Βιογραφικό
Ο Πάουλ Τόμας Μαν (Paul Thomas Mann) ήτανε Γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1929). Βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο των Άρθουρ Σοπενχάουερ, Σίγκμουντ Φρόιντ, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Φρίντριχ Νίτσε, υπήρξε από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αι. Στα γραπτά του κυριαρχούν ο ακριβής ρεαλισμός περικλειόμενος από βαθειές συμβολικές νότες, η ειρωνεία, οι πολυμερείς αντιθέσεις, καθώς επίσης και μια εμβριθής κι επίμονη αναζήτηση σχετική με τη φύση του δυτικού αστικού πολιτισμού, εντός του οποίου η διαβρωτική επίγνωση της ίδιας του της φαυλότητας αντιμάχεται τη τρυφερή ευγνωμοσύνη για τα πνευματικά του επιτεύγματα. Σημαντικότερα έργα του, το Μπούντενμπρουκ (1901), ο Θάνατος στη Βενετία (1913), το Μαγικό Βουνό (1924), Ο Ιωσήφ κι οι αδελφοί αυτού (1933-1943), ο Δόκτωρ Φάουστους (1947), όπως επίσης και το Δοκίμιο για τον Σίλλερ (1955).
Γεννήθηκε στο Λύμπεκ (Lübeck) της Γερμανίας, στις 6 Ιουνίου 1875. Ήταν ο 2τοκος γιος του -Χανσεατικής καταγωγής- γερουσιαστή κι εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν (Thomas Johann Heinrich Mann) και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρουνς (Júlia da Silva Bruhns) –Βραζιλιάνας γερμανικής και πορτογαλικής καταγωγής, που μετανάστευσε στη Γερμανία με την οικογένειά της όταν ήταν 7 ετών. Ήτανε Ρωμαιοκαθολική αλλά ο Μαν βαφτίστηκε στη λουθηρανική θρησκεία του πατέρα. Προοριζόταν αρχικά ν’ αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών του πατέρα, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατό του το 1891. Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης -που αριθμούσε 100 χρόνια ζωής- ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο Λύμπεκ για να τελειώσει το σχολείο και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο.

Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα εγκατέλειψε για να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας, οικονομικών, ιστορίας της τέχνης και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximillians του Μονάχου καθώς και το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Μονάχου, προετοιμαζόμενος για δημοσιογραφική καριέρα. Ήτανε τότε που έγραψε τη 1η του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, το 1905 νυμφεύθηκε τη Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε 6 παιδιά, 3 κορίτσια και 3 αγόρια.
Το 1912, αυτός κι η σύζυγός του μετακόμισαν σε ένα σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας, που έμελλε να εμπνεύσει το μυθιστόρημά του το 1924 Το Μαγικό Βουνό. Ήταν επίσης τρομοκρατημένος από τον κίνδυνο διεθνούς σύγκρουσης μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, μετά τη κρίση του Αγαδίρ στο Μαρόκο κι αργότερα από το ξέσπασμα του Α’ Παγκ. Πολ., στη διάρκεια του οποίου (1914-18) παρ’ όλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε, έπαψε κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα, καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις ιδέες και παραδοχές που του είχανε καλλιεργηθεί με τη πάροδο των ετών. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για 1η φορά στους Στοχασμούς ενός απολιτικού (1918). Ακολουθούν η έκδοση του Μαγικού Βουνού το 1924 κι η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929.
Υποστήριζε τον Γερμανό αυτοκράτορα Βίλχελμ Β’ κι ήταν αντίθετος με τον φιλελευθερισμό. Σταδιακά οι πολιτικές του θέσεις άλλαξαν, άρχισε να υποστηρίζει τον φιλελευθερισμό και τις δημοκρατικές αρχές, ενώ αργότερα εξέφρασε συμπάθεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Κατήγγειλε δημοσίως τον εθνικοσοσιαλισμό κι ενθάρρυνε την αντίσταση εκ μέρους της εργατικής τάξης. Το 1929, έχτισε ένα εξοχικό σπίτι στο ψαροχώρι Nidden, Memel Territory (τώρα Nida, Λιθουανία) στο Curonian Spit, όπου υπήρχε μια γερμανική αποικία τέχνης κι όπου πέρασε τα καλοκαίρια του 1930–1932 δουλεύοντας για τον Joseph and His Bro. Σήμερα το εξοχικό είναι ένα πολιτιστικό κέντρο αφιερωμένο σε αυτόν, με μια μικρή έκθεση μνήμης. Το 1930 έδωσε στο Βερολίνο μια διάλεξη (Έκκληση προς τη λογική) με την οποία ζήτησε να συγκροτηθεί κοινό μέτωπο καλλιεργημένων αστών, μελών της σοσιαλιστικής εργατικής τάξης, ενάντια στη βαρβαρότητα του ναζισμού.
Στην άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, βρισκότανε στη Ζυρίχη με τη σύζυγό του. Με προτροπή του γιου του, Κλάους, δεν επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον Ναζισμό τα προηγούμενα χρόνια. Το 1933, ενώ ταξίδευε στη Νότια Γαλλία, άκουσε από τα μεγαλύτερα παιδιά του, τον Κλάους και την Έρικα στο Μόναχο, ότι δεν θα ήταν ασφαλές για αυτόν να επιστρέψει στη Γερμανία. Η οικογένεια (εκτός από αυτά τα 2 παιδιά) μετανάστευσε στο Küsnacht, κοντά στη Ζυρίχη, στην Ελβετία, αλλά έλαβε τσεχοσλοβακική υπηκοότητα και διαβατήριο το 1936. Το 1936 του αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα κι ένα χρόνο μετά τού αφαιρέθηκε κι ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Βόννης. Το 1939, μετά τη γερμανική κατοχή της Τσεχοσλοβακίας, μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Μετακόμισε στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ, όπου ζούσε στην οδό Stockton 65 κι άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.
Το ξέσπασμα του Β’ Παγκ. Πολ. τη 1η Σεπτέμβρη 1939, τον ώθησε προσφέρει αντιναζιστικές ομιλίες (στα γερμανικά) στον γερμανικό λαό μέσω του BBC. Τον Οκτώβρη 1940 ξεκίνησε μηνιαίες εκπομπές, ηχογραφούσε στις ΗΠΑ και πέταξε στο Λονδίνο, όπου το BBC τις μετέδωσε στη Γερμανία στο συγκρότημα longwave. Σε αυτές τις ομιλίες των 8 λεπτών, ο Μαν καταδίκασε το Χίτλερ και τους παλαδίνους του ως ωμούς φιλισταίους εντελώς άσχετους με την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Σε μια σημειωμένη ομιλία είπε: “Ο πόλεμος είναι φρικτός, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι εμποδίζει τον Χίτλερ να κάνει ομιλίες για τον πολιτισμό“.
Το 1942, η οικογένεια Μαν μετακόμισε στο 1550 San Remo Drive στη γειτονιά Pacific Palisades του Λος Άντζελες, Καλιφόρνια. Οι Mann ήταν εξέχοντα μέλη της γερμανικής ομογενειακής κοινότητας και συναντούσαν συχνά άλλους μετανάστες στο σπίτι των Salka και Bertold Viertel στη Σάντα Μόνικα και στη Villa Aurora, το σπίτι του ομογενούς εξόριστου Γερμανού Lion Feuchtwanger. Στις 23 Ιουνίου 1944 ο Thomas Mann πολιτογραφήθηκε ως πολίτης των ΗΠΑ. Οι Mann έζησαν στο Λος Άντζελες μέχρι το 1952. -μετά τη πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκεπτότανε την Ευρώπη τακτικά.
Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους. Στην Ευρώπη επέστρεψε το 1952 κι εγκαταστάθηκε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης όπου και πέθανε 12 Αυγούστου 1955. Τα άπαντά του εκδόθηκαν σε 12 τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960. Τα βιβλία του Μαν, σε αντίθεση με τα βιβλία του αδερφού του Χάινριχ και του γιου του Κλάους, δεν κάηκαν δημόσια από το ναζιστικό καθεστώς το 1933, ίσως επειδή οι Ναζί φοβηθήκανε τον αντίκτυπο που θα ‘χε η δημόσια καταστροφή των βιβλίων ενός συγγραφέα που ‘χε τιμηθεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας 4 χρόνια νωρίτερα.
Ο Mann ήταν ένας από τους λίγους δημοσίως ενεργούς αντιπάλους του ναζισμού μεταξύ των Γερμανών ομογενών στις ΗΠΑ, σ’ εκπομπή του BBC στις 30 Δεκέμβρη 1945, εξέφρασε κατανόηση για το γιατί αυτοί οι λαοί που είχαν υποφέρει από το ναζιστικό καθεστώς θα ασπάζονταν την ιδέα της γερμανικής συλλογικής ενοχής. Αλλά σκέφτηκε επίσης ότι πολλοί εχθροί μπορεί τώρα να έχουνε δεύτερες σκέψεις για την εκδίκηση. Κι εξέφρασε τη λύπη του που μια τέτοια κρίση δεν μπορεί να βασίζεται στο άτομο.
“Εκείνοι που ο κόσμος τους έγινε γκρίζος πριν από πολύ καιρό όταν συνειδητοποίησαν τι βουνά μίσους υψώθηκαν πάνω από τη Γερμανία. όσοι πριν από πολύ καιρό φαντάζονταν τις άγρυπνες νύχτες πόσο τρομερή θα ήταν η εκδίκηση στη Γερμανία για τις απάνθρωπες πράξεις των Ναζί, δεν μπορούν παρά να βλέπουν με αθλιότητα όλα αυτά που γίνονται στους Γερμανούς από Ρώσους, Πολωνούς ή Τσέχους ως τίποτα άλλο παρά μια μηχανική και αναπόφευκτη αντίδραση στα εγκλήματα που έχει διαπράξει ο λαός ως έθνος, στα οποία δυστυχώς η ατομική δικαιοσύνη ή η ενοχή ή η αθωότητα του ατόμου δεν μπορούν να παίξουν κανένα ρόλο“.
Το σπίτι στη Λύμπεκ
Με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου ήταν όλο και πιο απογοητευμένος από τον ανερχόμενο Μακαρθισμό. Ως “ύποπτος κομμουνιστής”, έπρεπε να καταθέσει στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής, όπου χαρακτηρίστηκε ένας από τους σημαντικότερους απολογητές του Στάλιν και της παρέας του στον κόσμο. Καταγράφηκε από το HUAC ως συνδεόμενος με διάφορες ειρηνευτικές οργανώσεις ή κομμουνιστικά μέτωπα. Όντας με τα δικά του λόγια μη κομμουνιστής παρά αντικομμουνιστής, αντιτάχθηκε ανοιχτά στους ισχυρισμούς: “Ως Αμερικανός πολίτης γερμανικής καταγωγής καταθέτω τελικά ότι είμαι οδυνηρά εξοικειωμένος με ορισμένες πολιτικές τάσεις. Πνευματική μισαλλοδοξία πολιτικές εξετάσεις και φθίνουσα νομική ασφάλεια κι όλ’ αυτά στ’ όνομα υποτιθέμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Έτσι ξεκίνησε στη Γερμανία“.
Καθώς συμμετείχε στις διαμαρτυρίες ενάντια στη φυλάκιση των Δέκα του Χόλιγουντ και την απόλυση δασκάλων που θεωρούνταν ύποπτοι κομμουνιστές, διαπίστωσε ότι τα ΜΜΕ είχανε κλείσει γι’ αυτόν. Τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του ως Σύμβουλος Γερμ. Λογοτεχνίας στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και το 1952 επέστρεψε στην Ευρώπη, για να ζήσει στο Kilchberg, κοντά στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Δεν έζησε ποτέ ξανά στη Γερμανία, αν και ταξίδευε τακτικά εκεί. Η πιο σημαντική επίσκεψή του στη Γερμανία ήταν το 1949, στα 200ά γενέθλια του Goethe, που παρευρέθηκε σε εορτασμούς στη Φρανκφούρτη και τη Βαϊμάρη, ως δήλωση ότι η γερμανική κουλτούρα επεκτάθηκε πέρα από τα νέα πολιτικά σύνορα.
Μετά τα 80α γενέθλιά του, πήγε διακοπές στο Noordwijk (Ολλανδία). Στις 18 Ιουλίου 1955, άρχισε να νιώθει πόνο και μονόπλευρο πρήξιμο στο αριστερό του πόδι. Η κατάσταση θρομβοφλεβίτιδας διαγνώστηκε από τον Δρα Mulders απ’ το Leiden κι επιβεβαιώθηκε από τον Dr. Wilhelm Löffler. Ο Μαν μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Ζυρίχης, αλλά σύντομα έπαθε κατάσταση σοκ. Στις 12 Αυγούστου 1955 πέθανε. Μετά τη νεκροψία, διαπιστώθηκε ότι η κατάστασή του είχε γίνει εσφαλμένη διάγνωση. Η παθολογική διάγνωση, που έγινε από τον Christoph Hedinger, έδειξε ότι είχε πράγματι υποστεί διάτρητο ανεύρυσμα λαγόνιας αρτηρίας με αποτέλεσμα οπισθοπεριτοναϊκό αιμάτωμα, συμπίεση και θρόμβωση της λαγόνιας φλέβας. (Εκείνη την εποχή, η σωτήρια αγγειοχειρουργική δεν είχε αναπτυχθεί.) Στις 16 Αυγούστου 1955, θάφτηκε στο Village Cemetery, στο Kilchberg, στη Ζυρίχη, στην Ελβετία.
Η Blanche Knopf του εκδοτικού οίκου Alfred A. Knopf παρουσιάστηκε στον Mann από τον H.L. Mencken ενώ βρισκότανε σε ταξίδι αγοράς βιβλίων στην Ευρώπη. Ο Knopf έγινε ο Αμερικανός εκδότης του Mann κι η Blanche προσέλαβε τη μελετήτρια Helen Tracy Lowe-Porter για να μεταφράσει τα βιβλία του Mann το 1924. Ο Lowe-Porter μετέφρασε στη συνέχεια τα πλήρη έργα του Mann. Η Μπλανς Νοπφ συνέχισε να φροντίζει τον Μαν. Αφού το Buddenbrooks αποδείχθηκε επιτυχημένο τον 1ο χρόνο του, του ‘στειλαν απροσδόκητο μπόνους. Αργότερα, στη 10αετία ’30, η Blanche βοήθησε να κανονίσουν ο Mann κι η οικογένειά του να μεταναστεύσουν στην Αμερική.
Τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929, αφού προτάθηκε από τον Anders Österling, μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, κυρίως ως αναγνώριση του δημοφιλούς του επιτεύγματος με το έπος Buddenbrooks (1901), The Magic Mountain (Der Zauberberg, 1924) και τα πολυάριθμα διηγήματά του. (Λόγω προσωπικού γούστου ενός μέλους της επιτροπής μ’ επιρροή, το Buddenbrooks μόνον αναφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό). Με βάση την οικογένειά του, ο Buddenbrooks αφηγείται τη παρακμή οικογένειας εμπόρων στο Lübeck στη διάρκεια 4 γενεών. Το Μαγικό Βουνό (Der Zauberberg, 1924) ακολουθεί ένα φοιτητή μηχανικού που, σχεδιάζοντας να επισκεφτεί τον φυματικό ξάδερφό του σ’ ελβετικό σανατόριο για 3 μόνο βδομάδες, καθυστερεί αρκετά την αναχώρησή του. Εκείνη τη περίοδο, αντιμετωπίζει την ιατρική και τον τρόπο που βλέπει το σώμα και συναντά μια ποικιλία χαρακτήρων, που παίζουν ιδεολογικές συγκρούσεις και δυσαρέσκειες του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η 4λογία Joseph & His Brothers είναι ένα επικό μυθιστόρημα που γράφτηκε σε μια περίοδο 16 ετών κι είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά έργα του Mann. Μετά άλλα μυθιστορήματα περιελάμβαναν τη Λόττε στη Βαϊμάρη (1939), όπου επέστρεψε στον κόσμο του μυθιστορήματος του Γκαίτε, Οι θλίψεις του νεαρού Βέρθερ (1774), Doctor Faustus (1947), ιστορία του φανταστικού συνθέτη Adrian Leverkühn κι η διαφθορά της γερμανικής κουλτούρας στα χρόνια πριν και στη διάρκεια του Β ‘Παγκ. Πολ. και το Confessions of Felix Krull (Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull, 1954), που έμεινε ημιτελές με το θάνατό του. Αυτά τα μεταγενέστερα έργα ωθήσανε 2 μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας να προτείνουνε τον Mann για το Νόμπελ Λογοτεχνίας για 2η φορά, το 1948.

Σε όλο το δοκίμιό του για τον Ντοστογιέφσκι, βρίσκει παραλληλισμούς μεταξύ του Ρώσου και των δεινών του Νίτσε. Μιλώντας για τον Νίτσε, λέει: “Τα προσωπικά του συναισθήματα τον μυούν σε αυτά του εγκληματία… γενικά όλη η δημιουργική πρωτοτυπία, όλη η καλλιτεχνική φύση με την ευρεία έννοια της λέξης, κάνει το ίδιο. Ήταν ο Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης Degas που είπε πως o καλλιτέχνης πρέπει να προσεγγίσει το έργο του με το πνεύμα του εγκληματία που πρόκειται να διαπράξει έγκλημα“. Η επιρροή του Νίτσε στον Μαν είναι βαθειά στο έργο του, ειδικά στις απόψεις του για τη φθορά και τη προτεινόμενη θεμελιώδη σύνδεση μεταξύ ασθένειας και δημιουργικότητας. Ο Mann υποστήριξε πως η ασθένεια δεν πρέπει να θεωρείται ως εντελώς αρνητική. Στο δοκίμιό του για τον Ντοστογιέφσκι βρίσκουμε: “αλλά τελικά και πάνω απ’ όλα εξαρτάται από το ποιος είναι άρρωστος, ποιος τρελός, ποιος επιληπτικός ή παράλυτος: ένας μέσος βαρετός άνθρωπος, που στην ασθένειά του οποιαδήποτε πνευματική ή πολιτισμική πτυχή είναι ανύπαρκτη. ή ένας Νίτσε ή ο Ντοστογιέφσκι. Στη περίπτωσή τους βγαίνει κάτι στην ασθένεια που είναι πιο σημαντικό κι αγώγιμο στη ζωή και την ανάπτυξη από οποιαδήποτε ιατρική εγγυημένη υγεία ή λογική… με άλλα λόγια: ορισμένες κατακτήσεις που γίνονται από τη ψυχή και το μυαλό είναι αδύνατες χωρίς αρρώστια, τρέλα, έγκλημα του πνεύματος“.
Τα ημερολόγιά του αποκαλύπτουνε τους αγώνες του με την ομοφυλοφιλία, που αντανακλάται στα έργα του, κυρίως μέσω της εμμονής του ηλικιωμένου Aschenbach για τον 14χρονο Πολωνό Tadzio στη νουβέλα Death in Venice (Der Tod in Venedig, 1912). Η βιογραφία του Anthony Heilbut Thomas Mann: Eros and Literature(1997) αποκάλυψε τη κεντρική θέση της σεξουαλικότητας του Mann στο έργο του. Το έργο του Gilbert Adair The Real Tadzio (2001) περιγράφει πώς, το καλοκαίρι του 1911, ο Mann είχε μείνει στο Grand Hôtel des Bains στο Lido της Βενετίας με τη σύζυγό του και τον αδελφό του, όταν ενθουσιάστηκε από την αγγελική φιγούρα του Władysław (Władzio) Moes, ένα 10χρονο Πολωνό. Το ημερολόγιό του γράφει την έλξη του για τον 13χρονο γιο του, “Eissi” Klaus Mann: “Klaus με τον οποίο πρόσφατα αισθάνομαι πολύ έλξη” (22 Ιουνίου). Στο παρασκήνιο γίνονται συζητήσεις για τον ερωτισμό από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μεγάλη επιστολή γράφεται στον Καρλ Μαρία Βέμπερ γι’ αυτό το θέμα, ενώ το ημερολόγιο αποκαλύπτει: “Ερωτευμένος με τον Κλάους τούτες τις μέρες (5 Ιουνίου), “Που με μαγεύει αυτή τη στιγμή” (11 Ιουλίου). “Απόλαυση για τον Eissi, που στο μπάνιο του είναι τρομερά όμορφος. Πείτε μου είναι πολύ φυσικό που ‘μαι ερωτευμένος με το γιο μου. Ο Eissi ξάπλωσε να διαβάσει στο κρεβάτι με τον καφέ κορμί του γυμνό, κάτι που με ανησύχησε” (25 Ιουλίου). “Άκουσα θόρυβο στο δωμάτιο των αγοριών και ξάφνιασα τον Eissi ολόγυμνο μπρος στο κρεβάτι του Golo, να κάνει ανοησίες. Έντονη εντύπωση για το προαντρικό, αστραφτερό σώμα του. Ανησυχία (17 Οκτώβρη 1920).
Ο Mann ήταν φίλος του βιολονίστα και ζωγράφου Paul Ehrenberg, για τον οποίο είχε αισθήματα ως νεαρός άνδρας (τουλάχιστον μέχρι το 1903 περίπου, όταν υπάρχουν στοιχεία ότι αυτά τα συναισθήματα είχαν ψυχρανθεί). Η έλξη που ένιωθε για τον Ehrenberg, η οποία επιβεβαιώνεται από τις καταχωρήσεις στο σημειωματάριο, προκάλεσε στον Mann δυσκολία και δυσφορία και μπορεί να ήταν εμπόδιο στο να παντρευτεί μια Αγγλίδα, τη Mary Smith, την οποία γνώρισε το 1901. Το 1950, ο Mann γνώρισε τον 19χρονο σερβιτόρο Franz Westermeier, εκμυστηρευόμενος στο ημερολόγιό του: “Για άλλη μια φορά αυτό, για άλλη μια φορά αγάπη“. Το 1975, όταν δημοσιεύτηκαν τα ημερολόγια του Mann, δημιουργώντας μια εθνική αίσθηση στη Γερμανία, ο συνταξιούχος Westermeier εντοπίστηκε στις ΗΠΑ: κολακεύτηκε όταν έμαθε ότι ήταν το αντικείμενο της εμμονής του Mann, αλλά και σοκαρισμένος στο βάθος της.
Παρόλο που ο Μαν πάντα αρνιόταν ότι τα μυθιστορήματά του είχαν αυτοβιογραφικά στοιχεία, η αποσφράγιση των ημερολογίων του που αποκάλυπτε πόσο καταναλώθηκε η ζωή του από απλήρωτο κι εξευγενισμένο πάθος είχε ως αποτέλεσμα την επανεκτίμηση του έργου του. Ο γιος του Τόμας, Κλάους Μαν, ασχολήθηκε ανοιχτά από την αρχή με τη δική του ομοφυλοφιλία στο λογοτεχνικό του έργο και στον ανοιχτό τρόπο ζωής του, αναφερόμενος κριτικά στην εξάχνωση του πατέρα του στο ημερολόγιό του. Από την άλλη, η κόρη του Έρικα Μαν κι ο γιος του Γκόλο Μαν βγήκαν αργότερα στη ζωή τους.
Ο Μαν εξέφρασε την πίστη του στη συλλογή επιστολών που γράφτηκαν στην εξορία, Άκου, Γερμανία! (Deutsche Hörer!), ότι η εξίσωση του ρωσικού κομμουνισμού με τον ναζιστικό φασισμό με βάση ότι και τα δύο είναι ολοκληρωτικά συστήματα ήταν είτε επιφανειακή είτε ανειλικρινής για να δείξεις μια προτίμηση στον φασισμό. Διευκρίνισε αυτή την άποψη κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στον γερμανικό Τύπο τον Ιούλιο του 1949, δηλώνοντας ότι δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά ότι ο κομμουνισμός είχε τουλάχιστον κάποια σχέση με τα ιδανικά της ανθρωπότητας κι ενός καλύτερου μέλλοντος. Είπε ότι η μετάβαση της κομμουνιστικής επανάστασης σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς ήταν μια τραγωδία ενώ ο ναζισμός ήταν μόνο διαβολικός μηδενισμός.
ΡΗΤΑ:
* Είναι παράξενο που η ελευθερία και η ισότητα, οι δύο βασικές αρχές της δημοκρατίας, είναι σ’ ένα βαθμό αντίθετες. Λογικά, η ελευθερία και η ισότητα δεν μπορούν να συνυπάρχουν, ακριβώς όπως η κοινωνία και το άτομο δεν μπορούν να συνυπάρχουν.
* Αυτός που αγαπάει περισσότερο είναι ο κατώτερος και πρέπει να υποφέρει.
* Η συμπεριφορά των ανθρώπων γίνεται κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη τους σκοπούς, τις ανάγκες και τα κίνητρά τους.
* Ο πόλεμος είναι μια δειλή απόδραση από τα προβλήματα της ειρήνης.
* Αν σε διακατέχει έμμονα μια ιδέα, τη βρίσκεις να εκδηλώνεται παντού. Μπορείς ακόμα και να τη μυρίσεις.
* Ένας άνθρωπος δεν ζει μόνο την προσωπική του ζωή, σαν άτομο, αλλά επίσης, συνειδητά ή ασυνείδητα, και τη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του.
* Μια μεγάλη αλήθεια είναι μια αλήθεια της οποίας το αντίθετο είναι επίσης μια αλήθεια.
* Η ανοχή γίνεται έγκλημα όταν εφαρμόζεται στο κακό.
* Η Ασία μας καταπίνει. Όπου και αν κοιτάξεις, Ταρτάρικες φάτσες.
* Έχει σωθεί ποτέ ο κόσμος από οτιδήποτε άλλο εκτός από τη Σκέψη και το μαγικό της μέσο, το Λόγο;
* Εκφυλισμένος σε ένα άθλιο μαζικό επίπεδο, το επίπεδο ενός Χίτλερ, ο Γερμανικός Ρομαντισμός ξέσπασε σε μια υστερική βαρβαρότητα.
* Κάθε λογικός άνθρωπος θα πρέπει να είναι ένας μετριοπαθής σοσιαλιστής.
* Η ανθρώπινη λογική το μόνο που χρειάζεται είναι να θέλει περισσότερο από τη μοίρα, και γίνεται μοίρα.
* Τα πάντα είναι πολιτική.
* Οι ιδέες δεν επιβιώνουν αν δεν έχει κανείς την ευκαιρία να παλέψει γι’ αυτές.
* Η Ομιλία είναι από μόνη της πολιτισμός.
* Κάθε αγάπη για την ανθρωπότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μέλλον.
* Κουλτούρα και ιδιοκτησία, αυτή είναι η μικροαστική σας τάξη.
* Συμβαίνει συχνά, μια παλιά οικογένεια, με παραδόσεις καθαρά πρακτικές, ρηχές και μικροαστικές, να περνάει στις μέρες του ξεπεσμού της σε ένα είδος καλλιτεχνικής μεταμόρφωσης.

Το Σπίτι Του Στη Νίντα
ΒΙΒΛΙΑ:
μυθιστορήματα:
* Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκ. Η παρακμή μιας οικογένειας, 1901)
Η ιστορία της μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων της Λύμπεκ Μπούντενμπροκ, από τη δημιουργία της εμπορικής φίρμας το 1830 μέχρι την εξαφάνισή της μαζί με τον τελευταίο απόγονο, τον Χάννο.
* Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης, 1909)
Ο πρίγκιπας Κλάους Χάινριχ μέσα από τον έρωτά του για τη δεσποινίδα Σπόελμαν θα γνωρίσει τη νέα εποχή με το ανοιχτό πνεύμα και τους διευρυμένους ορίζοντες και θα ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ύπαρξης, απελευθερωμένος από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
* Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό, 1924)
Ένας τελειόφοιτος μηχανικός σχεδιάζει να επισκεφθεί για 3 εβδομάδες τον ξάδερφό του, που νοσηλεύεται σ’ ένα σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Τελικά θα παραμείνει εκεί 7 χρόνια. Έργο που άσκησε μεγάλη επίδραση στη λογοτεχνία του 20ου αι., από τις πρώτες ανιχνεύσεις της ιδρυματοποίησης.
* Joseph und seine Brüder (Ο Ιωσήφ κι οι αδελφοί αυτού, 1933-1943, 4λογία)
* Der junge Joseph (Ο νέος Ιωσήφ, 1934)
* Joseph in Ägypten (Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο, 1936)
* Joseph der Ernährer (Ιωσήφ ο τροφοδότης, 1943)
Αναπλάθει τη γνωστή ιστορία της βίβλου σε αυτή τη 4λογία, που θεωρείτο από τον ίδιο το magnum opus του. Πρόκειται για μια απόπειρα να ενωθούν οι πολύπτυχες εκφάνσεις των πραγμάτων και του κόσμου, οι διαφορετικές αφηγηματικές νόρμες, ο θρύλος, η βιβλική ιστορία, τα πραγματικά γεγονότα, η ανθρωπογεωγραφία, όλα αυτά μέσα από τη προβολή ενός μοναδικού προσώπου.
* Die Geschichten Jaakobs (Οι ιστορίες του Ιακώβ, 1933)
* Lotte in Weimar (Η Λότε στη Βαϊμάρη, 1939)
Η Λόττε, η αγαπημένη του Γκαίτε στα νεανικά του χρόνια, που απαθανάτισε στον Φάουστ, επισκέπτεται τη Βαϊμάρη για να ξανασυναντήσει τον Γκαίτε, ύστερα από 44 χρόνια.
* Doktor Faustus (Δόκτωρ Φαούστους, 1947)
Ο συνθέτης Άντριαν Λέβερκυν (Adrian Levekühn) θα έλθει σε συμφωνία με τον διάβολο ζητώντας όχι πλούτη ή δόξα, αλλά τη δυνατότητα πραγματοποίησης του καλλιτεχνικού του οράματος. Σε αυτό το βιβλίο θ’ ασχοληθεί με βασικά θέματα, όπως η τέχνη, η ζωή, η αγάπη, η λαγνεία και η μουσική. Αλλά το κυριότερο είναι πως θα φτιάξει αλληγορία για τη γιγάντωση του Ναζισμού στη Γερμανία, θα λοιδορήσει την ίδια τη τοιχογραφία της μπουρζουαζίας που στήνει μπρος στα μάτια μας, θα καταφερθεί εναντίον της γερμανικότητας και ταυτόχρονα θα την υμνήσει.
* Der Erwählte (Ο εκλεκτός, 1951)
Με αφορμή λαϊκούς μεσαιωνικούς θρύλους, θα στήσει την ιστορία του Γρηγόριου, που από φτωχός ψαράς γίνεται πολεμιστής και τέλος δούκας στη πατρίδα του τη Φλάνδρα. Από εκεί θα ακολουθήσει μια πορεία μέχρι το Βατικανό και τη παπική τιάρα.
* Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ, 1954), ανολοκλήρωτο. Ο Φέλιξ Κρουλ αναλαμβάνει να πάρει τη θέση ενός νεαρού μαρκησίου, που οι γονείς του, προμηθεύοντάς τον με μεγάλο χρηματικό ποσό, τον αναγκάζουν να φύγει σε πολύχρονο ταξίδι, για να τον απομακρύνουν από την ανεπιθύμητη γι’ αυτούς αγαπημένη του. Ο Κρουλ θα αντικαταστήσει τον Μαρκήσιο και θα αναλάβει μάλιστα και την αλληλογραφία με τους γονείς του.
Η Κηδεία Του Τόμας Μαν
Διηγήματα & νουβέλες:
* 1893: Vision (Οπτασία)
(περιέχεται στη συλλογή 13 διηγημάτων του Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα, όπως κα όλα τα διηγήματα με αστερίσκο που ακολουθούν)
* 1894: Gefallen (Η χάρη)
* 1896: Der Wille zum Glück (Η βούληση για ευτυχία) *
* 1897: Der Tod (Ο θάνατος)
* 1897: Der kleine Herr Friedemann (Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν)
* 1897: Der Bajazzo (Ο παλιάτσος)*
* 1898: Tobias Mindernickel (Τομπίας Μίντερνίκελ)*
* 1899: Der Kleiderschrank (Το ιματιοφυλάκιο)
* 1899: Gerächt (Εκδίκηση)*
* 1900: Luischen (Λουιζάκι) *
* 1900: Der Weg zum Friedhof (Ο δρόμος για το κοιμητήριο)
* 1902: Gladius Dei (Το ξίφος του Θεού)
* 1903: Tristan (Τριστάνος)*
* 1903: Das Wunderkind (Το παιδί θαύμα)*
* 1903: Die Hungernden (Οι πεινασμένοι)
* 1903: Tonio Kröger (Τόνιο Κρέγκερ), νουβέλα
* 1904: Ein Glück (Μια κάποια ευτυχία)*
* 1904: Beim Propheten (Παρά τω Προφήτη)*
* 1905: Schwere Stunde (Δύσκολη ώρα)
* 1908: Anekdote (Ανέκδοτο)*
* 1909: Das Eisenbahnunglück (Το σιδηροδρομικό ατύχημα)*
* 1911: Wie Jappe und Do Escobar sich prügelten (Πώς παίξανε ξύλο ο Γιάπε και ο Ντο Εσκομπάρ)
* 1912: Der Tod in Venedig (Ο θάνατος στη Βενετία)
* 1918: Herr und Hund. Ein Idyll (Σκύλος & αφέντης)
* 1919: Gesang vom Kindchen (Το τραγούδι του παιδιού)
* 1921: Wälsungenblut (Το αίμα των Βελσούνγκεν)
* 1923: Tristan und Isolde (Τριστάνος & Ιζόλδη)
* 1925: Unordnung und fruhes Leid (Αναστάτωση & πρώιμος πόνος)
* 1930: Mario und der Zauberer (Ο Μάριο & ο μάγος)
* 1940: Die Vertauschten Köpfe (Τα αλλαγμένα κεφάλια)
* 1944: Das Gesetz (Ο Νόμος)
* 1953 Die Betrogene (Η απατημένη), νουβέλα
Ο Οικογενειακός Τάφος Του
Δοκίμια (Επιλογή):
* 1918: Betrachtungen eines Unpolitischen (Στοχασμοί ενός απολίτικου).
* 1932: Goethe und Tolstoi. Zum Problem der Humanität (Γκαίτε & Τολστόι).
* 1933: Leiden und Größe Richard Wagners (Πάθος & μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ).
* 1934: Meerfahrt mit Don Quijote (Ταξίδι με τον Δον Κιχώτη), μεταθανάτια έκδοση.
* 1936: Freud und die Zukunft (Ο Φρόυντ & το μέλλον).
* 1938: Schopenhauer
* 1947: Nietzsches Philosophie im Lichte unserer Erfahrung (Η φιλοσοφία του Νίτσε υπό το φως της εμπειρίας μας).
* 1955: Versuch über Schiller (Δοκίμιο για τον Σίλλερ).
* 1963 Wagner und unsere Zeit (Ο Βάγκνερ & η εποχή μας), μεταθανάτια έκδοση.
Αυτοβιογραφικά:
* 1950: Meine Zeit (Η εποχή μου), σκέψεις του συγγραφέα σε αυτοβιογραφικό τόνο.
* Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Briefwechsel, 1943-1955 (Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Αλληλογραφία 1943-1955).
* Herman Hess Thomas Mann:Briefwechsel (Έρμαν Έσσε- Τόμας Μαν: Αλληλογραφία 1910-1955), επιστολογραφία.
Έργα σχετικά με τον Μαν στα Ελληνικά:
* Γκόλο Μαν: Αναμνήσεις από τον πατέρα μου Τόμας Μαν,1965.
Σύντομη βιογραφία του συγγραφέα από τον γιό του.
* Μπρίτα Μπέλερ: Τόμας Μαν, οι τρεις κρίσιμες μέρες (De Beslissing).
Λογοτεχνική ανακατασκευή της συγγραφέως με βάση τα ημερολόγια του Μαν των ημερών που προηγήθηκαν της ανοιχτής επιστολής που έστειλε ο συγγραφέας στις εφημερίδες της Γερμανίας καταγγέλοντας τον Ναζισμό.
* Klaus Betzen: Ο Τόμας Μαν και το πρόβλημα του ανθρωπισμού.
Από διάλεξη στο Ινστιτούτο Γκαίτε το Δεκέμβρη του 1975.======================
Το Μαγικό Βουνό
κεφ. 1: Η Άφιξη
Ένας απλός νέος άνθρωπος ταξίδευε από το Αμβούργο, την ιδιαίτερη πατρίδα του, για το Νταβός-Πλατς στο καντόνι Γκράουμπυντεν. Πήγαινε επίσκεψη για τρεις εβδομάδες. Από το Αμβούργο όμως μέχρι εκεί επάνω είναι μακρύ ταξίδι, πολύ μακρύ μάλιστα σε σχέση με μια τόσο σύντομη διαμονή. Τραβάει μέσα από χώρες πολλές, βουνό πάνω βουνό κάτω, από το νοτιογερμανικό υψίπεδο έως κάτω στις όχθες της σουηβικής θάλασσας και με το πλοίο στα πηδηχτά της κύματα περνώντας πάνω από βάθη που παλιότερα τα θεωρούσαν απύθμενα. Από εκεί κομματιάζεται το ταξίδι που μέχρι τότε ακολουθούσε για μεγάλα διαστήματα ευθείες γραμμές. Στον οικισμό Ρόρσαχ, σε ελβετικό έδαφος, ξαναπαίρνεις το σιδηρόδρομο,
φτάνεις όμως μόνο μέχρι το Λάντκβαρτ, ένα μικρό σταθμό στις Άλπεις, όπου πρέπει να αλλάξεις τραίνο. Είναι ένα τραίνο στενής γραμμής, στο οποίο επιβιβάζεσαι αφού έχεις σταθεί αρκετά σε ανεμοδαρμένο κι ελάχιστα θελκτικό μέρος κι αμέσως μόλις η μικρή αλλά, όπως φαίνεται, ασυνήθιστα ισχυρή μηχανή τεθεί σε κίνηση, αρχίζει το πραγματικά περιπετειώδες κομμάτι του ταξιδιού, μια απότομη και επίμονη ανάβαση που φαίνεται να μη τελειώνει. Γιατί ο σταθμός Λάντκβαρτ βρίσκεται ακόμη σε σχετικά χαμηλό υψόμετρο, τώρα όμως το ταξίδι ακολουθεί έναν άγριο, απότομο, βραχώ δη δρόμο, πραγματικά στα ψηλά βουνά.
Ο Χανς Κάστορπ -αυτό ήταν το όνομα του νεαρού- βρισκόταν μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα με γκρίζα τα πετσαρία, με τον κροκοδειλένιο σάκο του, δώρο του θείου και κηδεμόνα του, του πρόξενου Τίναππελ -για να αναφέρουμε εδώ κι αυτό το όνομα-, το χειμωνιάτικο παλτό του, που κουνιόταν σε ένα κρεμαστάρι και το πλέιντ του τυλιγμένο ρολό. Καθόταν με κατεβασμένο το τζάμι του παραθύρου και, καθώς το απόγευμα γινόταν όλο και πιο ψυχρό, είχε σηκώσει, βουτυρόπαιδο και ευ παθής καθώς ήταν, το γιακά του φαρδιού σύμφωνα με τη μόδα και φοδραρισμένου με μετάξι καλοκαιρινού πανωφοριού του. Δίπλα του, στο κάθισμα, βρισκόταν ένα χαρτόδετο βιβλίο με τον τίτλο Ocean Steamships, όπου μελετούσε κάπου-κάπου στην αρχή του ταξιδιού’ τώρα όμως βρισκόταν εκεί παρατημένο, ενώ η ανάσα της βαριά ασθμαίνουσας ατμομηχανής, μπαίνοντας μέσα, βρόμιζε το κάλυμμά του με κόκκους καρβουνόσκονης.
Δυο ημέρες ταξίδι απομακρύνουνε τον άνθρωπο -και μάλιστα το νέο άνθρωπο, που μόνο λίγο έχει ριζώσει στη ζωή- από τον καθημερινό του κόσμο, από όλα αυτά που ονόμαζε καθήκοντα, ενδιαφέροντα, έγνοιες, προοπτικές του, πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί πηγαίνοντας με το αμάξι στο σταθμό. Ο χώρος που, ελισσόμενος και φευγαλέος, απλώνεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον τόπο της καταγωγής του, διαθέτει δυνάμεις που συνήθως πιστεύει κανείς ότι αποτελούνε προνόμιο του χρόνου, ώρα με την ώρα επιφέρει εσωτερικές αλλαγές που μοιάζουνε πολύ με κείνες που προκαλεί ο χρόνος και που όμως κατά κάποιον τρόπο τις ξεπερνούν. Όπως κι ο χρόνος, επιφέρει λησμονιά, το κάνει όμως αποδεσμεύονιας το πρόσωπο του ανθρώπου από τις σχέσεις του και μεταθέτοντας τον σε μια ελεύθερη κι αρχέγονη κατάσταση -ακόμα και τον σχολαστικό και τον βαθιά ριζωμένο τονε κάνει μεμιάς κάτι σαν πλάνητα. Ο χρόνος, λέγεται, είναι λήθη, μα κι ο αέρας των μακρινών τόπων είναι τέτοιο πιοτό, που αν κι επιδρά λιγότερο βαθιά, επιδρά όμως ταχύτερα.
Αυτή την εμπειρία γνώρισε κι ο Χανς Κάστορπ. Δεν είχε σκοπό να πάρει αυτό το ταξίδι και τόσο σοβαρά, ν’ ασχοληθεί εσώψυχα μ’ αυτό. Αντίθετα, η γνώμη του ήταν να τελειώνει γρήγορα, αφού έπρεπε να γίνει, να επιστρέφει ακριβώς ο ίδιος και να αρχίσει τη ζωή του πάλι ακριβώς από το σημείο που χρειάστηκε για μια στιγμή να την αφήσει. Μόλις χθες βρισκόταν στους συνηθισμένους δρόμους της σκέψης του, τον είχε απασχολήσει ό,τι είχε μόλις πρότινος συμβεί, οι εξετάσεις του κι εκείνο που βρισκόταν άμεσα μπροστά του, η είσοδός του στην εταιρεία Τούντερ & Βίλμς (ναυπηγείο, μηχανουργείο και λεβητοποιείο), υπερπηδώντας τις επόμενες τρεις εβδομάδες με όση ανυπομονησία επέτρεπε ο χαρακτήρας του. Τώρα όμως του φαινόταν σαν να απαιτούσε η κατάσταση όλη του την προσοχή και σαν να μην ήτανε δυνατό να τη πάρει ελαφρά. Αυτή η ανύψωση σε περιοχές όπου ποτέ του πριν δεν είχε ανασάνει και όπου, όπως γνώριζε, επικρατούσαν τελείως ασυνήθιστες, παράξενες, ισχνές και περιοριστικές συνθήκες ζωής -άρχιζε να τον διεγείρει, να τον γεμίζει με ένα είδος φόβου.
Πατρίδα και τάξη δεν βρίσκονταν απλώς πίσω μακριά, βρίσκονταν κυρίως πολύ βαθιά κάτω του και ανέβαινε ολοένα και ψηλότερά τους. Αιωρούμενος μεταξύ αυτών και του άγνωστου αναρωτιόταν τι θα του συνέβαινε εκεί πάνω. Μήπως ήταν ανόητο κι ανθυγιεινό που αυτός, γεννημένος και μαθημένος ν’ αναπνέει μόλις λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, άφηνε να τον μεταφέρουνε σ’ αυτές τις υπερβολικά υψηλές περιοχές χωρίς τουλάχιστον να μείνει λίγες ημέρες σ’ ένα μέρος με μέτριο υψόμετρο; Θα ‘θελε να είχε φτάσει, γιατί όταν βρισκόταν πια εκεί, σκέφτηκε, θα ζούσε όπως παντού και τίποτε δεν θα του υπενθύμιζε, όπως τώρα που σκαρφάλωνε, σε τι ανοίκειες σφαίρες βρισκόταν.
Κοίταξε έξω: το τραίνο ελισσόταν καμπτόμενο σε στενό πέρασμα -έβλεπες τα μπροστινά βαγόνια, έβλεπες τη μηχανή να κοπιάζει βγάζοντας καφετιές, πράσινες και μαύρες μάζες καπνού, που σκόρπιζαν στο πέταγμά τους. Νερά βούιζαν στο βάθος από δεξιά- από τα αριστερά, σκούρα βουνίσια πεύκα έτειναν ανάμεσα σε βρόχινους όγκους προς ένα πετρόγκριζο ουρανό. Κάποτε περνούσαν από κατασκότεινες στοές κι όταν ξημέρωνε πάλι, πλατιά βάραθρα ανοίγονταν με οικισμούς στα βάθη τους. Έκλειναν ύστερα, ακολουθούσαν στενά περάσματα με απομεινάρια χιονιού στις ρωγμές και τις σχισμάδες τους.
Το τραίνο σταματούσε σε σταθμούς με κακομοίρικα κτίρια, σε τυφλούς σταθμούς από όπου έφευγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που σε μπέρδευε, γιατί δεν γνώριζες προς τα πού πήγαινε το ταξίδι και έκανες ώρα να προσανατολιστείς. Υπέροχη μακρινή θέα ανοιγόταν στον θείο, φαντασμαγορικό κόσμο των κορυφών των ψηλών βουνών, προς τα ύψη και το εσωτερικό του οποίου κατευθυνόταν το ταξίδι και χανόταν από το γεμάτο δέος βλέμμα με τις στροφές του περάσματος. Ο Χανς Κάστορπ σκέφτηκε ότι είχε υπερβεί τη ζώνη των φυλλοβόλων,
μάλλον και των ωδικών, αν δεν έπεφτε έξω κι αυτή η σκέψη της παύσης και της απώλειας επέδρασε έτσι που τον κατέλαβε ελαφριά ζάλη και ναυτία και σκέπασε για μια στιγμή τα μάτια με το χέρι του. Πέρασε γρήγορα. Είδε ότι είχε τελειώσει ο ανήφορος, είχανε περάσει το πιο ψηλό σημείο. Τώρα το τραίνο προχωρούσε πιο εύκολα στο επίπεδο βάθος της κοιλάδας.
Θα ήταν οκτώ η ώρα και ακόμη έφεγγε η ημέρα. Μια λίμνη εμφανίστηκε στο βάθος του τοπίου, τα νερά της ήταν γκρίζα και μαύροι πευκώνες σκαρφάλωναν στους λόφους γύρω από τις όχθες της, αραίωναν πιο ψηλά, χάνονταν κι άφηναν πίσω τους ομιχλώδες και γυμνό πέτρωμα. Σταθήκανε σ’ ένα μικρό σταθμό, ήτανε το χωριό Νταβός, καθώς άκουσε ο Χανς Κάστορπ ν’ ανακοινώνουν έξω, σε λίγο θα βρισκότανε στον προορισμό του. Και ξάφνου άκουσε δίπλα του τη φωνή του Γιοάκιμ Τσεήμσεν, την αργόσυρτη αμβουργέζικη φωνή του εξαδέλφου του, που έλεγε:
-“‘Μέρα! Έλα, κατέβα τώρα” κι όπως κοίταξε έξω, κάτω από το παράθυρό του στεκότανε στο κρηπίδωμα ο ίδιος ο Γιοάκιμ αυτοπροσώπως με καφετί πανωφόρι, δίχως καπέλο και φαινότανε τόσο υγιής όσο ποτέ πριν. Γέλασε και ξαναπε: “Έλα, κατέβα, μη ντρέπεσαι“!
-“Δεν έφτασα όμως ακόμη“, είπε ο Χανς Κάστορπ ξαφνιασμένος κι εξακολουθώντας να κάθεται.
-“Πώς δεν έφτασες! Εδώ είναι το χωριό. Από εδώ είναι πιο κοντά για το σανατόριο. Έχω φέρει αμάξι. Έλα, δώσ’ μου τα πράγματά σου“.
Γελώντας, μπερδεμένος, στην έξαψη της άφιξης και του ξανανταμώματος, του έδωσε ο Χανς Κάστορπ το σάκο και το παλτό, το πλέιντ, το μπαστούνι και την ομπρέλα, τέλος και το Ocean Steamships. Μετά πέρασε το στενό διάδρομο και πήδησε στο κρηπίδωμα του σταθμού για τον πραγματικό και, τρόπος του λέγειν, κανονικά προσωπικό χαιρετισμό με τον εξάδελφό του, που έγινε χωρίς πολλές διαχύσεις, όπως γίνεται ανάμεσα σε ανθρώπους με στεγνές και ψυχρές συνήθειες. Ακούγεται παράξενο, αλλά ανέκαθεν απέφευγαν να προσφωνεί ο ένας τον άλλο με το μικρό τους όνομα, μόνο και μόνο από φόβο προς υπερβολική εγκαρδιότητα. Επειδή όμως δεν ταίριαζε να προσφωνούνται με το επώνυμο, περιορίζονταν στην απρόσωπη προσφώνηση. Ήτανe βαθιά ριζωμένη συνήθεια ανάμεσα στα δυο ξαδέρφια.
Ένας άνθρωπος με λιβρέα και πηλίκιο με σιρίτια κοιτούσε πώς έσφιγγαν γρήγορα και λίγο αμήχανα τα χέρια -ο νεαρός Τσίμσεν σε στρατιωτική στάση- και πλησίασε για να ζητήσει το δελτίο αποσκευών του Χανς Κάστορπ, ήταν ο θυρωρός του διεθνούς σανατορίου Μπέργκχοφ και προσφέρθηκε να παραλάβει τη μεγάλη βαλίτσα από το σιδηροδρομικό σταθμό Πλατς, ενώ οι κύριοι θα πήγαιναν με το αμάξι κατευθείαν για το βραδινό.
Κούτσαινε εμφανώς κι έτσι αυτό ήταν το πρώτο που ρώτησε ο Χανς Κάστορπ τον Γιοάκιμ:
-“Δε μου λες, βετεράνος του πολέμου είναι; Γιατί κουτσαίνει έτσι“;
-“Τώρα μάλιστα!” απάντησε ο Γιοάκιμ κάπως πικρά. “Βετεράνος! Τον έχει χτυπήσει στο γόνατο -ή τουλάχιστον τον είχε, γιατί μετά του αφαίρεσαν την επιγονατίδα“.
Ο Χανς το σκέφτηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
-“Α, γι’ αυτό!” είπε, σηκώνοντας το κεφάλι και ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά πίσω του καθώς προχωρούσε. “Δεν θα μου πεις όμως ότι έχεις κι εσύ τίποτε τέτοιο; Μοιάζεις σα να ‘χεις παραλάβει κιόλας το ξίφος σου και να γυρίζεις από τις ασκήσεις“. Και κοίταξε τον εξάδελφό του από το πλάι.
Ο Γιοάκιμ ήτανε ψηλότερος και πιο ευρύστερνος από τον ίδιο, πρότυπο της νεανικής ρώμης και σαν πλασμένος για στολή. Ο τύπος του ήταν πολύ μελαχρινός, από εκείνους που δεν βγάζει σπάνια η ξανθιά του πατρίδα κι η έτσι ή αλλιώς σκουρόχρωμη επιδερμίδα του είχε γίνει σχεδόν μπρούντζινη από το κάψιμο του ήλιου. Με τα μεγάλα μαύρα μάτια του και το μικρό σκούρο μουστάκι πάνω από το γεμάτο, καλογραμμένο στόμα θα ήταν σχεδόν ωραίος αν δεν είχε πεταχτά αυτιά. Ήταν ο μεγάλος του καημός κι ο μοναδικός πόνος στη ζωή του μέχρι κάποια στιγμή. Τώρα είχε άλλες έγνοιες…
… (τέλος αποσπ…)
