοινότητα, πριν παντρευτεί τη Peabody το 1842. Το ζευγάρι μετακόμισε στο The Old Manse στο Concord Μασαχουσέτης, αργότερα μετακόμισε στο Salem, στο Berkshire και στη συνέχεια στο Wayside στο Concord. Το Scarlet Letter δημοσιεύθηκε το 1850, ακολουθούμενο από μια σειρά άλλων μυθιστορημάτων. Ένας πολιτικός διορισμός ως πρόξενο πήρε τον Χώθορν και την οικογένειά του στην Ευρώπη πριν επιστρέψουν στο Κόνκορντ το 1860. Πέθανε στις 19 Μάη 1864..
     Ο Hathorne, όπως γράφτηκε αρχικά τ’ όνομά του, γεννήθηκε στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης. Η κατοικία του διατηρείται κι είναι ανοιχτή στο κοινό. Ο προ-προ-προπάππους του, William Hathorne, ήτανε πουριτανός κι ο 1ος της οικογένειας που μετανάστευσε απ’ την Αγγλία. Εγκαταστάθηκε στο Ντόρτσεστερ της Μασαχουσέτης, πριν μετακομίσει στο Σάλεμ. Εκεί έγινε σημαντικό μέλος της αποικίας του κόλπου της Μασαχουσέτης και κατείχε πολλές πολιτικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένου του δικαστή και του δικαστή, καθιστώντας διαβόητο για τη σκληρή καταδίκη του -ήτανε δικαστής που ‘χε καταδικάσει μια γυναίκα Κουάκερων σε δημόσιο μαστίγωμα. Είχε ενεργήσει ως ένθερμος υπερασπιστής της πουριτανικής ορθοδοξίας, με την ένθερμη υπεράσπιση μιας καθαρής, ανεπηρέαστης μορφής θρησκευτικής λατρείας, την άκαμπτη προσκόλλησή της σε απλό, σχεδόν αυστηρό, τρόπο ζωής και τη πεποίθησή της για τη φυσική εξαχρείωση του ξεπεσμένου ανθρώπου.  Ο Χώθορν μετά αναρωτήθηκε αν η παρακμή της ευημερίας και της εξέχουσας θέσης της οικογένειάς του στη διάρκεια του 18ου αι., ενώ άλλες οικογένειες του Σάλεμ πλούτιζαν από το επικερδές ναυτιλιακό εμπόριο, δεν θα μπορούσε να ‘ναι αντίποινα γι’ αυτή τη πράξη και για το ρόλο του γιου του Γουλιέλμου, Ιωάννη, ως ενός από τους 3 δικαστές στις δίκες μαγείας του Σάλεμ το 1692.



     Ο γιος του Γουίλιαμ, ο προ-προπάππους του Χώθορν, ο Τζον Χάθορν ήταν ένας από τους δικαστές που επέβλεψαν τις δίκες μαγισσών του Σάλεμ. Ο Hawthorne πιθανότατα πρόσθεσε το “w” στο επώνυμό του στα 20 του, λίγο μετά την αποφοίτηση απ’ το κολλέγιο, σε προσπάθεια να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους διαβόητους προγόνους του. Ο πατέρας του ήτανε καπετάνιος που πέθανε το 1808 από κίτρινο πυρετό στο ολλανδικό Σουρινάμ. Ήταν μέλος της Θαλάσσιας Εταιρείας Ανατολικής Ινδίας. Μετά το θάνατό του, η χήρα μετακόμισε με τον νεαρό Ναθαναήλ, τη μεγαλύτερη αδελφή του Ελισάβετ και τη μικρότερη αδελφή τους Λουίζα για να ζήσουν με συγγενείς που ονομάζονταν Μάνινγκς στο Σάλεμ, που ζήσανε 10 έτη. Ο νεαρός χτυπήθηκε στο πόδι ενώ έπαιζε στις 10 Νοεέβρη 1813 κι έμεινε κουτσός κλινήρης έν έτος, αν κι αρκετοί γιατροί δεν μπορούσαν να βρούνε τίποτα κακό.
      Όταν ο πατέρας του Ναθαναήλ -καπετάνιος πλοίου- πέθανε από κίτρινο πυρετό, στη διάρκεια ενός από τα ταξίδια του, άφησε τη νεαρή χήρα χωρίς μέσα για να φροντίσει τα δύο κορίτσια της και τον νεαρό Ναθαναήλ, στα 4. Έτη μετά κοίταξε πίσω στην εποχή του στο Μέιν στοργικά: “Αυτές ήταν ευχάριστες μέρες, γιατί κείνο το μέρος της χώρας ήταν άγριο τότε, με μόνο διάσπαρτα ξέφωτα κι 9/10 απ’ αυτά αρχέγονα δάση“.  Το 1819, στάλθηκε πίσω στο Σάλεμ για το σχολείο και σύντομα παραπονέθηκε για νοσταλγία κι ήταν πολύ μακρυά απ’ τη μητέρα και τις αδελφές του. Διένειμε 7 τεύχη του The Spectator στην οικογένειά του τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη 1820 για διασκέδαση. Η αυτοσχέδια εφημερίδα γράφτηκε με το χέρι και περιλάμβανε δοκίμια, ποιήματα κι ειδήσεις με το εφηβικό χιούμορ του νεαρού συγγραφέα.
     Ο θείος του Hawthorne, Robert Manning, επέμεινε ότι το αγόρι πρέπει να φοιτήσει στο κολλέγιο, παρά τις διαμαρτυρίες του. Με την οικονομική υποστήριξη του θείου, στάλθηκε στο κολλέγιο Bowdoin το 1821, εν μέρει λόγω των οικογενειακών δεσμών στη περιοχή, αλλά και λόγω του σχετικά φθηνού ποσού διδάκτρων. Σπούδασε λογοτεχνία και στο σπίτι με το λεξικογράφο Joseph Emerson Worcester. Πολλά απ’ τα παιδικά ποιήματα κι ιστορίες του αφορούσαν ιστιοπλοΐα και θάλασσα. Ο Hawthorne συναντήθηκε με τον μελλοντικό πρόεδρο Franklin Pierce στο δρόμο προς το Bowdoin, στη στάση στο Πόρτλαντ κι οι 2 γίνανε φίλοι. Στο σχολείο, συναντήθηκε επίσης με τον μελλοντικό ποιητή Henry Wadsworth Longfellow, τον μελλοντικό βουλευτή Jonathan Cilley και τον μελλοντικό ναυτικό μεταρρυθμιστή Horatio Bridge. Αποφοίτησε με τη τάξη του 1825 κι αργότερα περιέγραψε την εμπειρία του κολλεγίου στον Richard Henry Stoddard:

  “Εκπαιδεύτηκα στο Bowdoin College. Ήμουν αργόσχολος φοιτητής, αμελής των κανόνων του κολλεγίου και των προκρούστειων λεπτομερειών της ακαδημαϊκής ζωής, προτιμώντας να καλλιεργήσω τις δικές μου φαντασιώσεις παρά να σκάψω στις ελληνικές ρίζες και να συγκαταλεγχθώ στους μορφωμένους Θηβαίους“.


                                      Το Πατρικό του

     Το 1ο δημοσιευμένο έργο του, Fanshawe: A Tale, βασισμένο στις εμπειρίες του στο Bowdoin College, εμφανίστηκε ανώνυμα Οκτώβρη του 1828, τυπωμένο μ’ έξοδα του ίδιου ύψους 100 δολαρίων. Αν κι έλαβε γενικά θετικές κριτικές, δεν πούλησε καλά. Δημοσίευσε αρκετά δευτερεύοντα κομμάτια στην εφημερίδα Salem Gazette. Το 1836, Έγινε συντάκτης του American Magazine of Useful and Entertaining Knowledge. Κείνη την εποχή, διέμεινε με τον ποιητή Thomas Green Fessenden στην οδό Hancock στο Beacon Hill, Βοστώνη. Του προσφέρθηκε διορισμός ως ζυγιστής και μετρητής στο τελωνείο της Βοστώνης με μισθό 1.500 δολαρίων ετησίως, που δέχτηκε στις 17 Γενάρη 1839. Στη διάρκεια του έτους εκεί, νοίκιασε δωμάτιο απ’ τον George Stillman Hillard, επιχειρηματικό συνεργάτη του Charles Sumner. Έμεινε σε αφάνεια αυτού που ονόμασε φωλιά κουκουβάγιας στο σπίτι της οικογένειας. Καθώς κοίταζε πίσω σ’ αυτή τη περίοδο της ζωής του, έγραψε: “Δεν έχω ζήσει, αλλά μόνο ονειρεύτηκα να ζήσω“. Έδωσε διηγήματα σε περιοδικά ετήσια, συμπεριλαμβανομένων των Young Goodman Brown και The Minister’s Black Veil, αν και κανένα δε τράβηξε τη προσοχή σ’ αυτόν. Ο Bridge προσφέρθηκε να καλύψει τον κίνδυνο της συλλογής αυτών των ιστοριών την άνοιξη του 1837 στον τόμο Twice-Told Tales, που ‘κανε τον Hawthorne γνωστό σε τοπικό επίπεδο.
     Ενώ ήταν στο Bowdoin, στοιχημάτισε ένα μπουκάλι κρασί της Μαδέρα με τον φίλο του Cilley ότι θα παντρευόταν πριν το κάνει ο Hawthorne. Μέχρι το 1836, είχε κερδίσει το στοίχημα, αλλά δεν παρέμεινε εργένης για όλη του τη ζωή. Είχε φλερτ με τη Mary Silsbee και την Elizabeth Peabody και στη συνέχεια άρχισε να κυνηγά την αδελφή της Peabody, την εικονογράφο και υπερβατική Sophia Peabody. Εντάχθηκε στην υπερβατική ουτοπική κοινότητα στο Brook Farm το 1841, όχι επειδή συμφωνούσε με το πείραμα, αλλά επειδή τον βοήθησε να εξοικονομήσει χρήματα για να παντρευτεί τη Σοφία. Πλήρωσε προκαταβολή 1.000 δολαρία και τέθηκε υπεύθυνος για το φτυάρισμα κοπριάς που αναφέρεται ως το χρυσωρυχείο. Έφυγε κείνο το έτος, αν κι η περιπέτειά του στο Brook Farm έγινε έμπνευση για το μυθιστόρημά του The Blithedale Romance. Παντρεύτηκε τη Sophia στις 9 Ιουλίου 1842, σε τελετή στο σαλόνι της στη West Street στη Βοστώνη. Το ζευγάρι μετακόμισε στο The Old Manse στο Concord της Μασαχουσέτης, όπου ζήσανε για 3 έτη. Ο γείτονάς του Ralph Waldo Emerson τονε προσκάλεσε στον κοινωνικό του κύκλο, αλλ’ ήταν σχεδόν παθολογικά ντροπαλός και παρέμεινε σιωπηλός σ’ αυτό. Στο Old Manse, έγραψε τις περισσότερες απ’ τις ιστορίες που συλλέχθηκαν στο Mosses from an Old Manse.



     Όπως ο Χώθορν, η Σοφία ήταν απομονωμένο άτομο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης ζωής της, είχε συχνές ημικρανίες κι υποβλήθηκε σε αρκετές πειραματικές ιατρικές θεραπείες. Ήταν ως επί το πλείστον κλινήρης μέχρι που η αδελφή της την έστειλε στο Hawthorne, μετά οι πονοκέφαλοί της φαίνεται να έχουν μειωθεί. Οι Hawthornes απολάμβαναν μακρύ κι ευτυχισμένο γάμο. Αναφέρθηκε σε αυτήν ως το περιστέρι του κι έγραψε ότι “είναι, με τη στενή έννοια, η μοναδική μου σύντροφος. Και δεν χρειάζομαι άλλη -δεν υπάρχει κενό στο μυαλό μου, όπως δεν υπάρχει και στη καρδιά μου… Δόξα τω Θεώ που αρκώ για την απεριόριστη καρδιά της!” Η Σοφία θαύμαζε πολύ το έργο του συζύγου της. Έγραψε σε ένα από τα ημερολόγιά της:

   “Είμαι πάντα τόσο θαμπωμένη και μπερδεμένη με τον πλούτο, το βάθος, τα κοσμήματα ομορφιάς στα έργα του που ανυπομονώ πάντα για μια 2η ανάγνωση όπου μπορώ να συλλογιστώ και ν’ απολάβω πλήρως τον θαυμαστό πλούτο των σκέψεών του“.

     Ο ποιητής Ellery Channing ήρθε στο Old Manse για βοήθεια στη 1η επέτειο του γάμου των. Μια ντόπια έφηβη ονόματι Martha Hunt είχε πνιγεί στο ποτάμι κι η βάρκα του Hawthorne, Pond Lily, χρειάστηκε για να βρει το σώμα της. Ο Hawthorne βοήθησε στην ανάκτηση του πτώματος, που το περιέγραψε ως “θέαμα τόσο τέλειου τρόμου … Ήταν η ίδια η εικόνα της αγωνίας του θανάτου”. Το περιστατικό αργότερα ενέπνευσε μια σκηνή στο μυθιστόρημά του The Blithedale Romance.
     Οι Hawthornes είχανε 3 παιδιά. Η 1η τους ήτανε κόρη, Una, γεννημένη στις 3 Μάρτη 1844. Το όνομά της ήταν αναφορά στο The Faerie Queene, στη δυσαρέσκεια των μελών της οικογένειας. Ο Hawthorne έγραψε σε έναν φίλο, “Το βρίσκω ένα πολύ νηφάλιο και σοβαρό είδος ευτυχίας που πηγάζει από τη γέννηση ενός παιδιού “… Δεν υπάρχει πλέον διαφυγή. Έχω δουλειά στη γη τώρα και πρέπει να ψάξω γύρω μου για τα μέσα για να το κάνω“. Οκτώβρη του 1845, οι Hawthornes μετακόμισαν στο Σάλεμ. Το 1846, γεννήθηκε ο γιος τους Julian. Ο Χώθορν έγραψε στην αδελφή του Λουίζα στις 22 Ιουνίου 1846: “Ένας μικρός τρωγλοδύτης εμφανίστηκε εδώ στις 6 .10πμ σήμερα πρωί, που ισχυρίστηκε πως ήταν ανηψιός σου“. Η κόρη Ρόουζ γεννήθηκε τον Μάη του 1851 κι ο Χώθορν την αποκάλεσε το “φθινοπωρινό λουλούδι” του. Τον Απρίλη του 1846, διορίστηκε επίσημα Επιθεωρητής για τη Περιφέρεια του Σάλεμ και του Μπέβερλι κι Επιθεωρητής των Εσόδων για το Λιμάνι του Σάλεμ μ’ ετήσιο μισθό 1.200 δολαρία. Είχε δυσκολία να γράψει στη διάρκεια αυτής της περιόδου αυτής, όπως παραδέχτηκε στο Longfellow:

   “Προσπαθώ να συνεχίσω το στυλό μου… Κάθε φορά που κάθομαι μόνος ή περπατώ μόνος, πιάνω τον εαυτό μου να ονειρεύεται ιστορίες, όπως παλιά. αλλά αυτά τα πρωινά στο Τελωνείο αναιρούν όλα όσα έχουνε κάνει τ’ απογεύματα και τα βράδια. Θα ήμουνα πιο ευτυχισμένος αν μπορούσα να γράψω“.


                               Η συζυγός του Σοφία Πήμποντυ

     Αυτή η απασχόληση, όπως κι ο προηγούμενος διορισμός του στο τελωνείο της Βοστώνης, ήταν ευάλωτη στη πολιτική του συστήματος των λαφύρων. Ο Hawthorne ήταν Δημοκρατικός κι έχασε τη δουλειά λόγω της αλλαγής διοίκησης στην Ουάσιγκτον μετά τις προεδρικές εκλογές του 1848. Έγραψε επιστολή διαμαρτυρίας στη Boston Daily Advertiser, που δέχθηκε επίθεση από τους Ουίγους κι υποστηρίχθηκε από τους Δημοκρατικούς, καθιστώντας την απόλυση του Hawthorne ένα πολυσυζητημένο γεγονός στη Νέα Αγγλία. Επηρεάστηκε βαθιά από το θάνατο της μητέρας του στα τέλη Ιουλίου, αποκαλώντας τη “τη πιο σκοτεινή ώρα που ‘ζησα ποτέ“. Διορίστηκε αντεπιστέλλων γραμματέας του Λυκείου Σάλεμ το 1848. Οι καλεσμένοι που ‘ρθαν να μιλήσουν εκείνη τη σεζόν ήταν οι: EmersonThoreauLouis Agassiz και Theodore Parker.
     Ο Χώθορν επέστρεψε στη συγγραφή και δημοσίευσε το The Scarlet Letter στα μέσα Μάρτη 1850, συμπεριλαμβανομένου ενός προλόγου που αναφέρεται στη 3ετή θητεία του στο Τελωνείο και κάνει αρκετές αναφορές σε τοπικούς πολιτικούς -που δεν εκτίμησαν τη μεταχείρισή τους.Ήταν από τα 1α βιβλία μαζικής παραγωγής στιις ΗΠΑ, πουλώντας 2.500 τόμους σε 10 μέρες(!)  και κερδίζοντας $ 1.500 σε διάστημα 14 ετών. Το βιβλίο έγινε πειρατικό από βιβλιοπώλες στο Λονδίνο και μπεστ-σέλερ στις ΗΠΑ. Ξεκίνησε τη πιο προσοδοφόρα περίοδο του ως συγγραφέας. Ο φίλος του, Έντουιν Πέρσι Γουίπλ, αντιτάχθηκε στη νοσηρή ένταση του μυθιστορήματος και τις πυκνές ψυχολογικές του λεπτομέρειες, γράφοντας ότι το βιβλίο “είναι επομένως ικανό να γίνει, όπως ο Χώθορν, πολύ οδυνηρά ανατομικό στην έκθεσή του“, ενώ ο συγγραφέας του 20ού αι. Ντ. Χ. Λώρενς είπε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο τέλειο έργο της αμερικανικής φαντασίας από αυτό.
     Οι Hawthornes μετακoμίσανε σε μικρή κατοικία κοντά στο Lenox της Μασαχουσέτης, τέλη Μάρτη του 1850. Έγινε φίλος με το Herman Melville ξεκινώντας στις 5 Αυγούστου 1850, όταν οι συγγραφείς συναντήθηκαν σε πικνίκ που φιλοξένησε ένας κοινός φίλος. Ο Μέλβιλ είχε μόλις διαβάσει τη συλλογή διηγημάτων του Χώθορν Mosses from an Old Manse κι η ανυπόγραφη κριτική του για τη συλλογή τυπώθηκε στο The Literary World στις 17 και 24 Αυγούστου με τίτλο Hawthorne & His Mosses. Ο Μέλβιλ έγραψε ότι αυτές οι ιστορίες αποκάλυψαν μια σκοτεινή πλευρά του, “τυλιγμένη σε μαυρίλα, δέκα φορές μαύρη“. Συνέθετε το μυθιστόρημά του Moby Dick κείνη την εποχή και του αφιέρωσε το έργο το 1851: “Σε ένδειξη του θαυμασμού μου για την ιδιοφυΐα του, αυτό το βιβλίο είναι χαραγμένο στον Nathaniel Hawthorne“.



     Ο χρόνος του στο Berkshires ήτανε πολύ παραγωγικός. Ενώ ήταν εκεί, έγραψε το The House of the Seven Gables (1851), που ο ποιητής και κριτικός James Russell Lowell είπε ότι ήτανε καλύτερο απ’ το Άλικο Γράμμα αποκάλεσε “τη πιο πολύτιμη συμβολή στην ιστορία της Νέας Αγγλίας που έχει γίνει“. Έγραψε επίσης το The Blithedale Romance (1852), το μοναδικό του έργο γραμμένο σε 1ο πρόσωπο. Δημοσίευσε επίσης το A Wonder-Book for Girls and Boys το 1851, μια συλλογή διηγημάτων που επαναλαμβάνουν μύθους που σκεφτόταν να γράψει από το 1846.  Παρ’ όλ’ αυτά, ο ποιητής Ellery Channing ανέφερε ότι  “έχει υποφέρει πολύ ζώντας σε αυτό το μέρος“. Η οικογένεια απολάμβανε το τοπίο των Berkshires, αν κι ο Hawthorne δεν απολάμβανε τους χειμώνες στο μικρό σπίτι τους. Φύγανε στις 21 Νοέμβρη 1851. Ο δε Hawthorne σημείωνε, “Είμαι άρρωστος μέχρι θανάτου στο Berkshire… Ένιωθα νωθρός κι αποθαρρυμένος, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής μου“.
   Το Μάη του 1852, επέστρεψαν στο Concord όπου έζησαν μέχρι τον Ιούλιο του 1853. Το Φλεβάρη, αγόρασαν το The Hillside, σπίτι που κατοικούνταν προηγουμένως από τον Amos Bronson Alcott και την οικογένειά του και το μετονόμασαν σε The Wayside. Οι γείτονές τους στο Concord ήταν τοι Emerson και Thoreau. Κείνο το έτος, έγραψε το The Life of Franklin Pierce, τη βιογραφία εκστρατείας του φίλου του, που τον απεικόνιζε ως “άνθρωπο ειρηνικών επιδιώξεων“. Ο Οράτιος Μαν είπε: “Αν κάνει τον Πιρς σπουδαίο ή γενναίο άνθρωπο, θα είναι το μεγαλύτερο έργο μυθοπλασίας που έγραψε ποτέ“. Στη βιογραφία, απεικονίζει τον Pierce ως πολιτικό και στρατιώτη που δεν είχε πετύχει μεγάλα κατορθώματα λόγω της ανάγκης του να κάνει λίγο θόρυβο κι έτσι αποσύρθηκε στο παρασκήνιο. Άφησε επίσης έξω τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ του, παρά τις φήμες για τον αλκοολισμό του και τόνισε τη πεποίθηση του Pierce ότι η δουλεία δεν θα μπορούσε να θεραπευτεί με ανθρώπινα τεχνάσματα αλλά, με τη πάροδο του χρόνου, θα εξαφανιστεί σαν όνειρο.



     Με την εκλογή του Πιρς ως Προέδρου το 1853, ανταμείφθηκε με τη θέση του προξένου των ΗΠA στο Λίβερπουλ λίγο μετά τη δημοσίευση του Tanglewood Tales. Ο ρόλος θεωρήθηκε η πιο προσοδοφόρα θέση εξωτερικής υπηρεσίας εκείνη την εποχή, που περιγράφεται από τη σύζυγο του ως 2η σε αξιοπρέπεια στη πρεσβεία στο Λονδίνο. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου αυτός κι η οικογένειά του ζούσανε στο κτήμα Rock Park στο Rock Ferry σ’ έν από τα σπίτια ακριβώς δίπλα στη παραλία Tranmere στην όχθη Wirral του ποταμού Mersey. Έτσι, για να παρευρεθεί στον τόπο εργασίας στο προξενείο στο Λίβερπουλ, ήταν τακτικός επιβάτης στο ατμόπλοιο που λειτουργούσε η υπηρεσία πορθμείων Rock Ferry προς Λίβερπουλ που αναχωρούσε από το Rock Ferry Slipway στο τέλος του Bedford Road. Ο διορισμός του έληξε το 1857 στο τέλος της προεδρίας του Pierce. Η οικογένεια Hawthorne περιόδευσε στη Γαλλία και την Ιταλία μέχρι το 1860. Στη διάρκεια του χρόνου στην Ιταλία, ο πριν ξυρισμένος Hawthorne μεγάλωσε ένα θαμνώδες μουστάκι. Η οικογένεια επέστρεψε στο The Wayside το 1860 και κείνη τη χρονιά είδε τη δημοσίευση του The Marble Faun, του 1ου νέου βιβλίου του σ’ 7 έτη. Παραδέχτηκε πως είχε γεράσει σημαντικά, αναφερόμενος στον εαυτό του ως τσαλακωμένος απ’ το χρόνο και με κόπο.
     Στην αρχή του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, ταξίδεψε με τον William D. Ticknor στην Ουάσιγκτον, DC, όπου συνάντησε τον Αβραάμ Λίνκολν κι άλλες αξιοσημείωτες προσωπικότητες. Έγραψε για τις εμπειρίες του στο δοκίμιο Chiefly About War Matters το 1862. Η κακή υγεία τον εμπόδισε να ολοκληρώσει αρκετά ακόμη ρομαντικά μυθιστορήματα. Υπέφερε από πόνο στο στομάχι κι επέμενε σε ταξίδι ανάρρωσης με το φίλο του Franklin Pierce, αν κι ο γείτονάς του Bronson Alcott ανησυχούσε πως ήτανε πολύ άρρωστος. Ενώ βρισκότανε σε περιοδεία στα Λευκά Όρη, πέθανε στον ύπνο του στις 19 Μάη 1864, στο Πλίμουθ του Νιου Χάμσαϊρ. Ο Πιρς έστειλε τηλεγράφημα στην Ελίζαμπεθ Πήμποντυ ζητώντας της να ενημερώσει προσωπικά τη κυρία Χώθορν. Η κυρία Χώθορν ήταν πολύ λυπημένη από τα νέα για να χειριστεί η ίδια τις ρυθμίσεις της κηδείας. Ο γιος του Julian, πρωτοετής φοιτητής στο Harvard College, έμαθε το θάνατο του πατέρα του την επόμενη μέρα. συμπτωματικά, μυήθηκε στην αδελφότητα ΔΚΈ την ίδια μέρα με δεμένα μάτια με τοποθέτηση σε φέρετρο. Ο Longfellow έγραψε ποίημα-αφιέρωμα στον Hawthorne που δημοσιεύθηκε το 1866 με τίτλο The Bells of Lynn. Ο Hawthorne θάφτηκε σ’ αυτό που είναι τώρα γνωστό ως Authors’ Ridge στο νεκροταφείο Sleepy Hollow, Concord, Μασαχουσέτη. Οι Pallbearers περιελάμβαναν τους Longfellow, Emerson, Alcott, Oliver Wendell Holmes Sr., James T. Fields και Edwin Percy Whipple. Ο Έμερσον έγραψε για τη κηδεία: “Νόμιζα πως υπήρχε τραγικό στοιχείο στο γεγονός, που θα μπορούσε να αποδοθεί πληρέστερα -στην οδυνηρή μοναξιά του ανθρώπου, που, υποθέτω, δεν μπορούσε πλέον να υπομείνει, και πέθανε απ’ αυτό“.  Η σύζυγός του Σοφία κι η κόρη του Ούνα θάφτηκαν αρχικά στην Αγγλία. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2006, ενταφιάσθηκαν ξανά σε τάφους δίπλα στο Hawthorne.
     Ο Hawthorne είχε ιδιαίτερα στενή σχέση με τους εκδότες του William Ticknor και James T. Fields. Είπε κάποτε στον Φιλντς: “Νοιάζομαι πιότερο για τη καλή σου γνώμη παρά για κείνες σειράς κριτικών“. Στη πραγματικότητα, ήταν ο Fields που έπεισε τον Hawthorne να μετατρέψει το The Scarlet Letter σε μυθιστόρημα κι όχι σε διήγημα. Ο Ticknor χειρίστηκε πολλά από τα προσωπικά θέματα του Hawthorne, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς πούρων, της επίβλεψης οικονομικών λογαριασμών, ακόμη και της αγοράς ρούχων. Ο Ticknor πέθανε με τον Hawthorne στο πλευρό του στη Φιλαδέλφεια το 1864. Σύμφωνα με φίλο, ο Hawthorne έμεινε προφανώς ζαλισμένος.


                                          The Wayside

     Τα έργα του ανήκουνε στο ρομαντισμό ή, πιο συγκεκριμένα, στον σκοτεινό ρομαντισμό, προειδοποιητικές ιστορίες που υποδηλώνουν ότι η ενοχή, η αμαρτία και το κακό είναι οι πιο εγγενείς φυσικές ιδιότητες της ανθρωπότητας. Πολλά από τα έργα του είναι εμπνευσμένα από τη πουριτανική Νέα Αγγλία, συνδυάζοντας ιστορικό ρομαντισμό φορτωμένο συμβολισμούς και βαθιά ψυχολογικά θέματα, στα όρια του σουρρεαλισμού. Οι απεικονίσεις του παρελθόντος είναι εκδοχή της ιστορικής μυθοπλασίας που χρησιμοποιείται μόνον ως όχημα για να εκφράσει κοινά θέματα προπατορικού αμαρτήματος, ενοχής και τιμωρίας. Τα μεταγενέστερα γραπτά του αντικατοπτρίζουν επίσης την αρνητική άποψη για το κίνημα του Υπερβατισμού. Ο Hawthorne ήτανε κυρίως συγγραφέας διηγημάτων στην αρχή της καρριέρας του. Μετά τη δημοσίευση του Twice-Told Tales, ωστόσο, περίμενε μικρή ανταπόκριση από το κοινό. Τα 4 μεγάλα ειδύλλιά του γράφτηκαν μεταξύ 1850-60: The Scarlet Letter (1850), The House of the Seven Gables (1851), The Blithedale Romance (1852) και The Marble Faun (1860). Έν άλλο μυθιστόρημα ειδύλλιο, το Fanshawe, δημοσιεύθηκε ανώνυμα το 1828. Ο Hawthorne όρισε ένα ειδύλλιο ως ριζικά διαφορετικό από ‘να μυθιστόρημα επειδή δεν ασχολείται με τη πιθανή πορεία της συνηθισμένης εμπειρίας. Στον πρόλογο του The House of the Seven Gables, περιγράφει τη ρομαντική γραφή του ως χρησιμοποιώντας “ατμοσφαιρικό μέσο για να αναδείξει ή να μαλακώσει τα φώτα και να εμβαθύνει και να εμπλουτίσει τις σκιές της εικόνας“. Η εικόνα, βρήκε ο Ντάνιελ Χόφμαν, ήταν από τις “πρωτόγονες ενέργειες της γονιμότητας και της δημιουργίας“.
     Οι κριτικοί έχουν εφαρμόσει φεμινιστικές προοπτικές και ιστορικιστικές προσεγγίσεις στις απεικονίσεις των γυναικών από τον Hawthorne. Οι φεμινίστριες μελετήτριες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την Hester Prynne: αναγνωρίζουν ότι ενώ η ίδια δεν θα μπορούσε να είναι η προορισμένη προφήτις του μέλλοντος, ο άγγελος κι απόστολος της επερχόμενης αποκάλυψης πρέπει ωστόσο να είναι γυναίκα. Η Camille Paglia είδε τη Hester ως μυστικιστική, περιπλανώμενη θεά που εξακολουθεί να φέρει το σημάδι της ασιατικής καταγωγής της … κινείται γαλήνια στον μαγικό κύκλο της σεξουαλικής της φύσης”. Η Lauren Berlant ονόμασε την Hester τον πολίτη ως γυναίκα-προσωποποίηση της αγάπης, ποιότητα του σώματος που περιέχει το καθαρότερο φως της φύσης, τη προκύπτουσα προδοτική πολιτική θεωρία μια γυναικεία συμβολική κυριολεξία μάταιων πουριτανικών μεταφορών. Οι ιστορικιστές βλέπουνε τη Hester ως πρωτοφεμινίστρια κι avatar της αυτοδυναμίας και της ευθύνης που οδήγησε στο δικαίωμα ψήφου των γυναικών και την αναπαραγωγική χειραφέτηση.
     Ο Anthony Splendora βρήκε τη λογοτεχνική γενεαλογία της ανάμεσα σ’ άλλες αρχετυπικά ξεπεσμένες αλλά λυτρωμένες γυναίκες, τόσον ιστορικές όσο και μυθικές. Ως παραδείγματα, προσφέρει τη Ψυχή του αρχαίου μύθου. Η τραγωδία της Ελοΐζ της Γαλλίας του 12ου αι. με τον παγκοσμίου φήμης φιλόσοφο Πέτρο Αβελάρδο, η Anne Hutchinson (1η αιρετική της Αμερικής, γύρω στο 1636), κι η οικογενειακή φίλη του Hawthorne, Margaret Fuller επίσης. Στη 1η εμφάνιση της Hester, ο Hawthorne τη παρομοιάζει με τη Μαρία, τη “βρέφος στην αγκαλιά της”, με τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού, “την εικόνα της Θείας Μητρότητας”. Στη μελέτη της για τη βικτωριανή λογοτεχνία, που κατέχουν εξέχουσα θέση τέτοιοι “γαλβανικοί απόβλητοι” όπως η Hester, η Nina Auerbach έφτασε στο σημείο να ονομάσει την πτώση του Hester και την επακόλουθη λύτρωση, αδιαμφισβήτητα θρησκευτική δραστηριότητα του μυθιστορήματος. Όσον αφορά τη Hester ως θεότητα φιγούρα, η Meredith A. Powers βρήκε στο χαρακτηρισμό της το παλαιότερο στην αμερικανική μυθοπλασία ότι η αρχετυπική θεά εμφανίζεται αρκετά παραστατικά, σαν μια θεά όχι η σύζυγος του παραδοσιακού γάμου, μόνιμα υποκείμενη σε αρσενικό άρχοντα. Η Πάουερς σημείωσε “τον συγκρητισμό της, την ευελιξία της, την έμφυτη ικανότητά της ν’ αλλάζει κι έτσι ν’ αποφεύγει την ήττα της δευτερεύουσας θέσης σε πολιτισμό προσανατολισμένο στο στόχο.


                                        Ο Ναθάνιελ το 1848

     Εκτός από τη Hester Prynne, οι γυναίκες-μοντέλα των άλλων μυθιστορημάτων του -από την Ellen Langton του Fanshawe ως τη Zenobia και την Priscilla του The Blithedale Romance, τη Hilda και τη Miriam του The Marble Faun και τη Phoebe και την Hepzibah του The House of the Seven Gables- είναι πιο πλήρως συνειδητοποιημένες από τους αρσενικούς χαρακτήρες του, που απλώς περιστρέφονται γύρω τους. Αυτή η παρατήρηση ισχύει εξίσου και για τα διηγήματά του, που οι κεντρικές γυναίκες χρησιμεύουν ως αλληγορικές φιγούρες: η όμορφη αλλά μεταβαλλόμενη για τη ζωή κόρη του Rappaccini, δεμένη στον κήπο, σχεδόν τέλεια Γεωργιάννα του The Birth-Mark, η αμαρτωλή (εγκαταλελειμμένη) Ester του Ethan Brand κι η καλή σύζυγος Φέιθ Μπράουν, ακρογωνιαίος λίθος της ίδιας της πίστης του νεαρού Γκούντμαν Μπράουν στον Θεό. “Η πίστη μου χάθηκε!” Ο Μπράουν αναφωνεί απελπισμένος όταν βλέπει τη γυναίκα του στο Σάββατο των Μαγισσών. Ίσως η πιο σαρωτική δήλωση της ώθησης του Hawthorne προέρχεται από τον Mark Van Doren: “Κάπου, αν όχι στη Νέα Αγγλία της εποχής του, ο Hawthorne ανακάλυψε την εικόνα μιας θεάς υπέρτατης σε δύναμη κι ομορφιά“. Ο Hawthorne έγραψε επίσης nonfiction. Το 2008, η Βιβλιοθήκη της Αμερικής επέλεξε το έργο του A show of wax-figures για να συμπεριληφθεί στην αναδρομική έκθεση των 2 αιώνων του American True Crime.
     Τα γραπτά του τύχανε καλής υποδοχής εκείνη την εποχή. Η σύγχρονη απάντηση επαίνεσε τον συναισθηματισμό και την ηθική του καθαρότητα, ενώ οι πιο σύγχρονες αξιολογήσεις επικεντρώνονται στη σκοτεινή ψυχολογική πολυπλοκότητα. Ο Herman Melville έγραψε παθιασμένη κριτική για το Mosses from an Old Manse, με τίτλο Hawthorne & His Mosses, υποστηρίζοντας ότι “είναι ένας από τη νέα και πολύ καλύτερη γενιά των συγγραφέων σας“. Περιγράφει συγγένεια για τον Χώθορν που θα αυξανόταν: “Αισθάνομαι ότι αυτός ο Χώθορν έχει ρίξει βλαστικούς σπόρους στην ψυχή μου. Επεκτείνεται και βαθαίνει, όσο περισσότερο τον συλλογίζομαι. και περαιτέρω, και περαιτέρω, πυροβολεί τις ισχυρές ρίζες του στη Νέα Αγγλία στο καυτό χώμα της νότιας ψυχής μου“. Ο Poe έγραψε σημαντικές κριτικές τόσο για το Twice-Told Tales όσο και για το Mosses from an Old Manse. Η εκτίμηση του βασίστηκε εν μέρει στη περιφρόνησή του για την αλληγορία, τις ηθικές ιστορίες και τις χρόνιες κατηγορίες του για λογοκλοπή και παραδέχτηκε:

   “Το στυλ του Hawthorne είναι η ίδια η αγνότητα. Ο τόνος του είναι μοναδικά αποτελεσματικός -άγριος, παραπονεμένος, στοχαστικός και σε πλήρη συμφωνία με τα θέματά του… Τον βλέπουμε ως έναν απ’ τους λίγους ανθρώπους αδιαμφισβήτητης ιδιοφυΐας που η χώρα μας έχει γεννήσει μέχρι στιγμής“.

     Το περιοδικό του John Neal The Yankee δημοσίευσε τον 1ο ουσιαστικό δημόσιο έπαινο του Hawthorne, λέγοντας το 1828 πως ο συγγραφέας του Fanshawe έχει δίκαιη προοπτική μελλοντικής επιτυχίας.  Ο Ralph Waldo Emerson έγραψε, “Η φήμη του Nathaniel Hawthorne ως συγγραφέα είναι ένα πολύ ευχάριστο γεγονός, επειδή το γράψιμό του δεν είναι καλό για τίποτα κι αυτό είναι φόρος τιμής στον άνθρωπο“. Ο Henry James επαίνεσε τον Hawthorne, λέγοντας, “Το ωραίο πράγμα στον Hawthorne είναι ότι νοιαζότανε για τη βαθύτερη ψυχολογία κι ότι με τον τρόπο του, προσπάθησε να εξοικειωθεί μ’ αυτήν“. Ο ποιητής John Greenleaf Whittier έγραψε ότι θαύμαζε τη παράξενη και λεπτή ομορφιά στις ιστορίες του. Ο Evert Augustus Duyckinck είπε: “Από τους Αμερικανούς συγγραφείς που προορίζονται να ζήσουν, είναι ο πιο πρωτότυπος, αυτός που είναι λιγότερο χρεωμένος σε ξένα μοντέλα ή λογοτεχνικά προηγούμενα οποιουδήποτε είδους“. Ξεκινώντας από τη 10ετία του 1950, οι κριτικοί έχουν επικεντρωθεί στον συμβολισμό και τον διδακτισμό.
     Ο κριτικός Harold Bloom έγραψε ότι μόνον ο James κι ο Faulkner αμφισβητούν τη θέση του Hawthorne ως του μεγαλύτερου Αμερικανού μυθιστοριογράφου, αν και παραδέχτηκε ότι ευνοούσε τον James ως τον μεγαλύτερο Αμερικανό μυθιστοριογράφο. Ο Μπλουμ είδε τα σπουδαιότερα έργα του να είναι κυρίως το The Scarlet Letter, ακολουθούμενο από το The Marble Faun κι ορισμένα διηγήματα, συμπεριλαμβανομένων των My Kinsman Major MolineuxYoung Goodman BrownWakefield και Feathertop. Σύμφωνα με την μελετήτριά του Rita K. Gollin, η οριστική έκδοση των έργων του είναι η Centenary Edition of the Works of Nathaniel Hawthorne, που εκδόθηκε από The Ohio State University Press σ’ 23 τόμους μεταξύ 1962 και 1997. Tales & Sketches (1982) ήταν ο 2ος τόμος που δημοσιεύθηκε στη Βιβλιοθήκη της Αμερικής και Collected Novels (1983) ο δέκατος.
     Η υψηλή θέση του μεταξύ των Αμερικανών συγγραφέων μυθοπλασίας είναι αποτέλεσμα 3 εκτιμήσεων: 1η, ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης μ’ εντυπωσιακή καλλιτεχνική αίσθηση της μορφής. Η δομή του The Scarlet Letter, για παράδειγμα, είναι τόσο στενά ενσωματωμένη που κανένα κεφάλαιο, καμμία παράγραφος, ακόμη κι αυτή, δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί χωρίς να ασκηθεί βία στο σύνολο. Οι 4 χαρακτήρες του βιβλίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους στον μπερδεμένο ιστό μιας κατάστασης ζωής που μοιάζει να μην έχει λύση και η σφιχτά υφασμένη πλοκή έχει μια ενότητα δράσης που ανεβαίνει αργά αλλά αδυσώπητα στην κορυφαία σκηνή της δημόσιας εξομολόγησης του Dimmesdale. Η ίδια σφιχτή κατασκευή βρίσκεται και στα άλλα γραπτά του Hawthorne, ειδικά στα μικρότερα κομμάτια ή “ιστορίες”. Ο Hawthorne ήταν επίσης ο δάσκαλος ενός κλασικού λογοτεχνικού στυλ που είναι αξιοσημείωτο για την αμεσότητα, τη σαφήνεια, τη σταθερότητα και τη σιγουριά του ιδιώματος.


           Τα παιδιά του Ούνα, Τζούλιαν και Ρόουζ 1862

     2η, για το μεγαλείο του Hawthorne είναι η ηθική του διορατικότητα. Κληρονόμησε πουριτανική παράδοση της ηθικής σοβαρότητας κι ασχολήθηκε βαθιά με τις έννοιες του προπατορικού αμαρτήματος και της ενοχής και τους ισχυρισμούς του νόμου και της συνείδησης. Ο Hawthorne απέρριψε αυτό που έβλεπε ως διαφανή αισιοδοξία των Υπερβατικών για τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης. Αντίθετα, κοίταξε πιο βαθιά και ίσως πιο ειλικρινά τη ζωή, βρίσκοντας σε αυτήν πολλά βάσανα και συγκρούσεις, αλλά και βρίσκοντας τη λυτρωτική δύναμη της αγάπης. Δεν υπάρχει ρομαντική διαφυγή στα έργα του, αλλά μάλλον μια σταθερή και αποφασιστική εξέταση των ψυχολογικών και ηθικών γεγονότων της ανθρώπινης κατάστασης.
     3η για την υπεροχή του, είναι η κυριαρχία του στην αλληγορία και τον συμβολισμό. Οι πράξεις και τα διλήμματα των φανταστικών χαρακτήρων του εκφράζουν προφανώς μεγαλύτερες γενικεύσεις σχετικά με τα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά με τον Hawthorne αυτό δεν οδηγεί σε μη πειστικές φιγούρες από επικόλληση με επεξηγηματικές ετικέτες, αλλά σε μια ζοφερή, συμπυκνωμένη συναισθηματική εμπλοκή με τους χαρακτήρες του που έχει τη δύναμη, τη βαρύτητα και το αναπόφευκτο της αληθινής τραγωδίας. Η χρήση του συμβολισμού του στο The Scarlet Letter είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική και το ίδιο το κόκκινο γράμμα παίρνει μια ευρύτερη σημασία και εφαρμογή που είναι εντελώς δυσανάλογη με τον κυριολεκτικό χαρακτήρα του ως θραύσμα υφάσματος.
     Το έργο του εγκαινίασε τη πιο ανθεκτική παράδοση στην αμερικανική μυθοπλασία, αυτή του συμβολικού ρομαντισμού που αναλαμβάνει την καθολικότητα της ενοχής και διερευνά την πολυπλοκότητα και τις ασάφειες των επιλογών του ανθρώπου. Τα σπουδαιότερα διηγήματά του και το The Scarlet Letter χαρακτηρίζονται από ένα βάθος ψυχολογικής και ηθικής διορατικότητας που σπάνια συγκρίνεται με οποιονδήποτε Αμερικανό συγγραφέα.
     Το Twice-Told Tales, συλλογή διηγημάτων του, που εκδόθηκε το 1837 κι αναθεωρήθηκε κι επεκτάθηκε το 1842. Η έκδοση του 1837 αποτελούνταν από 18 ιστορίες. Η διεύρυνση του 1842 έφερε το σύνολο σε 39.Ιστορίες όπως “The Gray Champion”, “The May-Pole of Marymount”, “The Gentle Boy” και “Endicott and the Red Cross” αντικατοπτρίζουν την ηθική διορατικότητα του Hawthorne και το δια βίου ενδιαφέρον του για την ιστορία της πουριτανικής Νέας Αγγλίας. Μεταξύ άλλων ιστοριών είναι το αλληγορικό “The Ambition Guest”. “The Minister’s Black Veil” και “Wakefield”, ψυχολογικές εξερευνήσεις της αμαρτίας και της ενοχής. “Howe’s Masquerade”, ένας θρύλος φαντασμάτων που διαδραματίζεται στη Βοστώνη λίγο πριν από την Αμερικανική Επανάσταση. και “Το πείραμα του Δρ Χάιντεγκερ”, μια αλληγορική αναζήτηση για την Πηγή της Νεότητας.
     The Celestial Railroad, αλληγορικό διήγημά του που εκδόθηκε το 1843 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων του Mosses from an Old Manse (1846). Ακολουθώντας το μονοπάτι του Christian στο The Pilgrim’s Progress του John Bunyan, ο αφηγητής ταξιδεύει από τη Πόλη της Καταστροφής στην Ουράνια Πόλη -όχι με τα πόδια όπως είχε κάνει ο αρχικός προσκυνητής, αλλά ως επιβάτης στον Ουράνιο Σιδηρόδρομο. Ο κ. Smooth-it-away, ένας φιλικός συνοδοιπόρος, σχολιάζει περιφρονητικά το επίπονο ταξίδι που έπρεπε να κάνουν οι παλιομοδίτες προσκυνητές. Καθ’ οδόν, ο αφηγητής παρατηρεί ότι όλα τα ορόσημα που αναφέρονται στην Ουράνια Πόλη του Μπουνιάν έχουν αλλάξει. Στο τέλος του ταξιδιού, ο κύριος Smooth-it-away αφήνει τους άλλους επιβάτες και αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα αναπνέοντας φωτιά και θειάφι. Ο αφηγητής ξυπνά και συνειδητοποιεί, με μεγάλη ανακούφιση, ότι όλα ήταν ένα όνειρο.



     The House of the Seven Gables, ειδύλλιο του Nathaniel Hawthorne, που δημοσιεύθηκε το 1851. Το έργο, που διαδραματίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης, είναι μια ζοφερή μελέτη της κληρονομικής αμαρτίας, βασισμένη στο μύθο μιας κατάρας που απαγγέλθηκε στην ίδια την οικογένεια του Χώθορν από μια γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο κατά τη διάρκεια των διαβόητων δικών μαγισσών του Σάλεμ. Η απληστία και η αλαζονεία της οικογένειας Pyncheon του μυθιστορήματος από γενιά σε γενιά αντικατοπτρίζονται στη ζοφερή παρακμή της επτάπτυχης έπαυλής τους, στην οποία ζουν οι εξασθενημένες και φτωχές σχέσεις της οικογένειας. Στο τέλος του, ο απόγονος μιας οικογένειας που έχει εξαπατηθεί εδώ και πολύ καιρό από τους Pyncheons αίρει τη κατάρα των προγόνων του στην έπαυλη και παντρεύεται μια νεαρή ανιψιά της οικογένειας. Η Hester Prynne, φανταστικός χαρακτήρας, η πολύπαθη εξευγενισμένη πρωταγωνίσρια του The Scarlet Letter (1850) . The Blithedale Romance, μικρό μυθιστόρημά του, που δημοσιεύθηκε το 1852. Αφορά μια ομάδα ανθρώπων που ζούνε σε μια πειραματική κοινότητα, βασίστηκε εν μέρει στην απογοήτευση του Hawthorne με την ουτοπική κοινότητα Brook Farm κοντά στη Βοστώνη τη 10ετία του 1840.
     Σε σκίτσα, ιστορίες κι ειδύλλια που δημοσιευθήκανε στο 2/3ο του 19ου αι., επέλεξε κυρίως αμερικανικά υλικά, αντλώντας ιδιαίτερα από την ιστορία της αποικιακής Νέας Αγγλίας και του Salem την εποχή των 1ων Αμερικανών προγόνων του. Κληρονόμος της πουριτανικής παράδοσης και σ’ εγρήγορση για την υπερβατική σκέψη που κυριαρχούσε στη περιοχή και την εποχή του, υπέβαλε σκεπτικιστικό κι αμφισβητητικό έλεγχο στη ψυχολογική κι ηθική διερεύνηση που χαρακτηρίζει τα φανταστικά του έργα. Θεωρώντας την ενοχή -πραγματική ή φανταστική, αποκαλυφθείσα ή κρυμμένη -σα καθολική ανθρώπινη εμπειρία, εντόπισε στους χαρακτήρες, τους τύπους και τις επιπτώσεις της ενοχής. Η σοβαρότητα του λογοτεχνικού του σκοπού, η ανεξαρτησία μυαλού του, η πνευματική και καλλιτεχνική του ακεραιότητα αναγνωρίστηκαν από τον Μέλβιλ κι άλλους συγχρόνους. Τοποθέτησε αριθμό χαρακτήρων και σκηνών μεταξύ των πιο αξιομνημόνευτων στη παγκόσμια λογοτεχνία. Ήτανε δεξιοτέχνης πεζογραφικού ύφους που ‘ναι ατομικό, απλό κι άμεσο, αλλά πλούσιο σε ποικιλία. Τράβηξε ιδιαίτερα η συμβολική του μέθοδος κι η προσοχή του στα σκοτεινά στοιχεία της ανθρώπινης εμπειρίας. Με την άμεση δήλωση και με το παράδειγμα, βοήθησε να οριστεί για την ηλικία του το λογοτεχνικό σκίτσο, το παραμύθι κι η μακρά μυθοπλασία που συνδυάζει ρομαντισμό και ψυχολογικό ρεαλισμό.
     Ο Χώθορν έγραψε επίσης μερικά ποιήματα, κυρίως το The Ocean, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Salem Gazette το 1825, και το Oh Could I Raise the Darken’d Veil, που εμφανίστηκε το 1820 στο Spectator, εβδομαδιαία εφημερίδα που δημιούργησε κι επιμελήθηκε ο ίδιος, ξεκινώντας το καλοκαίρι του ίδιου έτους.
     Το 1986 εισήχθη στη Γωνιά των Αμερικανών Ποιητών, εντασσόμενος στο συμβολικό αμερικανικό πάνθεον των γραμμάτων, μαζί με το Φροστ, τον 1ο ποιητή του 20ού αι. που εισήχθη. Όπως είπε το 1820: “Έχω σχεδόν σταματήσει να γράφω ποίηση […] Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να ναι ποιητής και λογιστής ταυτόχρονα“. Ενώ συνδέθηκε με τους στοχαστές και μοιράστηκε πολλές από τις φιλοσοφίες τους, προτίμησε τη συντροφιά του Franklin Pierce, του παλιού του φίλου στο κολλέγιο, που μετά έγινε ο 14ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Hawthorne πέθανε στις 19 Μάη 1864, στο Plymouth του New Hampshire, ενώ βρισκότανε σε ορεινή περιοδεία με τον Pierce.

 

ΡΗΤΑ:

 *Αν η ενδόμυχη καρδιά του μπορούσε να ανοιχτεί, θα είχε ανακαλυφθεί εκείνο το όνειρο της αθάνατης φήμης, το οποίο, όπως είναι, είναι πιο ισχυρό από χίλιες πραγματικότητες.

 * Στα παλιά χρόνια, οι άποικοι συνήθιζαν να εκπλήσσονται από τις επιδρομές των βόρειων Ινδιάνων, κατεβαίνοντας πάνω τους από αυτόν τον ορεινό προμαχώνα, μέσω κάποιου μολυσμού γνωστού μόνο στους ίδιους. Είναι πράγματι ένα θαυμάσιο μονοπάτι. Ένας δαίμονας, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ή ένας από τους Τιτάνες, ταξίδευε στην κοιλάδα, παραμερίζοντας απρόσεκτα τα ύψη καθώς περνούσε, μέχρι που ένα μεγάλο βουνό πήρε τη θέση του ακριβώς απέναντι από τον δρόμο που προοριζόταν. Δεν μένει για ένα τέτοιο εμπόδιο, αλλά σπρώχνοντάς το, χίλια πόδια από κορυφή σε βάση, αποκαλύπτει τους θησαυρούς των κρυμμένων ορυκτών, τα ανήλιαγα νερά του, όλα τα μυστικά της εσώτατης καρδιάς του βουνού, με ένα ισχυρό σπάσιμο τραχιών γκρεμών σε κάθε πλευρά. Αυτή είναι η εγκοπή των λευκών λόφων. Ντροπή μου, που προσπάθησα να το περιγράψω με μια τόσο κακή εικόνα – νιώθοντας, όπως κάνω, ότι είναι μια από εκείνες τις συμβολικές σκηνές, που οδηγούν το μυαλό στο συναίσθημα, αν και όχι στην αντίληψη, της Παντοδυναμίας.

 * Ας ξεχάσουμε τ’ άλλα ονόματα των Αμερικανών πολιτικών, που ‘χουνε σφραγιστεί σ’ αυτούς τους λόφους, αλλά εξακολουθούν να αποκαλούν τους πιο υψηλούς. Τα βουνά είναι άφθαρτα μνημεία της Γης. Πρέπει να σταθούν όρθια όσο υπομένουν και ποτέ δεν πρέπει ν’ αφιερωθούνε στους απλούς μεγάλους άνδρες της εποχής και της χώρας τους, αλλά μόνο στους ισχυρούς, που η δόξα τους είναι παγκόσμια και που ο χρόνος θα τους καταστήσει επιφανείς.

 * Η ευτυχία σ’ αυτό τον κόσμο, όταν έρχεται, έρχεται παρεμπιπτόντως… Κάθε άτομο έχει ένα μέρος να γεμίσει στον κόσμο κι είναι σημαντικό, από κάποια άποψη, είτε το επιλέξει είτε όχι. Κάντε το αντικείμενο της καταδίωξης και μας οδηγεί σε κυνήγι αγριόχηνας και δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Ακολουθήστε κάποιο άλλο αντικείμενο και πολύ πιθανό να διαπιστώσουμε ότι έχουμε πιάσει την ευτυχία χωρίς να την ονειρευόμαστε.

 * Μερικές φορές συγχαίρουμε τον εαυτό μας τη στιγμή που ξυπνάμε από ένα ταραγμένο όνειρο: μπορεί να είναι έτσι τη στιγμή μετά το θάνατο.
Τι θα έκανε ένας άνθρωπος, αν ήταν αναγκασμένος να ζει πάντα στην αποπνικτική ζέστη της κοινωνίας και δεν μπορούσε ποτέ να λουστεί στη δροσερή μοναξιά;

 * Το σεληνόφως είναι γλυπτική. το φως του ήλιου ζωγραφίζει.

 * Απεχθάνομαι όλα τα αξιώματα -όλα, τουλάχιστον, που κατέχονται με πολιτική θητεία. Και δεν θέλω να έχω καμμία σχέση με τους πολιτικούς. Οι καρδιές τους μαραίνονται και πεθαίνουν από τα σώματά τους. Η συνείδησή τους είναι στραμμένη στο ινδικό καουτσούκ, ή σε κάποια ουσία τόσο μαύρη όσο αυτή και που θα εκτείνεται τόσο πολύ.

 * Δεν μπορώ ν’ αντέξω να σπαταλώ κάτι τόσο πολύτιμο όσο η φθινοπωρινή ηλιοφάνεια μένοντας στο σπίτι.


 * Λέξεις -τόσο αθώες κι ανίσχυρες όσο είναι, όσο στέκονται σε λεξικό, πόσο ισχυρές για το καλό και το κακό γίνονται στα χέρια κάποιου που ξέρει πώς να τις συνδυάσει.

 * Τα χάδια, εκφράσεις του ενός ή του άλλου είδους, είναι απαραίτητα για τη ζωή των συναισθημάτων όπως τα φύλλα είναι για τη ζωή ενός δέντρου. Αν είναι εντελώς συγκρατημένα, η αγάπη θα πεθάνει στις ρίζες.

 * Αν η ανθρωπότητα ήταν όλη διάνοια, θα άλλαζε συνεχώς, έτσι ώστε μια εποχή θα ήταν εντελώς διαφορετική από μια άλλη. Ο μεγάλος συντηρητικός είναι η καρδιά, η οποία παραμένει η ίδια σε όλες τις ηλικίες. έτσι ώστε κοινοτοπίες χιλίων ετών να είναι τόσο αποτελεσματικές όσο ποτέ.

 * Τα νευρικά κι ευερέθιστα άτομα πρέπει να μιλάνε πολύ, για να εκτονώσουνε τον ατμό τους.

 * Αν η ανθρωπότητα ήταν όλη διάνοια, θα άλλαζε συνεχώς, έτσι ώστε μια εποχή θα ήταν εντελώς διαφορετική από μια άλλη. Ο μεγάλος συντηρητικός είναι η καρδιά, η οποία παραμένει η ίδια σε όλες τις ηλικίες. έτσι ώστε κοινοτοπίες χιλίων ετών να είναι τόσο αποτελεσματικές όσο ποτέ.

 * Η αγνότητα μιας γυναίκας αποτελείται, όπως ένα κρεμμύδι, από μια σειρά παλτών. Μπορείτε να απογυμνώσετε τα εξωτερικά χωρίς να κάνετε πολλές αταξίες, ίσως καθόλου. Αλλά συνεχίζετε να απογειώνεστε ο ένας μετά τον άλλο, περιμένοντας να έρθετε στον εσωτερικό πυρήνα, συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της αξίας της ύλης. Αποδεικνύει, ωστόσο, ότι δεν υπάρχει τέτοιος πυρήνας και ότι η αγνότητα διαχέεται σε ολόκληρη τη σειρά των παλτών, μειώνεται με την αφαίρεση του καθενός και εξαφανίζεται με το τελευταίο που υποτίθεται ότι θα σας εισήγαγε στο κρυμμένο μαργαριτάρι.

 * Συμβάλλει σημαντικά στην ηθική και διανοητική υγεία ενός ανθρώπου, για να αποκτήσει συνήθειες συντροφικότητας με άτομα διαφορετικά από τον εαυτό του, που ενδιαφέρονται ελάχιστα για τις επιδιώξεις του και των οποίων τη σφαίρα και τις ικανότητες πρέπει να βγει από τον εαυτό του για να εκτιμήσει.

 * Η τύχη μου έμοιαζε κάπως με κείνη ενός ατόμου που θα ‘πρεπε να ‘χει την ιδέα ν’ αυτοκτονήσει και πέρα απ’ τις ελπίδες του, να συναντήσει τη καλή τύχη να δολοφονηθεί.

 * Η καρδιά μου ήτανε κατοικία αρκετά μεγάλη για πολλούς επισκέπτες, αλλά μοναχική, ψυχρή και χωρίς οικιακή φωτιά. Λαχταρούσα ν’ ανάψω ένα! Δεν φαινόταν τόσο άγριο όνειρο.

 * Η αδικοπραγία μιας γενιάς ζει μες στις διαδοχικές…

 * Ο κόσμος οφείλει όλες τις περαιτέρω παρορμήσεις του σε ανθρώπους που δεν αισθάνονται άνετα. Ο ευτυχισμένος άνθρωπος αναπόφευκτα περιορίζεται μέσα στα αρχαία όρια.

 * Η ζωή αποτελείται από μάρμαρο και λάσπη.

 * Ποιο άλλο μπουντρούμι είναι τόσο σκοτεινό όσο η καρδιά κάποιου! Ποιος δεσμοφύλακας τόσο αδυσώπητος όσο ο εαυτός του!

 * Ο κόσμος οφείλει όλες τις περαιτέρω παρορμήσεις του σε ανθρώπους που δεν αισθάνονται άνετα. Ο ευτυχισμένος άνθρωπος αναπόφευκτα περιορίζεται μέσα στα αρχαία όρια.

 * Απ’ όλα τα γεγονότα που αποτελούνε τη βιογραφία ενός ατόμου, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα -κανένα, σίγουρα, παρόμοιας σημασίας- με το οποίο ο κόσμος συμφιλιώνεται τόσο εύκολα ως προς το θάνατό του.

 * Το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να ‘ναι κανείς ηρωικός είναι η αμφιβολία μήπως δεν πρόκειται ν’ αποδείξει πως είναι ανόητος. Ο πιο αληθινός ηρωισμός είναι ν’ αντιστέκεσαι στην αμφιβολία. Κι η βαθύτερη σοφία να γνωρίζει πότε πρέπει ν’ αντισταθεί και πότε να υπακούσει.

 * Ευχόμουν σοβαρά -όσο εγωιστικό κι αν φαίνεται- η μεταρρύθμιση της κοινωνίας να ‘χε αναβληθεί περίπου μισό αιώνα, ή, εν πάση περιπτώσει, σε τέτοια ημερομηνία που θα ‘πρεπε να θέσει εντελώς εκτός συζήτησης την ανάμειξή μου σ’ αυτήν.


 * Επειδή το πνεύμα είναι ανεκτίμητο, το άψυχο σώμα έχει τόσο μικρή αξία.



ΕΡΓΑ:

Μυθιστορήματα
Fanshawe (1828)
Το κόκκινο γράμμα (1850)
Το σπίτι των επτά αετωμάτων (1851)
Blithedale (1852)
The Marble Faun: Or, The Romance of Monte Beni (1860)
The Dolliver Romance (1863) (ημιτελές)
Septimius Felton; ή, το ελιξίριο της ζωής (ημιτελές, 1872)
Doctor Grimshawe’s Secret: A Romance (ημιτελές, 1882)

Συλλογές διηγημάτων
Ιστορίες που ειπώθηκαν δύο φορές (1837)
Θρύλοι του Επαρχιακού Οίκου (1838–1839)
Καρέκλα του παππού (1840)
Βρύα από ένα παλιό σπίτι (1846)
Ένα βιβλίο θαυμάτων για κορίτσια και αγόρια (1851)
Η εικόνα του χιονιού κι άλλες ιστορίες που ειπώθηκαν δύο φορές (1852)
Tanglewood Tales (1853)
Το ειδύλλιο του Ντόλιβερ κι άλλα (1876)
Το μεγάλο πέτρινο πρόσωπο κι άλλες ιστορίες των Λευκών Ορέων (1889)
Twice-Told Tales (1837; 2η έκδοση, 1841; δίτομο σετ, 1851 Τ 2
Mosses from an Old Manse (1846; 2η έκδοση, 1854) 
Ένα βιβλίο θαυμάτων για κορίτσια και αγόρια (1851)
Έκδοση 1852 (πρόγραμμα μεταγραφής)
The Snow Image (1851) (εξωτερική σάρωση)
Tanglewood Tales (1853)
Little Daffydowndilly, και άλλες ιστορίες (1887)
Tales of the White Hills, και σκίτσα (1889)
Μεμονωμένες ιστορίες
Από το Twice-Told Tales, 1η έκδοση (1837):
“Ο Γκρίζος Πρωταθλητής”
“Κυριακή στο σπίτι”
Η γαμήλια καμπάνα
“Το μαύρο πέπλο του υπουργού”
“Ο Μαΐου-Πόλος του Εύθυμου Όρους”
“Το ευγενικό αγόρι”
“Η καταστροφή του κ. Higginbotham”
“Η περιπλάνηση της μικρής Άννυ”
“Γουέικφιλντ”
“Ένα Rill από την αντλία της πόλης”
“Το Μεγάλο Carbuncle”
“Οι προφητικές εικόνες”
“Ντέιβιντ Κύκνος”
“Αξιοθέατα από ένα καμπαναριό”
“Το κοίλωμα των τριών λόφων”
“Το όραμα της κρήνης”
Φανταχτερό κουτί

Επιλεγμένα διηγήματα
Το κοίλωμα των τριών λόφων (1830)
Η ταφή του Ρότζερ Μάλβιν (1832)
Ο συγγενής μου, ταγματάρχης Molineux (1832)
Νεαρός Γκούντμαν Μπράουν (1835)
Ο γκρίζος πρωταθλητής (1835)
Η λευκή γριά υπηρέτρια (1835)
Γουέικφιλντ (1835)
Ο φιλόδοξος επισκέπτης (1835)
Το μαύρο πέπλο του υπουργού (1836)
Ο άνθρωπος του ανένδοτου (1837)
Ο Μαγικός Πόλος του Εύθυμου Όρους (1837)
Το Μεγάλο Καρμπέκ (1837)
Το πείραμα του Δρ Χάιντεγκερ (1837)
A Virtuoso’s Collection (1842)



Το εκ γενετής σημάδι (1843)
Ο Ουράνιος Σιδηρόδρομος (1843)
Εγωισμός; ή, The Bosom-Serpent (1843)
Ολοκαύτωμα της Γης (1844)
Η κόρη του Rappaccini (1844)
Η αλληλογραφία του Π. (1845)
Ο καλλιτέχνης του ωραίου (1846)
Λατρεία της φωτιάς (1846)
Ίθαν Μπραντ (1850)
Το μεγάλο πέτρινο πρόσωπο (1850)
Feathertop (1852)
Mosses from an Old Manse (1846), όπως συλλέχθηκε από πολυάριθμες εκδόσεις (1891):
Ο γέρος”
“Το σημάδι εκ γενετής
Ένα επιλεγμένο μέρος
Νεαρός Γκούντμαν Μπράουν
Η κόρη του Rappaccini
Κυρία Bullfrog
Λατρεία της φωτιάς
Μπουμπούκια και φωνές πουλιών
Monsieur du Miroir
Η αίθουσα της φαντασίας
Ο Ουράνιος Σιδηρόδρομος
Η πομπή της ζωής
Φτερό
Ο νέος Αδάμ και η Εύα
Εγωισμός; ή, The Bosom-Serpent
Το συμπόσιο των Χριστουγέννων
“ύλινη εικόνα του Drowne
Το Γραφείο Πληροφοριών
Η ταφή του Ρότζερ Μάλβιν
Αλληλογραφία του Π.
Ολοκαύτωμα της Γης
Αποσπάσματα από ένα εγκαταλελειμμένο έργο
Σκίτσα από μνήμης
Ο παλιός έμπορος μήλων
Ο καλλιτέχνης του ωραίου
Η συλλογή ενός βιρτουόζου

Nonfiction
Η ζωή του Franklin Pierce (1852)
Το παλιό μας σπίτι (1863)
Αποσπάσματα από τα αγγλικά σημειωματάρια (1870)
Αποσπάσματα από τα γαλλικά και ιταλικά σημειωματάρια (1871)
Αποσπάσματα από τα αμερικανικά σημειωματάρια (1879)
Twenty Days with Julian &; Little Bunny, a Diary (γράφτηκε το 1851, δημοσιεύθηκε το 1904),
Passages from the American Note-Books ένα απόσπασμα.
Καρέκλα του παππού (1840)
Επιστολή προς τον εκδότη της Λογοτεχνικής Επιθεώρησης (1850)
Κυρίως για πολεμικά θέματα (1863)
Το παλιό μας σπίτι (1863)
Αποσπάσματα από τα γαλλικά και ιταλικά σημειωματάρια του Nathaniel Hawthorne. 2 τόμος, (1871) Τόμος 1: (πρόγραμμα μεταγραφής) Τόμος 2: (σχέδιο μεταγραφής)


Από το A Wonder-Book for Girls and Boys (1851):
“Το κεφάλι της Γοργόνας”
“Το χρυσό άγγιγμα”
“Ο Παράδεισος των Παιδιών”
“Τα Τρία Χρυσά Μήλα”
“Η θαυματουργή στάμνα”
“Η Chimæra”

Από το The Snow Image (1851):
“Η εικόνα του χιονιού: Ένα παιδικό θαύμα”
“Το Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο”
“Κεντρικός δρόμος”
“Μάρκα Ethan”
“Βιογραφία ενός κουδουνιού”
“Sylph Etherege”
“Οι προσκυνητές του Canterbury”
“Παλιά Νέα”
“Ο άνθρωπος του ανένδοτου”
“Ο διάβολος στο χειρόγραφο”
“Η Ημέρα των Ευχαριστιών του John Inglefield”
“Παλιά Ticonderoga”
“Οι γυναίκες των νεκρών”
“Μικρή Daffydowndilly”
“Ταγματάρχης Molineux”

Από το Twice-Told Tales (1851), Τόμος 2:
“Θρύλοι του Επαρχιακού Σπιτιού”
“Το στοιχειωμένο μυαλό”
“Ο θείος του χωριού”
“Ο φιλόδοξος επισκέπτης”
“Τα αδελφικά χρόνια”
“Νιφάδες χιονιού”
“Οι επτά αλήτες”
“Η Λευκή Γριά Υπηρέτρια”
“Ο θησαυρός του Peter Goldthwaite”
“Τσιπ με καλέμι”
“Το νυφικό Shaker”
“Νυχτερινά σκίτσα”
“Endicott και ο Ερυθρός Σταυρός”
“Η αναζήτηση του κρίνου”
“Αποτυπώματα ποδιών στην παραλία”
“Το τριαντάφυλλο του Edward Fane”
“Το τριπλό πεπρωμένο”

Από το Tanglewood Tales (1853):
“Η άκρη του δρόμου”
“Ο Μινώταυρος”
“Οι Πυγμαίοι”
“Τα δόντια του δράκου”
“Παλάτι της Κίρκης”
“Οι σπόροι του ροδιού”
“Το χρυσόμαλλο δέρας”

Από το Little Daffydowndilly, and other stories (1887):
“Μικρή Daffydowndilly”
Η περιπλάνηση της μικρής Άννυ
“Η εικόνα του χιονιού”
“Ένα Rill από την αντλία της πόλης”
“Ντέιβιντ Κύκνος”
“Το όραμα της κρήνης”
“Το τριπλό πεπρωμένο”



Από το Tales of the White Hills, και σκίτσα (1889):
“Το Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο”
“Ο φιλόδοξος επισκέπτης”
“Το Μεγάλο Carbuncle”
“Σκίτσα από μνήμης”
“Η επίσκεψή μου στο Νιαγάρα”
“Παλιά Ticonderoga”
“Τα αδελφικά χρόνια”

Από τα Μικρά Αριστουργήματα (1897):
“Το πείραμα του Δρ Χάιντεγκερ”
Το σημάδι εκ γενετής
“Μάρκα Ethan”
“Γουέικφιλντ”
“Ξύλινη εικόνα του Drowne”
“Ο φιλόδοξος επισκέπτης”
“Το Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο”
“Ο Γκρίζος Πρωταθλητής”
Το φάντασμα του Δρ Harris (1900)

Ποίηση
Ομιλία στη Σελήνη
Το σκοτεινό πέπλο
Γήινη πομπή
Μορφές ηρώων
Πηγαίνετε στον τάφο
Το χαμηλό και ταπεινό σπίτι μου
Ο ωκεανός

Δοκίμια
Κεντρικός δρόμος (1849)
A Scene from the Dolliver Romance (1864)

Ημερολόγια
“Passages from Hawthorne’s Note-Books I.” στο The Atlantic Monthly, 17 (99) (Ιανουάριος, 1866)
“Αποσπάσματα από τα Βιβλία Σημειώσεων ΙΙ του Χώθορν”. στο The Atlantic Monthly, 17 (100) (Φεβρουάριος, 1866)
“Αποσπάσματα από τα Βιβλία Σημειώσεων ΙΙΙ του Χώθορν”. στο The Atlantic Monthly, 17 (101) (Μάρτιος, 1866)
“Αποσπάσματα από τα Βιβλία Σημειώσεων VII του Χώθορν”. στο The Atlantic Monthly, 18 (105) (Ιούλιος, 1866)
“Αποσπάσματα από τα Βιβλία Σημειώσεων VIII του Χώθορν”. στο The Atlantic Monthly, 18 (106) (Αύγουστος, 1866)
“Αποσπάσματα από τα Σημειωματάρια IX του Hawthorne.” στο The Atlantic Monthly, 18 (107) (Σεπτέμβριος, 1866)
“Passages from Hawthorne’s Note-Books X.” στο The Atlantic Monthly, 18 (108) (Οκτώβριος, 1866)
“Αποσπάσματα από τα Βιβλία Σημειώσεων XI του Hawthorne”. στο The Atlantic Monthly, 18 (109) (Νοέμβριος, 1866)
“Αποσπάσματα από τα Βιβλία Σημειώσεων XII του Hawthorne.” στο The Atlantic Monthly, 18 (110) (Δεκέμβριος, 1866)

========================

                                       Η Γαμήλια Καμπάνα

     Υπάρχει μια συγκεκριμένη εκκλησία στη πόλη της Νέας Υόρκης, που πάντα αντιμετώπιζα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω ενός γάμου εκεί που τελέστηκε, κάτω από πολύ ιδιαίτερες συνθήκες, στα κορίτσια της γιαγιάς μου. Αυτή η σεβάσμια κυρία έτυχε να είναι θεατής της σκηνής κι έκτοτε την έκανε την αγαπημένη της αφήγηση. Αν το οικοδόμημα που βρίσκεται τώρα στον ίδιο χώρο είναι το ίδιο στο οποίο αναφέρθηκε, δεν είμαι αρκετά αρχαιοδίφης για να το γνωρίζω. Ούτε θα άξιζε τον κόπο να διορθώσω τον εαυτό μου, ίσως, από ένα ευχάριστο λάθος, διαβάζοντας την ημερομηνία ανέγερσής του στο δισκίο πάνω από την πόρτα. Πρόκειται για μια μεγαλοπρεπή εκκλησία, που περιβάλλεται από έναν περίβολο από το πράσινο της ομορφιάς, μέσα στον οποίο εμφανίζονται τεφροδόχοι, κολώνες, οβελίσκοι και άλλες μορφές μνημειακού μαρμάρου, τα αφιερώματα της ιδιωτικής αγάπης ή πιο υπέροχα μνημεία ιστορικής σκόνης. Με ένα τέτοιο μέρος, αν και η αναταραχή της πόλης κυλά κάτω από τον πύργο της, θα ήτανe κανείς πρόθυμος να συνδέσει κάποιο θρυλικό ενδιαφέρον.
     Ο γάμος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα ενός πρώιμου αρραβώνα, αν και υπήρξαν δύο ενδιάμεσοι γάμοι από την πλευρά της κυρίας και σαράντα χρόνια αγαμίας από εκείνη του κυρίου. Στα εξήντα πέντε, ο κ. Έλενγουντ ήταν ένας ντροπαλός, αλλά όχι αρκετά απομονωμένος άνθρωπος. εγωιστές, όπως όλοι οι άνθρωποι που σκύβουν πάνω από τις καρδιές τους, αλλά εκδηλώνουν, σε σπάνιες περιπτώσεις, μια φλέβα γενναιόδωρου συναισθήματος. ένας λόγιος, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αν και πάντα νωθρός, επειδή οι σπουδές του δεν είχαν συγκεκριμένο αντικείμενο, ούτε δημόσιου οφέλους ούτε προσωπικής φιλοδοξίας. Ένας κύριος, μεγαλόσωμος και σχολαστικά ευαίσθητος, αλλά μερικές φορές απαιτεί σημαντική χαλάρωση, για λογαριασμό του, των κοινών κανόνων της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν τόσες πολλές ανωμαλίες στον χαρακτήρα του και, αν και συρρικνώθηκε με αρρωστημένη ευαισθησία από τη δημόσια ειδοποίηση, ήταν ο θάνατός του τόσο συχνά να γίνει το θέμα της ημέρας, από κάποια άγρια εκκεντρικότητα συμπεριφοράς, που οι άνθρωποι έψαχναν τη γενεαλογία του για μια κληρονομική κηλίδα παραφροσύνης. Αλλά δεν υπήρχε ανάγκη για αυτό. Τα καπρίτσια του είχαν την προέλευσή τους σε ένα μυαλό που δεν είχε την υποστήριξη ενός συναρπαστικού σκοπού και σε συναισθήματα που λυμαίνονταν τον εαυτό τους, λόγω έλλειψης άλλης τροφής. Αν ήταν τρελός, ήταν η συνέπεια, και όχι η αιτία, μιας άσκοπης και αποτυχημένης ζωής.
     Η χήρα ήτανε τόσο πλήρης αντίθεση με τον τρίτο γαμπρό της, σε κάθε πράγμα εκτός από την ηλικία, όσο μπορεί κάλλιστα να συλληφθεί. Αναγκασμένη να παραιτηθεί από τον πρώτο της αρραβώνα, είχε ενωθεί με έναν άντρα δύο ετών για τα δικά της χρόνια, με τον οποίο έγινε υποδειγματική σύζυγος και μέχρι το θάνατό του έμεινε στην κατοχή μιας υπέροχης περιουσίας. Ένας νότιος κύριος αρκετά νεότερος από τον εαυτό της, πέτυχε στο χέρι της και την μετέφερε στο Τσάρλεστον, όπου, μετά από πολλά άβολα χρόνια, βρέθηκε και πάλι χήρα. Θα ήταν μοναδικό, αν κάποια ασυνήθιστη λεπτότητα συναισθήματος είχε επιβιώσει μέσα από μια τέτοια ζωή όπως αυτή της κυρίας Dabney. Δεν μπορούσε παρά να συντριβεί και να σκοτωθεί από την πρώιμη απογοήτευσή της, το ψυχρό καθήκον του πρώτου γάμου της, την εξάρθρωση των αρχών της καρδιάς, συνεπεία μιας δεύτερης ένωσης, και την αγένεια του νότιου συζύγου της, που αναπόφευκτα την είχε οδηγήσει να συνδέσει την ιδέα του θανάτου του με εκείνη της άνεσής της. Για να είμαι σύντομος, ήταν αυτή η σοφότερη, αλλά πιο όμορφη ποικιλία γυναικών, μια φιλόσοφος, που κουβαλούσε τα προβλήματα της καρδιάς με αταραξία, απαλλάσσοντας από όλα όσα θα έπρεπε να ήταν η ευτυχία της και κάνοντας το καλύτερο από ό,τι είχε απομείνει. Σοφή στα περισσότερα θέματα, η χήρα ήταν ίσως η πιο συμπαθής, για τη μοναδική αδυναμία που την έκανε γελοία. Όντας άτεκνη, δεν μπορούσε να παραμείνει όμορφη μέσω πληρεξουσίου, στο πρόσωπο μιας κόρης. Γι’ αυτό αρνήθηκε να γεράσει και να γίνει άσχημη, με κάθε σκέψη. Πάλεψε με τον Χρόνο και κράτησε γερά τα τριαντάφυλλά της παρά αυτόν, μέχρι που ο σεβάσμιος κλέφτης φάνηκε να έχει παραιτηθεί από τα λάφυρα, καθώς δεν άξιζε τον κόπο να τα αποκτήσει.
     Ο επικείμενος γάμος αυτής της γυναίκας του κόσμου, με ένα τόσο απόκοσμο άνδρα όπως ο κύριος Ellenwood, ανακοινώθηκε λίγο μετά την επιστροφή της κυρίας Dabney στη γενέτειρά της. Επιφανειακοί παρατηρητές, και βαθύτεροι, φάνηκαν να συμφωνούν, υποθέτοντας ότι η κυρία δεν πρέπει να είχε αναλάβει ανενεργό ρόλο, στη διευθέτηση της υπόθεσης. υπήρχαν σκέψεις σκοπιμότητας, τις οποίες θα ήταν πολύ πιο πιθανό να εκτιμήσει από τον κ. Ellenwood. Και υπήρχε μόνο το απατηλό φάντασμα του συναισθήματος και του ρομαντισμού, σε αυτή την καθυστερημένη ένωση δύο πρώιμων εραστών, που μερικές φορές γελοιοποιεί μια γυναίκα, η οποία έχει χάσει τα αληθινά της συναισθήματα ανάμεσα στα ατυχήματα της ζωής. Το μόνο που απορούσε ήταν πώς ο κύριος, με την έλλειψη κοσμικής σοφίας και την αγωνιώδη συνείδηση της γελοιοποίησης, θα μπορούσε να παρακινηθεί να πάρει ένα μέτρο, ταυτόχρονα τόσο συνετό και τόσο γελοίο. Αλλά ενώ οι άνθρωποι μιλούσαν, η ημέρα του γάμου έφτασε. Η τελετή έπρεπε να τελείται σύμφωνα με τους επισκοπικούς τύπους, και σε ανοιχτό ναό, με ένα βαθμό δημοσιότητας που προσέλκυε πολλούς θεατές, οι οποίοι καταλάμβαναν τα μπροστινά καθίσματα των στοών και τα στασίδια κοντά στο βωμό και κατά μήκος του μεγάλου κλίτους. Είχε κανονιστεί, ή ίσως ήταν έθιμο της ημέρας, τα μέρη να πηγαίνουν χωριστά στην εκκλησία. Κατά κάποιο ατύχημα, ο γαμπρός ήταν λίγο λιγότερο ακριβής από τη χήρα και τους νυφικούς συνοδούς της. Με την άφιξη του οποίου, μετά από αυτόν τον κουραστικό, αλλά απαραίτητο πρόλογο, μπορούμε να πούμε ότι αρχίζει η δράση της ιστορίας μας.
     Ακούστηκαν οι αδέξιοι τροχοί αρκετών παλιομοδίτικων αμαξών και οι κύριοι και οι κυρίες, που αποτελούσαν το νυφικό πάρτι, πέρασαν την πόρτα της εκκλησίας, με το ξαφνικό και χαρούμενο αποτέλεσμα μιας έκρηξης ηλιοφάνειας. Ολόκληρη η ομάδα, εκτός από την κύρια φιγούρα, αποτελούνταν από νεολαία και ευθυμία. Καθώς ανέβαιναν στο πλατύ κλίτος, ενώ τα στασίδια και οι κολώνες φαίνονταν να φωτίζονται εκατέρωθεν, τα βήματά τους ήταν τόσο ζωηρά σαν να μπέρδευαν την εκκλησία με αίθουσα χορού και ήταν έτοιμα να χορέψουν χέρι-χέρι με το βωμό. Τόσο λαμπρό ήταν το θέαμα, που λίγοι πρόσεξαν ένα μοναδικό φαινόμενο που είχε σημαδέψει την είσοδό του. Τη στιγμή που το πόδι της νύφης άγγιξε το κατώφλι, η καμπάνα κούνησε δυνατά στον πύργο από πάνω της και έστειλε τη βαθύτερη καμπάνα της. Οι δονήσεις έσβησαν και επέστρεψαν, με παρατεταμένη επισημότητα, καθώς εισήλθε στο σώμα της εκκλησίας.
 -“Καλό παράδεισο! Τι οιωνός“, ψιθύρισε μια νεαρή κοπέλα στον εραστή της.
 – “Προς τιμή μου“, απάντησε ο κύριος, “πιστεύω ότι η καμπάνα έχει το καλό γούστο να χτυπά μόνη της. Τι σχέση έχει με τους γάμους; Αν εσύ, αγαπημένη Τζούλια, πλησίαζες στο βωμό, η καμπάνα θα χτυπούσε το πιο χαρούμενο βουητό της. Έχει μόνο μια κηδεία γι’ αυτήν“.
     Η νύφη, και το μεγαλύτερο μέρος της συντροφιάς της, ήτανε πολύ απασχολημένη με τη φασαρία της εισόδου, για να ακούσει το πρώτο χτύπημα της καμπάνας, ή τουλάχιστον για να αναλογιστεί τη μοναδικότητα ενός τέτοιου καλωσορίσματος στο βωμό. Ως εκ τούτου, συνέχισαν να προοδεύουν, με αμείωτη ευθυμία. Τα πανέμορφα φορέματα της εποχής, τα πορφυρά βελούδινα παλτά, τα χρυσά δαντελωτά καπέλα, τα στεφάνια, το μετάξι, το σατέν, το μπροκάρ και το κέντημα, οι πόρπες, τα καλάμια και τα σπαθιά, όλα επιδεικνύονταν με τον καλύτερο τρόπο σε άτομα κατάλληλα για τέτοια φινέτσα, έκαναν την ομάδα να μοιάζει περισσότερο με μια φωτεινή έγχρωμη εικόνα, παρά με οτιδήποτε πραγματικό. Αλλά με ποια διαστροφή του γούστου, ο καλλιτέχνης είχε παρουσιάσει την κύρια φιγούρα του ως τόσο ζαρωμένη και σάπια, ενώ παρόλα αυτά την είχε στολίσει με την πιο λαμπρή λαμπρότητα ενδυμασίας, σαν η πιο όμορφη κοπέλα να είχε ξαφνικά μαραθεί στην ηλικία και να είχε γίνει ηθικό δίδαγμα για την όμορφη γύρω της! Πήγαν, όμως, και είχαν λάμψει κατά μήκος περίπου του ενός τρίτου του διαδρόμου, όταν ένα άλλο χτύπημα της καμπάνας φάνηκε να γεμίζει την εκκλησία με μια ορατή κατήφεια, θαμπώνοντας και επισκιάζοντας το φωτεινό θέαμα, μέχρι που έλαμψε ξανά σαν από ομίχλη.
     Αυτή τη φορά το πάρτι αμφιταλαντεύτηκε, σταμάτησε και μαζεύτηκε πιο κοντά, ενώ μια μικρή κραυγή ακούστηκε από μερικές από τις κυρίες, και ένας μπερδεμένος ψίθυρος μεταξύ των κυρίων. Έτσι, πετώντας πέρα δώθε, θα μπορούσαν να συγκριθούν φανταστικά με ένα υπέροχο μπουκέτο λουλουδιών, που ξαφνικά ταρακουνήθηκε από μια ριπή ανέμου, η οποία απειλούσε να σκορπίσει τα φύλλα ενός παλιού, καφέ, μαραμένου τριαντάφυλλου, στον ίδιο μίσχο με δύο δροσερά μπουμπούκια. Αυτό είναι το έμβλημα της χήρας ανάμεσα στις ωραίες νεαρές παράνυμφους της. Αλλά ο ηρωισμός της ήταν αξιοθαύμαστος. Είχε ξεκινήσει με ένα ασυγκράτητο ρίγος, σαν το χτύπημα του κουδουνιού να είχε πέσει κατευθείαν στην καρδιά της. Στη συνέχεια, αναρρώνοντας, ενώ οι συνοδοί της ήταν ακόμα απογοητευμένοι, πήρε το προβάδισμα και βημάτισε ήρεμα στο διάδρομο. Η καμπάνα συνέχισε να ταλαντεύεται, να χτυπά και να δονείται, με την ίδια θλιβερή κανονικότητα, όπως όταν ένα πτώμα βρίσκεται καθ’ οδόν προς τον τάφο.
 -“Οι νεαροί φίλοι μου εδώ έχουν τα νεύρα τους λίγο ταραγμένα“, είπε η χήρα, χαμογελώντας, στον κληρικό στην Αγία Τράπεζα. “Αλλά τόσοι πολλοί γάμοι εγκαινιάστηκαν με το πιο χαρούμενο χτύπημα των κουδουνιών, και όμως εξελίχθηκαν δυστυχώς, που θα ελπίζω για καλύτερη τύχη κάτω από τόσο διαφορετικούς οιωνούς“.
 -“Κυρία“, απάντησε ο πρύτανης, με μεγάλη αμηχανία, “αυτό το παράξενο περιστατικό μου φέρνει στο μυαλό ένα γαμήλιο κήρυγμα του διάσημου επισκόπου Taylor, όπου αναμιγνύει τόσες πολλές σκέψεις θνητότητας και μελλοντικών δεινών, ώστε, για να μιλήσουμε κάπως σύμφωνα με το δικό του πλούσιο στυλ, φαίνεται να κρεμάει τον νυφικό θάλαμο στα μαύρα και να κόβει το γαμήλιο ένδυμα από ένα φέρετρο. Και ήταν συνήθεια των διαφορετικών εθνών να εμφυσούν κάτι θλίψης στις γαμήλιες τελετές τους. Έτσι, να έχουμε κατά νου τον θάνατο, ενώ συνάπτουμε αυτόν τον αρραβώνα που είναι η κύρια υπόθεση της ζωής. Έτσι μπορούμε να αντλήσουμε ένα θλιβερό αλλά επωφελές ηθικό δίδαγμα από αυτή τη νεκρική καμπάνα“.
     Αλλά, αν κι ο κληρικός θα μπορούσε να είχε δώσει στο ηθικό του ακόμη πιο έντονο σημείο, δεν παρέλειψε να στείλει έναν υπάλληλο για να ερευνήσει το μυστήριο και να σταματήσει αυτούς τους ήχους, τόσο θλιβερά κατάλληλους για έναν τέτοιο γάμο. Πέρασε ένας σύντομος χώρος, κατά τη διάρκεια του οποίου η σιωπή έσπασε μόνο από ψιθύρους και μερικούς καταπιεσμένους τίτλους, μεταξύ του γαμήλιου πάρτι και των θεατών, οι οποίοι, μετά το πρώτο σοκ, ήταν διατεθειμένοι να αντλήσουν μια κακοπροαίρετη ευθυμία από την υπόθεση. Οι νέοι έχουν λιγότερη ελεημοσύνη για τους ηλικιωμένους, από τους ηλικιωμένους για εκείνους της νεολαίας. Το βλέμμα της χήρας παρατηρήθηκε να περιπλανιέται, για μια στιγμή, προς ένα παράθυρο της εκκλησίας, σαν να έψαχνε για το φθαρμένο μάρμαρο που είχε αφιερώσει στον πρώτο σύζυγό της. Τότε τα βλέφαρά της έπεσαν πάνω από τις ξεθωριασμένες σφαίρες τους και οι σκέψεις της τραβήχτηκαν ακαταμάχητα σε έναν άλλο τάφο. Δύο θαμμένοι άντρες, με φωνή στο αυτί και κραυγή από μακριά, την καλούσαν να ξαπλώσει δίπλα τους. Ίσως, με στιγμιαία αλήθεια συναισθήματος, σκέφτηκε πόσο πιο ευτυχισμένη ήταν η μοίρα της, αν, μετά από χρόνια ευδαιμονίας, η καμπάνα χτυπούσε τώρα για την κηδεία της, και την ακολουθούσε στον τάφο η παλιά στοργή του πρώτου εραστή της, του μακροχρόνιου συζύγου της. Αλλά γιατί είχε επιστρέψει σε αυτόν, όταν οι κρύες καρδιές τους συρρικνώθηκαν η μία από την αγκαλιά της άλλης;
     Ακόμα η καμπάνα του θανάτου χτυπούσε τόσο πένθιμα, που ο ήλιος φαινόταν να σβήνει στον αέρα. Ένας ψίθυρος, που μεταδόθηκε από εκείνους που στέκονταν πιο κοντά στα παράθυρα, τώρα απλώθηκε μέσα από την εκκλησία. Μια νεκροφόρα, με ένα τρένο με πολλά πούλμαν, σέρνεται κατά μήκος του δρόμου, μεταφέροντας κάποιον νεκρό στο προαύλιο της εκκλησίας, ενώ η νύφη περίμενε έναν ζωντανό στο βωμό. Αμέσως μετά, τα βήματα του γαμπρού και των φίλων του ακούστηκαν στην πόρτα. Η χήρα κοίταξε κάτω στο διάδρομο και έσφιξε το χέρι μιας από τις παράνυμφους της στο οστεώδες χέρι της, με τέτοια ασυνείδητη βία, που το ωραίο κορίτσι έτρεμε.
 -“Με τρομάζεις, αγαπητή μου κυρία!” φώναξε. “Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει“;
 -“Τίποτα, αγαπητή μου, τίποτα“, είπε η χήρα. Τότε, ψιθυρίζοντας κοντά στο αυτί της,”Υπάρχει μια ανόητη φαντασίωση, από την οποία δεν μπορώ να απαλλαγώ. Περιμένω τον γαμπρό μου να έρθει στην εκκλησία, με τους δύο πρώτους συζύγους μου για γαμπρούς“!
 -“Κοίτα, κοίτα!” φώναξε η παράνυμφος. “Τι υπάρχει εδώ; Η κηδεία“!
     Καθώς μιλούσε, μια σκοτεινή πομπή μπήκε στην εκκλησία. Πρώτα ήρθε ένας γέρος άνδρας και μια ηλικιωμένη γυναίκα, σαν επικεφαλής πενθούντες σε μια κηδεία, ντυμένοι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με το πιο βαθύ μαύρο, όλα εκτός από τα χλωμά χαρακτηριστικά τους και τα ιερά μαλλιά τους. Στηρίζεται σε ένα ραβδί και στηρίζει την ετοιμόρροπη μορφή της με το άνευρο χέρι του. Πίσω, εμφανίστηκε ένα άλλο κι ένα άλλο ζευγάρι, τόσο γερασμένο, τόσο μαύρο και πένθιμο όσο το πρώτο. Καθώς πλησίαζαν, η χήρα αναγνώρισε σε κάθε πρόσωπο κάποιο χαρακτηριστικό πρώην φίλων, ξεχασμένων από καιρό, αλλά τώρα επιστρέφοντας, σαν από παλιούς τάφους, για να την προειδοποιήσει να ετοιμάσει ένα σάβανο. ή, με σκοπό σχεδόν εξίσου ανεπιθύμητο, να επιδείξουν τις ρυτίδες και την αναπηρία τους και να τη διεκδικήσουν ως σύντροφό τους με τα σημάδια της δικής της φθοράς. Πολλές χαρούμενες νύχτες είχε χορέψει μαζί τους, στα νιάτα. Και τώρα, σε άχαρη ηλικία, ένιωσε ότι κάποιος μαραμένος σύντροφος έπρεπε να ζητήσει το χέρι της και όλοι να ενωθούν, σε ένα χορό θανάτου, με τη μουσική της νεκρικής καμπάνας.
     Ενώ αυτοί οι ηλικιωμένοι πενθούντες περνούσαν από το διάδρομο, παρατηρήθηκε ότι, από στασίδι σε στασίδι, οι θεατές ανατρίχιαζαν από ασυγκράτητο δέος, καθώς κάποιο αντικείμενο, που μέχρι τότε έκρυβαν οι φιγούρες που μεσολάβησαν, ήτανε γεμάτο θέαμα. Πολλοί στρέψανε τα πρόσωπά τους. άλλοι κράτησαν ένα σταθερό κι άκαμπτο βλέμμα. Κι ένα νεαρό κορίτσι γέλασε υστερικά και λιποθύμησε με το γέλιο στα χείλη της. Όταν η φασματική πομπή πλησίαζε το βωμό, κάθε ζευγάρι χωρίστηκε και σιγά-σιγά απέκλινε, ώσπου, στο κέντρο, εμφανίστηκε μια μορφή, που είχε επάξια εισαχθεί με όλη αυτή τη ζοφερή μεγαλοπρέπεια, τη χαριστική βολή και τη κηδεία. Ήταν ο γαμπρός στο σάβανό του!
     Κανέν ένδυμα εκτός από κείνο του τάφου δεν θα μπορούσε να ταιριάζει σε μια τέτοια επιθανάτια όψη. Τα μάτια, πράγματι, είχαν την άγρια λάμψη ενός επιτύμβιου λυχναριού. Όλα τ’ άλλα ήτανε στερεωμένα στην αυστηρή ηρεμία που φορούν οι γέροι στο φέρετρο. Το πτώμα στεκόταν ακίνητο, αλλά απευθυνόταν στη χήρα με τόνους που έμοιαζαν να λιώνουν στο χτύπημα του κουδουνιού, που ‘πεφτε βαριά στον αέρα ενώ μιλούσε.
 -“Έλα, νύφη μου!” είπαν εκείνα τα χλωμά χείλη, “Η νεκροφόρα είναι έτοιμη. Ο σέξτον στέκεται και μας περιμένει στην πόρτα του τάφου. Ας παντρευτούμε. και μετά στα φέρετρα μας“!
     Πώς θα αναπαρασταθεί η φρίκη της χήρας! Της έδωσε τη φρίκη της νύφης ενός νεκρού. Οι νεαροί φίλοι της στέκονταν χώρια, ανατριχιάζοντας από τους πενθούντες, τον τυλιγμένο γαμπρό και τον εαυτό της. Η όλη σκηνή εξέφραζε, με τις πιο δυνατές εικόνες, τον μάταιο αγώνα των επιχρυσωμένων ματαιοδοξιών αυτού του κόσμου, σε αντίθεση με την ηλικία, την αναπηρία, τη θλίψη και το θάνατο. Η έντρομη σιωπή έσπασε πρώτα από τον κληρικό.
 -“Κύριε Ellenwood“, είπε καθησυχαστικά, αλλά με κάποια εξουσία, “δεν είστε καλά. Ο νους σας έχει ταρακουνηθεί από τις ασυνήθιστες συνθήκες στις οποίες βρίσκεστε. Η τελετή πρέπει να αναβληθεί. Ως παλιός φίλος, επιτρέψτε μου να σας ικετεύσω να επιστρέψετε στο σπίτι“.
 -“Σπίτι! Ναι; Αλλά όχι χωρίς τη νύφη μου“, απάντησε κείνος, με την ίδια κούφια προφορά. “Θεωρείτε αυτή την κοροϊδία. ίσως τρέλα. Αν είχα βάψει το γερασμένο και σπασμένο σκελετό μου με κόκκινο και κέντημα -αν είχα αναγκάσει τα μαραμένα χείλη μου να χαμογελάσουν στη νεκρή καρδιά μου- αυτό μπορεί να ήταν κοροϊδία ή τρέλα. Αλλά τώρα, ας δηλώσουν μικροί και μεγάλοι, ποιος από εμάς ήρθε εδώ χωρίς γαμήλιο ένδυμα, ο γαμπρός ή η νύφη“!
     Προχώρησε μπρος με ρυθμό φάντασμα και στάθηκε δίπλα στη χήρα, αντιπαραβάλλοντας τη τρομερή απλότητα του σάβανού του με τη λάμψη και τη λάμψη με την οποία είχε παραταχθεί για αυτή τη δυστυχισμένη σκηνή. Κανένας, που τους είδε, δεν μπορούσε να αρνηθεί την τρομερή δύναμη της ηθικής που η διαταραγμένη διάνοιά του είχε επινοήσει να αντλήσει.
 -“Σκληρό! Σκληρή!” αναστέναξε η συντετριμμένη νύφη.
 -“Σκληρός;” επανέλαβε. Στη συνέχεια, χάνοντας την επιθανάτια ψυχραιμία του σε μια άγρια πικρία, “Ουράνιε κριτή, ποιος από εμάς υπήρξε σκληρός με τον άλλο! Στα νιάτα μου, μου στέρησες την ευτυχία μου, τις ελπίδες μου, τους στόχους μου. Αφαίρεσες όλη την ουσία της ζωής μου και την έκανες όνειρο, χωρίς πραγματικότητα αρκετή ούτε καν για να θρηνήσω -με μόνο μια διάχυτη κατήφεια, που μέσα της περπατούσα κουρασμένος και δεν νοιαζόμουν για το πού. Αλλά μετά από σαράντα χρόνια, όταν έχτισα τον τάφο μου και δεν θα παραιτούμην απ’ τη σκέψη να αναπαυθώ εκεί -όχι, όχι για τέτοια ζωή όπως κάποτε φανταζόμασταν- με καλείτε στο βωμό. Στη κάλεσή σας είμαι εδώ. Αλλά άλλοι σύζυγοι έχουν απολαύσει τα νιάτα σας, την ομορφιά σας, τη ζεστασιά της καρδιάς σας και όλα αυτά που θα μπορούσαν να ονομαστούν ζωή σας. Τι υπάρχει για μένα εκτός από τη φθορά και το θάνατό σου; Και γι’ αυτό πρόσταξα αυτούς τους φίλους κηδείας, και μίλησα για το βαθύτερο χτύπημα του σέξτον, και έρχομαι, μέσα στο σάβανό μου, να σας παντρευτώ, όπως με μια νεκρώσιμη ακολουθία, ώστε να ενώσουμε τα χέρια μας στην πόρτα του τάφου και να μπούμε μαζί σε αυτόν“.
     Δεν ήταν φρενίτιδα. Δεν ήταν μόνο η μέθη του δυνατού συναισθήματος, σε μια καρδιά ασυνήθιστη σε αυτό, που τώρα σφυρηλατήθηκε πάνω στη νύφη. Το αυστηρό μάθημα της ημέρας είχε κάνει τη δουλειά του. Η κοσμικότητά της είχε χαθεί. Άρπαξε το χέρι του γαμπρού.
 -“Ναι!” φώναξε. “Ας παντρευτούμε, ακόμη και στη πόρτα του τάφου! Η ζωή μου έχει χαθεί μέσα στη ματαιοδοξία και το κενό. Αλλά στο τέλος της, υπάρχει ένα αληθινό συναίσθημα. Με έκανε αυτό που ήμουν στα νιάτα. Με κάνει άξιο για σένα. Ο χρόνος δεν υπάρχει πια και για τους δυο μας. Ας παντρευτούμε για την αιωνιότητα“!
     Με μακρύ και βαθύ σεβασμό, ο γαμπρός τη κοίταξε στα μάτια, ενώ ένα δάκρυ μαζευόταν στο δικό του. Πόσο παράξενη είναι αυτή η ανάβλυση ανθρώπινου συναισθήματος από την παγωμένη αγκαλιά ενός πτώματος! Σκούπισε το δάκρυ, ακόμα και με το σάβανό του.
 -“Αγαπημένη της νιότης μου“, είπε, “υπήρξα άγριος. Η απελπισία ολόκληρης της ζωής μου είχε επιστρέψει αμέσως και με είχε τρελάνει. Συγχωρώ; και να συγχωρεθεί. Ναι; Είναι βράδυ μαζί μας τώρα. Και δεν έχουμε πραγματοποιήσει κανένα από τα πρωινά μας όνειρα ευτυχίας. Αλλά ας ενώσουμε τα χέρια μας μπροστά στο θυσιαστήριο, ως εραστές, τους οποίους οι αντίξοες συνθήκες έχουν χωρίσει από τη ζωή, αλλά που συναντιούνται ξανά καθώς την αφήνουν, και βρίσκουν τη γήινη στοργή τους να μετατρέπεται σε κάτι ιερό όπως η θρησκεία. Και τι είναι ο Χρόνος, στους παντρεμένους της Αιωνιότητας“;
     Ανάμεσα στα δάκρυα πολλών κι ένα κύμα εξυψωμένου αισθήματος, σε κείνους που αισθάνθηκαν σωστά, επισημοποιήθηκε η ένωση δύο αθάνατων ψυχών. Το τρένο των μαραμένων πενθούντων, ο ιερός γαμπρός στο σάβανό του, τα χλωμά χαρακτηριστικά της ηλικιωμένης νύφης και η καμπάνα του θανάτου που χτυπούσε σε όλο το σύνολο, μέχρι που η βαθιά φωνή της νίκησε τα λόγια του γάμου, όλα σημάδεψαν την κηδεία των επίγειων ελπίδων. Αλλά καθώς προχωρούσε η τελετή, το όργανο, σαν να συγκινήθηκε από τη συμπάθεια αυτής της εντυπωσιακής σκηνής, ξεχύθηκε ένας ύμνος, πρώτα αναμειγνύοντας με τη θλιβερή καμπάνα, στη συνέχεια ανεβαίνοντας σε μια υψηλότερη ένταση, μέχρι που η ψυχή κοίταξε κάτω τη θλίψη της.
     Κι όταν τελείωσε η φοβερή ιεροτελεστία, και με κρύο χέρι σε κρύο χέρι, οι Παντρεμένοι της Αιωνιότητας αποσύρθηκαν, ο κατανυκτικός θρίαμβος του οργάνου έπνιξε τη Γαμήλια Καμπάνα.
___________________________

                        Η Περιπλάνηση Της Μικρής Άννυ

Ντινγκ-ντονγκ! Ντινγκ-ντονγκ! Ντινγκ-ντονγκ!
     Ο αστυνόμος έχει χτυπήσει το κουδούνι του, σε μια μακρυνή γωνιά κι η μικρή Άννυ στέκεται στα κατώφλια του πατέρα της, προσπαθώντας να ακούσει τι λέει ο άντρας με τη δυνατή φωνή. Επιτρέψτε μου να ακούσω κι εγώ. Ω! Λέει στους ανθρώπους ότι ένας ελέφαντας, ένα λιοντάρι, μια βασιλική τίγρη, ένα άλογο με κέρατα κι άλλα παράξενα θηρία από ξένες χώρες έχουν έρθει στη πόλη και θα δεχτούν όλους τους επισκέπτες που επιλέγουν να τους περιμένουν. Ίσως η μικρή Άννυ θα ήθελε να πάει. Ναι; και μπορώ να δω ότι το όμορφο παιδί είναι κουρασμένο από αυτόν τον φαρδύ και ευχάριστο δρόμο, με τα πράσινα δέντρα να πετούν τη σκιά τους στον ήσυχο ήλιο, και τα πεζοδρόμια και τα πεζοδρόμια όλα τόσο καθαρά σαν η υπηρέτρια να τα είχε μόλις σκουπίσει με τη σκούπα της. Νιώθει αυτή την παρόρμηση να πάει μακρυά -αυτή τη λαχτάρα για το μυστήριο του μεγάλου κόσμου – που πολλά παιδιά αισθάνονται και που ένιωσα εγώ στην παιδική μου ηλικία. Η μικρή Άννυ θα κάνει μια βόλτα μαζί μου. Βλέπω! Το μόνο που κάνω είναι να απλώνω το χέρι μου και, σαν ένα φωτεινό πουλί στον ηλιόλουστο αέρα, με το μπλε μεταξωτό πέδι της να φτερουγίζει προς τα πάνω από τα λευκά παντελόνια της, έρχεται δεμένη στις μύτες των ποδιών απέναντι από το δρόμο.
     Φτιάξε τις καστανές μπούκλες σου, Άννυ. Κι επίτρεψέ μου να κλείσω το καπό και θα ξεκινήσουμε! Τι παράξενο ζευγάρι να κάνουν τις βόλτες τους μαζί! Περπατά κανείς με μαύρη ενδυμασία, με μετρημένο βήμα και βαρύ φρύδι, και τα στοχαστικά μάτια του σκυμμένα, ενώ το χαρωπό κοριτσάκι σκοντάφτει ελαφρά, σαν να αναγκάστηκε να κρατήσει το χέρι μου, για να μην χορέψουν τα πόδια της μακριά από τη γη. Ωστόσο, υπάρχει συμπάθεια μεταξύ μας. Αν υπερηφανεύομαι για κάτι, είναι επειδή έχω ένα χαμόγελο που αγαπούν τα παιδιά. και, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν λίγες ενήλικες κυρίες που θα μπορούσαν να με δελεάσουν από την πλευρά της μικρής Άννυ. Γιατί χαίρομαι να αφήνω το νου μου χέρι-χέρι με το νου ενός αναμάρτητου παιδιού. Έλα, λοιπόν, Άννυ. Αλλά αν ηθικολογώ καθώς προχωράμε, μην με ακούτε. Κοιτάξτε μόνο για εσάς και να είστε χαρούμενοι!
     Τώρα γυρίζουμε τη γωνία. Εδώ υπάρχουν αμυχές με δύο άλογα και άμαξες με τέσσερα, που βροντούν για να συναντηθούν μεταξύ τους, και φορτηγά και κάρα που κινούνται με πιο αργό ρυθμό, φορτωμένα βαριά με βαρέλια από τις αποβάθρες, και εδώ είναι κροταλιστικές συναυλίες, οι οποίες ίσως θα σπάσουν σε κομμάτια μπροστά στα μάτια μας. Μέχρι στιγμής, επίσης, έρχεται ένας άνδρας που ποδοπατά ένα καροτσάκι κατά μήκος του πεζοδρομίου. Δεν φοβάται η μικρή Άννυ μια τέτοια αναταραχή; Όχι; Δεν συρρικνώνεται καν στο πλευρό μου, αλλά μεταδίδει με ατρόμητη αυτοπεποίθηση, ένα ευτυχισμένο παιδί ανάμεσα σε ένα μεγάλο πλήθος μεγάλων, που αποδίδουν την ίδια ευλάβεια στη βρεφική της ηλικία, όπως θα έκαναν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Κανείς δεν την ταρακουνάει. όλοι κάνουν στην άκρη για να κάνουν χώρο για τη μικρή Άννυ. Και το πιο μοναδικό, φαίνεται να έχει επίγνωση της αξίωσής της για τέτοιο σεβασμό. Τώρα τα μάτια της φωτίζονται από ευχαρίστηση! Ένας πλανόδιος μουσικός έχει καθίσει στα σκαλιά της εκκλησίας και ξεχειλίζει τις εντάσεις του στην πολυσύχναστη πόλη, μια μελωδία που έχει ξεστρατίσει ανάμεσα στον αλήτη των βημάτων, το βουητό των φωνών και τον πόλεμο των τροχών που περνούν. Ποιος προσέχει τον φτωχό οργανοσυλλέκτη; Κανείς εκτός από μένα και τη μικρή Άννυ, που τα πόδια αρχίζουν να κινούνται σε αρμονία με τη ζωντανή μελωδία, σαν να ήταν απρόθυμη να σπαταληθεί η μουσική χωρίς χορό.
     Αλλά πού θα έβρισκε η Άννυ σύντροφο; Μερικοί έχουν την ουρική αρθρίτιδα στα δάχτυλα των ποδιών τους, ή τους ρευματισμούς στις αρθρώσεις τους; μερικοί είναι δύσκαμπτοι με την ηλικία. μερικοί αδύναμοι με ασθένεια. Μερικοί είναι τόσο αδύνατοι που τα οστά τους θα κουδουνίζουν, και άλλοι με τόσο βαρύ μέγεθος που η ευκινησία τους θα σπάσει τις σημαίες. Αλλά πολλοί, πολλοί έχουν μολυβένια πόδια, επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ βαρύτερες από το μόλυβδο. Είναι μια θλιβερή σκέψη που έτυχε. Τι θίασος χορευτών πρέπει να είμαστε! Γιατί κι εγώ είμαι ένας κύριος με νηφάλια βήματα, και γι’ αυτό, μικρή Άννυ, ας συνεχίσουμε ήρεμα.
     Είναι ένα ερώτημα μαζί μου, αν αυτό το ζαλισμένο παιδί ή ο σοφός εαυτός μου, έχουνε τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση να κοιτούνε τις βιτρίνες. Αγαπάμε τα μετάξια της ηλιόλουστης απόχρωσης, που λάμπουν μέσα στις σκοτεινές εγκαταστάσεις των ερυθρελάτων ξηρών αγαθών. Θαμπωμένοι ευχάριστα από το γυαλισμένο ασήμι και το κυνηγημένο χρυσάφι, τα δαχτυλίδια του γάμου και τα ακριβά ερωτικά στολίδια, που λάμπουν στο παράθυρο του κοσμηματοπωλείου. αλλά η Άννυ, περισσότερο από μένα, αναζητά μια ματιά στην περαστική φιγούρα της στα σκονισμένα γυαλιά στα καταστήματα υλικού. Όλα όσα είναι φωτεινά και γκέι μας προσελκύουν και τους δύο.
     Εδώ είναι ένα κατάστημα που οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, καθώς κι οι παρούσες μεροληψίες, δίνουνε περίεργη μαγεία. Πόσο ευχάριστο είναι να αφήνεις τη φαντασία να απολαμβάνει τις λιχουδιές ενός ζαχαροπλάστη. Αυτές οι πίτες, με τέτοια λευκή και νιφάδα πάστας, το περιεχόμενό τους είναι ένα μυστήριο, είτε πλούσιος κιμάς, με ολόκληρα δαμάσκηνα αναμεμειγμένα, είτε πικάντικο μήλο, απαλά αρωματισμένο με τριαντάφυλλο. Αυτά τα κέικ, σε σχήμα καρδιάς ή στρογγυλά, στοιβαγμένα σε μια ψηλή πυραμίδα. Αυτοί οι γλυκοί μικροί κύκλοι, γλυκά ονομαζόμενα φιλιά. Αυτές οι σκοτεινές μεγαλοπρεπείς μάζες, κατάλληλες για νυφικά ψωμιά στο γάμο μιας κληρονόμου, βουνά σε μέγεθος, οι κορυφές τους βαθιά χιονισμένες με ζάχαρη! Στη συνέχεια, οι ισχυροί θησαυροί των κουφέτων, λευκών και πορφυρών και κίτρινων, σε μεγάλα γυάλινα βάζα. και καραμέλες όλων των ποικιλιών. Κι αυτά τα μικρά κοτσάνια, ή όπως αλλιώς λέγονται, που εκτιμώνται πολύ από τα παιδιά για τη γλυκύτητά τους, και περισσότερο για τα συνθήματα που περικλείουν, από ερωτοπαθείς υπηρέτριες και εργένηδες! Ω! Το στόμα μου ποτίζει, μικρή Άννυ, και το ίδιο κάνει και το δικό σου. Αλλά δεν θα μπούμε στον πειρασμό, παρά μόνο σε μια φανταστική γιορτή. Ας σπεύσουμε λοιπόν να προχωρήσουμε, καταβροχθίζοντας το όραμα ενός κέικ δαμάσκηνου.
     Εδώ υπάρχουν απολαύσεις, όπως θα έλεγαν ορισμένοι, ενός πιο εξυψωμένου είδους, στη βιτρίνα ενός βιβλιοπώλη. Είναι η Άννυ λογοτεχνική κυρία; Ναι; Είναι βαθιά διαβασμένη στους τόμους του Peter Parley κι έχει αυξανόμενη αγάπη για τα παραμύθια, αν και σπάνια συναντάται τώρα μέρες και θα εγγραφεί, το επόμενο έτος, στο Juvenile Miscellany. Αλλά, για να πούμε την αλήθεια, έχει την τάση να απομακρύνεται από την τυπωμένη σελίδα και να συνεχίζει να κοιτάζει τις όμορφες εικόνες, όπως αυτές με τα γκέι χρώματα που κάνουν αυτή τη βιτρίνα το συνεχές μέρος των παιδιών. Τι θα σκεφτόταν η Άννυ, αν, στο βιβλίο που θέλω να της στείλω, την Πρωτοχρονιά, έβρισκε τον γλυκό μικρό εαυτό της, δεμένο σε μετάξι ή μαρόκο με χρυσές άκρες, εκεί για να παραμείνει μέχρι να μεγαλώσει, με δικά της παιδιά να διαβάζουνε για τη παιδική ηλικία της μητέρας τους! Αυτό θα ήταν πολύ κουτό.
     Η μικρή Άννυ έχει κουραστεί από τις εικόνες και με τραβά από το χέρι, μέχρι που ξαφνικά σταματάμε στο πιο θαυμαστό μαγαζί όλης της πόλης. Ω, αστέρια μου! Είναι αυτό ένα κατάστημα παιχνιδιών, ή είναι νεράιδα; Γιατί εδώ υπάρχουν επιχρυσωμένα άρματα, που ο βασιλιάς κι η βασίλισσα των νεράιδων μπορούν να ιππεύουν δίπλα-δίπλα, ενώ οι αυλικοί τους, πάνω σε αυτά τα μικρά άλογα, πρέπει να καλπάζουν σε θριαμβευτική πομπή μπροστά και πίσω από το βασιλικό ζεύγος. Εδώ, επίσης, υπάρχουν πιάτα από πορσελάνινα σκεύη, κατάλληλα για να είναι το σετ τραπεζαρίας αυτών των ίδιων πριγκιπικών προσωπικοτήτων, όταν κάνουν ένα βασιλικό συμπόσιο στην πιο μεγαλοπρεπή αίθουσα του παλατιού τους, γεμάτη πέντε πόδια ύψος, και βλέπουν τους ευγενείς τους να γλεντούν κάτω από τη μακρά προοπτική του τραπεζιού. Betwixt ο βασιλιάς και η βασίλισσα θα πρέπει να καθίσει μικρή μου Άννυ, η ομορφότερη νεράιδα από όλες. Εδώ στέκεται ένας τουρμπάνι Τούρκος, που μας απειλεί με το σπαθί του, σαν άσχημος ειδωλολάτρης όπως είναι. Και στη συνέχεια ένα κινέζικο μανταρίνι, που κουνά το κεφάλι του στην Άννυ και σε μένα. Εδώ μπορούμε να αναθεωρήσουμε έναν ολόκληρο στρατό αλόγων και ποδιών, με κόκκινες και μπλε στολές, με τύμπανα, φιγούρες, τρομπέτες και κάθε είδους αθόρυβη μουσική. έχουν σταματήσει στο ράφι αυτού του παραθύρου, μετά την κουρασμένη πορεία τους από το Lilliput. Αλλά τι νοιάζει την Άννυ για τους στρατιώτες; Καμμία κατακτήτρια βασίλισσα δεν είναι αυτή, ούτε Σεμίραμις ούτε Κάθριν. Όλη της η καρδιά είναι στραμμένη σε εκείνη την κούκλα, που μας κοιτάζει με τόσο μοντέρνο βλέμμα. Αυτό είναι το αληθινό παιχνίδι του μικρού κοριτσιού. Αν και κατασκευασμένη από ξύλο, μια κούκλα είναι μια οραματική και αιθέρια προσωπικότητα, προικισμένη από παιδική φαντασία με μια περίεργη ζωή. Η μιμητική κυρία είναι μια ηρωίδα του ρομαντισμού, ένας ηθοποιός και ένας πάσχων σε χίλιες σκιώδεις σκηνές, ο κύριος κάτοικος αυτού του άγριου κόσμου με τον οποίο τα παιδιά πιθηκίζουν τον πραγματικό. Η μικρή Άννυ δεν καταλαβαίνει τι λέω, αλλά κοιτάζει ευσεβώς την περήφανη κυρία στο παράθυρο. Θα την προσκαλέσουμε σπίτι μαζί μας καθώς επιστρέφουμε. Εν τω μεταξύ, αντίο, Dame Doll! Ένα παιχνίδι ο ίδιος, κοιτάζετε μπροστά από το παράθυρό σας πολλές κυρίες που είναι επίσης παιχνίδια, αν και περπατούν και μιλούν, και σε ένα πλήθος που κυνηγά παιχνίδια, αν και φορούν σοβαρά πρόσωπα. Ω, με τα μάτια σου που δεν κλείνουν ποτέ, αν δεν είχες παρά μια διάνοια να ηθικολογείς για όλα όσα πετούν μπροστά τους, τι σοφή κούκλα θα ήσουν! Έλα, μικρή Άννυ, θα βρούμε αρκετά παιχνίδια, πήγαινε όπου μπορούμε.
     Τώρα χωνόμαστε ξανά στο πλήθος. Είναι περίεργο, στο πιο πυκνοκατοικημένο μέρος μιας πόλης, να συναντάς ζωντανά πλάσματα που είχαν τη γενέτειρά τους σε κάποια μακρινή μοναξιά, αλλά έχουν αποκτήσει μια δεύτερη φύση στην έρημο των ανθρώπων. Κοίτα ψηλά, Άννυ, κείνο το καναρίνι, που κρέμεται έξω απ’ το παράθυρο στο κλουβί του. Καημένος μικρός άνθρωπος! Τα χρυσά φτερά του είναι όλα αμαυρωμένα σε αυτόν τον καπνιστό ήλιο. Θα έλαμπε δύο φορές πιο έντονα ανάμεσα στα καλοκαιρινά νησιά. Αλλά ακόμα έχει γίνει πολίτης σε όλα τα γούστα και τις συνήθειές του, και δεν θα τραγουδούσε τόσο καλά χωρίς την αναταραχή που πνίγει τη μουσική του. Τι κρίμα που δεν ξέρει πόσο δυστυχισμένος είναι! Υπάρχει επίσης ένας παπαγάλος, που φωνάζει: “Pretty Poll! Pretty Poll!” καθώς περνάμε. Ανόητο πουλί, να μιλάς για την ομορφιά της σε ξένους. ειδικά καθώς δεν είναι μια όμορφη δημοσκόπηση, αν και ντυμένη στα πράσινα και κίτρινα. Αν είχε πει “όμορφη Άννυ”, θα είχε κάποιο νόημα. Δείτε αυτόν τον γκρίζο σκίουρο, στην πόρτα του φρουτοπωλείου, να στροβιλίζεται τόσο χαρούμενα μέσα στον συρμάτινο τροχό του! Όντας καταδικασμένος στο διάδρομο, το κάνει διασκέδαση. Αξιοθαύμαστη φιλοσοφία!
     Εδώ έρχεται ένα μεγάλο, τραχύ σκυλί, το σκυλί ενός συμπατριώτη σε αναζήτηση του κυρίου του. μυρίζοντας στα τακούνια κάθε σώματος και αγγίζοντας το χέρι της μικρής Άννυ με την κρύα μύτη του, αλλά βιαστικά μακριά, αν και θα λιποθυμούσε να τον είχε χαϊδέψει. Επιτυχία στην αναζήτησή σας, Fidelity! Και εκεί κάθεται μια μεγάλη κίτρινη γάτα πάνω σε ένα περβάζι παραθύρου, μια πολύ εύσωμη και άνετη γάτα, κοιτάζοντας αυτόν τον παροδικό κόσμο, με τα μάτια της κουκουβάγιας, και κάνοντας μεστά σχόλια, αναμφίβολα, ή ό, τι φαίνεται τέτοιο, στο ανόητο θηρίο. Ω, φασκόμηλο, κάνε χώρο για μένα δίπλα σου, και θα είμαστε ένα ζευγάρι φιλοσόφων!
     Εδώ βλέπουμε κάτι που μας θυμίζει τον αστυνόμο και το ding-dong-bell του! Κοίτα! Κοιτάξτε αυτό το μεγάλο ύφασμα απλωμένο στον αέρα, που απεικονίζεται παντού με άγρια θηρία, σαν να είχαν συναντηθεί μαζί για να επιλέξουν έναν βασιλιά, σύμφωνα με το έθιμο τους στις ημέρες του Εσώπου. Αλλά δεν επιλέγουν ούτε βασιλιά ούτε πρόεδρο. Αλλιώς θα έπρεπε να ακούσουμε ένα φρικτό γρύλισμα! Έχουν έρθει από τα βαθιά δάση, και τα άγρια βουνά, και την άμμο της ερήμου, και τα πολικά χιόνια, μόνο για να αποτίσουν φόρο τιμής στη μικρή μου Άννυ. Καθώς μπαίνουμε ανάμεσά τους, ο μεγάλος ελέφαντας μας κάνει ένα τόξο, με το καλύτερο στυλ ελεφαντίνης ευγένειας, σκύβοντας χαμηλά κάτω από τον όγκο του βουνού του, με τον κορμό να βασίζεται και το πόδι να σπρώχνεται πίσω. Η Άννυ ανταποδίδει τον χαιρετισμό, προς μεγάλη ικανοποίηση του ελέφαντα, ο οποίος είναι σίγουρα το καλύτερα αναθρεμμένο τέρας στο καραβάνι. Το λιοντάρι και η λέαινα είναι απασχολημένα με δύο οστά βοείου κρέατος. Ο βασιλικός τίγρης, ο όμορφος, ο αδάμαστος, συνεχίζει να βηματίζει το στενό κλουβί του με ένα υπεροπτικό βήμα, αδιαφορώντας για τους θεατές ή ανακαλώντας τις άγριες πράξεις της προηγούμενης ζωής του, όταν ήταν συνηθισμένος να πηδάει πάνω σε τέτοια κατώτερα ζώα, από τις ζούγκλες της Βεγγάλης.
     Εδώ βλέπουμε τον ίδιο λύκο -μη πας κοντά του, Άννυ!- τον ίδιο λύκο που καταβρόχθισε τη μικρή Κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά της. Στο επόμενο κλουβί, μια ύαινα από την Αίγυπτο, που αναμφίβολα ουρλιάζει γύρω από τις πυραμίδες και μια μαύρη αρκούδα από τα δικά μας δάση, είναι συγκρατούμενοι κι εξαιρετικοί φίλοι. Υπάρχουνε δύο ζωντανά πλάσματα, που έχουν τόσο λίγες συμπάθειες που δεν μπορούν να είναι φίλοι; Εδώ κάθεται μια μεγάλη λευκή αρκούδα, την οποία οι κοινοί παρατηρητές θα αποκαλούσαν πολύ ηλίθιο θηρίο, αν και αντιλαμβάνομαι ότι είναι απορροφημένη μόνο από τον στοχασμό. Σκέφτεται τα ταξίδια του σε ένα παγόβουνο, και το άνετο σπίτι του κοντά στο Βόρειο Πόλο, και τα μικρά μικρά που άφησε να κυλούν στα αιώνια χιόνια. Στην πραγματικότητα, είναι μια αρκούδα συναισθημάτων. Αλλά, ω, αυτοί οι μη συναισθηματικοί πίθηκοι! Τα άσχημα, χαμογελαστά, πιθηκίζοντα, φλύαρα, κακοπροαίρετα, άτακτα και queer μικρά κτήνη. Η Άννυ δεν αγαπά τους πιθήκους. Η ασχήμια τους σοκάρει την αγνή, ενστικτώδη λεπτότητα της γεύσης της και κάνει το μυαλό της ανήσυχο, επειδή έχει μια άγρια και σκοτεινή ομοιότητα με την ανθρωπότητα. Αλλά εδώ είναι ένα μικρό πόνι, αρκετά μεγάλο για να ιππεύσει η Άννυ, και γύρω-γύρω καλπάζει σε κύκλο, κρατώντας το χρόνο με τις οπλές του σε μια μπάντα μουσικής. Και εδώ – με ένα δαντελωτό παλτό και ένα καπέλο, και ένα μαστίγιο ιππασίας στο χέρι του, έρχεται ένας μικρός κύριος, αρκετά μικρός για να είναι βασιλιάς των νεράιδων, και αρκετά άσχημος για να είναι βασιλιάς των στοιχειών, και κάνει ένα ιπτάμενο άλμα στη σέλα. Χαρούμενα, χαρούμενα, παίζει τη μουσική και καλπάζει χαρούμενα το πόνι και καβαλάει χαρούμενα τον μικρό ηλικιωμένο κύριο. Έλα, Άννυ, ξανά στο δρόμο. Κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να δούμε πιθήκους έφιππους εκεί!
     Έλεος μα σε τι θορυβώδη κόσμο ζούμε μείς οι ήσυχοι άνθρωποι! Διάβασε ποτέ η Άννυ τις κραυγές της πόλης του Λονδίνου; Με τι λάγνα πνευμόνια διακηρύσσει ο άνθρωπος ότι το καροτσάκι του είναι γεμάτο αστακούς! Εδώ έρχεται ένας άλλος τοποθετημένος σε ένα κάρο, και φυσώντας μια βραχνή και τρομερή έκρηξη από ένα κέρατο κασσίτερου, τόσο πολύ ώστε να πει “φρέσκο ψάρι!” Και hark! Μια φωνή ψηλά, όπως αυτή ενός μουεζίνη από την κορυφή ενός τζαμιού, που αναγγέλλει ότι κάποιος καπνοδοχοκαθαριστής έχει αναδυθεί από καπνό και αιθάλη, και σκοτεινά σπήλαια, στον επάνω αέρα. Τι νοιάζεται ο κόσμος γι’ αυτό; Αλλά, κάθε μέρα, ακούμε μια διαπεραστική φωνή θλίψης, την κραυγή ενός μικρού παιδιού, που ανεβαίνει πιο δυνατά με κάθε επανάληψη αυτού του έξυπνου, αιχμηρού, χαστουκιστικού ήχου, που παράγεται από ένα ανοιχτό χέρι πάνω σε τρυφερή σάρκα. Η Άννυ συμπάσχει, αν και χωρίς εμπειρία τέτοιας τρομερής θλίψης. Ιδού! Η πόλη-κραυγή και πάλι, με κάποιο νέο μυστικό για το αυτί του κοινού. Θα μας πει για μια δημοπρασία, ή για ένα χαμένο βιβλιάριο τσέπης, ή για μια επίδειξη όμορφων κέρινων ομοιωμάτων, ή για κάποιο τερατώδες θηρίο πιο φρικτό από οποιοδήποτε άλλο στο καραβάνι; Υποθέτω το τελευταίο. Δείτε πώς σηκώνει το κουδούνι στο δεξί του χέρι και το κουνά αργά στην αρχή, στη συνέχεια με βιαστική κίνηση, μέχρι που το γλωσσίδι φαίνεται να χτυπά και στις δύο πλευρές ταυτόχρονα κι οι ήχοι διασκορπίζονται σε γρήγορη διαδοχή, μακρυά και κοντά.

Ντινγκ-ντονγκ! Ντινγκ-ντονγκ! Ντινγκ-ντονγκ!
     Τώρα υψώνει την καθαρή, δυνατή φωνή του, πάνω απ’ όλα το din της πόλης. Πνίγει τη βουή πολλών γλωσσών και τραβάει το μυαλό κάθε ανθρώπου από τη δική του δουλειά. Κυλάει πάνω-κάτω στον δρόμο που αντηχεί, ανεβαίνει στο σιωπηλό θάλαμο των αρρώστων και διεισδύει προς τα κάτω στην κουζίνα του κελαριού, όπου ο ζεστός μάγειρας γυρίζει από τη φωτιά για να ακούσει. Ποιος, από όλους όσους απευθύνονται στο δημόσιο αυτί, είτε στην εκκλησία, είτε στο δικαστήριο, είτε στην αίθουσα του κράτους, έχει ένα τόσο προσεκτικό ακροατήριο όσο ο αστυνόμος! Τι λέει ο ρήτορας του λαού;
 -“Ξεστρατισμένο από το σπίτι της, ένα κοριτσάκι, πέντε ετών, με μπλε μεταξωτό πέπλο και λευκά παντελόνια, με καστανά κατσαρά μαλλιά και φουντουκιά μάτια. Όποιος θα την φέρει πίσω στην ταλαιπωρημένη μητέρα της-“…
     Σταμάτα, σταμάτα, τελάλη Το χαμένο βρίσκεται. Ω, όμορφη Άννυ μου, ξεχάσαμε να πούμε στη μητέρα σου για τη περιπλάνησή μας κι είναι σε απόγνωση κι έστειλε τον αστυνόμο να ψάχνει στους δρόμους, ταλαιπωρώντας γέρους και νέους, για την απώλεια ενός μικρού κοριτσιού που δεν έχει αφήσει ούτε μια φορά το χέρι μου; Λοιπόν, ας σπεύσουμε προς το σπίτι. Και καθώς πηγαίνουμε, μη ξεχάστε να ευχαριστήσετε τον ουρανό, Άννυ μου, που αφού περιπλανηθείτε λίγο στον κόσμο, μπορείτε να επιστρέψετε με την πρώτη κλήση, με μια αμόλυντη κι ακούραστη καρδιά και να ‘στε και πάλι ένα ευτυχισμένο παιδί. Αλλά έχω παραστρατήσει πάρα πολύ για να με καλέσει πίσω ο αστυνόμος!
    Το γλυκό ήταν η γοητεία της παιδικής ηλικίας στο πνεύμα μου, καθ’ όλη τη διάρκεια της βόλτας μου με τη μικρή Άννυ! Μη πείτε ότι ήταν χάσιμο πολύτιμων στιγμών, ένα αργόσχολο θέμα, μια φλυαρία παιδικών συζητήσεων και μια ονειροπόληση παιδικής φαντασίας, για θέματα που δεν αξίζουν την προσοχή ενός ενήλικου ανθρώπου. Ήταν μόνο αυτό; Δεν είναι έτσι. Δεν είναι έτσι. Δεν είναι πραγματικά σοφοί αυτοί που θα το επιβεβαίωναν. Όπως η αγνή πνοή των παιδιών αναζωογονεί τη ζωή των ηλικιωμένων ανδρών, έτσι και η ηθική μας φύση αναζωογονείται από τις ελεύθερες και απλές σκέψεις τους, το εγγενές τους συναίσθημα, το αέρινο κέφι τους, για ασήμαντη αιτία ή για κανένα, η θλίψη τους, σύντομα ξεσηκώθηκε και σύντομα καταπραΰνθηκε. Η επιρροή τους πάνω μας είναι τουλάχιστον αμοιβαία με τη δική μας πάνω τους. Όταν η βρεφική μας ηλικία έχει σχεδόν ξεχαστεί κι η παιδική μας ηλικία έχει φύγει προ πολλού αν και φαίνεται μόνο σα χθες. Όταν η ζωή καταλαγιάζει σκοτεινά πάνω μας κι αμφιβάλλουμε αν πρέπει να αποκαλούμε τους εαυτούς μας νέους πια. Στη συνέχεια, είναι καλό να κλέψετε μακριά από την κοινωνία των γενειοφόρων ανδρών, ακόμη και της ευγενέστερης γυναίκας, και να περάσετε μια ώρα ή δύο με παιδιά. Αφού πιούμε από εκείνες τις πηγές της ακόμα νωπής ύπαρξης, θα επιστρέψουμε στο πλήθος, όπως κάνω τώρα, για να αγωνιστούμε και να κάνουμε το μέρος μας στη ζωή, ίσως τόσο ένθερμα όσο ποτέ, αλλά, για ένα διάστημα, με μια πιο ευγενική, αγνή καρδιά και πνεύμα πιο ελαφρά. Όλ’ αυτά με τη γλυκειά σου μαγεία, αγαπητή μικρή Άννυ!
______

                                      Το Εκ Γενετής Σημάδι

     Στο τελευταίο μέρος του περασμένου αιώνα ζούσε ένας άνθρωπος της επιστήμης, εξέχων γνώστης σε κάθε κλάδο της φυσικής φιλοσοφίας, που λίγο πριν ανοίξει η ιστορία μας είχε κάνει την εμπειρία μιας πνευματικής συγγένειας πιο ελκυστική απ’ οποιαδήποτε χημική. Είχε αφήσει το εργαστήριό του στη φροντίδα ενός βοηθού, καθάρισε την ωραία όψη του από τον καπνό του φούρνου, έπλυνε το λεκέ των οξέων από τα δάχτυλά του κι έπεισε μια όμορφη γυναίκα να γίνει σύζυγός του. Κείνες τις μέρες που η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη του ηλεκτρισμού κι άλλων συγγενών μυστηρίων της Φύσης φαινόταν να ανοίγει δρόμους στη περιοχή του θαύματος, δεν ήταν ασυνήθιστο για την αγάπη της επιστήμης να ανταγωνίζεται την αγάπη της γυναίκας στο βάθος και την απορροφητική της ενέργεια. Η ανώτερη διάνοια, η φαντασία, το πνεύμα, ακόμη και η καρδιά θα μπορούσαν όλοι να βρουν τη συμπαθητική τροφή τους σε επιδιώξεις οι οποίες, όπως πίστευαν μερικοί από τους ένθερμους πιστούς τους, θα ανέβαιναν από το ένα βήμα ισχυρής νοημοσύνης στο άλλο, έως ότου ο φιλόσοφος βάλει το χέρι του στο μυστικό της δημιουργικής δύναμης και ίσως να κάνει νέο κόσμους για τον εαυτό του. Δεν γνωρίζουμε αν ο Έυλμερ κατείχε αυτόν τον βαθμό πίστης στον απόλυτο έλεγχο του ανθρώπου πάνω στη φύση. Είχε αφιερωθεί, ωστόσο, πολύ ανεπιφύλακτα στις επιστημονικές μελέτες για να αποδυναμωθεί ποτέ από αυτές από οποιοδήποτε δεύτερο πάθος. Η αγάπη του για τη νεαρή σύζυγό του μπορεί να αποδειχθεί η ισχυρότερη από τις δύο. Αλλά θα μπορούσε να είναι μόνο συνυφασμένη με την αγάπη του για την επιστήμη και ενώνοντας τη δύναμη της τελευταίας με τη δική του.
     Μια τέτοια ένωση έλαβε χώρα αναλόγως, και συνοδεύτηκε με πραγματικά αξιοσημείωτες συνέπειες κι ένα βαθιά εντυπωσιακό ήθος. Μια μέρα, πολύ σύντομα μετά το γάμο τους, ο Έυλμερ κάθισε κοιτάζοντας τη σύζυγό του με ένα πρόβλημα στην όψη του που έγινε ισχυρότερο μέχρι να μιλήσει.
 -“Γεωργιάννα“, είπε, “δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι το σημάδι στο μάγουλό σου μπορεί να αφαιρεθεί“;
 -“Όχι, πράγματι“, είπε χαμογελώντας. Αλλά, αντιλαμβανόμενη τη σοβαρότητα του τρόπου του, κοκκίνισε βαθιά. “Για να σου πω την αλήθεια, έχει ονομαστεί τόσο συχνά γούρι που ήμουν αρκετά απλή για να φανταστώ ότι θα μπορούσε να είναι έτσι“.
 -“Α, σε άλλο πρόσωπο ίσως θα μπορούσε“, απάντησε ο σύζυγός της. “Αλλά ποτέ στο δικό σου. Όχι, αγαπητή Γεωργιάννα, ήρθες τόσο σχεδόν τέλεια από το χέρι της Φύσης, που αυτό το παραμικρό πιθανό ελάττωμα, που διστάζουμε να ονομάσουμε ελάττωμα ή ομορφιά, με σοκάρει, ως ορατό σημάδι της γήινης ατέλειας“.
 -“Σε σοκάρει, άντρα μου!” φώναξε η Γεωργιάννα, βαθιά πληγωμένη. Στην αρχή κοκκίνισε από στιγμιαίο θυμό, αλλά στη συνέχεια ξέσπασε σε κλάματα. “Τότε γιατί με πήρες από την αγκαλιά της μητέρας μου; Δεν μπορείς ν’ αγαπάς αυτό που σε σοκάρει“!
     Για να εξηγήσουμε αυτή τη συζήτηση πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι στο κέντρο του αριστερού μάγουλου της Γεωργιάννας υπήρχε μοναδικό σημάδι, βαθιά συνυφασμένο, τρόπον τινά, με την υφή και την ουσία του προσώπου της. Στη συνήθη κατάσταση της επιδερμίδας της -υγιής αν και λεπτή άνθιση- το σημάδι είχε απόχρωση βαθύτερου πορφυρού, που καθόρισε ατελώς το σχήμα του μες στο γύρω ρόδινο. Όταν κοκκίνισε, σταδιακά έγινε πιο δυσδιάκριτη και τελικά εξαφανίστηκε μες στη θριαμβευτική ορμή του αίματος που έλουζε ολόκληρο το μάγουλο με τη λαμπρή λάμψη του. Αλλά αν κάποια μεταβαλλόμενη κίνηση την έκανε να γίνει χλωμή, υπήρχε και πάλι το σημάδι, ένας βυσσινί λεκές πάνω στο χιόνι, σ’ αυτό που ο Έυλμερ μερικές φορές θεωρούσε μια σχεδόν τρομακτική διάκριση. Το σχήμα του δεν είχε μικρή ομοιότητα με το ανθρώπινο χέρι, αν και του μικρότερου πυγμαίου μεγέθους. Οι εραστές της Γεωργιάννας συνήθιζαν να λένε ότι κάποια νεράιδα την ώρα της γέννησής της είχε βάλει το μικροσκοπικό της χέρι στο μάγουλο του βρέφους κι άφησε αυτό το αποτύπωμα εκεί σ’ ένδειξη των μαγικών χαρισμάτων που θα της έδιναν τέτοια επιρροή πάνω σ’ όλες τις καρδιές. Πολλοί απελπισμένοι θα διακινδύνευαν τη ζωή τους για το προνόμιο να πιέζουν τα χείλη τους στο μυστηριώδες χέρι. Δεν πρέπει να κρύβεται, ωστόσο, ότι η εντύπωση που προκαλούσε αυτό το εγχειρίδιο του παραμυθένιου σημείου διέφερε υπερβολικά ανάλογα με τη διαφορά ιδιοσυγκρασίας στους θεατές. Μερικοί σχολαστικοί άνθρωποι -αλλά ήταν αποκλειστικά του δικού της φύλου- επιβεβαίωσαν ότι το ματωμένο χέρι, όπως επέλεξαν να το αποκαλούνε, κατέστρεψε αρκετά την επίδραση της ομορφιάς της κι έκανε την όψη της ακόμη κι αποκρουστική. Αλλά θα ήταν εξίσου λογικό να πούμε ότι ένας απ’ αυτούς τους μικρούς μπλε λεκέδες που μερικές φορές εμφανίζονται στο καθαρότερο μάρμαρο αγαλμάτων θα μετέτρεπε την Παραμονή των Δυνάμεων σε τέρας. Οι αρσενικοί παρατηρητές, αν το σημάδι δεν αύξανε τον θαυμασμό τους, αρκούνταν στο να το ευχηθούν, ότι ο κόσμος θα μπορούσε να κατέχει ένα ζωντανό δείγμα ιδανικής ομορφιάς χωρίς την επίφαση ενός ελαττώματος. Μετά το γάμο του -επειδή είχε σκεφτεί ελάχιστα ή τίποτα γι’ αυτό πριν- ο Έυλμερ ανακάλυψε ότι αυτό συνέβαινε και με τον εαυτό του.
     Αν ήταν λιγότερο όμορφη, -αν ο Φθόνος μπορούσε να βρει κάτι άλλο να χλευάσει- ίσως να ‘νιωθε την αγάπη του να αυξάνεται από την ομορφιά αυτού του μιμικού χεριού, που τώρα απεικονίζεται αόριστα, τώρα χαμένο, τώρα κλέβει ξανά και λάμπει πέρα δώθε με κάθε παλμό συναισθήματος που πάλλεται μες στη καρδιά της. Αλλά, βλέποντάς τη κατά τα άλλα τόσο τέλεια, βρήκε αυτό το ελάττωμα να γίνεται όλο και πιο ανυπόφορο με κάθε στιγμή της ενωμένης ζωής τους. Ήταν το μοιραίο ελάττωμα της ανθρωπότητας που η Φύση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σφραγίζει ανεξίτηλα σε όλες τις παραγωγές της, είτε για να υπονοήσει ότι είναι προσωρινές και πεπερασμένες, είτε ότι η τελειότητά τους πρέπει να σφυρηλατηθεί από τον μόχθο και τον πόνο. Το πορφυρό χέρι εξέφραζε την αδιαπραγμάτευτη γκρίνια που η θνητότητα κρατά τη ψηλότερη κι αγνότερη γήινη μούχλα, υποβαθμίζοντάς τους σε συγγενείς με τους χαμηλότερους, ακόμη και με τα ίδια τα κτήνη, σαν τα οποία τα ορατά τους πλαίσια επιστρέφουν στη σκόνη. Με αυτόν τον τρόπο, επιλέγοντάς το ως σύμβολο της ευθύνης της συζύγου του στην αμαρτία, τη θλίψη, τη φθορά και το θάνατο, η σκοτεινή φαντασία του Έυλμερ δεν άργησε να καταστήσει το σημάδι ένα τρομακτικό αντικείμενο, προκαλώντας του περισσότερα προβλήματα και τρόμο από ποτέ.
     Σε όλες τις εποχές που θα έπρεπε να είναι οι πιο ευτυχισμένες τους, πάντα και χωρίς να το επιδιώκει, όχι, παρά έναν σκοπό για το αντίθετο, επανερχόταν σε αυτό το καταστροφικό θέμα. Όσο ασήμαντο κι αν φαινόταν αρχικά, συνδέθηκε τόσο πολύ με αναρίθμητα τρένα σκέψης και τρόπους συναισθήματος που έγινε το κεντρικό σημείο όλων. Με το πρωινό λυκόφως ο Έυλμερ άνοιξε τα μάτια του στο πρόσωπο της συζύγου του και αναγνώρισε το σύμβολο της ατέλειας. Κι όταν κάθισαν μαζί στη βραδινή εστία, τα μάτια του περιπλανήθηκαν κρυφά στο μάγουλό της κι είδαν, τρεμοπαίζοντας από τη φλόγα της φωτιάς του ξύλου, το φασματικό χέρι που έγραφε τη θνητότητα εκεί που θα λιποθυμούσε. Η Γεωργιάννα σύντομα έμαθε να τρέμει στο βλέμμα του. Δεν χρειαζόταν παρά μια ματιά με την περίεργη έκφραση που φορούσε συχνά το πρόσωπό του για να αλλάξει τα τριαντάφυλλα του μάγουλου της σε μια επιθανάτια ωχρότητα, μέσα στην οποία το πορφυρό χέρι έβγαινε δυνατά, σαν ανάγλυφο ρουμπινί στο πιο λευκό μάρμαρο.
     Αργά μια νύχτα, όταν τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν, έτσι ώστε να μη προδίδουν το λεκέ στο μάγουλο της φτωχής συζύγου, η ίδια, πρώτη φορά, ανέλαβε οικειοθελώς το θέμα.
 -“Θυμάσαι, αγαπητέ μου Έυλμερ“, του ‘πε, με αδύναμη προσπάθεια να χαμογελάσει, “έχεις καμμία ανάμνηση ενός ονείρου χθες το βράδυ για αυτό το απεχθές χέρι“;
 -“Καμμία! Τίποτα απολύτως!” απάντησε ο Έυλμερ, αρχίζοντας. Αλλά μετά πρόσθεσε, με ξηρό, ψυχρό τόνο, επηρεασμένος για χάρη της απόκρυψης του πραγματικού βάθους των συναισθημάτων του: “Θα μπορούσα κάλλιστα να το ονειρευτώ. γιατί πριν κοιμηθώ είχε πάρει μια αρκετά σταθερή λαβή της φαντασίας μου“.
 -“Και το ονειρεύτηκες;” συνέχισε βιαστικά η Γεωργιάννα. Γιατί φοβόταν μήπως μια ριπή δακρύων διακόψει αυτά που είχε να πει. “Ένα τρομερό όνειρο! Αναρωτιέμαι αν μπορείς να το ξεχάσεις. Είναι δυνατόν να ξεχάσουμε αυτή τη μία έκφραση; -“Είναι στη καρδιά της τώρα. Πρέπει να το βγάλουμε έξω!” Σκέψου, άντρα μου. γιατί με κάθε τρόπο θα ήθελα να θυμάσαι εκείνο το όνειρο“.
     Ο νους βρίσκεται σε μια θλιβερή κατάσταση όταν ο Ύπνος, ο παντοδύναμος, δεν μπορεί να περιορίσει τα φαντάσματά του μέσα στη σκοτεινή περιοχή της κυριαρχίας του, αλλά τα υποφέρει να ξεσπάσουν, προσβάλλοντας αυτή την πραγματική ζωή με μυστικά που πιθανότατα ανήκουν σε μια βαθύτερη. Ο Έυλμερ θυμήθηκε τώρα το όνειρό του. Είχε φανταστεί τον εαυτό του με τον υπηρέτη του Αμιναντάμπ να επιχειρεί μια εγχείρηση για την αφαίρεση του σημαδιού. αλλά όσο πιο βαθιά πήγαινε το μαχαίρι, τόσο πιο βαθιά βύθιζε το χέρι, μέχρι που η μικροσκοπική του λαβή φάνηκε να έχει πιάσει την καρδιά της Γεωργιάννας. Από τότε, όμως, ο σύζυγός της ήταν αμείλικτα αποφασισμένος να το κόψει ή να το ξεριζώσει.
     Όταν το όνειρο είχε διαμορφωθεί τέλεια στη μνήμη του, ο Έυλμερ κάθισε στη παρουσία της συζύγου του με ένα αίσθημα ενοχής. Η αλήθεια συχνά βρίσκει το δρόμο της προς το νου κλεισμένο πνιγμένο σε ενδύματα ύπνου και στη συνέχεια μιλάει με ασυμβίβαστη αμεσότητα για θέματα σχετικά με τα οποία ασκούμε μια ασυνείδητη αυταπάτη κατά τη διάρκεια των στιγμών που είμαστε ξύπνιοι. Μέχρι τώρα δεν είχε επίγνωση της τυραννικής επιρροής που απέκτησε μια ιδέα πάνω στο μυαλό του, και των ορίων που θα μπορούσε να βρει στην καρδιά του για να δώσει στον εαυτό του ειρήνη.
 -“Έυλμερ“, συνέχισε η Γεωργιάννα, επίσημα, “δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι το κόστος και για τους δυο μας για να με απαλλάξουν από αυτό το μοιραίο σημάδι. Ίσως η αφαίρεσή του μπορεί να προκαλέσει αθεράπευτη παραμόρφωση. Ή μπορεί να είναι ο λεκές τόσο βαθύς όσο η ίδια η ζωή. Και πάλι: γνωρίζουμε ότι υπάρχει η δυνατότητα, με οποιουσδήποτε όρους, να ξετυλίξουμε τη σταθερή λαβή αυτού του μικρού χεριού που τέθηκε πάνω μου πριν έρθω στον κόσμο“;
 -“Αγαπημένη Γεωργιάννα, έχω σκεφτεί πολύ το θέμα“, διέκοψε βιαστικά ο Άιλμερ. “Είμαι πεπεισμένος για τη τέλεια πρακτικότητα της απομάκρυνσής του“.
 -“Αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα”, συνέχισε η Γεωργιάννα, “ας γίνει η προσπάθεια, με οποιονδήποτε κίνδυνο. Ο κίνδυνος δεν είναι τίποτα για μένα. Για μια ζωή, ενώ αυτό το μισητό σημάδι με κάνει αντικείμενο της φρίκης και της αηδίας σου, η ζωή είναι ένα βάρος που θα πετούσα κάτω με χαρά. Είτε αφαιρέστε αυτό το φοβερό χέρι, είτε πάρτε την άθλια ζωή μου! Έχετε βαθιά επιστήμη. Όλος ο κόσμος γίνεται μάρτυρας γι’ αυτό. Έχετε πετύχει μεγάλα θαύματα. Δεν μπορείτε να αφαιρέσετε αυτό το μικρό, μικρό σημάδι, που καλύπτω με τις άκρες δύο μικρών δακτύλων; Είναι αυτό πέρα από τις δυνάμεις σας, για χάρη της δικής σας ειρήνης και για να σώσετε τη φτωχή γυναίκα σας από τη τρέλλα“;
 -“Ευγενέστερη, πιο αγαπητή, πιο τρυφερή σύζυγος“, φώναξε εκστασιασμένος ο Έυλμερ, “μην αμφιβάλλεις για τη δύναμή μου. Έχω ήδη σκεφτεί βαθύτερα αυτό το ζήτημα -σκέψη που θα μπορούσε σχεδόν να με διαφωτίσει να δημιουργήσω ένα ον λιγότερο τέλειο από σας. Γεωργιάννα, με οδήγησες βαθύτερα από ποτέ στη καρδιά της επιστήμης. Αισθάνομαι πλήρως ικανός να καταστήσω αυτό το αγαπητό μάγουλο τόσο άψογο όσο κι ο συνάνθρωπός του. Και τότε, πολυαγαπημένοι, ποιος θα είναι ο θρίαμβός μου όταν θα ‘χω διορθώσει αυτό που η Φύση άφησε ατελές στο πιο δίκαιο έργο της! Ακόμα κι ο Πυγμαλίων, όταν η γλυπτή γυναίκα του ανέλαβε τη ζωή, δεν ένιωσε μεγαλύτερη έκσταση από τη δική μου“.
 -“Λύθηκε, λοιπόν“, είπε η Γεωργιάννα, χαμογελώντας αμυδρά. “Κι Έυλμερ, μη με λυπάσαι, αν και θα πρέπει επιτέλους να βρεις το σημάδι να καταφεύγει στη καρδιά μου“.
     Ο σύζυγός της φίλησε τρυφερά το μάγουλό της, το δεξί της μάγουλο, όχι αυτό που ‘φερε την εντύπωση του πορφυρού χεριού.
     Την επόμενη μέρα ο Έυλμερ ενημέρωσε τη σύζυγό του για ένα σχέδιο που ‘χε καταρτίσει που θα μπορούσε να ‘χει την ευκαιρία για την έντονη σκέψη και τη συνεχή επαγρύπνηση που θ’ απαιτούσε η προτεινόμενη επιχείρηση. ενώ η Γεωργιάννα, ομοίως, θ’ απολάμβανε τη τέλεια ανάπαυση που είναι απαραίτητη για την επιτυχία της. Επρόκειτο να απομονωθούν στα εκτεταμένα διαμερίσματα που καταλάμβανε ο Έυλμερ ως εργαστήριο και όπου, κατά τη διάρκεια της κοπιαστικής νεότητάς του, είχε κάνει ανακαλύψεις στις στοιχειώδεις δυνάμεις της φύσης που είχαν προκαλέσει το θαυμασμό όλων των μορφωμένων κοινωνιών στην Ευρώπη. Καθισμένος ήρεμα σε αυτό το εργαστήριο, ο χλωμός φιλόσοφος είχε ερευνήσει τα μυστικά της υψηλότερης νεφοπεριοχής και των βαθύτερων ορυχείων. Είχε ικανοποιηθεί από τις αιτίες που άναψαν και κράτησαν ζωντανές τις φωτιές του ηφαιστείου. Και είχε εξηγήσει το μυστήριο των πηγών και πώς αναβλύζουν, άλλες τόσο φωτεινές και αγνές, και άλλες με τόσο πλούσιες φαρμακευτικές αρετές, από τους σκοτεινούς κόλπους της γης. Και εδώ, επίσης, σε μια παλαιότερη περίοδο, είχε μελετήσει τα θαύματα του ανθρώπινου πλαισίου και προσπάθησε να κατανοήσει την ίδια τη διαδικασία με την οποία η Φύση αφομοιώνει όλες τις πολύτιμες επιρροές της από τη γη και τον αέρα, και από τον πνευματικό κόσμο, για να δημιουργήσει και να καλλιεργήσει τον άνθρωπο, το αριστούργημά της. Την τελευταία αυτή επιδίωξη, ωστόσο, ο Έυλμερ είχε από καιρό παραμερίσει με την απρόθυμη αναγνώριση της αλήθειας -εναντίον της οποίας όλοι οι αναζητητές αργά ή γρήγορα σκοντάφτουν- ότι η μεγάλη δημιουργική Μητέρα μας, ενώ μας διασκεδάζει με το να εργάζεται φαινομενικά στον ευρύτερο ήλιο, είναι ωστόσο αυστηρά προσεκτική στο να κρατήσει τα δικά της μυστικά και, παρά την υποτιθέμενη ειλικρίνεια της, δεν μας δείχνει τίποτα άλλο παρά αποτελέσματα. Μας επιτρέπει, πράγματι, να αμαυρώνουμε, αλλά σπάνια να επιδιορθώνουμε κι όπως ένας ζηλιάρης κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας, σε καμμία περίπτωση να κάνουμε. Τώρα, ωστόσο, ο Έυλμερ επανέλαβε αυτές τις μισοξεχασμένες έρευνες. Όχι, φυσικά, με τέτοιες ελπίδες ή ευχές όπως τις πρότειναν αρχικά. αλλά επειδή περιλαμβάνανε πολλή φυσιολογική αλήθεια και βρίσκονταν στο δρόμο του προτεινόμενου σχεδίου του για τη θεραπεία της Γεωργιάννα.
     Καθώς την οδηγούσε στο κατώφλι του εργαστηρίου, η Γεωργιάννα ήτανε κρύα κι έτρεμε. Ο Έυλμερ κοίταξε χαρούμενα το πρόσωπό της, με πρόθεση να τη καθησυχάσει, αλλά ξαφνιάστηκε τόσο πολύ με την έντονη λάμψη του σημαδιού πάνω στη λευκότητα του μάγουλού της που δεν μπορούσε να συγκρατήσει ένα δυνατό σπασμωδικό ρίγος. Η γυναίκα του λιποθύμησε.
 -“Αμιναντάμπ! Αμιναντάμπ!” φώναξε ο Έυλμερ, χτυπώντας βίαια στο πάτωμα.
     Αμέσως βγήκε από ένα εσωτερικό διαμέρισμα ένας άνδρας χαμηλού αναστήματος, αλλά ογκώδης σκελετός, με δασύτριχα μαλλιά να κρέμονται γύρω από το πρόσωπό του, που ήτανε βρώμικο απ’ τους ατμούς του φούρνου. Αυτή το πρόσωπο ήταν ο υποεργάτης του Έυλμερ καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστημονικής σταδιοδρομίας του κι ήταν αξιοθαύμαστα κατάλληλο γι’ αυτό το αξίωμα λόγω της μεγάλης μηχανικής ετοιμότητάς του και της ικανότητας που, ενώ ήταν ανίκανος να κατανοήσει μια ενιαία αρχή, εκτέλεσε όλες τις λεπτομέρειες των πειραμάτων του δασκάλου. Με τη τεράστια δύναμή του, τα δασύτριχα μαλλιά του, τη καπνιστή όψη του και την απερίγραπτη γήινη φύση που τονε δίεπε, φαινόταν ν’ αντιπροσωπεύει τη φυσική φύση του ανθρώπου. ενώ η λεπτή φιγούρα του Έυλμερ και το χλωμό, διανοητικό πρόσωπο, δεν ήταν λιγότερο κατάλληλο είδος πνευματικού στοιχείου.
 -“Άνοιξε τη πόρτα του μπουντουάρ, Αμιναντάμπ“, είπε ο Άιλμερ, “και κάψε ένα παστίλι“.
 – “Ναι, δάσκαλε“, απάντησε ο Αμιναντάμπ, κοιτώντας προσεκτικά την άψυχη μορφή της Γεωργιάννας. Και μετά μουρμούρισε στον εαυτό του: “Αν ήταν γυναίκα μου, δεν θ’ αποχωριζόμουνα ποτέ αυτό το σημάδι“.
     Όταν η Γεωργιάννα ανέκτησε τις αισθήσεις της, βρήκε τον εαυτό της να αναπνέει μια ατμόσφαιρα διεισδυτικής ευωδίας, η απαλή δύναμη της οποίας την είχε ανακαλέσει από τη νεκρική λιποθυμία της. Η σκηνή γύρω της έμοιαζε με γοητεία. Ο Έυλμερ είχε μετατρέψει αυτά τα καπνιστά, βρώμικα, σκοτεινά δωμάτια, όπου είχε περάσει τα λαμπρότερα χρόνια του σε αναζητήσεις, σε μια σειρά από όμορφα διαμερίσματα που δεν ήταν ακατάλληλα να είναι η απομονωμένη κατοικία μιας όμορφης γυναίκας. Οι τοίχοι ήτανε γεμάτοι με πανέμορφες κουρτίνες, που προσδίδανε συνδυασμό μεγαλείου και χάρης που κανέν άλλο είδος στολισμού δεν μπορεί να πετύχει. Και καθώς έπεφταν από το ταβάνι στο πάτωμα, οι πλούσιες και βαρειές πτυχώσεις τους, που κρύβαν όλες τις γωνίες και τις ευθείες γραμμές, έμοιαζαν να κλείνουνε τη σκηνή από το άπειρο διάστημα. Για ό,τι ήξερε η Γεωργιάννα, θα μπορούσε να είναι περίπτερο ανάμεσα στα σύννεφα. Κι ο Έυλμερ, εξαιρουμένης της ηλιοφάνειας, που θα παρεμπόδιζε τις χημικές διεργασίες του, είχε προμηθεύσει τη θέση του με αρωματικές λάμπες, που εξέπεμπαν φλόγες διαφόρων αποχρώσεων, αλλά όλες ενώνονταν σε μια απαλή, πορφυρή ακτινοβολία. Τώρα γονάτισε στο πλευρό της γυναίκας του, παρακολουθώντας την ένθερμα, μα χωρίς ανησυχία. Γιατί ήτανε σίγουρος για την επιστήμη του κι ένιωθε ότι μπορούσε να σχεδιάσει ένα μαγικό κύκλο γύρω της, που μέσα του κανένα κακό δεν θα μπορούσε να εισβάλει.
 -“Πού είμαι; Αχ, θυμάμαι“, είπε η Γεωργιάννα, αμυδρά. Και έβαλε το χέρι της στο μάγουλό της για να κρύψει το τρομερό σημάδι από τα μάτια του συζύγου της. “Μη φοβάσαι, αγαπημένε μου!” αναφώνησε.
 -“Μη στεναχωριέσαι για μένα! Πίστεψέ με, Γεωργιάννα, χαίρομαι ακόμη και γι’ αυτή τη μοναδική ατέλεια, αφού θα είναι μεγάλη έκσταση να την αφαιρέσεις“.
 -“Ω, σώσε με!” απάντησε λυπημένη η γυναίκα του. “Προσευχήσου, μη το ξανακοιτάξεις. Ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω αυτό το σπασμωδικό ρίγος“.
     Προκειμένου να ηρεμήσει την Γεωργιάννα και, τρόπον τινά, ν’ απελευθερώσει το μυαλό της από το βάρος των πραγμάτων, ο Έυλμερ έθεσε τώρα σε εφαρμογή μερικά από τα ελαφριά και παιχνιδιάρικα μυστικά που του ‘χε διδάξει η επιστήμη μεταξύ των βαθύτερων παραδόσεών της. Αέρινες φιγούρες, απολύτως ασώματες ιδέες και μορφές ανούσιας ομορφιάς ήρθαν και χόρεψαν μπρος της, αποτυπώνοντας τα στιγμιαία βήματά τους σε δέσμες φωτός. Αν κι είχε κάποια ασαφή ιδέα για τη μέθοδο αυτών των οπτικών φαινομένων, η ψευδαίσθηση ήτανε σχεδόν αρκετά τέλεια ώστε να δικαιολογεί τη πεποίθηση ότι ο σύζυγός της κυριαρχούσε στον πνευματικό κόσμο. Και πάλι, όταν ένιωσε την επιθυμία να κοιτάξει μπρος από την απομόνωσή της, αμέσως, σαν να ‘χαν απαντηθεί οι σκέψεις της, η πομπή της εξωτερικής ύπαρξης πέταξε σε μια οθόνη. Το τοπίο κι οι φιγούρες της πραγματικής ζωής αναπαριστώνται τέλεια, αλλά μ’ αυτή τη μαγευτική αλλά απερίγραπτη διαφορά που κάνει πάντα μια εικόνα, μια εικόνα ή μια σκιά πολύ πιο ελκυστική από την αρχική. Όταν κουράστηκε απ’ αυτό, ο Έυλμερ τη διέταξε να ρίξει τα μάτια της σε δοχείο που περιείχε ποσότητα γης. Το έκανε, με ελάχιστο ενδιαφέρον στην αρχή. Αλλά σύντομα ξαφνιάστηκε όταν αντιλήφθηκε το μικρόβιο ενός φυτού που εκτοξεύεται προς τα πάνω από το έδαφος. Στη συνέχεια ήρθε ο λεπτός μίσχος. τα φύλλα ξεδιπλώθηκαν σταδιακά. Κι ανάμεσά τους ήταν ένα τέλειο κι υπέροχο λουλούδι.
 -“Είναι μαγικό!” φώναξε η Γεωργιάννα. “Δεν τολμώ να το αγγίξω“.
 -“Όχι, μάζεψέ το“, απάντησε ο Άιλμερ, “μάζεψέ το κι εισέπνευσε το σύντομο άρωμά του όσο μπορείς. Το λουλούδι θα μαραθεί σε λίγα λεπτά και δεν θ’ αφήσει τίποτα εκτός από τους καφέ σπόρους του. Αλλά από ‘κεί μπορεί να διαιωνιστεί μια φυλή τόσο εφήμερη όσο και το ίδιο“.
     Αλλά η Γεωργιάννα δεν άγγίξε έγκαιρα το λουλούδι και το φυτό μαράθηκε απότομα, τα φύλλα του γίνανε μαύρα σαν τον άνθρακα υπό την επηρρεια φωτιάς.
 -“Υπήρχε ένα πολύ ισχυρό ερέθισμα“, είπε ο Έυλμερ, σκεπτόμενος.
     Για ν’ αντισταθμίσει αυτό το αποτυχημένο πείραμα, πρότεινε να πάρει το πορτραίτο της με μια επιστημονική διαδικασία δικής του εφεύρεσης. Επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με ακτίνες φωτός που χτυπούσανε πάνω σε γυαλισμένη πλάκα μετάλλου. Η Γεωργιάννα συναίνεσε. αλλά κοιτώντας το αποτέλεσμα, ήτανε συγκλονισμένος που βρήκε τα χαρακτηριστικά του πορτραίτου θολά κι απροσδιόριστα. ενώ η λεπτή φιγούρα ενός χεριού εμφανίστηκε εκεί που θα ‘πρεπε να ‘ναι το μάγουλο. Ο Έυλμερ άρπαξε τη μεταλλική πλάκα και την έριξε σε βάζο διαβρωτικού οξέος.
     Σύντομα, όμως, ξέχασε αυτές τις θανάσιμες αποτυχίες. Στα διαλείμματα της μελέτης και του χημικού πειράματος ήρθε σ’ αυτήν ξεπλυμένος κι εξαντλημένος, αλλά φαινόταν αναζωογονημένος από τη παρουσία της και μίλησε σε λαμπερή γλώσσα για τους πόρους της τέχνης του. Έδωσε μια ιστορία της μακράς δυναστείας των αλχημιστών, που περάσανε τόσους αιώνες αναζητώντας τον παγκόσμιο διαλύτη που ο χρυσός θα μπορούσε να εξαχθεί απ’ όλα τα άθλια και βασικά πράγματα. Ο Έυλμερ φαινόταν να πιστεύει ότι, με την απλούστερη επιστημονική λογική, ήταν εντελώς εντός των ορίων της δυνατότητας ν’ ανακαλυφθεί αυτό το πολυπόθητο μέσο.
 -“Αλλά“, πρόσθεσε, “ένας φιλόσοφος που θα έπρεπε να πάει αρκετά βαθιά για να αποκτήσει τη δύναμη θα αποκτούσε πολύ υψηλή σοφία για να σκύψει στην άσκησή της”. Όχι λιγότερο μοναδικές ήταν οι απόψεις του σχετικά με το ελιξίριο vitæ. Περισσότερο από υπαινίχθηκε ότι ήταν στην επιλογή του να παρασκευάσει ένα υγρό που θα έπρεπε να παρατείνει τη ζωή για χρόνια, ίσως ατελείωτα. αλλά ότι θα προκαλούσε μια διχόνοια στη φύση, την οποία όλος ο κόσμος, και κυρίως ο αθάνατος του αθάνατου ρουθούνου, θα έβρισκε αφορμή να καταραστεί“.
 -“Έυλμερ, είσαι σοβαρός;” ρώτησε η Γεωργιάννα, κοιτάζοντάς τον μ’ έκπληξη και φόβο. “Είναι τρομερό να κατέχεις τέτοια δύναμη, ή ακόμα και να ονειρεύεσαι να τη κατέχεις“.
 -“Ω, μη τρέμεις, αγάπη μου“, είπε ο σύζυγός της. “Δεν θ’ αδικούσα ούτε σένα ούτε τον εαυτό μου με το να εργάζομαι με τόσο δυσαρμονικά αποτελέσματα στη ζωή μας, αλλά θα ‘θελα να σκεφτείς πόσο ασήμαντη, σε σύγκριση, είναι η ικανότητα που απαιτείται για ν’ αφαιρέσει αυτό το μικρό χέρι“.
     Στην αναφορά του σημαδιού, η Γεωργιάννα, ως συνήθως, αναπήδησε σαν ένα κόκκινο καυτό σίδερο να ‘χε αγγίξει το μάγουλό της. Και πάλι ο Έυλμερ αφοσιώθηκε στους κόπους του. Μπορούσε ν’ ακούσει τη φωνή του στο μακρυνό καμίνι να δίνει οδηγίες στον Αμιναντάμπ, που οι σκληροί, άξεστοι, παραμορφωμένοι τόνοι ακούγονταν ως απάντηση, πιότερο σα γρύλισμα κτήνους παρά με ανθρώπινη ομιλία. Μετά από ώρες απουσίας, ο Έυλμερ επανεμφανίστηκε και πρότεινε να εξετάσει τώρα το γραφείο χημικών προϊόντων και φυσικών θησαυρών της γης. Μεταξύ αυτών της έδειξε ένα μικρό φιαλίδιο, που παρατήρησε, περιείχε απαλό αλλά πιο ισχυρό άρωμα, ικανό να εμποτίσει όλο το αεράκι που φυσά σ’ ένα βασίλειο. Ήταν ανεκτίμητης αξίας, το περιεχόμενο αυτού του μικρού φιαλιδίου. Και, καθώς το είπε, πέταξε λίγο από το άρωμα στον αέρα και γέμισε το δωμάτιο με διαπεραστική κι αναζωογονητική απόλαυση.
 -“Και τι είναι αυτό;” ρώτησε η Γεωργιάννα, δείχνοντας μια μικρή κρυστάλλινη σφαίρα που περιείχε ένα χρυσό υγρό. “Είναι τόσο όμορφο στο μάτι που θα μπορούσα να το φανταστώ ως το ελιξήριο της ζωής“.
 -“Κατά μίαν έννοια είναι“, απάντησε ο Έυλμερ. “Ή, μάλλον, το ελιξήριο της αθανασίας. Είναι το πιο πολύτιμο δηλητήριο που επινοήθηκε ποτέ σ’ αυτό τον κόσμο. Με τη βοήθειά του θα μπορούσα να μοιράσω τη ζωή οποιουδήποτε θνητού που θα μπορούσες να δείξεις με το δάχτυλό σου. Η ισχύς της δόσης θα καθόριζε αν θα έμενε για χρόνια ή θα ‘πεφτε νεκρός στη μέση μιας ανάσας. Κανείς βασιλιάς στο φυλασσόμενο θρόνο του δεν θα μπορούσε να κρατήσει τη ζωή του αν εγώ, απ’ τη θέση μου, θεωρούσα πως η ευημερία εκατομμυρίων ανθρώπων με δικαιολογούσε να του τη στερήσω“.
 -“Γιατί κρατάς ένα τόσο καταπληκτικό ναρκωτικό;” ρώτησε έντρομη η Γεωργιάννα.
 -“Μη με εμπιστεύεσαι, αγαπημένη“, είπε ο άντρας της χαμογελώντας. “Η ενάρετη δύναμή του είν’ ακόμη μεγαλύτερη από την επιβλαβή. Αλλά δες! Εδώ είναι ένα ισχυρό καλλυντικό. Με μερικές σταγόνες από αυτό σε βάζο με νερό, οι φακίδες μπορούν να ξεπλυθούν τόσο εύκολα όσο καθαρίζονται τα χέρια. Μια ισχυρότερη έγχυση θα έβγαζε το αίμα από το μάγουλο και θ’ άφηνε τη πιο ρόδινη ομορφιά σε χλωμό φάντασμα“.
 -“Με αυτή τη λοσιόν σκοπεύεις να λούσεις το μάγουλό μου;” ρώτησε η Γεωργιάννα με αγωνία.
 -“Ω, όχι“, απάντησε βιαστικά ο άντρας της. “Αυτό είναι απλώς επιφανειακό. Η υπόθεσή σου απαιτεί θεραπεία που θα πάει βαθύτερα“.
     Στις συνεντεύξεις του με τη Γεωργιάννα, ο Έυλμερ έκανε γενικά μικρές ερωτήσεις σχετικά με τις αισθήσεις της κι αν ο περιορισμός των δωματίων κι η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας συμφωνούσαν μαζί της. Αυτές οι ερωτήσεις είχανε τέτοια ιδιαίτερη μετατόπιση που η Γεωργιάννα άρχισε να εικάζει ότι είχε ήδη υποβληθεί σε ορισμένες φυσικές επιρροές, είτε εισπνέοντας με τον αρωματικό αέρα είτε παίρνοντας μαζί με το φαγητό της. Φανταζότανε το ίδιο, αλλά θα μπορούσε να ‘ναι εντελώς φανερό, ότι υπήρχε μια αναταραχή του συστήματός της, μια παράξενη, αόριστη αίσθηση που σέρνεται στις φλέβες της και μυρμηγκιάζει, μισοοδυνηρά, μισοευχάριστα, στη καρδιά της. Ωστόσο, όποτε τολμούσε να κοιτάξει στον καθρέφτη, εκεί έβλεπε τον εαυτό της χλωμό σαν λευκό τριαντάφυλλο και με το πορφυρό σημάδι σφραγισμένο στο μάγουλό της. Ούτε καν ο Έυλμερ δεν το μισούσε τόσο πολύ όσο κείνη.
     Για να διαλύσει τη κούραση των ωρών που ο σύζυγός της θεώρησε απαραίτητο ν’ αφιερώσει στις διαδικασίες συνδυασμού κι ανάλυσης, η Γεωργιάννα παρέδωσε τους τόμους της επιστημονικής βιβλιοθήκης του. Σε πολλούς σκοτεινούς παλιούς τόμους συναντήθηκε με κεφάλαια γεμάτα ρομαντισμό και ποίηση. Ήταν έργα φιλοσόφων του μεσαίωνα, όπως ο Albertus Magnus, ο Κορνήλιος Αγρίππας, ο Παράκελσος κι ο διάσημος μοναχός που δημιούργησε το προφητικό Brazen Head. Όλοι αυτοί οι αρχαίοι φυσιοδίφες στάθηκαν μπροστά από τους αιώνες τους, αλλά ήταν διαποτισμένοι με κάποια από την ευπιστία τους, και ως εκ τούτου πιστεύονταν, και ίσως φαντάζονταν τους εαυτούς τους να έχουν αποκτήσει από την έρευνα της φύσης μια δύναμη πάνω από τη φύση, και από τη φυσική μια κυριαρχία πάνω στον πνευματικό κόσμο. Όχι λιγότερο περίεργοι και ευφάνταστοι ήταν οι πρώτοι τόμοι των Συναλλαγών της Βασιλικής Εταιρείας, στους οποίους τα μέλη, γνωρίζοντας ελάχιστα για τα όρια των φυσικών δυνατοτήτων, κατέγραφαν συνεχώς θαύματα ή πρότειναν μεθόδους που θα μπορούσαν να γίνουνε θαύματα.
     Αλλά για τη Γεωργιάννα ο πιο συναρπαστικός τόμος ήταν ένα μεγάλο folio από το ίδιο το χέρι του συζύγου της, που ‘χε καταγράψει κάθε πείραμα της επιστημονικής του σταδιοδρομίας, τον αρχικό του στόχο, τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν για την ανάπτυξή του και τη τελική επιτυχία ή αποτυχία του, με τις συνθήκες που αποδόθηκε οποιοδήποτε γεγονός. Το βιβλίο, στην πραγματικότητα, ήταν τόσο η ιστορία όσο και το έμβλημα της ένθερμης, φιλόδοξης, ευφάνταστης, αλλά πρακτικής και επίπονης ζωής του. Χειρίστηκε τις φυσικές λεπτομέρειες σαν να μην υπήρχε τίποτα πέρα από αυτές. Ωστόσο, τους πνευματικοποίησε όλους και λύτρωσε τον εαυτό του από τον υλισμό με την ισχυρή και πρόθυμη φιλοδοξία του προς το άπειρο. Στα χέρια του ο πιο αληθινός σβώλος γης πήρε μια ψυχή. Η Γεωργιάννα, όπως διάβαζε, σεβόταν τον Έυλμερ και τον αγαπούσε πιο βαθιά από ποτέ, αλλά με λιγότερη εξάρτηση από τη κρίση του από ό,τι μέχρι τώρα. Όσο κι αν είχε επιτύχει, δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει ότι οι πιο λαμπρές επιτυχίες του ήταν σχεδόν πάντα αποτυχίες, σε σύγκριση με το ιδανικό στο οποίο στόχευε. Τα λαμπρότερα διαμάντια του ήταν τα πιο πενιχρά βότσαλα, κι ένιωθε να ‘ναι έτσι από μόνος του, σε σύγκριση με τα ανεκτίμητα πετράδια που κρύβονταν πέρα από τις δυνατότητές του. Ο τόμος, πλούσιος σε επιτεύγματα που είχαν κερδίσει φήμη για τον συγγραφέα του, ήταν όμως τόσο μελαγχολικός δίσκος όσο είχε γράψει ποτέ θνητό χέρι. Ήταν η θλιβερή ομολογία και το συνεχές παράδειγμα των ελαττωμάτων του σύνθετου ανθρώπου, του πνεύματος που είναι φορτωμένο με πηλό και εργάζεται στην ύλη, και της απελπισίας που επιτίθεται στην ανώτερη φύση που βρίσκεται τόσο άθλια ματαιωμένη από το γήινο μέρος. Ίσως κάθε ιδιοφυής άνθρωπος, σε οποιαδήποτε σφαίρα, θα μπορούσε να αναγνωρίσει την εικόνα της δικής του εμπειρίας στο ημερολόγιο του Έυλμερ.
Τόσο βαθιά επηρέασαν αυτές οι σκέψεις τη Γεωργιάννα που ακούμπησε το πρόσωπό της στον ανοιχτό όγκο και ξέσπασε σε κλάμματα. Σε αυτή τη κατάσταση βρέθηκε από τον σύζυγό της.
 -“Είναι επικίνδυνο να διαβάζεις στα βιβλία ενός μάγου“, είπε χαμογελώντας, αν κι η όψη του ήταν ανήσυχη και δυσαρεστημένη. “Γεωργιάννα, υπάρχουν σελίδες σε αυτόν τον τόμο που μετά βίας μπορώ να κοιτάξω και να διατηρήσω τις αισθήσεις μου. Πρόσεχε μήπως αποδειχθεί επιζήμιο για σένα“.
 -“Μ’ έκανε να σε λατρεύω περισσότερο από ποτέ“, είπε.
 -“Α, περίμενε αυτή τη μία επιτυχία“, απάντησε κείνος, “τότε λάτρεψέ με αν θέλεις. Δεν θα θεωρήσω τον εαυτό μου ανάξιο γι’ αυτό. Έλα όμως, σε αναζήτησα για τη πολυτέλεια της φωνής σου. Τραγούδησέ μου, αγαπημένη“.
     Έτσι έχυσε την υγρή μουσική της φωνής της για να σβήσει τη δίψα του πνεύματός του. Στη συνέχεια έφυγε με μια αγορίστικη ευθυμία, διαβεβαιώνοντάς την ότι η απομόνωσή της θα διαρκούσε λίγο περισσότερο κι ότι το αποτέλεσμα ήταν ήδη βέβαιο. Μόλις είχε φύγει, όταν η Γεωργιάννα αισθάνθηκε ακαταμάχητα την ανάγκη να τον ακολουθήσει. Είχε ξεχάσει να ενημερώσει τον Έυλμερ για ένα σύμπτωμα που για δύο ή τρεις ώρες είχε αρχίσει να διεγείρει τη προσοχή της. Ήταν αίσθηση στο θανατηφόρο σημάδι, όχι επώδυνη, αλλά που προκάλεσε ανησυχία σε όλο το σύστημά της. Κυνηγώντας βιαστικά τον σύζυγό της, εισέβαλε για πρώτη φορά στο εργαστήριο.
     Το πρώτο πράγμα που χτύπησε το μάτι της ήταν το καμίνι, αυτός ο ζεστός και πυρετώδης εργάτης, με την έντονη λάμψη της φωτιάς του, που από τις ποσότητες αιθάλης που ‘χανε συγκεντρωθεί πάνω του έμοιαζε να καίει για αιώνες. Υπήρχε συσκευή απόσταξης σε πλήρη λειτουργία. Γύρω από το δωμάτιο υπήρχαν αποστακτήρες, σωλήνες, κύλινδροι, χωνευτήρια κι άλλες συσκευές χημικής έρευνας. Μια ηλεκτρική μηχανή ήταν έτοιμη για άμεση χρήση. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε καταπιεστικά στενή και ήταν μολυσμένη με αέριες οσμές που είχαν βασανιστεί από τις διαδικασίες της επιστήμης. Η αυστηρή και σπιτική απλότητα του διαμερίσματος, με τους γυμνούς τοίχους και το τούβλο πεζοδρόμιο, φαινόταν παράξενη, συνηθισμένη όπως η Γεωργιάννα στη φανταστική κομψότητα του μπουντουάρ της. Αλλ’ αυτό που κυρίως, στη πραγματικότητα σχεδόν αποκλειστικά, τράβηξε τη προσοχή της, ήταν η πτυχή του ίδιου του Έυλμερ.
     Ήτανε χλωμός σαν θάνατος, ανήσυχος κι απορροφημένος και κρεμότανε πάνω απ’ το καμίνι σαν να εξαρτιόταν από τη μέγιστη εγρήγορσή του αν το υγρό που αποστάζαζε θα ‘πρεπε να ‘ναι το ρεύμα της αθάνατης ευτυχίας ή δυστυχίας. Πόσο διαφορετικό απ’ το αισιόδοξο και χαρούμενο ύφος που είχε αναλάβει για την ενθάρρυνση της Γεωργιάννα!
 -“Προσεκτικά τώρα, Αμιναντάμπ. Προσεκτικά, εσύ ανθρώπινη μηχανή. προσεκτικά, εσύ άνθρωπε από πηλό!” μουρμούρισε ο Έυλμερ, περισσότερο για τον εαυτό του παρά για το βοηθό του. “Τώρα, αν υπάρχει μια σκέψη πάρα πολύ ή πολύ λίγο, όλα έχουν τελειώσει“.
 -“Χο! Χο!” μουρμούρισε ο Αμιναντάμπ. “Κοίτα, δάσκαλε! Κοίτα!”
     Ο Έυλμερ σήκωσε τα μάτια του βιαστικά και στην αρχή κοκκίνισε, στη συνέχεια έγινε πιο χλωμός από ποτέ, βλέποντας τη Γεωργιάννα. Όρμησε προς το μέρος της κι άρπαξε το χέρι της με μια λαβή που άφησε το αποτύπωμα των δακτύλων του πάνω του.
 -“Γιατί έρχεσαι εδώ; Δεν έχεις εμπιστοσύνη στον άντρα σου;” φώναξε ορμητικά. “Θα ‘ριχνες τη μάστιγα αυτού του μοιραίου σημαδιού πάνω από τους κόπους μου; Δεν είναι καλά. Πήγαινε, αδιάκριτη γυναίκα, φύγε!”
 -“Όχι, Έυλμερ“, είπε η Γεωργιάννα με σταθερότητα που δεν διέθετε κανένα ίχνος χιούμορ, “δεν είσαι εσύ που έχεις το δικαίωμα να παραπονιέσαι. Δεν εμπιστεύεσαι τη γυναίκα σου. Έχετε κρύψει την αγωνία με την οποία παρακολουθείτε την εξέλιξη αυτού του πειράματος. Μη σκέφτεσαι τόσο ανάξια για μένα, τον άντρα μου. Πες μου όλους τους κινδύνους που διατρέχουμε, και μη φοβάσαι ότι θα υποχωρήσω. Γιατί το μερίδιό μου σε αυτό είναι πολύ μικρότερο από το δικό σας“.
 -“Όχι, όχι, Γεωργιάννα!” είπε ο Άιλμερ ανυπόμονα. “Δεν πρέπει να είναι“.
 -“Υποτάσσομαι“, απάντησε ήρεμα. “Και Έυλμερ, θα καταβροχθίσω όποιο βύθισμα μου φέρεις. Αλλά θα ‘ναι με την ίδια αρχή που θα με παρακινήσει να πάρω μια δόση δηλητηρίου αν μου προσφερθεί από το χέρι σου“.
 -“Η ευγενής σύζυγός μου“, είπε ο Έυλμερ, βαθιά συγκινημένος, “δεν ήξερα το ύψος και το βάθος της φύσης σου μέχρι τώρα. Τίποτα δεν πρέπει να αποκρύπτεται. Να ξέρεις λοιπόν, ότι αυτό το πορφυρό χέρι, όσο επιφανειακό κι αν φαίνεται, έχει πιάσει την ύπαρξή του μέσα στην ύπαρξή σας με μια δύναμη για την οποία δεν είχα καμμία προηγούμενη αντίληψη. Έχω ήδη χορηγήσει παράγοντες αρκετά ισχυρούς για να κάνουνε τίποτα εκτός από το ν’ αλλάξουν ολόκληρο το φυσικό σου σύστημα. Μόνο ένα πράγμα μένει να δοκιμαστεί. Αν αυτό μας αποτύχει, θα καταστραφούμε“.
 -“Γιατί δίστασες να μου το πεις αυτό;” τονε ρώτησε.
 -“Γιατί, Γεωργιάννα“, είπε ο Έυλμερ, με χαμηλή φωνή, “υπάρχει κίνδυνος“.
 -“Κίνδυνος; Υπάρχει μόνο ένας κίνδυνος, αυτό το φρικτό στίγμα να μείνει στο μάγουλό μου!” φώναξε η Γεωργιάννα. “Βγάλτε το, αφαιρέστε το, όποιο κι αν είναι το κόστος, αλλιώς θα τρελλαθούμε κι οι δυο!
 -“Ο Θεός ξέρει ότι τα λόγια σου είναι πολύ αληθινά“, είπε ο Έυλμερ, λυπημένος. “Και τώρα, αγαπημένη, γύρισε στο μπουντουάρ σου. Σε λίγο θα δοκιμαστούν όλα“.
     Την οδήγησε πίσω και την άφησε με μια σοβαρή τρυφερότητα που ‘λεγε πολύ περισσότερα από τα λόγια του πόσα διακυβεύονταν τώρα. Μετά την αναχώρησή του, η Γεωργιάννα έγινε έξαλλη στους συλλογισμούς. Σκέφτηκε τον χαρακτήρα του Έυλμερ και το έκανε πιο δίκαιο από οποιαδήποτε προηγούμενη στιγμή. Η καρδιά της αγαλλίαζε, ενώ έτρεμε, για την έντιμη αγάπη του -τόσο αγνή κι υψηλή που δεν δεχόταν τίποτα λιγότερο από τη τελειότητα, ούτε θα ικανοποιούνταν άθλια με μια γήινη φύση από ό,τι είχε ονειρευτεί. Ένιωθε πόσο πιο πολύτιμο ήταν ένα τέτοιο συναίσθημα από εκείνο το πιο κακό είδος που θα άντεχε την ατέλεια για χάρη της, και ήταν ένοχη προδοσίας της άγιας αγάπης υποβαθμίζοντας την τέλεια ιδέα της στο επίπεδο του πραγματικού. Και με όλο της το πνεύμα προσευχήθηκε ώστε, για μια στιγμή, να μπορέσει να ικανοποιήσει την υψηλότερη και βαθύτερη σύλληψή του. Περισσότερο από μία στιγμή ήξερε καλά ότι δεν θα μπορούσε να είναι. Γιατί το πνεύμα του ήτανε πάντα σε πορεία, πάντα ανερχόμενο και κάθε στιγμή απαιτούσε κάτι που ήτανε πέρα από το πεδίο της προηγούμενης στιγμής.
     Ο ήχος των βημάτων του συζύγου της την ξύπνησε. Έφερε ένα κρυστάλλινο κύπελλο που περιείχε ένα υγρό άχρωμο σαν νερό, αλλά αρκετά φωτεινό ώστε να είναι το ποτό της αθανασίας. Ο Έυλμερ ήτανε χλωμός. Αλλά φαινόταν μάλλον η συνέπεια μιας εξαιρετικά σφυρηλατημένης κατάστασης του νου και της έντασης του πνεύματος παρά του φόβου ή της αμφιβολίας.
 -“Το παρασκεύασμα του βυθίσματος ήταν τέλειο“, είπε, απαντώντας στο βλέμμα της Γεωργιάννα. “Αν δεν με έχει εξαπατήσει όλη η επιστήμη μου, δεν μπορεί να αποτύχει“.
 -“Εκτός απ’ το λογαριασμό σου, αγαπημένε μου Έυλμερ“, παρατήρησε η σύζυγός του, “ίσως θα ‘θελα να αναβάλω αυτό το σημάδι της θνητότητας εγκαταλείποντας την ίδια τη θνητότητα προτιμώντας οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η ζωή δεν είναι παρά ένα θλιβερό απόκτημα για κείνους που ‘χουνε φτάσει ακριβώς στο βαθμό της ηθικής προόδου στον οποίο στέκομαι. Αν ήμουν πιο αδύναμη και πιο τυφλή, ίσως να ‘ταν ευτυχία. Αν ήμουνα πιο δυνατή, θα μπορούσα να ‘χα υπομείνει ελπίζω. Αλλά, όντας αυτό που βρίσκω στον εαυτό μου, νομίζω ότι είμαι από όλους τους θνητούς η πιο κατάλληλη για να πεθάνω“.
 -“Είσαι κατάλληλη για τον παράδεισο χωρίς να γευτείς το θάνατο!” απάντησε ο σύζυγός της. “Αλλά γιατί μιλάμε για θάνατο; Το βύθισμα δεν μπορεί να αποτύχει. Ιδού η επίδρασή του σ’ αυτό το φυτό“.
     Στο κάθισμα του παραθύρου στεκόταν ένα γεράνι άρρωστο με κίτρινες κηλίδες, που ‘χε απλώσει όλα τα φύλλα του. Ο Έυλμερ έριξε μια μικρή ποσότητα του υγρού στο έδαφος στο οποίο μεγάλωσε. Σε λίγο καιρό, όταν οι ρίζες του φυτού είχανε πάρει την υγρασία, οι αντιαισθητικές κηλίδες άρχισαν να σβήνουνε σε ένα ζωντανό πράσινο.
 -“Δεν χρειαζόταν αποδείξεις“, είπε ήσυχα η Γεωργιάννα. “Δώσε μου το κύπελλο. Με χαρά ποντάρω όλα στο λόγο σου“.
 -“Πιες, λοιπόν, εσύ ανώτερο πλάσμα!” αναφώνησε ο Έυλμερ, μ’ έντονο θαυμασμό. “Δεν υπάρχει ίχνος ατέλειας στο πνεύμα σου. Το λογικό σου πλαίσιο, επίσης, σύντομα θα είναι τέλειο“.
     Ρούφηξε το υγρό κι επέστρεψε το κύπελλο στο χέρι του.
 -“Είναι ευγνώμον“, είπε με ήρεμο χαμόγελο. “Νομίζω ότι είναι σαν το νερό από μια ουράνια πηγή. γιατί περιέχει, δεν ξέρω τι από διακριτικό άρωμα και νοστιμιά. Κατευνάζει μια πυρετώδη δίψα που με είχε ξεράνει για πολλές μέρες. Τώρα, αγαπημένη, άσε με να κοιμηθώ. Οι γήινες αισθήσεις μου κλείνουν το πνεύμα μου σαν τα φύλλα γύρω από τη καρδιά ενός τριαντάφυλλου στο ηλιοβασίλεμα“.
     Είπε τις τελευταίες λέξεις με μια απαλή απροθυμία, σαν να απαιτούσε σχεδόν περισσότερη ενέργεια από ό,τι μπορούσε να διαλέξει για να προφέρει τις αχνές και παρατεταμένες συλλαβές. Μόλις είχανε χαθεί από τα χείλη της πριν χαθεί στον ύπνο. Ο Έυλμερ κάθισε δίπλα της, παρακολουθώντας την όψη της με τα συναισθήματα που αρμόζουνε σ’ έναν άνδρα, που όλη η αξία της ύπαρξης του συμμετείχε στη διαδικασία που τώρα πρέπει να δοκιμαστεί. Αναμεμειγμένη με αυτή τη διάθεση, ωστόσο, ήταν η φιλοσοφική έρευνα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο της επιστήμης. Ούτε το παραμικρό σύμπτωμα δεν του ξέφυγε. Ένα έντονο κοκκίνισμα του μάγουλου, μια μικρή ανωμαλία της αναπνοής, ένα πετάρισμα του βλεφάρου, ένας σχεδόν ανεπαίσθητος τρόμος μέσα από το κάδρο -τέτοιες ήταν οι λεπτομέρειες που, καθώς περνούσαν οι στιγμές, κατέγραφε στον τόμο του folio του. Η έντονη σκέψη είχε βάλει τη σφραγίδα της σε κάθε προηγούμενη σελίδα αυτού του τόμου. Αλλά οι σκέψεις των χρόνων ήταν όλες συγκεντρωμένες στο τελευταίο.
     Ενώ εργαζόταν έτσι, δε μπορούσε να μην κοιτά συχνά το μοιραίο χέρι κι όχι χωρίς ανατριχίλα. Ωστόσο, κάποτε, από μια παράξενη και ασύδοτη παρόρμηση, το πίεσε με τα χείλη του. Το πνεύμα του, ωστόσο, οπισθοχώρησε στην ίδια τη πράξη. Κι η Γεωργιάννα, μες στο βαθύ ύπνο της, κινήθηκε ανήσυχα κι μουρμούρισε, σαν σε διαμαρτυρία. Και πάλι ο Έυλμερ κοίταξε το ρολόι του. Ούτε ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Το πορφυρό χέρι που αρχικά ήταν έντονα ορατό πάνω στη μαρμάρινη ωχρότητα του μάγουλου της Γεωργιάννας, τώρα έγινε πιο αμυδρά σκιαγραφημένο. Δεν παρέμεινε λιγότερο χλωμή από ποτέ. Αλλά το σημάδι, με κάθε ανάσα που ερχόταν κι έφευγε, έχανε κάπως τη προηγούμενη ιδιαιτερότητά του. Η παρουσία του ήταν απαίσια. Η αναχώρησή του ήταν ακόμα πιο απαίσια. Παρακολουθήστε το λεκέ του ουράνιου τόξου να ξεθωριάζει στον ουρανό και θα μάθετε πώς πέθανε αυτό το μυστηριώδες σύμβολο.
 -“Από τον Ουρανό! Σχεδόν έφυγε!” είπε ο Έυλμερ στον εαυτό του, σε σχεδόν ασυγκράτητη έκσταση. “Μετά βίας μπορώ να το εντοπίσω τώρα. Επιτυχία! επιτυχία! Και τώρα είναι σαν το πιο αχνό ροζ χρώμα. Η ελαφρύτερη ροή αίματος στο μάγουλό της θα το ξεπερνούσε. Αλλά είναι τόσο χλωμή!”
     Τράβηξε στην άκρη τη κουρτίνα του παραθύρου κι υπέφερε το φως της φυσικής ημέρας να πέσει στο δωμάτιο και να ακουμπήσει στο μάγουλό της. Την ίδια στιγμή άκουσε ένα χονδροειδές, βραχνό γέλιο, που γνώριζε από καιρό ως έκφραση ευχαρίστησης του υπηρέτη του Αμιναντάμπ.
 -“Αχ, σβώλο! Αχ, γήινη μάζα!” φώναξε ο Έυλμερ, γελώντας με ένα είδος φρενίτιδας, “με υπηρέτησες καλά! Η ύλη και το πνεύμα -γη κι ουρανός- έχουνε παίξει και τα δύο το ρόλο τους σ’ αυτό! Γέλασε πράγμα των αισθήσεων! Έχεις κερδίσει το δικαίωμα να γελάς“.
     Αυτά τα επιφωνήματα διακόψανε τον ύπνο της Γεωργιάννας. Σιγά-σιγά έκλεισε τα μάτια και κοίταξε στον καθρέφτη που ο σύζυγός της είχε κανονίσει γι’ αυτό το σκοπό. Ένα αμυδρό χαμόγελο πέταξε πάνω από τα χείλη της όταν αναγνώρισε πόσο μόλις αντιληπτό ήτανε τώρα κείνο το πορφυρό χέρι που κάποτε είχε λάμψει με τέτοια καταστροφική λαμπρότητα ώστε να τρομάξει όλη την ευτυχία τους. Αλλά τότε τα μάτια της αναζητούσαν το πρόσωπο του Έυλμερ προβληματισμένη κι με άγχος που δεν μπορούσε σε καμμία περίπτωση να εξηγήσει.
 -“Φτωχέ μου Έυλμερ!” μουρμούρισε.
 -“Φτωχός; Όχι, ο πιο πλούσιος, ο πιο ευτυχισμένος, ο πιο ευνοημένος!” αναφώνησε. “Ασυναγώνιστη νύφη μου, είναι επιτυχής! Είσαι τέλεια“!
 -“Καημένε μου Έυλμερ“, επανέλαβε, με μια περισσότερο από ανθρώπινη τρυφερότητα, “στόχευσες ψηλά. Τα κατάφερες ευγενικά. Μη μετανοείς που με τόσο υψηλό κι αγνό συναίσθημα, έχεις απορρίψει το καλύτερο που θα μπορούσε να προσφέρει η γη. Έυλμερ, αγαπητέ Έυλμερ, πεθαίνω“!
     Αλίμονο! Ήταν πάρα πολύ αλήθεια! Το μοιραίο χέρι είχε καταπιαστεί με το μυστήριο της ζωής κι ήταν ο δεσμός με τον οποίο ένα αγγελικό πνεύμα διατηρούσε τον εαυτό του σε ενότητα με ένα θνητό πλαίσιο. Καθώς η τελευταία βυσσινί απόχρωση του σημαδιού -αυτό το μοναδικό σημάδι της ανθρώπινης ατέλειας- ξεθώριασε από το μάγουλό της, η αποχαιρετιστήρια ανάσα της τέλειας πλέον γυναίκας πέρασε στην ατμόσφαιρα κι η ψυχή της, παραμένοντας μια στιγμή κοντά στον σύζυγό της, πήρε την ουράνια πτήση της. Τότε ακούστηκε ξανά ένα βραχνό, γελαστό γέλιο! Έτσι πάντα η μεγάλη μοιραία φύση της γης αγαλλιάζει με τον αμετάβλητο θρίαμβό της πάνω στην αθάνατη ουσία που, σ’ αυτή την αμυδρή σφαίρα της μισής ανάπτυξης, απαιτεί τη πληρότητα μιας ανώτερης κατάστασης. Ωστόσο, αν ο Έυλμερ είχε φτάσει σε μια βαθύτερη σοφία, δεν θα χρειαζόταν να ‘χε πετάξει μακρυά την ευτυχία που θα ‘χε υφάνει τη θνητή ζωή του με την ίδια υφή με την ουράνια. Η στιγμιαία περίσταση ήτανε πολύ ισχυρή γι’ αυτόν.
     Απέτυχε να κοιτάξει πέρα απ’ το σκοτεινό πεδίο του χρόνου και ζώντας μια για πάντα στην αιωνιότητα, να βρει το τέλειο μέλλον στο παρόν.
____________________

        Ο ωκεανός

Ο ωκεανός βρίθει με σιωπηλές σπηλιές,
μόνος, αγέρωχα ήσυχος, βαθύς.
Αν και τα κύματα δεν ησυχάζουνε ποτές
απ’ τη μανία. Κάτω απ’ αυτά δεν βρίσκεται κανείς.

Τα φοβερά τα πνεύματα στα βάθη,
κρατούν τη κοινωνία τους εκεί.
Κι υπάρχουνε κι εκείνοι με τα πάθη,
τους κλαίμε: νέοι, δίκαιοι, φωτεινοί.

Ήρεμα ξεκουράζονται κι οι δόλιοι ναυτικοί,
μέσα στην αγκαλιά γαλάζιου απείρου.
Η ωκεάνια μοναξιά είν’ ευτυχής εκεί,
γιατί είν’ η αγνότητα του νεκρικού ονείρου.

Η γη έχει τις ενοχές και τη φροντίδα,
γι’ αυτό οι τάφοι της γεμάτοι ανησυχία,
μα ο γαλήνιος ύπνος είναι πάντα εκεί:
Μες στα γαλάζια κύματα, ηρεμία…

       Το Σκοτεινό Πέπλο

Ας ήμποργα τα πέπλα να ‘διωχνα τα σκοτεινά,
που κρύβουν τη μελλοντική ζωή μου.
Θα ήμποργαν αγέννητα, να σπεύσουνε αργά,
-να τα ‘βλεπα…- πριν απ’ τη βούλησή μου.

Κάθε μου ενέργεια εκεί ζωγραφισμένη,
δεν θα τολμούσα να τη δω με μια ματιά μονάχα.
Εκεί να στέκει η λύπηση και η πενία τάχα
και Μαύρο Χέρι Απελπισιάς να ξαποσταίνει.

Θα μ’ έκανε να βρω τον τάφο μου μοναχικά,
να κείται στην απέραντή του θλίψη, τυλιγμένος.
Άσε τότε καλύτερα ας μη βρεθώ ποτέ ξανά,
στο μυστικό βιβλίο της Μοίρας μου, χαμένος.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *