Βιογραφικό
Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ είναι πιθανόν ο πιο γνωστός αμερικανός συγγραφέας παράξενης μυθιστοριογραφίας φρίκης και τρόμου, αλλά μερικοί θεωρούν την ογκώδη αλληλογραφία του τη μέγιστη ολοκλήρωσή του. Όσο ζούσε είχε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, μα μετέπειτα, επέδρασε σημαντικά κι επηρέασε όλους τους επόμενους συγγραφείς, αλλά και τους λάτρεις του είδους αυτού. Από τους μεγαλύτερους συγγραφείς φαντασίας, αν κι έζησε σχετικά λίγο. Ο Λάβκραφτ ήτανε ψηλός, αδύνατος και συνήθως χλωμός, αλλά τα μάτια του λάμπαν ολο ζωή κι εξυπνάδα. Είχε ευγενικό παρουσιαστικό κι ήταν λιγομίλητος. Είχε ένα πλούσιο λεξιλόγιο που το χρησιμοποιούσε μ’ εκπληκτική ευχέρεια όταν μιλούσε. Ο πλούτος αυτός φαίνεται καθαρά στα διηγήματα και τις νουβέλες του.
Γεννήθηκε στη Providence του Ρόουντ Άιλαντ στις 20 Αυγούστου 1890. Οι γονείς του ήτανε βρεττανικής καταγωγής κι ο ίδιος, λόγω ανατροφής, παρέμεινε φανατικά αγγλόφιλος σ’ όλη τη ζωή του. Ο πατέρας του, Winfield Scott Lovecraft, ήτανε πλανόδιος πωλητής κοσμημάτων κι η μητέρα του, Sarah Suzan Phillips, καταγόταν από τις πιο παλιές οικογένειες της Μασαχουσέτης, που φτάσαν εκεί το 1630. Όταν ήτανε 3 ετών, ο πατέρας του έπαθε γενική και βαριά κατάθλιψη για όλη την υπόλοιπη ζωή του και πεθανε όταν ήταν ο μικρός 8 ετών. Η μητέρα του ακολούθησε κι αυτή τη τύχη του συζύγου της: τρελλάθηκε όταν ο Λάβκραφτ έγινε 29 ετών και πέθανε 2 έτη μετά, το 1921. Μπορεί κανείς να φανταστεί το μεγάλο, βαθύ τραύμα που έμεινε μέσα του κάνοντας ακόμη πιο δυστυχισμένη τη ζωή του.
Μια ζωή ουσιαστικά τραυματισμένη κιόλας από τότε που ήτανε παιδί. Η ευθύνη για τη καταστροφή της ζωής του βαραίνει αποκλειστικά τη μητέρα του. Ήτο ψυχονευρωτική, φαντασμένη γυναίκα, που τον καταπίεζε με βασανιστικά ασφυχτική υπερφροντίδα θέλοντας να τονε προφυλάξει απ’ τους φανταστικούς κινδύνους της πραγματικότητας. Έφτασε στο σημείο να τοεν κρατά σχεδόν φυλακισμένο στο μοναχικό τους σπίτι, κάτι που συνέβαλε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ακόμη και μεγάλος απόφευγε τον κόσμο και σ’ αυτό τον κόσμο δεν μπόρεσε ποτέ του να εγκλιματιστεί, ούτε να τον αντιμετωπίσει, ούτε να τον αποδεχτεί. Η συνδιαλλαγή του μ’ αυτό το κόσμο καθημερινότητας, η ρεαλιστική επαφή μαζί του, δεν έγινε ποτέ. Παρέμεινε εκτός. Μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του έδινε την εντύπωση ενός ανώριμου ανθρώπου.
Το μεγάλωμα του μικρού επαφίεται πια στη βρεττανικής καταγωγής μητέρα του, τις 2 του θείες και το βιομήχανο παππού του φυσικά, που θέλησε να δώσει στο βιβλιοφάγο εγγονό του όλα τα μέσα για καλή ζωή. Ο μικρός αποστήθιζε ποίηση στα 2 του, στα 3 μπορούσε να διαβάσει και φτάνοντας στα 6 έγραφε πλέον κανονικά. Στα 5 του ολοκλήρωσε μάλιστα τις Αραβικές Νύχτες κι υιοθέτησε το ψευδώνυμο του Αμπντούλ Αλχαζρέντ, του Τρελλού Άραβα που ισχυριζόταν ο Λάβκραφτ ότι είχε γράψει το μυθικό Νεκρονομικόν. Αν και μέχρι τα έξι θα έχει ήδη ξεπεράσει τους Άραβες, καταβυθιζόμενος πλέον στην ελληνική μυθολογία μέσω των παιδικών εκδοχών της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Το παλιότερο εξάλλου σωζόμενο πόνημά του είναι ένα ποίημα του 1897, Το Ποίημα Του Οδυσσέα, που είναι εμπνευσμένο από τα ομηρικά έπη.
Παιδί-θαύμα, άρχισε να γράφει ποίηση από τα 6 του κι ο παππούς του, Whipple Van Buren Phillips, τον ενθάρρυνε σε τούτο, ωθώντας τον να διαβάζει τους κλασσικούς. Η υγεία του ήταν μόνιμα προβληματική και γι’ αυτό αναγκάστηκε να διακόψει το γυμνάσιο πριν το τελειώσει. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έζησε έγκλειστος, σχεδόν μοναχικός κι απομονωμένος σ’ ένα σιωπηλό σπίτι, κατοικημένο απ’ τα φαντάσματα των διαβασμάτων του. Γιατί αυτή η μισοαναπηρία του είχε και τη θετική πλευρά της. Τον οδήγησε με πάθος στο διάβασμα και στη μελέτη. Ήτανε πανέξυπνος (λέγεται ότι άρχισε να διαβάζει από 3 ετών), σχεδόν ιδιοφυής. Κι έτσι πολύ γρήγορα μέσα σ’ αυτή του την ονειρική απομόνωση άρχισε να οικοδομεί το δικό του παράξενο, τρομώδη κόσμο, ένα κόσμο που είχε πολύ λίγη σχέση με τη γύρω πραγματικότητα. Ή τουλάχιστον, η πραγματικότητα μετασχηματιζόταν απ’ τα οράματα και τους εφιάλτες της ταραγμένης μοναξιάς του. Το μεγαλύτερο και περισσότερο υλικό της δουλειάς του αντλήθηκε απ’ αυτόν τον υπερφυσικό κόσμο που έχτισε στα χιμαιρικά τοπία των ονείρων του.
Παρά το ιδιαιτέρως νεαρό της ηλικίας του, φαίνεται πως ανακάλυψε το απόκοσμο λογοτεχνικό σύμπαν του ήδη από παιδί, όπως υποδεικνύουνε τουλάχιστον οι αναφορές στα 1α αυτά γραπτά του, που τα περισσότερα δε σωθήκανε δυστυχώς. Ως εντελώς μοναχικό και φιλάσθενο αγόρι, κατέφευγε στη λογοτεχνία για να βρει παρηγοριά από τις δυσκολίες της ζωής. Στο σχολείο πήγαινε σποραδικά, καθώς οι δικές του αναζητήσεις φαινόταν να του κομίζουν όλες τις γνώσεις που ήθελε: στα οχτώ του ήρθε σε επαφή με την επιστήμη, τη χημεία αρχικά και μετά την αστρονομία, και πλέον έγραφε σχολικές εφημερίδες που μοίραζε στους συμμαθητές του. Ο παππούς του κανόνισε να κάνει μαθήματα κατ’ οίκον ο μικρός, που φαινόταν να τα παίρνει τα γράμματα και με το παραπάνω. Στο Γυμνάσιο φάνηκε να τα πηγαίνει καλά με τους συμμαθητές και τους δασκάλους του, κάνοντας πραγματικούς φίλους και μαθαίνοντας νέες γνώσεις για πολλά και διάφορα. Ήδη από το 1906 θα ξεκινήσει περιοδικά να δημοσιεύει κείμενα σε εφημερίδες κι επιθεωρήσεις, κρατώντας μάλιστα τη δική του μηνιαία αστρονομική στήλη σε διάφορα έντυπα του Ροντ Άιλαντ!
Ήτανε φιλάσθενο παιδάκι. Έπασχε από σπάνια ασθένεια αίματος, (poikilothermism), πράγμα που τον έκανε να φαίνεται πάντα κρύος στο άγγιγμα. Έτσι δε πήγαινε τακτικά σχολείο μα διάβαζε πάρα πολύ κι έγραφε από 9χρονών στη τοπική μικρής κυκλοφορίας εφημερίδα, The Scientific Gazette. Το 1904, πεθαίνει ο παππούς του κι όλη η οικογένεια υποφέρει λόγω κακής διαχείρισης χρημάτων. Ο μικρός επηρεάστηκε πάρα πολύ απ’ όλα τούτα κι έφτασε σε σημείο να σκέφτεται την αυτοκτονία. Ένας νευρικός κλονισμός που ‘ρθε το 1908, είχε σα συνέπεια, να μη πάρει ποτέ απολυτήριο γυμνασίου. Αυτή η αποτυχία τον ακολούθησε σ’ όλη του τη ζωή, γιατί λαχταρούσε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, αλλά πάντως δήλωνε όπου εμφανιζόταν, απόφοιτος γυμνασίου. Παρά ταύτα, ήταν αυτοδίδακτος πολυμαθής κι όλοι του λέγαν ότι δεν έχει να ντρέπεται για τίποτα, καθώς μόνος είχε καταφέρει πραγματικά πάρα πολλά σε επίπεδο γνώσης.
Πέρασε τη 5ετία 1908-1913 σαν να ήταν ερημίτης, εγκαταλείποντας τόσο τη ποίηση όσο και τα αστρονομικά ενδιαφέροντά του. Το μόνο που έκανε πια ήταν να βαθαίνει τη παθολογική σχέση αγάπης-μίσους με τη μητέρα του, η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του συζύγου της. Ο Λάβκραφτ βγήκε από τη δύσκολη αυτή περίοδο εντελώς αλλαγμένος, εξοργισμένος τώρα από τη φτηνή ερωτική λογοτεχνία που σάρωνε στα χρόνια του. Κι έτσι θα αποκτήσει φήμη στρεφόμενος κατά των λαϊκών συγγραφέων και επιδιδόμενος σε σφοδρή πολεμική εναντίον τους! Οι αρχές του 1914 θα τον βρουν να διατηρεί το δικό του περιοδικό ως ερασιτέχνης εκδότης, τον Συντηρητικό, που θα μετρήσει 13 τεύχη μέχρι το 1923. Ταυτοχρόνως, ο γραφιάς στέλνει ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά, βρίσκοντας λες τον παλιό καλό εαυτό του.
Οι αναγνώστες του τονε καλούσαν να γράψει μυθιστόρημα, καθώς δε χορταίνανε τα σύντομα διηγήματά του. Ακόμα και καθιερωμένοι συγγραφείς της εποχής τονε συμβούλευαν να ξαναπιάσει τη λογοτεχνική πένα, καθώς είχε δείξει σημάδια μεγαλοφυΐας ήδη από το 1905 με Το Τέρας στη Σπηλιά και το 1908 με τον Αλχημιστή, που αποκάλυπταν φαντασία που κάλπαζε.
Ήτανε παραχαϊδεμένος, ντροπαλός, ευαίσθητος, ονειροπόλος κι εσωστρεφής. Σ’ όλη τη στενάχωρη ζωή του έμεινε ένα απροσάρμοστο παιδί, ανίκανο να χειριστεί ακόμα και τα πιο ασήμαντα πραχτικά ζητήματα της καθημερινότητας. Δικαιολογούσε την αδυναμία του και την αδράνειά του θέλοντας να πιστεύει πως ήταν ένας τζέντλεμαν· και φυσικά, ένας κύριος περιφρονεί τις εμπορικές συναλλαγές και δεν καταδέχεται να εργαστεί το θεωρεί υποτιμητικό κι ούτε καν μπορεί να διανοηθεί ότι είναι ποτέ δυνατόν η λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί για βιοποριστικούς λόγους. Κάτι τέτοιο θα ήταν ντροπή, ιεροσυλία. Είναι φυσικό, λοιπόν, μια τέτοια αντίληψη για τη ζωή να μη του επιτρέπει να κερδίζει ούτε καν τα στοιχειώδη. Αλλά χωρίς αυτά δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει κανείς. Είναι περίεργο ωστόσο πώς ένας υπέρτατα ορθολογιστής κι υλιστής, όπως ήταν στο βάθος του ο Λάβκραφτ, να μη καταφέρει ποτέ του να εξοικονομήσει έστω και τ’ απαραίτητα για να ζήσει. Αναμφισβήτητα ήταν μια αινιγματική, αντιφατική προσωπικότητα, ένα εξαιρετικά προβληματικό άτομο. Παράξενος και κλειστός άνθρωπος, δύστροπος και δύσκολος. Ξεκίνησε πάντως με ποίηση κυρίως, αλλά το 1917 κάνει στροφή προς τη μυθιστοριογραφία.
Το 1921, το χρόνο που πέθανε η μητέρα του και που για να πληρώνει το νοσοκομείο της αναγκαζόταν να διορθώνει διηγήματα άλλων, αγράμματων συγγραφέων και συγκλονισμένος και πάλι, από τον θάνατο της μητέρας του αυτή τη φορά, μάζεψε τα κομμάτια του και πήγε σε ένα συνέδριο ερασιτεχνών δημοσιογράφων στη Βοστώνη τον Ιούλιο του 1921, όταν ο έρωτας θα του χτυπήσει τη πόρτα! Γιατί εκεί θα γνωρίσει την κατά εφτά χρόνια μεγαλύτερή του Σόνια Χαφτ Γκριν, μια ουκρανορωσοεβραία καπελού που είχε γνωστό μαγαζί στη 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης κι ήτανε και πρόεδρος σε ένα τοπικό σύλλογο. Το 1924 το ζευγάρι πάει στη Ν.Υόρκη, και παρά τις αντιρρήσεις των δικών της παντρεύονται στις 3 Μάρτη. Μετά τη γαμήλια τελετή σπιτώθηκε στην οικία της συζύγου του κι όλα έδειχναν ρόδινα, καθώς είχε μόλις εξασφαλίσει επαγγελματική καρριέρα ως συγγραφέας πουλώντας ένα καλό μέρος των πρώτων του γραπτών στο νεοϊδρυθέν τότε και κλασσικό μετά περιοδικό Weird Tales (πρωτοεκδόθηκε το 1923). Σε λίγο αρχίζουνε τα προβλήματα: σχεδόν αμέσως, το καπελάδικο της Γκριν φαλίρισε, ο Λάβκραφτ απέρριψε μια καλή επαγγελματική πρόταση που θα τον έφερνε στο Σικάγο κι η σύζυγος κλείστηκε τελικά σε σανατόριο, καθώς η υγεία της είχε επιβαρυνθεί.
Ο Χάουαρντ προσπάθησε να βρει μια δουλίτσα για να πληρώνει την αλμυρή αμοιβή του σανατορίου, ανακάλυψε ωστόσο ότι κανείς δεν ήτανε διατεθειμένος να προσλάβει ένα 34χρονο άντρα χωρίς εμπειρία στη πλάτη του. Την Πρωτοχρονιά του 1925, η Σόνια μετακόμισε στο Κλίβελαντ για να πιάσει εκεί δουλειά κι ο Χάουαρντ πήγε να ζήσει σε γκαρσονιέρα σε κακόφημη γειτονιά του Μπρούκλιν. Δεν μπορεί να ζήσει στο χάος της μεγαλούπολης. Ο ρυθμός της κι οι άνθρωποι της τον απωθούν. Ο εκδότης του περιοδικού του προσφέρει τη θέση του διευθυντή στο περιοδικό, αλλά με τον όρο να πάει να μείνει στο Σικάγο που βρίσκονται τα γραφεία του περιοδικού. Ο Λάβκραφτ αρνείται. Μέχρι το Νοέμβρη τα οικονομικά του ζευγαριού φτάνουνε σε απελπιστική κατάσταση. Ο Λάβκραφτ κάνει διάφορες δουλειές, αλλά οι δυσκολίες παραμένουνε κι αυξάνονται. Πουλάνε το πιάνο της Σόνια αλλά τα πράγματα δε διορθώνονται. Και τότε ο Λάβκραφτ αναγκάζεται να γίνει πλασιέ. Γυρίζει από πόρτα σε πόρτα πουλώντας διάφορα πράγματα. Οι επιπτώσεις που είχε αυτή η δουλειά πάνω σ’ αυτόν τον ευγενικά σιωπηλό άνθρωπο, δουλειά που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα βαθύτερα πιστεύω του για τη ζωή, είναι τρομερές. Πνίγεται, υποφέρει βουβά, η πληγή μέσα του μεγαλώνει κι αυτός αγωνίζεται ν’ αντέξει. Παρ’ όλες τις προσπάθειές του όμως, δεν καταφέρνουν να καλυτερέψουνε τη ζωή τους, Η μοντέρνα πόλη με τ’ ανθρώπινα κοπάδια της, που αποτελούνται απ’ όλες τις φυλές του κόσμου, του προκαλεί απέχθεια, τον αηδιάζει. Αυτός που στάθηκε πάντα ο εραστής της Νέας Αγγλίας και του αγαπημένου του Πρόβιντενς, με τα παλιά όμορφα γραφικά σπίτια και τα ήσυχα, γαλήνια δρομάκια, τα βουτηγμένα στη πράσινη σκιά των δέντρων, τώρα είναι υποχρεωμένος να ζει στο κέντρο μιας Βαβυλώνας, μέσα σε μια βαρβαρική πανσπερμία ήχων. Η απάνθρωπη ατμόσφαιρα της πόλης, τα παραφθαρμένα αγγλικά που ακούει κι οι λαβυρινθώδεις δρόμοι της τονε διώχνουν. Αυτή η αποστροφή του για τη πόλη της Ν. Υόρκης θα βγει αργότερα στο διήγημα The Horror at Red Hook, που χαρακτηρίστηκε λογοτεχνικό δηλητήριο.
Ωστόσο, τα προβλήματα του ζευγαριού συνεχίζονται. Μέρα με την ημέρα οδηγούνται σε αδιέξοδο. “Αν μπορούσα να γυρίσω στο Πρόβιντενς“, γράφει σ’ ένα φίλο του, “στην ευλογημένη πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, θα ήμουν ευτυχισμένος“. Και τελικά γυρίζουνε στο Πρόβιντενς. Αλλά ούτε κι εκεί η ζωή τους καλλιτερεύει. Τώρα είναι η Σόνια που εργάζεται για να ζήσουν. Αλλ’ αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί ν’ αντέξει ο σεμνός Λάβκραφτ. Κι έτσι, το 1929 χωρίζουν πια οριστικά, δίνοντας έτσι τέλος σε μια φθορά κι ένα χωρισμό που έχουν αρχίσει ουσιαστικά πολύ πιο πριν. Λίγα χρόνια μετά, συμφωνήσανε να πάρουνε φιλικό διαζύγιο. Πολλοί βιογράφοι του, πιθανολογούν αφυλία του κι αυτό ίσως να ‘φερε τη διάλυση του γάμου του κι ειδικά το μίσος που αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Αφού επιδόθηκε με τη γνώριμη μισάνθρωπη ρητορική του σε πολιτικά και οικονομικά ζητήματα κι έγινε τελικά υποστηρικτής του Ρούσβελτ στη Μεγάλη Ύφεση (και μετριοπαθής σοσιαλιστής!), συνέχισε να απορροφά γνώσεις από φιλοσοφία και λογοτεχνία μέχρι αρχιτεκτονική κι ιστορία. Αν κι η ζωή του έμελλε να γεμίσει και πάλι από κακουχίες και αναποδιές. Το 1932 πέθανε η πολυαγαπημένη του θεία και πήγε έτσι να ζήσει με τη 2η θεία του, καθώς τα γραπτά του, που γίνανε τώρα ιδιαιτέρως περίπλοκα και μακροσκελή, δεν σημειώνανε πωλήσεις. Για να συντηρείται αναγκάζεται να διορθώνει κείμενα άλλων και να γράφει με ψευδώνυμο ανάλαφρες ιστορίες.
Τώρα ζει μόνος με συντροφιά τα γράμματα των φίλων του συγγραφέων. Αλλά ζει φτωχικά, γιατί τα χρήματα που παίρνει απ’ τις διορθώσεις κειμένων είναι ασήμαντα. Δεν του περνά καν απ’ το μυαλό να πουλήσει δικά του διηγήματα. Αυτά τα γράφει κι ύστερα τα ξεχνά στο συρτάρι. Έτσι πρέπει να κάνει ένας βικτωριανός αριστοκράτης που θεωρεί τη λογοτεχνία ύψιστο λειτούργημα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο κακό έκανε στον εαυτό του μ’ αυτή τη νοοτροπία. Γιατί με την ανεδαφική ταχτική που ακολουθούσε, στερήθηκε και την αναγνώριση όσο ζούσε, αλλά έβλαψε και τον οργανισμό του. Ο ίδιος ομολογεί σ’ ένα γράμμα του: “Ευτυχώς, κατόρθωσα να περιορίσω τα αναγκαία προς το ζην“. Έτρεμε στη σκέψη μήπως και τον κατηγορήσουν ότι γράφει για να ζήσει. Κι έτσι, μέσα στην ψευδαίσθηση της πλασματικής ζωής που δημιούργησε, σχεδόν ερημίτης, σχεδόν αυτοεξόριστος από έναν κόσμο που καθημερινά σκότωνε ό,τι αυτός αγαπούσε, άρχισε σιγά-σιγά να φθείρεται και να φθίνει. Ήταν Άγγλος τζέντλεμαν σίγουρα, αλλά δυστυχώς μόνο στα όνειρά του.

Όλ’ αυτά τα χρόνια γράφει συνέχεια, άλλοτε με γρήγορο ρυθμό, άλλοτε με αργό. Μόνο το 1929, απασχολημένος με τα προβλήματα του διαζυγίου του δε γράφει τίποτα. Και ξαφνικά, κάνει κάτι παράξενο. Αρχίζει να ταξιδεύει. Πάει στον Καναδά και σε μερικές παλιές πόλεις της Αμερικής. Αλλ’ αυτό είναι μόνο ένα σύντομο ιντερμέτζο στη μοναχική ζωή του. Γρήγορα ξαναγυρίζει στο Πρόβιντενς και συνεχίζει πάντα να ζει όπως πριν. Βγαίνει μόνο τις απογευματινές ώρες για να δει κάποιο φιλμ ή για να κάνει έναν περίπατο στα ερημικά δρομάκια. Ολομόναχος μέσα στη σιωπή του. Γιατί ακόμη και στο Πρόβιντενς είχε πολύ λίγους φίλους. Στο μεταξύ κι όσο περνάει ο καιρός, η υγεία του όλο και χειροτερεύει. Είναι φυσικό. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει για πολύ, φυσιολογικά, τρώγοντας μόνο κονσερβαρισμένα φασόλια ή άλλα τέτοια φτηνά φαγητά. Το πενιχρό του εισόδημα μόνο τέτοια του επιτρέπει ν’ αγοράζει. Θα νόμιζε κανείς ότι επιδίωξε την αυτοκαταστροφή του. Ίσως γιατί πίστευε ότι ήταν ένας αποτυχημένος.
Κι είχε δίκιο να αισθάνεται έτσι. Οι οικογενειακές του κακοτυχίες, ο αποτυχημένος του γάμος, η στερημένη ζωή του, η έλλειψη αναγνώρισης ως συγγραφέα -σ’ όλη τη συγγραφική ζωή του έγινε γνωστός μόνο σ’ ένα στενό κύκλο λίγων φίλων του- κι η απογοήτευση ότι κυκλοφόρησε μόνον ένα μικρό βιβλίο όσο ζούσε, που μόλις και μετά βίας κάλυψε τα έξοδά του -το βιβλίο αυτό είναι The Shadow Οver Innsmouth, 1931- τον οδηγήσανε στη πικρή, απαισιόδοξη πίστη του. Πρέπει βέβαια, να παραδεχτεί κανείς ότι δεν είχε κι άδικο. Ήτανε πράγματι άτυχος. Και μ’ αυτή τη θλίψη θα πρέπει ν’ άφησε τη τελευταία του πνοή. Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ πέθανε στις 15 Μάρτη 1937 το πρωί, στο νοσοκομείο Τζέιν Μπράουν Μεμόριαλ από καρκίνο. Ήταν μόνο 46 χρονών. Θάφτηκε τρεις μέρες αργότερα στον οικογενειακό τάφο των Φίλιπς στο κοιμητήριο του Σουάν Πόιντ. Το θαύμα, όπως και σ’ άλλες ανάλογες περιπτώσεις συγγραφέων που πέθαναν άγνωστοι για να γίνουνε διάσημοι ύστερα, ήρθε μετά.
Άρχισε να γράφει από παιδί, αλλά τα πρώτα του κείμενα είναι ασήμαντα. Στο βάθος τους όμως, διαφαίνεται ο σπόρος του συγγραφέα που θ’ ανθίσει αργότερα. Από τα πιο παλιά του διηγήματα που θεωρούνται εντελώς αδέξια, είναι The monster in the cave, 1905, και The Alchemist, 1908. Στα 16 εκδίδει το The Rhode Island Journal of Astronomy ενώ παράλληλα γράφει γι’ αστρονομικά θέματα στη Tribiun του Πρόβιντενς. Στη συνέχεια, αρχίζει ν’ ασχολείται με τη φανταστική λογοτεχνία, που ήτανε και το μεγάλο του πάθος, αλλά χωρίς καμιά επιτυχία. Και γι’ αυτό, μετά το 1908, την εγκαταλείπει για να στραφεί στη ρεαλιστική. Η πεζογραφία κι η ποίησή του όμως, καρποί αυτής της στροφής, είναι πολύ κακές, σημειώνει ο κριτικός του Λιν Κάρτερ. Το 1917, ξαναγυρίζει στη φανταστική λογοτεχνία και της αφοσιώνεται ως το τέλος της ζωής του.
To The Tomb, 1917, ένα από τα πρώτα του διηγήματα, είναι επηρεασμένο από τον Πόε (1809-1849), ενώ το Dagon; γραμμένο τον ίδιο χρόνο, παρ’ όλο που είναι πιο προσωπικό, δεν παύει ωστόσο να ‘ναι μόνο μια απόπειρα. To Polaris, το μοναδικό διήγημα που γράφει το 1918, ελάχιστα διαφέρει σε ποιότητα από τα διηγήματα του προηγούμενου χρόνου. Περιγράφει το αρχαίο πολικό βασίλειο του Λομάρ, που είναι μια από τις πρώτες ονειροχώρες του. Το 1919, γνωρίζει το συγγραφέα που θα τον επηρεάσει περισσότερο και βαθύτερα από τον Πόε, το λόρδο Ντάνσανι (1878-1957). Η ονειρική και μαγική ατμόσφαιρα του Ιρλανδού συγγραφέα κι η ευγενική καταγωγή του ήτανε φυσικό να γοητέψουνε το Λάβκραφτ, που γράφει αμέσως κιόλας μέσα στο 1919 4 διηγήματα έντονα επηρεασμένα απ’ αυτόν, είναι τα: Beyond the Wall of Sleep, The Doom that came to Sarnath, The Statement of Randolph Carter, The White Ship.
Αλλά και τα διηγήματα του 1920 συνεχίζουν να ‘ναι επηρεασμένα από τον Ντάνσανι. Ο χρόνος αυτός είναι παραγωγικός. Γράφει 8 διηγήματα, που είναι τα: Arthur Jermyn (The White Ape), The Cats of Ulthar, χαραχτηριστικό δείγμα του τρόπου που ο Λάβκραφτ σκιαγραφούσε υπαινιχτικά το μακάβριο σ’ αυτές τις πρώτες του απόπειρες, Celephais (για μένα τον Πάτροκλο, το κορυφαίο των κορυφαίων διηγημάτων του), From Beyond, The Picture in the House, The Temple, The Terrible Old Man και The Tree. Στα κείμενα αυτής της περιόδου θα συναντήσει κανείς και τα πρώτα σύμβολα της Μυθολογίας Κθούλου. Το ίδιο παραγωγικό είναι και το 1921. Αρχίζει με το διήγημα The Moon-Bog. Ακολουθεί το The Music of Erich Zann. To διήγημα αυτό, παρ’ όλο που είναι επηρεασμένο από τον Πόε, έχει δικό του ύφος και προσωπικότητα. Είναι από τα λίγα διηγήματά του που εκφράζεται ο βαθύτερος εαυτός του συγγραφέα αλλά και το κοινωνικοπολιτικό του περιβάλλον. Με βαθειά μελαγχολία τραγουδά το χαμένο παρελθόν και τις κομμένες ρίζες απ’ αυτό. To The Nameless City θεωρείται το 1ο διήγημα απ’ τον κύκλο της Μυθολογίας Κθούλου κι είναι βασισμένο σ’ όνειρό του. Ο φανταστικός τρελός Άραβας ποιητής Αμπντούλ Αλχαζρέντ, που έγραψε το βλάσφημο Νεκρονομικόν, κάνει εδώ τη 1η του εμφάνιση. Το αραβικό αυτό όνομα είναι ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Λάβκραφτ παιδί, γοητευμένος απ’ τις Χίλιες και μια Νύχτες. Στο 1921 ανήκουν τα παρακάτω διηγήματα: The Other Gods, The Outsider, The Quest of Iranon και το Herber West: Reanimator, που είναι μια παραλλαγή του φρανκεσταϊνικού θέματος.
Το 1922, γράφει το The Hound, που θεωρείται η 2η ιστορία Κθούλου, το Hypnos και το The Lurking Fear. To 1923, γράφει το The Festival· είναι η 3η ιστορία Κθούλου. To The Rats in the Walls θεωρείται από τα πιο τρομαχτικά διηγήματά του. Βασίζεται στις πανάρχαιες φρυγικές τελετουργίες ανθρωποφαγίας. Τα μουχλιασμένα υγρά υπόγεια ενός αρχαίου σπιτιού, με τ αηδιαστικά τρωκτικά να περιφέρονται χαρχαλεύοντας μέσα σε μια αποτρόπαιη ατμόσφαιρα που αποπνέει αποστροφή κι αποσύνθεση, καθιστούνε το διήγημα μια από τις ωραιότερες ιστορίες τρόμου. Το 1924, γράφει το Imprisoned with the Pharaohs και το The Shunned House. To 1925, γράφει το He, το The Horror at Red Hook, που εκφράζει, την απέχθειά του για τη Ν.Υόρκη και το In the Vault.
To 1926 είναι από τις πιο δημιουργικές περιόδους του Λάβκραφτ. Αρχίζει με το The Call of Cthulhu. Η νουβέλα αυτή αποτελείται από 3 διαφορετικά διηγήματα, που επί μέρους στοιχεία τους αλληλοσυνδέονται αποτελώντας μια πλήρη ενότητα. Το 1ο, είναι το The horror in clay, αναφέρεται σ’ ένα πήλινο πλακίδιο με περίεργα ιερογλυφικά και σ’ ένα ειδώλιο απαίσιου τέρατος. Στο 2ο το The tales of inspector Legrasse, ο επιθεωρητής Λεγκράς αφηγείται τη σύλληψη μιας θρησκευτικής ομάδας, που σε κάποια ερημική τοποθεσία της Ν. Ορλεάνης εκτελούσε μια μυστηριώδη τελετουργία γύρω από ένα άγαλμα που είχε τα χαρακτηριστικά του ειδώλου του προηγούμενου διηγήματος. Το 3ο, The madness from the sea, περιγράφει ένα φοβερό νησί με κυκλώπεια τείχη που αναδύθηκε απ’ τη θάλασσα. Η πόλη του νησιού είναι η μυθική Ρ’λύε και το τέρας που βρίσκεται παγιδευμένο σ’ αυτή και που ‘χει τα χαρακτηριστικά των αγαλμάτων των προηγούμενων διηγημάτων είναι ο περίφημος Κθούλου. To The Call of Cthulhu αναδείχνει τη μαεστρία του να παγιδεύει τον αναγνώστη και να τον οδηγεί σταδιακά στην ανησυχία δημιουργώντας του τη ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας. Για να το πετύχει χρησιμοποιεί πλήθος στοιχεία. Το δημοσιογραφικό ύφος, που πιστεύει ότι είναι το μόνο κατάλληλο να περιγράψει αληθινά γεγονότα. Αναφέροντας ακόμη φανταστικά βιβλία, το Νεκρονομικόν; καθαρά φανταστικό βιβλίο, ανάμεσα σ’ άλλα υπαρκτά, όπως το The Golden Bough του Τζέιμς Φρέιζερ (1854-1941) ή το The Witch-Cult in Western Europe της Μάργκαρετ Μάρεϊ (1862-1963), όπως επίσης κι αποκόμματα εφημερίδων της εποχής του, καταφέρνει να προσδώσει στο διήγημά του μιαν άλλη γεύση αυθεντικότητας. Ο αναγνώστης τρομάζει με τη φρίκη που παραμονεύει τον ήρωα κι όχι γιατί τρομάζει ο ήρωας, που αθώος συνήθως, δεν μπορεί να φανταστεί τι τον περιμένει. Αυτό το στοιχείο, που αργότερα πολλοί θα προσπαθήσουν να μιμηθούν, είναι και η μεγάλη δεξιοτεχνία του. Στη πλούσια σοδειά του 1926 ανήκουν επίσης το Cool Air, το Pickman’s Model, το The Silver Key και το The Strang High House in the Mist. Τα 2 τελευταία είναι και πάλι επηρεασμένα από το ονειρικό κλίμα του Ντάνσανι.
Το 1927, ο Λάβκραφτ γράφει μια από τις ωραιότερες νουβέλες του, το The Colour out of Space. Κάτι άγνωστο, μυστηριώδες, ανεξήγητο, κάτι ζωντανό όμως, ίσως μια εξωανθρώπινη οντότητα, έρχεται απ’ τα βάθη του διαστήματος και πέφτει σε μια έρημη περιοχή. Ύστερ’ από λίγο ολόκληρη αυτή η περιοχή θ’ αρχίσει να φέρεται παράξενα. Οργανικά κι ανόργανα στοιχεία της μοιάζουνε στοιχειωμένα, η φύση ολόκληρη μοιάζει να μην υπακούει στους φυσικούς νόμους. Είναι από τα λίγα διηγήματα του Λάβκραφτ που η συγγραφική του δεινότητα εκτίθεται σ’ όλη της την ομορφιά. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, το διήγημα υποβάλλει τη σύγχρονη ατομική εποχή, αλλά περιέχει και κάτι ακόμα, τον αιώνιο τρόμο του ανθρώπου που έχει συνειδητοποιήσει την ασημαντότητα του μέσα στο χάος που τον περιβάλλει. Ο Λάβκραφτ δείχνει τώρα καθαρά πως έχει καταχτήσει τα εκφραστικά του μέσα, έχει μορφώσει ένα προσωπικό ύφος και καταφέρνει, όχι πάντα βέβαια, να υποτάσσει τις εμπνεύσεις του σε μια πιο αρχιτεκτονημένη σύνθεση. Το ίδιο συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του The Case of Charles Dexter Ward, γραμμένο στα τέλη του 1927 και στις αρχές του 1928, που περιγράφει τη περίπτωση του… βλάσφημου συγγραφέα Μπορέλους, που έχει ανακαλύψει το μυστικό της ανάστασης των νεκρών. Για το μυθιστόρημα αυτό, αλλά και για το The Shadow out of Time (1934), ο κριτικός και συγγραφέας Κόλιν Ουίλσον (1931-) γράφει ότι αυτά τα 2 έργα φτάνουν οπωσδήποτε στο ύψος του κλασσικού πρότυπου μιας καλής ιστορίας φρίκης, ενώ 12 άλλα έργα του ασφαλώς αξίζει να επιζήσουν.
Το 1928, γράφει το The Dunwich Horror, που θεωρείται κι αυτό απ’ τα καλλίτερα του. Με το δικό του χαρακτηριστικό τόνο και τρόπο σχεδιάζει τη μυστηριώδη, μυθική περιοχή του Ντάνγουιτς, που βρίσκεται κάπου στη Μασαχουσέτη, και τυλίγει με ανησυχητική αβεβαιότητα κι αδιόρατο φόβο το μοναχικό σπίτι των Γουίτλι. Τα τέρατα περιμένουν κι εδώ αθέατα στο πίσω σκοτάδι, έτοιμα να επιτεθούν μόλις τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία ή όταν καλλιεργηθεί το έδαφος. Τελικά θα εξοριστούν αλλά δε θα καταστραφούν. Πανίσχυρα κι αθάνατα σαν τον άνθρωπο, μια κι είναι λογοτεχνικές προβολές του ανθρώπινου υποσυνείδητου, θα υποχωρήσουν για να ετοιμάσουνε ξανά την επόμενη επίθεσή τους. Τα στοιχεία της μυθολογίας Κθούλου πληθαίνουν εδώ κι αποχτούν μια κάποια έστω και ρευστή μορφή. Το Νεκρονομικόν ξανακάνει τη θριαμβευτική εμφάνισή του, γίνεται και πάλι λόγος για το Κθούλου, την ονειρική πόλη Καντάθ κι εμφανίζεται μια καινούργια θεότητα, η Σουμπ-Νιγκουράθ. Ο Λάβκραφτ όπως συνηθίζει στα περισσότερα έργα του, αφήνει για τις τελευταίες γραμμές τη ξαφνική λύση, που φροντίζει να ‘ναι τέτοια ώστε να δημιουργεί ένα τρομαγμένο ξάφνιασμα κι αφού προηγουμένως έχει οδηγήσει σ’ αυτή μ’ έναν αριστοτεχνικά μαιανδρικό δρόμο τον αναγνώστη του.
Στο ίδιο περίπου κλίμα κι ατμόσφαιρα κινείται και το The Whisperer in Darkness, το μοναδικό έργο που έγραψε το 1930. Πολλοί μελετητές του τοποθετούν το διήγημα αυτό ανάμεσα στα κορυφαία του. Εδώ γίνεται λόγος για τους τερατόμορφους Μεγάλους Παλαιούς και για τις προσπάθειές τους να ξαναεισβάλλουνε στη γη. Ο αναγνώστης ζει το αβέβαιο, ανατριχιαστικό, κλειστοφοβικό κλίμα του υπαινιχτικού τρόμου που διαποτίζει τη σχεδόν «γοτθική» ατμόσφαιρα φορτίζοντάς την και που πυκνώνει σταδιακά δημιουργώντας μια ασφυχτική, αποπνιχτική ένταση άγχους ως το απρόοπτο τέλος, που αφήνει όμως, πάντα μια υποψία ανήσυχης συνέχειας. Στο διήγημα εντοπίζονται στοιχεία δανεισμένα από άλλους συγγραφείς, που τα κείμενά τους διόρθωνε ο Λάβκραφτ. Τώρα τα ενσωματώνει στη δουλειά του πλουτίζοντας έτσι τη μυθολογία του. To Whisperer είναι επηρεασμένο απ’ το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Τσέιμπερς (1865-1933), The King in Yellow, αλλά τώρα η επίδραση έχει χωνευτεί κι αφομοιωθεί τόσο δημιουργικά, απόλυτα και τέλεια ώστε μόνο τα ονόματα των ηρώων να θυμίζουνε τη προέλευσή του.
Δυο απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα, το The Shadow over Innsmouth, και το At the Mountains of Madness, είναι γραμμένα το 1931. Στο 1ο περιγράφει το μισοερειπωμένο και θλιβερό λιμάνι του Ίννσμουθ και τους τερατώδεις ιχθυόμορφους κατοίκους των βυθών που ενώνονται με τους ανθρώπους γεννώντας τέρατα, τους αυριανούς ίσως κατοίκους της γης. Σε κανένα άλλο διήγημα δεν καταφέρνει να περιγράψει τόσο πετυχημένα τη μελαγχολικά έρημη, γκρίζα ατμόσφαιρα του Ίννσμουθ, όπως το κάνει εδώ. Διαφορετικό είναι το κλίμα κι η ατμόσφαιρα της 2ης νουβέλας. Πέρ’ από τους πάγους της Αρκτικής βρίσκονται τα τερατώδη, γιγάντια ερείπια των Μεγάλων Παλαιών, που ανακλούνε το μέγεθος των πανάρχαιων κατοίκων τους. Μια επιβλητική ατμόσφαιρα υποψίας για κάτι αδιόρατο και τρομερό που σε παρακολουθεί με αόρατα άδεια μάτια από παντού, στοιχειώνει ολόκληρο το έργο. Ο τρόμος άμορφος, απρόσωπος και συγκεχυμένος, όπως σ’ έναν εφιάλτη, μοιάζει να καραδοκεί και να παραμονεύει συσπειρωμένος σε κάθε γωνιά ή σκιά ή σιωπή του εξουθενωτικού αυτού χώρου. Η ασημαντότητα των όντων αλλά παράλληλα και η δυναμικότητά τους, το πάθος τους για ύπαρξη κι η πάλη τους να πετύχουνε το ακατόρθωτο και να ερευνήσουν το άγνωστο, παρουσιάζεται εδώ, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεγαλοπρέπειας και δέους. Μες απ’ αυτό το αριστούργημα ο Λάβκραφτ κατορθώνει επίσης να συλλάβει και την ιδέα της εξελιχτικής ανόδου και πτώσης των πολιτισμών. Στο At the Mountains of Madness, υπάρχει ένας μακρινός απόηχος απ’ τον Αρθουρ Γκόρντον Πυμ, του Πόε κι απ’ το First and Last Men, του Όλαφ Στάπλεντον (1886-1950), αλλά είναι μόνο ένας απόηχος. Έχει αφομοιώσει πλέον εντελώς τα διδάγματα των δασκάλων, έτσι που να μη διακρίνεται καθόλου η επιρροή τους.
Το 1933, ξαναγράφει 2 ντανσανικά διηγήματα, το The Dreams in the Witch-House και το Through the Gates of the Silver Key. To 1933, γράφει μόνον ένα διήγημα χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, το The Thing on the Doorstep, που ανήκει στον κύκλο της μυθολογίας Κθούλου. To The Shadow out of Time, που γράφτηκε το 1934, θεωρείται το σπουδαιότερο λογοτεχνικό κατόρθωμά του. Η διήγηση προσπαθεί να έχει κάτι το τιτανικό, κι ως ένα σημείο το κατορθώνει- κι η περιγραφή των κοσμικών πολιτισμών είναι εντυπωσιακή. Η δημιουργική φαντασία του στο έργο αυτό στοχεύει σε απίθανα ύψη. Το 1935, γράφει το In the Walls of Eryx, που είναι και το μοναδικό διήγημα επιστημονικής φαντασίας του Λάβκραφτ. To The Haunter of the Dark είναι το τελευταίο διήγημα που έγραψε πάνω στη μυθολογία Κθούλου. Αναφέρεται στο Λαμπερό Τραπεζόεδρο, ένα λατρευτικό αντικείμενο που προέρχεται απ’ το μυστηριώδη, σκοτεινό πλανήτη Γυογγόθ -έτσι ονόμαζαν οι Μεγάλοι Παλαιοί τον πλανήτη Πλούτωνα- και σχετίζεται με τη λατρεία του θεού Νυαρλαθοτέπ, που είναι βασικός πρωταγωνιστής στη μυθολογία Κθούλου. To The Evil Clergyman, μάλλον ασήμαντο διήγημα, που βρέθηκε το 1937 στα χαρτιά του, μετά το θάνατο του, θεωρείται και το κύκνειο άσμα του.
Έγραψε ακόμα την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη Supernatural Horror in Literature, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1927 στο περιοδικό The Hermit και τη ποιητική συλλογή The Fungi from Juggoth, που είναι μια άτυχη απομίμηση της ποιητικής του Πόε. Μερικά ποιήματα της συλλογής ξεχωρίζουν, αλλά γενικά η ποιητική του απόπειρα θεωρείται αποτυχημένη, Η λογοτεχνική εργασία του δεν έγινε αμέσως γνωστή γιατί δημοσιεύτηκε κυρίως στα λαϊκά περιοδικά της εποχής του, που είχανε περιορισμένη κυκλοφορία κι ορισμένο κοινό. Όλα σχεδόν τα διηγήματα του κι οι νουβέλες του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Weird Tales, που εκδόθηκε 1η φορά το 1923, δίνοντας ώθηση στη φανταστική λογοτεχνία. Μες από τις σελίδες του έγιναν γνωστοί πάρα πολλοί συγγραφείς, όπως ο Χένρι Γουάιτχεντ (1882-1932), ο Κλαρκ Άστον Σμιθ (1892-1961), ο Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ (1903-), ο Ρόμπερτ Χάουαρντ (1906-1936), ο Καρλ Γιάκομπι (1908-), ο Φριτς Λάιμπερ, ο Ρόμπερτ Μπλοχ, ο Ρέι Μπράντμπερι, και πολλοί άλλοι. Λιγώτερα διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Amazing Stones, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1926, και στο Astounding Science Fiction, που εκδόθηκε 1η φορά το 1930.
Η τελευταία 10ετία της ζωής του ήταν η πιο παραγωγική. Σε τούτη έγραψε τα περισσότερα και καλύτερα του μυθιστορήματα. Παρόλαυτά, αντί να πλουταίνει, φτώχαινε κι αναγκαζότανε χρονιά τη χρονιά, να ζει όλο και πιο οικονομικά. Επηρεάστηκεν επίσης κι από την αυτοκτονία του Robert E. Howard (συγγραφέα του Κόναν) κι όλ’ αυτά είχαν αποτέλεσμα να του διαγνωστεί υποσιτισμός και καρκίνος του εντέρου, το 1936. Κοντοζυγώνοντας ο θάνατος, συνειδητοποίησε τη γυμνή αλήθεια, ότι το έργο του ήτανε καταδικασμένο να ξεχαστεί. Κι αυτό γιατί παρά τη πρόσκαιρη επιτυχία και τις πωλήσεις, δεν είχε εκδώσει ποτέ πραγματικό βιβλίο στη ζωή του (εκτός από το βεβιασμένο κι ωμό Η Σκιά πάνω από το Ίνσμουθ)! Οι 60 ιστορίες και τα τόσα δοκίμια και ποιήματά του ήτανε διασκορπισμένα σε μια σειρά λογοτεχνικών και παραλογοτεχνικών περιοδικών και πίστεψε πως θα τα κάλυπτε όλα η λήθη. Μέχρι τότε βέβαια ο καρκίνος που κατέτρωγε τα έντερά του είχε προχωρήσει τόσο που τίποτα δεν μπορούσε να γίνει. Αρχινά να υποφέρει από εφιάλτες και μια σπάνια ευαισθησία στο κρύο κι αγκομαχεί να βγάλει τον χειμώνα του 1936-1937, όταν ο ανείπωτος πόνος θα τον αναγκάσει τελικά να μπει στο νοσοκομείο τον Μάρτη του 1937, όπου κι άφησε την τελευταία του πνοή 5 μέρες αργότερα, στις 15 του ίδιου μήνα. Έζησε χωμένος βαθιά σε μιζέρια κι απέραντο πόνο, για ένα περίπου ολάκερο έτος. Στις 15 Μάρτη 1937 πεθαίνει στη Providence και θάβεται στο Swan Point Cemetery, μόλις 47 ετών!
Αλλά αν είναι σήμερα γνωστός, αν μελετούν το ύφος του, τη θεματική του, τον εσωτερικό προβληματισμό του και τη λογοτεχνική του ποιότητα, αν τον αποκαλούν άρχοντα της φαντασίας, μοναδικό δεξιοτέχνη στο χειρισμό του μακάβριου, δάσκαλο στο σχεδίασμα της ατμόσφαιρας υπερφυσικού τρόμου, κι αν έχει μεταφραστεί σε δώδεκα τουλάχιστον γλώσσες και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αμερικής, αυτό οφείλεται στην αγάπη ενός ανθρώπου, του συγγραφέα Όγκαστ Ντέρλεθ (1909-1971). Ο Λάβκραφτ ήταν μανιώδης αλληλογράφος -του αποδίδονται τουλάχιστον 100.000 γράμματα, μερικά έφταναν τις 60 μέχρι 70 σελίδες -κι αλληλογραφούσε με πολλούς φίλους του συγγραφείς. Ένας απ’ αυτούς ήτανε κι ο Όγκαστ Ντέρλεθ. Έτσι, 2 χρόνια μετά το θάνατο του, ο Ντέρλεθ που τον λάτρευε και τον πίστευε, μαζί με τον Ντόναλντ Γουόντρεϊ (1908-) δημιουργήσανε τον εκδοτικό οίκο Άρκαμ (είναι το όνομα μιας φανταστικής πολιτείας στη Μασαχουσέτη κι αυτό λογοτεχνικό δημιούργημα του Λάβκραφτ) για να δημοσιεύσουν αποκλειστικά τα έργα του. Έτσι, χάρη στην αγάπη και την επιμονή του Ντέρλεθ, οι κριτικοί κι ο κόσμος άρχισαν να προσέχουν αυτό τον τόσο πρόωρα κι άδικα χαμένο συγγραφέα, κάτι ανάλογο έγινε και με τη περίπτωση του Φραντς Κάφκα (1883-1924), που σωθήκανε τα έργα του χάρη στο φίλο του Μαξ Μπορντ.
Σήμερα χαίρει παγκόσμιας φήμης και τοποθετείται δίπλα στον Πόε, αν κι ορισμένοι τον θεωρούν ανώτερο του. Ανεξάρτητα αν ποτέ αυτό αποδειχτεί ή όχι, ένα είναι βέβαιο, ότι έφερε νέα πνοή στη φανταστική λογοτεχνία κι ίσως στη λογοτεχνία γενικώτερα. Επηρεασμένος απ’ την αγγλοσαξωνική λογοτεχνία, κυρίως του 18ου αι., που της ήτανε φανατικός λάτρης, απόδειξη ότι προσπάθησε να μιμηθεί το γοτθικό ύφος της, κατάφερε να τη ξεπεράσει τελικά και να δημιουργήσει δικό του, εντελώς προσωπικό στυλ. Πολλοί κριτικοί θεωρούνε το γράψιμο του εξεζητημένο, βαρύ, δύσκαμπτο, δυσκίνητο, περίτεχνο και πομπώδες. Αντίθετα, άλλοι το θεωρούν μοναδικό, πρωτότυπο, πλούσιο σε ποικιλία λέξεων -όπως κι είναι εξάλλου- γοητευτικά μπαρόκ και πρότυπο γραφής. Το 1945, ένας από τους πιο δηλητηριώδεις Αμερικανούς κριτικούς, ο Έντμουντ Ουίλσον έγραφε: “Ο Λάβκραφτ δεν ξέρει πώς να χειρίζεται τη πέννα. Το γεγονός ότι το πολυλογάδικο κι εξεζητημένο ύφος του συγκρίνεται από μερικούς με κείνο του Έντγκαρ Άλαν Πόε, φανερώνει απλά ότι κανένας πια δε ξέρει τι πάει να πει καλό γράψιμο“. Ο Ισαάκ Ασίμοφ επίσης τονε χαρακτηρίζει κομπλεξικό, άρρωστο, αλαζονικό, χλευαστή κι εχθρό της ζωής, εραστή που δε βρήκε ποτέ το αντικείμενο της αγάπης του ή ανάξιο να προσφέρει αγάπη, ένα διανοούμενο που κρυβότανε πίσω από τις χιμαιρικές επιστολές του.
Αντίθετα, ο Ελβετός κριτικός Μισέλ ντε Γελρόντ τονε θεωρεί ως έναν από τους 4 μεγαλύτερους συγγραφείς της Αμερικής. Οι άλλοι 3, κατά τον Γελρόντ, είναι ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Άμπροουζ Μπιρς (1842-1914) κι ο Ουόλτ Ουίτμαν (1819-1892). Ο Ισπανός δοκιμιογράφος Χοσέ Λουίς Γκαρσία τονε τοποθετεί ανάμεσα στους 10 μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών. Ο Ζαν Κοκτώ (1889-1963) τονε θαυμάζει και τονε πιστεύει βαθιά κι ο μεγάλος Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1889-1986) γράφει ένα λαβκραφτικό διήγημα και το αφιερώνει στη μνήμη του, ενώ ο Πολωνός μελετητής του, Μαρκ Γουίντματς γράφει ότι ο Λάβκραφτ κατορθώνει να δημιουργεί πυκνές εντυπώσεις με την εισαγωγή του φοβισμένου αφηγητή, ενός συνηθισμένου δηλαδή ανθρώπινου πλάσματος που αντανακλά και πολλαπλασιάζει τον τρόμο στον οποίο είναι μάρτυρας ο ίδιος, αλλά του είναι αδύνατο να πιστέψει σ’ έναν άλλο κόσμο τόσο απαίσια διαφορετικό απ’ το συνηθισμένο.
Πάντως όμως, είτε παραδέχεται κανείς το Λάβκραφτ είτε τον απορρίπτει, είναι αδύνατο να τον αγνοήσει, ακόμα κι αν το θέλει. Γιατί δημιούργησε σχολή, που τα λογοτεχνικά κλαδιά της φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Κάτι που οι κριτικοί, ιδίως οι πολέμιοι του, συνήθως κοντόφθαλμοι, δεν μπορούν να αντιπαρέλθουν αλλά κι αδυνατούν να εξηγήσουν. Βαθύς γνώστης της ευρωπαϊκής κι αμερικανικής λογοτεχνίας, ο Λάβκραφτ ήταν επίσης και μοναδικός κάτοχος της παγκόσμιας μυθολογίας, πράγμα που τονε βοήθησε να δημιουργήσει τη δική του μυθική γεωγραφία και τη δική του περίφημη συνθετική μυθολογία Κθούλου. Εξηγώντας ο ίδιος το έργο του γράφει: “Όλες μου οι ιστορίες, αν κι ασύνδετες μεταξύ τους, βασίζονται στην ιδέα ότι ο κόσμος μας κάποτε είχε κατοικηθεί από μια άλλη φυλή πλασμάτων, που επειδή ασχολήθηκε με τη μαύρη μαγεία, διώχτηκε απ’ τη γη κι εξορίστηκε κάπου μακριά στο Απώτερο Διάστημα. Εκεί ζει και περιμένει την ευκαιρία να ξανάρθει“.
Ο τάφος του φέρει γκράφιτι με τη φράση από το έργο του The Call Οf Cthulhu:
Νεκρός δεν είναι αυτός
που αιώνια μνημονεύεται,
και με παράξενους καιρούς
ακόμα κι ο θάνατος μπορεί να πεθάνει.
(Σημ Δική μου: Προσωπικά εκτιμώ πως το καλύτερό του -απ’ όσα έχω διαβάσει και δεν είναι και πάρα πολλά- είναι το διήγημα που θα ακολουθήσει πιο κάτω και δεν είναι άλλο από το Σελεφαΐς, κολασμένα καλό για τα γούστα μου!!! Αν το διαβάσετε θα δείτε τί εννοώ!)
==========================================================
Το Χρώμα Απ’ Το Διάστημα
Στα δυτικά του ‘Αρκαμ οι λόφοι αγριεύουν και βρίσκεις κοιλάδες πυκνά δασωμένες που δεν τις πείραξε ποτέ τσεκούρι. Και σκοτεινές, απότομες χαράδρες που τα δέντρα τις σκαρφαλώνουν με τους πιο φανταστικούς τρόπους κι όπου κελαρύζουν ρυάκια που δεν είδαν ποτέ το σπίθισμα του ήλιου. Στις ομαλές πλαγιές βλέπεις πολυκαιρισμένες φάρμες, δεμένες με το τοπίο, χαμηλά σπίτια σκεπασμένα με λειχήνες, που κάθονται στ’ απάνεμα και στοχάζονται χωρίς τελειωμό τα παλιά μυστικά της Νέας Αγγλίας. Όλες είναι τώρα έρημες. Οι χοντρές καμινάδες καταρρέουν κι οι ξυλόδετοι τοίχοι φουσκώνουν επικίνδυνα κάτω από τις χαμηλές σαμαρωτές σκεπές.
Οι παλιοί έφυγαν και στους ξένους δεν αρέσει να ζουν εδώ. Οι Γαλλο-Καναδοί κι οι Ιταλοί προσπάθησαν μάταια, οι Πολωνοί ήρθαν κι έφυγαν. Όχι γιατί είδαν ή άκουσαν ή έπιασαν τίποτα, αλλά για κάτι που ανήκει στο βασίλειο της φαντασίας. Ο τόπος τη διεγείρει νοσηρά και τις νύχτες τα όνειρα γίνονται ανήσυχα. Αυτό θα ‘ναι που διώχνει τους ξένους, γιατί ο γέρο Αμι Πιρς ποτέ δεν είπε τίποτα για όσα θυμάται από ‘κείνες τις παράξενες μέρες. Ο Αμι, που χρόνια τώρα τα έχει κάπως χαμένα, είναι ο μόνος που έμεινε και που μιλά καμιά φορά για τότε. Και το τολμά γιατί το σπίτι του είναι κοντά στην ανοιχτωσιά και στους δρόμους που ακολουθούν οι ταξιδιώτες γύρω στο ‘Αρκαμ.
Παλιότερα ένας δρόμος καβαλούσε τους λόφους, γεφύρωνε τις κοιλάδες κι έβγαζε ίσια εκεί όπου είναι τώρα το «καμένο χέρσωμα», όμως ο κόσμος σταμάτησε να τον χρησιμοποιεί κι ανοίχτηκε καινούριος, που κάνει μεγάλη βόλτα προς το νοτιά. Ανάμεσα στ’ αγριόχορτα που ξαναγύρισαν μπορείς να βρεις σημάδια του παλιού και θα υπάρχουν ακόμα και όταν τα βαθουλώματα σκεπαστούν από τα νερά της καινούριας δεξαμενής. Τότε τα σκοτεινά δάση θα ξεκληριστούν και το καμένο χέρσωμα θα κοιμηθεί κάτω από τα γαλάζια νερά που θα καθρεφτίζουν τον ουρανό και θα ρυτιδώνουν στον ήλιο. Και τα μυστικά των παράξενων ημερών θα γίνουν ένα με τα μυστικά του βυθού. Ένα με τους χαμένους θρύλους των γέρικων ωκεανών και με το μυστήριο της πρώτης γης.
Όταν ανέβηκα εκεί για να επιστατήσω τη θέση των έργων, μου είπαν ότι στο μέρος φώλιαζε το κακό. Μου το είπαν στο ‘Αρκαμ κι επειδή η πόλη αυτή είναι πολύ παλιά και γεμάτη θρύλους για μάγισσες νόμισα πως το κακό θα είναι κάτι σαν αυτά που σιγοψιθυρίζουν οι γιαγιάδες στα παιδιά εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Το όνομα «καμένο χέρσωμα» μου φαινόταν κακόγουστο και θεατρικό και απορούσα πώς βρήκε θέση στο φολκλόρ ενός κόσμου πουριτανικού. Κατόπιν είδα με τα μάτια μου τις απότομες ράχες και τις σκοτεινές χαράδρες στα δυτικά και σταμάτησα ν’ απορώ. Έμεινε και σε μένα μόνο η αίσθηση του παλιού μυστήριου. Ήταν πρωί αλλά εδώ είχε πάντα μισόφως. Τα δέντρα ήταν πολύ πυκνά, οι χοντροί κορμοί τους δεν ταίριαζαν στα ήσυχα δάση της Νέας Αγγλίας. Ανάμεσά τους ήταν παραπανίσια σιωπή κι ένιωθες το χώμα κάτω μαλακωμένο από την ταγκή λειχήνα και τα απολειφάδια άπειρων χρόνων σαπίλας.
Στις ανοιχτωσιές, κυρίως κατά μήκος του παλιού δρόμου, έβλεπες μικρές φάρμες στις πλαγιές. Κάποτε μ’ όλα τα κτίσματα όρθια, κάποτε μ’ ένα μόνο και μερικές φορές μια μοναχική καμινάδα ή μισομπαζωμένα κελάρια. Εδώ βασίλευαν τα ρείκια και τα αγριόχορτα και μες στη βλάστηση σούρνονταν φευγαλέα άγρια πλάσματα. ΄Όλα τα σκέπαζε μια ανησυχία κι ένα πλάκωμα. Μια αίσθηση εξωπραγματική και γκροτέσκα, λες κι από την προοπτική ή το κιαροσκούρο είχε χαθεί κάποιο ζωτικό στοιχείο. Δεν απόρησα που έφευγαν οι ξένοι, γιατί αυτός δεν ήταν τόπος να κοιμηθείς. Παραέμοιαζε με τοπίο του Σαλβατόρ Ρόζα, με απαγορευμένη ξυλογραφία σε ιστορία τρόμου.
Αλλά το χειρότερο ήταν το καμένο χέρσωμα. Το κατάλαβα μόλις πάτησα το πόδι μου εκεί, στο βάθος μιας απλόχωρης κοιλάδας. Σε τέτοιο πράγμα δεν μπορούσε να ταιριάξει άλλο όνομα -ή το αντίστροφο. Λες και ο ποιητής είχε τορνέψει τη φράση έχοντας αυτό ειδικά το μέρος μπροστά του. Πρέπει, σκέφτηκα καθώς το κοίταζα, να το ‘φτιαξε έτσι η φωτιά. Αλλά γιατί να μην ξαναφυτρώσει τίποτα σ’ αυτά τα πέντε εκτάρια γκρίζας ερημιάς που ανοίγονταν προς τον ουρανό σαν μια μεγάλη βούλα που κατάφαγαν δυνατά οξέα από το δάσος και τα χωράφια; Το μεγαλύτερο μέρος του ήτάν στα βόρεια του παλιού δρόμου, αλλά ένα μικρό κομμάτι περνούσε κι απέναντι.
Καθώς το πλησίαζα ένιωσα παράξενους δισταγμούς και τελικά το διέσχισα μόνο και μόνο γιατί το απαιτούσε η δουλειά μου. Δεν υπήρχε ίχνος βλάστησης σ’ όλο το πλάτωμα, μονάχα μια ψιλή σκόνη ή στάχτη που λες κι ο άνεμος δεν την παράσερνε. Τα δέντρα εκεί κοντά ήταν άρρωστα και στην περιφέρεια σάπιζαν νεκροί κορμοί. Καθώς βάδιζα βιαστικά είδα στα δεξιά μου πέτρες και τούβλα από μια παλιά καμινάδα, ίχνη κελαριού και το μαύρο χασμουρητό ενός παρατημένου πηγαδιού όπου οι στάσιμοι ατμοί που το τύλιγαν έπαιζαν παράξενα παιχνίδια με τις αχτίδες του ήλιου. Ακόμα κι η απότομη, σκοτεινή, δασωμένη ανηφοριά πιο πέρα φαινόταν μπροστά του καλόδεχτη και πια δεν απορούσα με τα φοβισμένα μουρμουρητά των κατοίκων του Αρκαμ. Εδώ κοντά δεν έβλεπες άλλο σπίτι ή ερείπιο. Ακόμα και παλιά το μέρος θα ‘ταν μοναχικό κι απόμακρο. Και το δειλινό, από φόβο μήπως ξαναπεράσω το δυσοίωνο σημείο, έκανα κύκλο και γύρισα στην πόλη από το δρόμο του νοτιά. Και σαν να ήθελα να μαζευτούν σύννεφα, γιατί είχε τρυπώσει στην ψυχή μου ένας βαθύς φόβος για το βαθύ σκοτάδι του άδειου ουρανού.
Το βράδυ ρώτησα μερικούς γέρους στο Αρκαμ για το «καμένο χέρσωμα» και τι σήμαινε η φράση «παράξενες μέρες» που σιγομουρμούριζαν στα κλεφτά τόσο πολλοί. Ωστόσο δεν έπαιρνα καθαρή απάντηση, παρά πως το μυστήριο ήταν πολύ πιο πρόσφατο απ’ όσο νόμιζα. Δεν ήταν παλιός θρύλος αλλά κάτι που το ‘ζησαν οι συνομιλητές μου. Είχε συμβεί κατά το ’80 και κάποια οικογένεια είχε εξαφανιστεί ή ξεκληριστεί.
Δεν ήθελαν να μιλήσουν πιο συγκεκριμένα και καθώς όλοι μου ‘λεγαν να μη δώσω σημασία στις τρελές ιστορίες του γέρο Αμι Πιρς, το άλλο πρωί βγήκα σε αναζήτησή του. Είχα ακούσει πως ζούσε μόνος στο αρχαίο γερμένο σπιτάκι, εκεί που τα δέντρα αρχίζουν να πυκνώνουν υπερβολικά. Το μέρος ήταν τρομερά παλιό, είχε αρχίσει να αναδίνει την αμυδρή εκείνη μιασμένη μυρωδιά που τυλίγει τα πολυχρονισμένα σπίτια. Χτυπούσα ώρα πολλή ώσπου να με καταλάβει ο γέρος, και όταν σύρθηκε δειλά ως την πόρτα είδα καθαρά ότι δεν του ‘κανε χαρά να με δεχτεί. Δεν ήταν και τόσο εξασθενημένος’ αλλά τα μάτια του έγερναν μ’ ένα περίεργο τρόπο και τα ακατάστατα ρούχα του και τα άσπρα γένια του τον έδειχναν πολύ πεσμένο.
Μη ξέροντας πώς να τον καταφέρω να μου τα πει, προσποιήθηκα πως είχα έρθει για δουλειά, του είπα για την υδατοδεξαμενή κι άρχισα να του κάνω αόριστες ερωτήσεις για τη περιοχή. Ήταν πολύ πιο έξυπνος και μορφωμένος απ’ όσο με είχαν αφήσει να πιστεύω και πριν καλά-καλά το καταλάβω είχε μπει στο νόημα περισσότερο από κάθε άλλον με τον οποίο είχα μιλήσει στο Αρκαμ. Δεν ήταν σαν τους άλλους αγρότες της περιοχής. Ούτε και διαμαρτυρήθηκε για τα δάση και τη γη που θα σκεπάζαμε’ αν και ίσως να το έκανε αν ήταν το σπίτι του στην καταδικασμένη περιοχή και δεν έμενε έξω από τα όρια της μελλοντικής λίμνης. Το μόνο που έδειξε ήταν ανακούφιση’ ανακούφιση για το χαμό των σκοτεινών κοιλάδων όπου είχε περιπλανηθεί σ’ όλη του τη ζωή. Καλύτερα κάτω από το νερό -καλύτερα, μετά από τις αλλόκοτες εκείνες μέρες. Και μ’ αυτήν την αρχή η φωνή του χαμήλωσε, το κορμί του έγειρε μπροστά κι άρχισε να τεντώνει το δεξιό δείκτη του τρεμουλιαστά αλλά επιβλητικά.
Έτσι άκουσα την ιστορία και καθώς η φωνή του πλανιόταν, βραχνή και ψιθυριστή, από επεισόδιο σε επεισόδιο, ρίγησα ξανά και ξανά κι ας ήταν καλοκαιριάτικη μέρα. Πολλές φορές χρειάστηκε να τον ξαναφέρω στον τορό της ιστορίας, να εξακριβώσω επιστημονικά σημεία που τα είχε παπαγαλίσει κομματιαστά από τις κουβέντες των καθηγητών ή να γεφυρώσω τα σημεία όπου χανόταν η συνοχή και η λογική της αφήγησης. ΄Όταν τέλειωσε, δεν απορούσα πια που το μυαλό του είχε κουνηθεί λιγάκι ή που ο κόσμος στο Αρκαμ δεν πολυμιλούσε για το καμένο χέρσωμα. Βιάστηκα να γυρίσω στο ξενοδοχείο πριν νυχτώσει, μη θέλοντας να με βρουν τα άστρα στο δρόμο και την άλλη μέρα γύρισα στη Βοστόνη και παραιτήθηκα. Δεν μπορούσα να ξαναγυρίσω σ’ αυτόν το θολό δαίδαλο των δασωμένων λόφων ή ν’ αντικρίσω ξανά το καμένο χέρσωμα με το μαύρο πηγάδι που έχασκε πλάι στα ερείπια. Σε λίγο η δεξαμενή θα είναι έτοιμη κι όλα τα παλιά μυστικά θα ασφαλιστούν για πάντα κάτω από τα νερά. Αλλά και τότε δε θα ‘θελα να πάω εκεί νύχτα -όχι όσο έφεγγαν τα τρομερά άστρα’ και με τίποτα δε θα ‘πινα πια το καινούριο νερό της πόλης του ‘Αρκαμ.
‘Αρχισαν όλα, είπε ο γέρο Αμι, με το μετεωρίτη. Από την εποχή των μαγισσών ως τότε δεν είχε ακουστεί τίποτα, κι ακόμα και τη παλιά κείνη εποχή κανείς δε φοβόταν τα δυτικά δάση όσο το μικρό νησί στο ποτάμι Μισκατόνικ, όπου ο διάβολος είχε την αυλή του πλάι σ’ ένα περίεργο πέτρινο βωμό παλιότερων κι από τους ίδιους τους Ινδιάνους. Τα δάση δεν ήταν στοιχειωμένα και η αχλύ τους δεν ήταν ποτέ τρομερή πριν έρθουν οι παράξενες μέρες. Τότε ήρθαν εκείνο το άσπρο σύννεφο, η αλυσίδα των εκρήξεων στον αέρα και η στήλη του καπνού στο δάσος. Κι ως τη νύχτα όλο το Αρκαμ ήξερε για τον μεγάλο άσπρο βράχο που έπεσε από τον ουρανό και χώθηκε στο χώμα πλάι στο πηγάδι, στη φάρμα ου Νάχουμ Γκάρντνερ. Εκείνου είναι το σπίτι που στέκει εκεί όπου βρίσκεται τώρα το καμένο χέρσωμα -το όμορφο άσπρο σπίτι του Νάχουμ Γκάρντνερ με τα δέντρα και τους πλούσιους κήπους.
Ο Νάχουμ είχε πάει στην πόλη να πει για το βράχο, και στον πηγαιμό στάθηκε στου Αμι Πιρς. Τότε ο Αμι ήταν στα σαράντα, κι όλα τα παράδοξα που έγιναν εντυπώθηκαν βαθιά στο μυαλό του. Είχε ακολουθήσει με τη γυναίκα του τους τρεις καθηγητές του πανεπιστήμιου του Μισκατόνικ, που το άλλο πρωί είχαν τρέξει να δουν τον παράξενο επισκέπτη από τα διαστρικά βάθη και είχαν απορήσει γιατί ο Νάχουμ τον είχε παραστήσει τόσο μεγάλο. Μάζεψε, είπε ο Νάχουμ δείχνοντας το μεγάλο καφετί φούσκωμα πάνω από τη γη και το καμένο χορτάρι κοντά στο πηγάδι στην μπροστινή αυλή’ αλλά οι σοφοί απάντησαν πως οι πέτρες δε μαζεύουν. Η ζέστη του δεν είχε χαθεί και ο Νάχουμ ισχυρίστηκε ότι το βράδυ η πέτρα έφεγγε αχνά. Οι προφέσορες τη χτύπησαν μ’ ένα γεωλογικό σφυράκι και διαπίστωσαν πως ήταν παράξενα μαλακή. Σχεδόν σαν καουτσούκ’ και μάλλον έκοψαν παρά έσπασαν ένα δείγμα για να το αναλύσουν στο πανεπιστήμιο. Το βάλανε σ’ ένα παλιό κουβά που δανείστηκαν από τον Νάχουμ, γιατί ακόμα κι αυτό το μικρό κομμάτι δεν έλεγε να κρυώσει. Γυρίζοντας στο Αρκαμ στάθηκαν στου Αμι για να ξεκουραστούν και φάνηκαν σκεφτικοί όταν η κα Πιρς παρατήρησε ότι το κομμάτι μίκραινε κι είχε κάψει τον πάτο του κουβά. Εδώ που τα λέμε δεν ήταν μεγάλο, αλλά ίσως το είχαν κόψει μικρότερο απ’ όσο ήθελαν.
Την άλλη μέρα -όλ’ αυτά έγιναν τον Ιούνιο του ’82- ξαναγύρισαν αναστατωμένοι. Περνώντας από του Αμι του είπαν τα παράδοξα που είχε κάνει το δείγμα, και πώς χάθηκε σιγά-σιγά όταν το έβαλαν σ’ ένα γυάλινο δοχείο. Χάθηκε και το δοχείο, και οι σοφοί μίλησαν για κάποια παράξενη συγγένεια της πέτρας με τις σιλικόνες. Μέσα στην ευταξία του εργαστηρίου η συμπεριφορά της χτυπούσε ακόμα πιο παράδοξη στα μάτι. Δεν αντέδρασε καθόλου και δεν άτμισε όταν τη ζέσταναν με κάρβουνο. Το ίδιο έγινε κι όταν δοκίμασαν με βόρακα, και σύντομα αποδείχτηκε απολύτως μη πτητική σε κάθε δυνατή θερμοκρασία, ακόμα και στη φλόγα υδρογόνου-οξυγόνου. Στο αμόνι αποδείχτηκε πολύ εύπλαστη και στο σκοτάδι φθόριζε έντονα. Αρνιόταν να κρυώσει και σύντομα αναστάτωσε ολόκληρο πανεπιστήμιο’ όταν την έβαλαν στο φασματοσκόπιο κι έδειξε χρώματα που απουσίαζαν από το γνωστό φάσμα, άρχισαν να μιλούν με κομμένη ανάσα για νέα στοιχεία, παράδοξες οπτικές ιδιότητες κι άλλα από εκείνα που λένε οι σκοτισμένοι επιστήμονες όταν αντικρίζουν το άγνωστο.
Ζεστό όπως ήταν, δοκίμασαν στο δείγμα όλα τα γνωστά αντιδραστήρια. Το νερό δεν έκανε τίποτα. Το ίδιο και το υδροχλωρικό. Το νιτρικό και το βασιλικό ύδωρ απλώς έζεχναν πάνω στη καυτή απροσβλητότητά της. Ο Αμι δυσκολευόταν να τα θυμηθεί όλ’ αυτά, αλλά γνώρισε μερικά διαλυτικά όταν τα ανέφερα με τη συνηθισμένη σειρά. Αμμωνία, καυστική ποτάσα, αλκοόλη, αιθέρα, διθειούχο άνθρακα και άλλα πολλά. Ωστόσο, αν και το βάρος του ψήγματος λιγόστευε ολοένα κι έδειχνε ότι ψυχόταν ελαφρά, καμιά αλλαγή στα αντιδραστήρια δεν έδειχνε ότι επέδρασαν καθόλου επάνω του. Κι όμως, δίχως αμφιβολία, ήταν μέταλλο. Καταρχήν ήταν μαγνητικό και μετά την καταβύθισή του στα οξέα φάνηκαν αμυδρά ίχνη των γραμμών του Βίνμεστέτεν που συναντούμε στο σίδηρο των μετεωριτών. Όταν η πέτρα ψύχθηκε αρκετά, τη μετέφεραν σε γυαλί κι εκεί άφησαν όλα τα υπολείμματα που έμειναν από το αρχικό κομμάτι. Το άλλο πρωί υπολείμματα και γυαλί είχαν χαθεί δίχως ν’ αφήσουν το παραμικρό ίχνος και μονάχα ένα μαύρισμα έδειχνε το σημείο του ραφιού όπου είχε σταθεί το γυαλί την προηγούμενη νύχτα.
Αυτά είπαν οι καθηγητές στον Αμι μπροστά στην πόρτα του, και ξαναπήγε μαζί τους να δει τον λίθινο απεσταλμένο των άστρων, αυτήν τη φορά χωρίς τη γυναίκα του. Τώρα ήταν ολοφάνερο πως είχε μικρύνει, ακόμα και οι ψύχραιμοι καθηγητές αναγκάστηκαν να το παραδεχτούν. Γύρω στον καφετή καρούμπαλο κοντά στο πηγάδι το έδαφος είχε γυμνωθεί, εκτός από τα σημεία όπου το χώμα βαθούλωνε. Και ενώ την προηγούμενη μέρα ήταν κοντά δυόμισι μέτρα, τώρα ήταν μόλις ένα και μισό. Ο μετεωρίτης ήταν ακόμα ζεστός και οι σοφοί μελέτησαν ξανά την επιφάνειά του καθώς αποσπούσαν με το καλέμι άλλο ένα, μεγαλύτερο τώρα, κομμάτι. Έσκαψαν βαθιά και καθώς ψαχούλευαν τη μικρότερη πέτρα είδαν ότι ο πυρήνας της δεν ήταν ολότελα ομοιογενής.
Ανακάλυψαν κάτι που φαινόταν σαν η πλευρά μιας μεγάλης χρωματιστής φούσκας βυθισμένης μέσα της. Το χρώμα, που θύμιζε κάπως μερικές από τις λουρίδες του παράξενου φάσματος του μετεωρίτη, ήταν σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί’ και μόνο αναλογικά το θεώρησαν χρώμα. Η φούσκα ήταν γυαλιστερή και με το δάχτυλο τους φάνηκε εύθραυστη και κούφια. Ένας από τους καθηγητές τη χτύπησε δυνατά μ’ ένα σφυρί κι έσκασε με ξερό, νευρικό ήχο. Δε βγήκε από μέσα τίποτα, και το σύνολο εξαφανίστηκε με το σκάσιμο. Στη θέση της έμεινε μονάχα ο κενός χώρος’ όλοι θεώρησαν πιθανό ότι θα ‘βρισκαν κι άλλες όσο μίκραινε το ψήγμα.
Κάθε προσπάθεια για εξαγωγή συμπερασμάτων ήταν μάταιη, έτσι ύστερα από μερικές προσπάθειες να βρουν κι άλλες φούσκες τρυπώντας το ψήγμα οι ερευνητές έφυγαν με το νέο δείγμα -που στο εργαστήριο αποδείχτηκε όμοια παράδοξο με το προηγούμενο. Το υλικό ήταν εύπλαστο, θερμό, μαγνητικό, ελαφρά φωτεινό, ψυχόταν λίγο στα ισχυρά οξέα, το φάσμα του ήταν πρωτόγνωρο, εξαφανιζόταν με την έκθεση στον ατμοσφαιρικό αέρα, αντιδρούσε αλληλοκαταστροφικά με τις πυριτικές ενώσεις, δεν παρουσίαζε άλλο γνώρισμα κοινό με τα γνωρίσματα της ύλης. Δεν ανήκε στη γη μας, ερχόταν από το μεγάλο διάστημα’ και σαν τέτοιο ήταν προικισμένο με ιδιότητες άγνωστες σ’ εμάς και είχε δικούς του, άγνωστους νόμους.
Τη νύχτα ξέσπασε καταιγίδα κι όταν την άλλη μέρα οι καθηγητές πήγαν στου Νάχουμ απογοητεύτηκαν οικτρά. Καθώς η πέτρα ήταν μαγνητική θα πρέπει να ‘χε και κάποιες περίεργες ηλεκτρικές ιδιότητες’ γιατί, καθώς είπε ο Νάχουμ, είχε τραβήξει τους κεραυνούς με περίεργη επιμονή. Μέσα σε μια ώρα είδε δέκα να χτυπούν την μπροστινή αυλή κι όταν πέρασε η καταιγίδα δεν έμενε από το αρχαίο λιθόστρωτο του πηγαδιού παρά μονάχα το ίδιο το μισοβουλιαγμένο και μισομπαζωμένο πηγάδι. Έσκαψαν, αλλά η πέτρα δε βρέθηκε και οι επιστήμονες πιστοποίησαν την ολοκληρωτική εξαφάνισή της. Η αποτυχία ήταν απόλυτη’ δεν τους έμενε παρά να επιστρέψουν στο πανεπιστήμιο και να μελετήσουν το ψήγμα, που ήταν προσεχτικά φυλαγμένο σε μολυβένια θήκη. Διατηρήθηκε μια βδομάδα αλλά οι επιστήμονες δεν έβγαλαν καμιά άκρη. Όταν χάθηκε, δεν έμεινε τίποτα και σε λίγο οι επιστήμονες δεν ήταν πια βέβαιοι αν κάποτε τα μάτια τους αντίκρισαν τον απόκρυφο εκείνο απεσταλμένο του άπειρου χώρου που τυλίγει τη γη μας’ το παράξενο μοναχικό μήνυμα που είχαν στείλει άλλο κόσμοι, άλλα βασίλεια της ενέργειας και της ύλης.
Φυσικά οι εφημερίδες του ‘Αρκαμ ασχολήθηκαν πολύ με το συμβάν, μιας και είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του πανεπιστήμιου’ έστειλαν φωτορεπόρτερ να κουβεντιάσουν με τον Νάχουμ Γκάρντνερ και τη φαμίλια του. Τέλος έστειλε το γραφιά της και μια εφημερίδα της Βοστόνης κι ο Νάχουμ έγινε γρήγορα τοπική διασημότητα. Ήταν ένας λεπτός, καλοσυνάτος πενηντάρης και ζούσε στη χαρούμενη φάρμα της κοιλάδας με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Με τον Αμι βλέπονταν συχνά, το ίδιο κι οι γυναίκες τους’ και όλ’ αυτά τα χρόνια ο Αμι μόνο καλό είχε να πει για λογαριασμό του. Έδειχνε κάπως περήφανος για την προσοχή που δόθηκε στο σπιτικό του και τις βδομάδες που ακολούθησαν μιλούσε συχνά για το μετεωρίτη. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν ζεστοί’ ο Νάχουμ δούλεψε σκληρά στα χωράφια που ήταν πέρα από το χείμαρρο του Τσάπμαν. Η νταλίκα του έσκαψε βαθιά το δασωμένο δρόμο από ‘κει ως το σπίτι του. Η δουλειά τον κούρασε περισσότερο απ ό,τι συνήθως και σκέφτηκε πως άρχισαν να τον βαραίνουν τα χρόνια.
Μετά ήρθε η ώρα των φρούτων. Τα αχλάδια και τα μήλα ωρίμαζαν σιγά-σιγά κι ο Νάχουμ ορκιζόταν ότι τα δέντρα του πρόκοβαν όσο ποτέ άλλοτε. Οι καρποί αποκτούσαν διαστάσεις φανταστικές κι απρόσμενη γυαλάδα και ήταν τόσο πολλοί που παράγγειλαν κι άλλα βαρέλια για τη σοδειά. Αλλά με το ωρίμασμα ήρθε κι η πικρή απογοήτευση, γιατί απ’ όλη αυτήν την υπέροχη σάρκα δεν τρωγόταν ούτε μια δαγκωνιά. Στη λεπτή γεύση των αχλαδιών είχαν τρυπώσει μια ταγκάδα και μια πίκρα αρρωστημένη. Λίγο να δάγκωνες σου ‘μενε ώρες η αηδία. Το ίδιο με τα πεπόνια και τις ντομάτες και ο Νάχουμ είδε περίλυπος να χάνονται όλες του οι σοδειές. Σύνδεσε τα γεγονότα στα γρήγορα και δήλωσε πως ο μετεωρίτης είχε δηλητηριάσει το χώμα κι ευχαρίστησε τον Θεό που οι άλλες του καλλιέργειες ήταν στο ψήλωμα, πλάι στο δρόμο.
Ο χειμώνας ήρθε νωρίς κι έκανε πολύ κρύο. Ο Αμι δεν έβλεπε τον Νάχουμ το ίδιο συχνά με παλιότερα και παρατήρησε πως άρχιζε να έχει ύφος στεναχωρημένο. Το ίδιο και η υπόλοιπη οικογένεια, σαν να ‘χαν κόψει τις πολλές κουβέντες’ οι επισκέψεις τους στη εκκλησία λιγόστεψαν, το ίδιο και η συμμετοχή τους στις γιορτές της περιοχής. Για το συγκρατημό αυτόν και τη μελαγχολία δε βρισκόταν αιτία, αν και παραπονιόντουσαν κάπου-κάπου για κακοδιαθεσία και για κάποια ακαθόριστη ανησυχία που ένιωθαν. Ο ίδιος ο Νάχουμ μίλησε κάποτε πιο συγκεκριμένα: τον φόβιζαν κάτι χνάρια στο χιόνι. Ήταν συνηθισμένα χειμωνιάτικα πατήματα των λαγών και των σκίουρων και των αλεπούδων, αλλά ο σκοτισμένος αγρότης έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά στην όψη και στην τάξη τους. Ποτέ δε μίλησε καθαρά, φαινόταν όμως να πιστεύει ότι δεν ταίριαζαν με την κανονική ανατομία και τα συνήθεια των σκίουρων, των λαγών και των αλεπούδων. Ο Αμι δεν έδινε πολλή σημασία σ’ αυτές τις κουβέντες, ως το βράδυ εκείνο που πέρασε με το έλκυθρό του μπροστά από το σπίτι του Νάχουμ. Είχε φεγγάρι κι ένας λαγός διέσχισε το δρόμο και τα πηδήματά του ήταν τόσο μεγάλα που δεν άρεσαν ούτε στον Αμι ούτε στο άλογό του. Το τελευταίο, μάλιστα, το ‘ριξε σ’ ένα τρελό τρεχαλητό και μόλις που το συγκράτησε ο Αμι. Από τότε κι έπειτα ο Αμι πρόσεχε περισσότερο τις ιστορίες του Νάχουμ και απορούσε γιατί κάθε πρωί τα σκυλιά των Γκάρντνερ έδειχναν τόσο φοβισμένα. Τελικά σχεδόν σταμάτησαν να γαβγίζουν.
Τον Φλεβάρη τα αγόρια του ΜακΓκρέγκορ από το Μίντοου Χιλ βγήκαν να κυνηγήσουν αγριοπόντικες και κοντά στο κτήμα του Γκάρντνερ χτύπησαν ένα πολύ περίεργο δείγμα. Οι αναλογίες του σώματός του ήταν ελαφρά παραλλαγμένες κατά τρόπο δυσπερίγραπτο κι η έκφρασή του δεν είχε ποτέ ξαναφανεί σε αγριοπόντικα. Τα αγόρια κατατρόμαξαν και πέταξαν αμέσως το ψοφίμι κι έτσι μονάχα οι περιγραφές τους έφτασαν στ’ αυτιά του κόσμου. Αλλά όλοι γνώριζαν ήδη πόσο φοβούνταν τα άλογα όταν περνούσαν μπροστά από το σπίτι του Νάχουμ: το υλικό που δίνει τροφή στους χαμηλόφωνους μύθους συσσωρευόταν με γρηγοράδα.
Ο κόσμος ορκιζόταν ότι το χιόνι έλιωνε γρηγορότερα γύρω από του Νάχουμ και στις αρχές του Μάρτη έγινε μια φοβισμένη κουβέντα στο μπακάλικο του Πότερ, στο Κλαρκς Κόρνερ. Ο Στέφαν Ράις είχε περάσει το πρωί από του Γκάρντνερ και είχε δει τα αγριολάχανα στη λάσπη πλάι στο δρόμο. Ποτέ πριν δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλα και με τόσο παράξενα χρώματα. Αδύνατο να περιγραφούν. Το σχήμα τους ήταν τερατώδες και το άλογο ενοχλήθηκε από μια μυρωδιά που φάνηκε του Ράις χωρίς προηγούμενο. Το απόγευμα πήγαν πολλοί να κοιτάξουν τα ανώμαλα φυτά κι όλοι συμφώνησαν ό,τι το χώμα μας δε βγάζει ποτέ τέτοιους καρπούς. Θυμήθηκαν και τα χαλασμένα φρούτα του περασμένου φθινοπώρου κι από στόμα σε στόμα κυκλοφόρησε ότι στου Νάχουμ το χώμα ήταν φαρμακωμένο. Βέβαια έφταιγε ο μετεωρίτης, κι όταν μερικοί θυμήθηκαν πόσο παράξενη φάνηκε η πέτρα στους ανθρώπους του πανεπιστήμιου, πήγαν να τους πούνε τα τελευταία νέα.
Μια μέρα οι επιστήμονες επισκέφτηκαν τον Νάχουμ’ αλλά καθώς δεν τους άρεσαν τα στοιχειά και τα παραμύθια ήταν πολύ προσεχτικοί στα συμπεράσματά τους. Τα φυτά ήταν οπωσδήποτε παράδοξα, αλλά όλα τα αγριολάχανα είναι κάπως αλλόκοτα στο σχήμα και στο χρώμα. Μπορεί κάποιο μεταλλικό στοιχείο από το μετεωρίτη να ‘χε εισχωρήσει στο χώμα, αλλά οι βροχές θα το ξέπλεναν γρήγορα. Όσο για τα αποτυπώματα και τα φοβισμένα άλογα -αυτά ήταν κουβέντες των χωρικών που ήταν φυσικό να τις προκαλέσει η πτώση του αερόλιθου. Τι να κάνουν οι σοβαροί άνθρωποι σ’ αυτήν την περίπτωση; Οι προληπτικοί χωριάτες είναι ικανοί να πουν και να πιστέψουν τα πάντα. Κι όλες τις παράξενες μέρες οι καθηγητές κράτησαν περιφρονητική απόσταση. Μόνο ένας, όταν ενάμιση χρόνο αργότερα πήρε από την αστυνομία για ανάλυση δυο μπουκάλια χώμα από την περιοχή, θυμήθηκε ότι το παράξενο χρώμα των αγριολάχανων θύμιζε το ανώμαλο φάσμα του κομματιού του μετεωρίτη. Τα δείγματα στην ανάλυση που έκανε έδωσαν τα ίδια παράξενα αποτελέσματα και μόνο αργότερα έχασαν τις αλλόκοτες ιδιότητές τους.
Τα δέντρα του Νάχουμ μπουμπούκιασαν πρώιμα και τη νύχτα σάλευαν δυσοίωνα στον άνεμο. Ο δεύτερος γιος του Νάχουμ, ο δεκαπεντάχρονος Θαδαίος, ορκιζόταν πως αναδεύονταν και δίχως να φυσά, αλλ’ αυτό δεν το επιβεβαίωναν ούτε τα πιο άγρια κουτσομπολιά. Ωστόσο ήταν σίγουρο πως πλανιόταν στον αέρα μια ανησυχία. Ολόκληρη η οικογένεια του Νάχουμ απόχτησε το συνήθειο να στήνει, εκεί στα ξαφνικά, αυτί, αλλά κανείς τους δεν μπορούσε να ονομάσει τι ακριβώς θόρυβο περίμενε’ ίσως ήταν γιατί στιγμές-στιγμές έχαναν την αίσθηση της πραγματικότητας. Δυστυχώς οι στιγμές αυτές πύκνωναν από βδομάδα σε βδομάδα ώσπου έγινε κοινό μυστικό πως «κάτι δεν πήγαινε καλά με τους Γκάρντνερ». Κι οι πρώιμες καμπανούλες είχαν κι αυτές παράδοξο χρώμα’ όχι σαν των αγριολάχανων, αλλά οπωσδήποτε σχετικό και το ίδιο άγνωστο σ’ όσους το είδαν. Ο Νάχουμ πήγε μερικά λουλούδια στο Αρκαμ και τα έδειξε στον αρχισυντάκτη της Γκαζέτ , αλλά ο αξιότιμος αυτός κύριος περιορίστηκε να γράψει ένα χιουμοριστικό άρθρο όπου κορόιδευε διακριτικά τις σκοτεινές φοβίες των αγροτών. Κι ήταν λάθος του Νάχουμ που είπε σ’ ένα σοβαρό αστό πώς φέρνονταν οι μεγάλες σκουρόχρωμες πεταλούδες μόλις πλησίαζαν τα λουλούδια.
Ο Απρίλης κόντεψε να τρελάνει τους γείτονες κι άρχισε ν’ αχρηστεύεται ο δρόμος που περνούσε από του Νάχουμ, ώσπου εγκαταλείφθηκε εντελώς. Έφταιγε η βλάστηση. Όλα τα οπωροφόρα πέταξαν λουλούδια με χρώματα παράξενα και στο πατικωμένο χώμα της αυλής και στο γειτονικό λιβάδι ξεπετάχτηκε μια παράδοξη πρασινάδα που μόνο οι βοτανολόγοι θα μπορούσαν να τη συσχετίσουν με την κανονική χλωρίδα της περιοχής. Εκτός από το πράσινο χορτάρι και τις φυλλωσιές των δέντρων, πουθενά δεν έβλεπες τα γνωστά υγιεινά χρώματα’ παντού βασίλευαν οι χτικιασμένες πρισματικές παραλλαγές ενός βασικού χρωματικού τόνου αρρωστημένου, δίχως θέση στο γνωστό γήινο χρωματικό φάσμα. Ο Αμι κι οι Γκάρντνερ πίστευαν ότι τα περισσότερα από τα χρώματα ήταν βασανιστικά οικεία και αποφάσισαν ότι θύμιζαν τη φούσκα μέσα στο μετεωρίτη. Ο Νάχουμ όργωσε κι έσπειρε το λιβάδι και το πάνω χωράφι αλλά δεν πείραξε καθόλου τη γη γύρω από το σπίτι. Τώρα πια ήταν έτοιμος για όλα κι είχε συνηθίσει στην αίσθηση πως κάτι βρισκόταν κοντά τους και περίμενε να το ακούσουν. Φυσικά του ήρθε άσχημο που οι γείτονες απόφευγαν το σπίτι του, πιο πολύ, όμως, πείραξε τη γυναίκα του. Τα παιδιά ήταν καλύτερα γιατί βρίσκονταν καθημερινά στο σχολείο’ αλλά τα κουτσομπολιά που άκουγαν τα φόβιζαν. Ο Θαδαίος, που ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος, υπέφερε περισσότερο.
Το Μάη ήρθαν τα έντομα και το σπίτι του Νάχουμ έγινε ένας εφιάλτης γεμάτος από πράγματα που βούιζαν ή σέρνονταν μέσα στην άγρια βλάστηση. Η όψη και οι κινήσεις τους δεν ήταν κανονικές και τα νυχτερινά συνήθεια τους δεν είχαν ξαναγίνει. Οι Γκάρντνερ άρχισαν να φυλάνε σκοπιά τη νύχτα, περίμεναν από παντού να έρθει κάτι _ τι δεν ήξεραν να πουν. Τότε ήταν που αναγκάστηκαν να ομολογήσουν πως ο Θαδαίος είχε δίκιο για τα δέντρα. Τώρα το είδε και η κα Γκάρντνερ από το παράθυρο, καθώς κοιτούσε τα πρησμένα κλαδιά μιας μηλιάς που την έλουζε το σεληνόφωτο. Τα κλαδιά κουνιόνταν στα σίγουρα δίχως να φυσά. Θα ήταν οι χυμοί τους. Τώρα τα σκέπαζε όλα η παραξενιά. Κι όμως, η επόμενη ανακάλυψη δεν έγινε από τη φαμίλια του Νάχουμ. Αυτονών τις αισθήσεις τις αποκοίμισε η συνήθεια κι αυτό που δεν μπορούσαν να δουν το είδε ένας φοβισμένος πλασιέ από το Μπόλτον, που πέρασε από ‘κει μια νύχτα, ανήξερος για τα λεγόμενα στην περιοχή. Αυτά που διηγήθηκε στο Αρκαμ βρήκαν μια γωνιά στις σελίδες της Γκαζέτ . Κι εκεί τα πρωτόδαν οι αγρότες, μαζί και ο Νάχουμ. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και τα φανάρια του πλασιέ αδύναμα, αλλά γύρω σε μια φάρμα στην κοιλάδα το σκοτάδι ήταν λιγότερο πυκνό. Ένα θολό μα ευδιάκριτο φως φαινόταν να βγαίνει απ’ όλη τη βλάστηση, από το χορτάρι, τα φύλλα και τους ανθούς, ενώ σε μια στιγμή ένα κομμάτι του φωσφορισμού αποσπάστηκε από το σύνολο και κρυφοσάλευε στην αυλή κοντά στα παχνιά.
Ως τότε το χορτάρι φαινόταν απείραχτο κι οι αγελάδες έβοσκαν ελεύθερα στα χωράφια κοντά στο σπίτι, αλλά προς τα τέλη του Μάη το γάλα άρχισε να χαλά. Τότε ο Νάχουμ ανέβασε τις αγελάδες ψηλά και τα πράγματα ξανάστρωσαν. Σε λίγο η αλλαγή στο χορτάρι και τα φύλλα φαινόταν με το μάτι. Η πρασινάδα άρχισε να παίρνει μια σταχτιά απόχρωση κι άρχισε να αποκτά μια παράξενη ξεράδα. Τώρα πια μονάχα ο Αμι πήγαινε στους Γκάρντνερ κι οι επισκέψεις του όλο και αραίωναν. ΄Όταν έκλεισε το σχολειό οι Γκάρντνερ ουσιαστικά απομονώθηκαν από τον κόσμο και κάπου-κάπου άφηναν τον Αμι να κάνει τις δουλειές τους στο χωριό. ΄Εχαναν σιγά-σιγά τις φυσικές και τις πνευματικές τους δυνάμεις και κανείς δεν παραξενεύτηκε όταν μαθεύτηκαν τα νέα για την τρέλα της κας Γκάρντνερ.
Έγινε τον Ιούνιο, όταν κόντευε να κλείσει χρόνος από την πτώση του μετέωρου κι η φτωχιά γυναίκα ούρλιαζε για κάτι που ήταν στον αέρα και δεν μπορούσε να το περιγράψει. Στο παραμιλητό της δεν άκουγες κανένα ουσιαστικό, μονάχα ρήματα κι αντωνυμίες. Πράγματα κινούνταν κι άλλαζαν και πετάριζαν, τα αυτιά αποκρίνονταν σε κάτι που δεν ήταν ολότελα ήχος. Κάτι πάρθηκε -την άδειαζαν από κάτι- κάτι που δεν έπρεπε να κολλά πάνω της -κάποιος έπρεπε να το διώξει- τίποτα δεν ησύχαζε τη νύχτα- οι τοίχοι και τα παράθυρα άλλαζαν θέση. Ο Νάχουμ δεν την έστειλε στο άσυλο, την άφησε να πλανιέται στο σπίτι όσο δεν πείραζε ούτε τον εαυτό της ούτε τους άλλους. Ακόμα κι όταν άλλαξε η έκφρασή της δεν έκανε τίποτα. Όταν όμως άρχισαν να τη φοβούνται τα παιδιά κι ο Θαδαίος κόντευε να λιποθυμήσει από τις γκριμάτσες της, αποφάσισε να την κλειδώσει στη σοφίτα. Τον Ιούλη είχε πάψει να μιλά και αρκούδιζε στα τέσσερα, και πριν βγει ο μήνας στο μυαλό του Νάχουμ μπήκε η ιδέα ότι φωσφόριζε αμυδρά στο σκοτάδι, όπως γινόταν ολοφάνερα τώρα με τη γύρω βλάστηση.
Λίγο πριν απ’ αυτό τρελάθηκαν τα άλογα. Κάτι τα ξεσήκωσε μια νύχτα κι έκαναν τρομερό θόρυβο στο στάβλο. Με τίποτα δεν ησύχαζαν κι όταν ο Νάχουμ άνοιξε την πόρτα όρμησαν έξω σαν τρομαγμένα ελάφια. Μια βδομάδα χρειάστηκε για να ξανάβρει και τα τέσσερα, ήταν όμως ολότελα άχρηστα κι αχαλίνωτα. Κάτι τρύπωσε στα μυαλά τους, και ο Νάχουμ τα σκότωσε για να μην υποφέρουν. Ο Νάχουμ δανείστηκε από τον Αμι έν’ άλογο για το θερισμό, αλλά δεν μπορούσε να το καταφέρει να πλησιάσει τα παχνιά. Ούρλιαζε, κλωτσούσε, χρεμέτιζε, κι αναγκάστηκε να το αφήσει έξω στην αυλή. Στο μεταξύ όλη η βλάστηση γινόταν σταχτιά και εύθραυστη. Ακόμα και τα λουλούδια με τα παράδοξα λαμπρά χρώματα ήταν τώρα γκρίζα, τα φρούτα βγήκαν γκρίζα, μικρά κι άνοστα. Τα τριαντάφυλλα και οι ζίνιες μπροστά στο σπίτι απόχτησαν τόσο βλάσφημη όψη που ο μεγαλύτερος γιος του Νάχουμ, ο Ζήνωνας, πήγε μια μέρα και τα ‘κοψε. Την ίδια εποχή πέθαναν τα έντομα με το παράξενο χνούδι, ακόμα κι οι μέλισσες που είχαν αφήσει τις κυψέλες για να κρυφτούν στο δάσος.
Κατά τον Σεπτέμβρη όλα έλιωναν σε μια σταχτιά σκόνη κι ο Νάχουμ φοβόταν ότι τα δέντρα θα πέθαιναν πριν φύγει το δηλητήριο από το χώμα. Τώρα η γυναίκα του πάθαινε κρίσεις τρομαχτικών ουρλιαχτών και τα νεύρα του, καθώς και των αγοριών, ήταν σε συνεχή υπερένταση. Τώρα απόφευγαν τους ανθρώπους, κι όταν άνοιξαν τα σχολεία τα παιδιά δεν ξαναπήγαν. ΄Όμως ήταν ο Αμι που κατάλαβε πρώτος, σε μιαν από τις σπάνιες επισκέψεις του, ότι το νερό του πηγαδιού δεν ήταν καλό. Είχε κακιά γεύση, όχι ακριβώς σαπίλας, ούτε γλυφή, κι ο Αμι συμβούλεψε το φίλο του ν’ ανοίξει άλλο πηγάδι ψηλότερα ώσπου να καθαρίσει το χώμα. Αλλά ο Νάχουμ αγνόησε την προειδοποίηση, γιατί τώρα πια τα παράξενα και τα δυσάρεστα τον άφηναν απαθή. Μαζί με τα αγόρια του συνέχισε να πίνει το μολυσμένο νερό, το ίδιο αδιάφορα και μηχανικά όπως έτρωγαν το λιγοστό, κακομαγειρεμένο φαγητό τους κι έκαναν τις άχαρες, μονότονες δουλειές τους. Τους τύλιγε όλους μια παγωμένη παραίτηση, σαν να περπατούσαν σ’ έναν άλλο κόσμο, ανάμεσα σε σειρές φρουρών δίχως όνομα που τους οδηγούσαν σ’ ένα βέβαιο χαμό.
Ο Θαδαίος τρελάθηκε τον Σεπτέμβρη, ύστερ’ από μιαν επίσκεψη στο πηγάδι. Είχε πάει μ’ ένα κουβά, αλλά γύρισε μ’ άδεια χέρια ουρλιάζοντας και, κάπου-κάπου, σ’ ένα ηλίθιο παραμιλητό ψιθύριζε για «κάτι χρώματα που σάλευαν εκεί κάτω». Δυο τρελοί στην οικογένεια ήταν πολύ βαρύ, αλλά ο Νάχουμ φέρθηκε γενναία. Αφησε το παιδί λεύτερο μια βδομάδα, ώσπου άρχισε να παραπατά και να κινδυνεύει να πάθει κακό, και μετά το έκλεισε σ’ ένα άλλο δωμάτιο στη σοφίτα, απέναντι στη μάνα του. Τα ουρλιαχτά τους πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες ήταν τρομαχτικά, ιδιαίτερα για τον μικρό Μέρβιν που φανταζόταν ότι χρησιμοποιούσαν μια γλώσσα όχι τούτης της γης. Του Μέρβιν η φαντασία φούντωσε επικίνδυνα κι η ανησυχία του έγινε χειρότερη μετά του κλείσιμο του αδερφού του, που ήταν ο καλύτερος φίλος του.
Τον ίδιο καιρό άρχισαν να πεθαίνουν τα ζωντανά. Τα πουλερικά πήραν χρώμα σταχτί και πέθαναν γρήγορα. Το ψαχνό τους ήταν ξερό και θριβόταν τρίζοντας όταν το ‘κοβες. Οι γουρούνες πήραν αφύσικο πάχος και ξαφνικά άρχισαν ν’ αλλάζουν με τρόπο σιχαμερό που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει. Φυσικά το κρέας τους ήταν άχρηστο κι ο Νάχουμ κόντεψε να τρελαθεί. Οι κτηνίατροι της περιοχής δεν πλησίαζαν το κτήμα, κι ο γιατρός από το ‘Αρκαμ δε μπόρεσε να βρει άκρη. Τα γουρουνόπουλα άρχισαν να γκριζαίνουν κι η σάρκα τους να ξεραίνεται. Έλιωναν πριν ακόμα πεθάνουν, τα μάτια και οι μουσούδες τους πάθαιναν περίεργες αλλοιώσεις. Ήταν ανεξήγητο, γιατί ποτέ δεν έφαγαν τα μολυσμένα χόρτα. Μετά κάτι χτύπησε τις αγελάδες. Μέρη-μέρη το δέρμα τους βούλιαζε απαίσια και συχνά εκδηλώνονταν φριχτές αποσυνθέσεις. Στις τελευταίες φάσεις -και πάντα στο τέλος ερχόταν ο θάνατος- γκρίζαιναν κι αυτές κι η σάρκα τους θριβόταν όπως και στις γουρούνες. Λόγος για δηλητήριο δε γινόταν, γιατί είχαν μείνει σφαλιγμένες στα παχνιά. Ούτε μπορεί να ‘χε μεταφέρει το μικρόβιο άλλο ζωύφιο, γιατί δεν μπορούσε να μπει από πουθενά. Πρέπει να ήταν φυσική ασθένεια -ποια δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους. ΄Όταν ήρθε ο θέρος δεν έμενε κανένα ζωντανό στη φάρμα -ως και τα σκυλιά το ‘χαν σκάσει μια νύχτα και δεν ξανακούστηκαν. Οι πέντε γάτες είχαν φύγει πρωτύτερα, αλλά δεν το πρόσεξε κανείς γιατί τα ποντίκια είχαν ήδη χαθεί και μονάχα η κα Γκάρντνερ τις αγαπούσε.
Στις δέκα εννιά του Οκτώβρη ο Νάχουμ μπήκε τρικλίζοντας στο σπίτι του Αμι με φριχτά νέα. Ο θάνατος είχε βρει το φτωχό Θαδδαίο στη σοφίτα και με τρόπο ανείπωτο. Ο Νάχουμ έσκαψε ένα τάφο στο μαραζωμένο διπλανό χωράφι κι απόθεσε μέσα ό,τι βρήκε. Ήταν αδύνατο να μπήκε τίποτα απ’ έξω γιατί το μικρό σιδερόφραχτο παράθυρο κι η κλειδαριά στην πόρτα δεν είχαν πειραχτεί. Αλλά το ίδιο είχε γίνει και στα παχνιά. Ο Αμι κι η γυναίκα του παρηγόρησαν όσο μπορούσαν τον κεραυνοχτυπημένο άντρα, αλλά δεν έπαψαν στιγμή να ριγούν. Ένας γυμνός τρόμος φαινόταν να τυλίγει τους Γκάρντνερ κι όσα άγγιζαν, κι η παρουσία ενός τους στο σπίτι του Αμι ήταν σαν πνοή από τόπους ακατονόμαστους. Με μεγάλη δυσφορία ο Αμι συνόδεψε τον Νάχουμ σπίτι του κι έκανε ό,τι μπορούσε για να ησυχάσει το υστερικό κλάμα του μικρού Μέρβιν. Ο Ζήνωνας δε χρειαζόταν παρηγοριά. Τώρα τελευταία περιοριζόταν να κοιτά αποβλακωμένα μπροστά του και να υπακούει στις διαταγές του πατέρα του. Κι ο Αμι σκέφτηκε πως δεν είχε άσκημη τύχη. Κάπου-κάπου οι κραυγές του Μέρβιν διασταυρώνονταν με τις κραυγές από τη σοφίτα και στο ερωτηματικό βλέμμα του Αμι ο Νάχουμ απάντησε ότι η γυναίκα του αδυνάτιζε συνεχώς. Όταν άρχισε να νυχτώνει, ο Αμι κατάφερε να το σκάσει. Γιατί ούτε η δύναμη της φιλίας δεν μπορούσε να τον πείσει να μείνει εκεί όταν άρχισε ο αδύναμος φωσφορισμός της βλάστησης και τα κλαδιά φάνηκαν να σαλεύουν μολονότι δε φυσούσε. Ο Αμι ήταν πράγματι τυχερός που δεν είχε περισσότερη φαντασία. Ακόμα κι έτσι το μυαλό του είχε κουνηθεί κάπως. Αν ήταν ικανός να σκεφτεί και να συνδυάσει τα όσα γίνονταν γύρω του, θα καταντούσε αναπόφευκτα μανιακός. Μέσα στο λυκόφως πήρε βιαστικά το δρόμο του σπιτιού του, με τις κραυγές της τρελής και του νευρωτικού αγοριού να κουδουνίζουν φριχτά στ’ αυτιά του.
Τρεις μέρες αργότερα, πρωί-πρωί, ο Νάχουμ χύθηκε στη κουζίνα του Αμι. Ο φίλος του έλειπε, αλλά κατόρθωσε να ψελλίσει άλλη μιαν απελπισμένη ιστορία, ενώ η κα Πιρς τον άκουγε τρομοκρατημένη. Τώρα ήταν ο μικρός Μέρβιν. Είχε χαθεί. Αργά την προηγούμενη μέρα είχε βγει μ’ ένα φανάρι κι ένα κουβά για νερό. Και δε γύρισε. Εδώ και μέρες το μυαλό του χανόταν και μόλις που καταλάβαινε τα γύρω του. Αρχιζε να ουρλιάζει με το παραμικρό. Εκείνο το βράδυ ακούστηκε στην αυλή μια τρομερή κραυγή, αλλά ώσπου να φτάσει ο πατέρας του στην πόρτα το παιδί είχε χαθεί. Το φως του φαναριού δε φαινόταν πουθενά κι από τον Μέρβιν ούτε ίχνος. Εκείνη την ώρα ο Νάχουμ νόμισε πως ο κουβάς και το φανάρι είχαν επίσης χαθεί. Αλλά την αυγή, όταν γύρισε από το ολονύχτιο ψάξιμο στα χωράφια και το δάσος, βρήκε κοντά στο πηγάδι μερικά πολύ παράξενα πράγματα. Είδε μια συμπιεσμένη και κάπως λιωμένη σιδερένια μάζα, που ήταν προφανώς το φανάρι. Κι ένα μισολιωμένο χερούλι και δυο τρία στρεβλωμένα σιδερένια στεφάνια ήταν ό,τι απόμεινε από τον κουβά. Αυτό ήταν όλο. Ο Νάχουμ δεν μπορούσε να καταλάβει, η κα Πιρς τα ‘χε χαμένα κι ο Αμι, όταν γύρισε κι άκουσε τα συμβάντα, δεν μπόρεσε να σκεφτεί το παραμικρό. Ο Μέρβιν χάθηκε και δεν υπήρχε λόγος να το πούνε στον κόσμο, που απόφευγε τώρα όλους τους Γκάρντνερ. Ούτε και στους αστούς του Αρκαμ, που τα κορόιδευαν όλα. Κάτι σερνόταν, σερνόταν και πλησίαζε, και περίμενε να το δουν και να το ακούσουν. Ο Νάχουμ θα ‘φευγε σύντομα κι ήθελε να φροντίσει ο Αμι τη γυναίκα του και τον Ζήνωνα, αν επιζούσαν. Θα ‘ταν η Θεία Δίκη. Γιατί, όμως, αφού πάντα είχε ακολουθήσει το δρόμο του Κυρίου;
Ο Αμι έκανε δυο βδομάδες να ξαναδεί τον Νάχουμ. Κι όταν πέρασαν, ανήσυχος για το τι μπορούσε να ‘χε συμβεί, νίκησε τους φόβους του και πήγε στο σπίτι των Γκάρντνερ. Από τη μεγάλη καμινάδα δεν έβγαινε καπνός κι ο επισκέπτης φοβήθηκε για το χειρότερο. Η όψη της φάρμας σε τρόμαζε -σταχτί σακατεμένο χορτάρι και φύλλα στο χώμα, θρυψαλιασμένοι κισσοί στη βάση των αρχαίων τοίχων, κι εκείνοι με μια μελετημένη κακία που ο Αμι αισθάνθηκε πως οφειλόταν σε μια πολύπλοκη αλλαγή του στρεβλώματος των κλαδιών. Ωστόσο ο Νάχουμ ήταν ζωντανός. Ήταν αδύναμος και ξαπλωμένος σ’ ένα ντιβάνι στη χαμηλοτάβανη κουζίνα, αλλά δεν είχε χάσει τα λογικά του και μπορούσε να δίνει απλές διαταγές στον Ζήνωνα. Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Και καθώς ο Αμι δεν έκρυβε τα ρίγη που τον διαπερνούσαν ο οικοδεσπότης φώναξε βραχνά στον Ζήνωνα να φέρει κι άλλα ξύλα. Πράγματι χρειάζονταν, γιατί το βαθύ τζάκι ήταν σβηστό κι αδειανό κι ένα σύννεφο στάχτης αναδευόταν από τον παγερό άνεμο που έμπαζε η καμινάδα. Σε λίγο ο Νάχουμ τον ρώτησε αν ένιωθε καλύτερα με τα καινούρια ξύλα, και τότε ο Αμι κατάλαβε τι συνέβη. Τελικά είχε σπάσει και το πιο γερό σκοινί, και το μυαλό του άμοιρου χωρικού δε θα βασανιζόταν πια από καινούριες λύπες.
Παρά τις προσεχτικές του ερωτήσεις, ο Αμι δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει τι έγινε ο Ζήνωνας.
-«Στο πηγάδι -ζει στο πηγάδι…» έλεγε και ξανάλεγε ο θολωμένος πατέρας. Μετά στο μυαλό του επισκέπτη άστραψε η θύμηση της τρελής γυναίκας κι άλλαξε την κατεύθυνση των ερωτήσεων.
-«Η Νάμπι; Να ‘την, εκεί πέρα!» απάντησε έκπληκτος ο φτωχός Νάχουμ, κι ο Αμι κατάλαβε πως έπρεπε να την αναζητήσει μόνος του. Αφήνοντας τον Νάχουμ να ψελλίζει άκακα στο ντιβάνι, πήρε τα κλειδιά από το καρφί πλάι στην πόρτα και σε λίγο τα σκαλιά έτριζαν καθώς ανέβαινε στη σοφίτα. Εκεί πάνω μύριζε κλεισούρα κι οι θόρυβοι από κάτω πνίγονταν ολότελα. Από τις τέσσερις πόρτες μονάχα μια ήταν κλειδωμένη και ο Αμι δοκίμασε διάφορα κλειδιά. Κάποιο αποδείχτηκε σωστό κι ο Αμι κατάφερε ν’ ανοίξει τη χαμηλή άσπρη πόρτα.
Μέσα ήταν σκοτάδι, γιατί το παράθυρο ήταν μικρό και το μισόκλειναν τα χοντροφτιαγμένα ξύλινα κάγκελα. Ο Αμι δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα στο σανιδένιο πάτωμα. Η βρώμα ήταν ανυπόφορη και πριν συνεχίσει αναγκάστηκε να πάει σ’ άλλο δωμάτιο και να γεμίσει τα πνευμόνια του με καθαρότερον αέρα. ΄Όταν ξαναμπήκε είδε κάτι σκοτεινό στη γωνιά και μόλις κοίταξε καλύτερα έβγαλε μια τρομερή κραυγή. Καθώς ούρλιαζε του φάνηκε πως ένα στιγμιαίο σύννεφο σκέπασε το παράθυρο και το επόμενο δευτερόλεπτο ένιωσε να τον χαϊδεύει ένας σιχαμένος ατμός. Παράξενα χρώματα χόρευαν στα μάτια του. Κι αν δεν τον είχε μουδιάσει η φρίκη ίσως σκεφτόταν τη φουσκάλα του μετεωρίτη που είχε σπάσει ο γεωλόγος και τη νοσηρή ανοιξιάτικη βλάστηση. Τώρα όμως σκεφτόταν μονάχα τη βλάσφημη τερατωδία που είχε μπροστά του. Ήταν φανερό πως είχε συμμεριστεί κι εκείνη την ακατονόμαστη μοίρα του μικρού Θαδαίου και των ζωντανών. Αλλά το τρομερό ήταν ότι τα απομεινάρια αργοσάλευαν αισθητά σαν να συνέχιζαν να γίνονται σκόνη.
Ο Αμι δεν μπόρεσε να μου δώσει άλλες λεπτομέρειες της σκηνής, αλλά η κινούμενη μορφή στη γωνία δεν ξαναεμφανίζεται στην ιστορία του. Μερικά πράγματα δε λέγονται, κι αυτό που κάνεις από απλή ανθρωπιά ο νόμος το κρίνει μερικές φορές αδυσώπητα. Συμπέρανα ότι στο δωμάτιο δεν έμεινε τίποτα που να κινείται κι ότι το να άφηνε κάτι που θα μπορούσε να σαλέψει θα ‘ταν πράξη τερατώδης, σαν να καταδίκαζε μιαν ύπαρξη στην αιώνια κόλαση. Κάθε άλλος θα λιποθυμούσε ή θα τρελαινόταν, αλλά ο Αμι, ο τετράγωνος χωρικός, πέρασε προσεχτικά τη χαμηλή πόρτα και κλείδωσε πίσω του το καταραμένο μυστικό. Τώρα είχε να τακτοποιήσει τον Νάχουμ. Να τον ησυχάσει, να τον ταΐσει και να τον μεταφέρει κάπου όπου θα τον φρόντιζαν.
Καθώς άρχιζε να κατεβαίνει τη σκοτεινή σκάλα, ο Αμι άκουσε πίσω του ένα γδούπο. Του φάνηκε ακόμα ότι ξαφνικά πνίγηκε μια κραυγή και θυμήθηκε νευρικά τους γλοιώδεις ατμούς που είχαν περάσει δίπλα του στο φριχτό εκείνο δωμάτιο. Σταματώντας από κάποιον απροσδιόριστο φόβο άκουσε κάτω κι άλλους θορύβους. Ναι, σαν να σερνόταν κάτι βαρύ κι ακουγόταν ένας σιχαμένος ήχος, κάτι σαν βρώμικο και κολασμένο ρούφηγμα. Οι συνειρμοί είχαν αποκτήσει τερατώδη ταχύτητα και ο Αμι σκέφτηκε άθελά του αυτό που ‘χε αντικρίσει εκεί πάνω. Θεέ μου! Σε ποιο διαβολικά μαγεμένο κόσμο είχε μπλεχτεί; Δεν τολμούσε να κουνηθεί, στεκόταν τρέμοντας στη σκοτεινή στροφή της σκάλας. Κάθε λεπτομέρεια της σκηνής αποτυπωνόταν πυρωμένη στο μυαλό του. Οι θόρυβοι, η έντρομη αναμονή, το σκοτάδι, τα στενά απότομα σκαλοπάτια και -Ελεήμων Κύριε!- ο αμυδρός αλλά ευδιάκριτος φθορισμός του ξύλου γύρω του. Σκαλοπάτια, τοίχοι, δοκάρια, όλα σιγόλαμπαν!
Ύστερα το άλογο του Αμι χρεμέτισε άγρια κι ακούστηκε ένα άγριο ποδοβολητό που σήμαινε ότι το ‘χε σκάσει. Σε λίγο δεν ακουγόταν ούτε αυτό ούτε το αμάξι κι ο τρομαγμένος άντρας στη σκοτεινή σκάλα προσπάθησε να μαντέψει την αιτία της φυγής. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Είχε ακουστεί κι άλλος ένας θόρυβος εκεί έξω. Κάτι σαν υγρό πλατσούρισμα -νερό- πρέπει να ήταν το πηγάδι. Είχε αφήσει κοντά του τον Ήρωνα άδετο κι ένας από τους τροχούς πρέπει να πέταξε μέσα καμιά πέτρα. Κι ο χλωμός φωσφορισμός εξακολουθούσε να τυλίγει τα φριχτά παλιά ξύλα. Θεέ μου! πόσο αρχαίο ήταν το σπίτι! Το μεγαλύτερο μέρος του πρέπει να ‘χε χτιστεί πριν από το 1679 κι η τωρινή σκεπή πρέπει να ‘γινε το αργότερο το 1730.
Κάτω ακουγόταν τώρα καθαρά ένα αδύναμο ξύσιμο κι ο Αμι έσφιξε δυνατότερα ένα βαρύ μπαστούνι που είχε γραπώσει για κάποιο λόγο στη σοφίτα. Παίρνοντας σιγά-σιγά θάρρος αποτέλειωσε το κατέβασμά του και προχώρησε τολμηρά προς την κουζίνα. Αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνησή του, γιατί αυτό που γύρευε είχε φύγει από ‘κει. Είχε έρθει να τον συναντήσει, ακόμα ζωντανό κατά κάποιο τρόπο. Αν είχε συρθεί ή αν το ‘χε σύρει κάποια άλλη δύναμη, ο Αμι δεν ήξερε. Αλλά ο θάνατος το ‘χε σταματήσει. ΄Όλα είχαν συμβεί μέσα στην τελευταία μισή ώρα, αλλά η κατάρρευση, η αλλαγή του χρώματος και η διάλυση είχαν ήδη προχωρήσει πολύ. Το σώμα ήταν φριχτά στεγνωμένο και ξερά κομμάτια απόσπονταν κι έπεφταν σαν λέπια. Ο Αμι δεν μπορούσε να το αγγίξει. Τρομοκρατημένος, κοίταζε τη διεστραμμένη παρωδία που ήταν κάποτε ανθρώπινο πρόσωπο.
-«Τι ήταν, Νάχουμ; Τι ήταν;» ψιθύρισε και τα πεταχτά φαγωμένα χείλια μόλις κατόρθωσαν να ψελλίσουν μια τελική απάντηση.
-«Τίποτα… τίποτα… το χρώμα… καίει… υγρό και κρύο μα καίει… ζούσε στο πηγάδι… έλαμπε τη νύχτα… ο Θαδαίος κι ο Μέρβιν κι ο Ζήνωνας… όλα τα ζωντανά… ρουφά τη ζωή απ’ όλα… στην πέτρα… πρέπει να ήταν στην πέτρα…φαρμάκωσε όλο το μέρος… τι θέλει;… αυτό το στρογγυλό που έβγαλαν από την πέτρα… το ‘σπασαν… το ίδιο χρώμα… το ίδιο, σαν τα λουλούδια και τα φυτά… πρέπει να είχε κι άλλα… σπόροι… σπόροι μεγάλωναν… το ‘δα αυτήν τη βδομάδα… θα ‘πιασε τον Ζήνωνα γερά… δυνατό παιδί, ολοζώντανο… χτυπά στο μυαλό και μετά σ’ αρπάζει… καίει… στο πηγάδι… το ξέρεις αλλά δεν μπορείς τίποτα… να ξεφύγεις… σε τραβά… από τότε που πήρε τον Ζήνωνα… η Νάμπι… στα καλά μου… πότε την τάισα… θα την πάρει… σκέτο χρώμα… τη νύχτα το πρόσωπό της παίρνει το χρώμα… καίει και ρουφά… από άλλο μέρος, που τα πράγματα δεν είναι σαν εδώ… ένας από τους καθηγητές το είπε… δίκιο… πρόσεξε, Αμι, θα κάνει κι άλλα… ρουφά τη ζωή…»
Αυτό ήταν όλο. Αυτό που μίλησε δεν μπορούσε να μιλήσει πια γιατί είχε λιώσει τελείως. Ο Αμι άπλωσε ένα κόκκινο τραπεζομάντιλο στ’ απομεινάρια κι από την πίσω πόρτα βγήκε παραπατώντας προς τα χωράφια. Ανηφόρισε για το βοσκοτόπι και σκουντουφλώντας έφτασε στο σπίτι του από το βόρειο δρόμο και το δάσος. Δεν μπορούσε να περάσει το πηγάδι. Του είχε ρίξει μια ματιά από το παράθυρο, είδε πως δεν έλειπε πέτρα από το πεζούλι του. Αρα το αμάξι δεν είχε ξεκολλήσει τίποτα…το πλατσούρισμα οφειλόταν αλλού -κάτι βούτηξε στο πηγάδι αφού αποτέλειωσε τον καημένο τον Νάχουμ.
Όταν έφτασε σπίτι είδε ότι τα άλογα και το αμάξι είχαν γυρίσει κι ότι η γυναίκα του κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία. Την καθησύχασε δίχως πολλές εξηγήσεις και ξεκίνησε αμέσως για το Αρκαμ όπου ειδοποίησε τις αρχές ότι η φαμίλια του Γκάρντνερ δεν υπήρχε πια. Δεν είπε λεπτομέρειες, αλλά μόνο για το θάνατο του Νάχουμ και της Νάμπι -για τον Θαδαίο ήταν ήδη γνωστό- κι είπε ότι για το θάνατό τους πρέπει να έφταιγε η ίδια αρρώστια που είχε χτυπήσει τα ζωντανά. Επίσης δήλωσε την εξαφάνιση του Μέρβιν και του Ζήνωνα. Οι αστυνομικοί έκαναν πολλές ερωτήσεις και στο τέλος ο Νάχουμ αναγκάστηκε να οδηγήσει τρεις στη φάρμα του Νάχουμ, μαζί με τον ανακριτή, τον ιατροδικαστή και τον κτηνίατρο που είχε κοιτάξει τα άρρωστα ζώα. Πήγε παρά τη θέλησή του, γιατί το απόγεμα προχωρούσε και φοβόταν να νυχτωθεί στο καταραμένο μέρος. Αλλά ήταν κάποια παρηγοριά που είχε τόσους μαζί του.
Οι έξι άντρες ακολούθησαν τον Αμι με μιαν άμαξα κι έφτασαν στο συφοριασμένο κτήμα κατά τις τέσσερις. Αν και συνηθισμένοι στα θλιβερά θεάματα δεν μπόρεσαν να μείνουν ασυγκίνητοι απ’ αυτά που βρήκαν στη σοφίτα και κάτω από την κόκκινη κουβέρτα. Η όλη όψη της φάρμας με την γκρίζα ερημιά της ήταν ήδη αρκετά φοβερή, αλλά τα δυο αποσαθρωμένα αντικείμενα ξεπερνούσαν κάθε όριο. Κανείς δεν μπόρεσε να κρατήσει το βλέμμα του πάνω τους ώρα πολλή, ακόμα και ο γιατρός παραδέχτηκε ότι δεν είχε πολλά να κάνει. Φυσικά θα γινόταν ανάλυση δειγμάτων κι έκανε αρκετή ώρα να τα μαζέψει και πρέπει εδώ να πούμε ότι αινιγματικά πράγματα συνέβησαν στο εργαστήριο όταν έφτασαν τελικά οι δυο φιάλες. Η φασματοσκόπηση έδωσε παράδοξα αποτελέσματα και παρατηρήθηκαν πολλά κοινά σημεία με το μετεωρίτη του περασμένου χρόνου. Οι παράδοξες αυτές ιδιότητες χάθηκαν μετά ένα μήνα κι από τη σκόνη έμειναν διάφορα φωσφορούχα και ανθρακούχα αλκαλικά άλατα.
Ο Αμι δε θα τους έλεγε για το πηγάδι αν ήξερε ότι θ’ αποφάσιζαν να ασχοληθούν μαζί του αυτοστιγμεί. Ο ήλιος πήγαινε να δύσει και βιαζόταν να φύγει από ‘κει. Αλλά και δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από το πέτρινο πεζούλι, κι όταν τον ρώτησαν παραδέχτηκε ότι ο Νάχουμ φοβόταν κάτι εκεί κάτω -τόσο που δε σκέφτηκε να αναζητήσει εκεί τον Μάρβιν ή τον Ζήνωνα.
Υστερ’ απ’ αυτό το μόνο που έμενε ήταν ν’ αδειάσουν και να ερευνήσουν αμέσως το πηγάδι. Ο Αμι υποχρεώθηκε να περιμένει τρέμοντας καθώς το βρωμισμένο νερό πεταγόταν κουβαδιά-κουβαδιά στο χώμα γύρω. Οι άντρες μύριζαν με σιχασιά το νερό και προς το τέλος, όταν βρήκαν τα σάπια πτώματα, αναγκάστηκαν να φράξουν τη μύτη τους. Δεν καθυστέρησαν και πολύ γιατί το νερό ήταν ανεξήγητα χαμηλό. Δε χρειάζεται να πούμε με ακρίβεια τι βρήκανε. Ο Μέρβιν κι ο Ζήνωνας ήταν κι οι δυο εκεί μέσα, εν μέρει, γιατί τα απομεινάρια τους ήταν κυρίως κόκαλα. Ήταν επίσης κι ένα μικρό ελάφι κι ένας σκύλος, περίπου στην ίδια κατάσταση, και πολλά κόκαλα μικρότερων ζώων. Η λασπουριά και η γλίτσα στο βυθό φαινόταν ανεξήγητα πορώδης και φουσκαλιασμένη και κάποιος που κατέβηκε μ’ ένα μακρύ κοντάρι διαπίστωσε ότι μπορούσε να το χώσει όλο στη λάσπη δίχως να συναντήσει αντίσταση.
Τώρα είχε πέσει το σούρουπο κι έφεραν φανάρια από το σπίτι. Μετά, όταν φάνηκε πως δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα περισσότερο από το πηγάδι, μπήκαν όλοι στο σπίτι κι άρχισαν να συζητούν στο αρχαίο καθιστικό ενώ το αδιατάραχτο φως του μισού φεγγαριού έπαιζε κουρασμένα με τη σταχτιά ερημιά έξω. Οι άντρες τα είχαν φανερά χαμένα με την υπόθεση και δεν μπορούσαν να βρουν ούτ’ ένα πειστικό στοιχείο που να συνδέει την παράξενη κατάσταση των φυτών, την άγνωστη αρρώστια των ζώων και των ανθρώπων και τους ανεξήγητους θανάτους του Μέρβιν και του Ζήνωνα στο μολυσμένο πηγάδι. Είχαν ακούσει, βέβαια, τα κουτσομπολιά των χωρικών. Αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως συνέβαιναν πράγματα υπερφυσικά. Δίχως αμφιβολία ο μετεωρίτης είχε δηλητηριάσει το χώμα αλλά η αρρώστια των ανθρώπων και των ζώων που δεν έφαγαν τίποτα που προερχόταν απ’ αυτό το χώμα ήταν άλλη υπόθεση. Έφταιγε το νερό του πηγαδιού; Πολύ πιθανό. Θα ήταν καλή ιδέα να το αναλύσουν. Αλλά ποια παράλογη τρέλα έσπρωξε και τα δυο παιδιά να πέσουν στο πηγάδι; Οι πράξεις τους ήταν τόσο όμοιες -και τα απομεινάρια έδειχναν πως είχαν πεθάνει και τα δύο από τον ίδιο σταχτή θάνατο της αποσάθρωσης. Γιατί όλα ήταν τόσο σταχτιά και αποσαθρωμένα;
Ο ανακριτής, καθισμένος σ’ ένα παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, ήταν ο πρώτος που είδε το φως γύρω από το πηγάδι. Είχε νυχτώσει για καλά και τα αποτρόπαια περίχωρα του σπιτιού τα φώτιζε αδύναμα κάτι περισσότερο από τις άστατες αχτίδες του φεγγαριού. Η καινούρια λάμψη ήταν συγκεκριμένη και σαφής. Φαινόταν να ανεβαίνει από το μαύρο πηγάδι σαν αδύναμο φως φάρου κι αχνοκαθρεφτιζόταν στις λιμνούλες του αδειασμένου νερού. Είχε χρώμα πολύ παράξενο και ο Αμι τινάχτηκε καθώς στριμώχνονταν όλοι στο παράθυρο. Γιατί η χροιά της παράξενης αυτής αχτίδας του μιάσματος δεν του ήταν άγνωστη. Είχε δει το χρώμα και πριν και φοβόταν να σκεφτεί τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Το είχε δει στη βδελυρή σαθρή φούσκα του αερόλιθου πριν δυο καλοκαίρια, το είχε δει στην ξετρελαμένη ανοιξιάτικη βλάστηση κι είχε πιστέψει πως το είχε δει στιγμιαία το ίδιο αυτό πρωί στο μικρό καγκελόφραχτο παράθυρο του τρομαχτικού δωματίου στη σοφίτα όπου είχαν γίνει τόσα ακατονόμαστα. Είχε αστράψει εκεί για ένα δευτερόλεπτο κι ένα γλοιώδης μισερός ατμός είχε περάσει δίπλα του ξύνοντάς τον -και, κατόπιν, είχε πάρει τον φτωχό Νάχουμ κάτι με παρόμοιο χρώμα. Το ‘λεγε μέχρι τέλους -το ‘λεγε πως ήταν σαν τη φυσαλίδα και τα φυτά. Μετά έγινε το φευγιό στην αυλή και το πλατσούρισμα στο πηγάδι -και τώρα το πηγάδι αυτό ξερνούσε στη νύχτα μια χλωμή σιχαμερή αχτίδα με την ίδια απόχρωση.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε στο μυαλό του Αμι το γεγονός ότι κι αυτήν ακόμα τη στιγμή της έντασης στοχάστηκε πάνω σ’ ένα σημείο με βασικά επιστημονική σημασία. Απόρησε πώς διατηρούσε την ίδια εντύπωση από έναν ατμό ιδωμένο στο φως της μέρας, σ’ ένα παράθυρο που άνοιγε στον πρωινό ουρανό, κι από ένα νυχτερινό ανάδωμα που φάνταζε σαν φωσφορική ομίχλη πάνω στο μαύρο ερημωμένο τοπίο. Δεν ήταν σωστό -ήταν ενάντια στη Φύση- και σκέφτηκε τα τελευταία εκείνα τρομερά λόγια του χτυπημένου φίλου του, «από άλλο μέρος που τα πράγματα δεν είναι σαν εδώ… Ένας από τους καθηγητές το ‘πε…»
Έξω τα τρία άλογα, δεμένα σε δυο μαραζωμένους θάμνους πλάι στο δρόμο, τραβούσαν τα χαλινάρια κι έσκαβαν το χώμα με μανία. Ο οδηγός του αμαξιού κίνησε προς την πόρτα να κάνει κάτι, αλλά ο Αμι έβαλε στον ώμο του ένα χέρι που ‘τρεμε.
-«Μη βγεις έξω», ψιθύρισε. «Δε ξέρουμε. Ο Νάχουμ είπε πως κάτι ζει στο πηγάδι που σου ρουφά τη ζωή. Είπε πως πρέπει να έγινε από κάποια στρογγυλή φούσκα σαν αυτή που ‘δαμε στο μετεωρίτη. Ρουφά και καίει, είπε, κι είναι μονάχα ένα χρωματιστό σύννεφο σαν αυτό το φως τώρα, που μόλις φαίνεται και δε ξέρεις τι είναι. Ο Νάχουμ πίστευε πως τρέφεται με κάθε είδους ζωή και δυναμώνει συνέχεια. Είπε πως το ‘δε τη περασμένη βδομάδα. Πρέπει να ‘ρθε από τον ουρανό, όπως είπαν κι οι καθηγητές για τον μετεωρίτη. Έτσι που ‘ναι κι έτσι που δουλεύει δε μπορεί να ‘ναι του κόσμου μας. Είναι από πέρα».
Κι έτσι στάθηκαν αναποφάσιστοι ενώ το φως από το πηγάδι γινόταν δυνατότερο και τα άλογα χρεμέτιζαν όλο και πιο φρενιασμένα. Ήταν στ’ αλήθεια φοβερή στιγμή. Ο τρόμος φώλιαζε στο ίδιο αυτό το πανάρχαιο, καταραμένο σπίτι, τέσσερις τερατώδεις σωροί απομεινάρια -δυο από το σπίτι και δυο από το πηγάδι- στο πίσω υπόστεγο, κι αυτός ο άγνωστος και βέβηλος ιριδισμός από τα λασπερά βάθη μπροστά. Ο Αμι είχε συγκρατήσει τον καροτσέρη δίχως να το σκεφτεί, ξεχνώντας ότι ο ίδιος έμεινε άβλαβος από το γλιτσερό χάδι του χρωματιστού ατμού στη σοφίτα. Ίσως, όμως, και να ‘κανε σωστά. Ποτέ δε θα μάθει κανείς τι τριγυρνούσε έξω εκείνη τη νύχτα. Και μολονότι η βλαστήμια από το άπειρο δεν είχε βλάψει κανένα που ‘χε το μυαλό του απείραχτο, δεν ήξερες τι μπορούσε να κάνει εκείνη την τελική στιγμή με τη φανερά αυξημένη της δύναμη και τα σημάδια μιας συγκεκριμένης βούλησης που θα φανερωνόταν σύντομα κάτω από τα σκόρπια σύννεφα του σεληνοφώτιστου ουρανού.
Την ίδια στιγμή ένας από τους αστυνομικούς στο παράθυρο πήρε μια κοφτή, δυνατή ανάσα. Οι άλλοι τον κοίταξαν και κατόπιν ακολούθησαν γρήγορα τη ματιά του προς το σημείο που είχε ξαφνικά τραβήξει την προσοχή του. Δε χρειάζονταν λόγια. Αυτό που αμφισβητούνταν σαν χωριάτικο κουτσομπολιό ήταν τώρα αναμφισβήτητο. Είναι ακριβώς γι’ αυτό το πράγμα, που όλοι της ομάδας το παραδέχονταν αργότερα, που δε μιλάνε για τις παράξενες μέρες στο ‘Αρκαμ. Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε ότι δε φυσούσε καθόλου αέρας τη βραδινή εκείνη ώρα. Βέβαια λίγο αργότερα σηκώθηκε άνεμος, αλλά τη στιγμή εκείνη δε φυσούσε καθόλου. Ακόμα και τα ξερά, δίχως φύλλα κλαδιά της κάπαρης στο φράχτη κι η τέντα στην κορφή του αμαξιού δε σάλευαν καθόλου. Κι όμως, μέσα στην ανήσυχη, βέβηλη ηρεμία τα ψηλά κλαδιά όλων των δέντρων της αυλής αναδεύονταν. Συσπώνταν σιχαμένα και σπασμωδικά, νυχιάζοντας μ’ ακράτητη επιληπτική μανία τα φωτισμένα από τη σελήνη σύννεφα. Έξυναν ανίσχυρα το φαρμακωμένο αέρα σαν να τα κουνούσε, δεμένη μαζί τους με ασώματα σύρματα, μια υπόγεια φρικωδία που σφάδαζε θανατερά μέσα στο μαύρο χώμα.
Για μερικές στιγμές δεν ανάσανε κανείς. Κατόπιν ένα πιο σκοτεινό σύννεφο σκέπασε το φεγγάρι κι η σιλουέτα των συστραμμένων κλαδιών χάθηκε για λίγο. Όλοι ξέσπασαν σε μια κραυγή. Γεμάτη δέος, βραχνή, σχεδόν ίδια σ’ όλους τους λαιμούς. Γιατί ο τρόμος δε χάθηκε μαζί με τη θέα των κλαδιών, και σε μια φοβερή στιγμή βαθύτερου σκοταδιού οι παρατηρητές είδαν να σπιθουρίζουν στην κορυφή των δέντρων χιλιάδες μικροσκοπικές τελείες θαμπής ακτινοβολίας, στην άκρη του κάθε κλαδιού, σαν τις φλόγες που κατέβηκαν τη μέρα της Πεντηκοστής στα κεφάλια των Αποστόλων. Ήταν ένας τερατώδικος αστερισμός αφύσικου φωτός, λιμασμένο σμάρι νεκροθρεμμένες κωλοφωτιές που χόρευαν κολασμένες σαραμπάντες πάνω σε στοιχειωμένα έλη. Και το χρώμα ήταν το ίδιο ακατονόμαστο μ’ αυτό που ο Αμι είχε μάθει πια να αναγνωρίζει και να αποστρέφεται. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο φωσφορισμός από το πηγάδι γινόταν ολοένα φωτεινότερος, φέρνοντας στους ζαβλακωμένους άντρες μια αίσθηση αφύσικης καταδίκης. Τώρα πια δεν έλαμπε από το πηγάδι. Ξεχυνόταν. Και καθώς το άμορφο ρυάκι του ακατονόμαστου χρώματος εγκατέλειπε τη φωλιά του, φαινόταν να ξεχύνεται κατευθείαν στον ουρανό.
Ο κτηνίατρος ρίγησε και πήγε στη μπροστινή πόρτα για να βάλει άλλο ένα δοκάρι. Ο Αμι δεν έτρεμε λιγότερο κι αναγκάστηκε να τραβήξει τους άλλους από το μανίκι για να τους δείξει άφωνα το φέγγος που μεγάλωνε στα δέντρα. Ο θόρυβος των αλόγων είχε γίνει πια τρομαχτικός, αλλά καμιά από τις ψυχές που ήταν κλεισμένες στο γέρικο σπίτι δε θα τολμούσε να βγει έξω μ’ οποιοδήποτε αντίτιμο που θα μπορούσε να πληρωθεί σ’ αυτήν εδώ τη γη. Με το πέρασμα της ώρας η λάμψη μεγάλωνε ενώ τα ανήσυχα κλαδιά λες και τεντώνονταν όλο και περισσότερο για να πάρουν κάθετη κατεύθυνση. Τώρα έλαμπε και το ξύλο της τροχαλίας του πηγαδιού και σε λίγο ένας αστυνομικός έδειξε τις κυψέλες και τα υπόστεγα κοντά στο δυτικό τοίχο. Αρχιζαν να λάμπουν κι αυτά αν και τα οχήματα των επισκεπτών φαίνονταν απείραχτα. Τότε ακούστηκε μια άγρια ταραχή στο δρόμο και καθώς ο Αμι δυνάμωνε τη λάμπα για να δούνε καλύτερα αντιλήφθηκαν ότι τα τρομαγμένα άλογα είχαν σπάσει τα λουριά και το σκάγανε μαζί με το αμάξι.
Το πλήγμα έλυσε τις γλώσσες κι ακούστηκαν ταραγμένοι ψίθυροι.
-«Καλύπτει κάθε τι το οργανικό ένα γύρω», μουρμούρισε ο ιατροδικαστής. Κανείς δεν απάντησε, αλλά ο άντρας που είχε κατέβει στο πηγάδι είπε ότι με το μακρύ του στυλιάρι θα ‘χε ανακατέψει κάτι που δεν έπρεπε. «Ήταν τρομερό», πρόσθεσε. «Δεν υπήρχε πάτος, μονάχα γλίνα και φουσκάλες κι η αίσθηση πως κάτι παραμόνευε εκεί κάτω». Το άλογο του Αμι έσκαβε ακόμα το χώμα και ούρλιαζε έξω στο δρόμο και σχεδόν έπνιγε τα αδύναμα ψελλίσματα του ιδιοκτήτη του, που προσπαθούσε ν’ αρθρώσει τις άμορφες σκέψεις του.
-«Ήρθε από τη πέτρα… μεγάλωνε κάτω κεί… πήρε όλες τις ζωές… τράφηκε απ’ αυτούς, από τη ψυχή και το σώμα τους… του Θαδδαίου και του Μέρβιν, του Ζήνωνα και της Νάμπι… στο τέλος ο Νάχουμ…ήπιαν όλοι από το νερό… τους βάρεσε… ήρθε από πέρα που τα πράγματα δεν είναι όπως εδώ… τώρα γυρίζει πίσω…»
Στο σημείο αυτό, καθώς η στήλη του άγνωστους χρώματος έγινε ξάφνου λαμπρότερη κι άρχισε να επιδίδεται σε υπαινιγμούς φανταστικών μορφών που αργότερα ο καθένας από τους παρόντες περιέγραφε διαφορετικά, από τον βασανισμένο ΄Ηρωνα βγήκε μια κραυγή που δεν είχε ξανακουστεί ποτέ από αλόγου στόμα. Στο χαμηλοτάβανο καθιστικό βούλωσαν τα αυτιά τους κι ο Αμι έστρεψε το πρόσωπό του από το παράθυρο αναγουλιάζοντας από φρίκη. Τα λόγια δεν μπορούν να το περιγράψουν -όταν ο Αμι κοίταξε ξανά έξω, το άμοιρο ζώο κειτόταν ακίνητο στο σεληνοφώτιστο χώμα ανάμεσα στα συντρίμμια του μικρού αμαξιού. Αυτό ήταν το τέλος του ΄Ηρωνα, που τον έθαψαν το άλλο πρωί. Αλλά δεν ήταν ώρα για πένθος, γιατί την ίδια στιγμή ο ένας αστυνομικός τράβηξε την προσοχή τους σε κάτι τρομαχτικό που βρισκόταν μέσα στο ίδιο το δωμάτιο. Με το φως της λάμπας σβηστό έγινε φανερό ότι ένας ασθενικός φωσφορισμός είχε αρχίσει να πλημμυρίζει το σπίτι. Έφεγγε στα πλατιά σανίδια του δαπέδου και στην κουρελού, λαμπύριζε στα φατνώματα των μικρών παράθυρων. Διέτρεχε τα χοντρά δοκάρια στις γωνιές, η μαρμαρυγή τύλιγε τα ντουλάπια, τις πόρτες και τα ξύλινα έπιπλα. Δυνάμωνε από λεπτό σε λεπτό και τέλος έγινε φανερό ότι κάθε τι το ζωντανό έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι.
Ο Αμι τους έδειξε την πίσω πόρτα και το μονοπάτι που έβγαζε από τα χωράφια στην πάνω βοσκή. Προχώρησαν σκουντουφλώντας σαν σε όνειρο και δεν τόλμησαν να κοιτάξουν πίσω ώσπου απομακρύνθηκαν αρκετά στο ψήλωμα. Ευτυχώς που υπήρχε το μονοπάτι, γιατί δε θα μπορούσαν να φύγουν από μπροστά, από το καταραμένο πηγάδι. Δεν ήταν και λίγο που πέρασαν από τον ολόφεγγο σταύλο και τα υπόστεγα και από τα λαμπερά οπωροφόρα με τα διεστραμμένα, δαιμονικά περιγράμματα. Δόξαζαν τον θεό που το ανάδεμα των κλαδιών γινόταν περισσότερο κοντά στην κορυφή. Καθώς περνούσαν το παλιό γεφύρι πάνω από το ρέμα του Τσάπμαν, κατάμαυρα σύννεφα σκέπασαν το φεγγάρι κι έφτασαν στο ξάγναντο μπουσουλώντας στα τυφλά.
Όταν κοίταξαν κάτω προς την κοιλάδα και τη φάρμα των Γκάρντνερ, αντίκρισαν ένα θέαμα τρομερό. Ολόκληρη η φάρμα λαμπάδιαζε με το φριχτό, άγνωστο χρώμα: τα δέντρα, τα χτίσματα, ακόμα κι όσο χορτάρι ή θάμνοι δεν είχαν υποκύψει ολότελα στη θανάσιμη γκρίζα ξεραΐλα. ΄Όλα τα κλαδιά τεντώνονταν προς τον ουρανό, με γλώσσες βρώμικης φλόγας στις άκρες τους και ρυάκια της ίδιας τερατώδικης φωτιάς σερνόντουσαν στ’ ακρινά δοκάρια του σπιτιού, του στάβλου και των υπόστεγων. ΄Ηταν σκηνή από όραμα του Φουζέλι. Και παντού αλλού βασίλευε το πανηγύρι της φωτεινής αμορφίας, αυτό το ξένο, δίχως διαστάσεις ουράνιο τόξο του μυστηριακού δηλητηρίου που έβγαινε από το πηγάδι -που έσερπε, χάιδευε, έγλειφε, γράπωνε, τύλιγε και φουσκάλιαζε κακόβουλα με τους άγνωρους, υπέρκοσμους χρωματισμούς του.
Μετά, χωρίς ειδοποίηση, το φριχτό πράμα όρμησε κάθετα στον ουρανό σαν ρουκέτα ή μετέωρο, δίχως ν’ αφήσει χνάρια πίσω του, κι εξαφανίστηκε μέσα από μια στρογγυλή, παράδοξα κανονική τρύπα στα σύννεφα. Κανείς δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα. Κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να ξεχνάει αυτό που είδε κι ο Αμι κοιτούσε χαζά τα αστέρια του Κύκνου, τον Ντένεμπ που άστραφτε ανάμεσά τους, εκεί που το άγνωστο χρώμα έγινε ένα με το Γαλαξία. Αλλά την ίδια στιγμή η ματιά του γύρισε πάλι στη γη, τραβηγμένη από το κροτάλισμα στην κοιλάδα. Ήταν μονάχα κροτάλισμα, ήχος ξύλου που σκίζεται κι όχι έκρηξη -που ορκίζονταν πολλοί άλλοι της ομάδας. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: μέσα σε μια πυρετική, καλειδοσκοπική στιγμή η καταδικασμένη φάρμα ξέσπασε σε μια εκρηχτική, αστραφτερή καταιγίδα από αφύσικες σπίθες που θάμπωσε το βλέμμα των λίγων που την είδαν κι έστειλε στο ζενίθ του ουρανού ένα σύννεφο με τέτοιο χρώμα και τέτοιο αφάνταστο υλικό που το σύμπαν ολόκληρο το αποδιώχνει. Μέσ’ από την ατμώδη οπή που ξανάκλεισε γρήγορα ακολούθησε τη θανατίλα που χανόταν και σ’ ένα δευτερόλεπτο χάθηκε κι αυτό. Πίσω και κάτω έμεινε μόνο ένα σκοτάδι όπου ο άντρες δεν τολμούσαν να επιστρέψουν, και παντού γύρω άρχισε να σηκώνεται ένας άνεμος που λες και ξεχυνόταν στα χαμηλά σε μαύρες ριπές που έστελνε το αστρικό διάστημα. Στρίγκλιζε και ολοφυρόταν, μαστίγωνε τα χωράφια και βίαζε τα δάση με τρελή κοσμική μανία, ώσπου γρήγορα η ομάδα κατάλαβε τρέμοντας ότι δε χρειαζόταν να περιμένει το φεγγάρι για να δει τι απόμεινε από τη φάρμα του Νάχουμ.
Με τρόμο που δεν άφηνε θέση σε συζήτηση και θεωρίες οι εφτά άντρες ξεκίνησαν τρέμοντας για το Αρκαμ από τον βορινό δρόμο. Ο Αμι ήταν χειρότερα από τους άλλους και τους ικέτεψε να τον πάνε ως μέσα στην κουζίνα του πριν συνεχίσουν για την πόλη. Δεν ήθελε να περάσει μόνος τα ανεμοδαρμένα δάση που ανάμεσά τους περνούσε ο κανονικός δρόμος για το σπίτι του. Γιατί είχε δεχτεί ένα χτύπημα παραπάνω από τους άλλους κι όλα τα κατοπινά χρόνια τον πλάκωνε ένας σκοτεινός φόβος που δεν τολμούσε ούτε να φανερώσει. Καθώς οι υπόλοιποι της ομάδας στον ταραγμένο λόφο έστρεφαν αποφασιστικά το πρόσωπό τους προς το δρόμο, ο Αμι είχε στραφεί πάλι για μια στιγμή προς τη σκιαγμένη, ερημωμένη κοιλάδα που ως πριν λίγο έδινε καταφύγιο στον κακότυχο φίλο του. Κι απ’ αυτό το μακρινό σημείο είδε κάτι να σηκώνεται αδύναμα και να βουλιάζει πάλι στο μέρος όπου είχε τιναχτεί στα ουράνια ο μέγας άμορφος τρόμος. Δεν ήταν παρά ένα κομμάτι χρώμα -μα όχι από ‘κείνα που ξέρουμε στους ουρανούς και τη γη μας. Κι επειδή ο Αμι αναγνώρισε αυτό το χρώμα και ξέρει πως το τελευταίο αυτό αδύναμο απομεινάρι θα λουφάζει ακόμα εκεί κάτω στο πηγάδι, δεν ξανάρθε ποτέ στα σύγκαλά του.
Ποτέ δεν πλησίασε αυτό το μέρος. Πέρασαν σαράντα τέσσερα χρόνια από την ώρα του τρόμου, αλλά ποτέ δεν πάτησε πόδι εκεί και θα χαρεί όταν τα σκεπάσει όλα η τεχνητή λίμνη. Θα χαρώ κι εγώ γιατί δε μου άρεσε ο τρόπος που το φως του ήλιου άλλαζε χρώμα γύρω στο χείλος του παρατημένου πηγαδιού καθώς περνούσα. Ελπίζω να μείνει το νερό πάντα βαθύ _αλλά κι έτσι δε θα το πιω ποτέ. Ούτε και θα ξανάρθω στις γειτονιές του Αρκαμ. Τρεις από τους άντρες που ήταν με τον Αμι ξαναγύρισαν το άλλο πρωί για να δούνε τα ερείπια στο φως της μέρας, αλλά ερείπια ουσιαστικά δεν υπήρχαν. Μόνο τα τούβλα της καμινάδας, οι πέτρες του κελαριού, λίγα μεταλλικά σκουπίδια εδώ κι εκεί, και το πεζούλι του ακατανόμαστου πηγαδιού. Εκτός από το άλογο του Αμι, που το ‘συραν και το ‘θαψαν πιο πέρα, και το μισοκατεστραμμένο αμάξι του, κάθε άλλο ίχνος ζωής είχε χαθεί. Απόμειναν πέντε μαγεμένα εκτάρια σκονισμένη, σταχτιά ερημιά και τίποτα πια δεν ξαναβλάστηκε εκεί. Ως σήμερα ανοίγεται στον ουρανό σαν ένας μεγάλος λεκές που προξένησαν στο δάσος και τα χωράφια παντοδύναμα οξέα, κι οι λίγοι που τόλμησαν να στρέψουν μάτι πάνω της παρά τους ψίθυρους των χωρικών την ονόμασαν καμένο χέρσωμα.
Οι χωρικοί διηγούνται πράγματα παράξενα. Θα ήταν ακόμα πιο παράξενα αν οι άνθρωποι της πόλης και οι χημικοί του πανεπιστήμιου ενδιαφέρονταν να αναλύσουν το νερό από το αχρησιμοποίητο πηγάδι ή τη σκόνη που δε φαίνεται να σκορπίζεται από τον άνεμο. Κι οι βοτανολόγοι θα ‘πρεπε να μελετήσουν τη μισοπεθαμένη χλωρίδα στις άκρες του λεκέ, γιατί θα μπορούσαν ίσως να ρίξουν φως στην πίστη των χωρικών ότι το κακό απλώνεται σιγά-σιγά, ίσως δυο με τρεις πόντους το χρόνο. Ο κόσμος λέει ότι την άνοιξη το χρώμα στα γειτονικά φυτά δεν είναι απόλυτα σωστό κι ότι άγρια ζώα αφήνουν περίεργα χνάρια στο ελαφρό χειμωνιάτικο χιόνι. Το χιόνι πάνω στο λεκέ δε φαίνεται το ίδιο βαρύ μ’ αλλού. Τα άλογα -τα λίγα που έμειναν στη μηχανοκίνητη εποχή μας- νευριάζουν μόλις βρεθούν στη σιωπηλή κοιλάδα. Οι κυνηγοί δεν μπορούν να εμπιστευτούν τους σκύλους τους όταν περνούν κοντά από την γκριζωπή σκόνη.
Λένε ακόμα ότι το μέρος επιδρά άσκημα στο μυαλό. Πολλοί μισοτρελάθηκαν τον επόμενο χρόνο και σ’ όλες τις περιπτώσεις δεν είχαν τη δύναμη να φύγουν από ‘κει. Τότε οι πιο δυνατοί στη θέληση εγκατέλειψαν την περιοχή και μονάχα οι ξένοι προσπάθησαν να μείνουν στα παλιά σπίτια. Ωστόσο δεν τα κατάφεραν. Κι αναρωτιέμαι καμιά φορά ποια διαίσθηση οξύτερη από τη δική μας τους χάρισαν οι άγριες και παράδοξες μαγικές ιστορίες που διηγούνται χαμηλόφωνα. Τα νυχτερινά όνειρα γίνονται τρομαχτικά σ’ αυτό το μέρος, παραπονιούνται, και σίγουρα η εμφάνιση του σκοτεινού τόπου αρκεί από μόνη της να ξεσηκώσει μια νοσηρή φαντασία. Κανείς ταξιδιώτης δε γλίτωσε από μιαν αίσθηση παραδοξότητας καθώς περνούσε τις βαθιές χαράδρες κι οι ζωγράφοι τρέμουν καθώς εικονίζουν τα πυκνά δάση που το μυστήριό τους ξεπηδά ταυτόχρονα από το πνεύμα και την όραση. Κι εγώ ο ίδιος νιώθω περίεργα για την αίσθηση που είχαν από το μακρινό μου περίπατο -πριν ακούσω την ιστορία του Αμι. ΄Όταν ήρθε το σούρουπο είχα κάπως επιθυμήσει να μαζευτούν λίγα σύννεφα, γιατί ένας παράξενος φόβος για τα βαθιά ουράνια είχε τρυπώσει σούρνοντας στην ψυχή μου.
Μη ρωτάτε τη γνώμη μου. Δεν ξέρω -αυτό αρκεί. Μόνο τον Αμι μπόρεσα να ρωτήσω. Οι άνθρωποι στο Αρκαμ δε μιλούν ποτέ για τις παράξενες μέρες κι οι τρεις καθηγητές που είδαν τον αερόλιθο και τη φουσκάλα είναι νεκροί. Υπάρχουν κι άλλες φουσκάλες -να είστε σίγουροι. Κάποια πρέπει να τράφηκε καλά και να ξέφυγε, και κάποια άλλη δεν πρόλαβε. Δίχως αμφιβολία είναι ακόμα στο βάθος του πηγαδιού -το ξέρω πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το φως του ήλιου πάνω από το μιασμένο νερό. Οι χωριάτες λένε πως το κακό προχωρεί δυο τρεις πόντους το χρόνο, ίσως λοιπόν κάτι μεγαλώνει ακόμα εκεί, τρέφεται και περιμένει. Αλλά όποιος δαίμονας κι αν κλωσά το κακό εκεί κάτω πρέπει να ‘ναι δεμένος με κάτι, αλλιώς θα ξαπλωνόταν γρήγορα. Να ‘ναι δεμένος με τις ρίζες των δέντρων που νυχιάζουν τον άνεμο; Μια από τις ιστορίες που αφηγούνται σήμερα στο ‘Αρκαμ λέει για χοντρές βελανιδιές που λάμπουν τη νύχτα και σαλεύουν με τρόπο ανάρμοστο.
Τι είναι, μονάχα ο Θεός ξέρει. Από υλική άποψη υποθέτω ότι αυτό που περιέγραψε ο Αμι θα πρέπει να ονομαστεί αέριο, όμως αέριο που δεν υπάκουε στους νόμους του κόσμου τούτου. Δεν ήταν καρπός των κόσμων και των ήλιων που λάμπουν στα τηλεσκόπια και τις φωτογραφικές πλάκες των αστεροσκοπείων μας. Δεν ήταν ανάσα των ουρανών εκείνων που τις διαστάσεις τους μετρούν οι αστρονόμοι ή και λένε πως δεν επιδέχονται μέτρηση. Ήταν ένα χρώμα από το βαθύ διάστημα -ένας φριχτός αγγελιαφόρος από τα άμορφα βασίλεια του Απείρου- πέρα από τη Φύση που γνωρίζουμε. Από χώρους που η ύπαρξή τους θολώνει από μόνη της το μυαλό και μας μουδιάζει με τα μαύρα εξώκοσμα χάσματα που ανοίγει μπροστά στα φρενιασμένα μάτια μας.
Αμφιβάλλω πολύ αν ο Άμι είπε ψέματα συνειδητά και δεν πιστεύω πως η ιστορία του ήταν ολόκληρη γέννημα της τρέλας, όπως με προειδοποίησαν στο Αρκαμ. Κάτι τρομερό ήρθε στους λόφους και τις κοιλάδες μας μ’ αυτό το μετέωρο -και κάτι τρομερό- αν και δεν ξέρω πόσο μεγάλο- μένει ακόμα. Θα χαρώ να δω να ‘ρχεται το νερό. Στο μεταξύ ελπίζω να μην πάθει τίποτα ο Αμι. Είδε πάρα πολλά και η επίδραση του πράγματος ήταν τόσο φαρμακερή! Γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να φύγει από ‘κει; Πόσο καθαρά θυμόταν τα τελευταία λόγια του Νάχουμ:
-«…το ξέρεις αλλά δε μπορείς τίποτα… να ξεφύγεις… σε τραβά…» Ο ‘Αμι είναι πολύ συμπαθητικός γέρος, όταν ξεκινήσει το έργο της υδατοδεξαμενής θα πρέπει να γράψω στον αρχιμηχανικό να τον προσέχει. Δε θα ‘θελα να τον θυμάμαι σαν εκείνη τη σταχτιά, στρεβλή, σαθρή τερατωδία που επιμένει, όλο και περισσότερο, να ταράζει τον ύπνο μου.
===================================================
Σελεφαΐς (!!!!!!!!!!!!)
Ήτανε σ’ όνειρο που ο Κουράνις αντίκρυσε τη πόλη στη κοιλάδα και την ακτή πέρα στο βάθος και τη χιονοσκέπαστη βουνοκορφή που δέσποζε στη θάλασσα και τις ζωηρόχρωμες γαλέρες που σαλπάριζαν από το λιμάνι για τους αλαργινούς τόπους, όπου η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό. Ήτανε σ’ όνειρο επίσης, που ‘χε αποκτήσει τ’ όνομα Κουράνις, γιατί όταν ήτανε ξυπνητός τονε φωνάζανε κάπως αλλιώς. Ίσως ήτανε φυσικό γι’ αυτόν να ονειρευτεί ένα καινούριο όνομα, γιατί ήταν ο τελευταίος της φαμίλιας του και ζούσε μονάχος ανάμεσα στα διάφορα πλήθη του Λονδίνου. Έτσι δεν υπήρχανε πολλοί για να του πουν ένα λόγο και να του θυμίσουνε ποιος ήτανε κάποτε.
Η περιουσία και τα κτήματά του είχανε χαθεί και δε του άρεσε ο τρόπος που ζούσαν οι άνθρωποι τριγύρω του.. Τα όσα έγραφε τα περγελούσαν εκείνοι που τους τα ‘δειχνε, έτσι μετά από λίγο καιρό άρχισε να τα κρατά για τον εαυτό του και τελικά σταμάτησεν εντελώς να γράφει. Όσο περισσότερο αποτραβιόταν από τον κόσμο γύρω του, τόσο πιο θαυμαστά γίνονταν τα όνειρά του. Και θα ‘ταν αλήθεια μάταιο να προσπαθήσει να τ’ αποδώσει στο χαρτί. Ο Κουράνις δεν ήτανε μοντέρνος και δε σκεφτόταν όπως οι άλλοι που γράφανε. Ενώ κείνοι πασχίζαν να απογυμνώσουνε τη ζωή από τα χρυσοποίκιλτα πέπλα του μύθου και να δείξουνε σε γυμνήν ασκήμια το αποκρουστικό πράμα που λέγεται πραγματικότητα, εκείνος αναζητούσε την ομορφιά και μόνο. Κι όταν η αλήθεια κι η πείρα δε κατάφερναν να την αποκαλύψουνε, την αναζητούσε στη φαντασία και στα οράματα και τελικά τη βρήκε στο ίδιο του το κατώφλι, ανάμεσα στις θολές θύμησες των παιδικών παραμυθιών και των ονείρων.
Δεν υπάρχουνε πολλοί που να ξέρουνε τι θαύματα ξανοίγονται μπρος τους, τις ιστορίες και τα οράματα της νιότης τους. Γιατί όταν σαν παιδιά ακούμε κι ονειρευόμαστε δε κάνουμε παρά συγκεχυμένες σκέψεις κι όταν σα μεγάλοι προσπαθούμε να θυμηθούμε, είμαστε πια τόσον αποχαυνωμένοι και πεζοί, έχοντας ποτιστεί με το δηλητήριο της ζωής. Μερικοί όμως από μας ξυπνάμε τις νύχτες με παράξενα, φαντασμαγορικά οράματα μαγευτικών λόφων και κήπων, απο συντριβάνια που τραγουδάνε στον ήλιο, από χρυσαφένιους γκρεμούς που δεσπόζουνε πάνω από θάλασσες ψιθυριστές, από πεδιάδες που απλώνονται πέρα ως τις παρυφές κοιμισμένων πόλεων, φτιαγμένων από μπρούτζο και πέτρα κι από σκιερές ομάδες ηρώων που καλπάζουν σε περιστόλιστα λευκά άτια, στις άκριες πυκνών δασών. Και τότε καταλαβαίνουμε πως ρίξαμε μια φευγαλέα ματιά πέρα, πίσω από τις Φιλντισένιες Πύλες, σε κείνο τον κόσμο των θαυμάτων που ‘τανε δικός μας προτού γίνουμε σοφοί και δυστυχείς.
Ο Κουράνις έφτασε τελείως απρόσμενα στον παλιό του κόσμο της παιδικής ηλικίας του. Αρχικά ονειρεύτηκε το πελώριο, πέτρινο, κισσοντυμένο σπίτι που ‘χε γεννηθεί κι όπου είχανε ζήσει δεκατρείς γενιές προγόνων του, εκεί που έλπιζε ν’ αφήσει κάποτε τη τελευταία του πνοή κι αυτός. To φεγγαρόφωτο έλουσε το τοπίο κι εκείνος είχε βγει κλεφτά από το δωμάτιό του, έξω στην ευωδιαστή καλοκαιριάτικη νύχτα. Διέσχισε τους κήπους, κατηφόρισε τα παρτέρια, πέρασε από τις μεγάλες βαλανιδιές του πάρκου και πήρε το μακρύ, άσπρο δρόμο για το χωριό. Το χωριό ήτανε πολύ παλιό, με τις γωνιές του φαγωμένες από τον χρόνο, σαν το φεγγάρι που ‘χεν αρχίσει να λιγοστεύει κι ο Κουράνις αναρωτήθηκε αν οι μυτερές στέγες των μικρών σπιτιών έκρυβαν τον ύπνο ή τον θάνατο. Μακριές λόγχες γρασιδιού φυτρώνανε στους δρόμους και τα τζαμόφυλλα στα παραθύρια ήταν είτε θρυμματισμένα, είτε ατενίζανε τυφλά, πνιγμένα στη σκόνη.
Δε χασομέρησε διόλου κει, αλλά συνέχισε τον δρόμο του σαν κάτι να τονε καλούσε προς ένα προορισμό. Δε τολμούσε να παρακούσει στο κάλεσμα, γιατί φοβόταν μήπως αποδειχτεί κι αυτό αυταπάτη, σαν τις επιδιώξεις και τις φιλοδοξίες της ξύπνιας ζωής που δεν οδηγούνε σε κανένα σκοπό. Ύστερα κάτι τον είχε τραβήξει σ’ ένα δεντρόφυτο δρόμο που ‘βγαζε στους γκρεμούς του Στενού, πέρ’ από το χωριό. Έτσι έφτασε κει που τέλειωνε το κάθε τι -στο βάραθρο και την άβυσσο που ολάκερο το χωριό κι ολάκερος ο κόσμος τέλειωναν απότομα στο δίχως αντίλαλους κενό του απείρου, όπου ακόμα κι ο ουρανός μπροστά, ήταν άδειος κι αφώτιστος από το μισοφαγωμένο φεγγάρι ή τ’ αστρα.
Η πίστη τονε κέντρισε να προχωρήσει, ν’ αψηφήσει το βάραθρο και να βουτήξει στην άβυσσο. Κατέβαινε αργά, αιωρούμενος σα φυσαλίδα, ανταμώνοντας στο δρόμο σκοτεινά, άμορφα, ανονείρευτα όνειρα, αχνές φωτερές σφαίρες που μπορεί να ‘τανε μισονειρεμένα όνειρα και κοροϊδευτικές φτερωτές μορφές, που φαίνονταν να περιγελούνε τους ονειροπόλους όλων των κόσμων. Ύστερα, το σκοτάδι φάνηκε να σκίζεται μπροστά του και τότε αντίκρισε τη πόλη στη κοιλάδα. Έλαμπεν αστραφτερή πέρα μακριά, πολύ μακριά κάτω, σ’ ένα φόντο θάλασσας κι ουρανού, με μια χιονισμένη βουνοκορφή κοντά στην ακτή.
Ξύπνησε ακριβώς τη στιγμή που αντίκριζε τη πόλη. Ωστόσο ήξερε από κείνη τη φευγαλέα ματιά, πως δεν ήταν άλλη από τη Σελεφαΐς, στη κοιλάδα του Ουθ-Ναργκάι, πέρα από τους Τανάριους Λόφους. Ήταν εκεί που το πνεύμα του είχε ζήσει όλη την αιωνιότητα μιας ώρας, ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, κάποτε, πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν είχε ξεγλιστρήσει από τα μάτια της γκουβερνάντας του κι είχεν αφήσει τη ζεστή θαλασσινήν αύρα να τον νανουρίσει, ενώ χάζευε τα σύννεφα από τον γκρεμό κοντά στο χωριό. Είχε διαμαρτυρηθεί τότε, όταν τονε βρήκανε, τονε ξυπνήσανε και τονε πήρανε πίσω στο σπίτι, γιατί κείνη τη στιγμήν ακριβώς ήταν έτοιμος να σαλπάρει με μια χρυσαφένια γαλέρα για κείνους τους σαγηνευτικούς τόπους, που η θάλασσα έσμιγε με τον ουρανό. Τώρα λοιπόν ένιωθε την ίδια αγανάκτηση για το ξύπνημα, γιατί είχε ξαναβρεί επιτέλους τη θαυμαστή πόλη, ύστερα από σαράντα χρόνια βαρετής ζωής.
Αλλά τρεις νύχτες αργότερα, ο Κουράνις ξαναγύρισε στη Σελεφαΐς. Όπως και την άλλη φορά, ονειρεύτηκε πρώτα το χωριό που ‘τανε βυθισμένο στον ύπνο ή τον θάνατο και την άβυσσο που ‘πρεπε να κατέβει κανείς πετώντας ανάλαφρα στο κενό. Ύστερα φάνηκε κείνο το σκίσιμο μπροστά του κι αντίκρισε πάλι τους λαμπερούς μιναρέδες της πόλης, είδε τις χαριτωμένες γαλέρες που λικνίζονταν αγκυροβολημένες στο ζαφειρένιο λιμάνι και θαύμασε τα δέντρα γκίνγκο του όρους Αράν, που κυματίζανε στη θαλάσσιαν αύρα. Αλλά τούτη τη φορά κανείς δε τονε διέκοψε παίρνοντάς τονε βάναυσα, μακριά από κει και σα φτερωτό πλάσμα, συνέχισε να κατεβαίνει ανάλαφρα προς μια χορταριασμένη πλαγιά, ώσπου τα πόδια του ακουμπήσανε μαλακά στη χλόη. Είχε στ’ αλήθεια επιστρέψει στη κοιλάδα του Ουθ-Ναργκάι και στην υπέροχη πόλη, Σελεφαΐς.
‘Αρχισε να κατηφορίζει τον λόφο περπατώντας στη μυρωδάτη χλόη, ανάμεσα σε πολύχρωμα λουλούδια. Διαβαίνοντας από το ξύλινο γιοφυράκι, όπου πριν τόσα και τόσα χρόνια είχε σκαλίσει τ’ όνομά του, πέρασε τον αφριστό Ναραξά, διέσχισε το αλσύλλιο ακούγοντας τον αδιάκοπο ψίθυρο των δέντρων κι έφτασε στη μεγάλη πέτρινη γέφυρα πλάι στις πελώριες πύλες της πόλης. Όλα ήταν όπως τα θυμόταν από παλιά: τα διαμαντένια τείχη δεν είχανε χάσει τη γυαλάδα τους, ούτε τα διακοσμητικά, στιλπνά, μπρούντζινα αγάλματα είχανε θαμπώσει. Κατάλαβε πως δεν είχε λόγους ν’ ανησυχεί μήπως τα πράματα που ‘ξερε είχανε χαθεί, γιατί ακόμα κι οι σκοποί στις πολεμίστρες ήσαν οι ίδιοι, το ίδιο νέοι όσο τους θυμόταν.
Όταν διάβηκε τις μπρούτζινες πύλες, μπήκε στη πόλη κι άρχισε να βαδίζει στους δρόμους, τους στρωμένους με όνυχα, οι έμποροι κι οι καμηλιέρηδες, τονε χαιρετίσανε σα να μην είχε φύγει ποτέ από κει. Κι ήταν ο ίδιος ναός από τυρκουάζ, αφιερωμένος στον Ναθ-Χορτάθ, που οι στεφανωμένοι με ορχιδέες ιερείς του εξήγησαν ότι δεν υπήρχε χρόνος στο Ουθ-Ναργκάι, αλλά μονάχα αιώνια νιότη. Ύστερα διέσχισε τον Δρόμο των Κιόνων προς τη προκυμαία, που μαζεύονταν οι εμπόροι κι οι ναυτικοί, καθώς και παράξενοι άνθρωποι από τους τόπους εκείνους που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό. Εκεί έμεινε κάμποσο, αγναντεύοντας πέρα στ’ ολόφωτο λιμάνι που στραφταλίζανε τα κυματάκια, κάτω από έναν άγνωστον ήλιο κι όπου λικνίζονταν ανάλαφρα οι γαλέρες από τους μακρινούς τόπους, πέρ’ από τη θάλασσα. Αγνάντεψε πέρα προς το βουνό ‘Αραν, που ορθωνότανε μεγαλόπρεπο από την ακτή, με τις χαμηλότερες πλαγιές του καταπράσινες από τα κυματιστά δέντρα και τη λευκή του κορφή ν’ αγγίζει τα ουράνια.
Πιότερο από ποτέ, λαχταρούσε να σαλπάρει με μια γαλέρα, για κείνους τους αλαργινούς τόπους, που ‘χεν ακούσει τόσες και τόσες παράξενες ιστορίες κι έψαξε να βρει τον καπετάνιο που τον είχε δεχτεί σαν επιβάτη του, τόσα χρόνια πριν. Βρήκε τον άνθρωπο που αναζητούσε, τον Αθίμπ, καθισμένον όπως και τότε στην ίδια κασέλα με μπαχαρικά, αλλά δε φάνηκε να ‘χει συνειδητοποιήσει πόσα χρόνια είχανε κυλήσει στο μεταξύ. Έπειτα, οι δυο τους, πήγανε με βάρκα σε μια γαλέρα στο λιμάνι και δίνοντας εντολές στους κωπηλάτες και το πλήρωμα, το πλοίο άνοιξε πανιά για τη κυματώδη θάλασσα της Σερενάρια, που οδηγεί στον ουρανό. Κάμποσες μέρες γλιστρούσαν ανάλαφρα στα κύματα, ώσπου τελικά φτάσανε στον ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό. Η γαλέρα δε κοντοστάθηκε διόλου δω, αλλά συνέχισε ν’ αρμενίζει αιθέρια προς τον γαλάζιο τ’ ουρανού, περνώντας ανάμεσα από μπαμπακένια σύννεφα με ρόδινες πινελιές. Και χαμηλά κάτω στη καρίνα, ο Κουράνις, μπορούσε να δει παράξενες χώρες και πόλεις ανείπωτης ομορφιάς, πλαγιασμένες νωχελικά στο λιόφωτο που δε φαινόταν να λιγοστεύει ή να σβήνει. Και κάποτε ο Αθίμπ τονε πληροφόρησε πως σύντομα θα μπαίνανε στο λιμάνι της Σεράνιαν, της ροδόχρωμης, μαρμαρένιας πόλης στα σύννεφα, που ορθώνεται σε κείνη την αιθέριαν ακτή, απ’ όπου ο δυτικός άνεμος φυσά στον ουρανό. Αλλά πάνω που οι ψηλότεροι από τους σμιλευτούς πύργους της πόλης φανήκανε μπρος του, ένας ήχος ακούστηκε κάπου στο διάστημα κι ο Κουράνις ξύπνησε στη λονδρέζικη σοφίτα του.
Για πολλούς μήνες μετά, αναζητούσε μάταια τη μαγευτική πόλη της Σελεφαΐς και τις γαλέρες της π’ αρμένιζαν σε θάλασσες κι ουρανούς. Αν και με τα φτερά τ’ ονείρου κατάφερε να περιπλανηθεί σε πολλούς φαντασμαγορικούς κι ασύλληπτους τόπους, κανείς απ’ όσους συνάντησε κει δεν ήτανε σε θέση να τον πληροφορήσει πως να ξαναβρεί το Ουθ-Ναργκάι πέρ’ από τους Τανάριους Λόφους.
Μια νύχτα πέρασε πετώντας πάνω από σκοτεινά βουνά, που τρεμοφέγγαν αχνές, μοναχικές φωτιές καταυλισμών σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους κι όπου περιπλανιόντανε παράξενα κοπάδια μαλλιαρών ζώων με μελωδικά καμπανάκια στα μπροστάρικα. Και στην αγριότερη περιοχή αυτής της ορεινής χώρας, της τόσο αλαργινής που λιγοστοί άνθρωποι την έχουνε δει ποτέ, ανακάλυψε πανάρχαιο πέτρινο τείχος ή ανάχωμα, να προχωρά φιδογυριστά, σκαρφαλώνοντας σε βουνοκορφές και διασχίζοντας κοιλάδες. Ήτανε πολύ γιγάντιο για να ‘χει φτιαχτεί από χέρια ανθρώπου και τόσο μακρύ που καμιά του άκρη δεν έπιανε το μάτι. Πέρ’ από κείνο το τείχος, στο γκριζωπό φως της αυγής, έφτασε σε μια γη με μαγευτικούς κήπους και κερασιές κι όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, αντίκρισε τέτοιον υπέροχο θέαμα από κόκκινα και λευκά λουλούδια, πράσινα φυλλώματα και παρτέρια, άσπρα μονοπάτια, διαμαντένια ρυάκια, γαλάζιες λιμνούλες, σκαλιστά γιοφύρια και πορφυρόσκεπες παγόδες, που μες στο θαυμασμό του λησμόνησε για μια στιγμή τη Σελεφαΐς.
Αλλά τη θυμήθηκε πάλι, όταν κατηφόρισε ένα λευκό μονοπάτι προς μια πορφυρόσκεπη παγόδα. Σκόπευε να ρωτήσει σχετικά τους κατοίκους τούτης της γης, άλλ’ ανακάλυψε πως δεν υπήρχαν άνθρωποι εκεί, παρά μόνο πουλιά, μέλισσες και λουλούδια. Κάποιαν άλλη νύχτα ανέβηκε μιαν ατέλειωτην ελικοειδή σκάλα από νοτερή πέτρα κι έφτασε σ’ ένα παράθυρο ενός ψηλού πύργου με θέα προς μιαν απέραντη πεδιάδα κι ένα ποτάμι, φωτισμένα από τη πανσέληνο. Και στη σιωπηλή πόλη που απλωνότανε στην όχθη του ποταμού, του φάνηκε πως διέκρινε μερικά γνώριμα χαρακτηριστικά. Θα κατέβαινε να ρωτήσει τον δρόμο για το Ουθ-Ναργκάι, αν μια φοβερή αυγή δεν έσκαγε από κάποιο μακρινό τοπίο πέρ’ από τον ορίζοντα. Στο φως της είδε τα ερείπια και την αρχαιότητα της πόλης, το λίμνασμα στους καλαμιώνες του ποταμού και τον θάνατο που αγκάλιαζε τούτη τη γη. Ήταν έτσι νεκρή από τη μέρα που ο βασιλιάς Κυναραθόλις είχεν επιστρέψει από τις κατακτήσεις του για να βρει την εκδίκηση των Θεών.
Έτσι ο Κουράνις συνέχιζε τις άκαρπες αναζητήσεις του για τη μαγευτική πόλη της Σελεφαΐς και τις γαλέρες που σάλπαραν για τη Σεράνιαν στον ουρανό. Στις περιπλανήσεις του αυτές τα μάτια του αντικρίσανε πολλά και θαμαστά πράματα. Κάποτε μόλις που γλίτωσε από τον αρχιερέα, που δεν επιτρέπεται να περιγραφεί, ο οποίος έχει σκεπασμένο το πρόσωπό του με μια κίτρινη μεταξένια μάσκα και κατοικεί ολομόναχος σ’ ένα προϊστορικό πέτρινο μοναστήρι στο παγωμένο ερημικό οροπέδιο του Λενγκ. Με τον καιρό άρχισε να βρίσκει ανυπόφορα τ’ ανούσια διαλείματα της μέρας κι έτσι άρχισε να προμηθεύεται ναρκωτικά για να μεγαλώσει τις περιόδους ύπνου. Το χασίς τονε βοήθησε πολύ και κάποια φορά τον έστειλε σε μια περιοχή του διαστήματος που δεν υπάρχει η έννοια της μορφής κι όπου φωτεινά αέρια μελετούνε τα μυστικά της ύπαρξης. Εκεί, ένα βιολετί αέριο τονε πληροφόρησε, πως ο χώρος αυτός του διαστήματος, βρισκόταν έξω από κείνο που οι άνθρωποι αποκαλούσαν άπειρο, όπου υπήρχανε πράματα σαν την ύλη, την ενέργεια και τη βαρύτητα.
Ο Κουράνις αγωνιούσε πια να επιστρέψει στη πυργοστόλιστη Σελεφαΐς κι έτσι μεγάλωσε τις δόσεις των ναρκωτικών. Αλλά κάποτε τα χρήματά του τελειώσανε και δεν ήτανε σε θέση ν’ αγοράσει άλλα. Και μια καλοκαιριάτικη μέρα, παράτησε τη σοφίτα κι άρχισε να περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους, ώσπου τα βήματά του τον οδηγήσανε πάνω από μια γέφυρα κι έφτασε σε μια περιοχή της πόλης που τα σπίτια γίνονταν όλο και πιο αραιά. Εκεί ακριβώς, τονε βρήκε η εκπλήρωση κι αντάμωσε τη τιμητικήν ακολουθία των ιπποτών που ‘χαν έρθει από τη Σελεφαΐς, για να τον οδηγήσουνε σ’ αυτή για πάντα. Ήταν ωραίοι ιππότες, καβάλα σε πιτσιλωτά άτια, ντυμένοι μ’ αστραφτερές πανοπλίες και χρυσοκέντητους μανδύες με παράξενα οικόσημα. Ήτανε τόσοι πολλοί, που για μια στιγμή τους πέρασε για στρατό. Είχανε σταλεί προς τιμή του, γιατί ήταν αυτός που ‘χε πλάσει το Ουθ-Ναργκάι στα όνειρά του και για τον λόγον αυτό θα γινότανε τώρα ο μεγάλος θεός του. Οι ιππότες του πρόσφεραν έν’ άλογο, τονε βάλαν επικεφαλής στη πομπή τους κι όλοι μαζί αρχίσανε να καλπάζουνε μεγαλόπρεπα στους κάμπους του Σάρρυ, προς τον τόπο που ο Κουράνις κι οι πρόγονοί του είχανε γεννηθεί.
Ήτανε πολύ παράξενο, αλλά καθώς οι καβαλάρηδες προχωρούσαν, ήτανε σαν να καλπάζανε ταυτόχρονα και πίσω στον Χρόνο, γιατί κάθε φορά που διασχίζανε κάποιο χωριό στο λυκόφωτο, βλέπανε σπίτια και χωρικούς που δείχνανε ν’ ανήκουνε στην εποχή του Μεσαίωνα ή και πιο παλιά και μερικές φορές συναντούσαν έφιππους ιππότες με μικρές ομάδες από ακολούθους τους. Με τον ερχομό της νύχτας η πορεία τους έγινε πιο γοργή και σύντομα καλπάζανε παράξενα, σα να πετούσανε στον αγέρα. Στο μουντό φως της αυγής φτάσανε στο χωριό που ο Κουράνις είχε δει ζωντανό στα παιδικά του χρόνια και κοιμισμένο ή νεκρό στα όνειρά του. Ήταν ολοζώντανο τώρα κι οι πρωινοί του κάτοικοι χαιρετούσανε καθώς οι καβαλάρηδες διασχίζανε με πάταγο τα καλντερίμια για να βγούνε στο δέντρόφυτο μονοπάτι που τέλειωνε στην άβυσσο των ονείρων.
Στο παρελθόν είχεν αρμενίσει σ’ αυτή την άβυσσο μονάχα νύχτα κι αναρωτιόταν τώρα πως θα φαινόταν στο φως της μέρας. Έτσι παρατηρούσεν ανυπόμονα καθώς η πομπή πλησίαζε στο χείλος της. Καθώς αρχίζανε να καλπάζουνε στην ανηφοριά προς τα κει, μια χρυσαφένια λάμψη ξάστραψε κάπου στη δύση κι έκρυψε το τοπίο πίσω από φωτερά πέπλα. Η άβυσσος ήταν ένα στροβιλιζόμενο χάος ρόδινης και γαλάζιας φαντασμαγορίας κι αόρατες φωνές τραγουδούσανε χαρμόσυνα καθώς η συνοδεία των ιπποτών σάλταρε από την άκρη του χείλους κι άρχισε να κατεβαίνει μ’ ανάλαφρη χάρη, περνώντας μες από αστραποβόλα σύννεφα κι ασημένιες λάμψεις.
Οι καβαλάρηδες κατεβαίναν ατέλειωτα, με τις οπλές από τα πολεμικά τους άτια να γαντζώνονται στον αιθέρα σα να καλπάζανε πάνω σε χρυσαφένιες άμμους. Και μετά, οι φωτεινές καταχνιές σκιστήκανε κι ανοίξανε για ν’ αποκαλύψουνε μιαν ακόμα μεγαλύτερην ομορφιά, όλη κείνη την ομορφιά της πόλης Σελεφαΐς και την ακτή πέρα και τη χιονισμένη βουνοκορφή που δέσποζε στη θάλασσα και τις ζωηρόχρωμες γαλέρες που σάλπαραν από το λιμάνι για τους αλαργινούς τόπους, όπου η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό.
Κι από τότε, ο Κουράνις βασιλεύει στο Ουθ-Ναργκάι και σ’ όλες τις γειτονικές περιοχές του ονείρου και διατηρεί την αυλή του πότε στη Σελεφαΐς και πότε στη συννεφόχτιστη Σεράνιαν. Βασιλεύει εκεί ακόμα και θα συνεχίσει να βασιλεύει ευτυχισμένα για πάντα, μ’ όλο που κάτω από τους γκρεμούς του Ίνσμουθ, οι παλίρροιες των Στενών έπαιζαν με το κουφάρι ενός αλήτη, που ‘χε διασχίσει τρεκλίζοντας το μισοέρημο χωριό κείνη την αυγή. Παίζανε κοροϊδευτικά και το πετούσανε στα βράχια, κάτω από τους κισσοντυμένους Πύργους του Τρέβορ, όπου ένας εντυπωσιακά χοντρός κι ιδιαίτερα απεχθής, εκατομμυριούχος εργοστασιάρχης μπίρας, απολάμβανε την αγορασμένην ατμόσφαιρα μιας χαμένης ευγενικής γενιάς.
==========================
Ο Τρόμος Του Ντάνγουϊτς |
Γοργόνες και Σειρήνες και Χίμαιρες -φοβερές ιστορίες της Κελαινούς και των Αρπυιών- μπορεί ν’ αναπτύσσονται στη σφαίρα της δεισιδαιμονίας, αλλά κάποτε υπήρξαν, Είναι πρότυπα, προπλάσματα τα αρχέτυπα υπάρχουν μέσα μας και είναι αιώνια, Πώς αλλιώς θα μπορούσε η αφήγηση αυτών που, όταν είμαστε σε εγρήγορση, αναγνωρίζουμε σαν αναληθή, να μας επηρεάζουνε; Μήπως αντιλαμβανόμαστε σωματικά τον τρόμο από τέτοια αντικείμενα, θεωρώντας τα ικανά να μας βλάψουν σε φυσικό επίπεδο; Ω, κάθε άλλο! Αυτοί οι τρόμοι πηγαίνουν πολύ πίσω στο χρόνο. Υπάρχουν πριν από το σώμα -ή και χωρίς το σώμα θα ήταν οι ίδιοι, αν το είδος του φόβου που αναλύεται εδώ είναι καθαρά διανοητικό. αν είναι πανίσχυρος σε αναλογία όπως είναι και άστοχος πάνω στη γη αν προηγείται από την περίοδο της αναμάρτητης βρεφικής ηλικίας μας, είναι ερωτήματα στα οποία η απάντηση μπορεί να μας βοηθήσει να σχηματίσουμε μια εικόνα για την προκοσμική κατάστα-σή μας και να ρίξουμε επιτέλους μια κλεφτή ματιά στη σκιώδη γη πριν από την ύπαρξή μας… ΤΣΑΡΛΣ ΛΑΜΠ: “Μάγισσες Κι ‘Αλλοι Σκοτεινοί Φόβοι“ Ι. Αν ο ταξιδιώτης στη Βόρεια Μασαχουσέτη πάρει λάθος στροφή στο σταυροδρόμι του ‘Αλσμπουρι Πάικ, λίγο,έξω από το Ντινς Κόρνερς, φτάνει σε μιαν απομονωμένη και παράξενη περιοχή. Το έδαφος γίνεται όλο και πιο ανηφορικό κι οι σκεπασμένοι με ρείκια πέτρινοι φράκτες στριμώχνονται όλο και πιο κοντά στ’ αυλάκια του στριφογυριστού χωματόδρομου. Τα δέντρα στ’ απλόχωρα δάση γύρω φαντάζουνε πελώρια και τ’ αγριόχορτα, οι βάλτοι και τα χαμόδεντρα φυτρώνουνε πιο οργιαστικά απ’ όσο περιμένει κανείς σε κατοικημένες περιοχές. Αντίθετα, τα καλλιεργημένα χωράφια φαίνονται παράδοξα λίγα και χέρσα, ενώ τα αραιά σκορπισμένα σπίτια δημιουργούν μιαν αλλόκοτα ομοιόμορφη εντύπωση γηραιότητας, εξαθλίωσης κι ερήμωσης. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο περαστικός διστάζει να ζητήσει οδηγίες από τις ζαρωμένες, μοναχικές φιγούρες που συναντά σε μισογκρεμισμένα κατώφλια ή πάνω στα επικλινή, διάσπαρτα με πέτρες λιβάδια. Αυτές οι φιγούρες είναι τόσο αθόρυβες και φευγαλέες, ώστε νιώθει αντιμέτωπος με απαγορευμένα πράγματα, που θα ‘τανε καλύτερα ν’ αποφύγει κάθε επαφή. Οταν μια ανηφόρα του δρόμου φέρνει στ’ οπτικό του πεδίο τα βουνά πέρα από τα πυκνά δάση, αυτό το αίσθημα ακατανόητου φόβου δυναμώνει. Οι κορφές είναι πολύ στρογγυλεμένες και συμμετρικές, μη δίνοντας αίσθηση παρηγοριάς και φυσικότητας, ενώ, μερικές φορές, ο ουρανός τονίζει με ιδιαίτερη καθαρότητα τους αλλόκοτους κύκλους των ψηλών πέτρινων στηλών που τις στεφανώνουν. Λαγκάδια και βαθιές ρεματιές του κόβουν το δρόμο κι οι κακοφτιαγμένες ξύλινες γέφυρες από πάνω τους φαίνονται απειλητικές. ‘Οταν ο δρόμος κατηφορίζει πάλι, περνάει ανάμεσα σε βάλτους που γεννούν ενστικτώδη απέχθεια και σχεδόν φρίκη τη νύχτα, όταν αθέατα νυχτοπούλια φλυαρούν κι οι πυγολαμπίδες βγαίνουν σε ασύλληπτους αριθμούς να χορέψουν στους βραχνούς, ανατριχιαστικά επίμονους ρυθμούς των βατράχων. Η λεπτή, λαμπερή γραμμή του ψήλότερου κομματιού του Μισκατόνικ θυμίζει φίδι κυλώντας στους πρόποδες των καταραμένων βουνών που κρύβουν τις πηγές του. Πλησιάζοντας, οι δασωμένες πλαγιές των βουνών τραβούνε τη προσοχή του περαστικού περισσότερο κι από τις στεφανωμένες με κολόνες κορυφές. Αυτές οι πλαγιές δεσπόζουν τόσο σκοτεινές και δυσοίωνες, ώστε εύχεται κανείς να έμεναν μακριά του. ωστόσο, δεν υπάρχει τρόπος να τις άποφύγει. Πέρα από μια σκεπαστή γέφυρα αντικρίζει ένα μικρό χωριό, στριμωγμένο ανάμεσα στο ποτάμι και την κατακόρυφη πλαγιά του Στρογγυλού Βουνού, και ξαφνιάζεται βλέποντας τις κεκλιμένες σκεπές που μαρτυρούν μια αρχιτεκτονική ακόμα παλιότερη και από εκείνη της γειτονικής περιοχής. Σίγουρα θ’ ανατριχιάσει ανακαλύπτοντας ότι τα περισσότερα σπίτια είναι έρημα κι ετοιμόρροπα και η εκκλησία με το ραγισμένο καμπαναριό φιλοξενεί το μοναδικό, τσαπατσούλικο εμπορικό του χωριού. Νιώθει δέος φτάνοντας στο σκοτεινό τούνελ της γέφυρας κι ωστόσο δεν μπορεί να το αποφύγει. Μόλις περάσει απέναντι, αντιλαμβάνεται μιαν ανεπαίσθητη αλλ’ απαίσια μυρωδιά γύρω από το δρόμο του χωριού, σαν από συγκεντρωμένη μούχλα κι αποσύνθεση αιώνων. Βγαίνοντας, τονε κυριεύει βαθιά ανακούφιση. Ακολουθώντας το στενό δρόμο γύρω από τους πρόποδες των λόφων και μέσα στην επίπεδη περιοχή ανάμεσά τους, ξαναβγαίνει στη δημοσιά για το ‘Αλσμπουρι Πάικ. Μόνο εκ των υστέρων ίσως μάθει ότι πέρασε από το Ντάνγουιτς. Οι ξένοι επισκέπτονται το Ντάνγουιτς όσο πιο σπάνια γίνεται. Από κάποια στιγμή και μετά γκρεμίστηκαν όλες οι πινακίδες που έδειχναν το δρόμο προς τα εκεί. Το τοπίο, εξετάζοντάς το κανείς με τα συνηθισμένα αισθητικά κριτήρια, είναι ιδιαίτερα όμορφο. Κι όμως, δεν προσελκύει καλλιτέχνες ή παραθεριστές. Πριν δύο αιώνες, όταν οι άνθρωποι δεν περιγελούσαν πράγματα όπως η μαγεία, η λατρεία του Σατανά και οι αφύσικες παρουσίες στα δάση, αυτοί ήταν οι λόγοι που απέφευγαν την περιοχή. Στο δικό μας αιώνα της λογικής αφού ο τρόμος του Ντάνγουιτς στα 1928 αποσιωπήθηκε απ’ αυτούς που νοιάζονταν για την ευημερία ολόκληρου του κόσμου ο κόσμος το αποφεύγει χωρίς να ξέρει ακριβώς το γιατί. Ίσως ένας λόγος μολονότι δεν ισχύει για τους ανυποψίαστους ξένους είναι ότι οι ντόπιοι είναι απτοκρουστικά ξεπεσμένοι, έχοντας τραβήξει μακριά στο μονοπάτι της παλινδρόμησης που είναι τόσο συνηθισμένη σε πολλά απομονωμένα μέρη της Νέας Αγγλίας. Έχουν καταλήξει ν’ αποτελούν μια ξεχωριστή φυλή, με οφθαλμοφανή διανοητικά και σωματικά σημάδια του εκφυλισμού και της ενδογαμίας. Ο μέσος όρος του δείκτη νοημοσύνης τους είναι αξιοθρήνητα χαμηλός, ενώ τα χρονικά τους ξεχειλίζουν από ωμή μοχθηρότητα και μισοκαλυμμένους φόνους, αιμομειξίες και εγκλήματα της πιο ακατονόμαστης βιαιότητας και διαστροφής. Η παλιά τάξη των ευγενών, που αποτελείται από δύο ή τρεις παλιές οικογένειες που ήρθαν από το Σάλεμ στα 1692, κρατήθηκε κάπως ψηλότερα από το γενικό επίπεδο της παρακμής, μολονότι πολλά παρακλάδια της καταποντίστηκαν μέσα στη χυδαία μάζα, τόσο βαθιά, ώστε μόνο τα ονόματά τους μαρτυρούν την καταγωγή που ντροπιάζουν. Μερικοί από τους Γουότλι και τους Μπίσοπ στέλνουν ακόμα τους πρωτότοκους γιους τους στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Μισκατόνικ, αν κι αυτοί οι γιοι σπάνια επιστρέφουν στις μουχλιασμένες σκεπές κάτω από τις οποίες γεννήθηκαν αυτοί κι οι πρόγονοί τους. Κανείς, ούτε καν αυτοί που γνωρίζουν τον πρόσφατο τρόμο, δε μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει με το Ντάνγουιτς. Παλιοί θρύλοι μιλούν για ανίερες τελετές και μυστικές συνάξεις των Ινδιάνων, στις οποίες καλούσαν α.ιοταγορευμένες σκοτεινές μορφές α.ιοτό τους ψηλούς στρογγυλούς λόφους, ενώ στις φρενιασμένες προσευχές τους απαντούσαν δυνατοί τριγμοί και υπόκωφα βουητά από τα έγκατα της γης. Το 1747 ο αιδεσιμότατος Χόντλεη, νεοφερμένος στην προτεσταντική εκκλησία του Ντάνγουιτς, έκανε έν αξιομνημόνευτο κήρυγμα με θέμα τη κοντινή παρουσία του ‘Αρχοντα του Σκότους και των δαιμόνων του. Είπε τα εξής: “Οι Βλάσφημοι Δαίμονες της Κόλασης εμφανίζονται τόσο συχνά στο χωριό μας ώστε δεν μποτορούμε να το αγνοήσουμε. Οι επάρατες Φωνές του Αζαζέλ και του Μπουζραέλ, του Βελζεβούλ και του Βελιάλ ακούγονται από τα Τρίσβαθα της Γης, όπως μπορούν να βεβαιώσουν πολλοί αξιόπιστοι Μάρτυρες που ζουν ακόμα. Εγώ ο ίδιος άκουσα μια Συνομιλία Μοχθηρών Δυνάμεων στο Λόφο πίσω από το Σπίτι μου πριν από δεκαπέντε μέρες περίπου, ακούγονταν Κροταλίσματα και Συρσίματα, Βογκητά, Σκληρίγματα και Σφυρίγματα που κανένα Πλάσμα του Κόσμου μας δε μπορεί να παραγάγει και που δε μπορεί να προέρχονταν παρά από τις Αβύσσους που μόνο η Μαύρη Μαγεία μπορεί ν’ αποκαλύψει και μόνο ο Διάβολος να ξεκλειδώσει“. Ο κύριος Χόντλεί εξαφανίστηκε λίγο μετά που εκφώνησε αυτό το κήρυγμα, αλλά το κείμενο, τυπωμένο στο Σπρίνγκφιλντ, σώζεται ακόμα. Οι θόρυβοι στους λόφους συνεχίστηκαν ν’ αναφέρονται τα επόμενα χρόνια κι αποτελούν ακόμα μυστήριο για τους γεωλόγους και τους φυσιογράφους. ‘Αλλες παραδόσεις αναφέρουν μια εμετική δυσωδία κοντά στους κύκλους των πέτρινων στηλών που στεφανώνουν τους λόφους και ορμητικές αέρινες παρουσίες, που ακούγονται αμυδρά ορισμένες ώρες από κάποια συγκεκριμένα σημεία στα βάθη των μεγάλων φαραγγιών, ενώ πολλοί προσπαθούν ακόμα να εξηγήσουν τη «Πίστα Του Διαβόλου» μια ανεμοδαρμένη, καψαλισμένη βουνοπλαγιά που δε φυτρώνει ούτ’ ένα δέντρο, θάμνος ή αγριόχορτο. Τέλος, οι ντόπιοι φοβούνται θανάσιμα τα πολυάριθμα νυχτοπούλια που σκούζουν τις ζεστές νύχτες. Τα θεωρούν ψυχοπομπούς που περιμένουν τις ψυχές των ετοιμοθάνατων, συγχρονίζοντας τα απόκοσμα κρωξίματά τους με τη κοφτή ανάσα του αρρώστου. Αν καταφέρουν ν’ αρπάξουν την ψυχή που φεύγει από το σώμα, φτερουγίζουν μακριά τερερίζοντας ένα σατανικό γέλιο. αλλά, αν αποτύχουνε, βυθίζονται σταδιακά σε μιαν απoγoητευμένη σιωπή. Αυτοί οι θρύλοι, φυσικά, είναι γελοίοι κι εξωφρενικοί, αφού προέρχονται από μια ξεχασμένη αρχαιότητα. Και πράγματι, το Ντάνγουιτς είναι εξωφρενικά παλιό -πολύ αρχαιότερο από οποιαδήποτε κοινότητα βρίσκεται σ’ ακτίνα τριάντα μιλίων απ’ αυτό. Στα νότια του χωριού μπορεί κανείς να δει τους τοίχους του υπογείου και την καμινάδα ενός παλιού πρεσβυτερίου που χτίστηκε πριν το 1700, ενώ τα ερείπια του μύλου στους καταρράκτες, που χτίστηκε το 1806, είναι το πιο σύγχρονο έργο της αρχιτεκτονικής στο χωριό. Η βιομηχανία δεν άνθισε εδώ και το πέρασμά της από το Ντάνγουιτς το δέκατο ένατο αιώνα αποδείχτηκε βραχύβιο. Παλιότερα απ’ όλα είναι τα μεγάλα δαχτυλίδια των πέτρινων στηλών στις κορφές των βουνών, αλλά αυτά αποδίδονται περισσότερο στους Ινδιάνους παρά στους αποίκους. Σωροί σκελετών και κρανίων, που βρέθηκαν μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους και γύρω από τον ογκώδη επίπεδο βράχο στο λόφο Σέντινελ, υποστηρίζουν τις τοπικές δοξασίες ότι αυτά ήταν κάποτε τα νεκροταφεία άγνωστων φυλών. πολλοί εθνολόγοι, ωστόσο, απορρίπτοντας σαν απίθανη αυτή τη θεωρία, επιμένουν να τα θεωρούν απομεινάρια της Καυκάσιας φυλής. ΙΙ. Στη περιφέρεια του Ντάνγουιτς, σε μια μεγάλη και μισοερειπωμένη αγροικία που ήταν χτισμένη πάνω σε μια πλαγιά, τέσσερα μίλια από το χωριό κι ενάμισι από τον κοντινότερο γείτονα, γεννήθηκε ο Γουίλμπουρ Γουότλι στις πέντε το πρωί της Κυριακής, 2 Φλεβάρη 1913. ‘Ολοι θυμούνταν την ημερομηνία, επειδή, εκτός του ότι ήταν η Υπαπαντή την οποία οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς γιορτάζουν μυστηριωδώς μ’ άλλο όνομα ήχησαν γι’ άλλη μια φορά οι υπόκωφοι θόρυβοι στους λόφους κι όλα τα σκυλιά της γύρω περιοχής γάβγιζαν αδιάκοπα όλη τη νύχτα της παραμονής. Λιγότερην αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι η μητέρα ήταν απόγονη των εκφυλισμένων Γουότλι μια κάπως παραμορφωμένη, άσχημη κι άχρωμη γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε, που ζούσε με τον ηλικιωμένο και μισότρελο πατέρα της, που στα νιάτα του θεωρούνταν πρωταγωνιστής σε φρικτές ιστορίες μαγείας. Η Λαβίνια Γουότλι δεν ήταν παντρεμμένη, αλλά, όπως συνηθιζόταν στη περιοχή, δε προσπάθησε ν’ αποκηρύξει το παιδί. Οι ντόπιοι μπορούσαν -όπως κι έκαναν- να υποθέσουν ό,τι θέλανε. Αντίθετα, εκείνη φαινόταν ανεξήγητα περήφανη για το μελαψό, τραγόμορφο βρέφος που ‘κανε τόσην αντίθεση με το δικό της αρρωστημένο αλμπινισμό (Σημ. Αλμπινισμός ή Αλφισμός: οργανική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από την πλήρη έλλειψη χρωστικών ουσιών στο δέρμα και τα μαλλιά και τα κοκκινωπά μάτια) και πολλοί την άκουγαν να μουρμουρίζει παράξενες προφητείες για τις ασυνήθιστες δυνάμεις και το συνταρακτικό μέλλον του. Μα τούτη η συμπεριφορά είναι αναμενόμενη από ένα μοναχικό πλάσμα σαν τη Λαβίνια, που συνήθιζε να περιπλανιέται στους λόφους μέσα στις καταιγίδες και να προσπαθεί να διαβάσει τα βλάσφημα βιβλία που είχε κληρονομήσει ο πατέρας της από δυο γενιές Γουότλι και που διαλύονταν πια από τη φθορά και το σαράκι. Δεν είχε πάει ποτέ στο σχολείο, το μυαλό της όμως ξεχείλιζε από ασύνδετα αποσπάσματα της αρχαίας γνώσης που της δίδαξε ο πατέρας της. ‘Ολοι απέφευγαν το απομακρυσμένο αγροτόσπιτο εξαιτίας της φήμης του γερο-Γουότλι, πως ασχολιόταν με τη μαύρη μαγεία κι ο ανεξήγητος, φρικτός θάνατος της γυναίκας του, όταν η Λαβίνια ήταν δώδεκα χρονών, δεν είχε βελτιώσει φυσικά τη φήμη του. Μόνη μέσα σε παράξενες επιρροές, η Λαβίνια περνούσε το χρόνο της με αλλόκοτες και μεγαλεπήβολες ονειροπολήσεις κι ασυνήθιστες ασχολίες. Εξάλλου, δεν είχε και πολλές δουλειές στο αγροτόσπιτο, όπου ακόμα κι η στοιχειώδης τάξη και καθαριότητα είχαν εκλείψει προ πολλού. Μια φοβερή κραυγή κάλυψε ακόμα και τους θορύβους του λόφου και τ’ αλυχτίσματα των σκυλιών το χάραμα που γεννήθηκε ο Γουίλμπουρ, αλλά κανείς γιατρός ή μαμή δεν παραβρέθηκε στην άφιξή του. Οι γείτονες δε μάθανε γι’ αυτόν παρά μια βδομάδα αργότερα, όταν ο γερο-Γουότλι οδήγησε το έλκηθρό του μες στο χιόνι ως το κέντρο του Ντάνγουιτς και κουβέντιασε ασυνάρτητα με την ομάδα των αργόσχολων που μαζεύονταν στο. παντοπωλείο του Οσμπορν. Ο ηλικιωμένος άντρας φαινόταν αλλαγμένος -είχε προστεθεί άλλο ένα στοιχείο στη μυστικοπάθεια του ταραγμένου μυαλού του, μετατρέποντάς τον σιγά-σιγά από πηγή σε αντικείμενο του φόβου, μολονότι δεν ήταν απ’ αυτούς που θα συγχυζόταν από ένα συνηθισμένο οικογενειακό γεγονός. Μέσα σ’ όλ’ αυτά επέδειξε κάποια ίχνη της περηφάνειας που ‘γινε αργότερα πιο αντιληπτή στη στάση της κόρης του. Αυτά που είπε για τον πατέρα του παιδιού χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη των ακροατών του. -“Δε με νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι, αν το αγόρι της Λαβίνια έμοιαζε με τον πατέρα του, δε θα έμοιαζε με τίποτα που ξέρουμε. Είναι κουτό να πιστεύετε ότι μόνο οι ντόπιοι είναι καλοί. Η Λαβίνια έχει διαβάσει κι έχει δει πράγματα που οι περισσότεροι από σας δεν τολμάτε ούτε να ψιθυρίσετε. Σας λέω, ο άντρας της είναι από τους καλύτερους που υπάρχουν απ’ αυτή τη μεριά του ‘Αλσμπουρι κι αν ξέρατε για τους λόφους όσα ξέρω γω, δε θα ζητούσατε καλύτερη εκκλησία για το γάμο της. Ένα θα σας πω μόνο: κάποια μέρα θ’ ακούσετε το γιο της να καλεί τον πατέρα του από την κορυφή του λόφου Σέντινελ“! Οι μόνοι που είδαν τον Γουίλμπουρ στη διάρκεια του πρώτου μήνα της ζωής του ήταν ο Ζαχαρίας Γουότλι, από το υγιές παρακλάδι της οικογένειας κι η γυναίκα του Ερλ Σόγιερ, η Μάμι Μπίσοπ. Η επίσκεψη της Μάμι έγινε από καθαρή περιέργεια και δικαιώθηκε με το παραπάνω από τις ιστορίες που είχε να διηγηθεί, αλλά ο Ζαχαρίας είχε πάει να παραδώσει ένα ζευγάρι γελάδες που ο γερο-Γουότλι είχε αγοράσει από τον Κέρτις, το γιο του. Αυτά τα δυο ήταν τα πρώτα από αμέτρητα γελάδια που αγοράστηκαν από τη μικρή οικογένεια του Γουίλμπουρ ως το 1928, αφού πέρασε ο τρόμος του Ντάνγουιτς, ωστόσο, κανείς δεν είδε ποτέ το σαραβαλιασμένο στάβλο των Γουότλι γεμάτο με ζωντανά. Κάποια στιγμή, οι ντόπιοι ήταν αρκετά περίεργοι ώστε ν’ ανέβουν κρυφά και να μετρήσουν το κοπάδι που έβοσκε νωθρά στην απότομη πλαγιά πάνω από το παλιό αγροτόσπιτο. δε βρήκαν πάνω από δέκα ή δώδεκα λιπόσαρκα, αναιμικά ζωντανά. Προφανώς, κάποια μόλυνση ή αρρώστια -ίσως εξαιτίας του ανθυγιεινής βοσκής ή των νοσηρών παράσιτων από τα μουχλιασμένα δοκάρια του βρομερού στάβλου- θέριζε τα ζώα των Γουότλι. Ωστόσο, παρατήρησαν παράξενες ουλές, σαν τομές, στο σώμα των γελαδιών και, μια δυο φορές στη διάρκεια των πρώτων μηνών, κάποιοι επισκέπτες είπανε πως είδανε παρόμοιες ουλές γύρω στο λαιμό του πελιδνού, αξύριστου γέρου και της βρομερής, κατσαρομάλλας αλμπίνας κόρης του. Την άνοιξη μετά τη γέννηση του Γουίλμπουρ, η Λαβίνια ξανάρχισε τις συνηθισμένες τις περιπλανήσεις στους λόφους, κρατώντας στα δυσανάλογα μπράτσα της το μελαψό παιδί. Το γενικό ενδιαφέρον για τους Γουότλι υποχώρησε, αφού είχανε δει σχεδόν όλοι το παιδί και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να σχολιάσει το πόσο γρήγορα μεγάλωνε μέρα τη μέρα. Η ανάπτυξή του ήταν πράγματι πρωτοφανής, αφού τρεις μήνες μετά τη γέννησή του είχε το ύψος και τη δύναμη που σπάνια βρίσκει κανείς σε μωρά κάτω του ενός έτους. Οι κινήσεις, ακόμα κι η φωνή του, δείχνανε μια πειθαρχία και σιγουριά, πολύ παράξενη για μωρό και κανείς δε ξαφνιάστηκε τελικά όταν, σ’ ηλικία εφτά μηνών, άρχισε να περπατά χωρίς βοήθεια, ξεπερνώντας και τα τελευταία ίχνη του δισταγμού του στη διάρκεια του επόμενου μήνα. Λίγον αργότερα -και συγκεκριμένα στη γιορτή των Αγίων Πάντων- εμφανίστηκε μια δυνατή λάμψη τα μεσάνυχτα στη κορυφή του λόφου Σέντινελ, που βρίσκεται η παλιά επίπεδη πέτρα ανάμεσα στους τύμβους των αρχαίων σκελετών. ‘Αρχισαν αρκετές συζητήσεις όταν ο Σίλας Μπίσοπ -από τους υγιείς Μπίσοπ- ανέφερε πως είχε δει το αγόρι ν’ ανεβαίνει τρέχοντας ορμητικά το λόφο μαζί με τη μητέρα του, περίπου μιαν ώρα πριν φανεί η λάμψη. Ο Σίλας είχε πάει να μαζέψει μια ξεστρατισμένη δαμάλα, αλλά παραλίγο να ξεχάσει την αποστολή του όταν είδε φευγαλέα τις δυο φιγούρες μες στο αχνό φως του φαναριού του. Έτρεχαν αθόρυβα σχεδόν μέσα από τα χαμόδεντρα κι ο εμβρόντητος μάρτυς είχε την εντύπωση πως ήταν εντελώς γυμνοί. Aργότερα είπε πως ίσως το αγόρι φορούσε κάποιου είδους ζωνάρι κι ένα σκουρόχρωμο φαρδύ παντελόνι. Από τότε, πάντως, κανείς δεν είδε ποτέ τον Γουίλμπτουρ να μην είναι ντυμένος και κουμπωμένος μέχρι το λαιμό, ενώ η παραμικρή πιθανότητα ν’ αποκαλυφθεί μέρος του σώματός του τονε πλημμύριζεν οργή και νευρικότητα. Η αντίθεσή του με τους κουρελιάρηδες συγγενείς του, έκανε τους πάντες ν’ απορούν μέχρι που ο τρόμος του 1928 απάντησε στα ερωτήματά τους. Τον επόμενο Γενάρη πολύ λίγοι ασχολήθηκαν με το γεγονός ότι «το μούλικο της Λαβίνια» είχεν αρχίσει να μιλά, μόλις έντεκα μηνών. Η ομιλία του ήταν αξιοθαύμαστη, τόσο γιατί διέφερε από το ιδίωμα της περιοχής όσο κι επειδή ήταν απαλλαγμένη από το παιδιάστικο ψεύδισμα σε βαθμό που θα ‘κανε περήφανο ένα παιδί τριών ή τεσσάρων χρονών. Το αγόρι δεν ήταν φλύαρο. ωστόσο, όταν μιλούσε, είχε έναν αλλόκοτο τόνο που ‘τανε πρωτάκουστος στο Ντάνγουιτς και τους κατοίκους του. Κι η έκπληξή τους δε γεννιόταν μόνον απ’ αυτά που τον άκουγαν να λέει ή από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε, αλλά συνδεόταν με τη χροιά της φωνής, με τις ίδιες τις φωνητικές του χορδές που γεννούσανε τόσο παράξενο ήχο. Το παρουσιαστικό του είχε αποκτήσει στο μεταξύ μια παράξενη ωριμότητα, ενώ είχε το πολύ μικρό πηγούνι της μητέρας και του παππού του, η αετίσια, ρωμαϊκή μύτη του, σε συνδυασμό με την έκφραση των μεγάλων, σκουρόχρωμων, απύθμενων ματιών του του δίνανε την όψη σχεδόν ενήλικου μ’ εξαιρετική νοημοσύνη. Ωστόσο, παρά τη λάμψη της εξυπνάδας του, ήταν εξαιρετικά άσχημος. Υπήρχε κάτι ζωώδες, τραγίσιο θα ‘λεγε κανείς, στα χοντρά του χείλη, το κιτρινωπό του δέρμα με τους διεσταλμένους πόρους, τα τραχιά σγουρά μαλλιά και τ’ ασυνήθιστα μακρόστενα αφτιά του. Γρήγορα άρχισαν να τον αντιπαθούν ακόμα περισσότερο απ’ όσο τον παππού και τη μητέρα του κι όλες οι συζητήσεις σχετικά μ’ αυτόν ήτανε καρυκευμένες μ’ αναφορές στη παλιά μαγεία του γερο-Γουότλι και στο πως σείστηκαν οι λόφοι τότε που είχε φωνάξει το φρικτό όνομα του Γιογκ Σοδόθ μέσα σ’ ένα κύκλο από πέτρες, κρατώντας ένα μεγάλο βιβλίο ανοιχτό στα χέρια του. Εξάλλου, ήτανε και τα σκυλιά: μισούσαν το αγόρι, που αναγκαζόταν ν’ αμύνεται με διάφορους τρόπους στις απειλητικές διαθέσεις τους. ΙΙΙ. Στο μεταξύ, ο γερο-Γουότλι συνέχιζε ν’ αγοράζει γελάδια, χωρίς το κοπάδι του να πληθαίνει ποτέ. Και μια μέρα, άρχισε να κόβει ξύλα και καταπιάστηκε με την επισκευή των τμημάτων του αγροτόσπιτου που είχανε πέσει σ’ αχρηστία. Ήταν άνετο οικοδόμημα με κεκλιμένη σκεπή και με το πίσω μέρος του, κυριολεκτικά σκαμμένο μες στη βραχώδη πλαγιά. Τα τρία λιγότερο καταστρεμμένα δωμάτια του ισογείου ήταν αρκετά για τις ανάγκες του ίδιου και της κόρης του. Πάντως, πρέπει να ‘χεν εκπληκτικά αποθέματα δύναμης για να φέρει σε πέρας τόσο σκληρή δουλειά και μολονότι εξακολουθούσε να μουρμουρίζει ασυνάρτητα κατά καιρούς, οι ικανότητές του στη ξυλουργική μαρτυρούσανε κοφτερό μυαλό. Είχε ξεκινήσει αυτή τη προσπάθεια από τη γέννηση του Γουίλμπουρ, επισκευάζοντας έν από τα υπόστεγα στην αυλή. Το κάρφωσε με σανίδες και το εξόπλισε μ’ ένα γερό καινούριο λουκέτο. Την ίδια επιμέλεια επέδειξε και στην επισκευή του ερειπωμένου πάνω ορόφου του σπιτιού. Η παραφροσύνη του εκδηλώθηκε μόνο όταν κάρφωσε με σανίδες όλα τα παράθυρα -αν και πολλοί πιστεύανε πως ήτανε τρελό και μόνο που ασχολήθηκε με την επισκευή του σπιτιού. Πιο λογική τους φαινόταν η προσθήκη ενός δωματίου για τον εγγονό του στο ισόγειο. Αυτό το δωμάτιο -επενδυμένο με ψηλά, γερά ράφια, που πάνω τους ο γερο-Γουότλι τακτοποιούσε με σχολαστική τάξη όλα τα σαρακοφαγωμένα και μισοσκισμένα παλιά βιβλία που στην εποχή του ήταν ανάκατα στιβαγμένα- το είχανε δει πολλοί, αλλά κανείς δεν είχε ανέβει ποτέ στον ερμητικά κλειστό πάνω όροφο. «Τα χρησιμοποίησα κι εγώ στην εποχή μου», μονολογούσε ο γερο-Γουότλι, συναρμολογώντας μια ασπρόμαυρη σελίδα με κόλλα που ετοίμαζε στο φούρνο της σκουριασμένης κουζίνας, «αλλά το αγόρι θα τα χρησιμοποιήσει ακόμα καλύτερα. Τα θέλει στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, γιατί απ’ αυτά θα διδαχτεί». Όταν ο Γουίλμπουρ ήταν ενός έτους κι εφτά μηνών -το Σεπτέμβρη του 1914- το παρουσιαστικό και τα επιτεύγματά του ήτανε σχεδόν ανησυχητικά. Έμοιαζε με παιδί τεσσάρων ετών, ήταν ευφραδής κι απίστευτα έξυπνος ομιλητής. Έτρεχε ελεύθερα στους αγρούς, στους λόφους και συνόδευε τη μητέρα του σ’ όλες της τις περιπλανήσεις. Στο σπίτι, μελετούσεν επιμελώς τις αλλόκοτες εικόνες και τα διαγράμματα των βιβλίων του παππού, ενώ ο γερο-Γουότλι τονε δίδασκε και τον κατηχούσε χαμηλόφωνα γι’ ατέλειωτα απομεσήμερα. Στο μεταξύ, η ανακαίνιση του σπιτιού είχε τελειώσει, γεννώντας ερωτηματικά σ’ όσους το βλέπανε. Γιατί ένα από τα παράθυρα του πάνω ορόφου, αυτό στο ανατολικό άκρο του αετώματος κοντά στο λόφο, είχε μετατραπεί σε πόρτα με χοντρά μαδέρια; Και σε τί εξυπηρετούσε η επικλινής πλατφόρμα που τη συνέδεε με το έδαφος; Την ίδια εποχή περίπου, οι επισκέπτες παρατήρησανε πως η παλιά αποθήκη, που ήτανε διπλοκλειδωμένη και καρφωμένη με σανίδες από τότε που γεννήθηκε ο Γουίλμπoυρ, είχεν εγκαταλειφθεί και πάλι. Η πόρτα έχασκεν ανοιχτή και μια φορά που μπήκε ο Ερλ Σόγιερ -είχε πάει να παραδώσει καινούρια γελάδια στο γερο-Γουότλι- αναγούλιασε από την εμετική μυρωδιά που κυριαρχούσε εκεί, μια αηδιαστική δυσωδία, όπως είπε, που δεν είχε μυρίσει ποτέ πριν, παρά μόνο κοντά στους ινδιάνικους κύκλους πάνω στους λόφους -μια φρικτή βρώμα που δε μπoρεί να προερχόταν από τίποτα υγιές ή γήινο. Αλλά, πάλι, τα σπίτια και τα υπόστεγα των ανθρώπων του Ντάνγουιτς δε διακρίνονταν για την ευωδιά τους. Τους επόμενους μήνες δε συνέβη κανένα σημαντικό γεγονός, εκτός από τ’ ότι όλοι ορκίζονταν πως είχανε παρατηρήσει μιαν αργή αλλά σταθερή αύξηση των μυστηριωδών κρότων από το λόφο. Τη Πρωτομαγιά του 1915 οι κρότοι αυτοί ακούστηκαν ως το ‘Αλσμπουρι, ενώ την ερχόμενη Αποκριά ακούστηκε ένα υπόγειο βουητό που ήταν ανεξήγητα συγχρονισμένο με τις εκρήξεις φωτιάς -«κατορθώματα αυτών των μάγων, των Γουότλι»- στη κορφή του λόφου Σέντινελ. Ο Γουίλμπουρ συνέχιζε να μεγαλώνει αφύσικα, μ’ αποτέλεσμα να είναι τεσσάρων ετών και να μοιάζει με δεκάχρονο παιδί. Διάβαζεν ασταμάτητα, μόνος του πια, αλλά μιλούσε πολύ λιγότερο από πριν. Ήταν τρομερά μυστικοπαθής κι οι ντόπιοι άρχισαν να σχολιάζουν για πρώτη φορά τη μοχθηρή έκφραση που αποτυπωνόταν μέρα τη μέρα στο τραγόμορφο πρόσωπό του. Κάποτε-κάποτε μουρμούριζε ακατάληπτα κορακίστικα κι έψαλλε σε αλλόκοτους ρυθμούς, προκαλώντας ρίγη ανομολόγητου τρόμου σ’ όποιο τύχαινε να τον ακούσει. Η απέχθεια που προκαλούσε σ’ όλα ανεξαιρέτως τα σκυλιά γίνηκε θέμα ατέλειωτων συζητήσεων. Κυκλοφορούσε με πιστόλι για να μπορεί να διασχίζει με ασφάλεια την εξοχή κι η σποραδική χρήση του όπλου δεν αύξησε, φυσικά, τη δημοτικότητά του στους ιδιοκτήτες των μαντρόσκυλων. Οι λιγοστοί επισκέπτες του σπιτιού βρίσκανε συχνά τη Λαβίνια μόνη στο ισόγειο, ενώ παράξενοι θόρυβοι και βήματα αντηχούσαν από τον ερμητικά κλειστό πρώτο όροφο. Εκείνη δεν αποκάλυπτε ποτέ τι κάναν ο πατέρας κι ο γιος της εκεί πάνω, μολονότι μια φορά χλώμιασε και πανικοβλήθηκε όταν ένας πλανόδιος ψαράς -αιώνιο πειραχτήρι- έκανε ν’ ανοίξει τη κλειδωμένη πόρτα που οδηγούσε στη σκάλα. Αυτός είπε αργότερα στους αργόσχολους στο Ντάνγουιτς ότι του φάνηκε πως άκουσε ποδοβολητό αλόγου από τον πάνω όροφο. Κείνοι το σκεφτήκανε λίγο, το συνδυάσανε με τη πλατφόρμα, τη πόρτα και τα γελάδια που εξαφανίζονταν τόσο τακτικά κι αναρρίγησαν όταν αναλογίστηκαν ιστορίες από τα νιάτα του γερο-Γουότλι και θρύλους για τρομερά πλάσματα που ξεπηδούν από τα έγκατα της γης όταν θυσιάζεται ένας ταύρος τη κατάλληλη στιγμή με συγκεκριμένο τελετουργικό. Είχανε παρατηρήσει από καιρό πως τα σκυλιά απεχθάνονταν κι έτρεμαν ολόκληρο το κτήμα των Γουότλι, το ίδιο λυσσασμένα όσο μισούσαν κι έτρεμαν τον ίδιο τον Γουίλμπουρ. Το 1917 ξέσπασε ο πόλεμος κι ο δικαστής Σόγιερ Γουότλι, επικεφαλής του τοπικού στρατολογικού γραφείου, δυσκολεύτηκε να βρει στο Ντάνγουιτς αρκετούς νέους κατάλληλους να σταλούν για εκπαίδευση. Η κυβέρνηση, ξαφνιασμένη από τόσα έντονα σημάδια γενικής κατάπτωσης, έστειλε μερικούς αξιωματικούς και στρατιωτικούς γιατρούς να κάνουν έρευνες. Το πόρισμα των ερευνών τους εκδόθηκε στον Τύπο της Νέας Αγγλίας, όπως ίσως θυμούνται οι αναγνώστες. Η δημοσιότητα αυτή έβαλε τους δημοσιογράφους στα ίχνη των Γουότλι. Η Μπόστον Γκλόουμπ κι η ‘Αρκχαμ Αντβερτάιζερ τυπώσανε φανταχτερά άρθρα στα κυριακάτικα φύλλα τους γύρω από τη πρόωρη ανάπτυξη του νεαρού Γουίλμπουρ, τη μαύρη μαγεία του γερο-Γουότλι, τα παράξενα βιβλία στα ράφια, το σφραγισμένο πρώτο όροφο της παλιάς αγροικίας, τα παράδοξα φαινόμενα όλης της περιοχής και τους θορύβους των λόφων της. Ο Γουίλμπουρ ήταν τεσσεράμισι ετών τότε κι έμοιαζε δεκαπεντάχρονος νεαρός. Τα χείλη και τα μάγουλά του σκοτείνιαζαν ήδη από γένεια κι η φωνή του είχεν αρχίσει να χοντραίνει. Ο Ερλ Σόγιερ συνόδευσε στο σπίτι των Γουότλι ομάδες δημοσιογράφων και φωτογράφων και τους επέστησε την προσοχή στην απαίσια δυσωδία που τώρα φαινόταν ν’ αναδύεται από τον πάνω όροφο. “Ήταν“, είπε, “ακριβώς σαν τη μυρωδιά που του είχε κόψει την ανάσα στο υπόστεγο που εγκαταλείφθηκε μετά την αποπεράτωση της επισκευής του σπιτιού και σαν τις αμυδρές αναθυμιάσεις που υπήρχαν μερικές φορές κοντά στον πέτρινο κύκλο στα βουνά“. Οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς διαβάσανε τ’ άρθρα που γραφτήκανε και χαμογελάσανε για τις ανακρίβειες. Απορήσανε, κυρίως, που οι συντάκτες επιμένανε τόσο στ’ ότι ο γερο-Γουότλι πλήρωνε πάντα για τα γελάδια του με αρχαία χρυσά νομίσματα. Οι Γουότλι είχανε δεχτεί τους επισκέπτες τους μ’ απροκάλυπτη δυσφορία, μολονότι δε τόλμησαν να προκαλέσουν επιπλέον δημοσιότητα με μια βίαιην αντίδραση ή την άρνηση να μιλήσουν. IV. Για μια δεκαετία τα χρονικά των Γουότλι θάβονται μες στη γενική ζωή μιας αρρωστημένης κοινότητας που ‘ταν εξοικειωμένη με τις αλλόκοτες συνήθειές τους και μαθημένη στα όργιά τους κάθε Πρωτομαγιά και των Αγίων Πάντων. Δυο φορές το χρόνο θ’ ανάβανε φωτιές στη κορφή του λόφου Σέντινελ και τα βουητά του βουνού θ’ ακούγονταν ακόμα δυνατότερα κι αγριότερα. ωστόσο, σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου γίνονταν αλλόκοτα και δυσοίωνα πράγματα στο μοναχικό αγροτόσπιτο. Οι επισκέπτες ισχυρίζονταν πως άκουγαν παράξενους ήχους από το σφραγισμένο πάνω όροφο ακόμα κι όταν όλα τα μέλη της οικογένειας ήτανε κάτω κι αναρωτιόνταν πόσο βασανιστικά αργά θυσιαζότανε συνήθως μια γελάδα ή ένας ταύρος. Συζητήσανε λίγο τη πιθανότητα να προσφύγουνε στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων, αλλά τελικά το άφησαν να περάσει. Βλέπετε, οι κάτοικοι του Ντάνγουιτς αποφεύγανε κατά κανόνα να τραβούνε πάνω τους τη προσοχή του έξω κόσμου. Γύρω στο 1923, όταν ο Γουίλμπουρ ήταν δεκάχρονο αγόρι, ενώ το μυαλό, η φωνή, το παράστημα και το γενειοφόρο πρόσωπό του δίνανε την εντύπωση του ώριμου άντρα, άρχισε καινούριος οργασμός δραστηριότητας στο παλιό σπίτι. Αυτή τη φορά περιορίστηκε στο σφραγισμένο πάνω όροφο κι απο τις ξηλωμένες σανίδες που συσσωρευτήκανε στην αυλή οι άνθρωποι συμπέραναν ότι ο νεαρός κι ο παππούς του είχανε ρίξει όλα τα χωρίσματα κι είχαν αφαιρέσει, μάλιστα και το δάπεδο της σοφίτας, αφήνοντας ένα πελώριο κενό χώρο ανάμεσα στο δάπεδο του πρώτου ορόφου και την επικλινή στέγη. Οι Γουότλι είχανε γκρεμίσει ακόμα και τη μεγάλη κεντρική καμινάδα και συνδέσανε στη σκουριασμένη κουζίνα έν εξωτερικό τενεκεδένιο μπουρί σόμπας. Την επόμενη άνοιξη, ο γερο-Γουότλι παρατήρησε πως αυξανόταν ο αριθμός των νυχτοπουλιών που βγαίναν από το Φαράγγι Της Κρύας Πηγής για να τιτιβίσουνε κάτω από το παράθυρό του τις νύχτες. Έδινε μεγάλη σημασία στο γεγονός κι είπε στους αργόσχολους του ‘Οσμπορν ότι μάλλον πλησίαζε η ώρα του. -“Κρώζουν ακριβώς με το ρυθμό της ανάσας μου τώρα“, είπε “κι ετοιμάζονται, φαντάζομαι, ν’ αρπάξουν τη ψυχή μου. Ξέρουν ότι φεύγω και δε θέλουν να τη χάσουν. Αφού φύγω, θα καταλάβετε όλοι σας αν μ’ έπιασαν ή όχι. Αν τα καταφέρουν, θα τερερίζουν σαν να γελάνε ως το ξημέρωμα. Αν όχι, θα ‘ναι ήσυχα. Τα περιμένω, όμως και σκοπεύω να παλέψω άγρια για τη ψυχή μου“! Το βράδυ της Γιορτής της Σοδειάς, την 1η Αυγούστου 1924, ο δόκτωρ Χόφτον από το ‘Αλσμπουρι κλήθηκεν επειγόντως από τον Γουίλμπουρ Γουότλι, που ‘χε καλπάσει σα τρελός μες στη νύχτα με το μοναδικό άλογο που του ‘χεν απομείνει για να τηλεφωνήσει από το μαγαζί του Όσμπορν. Φτάνοντας, βρήκε το γερο-Γουότλι σε πολύ σοβαρή κατάσταση. Ο σφυγμός κι η ρογχώδης ανάσα του, μαρτυρούσαν ότι το τέλος πλησίαζε. Η άσχημη αλμπίνα κόρη του κι ο παράξενα γενειοφόρος εγγονός του στέκονταν δίπλα στο κρεβάτι, ενώ από το άδειο κέλυφος από πάνω ακούγονταν ρυθμικά πλαταγίσματα ή πλατσουρίσματα, σαν τον παφλασμό κυμάτων σε λεία ακρογιαλιά. ‘Ομως αυτό που ενόχλησε πάνω απ’ όλα το γιατρό ήταν τα φλύαρα νυχτοπούλια απ’ έξω: μια πολυπληθής λεγεώνα πουλιών που τσίριζε ξανά και ξανά το ατέλειωτο σάλπισμά της σε διαβολικό συντονισμό με τη ρηχή ανάσα του ετοιμοθάνατου. “Ήταν απαίσιο κι αφύσικο… φρικιαστικό“, σκέφτηκε ο δόκτωρ Xόφτoν, όπως κι όλη η περιοχή στην οποία είχε μπει τόσο απρόθυμα ανταποκρινόμενος στην επείγουσα κλήση. Γύρω στη μία το πρωί, ο γερο-Γουότλι ανέκτησε τις αισθήσεις του, διέκοψε το αγκομαχητό του και ψέλλισε μερικές λέξεις στον εγγονό του: -“Περισσότερο χώρο, Γουίλι, περισσότερο χώρο, γρήγορα. Εσύ μεγαλώνεις, αλλά κείνο μεγαλώνει γρηγορώτερα. Σύντομα θα ‘ναι έτοιμο να σε υπηρετήσει, αγόρι μου. ‘Ανοιξε τις πύλες του Γιογκ Σοδόθ με το μεγάλο ψαλμό που θα βρεις στη σελίδα 751 της ολοκληρωμένης έκδοσης και τότε μόνο βάλε φωτιά στη φυλακή. Η φωτιά από τη γη δε μπορεί να το βλάψει πια“. Ήτανε θεότρελος, πέρ’ από κάθε αμφιβολία. Μετά από μια παύση, που στη διάρκεια της το κοπάδι των νυχτοπουλιών απ’ έξω συντόνισε τα κρωξίματά του με τον αλλαγμένο ρυθμό της ανάσας του κι ακουστήκανε παράξενες βροντές από το βουνό, πρόσθεσε μερικές ακόμα φράσεις: “Τάιζέ το τακτικά, Γουίλι, μη τ’ αφήσεις να πεινάσει, αλλά ούτε και να μεγαλώσει πολύ γρήγορα, γιατί, αν βγει έξω πριν ανοίξεις το Γιογκ Σοδόθ, θα τελειώσουν όλα. Μόνο κείνοι από κει έξω μπορούν να το κάνουν να πολλαπλασιαστεί και να δουλέψει… Μόνο κείνοι, οι παλιοί που θέλουν να γυρίσουν πίσω...” Τα λόγια του πνιγήκανε ξανά σ’ αγκομαχητά κι η Λαβίνια έβγαλε μια κραυγή όταν τα κρωξίματα απ’ έξω συγχρονιστήκανε και πάλι με την ανάσα του. Αυτό συνεχίστηκε για μιαν ώρα σχεδόν, ώσπου άρχισε ο τελικός ρόγχος. Κι όταν ο δόκτωρ Χόφτον κατέβασε τα ρυτιδωμένα βλέφαρα πάνω από τα απλανή γκρίζα μάτια, ο σαματάς των πουλιών σιγά-σιγά έσβησε τελείως. Η Λαβίνια έκλαιγε με λυγμούς, αλλά ο Γουίλμπουρ γέλασε, ενώ οι κρότοι από τα έγκατα της γης ηχούσαν από μακριά. -“Δεν τον έπιασαν!” μουρμούρισε με τη βαθιά, βαρύτονη φωνή του. Ο Γουίλμπουρ είχε αποκτήσει πραγματικά φοβερή μόρφωση με το μονόπλευρο τρόπο του κι ήτανε γνωστός δι’ αλληλογραφίας σε πολλούς βιβλιοθηκάριους στα μακρινά μέρη που φυλάσσονται σπάνια κι απαγορευμένα βιβλία. Οι άνθρωποι του Ντάνγουιτς τον μισούσανε και τον έτρεμαν όλο και περισσότερο, ειδικά όταν άρχισαν να τον υποψιάζονται για την εξαφάνιση μερικών παιδιών. Αλλά κατάφερναν πάντα να αποσιωπούν την έρευνα από φόβο ή από απληστία, αφού τα παλιά χρυσά νομίσματα εξακολουθούσαν, όπως και στην εποχή του παππού του, να ρέουνε τακτικά για την αγορά γελαδιών. Στο μεταξύ, ο Γουίλμπουρ έδειχνε πραγματικός άντρας πια και μολονότι το ύψος του ήταν ήδη στον μέσον όρο συνέχιζε ν’ αναπτύσσεται. Το 1925, όταν τον επισκέφτηκε ένας καθηγητής από το πανεπιστήμιο Μισκατόνικ -με τον οποίο αλληλογραφούσε- κι έφυγε αργότερα κάτωχρος και ταραγμένος, ο μικρός είχε ξεπεράσει τα δυο μέτρα σε ύψος. Από την αρχή ο Γουίλμπουρ αντιμετώπιζε την παραμορφωμένη αλμπίνα μητέρα του με ολοένα μεγαλύτερη περιφρόνηση και τελικά της απαγόρευσε ν’ ανεβαίνει μαζί του στα βουνά τα βράδια της Πρωτομαγιάς και των Αγίων Πάντων. Το 1926, το θλιβερό πλάσμα παραπονέθηκε στη Μάμι Μπίσοπ ότι τον φοβόταν. -“Ξέρω περισσότερα γι’ αυτόν απ’ όσα μπορώ να σου πω, Μάμι”, είπε “και τον τελευταίο καιρό υπάρχουνε κι άλλα που δε θέλω να μάθω! Μάρτυς μου ο Θεός, δεν ξέρω ούτε τι θέλει ούτε τι προσπαθεί να κάνει“. Κείνη τη μέρα των Αγίων Πάντων, οι θόρυβοι από το βουνό ηχήσανε δυνατότεροι από ποτέ και φλόγες φωτίσανε τη κορφή του Σεντινέλ. Οι ντόπιοι όμως προσέξανε πιότερο τα ρυθμικά κρωξίματα ενός μεγάλου σμήνους νυχτοπουλιών που, έχοντας καθυστερήσει αφύσικα στην αποδημία τους, είχανε συγκεντρωθεί γύρω από τη σκοτεινή αγροικία των Γουότλι. Μετά τα μεσάνυχτα, οι διαπεραστικές νότες τους ξεσπάσανε σ’ ένα είδος τερερίσματος που θύμιζε σατανικό γέλιο κι αντηχούσε σ’ όλη τη περιοχή μέχρι που ‘φεξε για τα καλά, Μόνο τότε εξαφανιστήκανε, πετώντας βιαστικά προς το Νότο, τουλάχιστον ένα μήνα αργότερα από συνήθως, Κανείς δε μπόρεσε να το εξηγήσει αυτό παρά μόνον αργότερα. Δεν είχε πεθάνει κανείς από τους χωρικούς, αλλά κανείς δε ξανάδε τη δύστυχη Λαβίνια Γουότλι, την εκφυλισμένη αλμπίνα. Το καλοκαίρι του 1927, ο Γουίλμπουρ επισκεύασε δυο καλύβες στην αυλή του σπιτιού κι άρχισε να μεταφέρει κει τα βιβλία και τα πράγματά του. Λίγον αργότερα, ο Ερλ Σόγιερ ανακοίνωσε σ’ αυτούς που συχνάζανε στου Όσμπορν ότι οι ξυλουργικές εργασίες είχανε ξαναρχίσει στην αγροικία των Γουότλι. Ο Γουίλμπουρ κάρφωνε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του ισογείου και μάλλον αφαιρούσε τα χωρίσματα, όπως είχε κάνει ο παππούς του στον πάνω όροφο πριν απο τέσσερα χρόνια. Τώρα έμενε σε μιαν από τις δυο αποθήκες κι ο Σόγιερ είπε πως του φαινόταν ασυνήθιστα ανήσυχος και φοβισμένος. ‘Ολοι υποψιάζονταν ότι ήξερε κάτι για την εξαφάνιση της μητέρας του κι ελάχιστοι τολμούσαν να πλησιάσουνε πλέον στο κτήμα του. Είχε ξεπεράσει τα δυο μέτρα και δεκαπέντε πόντους σε ύψος και τίποτα δεν έδειχνε πως η ανάπτυξή του θα σταματούσε. V. Το πιο παράδοξο γεγονός του επόμενου χειμώνα ήταν το πρώτο ταξίδι του Γουίλμπουρ έξω από τα όρια του Ντάνγουιτς, Παρά τη πυκνή αλληλογραφία του, με τη Βιβλιοθήκη Γουάιντνερ του Χάρβαρντ, την Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, το Βρετανικό Μουσείο, το Πανεπιστήμιο του Μπουένος ‘Αιρες και τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Μισκατόνικ στο ‘Αρκχαμ, δε κατάφερε να δανειστεί το βιβλίο που χρειαζόταν απεγνωσμένα. Έτσι, ξεκίνησε τελικά ο ίδιος -άθλιος, βρώμικος, με γενειάδα και με άξεστη διάλεκτο- να συμβουλευτεί ένα αντίγραφο στο Μισκατόνικ, που ‘τανε το πιο κοντινό γεωγραφικά. Με ύψος κοντά δυόμισι μέτρα τώρα και με τη καινούρια βαλίτσα που ‘χεν αγοράσει από το μαγαζί του Όσμπορν, το μελαψό και τραγόμορφο τέρας εμφανίστηκε μια μέρα στο ‘Αρκχαμ ζητώντας το φοβερό βιβλίο που φυλασσότανε κλειδωμένο στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου: το τρομερό Νεκρονομικόν του τρελού ‘Αραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ στη λατινική έκδοση του Ολάους Βόρμιους, όπως κυκλοφόρησε στην Ισπανία το δέκατο έβδομο αιώνα. Κι ενώ δεν είχε ξαναδεί ποτέ του πόλη, η μοναδική του έγνοια ήταν να βρει το δρόμο για το πανεπιστήμιο. Φτάνοντας, πέρασεν απτόητος μπροστά από το μεγαλόσωμο σκυλί-φύλακα που, έχοντας γυμνώσει τα δόντια του, γάβγιζε μ’ αφύσικη λύσσα κι εχθρότητα και τέντωνε φρενιασμένα τη χοντρή αλυσίδα του. Ο Γουίλμπουρ είχε μαζί του την ανεκτίμητη αλλ’ ατελή αγγλική έκδοση του δόκτορα Ντι, που του ‘χε κληροδοτήσει ο παππούς του. Καταφέρνοντας να πάρει στα χέρια του το λατινικό αντίγραφο, άρχισε αμέσως να παραβάλλει τα δυο κείμενα, με σκοπό ν’ ανακαλύψει το συγκεκριμένο απόσπασμα που αντιστοιχούσε στη σελίδα 751 του ελλιπούς αντιγράφου του. Αυτό δε μπορούσε να το κρύψει από το βιβλιοθηκάριο -τον καθηγητή Χένρι ‘Αρμιτατζ (πτυχιούχο τριών πανεπιστημίων) που τον είχε επισκεφτεί στο αγρόκτημα και τώρα του ‘κανε διάφορες ερωτήσεις χωρίς να τον προσβάλει. ‘Οπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί, έψαχνε για κάποια μαγική ωδή ή ξόρκι που θα περιείχε το φοβερό όνομα Γιογκ-Σοδόθ, αλλά δυσκολευόταν συναντώντας ασυμφωνίες, επαναλήψεις και διφορούμενες διατυπώσεις. Κι ενώ κείνος αντέγραφε τη μαγική ωδή που διάλεξε τελικά, ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ κοίταξε άθελά του πάνω από τον ώμο του νεαρού τις ανοιχτές σελίδες. Η αριστερή, η λατινική έκδοση, περιείχε τερατώδεις απειλές για την ειρήνη και τη πνευματική υγεία του κόσμου: “Κι ούτε πρέπει να πιστεύετε (έλεγε το κείμενο όπως το μετέφραζε νοερά ο ‘Αρμιτατζ) πως ο άνθρωπος είναι ο πρώτος ή ο τελευταίος κύριος της γης ή πως τα γνωστά ζωντανά κι υλικά πράγματα είναι τα μόνα στον κόσμο. Οι Παλιοί υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. ‘Οχι στις διαστάσεις που γνωρίζουμε, αλλά ανάμεσά τους βαδίζουνε γαλήνιοι και πρωτογενείς, αδιάστατοι κι αόρατοι για τα μάτια μας. Ο Γιογκ-Σοδόθ ξέρει τη Πύλη. Ο Γιογκ-Σοδόθ είναι η Πύλη. Ο Γιογκ-Σοδόθ είναι το Κλειδί κι ο Φύλακας της Πύλης. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, όλα είναι ένα με τον Γιογκ-Σοδόθ. Ξέρει από που φύγαν οι Παλιοί τότε κι από πού θα ξαναγυρίσουν. Ξέρει πού πάτησαν Εκείνοι το έδαφος της γης και που θα το πατήσουν ξανά και γιατί κανείς δε μπορεί να Τους εμποδίσει. Μόνο από τη μυρωδιά Τους καταλαβαίνουν οι άνθρωποι μερικές φορές τη Παρουσία Τους, αλλά τη Μορφή Τους δε μπορεί να τη ξέρει κανείς, εκτός από τα χαρακτηριστικά που Αυτοί προσδώσανε στην ανθρωπότητα. Κι αυτά είναι πολλών ειδών και ποικίλλουν από το πιστότερο ομοίωμα του ανθρώπου ως το αόρατο κι άυλο σχήμα που έχουν Αυτοί. Περπατούν αόρατοι και τρομεροί σε μοναχικά μέρη όπου έχουν προφερθεί οι Λέξεις κι έχουν απαγγελθεί δυνατά οι Τελετουργίες στις Εποχές τους. Ο άνεμος μουρμουρίζει με τις φωνές Τους κι η γη ψιθυρίζει με τη συνείδησή Τους. Τσακίζουνε το δάσος και συνθλίβουνε τη πόλη για να μη μπορεί κανέν από τα δυο να δει το χέρι που χτυπά. Η Καντάθ Τους γνώρισε στην ερημιά των πάγων, αλλά ποιός άνθρωπος γνωρίζει τη Καντάθ; Η παγωμένη έρημος του Νότου και τα βουλιαγμένα νησιά του Ωκεανού έχουνε πέτρες που φέρουνε τη σφραγίδα Τους, αλλά ποιός έχει δει την παγωμένη πόλη ή το σφραγισμένο πύργο που στολίζεται εδώ κι αιώνες με φύκια και πεταλίδες; Ο Μέγας Κθούλου είναι ο ξάδερφός Τους κι ωστόσο μόνο θολά μπορεί να Τους διακρίνει. Ιά! Σουμπ-Νιγκουράθ! Σα δυσωδία θα Τους γνωρίσετε. Το χέρι Τους βρίσκεται στο λαιμό σας, αλλά δεν Τους βλέπετε. Η Κατοικία Τους είναι μέσα στα διπλοκλειδωμένα σπιτικά σας. Ο Γιογκ-Σοδόθ είναι το Κλειδί της Πύλης, όπου συναντιούνται πολλές σφαίρες. Ο άνθρωπος κυβερνά τώρα κει που Αυτοί κυβερνούσανε κάποτε. Σύντομα θα κυβερνούν Αυτοί κει που τώρα κυβερνά ο άνθρωπος. Μετά το καλοκαίρι έρχεται ο χειμώνας, μετά το χειμώνα το καλοκαίρι. Περιμένουν υπομονετικοί και σίγουροι, γιατί ξέρουν ότι θα ξανάρθει η Βασιλεία Τους“. Ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ, συνδυάζοντας αυτά που διάβαζε με τα όσα είχεν ακούσει για το Ντάνγουιτς, για τις ζοφερές παρουσίες του, για τον Γουίλμπουρ Γουότλι και τη σκοτεινή, αποτρόπαιη φήμη γύρω από το όνομά του, που ξεκινούσε απο μια μυστηριώδη γέννα κι έφτανε στην υποψία μητροκτονίας, ένιωσε να τον τυλίγει ένας τρόμος τόσον απτός όσο η υγρασία του τάφου. Ο ζωόμορφος γίγαντας που ήταν σκυμμένος μπροστά του έμοιαζε με γέννημα άλλου πλανήτη ή διάστασης, με κάτι που ανήκε μόνο κατά ένα μέρος στην ανθρωπότητα και είχε δεσμούς με μαύρες αβύσσους ουσίας και οντότητας που απλώνονται σαν τιτάνια φαντάσματα πέρα από τις σφαίρες της δύναμης και της ύλης, του χώρου και του χρόνου. Ο Γουίλμπουρ σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να μιλάει μ’ αυτή τη παράξενη, βαρύτονη φωνή που μαρτυρούσε πως οι φωνητικές του χορδές δεν ήταν ακριβώς ανθρώπινες. -“Κύριε ‘Αρμιτατζ“, είπε, “νομίζω ότι πρέπει να δανειστώ αυτό το βιβλίο. Υπάρχουνε πράγματα που πρέπει να δοκιμάσω κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες που είναι αδύνατες εδώ και θα ήτανε θανάσιμο αμάρτημα ν’ αφήσετε ένα γραφειοκρατικό κανονισμό να με σταματήσει. Αφήστε με να το πάρω μαζί μου, κύριε και σας ορκίζομαι ότι κανείς δε θα το καταλάβει. Δε χρειάζεται να σας πω ότι θα το προσέξω σαν τα μάτια μου. Δεν κατάντησα εγώ το αντίγραφο του Ντι σ’ αυτά τα χάλια…” Διέκοψε τη φράση του διαβάζοντας την ανυποχώρητη άρνηση στο πρόσωπο του βιβλιοθηκάριου και τα ζωόμορφα χαρακτηριστικά του σκοτείνιασαν. Ο ‘Αρμιτατζ, έτοιμος να του πει ότι μπορούσε ν’ αντιγράψει όποια αποσπάσματα ήθελε, σκέφτηκε ξαφνικά τα πιθανά επακόλουθα και συγκρατήθηκε. Θα ‘παιρνε πολύ μεγάλη ευθύνη δίνοντας σ’ ένα τέτοιο πλάσμα το κλειδί για ανίερες εξώτερες σφαίρες. Ο Γουότλι μάντεψε τις σκέψεις του και προσποιήθηκε τον αδιάφορο. “Πολύ καλά, λοιπόν, αφού αυτό θέλετε. Ίσως στο Χάρβαρντ δεν είναι τόσο κατηγορηματικοί όσο σεις“. Χωρίς άλλη λέξη, σηκώθηκε και βγήκε από το κτίριο, σκύβοντας για να περάσει από τις πόρτες. Ο ‘Αρμιτατζ άκουσε το άγριο γάβγισμα του μεγάλου σκυλιού-φύλακα και κοίταξε τη θεόρατη κορμοστασιά του Γουότλι να διασχίζει τον κήπο του πανεπιστημίου που φαινόταν από το παράθυρο. Αναλογίστηκε τις άγριες ιστορίες που ‘χεν ακούσει και θυμήθηκε τα παλιά άρθρα που είχανε κυκλοφορήσει στην Κυριακάτικη Αντβερτάιζερ, μαζί με τις δοξασίες που ‘χε σταχυολογήσει από τους χωρικούς του Ντάνγουιτς στη διάρκεια της επίσκεψής του… Αόρατα πράγματα που δεν ήταν από τη γη -ή τουλάχιστον από την τρισδιάστατη γη- κυκλοφορούσανε, δύσοσμα και τρομακτικά, μες στα λαγκάδια της Νέας Αγγλίας και γεννοβολούσαν αισχρά πάνω στις κορφές των βουνών. Γι’ αυτό ήτανε βέβαιος από πολύ καιρό. Τώρα όμως ένιωθε να πλησιάζει ανατριχιαστικά ο Εισβολέας-Τρόμος κι αντιλήφθηκε μια τρομακτική πρόοδο στο σχέδιο του αρχαίου και, κάποτε, παθητικού Εφιάλτη. Απέστρεψε το βλέμμα από το Νεκρονομικόν, μ’ ένα ρίγος αποστροφής, αλλά στο δωμάτιο κυριαρχούσε ακόμα μια ανόσια κι ακαθόριστη δυσοσμία. «Σαν δυσωδία θα Τους γνωρίσετε», αναλογίστηκε. Ναι, η μυρωδιά ήταν η ίδια που τον είχε αναγουλιάσει στην αγροικία των Γουότλι λιγότερο από τρία χρόνια πριν. Σκέφτηκε τον Γουίλμπουρ, ζωόμορφο κι απειλητικό άλλη μια φορά και γέλασε δυνατά όταν θυμήθηκε τις φήμες που κυκλοψορούσαν στο χωριό για τον πατέρα του. -“Ενδογαμία;” μονολόγησε ο ‘Αρμιτατζ. “Μεγαλοδύναμε Θεέ, τι αφελείς! Δείξε τους το Μέγα Θεό Πάνα του ‘Αρθουρ Μάχεν και θα τον αποδώσουν σ’ ένα συνηθισμένο σκάνδαλο του Ντάνγουιτς! Αλλά τί πλάσμα, ποιά επάρατη, αόρατη δύναμη πάνω ή έξω απ’ αυτή τη τρισδιάστατη γη ήταν ο πατέρας του Γουίλμπουρ Γουότλι; Γεννημένος την Υπαπαντή, εννιά μήνες μετά τη Πρωτομαγιά του 1912, όταν ο απόηχος των κρότων της γης έφτασε μέχρι το ‘Αρκχαμ… Τί βάδισε πάνω στα βουνά κείνη τη νύχτα; Ποιά ανόσια φρίκη εμφανίστηκε στον κόσμο με μισοανθρώπινο αίμα και σάρκα“; Στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ βάλθηκε να συγκεντρώσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπoρούσε για τον Γουίλμπουρ Γουότλι και τις άυλες παρουσίες γύρω από το Ντάνγουιτς. Επικοινώνησε με το δόκτορα Χόφτον από το ‘Αλσμπουρι, που ‘χε φροντίσει τον γερο-Γουότλι στη μοιραία του αρρώστια και τα τελευταία λόγια του παππού, όπως τα επανέλαβε λέξη προς λέξη ο γιατρός, του γεννήσαν νέα ερωτηματικά. Μια επίσκεψη στο Ντάνγουιτς δεν του αποκάλυψε τίποτα καινούριο, αλλά μια πιο προσεκτική ανάγνωση του Νεκρονομικού, στα ίδια αποσπάσματα που αναζητούσε τόσον απεγνωσμένα ο Γουίλμπουρ, φάνηκε να παρέχει καινούριες και τρομερές πληροφορίες για τη φύση, τις μεθόδους και τις επιθυμίες του αλλόκοτου δαίμονα που απειλούσε αυτό τον πλανήτη. Συζητώντας με αρκετούς μελετητές αρχαϊκής γνώσης στη Βοστόνη κι αλληλογραφώντας με πολλούς άλλους, ένιωσε να τονε πλημμυρίζει όλο και μεγαλύτερο δέος, που εξελίχτηκε από ανησυχία σε μια κατάσταση δριμύτατου διανοητικού τρόμου. Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι, ένιωσε ότι κάτι έπρεπε να γίνει με την απειλή που καραδοκούσε στη κοιλάδα του Μισκατόνικ και με το τερατώδες πλάσμα που ήτανε γνωστό με το ανθρώπινο όνομα Γουίλμπουρ Γουότλι. VI. Ο τρόμος του Ντάνγουιτς ξέσπασε ανάμεσα στη Γιορτή της Σοδειάς και την ισημερία του 1928 κι ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που γίναν μάρτυρες του φρικιαστικού προλόγου του. Είχε μάθει, στο μεταξύ, για τη γκροτέσκα εμφάνιση του Γουότλι στο Κέμπριτζ και τις απεγνωσμένες του προσπάθειες να δανειστεί ή ν’ αντιγράψει αποσπάσματα του Νεκρονομικού από τη Βιβλιοθήκη Γουάντνερ. Αυτές οι προσπάθειες αποδείχτηκαν άκαρπες, αφού ο ‘Αρμιτατζ είχε στείλει σαφείς προειδοποιήσεις σ’ όλους τους βιβλιοθηκάριους που ήταν υπεύθυνοι για το φοβερό βιβλίο. Ο Γουίλμπουρ φάνηκε τρομερά ανήσυχος στο Κέμπριτζ χρειαζόταν οπωσδήποτε το βιβλίο κι ανυπομονούσε να επιστρέψει το συντομώτερο στη γενέτειρά του, σα να φοβόταν ότι κάτι φοβερό θα συνέβαινε στη διάρκεια της απουσίας του. Στις αρχές Αυγούστου συνέβη αυτό που σχεδόν αναμενόταν, Τις μικρές ώρες της 3ης του μήνα, ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ ξύπνησε ξαφνικά από τ’ άγρια, φρενιασμένα ουρλιαχτά του σκύλου-φύλακα του πανεπιστημίου. Βραχνά και τρομακτικά, τ’ αλαλιασμένα, ξετρελαμένα αλυχτίσματα και γρυλίσματα συνεχίζονταν με ολοένα μεγαλύτερη ένταση, αλλά και παύσεις με τρομερά υπονοούμενα. Τότε αντήχησε μια κραυγή από έναν εντελώς διαφορετικό λάρυγγα, μια κραυγή που ξύπνησε το μισό ‘Αρκχαμ και στοίχειωσε τον ύπνο των κατοίκων του για πάντα, μια κραυγή που δε θα μπορούσε να προέρχεται από πλάσμα που γεννήθηκε στη γη ή που ανήκει σ’ αυτή. Ο ‘Αρμιτατζ, αφού ντύθηκε και βγήκε βιαστικά, είδε πως άλλοι ήταν ήδη έξω και τρέχανε μπρος του κι άκουσε το διαπεραστικό ήχο του συναγερμού της βιβλιοθήκης να σκίζει τη σιγαλιά της νύχτας. Ένα παράθυρο έχασκε ανοιχτό και σκοτεινό μέσα στο φεγγαρόφωτο. Ό,τι ήταν αυτό που ‘χεν έρθει, είχε καταφέρει προφανώς να μπει, γιατί τα γαβγίσματα και τ’ αλυχτίσματα του σκύλου, που σβήνανε τώρα σ’ ένα φρικιαστικό ντουέτο γρυλισμάτων και πονεμένων κραυγών, ακούγονταν ήδη από μέσα. Κάποιο ένστικτο προειδοποίησε τον ‘Αρμιτατζ ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήτανε κατάλληλο θέαμα γι’ ανυποψίαστα μάτια κι έτσι προσπέρασε το πλήθος με αυταρχικότητα και ξεκλείδωσε τη πόρτα του προθαλάμου. Ανάμεσα στους άλλους είδε τον καθηγητή Γουόρεν Ράις και το δόκτορα Φράνσις Μόργκαν, με τους οποίους είχε συζητήσει ένα μέρος των υποψιών και των φόβων του και τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν μέσα. Ο μόνος ήχος που ακουγότανε τώρα ήτανε το φοβισμένο, μονότονο κλαψούρισμα του σκύλου, αλλά τώρα ο ‘Αρμιτατζ αντιλήφθηκε μ’ ένα ξαφνικό τίναγμα πως αμέτρητα νυχτοπούλια είχαν αρχίσει τους καταραμένους ρυθμικούς κρωγμούς τους μες από τους θάμνους, σα σε συγχρονισμό με τις στερνές ανάσες κάποιου ετοιμοθάνατου. Η ατμόσφαιρα μέσα στο κτίριο ήταν αποπνικτική από την τρομερή δυσωδία που γνώριζε πια τόσο καλά ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ κι οι τρεις άντρες διασχίσανε τρέχοντας τη σάλα προς το μικρό αναγνωστήριο απ’ όπου ερχότανε το σιγανό κλαψούρισμα. Για μια στιγμή, κανείς δε τόλμησε ν’ ανάψει το φως, αλλά τελικά ο ‘Αρμιτατζ βρήκε το κουράγιο να γυρίσει τον διακόπτη. Ένας από τους τρεις, δεν εξακριβώθηκε ποιος, ούρλιαξε μ’ όλη του τη δύναμη βλέποντας αυτό που κειτότανε μπρος τους ανάμεσα στ’ αναποδογυρισμένα τραπέζια και τις σκορπισμένες καρέκλες. Ο καθηγητής Ράις δήλωσε πως ένιωσε τις αισθήσεις του να τον εγκαταλείπουνε για μια στιγμή, μολονότι δε κλονίστηκε, ούτε έπεσε. Το πράγμα που ήταν γερμένο στο ένα πλάι μέσα σε μιαν εμετική λίμνη από κιτρινοπράσινο ιχώρ και κολλώδη μάζα είχε ύψος δυο μέτρα κι εβδομήντα πέντε πόντους. Ο σκύλος είχε σκίσει ένα μέρος των ρούχων του και λίγο από το δέρμα του. Δεν ήταν νεκρό, αλλά συστρεφόταν σιωπηλά και σπασμωδικά, ενώ το στήθος του ανεβοκατέβαινε στον ίδιο ρυθμό με τους φρενιασμένους κρωγμούς των ανυπόμονων νυχτοπουλιών απ’ έξω. Κομμάτια από τα παπούτσια και τα ρούχα του ήταν σκορπισμένα παντού μες στο δωμάτιο κι ακριβώς έξω από το παράθυρο ήτανε πεταμένη μια άδεια υφασμάτινη τσάντα. Κοντά στο κεντρικό γραφείο ήτανε πεσμένο ένα ρεβόλβερ που, όπως εξακριβώθηκε αργότερα, δεν εκπυρσοκρότησε εξαιτίας ενός ελαττωματικού φυσιγγιού. Ωστόσο, τη προσοχή των παρευρισκομένων εκείνη τη στιγμή μονοπωλούσε το ίδιο το πλάσμα. Θα ήτανε κοινότοπο κι ανακριβές να πούμε ότι καμιά ανθρώπινη πένα δε θα μπορούσε να το περιγράψει, αλλά γεγονός είναι ότι δε θα μπορούσε να το φανταστεί κάποιος του οποίου η αντίληψη περιορίζεται στις συνηθισμένες μορφές ζωής αυτού του πλανήτη και των τριών γνωστών διαστάσεων. Αναμφίβολα ήτανε κατά ένα μέρος ανθρώπινο -τα χέρια, το κεφάλι και το ζωόμορφο πρόσωπο με το τραβηγμένο πηγούνι που ‘φερε τη σφραγίδα των Γουότλι. Αλλά το στήθος και τα χαμηλότερα μέρη του σώματος ήταν απίστευτα τερατόμορφα, τόσον, ώστε μόνο το επιμελές ντύσιμο του επέτρεπε να κυκλοφορεί ατιμώρητο πάνω στη γη. Από τη μέση και πάνω ήταν σχεδόν ανθρωπόμορφο, αν και το στήθος, στο σημείο που τα φονικά σαγόνια του σκύλου ακουμπούσαν ακόμα προσεκτικά, είχαν το σκληρό, λεπιδωτό δέρμα του κροκόδειλου ή του αλιγάτορα. Η πλάτη είχε κίτρινες και μαύρες βούλες και θύμιζε αμυδρά το πουκάμισο φιδιού. Αλλά από τη μέση και κάτω η φρίκη κορυφωνόταν, γιατί εδώ εξέλειπε κάθε ομοιότητα με τον άνθρωπο και κυριαρχούσε η πιο εξωφρενική φαντασία. Το δέρμα ήταν καλυμμένο με τραχύ μαύρο τρίχωμα κι από τη κοιλιά προεξείχαν πολυάριθμα μακρόστενα γκριζοπράσινα πλοκάμια που κατάληγανε σε κόκκινα στόματα σα βεντούζες. Η θέση τους, ήτανε περίεργη και φαινόταν ν’ ακολουθεί τις συμμετρίες κάποιας κοσμικής γεωμετρίας άγνωστης στη γη ή το ηλιακό μας σύστημα. Πάνω σε κάθε μηρό, βαθιά μέσα σε κάποιου είδους ροδαλή, τριχωτή κόχη, υπήρχαν υποτυπώδη μάτια, ενώ στη θέση της ουράς κρεμόταν κάποιου είδους προβοσκίδα ή κεραία με πορφυρά δαχτυλίδια που αναβοσβήνανε κι έμοιαζε με ατροφικό στόμα ή λαιμό. Τα άκρα, εκτός από το πυκνό μαύρο τρίχωμά τους, θύμιζανε τα πίσω πόδια γιγάντιων προϊστορικών σαυροειδών και τελειώνανε σε πόδια που δεν ήταν οπλές ούτε νύχια. ‘Οταν ανέπνεε το πλάσμα, η ουρά και τα πλοκάμια άλλαζανε ρυθμικά χρώμα. Δεν υπήρχε ίχνος από ανθρώπινο αίμα, μόνο το βρωμερό πρασινοκίτρινο ιχώρ που κυλούσε πέρ’ από την ακτίνα της παχύρρευστης μάζας, ξεθωριάζοντας το χρώμα του βαμμένου δαπέδου. Έχοντας νιώσει τη παρουσία των τριών αντρών, το ετοιμοθάνατο πλάσμα άρχισε να μουρμουρίζει χωρίς να γυρίσει ή να σηκώσει το κεφάλι του. Ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ δε κατέγραψε τίποτε από τα λόγια του, αλλά δηλώνει ότι δεν άκουσε ούτε μια λέξη στ’ αγγλικά. Στην αρχή οι συλλαβές δεν είχαν καμιά συγγένεια με οποιαδήποτε γήινη γλώσσα, αλλά προς το τέλος ακούστηκαν μερικά αποσπάσματα που ήταν αναμφίβολα από το Νεκρονομικόν, εκείνη τη τερατώδη βλασφημία στην αναζήτηση της οποίας είχε χάσει τη ζωή του το πλάσμα. Αυτά τ’ αποσπάσματα, όπως τα θυμάται ο ‘Αρμιτατζ, ήτανε κάτι σαν: «.γκάι, ν’ γχα-γχαα, μπουγκ-σογκόγκ, γι’ αχ: Γιογκ-Σοδόθ, Γιογκ-Σοδόθ…» Σιγά-σιγά σβήσανρ τελείως, καθώς τα νυχτοπούλια σκούζανε σε ρυθμικό κρεσέντο ανίερης προσμονής. Έπειτα ακολούθησε μια παύση στο ρόγχο και το σκυλί σήκωσε ψηλά το κεφάλι του, αφήνοντας ένα παρατεταμένο, πένθιμο ουρλιαχτό. Στο κιτρινωπό, τραγόμορφο πρόσωπο του κατάκοιτου πλάσματος σημειώθηκε αλλαγή και τα μεγάλα μαύρα μάτια βουλιάξανε φρικιαστικά. Έξω από το παράθυρο είχε σταματήσει ξαφνικά το διαπεραστικό τερέρισμα των νυχτοπουλιών και πέρα από τους ψιθύρους του συγκεντρωμένου πλήθους ακούστηκε ο ήχος πανικόβλητων φτεροκοπημάτων. Μεγάλα σύννεφα φτερωτών μαρτύρων έκρυψαν το φεγγάρι στη φυγή τους, ξετρελαμένα απ’ αυτό που είχαν αναζητήσει για λεία τους. Την ίδια στιγμή, ο σκύλος πετάχτηκε όρθιος, γάβγισε τρομαγμένα και πήδηξε έξω από το παράθυρο από το οποίο είχε μπει. Μια κραυγή ξέφυγε από το συγκεντρωμένο πλήθος κι ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ φώναξε ότι κανείς δεν έπρεπε να μπει στη βιβλιοθήκη μέχρι να ‘ρθει αστυνομία και γιατρός. Ήταν ευγνώμων τώρα που τα παράθυρα ήταν πολύ ψηλά κι έτσι δε μπορούσε κάποιος να κοιτάξει μέσα. Έκλεισε προσεκτικά τις βαριές κουρτίνες. Στο μεταξύ, είχανε φτάσει δυο αστυνομικοί κι ο δόκτωρ Μόργκαν, συναντώντας τους στον προθάλαμο, προσπαθούσε να τους πείσει, για το δικό τους καλό, ν’ αναβάλουν την είσοδό τους στο βρωμερό αναγνωστήριο μέχρι να ‘ρθει ο γιατρός και να σκεπάσει τελικά το αφύσικο πτώμα. Στο μεταξύ, πάνω στο δάπεδο άρχισαν να συμβαίνουν τρομακτικές αλλαγές. Δε χρειάζεται να περιγράψει κανείς το είδος και το βαθμό συρρίκνωσης κι απoσύνθεσης που συνέβη μπρος στα μάτια του δόκτορα ‘Αρμιτατζ και του καθηγητή Ράις. αλλά αξίζει ν’ αναφερθεί πως, εκτός από την εξωτερική εμφάνιση του προσώπου και των χεριών, το ανθρώπινο στοιχείο μέσα στον Γουίλμπουρ Γουότλι πρέπει να ‘ταν ελάχιστο. ‘Οταν ήρθε τελικά ο γιατρός, υπήρχε μόνο μια κολλώδης ασπριδερή μάζα πάνω στις βαμμένες σανίδες κι η φρικτή μυρωδιά είχε σχεδόν εξατμιστεΙ Ο Γουότλι δεν είχε κρανίο ούτε σκελετό, τουλάχιστον, με κάποια κατανοητή ή σταθερή έννοια. ‘Οπως φαίνεται, είχε κληρονομήσει πολλά από τον άγνωστο πατέρα του… VII. Ωστόσο, όλ’ αυτά δεν ήτανε παρά πρόλογος στον τρόμο του Ντάνγουιτς. Οι απαραίτητες διατυπώσεις έγιναν από σοκαρισμένους αστυνομικούς, οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες κρατήθηκαν μυστικές από Τύπο και κοινό και στάλθηκαν άντρες στο Ντάνγουιτς και το ‘Αλσμπουρι να εξετάσουνε το κτήμα και να ειδοποιήσουνε τους τυχόν κληρονόμους του Γουίλμπουρ Γουότλι. Βρήκανε το χωριό σε μεγάλη αναστάτωση, τόσον εξαιτίας των ολοένα δυνατότερων βουητών από τους καταραμένους λόφους όσο κι από την ασυνήθιστη δυσοσμία και τους ήχους σα πλαταγίσματα και ρουφήγματα που έρχονταν από το τεράστιο καύκαλο της αγροικίας των Γουότλι. Ο Ερλ Σόγιερ, που ‘χεν αναλάβει να φροντίζει τ’ άλογο και τα γελάδια όσο θα ‘λειπε ο Γουίλμπουρ είχε υποστεί ένα τρομερό σοκ. Οι αστυνομικοί επινόησανε διάφορες δικαιολογίες για να μη μπούνε στο θορυβώδες κι ερμητικά κλειστό σπίτι και περιορίσανε την έρευνά τους στο χώρο που ζούσε ο εκλιπών -τα δυο πρόσφατα επισκευασμένα υπόστεγα- σε μια και μοναδική επίσκεψη. Δώσαν ογκώδη αναφορά στην εισαγγελία του ‘Αλσμπουρι, προσθέτοντας ότι οι δικαστικοί αγώνες σχετικά με τη κληρονομιά ήταν ακόμα σ’ εξέλιξη ανάμεσα στους αμέτρητους Γουότλι, εκφυλισμένους και μη, της κοιλάδας του Μισκατόνικ. ‘Ενα μακροσκελέστατο χειρόγραφο, που είχε γραφτεί με παράξενους χαρακτήρες σ’ ένα τεράστιο λογιστικό βιβλίο και θεωρήθηκε κάποιου είδους ημερολόγιο, εξαιτίας των μεγάλων διάκενων και της ποικιλίας μελανιού και πένας που ‘χανε χρησιμοποιηθεί, αποτέλεσεν ανεξιχνίαστο γρίφο γι’ αυτούς που το ανακάλυψανε πάνω στο παλιό γραφείο του νεκρού. Ύστερα από μια βδομάδα διαβουλεύσεων, στάλθηκε στο πανεπιστήμιο του Μισκατόνικ μαζί με την αλλόκοτη συλλογή βιβλίων για μελέτη κι ίσως για μετάφραση. Ωστόσο, ακόμα κι οι κορυφαίοι γλωσσολόγοι καταλάβανε πως η αποκρυπτογράφησή του θα ‘τανε πολύ δύσκολη. ‘Οσο για τ’ αρχαία χρυσά νομίσματα με τα οποία πληρώνανε πάντα τα χρέη τους, ο γερο-Γουότλι κι ο Γουίλμπουρ, δε βρέθηκε ούτ’ ένα. Ώσπου, μια σκοτεινή νύχτα του Σεπτέμβρη, ελευθερώθηκε ο τρόμος. Οι κρότοι από το λόφο ήτανε πολύ δυνατοί στη διάρκεια του απογεύματος και τα σκυλιά γαβγίζανε ξετρελαμένα όλη τη νύχτα. Αυτοί που ξύπνησανε πιο νωρίς πρόσεξαν μιαν ιδιάζουσα δυσοσμία στον αγέρα. Γύρω στις εφτά το πρωί, ο Λούθερ Μπράουν, βοσκόπουλο στο κτήμα του Τζορτζ Κόρεϊ, ανάμεσα στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής και το χωριό, γύρισεν αλαφιασμένος από τη πρωινή του εξόρμηση με τις αγελάδες στο κοντινό λιβάδι. Ήτανε σχεδόν υστερικός από τον τρόμο καθώς μπήκε τρικλίζοντας στη κουζίνα, ενώ έξω στην αυλή έν εξίσου τρομοκρατημένο κοπάδι γελαδιών μουγκάνιζε αξιοθρήνητα κι έξυνε το χώμα με τις οπλές του, συμμεριζόμενο τη πανικόβλητη φυγή του αγοριού. Ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας, ο Λούθερ διηγήθηκε τραυλίζοντας την ιστορία του στη κυρία Κόρεη. -“Κει πάνω στο δρόμο… πάνω από το φαράγγι, κυρα-Κόρεη… κάτι ήταν εκεί! Μυρίζει σαν τον κεραυνό κι όλοι οι θάμνοι και τα δεντράκια είναι σπασμένα στα πλάγια του δρόμου, σα να πέρασε από μέσα ολόκληρο σπίτι! Και δεν είναι αυτό το χειρότερο! Υπάρχουνε πατημασιές στο δρόμο, κυρα-Κόρεη -μεγάλες, στρογγυλές πατημασιές, μεγάλες σα βαρέλια και βαθιές στο χώμα, σα να τις έκανε ελέφαντας, μόνο που κανένα τετράποδο δε θα μπορούσε να τις κάνει! Κοίταξα μια-δυο πριν το βάλω στα πόδια κι είδα πως είχαν όλες γραμμές που ξεκινούσαν από ένα σημείο, σαν να είχανε πατηθεί κάτω μεγάλα φύλλα φοίνικα -διπλάσια ή τριπλάσια σε μέγεθος. Κι η μυρωδιά ήταν απαίσια, σαν αυτή που υπάρχει γύρω από το παλιό σπίτι του μάγου Γουότλι…” Εδώ κόμπιασε κι άρχισε να τρέμει πάλι. Η κυρία Κόρεη, ανίκανη να του αποσπάσει άλλες πληροφορίες, άρχισε να τηλεφωνεί στους γείτονες. έτσι άρχισε ν’ απλώνεται ένας πανικός που προμήνυε ακόμα μεγαλύτερο τρόμο. ‘Οταν βρήκε τη Σάλι Σόγιερ, οικονόμο στο σπίτι του Σεθ Μπίσοπ, που ‘τανε πιο κοντά σ’ αυτό των Γουότλι, ήταν η σειρά της ν’ ακούσει αντί να διηγηθεί. Φαίνεται ότι ο γιος της Σάλι, ο Τσόσνι, που κοιμήθηκεν ελάχιστα, ανέβηκε στο λόφο προς το κτήμα των Γουότλι κι επέστρεψε ξετρελαμένος από φόβο, έχοντας δει το ίδιο το σπίτι και το λιβάδι που ‘χεν αφήσει τα γελάδια του για τη νύχτα ο κύριος Μπίσοπ. -“Ναι, κυρα-Κόρεη“, ακούστηκεν η τρεμάμενη φωνή της Σάλι, “ο Τσόσνι γύρισε σα σίφουνας και δε μπορούσε ούτε να μιλήσει από το φόβο του! Λέει ότι το σπίτι του γερο-Γουότλι είναι σα να τινάχτηκε στον αέρα, τα ξύλα είναι σκορπισμένα τριγύρω σαν από έκρηξη δυναμίτη! Μόνο το ισόγειο υπάρχει κι είναι καλυμμένο μ’ ένα πράγμα σα πίσσα που μυρίζει απαίσια και στάζει στο χώμα από τα σανίδια των γκρεμισμένων τοίχων. Κι υπάρχουνε φοβερά παρόμοια χνάρια στην αυλή. Μεγάλα στρογγυλά χνάρια, μεγαλύτερα από βαρέλι της μπύρας, που κολλάνε με τη βρωμερήν ουσία που υπάρχει και στο διαλυμένο σπίτι. Ο Τσόσνι λέει πως οδηγούνε προς τα λιβάδια, που υπάρχει μια πελώρια αυλακιά, μεγαλύτερη κι από στάβλο κι όλοι οι πέτρινοι φράκτες είναι γκρεμισμένοι στο δρόμο του. Και λέει ακόμα, κυρα-Κόρεη, ότι καθώς πήγαινε να δει τις αγελάδες του Σεθ, πανικόβλητος όπως ήτανε, τις βρήκε στο πάνω λιβάδι, κοντά στη Πίστα Του Διαβόλου, σε φρικτά χάλια. Οι μισές έχουν εξαφανιστεί κι όσες είδε δεν τους είχεν απομείνει στάλα αίμα κι ήταν όλο πληγές πάνω τους, σαν εκείνες που είχανε τα γελάδια των Γουότλι από τότε που γεννήθηκε το μούλικο της Λαβίνια. Ο Σεθ βγήκε τώρα να τις δει μολονότι θα ορκιζόμουν ότι δε θα τολμήσει να πλησιάσει στου μάγου Γουότλι! Ο Τσόσνι δε κοίταξε προσεκτικά για να δει που πήγαινε η αυλακιά μετά το λιβάδι, αλλά του φάνηκε ότι κατευθυνότανε για το στενό δρόμο προς το χωριό. Σ’ το λέω, κυρα-Κόρεη, υπάρχει κάτι έξω που δε μοιάζει με τίποτα που ξέρουμε κι εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι κείνος ο φοβερός Γουίλμπουρ Γουότλι, που βρήκε το τέλος που του άξιζε, φταίει για την ύπαρξή του. Δεν ήταν ολότελα άνθρωπος, εγώ το ‘λεγα πάντα. Νομίζω πως αυτός κι ο γερο-Γουότλι κάτι μεγαλώνανε στο καρφωμένο σπίτι τους, κάτι χειρότερο κι από τον ίδιο. Πάντα υπήρχαν αόρατα πλάσματα γύρω από το Ντάνγουιτς -ζωντανά πλάσματα- που δεν είναι ούτε ανθρώπινα ούτε καλά για τους ανθρώπους. Ή γη μιλούσε χτες βράδυ και προς το πρωί ο Τσόσνι άκουγε τα νυχτοπούλια τόσο δυνατά από το φαράγγι, που δεν κατά φερε να κλείσει μάτι. Μετά νόμισε πως άκουσε έναν άλλο σιγα νό ήχο από το σπίτι του μάγου Γουότλι -κάτι σαν να σπάζαν, ή να σκίζανε ξύλο, ανοίγοντας ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο. Μ’ αυτά και με κείνα, ξαγρύπνησε μέχρι που ξημέρωσε. Και πρωi-πρωί, πήγε να δει τι είχε γίνει στου Γουότλι. Κι είδε αρκετά κυρα-Κόρεη! Δε μπορεί να είναι καλά όλ’ αυτά και νομίζω πως όλοι οι άντρες πρέπει να μαζευτούνε και να κάνουνε κάτι. Κάτι φοβερό υπάρχει δω γύρω και νιώθω -ο Θεός να με συγχωρέσει!- πως ήρθεν η ώρα μου“. -“Πρόσεξε ο Λούθερ προς τα πού κατευθύνονταν τα χνάρια; ‘Οχι; Αν ήταν στο δρόμο από τη δώθε πλευρά του φαραγγιού και δεν έφτασαν ακόμα σπίτι σου, θα πήγανε στο ίδιο το φαράγγι. Δε με παραξενεύει. Εγώ πάντα έλεγα ότι το Φαράγγι της Κρύας Πηγής δεν είναι ούτε καλό ούτε υγιεινό μέρος. Τα νυχτοπούλια κι οι πυγολαμπίδες εκεί δε φέρονταν ποτέ σα πλάσματα του Θεού κι όπως λένε, ακούς παράξενα πλάσματα να περνάνε και να μιλάνε στον αέρα κει κάτω αν σταθείς στο κατάλληλο σημείο, ανάμεσα στα βράχια και τη Φωλιά της Αρκούδας“. Ως το μεσημέρι εκείνης της μέρας τα τρία τέταρτα των αντρών κι αγοριών του Ντάνγουιτς περιπολούσαν όλοι μαζί στους δρόμους και τα λιβάδια ανάμεσα στα συντρίμμια του σπιτιού των Γουότλι και στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής, εξετάζοντας έντρομοι τα μεγάλα, τερατώδη αποτυπώματα, τα ακρωτηριασμένα γελάδια του Μπίσοπ, το αλλόκοτο, δύσοσμο ερείπιο του αγροτόσπιτου και τη ξεριζωμένη, πατικωμένη βλάστηση στα λιβάδια και στις πλευρές του δρόμου. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ελευθερώθηκε στον πάνω κόσμο είχε σίγουρα κατέβει στο κοντινότερο λαγκάδι, αφού όλα τα δέντρα στις όχθες ήταν λυγισμένα και σπασμένα κι είχεν ανοιχτεί ένας πελώριος δρόμος στους θάμνους που κρέμονταν στον γκρεμό. Ήταν θαρρείς κι ένα ολόκληρο σπίτι, σπρωγμένο από μια χιονοστιβάδα, είχε συρθεί μέσ’ από τη σπασμένη βλάστηση της κάθετης σχεδόν πλαγιάς. Από κάτω δεν ερχότανε κανένας ήχος, μόνο μια απόμακρη, αμυδρή δυσοσμία. και δεν είναι παράξενο που οι άντρες προτίμησαν να σταθούν στην άκρη και να φιλονικούν αντί να κατέβουν και ν’ αντιμετωπίσουν τον άγνωστο κυκλώπειο τρόμο στη φωλιά του. Τρία σκυλιά που ήταν μαζί με την ομάδα γάβγιζαν δαιμονισμένα στην αρχή, αλλά δείλιασαν και ζάρωσαν πλησιάζοντας στο φαράγγι. Κάποιος τηλεφώνησε τα νέα στην εφημερίδα ‘Αλσμπουρι Τράνσκριπτ, αλλά ο εκδότης, συνηθισμένος με τις παράξενες αναφορές από το Ντάνγουιτς, δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να γράψει ένα χιουμοριστικό άρθρο γι’ αυτό. Το κείμενο σύντομα αναδημοσιεύτηκε από το Πρακτορείο Ηνωμένου Τύπου. Κείνη τη νύχτα γύρισαν όλοι στα σπίτια τους και οχύρωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν σπίτια και στάβλους. ‘Οπως ήταν αναμενόμενο, κανένα κοπάδι γελάδια δεν έμεινε σ’ ανοιχτό λιβάδι. Γύρω στις δύο το πρωί, μια φοβερή δυσωδία και το άγριο γάβγισμα των σκυλιών ξεσήκωσε την οικογένεια του Έλμερ Φράι, στην ανατολική άκρη του Φαραγγιού της Κρύας Πηγής, και όλοι άκουσαν καθαρά κάποιου είδους πνιχτό φουρφουριστό ή ρουφηχτό ήχο από κάπου έξω στο σκοτάδι. Η κυρία Φράι πρότεινε να τηλεφωνήσουν στους γείτονες κι ο Έλμερ ήταν έτοιμος να συμφωνήσει, όταν τους σταμάτησε ο ξηρός κρότος ξύλου που έσπαγε. Ερχόταν, προφανώς, από το στάβλο. αμέσως μετά, ήχησαν έντρομα μουγκανίσματα και ποδοβολητά γελαδιών. Τα σκυλιά ζάρωσαν κλαψουρίζοντας στα πόδια της άφωνης από τον τρόμο οικογένειας. Ο Φράι άναψε ένα φανάρι από συνήθεια, αλλά ήξερε ότι θα ήταν αυτοκτονία να βγει στο σκοτεινό κήπο. Τα παιδιά κι οι γυναίκες κλαψουρίζανε, συγκρατώντας τις κραυγές αγωνίας τους από κάποιο σκοτεινό, αρχέγονο ένστικτο αυτοσυντήρησης που τους έλεγε ότι η ζωή τους εξαρτιόταν από τη σιωπή τους. Τελικά ο σαματάς που έκαναν τα γελάδια υποχώρησε σε οικτρά πονεμένα αγκομαχητά και ακολούθησαν κρότοι, χτυπήματα και τριξίματα. Οι Φράι, μαζεμένοι κοντά κοντά μες στο σαλόνι, δε τόλμησαν να κουνηθούν ώσπου έσβησαν και οι τελευταίοι απόηχοι βαθιά μέσα στο Φαράγγι της Κρύας Πηγής. Έπειτα, μες στ’ ανατριχιαστικά αγκομαχητά από το στάβλο και το σατανικό τερέρισμα των νυχτοπουλιών στο φαράγγι, η Σελίνα Φράι πήρε το τηλέφωνο και μετέδωσε τα νέα που αποτελέσανε τη δεύτερη φάση του τρόμου. Την επόμενη μέρα όλοι οι περίοικοι ήταν πανικόβλητοι. Έντρομες, βουβές ομάδες αντρών πηγαινοέρχονταν στο σημείο που είχεν εμφανιστεί το δαιμονικό πλάσμα. Δυο τιτάνιες αυλακιές εκτείνονταν από το φαράγγι προς το κτήμα των Φράι, τερατώδη χνάρια διακρίνονταν καθαρά στο χώμα κι η μια πλευρά του παλιού κόκκινου στάβλου είχε καταρρεύσει. Από το κοπάδι των ζωντανών μόνο το ένα τέταρτο βρέθηκε κι αναγνωρίστηκε. Μερικά ήταν φρικτά ακρωτηριασμένα κι όλα όσα επέζησαν ήτανε τόσο χάλια, ώστε τα πυροβόλησαν επιτόπου. Ο Ερλ Σόγιερ υποστήριξε πως έπρεπε να ζητήσουνε βοήθεια από το ‘Αλσμουρι ή το ‘Αρκχαμ, αλλά οι άλλοι είπαν ότι δεν είχε νόημα. Ο γερο-Ζέμπιουλον Γουότλι, από τους Γουότλι που ισορροπούσαν ανάμεσα στο υγιές και το εκφυλισμένο παρακλάδι, μίλησε για τρομερές τελετουργίες που έπρεπε να γίνουνε στις κορφές των λόφων. Η παράδοση ήτανε πολύ ισχυρή στην οικογένειά του κι οι αναμνήσεις του από ψαλμωδίες εκεί πάνω ήτανε παλιότερες από τον Γουίλμπουρ και τον παππού του. Το σκοτάδι έπεσε πάνω σε μια κοινότητα πολύ τρομαγμένη για να οργανώσει αξιόλογη άμυνα. Σε μερικές περιπτώσεις, τα μέλη συγγενικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί κάτω από μία στέγη και παρακολουθούσαν στα σκοτεινά. Γενικά, πάντως, οι άνθρωποι αμπαρωθήκανε κι οχυρώθηκαν όπως και τη προηγούμενη νύχτα, καταφεύγοντας στην επιπόλαιη κίνηση να γεμίσουν τα μουσκέτα τους και να έχουνε δικράνια κοντά τους. Ωστόσο, μόνο τα βουητά του βουνού ακούστηκαν εκείνη τη νύχτα. Κι όταν ξημέρωσε, πολλοί ήλπιζαν ότι ο καινούριος τρόμος είχε περάσει το ίδιο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί. Υπήρξαν μάλιστα και πιο θαρραλέοι που πρότειναν μιαν επιθετική εξόρμηση κάτω στο φαράγγι, μολονότι δεν τόλμησαν να δώσουν το καλό παράδειγμα στη φοβισμένη πλειοψηφία. Όταν έπεσε πάλι η νύχτα, επαναλήφθηκε το αμπάρωμα, αν κι ήτανε λιγότερες οι οικογένειες που συγκεντρώθηκαν όλες μαζί. Το πρωί, η οικογένεια του Φράι και του Μπίσοπ ανέφεραν ότι τα σκυλιά τους ήταν ανήσυχα, πως άκουσαν ακαθόριστους θορύβους και πως ερχότανε φοβερή δυσωδία από μακριά, ενώ οι πρωινοί εξερευνητές είδαν έντρομοι μια καινούρια σειρά τερατωδών αχναριών στο δρόμο που ανεβαίνει το λόφο Σέντινελ. ‘Οπως και πριν, τα τσακισμένα φυτά στις πλευρές του δρόμου μαρτυρούσαν τον ανόσια πελώριο όγκο του τρόμου, ενώ η διάρθρωση των αχναριών έδειχνε ότι το κινούμενο βουνό είχε ανέβει από το Φαράγγι της Κρύας Πηγής κι είχε γυρίσει εκεί από τον ίδιο δρόμο. Στους πρόποδες του λόφου μια αυλακιά σπασμένων χαμόδεντρων με πλάτος κοντά δέκα μέτρα οδηγούσε κάθετα προς τα πάνω κι οι διώκτες έμειναν άναυδοι όταν είδαν ότι ούτε τα πιο απόκρημνα σημεία δε μπόρεσαν να αναχαιτίσουν την αμείλικτη πορεία. ‘Ο,τι κι αν ήταν ο τρόμος, μπορούσε ν’ αναρριχηθεί σε μια βραχώδη πλαγιά σχεδόν κάθετη κι όταν οι εξερευνητές σκαρφάλωσανε στη κορφή από πιο ασφαλή μονοπάτια, είδαν ότι εκεί η πορεία σταματούσε -ή μάλλον αντιστρεφόταν. Εκεί ήταν που οι Γουότλι συνήθιζαν ν’ ανάβουν τις σατανικές φωτιές τους και να τραγουδούν τους κολασμένους ύμνους τους πάνω στον επίπεδο βράχο τα βράδια της Πρωτομαγιάς και των Αγίων Πάντων. Ο ίδιος βράχος αποτελούσε τώρα το κέντρο ενός μεγάλου κύκλου οργωμένου από το γιγαντόσωμο τρόμο, ενώ πάνω στην κάπως κοίλη επιφάνειά του υπήρχε ένα παχύ και βρομερό στρώμα από την κολλώδη 0υσία που είχε παρατηρηθεί στο δάπεδο της αγροικίας των Γουότλι όταν ελευθερώθηκε ο τρόμος. Οι άντρες κοιτάζονταν άναυδοι και μιλούσανε ψιθυριστά μεταξύ τους. Έπειτα κοιτάξανε κάτω από το λόφο. Προφανώς ο τρόμος είχε κατέβει από τον ίδιο σχεδόν δρόμο που είχεν ανέβει. Δεν είχε νόημα να κάνουν υποθέσεις. Το σκεπτικό, η λογική και το πιθανό κίνητρο αυτής της εξόρμησης ήταν εντελώς ακατανόητα. Μόνον ο γερο-Ζέμπιουλον που δεν ήταν μαζί με την ομάδα, θα μπορούσε να εκτιμήσει τη κατάσταση ή να προτείνει μια λογική εξήγηση. Η νύχτα της Πέμπτης ξεκίνησε όπως και οι άλλες, αλλά τελείωσε με συμφορά. Τα νυχτοπούλια στο φαράγγι σκούζανε με τόσον ασυνήθιστην επιμονή, ώστε πολλοί δε μπόρεσαν να κλείσουν μάτι και γύρω στις τρεις το πρωί όλα τα τηλέφωνα της ομάδας χτύπησαν ταυτόχρονα. Αυτοί που σηκώσανε τ’ ακουστικό άκουσαν μια ξετρελαμένη από τρόμο φωνή να τσιρίζει: -“Βοήθεια, ω Θεέ μου!…” και μερικοί είπαν ότι αυτή τη κραυγή απόγνωσης ακολούθησε ένας δυνατός κρότος. Κανείς δε τόλμησε να κάνει το παραμικρό και κανείς δεν ήξερε από ποιον είχε γίνει το τηλεφώνημα ως το επόμενο πρωί. Τηλεφωνώντας σ’ όλους, ανακάλυψαν ότι μόνο οι Φράι δεν απαντούσαν. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε μιαν ώρα αργότερα, όταν ένα βιαστικά συγκεντρωμένο απόσπασμα οπλισμένων αντρών έφτασε στο κτήμα των Φράι, στο άνοιγμα του Φαραγγιού. Αυτό που αντίκρυσαν ήταν φρικτό, αλλά δεν τους ξάφνιασε. Υπήρχαν καινούριες αυλακιές και τερατώδη αχνάρια, αλλά δε βρήκαν τίποτα, ούτε ζωντανό ούτε νεκρό. Μόνο δυσοσμία και μια κολλώδη, σα πίσσα, ουσία. Η οικογένεια του Έλμερ Φράι είχε αφανιστεί από το Ντάνγουιτς. VIII. Στο μεταξύ, μια αθόρυβη αλλά πιο οδυνηρή πνευματικά φάση του τρόμου ξετυλιγότανε κρυφά πίσω από τη κλειστή πόρτα ενός δωματίου που ξεχείλιζε από βιβλία στο ‘Αρκχαμ. Το παράξενο χειρόγραφο αρχείο ή ημερολόγιο του Γουίλμπουρ Γουότλι, που ‘χε παραδοθεί στο Πανεπιστήμιο Μισκατόνικ για μετάφραση, είχε προκαλέσει ιδιαίτερη έκπληξη και σύγχυση στους ειδικούς, τόσο των αρχαίων όσο και των σύγχρονων γλωσσών. Το ίδιο του το αλφάβητο, παρά τη γενική ομοιότητα με το αραβικό της Μεσοποταμίας, ήταν εντελώς άγνωστο σ’ όλους, Το τελικό συμπέρασμα που κατέληξαν ομόφωνα οι ειδικοί ήταν ότι το κείμενο αποτελούσε ένα τεχνητό αλφάβητο, κάτι σα κρυπτογραφικό κωδικό. Ωστόσο, καμιά από τις συνηθισμένες μεθόδους αποκρυπτογράφησης δεν έρριξε το παραμικρό φως στο κείμενο, ακόμα κι όταν ερευνήθηκαν όλες οι γλώσσες που ενδεχομένως είχε χρησιμοποιήσει σα βάση ο συγγραφέας. Τα αρχαία βιβλία που είχαν κατασχεθεί από το σπίτι των Γουότλι, μολονότι πολύ ενδιαφέροντα και σε πολλές περιπτώσεις, ικανά ν’ ανοίξουν καινούριους και τρομερούς δρόμους έρευνας σε φιλοσόφους κι επιστήμονες, δεν τους βοήθησανε στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Ένα απ’ αυτά, ένας βαρύς τόμος με σιδερένια κλειδαριά, ήταν σ’ άλλο άγνωστο αλφάβητο, πολύ διαφορετικό όμως, αφού έμοιαζε περισσότερο σανσκριτικά παρά μ’ οποιαδήποτε άλλη γραφή. Το παλιό λογιστικό βιβλίο παραδόθηκε τελικά στο δόκτορα ‘Αρμιτατζ, τόσον εξαιτίας του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που ‘δειχνε για την υπόθεση Γουότλι, όσο και για τις πλούσιες γνώσεις του στη γλωσσολογία και τις απόκρυφες μυστικιστικές ωδές της αρχαιότητας και του μεσαίωνα. Ο ‘Αρμιτατζ σκεφτόταν ότι ίσως το αλφάβητο αυτό χρησιμοποιούνταν από τους μυημένους σε κάποιες απόκρυφες λατρείες που ξεκίνησαν από την αρχαιότητα κι έφτασαν ως την εποχή μας, κληρονομώντας πολλούς τύπους και παραδόσεις από τους μάγους της εποχής των Σαρακηνών. Ωστόσο, δε θεωρούσε ζωτικό αυτό το ερώτημα, αφού θα ‘ταν άσκοπο να ξέρει τη προέλευση των συμβόλων αν όπως υποψιαζόταν, χρησιμοποιούνταν για την κωδικοποίηση μιας σύγχρονης γλώσσας. Πίστευε ότι, λαμβάνοντας υπ’ όψη το μεγάλο όγκο του χειρογράφου, ο συγγραφέας δε θα ‘μπαινε στον κόπο να χρησιμοποιήσει άλλη γλώσσα από τη δική του, εκτός ίσως από ορισμένες συγκεκριμένες ωδές και ξόρκια. Έτσι, άρχισε τη μελέτη του χειρογράφου προϋποθέτοντας -αυθαίρετα έστω- ότι το κύριο μέρος του ήταν στ’ αγγλικά. Ήξερε από τις επανειλημμένες αποτυχίες συναδέλφων του ότι ο γρίφος ήταν βαθύς και περίπλοκος, οπότε θα ‘ταν άσκοπο να εξετάσει τις απλούστερες μεθόδους επίλυσης. Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου αφοσιώθηκε στη σχολαστική μελέτη συγγραμμάτων γύρω από την κρυπτογραφία. βασιζόμενος στις άφθονες πηγές της βιβλιοθήκης του κι ανατρέχοντας κάθε νύχτα στη μυστικιστική γνώση της “.Πολυγραφίας” του Τριθέμιου, στο “De Furtivis Literarum Notis” του Τζιανμπτατίστα Πόρτα, στο “Δοκίμιο Περί Κρυπτογραφίας” του Ντε Βιζενέρ, στο “Cryptomenysis Patefacta” του Φαλκονέρ, σε μελέτες του δέκατου όγδοου αιώνα των Ντέιβι και Θίκνες, καθώς και σε πιο σύγχρονες αυθεντίες όπως ο Μπλερ, ο φον Μάρτεν κι ο Κλίμπερ, πείστηκε με το χρόνο ότι είχε να κάνει με ένα από τα πιο πανούργα και ιδιοφυή κρυπτογράμματα, στα οποία πολλοί διαφορετικοί κατάλογοι γραμμάτων χρησιμοποιούνταν όπως στον πίνακα πολλαπλασιασμού και το μήνυμα γινόταν κατα νοητό μόνο από το γνώστη των αυθαίρετων λέξεων-κλειδιών. Οι παλιότεροι ειδικοί φαίνονταν πιο χρήσιμοι από τους νεότερους κι ο ‘Αρμιτατζ κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο κώδικας του χειρογράφου ανήκε στην αρχαιότητα κι επέζησε αναμφίβολα μέσα από πολλές γενιές οπαδών του μυστικισμού. Αρκετές φορές του φαινόταν ότι πλησίαζε στη λύση, αλλά ξαναβρισκόταν στο μηδέν από κάποιο απρόσμενο εμπόδιο. Έπειτα, καθώς πλησίαζε ο Σεπτέμβρης, τα σύννεφα άρχισαν να καθαρίζουν. Μερικά γράμματα, όπως χρησιμοποιούνταν σε κάποια σημεία του χειρογράφου, επιβεβαιώθηκαν πέρ’ από κάθε αμφιβολία, επαληθεύοντας την υποψία του ότι το κείμενο ήταν στ’ αγγλικά. Το βράδυ της 2ας Σεπτέμβρη έπεσε και το τελευταίο φράγμα κι ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ διάβασε για πρώτη φορά μια σελίδα του αρχείου του Γουίλμπουρ Γουότλι. Ήταν πράγματι ημερολόγιο, όπως είχαν υποθέσει όλοι κι ήταν διατυπωμένο σ’ ένα ύφος που συνδύαζε τη πολυμάθεια σε απόκρυφες επιστήμες και την αμορφωσιά σε άλλα θέματα του αλλόκοτου πλάσματος που το έγραψε. Το πρώτο κιόλας μεγάλο απόσπασμα που αποκωδικοποίησε ο ‘Αρμιτατζ, που ‘χεν ημερομηνία 26 Νοεμβρίου του 1916, αποδείχτηκε εκπληκτικό και τρομακτικό. Ήταν γραμμένο από ένα παιδί τρεισήμισι ετών που ‘μοιαζε με δωδεκάχρονο ή δεκατριάχρονο έφηβο. “Σήμερα έμαθα το ‘Ακλο του Σαβαώθ”, έλεγε “αλλά, δε μου άρεσε, γιατί η απάντηση έρχεται από το βουνό κι όχι από τον αέρα. Αυτό πάνω μ’ έχει ξεπεράσει περισσότερο απ’ όσο περίμενα και δε μου φαίνεται πως έχει καθόλου γήινο μυαλό. Πυροβόλησα το κόλεη του Έλαμ Χάτσιν όταν πήγε να με δαγκώσει κι ο Έλαμ λέει ότι θα με σκότωνε αν.μπορούσε. Δε νομίζω ότι το εννοεί. Ο παππούς μ’ έβαλε να λέω συνέχεια την ωδή Ντχο χτες βράδυ και νομίζω πως είδα τη μυστική πόλη στους δυο μαγνητικούς πόλους. Θα πάω σ’ αυτούς τους πόλους αφού καθαριστεί η γη, αν δε μπορέσω να ξεφύγω ψάλλοντας την ωδή Ντο-Χνα. Αυτοί από τον αέρα μου ‘πανε το Σάββατο ότι θα περάσουν χρόνια πριν καταφέρω να καθαρίσω τη γη κι υποθέτω πως ο παππούς θα ‘χει πεθάνει ως τότε, οπότε πρέπει να μάθω όλες τις στροφές και τις φράσεις από το Γρ ως το Νχγκρ. Αυτοί απ’ έξω θα με βοηθήσουν, μα δε μπορούν να ενσαρκωθούν χωρίς ανθρώπινο αίμα. Αλλά κείνο πάνω είναι ό,τι πρέπει. Το βλέπω λίγο όταν κάνω το σύμβολο Βούρις ή του ρίχνω τη σκόνη του Ιμπν Γκαζί και μοιάζει πολύ μ’ αυτούς πάνω στο λόφο τη Πρωτομαγιά. Το άλλο πρόσωπο μπορεί να ξεθωριάσει λίγο. Αναρωτιέμαι πώς θα φαίνομαι όταν η γη θα έχει καθαριστεί από τα γήινα πλάσματα. Αυτός που ήρθε με το ‘Ακλο Σαβαώθ μου ‘πε πως ίσως μεταμορφωθώ, αφού θα πρέπει να φροντίσω πολλά από τα έξω“. Το ξημέρωμα βρήκε το δόκτορα ‘Αρμιτατζ λουσμένο στον κρύο ιδρώτα του τρόμου κι άγρυπνο από αγωνία. Δεν είχε αφήσει το χειρόγραφο όλη τη νύχτα, αλλά, καθισμένος στο γραφείο του κάτω από το φως της λάμπας, γύριζε τη μια σελίδα μετά την άλλη με τρεμάμενα χέρια, όσο πιο γρήγορα μπορούσε ν’ αποκρυπτογραφεί το κείμενο. Είχε τηλεφωνήσει αγχωμένος στη γυναίκα του ότι δε θα γύριζε σπίτι κι όταν εκείνη του πήγε πρωινό την επομένη, δεν το άγγιξε. Συνέχισε να διαβάζει όλη κείνη τη μέρα, σταματώντας αλαφιασμένος κάθε φορά που ήταν απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός της λέξης-κλειδιού. Του πήγανε γεύμα και δείπνο στο γραφείο του, αλλά έφαγε ελάχιστα. Γύρω στα μεσάνυχτα της επομένης τον πήρε ο ύπνος στη καρέκλα, αλλά ξύπνησε πολύ σύντομα από φρικτούς εφιάλτες που συναγωνίζονταν σε φρίκη τις απειλές για την ανθρωπότητα που ‘χε ανακαλύψει στο ημερολόγιο. Το πρωί της 4ης Σεπτέμβρη ο καθηγητής Ράις κι ο δόκτωρ Μόργκαν επέμειναν να τον δούνε για λίγο μα φύγανε σοκαρισμένοι και κάτωχροι. Κείνο το βράδυ, ο ‘Αρμιτατζ πήγε στο κρεβάτι αλλά κοιμήθηκεν ελάχιστα. Τη Τετάρτη -την επομένη- ξαναγύρισε στη μελέτη του χειρογράφου κι άρχισε ν’ αντιγράφει αποσπάσματα από τις σελίδες που διάβαζε κι άλλες που ‘χε διαβάσει νωρίτερα. Τις μικρές ώρες εκείνης της νύχτας κοιμήθηκε λίγο σε μιαν άνετη πολυθρόνα του γραφείου, αλλά ξανάπιασε το χειρόγραφο πριν χαράξει. Λίγο πριν το μεσημέρι ο γιατρός του, ο δόκτωρ Χάρτγουελ, πήγε να τον δει κι επέμεινε πως έπρεπε να σταματήσει τη δουλειά. Εκείνος αρνήθηκε, ομολογώντας πως είχε ζωτική σημασία γι’ αυτόν να ολοκληρώσει την ανάγνωση του ημερολογίου και δίνοντας το λόγο του ότι θα του εξηγούσε σύντομα το γιατί. Εκείνο το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε το λυκόφως, τελείωσε τη τρομερή του μελέτη κι έγειρε εξαντλημένος στο κάθισμα. Η γυναίκα του, φέρνοντας το δείπνο, τον βρήκε σε ημικωματώδη κατάσταση. αλλά είχε αρκετά τις αισθήσεις του για να την αποτρέψει με μια δυνατή κραυγή να διαβάσει τις σημειώσεις του. Σηκώθηκε αδύναμα, μάζεψε τα χαρτιά και τα ‘βαλε σ’ ένα φάκελο, τον οποίο σφράγισε κι έβαλε αμέσως στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Είχεν αρκετή δύναμη για να επιστρέψει σπίτι του, αλλά ήταν τόσο φανερό ότι χρειαζόταν ιατρική βοήθεια, ώστε η γυναίκα του κάλεσε αμέσως το δόκτορα Χάρτγουελ. Ενώ ο γιατρός τον έβαζε στο κρεβάτι, κείνος μουρμούριζε μόνο ξανά και ξανά: -“Μα, για όνομα του Θεού, τι μπορούμε να κάνουμε“; Ο δόκτωρ ‘Αρμιτατζ κοιμήθηκε, αλλά στη διάρκεια της επόμενης μέρας έπεφτε συχνά σε παραλήρημα. Δεν έδωσε καμιά εξήγηση στον Χάρτγουελ. Στις πιο ήρεμες στιγμές του ζητούσε να δει επειγόντως τον Ράις και τον Μόργκαν. Στο παραλήρημά του έλεγε αλλόκοτα πράγματα, μαζί με φρενιασμένες εκκλήσεις να καταστρέψουν κάτι σ’ ένα ερμητικά κλειστό αγροτόσπιτο και φανταστικές αναφορές σε κάποιο σχέδιο για την εξολόθρευση ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής και κάθε ζωικής και φυτικής μορφής ζωής από κάποια τρομερή παλιότερη φυλή όντων από άλλη διάσταση. Ξεφώνιζε ότι ο κόσμος αντιμετώπιζε θανάσιμο κίνδυνο, αφού τα Αρχαία Πλάσματα θέλαν να την απογυμνώσουν και να τη σύρουν μακριά από το ηλιακό σύστημα και την υλική υπόσταση, σε κάποιο άλλο πεδίο ή επίπεδο ύπαρξης από το οποίο είχε ξεφύγει, μυριάδες αιώνες πριν. ‘Αλλες φορές ζητούσε το “Νεκρονομικό” και τη “Δαιμονολατρεία” του Ρεμίγκιους, στα οποία έλεγε πως ίσως έβρισκε κάποια μαγική φράση που θα ξόρκιζε το κακό για το οποίο μιλούσε. -“Σταματήστε τους, σταματήστε τους!” φώναζε. “Αυτοί οι Γουότλι σχεδίαζαν να τους αφήσουν να περάσουν και, μα το Θεό, άφησαν το χειρότερο! Πείτε στον Ράις και τον Μόργκαν ότι πρέπει να κάνουμε κάτι! Είμαστε στο σκοτάδι αλλά ξέρω πώς παρασκευάζεται η σκόνη… Στις 2 Αυγούστου, όταν ήρθε εδώ ο Γουίλμπουρ και βρήκε το θάνατο, σίγουρα…” Αλλά ο ‘Αρμιτατζ είχε γερή κράση παρά τα εβδομηνταεφτά του χρόνια και ξεπέρασε τη ταραχή πέφτοντας σε βαθύ ύπνο κείνη τη νύχτα, χωρίς να ανεβάσει πυρετό. Ξύπνησε αργά τη Παρασκευή, με πλήρη πνευματική διαύγεια, αν και σκυθρωπός από ένα βασανιστικό φόβο κι ένα βαρύ αίσθημα ευθύνης. Το απόγευμα του Σαββάτου ήτανε σε θέση να πάει στη βιβλιοθήκη και να καλέσει τους Ράις και Μόργκαν για ένα συμβούλιο και την υπόλοιπη μέρα οι τρεις άντρες βασάνισαν το μυαλό τους με τις τρομερότερες εικασίες και την πιο αποκαρδιωτική συζήτηση. Παράξενα και τρομερά βιβλία βγήκαν από τα καγκελόφραχτα ράφια κι άλλα ασφαλή μέρη όπου φυλάσσονταν. Διαγράμματα και μαγικές φράσεις αντιγράφτηκαν με φρενιασμένη σπουδή και σε εκπληκτική αφθονία. Δεν υπήρχε ίχνος δυσπιστίας. ‘Αλλωστε, είχαν δει και οι τρεις το σώμα του Γουίλμπουρ Γουότλι να κείτεται στο δάπεδο της ίδιας αίθουσας κι ύστερα απ’ αυτό, κανείς τους δεν είχε τη παραμικρή τάση ν’ αψηφήσει το ημερολόγιό του σα παραληρήματα ενός τρελού. Οι γνώμες διχάστηκαν, ωστόσο, για το αν έπρεπε να ειδοποιήσουν την Πολιτειακή Αστυνομία της Μασαχουσέτης. επικράτησε η αρνητική άποψη. Υπήρχανε πράγματα που απλούστατα δε θα γίνονταν πιστευτά απ’ όσους δεν είχαν δει ένα δείγμα, όπως άλλωστε επαληθεύτηκε από τις μεταγενέστερες έρευνες. Αργά τη νύχτα το συμβούλιο πήρε τέλος, χωρίς να έχει καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, ενώ ολόκληρη την Κυριακή ο ‘Αρμιτατζ ήταν απασχολημένος συγκρίνοντας μαγικες φρασεις κι αναμειγνυοντας χημικα στοιχεία που προμηθεύτηκε από το χημείο του πανεπιστημίου. Όσο περισσότερο σκεφτότανε το απίστευτο ημερολόγιο τόσο περισσότερο έτεινε ν’ αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε υλικού μέσου για την εξάλειψη αυτής της οντότητας που είχεν αφήσει πίσω του ο Γουίλμπουρ Γουότλι -της οντότητας που απειλούσε τη γη και που σε λίγες ώρες επρόκειτο να ελευθερωθεί και να γίνει ο αλησμόνητος Τρόμος του Ντάνγουιτς. Η Δευτέρα ήταν μια επανάληψη της Κυριακής για το δόκτορα ‘Αρμιτατζ, αφού η ευθύνη που ‘χεν επωμιστεί απαιτούσε άφθονη έρευνα και πειραματισμό. Περαιτέρω αναγνώσεις του τερατώδους ημερολογίου γίναν αιτία για διάφορες αλλαγές στο σχέδιο κι ήξερε πως ακόμα και στο τέλος δε θα μπορούσε να ‘ναι απόλυτα σίγουρος. Ως την Τρίτη, είχε καταστρώσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης και πίστευε ότι θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα ταξίδι στο Ντάνγουιτς μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα. Έπειτα, την Τετάρτη, ήρθε η τρομερή έκπληξη. Καταχωνιασμένο σε μια γωνιά της ‘Αρκχαμ Αντβερτάιζερ ήταν ένα κωμικό μικρό άρθρο από τον Ηνωμένο Τύπο, που μιλούσε για το ασύλληπτο κτήνος που είχε γεννήσει το παράνομο ουίσκι του Ντάνγουιτς. Ο ‘Αρμιτατζ, εμβρόντητος, τηλεφώνησε αμέσως στους Ράις και Μόργκαν. Συζήτησαν για πολλές ώρες εκείνη τη νύχτα και το επόμενο πρωί αρχίσανε τις πυρετώδικες προετοιμασίες. Ο ‘Αρμιτατζ ήξερε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπος με τρομερές δυνάμεις, αλλά παράλληλα καταλάβαινε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ανατρέψει την ουσιαστικότερη και πολύ πιο μοχθηρή ανάμιξη που είχαν άλλοι πριν απ’ αυτόν. IX. Το πρωί της Παρασκευής ο ‘Αρμιτατζ, ο Ράις κι ο Μόργκαν ξεκίνησαν με αυτοκίνητο για το Ντάνγουιτς. Φτάσανε στο χωριό γύρω στη μία το μεσημέρι. Ο καιρός ήταν ευχάριστος, αλλά ακόμα και στο δυνατότερο φως του ήλιου ένας υποχθόνιος τρόμος και μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα κρεμόταν πάνω από τους παράξενα στρογγυλεμένους λόφους και τα βαθιά, σκοτεινά λαγκάδια της πληγείσας περιοχής. Στιγμές στιγμές μπορούσαν να διακρίνουν κόντρα στον ουρανό έναν έρημο κύκλο από πέτρες. Η ατμόσφαιρα του βουβού τρόμου στο μαγαζί του Όσμπορν τους έπεισε ότι κάτι φρικτό είχε συμβεί και σύντομα πληροφορηθήκανε τον αφανισμό του σπιτιού και της οικογένειας του Έλμερ Φράι. Πέρασαν όλο το απόγευμα τριγυρνώντας ολόκληρο το Ντάνγουιτς, ρωτώντας τους ντόπιους γι’ αυτά που ‘χανε συμβεί και βλέποντας οι ίδιοι, με παγερά ρίγη τρόμου, τα ερείπια του σπιτιού των Φράι με τα αποτυπώματα της κολλώδους ουσίας που είχαν απομείνει, τα πληγωμένα γελάδια του Σεθ Μπίσοπ και τις πελώριες αυλακιές τσακισμένης βλάστησης σε διάφορα σημεία. Η επίσκεψη του πλάσματος στο λόφο Σέντινελ είχε ζωτική σημασία στα μάτια του ‘Αρμιτατζ και κοίταξε για πολλήν ώρα τον απειλητικό, σα βωμό, βράχο στη κορφή. Τελικά οι νεοφερμένοι, μαθαίνοντας για μια ομάδα αντρών της Πολιτειακής Αστυνομίας που ‘χαν έρθει από το ‘Αλσμπουρι το ίδιο πρωί μόλις πληροφορηθήκανε τη τραγωδία των Φράι, αποφάσισαν να βρουν τους αστυνομικούς και να συγκρίνουνε τα συμπεράσματά τους στο βαθμό που ‘τανε δυνατό. ‘Οπως αποδείχτηκε, ήταν ευκολότερο στα λόγια παρά στη πράξη, γιατί όσο κι αν έψαξαν δε βρήκαν το παραμικρό ίχνος της ομάδας πουθενά. Ήτανε πέντε άντρες μ’ ένα αμάξι, αλλά τώρα το αυτοκίνητο ήταν εγκαταλειμμένο κοντά στα ερείπια του σπιτιού των Φράι. Οι ντόπιοι, που είχαν μιλήσει όλοι με τους αστυνομικούς, αρχικά φάνηκαν το ίδιο σαστισμένοι όσο ήταν ο ‘Αρμιτατζ κι οι σύντροφοί του. Τότε ο γερο-Σαμ Χάτσινς σκέφτηκε κάτι και χλώμιασε, σκούντησε τον Φρεντ Φαρ και του ‘δειξε το υγρό, βαθύ φαράγγι που έχασκε λίγο πιο πέρα. -“.Θεέ μου!” βόγκηξε, “τους είπα να μη κατέβουνε στο Φαράγγι. Δε περίμενα ότι θα το τολμούσαν, μ’ αυτά τ’ αχνάρια και τη μυρωδιά και τα νυχτοπούλια που σκούζουν εκεί κάτω, μέσα στη σκοτεινιά που έχει ακόμα και το καταμεσήμερο…” Τρομερή ανατριχίλα απλώθηκε στους ντόπιους και τους επισκέπτες ταυτόχρονα κι όλοι άρχισαν να αφουγκράζονται ενστικτωδώς. Ο ‘Αρμιτατζ, έχοντας τη πρώτη του ουσιαστική επαφή με τον τρόμο και τα τερατώδη έργα του, έτρεμε σύγκορμος από την ευθύνη που ‘νιωθε να βαραίνει τους ώμους του. Γρήγορα θα ‘πεφτε η νύχτα και τότε θα ‘βγαινε και πάλι η βλασφημία των βουνών, ανοίγοντας τα φρικιαστικά μονοπάτια της. Negotium perambulans in tenembris… Ο ηλικιωμένος βιβλιοθηκάριος επανέλαβε στο μυαλό του τη μαγική φράση που είχε αποστηθίσει κι άγγιξε μηχανικά το χαρτί στο οποίο είχε σημειώσει την άλλη, που δεν μπόρεσε ν’ αποστηθίσει. Έλεγξε αν ο φακός του δούλευε κανονικά. Ο Ράις, πλάι του, έβγαλε από μια βαλίτσα ένα μεταλλικό ψεκαστήρα, σαν αυτόν που χρησιμοποιείται για το ψέκασμα των φυτών, ενώ ο Μόργκαν εξέτασε τη μεγάλη καραμπίνα του, που πάνω της βασιζότανε, παρά τις προειδοποιήσεις του συναδέλφου του ότι κανένα υλικό όπλο δε μπορούσε να βοηθήσει. Ο ‘Αρμιτατζ, που ‘χε διαβάσει το φοβερό ημερολόγιο, ήξερε με οδυνηρή βεβαιότητα τι είδους ανοσιούργημα να περιμένει. αλλά δεν ήθελε να εντείνει τον τρόμο των κατοίκων του Ντάνγουιτς δίνοντάς τους στοιχεία ή κάνοντας νύξεις. Ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να το νικήσει χωρίς ν’ αποκαλύψει στον κόσμο τη τρομερή μοίρα που ‘χεν αποφύγει. Κι ενώ έπεφτε το σκοτάδι, οι ντόπιοι άρχισαν να σκορπίζονται ο καθένας για το σπίτι του, ανυπομονώντας να κλειδαμπαρωθούν μέσα παρά τη χειροπιαστή απόδειξη ότι καμιά ανθρώπινη κλειδαριά ή αμπάρα δεν ήταν χρήσιμη μπροστά σε μια δύναμη που μπορούσε να σπάζει δέντρα και να συνθλίβει σπίτια αν το ‘θελε. Κούνησαν αρνητικά τα χέρια τους στη πρόταση των νεοφερμένων να μείνουνε σκοποί στα ερείπια της αγροικίας των Φράι, κοντά στο φαράγγι. φεύγοντας, πολύ λίγοι περίμεναν να ξαναδούν ζωντανούς τους παρατηρητές. Εκείνη τη νύχτα ακούστηκαν και πάλι βροντεροί ήχοι από τα βουνά και τα νυχτοπούλια έσκουζαν απειλητικά. Κάθε τόσο, το νυχτερινό αεράκι που φυσούσε από το Φαράγγι της Κρύας Πηγής έφερνε μιαν υποψία από την ανείπωτη δυσωδία, την ίδια που οι τρεις επιστήμονες είχαν οσμιστεί κι άλλοτε, όταν στάθηκανε πάνω από ένα ετοιμοθάνατο ανοσιούργημα που είχε περάσει δεκαπεντέμισι ολόκληρα χρόνια σαν ανθρώπινο πλάσμα. Αλλά ο τρόμος που περιμένανε δεν εμφανίστηκε. Ότι κι αν ήταν αυτό κάτω στο φαράγγι, καιροφυλακτούσε κι ο ‘Αρμιτατζ είπε στους συναδέλφους του ότι το να επιτεθούν μες στο σκοτάδι θα ‘τανε καθαρή αυτοκτονία. Το πρωί ήρθε θαμπό κι οι νυχτερινοί ήχοι σταμάτησαν. Ήταν μια γκρίζα, μουντή μέρα και ψιχάλιζε που και που, ενώ όλο και βαρύτερα σύννεφα μαζεύονταν στα βορειοδυτικά πάνω από τα βουνά. Οι άντρες από το ‘Αρκχαμ δε μπορούσαν ν’ αποφασίσουνε τι έπρεπε να κάνουνε. Βρίσκοντας καταφύγιο από τη βροχή που δυνάμωνε σ’ ένα από τα λιγοστά υπόστεγα του κτήματος των Φράι που δεν είχε καταστραφεί, συζήτησαν αν ήταν πιο συνετό να περιμένουν ή να περάσουν στην επίθεση και να κατέβουν στο φαράγγι, ψάχνοντας το ακατονόμαστο, τερατώδες θήραμά τους. Η βροχή δυνάμωσε κι ακούγονταν μακρινοί κεραυνοί, όλο και πιο δυνατοί. Ξάφνου, μια διχαλωτή αστραπή έλαμψε πολύ κοντά τους, σα να κατέβαινε στο καταραμένο φαράγγι. Ο ουρανός σκοτείνιασε κι οι επιστήμονες ευχήθηκαν να σταματούσε γρήγορα η καταιγίδα και να καθάριζε ο ουρανός. Ήταν ακόμα ανατριχιαστικά σκοτεινά μια ώρα αργότερα, όταν ένα συγχυσμένο κομφούζιο φωνών ήχησε κάτω στο δρόμο. Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε μια τρομοκρατημένη ομάδα από μια ντουζίνα άντρες που ουρλιάζανε, τρέχανε και μοιρολογούσαν υστερικά. Ένας από τους πρώτους εξήγησε ξέπνοα στους επιστήμονες τι συνέβαινε. -“Ω Θεέ μου, Θεέ μου!” άρχισε με σπασμένη φωνή. “Τριγυρνά πάλι κι αυτή τη φορά μέσα στη μέρα! Είναι έξω! Είναι έξω! Τριγυρνάει αυτή τη στιγμή και μόνο ο Θεός ξέρει πότε θα μας επιτεθεί“! Ο άντρας σώπασε παλεύοντας να πάρει ανάσα κι ανέλαβε ένας άλλος να ολοκληρώσει το μήνυμα. -“Λιγότερο από μια ώρα πριν ο Ζεμπ Γουότλι εδώ άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά κι ήταν η κυρα-Κόρεη, που μένει κάτω στη διασταύρωση. Είπε ότι ο μικρός Λούθερ είχε βγει να οδηγήσει τις αγελάδες στο στάβλο μετά το μεγάλο κεραυνό, όταν είδε όλα τα δέντρα λυγισμένα στο στόμιο του φαραγγιού -στην αντίθετη πλευρά από δω- και μύρισε την ίδια βρώμα που υπήρχε και τότε που είδε τα μεγάλα αποτυπώματα την περασμένη Δευτέρα. Και της είπε ακόμα πως άκουσε ένα σύρσιμο, δυνατότερο απ’ ό,τι θα κάνανε τα δέντρα λυγίζοντας κι οι θάμνοι σπάζοντας και, ξαφνικά, τα δέντρα κατά μήκος του δρόμου άρχισαν να πιέζονται από τη μια μεριά κι ακουγόταν ένα φοβερό ποδοβολητό και πλατσούρισμα μες στη λάσπη. Αλλά -Ο Θεός να μας λυπηθεί! ο Λούθερ δεν είδε απολύτως τίποτα, μόνο τα δέντρα και τους θάμνους να λυγίζουν! Κι έπειτα, λίγο πιο κάτω, εκεί που πήγαινε ο Μπρουκ, ο γιος του Μπίσοπ, κάτω από το δρόμο, άκουσε ένα φοβερό τρίξιμο πάνω στη γέφυρα και λέει ότι γνώρισε το θόρυβο του ξύλου που αρχίζει να σπάει. Κι όλη αυτή την ώρα δεν έβλεπε τίποτα, μόνο τα δέντρα και τους θάμνους να τσακίζουν! Κι όταν ο κελαρυστός ήχος απομακρύνθηκε πολύ -στο δρόμο προς το σπίτι του μάγου Γουότλι και το λόφο Σέντινελ- ο Λούθερ βρήκε το θάρρος να σκαρφαλώσει εκεί που το είχε πρωτοακούσει και να κοιτάξει το έδαφος. Ήταν όλο λασπόνερα και ο ουρανός ήταν σκοτεινός και η βροχή έσβηνε όλα τ’ αχνάρια τριγύρω πολύ γρήγορα. αλλά στο στόμιο του φαραγγιού, εκεί που ‘χανε κινηθεί τα δέντρα, υπήρχαν ακόμα μερικά από τ’ αχνάρια που είχε δει κι εκείνη τη Δευτέρα“! Σ’ αυτό το σημείο τον διέκοψε ο πρώτος πληροφοριοδότης. -“Αλλά δεν είναι αυτό το φοβερό! Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο Ζεμπ εδώ τηλεφωνούσε σ’ όλους τα νέα όταν τον διέκοψε ένα τηλεφώνημα από του Σεθ Μπίσοπ. Η οικονόμος του, η Σάλι, είχε πάθει κρίση. Είχε δει μόλις τα δέντρα να λυγίζουν στις πλαγιές του δρόμου κι είπε πως άκουγε κάποιου είδους βαρύ πλατσούρισμα, σαν από ελέφαντα, να κατευθύνεται προς το σπίτι. Έξαφνα μίλησε για μιαν απαίσια μυρωδιά κι είπε πως ο γιος της, Τσόσνι, ξεφώνιζε πως ήταν η ίδια μυρωδιά που ‘χε μυρίσει στα ερείπια των Γουότλι το πρωί της Δευτέρας. Κι οι σκύλοι γαβγίζανε και κλαψούρtζαν όλοι μαζί. Και τότε έβγαλε μια φοβερή κραυγή κι είπε ότι το υπόστεγο κάτω από το δρόμο είχε γκρεμιστεί σα να το ‘χε χτυπήσει τυφώνας, μόνο που ο άνεμος δεν ήταν τόσο δυνατός για να έχει κάνει κάτι τέτοιο. ‘Ολοι παρακολουθούσαν στη γραμμή κι ακούσαμε αρκετούς ν’ ανασαίνουνε κοφτά. Ξαφνικά η Σάλι ούρλιαξε πάλι κι είπε πως ο φράκτης της μπροστινής αυλής είχε σπάσει, μολονότι δεν έβλεπε ποιος το ‘χε κάνει. Τότε όλοι στη γραμμή άκουσαν τον Τσόσνι και το γερο-Σεθ Μπίσοπ να ουρλιάζουνε κι η Σάλι ξεφώνιζε ότι κάτι βαρύ είχε χτυπήσει το σπίτι -όχι κεραυνός ή κάτι τέτοιο, αλλά κάτι βαρύ έπεφτε με δύναμη πάνω στην πρόσοψη, ξανά και ξανά, μολονότι δεν έβλεπε τίποτα από τα μπροστινά παράθυρα. Και τότε… και τότε…” Όλα τα πρόσωπα συσπάστηκαν από τρόμο κι ο ‘Αρμιτατζ σοκαρισμένος όπως ήταν, κατάφερε με κόπο να παροτρύνει τον ομιλητή να συνεχίσει. “Και τότε…. η Σάλι ούρλιαξε: ‘Βοήθεια! Το σπίτι γκρεμίζεται!’… και στο τηλέφωνο ακούσαμε έναν τρομερό κρότο και πολλές κραυγές… όπως τότε που έπεσε το σπίτι του Έλμερ Φράι, μόνο που…” Ο άντρας σώπασε και συνέχισε κάποιος άλλος από το πλήθος. -“Αυτό ήταν. Ούτε ένας ήχος ούτε κιχ στη γραμμή ύστερα απ’ αυτό. Μόνο ησυχία. Εμείς που τ’ ακούσαμε βγάλαμε φορτηγά και κάρα και μαζέψαμε όσους ικανούς άντρες μπορούσαμε στο σπίτι του Κόρεη κι έπειτα ήρθαμε εδώ να μάθουμε τι λέτε σεις να κάνουμε. Εγώ, πάντως, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μας κρίνει ο Θεός για τις αδικίες που ‘χουμε κάνει και κανένας θνητός δεν μπορεί να την αποτρέψει…” Ο ‘Αρμιτατζ κατάλαβε πως είχεν έρθει η στιγμή για δράση και μίλησε αποφασιστικά στη διστακτική ομάδα των τρομοκρατημένων χωρικών. -“Πρέπει να το ακολουθήσουμε, παιδιά“, είπε όσο πιο πειστικά μπορούσε. “Νομίζω πως έχουμε ελπίδες να το βγάλουμε από τη μέση. Εσείς ξέρετε πως οι Γουότλι ήταν μάγοι… Λοιπόν, αυτό το πλάσμα είναι γέννημα της μαγείας και πρέπει να το πολεμήσουμε με τα ίδια μέσα. Είδα το ημερολόγιο του Γουίλμπουρ Γουότλι και διάβασα μερικά από τα παράξενα παλιά βιβλία που μελετούσε κείνος. Νομίζω, λοιπόν, ότι ξέρω τα κατάλληλα μαγικά για ν’ αφανίσουμε αυτό το πλάσμα. Φυσικά, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, αλλά πρέπει να το διακινδυνεύσουμε. Το πλάσμα είναι αόρατο -όπως το περίμενα- αλλά έχουμε μια σκόνη σ’ αυτό τον ψεκαστήρα που ίσως το κάνει να φανεί για μια στιγμή. Θα τη δοκιμάσουμε αργότερα. Είναι πολύ φοβερό που υπάρχει, αλλά δεν είναι φοβερώτερο απ’ αυτά που θα λευτέρωνε ο Γουίλμπουρ αν είχε ζήσει περισσότερο. Δε θα μάθετε ποτέ από τι γλίτωσε ο κόσμος. Τώρα έχουμε μόνον αυτό το πλάσμα να πολεμήσουμε και δε μπορεί να πολλαπλασιαστεί. Ωστόσο, μπορεί να κάνει μεγάλο κακό. Γι’ αυτό πρέπει να βιαστούμε ν’ απαλλάξουμε την κοινότητα απ’ αυτό. Πρέπει να το ακολουθήσουμε, ξεκινώντας από το μέρος που μόλις καταστράφηκε. Ας μας οδηγήσει κάποιος. Δε ξέρω πολύ καλά τους δρόμους σας, αλλά θα υπάρχει τρόπος να κόψουμε δρόμο. Τι λέτε γι’ αυτό“; Οι άντρες δίστασαν για λίγο κι έπειτα ο Ερλ Σόγιερ πήρε το λόγο κι έδειξε μ’ ένα λιγδιασμένο δάχτυλο μέσα από τη βροχή που είχε αρχίσει να κοπάζει. -“Θα φτάσετε γρηγορότερα στου Σεθ Μπίσοπ κόβοντας δρόμο από το χαμηλότερο λιβάδι εδώ, διασχίζοντας το ρυάκι πιο κάτω και ανεβαίνοντας από το χωράφι του Κάριερ και το δάσος πιο πέρα. Θα βγείτε στον πάνω δρόμο κοντά στου Σεθ -είναι από την άλλη μεριά, λίγο πιο κάτω“. Ο ‘Αρμιτατζ με τον Ράις και τον Μόργκαν ξεκινήσανε προς τη κατεύθυνση που τους έδειξε ο χωρικός. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους τους ακολουθήσανε διστακτικά. Στο μεταξύ, ο ουρανός είχεν αρχίσει ν’ ανοίγει κι όλα έδειχναν ότι η καταιγίδα είχε τελειώσει. ‘Οταν ο ‘Αρμιτατζ πήρε λάθος κατεύθυνση, ο Τζο ‘Οσμπορν του φώναξε να σταθεί και τελικά πέρασε μπροστά για να του δείχνει το δρόμο. Το θάρρος κι η αποφασιστικότητα των αντρών αυξάνονταν, αν και το λυκόφως του σχεδόν κατακόρυφου δασωμένου λόφου, που υψωνόταν προς το τέλος της διαδρομής τους και τα αιωνόβια δέντρα, ανάμεσα στα οποία έπρεπε να σκαρφαλώσουν, ήτανε σκληρή δοκιμασία αυτών των αισθημάτων. Λίγο μετά βγήκαν σ’ ένα λασπωμένο δρόμο κι είδανε τον ήλιο να εμφανίζεται ξανά στον ουρανό. Ήταν λίγο πριν το σπίτι του Σεθ Μπίσοπ, αλλά τα λυγισμένα δέντρα και τα ξεκάθαρα αχνάρια μαρτυρούσαν τι είχε περάσει από εκεί. Επιθεώρησαν βιαστικά τα ερείπια πέρα από τη στροφή. Ήταν μια επανάληψη της καταστροφής του σπιτιού των Φράι και τίποτα -νεκρό ή ζωντανό- δε βρέθηκε κάτω από τα χαλάσματα που ήταν κάποτε ο στάβλος και η αγροικία των Μπίσοπ. ‘Ολοι βιάζονταν ν’ απομακρυνθούν από τη δυσωδία και την κολλώδη ουσία και στράφηκαν μηχανικά προς την κατεύθυνση που ειχαν τα τρομερα αποτυπωματα: προς το ερειπωμενο σπιτι των Γουότλι και τις πλαγιές του Σέντινελ, με το βωμό στην κορυφή. Περνώντας από τη γη του Γουίλμπουρ Γουότλι, οι άντρες ταράχτηκανε κι η αποφασιστικότητά τους σκιάστηκεν από δισταγμό. Δεν ήταν αστείο πράγμα ν’ ακολουθούνε κάτι αόρατο, που ‘χε το μέγεθος σπιτιού κι όλη την αχαλίνωτη μοχθηρία ενός δαίμονα. Απέναντι από τους πρόποδες του Σέντινελ, τ’ αχνάρια βγαίναν από το δρόμο κι υπήρχε μια καινούρια αυλακιά παράλληλα με κείνη που μαρτυρούσε τη προηγούμενη πορεία του τέρατος προς κι απο την κορυφή. Ο ‘Αρμιτατζ έβγαλε ένα αρκετά ισχυρό τηλεσκόπιο τσέπης και κοίταξε την απότομη καταπράσινη πλαγιά του λόφου. Έπειτα έδωσε το όργανο στον Μόργκαν, που είχε καλύτερη όραση. Την επόμενη στιγμή, ο Μόργκαν έβγαλε μια κραυγή κι έδωσε το τηλεσκόπιο στον Ερλ Σόγιερ, δείχνοντάς του ένα συγκεκριμένο σημείο της πλαγιάς. Ο Σόγιερ, με την αδεξιότητα αυτών που δεν έχουν ξαναπιάσει τέτοια όργανα, το ψαχούλεψε λίγο και τελικά κατάφερε να εστιάσει τους φακούς με τη βοήθεια του ‘Αρμιτατζ. Η κραυγή του ήταν ακόμα δυνατότερη απ’ αυτή του Μόργκαν. -“Μεγαλοδύναμε Θεέ! Το χορτάρι κι οι θάμνοι κουνιούνται! Ανεβαίνει πάνω… αργά… έρποντας… φτάνει στη κορφή όπου να ‘ναι, ένας Θεός ξέρει με ποιο σκοπό“! Αυτός ο σπόρος του πανικού βρήκε πρόσφορο έδαφος σ’ όλη την ομάδα. ‘Αλλο να κυνηγούνε την ακατονόμαστη οντότητα κι άλλο να τη βρίσκουν. Μπορεί τα μάγια να ήταν τα κατάλληλα -αλλ’ αν δεν ήταν; Οι ντόπιοι άρχισαν να ρωτούνε τον ‘Αρμιτατζ τί ήξερε για το πλάσμα, αλλά καμιά απάντηση δε φάνηκε να τους ικανοποιεί. Όλοι τους ένιωθαν ότι είχαν πλησιάσει πολύ σε πλευρές της Φύσης και της ύπαρξης που ήταν αυστηρά απαγορευμένες κι εντελώς έξω από τις υγιείς εμπειρίες της ανθρωπότητας. Χ. Στο τέλος, οι τρεις άντρες από το ‘Αρκχαμ, ο ηλικιωμένος, ασπρομάλλης δόκτωρ ‘Αρμιτατζ, ο γεροδεμένος, γκριζομάλλης καθηγητής Ράις κι ο λεπτός, αρκετά νέος δόκτωρ Μόργκαν, ανέβηκαν μόνοι το λόφο. Ύστερα από πολύ προσεκτικές οδηγίες για την εστίαση και τη χρήση του, αφήσανε το τηλεσκόπιο στη τρομοκρατημένη ομάδα των αντρών, που ‘μεινε στο δρόμο. έτσι, θα μπορούσαν οι ντόπιοι να παρακολουθούνε τη πορεία τους. Ήταν δύσκολη ανάβαση κι ο ‘Αρμιτατζ χρειάστηκε βοήθεια αρκετές φορές. Ψηλά πάνω από την ομάδα που σκαρφάλωνε με κόπο, η πελώρια αυλακιά σειότανε καθώς ο δαιμονικός δημιουργός της ξαναπέρασε με βραδύτητα σαλιγκαριού. Τότε έγινε φανερό πως οι διώκτες του κέρδιζαν έδαφος. Ο Κέρτις Γουότλι -από το υγιές παρακλάδι- κρατούσε το τηλεσκόπιο, όταν η ομάδα από το ‘Αρκχαμ έστριψε κάθετα στην αυλακιά. Είπε στους άλλους ότι οι άντρες προσπαθούσαν μάλλον να φτάσουνε σε μια χαμηλότερη κορφή που δέσποζε στην αυλακιά, αρκετά πιο μπροστά από το σημείο όπου σαρώνονταν τώρα οι θάμνοι. Η υπόθεσή του επαληθεύτηκε κι οι ντόπιοι είδανε τους τρεις άντρες να καταλαμβάνουνε τη χαμηλότερη κορυφή λίγα δευτερόλεπτα αφότου τη πέρασε η αόρατη κατάρα. Τότε ο Γουέσλι Κόρεη, που ‘χε πάρει το τηλεσκόπιο, φώναξε ότι ο ‘Αρμιτατζ ετοίμαζε τον ψεκαστήρα που κρατούσε ο Ράις κι ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Το πλήθος κινήθηκε νευρικά, ξέροντας ότι η σκόνη που περιείχε θα ‘κανε τον αόρατο τρόμο, ορατό για μια στιγμή. Δυο-τρεις άντρες έκλεισαν τα μάτια τους, αλλά ο Κέρτις Γουότλι άρπαξε το τηλεσκόπιο και γούρλωσε τα μάτια του. Είδε πως ο Ράις, από το πλεονεκτικό σημείο που ‘χε καταλάβει η ομάδα πάνω και πίσω από τη κατάρα, είχε μιαν εξαιρετική ευκαιρία να εκτοξεύσει τη θαυματουργή του σκόνη. Αυτοί που κοίταζαν με γυμνό μάτι διακρίνανε στιγμιαία ένα γκρίζο σύννεφο στο μέγεθος περίπου μεγάλου κτιρίου, κοντά στη κορφή του λόφου. Ο Κέρτις, που ‘χε το τηλεσκόπιο, το πέταξε στη λασπουριά του δρόμου με μια διαπεραστική κραυγή. Οπισθοχώρησε μηχανικά και θα ‘χε καταρρεύσει αν δεν τονε πιάνανε δυο-τρεις άλλοι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βογγά ξεψυχισμένα. -“Ω, ω Θεούλη μου!…. Αυτό… Αυτό το…” Ακολούθησε πανδαιμόνιο ερωτήσεων και μόνον ο Χένρι Γουίλερ σκέφτηκε να μαζέψει το τηλεσκόπιο και να το καθαρίσει από τη λάσπη. Ο Κέρτις στο μεταξύ μιλούσε ασυνάρτητα κι απαντούσε με κατακερματισμένες φράσεις στους άλλους. “Μεγαλύτερο κι από στάβλο… ολόκληρο φτιαγμένο από σκοινιά που στριφογύριζαν… με σχήμα αβγού χήνας και ντουζίνες πόδια σα βαρέλια που σα να γαντζώνονται στο χώμα… τίποτα το στερεό πάνω του… Σα ζελές, φτιαγμένος από χωριστά σκοινιά που περιστρέφονται κολλημένα μεταξύ τους… μεγάλα εξογκωμένα μάτια παντού… δέκα ή είκοσι στόματα ή προβοσκίδες παντού στα πλάγια, μεγάλα σαν μπουριά κι όλα να τινάζονται και ν’ ανοιγοκλείνουν… γκρίζο, με μπλε ή πορφυρά δαχτυλίδια… Ω Μεγαλοδύναμε Θεέ!… Εκείνο το μισό πρόσωπο από πάνω…” Αυτή η τελευταία θύμηση, όποια κι αν ήταν, αποδείχτηκε αβάσταχτη για τον άμοιρο τον Κέρτις, που λιποθύμησε πριν προλάβει να συνεχίσει. Ο Φρεντ Φαρ κι ο Γουίλ Χάτσινς τον μεταφέρανε στην άκρη του δρόμου και τονε ξαπλώσανε στο βρεμμένο χορτάρι. Ο Χένρι Γουίλερ, τρέμοντας σύγκορμος, έστρεψε το τηλεσκόπιο προς το βουνό. Μέσα από τους φακούς διέκρινε τρεις μικρές φιγούρες που τρέχανε προς τη κορφή όσο πιο γρήγορα τους επέτρεπε η μεγάλη κλίση του εδάφους. Μόνο αυτές -τίποτε άλλο. Τότε όλοι πρόσεξαν έναν αλλόκοτα άκαιρο ήχο μες στο βαθύ φαράγγι πίσω τους, αλλά κι ανάμεσα στους θάμνους του ίδιου του Σέντινελ. Ήταν το κρώξιμο αμέτρητων νυχτοπουλιών και μέσα στη διαπεραστική χορωδία τους παραμόνευε μια νότα έντονης και μοχθηρής προσδοκίας. Ο Ερλ Σόγιερ πήρε τώρα το τηλεσκόπιο κι ανέφερε πως οι τρεις φιγούρες στέκονταν στη ψηλότερη κορφή, που ‘τανε στο ίδιο ύψος με το βωμό, αλλά σ’ αρκετή απόσταση απ’ αυτόν. “Η μια φιγούρα“, είπε, “ύψωνε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της ρυθμικά“. Κι ενώ περιέγραφε τη σκηνή ο Σόγιερ, το πλήθος νόμισε πως άκουγε έναν αμυδρό, σχεδόν μελωδικό κι απόμακρο ήχο, σαν να συνόδευε τις κινήσεις ένας δυνατός ψαλμός. Η παράξενη σιλουέτα πάνω σε κείνη τη μακρινή κορφή πρέπει να ‘ταν ένα πολύ γκροτέσκο όσο κι εντυπωσιακό θέαμα, αλλά κανείς από τους θεατές δεν είχε διάθεση για αισθητικές εκτιμήσεις. -“Υποθέτω ότι λένε το ξόρκι“, ψιθύρισε ο Γουίλερ αρπάζοντας πάλι το τηλεσκόπιο. Τα νυχτοπούλια σκούζανε ξετρελαμένα και μ’ ένα πολύ παράξενο, άτακτο ρυθμό, που δεν ήτανε συγχρονισμένος με τη τελετουργία που εξελισσόταν. Ξαφνικά το φως του ήλιου φάνηκε να θαμπώνει χωρίς να μεσολαβήσει κανένα ορατό σύννεφο. Ήταν ένα πολύ παράξενο φαινόμενο που όλοι παρατήρησαν. Ένας υπόκωφος κρότος από τα έγκατα των λόφων συνέπεσε μυστηριωδώς με μια δυνατή βροντή που ακούστηκε από τον ουρανό. Φάνηκε μια εκτυφλωτική αστραπή και το σαστισμένο πλήθος έψαξε μάταια για σημάδια ότι πλησίαζε κι άλλη καταιγίδα. Η ψαλμωδία των αντρών από το ‘Αρκχαμ ακουγόταν τώρα πιο καθαρά κι ο Γουίλερ είδε μέσα από το τηλεσκόπιο πως ύψωναν όλοι τα μπράτσα τους στη ρυθμική απαγγελία. Από κάποιο μακρινό κτήμα ακούστηκε το φρενιασμένο γάβγισμα των σκυλιών. Η αλλαγή στη φωτεινότητα του ήλιου μεγάλωσε και το πλήθος κοίταζε άναυδο τον ορίζοντα. Τότε φάνηκε άλλη μια αστραπή, πιο φωτεινή από την προηγούμενη και το πλήθος νόμισε ότι διέκρινε ομίχλη γύρω από το βωμό. Κανείς ωστόσο δε χρησιμοποιούσε το τηλεσκόπιο κείνη τη στιγμή. Τα νυχτοπούλια συνεχίζανε τους άτακτους κρωγμούς τους κι οι άντρες του Ντάνγουιτς συγκεντρώσανε το κουράγιο τους ν’ αντιμετωπίσουν την αστάθμητη απειλή που ‘χε φορτίσει ξαφνικά την ατμόσφαιρα. Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, ακούστηκε κείνη η βραχνή, σπασμένη, τραχιά φωνή που δε θα σβηστεί ποτέ από τη μνήμη όσων την ακούσανε. Δε μπορεί να προερχόταν από ανθρώπινο λάρυγγα, γιατί οι φωνητικές χορδές του ανθρώπου δεν μπορούν να παράγουνε τέτοιες ηχητικές διαστροφές. Θα ‘λεγε κανείς ότι έβγαινε από την ίδια τη κόλαση, αν η πηγή της δεν ήταν ο βωμός στη κορφή του λόφου. Είναι σχεδόν σφαλερό να τ’ αποκαλέσουμε ήχο, αφού ο απόκοσμος, υποχθόνιος τόνος απευθυνόταν σ’ αχνοφώτιστα κέντρα του συνειδητού και του τρόμου πολύ πιο ευαίσθητα από το αφτί. Αλλά και πάλι ήταν ήχοι, αφού η μορφή τους ήταν αναμφίβολα αν κι αόριστα αυτή μισοαρθρωμένων λέξεων. Ήταν δυνατοί -δυνατοί όπως οι κρότοι κι οι βροντές πάνω από τους οποίους αντηχούσαν- κι ωστόσο δεν προέρχονταν από ορατό ον. Κι επειδή η φαντασία μπορεί να υποβάλλει ζοφερές εικόνες μες στον κόσμο των αόρατων πλασμάτων, οι άντρες στους πρόποδες του βουνού ζάρωσαν πιο κοντά μεταξύ τους και μόρφασαν, σα να περίμεναν ένα χτύπημα. -“Γγκνάιχ… γγκνάιχ… θφθχκχνγκα… Γιογκ-Σοδόθ…” αντηχούσε το φρικτό κρώξιμο από το διάστημα. “Γ’ μπθνκ… χ’ εγιΕ… ν’ γκρκντλ ‘ λχ...” Η ορμέμφυτη επιθυμία να μιλήσει έσβησε εδώ, σαν να γινόταν μια τρομερή ψυχική μάχη. Ο Χένρι Γουίλερ έφερε το τηλεσκόπιο στο μάτι του, αλλά είδε μόνο τις τρεις ανθρώπινες φιγούρες πάνω στη κορφή να σηκώνουν όλες ξέφρενα τα χέρια τους σε αλλόκοτες κινήσεις καθώς η ψαλμωδία τους πλησίαζε στη κορύφωσή της. Από ποιά κατασκότεινα πηγάδια αχερόντειου φόβου ή συγκίνησης, από ποιές ανεξερεύνητες αβύσσους εξωκοσμικής συνείδησης ή σατανικής, κρυμμένης για πολύ καιρό κληρονομικότητας έβγαιναν αυτοί οι μισοαρθρωμένοι βροντεροί κρωγμοί; Φάνηκαν να συγκεντρώνουν καινούρια δύναμη και συνοχή καθώς κορυφώθηκαν σε απόλυτη, ύψιστη, ύστατη φρενίτιδα: -“Εχ-γ-για-για-γιαχαάχ… ε γιαααα… νγκχ’ ααα… νγκχ’ ααα… χ’ γιουχ… χ’ γιουχ… ΒΒΒ-ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ!… Πα-ΠΑΤΕΡΑ! ΠΑ ΤΕΡΑ! ΓΙΟΓΚ-ΣΟΔΟΘ!…” Αλλά αυτό ήταν όλο. Οι κάτωχροι άντρες στο δρόμο, έκθαμβοι ακόμα από τις αναμφίβολα αγγλικές συλλαβές που είχαν ξεχυθεί βαριά και βροντερά από το έξαλλο τίποτα δίπλα στο βωμό που σειόταν, δεν επρόκειτο να ξανακούσουν ποτέ κάτι παρόμοιο. Αντί γι’ αυτό, τινάχτηκαν έντρομοι από τον πανίσχυρο κρότο που θαρρείς και ξερρίζωνε τους λόφους, το εκκωφαντικό, κατακλυσμιαίο μπουμπουνητό του οποίου την πηγή -αν προερχόταν δηλαδή από τα ουράνια ή από τα έγκατα της γης- κανείς δε μπόρεσε να προσδιορίσει. Μια μοναδική αστραπή έλαμψε από το πορφυρό ζενίθ στο βωμό κι ένα πελώριο παλιρροϊκό κύμα αόρατης δύναμης κι ανείπωτης δυσωδίας ξεχύθηκε από το λόφο και σκέπασε όλη τη γύρω περιοχή. Δέντρα, χορτάρι και χαμόδεντρα μαστιγώθηκαν λυσσασμένα και το τρομοκρατημένο πλήθος στους πρόποδες του λόφου, αποκαμωμένο από τη φονική δυσοσμία που τους έπνιγε, σχεδόν εκτοξευτήκανε πίσω. Τα σκυλιά γάβγιζαν από μακριά, το γρασίδι και το φύλλωμα των δέντρων μαράθηκε σ’ ένα παράξενο, αρρωστημένο γκριζοκίτρινο και στο δάσος και τα χωράφια σκορπίστηκανε τα σώματα ψόφιων νυχτοπουλιών. Η δυσωδία υποχώρησε γρήγορα, αλλά η χλωρίδα δεν ξανάγινε ποτέ η ίδια. Μέχρι σήμερα υπάρχει κάτι απόκοσμο και μιαρό στη βλάστηση και γύρω από τον καταραμένο λόφο. Ο Κέρτις Γουόλτι είχε αρχίσει ν’ ανακτά τις αισθήσεις του, όταν οι τρεις επιστήμονες κατέβηκαν από το βουνό, λουσμένοι στις ηλιαχτίδες ενός ήλιου που ήταν και πάλι λαμπερός κι αμόλυντος. Ήτανε σοβαροί, αμίλητοι και φαίνονταν συγκλονισμένοι από αναμνήσεις και σκέψεις ακόμα φοβερότερες απ’ αυτές που είχανε κάνει τους ντόπιους να τρέμουν. Σαν απάντηση σε μια καταιγίδα ερωτήσεων περιορίστηκαν να κουνήσουν το κεφάλι και να επιβεβαιώσουν ένα σημαντικό γεγονός. -“Το πλάσμα έφυγε για πάντα!“, είπε ο ‘Αρμιτατζ. “Διαλύθηκε σ’ ό,τι ήταν αυτό που το αποτελούσε αρχικά και δε μπορεί να υπάρξει ποτέ πια. Ήτανε κάτι απαράδεκτο για το φυσικό κόσμο. Μόνον ένα ελάχιστο μέρος του αποτελούνταν από πραγματική ύλη, με την έννοια που την αντιλαμβανόμαστε. Ήταν σαν τον πατέρα του -και το μεγαλύτερο μέρος του γύρισε σε κείνον, σε κάποιο ακαθόριστο βασίλειο ή διάσταση έξω από το υλικό μας σύμπαν, σε κάποια απροσέγγιστη άβυσσο απ’ όπου μόνον οι πιο καταραμένες τελετουργίες της ανθρώπινης βλασφημίας μπορεί να το καλέσανε για μια στιγμή στους λόφους“. Ακολούθησε σύντομη σιωπή, που στη διάρκειά της ο δύστυχος ο Κέρτις Γουότλι άρχισε να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του. Έπιασε το κεφάλι του βογγώντας. Η μνήμη τονε ξαναπήγε στη στιγμή που ‘χε λιποθυμήσει κι ο τρόμος του θεάματος που τον είχε συντρίψει ξέσπασε πάλι πάνω του. -“Ω, ω Θεέ μου, κείνο το μισό πρόσωπο! Κείνο το μισό πρόσωπο στη κορφή… Κείνο το πρόσωπο με τα κόκκινα μάτια και τα κατσαρά ξεπλυμένα μαλλιά, με τραβηγμένο πιγούνι, όπως των Γουότλι… ‘Ηταν ένα χταπόδι, μια σαρανταποδαρούσα, κάτι σαν αράχνη, αλλά είχε ένα μισοσχηματισμένο ανθρώπινο πρόσωπο από πάνω κι έμοιαζε με το μάγο Γουότλι, μόνο που ήταν τόσο μα τόσο μεγάλο…” Έκανε μια παύση, εξουθενωμένος, ενώ όλοι οι άντρες κοίταζαν με κατάπληξη που δεν είχε κρυσταλλωθεί ακόμα σε καινούρια φρίκη. Μόνο ο γερο-Ζέμπιουλον Γουότλι, που θυμόταν πράγματα από το παρελθόν κι είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό ως τώρα, μίλησε τελικά. -“Πριν από δεκαπέντε χρόνια“, μουρμούρισε, “άκουσα το γερο-Γουότλι να λέει ότι κάποια μέρα θ’ ακούγαμε το παιδί της Λαβίνια να φωνάζει το όνομα του πατέρα του από τη κορφή του λόφου Σέντινελ…” Αλλά ο Τζο ‘Οσμπορν τον διέκοψε για να ρωτήσει ξανά τους άντρες από το ‘Αρκχαμ: -“Τί ήτανε τελικά και πώς το κάλεσε ο νεαρός μάγος Γουότλι από την ανυπαρξία“; Ο ‘Αρμιτατζ διάλεξε πολύ προσεκτικά τα λόγια του. -“Ήτανε… Τέλος πάντων, ήτανε κυρίως ένα είδος δύναμης που δεν ανήκει στη δική μας διάσταση. Ένα είδος δύναμης που ενεργεί, αναπτύσσεται κι υλοποιείται σύμφωνα μ’ άλλους νόμους απ’ αυτούς που διέπουν τη Φύση που γνωρίζουμε μεις. Δε πρέπει να καλούμε τέτοια πράγματα από το υπερπέραν και μόνο πολύ μοχθηροί άνθρωποι και πολύ μοχθηρές λατρείες το επιχειρούν. Ένα μέρος του ήταν και μέσα στον ίδιο τον Γουίλμπουρ Γουότλι -αρκετό για να τον μετατρέψει σε δαίμονα κι υπερανεπτυγμένο τέρας και να κάνει το θάνατό του ένα πραγματικά φρικτό θέαμα. Θα κάψω το καταραμένο ημερολόγιό του κι αν είστε συνετοί θα τινάξετε στον αέρα το βωμό κει πάνω και θα γκρεμίσετε όλους τους κίονες που σχηματίζουν κύκλους πάνω στους άλλους λόφους. Γιατί τέτοια πράγματα φέρανε στον κόσμο μας τα πλάσματα που λάτρευαν οι Γουότλι και θα τ’ άφηναν να υλοποιηθούν για ν’ αφανίσουν την ανθρώπινη φυλή και να σύρουνε τη γη σε κάποιο ακατονόμαστο μέρος για κάποιον ανομολόγητο σκοπό. Αλλά όσο για το πλάσμα που μόλις στείλαμε πίσω… Οι Γουότλι το ανέθρεψαν για να παίξει ένα φοβερό ρόλο σ’ αυτά που θ’ ακολουθούσαν. Μεγάλωσε γρήγορα για τους ίδιους λόγους που μεγάλωνε κι ο Γουίλμπουρ, αλλά τον νίκησε επειδή είχε μεγαλύτερη δόση από το υπερπέραν μέσα του. Δε χρειάζεται να με ρωτάτε πώς το κάλεσε ο Γουίλμπουρ από το πουθενά. Γιατί δεν το κάλεσε. Ήταν ο δίδυμος αδερφός του… αλλά έμοιαζε περισσότερο με τον πατέρα τους απ’ όσο ο Γουίλμπουρ“. —————————————————————————————— Howard Phillips Lovecraft “The Dunwich Horror” (1928-9) |
“Selefais” (1927) Μετάφραση: Γιώργος Μπαλάνος
_________________________
“The Colour Οut Οf Space“ (1927)Μετρ: Βασίλης Καλλιπολίτης
