Τα πιο γλυκά μας τραγούδια μιλάνε,
για τις πιο πικρές μας σκέψεις.
Βιογραφικό

Ο Αλφόνς ντε Λαμαρτέν (Alphonse Marie Louis de Prat de Lamartine), γνωστός στην Ελλάδα σα Λαμαρτίνος, ήτανε Γάλλος ποιητής -ρομαντικός ποιητής που ‘φερε πολλές καινοτομίες στη γαλλική ποίηση- συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, ιστοριογράφος και πολιτικός, από τα μεγαλύτερα ονόματα του ρομαντισμού στη Γαλλία. Καταγόταν από αριστοκράτη πατέρα κι αρχικά ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, που όμως την εγκατέλειψε εξαιτίας πολιτικών καταστάσεων κι εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία. Αργότερα αναμίχθηκε στη πολιτική κι από το 1833 υπηρέτησε ως βουλευτής. Απεσύρθη από τη πολιτική το 1848. Η λογοτεχνική του σταδιοδρομία άρχισε από το 1820 οπότε είχε εκδώσει το πρώτο του βιβλίο, Ποιητικοί Στοχασμοί. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της ρομαντικής γαλλικής ποίησης. Επίσηςτέλος, έσερνε το βάρος της απώλειας και τον 2 παιδίών του σε πολύ μικρήν ηλικία.
Γεννημένος στη Μακόν 21 Οκτώβρη 1790, ήτανε το αγαπημένο παιδί όλης της οικογένειας. Οι γονείς του καθώς κι οι 5 αδερφές του τρέφαν ιδιαίτερη αδυναμία παρόλο που αναστάτωνε συχνά όλο το σπίτι με τις σκανταλιές του. Καταγόταν από οικογένεια μικροευγενών της Βουργουνδίας, (ο πατέρας του ήταν επαρχιώτης αλλά ευγενής, αλλά δέχτηκε πολλές διώξεις την εποχή της Τρομοκρατίας κι έτσι αναγκάστηκε να ζει στην αφάνεια, μες στα κτήματά του), πήρε τη πρώτη του εκπαίδευση από τη μητέρα (έξοχη γυναίκα με μεγάλη κι ευγενική καρδιά, άγια στη σκέψη κι υπομονή, άσκησε μεγάλη επιρροή στα πρώτα χρόνια του), και στη πορεία, φοίτησε στο κολλέγιο των Ιησουϊτών του Μπέλευ, γεγονός που επηρέασε έντονα το μετέπειτα έργο του. Βαθιά ίχνη της φοίτησης αυτής διακρίνονται στο κατοπινό έργο του. Ελάχιστοι ξένοι ποιητές έγιναν ευρύτατα γνωστοί στους ελληνικούς μεταφραστικούς κύκλους όσο κείνος. Το άστρο του μεσουρανούσε στη Γαλλία, τη στιγμή που και στην ελληνική πρωτεύουσα είχε αρχίσει να επιβάλλεται με βήμα γοργό ο πεισιθάνατος ρομαντισμός.
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι. Εκεί δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να γράφει μελαγχολικούς στίχους και να τους διαβάζει δυνατά στο δωμάτιο του. Οι γονείς του, ανησυχώντας γι’ αυτόν, αποφάσισαν να τονε στείλουνε στη Λυών να σπουδάσει Νομική. Εκείνος ενθουσιάστηκε μ’ αυτή τη προοπτική. Στη διάρκεια των σπουδών του, σύχναζε στα φοιτητικά κέντρα της εποχής κι έκανε πολλές γνωριμίες. Έντονα υπήρξαν τα διάφορα ειδύλλια του ποιητή. Το πιο χαρακτηριστικό ήταν αυτό με μία νέα, την Ερρικέτα. Μετά την επιστροφή από τη Λυών εξαιτίας του θείου, που σταμάτησε να του στέλνει χρήματα, γνώρισε τη κοπέλα σε κάποιο σαλόνι. Αφού εξομολογήθηκαν τον έρωτα τους, αποφάσισαν να φύγουν μαζί για το Παρίσι. Ωστόσο αναγκάστηκαν να γυρίσουνε πίσω σύντομα, καθώς δεν είχε χρήματα να τη συντηρήσει. Οι γονείς του τότε τονε στείλανε σε κάποια φιλική τους οικογένεια στην Ιταλία, για να χωρίσουνε τους δύο αγαπημένους. Η Ερρικέτα παντρεύτηκε κάποια χρόνια αργότερα και ξέχασε τον αγαπημένο της ποιητή.
Φύση αισθηματική και με ζωηρή φαντασία, ταξίδεψε το 1811-12 στην Ιταλία. Στη Νεάπολη ερωτεύτηκε μια φτωχή κοπέλα από οικογένεια ψαράδων της Προτσίντα, που απαθανάτισε αργότερα στο περίφημο μυθιστόρημά του Γκρατσιέλλα. Το 1816, στην λουτρόπολη Αιξ-λε-Μπαιν, στις όχθες της λίμνης Μπουρζέ, σχετίστηκε με τη σύζυγο του φυσικού κι εφευρέτη Ζακ Σαρλ, Ζυλί Σαρλ (Julie Charles). Το ότι ήταν παντρεμένη και βαριά άρρωστη δεν εμπόδισε να αναπτυχθεί ένα δυνατό αλλά σύντομο ειδύλλιο. Συμφώνησαν να ξανασυναντηθούν στο Αιξ τον επόμενο χρόνο, αλλά η Ζυλί πέθανε. Ο θάνατός της ενέπνευσε στον Λαμαρτέν τη Λίμνη, από τα αθάνατα ποιήματα της γαλλικής φιλολογίας.
Το 1820 έγινε αμέσως ευρύτατα γνωστός με την πρώτη του συλλογή Ποιητικοί Ρεμβασμοί, που χαιρετίστηκε σαν αρχή νέας περιόδου στη γαλλική ποίηση. Το 1820 επίσης δημοσίευσε τους Νέους Ρεμβασμούς και την ίδια χρονιά διορίστηκε γραμματέας της γαλλικής πρεσβείας στην Φλωρεντία, εκεί γνώρισε και νυμφεύθηκε στις 6 Ιουνίου 1820, την ευκατάσταστη, όμορφη Αγγλίδα Ελίζα (Mary Ann Elisa Birch,1790–1863 ή επίσης Marianne de Lamartine), που ‘τανε γαλλίδα ζωγράφος αλλά πιστεύεται πως είχε αγγλική καταγωγή, κι απέκτησαν μαζί 2 παιδιά, τον Αλφόνς (Félix Marie Emilius Alphonse de Lamartine), γεννήθηκε στη Ρώμη το 1821 και πέθανε στο Παρίσι, Δεκέμβρη 1822 λόγω πυρετού πριν κλείσει τα 2 του χρόνια και τη Τζούλια (Marie Louise Julie de Lamartine), γεννήθηκε στο Macon 14 Μάη 1822 και πέθανε στη Βηρυττό το 1832 στα 10 της.
Το 1829 γίνεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1832 πραγματοποίησε ταξίδι στην Εγγύς Ανατολή, καρπός του οποίου ήταν το Ταξίδι Στην Ανατολή, το πρώτο πεζό έργο του. Στο βιβλίο αυτό διαφαίνεται ήδη (παρά το θαυμασμό του για την αρχαία ελληνική τέχνη και τα ελληνικά θέματα των έργων του) ο φιλοτουρκισμός του, που τον οδήγησε αργότερα (1854) στη συγγραφή της Ιστορίας Της Τουρκίας. Οι βασικοί σταθμοί του ταξιδιου ήταν η Ελλάδα, η Τουρκία, η Συρία κι ο Λίβανος. Τότε, η πολύ πρόσφατα απελευθερωμένη Ελλάδα παρουσιάζει εικόνα ερήμωσης και καταστροφής. Αυτήν την Ελλάδα θα δει ο ποιητής και θα την αποτυπώσει στο ημερολόγιο καταστρώματος που κρατά, αρχίζοντας από τις ακτές του Ναυαρίνου, όπου φτάνει στις 6 Αυγούστου. Το έργο γνωρίζει τεράστια επιτυχία, το 1841 παίρνει τον οριστικό τίτλο Voyage Εn Orient, κι ως το 1868 τυπώνεται πάνω από 15 φορές. Συγκεκριμένα γράφει για την Αργολίδα κι ειδικότερα για το Ναύπλιο, τον Αύγουστο του 1832:
“[…] Οι φατρίες αλληλοεξοντώνονται συνεχώς και ακούμε τις τουφεκιές των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων, που πολεμούν από την άλλη πλευρά του κόλπου ενάντια στα κυβερνητικά στρατεύματα. Κάθε φορά όπου έρχεται ταχυδρομείο από τα βουνά, μαθαίνουμε για μια πυρκαγιά σε κάποια πόλη, για τη λεηλασία μιας πεδιάδας, για τη σφαγή ενός πληθυσμού από τη μια ή την άλλη μερίδα που καταστρέφουν την ίδια τους την πατρίδα. Δεν μπορείς να βγεις από το Ναύπλιο χωρίς να κινδυνέψεις να φας καμμιά τουφεκιά […] 15 Αυγούστου 1832 Δε γράφω τίποτα: η ψυχή μου είναι περίλυπη και σκυθρωπή σαν τη φριχτή χώρα που με περιβάλλει: γυμνά βράχια, κοκκινόχρωμη και μαυριδερή γη, χαμηλά σκονισμένα χαμόδεντρα, βαλτώδεις πεδιάδες όπου ο παγωμένος βοριάς σφυρίζει ακόμα και τον Αύγουστο, μέσα στις αμέτρητες καλαμιές: αυτό είναι όλο. Η γη της Ελλάδας δεν είναι πια παρά το σάβανο ενός λαού. μοιάζει με παλιό κενοτάφιο που και οι πέτρες του ακόμα σκορπίστηκαν και μαύρισαν με τους αιώνες. Πού είναι το κάλλος της πολυθρύλητης Ελλάδας; πού είναι ο χρυσαφένιος και διάφανος ουρανός της“
Για την Αττική: Με τη βοήθεια ενός από τη παρέα των φίλων του, του γιατρού Ντελαρουαγιέρ βγαίνει από το βάρκα που αποβιβάζει τη παρέα στη πειραϊκή γη, αφού η προσέγγιση πλοίου απευθείας στην ακτή, είναι φυσικά ακόμα αδύνατη. Μετά από κάποιες συνεννοήσεις με τους ελάχιστους κατοίκους του πειραϊκού λιμένα, καταφέρνουν να προμηθευτούν άλογα για να ανέβουν στην Αθήνα όπου ήταν και ο προορισμός τους. Η συμφωνία με τους Έλληνες του λιμανιού για την προμήθεια αλόγων, όπως γράφει στο δικό του ημερολόγιο ο ιατρός Ντελαρουαγιέρ, στην κυριολεξία ήταν κακή, καθώς επρόκειτο για παλιάλογα τα οποία έφεραν κάτι χονδροκαμωμένες σέλες που προκαλούσαν στους αναβάτες τα γέλια καθώς τους ανάγκαζαν να ιππεύουν με αστείο τρόπο. Οι αναβατήρες των αλόγων ήταν φτιαγμένοι από σχοινιά και ο Λαμαρτέν ήταν λυπημένος που θα κάλυπτε την απόσταση Πειραιά-Αθήνα ιππεύοντας σε τέτοιες συνθήκες.
Η πρόχειρη αυτή ιππασία λέει ο Ντελαρουαγιέρ φαίνεται ότι του χάλασε το κέφι η οποία μετέτρεψε την αδημονία να δει από κοντά την Ακρόπολη σε δυσφορία όσο περνούσε η ώρα και η συγκεκριμένη ιππασία κούραζε ολοένα και περισσότερο τους αναβάτες. Και σα να μην τους έφτανε μόνο αυτό, αλλά όσο κάλπαζαν στις ερημικές εκτάσεις μεταξύ των δυο πόλεων, ο ήλιος χάθηκε πίσω από πυκνά σύννεφα μειώνοντας τη λάμψη του λευκού μαρμάρου του Παρθενώνα, αυτή η λάμψη που συνήθως προκαλούσε δέος σ’ όποιον την έβλεπε πρώτη φορά από μακριά. Δυστυχώς όμως όσο κι αν έψαχνε ο Ντελαρουαγιέρ τις αιτίες για να περιγράψει τη δυσφορία του Λαμαρτέν αυτή δεν βρισκόταν ούτε στις αδυνατισμένα άλογα, ούτε στις κακές σέλες και στα αναβατόρια, πολύ περισσότερο δεν βρισκότανε στην απουσία ήλιου τη μέρα κείνη.
Η αλήθεια δυστυχώς κρυβόταν στα ίδια τα αισθήματα που έτρεφε για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Μπαίνοντας στην Αθήνα από το δρόμο της Ελευσίνας όπως είχε κάνει λίγα χρόνια μόλις πριν, ο συμπατριώτης του Σατωμπριάν, ο Λαμαρτέν βρήκε τη πόλη άσχημη κι αδιάφορη. Τον υποδέχθηκε ο Πρόξενος της Αθήνας, Γκρόπιους, που και του πρότεινε επίσκεψη στο Θησείο, που ο Γάλλος ποιητής βρήκε επίσης αδιάφορο. Το μόνο που του κίνησε το ενδιαφέρον ήταν ο λόφος της Πνύκας κι αυτό όχι τυχαία, αλλά διότι την εποχή εκείνη ο Λαμαρτέν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να εμπλακεί στη πολιτική δράση -ήταν υποψήφιος Βουλευτής- κι από αυτό και μόνο βρήκε ιδιαιτέρα ενδιαφέρον το σημείο απ’ όπου οι πολιτικοί στην αρχαιότητα εκφωνούσανε τους περίφημους λόγους τους. Η αναφορά στην ιδιότητα του Λαμαρτέν ως πολιτικού όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα, είναι φυσικά λανθασμένη. Ο Λαμαρτέν εξελέγη βουλευτής το 1833 κι όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα δεν ήταν ακόμα εκλεγμένος.
Στις 20 Αυγούστου του 1832 στις 5 η ώρα το πρωί , την επομένη δηλαδή μέρα της άφιξής του, για ν’ αποφύγουνε τις καυτές ακτίνες του ήλιου, Λαμαρτέν και Γκρόπιους ανεβήκανε στην Ακρόπολη. Εκεί μαγεύτηκε από αυτό που αντίκρυσε. Τα αισθήματά του μετεβλήθησαν μεμιάς και μαγεμένος θα γράψει αργότερα και θα κάνει και την ερώτηση έκθαμβος: “Είδος θείας αποκάλυψης της ιδεώδους ωραιότητας… Πότε θα βρεθεί εκ νέου παρόμοια εποχή και παρόμοιος λαός; Θλιβερός περίπατος στο ναό του Ολυμπίου Διός και στο Στάδιο. ΄Ηπια νερό από το λασπωμένο και μολυσμένο ρυάκι του Ιλισσού. Βρήκα ελάχιστο νερό, ίσα ίσα για να βουτήξω το δάχτυλό μου: ξεραΐλα, γύμνια, χρώμα σκουριάς απλώνεται σε όλη την ύπαιθρο της Αθήνας. Αν κάποιος είχε να ρίξει μόνο μια ματιά στον κόσμο, θα έπρεπε να αντικρύσει τη Κωνσταντινούπολη“. Τα υπόλοιπα στις 22 Αυγούστου 1832.
Στη Φιλιππούπολη επιδεικνύουν με καμάρι το Καστάτα να Μαβρίντι, δηλαδή το σπίτι του Μαυρίδη, είναι ένα από τα ιστορικά σπίτια της παλιάς πόλης. Είναι περισσότερο γνωστό ως Λαμαρτινόβατα κάστα, το “Σπίτι του Λαμαρτέν“, επειδή ο μεγάλος Γάλλος ποιητής Alphonse De Lamartine έμεινε εδώ ως φιλοξενούμενος τον Ιούλιο του 1833, καθώς πραγματοποιούσε το ταξίδι του στην Ανατολή. Το σπίτι είχε ανεγερθεί τη περίοδο 1828-1830 κι είναι μνημείο αρχιτεκτονικής, όπως και τα περισσότερα σπίτια της συνοικίας αυτής.
Η τοποθεσία της περιβόητης Λίμνης
Ο Λαμαρτέν συνδέθηκε κατά τρόπο έμμεσο με τη Κύπρο το 1833, οπότε είχαν εσυμβεί στο νησί τα 3 επαναστατικά κινήματα του Νικολάου Θησέως, του καλόγερου Ιωαννίκιου στη Καρπασία και του Γκιαούρ Ιμάμη στη Πάφο. Συνδεόταν με στενή φιλία με τον Νικόλαο Θησέα, που άρχισε όταν αυτός της γνωστής κυπριακής οικογένειας των Θησέων με αξιόλογη αγωνιστική δράση στην ελληνική επανάσταση, εργαζόταν στη Μασσαλία από το 1815 μέχρι το 1821. Όταν το 1833 ηγήθηκε επαναστατικού κινήματος στη Κύπρο, πρόξενος στη Λάρνακα ήταν ο Μποτύ (Bottu) που γνωριζόταν επίσης με τον Λαμαρτέν. Ο Μποτύ είχε συμπαρασταθεί στη προσπάθεια του Νικολάου Θησέως, την οποία φαίνεται κι ότι είχε ενθαρρύνει, είναι άγνωστο όμως αν κι ο Λαμαρτέν είχε κάποια ανάμειξη στο κίνημα, πάντως την εποχή αυτή (1833) βρισκότανε στη περιοχή (ταξιδεύοντας προς την Ελλάδα και τη Συρία).
Μετά την αποτυχία του κινήματός του, ο Νικόλαος Θησεύς κατέφυγε στο γαλλικό προξενείο της Λάρνακας απ’ όπου ο φίλος του Μποτύ κατόρθωσε να τον φυγαδεύσει τον Μάιο του 1833 με ελληνικό πλοίο στη Ρόδο, όπου βρισκόταν ο Λαμαρτέν. Ο Γάλλος ποιητής που είχε προσκαλέσει τον Κύπριο επαναστάτη, παρέλαβε τον Νικόλαο Θησέα και τον συνόδευσε -για περισσότερη ασφάλεια αλλά και για να τον βοηθήσει- στη Κωνσταντινούπολη, όπου ο Κύπριος επαναστάτης προσπάθησε ανεπιτυχώς, έχοντας και σχετικές συστατικές επιστολές από τον Μποτύ, να του επιστραφεί η κατασχεθείσα περιουσία του. Ο Θησεύς πήγε τότε στη Γαλλία. Ο Λαμαρτέν τονε περιγράφει στο βιβλίο του Ταξίδι στην Ανατολή, ως άνθρωπο με σπινθηροβόλο πνεύμα και με τόλμη, που ομιλεί όλες τις γλώσσες και γνωρίζει όλες τις χώρες, με ικανότητα ενδιαφέρουσας κι ανεξάντλητης ομιλίας, εξίσου γρήγορος στη σκέψη και στη δράση. Με την ίδια θέρμη γράφει και για τον τότε Γάλλο πρόξενο, Μποτύ, που τονε φιλοξένησε όταν πέρασε από τη Κύπρο τον Αύγουστο του 1832 και, πάλι, τον Απρίλη του 1833, λίγο πριν από το κίνημα του Νικολάου Θησέως τον οποίο θα πρέπει να είχε συναντήσει επίσης.
Κι εδώ η Λίμνη πιο… ζωντανή
Καθώς ο Λαμαρτέν ξεκινά για την Ανατολή το 1832, εξακολουθεί να κουβαλά πάντα μέσα του κείνη την “αγιάτρευτη” και φλογερή επιθυμία για εξερεύνηση. “Πόσα είναι άραγε τα μέρη εκείνα“, γράφει στο Οδοιπορικό του “που μέσα στο νου μου έχω διαλέξει για να χτίσω ένα σπίτι, ένα αγροτικό κάστρο, κι εκεί να φτιάξω μια αποικία με φίλους από όλη την Ευρώπη“. Η ματιά του τελικά σταματά πάνω απ’ τον Κάμπο της Τύρου, στη Συρία. “Κάποιοι δικοί μου στίχοι που τους έγραψα στη τύχη, εγκαταλείποντας τη Γαλλία για να επισκεφθώ την Ανατολή, έρχονται από μόνοι τους στο μυαλό μου“:
Δεν κατάφερα ν’ ακούσω κάτω απ’ τους αρχαίους κέδρους
την ιαχή των Εθνών να ξεσηκώνεται και ν’ αντηχεί
ούτε και είδα στον μαύρο Λίβανο τους προφητικούς αετούς,
να γλιστρούν από τα δάχτυλα του Θεού πάνω στα παλάτια της Τύρου.
Καρχηδόνα, Μάλτα, Ελλάδα, Κύπρος, Βηρυτός, Λίβανος, Ναζαρέτ, Ιερουσαλήμ, Βηθλεέμ και Συρία, ήταν οι σημαντικότεροι σταθμοί της επίσκεψής του. Λυρικός, ζωντανός και συχνά εξομολογητικός στις περιγραφές του “Οδοιπορικού” του, καταγράφει, παράλληλα με τις θαυμάσιες “εξωτερικές” εμπειρίες, το μυστικό οδοιπορικό του στον εσωτερικό μακρόκοσμο και στήριξε πολλές από τις ελπίδες του σ’ αυτό το ταξίδι που όμως δεν του έφερε παρά θλίψη και πόνο. Ήλπιζε να αναζωπυρώσει τη ταλαντευόμενη πίστη του την έχασε τελείως. Ήλπιζε στη γιατρειά της κόρης του έμελλε να τη συνοδεύσει ο ίδιος στον τάφο. Υπήρχε μέσα του ο ανομολόγητος αλλά διακαής πόθος να πλουτίσει, γι’ αυτό, αντίθετα με το Ζεράρ ντε Νερβάλ, ξόδεψε τεράστια ποσά στη διάρκεια του μεγάλου αυτού ταξιδιού. “Όλα για τη δόξα και το χρήμα“, αναφέρει ο ίδιος κάπου. Αν μη τι άλλο η δόξα τον ακολουθεί μέχρι σήμερα. Μετά το Ταξίδι, εξέδωσε τον Ζοσλέν, ένα από τα καλλίτερά του έμμετρα μυθιστορήματα-ποιήματα, που αφορά σ’ ένα φτωχό ιερέα ενός χωριού και το ημερολόγιό του.
Στη διάρκεια του παραπάνω ταξιδιού του είχε εκλεγεί βουλευτής και διατήρησε την ιδιότητα αυτή ως το 1848, διακρινόμενος για τη ρητορική του δεινότητα. Στη διάρκεια της πολιτικής του θητείας αγωνίστηκε με όλες του της δυνάμεις για τη κατάργηση της δουλείας, τη κατάργηση της θανατικής ποινής, για την ελευθερία του Τύπου, το δικαίωμα στην εργασία, τα οποία θα λέγαμε ότι πέτυχε. Μετά την επανάσταση του 1848 (22-25 Φλεβάρη) διετέλεσε υπουργός των Εξωτερικών και κεντρική μορφή της νέας κατάστασης πραγμάτων. Έχασε όμως την δημοτικότητά του στις ταραχές του Ιουνίου που ακολούθησαν κι απομακρύνθηκε από την εξουσία. Ασχολήθηκε με την πολιτική ως το 1848 έτος που αποχώρησε και αφοσιώθηκε στην λογοτεχνία. Έζησε τα τελευταία του χρόνια σε οικονομική στενοχώρια, αναγκασμένος να γράφει αδιάκοπα και μάλιστα έργα κατά παραγγελίαν. Ο φιλοτουρκισμός του παραλίγο να εξαργυρωθεί εκ μέρους την Τουρκίας όταν ο ίδιος εξέφρασε την επιθυμία να εγκατασταθεί μόνιμα στον Μαρμαρά. Τότε ο Βεζίρης ο Μουσταφά Ρεσίτ Πασάς προσπάθησε να του παραχωρήσει μια μεγάλη έκταση γης για 25 χρόνια, που το μίσθωμα θα κατέβαλε το Υπουργείο Οικονομικών της Τουρκίας. Από το 1851 κι ύστερα υπέφερε από φτώχεια, χάνοντας τη σύζυγό του μετά από επώδυνη ασθένεια. Το 1869 στις 28 Φλεβάρη πέθανε κι ο ίδιος στο Παρίσι, μέσα στην αγκαλιά της αγαπημένης του ανιψιάς Βαλεντίνης.
Το 1816, ακόμα 26 χρόνων, στη Macon, πολιτεία φημισμένη για τα κρασιά της, πού βρίσκεται νοτιοδυτικά από το Παρίσι, σε απόσταση 441 χλμ, ελεύθερος ακόμα, είχε πάει στη γνωστή πόλη της Σαβοϊας Aix –Les –Bains (περιοχή του Chambery, με τη περίφημη λίμνη του ποιητή). Εκεί γνώρισε, γράφει ο Γουσταύος Λανσόν (Ιστορία της Γαλλικής Λογοτεχνίας) τη κυρία Charles, νεαρή σύζυγο ενός γέρου φυσιοδίφη, φυματική και νευροπαθή, καθόλου ονειροπαρμένη, φαίνεται, ούτε εξημμένη και που τα μαύρα της μαλλιά και τα ωραία σκιερά μάτια της, της έδιναν μια παράξενη χάρη. Πέθανε το 1818, χριστιανικά, με το σταυρό στο χέρι. Η γυναίκα αυτή υπήρξε η Ελβίρα η ονειρώδης μορφή που γύρω της μαζεύτηκαν οι βαθύτερες εντυπώσεις, οι πιο πυρετικοί πόθοι, οι πιο λαγγεμένες μελαγχολίες του Λαμαρτένυ. Από τον εφήμερο αυτόν έρωτα, που τόσο γρήγορα διέκοψε ο θάνατος, κι από τις ψυχικές καταστάσεις που δημιούργησε, βγήκε η συλλογή Ποιητικοί Στοχασμοί (1820).
Σ’ ένα βιβλίο -Cahuet νομίζω, λεγόταν ο συγγραφέας- με θέμα τον έρωτα Λαμαρτέν- κυρίας Σάρλ, διάβαζα, πρίν από χρόνια, ότι τα σωζόμενα περιπαθέστατα γράμματα της Ελβίρας προς το Λαμαρτέν, δεν αποτελούν απόδειξη, ολοκληρωτική τουλάχιστον, πως ο έρωτας αυτός είχε περάσει τα όρια του απλού αισθηματικού δεσμού κι είχε πάρει χαρακτήρα αισθησιακό. Στα ζητήματα αυτά, όταν δεν υπάρχουν αναμφισβήτητες μαρτυρίες, όλα είναι εικασίες. Και τι σημασία όμως έχει αν μία γυναίκα, με γέρο σύζυγο, καταδικασμένη (εκείνο τον καιρό η φυματίωση σπάνια γιατρευόταν), έδωσε την ψυχή της μόνο ή και το σώμα της μαζί, σ’ έναν άντρα; Το μόνο σπουδαίο στην ιστορία αυτή είναι ο δεσμός του Λαμαρτέν με την Ελβίρα, ψυχικός ή ψυχικός συνάμα και σωματικός, στάθηκε για τον ποιητή το πιο αξιόλογο ίσως δημιουργικό ζωπυρό του, ότι του ενέπνευσε, πάντως, τη Λίμνη, το μουσικότερο -το καλλίτερο λοιπόν- ποίημά του, και ένα από τα ωραιότερα ρομαντικά και από τα πιο συγκινητικά ερωτικά ποιήματα όλων των καιρών. Δεν είναι όμως μόνον ο έρωτας, μεγάλο ποιητικό θέμα κι η πιο μεγάλη ανθρώπινη υπόθεση, πού δίνει στη Λίμνη τη τόση της αξία. Είναι κι ότι στο ποίημα τούτο, βάζοντας στο κέντρο του το ερωτικό πάθος, κίνησε ο γάλλος ρομαντικός, με γνήσια συγκίνηση και σε μια οργανικότατη σύνθεση, όλα τα μεγάλα ανθρώπινα θέματα, τι χίμαιρα της ευτυχίας, το αίτημα της διάρκειας, (“… η θνητή φύσις ζητεί, κατά το δυνατόν, αεί τε είναι κι αθάνατος” (Πλάτωνας: Συμπόσιο) τον πόνο για τον αμείλικτο νόμο της φθοράς, την απελπισμένη λαχτάρα μας να μη πεθάνουμε ολάκεροι, κάτι ν’ απομείνει, έστω και διαχυμένο στη φύση, -αφού οι ανθρώπινες συνειδήσεις τόσο γρήγορα λησμονούν- απ’ ό,τι υπήρξαμε, απ’ ό,τι ζήσαμε,-απ’ ό,τι ζει κάθε ανεπανάληπτο έργο.
Εκτός όμως από τα μεγάλα αυτά θέματα και την αισθητικότατη χρησιμοποίησή τους (χωρίς αυτή δε θα ‘χανε καμμιά καλλιτεχνικήν αξία), υπάρχει και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό, στη Λίμνη: όλο το ποίημα κινείται στο χώρο της ανάμνησης, της αναπόλησης, της νοσταλγίας κι όπως θα ‘λεγε ο Πόε, “έναν από τους πιο νόμιμους, τους πιο υποβλητικούς, τους πιο μαγικούς χώρους της ποίησης, ιδίως της μεταχριστιανικής αλλά και της αρχαίας…”. Αυτά έγραψε ο Κλέων Παράσχος μετά τη δική του μετάφραση, σαν άρθρο για τη νέα μετάφραση της Λίμνης, 1 Ιουλίου 1962 στο τεύχος 840 του έτους ΛΣΤ, της Νέας Εστίας και στις σελίδες 941-3.
Στις 13 Μάρτη 1820 δημοσιεύτηκε η κατά τον Κ. Θ. Δημαρά, η αιθέρια ποιητική συλλογή Méditations Ρoétiques, μια σειρά ποιημάτων υψίστου λυρισμού και μουσικότητας, που αποτελεί ορόσημο και σφραγίζει την έναρξη της γαλλικής ρομαντικής ποίησης. Όπως επισημαίνει ο κριτικός Sainte-Beuve, οι ελεγείες αυτές προξένησαν αξέχαστην εντύπωση στην εποχή τους καθώς με τη δύναμη και τη νέα πνοή τους συντελέσανε στο μετασχηματισμό της γαλλικής ποίησης. Ουσιαστικά, πρόκειται για το μανιφέστο του γαλλικού ποιητικού ρομαντισμού, που ο Lamartine εξέφρασε πρώτος τη πεμπτουσία του, την αρρώστια του αιώνα και την ενδοσκοπική μελαγχολία, που ενίοτε φτάνει στο όριο της καταλυτικής απόγνωσης.
Η συλλογή αυτή αποτελεί τον καρπό του συγκλονισμού του ποιητή από τον άτυχο έρωτά του για τη θανάσιμα άρρωστη Julie Charles, που γνώρισε το 1816, στη λουτρόπολη του Aix-les-Bains, στις όχθες της λίμνης του Bourget. Ο κριτικός Λανσόν έγραφε πως “κάθε στοχασμός είναι ένας στεναγμός“, πως κάθε λέξη κρύβει κι ένα συγκινησιακό φορτίο που μεταδίδει τη μελαγχολία της προσωπικής του δοκιμασίας. Πράγματι, ο Lamartine θεωρούσε τη ποίηση ενσάρκωση των πιο απόκρυφων παθών της καρδιάς, ένα είδος προσωπικής κι ανακουφιστικής κάθαρσης, συγκινησιακή διάχυση κι εκχείλιση δυνατών εμπειριών, γι’ αυτό και προβληματιζότανε για το αν θα ‘βρισκε κατάλληλα λόγια προκειμένου να εκφράσει το ποίημα που υπήρχε στη ψυχή του. Όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, “τα πιο γλυκά τραγούδια μιλάνε για τις πιο πικρές μας σκέψεις“.
Η δημοσίευση των Μελετών στέφθηκε με πρωτοφανή και μυθική για την εποχή επιτυχία, αφού, όπως επισημαίνει ο Κ. Θ. Δημαράς, ως τα τέλη του ίδιου έτους γνώρισαν 7 επανεκδόσεις, που οφείλονταν στη μεγάλη αξία της λαμαρτινικής ποίησης αφενός κι αφετέρου στην ωριμότητα και τη προδιάθεση του κοινού να κατανοήσει και να θαυμάσει το έργο του. Η δόξα του Γάλλου ρομαντικού δεν περιορίστηκε στα στενά γεωγραφικά όρια της πατρίδας του, αλλά όπως τονίζει ο Αλ. Βυζάντιος:
“[…] η τρυφερά αισθηματική η δακρυόεσσα ποίησις του Λαμαρτένυ εύρε πανταχού μιμητάς και θαυμαστάς, και αι αρμονικαί στροφαί της Λίμνης εβαυκάλισαν την σύγχρονον γενεάν. Αι Μελέται μετεφράσθησαν εις πάσας σχεδόν τας γλώσσας […]. Εν Ελλάδι μόνον μέχρι προ μικρού η ανάγνωσις του εξόχου τούτου προϊόντος του Γαλλικού Παρνασσού ην απόλαυσις ανέφικτος δια τους μη ευτυχήσαντας να εκμάθωσι την γλώσσαν του Ρακίνα. Είναι αληθές ότι ο Λαμαρτέν εξήσκησε μεγίστην επί της μορφώσεως της νεωτέρας Ελληνικής ποιήσεως επιρροήν, ότι αντηχήσεις τινές κατά το μάλλον και ήττον επιτυχείς της αρμονίας εκείνου ανευρίσκονται εις πάντας σχεδόν τους περί τα τέλη της επαναστάσεως αναφανέντας ποιητάς και ότι εις τους στίχους του ποιητού της Κιθάρας ιδίως αναφαίνονται νωπαί και ζωηραί […] εντυπώσεις. Αλλ’ ενώ πολλοί εμιμούντο τον Λαμαρτέν, ουδείς τον μετέφραζεν“.
Το 1864 ο Άγγελος Βλάχος επέλεξε και δημοσίευσε στην Αθήνα 29 ποιήματα από την ανωτέρω συλλογή, που ο Παλαμάς θεωρεί χαρακτηριστικό δείγμα της γόνιμης επίδρασης που άσκησε ο Lamartine στα νεοελληνικά γράμματα. Στη συλλογή συμπεριλαμβάνεται κι Η Λίμνη, καθαρά ρομαντικό ποίημα, που χαρακτηρίζεται από την ευγένεια της ιδέας και την αρμονία της εκφράσεως του. Δύναται να θεωρηθεί έν από τα αριστουργήματα του γαλλικού ρομαντισμού, καθώς πολύ νωρίς έγινε δημοφιλέστατο και γνώρισε τις περισσότερες μεταφράσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην Ελλάδα το ποίημα είχε τεραστία απήχηση, ενώ βρήκε πρόθυμους μεταφραστές μεταξύ των γνωστότερων ποιητών της συγκαιρινής εποχής του, αλλά και μεταγενεστέρων.
Το θέμα του ποιήματος συνδέεται άμεσα με την προσωπική εμπειρία του ποιητή, που κατορθώνει να εκφράσει την φιλοσοφική του ανησυχία περί της ανθρώπινης μοίρας, του πρόσκαιρου, παροδικού και εφήμερου χαρακτήρα της επίγειας ευτυχίας. Στο συγκεκριμένο ποίημα, η φύση υπάρχει ως μια ανεξάρτητη οντότητα προς όφελος του ποιητή προσφέροντάς του ένα κατάλληλο σκηνικό για το δράμα της αγάπης του. Η λίμνη καθίσταται ερέθισμα και συνεργός στην ανάκληση της παρουσίας της Julie, γίνεται υποδοχέας και δεξιώνεται το λόγο του ποιητή, αποτελεί έμπιστο φίλο και μάρτυρα της προσωπικής του εμπειρίας, καθρέφτη και αντανάκλαση των συναισθημάτων του, φύλακα και εγγυητή της ανάμνησης. Προσπαθεί να ξεπεράσει τη μοναξιά που νιώθει και την ιδέα του τελικού αφανισμού, με την πίστη σε μια υπεργήινη πραγματικότητα, που διαταράσσεται από εκρήξεις απελπισίας. Ο ποιητής εισάγει το θέμα της επικοινωνίας με τη φύση και χρησιμοποιεί αυτή ως σύμβολο της ανθρώπινης ζωής και του εσωτερικού κόσμου, που έρχεται αντιμέτωπη με την αιωνιότητα και τη φθορά του χρόνου και του θανάτου.
Ο Παλαμάς διακρίνει 5 φάσεις στη πρόσληψη του Γάλλου ρομαντικού στη χώρα μας:
Τον ποιητή της Λίμνης, των Méditations Ρoétiques, τον “ψάλτη της Ελβίρας”.
Που συμμετέχει στην Επανάσταση του 1830, αγωνίζεται κατά της απολυταρχίας κι εκφράζει τα συναισθήματα του στο: Invocation pour les Grecs.
Τον φιλότουρκο συγγραφέα της Ιστορίας της Τουρκίας, που ύμνησε τις αρετές των Τούρκων κι έγραψε πως η ναυμαχία του Ναυαρίνου κι η απελευθέρωση της Ελλάδας υπήρξε μεγάλο πολιτικό σφάλμα.
Τον πολιτικό ηγέτη του 1848.
Τον ποιητή που ‘πεσε από το θρόνο του πρώτου ύψους και λησμονημένος έζησε στην ανέχεια.
____________________

Το Σπίτι του
ΡΗΤΑ:
Υπάρχει μια γυναίκα στην αρχή όλων των μεγάλων πραγμάτων.
Μια συνείδηση χωρίς Θεό, είναι σαν δικαστήριο χωρίς δικαστή.
Καμμιά φορά, όταν ένα πρόσωπο λείπει, όλος ο κόσμος μοιάζει ερημωμένος.
Θεός δεν είναι παρά μια λέξη που ονειρευτήκαμε για να εξηγήσουμε τον κόσμο.
Τα πιο γλυκά μας τραγούδια μιλάνε για τις πιο πικρές μας σκέψεις
Αν κάποιος είχε να ρίξει μόνο μια ματιά στον κόσμο, θα έπρεπε να αντικρύσει τη Κωνσταντινούπολη.
Η φιλαργυρία είναι η αρχή όλων των κακών.
Τι έγκλημα έχουμε κάνει για να αξίζουμε να γεννηθούμε;
Τα μουσεία είναι τα νεκροταφεία της τέχνης.
Η σύζυγός του Μαντάμ ντε Λαμαρτέν
ΕΡΓΑ:
Ποίηση
Méditations poétiques (Ποιητικοί ρεμβασμοί, 1820, όπου περιλαμβάνεται Η Λίμνη)
La Mort de Socrate (Ο θάνατος του Σωκράτη, 1823)
Nouvelles Méditations poétiques (Νέοι Ποιητικοί ρεμβασμοί, 1823)
Le Dernier Chant du pèlerinage d’Harold (Το τλευταίο άσμα του προσκυνήματος του Χάρολντ, 1825)
Épîtres (Επιστολές, 1825)
Harmonies poétiques et religieuses (Ποιητικές και θρησκευτικές αρμονίες, 1830)
Recueillements poétiques (Ποιητικές περισυλλογές, 1839)
Le Désert, ou l’Immatérialité de Dieu (Η έρημος, ή Η εξαϋλωση του Θεού, 1856)
La Vigne et la Maison (Το αμπέλι και το σπίτι, 1857)
Έμμετρα μυθιστορήματα
Jocelyn (Ζοσλέν, 1836)
La Chute d’un ange (Η πτώση ενός αγγέλου, 1838)
Μυθιστορήματα
Raphaël (Ραφαέλ, 1849)
Graziella (1849)
Le Tailleur de pierre de Saint-Point (Ο οικοδόμος του Σαιν Πουάν, 1851)
Geneviève, histoire d’une servante (Ζενεβιέβ, ιστορία μιας υπηρέτριας, 1851)
Fior d’Aliza (1863)
Antoniella (Αντονιέλλα, 1867)
Θέατρο
Médée (Μήδεια, γραφ. 1813 ; δημοσ. 1873)
Saül (Σαούλ, γραφ. 1818, δημοσ. 1861)
Toussaint Louverture (Τουσσαίν Λουβερτύρ, 1850)
Η άτυχη κόρη Τζούλια ζωγραφισμένη από τη μητέρα της
Ιστορικά, αυτοβιογραφικά
Voyage en Orient (Ταξίδι στην Ανατολή, 1835)
Histoire des Girondins (Ιστορία των Γιρονδίνων, 1847)
Trois Mois au pouvoir (Τρεις μήνες στην εξουσία, 1848)
Histoire de la révolution de 1848 (Ιστορία της επανάστασης του 1848, 1849)
Nouveau Voyage en Orient (Νέο ταξίδι στην Ανατολή 1850)
Histoire de la Restauration (Ιστορία της Παλινόρθωσης, 1851)
Histoire des Constituants (Ιστορία των Συντακτικών, 1853)
Histoire de la Turquie (Ιστορία της Τουρκίας, 1853-1854), όπου περιέχεται και ο Βίος του Μωάμεθ (Vie de Mahomet)
Histoire de la Russie (Ιστορία της Ρωσίας, 1855)
Mémoires inédits (Ανέκδοτα απομνημονεύματα, 1870)
Ελληνικές μεταφράσεις:
Γκρατσιέλλα : Γιώργος Τσουκαλάς (Αγκυρα 1969)
Ταξίδι στην Ανατολή : Πωλίνα Πεφάνη ως Οδοιπορικό Ψυχής (Στοχαστής 2002)
Την Λίμνη μετέφρασαν οι Αρ. Βαλαωρίτης, Γ. Σημηριώτης, Κλέων Παράσχος, Λεωνίδας Πολυδεύκης.
Ο Θάνατος Του Σωκράτους μτφρ Ιωάννη Ισιδωρίδου Σκυλίτση 1841
Ο Τάφος του========================
Η Λίμνη
Πάντα λοιπὸν θὰ τρέχωμε πρὸς ἄγνωστο ἀκρογιάλι,
θὰ καταποντιζώμεθα στοῦ τάφου τὴ νυχτιά,
χωρὶς ποτ’ ἕνα ἀπάνεμο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη,
οὔτ’ ἕνα καταφύγιο στὴ βαρυχειμωνιά!
Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δὲν ἔκλεισ’ ἕνας χρόνος
πὤπαιζε μὲ τὸ κῦμά σου χαρούμενη, τρελλή,
καὶ τώρα, τώρα ὁ δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στὴν πέτρα ἐδ’ ὅπου πάντοτε μᾶς ἔβλεπες μαζί.
Καθὼς καὶ τώρα ἐμούγκριζες καὶ τότε ἀγριεμμένη
κ’ ἐξέσχιζες τὰ στήθη σου στοῦ βράχου τὰ πλευρά,
ἀνήσυχη ἐπαράδερνες στὴν ἄκρη θυμωμένη
κ’ ἐρράντιζες τὰ πόδια της μὲ τὸν ἀφρὸ, συχνά.
Θυμᾶσαι, λίμνη, μόνοι μας μιὰ νύχτα ἐγὼ κ’ ἐκείνη
ἐλάμναμε ἄφωνοι οἱ φτωχοὶ στὰ κρύα σου νερά,
τ’ ἀγέρι δὲν ἀνάσαινε, εἶχες καὶ σὺ γαλήνη,
στὸν ὕπνο σου δὲν ἄκουες παρὰ τὰ δυὸ κουπιά.
Μὲ μιᾶς τραγοῦδι οὐράνιο, πρωτάκουστο, δροσᾶτο
τὸ γέρο τὸν ἀντίλαλο τριγύρω μας ξυπνᾷ.
Ἔμειν’ εὐθὺς παράλυτο τὸ κῦμα σου τὸ ἀφρᾶτο
καὶ τέτοια λόγια ἀκούστηκαν, θυμᾶσαι; ἁρμονικά·
“Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ἀκούραστα φτερά σου
ὥραις γλυκαῖς, μὴν τρέχετε, σταθῆτε μιὰ στιγμή,
καὶ σὺ μὴ φεύγῃς, νύχτα μου, μὲ τὴν ἀστροφεγγιά μου,
τώρα, ποὺ ζευγαρώσαμε, εἶν’ εὔμορφη ἡ ζωή.
Τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὰ βάσανα, τὴν ἐρημιά, τὴ φτώχεια
θέλουν νὰ φύγουν ἄμετροι· γι’ αὐτοὺς γοργὰ γοργά,
Χρόνε μου, πέτα κι’ ἄφησε στοῦ ἔρωτα τὰ βρόχια
τὰ δυό μας νὰ χορτάσουμε τόσο γλυκειὰ σκλαβιά.
Τοῦ κάκου! Ἡ ὥραις φεύγουνε. Κἀνεὶς δὲ μὲ προσμένει…
Κἀνεὶς δὲ μ’ ἀκουρμαίνεται… Ἡ νύχτα εἶναι σκληρή…
Ἀχνίζουν τ’ ἄσπρα, χάνονται… Κρυφὰ κρυφὰ προβαίνει
τἄσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αὐγή!…
Τοῦ κάκου! Ὅλα ξεγέλασμα, εἶν’ ὄνειρα καὶ πλάνη,
ζωή μας εἶν’ ἡ ἀγάπη μας καὶ μοναχή χαρά,
ἂς μὴ ζητοῦμε ἀνύπαρκτο στὸν κόσμο ἄλο λιμάνι,
τοῦ χρόνου ἡ ἄγρια θάλασσα δὲν ἔχει ἀκρογιαλιά.
Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πές μου, γιατὶ νὰ σβυώνται,
σἄν ἀστραπὴ νὰ φεύγουνε ἡ ὥραις τῆς χαρᾶς,
καθὼς πετοῦν καὶ φεύγουνε χωρὶς νὰ λησμονιῶνται
κ’ ἡ μαύραις, κ’ ἡ ὁλόπικραις στιγμαῖς τῆς συμφορᾶς;
Ἀπ’ τὴ βαθειὰ τὴν ἄβυσσον, ὁποῦ μᾶς καταπίνει,
ἀπ’ τὴν αἰωνιότητα, ὁπο μᾶς πλημμυρεῖ,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στὸ φῶς δὲν ἀναδίνει,
δὲν ξεφυτρώνει τίποτε… ὅλα τὰ τρῶς ἐσύ.
Λοιπόν, ἀπ’ ὅσα ἐχάρηκα δὲ θ’ ἀπομείνῃ τρίμμα,
δὲν θὰ ν’ ἀφήσω τίποτα σ’ αὐτὴν τὴ μαύρη γῆ!
Ἀπ’ τὸ γοργό μας πέρασμα δὲν εἶναι τὰχα κρῖμα
νὰ μὴ σωθῇ ἕνα πάτημα, ὦ Χρόνε ἀδικητή;…”
Ὦ λίμνη, ὦ βράχοι μου ἄφωνοι, ὦ σεῖς, σπηλιαῖς καὶ δάση,
ποὺ βλέπετε τὸν πόνο μου, μιὰ χάρι σᾶς ζητῶ·
ἐσεῖς, ὁποῦ δὲ σκιάζεσθε κανεὶς νὰ σᾶς χαλάσῃ,
ποτὲ μὴ μᾶς ξεχάσετε, στὸ μνῆμ’ ἂν πάω κ’ ἐγώ.
Κι’ ὅταν σὲ δέρνῃ ὁ σίφουνας, κι’ ὅταν βαθειὰ κοιμᾶσαι,
ὦ λίμνη μου ἀφροστέφανη, νὰ μὴ μᾶς λησμονῇς.
Ἐσ’ εἶδες τὴν ἀγάπη μας καὶ μόνη ἐσὺ θυμᾶσαι
πῶς ἄναφταν τὰ στήθη μας, καὶ θὰ μᾶς συμπονῇς.
Θέλω τὰ πεῦκα, τὰ ἔλατα, οἱ βράχοι, ἡ ρεματιά σου,
τ’ ἀφροῦ σου τὸ μουρμοῦρισμα, τ’ ἀντίλαλου ἡ φωνή,
τὰ δροσερά σου σύγνεφα, τ’ ἀγέρι, ἡ καταχνιά σου,
ἡ βρύσι, ὁ καλαμιῶνάς σου, τὸ χόρτο, τὸ πουλί,
τ’ ἄστρο τ’ ἀσημομέτωπο, ἡ μυρωδιά, ποὺ χύνει
τὸ γαλανὸ τὸ κῦμά σου, ὦ λίμνη μου γλυκειά,
ὅ,τι στὴν πλάσι ἔχει αἴσθησι, πνοή, νοημοσύνη,
ὅλα νὰ λένε:”Ἀγάπησαν, τὰ μαῦρα, φλογερά”
Μτφρ.: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
H Απομόνωσις
Συχνάκις επί του βουνού, υπό δρυός σκιάδα,
κάθημαι μόνος, κατηφής, πριν ή ο Φοίβος δύσει.
Φέρω εική τα βλέμματα, επί την πεδιάδα,
ης η εικών την όψιν της εμπρός μου ανελίσσει.
Εδώ κυλίει ποταμός τα ρείθρα του με κρότον
κι εις χάσμα πέραν σκοτεινόν να βυθισθούν τα στέλλει,
λίμνην εκεί το νάμα της εκτείνει το υπνώττον
και της εσπέρας άνωθεν το άστρον ανατέλλει.
Φεύγει εκ των βουνών αυτών, με δάση εστεμμένων,
το λυκαυγές, ακτίνα του εσχάτην ακοντίζον
και το ατμώδες της νυκτός άρμα, σιγά προβαίνον,
υψούται κι εις τα άκρα του λευκαίνετ΄ο ορίζων.
Εντούτοις από των υψών του κωδωνοστασίου,
φωνή θρησκείας αντηχεί εις τους κενούς αιθέρας.
Τον οδοιπόρον σταματά ο κώδων του χωρίου,
και σβύνει μ’ ήχους ευλαβείς τους ήχους της ημέρας.
Πλην… την ψυχήν μου τίποτε εκ τούτων δεν παθαίνει,
μένω ψυχρός, ανάλγητος εμπρος των καλλονών των…
Βλέπω την γην ωσεί σκιά ασκόπως πλανωμένη,
Ω! δεν θερμαίνει τους νεκρούς ο ήλιος των ζώντων.
Λόφον προς λόφον θεωρώ όλην την κύκλω φύσιν
και μάτων του ορίζοντος προσβλέπων τα σημεία,
την άρκτον, την ανατολήν, τον νότον και την δύσιν,
“Δεν με προσμένει”, εκφωνώ, “κι εμέ πού ευτυχία”.
Τί προς εμέ ανάκτορα, καλύβαι και κοιλάδες;
Είν’ αντικείμενα κενά, αθέλγητρα και κρύα,
Ω! δάση, βράχοι, ποταμοί, ω φίλαι πεδιάδες,
εν μόνον ον σας έλλειψε κι εγίνατ’ ερημία.
Αμεριμνώ ο ήλιος τον ρουν του αν ανύει,
Αν είν’ εις την αρχήν αυτού, αν είναι εις το πέρας,
αν ανατέλλει αίθριος, αν ομιχλώδης δύει,
δεν αναμένω τίποτε αφ’ όλας τας ημέρας.
Και αν ακόμη εβάδιζον, όπου αυτός βαδίζει,
κενόν θ’ απήντα κι έρημον παντού ο οφθαλμός μου!
Ω! δεν επιθυμώ ουδέν αφ’ όσ’ αυτός φωτίζει,
ούτε ζητώ τι παρ’ αυτού του απεράντου κόσμου.
Αλλ’ αν εμβαίνων των στεγών της σφαίρας του, ορίων,
όπου φωτίζει άλλο φως άλλ’ ουρανού σαπφείρους,
ανέβαινον, το πνεύμα μου της ύλης απεκδύων,
θ’ απήντων ό,τι έπλασα τοσάκις κατ’ ονείρους.
Νέκταρ εκεί θα μ’ έχυνεν ευδαιμονίας κρήνη,
εκεί θα μ’ έπερίμενον ελπίδες, έρως, πόθοι,
και τ’ άκρον αγαθόν, είς ό πάσα καρδία τείνει
κι εις ό εν όνομα εδώ, ακόμη δεν εδόθη.
Ας ηδυνάμην της ηούς το άρμα ν’ αναβαίνω
κι εις ζήτησίν σου να πετώ, σκοπέ πόθων ματαίων!
Πλην… διατί επί γης, της εξορίας μένω,
αφού ουδέν απέμεινεν, αυτή κι εμέ συνδέον;
Όταν τα φύλλα των δασών η πεδιάς συνάζει,
ταχύς τα σύρει άνεμος, το έδαφος σαρώνων
κι εμού με φύλλον μαρανθέν, ο βίος εμοιάζει,
παράσυρέ τον ως αυτά, ω, πνεύμα των κλυδώνων.
μτφρ.: Άγγελος Βλάχος
O Θάνατος Του Σωκράτους
Εκ του Υμηττού ο δίσκος ανατέλλων του ηλίου
την ακτινοβόλον στέγην εχαιρέτα του Θησείου
και τον μέγα Παρθενώνα με χρυσάς ακτίδας χρίων,
εις τ φυλακήν εισήγε φως τι πρόσκαιρον και κρύον.
Έβλεπαν προς τα πελάγη μιαν πρύμνην εστεμμένην,
εις τον Πειραιά με ύμνους ιερούς προερχομένην
κι η ναύς αύτη αφού πλέον ανεφαίνετο νοσούσα,
έπρεπε τους καταδίκους να μην εύρη επιούσα.
Αλλ’ απέτρεπαν οι νόμοι του θανάτου τη ζημίαν,
γλυκύς ήλιος παρ’ ενόσω έθαλπε την Ιωνίαν
τα ζωήρρυτά του βέλη πως, πριν έτι βυθισθώσιν,
από άφωτον και δύον όμμα να βεβλωθώσιν;
Ή ο δύστηνος πολίτης πώς τα βλέφαρά του κλείων,
δύο να θρηνεί στερήσεις δυο, φευ: το φως, τον βίον;
Οι εξόριστοι τοιούτοι οίχονται εκ των πατρώων,
πριν χαράξει αυγή νέα εις το κοίλον υπερώον.
Του υιού του Σωφρονίσκου την εξέγερσιν ποθούντες
τινές φίλοι επλανώντο υπό την στοάν πενθούντες
κι η γυνή του οδηγούσα τον ανήλικον υιόν της
επί της ακάμπτου θύρας έκρουε το μέτωπόν της.
Κι έκλαιε, το δε παιδίον, καθό ξένον εις τον γόον,
με τα κλείθρα των προθύρων έπαιζε το τρισαθώον!
Εις τους μαύρους οδυρμούς της απαθής ο διαβάτης
ίστατο, ηρώτα τ’ είναι, επλησίαζε σιμά της.
Κι αδιαφόρως πάλιν εις τον δρόμον του εμβαίνων,
εκ πολυπληθών ομάδων, πανταχού διεσπαρμένων,
λόγους ήκουε ματαίους εις την πόλιν σκορπισθέντας.
Τί βωμούς εδαφισθέντας! Τί θεούς βλασφημηθέντας!
Τί καινή λατρείαν, ήθη διαφθείρουσαν των νέων!
Τί Θεόν εις την Ελλάδα και ανώνυμον και νέον!
Τινές έλεγαν, μωρός τις με ιδέας καταράτους
ετυφλώθη ως Ορέστης από τους πανυπερτάτους.
Πλην δεν έφυγ’ επί τέλους την των νόμων αγρυπνίαν,
όθεν και η γη τον πέμπει εις τους ουρανούς θυσίαν.
Σώκρατες! και συ, δεσμώτης, έθνησκες εγκληματίας
υπέρ της δικαιοσύνης και υπέρ της αληθείας.
Της ειρκτής τα κλείθρα, τέλος, εκυλίσθησαν βαρέως.
Κατηφείς οι φίλοι όλοι συνηθροίζοντο βραδέως.
Ο Σωκράτης πλην εν βλέμμα επί του πελάγους ρίψας
έδειξε κατά την Δήλον και προείπεν ανακύψας:
“Προς τον πόντον τινά πρύμνην εστεμμένην θεωρείτε;
Είναι ναύς η σεβασμία, ήτις Θεωρίς καλείται!
Φίλοι, δεν την χαιρετώμεν; Αύτη θάνατον κομίζει!
Καθώς ταύτην, εις λιμένα κι η ψυχή μου προσεγγίζει!
Ομιλείτε μολοντούτο. Η εσχάτη μας ημέρα
Πώς να απορριφθεί ως βρώμα περιττόν εις τον αέρα;
Ουδαμώς! Εις διαλέξεις ευχαρίστως ας δοθώμεν!
Έλθετα τα θεία δώρα μέχρι τέλους να χαρώμεν!
Ευτυχώς το πλοίον φθάνον εις το τέρμα του πλοός του,
την ορμήν δεν διακόπτει της τερπνής ταχύτητός του,
αλλ’ ανθόστεπτον και φέρον τα ιστία φουσκωμένα,
μα ωδάς σκιρτά ευθύμους εις τον ποθητόν λιμένα!
“Πριν ακόμη πλησιάσει την στιγμήν του την εσχάτην
θρηνωδεί ο κύκνος, λέγουν, με φωνήν λιγυροτάτην.
Μη πιστεύετα ω φίλοι, το μελωδικόν στρουθίον
μ’ ένστιγμά τι επροικίσθη ευφυέστερον και θείον!
Τας χαριεστάτας όχθας του Ευρώτα πριν αφήσει,
η ψυχή, πριν ολοκλήρως εξ αυτού αποσκιρτήσει,
κατ’ ολίγον αναβαίνει κόσμον πλήρη γοητείας,
ήδη βλέπει το προβάλλον ήμαρ της αθανασίας.
μτφρ.: Ιωάννου Ισιδωρίδου Σκυλίτση (1841)