Leiber (Lieber) Fritz: Ευρηματικός Πολυμήχανος Κορυφαίος

Βιογραφικό

     Όταν ρωτήσανε τον πολύ Χάρλαν Έλισον, στις αρχές του 1980, πως φανταζότανε τη πορεία της ΕΦ, στην επερχόμενη 10ετία, απάντησε μόνο μ’ ένα όνομα: Φριτς Λάιμπερ! Αυτό ήταν έμφαση, στην εκπληκτική πορεία, παραγωγικότητα και δημιουργικότητα του, γιατί ενώ άλλοι διάσημοι συγγραφείς, σε τόσο μεγάλη ηλικία, θα κάθονταν πάνω στις δάφνες τους επαναπαυμένοι, εκείνος συνέχισε μέχρι λίγο πριν τον θάνατό του να γράφει θαυμάσιες ιστορίες.
     Γεννήθηκε 24 Δεκέμβρη 1910, απ’ τον Φριτς και τη Βιρτζίνια (ΜπρόνσονΛάιμπερ, στο Σικάγο, Ιλλινόις. Σπούδασε στο εκεί ΠανεπιστήμιοΦιλοσοφία & Βιολογία. Διετέλεσε Λέκτορας του Πανεπιστήμιου Σαν Φρανσίσκο και μέλος της Ομάδας Συγγραφέων ΕΦ & Φανταστικού. ‘Αλλα ενδιαφέροντά του: τάβλι, σκάκι (εξπέρ), γάτες, επιστήμες, μεταφυσικό και ποίηση. Χρησιμοποίησε επίσης, κατά καιρούς, το ψευδώνυμο, Φράνσις Λάθροπ (Francis Lathrop). Κέρδισε πάνω από 25 βραβεία και καμμιά 10αριά διακρίσεις, για τα έργα του, στη 30ετία1958-88.
     Έκανε 2 γάμους: με τη Τζόνκιλ Στέφενς (16-1-1936) -του χάρισε το μοναδικό παιδί του, τον Τζάστιν2 χρόνια μετά-, μα πέθανε τον Σεπτέμβρη του 1969, και με τη Μάργκο Σκίνερ (15-3-1992λίγους μήνες πριν πεθάνει κι ο ίδιος).

     Πρωτοδημοσιεύσε το 1943 και το μυθιστόρημα τούτο “Weird Woman” (Conjure Wife), σε συνέχειες παίχτηκε στο ράδιο μετά και γυρίστηκε ταινία. Υπήρξε για μεγάλο διάστημα, δέσμιος του αλκοόλ -σε κάποια χρονική στιγμή και των βαρβιτουρικών-, πράμα που του δημιούργησε πολλά προβλήματα. Με μεγάλη δύναμη, κατόρθωσε ν’ απεμπλακεί και να περιγράψει αυτή του τη προσπάθεια σε κείμενά του, ώστε να ενδυναμώσει και να βοηθήσει κι άλλους με παρόμοια προβλήματα.
     Όταν πληροφορήθηκε πως έχει καρκίνο, παντρεύτηκε την, από 20ετίας φίλη του, Μάργκο, έγραψε -λίγες βδομάδες πριν πεθάνει- ένα θαυμάσιο συγκινητικό διήγημα και πέρασε το τελευταίο διάστημα της ζωής του, ταξιδεύοντας μαζί της με τραίνο. Ο θάνατος τονε πρόλαβε στο Σαν Φρανσίσκο, της Καλιφόρνια, στις 5 Σεπτέμβρη 1992, σ’ ηλικία 82 ετών. Έφυγε σαν ένας από τους καλύτερους συγγραφείς ΕΦ όλων των εποχών, δοξασμένος και τιμημένος.

========================

Νηπιαγωγείο

     (Τι συμβαίνει αν πρoσεγγίζει κανείς ένα σοβαρό θέμα όπως η εκπαίδευση, χωρίς τη δέουσα βαρύτητα).

     Μερικοί δάσκαλοι έχουν τη δικιά τους μαγεία. Aσκούν την ίδια γοητεία σε διαβολάκια που απαγγέλλουν κατάρες σε πάνινες κούκλες και σ’ αγγελούδια που παίζουνε παιχνίδια με τα φωτοστέφανά τους. Έτσι και το βάλουνε σκοπό μπορούνε και τις γάτες να τις μάθουν να μιλάνε.
     Η Μις Γουίλαρντ σήμανε λήξη της Γεωγραφίας τραβώντας τη κουρτίνα μπροστά από τη τέλεια ανάγλυφη σφαίρα της Γης, μ’ ένα ζωηρό:
 -“Δυτικό Ημισφαίριο σε μιάμιση μέρα“, ύστερα τεντώθηκε στην έδρα σα φώκια ή μάλλον σαν μανεκέν. “Και τώρα Φυσική” ανακοίνωσε. “Οι τρεις Νόμοι του Νεύτωνα“.
 -“Αυτούς τους έχει ανασκευάσει ο Αϊνστάιν” τη πληροφόρησε ο Μπιπ.
 -“Ισχύουν όμως σαν ειδική περίπτωση” πληροφόρησε κι αυτόν ο Μπόυση.
 -“Αλεσμένο φαγητό ειδικά για να τους καταλαβαίνουν κάποιοι σαν κι εσάς” είπε η Μπέτυ-Ανν πλαδαρή σα πάντα.
     Η Μις Γουίλαρντ έκανε μια γκριμάτσα και στους τρεις, μπούκωσεν ένα μπαλάκι του πινγκ-πονγκ και το φύσηξε στέλνοντάς το να περάσει σύρριζα πάνω από το κεφάλι του Μπιπ και να διασχίσει το δωμάτιο, ώσπου αναπήδησε στον τοίχο από αλουμίνιο και γύρισε ακολουθώντας ακριβώς αντίστροφη πορεία σα να ‘χε αφήσει μια τροχιοδεικτική γραμμή στον αέρα. Ο Κίκι, σκελετώδης σαν αραχνοπίθηκος, άπλωσε να το αρπάξει χωρίς επιτυχία. Η Μις Γουίλαρντ ύψωσε το κεφάλι της -μια κίνηση πολύ παραπλήσια με φώκιας- και την έπιασε με τα χείλια της.
 -“Κουνηθήκατε” την επέκρινε ο Μπιπ.
 -“Δέκα πόντους μόνο” τη παρηγόρησε ο Μπόυση. Η Μις Γουίλαρντ φάνηκε να μασουλάει το μπαλάκι του πινγκ-πονγκ και να το καταπίνει.
 -“Μέντα!” ανακοίνωσε μ’ ένα έξαλλο χαμόγελο. Ύστερα:
 “Πρώτος Νόμος: ένα σώμα κινείται σ’ ευθεία γραμμή ή παραμένει ακίνητο“, εμφάνισε απότομα το μπαλάκι, με λίγο κραγιόν επάνω του, το άφησε να σταθεί για λίγο ακίνητο στον αέρα κι ύστερα το ‘κρυψε στη παλάμη της, “εκτός άν ασκηθεί πάνω του κάποια δύναμη“. ‘Ανοιξε τη παλάμη που κρατούσε μια μπάλα μπιλιάρδου, τη μετακίνησεν ελαφρά μπρος-πίσω με δείκτη κι αντίχειρα για να φανεί η έλξη που ασκούσε στον καρπό της, ύστερα την άφησε να σταθεί στον αέρα και τη σκαμπίλισε με μια κόλλα χαρτί διπλωμένη στα τέσσερα για να δείξει το βάρος της (ίσα που κουνήθηκε).
 “Δεύτερος Νόμος: ένα σώμα αλλάζει τη κινητική του κατάσταση ανάλογα με το μέγεθος της δύναμης που ασκείται πάνω του και κατά τη φορά της δύναμης αυτής“. Δίπλωσε το χέρι της φέρνοντας τη παλάμη στον ώμο και σα να ‘κανε βολή αμόλησε τη μπάλα του μπιλιάρδου, που ακολούθησε την ίδια πορεία με το μπαλάκι, λες κι η αόρατη τροχιοδεικτική γραμμή είχε διατηρηθεί στον αέρα και κυβερνούσε τη τροχιά. Ο Κίκι κατάφερε να την αγγίξει και τράβηξε απότομα έξι πονεμένα κι ελαφρώς γδαρμένα δάχτυλα. Η Μις Γουίλαρντ είπε τεμπέλικα:
 “Στον Εμφύλιο, οι στρατιώτες που το κάνανε αυτό με τις μπάλες των κανονιών χάνανε τα χέρια τους“. Μ’ ένα μπονγκ μεσαίο ντο, η κρεμ σφαίρα άφησε λακάκι στον τοίχο από αλουμίνιο και γύρισε πίσω. Το λακάκι επανήλθε στη θέση του μ’ ένα πολύ πιο δυνατό μπονγκ.
 -“Τώρα θα τ’ ακούσετε από τον κ. Φλέμινγκ” ενημέρωσε η Μπέτυ-Ανν με συνομωτικό ύφος τη Μις Γουίλαρντ, η οποία σούφρωσε τη μύτη σα κουνέλι, ύστερα μέτρησε προσεκτικά με το μάτι και φύσηξε δυνατά το μπαλάκι του πινγκ-πονγκ, που βρήκε την άλλη μπάλα στα μισά της διαδρομής της και μ’ ένα πινγκ τινάχτηκε πέρα σε αμβλεία γωνία. Η Μις Γουίλαρντ έπιασε τη μπάλα του μπιλιάρδου, αφήνοντάς τη να της λυγίσει το χέρι προς τα πίσω. Το άλλο χέρι της εμφανίστηκε πίσω από την έδρα κρατώντας οπλισμένο πιστόλι του πινγκ-πονγκ. Το άφησε να σταθεί ακίνητο στον αέρα με την κάννη να δείχνει στο πλάι, είπε:
 -“Τρίτος Νόμος: δράση κι αντίδραση είναι ίσες κι αντίθετες” και χάιδεψε τη σκανδάλη. Με το που το μπαλάκι τινάχτηκε από τη κάννη, το πιστόλι από μαγνήσιο κινήθηκε αντίθετα, με τη λαβή μπροστά, μαγευτικά, σα διαστημόπλοιο την ώρα της πρόσδεσης. Ο Μπιπ χασμουρήθηκε.
 -“Αυτά τα ξέρει όλος ο κόσμος” είπε.
 -“Οχι αυτοί που πήγανε σχολείο στη Σελήνη” είπεν η Μις Γουίλαρντ. Η ματιά της πλανήθηκε πέρα από τον Μπιπ σε κάποιον μ’ έξη εύκαμπτα δάχτυλα. “Και στον ‘Αρη“;
     Ο Κίκι κατένευσε με τις σκουρόχρωμες κεραίες του. Η θυρίδα άνοιξε. Ένας άνδρας με μαλλιά που αραιώνανε και πολύ σοβαρήν έκφραση, έχωσε το πάνω μέρος του σώματός του πάνω στην ώρα για ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του και να πιάσει το πιστόλι που ταξίδευε προς το μέρος του.
 -“Μις Γουίλαρντ” άρχισεν ο κ. Φλέμινγκ “αυτοί οι θάλαμοι δεν είναι ούτε για σκουός ούτε για εξάσκηση σε βολές ούτε-” συνειδητοποίησε πως ανέμιζε τ’ όπλο με τη κάννη προς τη τάξη κι όλοι τους είχανε σηκώσει τα χέρια ψηλά και σταμάτησε μ’ ένα στεναγμό απογοήτευσης.
     Ένα κουδούνι ακούστηκε. Τα παιδιά τιναχτήκανε προς τον κ. Φλέμινγκ σα ψάρια που τ’ αμολήσανε ξαφνικά και πλημμυρίσανε τον διάδρομο τριγύρω του, όπου, από τα πολωμένα φινιστρίνια, φαινόταν η Γήινη σφαίρα, με φόντο τ’ αστέρια και τη σκοτεινιά του διαστήματος. Πάνω από τη θυρίδα, μια πινακίδα έγραφε: 

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΚΟΝΤΑΡ 
                                         ΔΟΡΥΦΟΡΟΣ ΓΑΜΜΑ

  Ναι, μερικοί δάσκαλοι έχουνε τη δική τους μαγεία καθώς και μερικά σχολεία.
___________________________

Fritz Leiber (Lieber)
Kinder Garden (1963)
Μτφρ.:Γιώργος Γούλας
———————————————————

Μαριάνα

     Η Μαριάνα ζούσε στη μεγάλην έπαυλη. Εδώ και μιαν αιωνιότητα, όπως της φαινόταν, απεχθανότανε τα ψηλά πεύκα που υπήρχαν ολόγυρα. Μέχρι που κάποτε ανακάλυψε το μυστικό κάλυμμα στον κεντρικό πίνακα ελέγχου του σπιτιού. Το μυστικό κάλυμμα ήταν απλώς μια στενή σκέτη πλακέτα από αλουμίνιο, ανάμεσα στους διακόπτες κλιματισμού κι ελέγχου βαρύτητας. Ως τότε νόμιζε πως απλά έκρυβε κάποιο κενό χώρο για τυχόν πρόσθετους διακόπτες -αν ήτανε δυνατό!- που πιθανό να χρειάζονταν. Βρισκότανε πάνω από τους διακόπτες της τρισδιάστατης τηλεόρασης, αλλά κάτω από κείνους του ρομποτικού υπηρετικού προσωπικού.
     Ο Τζόναθαν της είχε πει να μη παίζει με τους διακόπτες του πίνακα κεντρικού ελέγχου, όσον αυτός απούσιαζε στη πόλη, γιατί μπορεί να ‘κανε ζημιά σ’ όλα τα ηλεκτρικά συστήματα. Έτσι, όταν το μυστικό κάλυμμα ξεκόλλησε τυχαία από τα δάχτυλά της, καθώς το πασπάτευε κι έπεσε στο πάτωμα του αιθρίου μ’ ένα ντινγκ, η πρώτη της αντίδραση ήταν ο φόβος. Ύστερα είδε πως ήτανε μόνον ένα μικρό, αλουμινένιο καπάκι, αυτό που ‘χε πέσει κι ότι πίσω του έκρυβε έξι μικρούς διακόπτες. Μόνον ο πάνω-πάνω έφερε κάποιαν ένδειξη για τον σκοπό που εξυπηρετούσε. Δίπλα του υπήρχανε μικροσκοπικά φωτεινά γράμματα που σχηματίζανε τη λέξη ΔΕΝΤΡΑ κι ήταν ανοιχτός.
     Όταν ο Τζόναθαν γύρισε σπίτι από τη πόλη, κείνο το βράδι, η Μαριάνα συγκέντρωσε κουράγιο και του ‘κανε λόγο για το εύρημά της. Δεν έδειξε μήτε να θυμώνει ιδιαίτερα, μήτε να εντυπωσιάζεται.
 -“Ασφαλώς κι υπάρχει διακόπτης για τα δέντρα“, τη πληροφόρησεν αδιάφορα κι έγνεψε στο ρομπότ-υπηρέτη να του κόψει τη μπριζόλα. “Δε το ‘ξερες πως ήτανε ραδιο-δέντρα; Δεν ήθελα να περιμένω είκοσι χρόνια για να μεγαλώσουνε τ’ αληθινά, που έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούσαν να φυτρώσουν σε τούτο τον ξερό βράχο. Ένας σταθμός στη πόλη, εκπέμπει ένα πρότυπο πεύκου κι οι δέκτες σαν τον δικό μας, συλλαμβάνουνε το σήμα και το προβάλλουνε γύρω από το σπίτι. Είναι λιγάκι κακόγουστο, αλλά πρακτικό“. Ύστερα από μερικές στιγμές τονε ρώτησε δειλά:
 -“Τζόναθαν, είναι άυλα αυτά τα ραδιοδέντρα όταν τα διασχίζεις με το αμάξι σου“;
 -“Όχι βέβαια! Είναι απτά όσο και τούτο το σπίτι κι ο βράχος που ‘ναι χτισμένο. Όχι μόνο μπορείς να τα δεις αλλά και να τ’ αγγίξεις. Θα μπορούσε κανείς και να σκαρφαλώσει πάνω τους αν ήθελε. Αν έβγαινες ποτέ και λίγο παραέξω, θα τα ‘ξερες αυτά τα πράματα. Ο σταθμός της πόλης εκπέμπει κύματα εναλλασσόμενης ύλης στους εξήντα κύκλους το δευτερόλεπτο. Αλλά δεν είναι για το νου σου η επιστήμη του πράματος“. Εκείνη αποτόλμησεν άλλην ερώτηση:
 -“Γιατί είχανε σκεπασμένο τον διακόπτη των δέντρων“;
 -“Για να μη παίζεις μαζί του -το ίδιο που ισχύει και για τους διακόπτες μικρορρύθμισης της τηλεόρασης. Έτσι ώστε να μην έχεις εμπνεύσεις κι αρχίσεις ν’ αλλάζεις τα δέντρα. Κάτι τέτοιο θα με πείραζε πολύ, στο λέω. Δε θα ‘θελα να ‘ρχομαι σπίτι και να βρίσκω βαλανιδιές τη μια μέρα και σημύδες την άλλη. Μου αρέσει η σταθερότητα και μου αρέσουνε τα πεύκα”. Γύρισε και κοίταξε τα δέντρα από το παράθυρο κι άφησε ένα γρύλισμα ικανοποίησης.
     Ήθελε να του εξηγήσει πως απεχθανότανε τα πεύκα, αλλά τα λόγια του την αποθάρρυναν και προτίμησε να σωπάσει. Όμως γύρω στο μεσημέρι της άλλης μέρας, πήγε στο μυστικό ταμπλό κι έκλεισε τον διακόπτη των δέντρων. Ύστερα γύρισε γοργά το κεφάλι προς τα κει για να δει το αποτέλεσμα. Στην αρχή δεν έγινε τίποτε κι είχε αρχίσει να υποθέτει πως ο Τζόναθαν είχε κάνει λάθος, κάτι που συνέβαινε συχνά, έστω κι αν ο ίδιος δε το παραδεχόταν. Αλλά την άλλη στιγμή τα δέντρα αρχίσανε να τρεμουλιάζουνε και πράσινες φωτεινές κουκίδες αρχίσανε να στροβιλίζονται πάνω τους. Ύστερα σβήσανε και χαθήκαν, αφήνοντας πίσω τους μονάχα μιαν εκτυφλωτικά φωτεινή κουκίδα -όπως ακριβώς η τηλεόραση όταν τη κλείνεις. Αυτό το αστράκι έμεινεν ακίνητο για κάμποσο και μετά άρχισε ν’ απομακρύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τον ορίζοντα.
     Τώρα που τα δέντρα είχανε πάψει να της κρύβουνε τη θέα, η Μαριάνα μπορούσε να δει το πραγματικό τοπίο πίσω τους. Ήταν επίπεδος γκρίζος βράχος, ατέλειωτα χιλιόμετρα από δαύτον, ακριβώς σαν αυτόν όπου πάνω του ήτανε χτισμένο το σπίτι και που σχημάτιζε το δάπεδο του αιθρίου. Προς όποια κατεύθυνση κι αν κοίταζε, δεν άλλαζε τίποτα. Μόνον ένας μαύρος ασφαλτόδρομος με δυο λουρίδες κυκλοφορίας διέσχιζε σ’ ευθεία γραμμή τη γυμνή πέτρα, -τίποτ’ άλλο.
     Αντιπάθησε τη θέα σχεδόν από τη πρώτη ματιά -ήτανε φοβερά ερημική και καταθλιπτική. Για να το ξεπεράσει, μείωσε τη βαρύτητα στο σεληνιακό επίπεδο κι άρχισε να χορεύει ανάλαφρα σαν σε όνειρο, πετώντας πάνω από τη βιβλιοθήκη και το πιάνο και βάζοντας ακόμα και τις υπηρέτριες-ρομπότ να χορέψουνε μαζί της. Αλλά ούτε κι αυτό της έφτιαξε τη διάθεση. Γύρω στις δύο πήγε ν’ ανοίξει πάλι τον διακόπτη των δέντρων, κάτι που έτσι κι αλλιώς σκόπευε να κάνει πριν επιστρέψει ο Τζόναθαν και θυμώσει μαζί της. Όμως παρατήρησε πως κάτι είχεν αλλάξει στη στήλη με τους έξι μικρούς διακόπτες. Ο διακόπτης ΔΕΝΤΡΑ δεν είχε πια καμιά φωτεινήν ένδειξη. Θυμότανε πως ήταν ο πάνω-πάνω στη σειρά, αλλά τώρα ο διακόπτης αυτός αρνιότανε να δουλέψει. Προσπάθησε να τονε μετακινήσει με το ζόρι στη θέση λειτουργίας, αλλά κείνος έμεινεν ακλόνητος εκεί που βρισκόταν.
      Όλο το υπόλοιπον απόγευμα το ‘βγαλε καθισμένη στα σκαλοπάτια μπροστά στη πόρτα, παρακολουθώντας το μαύρο ασφαλτόδρομο με τις δυο λουρίδες κυκλοφορίας. Δεν είδε μήτ’ ένα αυτοκίνητο μήτ’ έναν άνθρωπο, ως τη στιγμή που φάνηκε στο βάθος το αμάξι του Τζόναθαν. Στην αρχή φαινόταν ακίνητο στον ορίζοντα. Ύστερα πλησίασεν αργά σα μικροσκοπικό σαλιγκάρι, αν κι η Μαριάνα ήξερε πως εκείνος έτρεχε πάντα με το γκάζι πατημένο τέρμα -αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ποτέ δεν έμπαινε στο αμάξι του. Δε φρένιασε μαζί της, όπως το φοβόταν:
 -“Εσύ φταις που πας και τα σκαλίζεις“, ήτανε το μόνο που της είπε ξερά. “Τώρα πρέπει να καλέσουμε τεχνίτη. Να πάρει η ευχή, δε μ’ αρέσει να κάθομαι να τρώω και να βλέπω μόνο κείνα τα βράχια! Μου φτάνει που ‘μαι αναγκασμένος να τα διασχίζω δυο φορές τη μέρα“. Τονε ρώτησε δειλά γι’ αυτή τη γύμνια του τοπίου και την απουσία κάθε γείτονα.
 -“Ε εσύ ήθελες να μείνουμε κάπου απόμακρα“, της απάντησε. “Αλλά ούτε που θα το ‘χες πάρει χαμπάρι αν δεν έσβηνες κείνα τα δέντρα.-“Υπάρχει και κάτι άλλο που θέλω να σε ρωτήσω Τζόναθαν“, του ‘πε. “Κείνος ο δεύτερος διακόπτης, -ο δεύτερος στη σειρά- έχει μια φωτεινήν ένδειξη πλάι του. Λέει απλά ΣΠΙΤΙ. Είναι ανοιχτός -δε τον άγγιξα εγώ. Λες να …”
 -“Θα ‘θελα να το δω αυτό“, της φώναξεν αμέσα, χτυπώντας δυνατά το ποτήρι με το κοκτέιλ στο τραπέζι, τόσο που η υπηρέτρια-ρομπότ τραντάχτηκε ολάκερη. “Αγόρασα τούτο το σπίτι με την εγγύηση πως είναι συμπαγές, αλλά γίνονται κι απάτες. Φυσιολογικά θα διέκρινα στη στιγμή ένα εκπεμπόμενο ράδιο-σπίτι, αλλά μπορεί να μου πασάρανε κανένα που εκπέμπεται από άλλο πλανήτη ή ηλιακό σύστημα. Θα γινόμαστε ρεζίλι, εγώ και πενήντα άλλοι πολυεκατομμυριούχοι, αν μας έβλεπαν με πανομοιότυπα σπίτια, ενώ έκαστος πιστεύει πως έχει κάτι μοναδικό“.
 -“Μα αν το σπίτι στηρίζεται σε συμπαγή βράχο, όπως αυτό…”
 -“Έτσι θα ‘τανε πιο εύκολο να μας εξαπατήσουν, ανόητη!” Φτάσανε μπροστά στο κεντρικό ταμπλό ελέγχου.
 -“Ορίστε” του ‘πε. Στη βιάση της να βοηθήσει, τίναξε νευρικά το δάχτυλο της προς τον διακόπτη που έγραφε ΣΠΙΤΙ και τον …έκλεισε κατά λάθος. Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτε. Μετά, ένας λευκός αναβρασμός άρχισε ν’ απλώνεται στο ταβάνι, τους τοίχους και τα έπιπλα, φουσκώνοντας κι αφρίζοντας σα κρύα λάβα. Μια στιγμή αργότερα βρεθήκανε μόνοι στο γυμνόν επίπεδο βράχο, πλατύ όσο τρία γήπεδα του τένις. Ακόμα κι ο κεντρικός πίνακας ελέγχου είχεν εξαφανιστεί. Το μόνο που απόμενε ήτανε μια λεπτή βέργα που ‘βγαινε από τον γκρίζο βράχο στα πόδια τους κι είχε στη κορφή της, σα μηχανικό φρούτο, το μικρό πλαίσιο με τους έξι διακόπτες, -αυτό, καθώς κι έν’ αβάσταχτα λαμπρό αστράκι που στεκόταν μετέωρο κει που ήταν η μεγάλη κρεβατοκάμαρα.
     Η Μαριάνα ξαναπάτησε μ’ απόγνωση τον διακόπτη ΣΠΙΤΙ, αλλά ήταν εντελώς κλειστός τώρα, κλειδωμένος στη θέση μη λειτουργίας, έστω κι αν προσπάθησε μ’ όλη της τη δύναμη να τον επαναφέρει στην αρχική του θέση. Το εκτυφλωτικό άστρο, που ‘χεν απομείνει στη θέση του πάνω πατώματος, άρχισε τώρα ν’ απομακρύνεται σα τροχιοδεικτική σφαίρα. Στη τελευταία λάμψη του, η Μαριάνα πρόλαβε να δει το μανιασμένο πρόσωπο του Τζόναθαν. Τα χέρια του σηκώνονταν απειλητικά, με τα δάχτυλα γαμψά.
 -“Ηλίθια!” βρυχήθηκε ορμώντας κατά πάνω της.
 -“Όχι Τζόναθαν, όχι!” του φώναξεν έντρομη, πισωπατώντας. Αλλά κείνος συνέχισε να πλησιάζει. Τότε συνειδητοποίησε πως από το τράβηγμα, το πλαίσιο με τους διακόπτες είχε σπάσει στα χέρια της. Δίπλα στον τρίτο διακόπτη έλαμπε τώρα έν’ άλλο όνομα: ΤΖΟΝΑΘΑΝ. Το ‘κλεισε.
     Καθώς τα δάχτυλά του δράχνανε το γυμνό της ώμο, τα ‘νιωσε να γίνονται πρώτα μαλακά σαν αφρός και μετά σαν αγέρας. Το πρόσωπο και το γκρίζο κοστούμι του γίναν ένα χάος ιριδισμών και σαν ασπρουλιάρικο φάντασμα, λιώσανε κι αρχίσανε να ρέουν. Το δικό του άστρο, μικρότερο από κείνο του σπιτιού, αλλά πολύ πιο κοντινό, σχεδόν της τύφλωσε τα μάτια. Όταν τ άνοιξε πάλι, το μόνο που ‘χεν απομείνει από τ’ άστρο ή τον Τζόναθαν, ήταν ένα σκοτεινό μετείκασμα στον αμφιβληστροειδή της, που χόρευε μπροστά της σα μαύρο μπαλάκι του τένις. Ήτανε μόνη τώρα σε μιαν απέραντη πεδιάδα επίπεδου βράχου, κάτω από ένα δίχως σύννεφα, αστροφωτισμένον ουρανό. Ο τέταρτος διακόπτης είχε το δικό του φωτεινό όνομα τώρα: ΑΣΤΡΑ.
     Ήτανε σχεδόν αυγή, σύμφωνα με τους φωσφορικούς δείχτες του ρολογιού της κι ένιωθε το κρύο να τη περονιάζει ως το κόκαλο, όταν τελικά αποφάσισε να κλείσει και τον διακόπτη των άστρων. Δεν ήθελε να το κάνει -η αργή περιστροφή τους στον ουράνιο θόλο, ήτανε το τελευταίο σημάδι κάποιας πειθαρχημένης πραγματικότητας- αλλά της φάνηκε σαν η μοναδική κίνηση που μπορούσε να κάνει. Αναρωτήθηκε τι θα ‘γραφε ο πέμπτος διακόπτης. ΒΡΑΧΟΣΑΕΡΑΣ; Ή μήπως και;…
     Με μιαν αποφασιστική κίνηση έκλεισε και τον διακόπτη των αστεριών. Ο Γαλαξίας σα μεγαλόπρεπης αψίδα στον ουρανό, άρχισε ν’ αναβράζει και τ’ άστρα του να τινάζονται πέρα-δώθε σαν έντομα στο φως μιας λάμπας. Σύντομα, μόνον ένα είχεν απομείνει, πολύ πιο λαμπερό από τον Σείριο ή την Αφροδίτη -μέχρι ν’ αρχίσει να ρουφιέται κι αυτό προς το χάος, σβήνοντας στο άπειρο.
     Ο πέμπτος διακόπτης έγραφε ΓΙΑΤΡΟΣ και δεν ήταν ανοιχτός, αλλά κλειστός. Ένας ανεξήγητος τρόμος θέριεψε στο στήθος της Μαριάνας. Δεν ήθελε μήτε ν’ αγγίξει καν αυτό τον πέμπτο διακόπτη. Ακούμπησε το πλαίσιο με τους διακόπτες κάτω, στο γυμνό βράχο και πισωπάτησε μακριά τους. Αλλά δε τολμούσε ν’ απομακρυνθεί πολύ στην έναστρη νύχτα. Ζάρωσε κάτω κι έμεινεν έτσι περιμένοντας την αυγή. Από καιρού σε καιρό, κοίταζε το ρολόι της και στην απαλή λάμψη του διακόπτη, καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα. Το κρύο γινόταν ολοένα και πιο τσουχτερό. Συμβουλεύτηκε πάλι το ρολόι της. Έπρεπε να ‘χει χαράξει εδώ και δυο ώρες. Ύστερα θυμήθηκε πως στο σχολείο της είχανε μάθει πως ο ήλιος δεν ήτανε παρά έν’ ακόμη άστρο μέσα στα τόσα. Γύρισε πίσω και κάθισε δίπλα στο πλαίσιο με τους διακόπτες, ύστερα το πήρε στα χέρια της κι άνοιξε τον πέμπτο διακόπτη. Ο βράχος έγινε μαλακός και δροσερά αρωματισμένος κάτω από το κορμί και πάνω από τα πόδια της, πριν γίνει σιγά-σιγά, λευκός.
     Ήταν ανακαθισμένη σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου, σε κάποιο μικρό, γαλάζιο θάλαμο με λευκές ρίγες. Μια μελωδική φωνή ακούστηκε να βγαίνει από τον τοίχο, λέγοντας:
 -“Διακόψατε με δική σας πρωτοβουλία, τη θεραπεία πραγματοποίησης επιθυμιών. Αν συνειδητοποιήσατε τώρα τη νοσηρότητα της κατάθλιψής σας κι επιθυμείτε ν’ αποδεχτείτε βοήθεια, ο γιατρός θα ‘ρθει να σας δει. Αν όχι, είστε λεύτερη να επιστρέψετε στη θεραπεία πραγματοποίησης επιθυμιών και να την ακολουθήσετε ως την έσχατη κατάληξή της“. Η Μαριάνα κοίταξε στο χέρι της. Κρατούσεν ακόμα το πλαίσιο με τους διακόπτες κι ο πέμπτος εξακολουθούσε να γράφει ΓΙΑΤΡΟΣ. “Από τη σιωπή σας” συνέχισεν ο τοίχος, “υποθέτω πως αποδέχεστε την ιατρική θεραπεία. Ο γιατρός θα ‘ρθει αμέσως κοντά σας“.
     Ο ανεξήγητος τρόμος επέστρεψε πάλι στη Μαριάνα, με ψυχαναγκαστικήν ένταση, αυτή τη φορά. Έκλεισε τον διακόπτη του γιατρού.
     Βρισκότανε πάλι πίσω στο άναστρο σκοτάδι. Ο βράχος είχε γίνει τώρα πολύ πιο παγερός. Μπορούσε να νιώσει παγωμένες νιφάδες να πέφτουνε στο πρόσωπό της, -χιόνι.
     Σήκωσε το πλαίσιο με τους διακόπτες κι είδε, μ’ ανείπωτην ανακούφιση, πως ο έκτος και τελευταίος διακόπτης, έγραφε τώρα με μικροσκοπικά φωτεινά γραμματάκια: ΜΑΡΙΑΝΑ.
_________________________

Fritz Lieber
Mariana (1967)
Μτφρ.: Γιώργος Μπαλάνος

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *