Βιογραφικό
O Τζόζεφ Χίλστρομ Κινγκ γεννήθηκε 4 Ιουνίου 1972, 2ο παιδί του μεγάλου συγγραφέα Στέφεν Kινγκ και της Ταμπίθα, κι είναι κι αυτός συγγραφέας, -που τονε βρίσκουμε με το όνομα που χρησιμοποιεί: Τζο Χιλ (Joe Hill). Έχει δημοσιεύσει ήδη 3 νουβέλες: “Κουτί Σε Σχήμα Καρδιάς“, “Κερασφόρος” “Νσφεράτου” κι ένα βιβλίο με διηγήματα, “Φαντάσματα Του 20ου Αιώνα“, που θα τα βρούμε στις Εκδόσεις BELL. Επίσης συμμετέχει σε μια σειρά κόμιξ με τίτλο: “Locke & Key“.
Θα πει κανείς κι εύλογα, πως “το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει” και θα συμφωνήσω, πλην όμως εκτιμώ πως ενώ φαινομενικά ανήκει στην ίδια ομάδα συγγραφέων, απέχει παρασάγγας, όχι μόνον από τον μεγάλο κι ανυπέρβλητο πατέρα του, αλλά κι από κάθε άλλον συγγραφέα που χω διαβάσει στο είδος αυτό. Όταν ξεκίνησε να γράφει, θέλησε αμέσως να πάρει αποστάσεις από το έργο του πατέρα του και ν’ αποφύγει τυχόν συγκρίσεις, εξ ου κι η επιλογή του ψευδωνύμου. Αργότερα που κατάφερε να πετύχει, τότε παρουσίασε τη σύνδεση αυτή. Πράγμα θαυμάσιο κατά τη γνώμη μου.
Γεννήθηκε στο Έρνον του Μέην και μεγάλωσε στο Μπάνγκορ κι ο μικρός του αδερφός Όουεν είναι επίσης συγγραφέας. Στα 9 του εμφανίζεται στη ταινία του Τζορτζ Ρομέρο, “ΚριπΣόου” (CreepShow), που ‘χε γράψει και συμμετείχε κι ο πατέρας του, κι αυτό του δίνει μια ιδέα για να γράψει ένα θαυμάσιο κομμάτι με τίτλο: “Ο Μπόμπι Κονρόι Επιστρέφει Από Τους Νεκρούς” κι υπάρχει στα διηγήματα που προανέφερα (κι είναι καταπληκτικό).
Έχει κερδίσει την Υποτροφία Ρέη Μπράντμπερυ κι έχει πάρει επίσης το Βραβείο Νέου Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα ΕΦ, το 2006, το A. E. Coppard Long Fiction Prize 1999, για το διήγημα “Καλύτερα Από Το Σπίτι” (υπάρχει κι αυτό στα διηγήματα που προείπα κι είναι καταπληκτικό), και το 2006 World Fantasy Award for Best Novella για το “Εθελούσιος Εγκλεισμός” (υπάρχει στο βιβλίο διηγημάτων κι είναι καταπληκτικό επίσης). Τέλος για τη συλλογή διηγημάτων αυτή ολάκερη, έχει πάρει το Βραβείο Μπραμ Στόκερ μαζί με το British Fantasy Award for Best Collection & Best Short Story για το “Η Καλύτερη Ιστορία Τρόμου Της Χρονιάς” (που υπάρχει μπλα μπλα μπλα κι είναι θαυμάσια). Έχει δημοσιεύσει ιστορίες του σε πολλά περιοδικά κι έχουνε συμπεριληφθεί και σε ανθολογίες. Το 1ο του βιβλίο “Κουτί Σε Σχήμα Καρδιάς” έφτασε στο Νο 8 του τοπ τεν στα μπεστ σέλλερς της χρονιάς (2007).
Ο Χιλ δε γράφει ιστορίες για να τρομάξει, δε γράφει για να φρικάρει, δε γράφει μήτε για να εντυπωσιάσει αν και φαίνεται πως επιζητεί τη καθιέρωση χωρίς δεκανίκια. Ο Χιλ γράφει για να υπερβεί, να αιφνιδιάσει, να εκπλήξει, να κερδίσει, να πετάξει. Πράγμα που προς το παρόν καταφέρνει, μάλλον δίχως ιδιαίτερο κόπο. Πραγματικά δε γνωρίζω αν πριν ετοιμάσει μιαν ιστορία, τη δείχνει στον πατέρα του κι αν εκείνος συστήνει διορθώσεις κι αλλαγές μέχρι να δοθεί η τελική μορφή. Αν με ρωτούσε κανείς θα λεγα πως δε το κάνει. Ο Χιλ γράφει για να εμφανίσει, να επικοινωνήσει τη μελαγχολική μοναξιά του, ήτις εμφαίνεται σε όλα του σχεδόν τα διηγήματα, που χω διαβάσει. Αληθινά, η μοναξιά κι η μοναχικότητά του, σταλάζει με πολύ αξιοσέβαστο τρόπο σε κάθε φράση, σε κάθε λέξη, σε κάθε παράγραφο -και πραγματικά, αναρωτιέμαι γιατί. Και κάτι επίσης που προκαλεί και δείχνει ότι είναι ακέραιος συγγραφέας: δε χρησιμοποιεί τη μανιέρα του πατέρα, κανένα στοιχείο, πλην σπανίων περιπτώσεων, -πράγμα απολύτως φυσικό και κατανοητό.
Λοιπόν για να κλείσω αυτό το προσωπικό μου αφιέρωμα θα πω πως συνιστώ ανεπιφύλακτα το βιβλίο διηγημάτων του κι ιδιαίτερα σε μη φίλους της ΕΦ, που φοβόνται να φρικάρουν ή να αηδιάσουνε κλπ., να διαβάσουνε τον Χιλ, γιατί οι ιστορίες του είναι πιότερο λογοτεχνικές, με επίφαση του οχήματος της ΕΦ, παρά ΕΦ αυτή καθαυτή. Περιμένω να δω τη συνέχειά του, με μεγάλο ενδιαφέρον και θα ‘μαι πάλι εδώ αν κι από τώρα είχει δείξει εξαιρετικά στοιχεία! Παρακάτω θα δώσω 1-2 δείγματα δουλειάς του και θα δείτε μόνοι σας τί εννοώ!============
Ποπ Αρτ
Ο καλλίτερός μου φίλος όταν ήμουνα δώδεκα χρονών, ήταν φουσκωτός. Τον έλεγαν Άρθουρ Ροθ, πράγμα που τον έκανε επίσης ένα φουσκωτό Εβραίο, παρ’ όλο που, στις κατά καιρούς συζητήσεις μας για τη μετά θάνατον ζωή, δε θυμάμαι να υιοθετούσε κάποια ιδιαίτερα εβραϊκή σκοπιά. Οι συζητήσεις ήταν η κυριότερη ασχολία μας -στη κατάστασή του, η έντονη σωματική δραστηριότητα αποκλειόταν εξ ορισμού- και το θέμα του θανάτου και το τί μπορεί ν’ ακολουθεί μετά απ’ αυτόν, ανέκυπτε αρκετά συχνά. Νομίζω πως ο Άρθουρ ήξερε πως θα ήταν τυχερός αν ζούσε για να τελειώσει το λύκειο. Όταν τον γνώρισα, είχε ήδη γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια δώδεκα φορές, μια για κάθε χρόνο που ήταν ζωντανός. Η μετά θάνατον ζωή τον απασχολούσε διαρκώς όπως κι η πιθανή ανυπαρξία της.
Όταν λέω πως συζητούσαμε, εννοώ απλώς ότι επικοινωνούσαμε, επιχειρηματολογούσαμε, κάναμε ο ένας στον άλλο σκόνη ή εξυψώναμε ο ένας τον άλλο μέχρι τα ουράνια. Για να μείνω πιστός στα γεγονότα, εγώ μιλούσα -ο Αρτ δε μπορούσε. Φορούσε ένα σημειωματάριο περασμένο με σπάγγο στο λαιμό του κι είχε πάντα κραγιόνια στη τσέπη του. Παρέδιδε τις σχολικές εργασίες γραμμένες με κραγιόνι, απαντούσε στις ερωτήσεις των διαγωνισμάτων με κραγιόνι. Μπορείτε να φανταστείτε τους κινδύνους που θα εγκυμονούσε ένα καλοξυσμένο μολύβι για ένα αγόρι βάρους εκατό γραμμαρίων, φτιαγμένο από πλαστικό και γεμισμένο με αέρα.
Νομίζω πως ένας από τους λόγους που γίναμε οι καλύτεροι φίλοι ήταν επειδή ήταν τόσο καλός ακροατής. Χρειαζόμουν κάποιον να με ακούει. Η μητέρα μου είχε φύγει και με τον πατέρα μου δε μπορούσα να μιλήσω. Η μητέρα μου μας εγκατέλειψε όταν ήμουν τριών, έστειλε στον μπαμπα μου ένα ασυνάρτητο και μπερδεμένο γράμμα από τη Φλόριντα για τις ηλιακές κηλίδες και τις ακτίνες γάμα και την ακτινοβολία που εκπέμπεται από τα καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος, για το πως το εκ γενετής σημάδι στην ανάστροφη της αριστερής παλάμης της είχε μετακινηθεί ψηλά στο μπράτσο κι από κει είχε προχωρήσει στον ώμο της. Μετά απ’ αυτό, μερικές καρτ-ποστάλ κι ύστερα τίποτα.
Όσο για τον πατέρα μου, υπέφερε από ημικρανίες. Τα απογεύματα καθόταν και παρακολουθούσε σαπουνόπερες στο σκοτεινιασμένο καθιστικό μας, με μάτια υγρά, αξιολύπητος. Δεν ανεχόταν να τον ενοχλούν. Δε μπορούσες να του πεις τίποτα. Ήταν λάθος ακόμα και να προσπαθήσεις.
-“Όλο μιλάς και μιλάς“, έλεγε, κόβοντάς με στη μέση μιας πρότασης. “Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Με σκοτώνεις μ’ αυτό το μπλα-μπλα-μπλα αυτό, μπλα-μπλά-μπλα εκείνο“.
Όμως του Αρτ του άρεσε να ακούει και. σε αντάλλαγμα εγώ του πρόσφερα προστασία. Τα παιδιά με φοβούνταν. Είχα κακή φήμη. Είχα στη κατοχή μου ένα σουγιά με ελατήριο και μερικές φορές τον έπαιρνα μαζί μου στο σχολείο κι άφηνα τ’ άλλα παιδιά να τον δουν, τους έτρεφε το φόβο. Το μόνο πράγμα που τον είχα καρφώσει ποτέ μου ωστόσο, ήταν ο τοίχος του δωματίου μου. Ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και τον έριχνα στο φελλοτάπητα του τοίχου, έτσι που να καρφώνεται με τη μύτη… –στακ!Μια μέρα που ο Αρτ ήρθε να μ’ επισκεφθεί, είδε τα σημάδια στον τοίχο. Του εξήγησα τι ήταν, το ένα έφερε το άλλο και πριν το καταλάβω, με ικέτευε να τον αφήσω να ρίξει κι αυτός μια φορά το σουγιά.
-“Τί σ’ έχει πιάσει;” τον ρώτησα. “Δεν έχεις καθόλου νιονιό στο κεφάλι σου; Ξέχασέ το. Αποκλείεται“.
Έβγαλε ένα κραγιόνι στο χρώμα της ψημένης σιένας. Έγραψε:
Τότε τουλάχιστον άφησέ με να τον δω.
Άνοιξα το σουγιά για να τον δει. Τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Στη πραγματικότητα, κοιτούσε τα πάντα με γουρλωμένα μάτια. Τα μάτια του ήτανε φτιαγμένα από υαλώδες πλαστικό, κολλημένα στην επιφάνεια του προσώπου του. Δε μπορούσε ούτε να πεταρίσει τα βλέφαρα, ούτε τίποτ’ άλλο. Όμως αυτό ήταν διαφορετικό από το συνηθισμένο γουρλομάτικο βλέμμα του. Κατάλαβα ότι πραγματικά είχε καθηλωθεί.
Έγραψε:
Θα προσέχω, τ’ ορκίζομαι σ’ ό,τι έχω και δεν έχω,
σε παρακαλώ!
Του έδωσα το σουγιά. Πίεσε τη μύτη της λεπίδας στο πάτωμα κάνοντάς τη να κρυφτεί μες στη λαβή. Μετά πάτησε το κουμπάκι κι η λεπίδα ξαναπετάχτηκε έξω. Ρίγησε, κοίταξε το χέρι του. Ύστερα, χωρίς καμιά προειδοποίηση, τον εκσφενδόνισε στον τοίχο. Βέβαια δε καρφώθηκε με τη μύτη. Για να καταφέρει κάτι τέτοιο χρειάζεται εξάσκηση, που δεν είχε και συγχρονισμός που, για να μαστε ειλικρινείς, δε θ’ αποκτούσε ποτέ. Ο σουγιάς αναπήδησε, γύρισε πάλι φυσέκι προς το μέρος του. Αυτός πετάχτηκε στον αέρα με τόση σβελτάδα, που ήταν σα να βλεπα το φάντασμά του να πηδά έξω από το κορμί του. Το μαχαίρι προσγειώθηκε εκεί που στεκόταν μόλις πριν από μια στιγμή και κύλησε με θόρυβο κάτω από το κρεβάτι μου.
Κατέβασα τον Αρτ από το ταβάνι. Έγραψε:
Είχες δίκιο, ήταν ανόητο. Είμαι ένας αποτυχημένος
-ένας ανεγκέφαλος.
-“Αναμφίβολα” είπα εγώ.
Όμως δεν ήταν αποτυχημένος, ούτε ανεγκέφαλος. Ο μπαμπάς μου ήταν αποτυχημένος. Τα παιδιά στο σχολείο ήταν ανεγκέφαλα. Ο Αρτ ήταν διαφορετικός. Ήταν όλο καρδιά. Απλώς ήθελε κάποιος να τον αγαπήσει.
Επίσης, μπορώ να πω χωρίς υπερβολή, ότι ήταν ο πιο άκακος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ μου. Όχι μόνο δε θα πείραζε ούτε μύγα, δε μπορούσε να πειράξει ούτε μύγα. Αν χτυπούσε μια με τη παλάμη του κι ύστερα σήκωνε το χέρι, εκείνη απομακρυνόταν βουίζοντας ατάραχη. Ήταν σαν εκείνες τις άγιες μορφές στις ιστορίες της Βίβλου, που μπορούν να θεραπεύσουν τα πετσοκομμένα και μολυσμένα μέρη του κορμιού σου, ακουμπώντας απλώς πάνω τους το χέρι τους. Ξέρετε πως καταλήγουν αυτές οι ιστορίες της Βίβλου. Τα άτομα αυτού του είδους ποτέ δεν επιβιώνουν για πολύ. Οι ξοφλημένοι κι οι ανεγκέφαλοι τους μπήγουν καρφιά για να τους κόψουν τον αέρα.
Υπήρχε κάτι το ξεχωριστό στον Αρτ, ένα αόρατο κάτι, που έκανε τ’ άλλα παιδιά να θέλουν πολύ απλά να τον πάρουν με τις κλοτσιές. Ήταν καινούριος στο σχολείο μας. Οι γονείς του είχαν μόλις μετακομίσει στη πόλη. Αυτοί ήταν φυσιολογικοί, γεμάτοι με αίμα, όχι αέρα. Η πάθηση από την οποία υπέφερε ο Αρτ είναι μια από κείνες τις κληρονομικές ασθένειες που παίζουν κουτσό με τις γενιές, όπως η Τάι Σάξ ( ο Αρτ μου είπε κάποτε ότι είχε ένα μεγάλο θείο, επίσης φουσκωτό, που μια μέρα έπεσε σ’ ένα σωρό φύλλα κι έσκασε πάνω στο δόντι μιας τσουγκράνας που ήταν θαμμένη ανάμεσά τους). τη πρώτη μέρα μαθημάτων, η κυρία Γκάνον έβαλε τον Αρτ να σταθεί στο μπρος μέρος της τάξης κι είπε σε όλους τα πάντα γι’ αυτόν, ενώ εκείνος είχε κρεμάσει το κεφάλι από ντροπή.
Ήταν άσπρος. Όχι Καυκάσιος, αλλά άσπρος σαν τα μαρσμάλλοους ή σαν τον Κάσπερ το φαντασματάκι. Μια γραμμή συγκόλλησης σα ραφή εκτεινόταν γύρω από το κεφάλι του και συνεχιζόταν στα πλευρά του. Είχε μια πλαστική βαλβίδα κάτω από το ένα χέρι, απ’ όπου μπορούσαν να τον φουσκώνουν με αέρα.
Η κυρία Γκάνον μας είπε πως έπρεπε να μαστε πολύ προσεχτικοί και να μη τρέχουμε μες στη τάξη με ψαλίδια ή στυλό. Ένα τρύπημα ήταν πιθανό να τον σκοτώσει. Δε μπορούσε να μιλάει, όλοι έπρεπε να προσπαθήσουμε και να το αντιμετωπίσουμε αυτό με ευαισθησία. Τα ενδιαφέροντά του ήταν οι αστροναύτες, η φωτογραφία και τα μυθιστορήματα του Μπέρτραντ Μάλαμουντ.
Πριν του δείξει μ’ ένα ελαφρό σπρώξιμο, πως ήταν ώρα να καθίσει, του έσφιξε λίγο ενθαρρυντικά τον ώμο και καθώς τα δάχτυλά της πιέσαν το κορμί του, σφύριξε απαλά. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που έβγαζε ποτέ του ήχο. Λυγίζοντας το κορμί του μπορούσε να παράγει σιγανά τριξίματα και τσιρίγματα. Όταν τον ζουλούσαν άλλοι, έβγαζε ένα απαλό μελωδικό σφύριγμα.
Προχώρησε αναπηδώντας προς το πίσω μέρος της αίθουσας και κάθισε στην άδεια θέση πλάι μου. Ο Μπίλι Σπίαρς που καθόταν ακριβώς πίσω του, του πετούσε πινέζες στο κεφάλι όλο το πρωί. Τις πρώτες φορές ο Αρτ έκανε πως δε κατάλαβε. Ύστερα, όταν η κυρία Γκάνον δεν κοιτούσε, έγραψε στον Μπίλι ένα σημείωμα. Έλεγε:
Σε παρακαλώ σταμάτα!Δε θέλω να πω τίποτα στη κα Γκάνον, αλλά είναι επικίνδυνο να μου πετάς πινέζες. Σοβαρολογώ!
Ο Μπίλι απάντησε:
Τόλμα να δημιουργήσεις πρόβλημα και μετά δε θα κάνεις ούτε για μπάλωμα σε σαμπρέλα ποδηλάτου. Σκέψου το καλά.
Τα πράγματα δεν έγιναν ευκολώτερα για τον Αρτ από κει και πέρα. Στο εργαστήριο βιολογίας τον έβαλαν μαζί με τον Κάσιους Ντελαμίτρι, που χε μείνει στην έκτη τάξη για 2η χρονιά. Ήταν ένα χοντρό παιδί με φουσκωμένο, κατσούφικο πρόσωπο κι ένα αποκρουστικό στρώμα από μαύρες τρίχες πάνω από το μονίμως σουφρωμένο στόμα του. Η άσκηση που έπρεπε να κάνουμε ήταν να διυλίσουμε ξύλο, πράγμα που απαιτούσε τη χρήση φλόγας γκαζιού -ο Κάσιους έκανε τη δουλειά ενώ ο Αρτ παρακολουθούσε κι έγραφε ενθαρρυντικά σημειώματα:
Δεν το πιστεύω ότι πήρες μόνο τη βάση σ’ αυτό το πείραμα πέρυσι, -ξέρεις πράγματι πως γίνεται η δουλειά!
και:
Οι γονείς μου μου αγόρασαν ένα σετ με όργανα για πειράματα χημείας, στα γενέθλιά μου. Θα μπορούσες να έρθεις σπίτι μου και να παίξουμε τους τρελούς επιστήμονες κάποια φορά. Θέλεις;
Μετά από 3-4 τέτοια σημειώματα ο Κάσιους είχε διαβάσει αρκετά και του καρφώθηκε στο κεφάλι πως ο Αρτ ήταν κάποιου είδους ομοφυλόφιλος… ιδιαίτερα μετά τη πρόσκλησή του για να πάει σπίτι του και να παίξουνε το γιατρό ή κάτι τέτοιο. Σε μια στιγμή που ο δάσκαλος δεν τους πρόσεχε γιατί βοηθούσε άλλα παιδιά, ο Κάσιους έχωσε τον Αρτ κάτω από το τραπέζι και τον έδεσε γύρω από το πόδι του τραπεζιού, σ’ ένα τριζάτο γαϊδουρόκομπο, κεφάλι, χέρια, κορμί, όλα. Όταν ο κος Μίλτον ρώτησε που είχε πάει ο Αρτ, ο Κάσιους είπε πως μάλλον τον είδε να φεύγει τρέχοντας για τη τουαλέτα.
-“Αλήθεια;” ρώτησε ο κος Μίλτον. “Τί ανακούφιση. Δεν ήξερα καν αν αυτό το παιδί μπορούσε να πηγαίνει τουαλέτα“.
Μιαν άλλη φορά ο Τζον Έρικσον έβαλε κάτω τον Αρτ στο διάλειμμα κι έγραψε πάνω στο στομάχι του: ΣΑΚΟΥΛΑ ΚΩΛΛΟΣΤΟΜΗΑΣ, με ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Μπήκε άνοιξη μέχρι να σβήσουν τα γράμματα.
Το χειρότερο ήταν όταν το είδε η μαμά μου. Ήταν αρκετά δυσάρεστο που χρειάστηκε να μάθει ότι τρώω της χρονιάς μου σε καθημερινή βάση. Αλλά κείνο που τη τάραξε πραγματικά ήταν η ανορθογραφία του κειμένου.
Και πρόσθεσε:
Δε ξέρω τί περίμενε -είμαστε στη ΣΤ” τάξη. Δε θυμάται πως είναι η ΣΤ’ τάξη; Λυπάμαι αλλά, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να σε τουλουμιάσει στο ξύλο ο μεγαλύτερος νικητής του διαγωνισμού ορθογραφίας;
-“Έτσι καταπώς σου πηγαίνει η χρονιά…“, απάντησα εγώ, “πάρα πολλές“.
Να πως ο Αρτ κι εγώ γίναμε φίλοι:
Πάντα περνούσα τα διαλείμματα μόνος μου, σκαρφαλώνοντας πάνω στο σύστημα αναρρίχησης, διαβάζοντας αθλητικά περιοδικά. Καλλιεργούσα τη φήμη μου ως κακοποιού στοιχείου και πιθανού μικροδιακινητή ναρκωτικών. Για να ενισχύσω την εικόνα μου φορούσα μαύρο τζιν μπουφάν και δε μιλούσα σε κανέναν ούτε έκανα φίλους. Πάνω στο σύστημα αναρρίχησης -μια θολωτή μεταλλική κατασκευή στην άκρη της ασφαλτοστρωμένης έκτασης πίσω από το σχολείο- βρισκόμουν τρία γεμάτα μέτρα πάνω από το έδαφος και μπορούσα να κατοπτεύω όλο το προαύλιο. Μια μέρα, είδα τον Μπίλι Σίαρς να σαχλαμαρίζει με τον Κάσιους Ντελαμίτρι και τον Τζον Έρικσον. Ο Μπίλι είχε μια μπάλα κι ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ κι οι τρεις τους προσπαθούσαν να χτυπήσουν τη μπάλα ώστε να περάσει μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο του πρώτου ορόφου. Ύστερα από δεκαπέντε λεπτά αποτυχημένων προσπαθειών, ο Τζον Έρικσον στάθηκε τυχερός κι έστειλε τη μπάλα μέσα. Ο Κάσιους είπε:
-“Διάολε, πάει η μπάλα. Χρειαζόμαστε κάτι άλλο να χτυπάμε“.
-“Ε,” φώναξε ο Μπίλι, “κοιτάξτε! Να ο Αρτ“!
Πρόφτασαν τον Αρτ που προσπαθούσε να μείνει μακρυά τους κι ο Μπίλι άρχισε να τον πετά στον αέρα και να τον χτυπά με το ρόπαλο, για να δει πόσο μακρυά μπορούσε να τον στείλει. Κάθε φορά που τον χτυπούσε ακουγόταν ένα κούφιο δυνατό Παφ! κι ο Αρτ τιναζόταν στον αέρα, έπειτα προχωρούσε λίγο οριζόντια και κατέβαινε πάλι σιγά-σιγά προς το έδαφος. Μόλις οι φτέρνες του αγγίζαν τη γη, άρχιζε να τρέχει, αλλά η ταχύτητα των ποδιών του δε συγκαταλεγόταν στα προσόντα του. Ο Τζον κι ο Κάσιους μπήκαν κι αυτοί στο παιγνίδι, αρπάζοντας τον Αρτ και κλωτσώντας τον με σουτ-βολέ, για να δούνε ποιος θα τον έστελνε πιο ψηλά.
Κλώτσα-πέτα, σιγά-σιγά φέρανε τον Αρτ προς τη δική μου άκρη του προαυλίου. Εκείνος κατάφερε να τους ξεφύγει όσο χρειαζόταν για να τρέξει και να χωθεί κάτω από το σύστημα αναρρίχησης. Ο Μπίλι τον πρόφτασε, τον χτύπησε δυνατά με το ρόπαλο στον πισινό και τον εκσφενδόνισε ψηλά. Ο Αρτ έφτασε στη κορφή του θόλου. Όταν το κορμί του άγγιξε τις ατσαλένιες ράβδους, έμεινε κολλημένος εκεί, με το πρόσωπο προς τα πάνω, από το στατικό ηλεκτρισμό.
-“Ε,” φώναξε ο Μπίλι. “Πέτα τον πάλι εδώ κάτω“.
Δεν είχα βρεθεί ποτέ, μέχρι κείνη τη στιγμή, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αρτ. Παρόλο που παρακολουθούσαμε πολλά κοινά μαθήματα και μάλιστα καθόμασταν δίπλα-δίπλα στη τάξη της κας Γκάνον, δεν είχαμε μέχρι τότε μιλήσει ούτε μια φορά. Με κοίταξε με τα πελώρια πλαστικά μάτια του και το λυπημένο ασάλευτο πρόσωπό του και τον κοίταξα κι εγώ. Βρήκε το σημειωματάριο που κρεμόταν στο λαιμό του, έγραψε βιαστικά ένα σημείωμα με ανοιχτοπράσινο κραγιόνι, έσκισε το χαρτί και το κράτησε ψηλά να το διαβάσω:
Δε με νοιάζει τι κάνουν, αλλά θα μπορούσες ν’ απομακρυνθείς; Δε μου αρέσει να τρώω της χρονιάς μου μπροστά σε θεατές.
-“Τί γράφει;” ρώτησε ο Μπίλι.
Κοίταξα το σημείωμα, τον Αρτ και μετά τα συγκεντρωμένα αγόρια κάτω. Ξαφνικά συνειδητοποίησα με έκπληξη ότι μπορούσα να τα μυρίσω και τα τρία, ότι τα ρουθούνια μου είχαν γεμίσει από μια νοτισμένη ανθρώπινη μυρωδιά, μια ξινή ιδρωτίλα. Μου γύρισε το στομάχι.
-“Γιατί τον ενοχλείτε;” ρώτησα.
-“Απλά παίζουμε μαζί του“, μου απάντησε ο Μπίλι.
-“Προσπαθούμε να δούμε πόσο ψηλά μπορούμε να τον κάνουμε να πάει“, εξήγησε ο Κάσιους. “Θα ‘πρεπε να κατεβείς κι εσύ. Θα ‘πρεπε να δοκιμάσεις. Θα τον κλωτσήσουμε και θα τον στείλουμε μέχρι τη στέγη του σχολείου“.
-“Έχω μια πιο διασκεδαστική ιδέα“, είπα μ’ ένα βλέμμα που προσπάθησα να δείχνει πως ήμουν ένας διανοητικά καθυστερημένος ψυχοπαθής. “Τί θα λέγατε αν κλωτσούσα τις δικές σας χοντροκωλάρες και τις έστελνα στη στέγη του σχολείου“;
-“Τί ζόρι τραβάς;” ρώτησε ο Μπίλι. “Μπας κι έχεις περίοδο“;
Άρπαξα τον Αρτ και πήδηξα κάτω. Ο Κάσιους χλώμιασε. Ο Τζον Έρικσον οπισθοχώρησε παραπατώντας. Κράτησα τον Αρτ κάτω από το ένα μου μπράτσο, με τα πόδια του να προεξέχουν προς τη μεριά τους και το κεφάλι του στραμμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση.
-“Είστε κρετίνοι“, είπα. Μερικές στιγμές απλά δεν είναι κατάλληλες για εξυπνάδες. Και τους γύρισα τη πλάτη. Ο αυχένας μου ανατρίχιασε στη σκέψη ότι πιθανώς το ρόπαλο του Μπίλι θα με χτυπούσε από στιγμή σε στιγμή στο κρανίο, αλλά ο Μπίλι δεν έκανε τίποτα, με άφησε να φύγω.
Πήγαμε στο γήπεδο του μπέιζ-μπολ, καθίσαμε στο λοφίσκο του πίτσερ. Ο Αρτ μου έγραψε ένα σημείωμα που έλεγε “ευχαριστώ” κι άλλο ένα που έλεγε πως δε χρειαζόταν να κάνω ό,τι έκανα, αλλά χαιρόταν που το ‘χα κάνει κι ένα τρίτο που έλεγε ότι μου χρωστούσε χάρη για τη βοήθειά μου. Έχωσα και τα τρία στη τσέπη, αφού τα διάβασα, χωρίς να σκεφτώ το γιατί. Εκείνο το βράδυ, μόνος στο δωμάτιό μου, έβγαλα από τη τσέπη μου μια μπάλα από τσαλακωμένα χαρτιά, ένα σβώλο σε μέγεθος λεμονιού, ξεχώρισα τα σημειώματα, τα ίσιωσα πιέζοντάς τα με το χέρι πάνω στο κρεβάτι και τα ξαναδιάβασα όλα. Δεν υπήρχε κανένας καλός λόγος για να μη τα πετάξω, αλλά δε το ‘κανα κι αντ’ αυτού, άρχισα μια συλλογή. Ήταν σαν κάπου μέσα μου να ήξερα ήδη από τότε, ότι μπορεί να ‘θελα να ‘χω κάτι για να τον θυμάμαι, όταν θα ‘φευγε από τη ζωή μου. Φύλαξα εκατοντάδες σημειώματά του μες στον επόμενο χρόνο, κάποια απ’ αυτά μερικές λέξεις μόνο, κάποια άλλα εξασέλιδα μανιφέστα. Έχω ακόμα τα περισσότερα, από το πρώτο που μου ‘δωσε, κείνο που αρχίζει: “Δε με νοιάζει τί κάνουν”, μέχρι το τελευταίο, εκείνο που τελειώνει:
Θέλω να δω αν είναι αλήθεια…
Αν ο ουρανός ανοίγει στη κορυφή.
Στην αρχή ο πατέρας μου δε συμπάθησε τον Αρτ, αλλά όταν τον γνώρισε καλύτερα, πραγματικά τον μίσησε.
-“Γιατί περπατάει έτσι;” ρώτησε. “Μπας κι είναι κουνιστός“;
-“Όχι μπαμπά. Είναι φουσκωτός“.
-“Πάντως φέρεται σαν κουνιστός“. είπε κείνος. “Καλύτερα να μη κλείνεσαι πολλές ώρες μαζί του στο δωμάτιό σου“.
Ο Αρτ προσπάθησε να γίνει αρεστός -προσπάθησε να χτίσει μια σχέση με τον πατέρα μου. Όμως οι κινήσεις που έκανε παρερμηνεύονταν, οι δηλώσεις του παρεξηγούνταν. Ο μπαμπάς μου είπε κάτι μια φορά για μια ταινία που του άρεσε. Ο Αρτ του έγραψε ένα σημείωμα που επισήμαινε ότι το βιβλίο ήταν ακόμα καλύτερο.
-“Νομίζει πως είμαι αγράμματος“, είπε, μόλις έφυγε ο Αρτ.
Μιαν άλλη φορά, ο Αρτ πρόσεξε τη στοίβα φθαρμένων ελαστικών αυτοκινήτου που υπήρχε πίσω από το γκαράζ μας κι ανέφερε στον μπαμπά μου ένα πρόγραμμα ανακύκλωσης στο πολυκατάστημα Σίαρς, που έπαιρναν τα παλιά σου λάστιχα και σου δίναν 20% έκπτωση για να αγοράσεις ολοκαίνουργα Γκουντγίαρ.
-“Νομίζει πως είμαστε κακομοίρηδες“, παραπονέθηκε αυτός, πριν καν απομακρυνθεί ο Αρτ, ώστε να μην ακούει. “Το ξιπασμένο“!
Μια μέρα επιστρέψαμε στο σπίτι μου από το σχολείο και βρήκαμε τον πατέρα μου μπρος από τη τηλεόραση μ’ ένα πίτμπουλ στα πόδια του. Το σκυλί πετάχτηκε αμέσως όρθιο γαυγίζοντας σαν υστερικό κι όρμησε στον Αρτ. Τα νύχια των ποδιών του έκαναν ένα απαίσιο τρίξιμο καθώς γλυστρούσαν πάνω στο πλαστικό στήθος του. Ο Αρτ αρπάχτηκε από τον έναν ώμο μου και πήδησε στον αέρα. Μπορούσε να πηδά πραγματικά πολύ ψηλά, όταν χρειαζόταν. Πιάστηκε από τον ανεμιστήρα της οροφής -ήτανε σβηστός ευτυχώς- κι έμεινε κρεμασμένος από το πτερύγιό του, ενώ το πίτμπουλ γαύγιζε κι όλο έδινε σάλτους για να τον φτάσει από κάτω.
-“Τί διάολο είναι αυτό;” ρώτησα.
-“Ένας σκύλος για το σπίτι“, είπε ο πατέρας μου. “Πάντα έλεγες πως ήθελες έναν“.
-“Όχι ένα που να θέλει να φάει τους φίλους μου“.
-“Κατέβα από τον ανεμιστήρα, Άρτι. Δεν είναι φτιαγμένος για να κρέμεσαι πάνω του“.
-“Αυτό το πράμα δεν είναι σκύλος“, είπα. “Είναι μπλέντερ με τρίχωμα“.
-“Λοιπόν θα του βρεις όνομα ή να σκεφτώ εγώ;” με ρώτησε ο μπαμπάς.
Κρυφτήκαμε στο δωμάτιό μου -ο Αρτ κι εγώ- κι αρχίσαμε να ψάχνουμε ονόματα.
-“ΣνόουΦλέηκ“, είπα, “ΣούγκαρΠάι, Σανσάιν“.
Τί θάλεγες για Χάπι*; Ταιριάζει γάντι, δε συμφωνείς;
*(ΣΣ.Χιονονιφάδα, Ζαχαρόπιτα ή Γλυκούλης, Λιακάδα και Χαρούμενος, αντίστοιχα)
Αστειευόμασταν, αλλά ο Χάπι δεν ήταν αστείο. Σε διάστημα μόλις μιας βδομάδας ο Αρτ είχε τουλάχιστον τρεις παραλίγο μοιραίες συναντήσεις με τον κακάσχημο σκύλο του πατέρα μου.
Αν με πιάσει στα δόντια του είμαι τελειωμένος.
Θα με γεμίσει τρύπες.
Όμως ο Χάπι δεν επιδεχόταν κανενός είδους εκπαίδευση, άφηνε κουράδες σκορπισμένες στο καθιστικό, που δύσκολα φαίνονταν πάνω στη καφεπράσινη μοκέτα. Ο μπαμπάς μου πάτησε μια φρέσκια μια φορά ξυπόλητος κι έπαθε αμόκ. Κυνήγησε τον Χάπι σ’ όλο το ισόγειο, κραδαίνοντας ένα ξυλόσφυρο του κροκέ, άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο, έσπασε μερικά πιάτα πάνω στον πάγκο της κουζίνας με μια λυσσασμένη σφυριά. Την επόμενη κιόλας μέρα, περιέφραξε με συρματόπλεγμα ένα μικρό κομμάτι γης στη πλαϊνή αυλή. Ο Χάπι μπήκε μέσα κι έμεινε κει. Ωστόσο ο Αρτ φοβόταν πια να ‘ρχεται στο σπίτι μου και συναντιόμαστε στο δικό του. Μου φαινόταν παράλογο. Ήθελε πολλή ώρα περπάτημα για να φτάσεις σπίτι του μετά το σχολείο, ενώ το δικό μου ήταν σχεδόν δίπλα, μόλις έστριβες στη γωνία.
-“Γιατί ανησυχείς;”, τον ρώτησα. “Ο Χάπι είναι κλεισμένος στο μαντρί του. Είναι πολύ χαζός για να βρει πως ανοίγει η πόρτα, ξέρεις“.
Ο Αρτ ήξερε… ωστόσο δεν ήθελε να ‘ρχεται στο σπίτι μου κι όποτε τολμούσε, συνήθως έφερνε μαζί του και μερικά μπαλώματα για λάστιχα ποδηλάτων, για να βρίσκονται πρόχειρα, καλού-κακού.
Μόλις αρχίσαμε να πηγαίνουμε κάθε μέρα στο σπίτι του, μόλις μας έγινε συνήθεια, απορούσα με τον εαυτό μου που παλιότερα ήθελα να πηγαίνουμε στο σπίτι μου, αντί για κει. Συνήθισα στον ποδαρόδρομο -περπάτησα αυτή την απόσταση τόσες φορές, που έπαψα να προσέχω πως ήτανε τόσο μακρινή ώστε να μοιάζει ατέλειωτη. Μέχρι και που περίμενα με ανυπομονησία κείνο τον απογευματινό περίπατο μες στις φιδογυριστές οδούς των προαστίων, που περνούσαμε από σπίτια βαμμένα σε αποχρώσεις παστέλ, λες κι ήταν σκηνικά σε ταινία Ντίσνεϊ: λεμονί, σομόν, μανταρινί. Κάνοντας τη διαδρομή απ’ το σπίτι μου μέχρι τη κατοικία των Ροθ, ένιωθα σα να διέσχιζα ζώνες ολοένα πιο ήρεμες και τακτικές και σαν στη καρδιά όλης αυτής της γαλήνης, να υπήρχε το σπίτι του Αρτ.
Ο Αρτ δε μπορούσε να τρέξει, να μιλήσει ή να πλησιάσει οτιδήποτε είχε αιχμηρές άκρες, αλλά στο σπίτι του βρίσκαμε πολλούς τρόπους να διασκεδάσουμε. Βλέπαμε τηλεόραση. Δεν ήμουν σαν τ’ άλλα παιδιά και μέχρι τότε δεν είχα σχεδόν καμμιά επαφή με αυτήν. Ο πατέρας μου, όπως έχω πει, υπέφερε από τρομερές ημικρανίες. Έμενε συνέχεια σπίτι με σύνταξη αναπηρίας, είχε εγκατασταθεί στο καθιστικό και μονοπωλούσε τη συσκευή μας όλη μέρα, παρακολουθώντας ανελλιπώς πέντε διαφορετικές σαπουνόπερες. Προσπαθούσα να μη τον ενοχλώ και σπάνια καθόμουν να παρακολουθήσω κάποιο πρόγραμμα μαζί του -διαισθανόμουν ότι η παρουσία μου ήταν γι’ αυτόν ένας περισπασμός, σε μια στιγμή που ‘θελε ναναι συγκεντρωμένος.
Ο Αρτ θα έβλεπε πρόθυμα οτιδήποτε ήθελα να παρακολουθήσω εγώ, αλλά εγώ τα έχανα όταν έπιανα στα χέρια μου το τηλεκοντρόλ. Δε μπορούσα να διαλέξω, δεν ήξερα το πως. Είχα χάσει το κολάι. Ο Αρτ είχε ψώνιο με τη ΝΑΣΑ και παρακολουθούσαμε ό,τι είχε σχέση με διάστημα, ποτέ δε χάναμε την εκτόξευση ενός διαστημικού λεωφορείου. Μια φορά, μου έγραψε:
Θέλω να γίνω αστροναύτης. Θα προσαρμοζόμουν πραγματικά πολύ καλά, σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας.
Ήδη δεν έχω καθόλου βάρος.
Ήταν την εποχή που κατασκεύαζαν το Διεθνή Διαστημικό Σταθμό. Λέγανε πόσο δύσκολο ήταν για τους ανθρώπους να περάσουνε πολύ χρόνο στο διάστημα. Οι μύες ατροφούν. Η καρδιά συρρικνώνεται στο ένα τρίτο από το φυσιολογικό της μέγεθος.
Τα πλεονεκτήματα που συνηγορούν για να στείλουν εμένα στο διάστημα, διαρκώς πληθαίνουν:
Δεν έχω μύες για να ατροφήσουν.
Δεν έχω καρδιά να συρρικνωθεί.
Στο λέω: Είμαι ο ιδανικός διαστημάνθρωπος.
Θα ‘πρεπε να βρισκόμουν ήδη σε τροχιά..
-“Ξέρω κάποιον που μπορεί να σε βοηθήσει να φτάσεις εκεί. Άσε με μόνο να κάνω ένα τηλεφώνημα στον Μπίλι Σπίαρς. Έχει ένα πύραυλο που θέλει να στον χώσει στον κώλο. Τον άκουσα να μιλά γι’ αυτό“.
Ο Αρτ μου έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα κι έγραψε ένα μονολεκτικό σημείωμα για απάντηση.
Το άραγμα μπρος στη τηλεόραση στο σπίτι του Αρτ δεν ήταν ωστόσο πάντα μια εφικτή επιλογή. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος πιάνου, παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά και το πιάνο τους με τη μισή ουρά βρισκόταν στο καθιστικό μαζί με τη τηλεόρασή τους. Αν είχε μάθημα, έπρεπε να βρούμε κάτι άλλο να κάνουμε. Πηγαίναμε στο δωμάτιό του για να παίξουμε με τον υπολογιστή του, αλλά έπειτα από είκοσι λεπτά σαχλών μελωδιών που ακούγονταν μέσα από τον τοίχο -μ’ ένα σκληρό, άρρυθμο πλινκ-πλινκ– ρίχναμε ξαφνικά ο ένας στον άλλο ένα τρελαμένο βλέμμα και φεύγαμε από το παράθυρο χωρίς άλλη συζήτηση. Κι οι δυο γονείς του Αρτ ασχολούνταν με τη μουσική, η μητέρα του έπαιζε τσέλο. Θέλανε κι ο Αρτ να μάθει κάποιο μουσικό όργανο, αλλά η φιλοδοξία τους αυτή ήταν καταδικασμένη να διαψευστεί από τη πρώτη στιγμή.
Ούτε πλαστική καραμούζα δε μπορώ να παίξω.
μου έγραψε κάποτε ο Αρτ. Το πιάνο αποκλειόταν. Ο Αρτ δεν είχε δάχτυλα, μόνον έναν αντίχειρα κι ένα φουσκωτό μαξιλαράκι κει που έπρεπε να είναι κανονικά τα υπόλοιπα δάχτυλα. Με τέτοια χέρια, είχανε χρειαστεί χρόνια δουλειάς μ’ έναν οικοδιδάσκαλο και μόνο για να μάθει να γράφει ευανάγνωστα με τα κραγιόνια. Για προφανείς λόγους, τα πνευστά όργανα επίσης αποκλείονταν. Ο Αρτ δεν είχε πνευμόνια και δεν ανάσαινε. Προσπάθησε να μάθει ντραμς, αλλά δε μπορούσε να τα χτυπήσει αρκετά δυνατά με τις μπαγκέτες, ώστε να βγάλει κάποιο αποτέλεσμα έστω και σ’ αυτά. Η μητέρα του, αγόρασε μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και του είπε:
-“Φτιάξε μουσική με τα χρώματα. Φτιάξε μελωδίες από φως“.
Η κυρία Ροθ συνέχεια πετούσε κάτι τέτοια. Μιλούσε για την ενότητα του σύμπαντος, για την έμφυτη ευγένεια των δέντρων και λυπόταν που πολλοί ανθρώποι δεν ένιωθαν ευγνωμοσύνη για τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου χορταριού. Ο Αρτ μου είπε πως όταν δεν ήμουνα παρών, ρωτούσε για μένα. Φοβόταν ότι δεν είχα μια υγιή διέξοδο για το δημιουργικό Εγώ μου. Είπε ότι χρειαζόμουν κάτι που να θρέφει τον εσώτερο εαυτό μου. Μου αγόρασε λοιπόν ένα βιβλίο για οριγκάμι και δεν ήταν καν τα γενέθλιά μου.
-“Δεν ήξερα πως ο εσώτερος εαυτός μου πεινούσε“, είπα στον Αρτ.
Δεν το ‘ξερες επειδή έχει ήδη πεθάνει από την ασιτία.
έγραψε ο Αρτ.
Η μητέρα του αναστατώθηκε πολύ όταν έμαθε πως ήμουν άθρησκος. Ο πατέρας μου δε με πήγαινε στην εκκλησία, ούτε μ’ έστελνε στο κατηχητικό. Έλεγε πως η θρησκεία ήταν απάτη. Η κυρία Ροθ ήταν υπερβολικά ευγενική για να πει οτιδήποτε για τον πατέρα μου σε μένα, αλλά έλεγε διάφορα γι’ αυτόν στον Αρτ κι εκείνος μου τα μεταβίβαζε. Είπε πως αν ο πατέρας μου παραμελούσε τη φροντίδα για το σώμα μου, όπως παραμελούσε και για το πνεύμα μου θα τον έκλειναν στη φυλακή και θα με δίνανε για υιοθεσία, θα με υιοθετούσε αυτή και θα μπορούσα να μένω σπίτι τους, στο δωμάτιο των ξένων. Την αγαπούσα, ένιωθα τη καρδιά μου να σκιρτά όποτε με ρωτούσε αν ήθελα ένα ποτήρι λεμονάδα. Θα ‘κανα ό,τι μου ζητούσε.
-“Η μαμά σου είναι χαζή“, είπα στον Αρτ. “Τελείως βλήτο”. Ελπίζω να το ξέρεις αυτό. Δεν υπάρχει ενότητα στο σύμπαν. Ο καθένας κοιτά τη πάρτη του. Όποιος νομίζει πως είμαστε όλοι μας πνευματικά αδέρφια, καταλήγει να κάθεται την ώρα του διαλείμματος κάτω από τη χοντροκωλάρα του Κάσιους Ντελαμίτρι και να μυρίζει το σπασουάρ του“.
Η κυρία Ροθ ήθελε να με πάει στη Συναγωγή -όχι για να με προσηλυτίσει, απλά ως μια μορφωτική εμπειρία για να ‘ρθω σ’ επαφή με άλλες κουλτούρες και τα σχετικά-, αλλά ο πατέρας του Αρτ της έκοψε τη φόρα, λέγοντας: “Ούτε να το διανοηθείς, δεν είναι δική σου δουλειά κι είσαι τρελή;” Εκείνη είχε ένα αυτοκόλλητο στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου της που έδειχνε το Άστρο του Δαβίδ και τη λέξη: ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ, μ’ ένα χοροπηδηχτό θαυμαστικό δίπλα της.
-“Λοιπόν Αρτ“, είπα μιαν άλλη φορά, “έχω να σε ρωτήσω κάτι σχετικά μ’ ένα εβραϊκό ζήτημα. Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, εσύ κι οι δικοί σου είστε μια δράκα σκληροπυρηνικών Εβραίων, σωστά“;
Δε ξέρω αν θα μας χαρακτήριζα έτσι ακριβώς. Στη πραγματικότητα, είμαστε πολύ χαλαροί στο θέμα θρησκεία. Όμως πηγαίνουμε στη Συναγωγή, τηρούμε τις αργίες, -τέτοια πράγματα.
-“Νόμιζα πως οι Εβραίοι κόβουν το πετσάκι τους“, είπα κι έπιασα τ’ αχαμνά μου. “Για τη πίστη τους. Πέσμου λοιπόν...”
Όμως ο Αρτ ήδη έγραφε:
Όχι, όχι εγώ. Εγώ δε χρειάστηκε να το κάνω. Οι γονείς μου ήταν φίλοι μ’ ένα προοδευτικό ραβίνο. Του μίλησαν γι’ αυτό αμέσως μόλις γεννήθηκα. Για να μάθουν ποιά ήταν η επίσημη θέση της θρησκείας μας.
-“Και τί είπε“;
Είπε πως η επίσημη θέση της θρησκείας μας είναι να γίνεται μια εξαίρεση για οποιονδήποτε θα μπορούσε κυριολεκτικά να εκραγεί κατά τη διάρκειά της. Οι γονείς μου νομίσανε πως αστειευόταν, αλλ’ αργότερα η μαμά μου έκανε μια μικρή έρευνα σχετικά. Με βάση αυτά που βρήκε, φαίνεται πως απαλλάσσομαι -σύμφωνα με το Ταλμούδ. Η μαμά μου λέει πως η ακροποσθία πρέπει νάναι δέρμα, διαφορετικά δε χρειάζεται να κοπεί.
-“Παράξενο!” είπα εγώ. “Πάντα νόμιζα πως η μαμά σου δεν ήξερε και πολλά από αντρικά πουλιά. Τώρα αποδεικνύεται πως ξέρει και καλοξέρει. Μέχρι και που είναι εξπέρ. Ποιός θα το ‘λεγε! Κοίταξε, αν θελήσει ποτέ να κάνει περισσότερη έρευνα, έχω ένα ασυνήθιστο δείγμα να εξετάσει“.
Κι ο Αρτ έγραψε πως η μαμά του θα ‘πρεπε να φέρει μαζί της ένα μικροσκόπιο κι εγώ είπα πως θα χρειαζόταν να σταθεί μερικά μέτρα πίσω όταν θα κατέβαζα το φερμουάρ του παντελονιού μου και πάει λέγοντας, -δε χρειάζεται να τα πω, μπορείτε να φανταστείτε την υπόλοιπη συζήτηση. Πείραζα τον Αρτ για τη μητέρα του με κάθε ευκαιρία που μου δινόταν, δε μπορούσα να κρατηθώ. Άρχιζα από τη στιγμή που ‘βγαινε απ’ το δωμάτιο, ψιθυρίζοντας πως για γριά κότα, είχε ακόμα καλό ζουμί και τί θα ‘λεγε ο Αρτ αν ο πατέρας του πέθαινε κι εγώ τη νυμφευόμουν; Ο Αρτ από την άλλη, ούτε μια φορά δεν έκανε κάποιο σχόλιο για τον μπαμπά μου. Αν ήθελε ποτέ να με κολλήσει στον τοίχο, θα κορόιδευε τη συνήθειά μου να γλείφω τα δάχτυλά μου μετά το φαγητό ή που μερικές φορές φορούσα παράταιρες κάλτσες. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Αρτ ποτέ δε με πείραξε για τον πατέρα μου όπως τον πείραζα εγώ για τη μητέρα του. Όταν ο καλύτερός σου φίλος είναι άσχημος -εννοώ πραγματικά άσχημος, παραμορφωμένος-, δεν αστειεύεσαι μαζί του λέγοντας ότι σπάζει τους καθρέφτες μόλις πάει να κοιταχτεί. Σε μια φιλία, ιδιαίτερα σε μια φιλία μεταξύ δυο μικρών αγοριών, επιτρέπεται να προξενείται μια ορισμένη ποσότητα πόνου. Αυτό είναι μέχρι κι αναμενόμενο. Όμως δε πρέπει να πληγώσεις σοβαρά, δε πρέπει ποτέ, ό,τι κι αν γίνει, να προκαλέσεις τραύματα που θ’ αφήσουν μόνιμα σημάδια.
Το σπίτι του Αρτ ήταν επίσης το μέρος που συνήθως μαζευόμασταν για να διαβάσουμε για το σχολείο. Νωρίς το βράδυ, πηγαίναμε στο δωμάτιό του για να μελετήσουμε. Ο πατέρας του είχε τελειώσει πια με τα μαθήματα, έτσι κανένα πλινκ-πλινκ δεν ακουγόταν από το διπλανό δωμάτιο για να μας αποσπά τη προσοχή. Χαιρόμουν να μελετώ στο δωμάτιο του Αρτ, αντιδρούσα καλά στην ησυχία και μου άρεσε να εργάζομαι σ’ ένα μέρος που ήμουν περιστοιχισμένος από βιβλία: ο Αρτ είχε ράφια ολόκληρα με βιβλία. Απολάμβανα κείνες τις ώρες που μελετούσαμε μαζί, αλλά συγχρόνως τις φοβόμουν. Γιατί σε κείνες τις ώρες της κοινής μελέτης μας -ενώ ήμασταν τριγυρισμένοι απ’ όλη κείνη την άνετη σιγαλιά- ήταν πιθανότερο ο Αρτ να πει κάτι για το θάνατο. Όταν μιλούσαμε, προσπαθούσα πάντα να ελέγχω τη κουβέντα, αλλά ο Αρτ ήταν πονηρός, μπορούσε να χώσει το θάνατο σ’ όλα.
-“Κάποιος Άραβας επινόησε τον αριθμό μηδέν“, είπα μια φορά. “Δεν είναι παράξενο αυτό; Κάποιος έπρεπε να σκεφτεί το μηδέν, από το μηδέν“.
Επειδή δεν είναι προφανέςότι και το τίποτα μπορεί να ‘ναι κάτι. Ότι κάτι που δε μπορούμε να μετρήσουμε, ούτε να δούμε, θα μπορούσε να υπάρχει και να ‘χει νόημα.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη ψυχή, αν το καλοσκεφτείς.
-“Σωστό ή λάθος;” είπα μιαν άλλη φορά, όταν μελετούσαμε για ένα διαγώνισμα φυσικής. “Η ενέργεια ποτέ δε καταστρέφεται, απλώς αλλάζει μορφή“.
Ελπίζω ναναι σωστό, -θα ‘τανε καλό επιχείρημα για να πιστέψεις ότι συνεχίζεις να υπάρχεις αφού πεθάνεις, ακόμα κι αν μεταμορφώνεσαι σε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που ήσουν όσο ζούσες.
Μου έλεγε πολλά για το θάνατο και για το τι μπορεί ν’ ακολουθούσε μετά απ’ αυτόν, αλλά κείνο που θυμάμαι καλύτερα ήταν αυτό που ‘χε πει για τον πλανήτη Άρη. Θα κάναμε μια παρουσίαση μαζί κι ο Αρτ είχε διαλέξει ως θέμα μας τον Άρη, ιδιαίτερα το αν θα πήγαιναν ποτέ άνθρωποι εκεί και θα προσπαθούσαν να τον εποικίσουν ή όχι. Ο Αρτ αντιμετώπιζε μ’ ενθουσιασμό τον εποικισμό του Άρη, τη δημιουργία πόλεων κάτω από πλαστικά στέγαστρα και το ν’ αντλούμε νερό από τους παγωμένους πόλους. Ήθελε να πάει κι ο ίδιος εκεί.
-“Ίσως έχει πλάκα να το φαντάζεσαι, να το σκέφτεσαι έτσι θεωρητικά“, είπα γω, “όμως στη πραγματικότητα θα ήτανε σαχλαμάρα. Σκόνη, κρύο της αρκούδας, όλα κόκκινα. Θα τυφλωνόσουν αν έβλεπες γύρω σου συνέχεια τόση κοκκινίλα. Δε θα ‘θελες να το κάνεις πραγματικά, -να φύγεις απ’ αυτό τον κόσμο και να μην επιστρέψεις ποτέ“.
Ο Αρτ με κοίταξε μερικές στιγμές, έπειτα έσκυψε το κεφάλι κι έγραψε ένα σύντομο σημείωμα μ’ ένα κραγιόνι στο χρώμα που έχουνε τ’ αυγά του κοκκινολαίμη:
Όμως θα πρέπει να το κάνω, έτσι κι αλλιώς. Όλοι μας θα πρέπει να το κάνουμε.
Μετά, έγραψε:
Στο τέλος ζεις τη ζωή ενός αστροναύτη, είτε το θες είτε όχι. Τ’ αφήνεις όλα πίσω σου για ένα κόσμο που σου είναι τελείως άγνωστος. Έτσι παίζεται το παιγνίδι.
Την άνοιξη ο Αρτ επινόησε ένα παιγνίδι που τ’ ονόμασε Κατασκοπευτικό Δορυφόρο. Υπήρχε ένα κατάστημα στο κέντρο της πόλης που πουλούσε είδη για πάρτι, που μπορούσες ν’ αγοράσεις ένα μπούσελ μπαλόνια γεμισμένα με ήλιον για είκοσι πέντε σεντς. Έπαιρνα μερικά και συναντούσα κάπου τον Αρτ μ’ αυτά. Εκείνος είχε μαζί του τη ψηφιακή φωτογραφική μηχανή του. Μόλις του ‘δινα τα μπαλόνια, σηκωνόταν από το έδαφος κι υψωνόταν στον αέρα. Καθώς ανέβαινε, ο άνεμος τον έσπρωχνε μακριά. Όταν ήταν ικανοποιημένος με το ύψος που ‘χε πάρει, άφηνε μερικά μπαλόνια, σταματούσε ν’ ανεβαίνει κι άρχιζε να παίρνει φωτογραφίες. Όταν πια ήταν έτοιμος να κατεβεί, απλά άφηνε μερικά μπαλόνια ακόμα. Τον συναντούσα κει που προσγειωνόταν και πηγαίναμε στο σπίτι του να δούμε τα ενσταντανέ που ‘χε τραβήξει, στο φορητό του υπολογιστή. Φωτογραφίες ανθρώπων να κολυμπάνε στις πισίνες τους, να καρφώνουν τις σανίδες στις στέγες των σπιτιών τους, φωτογραφίες που δείχναν εμένα να στέκομαι στους άδειους δρόμους με το πρόσωπο στραμμένο ψηλά σαν ένα μικροσκοπικό καφετί μπαλάκι, τα χαρακτηριστικά μου πολύ μακρινά για να διακρίνονται, φωτογραφίες που πάντα τις ελβιέλες του Αρτ να κρέμονται μες στο κάδρο, στη κάτω άκρη τους.
Κάποιες από τις καλύτερες, ήτανε τραβηγμένες από χαμηλό ύψος, πράγματα που απαθανάτιζε όταν ήταν μόλις μερικά μέτρα από το έδαφος. Μια φορά πήρε μόνο τρία μπαλόνια και κρεμάστηκε πάνω από τον περιφραγμένο χώρο του σκύλου, του Χάπι, στο πλαινό του σπιτιού μου. Ο Χάπι περνούσε τη μέρα του αλυσοδεμένος και περιφραγμένος στο μαντρί του, γαυγίζοντας με λύσσα, γυναίκες που περνούσαν με καροτσάκια, το κουδούνισμα του φορτηγού του παγωτατζή, σκίουρους. Είχε τσαλαπατήσει όλο το χώρο μες στο μικρό κομμάτι γης που του \χε παραχωρηθεί και το ‘χε μετατρέψει σε λάσπη. Ολόγυρά του υπήρχανε σπαρμένοι δεκάδες ξεραμένοι σωροί από σκυλόσκατα. Στη μέση αυτού του απαίσιου σκατοτοπίου ήταν ο ίδιος ο Χάπι και σε όλες τις φωτογραφίες που ‘χε τραβήξει ο Αρτ, πηδούσε στα πισινά του πόδια με το στόμα του ανοιχτό έτσι που να φαίνεται η ροζ κοιλότητα στο εσωτερικό και τα μάτια καρφωμένα στις αιωρούμενες ελβιέλες του Αρτ.
Νιώθω άσχημα. Τί φρικτό μέρος για να ζει κανείς!
-“Πάψε τις ευαισθησίες“, είπα. “Αν τα πλάσματα σαν τον Χάπι επιτρέπονταν να τριγυρνάν ελεύθερα, θα κάναν όλο τον κόσμο σαν τα μούτρα τους. Δε θα ‘θελε να ζει πουθενά αλλού. Κουράδες και λάσπη, -αυτή είναι η ιδέα που ‘χει ο Χάπι για τον ιδανικό κήπο“.
Διαφωνώ ΚΑΘΕΤΑ! μου ‘γραψε ο Άρθουρ, αλλά ο χρόνος δεν έχει αμβλύνει τη δική μου άποψη σ’ αυτό το θέμα. Πιστεύω ακράδαντα ότι κατά κανόνα, πλάσματα του είδους του Χάπι -κι εννοώ εδώ τόσο τα τετράποδα όσο και τους ανθρώπους- πιο συχνά τριγυρνούν ελεύθερα παρά ζούνε κλεισμένα σε κλουβιά κι αυτό που πράγματι επιθυμούν είναι ένας κόσμος γεμάτος λάσπη και σκατά, ένας κόσμος χωρίς Αρτ ή χωρίς κανέναν σαν κι αυτόν, όπου κανείς δε θα συζητά για βιβλία ή για το Θεό ή για τους κόσμους πέρα απ’ αυτόν, ένα μέρος που η μόνη επικοινωνία θα ‘ναι οι υστερικές υλακές λιμασμένων και γεμάτων μίσος σκυλιών.
Ένα Σάββατο πρωί, στα μέσα Απριλίου, ο μπαμπάς μου άνοιξε τη πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με ξύπνησε πετώντας μου τις ελβιέλες μου στο κρεβάτι.
-“Πρέπει να σαι στον οδοντίατρο σε μισή ώρα. Βιάσου“.
Πήγα με τα πόδια -ήταν μόνο μερικά τετράγωνα πιο κάτω κι ήδη καθόμουν στην αίθουσα αναμονής είκοσι λεπτά, αποχαυνωμένος απ’ την ανία, όταν θυμήθηκα πως είχα πει στον Αρτ πως θα περνούσα από το σπίτι του μόλις ξυπνούσα. Η γραμματέας με άφησε να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο για να τον ειδοποιήσω. Απάντησε η μαμά του:
-“Μόλις έφυγε να σε βρει στο σπίτι σου“, μου είπε.
Τηλεφώνησα στον μπαμπά μου.
-“Δεν έχει περάσει από δω. Δεν τον είδα“, μου είπε.
-“Το νου σου μήπως φανεί“.
-“Ναι, καλά, έχω πονοκέφαλο. Ο Αρτ ξέρει να χρησιμοποιεί το κουδούνι“.
Κάθισα στη πολυθρόνα του οδοντίατρου με το στόμα ορθάνοιχτο και γεμάτο από τη γεύση του αίματος και της μέντας, παλεύοντας με την ανησυχία μου και με μιαν ανυπομονησία να φύγω. Ίσως δεν είχα εμπιστοσύνη στον πατέρα μου και φοβόμουν ότι δε θα φερότανε καλά στον Αρτ χωρίς να ‘μαι εγώ παρών. Η βοηθός του οδοντίατρου όλο μου άγγιζε τον ώμο και μου ‘λεγε να χαλαρώσω. Όταν τέλειωσα και βγήκα έξω, το βαθύ κι έντονο γαλάζιο του ουρανού με αποπροσανατόλισε. Το φως του ήλιου ήταν τόσο ζωηρό που μου προκάλεσε πονοκέφαλο, μ’ ενόχλησε στα μάτια. Είχα σηκωθεί από το κρεβάτι πριν από δυο ώρες, αλλά εξακολουθούσα να νιώθω βαρύς και ζαβλακωμένος, σα να μην είχα ξυπνήσει ακόμα εντελώς. Άρχισα να τρέχω.
Το πρώτο που είδα πλησιάζοντας σπίτι μου ήταν ο Χάπι όξω απ’ το μαντρί του. Δε μου γαύγισε καν. Ήτανε ξαπλωμένος με τη κοιλιά στο γρασίδι και το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια. Σήκωσε δυο νυσταγμένα βλέφαρα για να με παρακολουθεί να πλησιάζω κι ύστερα τα άφησε να πέσουνε πάλι βαριά. Η πόρτα του μαντριού του στη πλαϊνή πύλη, ήταν ανοιχτή.
Προσπαθούσα να δω αν ήτανε ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα σωρό κουρελιασμένου πλαστικού, όταν άκουσα το πρώτο αδύναμο χτύπημα. Γύρισα το κεφάλι κι είδα τον Αρτ στο πίσω κάθισμα του στέισον-βάγκον του πατέρα μου, να κοπανά απεγνωσμένα με τα χέρια το παράθυρο. Πλησίασα κι άνοιξα τη πόρτα. Την ίδια στιγμή ο Χάπι πετάχτηκε όρθιος απ’ το γρασίδι ξεσπώντας σε λυσσασμένα γαυγίσματα. Άρπαξα τον Αρτ και με τα δυο μου χέρια, έκανα μεταβολή και το ‘βαλα στα πόδια. Τα δόντια του Χάπι κλείσανε πάνω σ’ ένα κομμάτι από το μπατζάκι του παντελονιού μου που ανέμιζε. Άκουσα ένα δυνατό χρατς, παραπάτησα αλλά συνέχισα να τρέχω.
Ώσπου μου μπήκε ένας σφάχτης στο πλευρό και δε φαινότανε κανένα σκυλί πουθενά -έξι τετράγωνα τουλάχιστον. Κατέρρευσα στην αυλή κάποιου σπιτιού. Το μπατζάκι του παντελονιού μου είχε σκιστεί από το πίσω μέρος του γόνατος μέχρι τον αστράγαλο. Για πρώτη φορά κείνη τη μέρα, κοίταξα προσεκτικά τον Αρτ. Η όψη του σου μάτωνε τη καρδιά. Ήμουνα τόσο ξεπνοϊσμένος που μπόρεσα να βγάλω μόνον ένα αδύναμο, τρομαγμένο σφύριγμα -σαν τους ήχους που έκανε πάντα ο Αρτ.
Το κορμί του είχε χάσει την ασπράδα του μαρσμάλοου. Είχε πάρει μια σκούρα χρυσοκαφετιά απόχρωση, που το ‘κανε να μοιάζει με μαρσμάλοου όταν έχει όμως ψηθεί ελαφρά. Έμοιαζε να ‘χει ξεφουσκώσει περίπου στο μισό από τις συνηθισμένες του διαστάσεις. Το πιγούνι του κρεμότανε σακουλιασμένο και κολλούσε στο κορμί του. Δε μπορούσε να κρατήσει όρθιο το κεφάλι του.
Ο Αρτ διέσχιζε τη μπροστινή αυλή όταν του όρμηξε ο Χάπι από τη κρυψώνα του, μες στους θάμνους του φράχτη. Εκείνη τη πρώτη κρίσιμη στιγμή, ο Αρτ κατάλαβε ότι δε θα τα κατάφερνε ποτέ να ξεφύγει από το σκύλο μας, βάζοντάς το στα πόδια. Το μόνο που θα κέρδιζε από μια τέτοια προσπάθεια θα ‘ταν ένας πισινός γεμάτος μοιραίες τρύπες από δαγκωνιές. Αντί γι’ αυτό, λοιπόν, πήδησε μες στο στέισον-βάγκον κι έκλεισε τη πόρτα. Τα παράθυρα ήταν αυτόματα -δε μπορούσε να τα κατεβάσει. Όποια πόρτα κι αν άνοιγε, ο Χάπι προσπαθούσε να χώσει μέσα τη μουσούδα του για να τονε δαγκώσει. Η θερμοκρασία ήταν είκοσι εφτά βαθμοί Κελσίου έξω από το αμάξι και περισσότερους από τριάντα εφτά μέσα. Ο Αρτ είδε με τρόμο τον Χάπι να ξαπλώνει στο γρασίδι πλάι και να περιμένει. Δε ξανατόλμησε να κινηθεί. Ο Χάπι δεν κουνιόταν. Μηχανές του γκαζόν βουίζαν μακριά. Το πρωινό περνούσε. Σιγά-σιγά, ο Αρτ άρχιζε να ζαρώνει απ’ τη ζέστη. Ένιωθε άρρωστος κι εξαντλημένος. Το πλαστικό του δέρμα άρχισε να κολλά στα καθίσματα.
Και τότε εμφανίστηκες εσύ. Τη κατάλληλη στιγμή.
Μου έσωσες τη ζωή!
Όμως τα μάτια μου είχανε θολώσει και δάκρυα κυλήσαν από το πρόσωπό μου στο σημείωμά του. Δεν είχα εμφανιστεί τη κατάλληλη στιγμή, -κάθε άλλο. Ο Αρτ δεν ήτανε ποτέ ο ίδιος ξανά, μετά απ’ αυτό. Το δέρμα του συνέχισε να ‘χει ένα θαμπό κίτρινο χρώμα και συνέχεια ξεφούσκωνε. Οι γονείς του τον φουσκώναν με μια τρόμπα και για λίγο ήταν μια χαρά, το κορμί του τσιτωμένο από το οξυγόνο, αλλά στο τέλος ζάρωνε πάλι και κρεμούσε. Ο γιατρός του ‘ριξε μια ματιά κι αμέσως είπε στους γονείς του να μην αναβάλουν γι’ άλλη μια χρονιά το ταξίδι στο πάρκο Ντίσνευ Γουόρλντ. Ούτε γω ήμουν ίδιος. Μελαγχόλησα. Δε μπορούσα να φάω, πάθαινα ξαφνικούς στομαχόπονους, ήμουνα συνεχώς συλλογισμένος και σκυθρωπός.
-“Πάψε πια να ‘χεις τέτοια μούτρα“, μου είπε ο πατέρας μου ένα βράδυ την ώρα του φαγητού. “Η ζωή συνεχίζεται. Αντιμετώπισέ το“.
Και το αντιμετώπισα. Ήξερα πως η πόρτα του μαντριού του Χάπι δεν είχε ανοίξει μόνη της. Γέμισα τρύπες τα λάστιχα του στέισον-βάγκον κι άφησα καρφωμένο στο ένα τους το σουγιά μου, ώστε ο πατέρας μου να μην έχει αμφιβολία για τη ταυτότητα του δράστη. Έβαλε αστυνομικούς να ‘ρθουν και να κάνουνε πως με συλλαμβάνουν. Με πήγαν μια βόλτα με το περιπολικό, μου κάναν ένα μικρό κήρυγμα και μετά είπανε πως θα με πηγαίνανε πάλι στο σπίτι “αν υποσχόμουν να ήμουνα καλό παιδί“. Την επομένη μέρα κλείδωσα τον Χάπι στο αυτοκίνητο κι έχεσε στο κάθισμα του οδηγού. Ο πατέρας μου μάζεψε όλα τα βιβλία που μου ‘χε δώσει να διαβάσω ο Αρτ, τον Μπέρναρντ Μάλαμουντ, τον Ρέι Μπράντμπερι, τον Άιζακ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, και τα ‘καψε στο μπάρμπεκιου.
-“Τί λες γι’ αυτό τώρα εξυπνάκια;” με ρώτησε, ενώ τα περιέλουζε με υγρό για αναπτήρες.
-“Κανένα πρόβλημα“, είπα ‘γω. “Τα ‘χα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη με τη δική σου κάρτα“.
Εκείνο το καλοκαίρι, κοιμόμουνα πολύ συχνά στο σπίτι του Αρτ.
Μη θυμώνεις. Δε φταίει κανείς για ό,τι έγινε.
μου ‘γραψε ο Αρτ.
-“Πάψε να εθελοτυφλείς“, είπα ‘γω, αλλά δε μπορούσα να πω τίποτ’ άλλο, γιατί με πιάνανε τα κλάματα και μόνο που τον έβλεπα.
Στα τέλη Αυγούστου, ο Αρτ μου τηλεφώνησε. Ήταν μια κακοτράχαλη διαδρομή εξήμιση χιλιομέτρων μέχρι τον όρμο Σκάρσγουελ, που ‘θελε να συναντηθούμε, αλλά έπειτα από τόσους μήνες που πήγαινα ποδαράτα μετά το σχόλασμα, στο σπίτι του, είχα πλέον συνηθίσει στις μακρινές πεζοπορίες. Είχα μπόλικα μπαλόνια μαζί μου, όπως μου ‘χε ζητήσει.
Ο όρμος Σκάρσγουελ είναι μια απάνεμη ακρογιαλιά με βότσαλα, που οι άνθρωποι πηγαίνουν να σταθούν μες στη παλίρροια για να ψαρέψουνε, φορώντας τις ψαράδικες μπότες τους. Δεν υπήρχε ψυχή, εκτός από δυο γέρους ψαράδες και τον Αρτ, που καθότανε σ’ ένα υψωματάκι κει που ο δρόμος κατηφόριζε προς τη παραλία. Το κορμί του έδειχνε πλαδαρό και σακουλιασμένο και το κεφάλι του όλο έπεφτε μπροστά, σκαμπανεβάζοντας αδύναμα πάνω στον ανύπαρκτο λαιμό του. Κάθισα δίπλα του. Πέρα μακρυά στη θάλασσα, μισό μίλι έξω απ’ την ακτή, τα σκούρα μπλε κύματα σχηματίζαν αφρισμένες λωρίδες.
-“Τί τρέχει;” ρώτησα.
Ο Αρτ σκέφτηκε λιγάκι κι ύστερα άρχισε να γράφει. Έγραψε:
Ξέρεις ότι κάποιοι άνθρωποι έχουνε καταφέρει να φτάσουνε στο απώτερο διάστημα χωρίς πυραύλους; Ο Τσακ Τίγκερ πέταξε ένα αεριωθούμενο υψηλών επιδόσεων, τόσο ψηλά, που άρχισε να κατρακυλά -κατρακύλησεπρος τα πάνω, κι όχι προς τα κάτω.
Έφτασε τόσο ψηλά, που η βαρύτητα δε μπορούσε να τον κρατήσει άλλο. Το αεριωθούμενό του κατρακυλούσε έξω από τη στρατόσφαιρα. Όλο το χρώμα έλυωσε και χάθηκε απ’ τον ουρανό.
Έμοιαζε σαν ο γαλανός ουρανός να ήταν από χαρτί και μια τρύπα ν’ ανοιγότανε σιγά-σιγά στο μέσο του, σα να έκαιγες το χαρτί μ’ ένα τσιγάρο κι από πίσω, όλα ήταν μαύρα. Όλα ήταν γεμάτα αστέρια.
Φαντάσου να πέφτεις ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ!!!
Διάβασα το σημείωμα κι ύστερα κοίταξα πάλι το πρόσωπό του. Έγραφε πάλι και το δεύτερο μήνυμά του ήτανε πιο απλό:
Βαρέθηκα. Σοβαρά, δεν αντέχω άλλο. Ξεφουσκώνω 15 με 16 φορές τη μέρα. Χρειάζομαι κάποιον να με φουσκώνει σχεδόν κάθε ώρα. Νιώθω συνέχεια χάλια και το σιχαίνομαι.
Δεν είναι ζωή αυτή.
-“Ω, όχι!” είπα και τα μάτια μου θόλωσαν. Δάκρυα αναβλύσανε και χυθήκανε στα μάγουλά μου. “Τα πράματα θα καλυτερέψουν“.
Όχι. Δε το νομίζω. Το θέμα δεν είναι αν θα πεθάνω. Ε΄ναι να βρω το που. Κι έχω αποφασίσει. Θα δω πόσο ψηλά μπορώ να φτάσω. Θέλω να δω αν είναι αλήθεια…
Αν ο ουρανός ανοίγει στη κορυφή.
Δε ξέρω τί άλλο του είπα. Πολλά πράγματα υποθέτω. Του ζήτησα να μη το κάνει, να μη με αφήσει. Είπα πως δεν ήταν δίκαιο. Είπα πως δεν είχα άλλους φίλους. Είπα πως μέχρι να τον γνωρίσω ήμουνα πάντα μόνος. Μίλησα ώσπου δεν ήξερα πια τι έλεγα και τα λόγια πνίγονταν σε οδυνηρούς, ασυγκράτητους λυγμούς κι εκείνος τύλιξε τα ζαρωμένα πλαστικά μπράτσα του γύρω μου και με κράτησε στην αγκαλιά του ενώ εγώ έκρυβα το πρόσωπό μου μες στο στήθος του.
Πήρε τα μπαλόνια από το χέρι μου και τα έδεσε γύρω από τον καρπό του. Εγώ έπιασα το άλλο του χέρι και προχωρήσαμε μέχρι την άκρη του νερού. Το κύμα έσκαγε παφλάζοντας και γέμιζε τις ελβιέλες μου. Η θάλασσα ήτανε τόσο κρύα, που ένιωσα τα κόκαλα στα πόδια μου να πονάνε. Τον σήκωσα, τον κράτησα και με τα δυο μου χέρια και τον έσφιξα ώσπου έβγαλε ένα μελαγχολικό τριγμό. Μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι για πολλήν ώρα. Ύστερα άνοιξα τα μπράτσα μου. Τον άφησα να φύγει. Ελπίζω αν υπάρχει άλλη ζωή, ότι δε θα κριθούμε πολύ αυστηρά για όσα λάθη κάναμε σ’ αυτήν εδώ, -ότι τουλάχιστον θα μας συγχωρεθούνε τα σφάλματα που κάναμε από αγάπη. Δεν έχω καμμιά αμφιβολία πως ήταν κάποιο αμάρτημα, ν’ αφήσω ένα τέτοιο φίλο να φύγει.
Υψώθηκε κι απομακρύνθηκε και το ρεύμα του αέρα τον γύρισε έτσι που να κοιτά πάλι πίσω προς εμένα, καθώς ταξίδευε μακριά πάνω από το νερό, με το αριστερό του χέρι σηκωμένο ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του και τα μπαλόνια δεμένα στον καρπό του. Το κεφάλι του είχε γείρει, μοιάζοντας να με παρατηρεί συλλογισμένα.
Κάθισα στην ακρογιαλιά και τον κοίταζα να φεύγει. Κοίταξα ώσπου δε μπορούσα πια να τον ξέχωρίσω από τους γλάρους που κάνανε κύκλους στον αέρα και βουτούσανε στο νερό, μερικά μίλια μακριά. Ήταν απλώς ένα ακόμα σκούρο σημαδάκι που αρμένιζε στον ουρανό. Δε κινήθηκα. Δεν ήμουνα σίγουρος ότι μπορούσα να σηκωθώ. Σιγά-σιγά ο ορίζοντας βάφτηκε με σκούρο τριανταφυλλένιο χρώμα κι ο γαλανός ουρανός ψηλά έγινε μαύρος. Ξάπλωσα στη παραλία και κοίταξα τ’ άστρα να προβάλλουν μες στο σκοτάδι, πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τα κοίταξα ώσπου μ’ έπιασε ίλιγγος και φαντάστηκα πως σηκωνόμουν απ’ το έδαφος κι έπεφτα προς τα πάνω, μες στο σκοτάδι.
Παρουσίασα συναισθηματικά προβλήματα. Όταν άρχισε πάλι το σχολείο, έκλαιγα μόλις έβλεπα ένα άδειο θρανίο. Δε μπορούσα ν’ απαντήσω σ’ ερωτήσεις, ούτε να κάνω τις εργασίες που μας έβαζαν για το σπίτι. Οι βαθμοί μου ήτανε χάλια κι αναγκάστηκα να επαναλάβω την έβδομη τάξη. Ακόμα χειρότερα κανείς δε πίστευε πως ήμουν επικίνδυνος πια. Τ’ άλλα παιδιά πάψανε να με φοβούνται όταν με είδαν να πλαντάζω στο κλάμα μερικές φορές. Δεν είχα πια το σουγιά μου, τον είχε κατασχέσει ο πατέρας μου. Ο Μπίλι Σπίαρς με ξυλοφόρτωσε μια μέρα μετά το σχόλασμα, μου ‘κανε τα χείλη κιμά, μου χαλάρωσε ένα δόντι. Ο Τζον Έρικσον μ’ έβαλε κάτω κι έγραψε ΣΑΚΟΥΛΑ ΚΩΛΟΣΤΟΜΙΑΣ στο μέτωπό μου με μαρκαδόρο. Ακόμα προσπαθεί να μάθει να το γράφει σωστά. Ο Κάσιους Ντελαμίτρι μου ‘στησε καρτέρι, μ’ έσπρωξε στο χώμα και πήδησε πάνω μου, συνθλίβοντάς με με το βάρος του, βγάζοντας όλο τον αέρα από τα πνευμόνια μου. Ένιωθα το μέσα μου να ξεφουσκώνει, κι είμαι σίγουρος πως ο Αρτ θα το ‘χε καταλάβει απολύτως αυτό.
Απέφευγα το σπίτι των Ροθ. Ήθελα περισσότερο από κάθε τι να ξαναδώ τη μητέρα του Αρτ, αλλά έμενα μακριά. Φοβόμουνα πως αν της μιλούσα θ’ άφηνα να ξεχυθούν από μέσα μου όλα ότι είχε βρεθεί εκεί στο τέλος, ότι είχα σταθεί μες στον αφρό των κυμάτων κι είχα αφήσει τον Αρτ να φύγει. Φοβόμουν αυτό που μπορεί να ‘βλεπα στα μάτια της: τον πόνο της και το θυμό της.
Λιγότερο από έξι μήνες αφότου το ξεφούσκωτο πτώμα του Αρτ βρέθηκε να επιπλέει στο κύμα, κοντά στη παραλία του Σκάρσγουελ, μια πινακίδα που ‘γραφε ΠΩΛΕΙΤΑΙ, μπήκε έξω από τη μονοκατοικία των Ροθ. Δε ξαναείδα ποτέ κανένα τους. Η κυρία Ροθ μερικές φορές μου έγραφε γράμματα, ρωτούσε πώς είμαι και τί κάνω, αλλά ποτέ δεν απάντησα. Τέλειωνε τα γράμματά της, Με Αγάπη.
Ασχολήθηκα με το στίβο στο λύκειο και τα πήγα καλά στο άλμα επί κοντώ. Ο προπονητής μου έλεγε πως ο νόμος της βαρύτητας δεν ίσχυε για μένα. Ο προπονητής δεν ήξερε τη τύφλα του σε θέματα βαρύτητας. Όσο ψηλά κι αν έφτανα για μια στιγμή, έπεφτα πάντα στο τέλος, όπως όλοι οι άλλοι. Το άλμα επί κοντώ μου εξασφάλισε μια πολιτειακή υποτροφία, για να πάω στο κολλέγιο. Έμεινα κλεισμένος στον εαυτό μου. Κανείς στο κολλέγιο δε με ήξερε κι επιτέλους, μπόρεσα να ξαναχτίσω την από καιρό χαμένη εικόνα μου, σα πιθανός επικίνδυνος κι αντικοινωνικός. Δε πήγαινα σε πάρτι. Δεν έβγαινα ραντεβού. Δεν ήθελα να γνωρίσω κανέναν.
Περπατούσα στους κήπους του κολλεγίου ένα πρωί, όταν είδα να ‘ρχεται προς το μέρος μου ένα νεαρό κορίτσι, με μαλλιά τόσο μαύρα που ‘χανε τη ψυχρή γαλαζωπή στιλπνότητα του πετρελαίου. Φορούσε φαρδύ πουλόβερ και φούστα μέχρι τον αστράγαλο, όπως οι βιβλιοθηκάριοι, ρούχα χωρίς ίχνος θηλυκότητας, που όμως δε μπορούσαν να κρύψουνε το γεγονός πως είχε εκπληκτικό κορμί, λεπτούς γοφούς, στητά, μεστά στήθη. Τα μάτια της είχανε βλέμμα απλανές και μοιάζανε φτιαγμένα από γαλάζιο γυαλί, το δέρμα της ήταν εξίσου λευκό σαν του Αρτ. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα φουσκωτό άνθρωπο, από τότε που ο Αρτ είχε φύγει μακριά με τα μπαλόνια του. Ένας μικρός που ερχότανε πίσω μου της σφύριξε με θαυμασμό. Στάθηκα παράμερα και καθώς ο μικρός με προσπερνούσε, του ‘βαλα τρικλοποδιά κι είδα τα βιβλία του να σκορπίζονται παντού.
-“Μήπως είσαι ψυχάκιας;” στρίγγλισε.
-“Ναι!” είπα. “Ακριβώς“.
Τη λέγανε Ρουθ Γκόλντμαν. Είχε ένα στρογγυλό λαστιχένιο μπάλωμα στη φτέρνα του ποδιού, εκεί που είχε πατήσει πάνω σ’ ένα θραύσμα σπασμένου γυαλιού, όταν ήταν μικρή κι ένα μεγαλύτερο τετράγωνο μπάλωμα στον αριστερό της ώμο, κει που την είχε τρυπήσει ένα μυτερό κλαδί μια μέρα που φυσούσε. Τα μαθήματα κατ’ οίκον κι η υπερπροστασία των γονιών της την είχανε γλυτώσει από άλλες βλάβες. Κι οι δυο σπουδάζαμε αγγλική φιλολογία. Ο αγαπημένος της συγγραφέας ήταν ο Κάφκα, επειδή καταλάβαινε το παράλογο. Ο αγαπημένος μου συγγραφέας ήταν ο Μάλαμουντ, επειδή καταλάβαινε τη μοναξιά.
Παντρευτήκαμε τον ίδιο χρόνο που αποφοίτησα. Παρόλο που εξακολουθώ να ‘χω αμιφβολίες για την αιώνια ζωή, μεταστράφηκα στην εβραϊκή θρησκεία χωρίς καμμιά παρακίνηση από μέρους της, ικανοποιώντας επιτέλους την επιθυμία μου να ‘χω ένα στοιχείο πνευματικότητας στη ζωή μου. Μπορείς να το πεις αυτό πραγματικά μεταστροφή; Ουσιαστικά δεν είχα θρησκευτικές πεποιθήσεις για να μεταστραφώ απ’ αυτές. Όπως και να ‘χει, ο γάμος μας έγινε σύμφωνα με το εβραϊκό τυπικό, με το ποτήρι κάτω από λευκό πανί, που στη συνέχεια έσπασα με το τακούνι της μπότας μου.
Ένα απόγευμα της μίλησα για τον Αρτ.
Πόσο θλιβερό! Λυπάμαι πολύ!
μου ‘γραψε με τη κηρομπογιά της. Είχε ακουμπήσει το χέρι της στο δικό μου.
Τί έπαθε; Του τέλειωσε ο άερας;
-“Του τέλειωσε ο ουρανός“, απάντησα εγώ.
===================================================================
Το Πρόγευμα Της Χήρας

Το Πρόγευμα Της Χήρας
Ο Κίλιαν άφησε τη κουβέρτα του στον Γκέιτζ -δεν τη χρειαζόταν άλλο πια, ούτως ή άλλως- αφήνοντάς τον να κείτεται εκεί. Κάποια στιγμή ξάπλωσε στο ανάχωμα ενός μικρού ρυακιού, πάνω σ’ ένα μικρό κολπίσκο κάπου στο ανατολικό Οχάιο. Ύστερα ξεκίνησε και δεν σταμάτησε για σχεδόν ένα μήνα να κινείται προς τα εμπρός, πηδώντας λάθρα πάνω σε φορτηγά-βαγόνια τραίνων. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού του 1935, πηγαίνωντας, μαζί με τα εμπορεύματα, βόρεια κι ανατολικά, έχοντας στο νου του ακόμα, να πάει να δει την αγαπημένη ξαδέρφη του Γκέιτζ στο New Hampshire. Δεν ήταν εκεί όμως. Ο Κίλιαν τώρα, δεν θα τη συναντούσε ποτέ -δεν ήτανε γραφτό. Δεν ήξερε καν πού βρισκότανε τώρα. Έκατσε στο New Haven για λίγο, αλλά δεν έμεινε.
Ένα πρωί, μισοσκόταδο ακόμα, πήγε ‘κεί που ‘χε ακούσει, πως ήτανε πέρασμα φορτηγών τραίνων κι οι ράγες τους τους ήτανε παντού όσο έπιανε το μάτι του, τοξωτές. Τα τραίνα έπρεπε να κόβουν αρκετά τη ταχύτητά τους -σχεδόν σαν ακίνητα- κι εκεί περίμενε ξαπλωμένος σ’ ένα ανάχωμα. Ένα αγόρι με στραπατσαρισμένο και βρώμικο μπουφάν ξάπλωσε κοντά του, στη βάση του αναχώματος. Ακούστηκε ο ήχος της αμαξοστοιχίας για τα βορειοανατολικά, να πλησιάζει αγκομαχώντας, ο Κίλιαν σηκώθηκε και τρέχοντας παράλληλα με το τραίνο, σκαρφάλωσε λαχανιασμένος σ’ ένα άδειο φορτηγό-βαγόνι. Το αγόρι πήδηξε κι αυτό στο ίδιο βαγόνι, ακριβώς πίσω του. Ταξίδεψαν μαζί για λίγο στο σκοτάδι, τα βαγόνια τρανταλίζονταν πέρα-δώθε κι οι σιδερένιες ράγιες του τραίνου, ηχούσανε ρυθμικά στις σιδηροτροχιές. Ο Κίλιαν άρχισε να νυστάζει, νανουρισμένος απ’ όλη αυτή τη περιοδική κίνηση και τον πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε απ’ τ’ αγόρι που τραβούσε την αγκράφα της ζώνης του. Του γύρεψε ένα κοσπενταράκι, μα ο Κίλιαν ήτανε τελείως άφραγκος κι αν είχε, δε σκόπευε να το σπαταλήσει έτσι. Έπιασε το αγόρι από τα μπράτσα κι έσπρωξε τα χέρια του μακρυά με λίγη προσπάθεια, σκάβοντας τα νύχια του στο μαλακό κάτω μέρος των καρπών του αγοριού και τραυματίζοντάς τα επίτηδες. Ο Κίλιαν του ‘πε ν’ απομακρυνθεί στελνοντάς το στην άλλη άκρη του βαγονιού. Είπε στο αγόρι ότι έμοιαζε καλό παιδί, γιατί ήθελε να ‘ναι έτσι; Του ζήτησε να τονε ξυπνήσει μόλις το τραίνο σταματήσει στο Γουέστφιλντ. Το παιδί κάθισε ήσυχα στην άλλη πλευρά του βαγονιού, με το ένα γόνατο στο στήθος και τα χέρια του τυλιγμένα εκεί και δεν είπε τίποτα. Που και που μια λεπτή γραμμή γκρίζου πρωινού φωτός έπεφτε σε ένα από τα πηχάκια στον τοίχο του βαγονιού και γλιστρούσε αργά προς τα πάνω, στο πρόσωπο του αγοριού και στα φλογισμένα από μίσος μάτια του. Ο Κίλιαν αποκοιμήθηκε ξανά με το παιδί να τον αγριοκοιτάζει ακόμα.
Όταν ξύπνησε, το αγόρι έλειπε. Είχε φωτίσει μέχρι τότε, αλλά ακόμα ήταν αρκετά νωρίς κι έκανε πολύ κρύο, οπότε όταν στάθηκε στη μισάνοιχτη συρώμενη πόρτα του βαγονιού, του κόπηκε η ανάσα χνωτίζοντας με σύννεφα παγωμένων ατμών το χώρο. Κράτησε την άκρη της πόρτας με το ένα χέρι και τα δάχτυλα που ήταν έξω τα νιωσε να κρυσταλλιάζουνε γρήγορα, από το ισχυρό, παγωμένο ρεύμα του αέρα. Υπήρχε ένα σχίσιμο στη μασχάλη του πουκαμίσου του κι ο κρύος αέρας έμπαινε κι από κει. Δεν ήξερε αν το Γουέστφιλντ ήταν ακόμα μπροστά του ή όχι, αλλά ένιωθε πως είχε κοιμηθεί πολύ περισσότερο απ’ όσο έπρεπε -πιθανότατα το είχε προσπεράσει. Μάλλον εκεί ήτανε που πήδηξε το αγόρι.
Μετά το Γουέστφιλντ δεν θα υπήρχαν άλλες στάσεις μέχρι το τραίνο να σταματήσει στο Νόρθαμπτον κι ο Κίλιαν δεν ήθελε να πάει εκεί. Στάθηκε στη πόρτα με τον κρύο άνεμο να τον παγώνει. Μερικές φορές φανταζότανε πως είχε πεθάνει με τον Γκέιτζ και περιπλανιόταν από τότε σαν φάντασμα. Δεν ήταν αλήθεια, όμως. Μικρά πράγματα του το θυμίζανε συνεχώς. όπως ο λαιμός του ο πιασμένος και πονεμένος από τον τρόπο που κοιμόταν, ή ο κρύος αέρας που περνούσε από τη τρύπα του πουκαμίσου του.
Ένας φύλακας του σιδηροδρόμου, που τονε λέγανε Λίμα, είχε πιάσει τον Κίλιαν και τον Γκέιτζ να κοιμούνται μαζί κάτω από τη κοινή κουβέρτα τους, κρυμμένοι σ’ ένα υπόστεγο. Τους είχε ξυπνήσει με κλωτσιές και τους είχε διατάξει κοφτά να πάρουνε δρόμο. Όταν δεν ανταποκρίθηκαν άμεσα στις προσταγές του, χτύπησε τον Γκέιτζ στο πίσω μέρος του κεφαλιού με το γκλομπ, ρίχνωντάς τον στα γόνατα. Τις επόμενες μέρες, όταν ο Γκέιτζ ξυπνούσε τα πρωινά, έλεγε στον Κίλιαν ότι τον έβλεπε διπλό. Το θεώρούσε αστείο, κάθόταν εκεί που βρισκότανε για λίγο, γυρνούσε το κεφάλι του σαν σβούρα, από τη μια μεριά στην άλλη και γελούσε βλέποντας τον κόσμο να διπλασιάζεται. Έπρεπε να ανοιγοκλείνει πολλές φορές και να τρίβει τα μάτια του καλά, πριν καθαρίσει η όρασή του ξανά.
Ύστερα, τρεις μέρες μετά από αυτό που συνέβη με τον Λίμα, ο Γκέιτζ άρχισε να πέφτει. Υποτίθεται θα περπατούσαν μαζί και τότε ο Κίλιαν διαπίστωνε ξαφνικά ότι περπατούσε μόνος. Κοιτούσε πίσω κι έβλεπε τον Γκέιτζ να κάθεται στο έδαφος, με πρόσωπο κατάσπρο σαν κερί, γεμάτο πανικό. Σταμάτησαν σ’ ένα μέρος του πουθενά, όπου δεν υπήρχε τίποτα ολόγυρα, να ξεκουραστούνε μια μέρα, αλλά δεν έπρεπε να σταματήσουν, ο Kίλιαν έπρεπε να είχε επιμείνει να μη σταματήσουν. Έπρεπε να είχανε πάει κάπου που να υπήρχε σίγουρα γιατρός. Τώρα το ήξερε πια καλά. Το επόμενο πρωί ο Γκέιτζ ήταν νεκρός με μάτια ορθάνοιχτα και πρόσωπο με ακόμα ζωγραφισμένη την έκπληξη πάνω στα χλωμιασμένα χαρακτηριστικά του, εκεί στο ανάχωμα του κολπίσκου.
Μέρες αργότερα, ο Kίλιαν άκουσε άλλους άντρες να μιλάνε στις πρόχειρες κατασκηνώσεις, για έναν αστυνομικό του σιδηροδρόμου που τονε λέγανε Λίμα Σλιμ. Από τις περιγραφές τους μάντεψε πως αυτός ήταν ο άνθρωπος που είχε χτυπήσει τον Γκέιτζ. Ο Λίμα Σλιμ είχε πυροβολήσει συχνά λαθρεπιβάτες ή καταπατητές. Μια φορά είχε αναγκάσει απειλώντας τους με τ’ όπλο του, μερικούς άνδρες να πέσουν από ένα τρένο που έτρεχε με ογδόντα χλμ./ώρα. Ο Λίμα Σλιμ ήτανε διάσημος για τα πράγματα που είχε κάνει. Διάσημος σε αλήτες όπως αυτός, φυσικά, έτσι κι αλλιώς. Υπήρχε ένας άλλος, επίσης φύλακας σιδηροδρόμων, στον σταθμό του Νόρθαμπτον, που τον έλεγαν Άρνολντ Τσοκ. Μερικοί ισχυρίζονταν ότι ήτανε τόσο κακός όσο κι ο Λίμα Σλιμ -ίσως χειρότερος-, γι’ αυτό ο Κίλιαν δεν ήθελε να πάει εκεί.
Έπειτα από πολλήν ώρα στεκάμενος στη μισάνοιχτη συρώμενη πόρτα του βαγονιού, ένιωσε το τραίνο να επιβραδύνει. Ο Κίλιαν δεν ήξερε γιατί, δεν είχε καλή ορατότητα εκεί που στεκόταν και δεν υπήρχε καμμιά πόλη μπροστά που φαίνεται. Ίσως πλησίαζαν έναν διακόπτη αλλαγής σοδηροτροχιών. Αναρωτήθηκε αν το τραίνο θα σταματούσε εντελώς, αλλά δεν σταμάτησε και μετά από μερικά δευτερόλεπτα με ελαττωμένη ταχύτητα, με μια σειρά γρήγορων βίαιων κραδασμών, άρχισε να επιταχύνει ξανά. Ο Κίλιαν πήδηξε. Δεν πήγαινε τόσο σιγά πια, χτύπησε δυνατά το αριστερό του πόδι πέφτωντας κι ένα χαλίκι γλίστρησε κάτω από τη φτέρνα του. Το πόδι στραμπουλίχτηκε από το βάρος της πτώσης του κι ένας οξύς πόνος διαπέρασε τον αστράγαλο του. Δεν φώναξε ακόμα κι όταν έπεσε με τη μούρη πάνω σε μια βρεγμένη βούρτσα.
Ήταν Οκτώβρης ή Νοέμβρης τάχα, ο Κίλιαν δεν ήξερε ακριβώς και στο δάσος δίπλα στις γραμμές του τραίνου ήταν ένα χαλί από νεκρά φύλλα σε χρώματα σκουριάς και βουτύρου, που κουτσαίνοντας τα προσπέρασε. Τα φύλλα δεν είχανε πέσει ακόμα όλα από τα δέντρα. Πού και πού υπήρχε μια λάμψη από κατακόκκινο ή με ραβδώσεις από μωβ-πορτοκαλί. Μια ψυχρή κι υγρή λευκή ομίχλη είχε πέσει χαμηλά στο έδαφος ανάμεσα στους κορμούς της σημύδας και της ερυθρελάτης. Κάθισε σ’ ένα βρεγμένο κούτσουρο για λίγο και μάλαξε τον αστράγαλό του απαλά με τα χέρια, μέχρι που ο ήλιος ανέβηκε πιο ψηλά, διαλύοντας τη πρωινή ομίχλη. Τα παπούτσια του ήταν σκισμένα και πιασμένα με βρώμικες λουρίδες και τα δάχτυλα των ποδιών του ήτανε τόσο κρύα που είχανε σχεδόν μουδιάσει. Ο Γκέιτζ είχε καλλίτερα παπούτσια, αλλά του τα είχε αφήσει, -όπως είχε αφήσει τη κουβέρτα. Προσπάθησε τότε να προσευχηθεί πάνω στο πτώμα του Γκέιτζ, αλλά δεν μπόρεσε να θυμηθεί τίποτα από την Αγία Γραφή, εκτός από μια πρόταση που έγραψε κάποτε η Μαρία, κρατώντας όλα αυτά τα πράγματα στη καρδιά της κι αυτή ήταν από τη γέννηση του Ιησού και δεν είχε τίποτα να κάνει με ένα νεκρό.
Είχε ζεστάνει η μέρα, αν κι ήταν ακόμα δροσιά κάτω από τις σκιές των πεύκων, όταν ο Kίλιαν στάθηκε επιτέλους. Ακολούθησε το μονοπάτι μέχρι που ο αστράγαλος του πόνεσε πολύ άσχημα για να συνεχίσει κι έπρεπε να καθίσει στο ανάχωμα να ξεκουραστεί ξανά. Τώρα είχε πρηστεί άσχημα κι όταν το πάτησε με το βάρος του, ένιωσε έναν πικρό, ηλεκτρικό πόνο να περνά μέσα από το κόκκαλο. Πάντα εμπιστευόταν τον Γκέιτζ να ξέρει πότε να πηδήξει από ένα βαγόνι. Είχε εμπιστοσύνη στον Γκέιτζ που έδειχνε να ξέρει τα πάντα.
Υπήρχε ένα λευκό αγροτικό σπίτι ανάμεσα στα δέντρα. Ο Κίλιαν το είδε, σκέφτηκε τον πόνο στον αστράγαλο, αλλά μετά σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε ξανά στα δέντρα. Στον κορμό ενός κοντινού πεύκου, κάποιος είχε σπάσει λίγο φλοιό, είχε σκαλίσει ένα Χ στο ξύλο κι είχε τρίψει κάρβουνο στο Χ, ώστε να ξεχωρίζει μαύρο. Δεν υπήρχαν μυστικά σήματα hobo όπως είπανε κάποιοι, ή αν υπήρχαν, ο Kίλιαν δεν ήξερε τι ήταν κι ούτε ο Γκέιτζ. Ένα Χ σαν αυτό, όμως, μερικές φορές σήμαινε ότι θα μπορούσε να πάρει κάτι για φαγητό σ’ ένα μέρος. Ένιωθε ήδη έντονα ένα τεράστιο κενό στο στομάχι.
-“Γεια σας, κυρία“, είπε ο Kίλιαν. “Πεινάω. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να φάω κάτι. Ίσως μια μπουκιά φρυγανιά“.
-“Δεν έχεις φάει πουθενά πρωινό“;
-“Όχι, κυρία“.
-“Δίνουνε πρωινό στην Ευλογημένη Καρδιά. Δεν το ξέρεις“;
-“Κυρία, δεν ξέρω καν που είναι“.
Τονε κοίταξε για λίγο σκεπτική. Έπειτα αποφάσισε…
-“Θα σου κάνω ένα τοστ. Μπορείς επίσης να έχεις κι αυγά αν θες. Τα θες“;
-“Καλά. Υποθέτω ότι αν τα φτιάχνατε, δεν θα τα πετούσα στο δρόμο“.
Αυτό έλεγε πάντα ο Γκέιτζ όταν του προσφέρονταν περισσότερα από όσα ζητούσε κι έκανε τις νοικοκυρές να γελάνε, αλλά εκείνη δεν γελούσε, ίσως επειδή δεν ήταν ο Γκέιτζ και δεν ακουγόταν το ίδιο προερχόμενο από αυτόν. Αντίθετα, εκείνη έγνεψε για άλλη μια φορά κι είπε:
-“Εντάξει. Σκούπισε τα πόδια σου στο-” Κοίταξε τα παπούτσια του μένοντας σιωπηλή για μια στιγμή. “Δες! Αυτά τα παπούτσια… Μόλις μπεις, βγάλε αυτά τα παπούτσια κι άστα δίπλα στη πόρτα“.
-“Μάλιστα κυρία“.
Κοίταξε ξανά κι είδε τρία κορίτσια πριν ανέβει τα σκαλιά, αλλά ήτανε γυρισμένα με τη πλάτη και δεν του δώσανε σημασία. Μπήκε κι έβγαλε τα παπούτσια του, περνώντας το παγωμένο κουρέλι τους στα βρώμικα γυμνά πόδια του. Υπήρχε μια περίεργη αίσθηση ενοχλητικού τσιμπήματος στον αστράγαλο κάθε φορά που πατούσε το αριστερό του πόδι. Μέχρι να καλοκάτσει υπήρχαν ήδη αυγά που χοχλάζανε στο τηγάνι.
-“Ξέρω πώς κατέληξες στη πίσω πόρτα μου. Ξέρω γιατί σταμάτησες στο σπίτι μου. Για τον ίδιο λόγο που όλοι οι άλλοι άντρες σταματούν εδώ“, είπε, κι εκείνος σκέφτηκε πως επρόκειτο να του πει κάτι για το δέντρο με το Χ πάνω, αλλά εκείνη δεν το έκανε. Συνέχισε: “Είναι επειδή το τραίνο πάει λίγο πιο αργά μπαίνοντας σ’ αυτή τη διασταύρωση, ένα τέταρτο του μιλίου πίσω μας κι όλοι πηδάτε για να μη χρειαστεί να δείτε τον Άρνολντ Τσοκ στο Νόρθαμπτον. Αυτό δεν είναι; Πήδηξες κι εσύ στη διασταύρωση“;
-“Ναι κυρία“.
-“Εξ αιτίας του Άρνολντ Τσοκ“;
-“Ναι κυρία. Άκουσα πως είναι κάποιος που θα ‘θελες ν’ αποφύγεις…”.
-“Ίσα μόλις έχει τη φήμη που έχει, λόγω του επωνύμου του. Ο Άρνολντ Τσοκ δεν αποτελεί κίνδυνο για κανέναν. Είναι γέρος και χοντρός κι αν κάποιος από σας το ‘βαζε στα πόδια, πιθανότατα θα λιποθυμούσε στη προσπάθεια να σας πάρει στο κυνήγι. Όχι πως έχει τρέξει και ποτέ. Μπορεί να τρέξει κάπου, αν άκουγε ότι πουλάνε δυο μπιφτέκια μια δεκάρα “, είπε. “Άκου τώρα: Αυτό το τραίνο πάει με 30 χιλιόμετρα την ώρα όταν περνα τη διασταύρωση. Δεν καθυστερεί καθόλου. Το να πηδάς από ‘κεί είναι πολύ πιο επικίνδυνο από το να μπεις στο σταθμό του Νόρθαμπτον“.
-“Ναι, κυρία“, είπε κι έτριψε το αριστερό του πόδι.
-“Ήτανε κι ένα γκαστρωμένο κορίτσι που προσπάθησε να πηδήξει εκεί πέρυσι, έπεσε σ’ ένα δέντρο κι έσπασε το λαιμό της. Ακούς“;
-“Ναι κυρία“.
-“Ένα γκαστρωμένο κορίτσι. Ταξίδευε με τον άντρα της. Θα ‘πρεπε να τη περάσεις τη διασταύρωση. Ενημέρωσε και τους άλλους ότι είναι καλλίτερα να μένουνε στο τραίνο μέχρι αυτό να σταματήσει τελείως. Εδώ είναι τα αυγά σου. Σου αρέσει και μαρμελάδα σ’ αυτό το τοστ”;
–“Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, κυρία. Ευχαριστώ κυρία. Δεν μπορώ να σας πω πόσο όμορφα μου μυρίζει αυτό“.
Ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας κρατώντας τη σπάτουλά της και τον κοίταζε να τρώει. Δεν μίλησε, αλλά έτρωγε λαίμαργα και γρήγορα κι όλο αυτό το διάστημα τον κοίταζε και δεν είπε τίποτα.
-“Λοιπόν“, είπε όταν τελείωσε. “Θα βάλω μερικά ακόμη στο τηγάνι για σένα“.
-“Δεν πειράζει. Ήταν αρκετά…”
-“Δεν τα θέλεις“; Δίστασε, αβέβαιος πώς ν’ απαντήσει, ήτανε πολύ δύσκολη ερώτηση. “Τα θέλει!”, είπε στον εαυτό της κι έριξε άλλα δυο αυγά στο τηγάνι.
-“Φαίνομαι τόσο πεινασμένος“;
-“Δεν είναι σωστή η λέξη που περιγραφεις τον εαυτό σου. Έμοιαζες αδέσποτο σκυλί έτοιμο να ορμήξει σε σκουπιδοντενεκέδες, να βρεί κάτι να φάει“.
Όταν του ‘βαλε το πιάτο μπροστά, της είπε:
-“Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να σας το ξεπληρώσω, κυρία, θα χαρώ να το κάνω“.
-“Σ’ ευχαριστώ. Δεν κάνει τίποτα“.
-“Μακάρι να σκεφτείτε κάτι. Εκτιμώ που μου ανοίξατε τη κουζίνα σας έτσι απλά. Δεν είμαι κανάς παταχτσής αλήτης. Δεν με τρομάζει η δουλειά“.
-“Από πού είσαι“;
-“Μισούρι“.
-“Σε νόμιζα νότιο. Έχεις αστεία προφορά. Πού πας“;
-“Δεν ξέρω“, είπε.
Δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο, στάθηκε στον πάγκο με τη σπάτουλα της και τον ξανάκοίταξε όσο έτρωγε. Μετά βγήκε έξω και τον άφησε μόνο στη κουζίνα. Όταν τελείωσε αυτός, κάθισε στο τραπέζι αβέβαιος για το τί να κάνει ή αν έπρεπε να φύγει. Ενώ προσπαθούσε ν’ αποφασίσει, εκείνη επέστρεψε, κρατώντας ένα ζευγάρι χαμηλές μαύρες μπότες στο ένα χέρι, ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες στο άλλο.
-“Βάλε αυτές και δες αν ταιριάζουν“, είπε.
-“Όχι, κυρία. Δεν μπορώ… “
-“Μπορείς και θα το κάνεις. Φόρα τες! Τα πόδια σου φαίνονται στο σωστό νούμερο...”
Φόρεσε τις κάλτσες και τράβηξε τις μπότες πάνω τους. Απαλά πέρασε και το αριστερό του πόδι, αλλά εξακολουθούσε να πονά ενοχλητικά ο αστράγαλος. Αναστέναξε βαθιά.
-“Συμβαίνει κάτι σ’ αυτό το πόδι;”, τονε ρώτησε.
-“Το στραμπούληξα μάλλον“.
-“Πήδηξες απ’ το τραίνο στη διασταύρωση“;
-“Ναι κυρία“.
Κούνησε το κεφάλι της με λύπη.
-“Κι άλλοι θα πεθάνουν εκεί. Όλ’ αυτά από φόβο για έναν παχύ γέρο μ’ έξι δόντια στο στόμα“.
Οι μπότες ήτανε λίγο χαλαρές, ίσως ένα νούμερο πιο μεγάλες. Ένα φερμουάρ υπήρχε στο εσωτερικό κάθε μπότας. Το δέρμα ήταν μαύρο και καθαρό και μόνο λίγο γρατζουνισμένο στις άκρες. Μοιάζανε σαν να μην είχανε φορεθεί σχεδόν καθόλου πριν.
-“Πώς σου είναι“;
-“Καλές. Δεν μπορώ να τις έχω όμως. Είναι καινούργιες“.
-“Λοιπόν, δεν μου κάνουν καλό κι ο άντρας μου δεν τις χρειαζεται πια. Πέθανε τον Ιούλιο“.
-“Συγγνώμη… λυπάμαι...”
-“Κι εγώ… πολύ“, είπε χωρίς καμμία αλλαγή στο πρόσωπό της. “Θα ‘θελες λίγο καφέ; Δεν σου πρόσφερα καφέ... “.
Μη παίρνοντας απάντηση κατάλαβε… σερβίρισε δυο φλυτζάνια κι έκατσε στο τραπέζι.
-“Πέθανε σε ατύχημα με φορτηγό“, είπε. “Ήταν ένα φορτηγό WPA, που ξέφυγε από τη πορεία του. Δεν ήταν ο μόνος που πέθανε. Μαζί του σκοτώθηκαν άλλοι πέντε άνδρες. Ίσως διάβασες γι’ αυτό. Το γράψανε πολλές εφημερίδες“.
Δεν απάντησε, ένευσε αρνητικά.
-“Οδηγούσε ο σύζυγός μου. Κάποιοι είπανε πως έφταιγε αυτός, που ήταν απρόσεκτος στο τιμόνι. Το ερεύνησαν. Υποθέτω πως ίσως έφταιγε αυτός“. Σώπασε για λίγο και μετά είπε: “Το μόνο καλό με το θάνατό του είναι ότι δεν χρειάζεται να κυκλοφορεί μ’ αυτή την ενοχή πάνω του. Ζούσε πάντα με την ενοχή πως έφταιγε σε κάτι -οτιδήποτε κάτι. Τον έτρωγε μέσα του ήδη, κι αυτό το τελευταίο θα τον είχε διαλύσει“.
Ο Kίλιαν θα ‘θελε να ‘ταν ο Γκέιτζ εδώ, εκείνος θα ‘ξερε τι να πει. Θα τη πλησίαζε στο τραπέζι και θα της άγγιζε το χέρι. Ο Κίλιαν αντίθετα, καθότανε μες στις μπότες του νεκρού, παλεύοντας μέσα του… Τελικά ξέσπασε δακρυσμένος:
-“Τα πιο τρομερά πράγματα συμβαίνουν στους καλλίτερους ανθρώπους, στους πιο ευγενικούς και τις περισσότερες φορές, χωρίς να υπάρχει λόγος. Είναι απλά μια ηλίθια τύχη. Αν δεν ξέρετε με βεβαιότητα ότι ήτανε δικό του λάθος, γιατί να νιώσετε χάλια νομίζοντας ότι ήταν; Είναι ήδη αρκετά δύσκολο να χάσεις κάποιον που σημαίνει τόσα για σένα, χωρίς όλ’ αυτά“.
-“Καλά. Προσπαθώ να μη το σκέφτομαι“, είπε. “Μου λείπει, αλλά ευχαριστώ τον Θεό κάθε βράδυ, για τα δώδεκα χρόνια που περάσαμε μαζί. Ευχαριστώ τον Θεό για τις κόρες του. Βλέπω τα μάτια του στα δικά τους“.
-“Ναι“, είπε.
-“Δεν ξέρουν τί να κάνουνε. Ποτέ δεν ήτανε τόσο μπερδεμένες“.
-“Ναι“, ξανάπε.
Κάθισαν για λίγο στο τραπέζι και τότε η γυναίκα είπε:
-“Κοιτάς το νούμερό σου παντού; Μπορώ να σου χαρίσω ένα από τα πουκάμισά του κι ένα παντελόνι, μαζί με τις μπότες“.
-“Όχι, κυρία. Δεν θα ‘νιωθα καλά, παίρνοντας πράγματα από ‘σας που δεν μπορώ να πληρώσω“.
-“Σταμάτα αυτό το βιολί τώρα. Δεν μιλάμε για αμοιβή εδώ. Ψάχνω κάθε μικρό κομμάτι καλού που μπορεί να βγει από ‘να τόσο κακό πράγμα. Θα ‘θελα να σου τα δώσω. Αυτό θα με έκανε να νιώσω καλλίτερα!“, είπε και του χαμογέλασε.
Είχανε γκριζάρει λίγο τα μαλλιά της, τα ‘χε πιασμένα σε κώτσο πίσω, αλλά εκεί που καθότανε τώρα φωτιζόταν από μια υγρή λιακάδα που τρύπωνε από κάποιο απ’ τα παράθυρά της και τότε πρόσεξε πρώτη φορά, ότι τα μαλλιά της ήτανε λευκόξανθα σαν τις κόρες της. Σηκώθηκε, κι αυτή ξαναβγήκε. Όσο έλειπε, εκείνος καθάρισε τα πιάτα. Η γυναίκα επέστρεψε σύντομα κρατώντας ένα χακί παντελόνι και τιράντες, ένα χοντρό και βαρύ καρό πουκάμισο και μια χοντρή φανέλλα. Τον οδήγησε στο υπνοδωμάτιο που ήτανε πίσω απ’ τη κουζίνα και τον άφησε να ξεντυθεί…
Το πουκάμισο ήταν μεγάλο και χαλαρό κι είχε μιαν αμυδρή αντρική μυρωδιά, όχι δυσάρεστη στα ρουθούνια του, επίσης μιαν ελαφριά μυρωδιά καπνού πίπας. Ο Κίλιαν είχε δει μια πίπα φτιαγμένη από κορμό καλαμποκιού, στο τζάμι πάνω από τη σόμπα. Βγήκε με τα βρώμικα και σκισμένα ρούχα του παραμάσχαλα, νιώθοντας καθαρός, φρέσκος και πιο συνηθισμένος άνθρωπος, έχοντας και γεμάτο στομάχι. Εκείνη καθότανε στο τραπέζι κρατώντας ένα από τα παλιά του παπούτσια. Χαμογελούσε αμυδρά και ξεκολλούσε το λασπωμένο περιτύλιγμα με λινάτσα γύρω του.
-“Αυτά τα παπούτσια έχουνε τραβήξει πολλά και κερδίσανε με το παραπάνω τη ξεκούρασή τους“, είπε ο Kίλιαν. “Ντρέπομαι πολύ για τον τρόπο που τους φέρθηκα“.
Σήκωσε το κεφάλι της και χωρίς να μιλήσει τονε κοίταξε στοχαστικά. Κοίταξε το παντελόνι του. Είχε τυλίξει τις μανσέτες του παντελονιού πάνω από τους αστραγάλους.
-“Δεν ήμουνα σίγουρη αν ήταν στο νούμερό σου ή όχι“, είπε. “Νόμιζα πως ήσουνα πιο σωματώδης, αλλά δεν το πέτυχα. Σκέφτηκα ότι ίσως μόνο η μνήμη μου να κάνει εκείνον μεγαλύτερο“.
-“Λοιπόν, ήτανε τόσο μεγάλος, όσο θυμάστε“.
-“Μοιάζει να γίνεται μεγαλύτερος“, είπε. “Όσο απομακρύνομαι απ’ αυτόν“.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να επιστρέψει αυτά που της χρωστούσε για τα ρούχα και το φαγητό. Του είπε ότι το Νορθάμπτον ήτανε τρία μίλια κι έπρεπε να πάει τώρα, γιατί πιθανότατα θα πεινούσε ξανά μέχρι να φτάσει εκεί και θα υπήρχε σίγουρα ένα μεσημεριανό γεύμα στην Ευλογημένη Καρδιά της Παναγίας, όπου μπορούσε να πάρει ένα μπολ με φασόλια και μία φέτα ψωμί. Του είπε πως υπήρχε ένα Χούβερβιλ στην ανατολική πλευρά του ποταμού Κονέκτικατ, αλλά αν πήγαινε, τον συμβούλεψε να μη μείνει πολύ, γιατί συχνά κάναν έφοδο και συχνά άντρες συλλαμβάνονταν για καταλήψεις δημοσίων χώρων. Στη πόρτα, είπε ότι ήταν καλλίτερο να συλληφθεί στο σταθμό του τραίνου παρά να προσπαθήσει να πηδήξει νωρίς από το βαγόνι με κανα φορτηγό-τραίνο που πήγαινε πολύ γρήγορα. Είπε ότι δεν ήθελε να πηδήξει από άλλα τραίνα, εκτός από τα σταματημένα, ή απλώς σαν επιβάτης τους. Μπορεί να του τύχει κάτι χειρότερο από ένα στραμπουληγμένο αστράγαλο την επόμενη φορά. Έγνεψε καταφατικά και ρώτησε ξανά αν μπορούσε να κάνει κάτι για κείνη. Είπε ότι του είχε ήδη πει τί θα μπορούσε να κάνει για κείνη.
Ήθελε να της πιάσει το χέρι. Ο Γκέιτζ θα της έπιανε το χέρι και θα υποσχόταν να προσευχηθεί για κείνη και τον άντρα που ‘χε χάσει. Ήθελε να μπορούσε να της πει για τον Γκέιτζ. Ο Kίλιαν διαπίστωσε ωστόσο, πως αδυνατούσε να σηκώσει τα χέρια του να της αγγίξει το χέρι ή να την αγγίξει με οποιονδήποτε τρόπο και δεν εμπιστεύτηκε τη σπασμένη φωνή του για να μιλήσει. Συχνά συνθλίβοταν από την ευπρέπεια των άλλων, που δεν είχανε σχεδόν τίποτα κι οι ίδιοι. Μερικές φορές ένιωθε τη καλωσύνη τους τόσον ισχυρή, που νόμιζε ότι θα του ράγιζε κάποιο λεπτό εσωτερικό κομμάτι.
Καθώς διέσχιζε την αυλή στο δρόμο, με τα νέα του ρούχα, έριξε μια ματιά στα δέντρα κι είδε τα δυο κορίτσια ανάμεσα στις φτέρες. Στέκονταν τώρα κι η καθεμιά τους κρατούσε ένα μπουκέτο με ξεθωριασμένα παλιά λουλούδια και κοιτούσανε στο χώμα. Σταμάτησε και τις παρακολουθούσε, περίεργος για το τί κάνανε, τί ήτανε στο έδαφος πέρα απ’ τις φτέρες που δεν μπορούσε να δει. Καθώς στεκόταν εκεί κι οι δύο γύρισαν το κεφάλι -πρώτα το μεγαλύτερο κορίτσι και μετά η μικρότερη αδερφή της, όπως πριν- και τον κοίταξανε.
Ο Κίλιαν χαμογέλασε αβέβαια και διέσχισε κουτσαίνοντας την αυλή, προς το μέρος τους. Πέρασε μέσα από τις δροσερές υγρές φτέρες για να τις πλησιάσει. Λίγο πριν από το σημείο που στέκονταν τα κορίτσια υπήρχε ένα κομμάτι καθαρισμένου εδάφους και στο έδαφος ένας μαύρος σάκκος. Στο σάκκο ήτανε ξαπλωμένο ένα τρίτο κορίτσι, το νεότερο απ’ τα τρία, φορώντας ένα λευκό φόρεμα με δαντέλες ραμμένες στο γιακά και στα μανίκια. Τα λευκά κοκκαλιάρικα χέρια της ήτανε διπλωμένα στο στήθος της κρατώντας σφιχτά ένα μικρό μπουκέτο. Τα μάτια της ήτανε κλειστά. Οι μύες στο πρόσωπό της έτρεμαν καθώς πάλευε να μη χαμογελάσει. Δεν ήταν πάνω από πέντε ετών. Ένα στεφάνι από ξερές μαργαρίτες γύρω από τα ξανθά μαλλιά της. Ένας σωρός από νεκρά μαραμένα λουλούδια στα πόδια της, μια Βίβλος ανοιχτή στο πλευρό της.
-“Η αδερφή μας, Κέιτ, είναι νεκρή“, είπε το μεγαλύτερο κορίτσι.
-“Τώρα θα ‘χουμε την ανάστασή της“, είπε η μεσαία κόρη.
Η Κέιτ έμενε πολύ ακίνητη πάνω το σάκκο. Τα μάτια της παρέμειναν κλειστά, αλλά έπρεπε να δαγκώνει τα χείλη για να μη χαμογελάσει.
-“Θέλετε να παίξετε;” ρώτησε η μεσαία κόρη. “Θέλετε να παίξετε μαζί μας το παιχνίδι; Θα μπορούσατε να ξαπλώσετε. Θα μπορούσατε να είστε ο νεκρός, θα μπορούσαμε να σας σκεπάσουμε με λουλούδια, να διαβάσουμε από τη Βίβλο και να ψάλλουμε το “Πιο κοντά ο Θεός μας σε σένα“.
-“Εγώ θα κλάψω“, είπε το μεγαλύτερο κορίτσι. “Μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να κλάψει όποτε θέλω“.
Ο Κίλιαν κοντοστάθηκε. Κοίταξε το κορίτσι στο έδαφος και μετά τις δυο πενθούσες. Είπε στο τέλος:
-“Δεν πιστεύω πως αυτό είναι το είδος του παιχνιδιού μου. Δεν θέλω να είμαι ο νεκρός“.
Το μεγαλύτερο κορίτσι τονε κοίταξε πάνω ως κάτω κι ύστερα κατά πρόσωπο.
-“Γιατί;“, ρώτησε. “Θα σας ταίριαζε γάντι ο ρόλος…“.
(μτφρ.: Πάτροκλος)
==========================
Η Γραφομηχανή Της Σεχραζάτ
Ο πατέρας της Έλενας κατέβαινε στο υπόγειο κάθε βράδυ, μετά τη δουλειά, για όσο μπορούσε να θυμηθεί και δεν ανέβαινε παρά μόνο όταν γέμιζε τρεις σελίδες στην ηλεκτρική γραφομηχανή IBM, που ‘χε αγοράσει στο κολλέγιο, όταν ακόμα πίστευε ότι κάποτε θα ήτανε διάσημος συγγραφέας. Είχε πεθάνει εδώ και τρεις μέρες πριν η κόρη του ακούσει τη γραφομηχανή, τη συνηθισμένη ώρα: ένα εκρηκτικό και γοργό πληκτρολόγημα, που ακολουθούσε σιωπή αναμονής κι ακουγότανε μόνο το ηλίθιο γουργούρισμα της μηχανής.
Η Έλενα κατέβηκε τα σκαλιά στο σκοτάδι, με τα τρεμάμενα πόδια της να μη μπορούν να τη κρατήσουν. Το μηχάνημα της IBM γέμιζε το σκοτάδι που μύριζε μούχλα, έτσι η ίδια η θλίψη έδειξε να δονείται με ηλεκτρικό ρεύμα, όπως πριν από μια καταιγίδα. Έφτασε στη λάμπα δίπλα στη γραφομηχανή του πατέρα της και την άναψε ακριβώς τη στιγμή που ο επιλογέας ξέσπασε σ’ ένα άλλο φρενήρες πληκτρολόγημα. Ούρλιαξε και μετά ούρλιαξε ξανά σαν είδε τα πλήκτρα να κινούνται μόνα τους, η χρωμιωμένη γραφίδα να χτυπά επίμονα στον άδειο πίνακα.
Τη πρώτη φορά που η Έλενα είδε τη γραφομηχανή να δουλεύει μόνη της, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ‘χε λιποθυμήσει από το σοκ. Η μητέρα της παραλίγο να λιποθυμήσει κι αυτή, όταν η Έλενα της την έδειξε, το επόμενο βράδυ. Όταν η γραφομηχανή άρχισε να χτυπά και να γράφει, η μητέρα της Έλενας σήκωσε τα χέρια ψηλά φωνάζοντας με τρεμάμενα κάτω τα πόδια της. Η Έλενα έπρεπε να τη πιάσει από το μπράτσο για να μην πέσει. Αλλά σε λίγες μέρες το συνήθισαν και μετά ήτανε κάτι… συναρπαστικό. Η μητέρα της είχε την ιδέα να προσθέσει χαρτί, λίγο πριν ξεκινήσει η γραφομηχανή στις 8 μμ. Η μητέρα της ήθελε να δει τί τους έγραφε, αν ήταν ένα μήνυμα γι’ αυτές από ‘δω και πέρα, όπως: “Ο τάφος μου είναι κρύος. Σ’ αγαπώ και μου λείπεις“, π.χ. Ήταν όμως ακόμα ένα μικρό διήγημά του. Δεν ξεκινούσε καν από την αρχή. Ξεκινούσε από τη μέση κι ακριβώς στη μέση μιας πρότασης. Ήταν η μητέρα της Έλενας, που σκέφτηκε να καλέσει τις τοπικές ειδήσεις.
Ένας παραγωγός από το κανάλι, που ήρθε για να δει τη γραφομηχανή, έμεινε μέχρι να ενεργοποιηθεί το μηχάνημα κι έγραψε μερικές προτάσεις, στη συνέχεια σηκώθηκε κι ανέβηκε φουριόζος τις σκάλες. Η μητέρα της Έλενας έσπευσε να τον ακολουθήσει, γεμάτη αγωνιώδεις ερωτήσεις.
-“Τηλεχειριστήριο“, είπε ο παραγωγός, χαμηλόφωνα. Κοίταξε πίσω πάνω από τον ώμο της με μια χαμένη έκφραση. “Πότε θάψατε τον άντρα σας, κυρία“;
-“Πριν από μα εβδομάδα. Τί τρέχει με ‘σας“;
Κανείς απ’ τους άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς δεν ενδιαφέρθηκε. Ο τύπος στην εφημερίδα είπε ότι δεν είναι ενδιαφέρον θέμα και δεν είναι το αντικείμενό τους. Ακόμα και κάποιοι συγγενείς τους υποψιάστηκαν ότι ήταν μια κακόγουστη φάρσα. Η μητέρα της Έλενας πήγε για ύπνο κι έμεινε εκεί για αρκετές εβδομάδες, καταβεβλημένη από μια τρομερή ημικρανία, απογοητευμένη και συγκεχυμένη. Και στο υπόγειο, κάθε βράδυ, η γραφομηχανή δούλευε, γεμίζοντας λέξεις στο χαρτί με θορυβώδικα πληκτρολογήματα.
Η κόρη του νεκρού παρακολουθούσε την ΙBM. Έμαθε πότε πρέπει της βάζει νέο χαρτί, έτσι ώστε κάθε βράδυ το μηχάνημα να γράφει τρεις νέες σελίδες στο διήγημα, όπως ακριβώς όταν ζούσε ο πατέρας της. Στη πραγματικότητα, το μηχάνημα φάνηκε να την περιμένει κάθε βράδυ, να ηχεί μ’ έναν ευχάριστο τρόπο, ως τη στιγμή που θα ‘χε ένα καινούριο φύλλο χαρτί, να το γεμίσει με μελανίσιες λέξεις.
Πολύ καιρό μετά, που κανείς άλλος δεν σκεφτότανε τη γραφομηχανή, η Έλενα συνέχισε να πηγαίνει στο υπόγειο τη νύχτα, να’ ακούει ραδιόφωνο, να διπλώνει ρούχα και να περνά νέο φύλλο χαρτιού στην IBM όταν ήταν απαραίτητο. Ήταν ένας απλός τρόπος για να της περνά η ώρα, ανόητος και γλυκός, μάλλον σαν να επισκεπτότανε τον τάφο του πατέρα της κάθε μέρα για να αφήσει λίγα φρέσκα λουλούδια.
Επίσης, της άρεσε να διαβάζει τις ιστορίες όταν τελείωναν. Ιστορίες για μάσκες και μπέιζμπολ, πατέρες και τα παιδιά τους… και φαντάσματα. Μερικές απ’ αυτές ήταν ιστορίες φαντασμάτων. Της άρεσαν περισσότερο. Δεν ήταν αυτό το πρώτο πράγμα που έμαθε σε κάθε κύκλο μαθημάτων γι’ αυτόματη γραφή; Γράψε γι’ αυτό που ξέρεις; Το φάντασμα στη μηχανή έγραφε για νεκρούς με μεγάλη εξουσία.
Μετά από κάμποσο καιρό, οι κορδέλες για τη γραφομηχανή ήτανε διαθέσιμες μόνο με ειδική παραγγελία. Τότε ακόμη κι η IBM σταμάτησε να τις φτιάχνει. Η γραφομηχανή είχε πια φθαρεί. Την αντικατέστησε, αλλά μετά η κορδέλλα γραφής άρχισε να κολλάει. Ένα βράδυ, σταμάτησε με θόρυβο, δεν μπορούσε να προχωρήσει κι ένας λιπαρός καπνός άρχισε να βγαίνει από κάτω στον πάτο του μηχανήματος. Η γραφομηχανή χτυπούσε γράμμα το γράμμα, το ένα πάνω στο άλλο, μ’ ένα είδος τρελλής μανίας, μέχρι η Έλενα να καταφέρει να σηκωθεί και να τη κλείσει. Τη πήγε σε κάποιον που ήξερε να επισκευάζει παλιές γραφομηχανές κι άλλες συσκευές. Της την επέστρεψε σε άψογη κατάσταση λειτουργίας, αλλά δεν έγραψε ποτέ ξανά μόνη της. Στις τρεις εβδομάδες που ‘μεινε στο μαγαζί του μάστορα, έχασε το συνήθειό της.
Σαν μικρό κορίτσι, η Έλενα είχε ρωτήσει τον πατέρα της γιατί πήγαινε στο υπόγειο κάθε βράδυ για να κάνει ό,τι έκανε και της είχε απαντήσει ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί αν δεν έγραφε. Το να γράφει ζέσταινε τη φαντασία του για τη δημιουργίας μιας βραδιάς γεμάτης γλυκά όνειρα. Τώρα την ανησηχούσε η ιδέα πως ο θάνατός του μπορεί να ήταν ανήσυχος, άυπνος και ταραγμένος. Αλλά δεν υπήρχε καμμιά διαβεβαίωση γι’ αυτό.
Ήταν τότε στα είκοσι όταν πέθανε η μητέρα της -μια δυστυχισμένη γριά, αποξενωμένη όχι μόνον από την οικογένειά της αλλά κι από ολόκληρο τον κόσμο- που αποφάσισε να φύγει, πράγμα που σήμαινε να πουλήσει το σπίτι κι ό, τι υπήρχε σ’ αυτό. Δεν είχε αρχίσει ακόμα καλά-καλά να τακτοποιεί την ακαταστασία στο υπόγειο, όταν βρέθηκε να κάθεται στα σκαλιά, ξαναδιαβάζοντας τις ιστορίες που ‘χε γράψει ο πατέρας της μετά το θάνατό του. Στη ζωή του, είχε εγκαταλείψει τη πρακτική της υποβολής του έργου του σε εκδότες, είχε κουραστεί από την απόρριψη. Αλλά η μεταθανάτια δουλειά του φαινότανε στο κορίτσι πολύ πιο… ζωντανή από τη προηγούμενη δουλειά του κι οι ιστορίες του για στοιχειά και το αφύσικο φαίνονταν ιδιαίτερα συναρπαστικές. Τις επόμενες βδομάδες, συγκέντρωσε τα καλλίτερά του σ’ ένα μόνο βιβλίο κι άρχισε να το στέλνει στους εκδότες. Οι περισσότεροι είπαν ότι δεν υπήρχε αγορά για νέους συγγραφείς χωρίς φήμη, αλλά με τη πάροδο του καιρού άκουσε από έναν εκδότη, ένα μικροκαμωμένο τύπο που είπε ότι του άρεσαν, πως ο πατέρας της είχε μια καλή αίσθηση για το υπερφυσικό.
-“Δεν είχε;” του απάντησε ενθουσιασμένα αυτή…
_____________________
Η σελίδα αναγνώρισης εδώ θα μπορούσα να ‘ναι πρώτη. Ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ ν’ ανταποδώσω το ενδιαφέρον σας είναι με τη προσφορά αυτής της επιπλέον ιστορίας. Ιστορία που την άκουσα πρώτη φορά από φίλο μου στις εκδόσεις. Αγνοούσε τις πολύ σημαντικές λεπτομέρειες, οπότε δεν μπορώ να σας πω πού εκδόθηκε τελικά το βιβλίο ή πότε ή πραγματικά, κάτι περισσότερο σχετικά μ’ αυτή τη περίεργη συλλογή. Μακάρι να ‘ξερα περισσότερα. Ως άνθρωπος που γοητεύεται από το Φανταστικό, θα ‘θελα ν’ αποκτήσω ένα αντίγραφο. Δυστυχώς, ο τίτλος κι ο συγγραφέας του απίθανου αυτού βιβλίου δεν είναι γνωστά.