Mrożek Sławomir Piotr Paweł: Ευρηματικός Έξυπνος Σατιρικός

Βιογραφικό

     O Sławomir Piotr Paweł Mrożek (Σλάβομιρ Πιότρ Πάβελ Μρόζεκ), ήτανε Πολωνός συγγραφέας σατιρικών διηγημάτων και δραματικών έργων με φιλοσοφικά, πολιτικά, ηθικά και ψυχολογικά θέματα, θεατρικός συγγραφέας -ανήκει στο θέατρο του παραλόγου-, δημοσιογράφος, εικονογράφος, ζωγράφος και σκιτσογράφος. Τα θεατρικά του ανήκουν στο είδος της μυθοπλασίας του παραλόγου, με σκοπό να σοκάρουνε το κοινό με μη ρεαλιστικά στοιχεία, πολιτικές κι ιστορικές αναφορές, διαστρέβλωση και παρωδία. Έθιξε θέματα που σχετίζονται στενά με τη πολωνική ιστορία και τις πολιτιστικές παραδόσεις (π.χ. Ρομαντισμός), καθώς και παγκόσμια θέματα, όπως η ελευθερία ή οι απειλές από το σύγχρονο πολιτισμό. Επίσης χαρακτηρίζονται συχνά από εκπληκτική ατάκα, απροσδόκητο πνεύμα ή παραλογισμό, έτσι ώστε ακόμη και στην εποχή του κομμουνιστικού PLR χρησιμοποιήθηκε ρητό στα πολωνικά σχολιάζοντας το κάθε τι παράλογο κι αντίθετο με τη κοινή λογική: Ούτε ο ίδιος ο Mrożek δεν θα το ‘χε εφεύρει κάτι τέτοιο
     Γεννήθηκε στο Borzęcin στις 29 Ιουνίου 1930 στην οικογένεια του Antoni Mrożek (1903–1987), διευθυντή του ταχυδρομείου εκεί και της Zofia το γένος Kędzior (1906–1949), κόρης επιχειρηματία γαλακτοκομικών προϊόντων. Ο συγγραφέας ήταν 1 απ’ τα 3 παιδιά του ζεύγους. Είχε έναν αδελφό, τον Jerzy (1928-1932) και μια αδελφή, τη Litosława (1935-1995). Όταν ήτανε 3 ετών, μετακόμισε με την οικογένειά του στη Κρακοβία. Η οικογένεια του Mrożek πέρασε εκεί όλη τη διάρκεια του Β’Π.Π. Το 1949, αποφοίτησε από το γυμνάσιο Bartłomiej Nowodworski στη Κρακοβία. Μετά σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κρακοβίας, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών Κρακοβίας και στη Σχολή Ανατολικών Σπουδών Πανεπιστημίου Jagiellonian. Δεν ολοκλήρωσε καμμία μελέτη. Στις αρχές της 10ετίας του 1950 έκανε το ντεμπούτο του ως πολιτικός συγγραφέας στο Przekrój. Άρχισε να δημοσιεύει το έργο του σε εφημερίδες. Οι συλλογές διηγημάτων: Stories from Trzmielowa Góra και Practical Half-Armours ήτανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο.



     Άρχισε να γράφει θεατρικά έργα στα τέλη της 10ετίας του 1950. Είχε συμμετοχή ωστόσο, στη παραγωγή της 2ης παράστασης του θεάτρου Bim-Bom του Γκντανσκ με τίτλο Serious Joy (1956). Το 1ο του ήταν Μπάτσοι (Policja), το 1958. Το 2ο του έργο, Tango (1965), γραμμένο για τον ολοκληρωτισμό στο ύφος του Θεάτρου του Παραλόγου, τον έκανε, σύμφωνα με τη Krystyna Dąbrowska, από τους πιο αναγνωρίσιμους Πολωνούς σύγχρονους δραματουργούς στον κόσμο. Έγινε επίσης το πιο πετυχημένο έργο του, σύμφωνα με τη Britannica, που παράγεται σε πολλές δυτικές χώρες. Το 1975 το 2ο δημοφιλές έργο του Emigranci (Οι εμιγκρέδες), πικρό κι ειρωνικό πορτραίτο 2 Πολωνών μεταναστών στο Παρίσι, παρήχθη από τον σκηνοθέτη Andrzej Wajda στο Teatr Stary στη Κρακοβία. Μετά τη στρατιωτική καταστολή του 1981, έγραψε το μοναδικό θεατρικό που μετάνιωσε που ‘γραψε, με τίτλο Άλφα, για τον φυλακισμένο ηγέτη της Αλληλεγγύης Λεχ Βαλέσα, που ‘γινε πρόεδρος της Πολωνίας μετά τη κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Μετά την εισαγωγή στρατιωτικού νόμου στη Πολωνία, οι παραγωγές του Άλφα απαγορεύτηκαν, μαζί με 2 από τ’ άλλα έργα του, τον Πρέσβη και τον Βάτσλαβ. Μετά την αποστασία του, στράφηκε επικριτικά προς το πολωνικό κομμουνιστικό καθεστώς. Αργότερα, από την ασφάλεια της διαμονής στη Γαλλία, διαμαρτυρήθηκε επίσης δημόσια κατά της εισβολής του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Τσεχοσλοβακία το 1968. Πολύ μετά τη κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, σχολίασε έτσι τη γοητεία του με τον κομμουνισμό:

  “Όντας 20 ετών, ήμουν έτοιμος να δεχτώ οποιαδήποτε ιδεολογική πρόταση χωρίς να κοιτάξω άλογο-δώρο στο στόμα, αρκεί να ‘ταν επαναστατική. Τυχερός που δε γεννήθηκα Γερμανός, ας πούμε, το 1913. Θα ήμουνα χιτλερικός γιατί η μέθοδος στρατολόγησης ήταν ίδια“.



     Φλέρταρε για λίγο με το κομμουνιστικό καθεστώς, όταν ως 20χρονος, που επέζησε του πολέμου, έγραψε στίχους που εξυμνούσαν τον Στάλιν και τη κολλεκτιβοποίηση του χωριού. Έκανε ντεμπούτο το 1950 ως σκιτσογράφος. Το 1952 μετακόμισε στο κυβερνητικό Σπίτι του Συγγραφέα (έδρα του ZLP με τη περιορισμένη καντίνα). Το 1953 δημοσίευσε σειρά σχεδίων στο Przekrój. Κυρίως επικεντρώθηκε σε μικρές σατιρικές ιστορίες. Η 1η του ανθολογία σατιρικής πεζογραφίας, Practical Cuirasses (Połpancerze praktyczne), δημοσιεύθηκε το 1953. Στα έτη 1956-8, διηύθυνε στήλη σατιρικών κειμένων στο Życie Literackie με τίτλο Postępowiec.
     Ο Μρόζεκ εντάχθη στο Πολωνικό Ενωμένο Εργατικό Κόμμα στη διάρκεια ηγεσίας σταλινισμού στη Λαϊκή Δημοκρατία Πολωνίας κι έβγαζε τα προς το ζην ως πολιτικός δημοσιογράφος. Επίσης το 1953, υπέγραψε τη λεγόμενη Έκκληση της Κρακοβίας, εκφράζοντας την υποστήριξή του στις σταλινικές αρχές της ΛΔΠ μετά τη σύλληψη με κατασκευασμένες κατηγορίες καθολικών ιερέων που καταδικάστηκαν σε κατασκευασμένη δίκη της Κουρίας της Κρακοβίας και τη θανατική ποινή των Edward ChachlicaMichał Kowalik και πατέρα Józef Lelita. Οι θανατικές ποινές τους δεν εκτελέστηκαν, αν κι ο πατέρας Józef πέθανε υπό ανεξήγητες συνθήκες ενώ βρισκότανε στη φυλακή. Σχολίασε αυτή τη διαδικασία σε άρθρο για τον Dziennik Polski με τίτλο: Το κύριο έγκλημα κι άλλα, όπου έγραψε:

   “Εν τω μεταξύ, αυτός ο άνθρωπος, που τριβότανε πάνω μας, εργαζότανε για να μας σκοτώσει. Στέλνοντας κατασκοπευτικές αναφορές στο Μόναχο, μας έδειξε και τα σπίτια μας ως ακριβείς στόχους για βόμβες, για κανόνια, για θανατηφόρα βακτήρια“.



    Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Maria Obremba που ζούσε στο Κατοβίτσε και μετακόμισε στη Βαρσοβία το 1959. .Εδώ εργάστηκε για το περιοδικό Nowa Kultura. Αρχές 10ετίας ’60, ένιωσε την αυξανόμενη πίεση του συστήματος, που τον ανάγκασε να προσαρμόσει τα έργα του. Το 1963 ο Mrożek ταξίδεψε στην Ιταλία με τη σύζυγό του, αποφάσισαν ν’ αυτομολήσουν κι εγκαταστάθηκαν στο Chiavari κοντά στη Γένοβα. Μετά από 5 χρόνια στην Ιταλία, μετακόμισε στη Γαλλία και το 1978 έλαβε τη γαλλική υπηκοότητα.  Το 1967 λοιπόν, οι Mrożek μετακόμισαν ξανά, αυτή τη φορά στο Παρίσι. Το πρωί 21 Αυγούστου 1968, έμαθε από γαλλικό ραδιόφωνο για εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Τσεχοσλοβακία. Μέχρι τότε, που ήταν αυστηρά απολιτικός, άλλαξε στάση κι έγραψε γνωστή πολιτική δήλωση καταδικάζοντας την επίθεση, που δημοσιεύθηκε την επόμενη μέρα σε πολλές μεγάλες εφημερίδες παγκοσμίως και μερικά περιοδικά εξορίας. Αμέσως μετά, το έργο του απαγορεύεται στις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ. Παντρεύτηκε 2 φορές. Η 1η του σύζυγος από το 1959 κι έληξε με τον απροσδόκητο θάνατό της το 1969. Το 1987, παντρεύτηκε Μεξικανή, τη Susana Osorio Rosas.
    Το μεταγενέστερο έργο, στο Γκντανσκ, στη πόλη που είναι γνωστή ως η γέννηση και το σπίτι της Αλληλεγγύης (πολωνικό συνδικάτο) και του ηγέτη της Λεχ Βαλέσα, το Θέατρο Wybrzeze έκανε θαρραλέα πρεμιέρα το Vatzlav. Ήταν εποχές που η χώρα είχε ελλείψεις τροφίμων, απαγόρευση κυκλοφορίας και στρατιωτικό νόμο. Πολλοί ηθοποιοί φυλακίστηκαν, συμπεριλαμβανομένου του ηθοποιού Jerzy Kiszkis, που έπαιξε τον ομώνυμο ρόλο του Vatzlav. Η γεννημένη στο Γκντανσκ ηθοποιός, ακτιβίστρια κι υποστηρίκτρια της Αλληλεγγύης Μπεάτα Πόζνιακ, κλήθηκε να υποδυθεί την Ιουστίνα, χαρακτήρα που συμβόλιζε τη δικαιοσύνη. Επιβλήθηκε λογοκρισία στα θέατρα. Σημειώθηκε ότι σ’ αυτή τη παραγωγή του Γκντανσκ το 1982, ο λογοκριτής σταμάτησε το έργο μην επιτρέποντας πολλές χειρονομίες από ηθοποιούς στη σκηνή μαζί με του “πατέρα” της Ιουστίνας που φορούσε γενειάδα, επειδή του θύμιζε πάρα πολύ τον Καρλ Μαρξ.



     Από τη μετανάστευση στη Γαλλία στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, στην Αγγλία,  τη Γιουγκοσλαβία, τη Γερμανία, την Ιταλία και το Μεξικό στο ράντσο La Epifanía, που έζησε από το 1989 ως το 1996. Το 1996 επέστρεψε στη Πολωνία και εγκαταστάθηκε στη Κρακοβία.
    Το 2002, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που τον οδήγησε σε αφασία. Ως αποτέλεσμα, έχασε την ικανότητα να χρησιμοποιεί τη γλώσσα προφορικά και γραπτά. Χάρη στη θεραπεία, που ωστόσο διήρκεσε περίπου 3 χρόνια, ανέκτησε την ικανότητα να γράφει και να μιλά. Αποτέλεσμα της μάχης του κατά της νόσου είναι η αυτοβιογραφία του. Στις 6 Μάη 2008, ο Mrożek ανακοίνωσε ότι θα εγκατέλειπε ξανά τη πατρίδα του για να εγκατασταθεί στη Νίκαια στη νότια Γαλλία -για κλίμα που ήταν πιο ευνοϊκό για την υγεία του. Μετακόμισε απ’ τη Πολωνία ακριβώς 1 μήνα μετά -στις 6 Ιουνίου 2008- πετώντας απ’ το αεροδρόμιο Balice,
     Πέθανε το πρωί στις 15 Αυγούστου 2013 σε νοσοκομείο της Νίκαιας.  Χωρίς να είναι θρησκευόμενος σε καμμία περίπτωση, στις 17 Σεπτέμβρη 2013 τάφηκε στην εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου στην Κρακοβία, Της Θείας Λειτουργίας προήδρευσε ο Αρχιεπίσκοπος Κρακοβίας, Καρδινάλιος Stanisław Dziwisz. Οι στάχτες του εναποτέθηκαν στο Εθνικό Πάνθεον στη Κρακοβία.

     Ο Μρόζεκ ξεκίνησε τη καρριέρα του ως γελοιογράφος και χρονογράφος, δημοσιεύοντας σατιρικά σκίτσα και σύντομα διηγήματα. Στη 10ετία του 1950, έγινε εξέχουσα μορφή της πολωνικής λογοτεχνίας, με τα έργα του να χαρακτηρίζονται από λεπτή παρωδία και στιλιζαρισμένη γλώσσα. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από χιούμορ, ειρωνεία και βαθειά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και των κοινωνικών δομών. Παραμένει σημαντική μορφή στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, με τα έργα του να συνεχίζουν να μελετώνται και ν’ ανεβαίνουνε σε θεατρικές σκηνές παγκοσμίως.
     Δεν έζησε μόνο στη Πολωνία. Μετά το 1963, μετανάστευσε στην Ιταλία, στη Γαλλία και μετά στο Μεξικό. Η εμπειρία του αυτή επηρέασε πολύ το έργο του, που συχνά πραγματεύεται θέματα όπως η μετανάστευση, η ταυτότητα κι η αποξένωση. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του θεάτρου του παραλόγου στην Πολωνία, επηρεασμένος από συγγραφείς όπως ο Μπέκετ κι ο Ιονέσκο. Χρησιμοποιούσε την ειρωνεία και το χιούμορ για να σχολιάσει τη πολιτική κατάσταση στη Πολωνία και γενικότερα στην Ανατολική Ευρώπη στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου.
     Το πιο διάσημο έργο του, το Tango, παρουσιάζει την αποδόμηση της παραδοσιακής οικογένειας κι είναι κριτική στην αταξία και την αναρχία που μπορεί να προκύψει όταν σπάνε οι κοινωνικοί κανόνες. Λόγω της κριτικής του στάσης προς το καθεστώς της Πολωνίας, το έργο του συχνά λογοκρινόταν κι ο ίδιος ένιωθε τη πίεση των αρχών. Γι’ αυτό το λόγο, αποφάσισε να ζήσει εκτός Πολωνίας για πολλά χρόνια. Στη μετανάστευση βρήκε ελευθερία να εκφράζεται ελεύθερα και να γράφει χωρίς περιορισμούς. Αν κι έγινε διάσημος νωρίς, πολλοί σημαντικοί τίτλοι και βραβεία ήρθανε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αναδεικνύοντας τη μακροχρόνια επίδρασή του στη λογοτεχνία. Παρά το σατιρικό ύφος και το κωμικό στοιχείο των έργων του, πολλοί θεωρούν ότι ο Μρόζεκ έκρυβε πίσω απ’ αυτά μια βαθειά ευαισθησία για τον άνθρωπο και τη κοινωνία.
     Στο Μεξικό δίδαξε και συνέχισε να γράφει, εμπνέοντας νέους καλλιτέχνες και συγγραφείς Η εμπειρία της ζωής σε διαφορετικές κουλτούρες εμπλούτισε το έργο του και του έδωσε μια πιο παγκόσμια οπτική, Έμεινε ήταν γνωστός για το έντονο χιούμορ του και την ευφυΐα του. Παρότι τα έργα του συχνά σατίριζαν τη κοινωνία, ο ίδιος ήταν άνθρωπος με βαθειά κατανόηση και συμπόνοια για τον άνθρωπο. Είχε επίσης ενδιαφέρον για τη τέχνη και τη ζωγραφική, που συνδύαζε με το γράψιμο. Η λογοτεχνική κληρονομιά του είναι πολύ σημαντική. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και συνεχίζουν να παίζονται σε θέατρα παγκοσμίως. Πολλοί σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς και καλλιτέχνες τονε θεωρούνε πηγή έμπνευσης.



 * Rysunkiwybrane (Επιλεγμένα Σχέδια): Αυτή η συλλογή περιλαμβάνει τα πιο διάσημα σκίτσα του, ξεκινώντας από το 1ο του έργο το 1950 και φτάνοντας μέχρι το 1997. Η συλλογή αυτή παρουσιάζει την εξέλιξη του στυλ του και τις πολιτικές και κοινωνικές του ανησυχίες .

 * Rysunki (Αναλήψεις): Μια άλλη συλλογή που εκδόθηκε το 1982, περιλαμβάνει 55 σκίτσα του Μρόζεκ, αναδεικνύοντας την ικανότητά του να σχολιάζει την ανθρώπινη φύση και την κοινωνία με χιούμορ και ειρωνεία

     Το Μουσείο Γελοιογραφίας Πολωνίας φιλοξενεί πάνω από 20.000 έργα, συμπεριλαμβανομένων των έργων του Μρόζεκ. Εκθέτει έργα που αναδεικνύουν την πολιτική και κοινωνική σάτιρα του Μρόζεκ, προσφέροντας μια μοναδική ματιά στην καλλιτεχνική του πορεία.

Βραβεία & Διακρίσεις

Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Polonia Restituta πολωνική – 2013, μετά θάνατον
Σταυρός του Ταξιάρχη με το Αστέρι του Τάγματος της Polonia Restituta Πολωνικά – 1997
Χρυσό Μετάλλιο Αξίας στον Πολιτισμό – Gloria Artis – 2010
Τάγμα του Ecce Homo (2012)
Λεγεώνα της Τιμής – Γαλλία, 2003
Badge of Merit – 2016, μετά θάνατον.
Το 1962, έγινε ένας από τους πρώτους τέσσερις βραβευθέντες του λογοτεχνικού βραβείου του Ιδρύματος Kościelski
Το 1987 έλαβε το βραβείο Franz Kafka της πόλης Klosterneuburg.
Το 1990 έλαβε τον τίτλο του Επίτιμου Πολίτη της Βασιλικής Πρωτεύουσας της Κρακοβίας
Το 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Jagiellonian[28]
τον Δεκέμβριο του 2004 για το βιβλίο Varia. Το βιβλίο How I Became a Filmmaker έλαβε το βραβείο Krakow Book of the Month
Το 2007 ήταν υποψήφιος για το λογοτεχνικό βραβείο Nike για το Balthazar. Αυτοβιογραφία
για την αλληλογραφία του με τον Stanisław Lem, με τη μορφή επιστολών που δημοσιεύθηκαν από την Wydawnictwo Literackie, έλαβε το βραβείο Jan Parandowski του πολωνικού PEN Club για το 2010
Στις 23 Μαρτίου 2012, του απονεμήθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο της Σιλεσίας στο Κατοβίτσε
Το 2013 έγινε επίτιμο μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και Συνθετών ZAiKS

ΡΗΤΑ:

 Η ομορφιά του θεάτρου είναι ότι ο ένας μιλάει και ο άλλος ακούει. Υπάρχει φυσική παρουσία και των δύο συμμετεχόντων και δεν υπάρχει υποκατάστατο για αυτό.

 Αύριο είναι σήμερα, αλλά θα συμβεί αύριο.

ΕΡΓΑ:

Διηγήματα
Ιστορίες από το βουνό Bumblebee, 1953
Πρακτική ημιθωράκιση, 1953
Ελέφαντας, 1957
Ο γάμος στο Atomice, 1959
Βροχή, 1962
Δύο γράμματα και άλλες ιστορίες, 1970
Διηγήματα, 1981
Καταγγελίες, 1983
Κοιμωμένη
Νερό
Ο τελευταίος ουσάρος
Σημειωματάριο
Μικρή πεζογραφία, 1990
Λιοντάρι
Σοκολάτες για τον Πρόεδρο, 2018

Θεατρικά
Μπάτσοι 1958
Το μαρτύριο του Peter Ohey, 1959
Τουρκία, 1960
Στην ανοικτή θάλασσα, 1961
Κάρολος, 1961
Στριπτίζ, 1961
Διασκέδαση, 1962
Κυνολόγος σε δίλημμα, 1962
Μαγεμένη νύχτα, 1963
Θάνατος υπολοχαγού, 1963
Τάνγκο, 1964
Ντερ Χιρς (1965)
Ρακέτα μωρό, 1965
Τέσσερα, 1967
Σπίτι στα σύνορα, 1967
Testarium, 1967
Καθηγητής, 1968
Δεύτερο μάθημα, 1968
Ευτυχές γεγονός, 1971
Σφαγείο, 1973
Οι μετανάστες, 1974
Ο καμπούρης, 1975
Σερενάτα, 1977
Αλεπού ο φιλόσοφος, 1977
Κυνήγι αλεπούς, 1977
Ο ράφτης, 1977
Fox Aspirant, 1978
Με τα πόδια, 1980
Βάτσλαβ (1982)
Ο Πρέσβης, 1982
Μια καλοκαιρινή μέρα, 1983
Άλφα, 1984
Σύμβαση, 1986
Πορτρέτο, 1987
Χήρες, 1992
Έρωτας στην Κριμαία, 1993
Οι Αιδεσιμότατοι, 2000
Μια όμορφη θέα, 2000
Καρναβάλι, ή η πρώτη σύζυγος του Αδάμ, 2013

Πεζά
Μικρό καλοκαίρι (1956))
Ελέφαντας (1957))
Γάμος στην Ατόμιτσε (1959))
Απόδραση στο Νότο, 1961 – μυθιστόρημα, στα τσεχικά: 1968
Βροχή (1962) – διηγήματα
Δύο γράμματα (1974) – διηγήματα
Πεζογραφία του Μαλέ (1990) – διηγήματα
Διηγήματα και καταγγελίες (1995) – διηγήματα
Διηγήματα (1996) – διηγήματα
Baltazar (2006) – αυτοβιογραφία, Τσέχικα: 2008 Σλοβακικά

Τσέχικες ανθολογίες
Ελέφαντας
Νησί των Ρόδων, 1975
Αμόρ, 1978
Πιστός κηδεμόνας
Η επιστροφή, 1994
Αυτός που πέφτει, 1997
Κόκορας, αλεπού κι εγώ, 2009
Αυτοί που με κουβαλούν, 2017

Στήλες
Μικρά γράμματα, 1981
Ημερολόγιο επιστροφής, 2000
Μικρά γράμματα, 2000

Σενάρια
Νησί των Ρόδων, 1975
Αμόρ, 1978
Η επιστροφή, 1994

Διάφορα
Σχέδια, Iskry, 1982
Βαλτάσαρ. Αυτοβιογραφία, 2006
Ο άνθρωπος σύμφωνα με τον Mrożek. Σχέδια 1950-00
Tango με τον εαυτό σας. Επιλεγμένα έργα, 2009
Ημερολόγιο. Τόμος 1. 1962-69 2010
Ημερολόγιο. Τόμος 2. 1970-79 2012
Ημερολόγιο. Τόμος 3. 1980-89 2013
Letters, 2011
Στο λαβύρινθο της μετανάστευσης Listy 1965-1982 2017
Επιστολές 1964-88. Sławomir Mrożek-Józef Czapski 2023.

========================

                                 O Ελέφαντας

  1. Απ’ Το Σκότος

     Σε αυτό το απομακρυσμένο χωριό μας, βρισκόμαστε στη μέγγενη τρομερής άγνοιας και δεισιδαιμονίας. Να ‘μαι εδώ, θέλω να βγω έξω για να ανακουφιστώ, αλλά αυτή τη στιγμή ορδές νυχτερίδων τριγυρνούν, σαν φύλλα που τα παρασέρνει ένας Οκτωβριανός άνεμος, τα φτερά τους χτυπούν τα τζάμια και φοβάμαι ότι ένα από αυτά θα μπει στα μαλλιά μου και δεν θα μπορέσω ποτέ να τα βγάλω. Έτσι κάθομαι εδώ, σύντροφοι, αντί να βγω έξω, να καταπιέσω την ανάγκη μου, και να γράψω αυτή την αναφορά για σας.
     Λοιπόν, όσον αφορά την αγορά σιτηρών, αυτό συμβαίνει από τότε που εμφανίστηκε ο διάβολος στο μύλο κι έτεινε το καπέλο του σε έναν κομψό χαιρετισμό. Το καπέλο του ήταν σε τρία χρώματα: κόκκινο, λευκό και μπλε και πάνω του ήταν κεντημένο το Tour de la Paix. Οι χωρικοί απέφευγαν τον μύλο κι ο διευθυντής κι η γυναίκα του ήταν ορμημένοι από την ανησυχία να πιούνε μέχρι που μια μέρα την έριξε με βότκα και την ησύχασε. Έπειτα έφυγε για το Λαϊκό Πανεπιστήμιο, όπου πρόκειται να διαβάσει Μαρξισμό, ώστε, όπως λέει, να έχει κάτι να αντιτάξει σε αυτά τα παράλογα στοιχεία.
     Και η σύζυγος του διευθυντή πέθανε στα 1900 και έχουμε ένα ακόμη φάντασμα.
     Πρέπει να σας πω ότι τη νύχτα κάτι ουρλιάζει εδώ. ουρλιάζει τόσο τρομερά που η καρδιά σου σχεδόν σταματά να χτυπά. Κάποιοι λένε ότι είναι το πνεύμα του φτωχού Κάρας, που δεν ήπιε ποτέ φασόλι, καταριέται τους πλούσιους κουλάκους. άλλοι λένε ότι είναι ο πλούσιος Κριβόν, που παραπονιέται μετά θάνατον για τις υποχρεωτικές παραδόσεις. Ένας πραγματικός ταξικός πόλεμος.
     Η καλύβα μου βρίσκεται στην άκρη του δάσους, μόνη. Η νύχτα είναι μαύρη, το δάσος είναι μαύρο κι οι σκέψεις μου μαύρες κι αυτές είναι σαν κοράκια. Μια μέρα ο γείτονάς μου, ο Τζουσιένγκα, καθότανε σε ένα κούτσουρο δίπλα στο δάσος, διαβάζοντας τους Ορίζοντες της Τεχνολογίας, όταν κάτι τον χτύπησε από το πίσω μέρος, έτσι ώστε για τρεις μέρες δεν σταμάτησε ποτέ να κοιτά στο κενό.
     Χρειαζόμαστε τη συμβουλή σας, σύντροφοι, γιατί είμαστε μόνοι εδώ, μίλια από οπουδήποτε, περιτριγυρισμένοι μόνο από απόσταση και τάφους.
Ένας δασοφύλακας μου είπε ότι με τη πανσέληνο ξεσκέπαστα κεφάλια χωρίς σώματα κυλούν, κυνηγιούνται, χτυπούν το ένα το άλλο στα κρύα μέτωπα σαν να θέλουν κάτι, αλλά όταν ξημερώσει όλα εξαφανίζονται κι έχουν μείνει μόνο δέντρα για να μουρμουρίζουν, όχι πολύ δυνατά γιατί φοβούνται. Ω, Θεέ μου, τίποτα δεν θα με κάνει να βγω έξω, ούτε καν η μεγαλύτερη ανάγκη.
     Και το ίδιο ισχύει με όλα. Μιλάτε για την Ευρώπη, σύντροφοι, αλλά εδώ. … Μόλις ρίχνουμε το γάλα μας σε κανάτες, εμφανίζονται από κάπου καμπουριασμένοι νάνοι και φτύνουν μέσα.
     Ένα βράδυ η ηλικιωμένη κυρία Γκλους ξύπνησε κολυμπώντας στον ιδρώτα. Κοίταξε το νυχτικό της και τι είδε; Τη μικρή αναγνώριση που μας είχε δοθεί πριν από τις εκλογές (για να μπορέσουμε να χτίσουμε μια γέφυρα εδώ) και πέθανε ξαφνικά χωρίς το Άκρο Ευχέλαιο, αυτή η αναγνώριση καθότανε στο νυχτικό της, καταπράσινη και πνιγμένη στα γέλια. Η ηλικιωμένη γυναίκα άρχισε να ουρλιάζει, αλλά κανείς δεν ήρθε να δει τι συνέβαινε. Μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ποιος ουρλιάζει κι από ποια ιδεολογική θέση; Και στο σημείο που θα κάναμε τη γέφυρα, ένας καλλιτέχνης πνίγηκε. Ήταν μόλις δύο ετών, αλλά ήδη ιδιοφυΐα. Αν είχε μεγαλώσει, θα είχε καταλάβει και θα είχε περιγράψει τα πάντα. Αλλά
τώρα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πετά τριγύρω και να φωσφορίζει.
     Φυσικά, όλα αυτά τα γεγονότα έχουν αλλάξει την ψυχολογία μας.
     Οι άνθρωποι πιστεύουν στη μαγεία και τις δεισιδαιμονίες. Μόλις χθες βρήκαν έναν σκελετό πίσω από τον αχυρώνα του Μότζα. Ο ιερέας λέει ότι είναι ένας πολιτικός σκελετός. Πιστεύουνε σε φαντάσματα κι άλλα πράγματα, ακόμη και σε μάγισσες. Είναι αλήθεια ότι έχουμε μια γυναίκα που παίρνει το γάλα από τις αγελάδες και τους προκαλεί πυρετό, αλλά θέλουμε να τη κάνουμε να ενταχθεί στο Κόμμα και με αυτόν τον τρόπο να στερήσουμε από τους εχθρούς της προόδου τουλάχιστον ένα επιχείρημα.
     Πώς αυτές οι νυχτερίδες χτυπούνε τα φτερά τους. Χριστέ μου! Πώς τσιρίζουνε και τσιρίζουνε κατούρα κατούρα και ξανά κατούρα κατούρα. Δεν υπάρχει τίποτα σαν αυτά τα μεγάλα σπίτια όπου όλα πρέπει να είναι μέσα και δεν υπάρχει λόγος να μπεις στους θάμνους.
     Αλλά υπάρχουν ακόμα χειρότερα πράγματα από αυτό. Καθώς γράφω αυτό, η πόρτα έχει ανοίξει κι έχει εμφανιστεί η μουσούδα ενός γουρουνιού. Με κοιτάζει πολύ παράξενα, με κοιτάζει επίμονα…
     Δεν σου έχω πει ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά εδώ;

  2. Γενέθλια  (μέχρι εδώ)

     Έκανα τη πρώτη μου επίσκεψη στον δικηγόρο και τη σύζυγό του. Το σαλόνι τους ήτανε μισοσκότεινο. Το φως της ημέρας μόλις που έμπαινε μέσα από τις κουρτίνες και μέσα από μια ζούγκλα από φτέρες σπαραγγιών. Βρήκα τη κυρία του σπιτιού να φορά ένα φόρεμα με σχέδιο από μεγάλες, εξωτικές βουτυρένιες κούκλες. Καθότανε σε μια πολυθρόνα τυλιγμένη σε ένα λευκό λινό κάλυμμα. Από το σούρουπο πάνω από το κεφάλι μου, ένας πολυέλαιος σε σχήμα αράχνης με κοίταζε, χτυπώντας απαλά με τα κρυστάλλινα μενταγιόν του κάθε φορά που περνούσε ένα βαρύ όχημα. Μόνο όταν τα μάτια μου συνήθισαν στο άτονο φως, πρόσεξα στην άκρη του δωματίου, κάτω από ένα φοίνικα, κάποιο είδος παιδικού πάρκου από αυτά που χρησιμοποιούνε τα νήπια, μόνο που αυτός ήτανε πολύ ψηλότερος. Πίσω από τα ξύλινα κάγκελα ένας άντρας καθότανε σε ένα σκαμπό. Κένταγε.
     Καθώς η οικοδέσποινα ούτε μας σύστησε ούτε του έδωσε καμμία προσοχή, θεώρησα ότι θα ήταν απερίσκεπτο να κάνω οποιαδήποτε ερώτηση κι έκανα πως δεν τον έβλεπα, αλλά ντράπηκα κάπως. Το έθιμο ορίζει ότι μια επίσκεψη αυτού του είδους πρέπει να διαρκεί για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όταν αυτό πέρασε, σηκώθηκα να φύγω. Φεύγοντας, έριξα μια περίεργη ματιά στο παρκοκρέβατο, αλλά το μόνο που μπορούσα να δω ήταν το βλέμμα ενός κεφαλιού σκυμμένου πάνω στο κέντημα. Η οικοδέσποινα με συνόδευσε στη πόρτα και, πριν χωριστούμε, με κάλεσε στο πάρτι γενεθλίων του συζύγου της το επόμενο Σάββατο.
     Ως ξένος στη μικρή πόλη, δεν ήμουν εξοικειωμένος με τις ιδιαιτερότητές της, μεταξύ των οποίων κι αυτά που μόλις είχα δει στο σαλόνι του δικηγόρου. Υπέθεσα, ωστόσο, ότι η επόμενη επίσκεψή μου θα έφερνε μια λύση στο μυστήριο.
     Τη καθορισμένη μέρα ντύθηκα προσεκτικά και κατευθύνθηκα προς τη βίλα του δικηγόρου. Μπορούσα να τη δω από μακρυά, όχι μόνον επειδή ήτανε το πιο επιβλητικό σπίτι της πόλης, αλλά κι επειδή, σε αυτή τη περίπτωση, ήταν έντονα φωτισμένο, τα φώτα του αντανακλούσανε στο ποτάμι, μαύρο σα βακελίτη, που έρεε κοντά. Μια λάμψη διέσχισε τον ουρανό πάνω από το δημαρχείο -αυτό ήταν το τοπικό τμήμα της πολιτοφυλακής που συμμετείχε στους εορτασμούς των γενεθλίων του δικηγόρου, στους οποίους συμμετείχε όλος ο πληθυσμός της πόλης.
     Η πύλη ήταν μισάνοιχτη. Από τη μισάνοιχτη μπροστινή πόρτα, φως έπεφτε στο μονοπάτι. Μπήκα στο σαλόνι και τυφλώθηκα από τη λάμψη του πολυελαίου. Τα λευκά χαλαρά καλύμματα είχαν εξαφανιστεί από τις πολυθρόνες. Παρατήρησα ανάμεσα στους παρόντες το κόκκινο πρόσωπο του ιερέα και τα κίτρινα πρόσωπα του φαρμακοποιού και της συζύγου του. Ο γιατρός κι ο πρόεδρος του εργατικού συνεταιρισμού ήταν εκεί κι οι δύο με τις συζύγους τους κι ο ιδιοκτήτης ενός μικρού εργαστηρίου που κατασκεύαζε κλουβιά για τη κυβέρνηση. Είχε κι αυτός μαζί τη σύζυγό του. Ο δικηγόρος ήρθε μπρος να με χαιρετήσει…
     Του έδωσα τις καλύτερες ευχές μου και του έδωσα το δώρο μου. Η γυναίκα του, που φορούσε ένα υπέροχο φόρεμα, με κάλεσε να καθίσω. Στην αρχή δεν μπορούσα να κοιτάξω γύρω μου, αλλά όταν μπήκα στη συζήτηση άρχισα να κοιτώ διακριτικά προς τη γωνία του δωματίου. Ναι, δεν έκανα λάθος. Κάτω από τον φοίνικα ήταν ένα κλουβί και μέσα σε αυτό ο άντρας. Ήταν κάπως καλύτερα ντυμένος από τη τελευταία φορά που τον είδα και φαινόταν να κοιμάται με το κεφάλι του ακουμπισμένο στα χέρια του. Όσο μου επέτρεπε η ευγένεια, συνέχισα να τον παρακολουθώ με την άκρη του ματιού μου, αλλά οι άλλοι καλεσμένοι, όλοι τους συχνοί επισκέπτες του σπιτιού, δεν του έδωσαν την παραμικρή προσοχή κι ήταν απορροφημένοι στη δυνατή και χαρούμενη συζήτηση τους, όπως αρμόζει σε ένα πάρτι γενεθλίων. Μου φάνηκε ότι ο άνθρωπος, νιώθοντας τα μάτια μου πάνω του, ξύπνησε για μια στιγμή, αλλά αμέσως ξανακοιμήθηκε με πλήρη αδιαφορία.
     Για αρκετή ώρα, ενώ συμμετείχα στα γέλια και τις συζητήσεις, τραβώντας το πόδι του φαρμακοποιού και ανταλλάσσοντας σκέψεις με τον ιερέα, προσπάθησα μάταια να λύσω το αίνιγμα. Ξαφνικά οι διπλές πόρτες άνοιξαν διάπλατα και οι υπηρέτες έφεραν ένα τραπέζι στολισμένο με ασήμι, φαγητό και ποτό. Τα παιδιά του οικοδεσπότη έκαναν την εμφάνισή τους και μέσα στη γενική ζωντάνια που προκλήθηκε από την άφιξη του δείπνου καθίσαμε όλοι στο τραπέζι. Μερικές προπόσεις πρόσθεσαν στην ευθυμία της παρέας, η βουή των φωνών δυνάμωσε. Έπειτα, μέσα από το κουδούνισμα των ποτηριών, τον θόρυβο των μαχαιριών και των πιρουνιών, τα ασημένια γέλια των γυναικών και τα βραχνά αστεία των ανδρών, μπορούσα να ακούσω τραγούδια. Ναι, ήταν ο άντρας στο καβούκι. Με την απαλή συνοδεία μιας μπαλαλάικας ακουγόταν η νοσταλγική μελωδία του:

                   Βόλγα, Βόλγα…

     Η παρέα υποδέχτηκε το τραγούδι με απόλυτη αδιαφορία, σαν να τραγουδούσε καναρίνι.
     Στη συνέχεια ακολούθησε το Black Eyes, ακολουθούμενο από πιο χαρούμενο τραγούδι. Σερβίρονταν επιδόρπιο και σύντομα το τραπέζι τυλίχτηκε σε ένα σύννεφο καπνού τσιγάρου. Παρατήρησα ότι τα παιδιά του οικοδεσπότη, με την άδεια της μητέρας τους, πήραν ένα μπουκάλι μπράντι κερασιού από το τραπέζι και έριξαν λίγο από αυτό μέσα από τις ξύλινες μπάρες σε ένα ποτήρι που είχαν δώσει στον άντρα. Άφησε την μπαλαλάικα του στην άκρη, ήπιε το μπράντι και μετά συνέχισε το τραγούδι του.
     Ο ιερέας ξεκίνησε μια συζήτηση μαζί μου για τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, οπότε δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τον άντρα στο κλουβί με μεγάλη προσοχή. “Υπάρχουν εκείνοι“, υποστήριξε ο ιερέας, “που ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος είναι απόγονος του πιθήκου. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: αυτοί που το λένε είναι οι ίδιοι απόγονοι πιθήκων“. Άρχισα να νιώθω την επίδραση όλων των ποτών που είχα πιει, αλλά παρατήρησα ότι ο ίδιος ο άντρας στο κλουβί βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ.
     Ο οικοδεσπότης μου έπιασε τη κατεύθυνση του βλέμματός μου. “Ξέρεις ποιος είναι αυτός;” ρώτησε γελώντας. “Ήταν ιδέα της γυναίκας μου. Δεν ήθελε να έχει καναρίνι ή κάτι τέτοιο στο σαλόνι της. Είναι συνηθισμένο, λέει. Έτσι της πήρα έναν ζωντανό προοδευτικό. Μη τον φοβάσαι. Τον έχουν εξημερώσει“. Οι άλλοι καλεσμένοι, διασκεδάζοντας, κοίταζαν τον άντρα με τη μπαλαλάικα. Ο δικηγόρος συνέχισε την εξήγησή του. “Είναι ντόπιος. Για μερικά χρόνια ήταν άγριος και μάλιστα προκάλεσε κάποιες ζημιές, αλλά πρόσφατα εξημερώθηκε, οπότε τονε κρατάμε στο σπίτι. Κεντά, παίζει μπαλαλάικα και τραγουδά, αλλά μερικές φορές φαίνεται σαν να λαχταρά κάτι“.
  “Ίσως λαχταρά την ελευθερία ή τη δράση...” πρότεινα δειλά. “Άλλωστε είναι προοδευτικός“.
  “Έλα τώρα. Ποτέ δεν ήτανε τόσο καλά“, διαμαρτυρήθηκε ο δικηγόρος. “Έχει στέγη πάνω από το κεφάλι του κι εξασφαλισμένο φαγητό, ηρεμία, καθόλου πρόβλημα. Τον έχουμε εκπαιδεύσει να τρώει από τα χέρια μας -το είδατε και μόνοι σας. Δεν είναι επικίνδυνος. Τον αφήσαμε έξω για τους εορτασμούς της Εθνικής Επετείου και για την επέτειο της Επανάστασης, ώστε να μπορεί να ασκηθεί λίγο. Αλλά πάντα επιστρέφει. Τέλος πάντων, αυτή είναι μια μικρή πόλη, δεν έχει πουθενά να κρυφτεί“.
     Ενώ ο δικηγόρος μου μετέδιδε αυτές τις πληροφορίες για το θέμα της συζήτησης, παράλληλα να κοιτά τριγύρω. Το μέτωπό του συνοφρυώθηκε. Κάτω από το βλέμμα του, το χέρι του ιερέα, που μετέφερε ένα κομμάτι τυρί έμμενταλ στο στόμα του, ξαφνικά σταμάτησε στον αέρα. Η συζήτηση σταμάτησε. Στη σιωπή ακούσαμε το κροτάλισμα ενός κουταλιού που έπεσε από τα δάχτυλα του προέδρου. Ακόμα κι ο δικηγόρος έγινε σοβαρός. Ο άντρας, καρφώνοντας τα μάτια του στο τραπέζι του συμποσίου, άρπαξε τη μπαλαλάικα και άρχισε να τραγουδά:

              Προς τα οδοφράγματα, εργάτες προχωρούν…

     Υπήρχε μια γενική αίσθηση ανακούφισης. Ο ιερέας κατάπιε το έμμενταλ κι όλοι άκουσαν το τραγούδι με ενδιαφέρον.
  “Πρώτης τάξεως!” φώναξε ο δικηγόρος, γελώντας και χτυπώντας τους μηρούς του.
     Ο φαρμακοποιός ήτανε λυγισμένος στα δύο από ευθυμία. Μόνο η οικοδέσποινα ήτανε δυσαρεστημένη.
  “Αγάπη μου“, είπε στον άντρα της, “είναι αργά. Δεν νομίζεις ότι τα παιδιά πρέπει να πάνε για ύπνο; Κι αυτός, πρέπει να σκεπαστεί με τη κουβέρτα του, για να μη τραγουδήσει άλλο απόψε“.
  “Εντάξει“, είπε ο δικηγόρος, “άσε τον προοδευτικό να κοιμηθεί λίγο“.
     Αργά κείνο το βράδυ, όταν ήμουν ανάμεσα στους τελευταίους καλεσμένους που έφυγαν, πέρασα από το κλουβί. Ήτανε καλυμμένο με βελούδινο κάλυμμα κεντημένο με μωβ λουλούδια. Μου φάνηκε ότι από κάτω άκουγα τις απαλές μελωδίες της μπαλαλάικας και κάποιο τραγούδι. Νόμιζα ότι άκουσα τα λόγια:

                Εμπρός, εμπρός…
                                                          (τέλος αποσπ.)
___________________________________

                                        Ο Κύκνος

Στο πάρκο ήτανε μια λίμνη. Στη λίμνη ζούσε ένας κύκνος. Το μεγαλύτερο αξιοθέατο του πάρκου.
Μια μέρα εξαφανίστηκε ο κύκνος. Τονε κλέψανε κάτι αλήτες.
Ο Οργανισμός Δημόσιων Κήπων αγόρασε καινούριο κύκνο.
Δημιουργήθηκε ειδική θέση φύλακα για να προστατεύει τον κύκνο, να μην έχει τη τύχη του προκατόχου του.
Η θέση αυτή ανατέθηκε σ’ ένα γεράκο που ζούσε μονάχος κι έρημος χρόνια ολόκληρα.
Όταν ανέλαβε αυτή τη δουλειά, είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα τα βράδια. Το πάρκο ήταν έρημο.
Ενόσω περιπολούσε στη λίμνη, ο γέρος έριχνε μια ματιά στον κύκνο, αλλά μερικές φορές αφηνόταν να κοιτάζει τ’ αστέρια.
Κρύωνε. Θα ήταν όμορφα, σκέφτηκε, να ρίξει μια ματιά στο μικρό εστιατόριο που είναι κοντά στο πάρκο.
Άρχισε να βαδίζει προς τα κει αλλά θυμήθηκε τον κύκνο. Μπορεί να τον κλέβανε όσο θα έλειπε. Θα ’χανε τη δουλειά του.
Έπρεπε να το ξεχάσει λοιπόν.
Αλλά το κρύο συνέχισε να τον περονιάζει, μεγαλώνοντας τη μοναξιά του.
Στο τέλος αποφάσισε να πάει στο εστιατόριο και να πάρει μαζί του τον κύκνο.
Ακόμα κι αν ερχόταν κανείς στο πάρκο, όσο θα λείπανε, για ν’ αναπνεύσει τον καθαρό αέρα στην ομορφιά της φύσης, δε θα πρόσεχε αμέσως την απουσία του κύκνου.
Η νύχτα ήταν γεμάτη αστέρια βέβαια, αλλά δεν είχε φεγγάρι. Και, το πιο σπουδαίο, θα γυρίζανε γρήγορα.
Έτσι φύγανε λοιπόν.
Στο εστιατόριο τους υποδέχτηκε ένα ανακουφιστικό κύμα ζεστού αέρα γεμάτο με γαργαλιστικές μυρωδιές από το μαγείρεμα των φαγητών.
Ο γέρος έβαλε τον κύκνο να καθίσει απέναντι του στο τραπέζι και κάθισε κι αυτός.
Έτσι μπορούσε να παρακολουθεί τον κύκνο, ενώ θα έτρωγε το φαγητό του.
Για να ζεσταθεί, παράγγειλε κι ένα ποτηράκι βότκα.
Ενόσω έτρωγε μια μερίδα αρνίσιο κρέας και το χαιρότανε μάλιστα πολύ, παρατήρησε ότι ο κύκνος τον κοίταζε με δυστυχισμένο ύφος.
Ο γέρος λυπήθηκε το φτωχούλη κύκνο. Νιώθοντας την επιτιμητική ματιά του τού κόπηκε κάθε όρεξη για φαί.
Έπειτα του ήρθε μια ιδέα. Φώναξε το σερβιτόρο και παράγγειλε ένα ψωμάκι και λίγη ζεστή μπίρα με ζάχαρη.
Βούτηξε το ψωμάκι στη μπίρα και το ‘δωσε στον κύκνο, που γρήγορα ξαναβρήκε τα κέφια του.
Μετά το φαγητό, ικανοποιημένοι και ξανανιωμένοι, ξαναγύρισαν στο πόστο τους.
Το άλλο βράδυ έκανε περισσότερο κρύο.
Τ’ αστέρια φαίνονταν ασυνήθιστα λαμπερά κι ο γερο-φύλακας ένιωθε το κάθε αστέρι σαν παγωμένο καρφί μπηγμένο στη ζεστή αλλά μοναχική καρδιά του. Ωστόσο, αντιστάθηκε στον πειρασμό να ξαναπάει, γι’ άλλη μια φορά στo εστιατόριο.
Στο κέντρο της λίμνης φάνηκε ο κύκνος· τ’ άσπρα φτερά του άστραφταν κάτω απ’ το φως των αστεριών.
Η σκέψη ενός ζωντανού πλάσματος μέσα στο νερό, μια τέτοια παγωμένη νύχτα, έκανε το γέρο ν’ ανατριχιάσει.
Ο φτωχούλης κύκνος άξιζε καλύτερη τύχη.
Ο γερο-φύλακας ήταν σίγουρος ότι ο κύκνος θα καλοδεχόταν λίγη ζεστασιά και κάμποσο φαγητό.
Τον πήρε λοιπόν στην αγκαλιά του και τον κουβάλησε μαζί του στο εστιατόριο.
Άλλη μια νύχτα γεμάτη παγωνιά, κι ο γέρος να βασανίζεται απ’ τη θλίψη.
Τούτη τη φορά το ’χε πάρει απόφαση να μη πάει στο εστιατόριο γιατί, τη προηγούμενη νύχτα, αφ’ ότου γύρισαν, ο κύκνος χόρευε και τραγουδούσε πολύ παράξενα.
Κάθισε λοιπόν στην άκρη της λίμνης, στο άδειο παγωμένο πάρκο και κοίταζε τον ουρανό.
Ξαφνικά, ένιωσε να του τραβάνε το παντελόνι. Ήταν ο κύκνος που κάτι του ζητούσε.
Πήγανε πάλι λοιπόν.
Ένα μήνα αργότερα, τόσο ο φύλακας όσο κι ο κύκνος απολύθηκαν από τη δουλειά τους.
Ο κύκνος: τον είδανε να κολυμπάει περίεργα στο νερό, ακόμα και τη μέρα.
Μια μητέρα που είχε φέρει τα παιδάκια της στο πάρκο για να δούνε τον κύκνο, παραπονέθηκε στις αρχές, από καθαρό ενδιαφέρον, βέβαια, για τη νεολαία.
Ακόμη και στη κατώτερη θέση, ο κάτοχός της πρέπει να έχει κάποιες ηθικές αρχές…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *