Βιογραφικό
Γεννήθηκε στις 2 Φλεβάρη 1882, σε προάστειο του Δουβλίνου, από τυπική Ιρλανδική οικογένεια, μεγαλύτερος από τα 10 τους παιδιά. Ο πατέρας, John Stanislaus Joyce, φανατικός αντικληρικός και φιλελεύθερος, ενώ η μητέρα φανατικά καθολική. Στα παιδικά χρόνια του, η οικογένειά του ήτο εύπορη, εισήχθη σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο του Δουβλίνου, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει από αυτό το 1892, επειδή ο πατέρας του αδυνατούσε να πληρώσει τα δίδακτρα. Εξαιτίας κακών οικονομικών χειρισμών και με τον αλκοολισμό του πατέρα, οδηγήθηκε στη πτώχευση. Η οικογένεια πουλά σιγά-σιγά τη περιουσία της. Περνούνε περίοδο μεγάλης ανέχειας. Για πολλά χρόνια τα βραδινά γεύματα των παιδιών είναι τσάι, γάλα και μπαγιάτικο ψωμί. 3 παιδιά είναι ραχιτικά κι όλα έχουνε χαλασμένα δόντια. Σε 10 χρόνια μετακομίζουνε 12 φορές. Όλες οι μετακομίσεις γίνονται μέσα σε βρισιές και φωνές ιδιοκτήτων και πιστωτών. Ο πατέρας αλκοολικός χρωστούσε παντού. Πρέπει να προσθέσω πως εξαιτίας μιας επίθεσης που δέχτηκε ο μικρός Τζέημς από σκύλο, απόκτησε φοβία για τα σκυλιά όλη του τη ζωή, καθώς επίσης και για τους κεραυνούς, επειδή η θεία του όταν ήταν μικρός, του ‘λεγε πως αυτοί είναι έκφραση της οργής του Θεού στους ανθρώπους.

Πρώτες σπουδές το 1888 στο κολλέγιο Clongowes Wood, όμως αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει είτε λόγω ασθένειας, είτε λόγω αδυναμίας πληρωμής διδάκτρων. Για σύντομο διάστημα πήρε μαθήματα κατ’ οίκον αλλά και στη σχολή Christian Brothers (Χριστιανοί Αδελφοί) μέχρι που του προσφέρθηκε θέση στο κολέγιο Belvedere, διευθυνόμενο από Ιησουίτες. Η παραδοσιακή πειθαρχία των καθολικών θα γίνει η πρώτη εξορία κι ο λαβύρινθός του. Σε μιαν εφηβική κρίση μάλιστα κόντεψε να γίνει ιερέας. Παρά το θρησκευτικό περιβάλλον όμως, που μέσα του σπούδασε, στα 16 του αρνήθηκε τον καθολικισμό. “Θα με σώσει μια πόρνη κι η ποίηση“, θα πει αργότερα. Το 1898, γράφτηκε στο University College Dublin όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη των γλωσσών κι ιδιαίτερα της αγγλικής, της γαλλικής και της ιταλικής. Σε κείνη τη περίοδο εξοικειώθηκε με το έργο μιας άλλης καθοριστικής επιρροής του, του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα Ίψεν (έμαθε μάλιστα νορβηγικά, ώστε να μπορεί να διαβάζει τα κείμενά του στο πρωτότυπο). Μελέτησε τον Αριστοτέλη, τους μεγάλους ρομαντικούς Σέλλεϋ, Βύρωνα και Μπλέικ και στη συνέχεια τους συμβολιστές ποιητές (κυρίως τον Μαλαρμέ) και τη γαλλική πεζογραφία του 19ου αι. Συγχρόνως, ανακάλυψε τους μεγάλους στοχαστές της Αναγέννησης και κυρίως το έργο του Δάντη, του Νικόλαους Κουζάνους, του Τζορντάνο Μπρούνο και του Τζαμπατίστα Βίκο, ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στους θεατρικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης.
Το 1900 δημοσιεύτηκε πρώτη φορά κείμενο του, στην εφημερίδα Fortni κι αφορούσε κριτική μελέτη στη θεατρική δραματουργία του Ίψεν -δέχτηκεν αργότερα ευχαριστήρια επιστολή από τον ίδιο τονσυγγραφέα. Ακολούθησαν αρκετές δημοσιεύσεις κριτικών του. Θεωρείται επίσης πως ολοκλήρωσε τουλάχιστον 2 θεατρικά έργα, που όμως δεν έχουν διασωθεί. Μετά την αποφοίτησή του το 1902 αποφάσισε να φοιτήσει στην Ιατρική Σχολή Δουβλίνου, αλλά ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου έμεινε μόνο λίγους μήνες και σύντομα εγκατέλειψε τις ιατρικές σπουδές. Από 11/11/1902 ως και 19/11/1903 δημοσιευτήκανε συνολικά 23 βιβλιοκριτικές του.
Τον Απρίλη του 1903 επέστρεψε στο Δουβλίνο καθώς έμαθε πως η μητέρα του έπασχεν από καρκίνο. Προσπάθησε να τονε πείσει, έστω την ύστατη στιγμή της, ν’ ασπαστεί τον καθολικισμό, μα κείνος αρνήθηκε να γονατίσει και να προσευχηθεί για τη σωτηρία της, μαζί με την υπόλοιπην οικογένεια. ‘Αρχισε να πίνει κι η κατάσταση ήτανε πολύ άσχημη κι όταν η μητέρα πέθανε στις 13 Αυγούστου, καθώς εκείνος συνέχισε το ποτό κι έφερε βαριά την άρνησή του στη θέλησή της, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά. Αξίζει τέλος να σημειωθεί, πως την επόμενη χρονιά κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο του Feis Ceoil, τραγουδώντας, καθώς ήτανε και θαυμάσιος τενόρος.
Το Γενάρη του 1904 ολοκλήρωσε το “Πορτρέτο Του Καλλιτέχνη” (A Portrait Οf Τhe Artist), η δημοσίευσή του όμως, απορρίφθηκε από το περιοδικό Dana. Παράλληλα ξεκίνησε τη συγγραφή του μυθιστορήματος “Στέφεν Ο Ήρωας” (Stephen Hero), έργο που ‘μεινε ημιτελές. Την ίδια χρονιά, στις 6 Ιουνίου, (η μέρα bloomsday), καταγράφεται η πρώτη γνωριμία του με τη Νόρα Μπάρνακλ (Nora Barnacle), καμαριέρα σε ξενοδοχείο, που την ερωτεύτηκε και μαζί της αργότερα, (την οποία παντρεύτηκε μόλις το 1931), τον Οκτώβρη, εγκατέλειψε την Ιρλανδία, για να εγκατασταθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, -όπου έμεινε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Αρχικά εγκατασταθήκανε στη Ζυρίχη κι έπειτα στη Τεργέστη, που εργάστηκε σα δάσκαλος στη σχολή Berlitz. Γύρω στο 1904 άρχισε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος με θέμα τη ζωή του στο σχολείο των Ιησουιτών, από το οποίο σώζεται σήμερα μόνον έν απόσπασμα το οποίο τιτλοφορείται “Stephen Hero” κι εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1944). Αν κι αυτό το κείμενο δε κυκλοφόρησε ποτέ, σήμερα θεωρείται το πρώτο σημαντικό πρωτόλειο του, που αποτέλεσε τη βάση (ίσως και το πρώτο σχεδίασμα) του κατοπινού “Πορτραίτου Του Καλλιτέχνη“. Στις 27 Ιουλίου 1905, αποκτήσανε τον πρώτο τους γιο, Giorgio -συνολικά στα 36 χρόνια κοινής τους ζωής, αποκτήσανε 2 παιδιά.
Το 1907 εξέδωσε το 1ο σημαντικό του έργο, τη συλλογή διηγημάτων “Οι Δουβλινέζοι” (Τhe Dubliners), και που πρόκειται για μωσαϊκό της αστικής ζωής του Δουβλίνου της βικτωριανής εποχής. Στο έργο αυτό παρουσίασε 1η φορά την αφηγηματική τεχνική των «επιφανειών» την οποία χρησιμοποίησε σε όλα τα έργα του. Οι «επιφάνειες», όρος που προέρχεται από την ονομασία της ξαφνικής θείας αποκάλυψης στην αρχαία ελληνική θρησκεία, είναι σημαντικότατος νεωτερισμός στη μέχρι τότε λογοτεχνία. Οι «επιφάνειες» ήτανε φράσεις που εκφράζανε πνευματικές αποκαλύψεις υπό γλωσσική μορφή, οι οποίες εισέρχονταν στο κείμενο κι υποδείκνυαν ξαφνική αλλαγή της οπτικής της aφήγησης μέσω μιας αυθόρμητης συνειδησιακής αποκάλυψης. Κατ’ αυτό τον τρόπο κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα αφηγηματικό ύφος που εκινείτο σε διαφορετικά συνειδησιακά επίπεδα.
Στη Τεργέστη, παρέμεινε για τα επόμενα 15 περίπου χρόνια, με διακοπή 1 έτους, όταν τον Ιούλιο του 1906, εγκατασταθήκανε στη Ρώμη, που εργάστηκε σα τραπεζικός υπάλληλος. Επισκεπτόταν αραιά και που το Δουβλίνο, ενώ το 1909 προσπάθησε για σύντομο χρονικό διάστημα, σε συνεργασία μ’ άλλους επιχειρηματίες να λειτουργήσει κινηματογράφους στην Ιρλανδία. Σύντομα εγκατέλειψε το εγχείρημα κι επέστρεψε στη Τεργέστη αφού όμως προηγουμένως είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο Maunsel & Co., για την έκδοση της συλλογής διηγημάτων “Δουβλινέζοι“. Τελικά όμως το έργο αυτό τυπώθηκε το 1914 από τον οίκο Grant Richards. Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες και το “Πορτραίτο Του Καλλιτέχνη“, στο περιοδικό Egoist, ενώ η έκδοση του βιβλίου έγινε το 1916 στη Νέα Υόρκη και το 1917 στο Λονδίνο.
Στην Τεργέστη παρέμεινε έως το 1915, οπότε μετακόμισε με την οικογένειά του στη Ζυρίχη. Την επόμενη χρονιά εξέδωσε το 2ο έργο του “Το Πορτραίτο Του Καλλιτέχνη Σε Νεαρή Ηλικία” (Α Portrait Οf Τhe Artίst Αs A Young Man), αυτοβιογραφικό κείμενο που αφηγείται τη περίοδο της πνευματικής εξέγερσης του νεαρού Τζόυς εναντίον του καθολικισμού. Χαρακτηριστικό στο “Πορτραίτο” είναι η άρνηση της συγγραφικής αυθεντίας, καθώς απουσιάζει πλήρως η οπτική, η άποψη τοu συγγραφέα. Χρησιμοποιώντας κι εδώ την τεχνική των «επιφανειών» αφηγείται τις συνειδησιακές αλλαγές και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του ήρωά του, Στήβεν Δαίδαλος (ο ίδιος ο νεαρός Τζόυς), καθώς το μυθιστόρημα κινείται στο χώρο του εσωτερικού κόσμου του ήρωά του. Στη Ζυρίχη, κι ενώ η όρασή του διαρκώς επιδεινωνόταν, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο επόμενο μεγάλο έργο του και κατά πολλούς αριστούργημά του, τον “Οδυσσέα“.

Το 1914 ξεκίνησε τη συγγραφή του σημαντικότερου βιβλίου του, του “Οδυσσέα“. Στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ. έζησε στη Ζυρίχη, ενώ μετά τη λήξη του, μετακόμισε στο Παρίσι, έπειτα από πρόσκληση του ποιητή Έζρα Πάουντ και παρέμεινε για τα επόμενα 20 περίπου χρόνια. Το 1920 μετακόμισε ξανά στο Παρίσι, που τον συντηρούσαν οικονομικά κάποιοι φίλοι του, και το 1922 εξέδωσε τον “Οδυσσέα” (Ulysses) με τη φροντίδα μιας ομάδας φίλων του, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο Έζρα Πάουντ.
Ο “Οδυσσέας” είναι ένα κείμενο που η αφηγηματική δομή παραπέμπει στην ομηρική Οδύσσεια, καθώς αποτελεί ένα ιδιόρρυθμο οδοιπορικό στο Δουβλίνο, το οποίο λαμβάνει χώρα σε διάστημα μίας ημέρας, συγκεκριμένα της Πέμπτης 6ης Ιουνίου 1904 (μέρα κατά την οποία ο Τζόυς συνδέθηκε με τη γυναίκα του) και του οποίου τα επεισόδια παραπέμπουν νοηματικά στην αντίστοιχη εξέλιξη του ομηρικού μύθου. Άλλωστε, τα τρία βασικά πρόσωπα του έργου αποτελούν αναφορά στους βασικούς ήρωες του ομηρικού έπους, καθώς ο Στήβεν Δαίδαλος (η βασική μορφή με την οποία ο ίδιος ο Τζόυς εμφανίζεται στα έργα του), παραπέμπει στον Τηλέμαχο, ο βασικός ήρωας Λέοπολντ Μπλουμ στον Οδυσσέα κι η γυναίκα του, Μόλι Μπλουμ, στη Πηνελόπη. Ο Οδυσσέας αναμφίβολα είναι έργο εξαιρετικά δύσκολα προσβάσιμο στον αναγνώστη, καθώς οι συνεχείς γλωσσικοί νεολογισμοί του κι οι διαρκείς πολιτιστικές παραπομπές του δημιουργούν μια εξαιρετικά πολυεπίπεδη αφήγηση, στην οποία βασικό χαρακτηριστικό είναι η κειμενική πολυσημία, που επιτρέπει σειρά από άπειρες, ταυτόχρονες ερμηνείες που αν και συχνά αποκλίνουσες, είναι καθ’ όλα έγκυρες, παρά την αντίθεσή τους. Ωστόσο, παρά τη δυσκολία του, στον “Οδυσσέα” η δράση των βασικών ηρώων, η συνειδησιακή τους κατάσταση κι οι ψυχικές τους μεταπτώσεις (οι εσωτερικοί μονόλογοι των ηρώων του, αποτελούν υποδειγματικές μορφές του είδους) αποδίδονται σε τέτοιο βάθος και με τέτοια καθαρότητα, ώστε έχει δίκαια λεχθεί ότι στο έργο απεικονίζεται με τον εναργέστερο τρόπο η άναρχη ζωηρότητα της βιωμένης ζωής.
Ο “Οδυσσέας“, που στην εποχή του ξεσήκωσε κύμα αντιδράσεων, καθώς θεωρήθηκε κείμενο ακατανόητο, βλάσφημο και πορνογραφικό (ιδιαίτερα ο περίφημος μονόλογος της Μόλι Μπλουμ, που η ηρωίδα επιδίδεται σε σειρά σκέψεων, συχνά ερωτικής φύσης και με εκφράσεις ιδιαίτερα τολμηρές για την εποχή και που αποδόθηκε από τον Τζόυς με συνεχή ροή η οποία δεν διακόπτονταν από κανένα σημείο στίξης), σήμερα θεωρείται έν απ’ τα σημαντικότερα κείμενα (για πολλούς το σημαντικότερο) της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Ο Τζόυς αφιέρωσε τα επόμενα 17 χρόνια της ζωής του εργαζόμενος πάνω σtο επόμενο μεγάλο του κείμενο, στο “Ξύπνημα Του Φίνεγκαν” (Finnegan’s Wake), που αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Transatlantic Review πρώτη φορά το 1924. Τελική έκδοση του έργου είναι στο 1939, χάρη στις προσπάθειες των Maria & Eugene Jolas, που τον ενθαρρύνανε σχετικά με την ολοκλήρωση του έργου και παρά τις απογοητεύσεις του ιδίου, εξαιτίας της αρχικής υποδοχής του. Το “Ξύπνημα Του Φίνεγκαν” είναι αναμφισβήτητα το πλέον αμφιλεγόμενο έργο του, όπου ο συγγραφέας ξεπέρασε κάθε όριο συμβατικότητας λαμβάνοντας από τις πλέον εξυμνητικές ως τις πλέον καταδικασtικές κριτικές. Όπως παρατήρησε κι ο Ουμπέρτο Έκο:
«Αν ο Οδυσσέας ήταν ένα παράδειγμα παράδοξης ισορροπίας ανάμεσα στις μορφές ενός κόσμου που έχει απορριφθεί και της άτακτης ουσίας ενός νέου, το επόμενο έργο [ο Φίνεγκαν] θα προσπαθήσει να είναι μια αναπαράσtαση του χάους και της πολλαπλότητας, στο εσωτερικό του οποίου ο συγγραφέας θα αναζητήσει πιο οικείους κανόνες τάξης».
Βασική αναφορά στο “Ξύπνημα Του Φίνεγκαν” είναι η ερμηνεία από τον Τζόυς της θεωρίας του οικουμενισμού των ιστορικών επανεμφανίσεων του Τζαμπατίστα Βίκο, την οποία εφαρμόζει μες στα πλαίσια του γλωσσικού παιχνιδιού. Στο έργο αυτό αποδομώντας καταλυτικά κάθε γνωστή μέχρι τότε γλωσσική σύμβαση και δημιουργώντας μια γλώσσα προσωπική και συνάμα παγκόσμια, προσπάθησε να αποδώσει, μέσω των πολύσημων αναφορών του, τον πλούτο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Το “Ξύπνημα Του Φίνεγκαν“, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, δεν είναι η αφήγηση ενός ονείρου, είναι ένα όνειρο και γι’ αυτό λειτουργεί με τους κανόνες του ονείρου. Καταρχήν, η χωροχρονική συνέχεια της αφήγησης του Οδυσσέα εδώ χάνεται τελείως, η δράση και τα πρόσωπα γίνονται εντελώς ρευστά, χάνουν την ενότητα και την ταυτότητά τους, περνώντας όπως ακριβώς στα όνειρα το ένα μες στο άλλο, κατά τα καπρίτσια του υποσυνειδήτου μας.
Η γλώσσα του κειμένου είναι εξαιρετικά ιδιότυπη, καθώς ο Τζόυς χρησιμοποίησε μια τεχνική αποδόμησης των λέξεων σε γλωσσικά μόρια κι ανακατασκευής τους με βάση αυτά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι λέξεις του κειμένου συχνά αποτελούν δημιουργήματα του ίδιου του Τζόυς και τίθενται μέσα σrο κείμενο χωρίς νάχουν μία συγκεκριμένη, αλλά πολλές εν δυνάμει σημασίες, ιδιαίτερα λόγω του ότι αυτές παραπέμπουνε ταυτόχρονα σε λέξεις από περισσότερες από μία γλώσσες, χωρίς να υπάρχει πουθενά κάποιο αξιολογικό ερμηνευτικό κριτήριο. Έτσι, κάθε λέξη κι ακόμη περισσότερο κάθε φράση, μπορεί να έχει άπειρες, εξίσου έγκυρες σημασίες κι άπειρες πολιτισrικές αναφορές. Χαρακτηρισrικό είναι ότι θεωρείται έργο περίπου μη μεταφράσιμο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν άνετα οικονομικά. Στις 4 Ιουλίου 1931 μετά από 27 χρόνια κοινή ζωής ο James κι η Nora παντρεύονται. Το 1932 πεθαίνει ο πατέρας του και την ίδια χρονιά γίνεται παππούς. Με τη κατάληψη της Γαλλίας από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκ. Πόλ., ο Τζόυς με πολύ έντονα τα προβλήματα όρασης (που τονε βασάνιζανε σ’ όλη τη ζωή του) στις 14 Δεκέμβρη 1940, κι η οικογένεια του εγκαταλείψανε το Παρίσι για τη Ζυρίχη. Ένα μήνα μετά στις 13 Γενάρη 1941, ο παράξενος αυτός καλλιτέχνης πέθανε πρόωρα, σ’ ηλικία 58 ετών, από πολύ προχωρημένο έλκος και θάφτηκε στο εκεί νεκροταφείο χωρίς να €χει γνωρίσει την αναγνώριση που ήρθε μόνο μετά θάνατον. Η Nora πεθαίνει εκεί 10 χρόνια αργότερα, το 1951.
Σήμερα, ο Τζόυς και παρά τις αμφισβητήσεις και τις επικρίσεις που δέχτηκε στην εποχή του, θεωρείται πέραν πάσης αμφιβολίας από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, που με το έργο του εξερεύνησε δρόμους απροσπέλαστους μέχρι τότε στην ανθρώπινη έκφραση, αποτελώντας σημείο αναφοράς για την όλη εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης.
Εξέδωσε όσο ζούσε και δύο μικρές συλλογές ποιημάτων “Μουσική Δωματίου“, 1907, “Ποιήματα Της Πεντάρας“, 1927, που συγκεντρώθηκαν αργότερα μαζί με άλλους σrίχους του. Το μοναδικό θεατρικό έργο του, “Εξορίες“, 1915, είναι έντονα επηρεασμένο από τον Ίψεν.
———————————————————————————————
Ένα Θλιβερό Συμβάν
Ο κύριος Τζέημς Ντάφυ, έμενε στο Τσάπελιζολντ. Προτιμούσε να ζει στην εξοχή κι όσο γίνεται πιο μακριά από τη πόλη, γιατί έβρισκε όλες τις άλλες συνοικίες του Δουβλίνου άθλιες, μοντέρνες κι επιτηδευμένες. Έμενε σ’ ένα παλιό σπίτι σκοτεινό, που από τα παράθυρα έβλεπε έν εργοστάσιο οινοπνευματοποιίας τώρα κλειστό και πιο πέρα το ποτάμι λίγο ρηχό, που στις όχθες του είναι χτισμένο το Δουβλίνο. Στους τοίχους της κάμαρας δεν υπήρχαν εικόνες και στο πάτωμα δεν υπήρχε χαλί. Είχεν αγοράσει ο ίδιος τα έπιπλα που βρίσκονταν στο δωμάτιο. ένα μαύρο σιδερένιο κρεβάτι, ένα λαβαμπό με σιδερένια βάση, τέσσερις ψάθινες καρέκλες, μια κρεμάστρα, ένα κουβά για κάρβουνα, έν αλεξίπυρο και πάνω σ’ ένα τετράγωνο βαρύ τραπέζι ακουμπισμένο, ένα φορητό ελαφρό γραφειάκι. Μια εσοχή του τοίχου είχε γίνει βιβλιοθήκη με ράφια από άσπρο ξύλο. Το κρεβάτι ήτανε σκεπασμένο με λευκά κλινοσκεπάσματα και στα πόδια καλά και τακτικά διπλωμένη μια μαυροκόκκινη μάλλινη κουβέρτα. Ένας μικρός καθρέφτης ήτανε κρεμασμένος πάνω στη λεκάνη του λαβαμπό και πάνω στο τζάκι μια λευκή λάμπα που ήτανε και το μόνο στολίδι. Τα βιβλία πάνω στα ξύλινα ράφια ήτανε τακτοποιημένα ανάλογα με το μέγεθος. Σε μια άκρη του χαμηλότερου ραφιού φαινόταν όλο το έργο του Γουόρντσγουορθ και στην άκρη του ψηλότερου ραφιού η “Κατήχηση” με πάνινο δέσιμο, σα να ‘τανε κανέν ευτελές σημειωματάριο. Υπήρχε πάντα γραφική ύλη μες στο γραφείο κι ακόμα ένα χειρόγραφο, η μετάφραση του “Μιχαήλ Κράμερ” του Χάουπτμαν, με τις σκηνικές οδηγίες γραμμένες με κόκκινο μελάνι, ακόμα μια πιο μικρή δέσμη χαρτιών, πιασμένη μ’ ένα σιδερένιο συνδετήρα. Πάνω σ’ αυτά τα χαρτιά γραφότανε καμιά φράση από καιρό σε καιρό και σίγουρα, δίνοντας διέξοδο σε μια στιγμή ειρωνείας, στο πρώτο φύλλο της δέσμης, κάποιος είχε κολλήσει μια ρεκλάμα για χάπια της χολής. Ανοίγοντας το συρτάρι του γραφείου ξέφευγε μια αδύνατη μυρωδιά ξύλινων μολυβιών, υγρής κόλλας ή ακόμα η μυρωδιά ώριμου μήλου που τ’ αφήσανε καιρό κει και σάπισε.
Ο κύριος Ντάφυ αποστρεφόταν καθετί που ‘δειχνε ψυχική ή υλική αταξία. Ένας γιατρός του Μεσαίωνα θα τον είχε ονομάσει Μολυβδιακό. Το πρόσωπό του, που πάνω του διάβαζε κανείς ιστορίες απ’ ό,τι είχε ζήσει, είχε τη σκούρα καφετιά απόχρωση των δρόμων του Δουβλίνου. Στο μακρύ και κάπως πλατύ κεφάλι του φύτρωναν μαύρα, σκληρά μαλλιά κι ένα κάπως ανοιχτό μουστάκι δε κατάφερνε να κρύψει έν όχι συμπαθητικό στόμα. Τα ζυγωματικά, κάπως εξογκωμένα, αύξαιναν τη σκληρήν έκφραση του προσώπου. Εντούτοις, αυτή η σκληρότητα δεν υπήρχε στα μάτια, που ‘ταν έτοιμα να χαιρετήσουν ή ακόμα να καλωσορίσουν έστω και την υποψία μιας ελεύθερης ή λυτρωτικής σκέψης και που όμως συχνά απογοητευόταν. Θα ‘λεγε κανείς πως ζούσε σε κάποιαν απόσταση από το σώμα του, παρατηρώντας τις ίδιες τις πράξεις του μ’ ένα βλέμμα φευγαλέο και καχύποπτο. Είχεν επιπλέον μια περίεργη αυτοβιογραφική μανία, που τον οδηγούσε να συνθέτει στο νου του μικρές φράσεις που τον αφορούσαν κι όπου το υποκείμενο ήταν στο τρίτο πρόσωπο και το ρήμα πάντα σε χρόνο παρωχημένο. Ποτέ δεν έδινε ελεημοσύνη σε ζητιάνο και περπατούσε μ’ ένα βήμα σταθερό, κρατώντας στο χέρι του ένα χοντρό μπαστούνι από ξύλο φουντουκιάς.
Για πολλά χρόνια ήταν ταμίας μιας ιδιωτικής Τράπεζας στην οδό Μπάγκοτ. Κάθε πρωί έπαιρνε το τραμ από το Τσάπελιζολντ και κατέβαινε στη πόλη. Κάθε μεσημέρι πήγαινε στο μπαρ του Νταν Μπερκ, ζητούσε μια μεγάλη μπουκάλα μπύρα κι ένα μικρό πιάτο με μπισκότα σίκαλης. Μετά επέστρεφε πάλι στην Τράπεζα και στις τέσσερις τελείωνε. Μετά δειπνούσε σε μια πανσιόν, στη οδό Γεωργίου, όπου αισθανότανε προφυλαγμένος κι ασφαλής από τη φασαρία που ‘κανε η χρυσή νεολαία του Δουβλίνου κι όπου η τροφή ήταν απλή κι οι τιμές πολύ λογικές. Τα βράδια τα περνούσε καθισμένος μπρος στο πιάνο της νοικοκυράς του ή τριγυρίζοντας στις διάφορες συνοικίες της πόλης. Η αγάπη του για τον Μότσαρτ τονε παράσερνε καμιά φορά ως την Όπερα ή στις συναυλίες. Αυτές ήταν οι μόνες ασωτείες στη ζωή του. Δεν είχε φίλους, ούτε γνωστούς, ούτε εκκλησία, μήτε πίστη. Τα θρησκευτικά προβλήματα τ’ αντιμετώπιζε ολομόναχος, επισκεπτόμενος τους συγγενείς του τα Χριστούγεννα ή συνοδεύοντάς τους στο κοιμητήρι όταν πεθαίνανε. Ξεπλήρωνεν έτσι και τα δύο κοινωνικά του καθήκοντα στ’ όνομα μιας παραδοσιακής αξιοπρέπειας, αλλά αρνιόταν να παραχωρήσει οτιδήποτε παραπάνω στις συμβατικότητες που ρυθμίζουνε την αστική ζωή. Επέτρεπε ακόμα στον εαυτό του να πιστεύει πως υπ’ ορισμένες συνθήκες θα μπορούσε ακόμα να ληστέψει και τη Τράπεζα, όμως αυτές οι συνθήκες ουδέποτε παρουσιαστήκανε κι έτσι η ζωή του κυλούσε χωρίς γεγονότα -μια ιστορία δηλαδή χωρίς περιπέτειες.
Ένα βράδυ όμως βρέθηκε καθισμένος στη Ροτόντα, πλάι σε δυο κυρίες. Η αίθουσα ήτανε σιωπηλή και σχεδόν άδεια, προμήνυε αποτυχία. Η κυρία που καθότανε πλάι του, κοίταξε μια-δυο φορές γύρω την άδεια αίθουσα.
-“Τι κρίμα που η αίθουσα είναι τόσο άδεια απόψε. Είναι θλιβερό για τους καλλιτέχνες να τραγουδάνε μπρος σ’ άδεια καθίσματα“.
Πήρε αυτή την παρατήρηση για ενθάρρυνση κι άρχισε να κουβεντιάζει, διατηρώντας όμως πάντα μιαν έκπληξη, πώς η κυρία δεν ενοχλήθηκε που αυτός ο άγνωστος της απηύθυνε το λόγο. Συνέχιζεν όμως τη κουβέντα, ενώ προσπαθούσε ν’ αποτυπώσει τη φυσιογνωμία της στη μνήμη του. ‘Οταν έμαθε πως η νεαρή κοπέλα δίπλα της ήταν η κόρη της, σκέφτηκε πως η μητέρα θα ‘ταν ένα ή δυο χρόνια νεότερή του. Το πρόσωπό της, που κάποτε πρέπει να ‘ταν ωραίο, παρέμενε έξυπνο. Ήτανε πρόσωπο σε σχήμα οβάλ μ’ έντονα χαρακτηριστικά. Τα μάτια ήτανε βαθιά μπλε κι ακίνητα. Το βλέμμα στην αρχή είχε μια νότα πρόκλησης, που όμως εξαφανιζόταν μέσα στη σχεδόν λιποθυμική υγρότητα της ίριδας, αποκαλύπτοντας ιδιοσυγκρασία πολύ ευαίσθητη. αυτό για μια στιγμή, γιατί αμέσως η κόρη του ματιού ξανάπαιρνε τη παλιά της έκφραση κι η ευαισθησία που τόσο λίγο είχε φανερωθεί ξανάπεφτε στην υποδούλωση, στη πρόβλεψη, στη σύμβαση. Η ζακέτα της από αστρακάν, που περιόριζε έν αρκετά πλούσιο στήθος, υπογράμμιζε αυτή την αίσθηση της άμυνας και της συμβατικότητας τελεσίδικα.
Τη ξανασυνάντησε λίγες βδομάδες αργότερα σε μια συναυλία. Βρήκε την ευκαιρία που η προσοχή της κόρης της ήτανε στραμμένη αλλού, για να γίνει πιο θαρραλέος και να προχωρήσει σ’ ερωτήσεις. Αυτή ανέφερε εντελώς φυσικά, τον άνδρα της, αλλά ο τόνος της κουβέντας δεν ήτανε καθόλου νευρικός ή ανησυχαστικός. Τη λέγανε κυρία Σίνικο. Ο άνδρας της ήτανε καπετάνιος σ’ εμπορικό καράβι που ‘κανε τη γραμμή Δουβλίνο-Ολλανδία. Είχανε μόνον αυτή τη κόρη. Όταν για τρίτη φορά τη συνάντησε, πάλι κατά τύχη, βρήκε το θάρρος και της όρισε μια συνάντηση. Αυτή πήγε κι ήταν αυτή η αρχή από πολλές συναντήσεις που ακολούθησαν. Συναντιόντουσαν αργά το βράδυ και διάλεγανε τις πιο απομακρυσμένες συνοικίες. Όμως ο κύριος Ντάφυ είχε μιαν απέχθεια σ’ αυτές τις συνωμοτικές, κρυφές συναντήσεις και σχεδόν την ανάγκασε να τονε προσκαλέσει σπίτι της. Ο καπετάνιος ήταν εκεί και μάλλον ενθάρρυνε τις επισκέψεις του, πιστεύοντας πως ήταν μάλλον υποψήφιος για τη κόρη του. Είχε ο ίδιος από καιρό αποκλείσει τη γυναίκα του απ’ οποιαδήποτε υποψία ηδονής, ώστε δεν μπορούσε καν να υποπτευθεί πως κάποιος άλλος άνδρας θα ενδιαφερόταν. Καθώς ο καπετάνιος ταξίδευε συχνά κι η κόρη του έλειπε, γιατί έδινε μαθήματα μουσικής, ο κύριος Ντάφυ είχε πολλές ευκαιρίες για να εκτιμήσει τη συντροφιά της κυρίας Σίνικο. Ούτε αυτή, ούτε αυτός είχαν παρόμοιες περιπέτειες στο παρελθόν και κανένας τους δεν έβλεπε σ’ αυτό τίποτα το άτοπο. Σιγά-σιγά έμπλεκε τις σκέψεις της με τις δικές του. Τις μπέρδευε. Της δάνειζε βιβλία, της έδινε ιδέες, τέλος μοιραζότανε τη πνευματική του ζωή μαζί της κι αυτή καθόταν ήσυχα απέναντί του κι άκουγε, άκουγε.
Καμμιά φορά, σαν απάντηση στις θεωρίες του, του ανέφερε γεγονότα της δικής της ζωής και εμπειρίας. Με μια σχεδόν μητρική φροντίδα, τον υποκινούσε να ανοιχτεί εντελώς. Έγινε περίπου ο εξομολογητής του. Της είχε εξομολογηθεί π.χ. πως για ένα διάστημα είχε παρεβρεθεί και λάβει μέρος στις συνεδριάσεις του Ιρλανδέζικου Σοσιαλιστικού Κόμματος, που αισθάνθηκε κι εκεί απομονωμένος, ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά σκυθρωπούς εργάτες, μαζεμένους σε μια κρύα αποθήκη κάτω απ’ το φως μιας αδύνατης λάμπας πετρελαίου. Όταν το κόμμα διασπάστηκε σε τρία μέρη, καθένα με το δικό του αρχηγό και τη δική του αποθήκη, σταμάτησε να πηγαίνει. Οι συζητήσεις των εργατών ήτανε πολύ περιορισμένου ενδιαφέροντος και τελικά φοβισμένες. Όλο το βάρος έπεφτε στα ημερομίσθια. Αυτό ήταν υπερβολικό, έλεγε. Βέβαια οι συνοδοιπόροι ήταν σκληροτράχηλοι ρεαλιστές, με μια μνησικακία για την ακριβολογία του, που ‘ταν αποτέλεσμα καλλιέργειας κι άνεσης που βρισκόταν έξω από τις δικές τους δυνατότητες. Καμιά κοινωνική επανάσταση, έλεγε, δεν ήταν αρκετή να συγκλονίσει το Δουβλίνο, πριν περάσουν μερικοί αιώνες.
Μια μέρα αυτή τον ρώτησε γιατί δεν έγραφε τις σκέψεις του.
-“Για ποιόν;” απάντησε με συγκρατημένη περιφρόνηση. “Για να συναγωνιστώ τους νεοσσούς της γραφίδας, ανίκανους να εκφρασθούν με συνέπεια για εξήντα δευτερόλεπτα; Να υποβάλω εαυτόν στις κρίσεις κριτικών, μιας ειδεχθούς και νωθρής μικροαστικής κοινωνίας που εμπιστεύεται την ηθική της στους χωροφύλακες και τις καλές τέχνες στους ατζέντηδες και τους μεσάζοντες“;
Συχνά πήγαινε και την έβλεπε στο εξοχικό της σπίτι έξω από το Δουβλίνο. Εκεί περνούσαν πολλές βραδιές μόνοι. Σιγά-σιγά άρχισαν να μιλούν για θέματα λιγότερο αφηρημένα. Η παρουσία της κυρίας Σίνικο, ήταν όπως η ζεστασιά της γης. Πολλές φορές άφηνε να πέφτει το σκοτάδι μες στη κάμαρα, χωρίς ν’ ανάβει τη λάμπα. Τότε, το σκοτεινό διακριτικό δωμάτιο, η απομόνωση, η μουσική που ακούγανε τους ένωνε. Αυτή η ένωση διέγερνε τον ανδρισμό του, τους έφερνε πιο κοντά, στρογγύλευε κάπως τις αιχμές του χαρακτήρα του, τον ευαισθητοποιούσε. Συχνά έπιανε τον εαυτό του, ν’ ακούει και να ευχαριστιέται με τον ήχο της φωνής της. Κατάλαβε πως άρχισε να παίρνει στα μάτια της διαστάσεις σχεδόν αγγελικές, πως η αυθόρμητη και θερμή φύση της κυρίας Σίνικο συνδεόταν όλο και πιο στενά, μαζί του. ‘Ακουγε τότε μια παράξενη κι απρόσωπη φωνή που αναγνώριζε για δική του, να επιμένει στην αθεράπευτη μοναξιά της ζωής. Δε μπορούμε να προσφέρουμε τους εαυτούς μας. Ο εαυτός μας ανήκει μόνο σε μας. Το τέλος αυτών των συνομιλιών ήταν, μια νύχτα που η κυρία Σίνικο έδειξε μια ασυνήθιστη διέγερση: καθώς αυτός μιλούσε, αυτή άρπαξε με πάθος το χέρι του και το έσφιξε πάνω στο μάγουλό της. Ο κύριος Ντάφυ κυριολεκτικά τα ‘χασε. Ο τρόπος που αυτή είχε ερμηνεύσει τα λόγια του τον απογοήτευσε.
Απέφυγε να τη δει για μιαν ολάκερη βδομάδα. Μετά από τη βδομάδα της έγραψε και ζήτησε να τη δει. Όπως δεν ήθελε η τελευταία τους συνάντηση να δηλητηριαστεί απ’ την επίδραση μιας άλλης αποτυχημένης εξομολογησης, της ζήτησε να συναντηθούνε σ’ ένα μικρό ζαχαροπλαστείο απέναντι στην είσοδο του Πάρκου. Ήτανε κρύος φθινοπωριάτικος καιρός, όμως παρόλο το κρύο περιπλανήθηκανε στα δρομάκια του πάρκου, σχεδόν για τρεις ώρες. Συμφώνησαν να διακόψουν αμέσως κάθε επικοινωνία: κάθε δεσμός, μα κάθε δεσμός της έλεγε, μας δένει με τη θλίψη. Όταν βγήκαν από το πάρκο, περπατήσανε σιωπηλοί ως το τραμ. Όμως εκεί η κυρία Σίνικο άρχισε να τρέμει τόσο πολύ, που αυτός φοβούμενος μια νέα κρίση από μέρους της, τη χαιρέτισε βιαστικά κι έφυγε. Λίγες μέρες αργότερα έλαβε στο σπίτι του ένα πακέτο που περιείχε τα βιβλία που της είχε δανείσει και τετράδια μουσικής.
Περάσανε τέσσερα χρόνια. Ο κύριος Ντάφυ ξαναγύρισε στο δικό του τρόπο ζωής. Η κάμαρά του διατηρούσε πάντα το ίδιο πνεύμα μιας άμεμπτης τάξης. Μερικά νέα κομμάτια μουσικής είχανε προστεθεί στο αναλόγιο, επίσης στα ράφια τη βιβλιοθήκης είχανε προστεθεί δυο νέοι τόμοι του Νίτσε: “Τάδε Έφη Ζαρατούστρα” κι “Η Χαρούμενη Γνώση“. Σπάνια έγραφε οτιδήποτε πια στα χαρτιά του, πάνω στο γραφείο. Η τελευταία φράση που έγραψε έλεγε:
“Ο έρως μεταξύ δύο ανδρών είναι αδύνατος, διότι δε μπορεί να υπάρξει σεξουαλική σχέση κι η φιλία μεταξύ γυναικός κι ανδρός είναι αδύνατος, διότι πρέπει να υπάρξει σεξουαλική σχέση“.
Απέφυγε τις συναυλίες από φόβο μήπως τη συναντήσει. Ο πατέρας του στο μεταξύ πέθανε κι ο ένας συνεταίρος της Τράπεζας είχε αποσυρθεί. Αυτός όμως εξακολουθούσε να κατεβαίνει κάθε πρωί στην πόλη με το τραμ και να επιστρέφει κάθε βράδυ με τα πόδια, αφού πρώτα είχε δειπνήσει στο μικρό εστιατόριο της οδού Γεωργίου κι αφού είχε διαβάσει την απογευματινή εφημερίδα εν είδει επιδορπίου.
Ένα βράδυ, καθώς ετοιμαζόταν να βάλει στο στόμα του ένα κομμάτι κρέας με βραστό λάχανο, το χέρι του σταμάτησεν απότομα. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί σε μια παράγραφο της εφημερίδας, που την είχε στηρίξει στη καράφα του νερού καθώς έτρωγε. Ακούμπησε τη μπουκιά στο πιάτο του και διάβασε προσεκτικά τη παράγραφο. Έπειτα ήπιε ένα ποτήρι νερό, έσπρωξε το πιάτο του, δίπλωσε μπρος την εφημερίδα κι ακουμπώντας το κεφάλι στα δυο του χέρια, διάβασε και ξαναδιάβασε την είδηση. Το λάχανο άρχισε να στάζει μες στο πιάτο ένα λίπος άσπρο και παγωμένο. Η σερβιτόρα πλησίασε και τονε ρώτησε, μήπως το φαγητό δεν ήτανε καλά μαγειρεμένο. Είπε πως είναι πολύ καλό και κατάπιε δυο μπουκιές με δυσκολία. Έπειτα πλήρωσε κι έφυγε. Περπατούσε γρήγορα μες στο σούρουπο του Νοέμβρη χτυπώντας εμφατικά το έδαφος με το μπαστούνι του, από ξύλο φουντουκιάς. Μια γωνιά του “Εσπερινού Ταχυδρόμου” ξέφευγε λίγο απ’ τη τσέπη του σφιχτού πανωφοριού του. Στο μοναχικό δρόμο που οδηγεί από την είσοδο ως το Τσάπελιζολντ, αργοπόρησε το βήμα του, τώρα το μπαστούνι του δε χτυπούσε τόσο δυνατά το έδαφος κι η ανάσα του, σχεδόν στεναγμός, έβγαινε άρρυθμη και κομμένη, μες στον χειμωνιάτικο αέρα. Όταν έφτασε σπίτι του, πήγε κατευθείαν στη κάμαρά του και βγάζοντας την εφημερίδα από τη τσέπη, διάβασε ξανά την είδηση μπρος στο παράθυρο. Τη διάβαζε από μέσα του, κουνώντας μόνο τα χείλια, όπως κάνει ο παπάς όταν διαβάζει τη προσευχή μόνος του. Η είδηση έλεγε:
ΕΝΑ ΘΛΙΒΕΡΟ ΣΥΜΒΑΝ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΣΙΝΤΝΕΫ
Σήμερον, εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον του Δουβλίνου, ο βοηθός ιατροδικαστού (απόντος του κυρίου Λεβερέτ) επραγματοποίησε εξέτασιν επί του πτώματος της κυρίας ‘Εμιλυ Σίνικο, ηλικίας σαράντα τριών ετών, η οποία εφονεύθη εις τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν του Σίντνεϋ, χθες την εσπέραν. Η ανάκρισις απέδειξε ότι η αποθανούσα, ενώ προσεπάθει να διασχίση την σιδηροδρομικήν γραμμήν, εφονεύφθη υπό της αμαξοστοιχίας της δεκάτης νυκτερινής, προερχομένης εκ Κίνγκσταουν. Αι κακώσεις αί προξενηθείσαι εις την κεφαλήν και την δεξιάν πλευράν του θώρακος προεκάλεσαν τον θάνατον της προαναφερθείσης κυρίας.
Ο Τζέημς Λένον, οδηγός της αμαξοστοιχίας, εδήλωσεν ότι υπήρξεν επί δεκαπενταετίαν υπάλληλος της εταιρείας Σιδηροδρόμων. Επί τω ακούσματι της σφυρίκτρας του φύλακος έθεσε την μηχανήν εν κινήσει, αλλά μία ή δύο στιγμάς αργότερον την ακινητοποίησε πάραυτα, διότι ήκουσε διαπεραστικάς κραυγάς. Η αμαξοστοιχία είχε μικράν ταχύτητα. Ο κύριος Π. Νταν, αχθοφόρος του Σταθμού εδήλωσεν ότι κατά την στιγμήν της εκκινήσεως της αμαξοστοιχίας, παρετήρησε μίαν γυναίκα, η οποία προσεπάθει να διασχίση τας γραμμάς. ‘Εσπευσε προς αυτήν κραυγάζων, ου μην αλλά, πριν δυνηθή να πλησιάση, αυτή επλήγη υπό του αποκρουστήρος της αμαξοστοιχίας κι έπεσε.
Δικαστής: “Είδατε την κυρία να πέφτη“;
Μάρτυς: “Μάλιστα κύριε“.
Ο ενωμοτάρχης Κρόλυ εδήλωσεν ότι όταν έφτασε ηύρε την θανούσαν εις ύπτιαν θέσιν, και προφανώς ήδη νεκράν. Μετέφερε το πτώμα εις την αίθουσαν αναμονής του Σταθμού κι ανέμενε το ασθενοφόρον. Ο αστυφύλαξ 57 επιβεβαίωσε την κατάθεσιν.
Ο ιατρός Χάλπιν, βοηθός χειρούργος του Δημοτικού Νοσοκομείου, εδήλωσεν ότι το θύμα έφερε κατάγματα επί της δεξιάς πλευράς του θώρακος κι εκχυμώσεις επί της ωμοπλάτης. Το τραύμα της κεφαλής προεκλήθη εκ της πτώσεως επί του εδάφους. Εν τούτοις, η σοβαρότης των τραυμάτων δεν ήτο τοιαύτη, ώστε να προκαλέση τον θάνατον φυσιολογικού ανθρώπου. Ο θάνατος, κατά την γνώμην του ιατρού, προήλθε προφανώς εκ βιαίας συγκινήσεως (σοκ) κι αιφνιδίας παύσεως της λειτουργίας της καρδίας.
Ο κ. Χ. Μπ. Πάττερσον Φίνλεϋ, της Εταιρείας Σιδηροδρόμων, εξέφρασε την βαθύτατην λύπην του. Η Εταιρεία εξάλλου εδήλωσεν ότι προ πολλού χρόνου έχει λάβει τας δεούσας προφυλάξεις, όπως εμποδίζη το κοινόν να διασχίζη τας γραμμάς. Εκτός των ειδικών προς τούτο γεφυρών προσετέθησαν κι ειδικαί πινακίδες εις έκαστον Σταθμόν κι επιπροσθέτως χρησιμοποιούνται υπό της Εταιρείας ειδικοί αυτόματοι οδοφράκται, ιδικής της ευρεσιτεχνίας δια τας ισοπέδους διαβάσεις. Το θύμα εσυνήθιζε να διασχίζη τας γραμμάς εις προχωρημένας ώρας της νυκτός. λαμβανομένης υπ’ όψιν της ιδιαζούσης μορφής συνθηκών αυτής της υποθέσεως, ο κύριος Φίνλεϋ δεν νομίζει ότι οι υπάλληλοι της Εταιρείας έχουν οιανδήποτε ευθύνην.
Ο πλοίαρχος Σίνικο, κάτοικος της Λεοβίλ και σύζυγος του θύματος, εδήλωσεν εξάλλου: Το θύμα υπήρξε σύζυγός του. Δεν ευρίσκετο εν Δουβλίνω κατά το δυστύχημα, αφιχθείς μόλις σήμερον την πρωίαν εκ Ρόττερνταμ. Ήσαν νυμφευμένοι από εικοσαετίας κι έζων ευτυχείς, ακόμη και προ διετίας, εποχήν κατά την οποίαν η σύζυγός του ήρχισε να αποκτά μάλλον περιέργους, σχεδόν ακολάστους συνηθείας. Η δεσποινίς Μαίρη Σίνικο, είπεν ότι η αποβιώσασα μήτηρ της, το τελευταίον διάστημα εσυνήθιζε να εξέρχεται την νύκτα προς αγοράν οινοπνευματωδών. Πολλάκις εδοκίμασε να την νουθετήση και τελευταίως την είχε παρακινήσει όπως εγγραφή εις τον σύνδεσμον αντιαλκοολικού αγώνος. Η δεσποινίς Σίνικο δεν ευρίσκετο εις την οικία της, επέστρεψεν μίαν ώραν μετά το δυστύχημα. Το δικαστήριον εξέδωσε την απόφασίν του, συμφώνως προς την κατάθεσιν του ιατρού κι απήλλαξε τον Λένον (οδηγόν αμαξοστοιχίας) πάσης ευθύνης. Ο βοηθός ιατροδικαστού είπεν ότι όντως ήτο ένα θλιβερόν συμβάν κι εξέφρασε την βαθείαν λύπην του εις τον πλοίαρχον Σίνικο και τη θυγατέρα του. Εκ παραλλήλου προέτρεψε την Εταιρείαν όπως λάβη αυστηρότερα μέτρα προς αποφυγήν παρομοίων ατυχημάτων εις το μέλλον. Ουδείς εθεωρήθη υπεύθυνος.
Ο κύριος Ντάφυ σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί έξω απ’ το παράθυρο, στο σκυθρωπό βραδινό τοπίο. Το ποτάμι κυλούσεν ήσυχα πίσω από το εγκαταλελειμμένο οινοποιείο, ενώ, από καιρό σε καιρό ένα φως άναβε σ’ ένα από τα σπίτια της οδού Λούκαν. “Θεέ μου! τί τέλος“, ψιθύρισε. Όλη η περιγραφή του θανάτου της τον έκανε να επαναστατήσει και πιο πολύ γιατί αυτός πρώτος της είχε μιλήσει για πράγματα που ο ίδιος θεωρούσε ιερά. Οι τετριμμένες φράσεις, οι κενές εκφράσεις συμπαθείας, οι προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του πληρωμένου δημοσιογράφου για ν’ αποσιωπήσει τις λεπτομέρειες ενός κοινότατου και χυδαίου θανάτου, του φέραν αναγούλα. Όχι μόνον εξευτέλισε τον εαυτό της, αλλά εξευτέλισε κι αυτόν τον ίδιο, είδε τη βρωμερή πλευρά του βίτσιου της, ένα βίτσιο άθλιο κι εμετικό. Η σύντροφος της ψυχής του! Θυμήθηκε τις θλιβερές υπάρξεις που ‘χε δει να τρεκλίζουνε, κρατώντας κανάτια ή μπουκάλια κρασί, που τους γέμιζεν ο κάπελας. Δίκαιε Θεέ, τί τέλος! Σίγουρα, δε γινόταν αλλιώς. Ήταν μια γυναίκα διπλοπρόσωπη, βέβαια δυσκολοπροσάρμοστη, χωρίς θέληση και σκοπό, εύκολη λεία των παθών, έν από τα ανθρώπινα ράκη που ξερνούν οι πολιτισμένες κοινωνίες. Να ξεπέσει τόσο! Ήτανε δυνατό να ‘χει διαψευστεί εντελώς για λογαριασμό της; Θυμήθηκε την έκρηξή της κείνη τη βραδιά και τη βρήκε ακόμα πιο κατάπτυστη. Επιδοκίμαζε τώρα τον εαυτό του για τη στάση που ‘χε κρατήσει τότε.
Καθώς έπεφτε η νύχτα κι η μνήμη ξεστράτιζε, νόμιζε πως ένιωσε το χέρι της νεκρής ν’ αγγίζει το δικό του. Το τράβηγμα που πριν είχε νιώσει στο στομάχι του, τώρα το ‘νιωθε στα νεύρα του. Έβαλε βιαστικά το καπέλο και το πανωφόρι του και βγήκε. Ο παγωμένος αέρας τονε χτύπησε στο πρόσωπο, έμπαινε μέσα στα μανίκια του πανωφοριού. ‘Οταν έφτασε στην ταβέρνα που βρίσκεται στη γέφυρα του Τσάπελιζολντ, μπήκε μέσα και ζήτησε ένα ζεστό γκρογκ. Ο ταβερνιάρης τονε σέρβιρε σχεδόν δουλικά, όμως δε σκέφτηκε να διακινδυνεύσει να του μιλήσει. Υπήρχανε πεντέξι εργατικοί στο κατάστημα, που συζητούσανε για την αξία της ιδιοκτησίας στην κομητεία του Κιλντέαρ. Πίνανε κατά διαστήματα από τα μεγάλα ποτήρια του μισού κιλού, κάπνιζανε και φτύνανε στο πάτωμα, σέρνοντας τις βαριές αρβύλες τους σκεπάζοντας τα φτυσίματα με το πριονίδι. Ο κύριος Ντάφυ κάθισε σ’ ένα σκαμνί και τους κοίταζε χωρίς να τους βλέπει. Ύστερα από λίγο φύγανε κι ο κύριος Ντάφυ ζήτησε και δεύτερο γκρογκ. Η ταβέρνα τώρα ήταν άδεια, ο ταβερνιάρης ακουμπισμένος στον πάγκο διάβαζε την εφημερίδα και χασμουριόταν. Αραιά και πού, ακούγονταν τα τραμ που περνούσανε στο μοναχικό δρόμο.
Όπως καθόταν, άρχισε να ξαναζεί στιγμές από τη ζωή του μαζί της. Στη μνήμη ερχόταν διαδοχικά οι δυο εικόνες. η τωρινή ζωή του και το κοινό παρελθόν. Τότε κατάλαβε πως αυτή δε ζούσε πια, πως είχε κιόλας γίνει ασήμαντη. Πως δεν υπήρχε.
Άρχισε να αισθάνεται πολύ άσχημα. Αναρωτιότανε τί άλλο μπορούσε να κάνει, δε μπορούσε βέβαια να διατηρήσει αυτή τη σχέση, αυτή τη κωμωδία της υποκρισίας. Εξάλλου δε μπορούσε να ζει μαζί της ανοιχτά. Έκανε αυτό που νόμιζε σωστό. Σε τί ήτανε φταίχτης; Όμως τώρα που αυτή δεν υπήρχε κατάλαβε πόσο μοναχική ήταν η ζωή της, καθισμένη ολομόναχη, νύχτες και νύχτες σε κείνο το δωμάτιο. Κι η δικιά του η ζωή ήτανε το ίδιο μοναχική κι αυτός θα πέθαινε, θα ‘παυε να υπάρχει, θα γινόταν ανάμνηση, αν βρισκότανε βέβαια κάποιος να τονε θυμηθεί. Ήτανε περασμένες εννιά, όταν άφησε τη ταβέρνα. Η νύχτα ήτανε κρύα και σκοτεινή. Μπήκε στο πάρκο από τη πρώτη πόρτα και περπάτησε μόνος κάτω από τα δέντρα. Περιπλανήθηκε κάτω από τις παγωμένες αλέες, όπως τότε, τέσσερα χρόνια πριν. Του φαινότανε πως περπατούσε πλάι του μες στο σκοτάδι. Στιγμές-στιγμές νόμιζε πως άκουγε τη φωνή της να του χαϊδεύει τ’ αφτιά, το χέρι της ν’ αγγίζει το δικό του. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Γιατί αλήθεια της αρνήθηκε τη ζωή; Γιατί τη καταδίκασε σε θάνατο; Ένιωσε την ηθική του να γίνεται κομμάτια.
Όταν έφτασε στη κορφή ενός χαμηλού υψώματος, σταμάτησε και κοίταξε το ποτάμι να κατεβαίνει ως το Δουβλίνο, που τα φώτα του λάμπανε κατακόκκινα και φιλόξενα, μες στη παγωμένη νύχτα. Έπειτα το βλέμμα του κατηφόρισε τη πλαγιά ως τα ριζά του χαμηλού λόφου. Κει, στη σκιά του τοίχου του πάρκου, είδε αγκαλιασμένες κάτι ανθρώπινες σκιές. Αυτοί οι λαθραίοι και πληρωμένοι έρωτες, που τονε γέμιζαν απελπισία. Γιατί βασάνιζε έτσι σκληρά τον εαυτό του; Γιατί τόσην αναλγησία; Ένιωσε πως ήταν ένας απόβλητος απ’ το πανηγύρι της ζωής. Ένας άνθρωπος, μια γυναίκα τον είχε αγαπήσει κι αυτός της είχε αρνηθεί τη ζωή και την ευτυχία και το χειρότερο τη καταδίκασε σ’ αυτό το ντροπιασμένο θάνατο. Ήξερε πως αυτοί που κυλιόνταν στο χώμα, κοντά στον τοίχο, θα ‘θελαν να τον έβλεπαν να φεύγει. Κανείς δεν τον ήθελε. Ήταν ο απόβλητος, ο διωγμένος. Γύρισε τα μάτια του προς το γκρίζο λαμπρό ποτάμι που προχωρούσε ελικοειδώς προς τη πόλη.
Πέρα από το ποτάμι ένα τρένο κατευθυνόταν προς τον σταθμό του Κίνγκσταουν, καθώς ένα σκουλήκι που σέρνεται με πυρωμένο κεφάλι μες στα σκοτάδια, πεισμωμένο κι εργατικό. Το τρένο εξαφανίστηκε, όμως αυτός εξακολουθούσε ν’ ακούει στ’ αφτιά του τον κουρασμένο βόμβο της ατμομηχανής που επαναλάμβανε τις συλλαβές του ονόματός της. Πήρε τον ίδιο δρόμο του γυρισμού. Ο ρυθμός του τρένου σφυροκοπούσε τα μηνίγγια του. ‘Αρχισε ν’ αμφιβάλλει για τη πραγματικότητα. Πού είναι οι αναμνήσεις; Στάθηκε κάτω από ένα δέντρο κι ο θόρυβος χάθηκε μακριά. Δε την ένιωθε πια κοντά του. Μες στα σκοτάδια η φωνή της δε του ψιθύριζε τίποτα. Έμεινεν ακίνητος λίγα λεπτά ακούγοντας. Τίποτα. Η νύχτα ήταν απόλυτα σιωπηλή. Αφουγκράστηκε ξανά. Απόλυτα σιωπηλή. Ένιωσε πως ήταν μόνος…
———————————————————————————————
ένα διήγημα από τους “Δουβλινέζους” του.
Το φινάλε από το μονόλογο της Μόλι Μπλουμ
…Αχ ναι τους ξέρω καλά ποιός ήταν ο πρώτος στο σύμπαν πριν να υπάρξει κάποιος που το έφτιαξε όλο αυτό ποιός ποιός αχ αυτό δεν το ξέρουν ούτε κι εγώ έτσι λοιπόν ας δοκιμάσουν να σταματήσουν τον ήλιο να ανατείλει αύριο ο ήλιος λάμπει για σένα είπε την ημέρα που ήμαστε ξαπλωμένοι ανάμεσα στα ροδόδεντρα στο Χάουθ με το κεφάλι στο γκρίζο μάλλινο κοστούμι του και το ψάθινο καπέλο του την ημέρα που τον έσπρωξα να με ζητήσει σε γάμο ναι πρώτα του έδωσα το κομμάτι από το κέικ με ηλιόσπορους μέσα από το στόμα μου και ήταν δίσεχτος χρόνος όπως τώρα ναι δεκαέξι χρόνια Θεέ μου ύστερα από το μακρύ φιλί κόντεψα να χάσω την αναπνοή μου ναι είπε πως ήμουν ένα άνθος των βουνών ναι έτσι ήμαστε όλες άνθη το κορμί της γυναίκας ναι αυτό ήταν ένα αληθινό πράγμα που είπε στην ζωή του κι ο ήλιος λάμπει για σένα σήμερα ναι γι’ αυτό τον συμπάθησα γιατί είδα ότι καταλάβαινε και αισθανόταν τί είναι η γυναίκα κι ήξερα πως θα μπορούσα πάντα να τον καταφέρω και του έδωσα όλη την ευχαρίστηση που μπορούσα φέρνοντάς τον στα νερά μου μέχρι που μου ζήτησε να πω ναι και στην αρχή δεν απάντησα μόνο κοίταξα πέρα πάνω από τη θάλασσα και τον ουρανό σκεφτόμουνα τόσα πολλά πράγματα που εκείνος δεν ήξερε για τον Μάλβευ και τον κ.Στάνχοπ και την Έστερ και τον πατέρα και το γέρο λοχαγό Γκροβ και τους ναύτες που παίζανε πετάει πετάει το πουλί και τις καβάλες και το πλύνε τα πιάτα όπως το λέγανε στο μώλο κι ο φρουρός μπροστά από το σπίτι του κυβερνήτη με το πράμα γύρω από το άσπρο του κράνος φτωχοδιάβολος να σιγοψήνεται στον ήλιο και τα σπανιόλικα κορίτσια να γελάνε μέσα στις μαντίλες τους και τα ψηλά τους χτένια και οι δημοπρασίες το πρωί οι Έλληνες και οι Εβραίοι και οι Άραβες κι ο διάολος ξέρει από που αλλού απ’ όλα τα πέρατα της Ευρώπης κι η οδός Ντιούκ και η ορνιθαγορά κακαρίζοντας έξω από το Λάρμπυ Σάρονς και τα καημένα τα γαϊδούρια να γλιστράνε μισοκοιμισμένα και οι αινιγματικοί τύποι μέσα στις κελεμπίες τους να κοιμούνται στη σκιά πάνω στα σκαλοπάτια κι οι μεγάλοι τροχοί των βοιδάμαξων και το παλιό κάστρο χιλιάδες χρόνια γέρικο ναι κι αυτοί οι όμορφοι Μαυριτανοί όλοι ντυμένοι στα λευκά και τα τουρμπάνια τους σαν βασιλιάδες να σου ζητάνε να κάτσεις στα μικρά μαγαζιά τους και η Ρόντα με τα παλιά παράθυρα των ποσάντας μάτια που ρίχναν βλέμματα πίσω από τις σιδερένιες γρίλιες στον εραστή της για να φιλήσει το σίδερο κι οι ταβέρνες μισάνοιχτες τη νύχτα κι οι καστανιέτες τη βραδιά που χάσαμε το καράβι στο Αλγκεσίρας ο φύλακας να κάνει τις βόλτες του ατάραχος με τη λάμπα του και Ω αυτός ο φοβερός χείμαρρος που κατεβαίνει Ω η θάλασσα η θάλασσα κατακόκκινη μερικές φορές σαν την φωτιά και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και οι συκιές στους κήπους στης Αλαμέδας ναι και όλα τα παράξενα δρομάκια και τα τριανταφυλλιά και τα γαλάζια και τα κίτρινα σπιτάκια και οι κήποι με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά και τα γεράνια και τους κάκτους και το Γιβραλτάρ ένα κορίτσι που ήμουνα τότε ένα Άνθος των βουνών ναι όταν έβαλα το τριαντάφυλλο στα μαλλιά μου όπως συνηθίζαν τα κορίτσια της Ανδαλουσίας ή θα φορέσω ένα κόκκινο ναι πως με φίλησε κάτω από το Μαυριτάνικο κάστρο και σκέφτηκα λοιπόν αυτός ή όποιος άλλος το ίδιο κάνει κι ύστερα τον κάρφωσα με τα μάτια μου για να μου κάνει πάλι την πρόταση ναι κι ύστερα μου ζήτησε αν θα ήθελα ναι να πω ναι το άνθος μου των βουνών και στην αρχή τον αγκάλιασα ναι και τον τράβηξα κάτω πάνω μου έτσι που μπορούσε να νιώσει τα στήθη μου όλο άρωμα ναι κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και ναι είπα ναι θέλω Ναι
Μια μητέρα
Ο κ. Holohan, βοηθός γραμματέας της Eire Abu Society, περπατούσε πάνω-κάτω στο Δουβλίνο για σχεδόν ένα μήνα, με τα χέρια και τις τσέπες του γεμάτες βρώμικα κομμάτια χαρτιού, κανονίζοντας τη σειρά των συναυλιών. Είχε ένα πόδι παιχνιδιού και γι ‘αυτό οι φίλοι του τον αποκαλούσαν Hoppy Holohan. Περπατούσε πάνω-κάτω συνεχώς, στεκόταν με την ώρα στις γωνίες του δρόμου επιχειρηματολογώντας για το σημείο και κρατούσε σημειώσεις. αλλά στο τέλος ήταν η κυρία Kearney που κανόνισε τα πάντα.
Η δεσποινίς Ντέβλιν είχε γίνει κυρία Κέρνεϊ από κακία. Είχε εκπαιδευτεί σε ένα μοναστήρι υψηλής τάξης, όπου είχε μάθει γαλλικά και μουσική. Καθώς ήταν από τη φύση της χλωμή και αλύγιστη στον τρόπο της, έκανε λίγους φίλους στο σχολείο. Όταν έφτασε στην ηλικία του γάμου, στάλθηκε σε πολλά σπίτια, όπου το παιχνίδι και οι τρόποι της από ελεφαντόδοντο θαυμάζονταν πολύ. Κάθισε μέσα στον ψυχρό κύκλο των επιτευγμάτων της, περιμένοντας κάποιον μνηστήρα να το τολμήσει και να της προσφέρει μια λαμπρή ζωή. Αλλά οι νεαροί άνδρες που συνάντησε ήταν συνηθισμένοι και δεν τους ενθάρρυνε, προσπαθώντας να παρηγορήσει τις ρομαντικές της επιθυμίες τρώγοντας μεγάλη ποσότητα λουκουμιού κρυφά. Ωστόσο, όταν πλησίασε το όριο και οι φίλοι της άρχισαν να χαλαρώνουν τη γλώσσα τους γι ‘αυτήν, τους φίμωσε παντρεύοντας τον κ. Kearney, ο οποίος ήταν κατασκευαστής υποδημάτων στο Ormond Quay.
Ήταν πολύ μεγαλύτερος από εκείνη. Η συζήτησή του, η οποία ήταν σοβαρή, λάμβανε χώρα κατά διαστήματα στη μεγάλη καφέ γενειάδα του. Μετά τον πρώτο χρόνο του έγγαμου βίου, η κυρία Kearney αντιλήφθηκε ότι ένας τέτοιος άντρας θα φορούσε καλύτερα από ένα ρομαντικό άτομο, αλλά ποτέ δεν έβαλε τις δικές της ρομαντικές ιδέες μακριά. Ήταν νηφάλιος, φειδωλός και ευσεβής. Πήγαινε στο βωμό κάθε πρώτη Παρασκευή, μερικές φορές μαζί της, συχνά μόνος του. Αλλά ποτέ δεν αποδυναμώθηκε στη θρησκεία της και ήταν καλή σύζυγος γι ‘αυτόν. Σε κάποιο πάρτι σε ένα παράξενο σπίτι, όταν σήκωσε το φρύδι της τόσο ελαφρά, σηκώθηκε για να πάρει την άδειά του και, όταν ο βήχας του τον προβλημάτισε, έβαλε το πουπουλένιο πάπλωμα στα πόδια του και έκανε μια δυνατή γροθιά ρούμι. Από την πλευρά του, ήταν πρότυπο πατέρα. Πληρώνοντας ένα μικρό ποσό κάθε εβδομάδα σε μια κοινωνία, εξασφάλισε και για τις δύο κόρες του προίκα εκατό λιρών η καθεμία όταν έφταναν στην ηλικία των είκοσι τεσσάρων. Έστειλε τη μεγαλύτερη κόρη, Kathleen, σε ένα καλό μοναστήρι, όπου έμαθε γαλλικά και μουσική, και στη συνέχεια πλήρωσε τα δίδακτρα της στην Ακαδημία. Κάθε χρόνο τον Ιούλιο η κυρία Kearney έβρισκε την ευκαιρία να πει σε κάποια φίλη:
«Ο καλός μου άνθρωπος μας πηγαίνει στο Skerries για μερικές εβδομάδες».
Αν δεν ήταν Skerries ήταν Howth ή Greystones. Όταν η Ιρλανδική Αναγέννηση άρχισε να είναι αισθητή, η κυρία Kearney αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το όνομα της κόρης της και έφερε έναν Ιρλανδό δάσκαλο στο σπίτι. Η Kathleen και η αδελφή της έστειλαν ιρλανδικές καρτ ποστάλ στους φίλους τους και αυτοί οι φίλοι έστειλαν πίσω άλλες ιρλανδικές καρτ ποστάλ. Τις ειδικές Κυριακές, όταν ο κ. Kearney πήγαινε με την οικογένειά του στον καθεδρικό ναό, ένα μικρό πλήθος ανθρώπων συγκεντρώνονταν μετά τη λειτουργία στη γωνία της οδού Cathedral. Ήταν όλοι φίλοι των Kearneys – μουσικοί φίλοι ή εθνικιστές φίλοι. Και, όταν έπαιξαν κάθε μικρό κουτσομπολιό, αντάλλαξαν χειραψία μεταξύ τους, γελώντας με τη διασταύρωση τόσων χεριών, και αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον στα ιρλανδικά. Σύντομα το όνομα της Miss Kathleen Kearney άρχισε να ακούγεται συχνά στα χείλη των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είπαν ότι ήταν πολύ έξυπνη στη μουσική και ένα πολύ ωραίο κορίτσι και, επιπλέον, ότι πίστευε στο γλωσσικό κίνημα. Η κυρία Kearney ήταν πολύ ικανοποιημένη με αυτό. Ως εκ τούτου, δεν εξεπλάγη όταν μια μέρα ο κ. Holohan ήρθε σε αυτήν και πρότεινε στην κόρη της να είναι η συνοδός σε μια σειρά τεσσάρων μεγάλων συναυλιών που η Εταιρεία του επρόκειτο να δώσει στις αίθουσες συναυλιών Antient. Τον έφερε στο σαλόνι, τον έβαλε να καθίσει και έβγαλε την καράφα και το ασημένιο βαρέλι μπισκότων. Μπήκε καρδιά και ψυχή στις λεπτομέρειες της επιχείρησης, συμβούλεψε και αποθάρρυνε: και τελικά συντάχθηκε ένα συμβόλαιο με το οποίο η Kathleen θα λάμβανε οκτώ γουινέα για τις υπηρεσίες της ως συνοδός στις τέσσερις μεγάλες συναυλίες.
Καθώς ο κ. Holohan ήταν αρχάριος σε τόσο λεπτά θέματα όπως η διατύπωση των λογαριασμών και η διάθεση αντικειμένων για ένα πρόγραμμα, η κ. Kearney τον βοήθησε. Είχε διακριτικότητα. Ήξερε ποιοι καλλιτέχνες πρέπει να πάνε σε κεφαλαία και ποιοι καλλιτέχνες πρέπει να πάνε σε μικρούς τύπους. Ήξερε ότι ο πρώτος τενόρος δεν θα ήθελε να έρθει μετά την κωμική στροφή του κ. Meade. Για να κρατήσει το κοινό συνεχώς αποπροσανατολισμένο, γλίστρησε τα αμφίβολα στοιχεία ανάμεσα στα παλιά αγαπημένα. Ο κ. Holohan τηλεφώνησε για να τη δει κάθε μέρα για να έχει τις συμβουλές της σε κάποιο σημείο. Ήταν πάντα φιλική και συμβουλευτική – οικεία, στην πραγματικότητα. Έσπρωξε την καράφα προς το μέρος του, λέγοντας:
«Τώρα, βοηθήστε τον εαυτό σας, κύριε Holohan!»
Και ενώ βοηθούσε τον εαυτό του, είπε:
«Μη φοβάσαι! Μη το φοβάσαι!»
Όλα κύλησαν ομαλά. Η κυρία Kearney αγόρασε μερικά υπέροχα ρουζ-ροζ charmeuse στο Brown Thomas για να μπει στο μπροστινό μέρος του φορέματος της Kathleen. Κόστισε μια αρκετά δεκάρα. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου μια μικρή δαπάνη είναι δικαιολογημένη. Πήρε μια ντουζίνα εισιτήρια δύο σελλινιών για την τελική συναυλία και τα έστειλε σε εκείνους τους φίλους που δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν να έρθουν διαφορετικά. Δεν ξέχασε τίποτα και, χάρη σε αυτήν, όλα όσα έπρεπε να γίνουν έγιναν. Οι συναυλίες θα γίνονταν Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο. Όταν η κυρία Kearney έφτασε με την κόρη της στο Antient Concert Rooms την Τετάρτη το βράδυ, δεν της άρεσε η εμφάνιση των πραγμάτων. Μερικοί νεαροί άνδρες, φορώντας φωτεινά μπλε κονκάρδες στα παλτά τους, στέκονταν αδρανείς στον προθάλαμο. Κανένας από αυτούς δεν φορούσε βραδινό φόρεμα. Πέρασε με την κόρη της και μια γρήγορη ματιά μέσα από την ανοιχτή πόρτα της αίθουσας της έδειξε την αιτία της αδράνειας των αγωνοδικών. Στην αρχή αναρωτήθηκε αν είχε κάνει λάθος την ώρα. Όχι, ήταν είκοσι λεπτά με οκτώ.
Στο καμαρίνι πίσω από τη σκηνή συστήθηκε στον γραμματέα της Εταιρείας, κ. Fitzpatrick. Χαμογέλασε και του έσφιξε το χέρι. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος, με ένα λευκό, άδειο πρόσωπο. Παρατήρησε ότι φορούσε το μαλακό καφέ καπέλο του απρόσεκτα στο πλάι του κεφαλιού του και ότι η προφορά του ήταν επίπεδη. Κρατούσε ένα πρόγραμμα στο χέρι του και, ενώ της μιλούσε, μασούσε τη μία άκρη του σε έναν υγρό πολτό. Φαινόταν να αντέχει τις απογοητεύσεις ελαφρά. Ο κ. Holohan έμπαινε στα αποδυτήρια κάθε λίγα λεπτά με ρεπορτάζ από το box office. Οι καλλιτέχνες μιλούσαν μεταξύ τους νευρικά, κοίταζαν από καιρό σε καιρό στον καθρέφτη και κυλούσαν και ξετύλιγαν τη μουσική τους. Όταν ήταν σχεδόν οκτώ και μισή, οι λίγοι άνθρωποι στην αίθουσα άρχισαν να εκφράζουν την επιθυμία τους να διασκεδάσουν. Ο κ. Φιτζπάτρικ μπήκε, χαμογέλασε στο δωμάτιο και είπε:
«Λοιπόν τώρα, κυρίες και κύριοι. Υποθέτω ότι καλύτερα να ανοίξουμε την μπάλα».
Η κυρία Kearney αντάμειψε την πολύ επίπεδη τελευταία συλλαβή του με ένα γρήγορο βλέμμα περιφρόνησης και στη συνέχεια είπε στην κόρη της ενθαρρυντικά:
“Είσαι έτοιμος, αγαπητέ;”
Όταν της δόθηκε η ευκαιρία, κάλεσε τον κ. Holohan στην άκρη και του ζήτησε να της πει τι σήμαινε. Ο κ. Holohan δεν ήξερε τι σήμαινε. Είπε ότι η επιτροπή είχε κάνει λάθος να κανονίσει τέσσερις συναυλίες: τέσσερις ήταν πάρα πολλές.
«Και οι καλλιτέχνες!» είπε η κυρία Kearney. «Φυσικά κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καλοί».
Ο κ. Holohan παραδέχτηκε ότι οι καλλιτέχνες δεν ήταν καλοί, αλλά η επιτροπή, είπε, αποφάσισε να αφήσει τις τρεις πρώτες συναυλίες να πάνε όπως ήθελαν και να κρατήσει όλα τα ταλέντα για το βράδυ του Σαββάτου. Η κυρία Kearney δεν είπε τίποτα, αλλά, καθώς τα μέτρια αντικείμενα διαδέχονταν το ένα το άλλο στην εξέδρα και οι λίγοι άνθρωποι στην αίθουσα γίνονταν όλο και λιγότεροι, άρχισε να μετανιώνει που είχε βάλει τον εαυτό της σε οποιαδήποτε δαπάνη για μια τέτοια συναυλία. Υπήρχε κάτι που δεν της άρεσε στην εμφάνιση των πραγμάτων και το κενό χαμόγελο του κ. Fitzpatrick την εκνεύρισε πάρα πολύ. Ωστόσο, δεν είπε τίποτα και περίμενε να δει πώς θα τελειώσει. Η συναυλία έληξε λίγο πριν τις δέκα και όλοι επέστρεψαν γρήγορα στα σπίτια τους.
Η συναυλία την Πέμπτη το βράδυ είχε καλύτερη προσέλευση, αλλά η κυρία Kearney είδε αμέσως ότι το σπίτι ήταν γεμάτο με χαρτί. Το κοινό συμπεριφέρθηκε απερίσκεπτα, σαν η συναυλία να ήταν μια άτυπη πρόβα τζενεράλε. Ο κ. Fitzpatrick φαινόταν να διασκεδάζει. Ήταν εντελώς αναίσθητος ότι η κυρία Kearney πρόσεχε θυμωμένη τη συμπεριφορά του. Στεκόταν στην άκρη της οθόνης, από καιρό σε καιρό προεξείχε το κεφάλι του και αντάλλασσε ένα γέλιο με δύο φίλους στη γωνία του μπαλκονιού. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς, η κ. Kearney έμαθε ότι η συναυλία της Παρασκευής επρόκειτο να εγκαταλειφθεί και ότι η επιτροπή επρόκειτο να κινήσει γη και ουρανό για να εξασφαλίσει ένα σπίτι προφυλακτήρα το βράδυ του Σαββάτου. Όταν το άκουσε αυτό, αναζήτησε τον κ. Holohan. Τον κούμπωσε καθώς κούτσαινε γρήγορα με ένα ποτήρι λεμονάδα για μια νεαρή κοπέλα και τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια. Ναι, ήταν αλήθεια.
«Αλλά, φυσικά, αυτό δεν αλλάζει τη σύμβαση», είπε. «Το συμβόλαιο ήταν για τέσσερις συναυλίες».
Ο κ. Holohan φαινόταν να βιάζεται. Τη συμβούλεψε να μιλήσει με τον κ. Φιτζπάτρικ. Η κυρία Kearney είχε αρχίσει τώρα να ανησυχεί. Κάλεσε τον κ. Fitzpatrick μακριά από την οθόνη του και του είπε ότι η κόρη της είχε υπογράψει για τέσσερις συναυλίες και ότι, φυσικά, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, θα έπρεπε να λάβει το ποσό που είχε αρχικά οριστεί, είτε ο σύλλογος έδωσε τις τέσσερις συναυλίες είτε όχι. Ο κ. Fitzpatrick, ο οποίος δεν πρόλαβε πολύ γρήγορα το επίμαχο σημείο, φάνηκε ανίκανος να επιλύσει τη δυσκολία και είπε ότι θα φέρει το θέμα ενώπιον της επιτροπής. Ο θυμός της κυρίας Kearney άρχισε να φτερουγίζει στο μάγουλό της και είχε ό,τι μπορούσε να κάνει για να μην ρωτήσει:
“Και ποιος είναι ο Cometty προσεύχεται;”
Αλλά ήξερε ότι δεν θα ήταν σαν κυρία να το κάνει αυτό: έτσι ήταν σιωπηλή.
Μικρά αγόρια στάλθηκαν στους κεντρικούς δρόμους του Δουβλίνου νωρίς το πρωί της Παρασκευής με δέσμες χαρτονομισμάτων. Ειδικές ρουφηξιές εμφανίστηκαν σε όλες τις βραδινές εφημερίδες, υπενθυμίζοντας στο φιλόμουσο κοινό το κέρασμα που του επιφύλασσε το επόμενο βράδυ. Η κυρία Kearney ήταν κάπως καθησυχασμένη, αλλά σκέφτηκε καλά να πει στον σύζυγό της μέρος των υποψιών της. Άκουσε προσεκτικά και είπε ότι ίσως θα ήταν καλύτερα αν πήγαινε μαζί της το βράδυ του Σαββάτου. Συμφώνησε. Σεβόταν τον σύζυγό της με τον ίδιο τρόπο που σεβόταν το Γενικό Ταχυδρομείο, ως κάτι μεγάλο, ασφαλές και σταθερό. Και παρόλο που γνώριζε τον μικρό αριθμό των ταλέντων του, εκτίμησε την αφηρημένη αξία του ως άνδρας. Ήταν χαρούμενη που της είχε προτείνει να έρθει μαζί της. Σκέφτηκε τα σχέδιά της.
Η νύχτα της μεγάλης συναυλίας έφτασε. Η κυρία Kearney, με τον σύζυγο και την κόρη της, έφτασε στις αίθουσες συναυλιών Antient τρία τέταρτα της ώρας πριν από την ώρα έναρξης της συναυλίας. Από κακή τύχη ήταν ένα βροχερό βράδυ. Η κυρία Kearney τοποθέτησε τα ρούχα και τη μουσική της κόρης της στον σύζυγό της και πήγε σε όλο το κτίριο αναζητώντας τον κύριο Holohan ή τον κύριο Fitzpatrick. Δεν μπορούσε να βρει κανένα από τα δύο. Ρώτησε τους αγωνοδίκες αν ήταν κάποιο μέλος της επιτροπής στην αίθουσα και, μετά από πολύ κόπο, ένας διαχειριστής έφερε έξω μια μικρή γυναίκα που ονομάζεται Miss Beirne στην οποία η κυρία Kearney εξήγησε ότι ήθελε να δει έναν από τους γραμματείς. Η δεσποινίς Beirne τους περίμενε ανά πάσα στιγμή και ρώτησε αν μπορούσε να κάνει κάτι. Η κυρία Kearney κοίταξε με περιέργεια το παλιό πρόσωπο που ήταν βιδωμένο σε μια έκφραση εμπιστοσύνης και ενθουσιασμού και απάντησε:
«Όχι, ευχαριστώ!»
Η μικρή γυναίκα ήλπιζε ότι θα είχαν ένα καλό σπίτι. Κοίταξε τη βροχή μέχρι που η μελαγχολία του βρεγμένου δρόμου έσβησε όλη την εμπιστοσύνη και τον ενθουσιασμό από τα διεστραμμένα χαρακτηριστικά της. Τότε αναστέναξε λίγο και είπε:
«Α, καλά! Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε, ο αγαπητός ξέρει».
Η κυρία Kearney έπρεπε να επιστρέψει στα αποδυτήρια.
Οι καλλιτέχνες έφταναν. Το μπάσο και ο δεύτερος τενόρος είχαν ήδη έρθει. Ο μπάσος, ο κύριος Duggan, ήταν ένας λεπτός νεαρός άνδρας με διάσπαρτο μαύρο μουστάκι. Ήταν γιος ενός αχθοφόρου σε ένα γραφείο στην πόλη και, ως παιδί, είχε τραγουδήσει παρατεταμένες νότες μπάσου στην ηχηρή αίθουσα. Από αυτή την ταπεινή κατάσταση είχε αναστηθεί μέχρι να γίνει ένας πρώτης τάξεως καλλιτέχνης. Είχε εμφανιστεί σε μεγάλη όπερα. Ένα βράδυ, όταν ένας καλλιτέχνης της όπερας είχε αρρωστήσει, είχε αναλάβει το ρόλο του βασιλιά στην όπερα της Maritana στο Queen’s Theatre. Τραγούδησε τη μουσική του με μεγάλη αίσθηση και ένταση και έτυχε θερμής υποδοχής από την γκαλερί. Αλλά, δυστυχώς, αμαύρωσε την καλή εντύπωση σκουπίζοντας τη μύτη του στο χέρι του με γάντια μία ή δύο φορές από απερισκεψία. Ήταν λιτός και μιλούσε ελάχιστα. Είπε ότι είσαι τόσο απαλά που πέρασε απαρατήρητο και ποτέ δεν ήπιε τίποτα πιο δυνατό από το γάλα για χάρη της φωνής του. Ο κ. Bell, ο δεύτερος τενόρος, ήταν ένας ανοιχτόχρωμος μικρός άνδρας που διαγωνιζόταν κάθε χρόνο για βραβεία στο Feis Ceoil. Στην τέταρτη δοκιμασία του είχε απονεμηθεί χάλκινο μετάλλιο. Ήταν εξαιρετικά νευρικός και εξαιρετικά ζηλιάρης για τους άλλους τενόρους και κάλυπτε τη νευρική ζήλια του με μια ευμετάβλητη φιλικότητα. Ήταν το χιούμορ του να κάνει τους ανθρώπους να γνωρίζουν τι δοκιμασία ήταν μια συναυλία γι ‘αυτόν. Γι’ αυτό, όταν είδε τον κ. Duggan, πήγε προς το μέρος του και τον ρώτησε:
“Είσαι κι εσύ σε αυτό;”
«Ναι», είπε ο κ. Duggan. Ο κ. Bell γέλασε με τον συνάνθρωπό του, άπλωσε το χέρι του και είπε:
“Κουνήστε!”
Η κυρία Kearney πέρασε από αυτούς τους δύο νεαρούς άνδρες και πήγε στην άκρη της οθόνης για να δει το σπίτι. Τα καθίσματα γέμιζαν γρήγορα και ένας ευχάριστος θόρυβος κυκλοφορούσε στο αμφιθέατρο. Επέστρεψε και μίλησε με τον σύζυγό της ιδιωτικά. Η συζήτησή τους ήταν προφανώς για την Kathleen γιατί και οι δύο την κοίταζαν συχνά καθώς στεκόταν κουβεντιάζοντας με μια από τις εθνικιστικές φίλες της, τη δεσποινίς Healy, το κοντράλτο. Μια άγνωστη μοναχική γυναίκα με χλωμό πρόσωπο περπάτησε μέσα στο δωμάτιο. Οι γυναίκες ακολούθησαν με έντονα μάτια το ξεθωριασμένο μπλε φόρεμα που ήταν τεντωμένο πάνω σε ένα πενιχρό σώμα. Κάποιος είπε ότι ήταν η κυρία Glynn, η σοπράνο.
«Αναρωτιέμαι πού την ξέθαψαν», είπε η Kathleen στη δεσποινίς Healy. «Είμαι σίγουρος ότι δεν την άκουσα ποτέ».
Η δεσποινίς Χίλι έπρεπε να χαμογελάσει. Ο κ. Holohan μπήκε κουτσαίνοντας στο καμαρίνι εκείνη τη στιγμή και οι δύο νεαρές κυρίες τον ρώτησαν ποια ήταν η άγνωστη γυναίκα. Ο κ. Holohan είπε ότι ήταν η κυρία Glynn από το Λονδίνο. Η κυρία Glynn πήρε τη θέση της σε μια γωνία του δωματίου, κρατώντας ένα ρολό μουσικής άκαμπτα μπροστά της και από καιρό σε καιρό αλλάζοντας την κατεύθυνση του έκπληκτου βλέμματός της. Η σκιά πήρε το ξεθωριασμένο φόρεμά της σε καταφύγιο, αλλά έπεσε εκδικητικά στο μικρό κύπελλο πίσω από το κόκαλο του γιακά της. Ο θόρυβος της αίθουσας έγινε πιο ακουστός. Ο πρώτος τενόρος και ο βαρύτονος έφτασαν μαζί. Ήταν και οι δύο καλοντυμένοι, γεροδεμένοι και αυτάρεσκοι και έφερναν μια ανάσα χλιδής στην παρέα.
Η κυρία Kearney έφερε την κόρη της κοντά τους και τους μίλησε φιλικά. Ήθελε να έχει καλές σχέσεις μαζί τους, αλλά, ενώ προσπαθούσε να είναι ευγενική, τα μάτια της ακολουθούσαν τον κ. Holohan στην κουτσή και δόλια πορεία του. Μόλις μπόρεσε, δικαιολογήθηκε και βγήκε έξω μετά από αυτόν.
«Κύριε Holohan, θέλω να σας μιλήσω για μια στιγμή», είπε.
Κατέβηκαν σε ένα διακριτικό σημείο του διαδρόμου. Η κυρία Kearney τον ρώτησε πότε θα πληρωνόταν η κόρη της. Ο κ. Holohan είπε ότι ο κ. Fitzpatrick είχε την ευθύνη για αυτό. Η κυρία Kearney είπε ότι δεν ήξερε τίποτα για τον κ. Fitzpatrick. Η κόρη της είχε υπογράψει συμβόλαιο για οκτώ γουινέα και θα έπρεπε να πληρωθεί. Ο κ. Holohan είπε ότι δεν ήταν δική του δουλειά.
«Γιατί δεν είναι δική σας δουλειά;» ρώτησε η κυρία Kearney. «Δεν της έφερες εσύ ο ίδιος το συμβόλαιο; Τέλος πάντων, αν δεν είναι δική σας δουλειά, είναι δική μου δουλειά και θέλω να φροντίσω γι’ αυτό».
«Καλύτερα να μιλήσετε με τον κ. Fitzpatrick», είπε ο κ. Holohan απόμακρα.
«Δεν ξέρω τίποτα για τον κ. Φιτζπάτρικ», επανέλαβε η κυρία Κίρνεϊ. «Έχω το συμβόλαιό μου και σκοπεύω να δω να εκτελείται».
Όταν επέστρεψε στο καμαρίνι τα μάγουλά της ήταν ελαφρώς φουσκωμένα. Το δωμάτιο ήταν ζωντανό. Δύο άνδρες με εξωτερική ενδυμασία είχαν πάρει στην κατοχή τους το τζάκι και κουβέντιαζαν οικεία με τη δεσποινίς Χίλι και τον βαρύτονο. Ήταν οι Freeman men και ο κ. O’Madden Burke. Ο Freeman είχε έρθει για να πει ότι δεν μπορούσε να περιμένει για τη συναυλία, καθώς έπρεπε να αναφέρει τη διάλεξη που έδινε ένας Αμερικανός ιερέας στο Mansion House, είπε ότι έπρεπε να αφήσουν την έκθεση γι ‘αυτόν στο γραφείο Freeman και θα έβλεπε ότι μπήκε. Ήταν ένας γκριζομάλλης άνδρας, με αληθοφανή φωνή και προσεκτικούς τρόπους. Κρατούσε ένα σβησμένο πούρο στο χέρι του και το άρωμα του καπνού του πούρου επέπλεε κοντά του. Δεν είχε σκοπό να μείνει ούτε στιγμή, επειδή οι συναυλίες και οι καλλιτέχνες τον βαριούνταν πολύ, αλλά παρέμεινε ακουμπισμένος στο μαντηλάκι. Η δεσποινίς Χίλι στάθηκε μπροστά του, μιλώντας και γελώντας. Ήταν αρκετά μεγάλος για να υποψιάζεται έναν λόγο για την ευγένειά της, αλλά αρκετά νέος στο πνεύμα για να μετατρέψει τη στιγμή σε λογαριασμό. Η ζεστασιά, το άρωμα και το χρώμα του σώματός της προσέλκυαν τις αισθήσεις του. Είχε ευχάριστη συνείδηση ότι το στήθος που έβλεπε να ανεβαίνει και να πέφτει αργά από κάτω του ανέβαινε και έπεφτε εκείνη τη στιγμή γι ‘αυτόν, ότι το γέλιο, η ευωδία και τα εκούσια βλέμματα ήταν ο φόρος τιμής του. Όταν δεν μπορούσε να μείνει άλλο, την εγκατέλειψε λυπημένος.
«Ο O’Madden Burke θα γράψει την ειδοποίηση», εξήγησε στον κ. Holohan, «και θα τη δω μέσα».
«Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Hendrick», είπε ο κ. Holohan. «Θα το δεις μέσα, το ξέρω. Τώρα, δεν θα έχεις κάτι πριν φύγεις;»
«Δεν με πειράζει», είπε ο κ. Χέντρικ.
Οι δύο άνδρες πήγαν κατά μήκος μερικών βασανιστικών περασμάτων και ανέβηκαν μια σκοτεινή σκάλα και έφτασαν σε ένα απομονωμένο δωμάτιο όπου ένας από τους αγωνοδίκες ξετύλιγε μπουκάλια για μερικούς κυρίους. Ένας από αυτούς τους κυρίους ήταν ο κ. O’Madden Burke, ο οποίος είχε ανακαλύψει το δωμάτιο από ένστικτο. Ήταν ένας εύσωμος, ηλικιωμένος άνδρας που ισορροπούσε το επιβλητικό σώμα του, όταν ξεκουραζόταν, πάνω σε μια μεγάλη μεταξωτή ομπρέλα. Το μεγαλοπρεπές δυτικό του όνομα ήταν η ηθική ομπρέλα πάνω στην οποία ισορροπούσε το λεπτό πρόβλημα των οικονομικών του. Ήταν ευρέως σεβαστός.
Ενώ ο κύριος Holohan διασκέδαζε, η κυρία Kearney μιλούσε τόσο ζωηρά στον σύζυγό της που έπρεπε να της ζητήσει να χαμηλώσει τη φωνή της. Η συζήτηση των υπολοίπων στα αποδυτήρια είχε γίνει τεταμένη. Ο κύριος Bell, το πρώτο στοιχείο, στάθηκε έτοιμος με τη μουσική του, αλλά ο συνοδός δεν έκανε κανένα σημάδι. Προφανώς κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο κύριος Kearney κοίταξε ευθεία μπροστά του, χαϊδεύοντας τα γένια του, ενώ η κυρία Kearney μίλησε στο αυτί της Kathleen με συγκρατημένη έμφαση. Από την αίθουσα ακούγονταν ήχοι ενθάρρυνσης, παλαμάκια και χτυπήματα των ποδιών. Ο πρώτος τενόρος και ο βαρύτονος και η δεσποινίς Χίλι στάθηκαν μαζί, περιμένοντας ήρεμα, αλλά τα νεύρα του κ. Μπελ ήταν πολύ ταραγμένα επειδή φοβόταν ότι το κοινό θα νόμιζε ότι είχε έρθει αργά.
Ο κ. Holohan και ο κ. O’Madden Burke μπήκαν στο δωμάτιο. Σε μια στιγμή ο κ. Holohan αντιλήφθηκε τη σιωπή. Πήγε στην κυρία Kearney και μίλησε μαζί της σοβαρά. Ενώ μιλούσαν, ο θόρυβος στην αίθουσα έγινε πιο δυνατός. Ο κ. Holohan έγινε πολύ κόκκινος και ενθουσιασμένος. Μιλούσε ευγενικά, αλλά η κυρία Κέρνεϊ έλεγε κοφτά κατά διαστήματα:
«Δεν θα συνεχίσει. Πρέπει να πάρει τις οκτώ γουινέα της».
Ο κ. Holohan έδειξε απεγνωσμένα προς την αίθουσα όπου το κοινό χειροκροτούσε και χτυπούσε. Απευθύνθηκε στον κ. Kearney και στην Kathleen. Αλλά ο κ. Kearney συνέχισε να χαϊδεύει τα γένια του και η Kathleen κοίταξε κάτω, μετακινώντας το σημείο του νέου παπουτσιού της: δεν ήταν δικό της λάθος. Η κα Kearney επανέλαβε:
«Δεν θα συνεχίσει χωρίς τα χρήματά της».
Μετά από μια γρήγορη πάλη γλωσσών, ο κ. Holohan έφυγε βιαστικά. Το δωμάτιο ήταν σιωπηλό. Όταν η ένταση της σιωπής είχε γίνει κάπως οδυνηρή, η δεσποινίς Χήλυ είπε στον βαρύτονο:
«Είδατε την κυρία Πατ Κάμπελ αυτή την εβδομάδα;»
Ο βαρύτονος δεν την είχε δει, αλλά του είχαν πει ότι ήταν πολύ καλά. Η συζήτηση δεν προχώρησε περαιτέρω. Ο πρώτος τενόρος έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να μετράει τους κρίκους της χρυσής αλυσίδας που εκτεινόταν στη μέση του, χαμογελώντας και σιγοτραγουδώντας τυχαίες σημειώσεις για να παρατηρήσει την επίδραση στον μετωπιαίο κόλπο. Από καιρό σε καιρό όλοι κοίταζαν την κυρία Kearney.
Ο θόρυβος στην αίθουσα είχε γίνει θόρυβος όταν ο κ. Fitzpatrick εισέβαλε στην αίθουσα, ακολουθούμενος από τον κ. Holohan, ο οποίος λαχάνιαζε. Τα χειροκροτήματα και τα χτυπήματα στην αίθουσα σημαδεύτηκαν από σφυρίγματα. Ο κ. Fitzpatrick κρατούσε μερικά χαρτονομίσματα στο χέρι του. Μέτρησε τέσσερα στο χέρι της κυρίας Kearney και είπε ότι θα έπαιρνε το άλλο μισό στο μεσοδιάστημα. Η κα Kearney είπε:
«Αυτό είναι τέσσερα σελίνια κοντό».
Αλλά η Kathleen συγκεντρώθηκε στη φούστα της και είπε: «Τώρα, κύριε Bell», στο πρώτο στοιχείο, που έτρεμε σαν ασβέστη. Ο τραγουδιστής και ο συνοδός βγήκαν μαζί. Ο θόρυβος στην αίθουσα έσβησε. Υπήρξε μια παύση μερικών δευτερολέπτων: και τότε ακούστηκε το πιάνο.
Το πρώτο μέρος της συναυλίας ήταν πολύ επιτυχημένο εκτός από το αντικείμενο της Madam Glynn. Η φτωχή κυρία τραγούδησε το Killarney με μια ασώματη λαχανιασμένη φωνή, με όλους τους παλιομοδίτικους τρόπους του τονισμού και της προφοράς που πίστευε ότι προσέδιδαν κομψότητα στο τραγούδι της. Έμοιαζε σαν να είχε αναστηθεί από μια παλιά ντουλάπα σκηνής και τα φθηνότερα μέρη της αίθουσας κορόιδευαν τις υψηλές νότες θρήνου της. Ο πρώτος τενόρος και το κοντράλτο, ωστόσο, γκρέμισαν το σπίτι. Η Kathleen έπαιξε μια επιλογή ιρλανδικών airs που χειροκροτήθηκε γενναιόδωρα. Το πρώτο μέρος έκλεισε με μια συγκλονιστική πατριωτική απαγγελία από μια νεαρή κοπέλα που ενορχήστρωσε ερασιτεχνικά θεατρικά. Χειροκροτήθηκε επάξια· Και, όταν τελείωσε, οι άνδρες βγήκαν έξω για το διάστημα, ικανοποιημένοι.
Όλο αυτό το διάστημα τα αποδυτήρια ήταν μια κυψέλη ενθουσιασμού. Σε μια γωνία ήταν ο κ. Holohan, ο κ. Fitzpatrick, η δεσποινίς Beirne, δύο από τους αγωνοδίκες, ο βαρύτονος, το μπάσο και ο κ. O’Madden Burke. Ο κ. O’Madden Burke είπε ότι ήταν η πιο σκανδαλώδης έκθεση που είχε δει ποτέ. Η μουσική καριέρα της Kathleen Kearney τελείωσε στο Δουβλίνο μετά από αυτό, είπε. Ο βαρύτονος ρωτήθηκε ποια ήταν η γνώμη του για τη συμπεριφορά της κυρίας Kearney. Δεν του άρεσε να λέει τίποτα. Είχε πληρωθεί τα χρήματά του και επιθυμούσε να έχει ειρήνη με τους ανθρώπους. Ωστόσο, είπε ότι η κυρία Kearney μπορεί να είχε λάβει υπόψη τους καλλιτέχνες. Οι αγωνοδίκες και οι γραμματείς συζήτησαν έντονα για το τι έπρεπε να γίνει όταν ερχόταν το διάλειμμα.
«Συμφωνώ με την κυρία Beirne», είπε ο κ. O’Madden Burke. «Μην της πληρώσεις τίποτα».
Σε μια άλλη γωνιά της αίθουσας ήταν η κυρία Kearney και ο σύζυγός της, ο κύριος Bell, η κυρία Healy και η νεαρή κοπέλα που έπρεπε να απαγγείλει το πατριωτικό κομμάτι. Η κ. Kearney είπε ότι η επιτροπή την αντιμετώπισε σκανδαλωδώς. Δεν είχε γλιτώσει ούτε κόπο ούτε έξοδα και έτσι ξεπληρώθηκε.
Νόμιζαν ότι είχαν μόνο ένα κορίτσι να αντιμετωπίσουν και ότι, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να την ποδοπατήσουν. Αλλά θα τους έδειχνε το λάθος τους. Δεν θα τολμούσαν να της φερθούν έτσι αν ήταν άντρας. Αλλά θα έβλεπε ότι η κόρη της πήρε τα δικαιώματά της: δεν θα ξεγελαστεί. Αν δεν την πλήρωναν μέχρι τέλους, θα έκανε το Δουβλίνο να χτυπήσει. Φυσικά λυπήθηκε για χάρη των καλλιτεχνών. Αλλά τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Απευθύνθηκε στον δεύτερο τενόρο, ο οποίος είπε ότι πίστευε ότι δεν της είχαν φερθεί καλά. Στη συνέχεια απευθύνθηκε στη δεσποινίς Χίλι. Η δεσποινίς Χίλι ήθελε να ενταχθεί στην άλλη ομάδα, αλλά δεν της άρεσε να το κάνει επειδή ήταν πολύ καλή φίλη της Καθλίν και οι Κίρνεϊ την είχαν καλέσει συχνά στο σπίτι τους.
Μόλις τελείωσε το πρώτο μέρος, ο κ. Fitzpatrick και ο κ. Holohan πήγαν στην κ. Kearney και της είπαν ότι οι άλλες τέσσερις γουινέα θα πληρώνονταν μετά τη συνεδρίαση της επιτροπής την επόμενη Τρίτη και ότι, σε περίπτωση που η κόρη της δεν έπαιζε για το δεύτερο μέρος, η επιτροπή θα θεωρούσε το συμβόλαιο σπασμένο και δεν θα πλήρωνε τίποτα.
«Δεν έχω δει καμία επιτροπή», είπε θυμωμένη η κυρία Kearney. «Η κόρη μου έχει το συμβόλαιό της. Θα πάρει τέσσερα κιλά οκτώ στο χέρι της ή ένα πόδι που δεν θα βάλει σε αυτή την πλατφόρμα».
«Είμαι έκπληκτος μαζί σας, κυρία Kearney», είπε ο κ. Holohan. «Ποτέ δεν πίστευα ότι θα μας φερόσασταν με αυτόν τον τρόπο».
«Και με ποιον τρόπο μου φέρθηκες;» ρώτησε η κυρία Kearney.
Το πρόσωπό της ήταν πλημμυρισμένο με ένα θυμωμένο χρώμα και έμοιαζε σαν να επιτίθεται σε κάποιον με τα χέρια της.
«Ζητώ τα δικαιώματά μου», είπε.
«Μπορεί να έχετε κάποια αίσθηση ευπρέπειας», είπε ο κ. Holohan.
«Θα μπορούσα, πράγματι; . . . . Και όταν ρωτάω πότε θα πληρωθεί η κόρη μου, δεν μπορώ να πάρω μια αστική απάντηση».
Πέταξε το κεφάλι της και πήρε μια υπεροπτική φωνή:
«Πρέπει να μιλήσεις με τη γραμματέα. Δεν είναι δική μου δουλειά. Είμαι ένας σπουδαίος συνάδελφος fol-the-diddle-I-do.”
«Νόμιζα ότι ήσουν κυρία», είπε ο κ. Holohan, απομακρύνοντάς την απότομα.
Μετά από αυτό, η συμπεριφορά της κυρίας Kearney καταδικάστηκε από όλα τα χέρια: όλοι ενέκριναν αυτό που είχε κάνει η επιτροπή. Στάθηκε στην πόρτα, παζαρεύοντας με οργή, διαφωνώντας με τον σύζυγο και την κόρη της, χειρονομώντας μαζί τους. Περίμενε μέχρι να έρθει η ώρα να ξεκινήσει το δεύτερο μέρος με την ελπίδα ότι οι γραμματείς θα την πλησίαζαν. Αλλά η δεσποινίς Χήλυ είχε την καλοσύνη να συναινέσει να παίξει ένα ή δύο συνοδευτικά. Η κυρία Kearney έπρεπε να σταθεί στην άκρη για να επιτρέψει στον βαρύτονο και τον συνοδό του να περάσουν στην εξέδρα. Στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή σαν θυμωμένη πέτρινη εικόνα και, όταν οι πρώτες νότες του τραγουδιού χτύπησαν το αυτί της, έπιασε το μανδύα της κόρης της και είπε στον άντρα της:
“Πάρτε ταξί!”
Βγήκε αμέσως. Η κυρία Kearney τύλιξε τον μανδύα γύρω από την κόρη της και τον ακολούθησε. Καθώς περνούσε από την πόρτα, σταμάτησε και κοίταξε το πρόσωπο του κ. Holohan.
«Δεν έχω τελειώσει ακόμα μαζί σου», είπε.
«Αλλά τελείωσα μαζί σας», είπε ο κ. Holohan.
Η Kathleen ακολούθησε τη μητέρα της με πραότητα. Ο κ. Holohan άρχισε να βηματίζει πάνω-κάτω στο δωμάτιο, προκειμένου να δροσιστεί γιατί ένιωθε το δέρμα του να καίγεται.
«Αυτή είναι μια ωραία κυρία!» είπε. «Ω, είναι μια ωραία κυρία!»
«Έκανες το σωστό, Holohan», είπε ο κ. O’Madden Burke, έτοιμος πάνω στην ομπρέλα του να τον επιδοκιμάσει.
Η Έβελιν
Καθότανε τώρα μπροστά στο παράθυρο, παρακολουθώντας τη νύχτα που απλωνόταν σιγά σιγά σ’ όλη τη λεωφόρο. Το κεφάλι της ακουμπούσε πάνω στις κουρτίνες του παραθυριού και στα ρουθούνια της ανέβαινε η μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Ήταν κουρασμένη.
Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. Ο κάτοικος του κτιρίου, που ήταν στο τέλος του δρόμου, πέρασε πηγαίνοντας σπίτι του. Άκουσε τα βήματά του να χτυπούν το σκληρό λιθόστρωτο και πιο κάτω να συνθλίβουν τη λιγνιτόσκονη που ’χαν ρίξει για το χιόνι πάνω στο μονοπάτι που οδηγούσε στα κόκκινα σπίτια. Εκεί ήταν παλιά ένα χωράφι που παίζαν τα παιδιά της γειτονιάς· έπειτα ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ, αγόρασε το χωράφι κι έχτισε σπίτια· όχι σπίτια σαν τα δικά τους, καφετιά και μικρά, αλλά σπίτια μεγάλα με τούβλα και στέγες που γυαλίζανε. Όλα τα παιδιά απ’ τη λεωφόρο συνήθιζαν να παίζουν στο χωράφι. Οι Ντιβάιν και οι Γουώτερ και οι Νταν και ο μικρός κουτσός Κήω, τ’ αδέλφια της, αυτή η ίδια, οι αδελφές της. Μόνο ο Έρνεστ δεν έπαιζε ποτέ. Αυτός ήταν μεγάλος. Ο πατέρας συχνά τους έδιωχνε απ’ το χωράφι, κυνηγώντας τους με τη μαγκούρα που ’χε μαύρους σκληρούς ρόζους· όμως ο μικρός Κήω, που φύλαγε σκοπός, φώναζε ένα «κόνιδα», μόλις έβλεπε το γέρο και όλοι το ’βαζαν στα πόδια. Τότε, τουλάχιστον, όλοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι. Ο πατέρας δεν είχε γίνει ακόμα τόσο κακός και, το πιο σπουδαίο, ζούσε η μητέρα της. Από τότε είχαν περάσει πολλά χρόνια· τ’ αδέλφια της κι οι αδελφές της είχαν μεγαλώσει, η μητέρα της είχε πεθάνει και ο Τίζη Νταν είχε επίσης πεθάνει, και οι Γουώτερ είχαν ξαναγυρίσει στην Αγγλία. Όλα είχαν αλλάξει. Τώρα κι αυτή θα ’φευγε όπως και οι άλλοι. Θα ’φευγε απ’ το σπίτι.
Το σπίτι της! Κοίταξε γύρω της το δωμάτιο, παρατηρώντας όλα τα αντικείμενα, που τα ξεσκόνιζε και τα γυάλιζε μια φορά την εβδομάδα, χρόνια τώρα, και κάθε φορά αναρωτιόταν, πώς στην ευχή μαζεύεται αυτή η σκόνη. Ίσως δε θα τα ξανάβλεπε ποτέ πια αυτά τα πράγματα που ως τότε δεν είχε σκεφτεί να τ’ αποχωριστεί. Εντούτοις όλα αυτά τα χρόνια που τα καθάριζε αυτά τα πράγματα, δεν είχε ακόμα μάθει το όνομα εκείνου του παπά, που η φωτογραφία του, κιτρινισμένη, κρεμόταν στον τοίχο, πάνω απ’ το σπασμένο αρμόνιο και πλάι στη χρωματιστή λιθογραφία που παρίστανε το κείμενο με τις υποσχέσεις που δόθηκαν στην «Υπερευλογημένη Μαργαρίτα Μαρία Αλακόκ». Ο παπάς της φωτογραφίας ήταν συμμαθητής του πατέρα της και κάθε φορά που τον έδειχνε σ’ έναν επισκέπτη, πρόσθετε δήθεν τυχαία:
«Ε, τώρα αυτός είναι στη Μελβούρνη…»
Όμως αυτή είχε πάρει την απόφαση να φύγει. Ήταν σωστό; Ζύγιαζε τα υπέρ και τα κατά· ναι, στο σπίτι είχε οπωσδήποτε εξασφαλισμένη στέγη και τροφή, και επιπλέον όλους εκείνους που την γνώριζαν όλη της τη ζωή. Βέβαια, δούλευε σκληρά και στο μαγαζί και στο σπίτι. Τι θα ’λεγαν αλήθεια στο μαγαζί αν μάθαιναν πως το ’σκασε με κάποιον; Πως ήταν μια ανόητη; Ίσως. Έπειτα, με μια αγγελία στις εφημερίδες θα ’βρισκαν την αντικαταστάτρια. Η δις Γκάβαν θα ’ταν επιτέλους ευχαριστημένη. Ποτέ της δεν την χώνεψε. Πάντα είχε να της κάνει κάποια παρατήρηση, ιδίως όταν βρίσκονταν πελάτες μπροστά και την άκουγαν.
«Δις Χιλ, δε βλέπετε πως οι κυρίες περιμένουν;»
«Με πιο ευγένεια παρακαλώ, δις Χιλ. Παρακαλώ».
Δε θα ’κλαιγε αφήνοντας το μαγαζί. Στο νέο τόπο που θα πήγαινε, σ’ αυτή τη μακρινή χώρα, δε θα ’ταν το ίδιο. Έπειτα θα παντρευόταν. Ναι, αυτή η Έβελιν. Και ο κόσμος θα της φερόταν με σεβασμό. Δε θα της φερόταν όπως στη μητέρα της. Δηλαδή όπως ο πατέρας της φερόταν στη μητέρα της. Ακόμα και τώρα που η ίδια είχε κλείσει τα δεκαεννιά, ένιωθε ακόμα να κινδυνεύει από το θυμό του πατέρα της. Σ’ αυτόν δεν χρωστούσε τις ταχυπαλμίες της; Το περίεργο είναι πως όταν ήτανε παιδιά δεν την είχε ποτέ χτυπήσει, όπως συνήθιζε να κάνει με τον Χάρη και τον Ερνέστο. Γιατί αυτή ήταν κορίτσι· καλά! Όμως τελευταία, άρχισε να την φοβερίζει και να της λέει πως αν δεν ήταν για χάρη της πεθαμένης μάνας της, ήξερε αυτός να τη συγυρίσει. Αυτή δεν είχε κανένα να πάρει το μέρος της. Ο Ερνέστος είχε πεθάνει και ο Χάρης, που δούλευε στη διακόσμηση των εκκλησιών, έλειπε πάντα στην επαρχία· έτσι ήταν ολομόναχη να αντιμετωπίζει το θυμό του. Κι από πάνω αυτοί οι ατέλειωτοι καβγάδες για τα λεφτά, κάθε σαββατόβραδο, άρχισαν πολύ να τη βασανίζουν. Πάντα έδινε όλο το βδομαδιάτικο της — εφτά σελίνια— και ο Χάρης πάντα έστελνε ό,τι μπορούσε, όμως η δυσκολία ήταν να δώσει λίγα λεφτά κι ο πατέρας της. Της έλεγε πως σπαταλούσε τα λεφτά, πως δεν είχε κουκούτσι μυαλό να νομίζει πως αυτός θα της εμπιστευόταν το χρήμα του που το κέρδισε με τον ιδρώτα του, για να το σπαταλήσει αυτή η σπάταλη, κι έλεγε, έλεγε, κάθε σαββατόβραδο και πιο γκρινιάρης και κακορίζικος από το προηγούμενο. Στο τέλος με τα πολλά της έδινε κάτι πενταροδεκάρες και ακόμα πιο θυμωμένα τη ρωτούσε αν είχε σκοπό ν’ αγοράσει να φάνε κι αυτοί κάτι την Κυριακή. Τότε αυτή έπρεπε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε να προλάβει να ψωνίσει, κρατώντας σφιχτά το μαύρο δερμάτινο πορτοφολάκι, ανοίγοντας δρόμο με τους αγκώνες, σπρώχνοντας το πλήθος· να γυρίσει έπειτα αργά στο σπίτι φορτωμένη και τσακισμένη απ’ την κούραση. Δύσκολο να κρατά το σπίτι, να φροντίζει τα δυο μικρά παιδιά να τρώνε καθημερινά και να πηγαίνουν τακτικά στο σχολείο, να τρέχει στο μαγαζί κι από πάνω να τη βρίζουν, ως πότε, ως πότε αυτή η σκληρή δουλειά, αυτή η πικρή ζωή… όμως τώρα που ήταν έτοιμη να τα αφήσει όλα πίσω της, να τα πετάξει όλα, τώρα δεν έβρισκε τη ζωή της τόσο δύσκολη, όχι και τόσο ανεπιθύμητη.
Ναι, ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει μια άλλη ζωή με τον Φρανκ. Ο Φρανκ ήταν πολύ καλός, ήταν σωστός άνδρας και ανοιχτόκαρδος. Απόψε αυτή και ο Φρανκ θα ’φευγαν οι δυο τους με το βαπόρι που ’φευγε απόψε, θα γινόταν γυναίκα του και θα ζούσαν στο σπίτι του Φρανκ, στο Μπουένος Άυρες. Θυμόταν σαν να ’ταν χτες την πρώτη φορά που τον συνάντησε. Εκείνος έμενε σ’ ένα σπίτι απάνω στο μεγάλο δρόμο, η Έβελιν είχε γνωστούς σ’ αυτό το σπίτι. Ήταν πριν λίγες βδομάδες. Ο Φρανκ στεκόταν όρθιος στην εξώπορτα με το κασκέτο του λίγο σπρωγμένο προς τα πίσω, τα μαλλιά του που ’πεφταν ακατάστατα πάνω στο ηλιοκαμένο του μέτωπο. Έτσι γνωρίστηκαν από κείνο το βράδυ ερχόταν και την περίμενε μπροστά στο μαγαζί και τη συνόδευε σπίτι της. Πήγανε στο θέατρο και είδανε την Μποέμ και αισθάνθηκε πολύ περήφανη που πήρανε τόσο καλές και ακριβές θέσεις. Ο Φρανκ λάτρευε τη μουσική και τραγουδούσε και κανένα τραγουδάκι. Οι άνθρωποι γύρω τους κατάλαβαν πως ήτανε ερωτευμένοι οι δυο τους. Κι όταν, ακολουθώντας την ορχήστρα, άρχισε να σιγοτραγουδάει εκείνο το τραγούδι για το κορίτσι που αγάπησε ένα ναύτη, εκείνη κοίταξε γύρω της κι αισθάνθηκε πολύ ευχάριστα ταραγμένη. Την πείραζε, φωνάζοντάς την Παπαρούνα. Στην αρχή όταν τον πρωτογνώρισε, ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε κι αυτή φίλο· έπειτα άρχισε να τον αγαπάει. Της είχε πει ιστορίες για μακρινές χώρες. Είχε αρχίσει σαν μούτσος με μια λίρα το μήνα, σ’ ένα καράβι της Άλλαν Λάιν που πήγαινε στον Καναδά. Της έλεγε τα ονόματα των καραβιών και τις εταιρείες που δούλεψε. Ο ίδιος είχε περάσει το στενό του Μαγγελάνου και της διηγήθηκε τρομερές ιστορίες για τους Παταγόνες. Τέλος είχε βρει μια καλή δουλειά στο Μπουένος Αύρες, και τώρα είχε γυρίσει στην πατρίδα για διακοπές… Βέβαια μόλις ο πατέρας της ανακάλυψε την ιστορία τους, της απαγόρευσε να του ξαναμιλήσει αυτού του…
«Τους ξέρω εγώ αυτούς τους ναυτικούς…»
Και μιαν άλλη μέρα ο πατέρας της τον έβρισε τον Φρανκ· από τότε αυτή δεν μπορούσε παρά να τον βλέπει κρυφά.
Η νύχτα είχε εντελώς σκεπάσει τη λεωφόρο. Η ασπρίλα των δυο γραμμάτων που είχε ακουμπήσει πάνω στα γόνατά της ήταν ευδιάκριτη. Το ένα προοριζόταν για τον Χάρη, το άλλο για τον πατέρα της. Δηλαδή αυτή προτιμούσε τον Ερνέστο, όμως αγαπούσε και τον Χάρη. Ο πατέρας είχε πολύ γεράσει τελευταία. Βέβαια θα του έλειπε. Καμιά φορά μαλάκωνε λιγάκι· να τις προάλλες, τότε που ήταν άρρωστη κι έμεινε στο κρεβάτι μια μέρα, ο πατέρας της τής διάβασε μια ιστορία για φαντάσματα, και της έψησε και μια φρυγανιά στη φωτιά. Μιαν άλλη μέρα, ζούσε ακόμα τότε η μητέρα, πήγαν όλοι μαζί εκδρομή στο λόφο του Χώουθ. Θυμήθηκε πως ο πατέρας της φόρεσε το καπέλο της μητέρας της, κι όλα τα παιδιά γελούσαν, γελούσαν.
Η ώρα περνούσε, όμως αυτή εξακολουθούσε να κάθεται μπρος στο παράθυρο, ν’ ακουμπά το κεφάλι της στην κουρτίνα, ν’ αναπνέει την ενοχλητική μυρουδιά του σκονισμένου κρετόν. Μακριά, κάπου στη λεωφόρο, άκουγε να παίζει ένα οργανέτο. Τον ήξερε αυτόν το σκοπό. Πολύ παράξενο αυτό, να θυμηθεί απόψε την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα της: την είχε βάλει να της υποσχεθεί πως θα κρατούσε το σπίτι όσο γινόταν περισσότερο. Θυμόταν το τελευταίο βράδυ που ήταν πεθαμένη η μητέρα της. Ξανάβλεπε τον εαυτό της στο μικρό δωμάτιο στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κι απ’ έξω έφτανε, ως αυτήν, ένα ιταλικό μελαγχολικό τραγούδι· είπαν στον οργανοπαίχτη να φύγει και του ’δωσαν και έξι πένες. Θυμόταν τον πατέρα της να πηγαινοέρχεται με βαριά βήματα στο δωμάτιο της άρρωστης, μουρμουρίζοντας:
«Καταραμένοι βρωμοϊταλοί, ως εδώ φτάσατε, ως εδώ…»
Έτσι όπως θυμόταν τα παλιά, η θλιβερή εικόνα της μητέρας της ξανάρθε σιγά σιγά… όλες αυτές οι αναμνήσεις κατακάθισαν μέσα της ως το βάθος της ψυχής της, η ζωή της μητέρας με τις καθημερινές, άστοχες θυσίες που την οδήγησαν στην τελική τρέλα. Έτρεμε. Για μια στιγμή νόμισε πως άκουσε τη φωνή της μητέρας της που έλεγε με ανόητη επιμονή:
«Derevaun Seraun! Derevaun Seraun!»
Πετάχτηκε όρθια, με τρόμο. Να φύγει. Πρέπει να φύγει αμέσως. Ο Φρανκ θα τη σώσει. Θα της δώσει τη ζωή, τον έρωτα ίσως. Αυτή θέλει να ζήσει. Γιατί πρέπει αυτή να ’ναι δυστυχισμένη; Έχει κι αυτή δικαίωμα στην ευτυχία. Ο Φρανκ θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, θα την τύλιγε με τα μπράτσα του, θα την έσωζε.
Στεκόταν όρθια, περιτριγυρισμένη από ένα παλλόμενο πλήθος, στο σταθμό του Νορθ Γουώλ. Ο Φρανκ της έσφιγγε το χέρι και καταλάβαινε πως της μιλούσε· έλεγε κάτι για τη διαδρομή ξανά και ξανά. Ο σταθμός ήταν γεμάτος στρατιώτες που κρατούσαν καφετιές αποσκευές. Απ’ τις ανοιχτές πόρτες του υπόστεγου, είδε το μαύρο όγκο του καραβιού, δεμένο πλάι στην αποβάθρα μ’ όλα τα φινιστρίνια φωτισμένα. Ο Φρανκ μίλαγε κι αυτή δεν απαντούσε, ένιωθε τα μάγουλά της χλωμά και παγωμένα και τον εαυτό της σαν στο βάθος ενός βάραθρου στενοχώριας και αμηχανίας· παρακάλεσε τον θεό να την οδηγήσει, να της δείξει τι να κάνει, ποιο είναι το καθήκον της. Μέσα απ’ την ομίχλη ακούστηκε ένα μακρύ πένθιμο σφύριγμα. Αν έφευγε, αύριο θα ’ταν κιόλας στην ανοιχτή θάλασσα και κοντά της ο Φρανκ· θα έπλεαν προς το Μπουένος Αύρες. Οι θέσεις ήταν κρατημένες. Μπορούσε τώρα να οπισθοχωρήσει; Ύστερα απ’ όσα έκανε γι’ αυτήν; Η στενοχώρια τής έφερε σαν μια ναυτία· όλο το σώμα της ήταν παγωμένο και τα χείλια της κουνιόνταν σε μια σιωπηλή χωρίς λόγια προσευχή.
Μια καμπάνα χτυπούσε στη θέση της καρδιάς της.
Αισθάνθηκε τον Φρανκ να της σφίγγει το χέρι. «Έλα», είπε. Όλες οι θάλασσες του κόσμου φουρτούνιασαν μέσα στην καρδιά της. Το χέρι του, το δικό του χέρι, την τραβούσε προς αυτή τη θάλασσα που θα την έπνιγε, θα την κατάπινε. Άρπαξε τη σιδερένια μπάρα με τα δυο της χέρια.
«Έλα» φώναξε ο Φρανκ.
Όχι, όχι, αυτό ήταν αδύνατον. Τα χέρια της σφίχτηκαν με μανία στο σίδερο. Από τα βάθη της θάλασσας που πλημμύριζε την καρδιά της, έστελνε σιωπηλές κραυγές αγωνίας.
Ο Φρανκ έσκυψε πάνω απ’ τη μπάρα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. «Έβελιν… Έβε…»
Τον έσπρωχναν, του φώναζαν να προχωρήσει, όμως αυτός εξακολουθούσε να τη φωνάζει.
Γύρισε προς αυτόν ένα άσπρο ανέκφραστο πρόσωπο σαν ζώου αβοήθητου. Στα μάτια της δεν υπήρχε κανένα σημάδι, ούτε έρωτα, ούτε αποχαιρετισμού, ούτε καν αναγνώρισης.
μτφρ.: Μαντώ Αραβαντινού
Τζέημς Τζόυς, Πανσιόν δι’ οικογενείας
ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ: δηλ. ένας προτεστάντης
Μαργαρίτα Μαρία Αλακόκ: μοναχή του 17ου αι., που συνέθεσε μουσική για εκκλησιαστικό όργανο.
Μποέμ: όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι.
Παταγόνες: κάτοικοι της Παταγονίας, περιοχής που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της αμερικανικής ηπείρου.
Derevaun Seraun!: αναφώνηση σε παρεφθαρμένα κελτικά· σημαίνει περίπου: «Στο τέλος της ευχαρίστησης περιμένει ο πόνος».
