Βιογραφικό

Ο Ζαν Ωγκύστ Ντομινίκ Ενγκρ (Jean-Auguste-Dominique Ingres, 1780-1867, classicism), έζησε 3 επαναστάσεις. Υπήρξεν ηγέτης της κλασσικής σχολής. Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου στη Μοντομπάν της Γαλλίας, 1ο από τα 7 παιδιά του ταλαντούχου ζωγράφου και γλύπτη Ζοζέφ Ενγκρ. 11 ετών εγκαταλείπει τη Τουλούζ για το Παρίσι και γίνεται μαθητής και στη συνέχεια βοηθός, του μεγαλύτερου ζωγράφου της εποχής, Νταβίντ. Το 1797 ο πατέρας του τον γράφει στη Σχολή Καλών Τεχνών Τουλούζ. Το 1801 κερδίζει το 1ο βραβείο στο διαγωνισμό της Ρώμης, με το έργο του, “Οι Απεσταλμένοι Του Αγαμέμνονα“.
Επηρεάστηκε βαθιά από τις καλλιτεχνικές παραδόσεις του παρελθόντος και φιλοδοξούσε να γίνει ο θεματοφύλακας της ακαδημαϊκής ορθοδοξίας ενάντια στο ανερχόμενο ρομαντικό στυλ. Αν και θεωρούσε τον εαυτό του ζωγράφο της ιστορίας στην παράδοση του Poussin και του David, είναι τα πορτραίτα του, τόσο ζωγραφισμένα όσο και σχεδιασμένα, που αναγνωρίζονται ως η μεγαλύτερη κληρονομιά του. Οι εκφραστικές παραμορφώσεις της μορφής και του χώρου τον κατέστησαν σημαντικό πρόδρομο της μοντέρνας τέχνης, επηρεάζοντας τον Matisse, τον Picasso κι άλλους μοντερνιστές.

Ως τη στιγμή που έφυγε το 1806 για τη παραμονή του στη Ρώμη, το στυλ του -αποκαλύπτοντας τη στενή μελέτη του για τους Ιταλούς και Φλαμανδούς δασκάλους της Αναγέννησης- είχε αναπτυχθεί πλήρως και θ’ άλλαζε ελάχιστα για το υπόλοιπο της ζωής του. Ενώ εργαζόταν στη Ρώμη και στη συνέχεια στη Φλωρεντία από το 1806 έως το 1824, έστελνε τακτικά πίνακες στο Σαλόνι του Παρισιού, όπου κατηγορήθηκαν από κριτικούς που βρήκαν το στυλ του παράξενο κι αρχαϊκό. Έλαβε λίγες παραγγελίες στη διάρκεια αυτής της περιόδου για τους ιστορικούς πίνακες που φιλοδοξούσε να ζωγραφίσει, αλλά ήτανε σε θέση να υποστηρίξει τον εαυτό του και τη σύζυγό του ως ζωγράφος πορτραίτων και σχεδιαστής.

Ζουλί Φορεστιέ
Το 1806 εκθέτει στο Σαλόν, το έργο “Ο Ναπολέων Στον Θρόνο”. 4 χρόνια μετά αρραβωνιάζεται τη καλλιτέχνιδα, μουσικό και ζωγράφο Αν-Ζυλί Φορεστιέ, αλλά δε τη παντρεύεται. Η Julie, όταν ρωτήθηκε χρόνια αργότερα γιατί δεν είχε παντρευτεί ποτέ, απάντησε: «Όταν κάποια είχε τη τιμή να αρραβωνιαστεί τον M. Ingres, δεν παντρεύεται». Τελικά αναγνωρίστηκε στο Salon το 1824, όταν ο πίνακας του The Vow of Louis XIII, έγινε δεκτός με επιτυχία κι αναγνωρίστηκε ως ο ηγέτης της νεοκλασσικής σχολής στη Γαλλία. Αν και τα έσοδα από τις προμήθειες για πίνακες ιστορίας του επέτρεψαν να ζωγραφίσει λιγότερα πορτραίτα, το Πορτραίτο του κυρίου Bertin σηματοδότησε την επόμενη δημοφιλή επιτυχία του το 1833. Τον επόμενο χρόνο, η αγανάκτησή του για τη σκληρή κριτική της φιλόδοξης σύνθεσής του Το μαρτύριο του Αγίου Συμφοριανού τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ιταλία. Μετακομίζει στη Ρώμη. Το 1813 γνωρίζει τη Μαντλέν Σαπέλ και τη παντρεύεται στο τέλος της χρονιάς. Τον επόμενο χρόνο επιστρέφει με τη σύζυγό του στο Παρίσι κι ανοίγει Σχολή Σχεδίου.

Μαντλέν Σαπέλ
Το 1835 επιστρέφει στη Ρώμη σα διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας. Επέστρεψε οριστικά στο Παρίσι το 1841. Στα τελευταία του χρόνια ζωγράφισε νέες εκδοχές πολλών από τις προηγούμενες συνθέσεις του, σειρά σχεδίων για βιτρό, αρκετά σημαντικά πορτραίτα γυναικών και το Χαμάμ, τον τελευταίο από τους πολλούς οριενταλιστικούς πίνακές του με γυναικείο γυμνό, που τον ολοκλήρωσε στα 83 του και δέχεται πολυάριθμες παραγγελίες για πορτραίτα. Το 1849 πεθαίνει η Μαντλέν. 3 χρόνια μετά, σε ηλικία 71 ετών παντρεύεται τη Ντελφίν Ραμέλ.
Από νεαρή ηλικία ήταν αποφασισμένος να γίνει ιστορικός ζωγράφος, που στην ιεραρχία των ειδών που καθιερώθηκε από τη Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής υπό τον Λουδοβίκο XIV και συνεχίστηκε μέχρι τον 19ο αι., θεωρήθηκε το υψηλότερο επίπεδο ζωγραφικής. Δεν ήθελε απλώς να κάνει πορτραίτα ή εικόνες πραγματικής ζωής όπως ο πατέρας του. Ήθελε ν’ αναπαραστήσει τους ήρωες της θρησκείας, της ιστορίας και της μυθολογίας, να τους εξιδανικεύσει και να τους δείξει με τρόπους που εξηγούσαν τις πράξεις τους, ανταγωνιζόμενοι τα καλύτερα έργα της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας.

Ένας από τους μαθητές του David, ο Étienne-Jean Delécluze, που μετά έγινε κριτικός τέχνης, τονε περιέγραψε ως μαθητή:
“Διακρίθηκε όχι μόνο απ’ την ειλικρίνεια του χαρακτήρα του και τη διάθεσή του να εργάζεται μόνος του. Ήταν ένας από τους πιο φιλομαθείς. Συμμετείχε ελάχιστα σ’ όλες τις ταραχώδεις ανοησίες γύρω του και μελετούσε με πιότερη επιμονή από τους περισσότερους συμμαθητές του. Όλες οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν σήμερα το ταλέντο αυτού του καλλιτέχνη, η φινέτσα του περιγράμματος, το αληθινό και βαθύ συναίσθημα της φόρμας κι η μοντελοποίηση με εξαιρετική ορθότητα και σταθερότητα, μπορούσαν ήδη να φανούν στις 1ες μελέτες του. Ενώ αρκετοί απ’ τους συντρόφους του κι ο ίδιος ο David σηματοδοτήσανε τάση προς την υπερβολή στις σπουδές του, όλοι εντυπωσιάστηκαν από τις μεγάλες συνθέσεις του κι αναγνώρισαν το ταλέντο του“.

Ο πίνακάς του Aniochius & Stratonice, παρά το μικρό του μέγεθος, μόλις ένα μέτρο, ήτο μεγάλη επιτυχία. Τον Αύγουστο παρουσιάστηκε στο ιδιωτικό διαμέρισμα του δούκα της Ορλεάνης στο Pavilion Marsan του Palais des Tuileries. Ο βασιλιάς τον χαιρέτησε προσωπικά στις Βερσαλλίες και τονε ξενάγησε στο παλάτι. Του προσφέρθηκε μια παραγγελία να ζωγραφίσει πορτραίτο του Δούκα, του κληρονόμου του θρόνου κι ένα άλλο από τον Δούκα de Lunyes για να δημιουργήσει 2 τεράστιες τοιχογραφίες για το Château de Dampierre.
Κοντά στο τέλος της ζωής του, έκανε ένα από τα πιο γνωστά αριστουργήματά του, το Χαμάμ. Αναπαρήγαγε φιγούρα και θέμα που ζωγράφιζε από το 1828, με το Petite Baigneuse. Αρχικά ολοκληρώθηκε σε τετράγωνη μορφή το 1852 και πωλήθηκε στον πρίγκηπα Ναπολέοντα το 1859, επιστράφηκε στον καλλιτέχνη λίγο μετά -σύμφωνα με το μύθο, η πριγκήπισσα Clothilde σοκαρίστηκε από το άφθονο γυμνό. Μετά την επανεπεξεργασία του πίνακα ως tondo, ο Ingres υπέγραψε και τον χρονολόγησε το 1862, αν κι έκανε πρόσθετες αναθεωρήσεις το 1863. Ο πίνακας αγοράστηκε τελικά από Τούρκο διπλωμάτη, τον Khalid Bey, που κατείχε μεγάλη συλλογή γυμνών κι ερωτικής τέχνης, συμπεριλαμβανομένων αρκετών πινάκων του Courbet. Ο πίνακας συνέχισε να προκαλεί σκάνδαλο πολύ καιρό μετά το θάνατό του. Αρχικά προσφέρθηκε στο Λούβρο το 1907, αλλά απορρίφθηκε, πριν του αποδοθεί τελικά το 1911.

Ο Ingres πέθανε από πνευμονία στις 14 Γενάρη 1867, στα 86 του, στο διαμέρισμά του στο Quai Voltaire στο Παρίσι. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο Père Lachaise στο Παρίσι με τάφο γλυπτό από τον μαθητή του Jean-Marie Bonnassieux. Το περιεχόμενο του στούντιό του, συμπεριλαμβανομένων πολλών μεγάλων έργων ζωγραφικής, πάνω από 4000 σχέδια και το βιολί του, κληροδοτήθηκαν απ’ τον καλλιτέχνη στο μουσείο της πόλης Montauban, γνωστό σήμερα ως Musée Ingres.
===============================

Αντίοχος & Στρατονίκη


H Ζαν Ντ’Αρκ Στην Ενθρόνιση Του Καρόλου ΙΙΙ



Η Μεγάλη Οδαλίσκη

Στο Τούρκικο Χαμάμ

Ο Όρκος Του Λουδοβίκου 13ου

Ο Ναπολέων Σε Αυτοκρατορικό Θρόνο

Οδαλίσκη Με Σκλάβα

Οιδίπους & Σφίγγα


Ο Θρίαμβος Του Ρωμύλου


Ο Βιργίλιος Διαβάζει Την Αινειάδα Στον Αύγουστο & Την Οτάβια

Η Πηγή Της Άνοιξης

Ο Νικολό Παγκανίνι