Βιογραφικό
Ο Μικελάντζελο Μπουοναρότι (Μichelangelo Buonarroti, 1475-1564, Hgh Renaissance), γεννήθηκε 6 Μάη 1476 στο Καπρέζε, κωμόπολη μόλις 60 χλμ μακριά από τη Φλωρεντία και που σήμερα, προς τιμή του λέγεται, Καπρέζε Μικελάντζελο. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους Βίους του Βασάρι, που επέλεξε να τον τοποθετήσει στη κορυφή των καλλιτεχνών, χρησιμοποιώντας του το προσωνύμιο ο θεϊκός (Il Divino). Στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για το Παπικό παρεκκλήσι του Βατικανού (Καπέλα Σιστίνα), το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά (αποκαθήλωση) στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη.
Ήτανε γιος του Λουντοβίκο ντι Μπουοναρότι ντι Σιμόνι και της Φραντσέσκα ντι Νέρι ντελ Μινιάτο ντι Σιένα. Η οικογένεια Μπουοναρότι είχε καταγωγή από παλιά Φλωρεντινή οικογένεια και μέλη της είχανε στο παρελθόν καταλάβει σημαντικά αξιώματα. Η οικονομική ευημερία της φαίνεται πως ανατράπηκε στα μέσα του 15ου αι. Το 1474, ο πατέρας διορίστηκε ως τοποτηρητής (podestà) στη πόλη Κιούζι κι ύστερα στο Καπρέζε. Είχε άλλα 4 αδέρφια και πάνω στη γέννα του τελευταίου, η μητέρα πέθανε, το 1481. Το 1486, η οικογένεια επιστρέφει στη γενέτειρα του πατέρα Λουντοβίκο Μπουοναρότι, τη Φλωρεντία.

Παρά την εμφανή κλίση του στη ζωγραφική και κατόπιν επιθυμίας του πατέρα, σπούδασε αρχικά υπό την καθοδήγηση του ουμανιστή Φραντσέσκο ντ’ Ουρμπίνο. 2 χρόνια μετά, ο μικρός Μιχαήλ-Άγγελος, μαθητεύει στο εργαστήρι του Ντομένικο Γκιρλαντάϊο. Εκεί έμαθε τη νωπογραφία κι εξασκήθηκε στο σχέδιο. Θεωρείται πιθανό πως παρέμεινε στο εργαστήρι εκεί για 3 έτη μαθητείας, σύμφωνα με σχετική σύμβαση που ‘χε υπογράψει ο πατέρας του το 1488, ωστόσο υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος Τον επόμενο χρόνο, γίνεται δεκτός, στην Ακαδημία των Μέντιτσι και ζει στο Παλάτι τους. Διευθυντής εκεί είχε τοποθετηθεί, από τον μεγάλο ηγέτη της Φλωρεντία κείνη την εποχή, τον Λορέντζο τον Μεγαλοπρεπή, ο Μπερτόλντο Ντι Τζιοβάνι, διδάχθηκε τη τέχνη της γλυπτικής κι ο Λορέντζο τον εισήγαγε στην αυλή του. Εκπαιδεύτηκε δίπλα στους γιους του, ενώ συνδέθηκε με τον Μαρσίλιο Φιτσίνο και τον ποιητή Άντζελο Πολιτσιάνο, καθώς και τις ιδέες του νεοπλατωνισμού. Σ’ αυτή τη περίοδο, ολοκλήρωσε 2 μαρμάρινα ανάγλυφα, τη Παναγία της Σκάλας (1490-1492) και τη Μάχη των Κενταύρων (1491-1492), έργο κατά παραγγελία του Λορέντσο και βασισμένο σε θέμα που πρότεινε ο Πολιτσιάνο.
Παρέμεινε στην υπηρεσία των Μεδίκων, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον γιο του Λορέντσο, τον Πιέρο, ωστόσο το καθεστώς του επρόκειτο να καταρρεύσει μετά από την άνοδο του μοναχού Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα και της απήχησης των κηρυγμάτων του. Υπό τον φόβο αντιποίνων, ως ευνοούμενος των Μεδίκων, εγκατέλειψε τη Φλωρεντία κι αφού έμεινε ένα διάστημα στη Βενετία, εγκαταστάθηκε αργότερα στην Μπολώνια. Εκεί εξασφάλισε σημαντική παραγγελία για την ολοκλήρωση 3 ημιτελών γλυπτών, για την εκκλησία του Σαν Ντομένικο. Παρέμεινε εκεί περισσότερο από ένα χρόνο κι επέστρεψε στη Φλωρεντία το Νοέμβρη του 1495. Ο Μιχαήλ Άγγελος, σε αντίθεση με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι που θεωρούσε τον Σαβοναρόλα φανατικό, επηρεάστηκε από τα κηρύγματά του, τα οποία ενδεχομένως να συνέβαλαν στην θρησκευτική του συγκρότηση.

Μετά το θάνατο του Λορέντσο, στις 8 Απρίλη 1492 κι αφού επέστρεψε για ένα διάστημα στο πατρικό του σπίτι, στη συνέχεια φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι του Σάντο Σπίριτο (Santo Spirito), όπου του δόθηκε η δυνατότητα να αποκτήσει γνώσεις ανατομίας, μελετώντας τα πτώματα του γειτονικού νοσοκομείου. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας, ο Μιχαήλ Άγγελος φιλοτέχνησε έναν ξυλόγλυπτο Εσταυρωμένο (1493), έργο που δώρισε στο μοναστήρι. Στην ίδια χρονική περίοδο ανήκει και το 1ο ίσως πολύ σημαντικό γλυπτό του, ο Ηρακλής, έργο που αρχικά τοποθετήθηκε στο Παλάτσο Στρότσι, αλλά αργότερα μεταφέρθηκε στη Γαλλία όπου πιθανώς καταστράφηκε τον 18ο αι.
Στις 26 Ιουνίου 1496 επισκέφτηκε τη Ρώμη. Νωρίτερα, είχε φιλοτεχνήσει έναν μαρμάρινο ερωτιδέα, του οποίου όμως η θεματολογία έκανε αδύνατη τη πώλησή του, στο καθεστώς της Φλωρεντίας του Σαβοναρόλα. Για το λόγο αυτό, ο Λορέντσο Ποπολάνο, συγγενής των Μέντιτσι, πρότεινε να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του έργου ώστε να φαίνεται ως αρχαία δημιουργία. Με αυτό τον τρόπο πωλήθηκε στον καρδινάλιο Ραφαέλε Ριάριο, που -όταν μετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια- προσκάλεσε τον Μιχαήλ Άγγελο στη Ρώμη προκειμένου να γνωρίσει τον ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στη Ρώμη, φιλοτέχνησε ένα Βάκχο μετά από παραγγελία του Ριάριο, ενώ αργότερα ανέλαβε την δημιουργία της Πιετά (αποκαθήλωση) του Βατικανού, στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, έργο που απεικονίζει την Παναγία να κρατά στα χέρια της το σώμα του Χριστού μετά τη Σταύρωση. Η Πιετά συνέβαλε καθοριστικά στην καταξίωσή του, ενώ αποτελεί και το μοναδικό έργο που φέρει την υπογραφή του, που φρόντισε να χαράξει τις λέξεις:
MICHEL ANGELUS BONAROTUS FLORENT FACIBAT

Παρέμεινε στη Ρώμη περίπου 5 χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στη Φλωρεντία, που προερχόταν από περίοδο πολιτικής αστάθειας μετά τη καταδίκη του Σαβοναρόλα. Χάρη στη φήμη που ‘χε αποκτήσει στη Ρώμη, ανέλαβε αρκετές παραγγελίες έργων. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η ανάθεση του Δαβίδ, για τον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, μαρμάρινου γλυπτού μεγάλων διαστάσεων. Είναι περίπου 4,5 μέτρα ύψος κι είναι τόσο καλά φτιαγμένο, που καθείς μπορεί να διακρίνει ακόμα και τις φλέβες του. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1504 προσδίδοντας μεγάλο κύρος στο Μικελάντζελο. Ήτανε παράλληλα σύμβολο της νέας Φλωρεντινής δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί τελικά στη Πιάτσα ντέλλα Σινιορία (Plazza della Signoria) μπρος από το Παλάτσο Βέκιο (Palazzo Vecchio).
Την επόμενη χρονιά, γνωρίζει τον Ντα Βίντσι και γίνονται φίλοι, παρ’ όλη τη διαφορά ηλικίας τους!
Το 1505 επέστρεψε στη Ρώμη μετά από πρόσκληση του νέου Πάπα Ιουλίου Β΄, που του ανέθεσε τη δημιουργία ενός επιβλητικού μαυσωλείου. Το έργο τελικά έμεινε ημιτελές, ωστόσο στη διάρκεια της επεξεργασίας του, αναλάμβανε παράλληλα κι άλλες παραγγελίες. Μία απ’ αυτές αφορούσε στη διακόσμηση του θόλου του Παπικού Παρεκκλησίου (Καπέλα Σιστίνα), με νωπογραφίες των 12 Αποστόλων. Αυτός αντιπρότεινε περισσότερο σύνθετο και φιλόδοξο εγχείρημα, δημιουργώντας τελικά, σε διάστημα 4 ετών (1508-1512), πιότερες από 300 βιβλικές φιγούρες κι άλλες θρησκευτικές παραστάσεις, όπως σκηνές απ’ τη Γένεση, την ιστορία του Νώε ή τη Δευτέρα Παρουσία. 4 χρόνια, λέγεται ότι δε βγήκε από τη Καπέλα Σιστίνα παρά ελάχιστα και δεν επέτρεπε σε κανένα να δει το έργο του, δημιουργώντας έτσι αναστάτωση, φήμη και πλήθος κόσμου συνέρρεε έξω από το Παρεκκλήσι. Σημαντική καινοτομία υπήρξε επίσης η απεικόνιση θεμάτων που προέρχονταν από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή παράδοση, χωρίς άμεση σχέση με τη χριστιανική θρησκεία, όπως οι Σίβυλλες. Ο θόλος ήτανε τόσο ψηλά που επινόησε τεχνοτροπία. Ζωγράφισε παραμορφωμένες τις φιγούρες, έτσι ώστε ο θεατής, που βρίσκεται αρκετά μέτρα πιο κάτω, να τις βλέπει κανονικές.
Το έργο τελειώνει το 1512 και τον αναγορεύει ουσιαστικά ως τον μεγαλύτερο καλλιτέχνη του (τότε) κόσμου! Στις αρχές του 1513 σημειώθηκε ο θάνατος του Ιουλίου Β΄ κι ο διάδοχος του, Λέων Ι΄ του ανέθεσε την ανακατασκευή της πρόσοψης της εκκλησίας του Σαν Λορέντσο, στη Φλωρεντία. Εργάστηκε για το σκοπό αυτό 3 χρόνια, ωστόσο ο πάπας τελικά απέρριψε το σχέδιο. Στη συνέχεια ανέλαβε την ανέγερση νέου σκευοφυλακίου για την ίδια εκκλησία, με σκοπό να περιέχει τους τάφους του Λορέντσο του Μεγαλοπρεπή, του αδελφού του Τζουλιάνο καθώς και των ομώνυμων πρόωρα χαμένων δουκών.

Ο θάνατος του Πάπα, το 1521 και η άνοδος του Αδριανού ΣΤ΄ αναστέλλουνε προσωρινά τις εργασίες, που συνεχίστηκαν όταν στον παπικό θρόνο ανέβηκε ο Κλήμης Ζ΄. Αν και το έργο έμεινε ημιτελές, αποτελεί σημαντικό δείγμα της συνύπαρξης της αρχιτεκτονικής με τη γλυπτική, σύμφωνα με το καλλιτεχνικό όραμα του Μιχαήλ Άγγελου. Το 1528, του ανατέθηκε σημαντικός ρόλος για την υπεράσπιση της πόλης, απέναντι στα στρατεύματα του Καρόλου Ε΄ κι ανέλαβε επόπτης των έργων οχύρωσής της. Πριν απ’ τη πολιορκία της πόλης, κατέφυγε στη Γαλλία, προσκεκλημένος του Φραγκίσκου Α΄, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί λιποτάκτης, ωστόσο πολύ σύντομα υπέβαλε αίτηση επιστροφής, που έγινε δεκτή. Στις 12 Αυγούστου 1530, η Φλωρεντία υπέγραψε συνθηκολόγηση, ενώ μετά την επιστροφή των Μεδίκων, παρέμεινε στη πόλη, συνεχίζοντας το έργο του πάνω στο σκευοφυλάκιο καθώς και στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη που σχεδιάστηκε να φιλοξενήσει, τη θαυμάσια συλλογή βιβλίων των Μέντιτσι.
Αρχές 10ετίας του 1530, επισκέφτηκε εκ νέου τη Ρώμη, πραγματοποιώντας προσπάθεια να ολοκληρώσει τον Τάφο του Ιούλιου Β’. Οι εργασίες διακόπηκαν τη περίοδο 1534-1541, όταν ανέλαβε να ζωγραφίσει τη Δευτέρα Παρουσία στη Καπέλα Σιξτίνα, τη μεγαλύτερη τοιχογραφία, που ‘χε ποτέ, ο τότε κόσμος! Στα τελευταία χρόνια της εξουσίας του πάπα Παύλου Γ΄, ανέλαβε επίσης σειρά από αρχιτεκτονικά έργα, με σημαντικότερα ίσως αυτά που αφορούσανε στην αναμόρφωση της πλατείας του Καπιτωλίου και το Παλάτσο Φαρνέζε.

Το 1546, διορίστηκε υπεύθυνος αρχιτέκτονας για την ολοκλήρωση της κατασκευής της βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Τα σχέδια που ακολουθήθηκαν ανήκαν στον Ντονάτο Μπραμάντε, ωστόσο ο Μιχαήλ Άγγελος σχεδίασε το θόλο της, που η κατασκευή του ολοκληρώθηκε πριν το θάνατό του, αν κι η τοποθέτησή του έλαβε χώρα μεταγενέστερα.
Πέθανε στις 18 Φλεβάρη 1564 κι ήταν 89 ετών… Σύμφωνα με τον Βασάρι, στη διαθήκη του έλεγε πως αφήνει “τη ψυχή του στο Θεό, το σώμα του στη γη και τα υλικά αγαθά στους πιο κοντινούς συγγενείς”. Η σορός του εναποτέθηκε σε σαρκοφάγο στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στη Ρώμη, αλλά μετά από λίγες ημέρες, ο ανηψιός του, Λιονάρντο Μπουοναρότι, οργάνωσε τη κλοπή της, μεταφέροντας το λείψανο στη Βασιλική της Σάντα Κρότσε (Santa Croce) της Φλωρεντίας, εκπληρώνοντας σχετική επιθυμία του ίδιου του Μιχαήλ Άγγελου.
==============================================================

Υπαπαντή

Άγιος Βαρθολομαίος


Καπέλλα Σιξτίνα

Δημιουργία Του Αδάμ

Κυμαία Σίβυλλα

Ενταφιασμός



Δευτέρα Παρουσία 1

Γυμνό

Ο Προφήτης Ησαΐας

Λήδα & Κύκνος


Λιβυκή Σίβυλλα

Ιησούς & Μαρία


