ΠΡΟΣΩΠΑ
Αίας ο Τελαμώνιος, Φιλοκτήτης, Πρωτεσίλαος, οι δύο κορυφαίες του Χορού: Αλλοθέα (άλλοθι-δειλή) και Ευμήνις (ευέξαπτη) κι ο Χορός που απαρτίζεται από νοικοκυρές, ανέραστες, υποταγμένες, φοβητσιάρες, άσχημες κι όχι ιδιαίτερα έξυπνες. (Τα ονόματα των κορυφαίων είναι ανύπαρκτα)!
ΣΚΗΝΙΚΟ
Ίδιο με τα προηγούμενα: Ο ‘Αδης!
ΣΤΟΡΥ
Ο Χορός με επικεφαλής τις δυο -Αλλοθέα κι Ευμήνι- μετά από κάποιες συζητήσεις τους, που αγνοούμε, αρχίζουν να ψάχνουν το Πρωτεσίλαο για να του κάνουν το μεγάλο ερώτημα, γιατί τάχατε να διαλέξει το θάνατο, ενώ ήξερε το χρησμό! (Ο χρησμός είχε πει πως ο πρώτος των Αχαιών, που θα πατήσει το πόδι του στα χώματα της Τροίας θα πέσει νεκρός κι ο Πρωτεσίλαος, σ’ όλο το ταξίδι κοντραριζόταν με το καράβι του Αχιλλέα – ο οποίος ήθελε να φτάσει εκείνος πρώτος- μα στο τέλος, για “μια κουπιά διαφορά” κέρδισε ο πρώτος και μόλις πάτησε το πόδι του, όντως έπεσε νεκρός από ένα βέλος του Πάρη κι ο Αχιλλέας αμέσως πίσω του, προφύλαξε τη σορό…)! Έτσι λοιπόν κατά την αναζήτηση αυτή συναντούν κι άλλους με … παρόμοιες επιλογές θανάτου και τους ρωτούνε κι αυτούς! Η ρότα αυτού του Θεατρικού Καραβιού, είναι περίπου αυτή!
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΧΟΡΟΣ: Στου κάτω κόσμου τα σαλόνια πολύ δουλειά δεν έχει. Μήτε φακιόλια ή ποδιές μηδέ και ζώα να γνοιαστούμε. Πώς άδειασε έτσι γοργά, δια μιας, ο χρόνος; Πέρα δώθε βολοδέρνουμε μ’ ένα σωρό ερωτήσεις. Κανείς δε ξέρει μα όλοι απαντούν. Αντρίκειες φωνές εδώ δεν έχει να προστάζουν. Τι περίεργη εξέλιξη. ‘Αντρες που πάνω ήσαν θεριά ανήμερα και στη θωριά τους μόνο γονατίζαμε, δω κάτω είναι ράκη. Δε φωνάζουν πια, μηδέ προστάζουν. Ίσοι όλοι μας εδώ. Τι νέο φρούτο! Μα δε το ξέρουμε αυτό. Πολλά δε ξέρουμε. Πολλά δε προλάβαμε να μάθουμε. Πολλά δε θελήσαμε να μάθουμε. Δε ξέρουμε τι χάσαμε, αν χάσαμε. Ή τι κερδίσαμε απ’ αυτό, αν κερδίσαμε. Εδώ κανείς δε ξέρει. Εδώ κανείς δε λέει. Εμείς από επιλογή μας ζήσαμε έτσι και φύγαμε στην ώρα μας.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Μα δεν κατανοώ πώς κάποιος τόσο νέος να επιλέγει αυτό το μέρος το αποτρόπαιο εν γνώσει του.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Μα τι λες; Ποιον έχεις στο μυαλό σου;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Σκέφτομαι εκείνο το παλικάρι το πανέμορφο, το θεόρατο.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Ποιο;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Εκείνο που το χρησμό γνώριζε και χαμογελαστά διάλεξε πρώτος το σάλτο να κάνει.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Α! Λες το Πρωτεσίλαο που αψήφησε τη μοίρα.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Πώς τάχα να σκέφτηκε;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Ίσως να μη μάθουμε ποτέ.
ΧΟΡΟΣ: Μα και να μάθουμε τάχα τι; ‘Αχρηστο δεν είναι;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Η γυναικεία περιέργεια… αυτή…
ΕΥΜΗΝΙΣ: …πέρασε μαζί μας τους συμπαγείς τοίχους.
ΧΟΡΟΣ: Όχι το νάζι όμως, μηδέ η σκλαβιά.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Για ποια σκλαβιά μιλάμε;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Για τη δειλή κι άβουλη σκλαβιά;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Το “δειλή” το κατανοώ. Το “άβουλη” όμως;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Κάτι έλεγες πριν…
ΑΛΛΟΘΕΑ: (σκεφτική) Ναι! Πάμε στων Αχαιών το καταυλισμό να βρούμε το νιο να το ρωτήσω.
ΧΟΡΟΣ: Μα, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα εδώ!
ΕΥΜΗΝΙΣ: Εγώ δεν έχω δει σκηνές ή φωτιές πουθενά.
ΧΟΡΟΣ: Ούτε άλογα ή άρματα. Πεζοί κι άοπλοι κάνανε το ταξίδι.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Μα να που βλέπω τον Αίαντα.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Τι άντρας θηρίο!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Η καρδιά μου σφίγγεται από τρόμο!
ΧΟΡΟΣ: Ανάμνηση ειν’ από τον Πάνω Κόσμο.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Και πώς κατάντησε έτσι εδώ κάτω;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Πάμε κοντά κορίτσια. Κείνος θα ξέρει να μας πει…
ΧΟΡΟΣ: Πάμε μιας και δεν έχουμε δουλειές. Μιας και κανείς δεν μας ζητά κρεβάτι να του στρώσουμε. Τα σκέλια μας μετά να ανοίξουμε για ‘κείνον όσο να κορέσει τη σάρκα. Να ‘ναι ήρεμος μη πιάσει το βουρδούλι και το τσουκάλι με καλούδια πάντα να μας γεμίζει. Μα, τι λέμε; Ο Πάνω Κόσμος δώ κάτω δε μπαίνει. Όλο γλιστρά ο νους Επάνω. Εδώ είμαστε μια χαρά. Τι ξεκούραση. Εδώ δουλειές δεν έχει. Μα και τι πλήξη. Πάμε να ζαλίσουμε τον άντρακλα που θα ‘ναι πια αρνάκι. Ο Αίας που τονε τρόμαξε ο κόσμος, άραγε θα ‘χει να μας πει; Θα μας μιλήσει; Μην έχει κάνα βούρδουλα κοντά; Τρέμουν τα μέλη. Μα… τι λέμε;
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
(Ο χορός πλησιάζει δειλά τον Αία π’ άσκοπα βηματίζει γύρω-γύρω, δείχνοντας τρομαγμένος. Η Ευμήνις παίρνει θάρρος.)
ΕΥΜΗΝΙΣ: Παλικάρι πολύ ανήσυχος είσαι. Αία δε σε λένε;
ΑΙΑΣ: Δεν είμαι ανήσυχος! Ναι, Αία με λένε κι η Τελαμώνα ήταν ο τόπος μου.
ΑΛΛΟΘΕΑ: (ανήσυχη) Σε βλέπουμε που βηματίζεις δώθε-κείθε. Μην είσαι οργισμένος;
ΑΙΑΣ: Ούτε. Απλώς δεν έχω τι να κάνω.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Η Αλλοθέα θέλει να σε ρωτήσει αν ξέρεις που είναι ο Πρωτεσίλαος.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Στάσου Ευμήνις! Παλικάρι μου, μη μου οργιστείς, αλλά για πες μου, πως κι επέλεξες το θάνατο;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Σωστά! Και συ τόσο νέος, με δική σου πέθανες επιλογή. Πώς;
ΑΙΑΣ: Η αντρική μου αξιοπρέπεια θίχτηκε κι ύστερα απ’ αυτό, το αντρικό καθήκον μου υπαγόρευσε πως κάλλιο να μη ζήσω τόσο ντροπιασμένος.
ΧΟΡΟΣ: Να τα πάλι! Το αντρικό καθήκον κι η αξιοπρέπεια!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Παντού ειν’ αυτά πια;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Και τώρα δω κάτω τουλάχιστον, είσαι αξιοπρεπής;
ΑΙΑΣ: (οργισμένος) Λίγα λόγια να λέτε γυναίκες!
(Όλες λουφάζουν φοβισμένες. Γοργά συνέρχονται πρώτη η Ευμήνις.)
ΕΥΜΗΝΙΣ: Αλλού τα νταηλίκια. Εδώ πια δε περνάνε!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Τι τρομερό.
ΧΟΡΟΣ: Είναι του Πάνω Κόσμου αναμνήσεις κι ήθη.
ΑΙΑΣ: Έζησα γενναίος άρχοντας και αξιοπρεπής.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Αμείφθηκες γι’ αυτό; Αν ναι, πώς;
ΑΛΛΟΘΕΑ: (χαμηλόφωνα) Μη τον εξοργίζεις!
ΑΙΑΣ: Το ένα και μοναδικό μεγάλο κρίμα μου, μόνος με το νου συγκράτησα και στράφηκα στα ζώα.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Ναι; Σαν τι να φταίγανε τα δόλια;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Σιγά συ άμυαλη!
ΑΙΑΣ: Αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετό! Πέρασα στο κορμί σπαθιά για να ξεπλύνω το λάθος…
ΧΟΡΟΣ: Τι θλιβερή εξέλιξη αλήθεια!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Μα δε λυπήθηκες τα νιάτα σου; Ένα λάθος έκαμες κι όχι μοιραίο.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Μα τι του λες τώρα κι εσύ καημένη; Δε το βλέπεις;
ΑΙΑΣ: Πώς βασιλιάς με τέτοιο κρίμα να γυρνούσα; Πώς λάφυρα να μοιραστώ στη νίκη αν ζούσα; Και τι θα ‘χα να λέω στα παιδιά μου ή στο ταίρι μου;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Ας έπαιρνες ό,τι σου δίνανε και βασιλιάς θα ‘σουν!
ΑΛΛΟΘΕΑ: (ξεθαρρεμένη) Και παραμύθια στα παιδιά και προσταγές στο ταίρι!
ΑΙΑΣ: Θα ‘ξερα ότι ξέρανε κι αυτό βραχνάς θα μου ‘ταν!
ΧΟΡΟΣ: Τούτος εδώ τα λέει αλλιώς! Τρελός, πώς διάβηκε τις πύλες;
ΑΙΑΣ: Θα με κοιτάζανε, θα μ’ εμπαίζανε πίσω από τις πλάτες μου…
ΕΥΜΗΝΙΣ: Πίσω σίγουρα, ‘μπρός, δε θα τολμούσε κανείς!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Τώρα ‘δω κάτω, δε σε ενοχλεί κανένας!
ΧΟΡΟΣ: Κανείς και καμιά! Εδώ έχει ησυχία.
ΑΙΑΣ: Εξόν εσάς περίεργες γυναίκες! Μα τι ζητάτε;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Το Πρωτεσίλαο. Μη ξέρεις που να ‘ναι;
ΑΙΑΣ: Τι να το κάνετε μαθές ‘δώ κάτω;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Να το ρωτήσουμε κι αυτόν!
ΑΙΑΣ: Ξέρετε και ποτέ τι θέτε; Θηλυκά επάνω, κι εδώ το ίδιο! ‘Αχρηστη περιέργεια.
ΧΟΡΟΣ: Πάμε να φύγουμε. Βλέπω το Φιλοκτήτη κι ίσως να ξέρει αυτός.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
ΕΥΜΗΝΙΣ: Εσύ παλικάρι ο πιο κουτός θαρρώ πως ήσουν!
ΑΛΛΟΘΕΑ: (φοβισμένη πάλι) Μα πώς μιλάς έτσι σε τούτο τ’ αγρίμι;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Ποια είσαι εσύ που τολμάς και με χλευάζεις;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Η Ευμήνις. Δε με τρομάζεις εδώ κάτω.
ΑΛΛΟΘΕΑ: (μπαίνει στη μέση) Ο Φιλοκτήτης δεν είσαι;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Ναι, εσύ, πάλι ποια είσαι; Εσύ, φαίνεσαι καλή!
ΕΥΜΗΝΙΣ: Η Αλλοθέα είναι. Ναι, καλή δούλα. Τέσσερα βόδια αξία*.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Είσαι τελείως παλαβή;
ΧΟΡΟΣ: Τα βόδια, εξόν δυο δεν βλέπω!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Τι σ’ έχει πιάσει; Αν είχε αλογόμυγες εδώ…
ΕΥΜΗΝΙΣ: Ρωτώ ευθέως! Δεν είσαι συ ο κουτός που τονε δάγκασε το φίδι;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Και το παράτησανε σα ζώο να προκάνουνε, τη Τροία να πάρουνε μη χάσουνε;
ΧΟΡΟΣ: Και δέκα χρόνια μετά η χρεία, τους έκαμε να θυμηθούνε πάλι το δόλιο σένα;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Η χρεία! Όχι η φιλανθρωπία!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Εκείνη, δεν αργεί τόσο πολύ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Πάψτε πια γυναίκες άμυαλες! Γλωσσοκοπάνες! Τι ξέρετε εσείς;
(Πάλι λουφάζουν όλες τρομαγμένες).
ΧΟΡΟΣ: Αναμνήσεις του Πάνω Κόσμου. Τούτη η τρομάρα σαν αληθινή μοιάζει.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Εσείς μόνο το ζυγό και τα κρόταλα! Υποζύγια!
ΕΥΜΗΝΙΣ: Μη μας πάρεις στο σπιτικό σου! Σιγά τη τύχη. Κουτέ!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Μη το τσιγκλάς κι εσύ καημένη!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Αν ήμασταν στο σπιτικό μου, με το ραβδί μου θα σου μετρούσα τα παϊδια ένα-ένα.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Κι έτσι θα ‘παυες τάχα να ‘σουν κουτός;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Να ηρεμήσετε λέω! Δεν υπάρχει λόγος για καυγά.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Μα με προσβάλει. Είναι θρασύτατη, δε την ακούς;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Επειδή είσαι δυνατότερός μου, θα ‘βρεις δίκιο με το ραβδί;
ΧΟΡΟΣ: Αναμνήσεις του Πάνω Κόσμου. Καυγάς κι αμάχη, σαν αληθινή μοιάζει.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Να μη με βρίζεις!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Δίκιο έχει!
ΕΥΜΗΝΙΣ: Πάψε κι εσύ καημένη! Κουτός ήτανε που ‘χαψε τα παχιά λόγια και τις συγνώμες δέκα ετών!
ΧΟΡΟΣ: Και που δεν είδε τη χρεία πίσω απ’ αυτά.
(Ο Φιλοκτήτης οργίζεται πάλι. Εκείνες πάλι λουφάζουν. Έπειτα βάζει το κεφάλι στις παλάμες και κάθεται κάτω συντετριμμένος.)
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Έχετε κι εσείς τα δίκια σας. Δε ξέρετε άλλο από φακιόλι.
ΕΥΜΗΝΙΣ: (ξεθαρρεύει) Ναι. Τέσσερα βόδια αξία*!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Ασ’ τονε καημένη. Κοίτα πως τσάκισε σα κλαράκι! Είναι για λύπηση.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Ε! Περίμενε ντε! Έχουμε καιρό! Σε δέκα χρόνια…
ΧΟΡΟΣ: Σκληρή κι αληθινή μοιάζει τούτη η κουβέντα. Μα ειν’ απλώς ανάμνηση του Πάνω Κόσμου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Όλα τα ‘δα! Απ’ τη πρώτη στιγμή! Από το δάγκωμα κιόλας.
ΕΥΜΗΝΙΣ: ‘Αρα, καλά λέω. Κουτός!
ΑΛΛΟΘΕΑ: ‘Ασε να μιλήσει. Ίσως εξηγήσει. ‘Αχρηστο μα… ασ’ τον.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Ήταν σκληρό να μ’ αφήσουν έτσι. Τους μίσησα όλους αμέσως. Και πονούσα. Πονούσα φρικτά. Πονούσα διπλά.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Απ’ το φίδι και;
ΕΥΜΗΝΙΣ: …Απ’ την εγκατάλειψη.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Βρωμούσε η πληγή κι οι φωνές μου ακούγονταν για μέρες. Εγώ κι ο άδειος κούφιος αντίλαλος!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Καημένε μου. Δόλιε μου.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Κουτέ μου. Καημένε μου.
ΧΟΡΟΣ: Βάρβαρα του πόλεμου τα έργα και τα συνήθεια.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Πεινούσα κι έτρωγα ξύλα, πέτρες και φύλλα.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Πως γλίτωσες;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Από γενναία, σκληρή κι αγνή… βλακεία!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Μόνο με ζώα, που τυχόν πλησίαζανε, μιλούσα!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Κι απάντηση έπαιρνες τάχα;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Εγώ λέω ναι. Μοιάζανε βλέπεις.
ΧΟΡΟΣ: Σκληρό! Τι θλιβερή εξέλιξη!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Δέκα χρόνια ολομόναχος, μόνο εγώ ξέρω πώς έζησα! Ένα ζώο κι εγώ, ολομόναχος.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Καημένε μου! Φτωχέ μου.
ΕΥΜΗΝΙΣ: (μουρμουρίζει) Καημένε μου!
(Όλες πάνε δίπλα του και τον αγγίζουν. Εκείνος σηκώνεται τότε ορθός και λουφάζουν πάλι.)
ΧΟΡΟΣ: Τι ζωντανή ανάμνηση. Δω κάτω, σαν αληθινή μοιάζει!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ: Όταν ήρθαν να με πάρουνε, οι μισητοί, είδα τη χρεία! Δεν πίστεψα λόγια! Αλλά χάρηκα μέσα μου που ‘δα πάλι ανθρώπους.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Έτσι πες μας ντε!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Είχε κι εκείνος χρεία.
ΧΟΡΟΣ: Αφέθηκε να πιστέψει κούφια λόγια. Όχι αμέσως βέβαια. Είπε κι εκείνος δακρυσμένος άλλα τόσα. Έτσι κάνανε κι οι δυο μεριές τη χρεία. Μήπως αν λέγανε εξ αρχής τις χρείες να μην ήτανε πάλι το ίδιο αποτέλεσμα; Ποιος ξέρει; Κι έτσι ‘κείνος προτίμησε τη πιθανή θανή του από μια ζήση μοναχική σα ζώο! Έστω και μόνο να μυρίζει ολόγυρα ανθρώπους. Έστω κι αν ήταν μισητοί. Ήταν η χρεία πιο δυνατή! Τι θλιβερή εξέλιξη! Μα πάμε παρακάτω. Αρκετά το παιδέψαμε το δόλιο. Να κι ο Πρωτεσίλαος. Τούτος τάχα τι χρεία είχε;
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΑΛΛΟΘΕΑ: Εσύ καλό μου παλικάρι δεν είσαι ο Πρωτεσίλαος;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Έλα να πούμε μερικές κουβέντες.
ΧΟΡΟΣ: Εδώ δεν έχει δουλειές. Μόνο …αναμνήσεις.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Τι θέλετ’ από μένανε γυναίκες;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Λιγάκι συντροφιά…
ΕΥΜΗΝΙΣ: …και να τα πούμε λιγάκι αν θέλεις.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Δουλειές δεν έχετε να κάνετε; Ανάποδες γυναίκες!
(έπειτα όμως αλλάζει) …μα τι λέω; Συμπαθάτε με!
ΕΥΜΗΝΙΣ: Τέσσερα βόδια αξία*!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Πάψε κι εσύ!
ΧΟΡΟΣ: Ανάμνηση ήταν, σαν αληθινή, του Πάνω Κόσμου!
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Μαντεύω τι θέλετε να με ρωτήσετε!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Αλήθεια; Πώς;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Εμ! ‘Αλλος κουτός τούτος εδώ!
ΧΟΡΟΣ: Όλοι το ίδιο θα το ρωτάνε!
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Θέλετε να ρωτήσετε γιατί να πηδήξω πρώτος ενώ το ‘ξερα!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Είδες; Δεν είναι κουτός!
ΕΥΜΗΝΙΣ: ‘Αραγε, πόσα βόδια αξία να ‘χει τούτος;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Όμως, δε θέλουμε να σε ρωτήσουμε αυτό!
ΕΥΜΗΝΙΣ: Καθ’ οδόν, μέχρι να σε βρούμε, άλλαξε ρότα το καράβι μας.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Μπα! Τότε μ’ εκπλήσσετε! Αν μπορώ να το πω αυτό.
ΧΟΡΟΣ: Αληθινή ανάμνηση μοιάζει.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Θέλαμε να σε ρωτήσουμε αυτό αλλά…
ΕΥΜΗΝΙΣ: …ποια ήταν η χρεία σου να κάνεις κάτι τόσο κουτό;
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Η χρεία μου;
ΑΛΛΟΘΕΑ: Τι κάλυψες πηδώντας στο βέβαιο θάνατο;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Όχι μοναξιά φαντάζομαι.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Κάποιος έπρεπε να το κάνει…
ΧΟΡΟΣ: Ασ’ τα παχιά λόγια. Τη χρεία πες!
ΑΛΛΟΘΕΑ: Και γιατί εσύ;
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Και γιατί όχι εγώ;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Δεν είχε άλλο πιο κουτό από ‘σένα ολάκερο στράτευμα;
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Ως φαίνεται, όχι.
ΧΟΡΟΣ: Αλλού αυτά! Δω κάτω έστω, πες μας.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Μπορεί να ‘μουνα δειλός και να συνδύασα τη φυγή μου μ’ ένδοξο τρόπο.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Μπορεί.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Μπορεί να τα ‘χα δει και σιχαθεί όλα!
ΕΥΜΗΝΙΣ: Μπορεί.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Μπορεί έτσι να γλίτωνα άλλοθι, Αλλοθέα.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Στέκει κι αυτό. Μα γιατί λες για μένα;
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Μπορεί να ‘χα βαρεθεί τις αμάχες Ευμήνις.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Μπορεί να ‘χες βαρεθεί τη βλακεία σου ΠρωτεΣύΛαε!
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Μπορεί τίποτα πια να μη μου χάριζε χαρά.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Κι ο θάνατος σου χάρισε πολλή;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Μα τι ρωτάς; Δε βλέπεις που ‘ναι τρισχαρούμενος;
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Χαρούμενος δεν είμαι. Είμαι ήρωας!
ΧΟΡΟΣ: Δω κάτω τι φελάει; Ανάμνηση αληθινή μοιάζει του Πάνω Κόσμου!
ΕΥΜΗΝΙΣ: Πολλά “μπορεί” μας είπες παλικάρι.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Απάντηση όμως καθαρή, δε πήραμε.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Μπορεί να μην υπάρχει. Μπορεί να μη τη ξέρω μήτε εγώ ο ίδιος!
ΧΟΡΟΣ: Πάλι μπορεί. Μα, δε μπορεί! Κάποιος μπορεί να ξέρει.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Εσύ, μονάχος δεν ήσουνα.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Ουτ’ έκαμες μοιραίο λάθος.
ΧΟΡΟΣ: Μόνο να. Αντρίκειο καθήκον κι αντρική αξιοπρέπεια. Μα δώ κάτω δε περνάνε παρά αναμνήσεις κι αυτές αχνές!
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Ο Αίας αυτοκτόνησε γενναία γιατί έκαμε μέγα λάθος! Ο Φιλοκτήτης επέλεξε τη σοβαρή πιθανότητα να πεθάνει γιατί είχε βαρεθεί να ‘ναι μόνος.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Ναι. Σωστά. Μα ‘σύ;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Εσύ τελικά, ήσουν ο πιο κουτός απ’ όλους.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Εγώ, επέλεξα τιμημένο θάνατο! Επέλεξα τη στιγμή! Το τρόπο! Γλίτωσα αγωνίες κι αμάχες, όντας δειλός. ‘Αλλοθι κι ελαφρυντικά, όντας αδύναμος. Πάθη, μίση και ψευδαισθήσεις! Κέρδισα την αθανασία!
ΧΟΡΟΣ: Τι θλιβερή εξέλιξη.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Και τώρα;
ΕΥΜΗΝΙΣ: Τι κέρδισες πες;
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Δε κέρδισα τίποτε. Δε ξέρω όμως και τι έχασα. Τι μου μελλόταν να ζήσω. Μετάνιωσα πικρά μα ποιος ή ποια θα πάει να τους το πει;
ΧΟΡΟΣ: Συμπαγείς τοίχοι.
ΑΛΛΟΘΕΑ: Τελικά ‘συ ήσουν ο πιο κουτός και δειλός γενναίος.
ΕΥΜΗΝΙΣ: Πάψε, μη τον αγριεύεις κι εσύ καημένη.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ: Ένα νεανικό και μοναδικό ίσως σφάλμα.
ΧΟΡΟΣ: Σαν έρθουν οι μισητοί με χρεία, μην αρνηθείς! Έχουν τον τρόπο να σε αποκόψουν από τον κόσμο. Σκύψε και κάνε κι εσύ τη χρεία σου. Μην είσαι κουτός! Κάνε και σφάλματα. Ουδείς αναμάρτητος. Μα τι λέμε; Όχι! Εδώ κάτω τέτοια λόγια δε χωράνε! Μοιάζουν αληθινές αναμνήσεις του Πάνω Κόσμου. Τι θλιβερή εξέλιξη! Εδώ κάτω μπορούμε να λέμε αλήθειες. Ή κάτι που νιώθουμε πως δεν είναι ψέμα… εδώ κάτω, η μόνη χρεία μας, είναι το να λέμε τα πράγματα σωστά ή όσο πιο σωστά μπορούμε. Εδώ κάτω δεν έχουμε δουλειές. Τι πλήξη! Κανένα άλλοθι! Μόνο… να… αληθινές αναμνήσεις του Πάνω Κόσμου.
ΑΥΛΑΙΑ
Ιούλης 2003
—————————————————————–
——————————————Πώς & Γιατί
Ήταν 11 Ιούνη 2003 κι είχα ήδη γράψει τη Δίκη Της Μήδειας, ένα διήγημα διαφορετικό κι αυτό ώθησε μια φίλη καθηγήτρια φιλόλογο να μου ρίξει μια πρόταση που με ξένισε αρχικά. Μου γύρεψε να γράψω κι άλλα διηγήματα με την ίδια περίπου έμπνευση για άλλες σπουδαίες γυναίκες-ηρωίδες της αρχαιότητας, πράγμα που εκ πρώτης… ακοής, μου φάνηκε ανέφικτο και σχεδόν αμέσως αρνήθηκα -πάντως μου άρεσε που σε κάποιον, έστω έναν, άρεσε. Θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία, γιατί αργότερα έτυχε είχε γενέθλια ένα κορίτσι που είχα και της τό ‘χα πει τότε. Πριν όμως γνωρίσω το κορίτσι, βίωνα κάτι δυσκολίες κι ήμουνα πεσμένος, έτσι σχεδόν κάθε νύχτα ξενυχτούσα έξω, σε μια καφετέρια που διανυκτέρευε και πάντα είχα μαζί το τσαντάκι μου με σημειωματάριο και στυλό… Έτσι πολλάκις είχα γράψει αρκετά από τα κείμενά μου σε καφετέριες και μια νύχτα, ήρθε στη σκέψη μου η υπόθεση της φίλης. Ήτανε 30 Ιουνίου περασμένες 12 το βράδυ άρα ξημέρωνε 1η Ιουλίου. Είχα το καφεδάκι, κάπνιζα σκεπτόμενος και βγάζω το μπλοκάκι και το στυλό κι αρχίζω να χαράζω αμήχανα γραμμές, μετά άρχισα να ψάχνω στο μυαλό μου γυναίκες της αρχαιότητας, που ήξερα… βρήκα με πολύ ζόρι τις 8… παρέθεσα ονομαστικά αφήνοντας κενό μετά τα ονόματα… Προσπαθούσα να στήσω στόρυ με αυτές, αλλά μπα! Βρήκα όμως με φλασιά, πως σχετίζονταν μερικές μεταξύ τους. Σκέφτηκα πως ίσως να μην έκανα 8 διηγήματα, αλλά… 3, με ζέστανε η ιδέα και έσπαγα το κεφάλι μου να βρω μιαν 9η που να ταιριάζει…. έβαλα τις 2 τριάδες που είχα ήδη, και μένανε 2 μόνες συνδεδεμένες ωστόσο: Εκάβη, Ανδρομάχη… και τότε σα λαμπτήρας χιλίων βατ, ήρθε… όχι λάθος, ήρθαν οι ιδέες όλες μαζί. Γιατί; Γιατί σκέφτηκα την 9η που ήταν η Βρυσηίδα κι έμενε μόνο να τη ταιριάξω με τις άλλες 2.
Ποιά ιδέα μου ήρθε κεντρικά; Θαρρώ πως όλοι μας -άντρες,γυναίκες- που ζούμε μια ζωή όλο επιλογές, θα θέλαμε να μάθουμε και τί τελικό αποτέλεσμα είχε η ζωή μας στο φινάλε. Μα πώς θα μου πείτε, αφού θα ‘μαστε πεθαμένοι; Άρα όλα τα στόρυς πρέπει να ‘ναι Φανταστικό για να μάθουνε μετά θάνατον, το τι καταφέρανε μ’ αυτές τις επιλογές. Φανταστικό και φυσικά με διάλογο… θεατρικό. Άρα Θεατρικά. Ναι, εντάξει, αλλά πως θα τις συνδέσω… Απλά, κάθε 3άδα με τη δική της ιστορία κι εγώ θα βάλω το Φανταστικό κομμάτι, και πότε θέλω να το κάνω… στους κρύους αδιαπέραστους τοίχους του Άδη. Άρα πεθαμένες. Τότε ήρθε το επόμενο πρόβλημα: στα θεατρικά της Αρχαίας, υπήρχε πάντα Χορός, χμμ… μάλιστα. Χώρισα τις γνωστές μου πια 3άδες και σκεφτόμουνα τι στόρυ είχα γι αυτές. Ε η τελική επιλογή των Χορών ήτανε σχεδόν πις οφ κέηκ…
Ξεκίνησα να γράφω εκεί στο μαγαζί και μόλις νύσταξα γύρισα σπίτι, κοιμήθηκα και μόλις ξύπνησα συνέχισα να γράφω ασταμάτητα σαν ηλεκτρισμένος, Πείνασα, παράγγειλα μια πίτσα και μετά συνέχισα. Τα 3 πρώτα θεατρικά βγήκανε σε 10 μέρες (1η με 10 Ιούλη 2003) και μόλις τα τέλειωσα, κάτι έλειπε: η Αντρική Φωνή, ε εκεί δε δυσκολεύτηκα και πολύ, σκέφτηκα 3 ήρωες νεκρούς από χαλαρή κι ηρωική αβλεψία, δηλαδή κι αυτοί θα θέλανε να δούνε τί αφήσανε πίσω… Σε αυτό με βοήθησε μια ραψωδία του Ομήρου και για το στόρυ και για το… Χορό. Το 4ο Θεατρικό τέλειωσε στις 15 Ιούλη.
Τα υπόλοιπα τα… διαβάζετε.
ΥΓ: Στη φίλη αρέσανε πάντως απλά δε μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει στη τάξη, για ευνόητους λόγους.
======================================
Καταρχήν είναι έν όλον, με το γενικό τίτλο: (4 μονόπρακτα)
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΤΟΥ ΑΔΗ
οπότε ας τα δούμε, σηκωμένοι ψηλά, κάτωθέ μας, ως εν όλον:
Τί έχουμε λοιπόν;
Έχουμε 9 σημαντικές δομικά αλλά και μυθολογικά γυναίκες και 3 επίσης άντρες.
Έχουμε 4 χορούς, 3 αντρικούς κι ένα γυναικείο, άρα με αυτό επιτυγχάνεται πρώτα μια ευαίσθητη ισορροπία. Το κείμενο το έγραψε άντρας.
Ξεκινώντας από τους χορούς, 2 γίνονται αντιληπτοί και συμμετέχουν ενεργά μάλιστα στο εκάστοτε μονόπρακτο και δυο όχι (λίγο σα βουή κι ελαφρά ο ένας από τη μιαν ηρωίδα.) Οι δυο που συμμετέχουν είναι ένας κι ένας, άρα κι εκεί ισορροπία. Σύνθεση αυτών που δεν συμμετέχουν: οι άδοξοι άσημοι χαμένοι ποιητές κι οι αμπελοφιλόσοφοι, άσημοι των αιώνων κι οι πρόωρα χαμένοι νεαροί, που δε πρόκαμαν στη ζωή τους να γνωρίσουνε τον Έρωτα, λόγω αιφνιδίου πρόωρου θανάτου. Οι πρώτοι πασχίζουν να φανούν, όπως κάμανε και στη ζωή τους, χωρίς επιτυχία, οπότε εδώ εκτελούνε το μειωτικό ρόλο του “γεμίσματος”, του κομπάρσου και μάλιστα χωρίς καμμιάν απολαβή. (Αν μπορεί να λεχθεί κάποια, είναι αυτές οι “αύρες” της Ελένης). Οι δεύτεροι στα ίδια, πλην όμως έχουν έννομο συμφέρον από τα τεκταινόμενα, γιατί ακριβώς επέλεξαν να μάθουνε στοιχεία για κείνο που αγνοούν και κάτι μαθαίνουνε και το συζητάνε και γίνονται κι αυτοί αντιληπτοί σαν ένας μακρινός ψίθυρος, όπως καμμιά φορά νιώθουμε μεις τους πεθαμένους μας… σα μιαν αύρα, ένα βουητό μια ψυχρή ή θερμή ξαφνική πνοή αέρα πάνω μας. Οι 2 που συμμετέχουν ανήκουνε σε 2 “αδικημένες” ολότητες του κόσμου μας, που δυστυχώς αυτή τους τη κατάρα, τη κρατήσανε και κάτω, δημιουργώντας κόλαση, μες στην ήδη υπάρχουσα. Είναι κατά σειράν, όλοι οι δοκησίσοφοι, αμπελοφιλόσοφοι, σκυλόσοφοι οι γεμάτοι ιδέες και σοφιστείες, αίτινες ποτέ δε κατάφεραν να τις κάνουνε να σταθούνε, δεν αφήσανε δηλαδή μήτε το παραμικρό ίχνος πίσω τους και χαθήκαν αφανείς στους αιώνες.
Ο επόμενος χορός είναι οι λεγόμενες “νοικοκυρές”* γυναίκες.
——————————————-
(*Όταν πέθανε ο Πάτροκλος, ο φίλος του, Αχιλλέας, στη μνήμη του διοργάνωσε Επιτάφιους Αγώνες (Ραψωδία Ψ), μετά από ανακωχή με τους Τρώες. Κι εκείνοι θέλαν επίσης να θάψουν το δικό τους μεγάλο χαμένο, Έκτορα. Σ’ αυτούς λοιπόν τους αγώνες, μεταξύ άλλων, στο αγώνισμα της πάλης, όρισε για το νικητή ένα χρυσό τρίποδο αξίας 12 βοδιών -μεγάλη αξία τότε- και για το χαμένο, νοικοκυρά γυναίκα, αξίας 4 βοδιών -όχι και σπουδαία για την εποχή-! Σηκώθηκε τότε το θηρίο ο Αίας και παινεύτηκε και στο κατόπι του σηκώθηκε ο Οδυσσέας ο παμπόνηρος. Γδύθηκαν και πήρανε θέση στο στίβο κι ο μεν Αίας πλεονεκτούσε, από πλευράς δύναμης ενώ ο Οδυσσέας κάλυπτε σχεδόν θαυμάσια το κενό με την ευφυία του -Αχ βρε μεγάλε μάστορα Όμηρε δε θα πεθάνεις ποτέ: η εξυπνάδα ισορροπεί την έλλειψη δύναμης- και στο τέλος αφού είδαν κι αποείδαν πως νικητής δεν θα ‘βγαινε, ο Αχιλλέας τους χώρισε, τους παίνεψε ίσα και τους δυο κι αποφάσισε να τους δώσει το ίδιο 1ο βραβείο: Από ένα χρυσό Τρίποδα! Έτσι η τύχη λοιπόν το ‘φερε και κανείς τους δε πήρε τη νοικοκυρά γυναίκα! Εδώ λοιπόν κάνω αυτή τη παραπομπή σα παράπονο εκπεφρασμένο, από το Χορό, για την …αποτίμηση, την υποτίμηση, μα και τη τελικήν έκβαση!)
Κι οι 2 αυτοί χοροί λοιπόν, έχουν ένα μεγάλο κοινό στοιχείο: Επειδή ακριβώς μείναν αφανείς κρατούνε μια στάση-τάση εκδικητική κατά κάποιο τρόπο και με πονηρά τεχνάσματα πασχίζουνε να δείξουν, ότι ναι μεν, μπορεί κει πάνω να μη τα καταφέρανε και τόσο καλά, ωστόσο εδώ κάτω έχουνε βάλει μυαλό και μπορεί να χουνε και κάποιαν αξία… πλην όμως… όπως καλά ξέρουμε αυτό δεν έχει καμμιά σημασία, πλέον και καθώς δε διέρχεται τίποτε, τούτους τους συμπαγείς τοίχους, όλη αυτή η προσπάθεια, όλη αυτή η διαλεκτική, πάει στράφι, ασχέτως δικαίου, αδίκου.
Προχωράμε στους ήρωες και στις ηρωίδες. Κάθε μονόπρακτο έχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, έτσι με βάση αυτό, επελέγη η κάθε 3άδα γυναικών -ή αντρών:
1ο. ζούμε μια ζωή όλο επιλογές, βάσει Καμύ μάλιστα Ζωή είναι το σύνολο από επιλογές. Έτσι όλοι κι όλες μας θα θέλαμε, λίγο πριν πεθάνουμε, αλλά ελάχιστα πριν όμως, -πράγμα ανέφικτο φυσικά- να μπορούσαμε να το συζητούσαμε με κάποιον ή κάποιαν ή κάποιους, αλλά έγκυρα και σίγουρα, αν όντως κάναμε τις καλύτερες δυνατές, ή θα μπορούσαμε να ‘χαμε κάνει κάτι άλλο. Αυτό το δεύτερο και να μη το βάλω, ούτως ή άλλως μπαρούφα είναι, διότι ό γέγονεν γέγονεν και δε ξεγέγονεν, αλλά και δε μας νοιάζει πραγματικά αυτό, όσο κάποιος/α, ν’ ανακουφίσει το κεφάλι μας πως όλα γίνανε καλά. Άλλο ανέφικτο πράμα, γιατί αν ακόμα έσπαγε το πρώτο ανέφικτο και κάποιος βρισκότανε λίγα λεπτά μαζί μας πριν φύγουμε και τον ερωτούσαμε, θα μας έλεγε για να μας καθησυχάσει και να φύγουμε ελαφριοί, πως όλα τα κάναμε καλά. Άρα που θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε και τα 2 αυτά ανέφικτα; Σημειολογικά αλλά και ρεαλιστικά (αν γινότανε φυσικά και δε ξέρουμε καν αν γίνεται), μόνο στον Αδη! Μόνον εκεί τα συμφέροντα έχουνε χαθεί, τα ενδιαφέροντα επίσης, όλα τα υλικά αγαθά, συν ομορφιά κλπ επίσης δεν υφίστανται, άρα εκεί και μόνον εκεί θα μάθουμε (;) επιτέλους την αλήθεια! Ωστόσο, όπως διαπιστώνουμε κι εκεί ανέφικτο, γιατί έκαστος εξ ημών θέλει ακριβώς το ίδιο πράμα κι επικεντρώνεται κι εκεί (εδώ γίνεται η φανταστική νοητική υπέρβαση, στηριγμένη βεβαίως στην επίγνωση της ανθρώπινης… «κωμωδίας») κλεισμένος στα δικά του, βιάζεται να τα πει, σπανίως ακούει τα των άλλων, εξόν μόνον αυτών που ενδεχομένως τον ενοχλούν άμεσα και παρεμβαίνει. Ο Χορός αδύναμος να συμμετάσχει κείται στα δικά του κι αυτός προσπαθώντας επί ματαίω ν΄ ακουστεί, να ρίξει ένα στίχο που να κάνει πάταγο, πράμα που δεν έκανε ζωντανός κι άρα κι αυτός ακούει όσα είναι ρυθμισμένος ν’ ακούσει. Ακόμα κι η τεραστίας υπομονής Πηνελόπη, φτάνει στον Άδη και βιάζεται να σπεύσει εκεί που πιστεύει πως θα της πουν, ότι καλά έκανε κλπ. Δίνεται έμφαση στη βιασύνη της και στην ανυπομονησία της -αυτό κανείς δεν το πιασε, από τους… κριτικούς μου.
2ο. Ένα ερώτημα που δε σταμάτησε να μας απασχολεί και δε θα σταματήσει πιστεύω, είναι το θέμα που πραγματεύεται. Στο αν υπάρχει όντως τυχαία τύχη, ή αν εμείς οι ίδιοι της έχουμε προετοιμάσει το έδαφος. Αυτό απασχόλησε φυσικά και τους αμπελοφιλόσοφούς μας και τι καλύτερο από το να συνομιλήσουνε με τα κύρια θηλυκά πρόσωπα της τραγωδίας του Οιδίποδα; Εκεί μέσα, σε αυτή τη τραγωδία παίζουν όλα, οπότε πλησιάζουνε και ρωτάνε μια-μια τις 3 τους, για τη μεταξύ τους αμάχη, πράμα φυσικό μιας και στη πραγματική ζωή πάντα, τουλάχιστον 2 σοβαρές απόψεις θα επικρατούνε για κάθε επιστητό, με πολλούς οπαδούς και πολέμιους. Τα ονόματα των 2 κορυφαίων είναι φτιαχτά: Πυρφέρνης (αυτός που φέρει φωτιά) κι Αναφλέξανδρος (αυτός που ανάβει φωτιές) τυχαία επιλεγμένα, γιατί δε δείχνω πουθενά να υποστηρίζω τη μια ή την άλλη άποψη. Τελικά κι εκεί δε βρίσκεται άκρη, όπως ήτο φυσικό, δίνεται μια εντύπωση ρόλων σε Ιοκάστη, Αντιγόνη & Ισμήνη, που θα μπορούσε άνετα να στέκει.
3ο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το χορό των νεαρών χαμένων άμαθων περί έρωτος, που προσπαθούν να κρυφακούσουνε και να μάθουνε, τι χάσανε. Οι ηρωίδες είναι επιλεγμένες αυστηρά για το θέμα μου. Βρυσηίδα, νεαρή αρχοντοπούλα που εκλάπη μικρή σα λάφυρο και σκλαβώθηκε, και 2 αρχόντισσες που τελικά καταλήξανε σκλάβες αργότερα, σε 2 διαφορετικές ηλικίες, νεαρή και γηραιά: Ανδρομάχη κι Εκάβη. Το ερώτημα που απασχολεί εδώ είναι ποια η διαφορά σκλαβιάς κι ελευθερίας, σκλάβας κι αφέντρας κι έχει γεννηθεί στο νου της πιο μικρής. Είναι το πιο ύπουλο μονόπρακτο γιατί μέσα του κρύβονται πολλά μικρά κομμάτια αλήθειας, πικρής τε κι όχι.
4ο. Είναι το πιο αλαφρύ και το πιο ενάντιο. Εδώ έχουμε τις νοικοκυρές που είπα, που αναζητάνε να μάθουνε περί αντρικού καθήκοντος και περί άσκοπου θανάτου. 3 ήρωες εδώ, άντρες, με περίεργες επιλογές έκαστος: Ο μεν Αίας (τότε που το γραψα θυμόμουν πως από ντροπή που κατέσφαξε τα ζώα του στρατεύματος, γιατί δε πήρε δώρο τα όπλα του Αχιλλέα, έπεσε πάνω στο σπαθί του κι αυτοκτόνησε από ντροπή, όταν συνήλθε κι είδε τι είχε κάμει. Ωστόσο αργότερα, έμαθα πως ίσως τελικά να μη πέθανε έτσι αλλά να επέστρεψε στη πατρίδα και να βασίλεψε… τώρα δε ξέρω τι ισχύει, (δεν το ψαξα) επέλεξε να αυτοκτονήσει επειδή ντράπηκε, ο Φιλοκτήτης αφέθηκε να πειστεί και να επιστρέψει στο στράτευμα, παρόλο που τον είχανε χεσμένο και παρατημένο δέκα ολάκερα χρόνια (Γι’ αυτόν έκανα ξεχωριστό διήγημα: Φιλοκτήτης). Κι ο δε Πρωτεσίλαος που ενώ ήξερε το χρησμό, πως ό πρώτος που θα πατήσει το ποδάρι του στη Τροία θα πέσει νεκρός, διάλεξε να πηδήξει πρώτος -ενώ κοντραριζότανε κουπιά τη κουπιά με τον Αθάνατο Αχιλλέα- με ένα χαμόγελο κι αμέσως το βέλος του Πάρη τον έρριξε νεκρό. Οι “ηλίθιες” άβουλες, νευρικές “αγάμητες” νοικοκυρές, περιφέρονται χύνοντας το λογικό φαρμάκι τους κι αναζητούνε τον Πρωτεσίλαο να τονε ρωτήσουνε τί σκεφτότανε και διάλεγε αυτό το τρόπο θανής, αλλά στη πορεία συναντούνε και τους άλλους 2 κάνοντας παρόμοιες ερωτήσεις. Τέλος αξίζει να σημειωθεί, πως δεν έχω κάτι με τις “νοικοκυρές” και δεν τις κατηγορώ, μήτε με τις “αγάμητες” ή τις “ηλίθιες” ή τις “άβουλες”, ωστόσο συνεπεία κάποιων επιλογών τους καταλήγουν έτσι κι αυτό προσπαθώ να “χτυπήσω” λιγάκι πιο ζόρικα, από τον Όμηρο που απλά τις ράπισε απαλά.
Αυτά Βλέπουμε κάτω μας όταν κοιτάξουμε από ψηλά, τα 4 μονόπρακτα, αφού τα έχουμε διαβάσει. Αν κοιτάξουμε πιο καλά, θα δούμε κομμάτια παζλ, μεγάλο παζλ, με ψιλοστρωμμένα κομμάτια, μεγάλα κομμάτια, που αν τα πιάσουμε απαλά και τα προσαρμόσουμε, φτιάχνουμε ένα πλήρη πίνακα ζωής, δομημένο, πολύ προσεχτικά. Μόνη διαφορά πως εδώ ξεκινάμε ανάποδα κι όχι όπως κανονικά θα ‘πρεπε. Δηλαδή δεν έχουμε γέννηση, μεγάλωμα, θάνατο, αλλά πάμε ανάποδα, ξεκινώντας από το σίγουρο τέλος. Εδώ βοηθάνε τα μαθηματικά κι εξηγώ: πολλές φορές έχουμε τη προσφώνηση ενός προβλήματος και ξέρουμε και τη λύση, οπότε ξεκινάμε παίρνοντας τα γνωστά και πασχίζουμε να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Όμως αυτό δεν είναι πάντα ο πιο σωστός και γρήγορος τρόπος και κυρίως δεν είναι ο σίγουρος τρόπος. Αυτός ο τρόπος είναι το να ξεκινήσεις από τη λύση που ξέρεις ποια είναι και ν’ αρχίσεις να πας προς τα πίσω, μέχρι να φτάσεις ν’ ακουμπήσεις τα αρχικά δεδομένα. Γιατί είναι σωστός, γιατί είναι ο πιο σίγουρος. Και γιατί είναι ο πιο σίγουρος; Γιατί δε ξεκινά από σωστό αποτέλεσμα, ξεκινά από την επαλήθευση του τελικού αποτελέσματος ή όχι. Έτσι λοιπόν ξεκινώντας από το σίγουρο του θανάτου, κρατώντας σφιχτά τα πάθη, τις μανίες, τις επιλογές, τις επιθυμίες των ζωντανών, βαδίζεις με σίγουρο βήμα προς τα έξω. Έρχεσαι δηλαδή στον έξω, ζωντανό μας κόσμο, έχοντας όμως την εμπειρία του Άδη και κοιτάς, ενώνοντας τα κομμάτια του παζλ να δεις την ευρύτερην εικόνα.
Αυτή ήτανε κι η ολική μου ιδέα, όταν ξεκίνησα να τα γράφω κι έγραφα, έτρωγα, κοιμόμουνα και μόλις ξύπναγα, έτρωγα έγραφα κοιμόμουνα.
Οι τίτλοι είναι παρμένοι από τις αφετηρίες μου. Ξεκίνησε χάραμα (όνειρο θερμής νυχτός), τέλειωσε απομεσήμερο το 1ο, {δειλινό όραμα πριν το δείπνο) και τέλος καυτό μεσημέρι μ’ αντηλιά. Το 4ο όταν το συνέλαβα, κατάλαβα πως είχα πιάσει όλη τη γκάμα πλέον που ήθελα κι ένιωσα γεμάτος, αλλά τίτλο δεν είχα βρει γιατί κι αυτό μεσημέρι το συνέλαβα κι έτσι ξεκίνησα,το ‘γραψα,, το τέλειωσα κι ένιωσα πλέον εντελώς άδειος. Σα να χα ξεφουσκώσει και… να ο τίτλος: Υπερχειλίζον πριν-Άδειο μετά!