Βιογραφικό
Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (Federico García Lorca) ήταν από τους σημαντικότερους Ισπανούς ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς κι από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ισπανικής γενιάς του ’20. Πέρα από το λογοτεχνικό του έργο, ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική και τη μουσική.
Γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος, 5 Ιουνίου 1898. Ο πατέρας του ήταν αγρότης κι η μητέρα του δασκάλα και πρώτη του δασκάλα στο πιάνο. Φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών στη Γρανάδα και μετά από πιέσεις του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποίαν όμως εγκατέλειψε σύντομα, για ν’ ασχοληθεί με λογοτεχνία, μουσική και ζωγραφική. Δραματουργός, που ανήκει στη λεγόμενη γενιά του ’27, ομάδα συγγραφέων που προσέγγισε την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ μ’ εξαιρετικά αποτελέσματα, ούτως ώστε το πρώτο μισό του 19ου αι. να ορίζεται ως αργυρή εποχή (edad de plata) της ισπανικής λογοτεχνίας.

Το 1919, εγκαθίσταται στη Φοιτητική Κατοικία Πανεπιστημίου Μαδρίτης, που τότε ήτανε σαν ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί θα συναντήσει τον Νταλί, τον Λ. Μπουνιουέλ, τον ποιητή Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφορούνε το 1921, με τίτλο:Βιβλίο Ποιημάτων. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο: Εντυπώσεις & Τοπία περιδιαβαίνοντας τη Καστίλη. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα 1α του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο Βιβλίο Ποιημάτων.
Το 1922, συνεργάζεται με τον συνθέτη Μ. ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκης Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευει πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημα του τότε είναι το Ποίημα Του Κάντε Χόντο λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας*, που τραγουδιέται απο τσιγγάνους με συνoδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκινά να γράφει το Ρομανθέρο Χιτάνο** που το τελειώνει το 1927. Μια σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας απο τις αρχαϊκότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνθέτει και την Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί ενώ παράλληλα γράφει το θεατρικό έργο: Μαριάνα Πινέδα, που πρωτοπαίζεται στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί και σημειώνει επιτυχία.

Τα έτη 1929-30, ανήσυχος όντας, αναζητεί νέες πηγές έμπνευσης και ταξιδεύει στις ΗΠΑ και στη Κούβα. Αποτέλεσμα το, Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη. Επιστρέφει στην Ισπανία το 1931 και συνθέτει το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ και παράλληλα δουλεύει έργα για το Κουκλοθέατρο. Εκεί δείχνει ξεκάθαρα πως επιλέγει ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα 3 τελευταία χρόνια της ζωής του συνθέτει τις κορυφαίες του δημιουργίες, τα επονομαζόμενα κι ως αγροτική 3λογία, είναι:: Ματωμένος Γάμος (Bodas de sangre, 1933), Γέρμα (Yerma, 1934) και Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα (La casa de Bernarda Alba, 1936), τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο και συνθέτει το ποίημα, Θρήνος Για Τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας.
Στις 11 Αυγούστου 1934, 5 το απόγευμα, σε μιαν εκτός προγράμματος ταυρομαχία στην αρένα του Μανθανάρες, ο φημισμένος ταυρομάχος Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας χτυπήθηκε θανάσιμα από ταύρο και πέθανε 3 μέρες αργότερα στα 43 του χρόνια. Τον πένθησε όλη η Ισπανία. Ήτo άνθρωπος αγαπητός, γεμάτος δόξα και πλούτη και με γνήσια καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Στο Πίνο Μοντάνο, το απέραντο κτήμα του στα περίχωρα της Σεβίλλιας, συγκέντρωνε τους σπουδαιότερους Ισπανούς ποιητές του καιρού του, μαζί και τον Λόρκα, που συνδέθηκε με δυνατή, αληθινή κι αδιατάρακτη φιλία. Όλοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν σαν ένα φιλόξενο, ευαίσθητο, ιπποτικό κι ανοιχτόκαρδο προστάτη της νεότερης γενιάς των ποιητών. Έτσι το ποίημα τούτο το ‘γραψεν ο Λόρκα στη μνήμη του φίλου του.

Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, συστήνει θεατρική ομάδα, τη La Barroca που με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας δίνει παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχεται τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συντάσσει μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ετοιμάζεται να γράψει μια σειρά σκηνών με μορφή επιθεώρησης μα τον Ιούλιο, ξεσπά ο Εμφύλιος κι απλώνεται γοργά. Δολοφονήθηκε στις 19 Αυγούστου 1936, από αγνώστους, που πολύ πιθανό, συνδέονταν με τον εθνικιστικό φασισμό, επειδή ο ίδιος σχετιζόταν ή υποστήριζε τους Δημοκρατικούς
Το εκτελεστικό απόσπασμα αριθμούσε 12 άτομα, αποτελούμενο από αστυνομικούς, εθελοντές αλλά και κρατούμενους, τους οποίους υποχρέωσαν να διαπράξουν τη δολοφονία του υπό την απειλή της εκτέλεσης. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν γνώριζαν καν ποιος είναι αυτός που είχαν διαταχθεί να δολοφονήσουν. Για τη δολοφονία κατηγορήθηκαν ακροδεξιοί πολιτικοί κι επιχειρηματικοί κύκλοι, μέλη επιφανών οικογενειών της Γρανάδα, καθώς και κάποιοι προερχόμενοι από την άκρως συντηρητική οικογένεια του πατέρα του, που ήταν έξαλλοι με τον πατέρα κι ως εκδίκηση σκότωσαν τον γιο. Ήτανε μόλις 38 ετών. Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ, ενώ καινούρια στοιχεία δίνουν νέο στίγμα για τον εντοπισμό του.
Άλλα έργα του επίσης ήτανε: Τα Μάγια Της Πεταλούδας 1925, Τα Πρώτα Τραγούδια 1926, Τραγούδια 1927, Δόκτωρ Περλιμπλίν & Μπελίσα (Οι Φασουλήδες Του Κατσιπόρρα) 1928.

————————–
* cante jondo: βαθύ, μύχιο τραγούδι, το αρχαιότερο λαϊκό, ανδαλουσιανό τραγούδι, το βασικό δηλαδή. Άλλα μετεπτυγμένα είδη είναι η siguiriya (σιγκιρίγια), η jeliana (χελιάνα), η copla (κόπλα) κι η martinete (μαρτινέτα), που τραγουδιούνται χωρίς συνοδεία κιθάρας, και: solea (σολεά), η polo (πόλο), η saeta (σαέτα, σαΐτα) κλπ είναι επίσης διάφορες μορφές του που τραγουδιούνται με κιθάρα. flamenco (φλαμένκο), υτό που σήμερα θεωρείται γνήσιο φλαμένκο, το τραγούδι των Τσιγγάνων της Ανδαλουσίας, καθιερώθηκε στα τέλη του 17ου αι. Το παλαιότερο είδος φλαμένκο είναι γνωστό ως κάντε χόντο (Cante Jondo: μια ανδρική φωνή, χωρίς συνοδεία οργάνων, διηγείται λυπητερές ιστορίες. Αργότερα προστέθηκε η κιθάρα κι ο χορός. Επίσης ταυτόσημο (και κατά τον Λόρκα, εκχυδαϊσμένη μορφή του) είναι: το cante flamenco (κάντε φλαμένκο) με μορφές όπως: οι granadinas (γραναδίνες), τα fantango (φαντάνγκο), οι malaguenas (μαλαγκένιες), οι sevillanas (σεβιλιάνες), οι rondenas (ροντένες) κλπ. Ο Λόρκα μελέτησε πάρα πολύ όλα τούτα τα είδη κι έδωσε πολλές διαλέξεις.
** romancero gitano: ρομανθέρο, λέξη μεσαιωνική που σημαίνει τη συστηματική συλλογή μπαλαντών, ορίζεται δε η romanza (ρομάντσα) σαν επικολυρικό ποίημα τραγουδούμενο με συνοδεία κάποιου μουσικού οργάνου. χιτάνο δε, είναι ο τσιγγάνος, το τσιγγάνικο και ribirena (ριμπιρένια) είναι το παρόχθιο τραγούδι.
———————————-
Duende
(αφιερωμένο στη Δαφνούλα Χρονοπούλου από μένα Χ. Π.)
Κυρίες και Κύριοι…
Από το 1918 που έγινα δεκτός στο Σπίτι των Φοιτητών στη Μαδρίτη, ως το 1928 που έφυγα έχοντας συμπληρώσει τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή, έχω ακούσει πάνω από χίλιες διαλέξεις σ’ αυτή την ίδια εκλεπτυσμένη αίθουσα όπου σύχναζε η παλιά αριστοκρατία της Ισπανίας για να διορθώσει την επιπολαιότητα που ‘φερνε μαζί της γυρίζοντας από τις γαλλικές πλαζ.
Με τη βαθειά μου ανάγκη για το φως του ήλιου και τον αέρα, η ψυχή μου γέμισε τόση πλήξη, που φεύγοντας από κει μέσα ένιωσα να με σκεπάζει ένα λεπτό στρώμα στάχτης που λίγο έλειπε να γίνει καυτερό πιπέρι εκνευρισμού. Ε, λοιπόν, όχι. Σήμερα, σ’ αυτή την αίθουσα, δε θέλω να μπει η τρομερή αλογόμυγα της βαρεμάρας που δένει κάθε κεφάλι με την άϋλη κλωστή του ύπνου και ρίχνει στα μάτια των ακροατών χιλιάδες μικροσκοπικές βελόνες.
Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβυρίνθους δηλητηρίου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας.
Όποιος ταξιδεύει σε κείνο το τεντωμένο πετσί ταύρου που απλώνεται ανάμεσα στον Χούκαρ, τον Γκουανταλέτε, τον Σίλ και τα ποτάμια της Πισουέργκα, αργά ή γρήγορα θ’ ακούσει την έκφραση: Αυτό έχει πολύ ντουέντε. Ο Μανουέλ Τόρρες, μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ’ άλλο τραγουδιστή: “Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε“.
Σ’ ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ’ το βράχο του Χαέν μέχρι τα όστρακα του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελά ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως. Ο θαυμάσιος τραγουδιστής του φλαμένκο, Ελ Λεμπριχάνο, δημιουργός του ντέμπλα, παραλλαγής του Ανδαλουσιανού κάντε χόντο (βαθιού τραγουδιού) είπε: Όταν τραγουδώ με ντουέντε κανείς δεν με παραβγαίνει!. Η γρια τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπάχ: “Όλε! Αυτό έχει ντουέντε“. Όμως ο Γκλούκ, ο Μπράμς κι ο Νταριούς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ’ ό,τι σ’ οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το Νοκτούρνο Ντέλ Χενεραλίφε, είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: “Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε“. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια.
Αυτοί οι μαύροι ήχοι είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σ’ όλους μας, απ’ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για μαύρους ήχους και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ. Έτσι, το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα να λέει: Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ’ τις γυμνές πατούσες των ποδιών. Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας. Αυτή η μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ, είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο το ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν’ αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη Διονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδά μια σιγγιρίγια. (βλ. άνω, εξηγούνται όλα τούτα Π.Χ.)
Δε θέλω να μπερδέψει κανείς το ντουέντε, που βασικά σημαίνει άγιο πνεύμα, με το θεολογικό δαίμονα της αμφιβολίας του Λούθηρου που με μια βακχική σχεδόν μανία του πέταξε ένα καλαμάρι στη Νυρεμβέργη, ούτε με το Καθολικό δαίμονα, τον καταστρεπτικό κι όχι και τόσο έξυπνο, που μεταμορφώνεται σε σκύλα για να μπει σε μοναστήρια καλογριών. Όχι. Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνά τον κύριο του τη μέρα που πήρε το κώνειο. Απόγονος επίσης και του μελαγχολικού δαίμονα του Ντεκάρτ, μικρού σαν πράσινο αμύγδαλο, που μπουχτισμένος από κύκλους και γραμμές έβγαιναν έξω τις νύχτες και περπατούσε πλάι στα κανάλια ν’ ακούσει τους μεθυσμένους ναυτικούς να τραγουδούν.
Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα ‘λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσης του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ’ ένα ντουέντε. Όχι μ’ έναν άγγελο, όπως έχουνε πει, ούτε με μια μούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο Άγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί κι υπερασπίζει, όπως ο Άγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο Άγιος Γαβριήλ. Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ’ το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ’ το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει.
Ο άγγελος στο δρόμο της Δαμασκού, ο άγγελος που γλύστρησε μες απ’ τα ξύλινα ανοίγματα του μικρού παραθυριού στην Ασσίζη κι εκείνος που ακολούθησε τα βήματα του μυστικιστή Χάιντριχ Σούζο, είναι ένας άγγελος που προστάζει και κανείς δε μπορεί ν’ αντισταθεί στη λάμψη του γιατί ανοιγοκλείνει τις ατσαλένιες του φτερούγες στα σύνορα των εκλεκτών.
Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει. Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει και εξαντλείται τόσο γρήγορα -την είδα δυο φορές- που αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο. Οι ποιητές που εμπνέονται απ’ αυτήν, ακούν φωνές χωρίς να ξέρουν από που έρχονται. Έρχονται απ’ τη μούσα που τους ενθαρρύνει και καμιά φορά που τους καταβροχθίζει κιόλας. Αυτή ήταν κι η περίπτωση του Απολλιναίρ, ενός μεγάλου ποιητή, που τον κατέστρεψε η μούσα, η ίδια εκείνη που ζωγράφισε πλάι του ο θαυμάσιος κι αγγελικός Ρουσσώ. Η μούσα ξυπνά την εξυπνάδα και φέρνει μαζί της τοπία με κολόνες και μια ψεύτικη γεύση δάφνης. Πολύ συχνά η εξυπνάδα είναι εχθρός της ποίησης γιατί μιμείται πολύ, γιατί υψώνει τον ποιητή σ’ ένα θρόνο στημένο σε κοφτερές κι απότομες άκρες κάνοντάς τον να ξεχνά πως ξαφνικά, από στιγμή σε στιγμή, εκεί που κάθεται, μπορεί να τον κατασπαράξουνε τα μυρμήγκια ή μια πελώρια ακρίδα γεμάτη φαρμάκι να πέσει πάνω στο κεφάλι του.
Ενάντια σ’ όλα αυτά, οι μούσες που φωλιάζουν στο μονόκλ ή στην απαλή ζεστασιά των βερνικωμένων τριαντάφυλλων ενός κομψού σαλόνιο, είναι εντελώς ανίσχυρες. Ο άγγελος κι η μούσα έρχοντ’ απ’ έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ’ αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνά μες στα ίδια κύτταρα του αίματος.
Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δεκάτου ογδόου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.
Η αληθινή μάχη είναι το ντουέντε!
Αν θέλει κανείς, ξέρει τον τρόπο να φτάσει στο Θεό. Με την αγριάδα του ερημίτη ή με την κρυφή φωνή του μυστικιστή. Μ’ έναν πύργο σαν της Αγίας Τερέζας ή με τα τρία μονοπάτια του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού. Κι ακόμα κι όταν αναγκαστούμε ν’ αναφωνήσουμε με τον Ησαΐα: Αληθινά, εσύ είσαι ο μυστικός Θεός!, τελικά ο Θεός στέλνει τα πρώτα αγκάθια της φωτιάς του σ’ όποιον τον γυρέψει.
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε σωστοί τρόποι. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκειά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσά όλα τα στυλ, πως κάνει τον Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια, πως αφήνει το Σίντο Βερνταγκέ ολόγυμνο στον κρύο αέρα των Πυρηναίων, πως σπρώχνει το Χόρχε Μανρίκε να περιμένει το θάνατο στην ερημιά της Οκάνια, πως ντύνει το λεπτοκαμωμένο σώμα του Ρουσσώ στο πράσινο κοστούμι του ακροβάτη και βάζει τα μάτια ενός ψόφιου ψαριού στον κόμη Λωτρεαμόν στο Βουλεβάρτο του πρωινού.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν έν ολάκερον ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος ντουέντε. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια.
Κάποτε, η Ανδαλουσιανή τραγουδίστρια του φλαμένκο* Παστόρα Παβόν, Το Κορίτσι Με Τις Κτένες, μια σκοτεινή και βαθειά Ισπανική μεγαλοφυία εφάμιλλη του Γκόγια και του εξαίσιου ταυρομάχου Ραφαήλ ελ Γκάγιο, τραγουδούσε σε μια μικρή ταβέρνα του Καντίθ. Τραγουδούσε με τη φωνή όλο σκιά και λειωμένο μέταλλο, με τη φωνή της σκεπασμένη με φύκια, πλεγμένη στα μακριά μαλλιά της. Στιγμές τη μούσκευε σε μανχανίγια, στιγμές την έχανε σε σκοτεινά κι απόμακρα δάση. Μα τίποτε. Τα ακροατήριο έμεινε ακίνητο. Δε χειροκρότησε κανείς. Ανάμεσα σ’ αυτούς που την ακούγανε, βρισκότανε κι ο Ιγκνάθιο Εσπελέτα, ωραίος σα ρωμαϊκή χελώνα, που όταν κάποτε τον ρώτησαν: –Πώς γίνεται και δεν εργάζεσαι ποτέ;, μ’ ένα χαμόγελο άξιο του πάμπλουτου και μακάριου βασιλιά της Ταρνησού Αργανθόνιο, απάντησε: –Γιατί να εργαστώ, αφού πατρίδα μου είναι το Καντίθ;
Ήταν εκεί κι η Ελοίσα, η φλογερή αριστοκρατική πόρνη της Σεβίλλης, άμεση απόγονος της Σολέδα Βάργκας που το 1830 αρνήθηκε να παντρευτεί ένα Ρότσιλντ γιατί στις φλέβες του έτρεχε αίμα κατώτερο απ’ το δικό της. Ήτανε κι οι Φλορίντας που πολλοί τους νομίζουνε χασάπηδες ενώ στη πραγματικότητα είναι αρχαίοι ιερείς που συνεχίζουν να θυσιάζουν ταύρους στο Γηρυόνη. Και σε μια γωνιά στεκότανε κι εκείνη η επιβλητική μορφή, ο Ντον Πάμπλο Μουρούμπε, που ‘τρεφε ταύρους, μ’ ένα πρόσωπο σα μάσκα της Κρήτης. Μόνο ένας μικρόσωμος άντρας, ένας απ’ αυτούς τους χορευτές με τη γυναικεία σχεδόν ευαισθησία που ξαφνικά πετιούνται πίσω από μποτίλιες άσπρο μπράντυ, είπε με φωνή χαμηλή, γεμάτη σαρκασμό: Βίβα Παρί! σα να ‘θελε να πει: Εδώ δε ζητάμε κόλπα και δεξιοτεχνίες! Εδώ ζητάμε κάτι άλλο!.
Μόλις τ’ άκουσε Το Κορίτσι Με Τις Κτένες, τινάχτηκε σα δαιμονισμένη, σαν τσακισμένη μοιρολογήτρα του Μεσαίωνα, κατάπιε μονορούφι μια γεμάτη κούπα καθάγια, ένα κρασί από νερό φωτιάς και κάθισε ξανά να τραγουδήσει -χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, χωρίς παιχνίδια και τσακίσματα με το λαιμό να καίει σαν ηφαίστειο αλλά με… ντουέντε. Κατάφερε να γκρεμίσει τις σκαλωσιές του τραγουδιού, ν’ αφήσει το δρόμο ελεύθερο σ’ ένα μανιασμένο και φλογερό ντουέντε, σύντροφο των ανέμων που ξεσηκώνουν την άμμο στην έρημο, που ‘κανε αυτούς που την άκουγαν ν’ αρχίσουν να σκίζουν τα ρούχα τους με τον ίδιο ρυθμό που προσεύχονται οι Νέγροι στα νησιά της Καραϊβικής μπρος στο εικόνισμα της Αγίας Βαρβάρας.
Το Κορίτσι Με Τις Κτένες αναγκάστηκε να κάνει κομμάτια τη φωνή του γιατί ήξερε πως καθισμένοι γύρω άκουγαν οι εκλεκτοί, που ζητούσαν όχι τη μορφή, μα το μεδούλι της μορφής, μια μουσική μεταρσιωμένη στη πιο γνήσια ουσία. Έπρεπε να φτωχύνει όλη της την ικανότητα και τα βοηθήματα, έπρεπε δηλαδή να διώξει τη μούσα και να μείνει μόνη για να μπορέσει να ‘ρθει το ντουέντε, να παλέψει στήθος με στήθος, ελεύθερη μαζί του. Και πως τραγούδησε! Τώρα καιγόταν ολόκληρη, η φωνή της είχε γίνει ένα σιντριβάνι από αίμα που σου ‘κοβε την ανάσα με τον πόνο και την αλήθεια της κι άνοιγε σαν το δεκαδάκτυλο χέρι που σχηματίζουν τα καρφωμένα μα γεμάτα θύελλα πόδια ενός Χριστού φτιαγμένου από τον Χουάν ντε Χούνι.
Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούργιο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό.
Σ’ όλους τους αραβικούς χορούς και τ’ αραβικά τραγούδια η παρουσία του ντουέντε γίνεται δεκτή με κραυγές: Αλά! Αλά!, Θεέ! Θεέ!, που δε διαφέρει πολύ από το Ολέ της ταυρομαχίας. Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του ντουέντε χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή Βίβα Ντίος!, Ζήτω ο Θεός!, μια βαθειά ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με το Θεό μες απ’ τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ’ αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ’ τους επτά του κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του 17ου αι., Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στη ταραγμένη σκάλα του θρήνου του.
Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νιώσουν όλοι την επίδραση της – οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια σ’ ένα χορό στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα ετών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. Ανάμεσα σε μούσες κι αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινότανε παρά να νικήσει, -και νίκησε.
Όλες οι Τέχνες μπορούν να ‘χουνε ντουέντε, το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στη ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούνε για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό -είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ακριβές παρόν. Συχνά, το ντουέντε του συνθέτη περνά στον ερμηνευτή. Αξίζει να σημειωθεί πως ακόμα κι αν ο συνθέτης ή ο ποιητής είναι ψεύτικος, το ντουέντε του ερμηνευτή μπορεί να δημιουργήσει νέο θαύμα που πολύ λίγο να μοιάζει με το αρχικό δημιούργημα. Τέτοια υπήρξεν η περίπτωση της Ελεονόρα Ντούζε, που ξέθαβε αποτυχίες για να τις κάνει επιτυχίες, χάρη σ’ αυτό που κείνη τους έδινε. Ή του Παγκανίνι που σύμφωνα με τον Γκαίτε μπορούσε να συνθέσει μελωδίες από εντελώς απλοϊκούς σκοπούς και του απολαυστικού εκείνου κοριτσιού στο Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία που το είδα κάποτε να τραγουδά και να χορεύει εκείνο το τρομερό ιταλικό τραγούδι Ώ! Μαρί! με τέτοιο ρυθμό, τέτοιες παύσεις και τέτοιο νόημα, που κατάφερε από το φτηνό τραγούδι να φτιάξει ένα ολόρθο σκληρό φίδι από χρυσάφι. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο ερμηνευτής ξανάπλαθε την αρχική δημιουργία: αίμα ζεστό και καλλιτεχνική μεγαλοφυία ζωντάνευαν σώματα πεθαμένα, άδεια από έκφραση.
Όλες οι Τέχνες κι όλες οι χώρες είναι ικανές για ντουέντε, για μούσα ή για άγγελο. Η Γερμανία, έξω, από λίγες εξαιρέσεις, κυβερνιέται από τη μούσα. Η Ιταλία έχει μονίμως έναν άγγελο. Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ’ το ντουέντε! Γιατί είναι μια χώρα αρχαίας μουσικής κι αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεμόνια από ξημέρωμα. Μια χώρα θανάτου, μια χώρα ανοιχτή στο θάνατο. Σε κάθε χώρα, ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει, και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν. Πολλοί Ισπανοί ζουν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ως τη μέρα που θα πεθάνουν και τότε τους βγάζουν έξω στον ήλιο. Σε καμμιά άλλη χώρα ο πεθαμένος δεν είναι πιο ζωντανός απ’ την Ισπανία. Το προφίλ του κόβει σα κόψη ξυραφιού. Τα αστεία γύρω από το θάνατο και μαζί κι η σιωπηλή τους ενατένιση είναι πράγματα γνωστά στους Ισπανούς. Απ’ το Όνειρο Των Νεκροκεφαλών του Κεβέδο μέχρι το Σάπισμα Του Επισκόπου του Βάλντες Λεόλ, κι από τη Μπαρμπέλα του 17ου αι. που πέθανε την ώρα της γέννας στη δημοσιά λέγοντας:
Το αίμα της μήτρας μου
Σκεπάζει τώρα τ’ άλογο,
Τα πέταλα του αλόγου σου
Αστράφτουν φωτιά πίσσας…
…ως το παλικάρι απ’ τη Σαλαμάνκα που σκοτώθηκε τελευταία από ένα ταύρο φωνάζοντας την ώρα που πέθαινε:
Φίλοι πεθαίνω!
Φίλοι την έχω άσκημα!
Τρία μαντίλια
Γέμισαν τα σπλάχνα μου,
Κι αυτό εδώ είν’ το τέταρτο...
…απλώνεται ένας φράκτης από νιτρικά λουλούδια και πίσω του ένας λαός που ατενίζει σκεφτικά το θάνατο. Ένας λαός που στις πιο δύσκολες στιγμές του εμπνέεται από τους στίχους του Ιερεμία και στις πιο λυρικές από μυροφόρα κυπαρίσια. Μα ακόμα, ένας λαός που πιστεύει πως ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία κουβαλάει μέσα του τον αμετάκλητο, μεταλλικό αντίλαλο του θανάτου. Το μαχαίρι κι η ρόδα της άμαξας, το ξυράφι και τ’ άγρια γένια των βοσκών, το γυμνό φεγγάρι,η μύγα, τα υγρά ντουλάπια, οι ιερές εικόνες οι σκεπασμένες μ’ άσπρη νταντέλλα, ο ασβέστης, η γραμμή των γείσων και των τζαμένιων μπαλκονιών στην Ισπανία κρύβουν μια λεπτή χλόη θανάτου καθώς και φωνές και σύμβολα για το άγρυπνο μυαλό ταράζοντας τη μνήμη μας με τον ασάλευτο αέρα π’ αφήνει πίσω του το πέρασμα μας.
Ο δεσμός της Ισπανικής τέχνης με τη γη δεν είναι τυχαίος. Είναι μια τέχνη που πνίγεται στ’ αγκάθια και στις πέτρες. Ο θρήνος του Πλεμπέριο κι οι χοροί του μεγάλου Χοσέφ Μαρία ντε Βαλντεβιέλσο δεν αποτελούν μεμονωμένα παραδείγματα. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση πως απ’ όλες τις μπαλάντες της Ευρώπης το ερωτικό αυτό Ισπανικό τραγούδι ξεχωρίζει:
-Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Γιατί δε με κοιτάζεις, πες μου;
-Κάποτε είχα μάτια να σε δω,
τώρα στη σκιά τα’ χω δοσμένα.
-Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Τότε γιατί δε με φιλάς, αλήθεια, πες μου!.
-Κάποτε είχα χείλια για φιλιά,
τώρα στη γη τα’ χω χαρίσει.
-Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Γιατί δεν μ’ αγκαλιάζεις, πες μου !
-Κάποτε είχα χέρια για αγκαλιά,
Τώρα σκουλήκια έχουν γεμίσει.
Ούτε απορεί κανείς όταν συναντά το τραγούδι αυτό στη παλιότερη λυρική ποίηση της Ισπανίας:
Στον κήπο θα πεθάνω
Στο θάμνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
Βρήκα το θάνατο στον κήπο
Μάνα γλυκειά!
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
Μάνα γλυκειά!
Βρήκα το θάνατο να περιμένει
Κρυμμένο στην τριανταφυλλιά!
Στον κήπο θα πεθάνω
Στο θάμνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.
Τα κεφάλια τα παγωμένα στο φως του φεγγαριού που τα ζωγράφισε ο Θουρμπαράν, το κίτρινο του βουτύρου και το κίτρινο του κεραυνού του Ελ Γκρέκο, η πρόζα του Φρά Σιγκουένθα, ολόκληρο το έργο του Γκόγια, η κάμαρα της εκκλησίας στο Εσκοριάλ, όλη η πολύχρωμη γλυπτική της Ισπανίας, η κρύπτη του παλατιού της Οσούνα, Ο Θάνατος Με Τη Κιθάρα στο παρεκκλήσι του Μποναβέρντες στη Μεντίνα ντε Ριοσέκο, ολ’ αυτά είναι τα καλλιτεχνικά αντίστοιχα των ζωντανών πανομοιότυπων στην καθημερινή ζωή της Ισπανίας, όπως το προσκύνημα στον Άγιο Ανδρέα του Τεχίδο όπου οι πεθαμένοι έχουν θέση στην πομπή, τα μοιρολόγια που τραγουδούν στο φως των φαναριών οι γυναίκες της Αστούρια τις νύχτες του Νοέμβρη, ο χορός της Σίβυλλας στις καθεδρικές εκκλησίες του Τολέδο και της Μαγιόρκα, το σκοτεινό θρησκευτικό έργο Ίν Ρικόρτ της Τορτόσα, οι αμέτρητες λιτανείες της Μ. Παρασκευής που μαζί με τη πολύ σαφή γιορτή της ταυρομαχίας αποτελούν το λαϊκό θρίαμβο του θανάτου στην Ισπανία. Απ’ όλες τις χώρες του κόσμου μόνο το Μεξικό μπορεί να παραβγεί την Ισπανία σ’ αυτό.
Μόλις η μούσα μυριστεί το θάνατο, κλείνει τη πόρτα, υψώνει μνημείο, παρελαύνει νεκρώσιμη υδρία ή γράφει με χέρι κέρινο, επιτάφιο κι αρχίζει να μαδά το στεφάνι της σε μια σιωπή που τρεμοσβήνει ανάμεσα σε δυο θλιμμένες αύρες. Κάτω απ’ τη ρημαγμένη αψίδα της ωδής δένει με πένθιμα δάκτυλα τα τέλεια λουλούδια που ζωγράφισαν οι Ιταλοί τον 15ο αι. και καλεί τον καθησυχαστικό πετεινό του Λουκρητίου να τρομάξει και να διώξει μακριά ανυποψίαστες σκιές.
Όταν ο άγγελος υποψιαστεί το θάνατο, κάνει έναν αργό κύκλο κι έρχεται και γνέθει με νάρκισσους και παγωμένα δάκρυα το ελεγειακό ποίημα που είδαμε να τρέμει στα χέρια του Κήτς, του Βιγιασαντίνο, του Ερρέρα, του Μπέκερ και του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Αλλά τι σύγχυση, τι πανικός, αν ο άγγελος νιώσει μια τόση δα αράχνη ν’ αγγίζει τα ροδαλά του δάκτυλα!
Το ντουέντε δεν εμφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πειστεί πως θα μπαινοβγεί ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάμε μέσα μας και που θα μείνουν για πάντα απαρηγόρητα.
Στη σκέψη, στον ήχο και στη κίνηση, το ντουέντε σπρώχνει το δημιουργό σε μιαν αντρίκεια, τίμια πάλη στο χείλος του πηγαδιού. Κι ενώ η μούσα κι ο άγγελος αποσύρονται με το βιολί ή με το διαβήτη τους, το ντουέντε πληγώνει και στο γιάτρεμα αυτής της πληγής που ποτέ δεν κλείνει, βρίσκεται η ρίζα ό,τι πρωτόγνωρου και θαυμαστού κρύβει το έργο του ανθρώπου. Η μαγική ιδιότητα ενός ποιήματος στηρίζεται στη συνεχή παρουσία του ντουέντε έτσι που εκείνος που το αντικρίζει να βαφτίζεται σε σκοτεινά νερά. Γιατί με το ντουέντε είναι πιο εύκολο να νιώσεις και ν’ αγαπήσεις και ξέρεις πως και ‘σενα θα σε νιώσουν, πως και συ θ’ αγαπηθείς. Κι αυτός ο αγώνας για έκφραση και για την επικοινωνία της έκφρασης φτάνει σε στιγμές που παίρνει στη ποίηση τη μορφή μιας πάλης μέχρι θανάτου.
Ας θυμηθούμε την περίπτωση της Αγίας Τερέζας, της κατ’ εξοχήν φλαμένκα, που είχε το ντουέντε μέσα της, όχι επειδή με 3 εξαίσιες κινήσεις σταμάτησε άγριο ταύρο, πράγμα που ‘γινε, όχι γιατί καυχήθηκε για την ομορφιά της μπρος στον Φρά Χουάν Ντε Λα Μιζέρια. ούτε γιατί χαστούκισε τον απεσταλμένο του Πάπα -αλλά γιατί υπήρξε απ’ τους λίγους εκλεκτούς που το ντουέντε (όχι ο άγγελος, ο άγγελος δεν επιτίθεται ποτέ) κάρφωσε μ’ ένα βέλος γυρεύοντας να τη σκοτώσει επειδή του ‘κλεψε το τελευταίο του μυστικό -τη λεπτή εκείνη γέφυρα που ενώνει τις 5 αισθήσεις με το κέντρο της ζωής μετουσιωμένο σε γυμνή σάρκα, γυμνό σύννεφο, γυμνή θάλασσα: του Έρωτα πέρα απ’ το Χρόνο.
Υπήρξε μια υπέροχη νικήτρια του ντουέντε αντίθετα από τον Φίλιππο της Αυστρίας που κυνηγώντας γεμάτος λαχτάρα τη μούσα και τον άγγελο της θεολογίας, βρέθηκε φυλακισμένος απ’ το ντουέντε του ψυχρού πάθους στο παλάτι του Εσκοριάλ όπου η γεωμετρία σκλαβώνει και το όνειρο και το ντουέντε φορά τη μάσκα της μούσας προς αιώνια τιμωρία του μεγάλου βασιλιά.
Είπαμε πως το ντουέντε γυρεύει τη πληγή, το χείλος του γκρεμού κι ότι εμφανίζεται πάντα εκεί που οι μορφές χάνονται η μια μέσα στην άλλη σε μια νοσταλγία βαθύτερη απ’ την εξωτερική έκφρασή τους. Στην Ισπανία (όπως και στην Ανατολή, όπου ο χορός είναι εκδήλωση θρησκευτική), το ντουέντε ασκεί απεριόριστη εξουσία πάνω στα σώματα των χορευτών του Καντίθ που ύμνησε ο Μαρτιάλις, στα στήθεια των τραγουδιστών που ύμνησε ο Γιουβενάλις και σ’ όλη τη τελετή της ταυρομαχίας, ενός πράγματι θρησκευτικού δράματος όπου, όπως και στη θεία λειτουργία, λατρεύεται και θυσιάζεται ένας θεός. Είναι σα να συγκεντρώνεται όλος ο δαιμονισμός του κλασικού κόσμου σ’ αυτό το τέλειο θέαμα, σύμβολο του πολιτισμού και της μεγάλης ευαισθησίας ενός λαού που ανακάλυψε τον ωραιότερο θυμό, την ωραιότερη μελαγχολία και τον ωραιότερο πόνο του ανθρώπου. Ούτε στον Ισπανικό χορό ούτε στην ταυρομαχία υπάρχει καμιά διασκέδαση. Το ντουέντε φροντίζει να γεννήσει τον πόνο μέσα στο δράμα, ξεκινώντας από ζωντανές μορφές κι ετοιμάζει τη σκάλα της φυγής απ’ την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα. Το ντουέντε φτάνει την πιο εντυπωσιακή μορφή του στη ταυρομαχία, γιατί απ’ τη μια έχει να παλέψει με το θάνατο που μπορεί να φέρει τη καταστροφή κι απ’ την άλλη με τη γεωμετρία, με το μέτρο, που αποτελούνε τη βάση αυτού του θεάματος. Ο ταύρος έχει τη τροχιά του, ο ταυρομάχος τη δικιά του κι ανάμεσα στις δυο τροχιές υπάρχει ένα σημείο υπέρτατου κινδύνου όπου βρίσκεται το αποκορύφωμα του τρομερού παιχνιδιού. Είναι δυνατό να οδηγεί η μούσα τη μουλέτα κι ο άγγελος τη μπαντερίγιας και να θεωρηθεί καλός ο ταυρομάχος. Μα την ώρα της κάπας, όταν ο ταυρομάχος ειν’ ακόμα δυνατός, χωρίς πληγές κι αργότερα, την ώρα του τελικού φόνου, είν’ απαραίτητη η βοήθεια του ντουέντε. Ο ταυρομάχος που προκαλεί επιδεικτικά το θάνατο τρομάζοντας το κοινό δεν κάνει ταυρομαχία. Βρίσκεται απλώς στη παράλογη εκείνη κατάσταση του ανθρώπου που παίζει με τη ζωή του. Κι αυτό το κάνει ο καθείς. Ο άλλος, ο ταυρομάχος που τον δαγκώνει το ντουέντε, δίνει τέλειο μάθημα Πυθαγόρειας μουσικής, τόσο τέλειο που ξεχνάμε πως ρίχνει συνέχεια τη καρδιά του στα θυμωμένα κέρατα του ταύρου.
Ο Λαγκαρτίχο με το ρωμαϊκό του ντουέντε, ο Χοσελίτο με το εβραϊκό του ντουέντε, ο Μπελμόντε με το μπαρόκ του ντουέντε κι ο Καγκάντσο με το τσιγγάνικό του ντουέντε, από το σούρουπο της αρένας δείχνουνε σε ζωγράφους, ποιητές και μουσικούς τα τέσσερα μεγάλα μονοπάτια της Ισπανικής παράδοσης.
Η Ισπανία είναι η μόνη χώρα όπου ο θάνατος υποδέχεται την κάθε άνοιξη με μεγάλες σάλπιγγες κι όπου η τέχνη κυβερνιέται πάντα από ένα οξύτατο ντουέντε που της έχει δώσει τον ξεχωριστό της χαρακτήρα και τη φρεσκάδα της.
Το ντουέντε που για πρώτη φορά στη γλυπτική γεμίζει τα μάγουλα των αγίων του έξοχου του Ματέο ντε Καμποστέλα με κόκκινο αίμα, είναι το ίδιο που κάνει τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού να κλαίει με βογκητά και καίει γυμνές νύμφες στα θρησκευτικά σονέτα του Λόπε ντε Βέγκα. Το ντουέντε που ύψωσε τον Πύργο του Σααγκούν και δουλεύει με πύρινα τούβλα στο Καλαταγιούντ και στο Τερουέλ, είναι το ίδιο που ξεσκίζει τα σύννεφα του Ελ Γκρέκο, που πετά με τις κλωτσιές τους χωροφύλακες που ενοχλούνε τον ποιητή Κεβέδο και τα δαιμόνια του Γκόγια. Όταν βρέχει, ξετρυπώνει έναν εμπνευσμένο Βελάσκεθ πίσω απ’ τα βασιλικά γκρίζα του. Όταν χιονίζει, πετάει στο δρόμο έναν Ερρέρα ολόγυμνο για ν’ αποδείξει πως το κρύο δε σκοτώνει. Όταν ο ήλιος καίει, το ντουέντε σέρνει μέσα στις φλόγες του τον Μπερουγκέτε και τον κάνει ν’ ανακαλύψει μια καινούργια διάσταση στη γλυπτική.
Η μούσα του Γκόνγκορα κι ο άγγελος του Γκαρθιλάσο βγάζουνε το δάφνινο στεφάνι τους όταν περνά το ντουέντε του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού όταν:
Το πληγωμένο ελάφι
Προβάλλει στο βουνό.
Η μούσα του Γκονθάλο ντε Μπερθέο κι ο άγγελος του Αρχιερέα της Ίτα παραμερίζουν να περάσει ο Χόρχε Μανρίκε σα φτάνει βαριά πληγωμένος στις πύλες του πύργου του Μπελμόντε. Η μούσα του Γκρεγκόριο Ερνάντεθ κι ο άγγελος του Χοσέ ντε Μόρα αποτραβιούνται να κάνουνε τόπο στο ντουέντε του Μένα που έρχεται χύνοντας δάκρυα από αίμα. Η μελαγχολική μούσα της Καταλωνίας κι ο μουσκεμένος απ’ τη βροχή άγγελος της Γαλικίας πρέπει να σκύψουν ευλαβικά το κεφάλι μπρος στο ντουέντε της Καστίλλης, τόσο ξένο και μακρυνό απ’ το ζεστό ψωμί και την ήρεμη αγελάδα που βόσκει ξένοιαστη δίπλα σ΄ ένα άπλωμα ξερής γης κι ανεμόδαρτου ουρανού. Το ντουέντε του Κεβέδο και το ντουέντε του Θερβάντες, το ένα με πράσινες φωσφορικές ανεμώνες και το άλλο με γύψινες ανεμώνες του Ρουϊντέρα, στεφανώνουνε το βωμό του ντουέντε στην Ισπανία.
Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι μαύροι ήχοι του Μανουέλ Τόρρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του ξύλου, του ήχου, των λέξεων και του μουσαμά –μαύροι ήχοι που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδερφωμένα, ηφαίστεια, μυρμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία.
Κυρίες και κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί αν κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουνε τη Πομπηία ή τη πλατειά της μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο.
Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντί Μεσσίνα ή αν φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ.
Μα το ντουέντε; Που είναι το ντουέντε; Μες από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μιαν ατέλειωτη αναζήτηση για καινούργια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων.
—————————-
(από διάλεξη του ποιητή για το ντουέντε και τη σημασία του)
Federico Garcia Lorca
Duende Εκδ: ΕΣΤΙΑ Αθήνα 1998
μτφρ.: Ολυμπία Καράγιωργα
—————————–

Η Άπιστη Σύζυγος
Και τη κουβάλησα στην άκρη στο ποτάμι
καθώς το πίστεψα πως ήταν κόρη,
μα αυτή είχε σύζυγο.
Τούτο συνέβη τη νύχτα του Αι Γιάκωβου
και σχεδόν μοιραία.
Τα φανάρια σβήσανε
και φέξανε οι γρύλοι.
Διαβαίνοντας τις ύστατες επάλξεις,
άγγιξα τα κοιμισμένα στήθεια της
και κείνα ξανοίξανε με μιας,
σε δέσμη υακίνθων.
Το κολλαρισμένο της φουστάνι
μου θρόιζε στ’ αυτιά
σαν ένα κομμάτι μεταξωτό
που να το σχίζουν δώδεκα μαχαίρια.
Δίχως ασημένες ανταύγειες στις κορυφές τους
μεγάλωσαν τα δέντρα
κι ένας ορίζοντας σκυλιών
περ’ απ’ το ποτάμι αλυχτά.
Περ’ απ’ τις βατομουριές,
πέρ’ από τις καλαμιές και τις αγράμπελες,
κάτω απ’ τον όγκο των μαλλιών της,
έσκαψα μια τρύπα μες στη λάσπη.
Έλυσα τη γραβάτα μου.
Έβγαλε κείνη το φουστάνι της.
Εγώ τη ζωστήρα με το περίστροφο.
Κείνη τους τέσσερις μπούστους της.
Ούτε οι πομάδες, ούτε τα κοχύλια
σαν το λεπτό της δέρμα δεν είναι,
ούτε στο φεγγάρι τα κρύσταλλα
με τόση δύναμη δε λάμπουν.
Τα σκέλη της μου ξέφυγαν
σα ξαφνιασμένα ψάρια,
η μισή, όλη λάβρα
η άλλη μισή, ψυχρή.
Κείνη τη νύχτα σεριάνισα
στη πιο ωραία μου στράτα
καβάλα σε φοράδα σιντεφένια
δίχως χαλινάρι και σπιρούνια.
Σαν άντρας, δε θα πω
το τί μου λεγε.
Το φως της γνώσης
μου επιβάλλει να ‘μαι μετρημένος.
Λερός από φιλιά και άμμο
τη πήρα μου απ’ το ποτάμι.
Με τον αγέρα μάχονταν
των σπαθόχορτων τα λεπίδια.
Σα βέρος κατσίβελος που ‘μαι
έτσι και φέρθηκα.
Ένα μεγάλο κουτί ραψίματος
μ’ ατλάζι κίτρινο ντυμένο της εχάρισα,
όμως απόφυγα να την ερωτευτώ,
γιατί παρ’ όλο που ‘χε σύζυγο
μου ‘πε πως ήταν κόρη
όταν την εκουβάλαγα στο ποταμό.
Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί
Ένα ρόδο στον έξοχο κήπο που επιθυμείς.
Μια ρόδα με τη καθαρή σύνταξη του χάλυβα.
Γυμνωμένο το όρος από ιμπρεσσιονιστική αχλύ.
Οι γκρίζοι τόνοι που ανερευνούν τους τελευταίους φράχτες.
Στα λευκά τους ατελιέ οι μοντέρνοι ζωγράφοι,
κόβουν τον αποστειρωμένο ανθό από τη τετράγωνη ρίζα.
Στου Σηκουάνα τα νερά μαρμάρινο παγόβουνο
παγώνει τα παράθυρα και διώχνει τους κισσούς.
Ο άντρας με βήμα σταθερό βαδίζει στο πλακόστρωτο.
Οι βιτρίνες κλέβουν τη μαγεία του αντικατοπτρισμού.
Η Κυβέρνηση έκλεισε τ’ αρωματοπωλεία.
Η μηχανή διαιωνίζει τη παλινδρομική της κίνηση.
Μια απουσία από δάση, παραβάν και ματόκλαδα
πλανιέται πάνω στις ταράτσες των παλαιών σπιτιών.
Ο αγέρας στιλβώνει το πρίσμα του πάνω στη θάλασσα
κι ο ορίζοντας υψώνεται σα μεγάλη υδρορροή.
Ναυτικοί που αγνοούν το κρασί και το ημίφως,
αποκεφαλίζουν τις σειρήνες στις μολυβένιες θάλασσες.
Η Νύχτα, μαύρο μνημείο της σύνεσης, κρατά
το στρογγυλό καθρέφτη της σελήνης μες τη χούφτα.
Μια επιθυμία μας διακατέχει για μορφές, για όρια.
Να ο άντρας που βλέπει μ’ ένα κίτρινο μέτρο.
Η Αφροδίτη είναι μια λευκή νεκρή φύση
κι οι πεταλουδοσυλλέκτες χάνονται.
Το Καντακές στη κόψη του νερού και του λόφου,
υψώνει αναβαθμίδες και κρύβει όστρακα.
Οι ξύλινες φλογέρες ειρηνεύουν τον αγέρα.
Ένας γέρων Θεός των Δασών, δίνει καρπούς στα παιδιά.
Οι ψαράδες του, αποκαμωμένοι, κοιμούνται βαριά πάνω στην άμμο.
Στ’ ανοιχτό πέλαγος έχουνε για πυξίδα ένα ρόδο.
Παρθένος ο ορίζοντας από πληγωμένα μαντήλια,
ενώνει τις γυαλισμένες επιφάνειες του ψαριού και της σελήνης.
Κολλαριστό στέμμα από λευκά πανιά,
ζώνει πικρά μέτωπα και μαλλιά της άμμου.
Οι Σειρήνες πείθουνε χωρίς να επιβάλλουν
και φανερώνονται μόλις τους δείξουμε ένα ποτήρι γλυκό νερό.
Ω! Σαλβαντόρ Νταλί, με τη φωνή τη λιόχρωμη!
Δεν επαινώ την ατελή νεανική σου πινελιά,
ούτε το χρώμα σου που δε ξεφεύγει από το χρώμα του καιρού σου,
αλλά υμνώ την αγωνία σου, περιορισμένε αιώνιε!
Υγιεινή ψυχή, ζεις πάνω σε νέα μάρμαρα.
Αποφεύγεις το σκοτεινό δάσος των απίστευτων μορφών.
Η φαντασία σου φτάνει όπου φτάνουνε τα χέρια σου
κι εσύ απολαμβάνεις το σονέτο της θάλασσας, στο παράθυρό σου.
Ο κόσμος είν’ άλαλα σκότη κι αταξία,
στα πρώτα όρια που συναντά ο άνθρωπος.
Όμως, τ’ αστέρια κιόλας κρύβοντας τα τοπία,
τονίζουνε το τέλειο σχήμα της τροχιάς τους.
Η ροή του χρόνου τακτοποιείται και συγκροτείται
σε αριθμητικές μορφές του ενός αιώνα και του άλλου.
Κι ο Θάνατος ηττημένος καταφεύγει τρέμοντας
στο στενό κύκλο της παρούσας στιγμής.
Παίρνοντας τη παλέτα σου, τρύπια από βόλι στη μια άκρη,
ψάχνεις το φως που ζωντανεύει τη κούπα από ξύλο ελιάς.
Μεγάλο φως της Αθηνάς της δομήτορος,
φως όπου μήτε το όνειρο μήτε η ανακριβής χλωρίδα του, έχουν θέση.
Ψάχνεις το αρχαίο φως που αναπαύεται στο μέτωπο
χωρίς να κατεβαίνει προς το στόμα ή τη καρδιά του ανθρώπου.
Φως που φοβίζει τα οδυνηρά αμπέλια του Βάκχου
και την άτακτη δύναμη που κρύβει το νερό που κατρακυλά.
Έχεις δίκιο να φωτίζεις με φλογοειδείς ταινίες,
το σκοτεινό όριο που λάμπει τη νύχτα.
Σα ζωγράφος δε θέλεις να κάνεις μαλθακή τη μορφή
με το μεταβλητό βαμβάκι κάποιου απρόβλεπτου νέφους.
Το ψάρι στο ενυδρείο και το πουλάκι στο κλουβί.
Δε θέλεις να τα φανταστείς στη θάλασσα ή στον αγέρα.
Παρατηρείς προσεκτικά με τίμιο βλέμμα κι έπειτα
στυλιζάρεις ή αντιγράφεις τα ευκίνητα κορμάκια τους.
Αγαπάς τη προσδιορισμένη και σαφή ύλη
όπου το μανιτάρι δε μπορεί να στήσει τη τέντα του.
Αγαπάς την αρχιτεκτονική που χτίζει στο κενό
και παίρνεις τη σημαία για έναν απλό αστεϊσμό.
Ο ατσάλινος διαβήτης ρυθμίζει τον βραχύ ελαστικό του στίχο.
Η σφαίρα κιόλας απαρνιέται τ’ άγνωστα νησιά.
Η ευθεία εκφράζει τη κατακόρυφη προσπάθειά της
κι οι σοφοί κρύσταλλοι υμνούν τη γεωμετρία τους.
Αλλά ακόμα και το ρόδο του κήπου όπου ζεις.
Πάντα το ρόδο, πάντα, βόρεια και νότια από μας!
Ήρεμο κι αυτοσυγκεντρωμένο σα το τυφλό το άγαλμα,
που αγνοεί τις υπόγειες προσπάθειες που προκαλεί.
Ρόδο αγνό που καθαρό από τεχνάσματα και σκίτσα,
μας ανοίγει τα φροντισμένα φτερά του χαμόγελου.
(Πεταλούδα καρφιτσωμένη που αναπολεί το πέταγμά της.)
Ρόδο της ισορροπίας χωρίς ηθελημένους πόνους. Πάντα το ρόδο!
Ω! Σαλβαντόρ Νταλί, με τη φωνή τη λιόχρωμη!
Μιλώ για όσα μου λεν το πρόσωπο κι οι πίνακές σου.
Δεν επαινώ την ατελή νεανική σου πινελιά,
αλλά υμνώ τη τέλεια κατεύθυνση του βέλους σου.
Υμνώ την όμορφη προσπάθειά σου από κατάλανικα φώτα,
την αγάπη σου για κάθε τι που έχει μια δυνατή εξήγηση.
Υμνώ την αστρονομική και τρυφερή καρδιά σου,
τη καρδιά σου, της τράπουλας, την αλώβητη καρδιά σου.
Υμνώ το άγχος του μνημείου που κυνηγάς αδιάκοπα,
το φόβο της συγκίνησης που σε καρτερά στο σοκάκι.
Υμνώ τη μικρή σειρήνα του πελάγους που σου τραγουδά,
ανεβασμένη σ’ ένα ποδήλατο από κοράλια και κοχύλια.
Μα πάνω απ’ όλα υπνώ μια κοινή σκέψη
που μας ενώνει τις μαύρες και χρυσαφένιες ώρες.
Δεν είναι η Τέχνη το φως που μας τυφλώνει τα μάτια.
Πρώτα είναι η αγάπη, η φιλία κι η μονομαχία.
Πριν από τον πίνακα που υπομονετικά σχεδιάζεις,
πριν από τον κόρφο της Τερέζας, με το περίβλημα της αϋπνίας,
πριν από τη σφιγμένη μέση της αχάριστης Ματθίλδης,
έρχεται, πάνω απ’ όλα, η φιλία μας ζωγραφισμένη, σα το παιχνίδι της χήνας.
Δαχτυλογραφικά αποτυπώματα από αίμα πάνω στο χρυσό,
ραγίζουν τη καρδιά της Καταλωνίας, της αιώνιας.
Αστέρια σα γροθιές, δίχως τον γύπα, σε φωτίζουν,
όσο η ζωή κι η ζωγραφική σου ανθίζουν.
Μη κοιτάς τη κλεψύδρα με τις μεμβράνινες φτερούγες,
ούτε το αλύγιστο δρεπάνι των αλληγοριών.
Ντύσε και ξέντυσε το πινέλο σου πάντα στον αγέρα,
μπροστά στη θάλασσα που βρίθει από πλοία και ναυτικούς.
(Αρκετά ενδιαφέρον μικρό βιβλιαράκι με πολύ χρήσιμα στοιχεία, εικόνες, φωτογραφίες κι αλληλογραφία μεταξύ των δυο φίλων καθώς και ζωγραφιές του ίδιου του Λόρκα, εκτός από κείνες του Νταλί. Από τις εκδόσεις ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ σε μετάφραση Ράνιας Τζεν.)
Σκόρπιο Αίμα
Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το θάνατό του φορτωμένος.
Γύρευε να ‘βρει την αυγή
μα πουθενά η αυγή δεν ήταν.
Γυρεύει τη σωστή θωριά του
και τ’ όνειρό του αλλάζει δρόμο.
Γύρευε τ’ όμορφο κορμί του
και βρήκε το χυμένο του αίμα.
Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια
που είδε τα κέρατα κοντά του,
όμως οι τρομερές μανάδες
ανασηκώσαν το κεφάλι.
Κι από το βοσκοτόπια πέρα
ήρθ’ ένα μυστικό τραγούδι
που αγελαδάρηδες ομίχλης
τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.
Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια
μπροστά του για να παραβγεί
ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
ούτε καρδιά να ‘ν’ τόσο αληθινή.
Σαν ποταμός από λιοντάρια
η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
η στοχασιά του η μετρημένη.
Τώρα για πάντα πια κοιμάται.
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του.
Και το τραγουδιστό του αίμα
κυλάει σε βάλτους και λιβάδια,
γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων,
άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
(Η απόδοση-μετάφραση είναι του Νίκου Γκάτσου)
Όταν Το Φεγγάρι Ανατέλλει…
Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
οι καμπάνες χάνονται
κι εμφανίζονται
αδιαπέραστα μονοπάτια.
Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
η θάλασσα σκεπάζει τη γη
κι η καρδιά νιώθει
σαν ένα νησί στην απεραντοσύνη.
Κανείς δε τρώει πορτοκάλια
τη πανσέληνο.
Πρέπει μόνο
κρύα πράσινα φρούτα.
Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
με εκατό ίδια πρόσωπα
τα ασημένια νομίσματα
κλαίνε στη τσέπη.
Σερενάτα
(αφιέρωμα στον Λόπε ντε Βέγκα)
Στου ποταμού τις όχθες
λούζεται η νύχτα
και στης Λολίτας τα στηθάκια
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά
Γυμνή η νύχτα τραγουδά
στου Μάρτη τα γεφύρια
λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους κι αλμυρό νερό
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά
Η νύχτα από γλυκάνισο κι ασήμι
φεγγοβολά στις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
γλυκάνισο απ’ των μηρών της την ασπράδα
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά
Τα Χέρια Μου Αν Μπορούσαν Να Μαδήσουν
Τ’ όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.
Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλα
τ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.
Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα ‘ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!
Αυτοκτονία
(Μπορεί γιατί δεν ήξερες γεωμετρία)
Ο νεαρός ξεχνιόταν.
Ήταν δέκα η ώρα το πρωί.
Η καρδιά του γέμιζε σιγά-σιγά
πάνινα λουλούδια και σπασμένες φτερούγες.
Παρατήρησε πως δεν του έμεινε στο στόμα
παρά μια και μόνη λέξη.
Και βγάζοντας τα γάντια του, έπεφτε
από τα χέρια του μια λεπτή στάχτη.
Απ’ το μπαλκόνι φαινόταν ένας πύργος.
Ένιωσε τον εαυτό του μπαλκόνι και πύργο.
Είδε, ωστόσο, πώς τον κοίταζε
το σταματημένο ρολόι μέσα απ’ τη θήκη του.
Είδε τον ίσκιο τον ξαπλωμένο κι ήσυχο
πάνω στο λευκό μεταξωτό ντιβάνι.
Κι ο νέος αλύγιστος, γεωμετρικός,
με μια τσεκουριά έσπασε τον καθρέφτη.
Την ίδια στιγμή ένα σιντριβάνι σκότους
πλημμύρισε το χειμερικό δωμάτιο.
Στο Αυτί Μιας Κοπέλας
Τίποτα δε θέλησα
τίποτα να σου πω.
Είδα μες στα μάτια σου
δυο δέντρα τρελλά
από αέρα, γέλιο και χρυσάφι,
που σάλευαν.
Τίποτα δε θέλησα
τίποτα να σου πω.
Σκίτσο του Λόρκα
Μικρή Μπαλάντα Των Τριών Ποταμών
Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ
πορτοκαλιές και λιόδεντρα διασχίζει.
Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας
απ’ το χιόνι στα στάρια κατεβαίνουν.
‘Αι αγάπη,
που ‘φυγε και δεν έρχεται!
Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ
γένια έχει χρώμα του ροδιού.
Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας
το ‘να θρηνεί, τ’ άλλο ματώνει.
‘Αι αγάπη
που ‘φυγε μες στον αγέρα!
Για τις βαρκούλες με πανιά
έχει η Σεβίλλια δρόμο,
μα στης Γρανάδας το νερό
λάμνουν μονάχα οι στεναγμοί.
‘Αι αγάπη,
που ‘φυγε και δεν έρχεται!
Γουαδαλκιβίρ, πύργος ψηλός
κι άνεμος στις πορτοκαλιές.
Πυργίσκοι, ο Ντάουρο κι ο Χενίλ,
νεκροί πάνω στα τέλματα.
‘Αι αγάπη,
που ‘φυγε μες στον αγέρα!
Ποιος θα πει το νερό πως σηκώνει
φωσφορίζουσαν ατμίδα από κραυγές!
‘Αι αγάπη,
που ‘φυγε και δεν έρχεται!
Φέρε πορτοκαλάνθι, ελιά
Ανδαλουσία, στις θάλασσές σου.
‘Αι αγάπη,
πού ‘φυγε μες στον αγέρα!
Ποίημα Τσιγγάνικης Σιγκιρίγιας
Ενύπνιο
Ξαποσταίνει η καρδιά μου κοντά στη δροσερή πηγή.
(γέμισέ την με τις κλωστές σου
της λησμονιάς, αράχνη).
Το νερό της πηγής τής έλεγε το τραγούδι του.
(γέμισέ την με τις κλωστές σου
της λησμονιάς, αράχνη).
Ξύπνια η καρδιά μου έρωτες αφηγιόταν.
(αράχνη της σιωπής,
πλέξ’ της το μυστήριό σου).
Το νερό της πηγής την άκουγε μελαγχολικά
(αράχνη της σιωπής,
πλέξ’ της το μυστήριό σου).
Η καρδιά μου γέρνει πάνω στη κρύα τη πηγή.
(άσπρα χέρια, μακρυνά,
κρατήστε τα νερά).
Και το νερό την παίρνει τραγουδώντας με χαρά.
(άσπρα χέρια, μακρυνά,
τίποτα δεν απομένει μέσα στα νερά).
Το φεγγάρι ξεπρόβαλλει
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
χάνονται οι καμπάνες
κι εμφανίζονται τ’ απροσπέλαστα
μονοπάτια.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
σκεπάζει η θάλασσα τη γη
κι η καρδιά νιώθει σαν
νησί στο άπειρο.
Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ’ το ολόγιομο φεγγάρι.
Πράσινα και παγωμένα φρούτα
πρέπει να τρως.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
από εκατό πρόσωπα ίδια,
τ’ ασημένιο νόμισμα
κλαίει με λυγμούς στην τσέπη.
Κοχύλι
Στη Νατάλια Χιμένεθ
Μου έφεραν ένα κοχύλι.
Μέσα του τραγουδάει
μια θάλασσα χάρτης.
Τη καρδιά μου
γεμίζει νερό
με ψαράκια
σκουρόχρωμα και ασημένια.
Μου έφεραν ένα κοχύλι…
Τοπίο
Ο κάμπος με τα λιόδεντρα
ανοίγεται και κλείει
όπως ένα ριπίδι.
Πάνω απ’ τον ελιώνα
ουρανός γκρεμισμένος
και σκοτεινή βροχή
από παγερά αστέρια.
Σκίνος κι ημίφως τρέμουνε
στου ποταμού τον όχτο.
Ζαρώνει ο γκρίζος άνεμος.
Τα λιόδεντρα βαριά ‘ναι
από κραυγές.
Ένα σμήνος πουλιά
αιχμαλωτισμένα
κινούν τις μακρουλές
ουρές τους στο σκοτάδι.
Μάνα:
Γειτόνισσες: μ’ ένα μαχαίρι,
μ’ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
μέρα πικρή κι αφορεσμένη,
καν δυο, καν τρεις θα ‘ταν η ώρα,
δυο άντρες σκοτωθήκανε γι’ αγάπη.
Μ’ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στη ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματά εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι,
ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,
π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει.
Κι όμως μι’ αφορεσμένη μέρα,
καν δυο, καν τρεις θα ‘ταν η ώρα,
με τούτο το μικρό μαχαίρι
δυο παληκάρια μείναν κάτου
με πανιασμένα τους τα χείλια.
Ούτε το χέρι δεν το πιάνει
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στη ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματά εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
(θρήνος από τον Ματωμένο Γάμο)
