Nin Anais: Ερωτικότατη & Αγαπημένη

Βιογραφικό

  Γαλλο-κουβανή συγγραφέας, παθιασμένη, ταξιδεύτρια και διηγηματογράφος-δοκιμιογράφος, που ξόδεψε πάνω από 40 χρόνια, στο μεγάλο ταξίδι της αυτογνωσίας κι έγινε πασίγνωστη για τούτον ακριβώς. Πίστευε πως την ελευθερία, μας τη χαρίζει μόνο το μακρύ κι επίπονο ταξίδι προς την αυτογνωσία. Θεωρείται από πολλούς ως η νονά ή, όπως το έθεσε η ίδια, η ιέρεια της γυναικείας ερωτικής γραφής και γράφοντας για ένα συλλέκτη μ’ ένα δολάριο τη σελίδα κινδύνευσε να συλληφθεί, να καταδικαστεί και να φυλακιστεί λόγω των δρακόντειων νόμων περί αιδούς της 10ετίας του ’40. Παρά τον κίνδυνο και το τόσον αναγκαίο εισόδημα, δεν πήρε στα σοβαρά την ερωτική της γραφή -είπε ότι “έγραφε για να διασκεδάσει, υπό τη πίεση ενός πελάτη” κι ότι τη πίστευε. Το στυλ προήλθε από τη δουλειά των ανδρών αλλά όταν τελικά δημοσιεύτηκαν τα Δέλτα της Αφροδίτης και Μικρά Πουλάκια τη 10ετία του ’70, έγιναν best seller κι έδωσαν στ’ όνομά της φήμη που επιβίωσε για μια γενιά.
   “Είναι εντάξει για μια γυναίκα, να ‘ναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Εγώ ήμουν πρωτίστως γυναίκα“. 

     Η Αναΐς Νιν (Angela Anais Juana Antolina Rosa Edelmira Nin y Culmell) γεννήθηκε στις 21Φλεβάρη 1903 στο Νεϊγί στη Γαλλία. Πατέρας της ήταν ο συνθέτης-πιανίστας Joaquin Nin γεννημένος στη Κούβα, όπου επέστρεψεν αργότερα, μα μεγαλωμένος στην Ισπανία, και μητέρα της η Rosa Culmell y Vigaraud, γαλλο-κουβανο-δανικής καταγωγής, κλασσική αοιδός και πολύ κοινωνική. Γεννημένη σε οικογένεια καλλιτεχνών, η Γάλλο-Κουβανή συγγραφέας, δε θα μπορούσε φυσικά να ξεφύγει από τα δίχτυα της Τέχνης και της Δημιουργικότητας Ανακάλυψε το πάθος της για τη συγγραφή σε αρκετά νεαρή ηλικία. Η γραφή της ώριμης περιόδου της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ρηξικέλευθη, καθώς αποτύπωνε με γλαφυρό τρόπο τη σκανδαλώδη ερωτική ζωή της, στη μορφή ημερολογίου. Έγραφε δίχως περιορισμούς κι ηθικούς φραγμούς. Κατέκτησε το χώρο της πεζογραφίας, γράφοντας σύντομες ιστορίες κι ερωτική λογοτεχνία. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αποτελούσε η αυτοβιογραφική διάθεση των ιστοριών της. Πρόκειται για μια γυναίκα που έζησε τη ζωή στο έπακρο. Μια ζωή ελεύθερη, αλλά και με πάθη.

     Μετά από μια κοσμοπολίτικη παιδική ζωή, η Ρόζα χωρίζοντας με το σύζυγο, εγκαθίσταται στη Ν. Υόρκη, το 1914, μαζί με τα 3 της παιδιά, -είχεν άλλους 2 γιους, γιατί ο άντρας της την εγκατέλειψε. Η Νιν ήταν αυτοδίδακτη, περνώντας πολύ χρόνο κατά τη νεότητά της, σε ταξίδια και διαβάζοντας σε βιβλιοθήκες. Έγραφε από μικρή, κυρίως στα γαλλικά κι άρχισε να γράφει στ’ αγγλικά, μετά τα 17 της. Στην Αμερική φοίτησε σε δημόσιο σχολείο, μέχρι τα 16. Ήταν εξαιρετική μαθήτρια και γρήγορα κατάφερε να μάθει την αγγλική γλώσσα άπταιστα και στο γραπτό, αλλά και στον προφορικό λόγο. Ωστόσο παράτησε το σχολείο, για να γίνει χορεύτρια. Εκτός των άλλων, πόζαρε κι ως μοντέλο για καλλιτέχνες, για να κερδίσει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα έκανε μαθήματα φλαμένκο με τον Francisco Miralles Arnau.

     Στα 20 της στη Νέα Υόρκη γράφεται να σπουδάσει Τέχνη, σε καθολικό σχολείο, μα αποβάλλεται. Ξεκινά δουλειά σα μοντέλο και χορεύτρια και μετά ήρθε ο έρωτας στη ζωή της, στα 23 παντρεύεται τον τραπεζίτη και καλλιτέχνη, Hugh Parker Guiler, που αργότερα έγινε γνωστός σαν παραγωγός ταινιών, με το όνομα Ian Hugo. Όταν άρχισε να γράφει μυθιστοριογραφία, μετακόμισε με τον σύζυγό της στο Παρίσι και συνδέθηκε με την ομάδα της Βίλας Σερά. Η καρριέρα της συγγραφέα ξεκίνησε το 1932 και συνεχίστηκεν αργότερα μ’ αρκετά βιβλία. Εκεί δημοσιεύει το πρώτο της βιβλίο, μια μελέτη στον D.H. Lawrence, που την ολοκλήρωσε σε 16 μόλις μέρες. Σημαντικό ρόλο κι επίδραση είχε στη ζωή της ο Αμερικανός συγγραφέας, Χένρι Μίλερ.
Γνωριστήκανε το 1932 και ξεκινήσανε μια μακράς διάρκειας σχέση, επηρεάζοντας ο ένας τον άλλο τόσο στη τέχνη του όσο και στη ζωή του. Του χρηματοδότησε μάλιστα και το πρώτο του βιβλίο, “Ο Τροπικός Του Καρκίνου“, που έγινε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Όταν η σχέση τους διακόπηκε, τονε κατηγόρησε πως τρέφει άποψη μειωτική για όλες τις γυναίκες, πως “τις βλέπει σα μια τρύπα, μια βιολογική ντροπή“.

Mε τον Χιού

     Είναι ευρέως γνωστό ότι η Νιν άρχισε να γράφει ερωτικά στις αρχές της 10ετίας του 40 για έναν συλλέκτη πελάτη ή προστάτη που ο πράκτορας ήταν ένας άνδρας ονόματι Barnett Ruder στη Ν. Υόρκη. Σύμφωνα με το ημερολόγιό της, ο Χένρι Μίλερ συνάντησε τον Ρούντερ το 1940 και του προσφέρθηκε μια δουλειά που θα του πλήρωνε 100$ το μήνα για να γράψει περίπου 100 σελίδες ειδικά γι’ αυτόν -κυρίως για το σεξ. Ο Μίλερ ήταν σε σοβαρή ανάγκη για χρήματα, δέχτηκε. Άρχισε να γράφει με τη κατανόηση ότι ο Ρούντερ έστελνε το έργο του σ’ ένα συλλέκτη που χρηματοδότησε την επιχείρηση, αν κι ο Μίλερ υποψιαζόταν ότι ο ίδιος ο Ρούντερ ήταν στη πραγματικότητα ο συλλέκτης. Η γραφή σύντομα έγινε αγγαρεία κι ένιωσε σκλάβος. Όταν ο Doubleday του πρόσφερε συμβόλαιο για ένα βιβλίο για την Αμερική, το οποίο τελικά έγινε The Air-Conditioned Nightmare, ο Miller εγκατέλειψε εντελώς την ερωτική γραφή.

Με τον Χιού πάλι

     Η Νιν, που ήταν επί χρόνια ερωμένη και προστάτιδά του, συμφώνησε να χρηματοδοτήσει τη περιοδεία του στις ΗΠΑ για το νέο βιβλίο. Για να συγκεντρώσει χρήματα, πρότεινε να δείξει στο Ruder μια αναθεωρημένη έκδοση του ημερολογίου της του 1932, το οποίο περιείχε τα σεξουαλικά φορτισμένα αποσπάσματα σχετικά με την αρχή της σχέσης της Nin με τον Miller και τη σύζυγό του June. Επίσης, κόλλησε μια από τις πιο δημοφιλείς φωτογραφίες της Λουβσιέν στο εξώφυλλο. Δεν ήταν περίεργο που το έκανε, κι η καρριέρα της στη λογοτεχνική πορνεία, όπως την αποκαλούσε, ξεκίνησε.

Με τον Χένρι Μίλλερ το 1932

     Στις αρχές της 10ετίας του ’40, επέστρεψε στη Ν. Υόρκη και δημοσιεύσεν έργα της με δικά της έξοδα. Με τον όλο κατανόηση για τις εξωσυζυγικές της δραστηριότητες, σύζυγο, απόλαυσεν έναν ευτυχή κι ήρεμο γάμο που κράτησε πάνω από 50 χρόνια. Ωστόσο, στη Καλιφόρνια, διατηρούσεν ακόμα ένα σύζυγο, τον Rupert Pole και μαζί του έζησε 25 χρόνια. Δηλαδή η ζωή της από ένα σημείο και μετά, μοιράζονταν μεταξύ των δυο. Στις 10ετίες’40 & ’50, έκανε γνωριμίες με πολλούς νέους συγγραφείς της εποχής, μεταξύ αυτών οι: Robert Duncan,Gore Vidal & James Leo Herlihy. Με τον Όττο Ρανκ, έναν άλλον εραστή της, ξεκίνησε να μελετά ψυχανάλυση, μετά από μερικές συνεδρίες ως ασθενής του Ρενέ Αλαντί, αλλά και του Καρλ Γιούνγκ για σύντομο διάστημα, κι εργάζεται κι ως λαϊκή ψυχαναλύτρια. Αρκετά αργότερα, το 1936, όταν κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα House of Incest, κάνει εκτενή αναφορά στην αιμομικτική σχέση που υπήρξε με τον πατέρα της.

     Μεταξύ 1940-42 παρήγαγε τουλάχιστον 850 σελίδες ερωτικής, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται όσα γράφτηκαν από μια ομάδα λογοτεχνών φίλων που συγκέντρωσε για να αυξήσει τον αριθμό των σελίδων. Η Νιν, που σπάνια κατέστρεφε κανένα από τα γραπτά της, κράτησε τα καρμπόν για περισσότερα από 30 έτη. Στη 10ετία του ’70, ο εραστής της από το Λος Άντζελες, Ρούπερτ Πόλε, ένιωσε ότι υπήρχε ένα μπεστ σέλερ που χάθηκε στο αρχείο της. Η Νιν, η οποία απέρριψε την ερωτική γραφή ως μίμηση ανδρών πορνογράφου, απέρριψε την ιδέα της δημοσίευσής της, φοβούμενη ότι θα έβλαπτε τη θέση της στη λογοτεχνία. Αλλά ο Pole ήταν επίμονος, και μετά από μια μακρά περίοδο κακομεταχείρισης, την έπεισε να αφήσει τον John Ferrone να προσφέρει μια επαγγελματική γνώμη.

     Σχεδόν έν έτος μετά, ο Ferrone διάβασε την ιστορία The Hungarian Adventurer σε μια επίσκεψη στον Pole και στη Nin στο Λος Άντζελες. Ήταν πεπεισμένος ότι ο Pole είχε δίκιο για τον ερωτικό κι ότι η Nin είχε άδικο. Είπε στη Nin ότι η ερωτική της παράσταση δεν μιμείται καθόλου την αντρική γραφή, αλλά μοναδικά γυναικεία, πλούσια, όμορφα γραμμένη, λογοτεχνική και πρωτοποριακή. Η Nin συμφώνησε να αφήσει τον Harcourt να δημοσιεύσει το ερωτικό έργο κι είπε στον Ferrone ότι μπορούσε να το επεξεργαστεί όπως νόμιζε καλύτερα. Ο Ferrone πήρε ολόκληρη τη συλλογή μαζί του πίσω στη Ν. Υόρκη και ξεκίνησε το τεράστιο έργο να ξετυλίξει τις περίπλοκες και μπερδεμένες ιστορίες και να τις μετατρέψει σε συνεκτικές ιστορίες. Επειδή η Nin ήταν σοβαρά άρρωστη με καρκίνο μέχρι τότε, δεν μπορούσε να ζητήσει τη γνώμη ή τις εξηγήσεις της κι ήταν εντελώς μόνος του.

     Η αρχική συλλογή, Το Δέλτα της Αφροδίτης, δημοσιεύτηκε μόνο μήνες μετά το θάνατο της το 1977. Έγινε αμέσως κριτική κι εμπορική επιτυχία, παραμένοντας στη λίστα των best-seller των New York Times για 36 βδομάδες κι όπως σημείωσε αργότερα ο Ferrone, “Περισσότερα δικαιώματα θα εισρεύσουν από τις πωλήσεις της Delta παρά από όλα τα προηγούμενα βιβλία της Νιν μαζί“. και το Cosmopolitan είπε ότι ήταν “ευρηματικό, σοφιστικέ κι άκρως κομψή κακία“. Το Little Birds, ο 2ος τόμος του Nin Εrotica, που επίσης επιμελήθηκε ο Ferrone, γνώρισε παρόμοια επιτυχία 2 έτη μετά. 
     Ωστόσο, ακόμα και μέχρι το 1960 παρέμενε σχετικώς άγνωστη, μέχρι που δημοσίευσε τα Ημερολόγιά της, έργο που λογίζεται ως πρωτόλειο, δεδομένου ότι άρχισε να το κρατά από τα 11. Το δημοσιευμένο κομμάτι απ’ αυτά -10 ολόκληροι τόμοι- καλύπτει τις χρονιές από το 1934 μέχρι το 1974, όπου εμφανίζεται ανάγλυφα, η πορεία της ως γυναίκα και καλλιτέχνις, με μια διαύγεια και διορατικότητα, ως προς τις αναλύσεις, αξιοθαύμαστη. Δημοσίευσε τον 1ο τόμο όταν ήταν ήδη 63 κι εκτός από βιογραφικό έργο, πρόκειται και για μιαν αναμφισβήτητα καλλιτεχνικήν εργασία. Κάθε τόμος έχει έν ενοποιημένο, ομογενές και πλήρες θέμα. Σκηνές κι άτομα, ζωηρά, πράγμα που εμφανίζεται σαφώς στους διαλόγους κι οι μακροσκελείς παρατηρήσεις, αντιπαραβάλλονται μ’ αινιγματικά σχόλια. Παρόλο που χαρακτηρίστηκε ναρκισσίστρια, η φεμινιστική τάση της, μαζί με την αέναη αναζήτηση της αυτογνωσίας, τη κάναν ελκυστικήν ομιλήτρια για διαλέξεις, στ’ αμερικανικά πανεπιστήμια. Βέβαια δεν υπήρξε ποτέ ακτιβίστρια στο φεμινιστικό κίνημα και δε πίστεψε ποτέ στις αλλαγές των πολιτικών συστημάτων, επειδή: “Τα συστήματα είναι φθαρτά, έτσι νιώθω, πως οι μεγάλες αλλαγές θα προέλθουν από μεγάλη συλλογικήν αλλαγή στις ανθρώπινες συνειδήσεις“.
     Οι τελευταίοι τόμοι δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον, στις αρχές της 10ετίας του ’80. Είχε πεθάνει στις 14 Γενάρη 1977, στο Λος Άντζελες.

  “Πιστεύω μόνο στη φωτιά. Φωτιά. Ζωή. Όντας μες στη φωτιά, έβαλα φωτιά και σ’ άλλους. Ποτέ θάνατος. Φωτιά και ζωήΠαιγνίδια“.

ΡΗΤΑ:

* Πόσο λάθος είναι για μια γυναίκα να περιμένει έναν άντρα να φτιάξει τον κόσμο που θέλει, αντί να τον δημιουργήσει μόνη της.

 * Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

 * Ο μόνος αλχημιστής που μπορεί να τα μετατρέψει όλα σε χρυσάφι είναι ο έρωτας. Το μοναδικό ξόρκι εναντίον του θανάτου, των γηρατειών, της ρουτίνας είναι ο έρωτας.

 * Η ζωή συρρικνώνεται ή μεγεθύνεται σε αναλογία με το θάρρος του καθενός.

 * Η χειρότερη στιγμή των ασθενών μου ήταν όταν ανακάλυπταν ότι ήταν κύριοι της τύχης τους. Δεν ήταν πια θέμα καλής ή κακής τύχης. Όταν δεν μπορούσαν πια να κατηγορήσουν τη μοίρα, απελπίζονταν.

 * Πέταξε τα όνειρά σου στο άπειρο σαν χαρταετό, και δεν ξέρεις τι θα φέρουν πίσω, μια καινούργια ζωή, έναν καινούργιο φίλο, μια καινούργια αγάπη ή μια καινούργια χώρα.

 * Μη ψάχνεις το γιατί  -στην αγάπη δεν υπάρχει γιατί ούτε λογική ούτε εξήγηση ούτε λύση.

 * Τα πράγματα δεν τα βλέπουμε όπως είναι, τα βλέπουμε όπως εμείς είμαστε.

 * Αυτός δεν χρειάζεται όπιο. Έχει το χάρισμα της ονειροπόλησης.

 * Αναβάλλω τον θάνατο ζώντας, υποφέροντας, κάνοντας λάθη, ρισκάροντας, δίνοντας, χάνοντας.

 * Πιστεύω μόνο στη φωτιά. Φωτιά.Ζωή. Όντας μες στη φωτιά, έβαλα φωτιά και σ’ άλλους. Ποτέ θάνατος. Φωτιά και ζωήΠαιγνίδια…

=========================

Το Οικοτροφείο

     Αυτή η ιστορία συνέβη στη Βραζιλία εδώ και πολλά χρόνια, μακριά από τη πόλη, που ακόμα επικρατούσαν αυστηρές καθολικές συνήθειες. Τ’ αγόρια των καλών οικογενειών πηγαίνανε σ’ οικοτροφεία ιησουιτών που συνεχίζανε τις σκληρές συνήθειες του μεσαίωνα. Τ’ αγόρια κοιμόνταν σε ξύλινα κρεβάτια, ξυπνούσανε τα χαράματα, παρακολουθούσανε τη λειτουργία χωρίς να φάνε πρωινό, εξομολογιώνταν καθημερινά και διαρκώς τα παρακολουθούσανε και τα κατασκοπεύανε. Η ατμόσφαιρα ήταν αυστηρή κι αβάσταχτη. Οι παπάδες τρώγανε μόνοι τους σχηματίζοντας μιαν αύρα αγιοσύνης τριγύρω τους. Η ομιλία κι οι χειρονομίες τους ήτανε στιλιζαρισμένες.
     Ανάμεσά τους υπήρχεν ένας πολύ μελαχρινός ιησουίτης με κάμποσο ινδιάνικον αίμα μέσα του, είχε μέτωπο σάτυρου, μεγάλα αφτιά κολλημένα στο κεφάλι, διαπεραστικά μάτια, μισάνοιχτο στόμα απ’ όπου τρέχανε σάλια συνεχώς, πυκνά μαλλιά και μυρωδιά ζώου. Κάτω από το μακρύ καφέ ράσο του, τ’ αγόρια συχνά διακρίνανε φούσκωμα που οι μικρότεροι δε μπορούσαν να εξηγήσουνε κι οι μεγάλοι γελούσαν μ’ αυτό, πίσω από τη πλάτη του. Αυτό το φούσκωμα πεταγόταν απρόσμενα, οιαδήποτε στιγμή -όταν διαβάζανε στη τάξη Δον Κιχώτη ή Ραμπελαί ή μερικές φορές, όταν παρακολουθούσεν απλά τ’ αγόρια κι ιδιαίτερα ένα συγκεκριμένο αγόρι, το μόνο ανοιχτόμαλλο σ’ ολάκερο το σχολείο, με μάτια και δέρμα κοριτσιού.
     Του άρεσε να παίρνει αυτό το αγόρι κοντά του και να του δείχνει βιβλία από την ιδιωτική του συλλογή, που περιλάμβανε εικόνες αγγείων των Ίνκας, μ’ αναπαραστάσεις αντρών να στέκουν όρθιοι ο ένας απέναντι στον άλλο. Το αγόρι ρωτούσε ένα σωρό πράματα κι ο γεροπαπάς του απαντούσε με υπεκφυγές. ‘Αλλες φορές οι εικόνες ήταν εντελώς σαφείς: ένα μακρύ όργανο έβγαινε από τη μέση κάποιου άντρα και χωνόταν από πίσω σ’ έναν άλλο.
     Αυτός ο παπάς στην εξομολόγηση πίεζε τ’ αγόρια μ’ ερωτήσεις. Όσο πιο αθώα δείχνανε, τόσο πιο φοβερές ερωτήσεις τους έκανε από τα σκοτεινά του μικροσκοπικού εξομολογητηρίου. Τα γονατισμένα αγόρια δε μπορούσαν να δουν τον παπά να κάθεται στο εσωτερικό του. Η χαμηλή φωνή του, έβγαινε από το καγκελόφραχτο παράθυρο ρωτώντας:
 -“Είχες ποτέ ερωτικές φαντασιώσεις; Σκέφτεσαι τις γυναίκες; Έχεις ονειρευτεί ποτέ γυναίκα γυμνή; Τι κάνεις τη νύχτα στο κρεβάτι σου; Έχεις αγγίξει ποτέ το κορμί σου; Το έχεις χαϊδέψει ποτέ; Τι κάνεις το πρωί μόλις ξυπνήσεις; Είσαι σε στύση; Κοιτάζεις τ’ άλλα αγόρια όταν ντύνονται ή στο μπάνιο;”
     Όποιο αγόρι δεν είχεν ιδέα για όλα τούτα, μάθαινε γρήγορα τι περιμέναν από κείνο κι οι ερωτήσεις το κάνανε ξεφτέρι. Όποιο αγόρι είχε γνώσεις ηδονιζότανε καθώς εξομολογιόταν με λεπτομέρειες τις συγκινήσεις και τα όνειρά του. Κάποιο αγόρι ονειρευόταν κάθε νύχτα. Αγνοούσε πως έμοιαζε η γυναίκα, πως ήτανε φτιαγμένη, είχε δει όμως ινδιάνους να κάνουν έρωτα σε λάμα που μοιαζε λεπτεπίλεπτον ελάφι. Ονειρευότανε πως έκανε κι αυτό έρωτα σε λάμα και ξυπνούσε το πρωί μούσκεμα. Ο γεροπαπάς ενθάρρυνε τέτοιες εξομολογήσεις. ‘Ακουγε μ’ ατέλειωτην υπομονή. Επέβαλλε παράξενες τιμωρίες. Κάποιο αγόρι που αυνανιζότανε συνεχώς, το πρόσταζε να πηγαίνει μαζί του στο παρεκκλήσι όταν δεν υπήρχε ψυχή και να βυθίζει το πέος του στο αγίασμα, για να εξαγνιστεί. Αυτή η τελετή γινόταν μ’ απόλυτη μυστικότητα τη νύχτα.
     Υπήρχε κι ένα πολύ άγριο αγόρι που μοιαζε με μαυριτανό μικρό πρίγκηπα: σκούρο πρόσωπο, ευγενικά χαρακτηριστικά, βασιλική κορμοστασιά κι όμορφο κορμί, τόσον απαλό ώστε κανένα του κόκαλο δε διακρινόταν, αδύνατο κι αστραφτερό κορμί αγάλματος. Αυτό το αγόρι επαναστατούσε στη καθιερωμένη συνήθεια να φορά νυχτικό. Ήτανε συνηθισμένο να κοιμάται γυμνό και το νυχτικό το πνιγε, το στραγγάλιζε. Κάθε νύχτα λοιπόν το φορούσε όπως τ’ άλλα αγόρια και μετά το βγαζε κρυφά κάτω από τις κουβέρτες και τελικά αποκοιμιότανε χωρίς αυτό.
     Κάθε νύχτα ο γεροιησουίτης έκανε τον γύρο του, για να δει μήπως κανέν αγόρι πήγαινε στο κρεβάτι άλλου ή αυνανιζόταν ή μιλούσε στα σκοτεινά στον γείτονά του. Όταν πλησιάζε το κρεβάτι του απείθαρχου, ανασήκωνε σιγά και προσεκτικά τα σκεπάσματα και κοιτούσε το γυμνό κορμί του. Αν το αγόρι ξυπνούσε το μάλωνε:
 -“Ήρθα να δω αν κοιμάσαι πάλι χωρίς νυχτικό“. Αν κοιμόταν όμως, ικανοποιόταν αργοπορώντας τη ματιά στο νεανικό, παρμένο από τον ύπνο, κορμί.
     Κάποτε στο μάθημα της ανατομίας, ενώ στεκόταν όρθιος στην έδρα και το σαν κορίτσι, ξανθό αγόρι πλάι του. είδανε καθαρά το φούσκωμα κάτω από το ράσο του, όλοι.
 -“Πόσα κόκαλα έχει το ανθρώπινο σώμα;” ρώτησε κείνος το ξανθό αγόρι.
 -“Διακόσια οχτώ“, απάντησεν ήρεμα το ξανθό αγόρι.
 -“Ο πατήρ Ντόμπο όμως έχει διακόσια εννιά!” ακούστηκε η φωνή ενός άλλου αγοριού από το πίσω μέρος της αίθουσας.
     Λίγο μετά τούτο το περιστατικό, τ’ αγόρια πήγαν εκδρομή για το μάθημα της βοτανικής. Τα δέκα χάσανε τον δρόμο τους. Μαζί και το ντελικάτο ξανθό αγόρι. Βρεθήκανε μόνα τους σ’ ένα δάσος, μακριά από τους δασκάλους και τα υπόλοιπα παιδιά. Καθίσανε να ξεκουραστούνε και να καταστρώσουνε σχέδιο δράσης. Φάγανε βατόμουρα. Κανείς δε ξέρει πως άρχισαν. Ύστερα από λίγο το ξανθό αγόρι βρέθηκε στο γρασίδι, ξεγυμνωμένο μπρούμυτα και τ’ άλλα εννιά περάσαν από πάνω του, παίρνοντάς το σα πόρνη, βάρβαρα. Τα έμπειρα αγόρια χώνονταν στον κώλο του για να ικανοποιήσουνε τον πόθο τους, ενώ τα λιγότερο έμπειρα, τρίβονταν ανάμεσα στα μπούτια του με τη τρυφερή σα γυναίκας επιδερμίδα. Φτύνανε στις παλάμες τους και σαλιώνανε το πέος τους. Το ξανθό αγόρι ούρλιαζε, χτυπιότανε κι έκλαιγε, μα τ’ άλλα το κρατούσανε σφιχτά και το ξεθέωσαν ώσπου χορτάσανε.
__________________________________________

Το Δαχτυλίδι

     Οι ινδιάνοι του Περού συνηθίζουν ν’ ανταλλάζουνε δαχτυλίδια στους αρραβώνες, δαχτυλίδια που βρίσκονται στη κατοχή τους πολλά χρόνια. Συχνά τούτα τα δαχτυλίδια μοιάζουν μ’ αλυσίδες.
     Ένας πανέμορφος ινδιάνος ερωτεύτηκε μια περουβιανή ισπανικής καταγωγής, αλλά συνάντησε την άγριαν αντίδραση από τη πλευρά της οικογένειάς της. Οι ινδιάνοι είχανε τη φήμη πως είναι τεμπέληδες κι εκφυλισμένοι κι ότι γεννούσαν ασθενικά κι ανασφαλή παιδιά, κυρίως όταν το αίμα τους έσμιγε με σπανιόλικο.
     Παρά την αντίδραση, το νεαρό ζευγάρι γιόρτασε τους αρραβώνες του με τους στενούς του φίλους. Ο πατέρας της κοπέλας εμφανίστηκε στη διάρκεια του γλεντιού και τους απείλησε πως αν ποτέ συναντούσε τον ινδιάνο να φορά το δαχτυλίδι που μόλις του δωσεν η κόρη του, θα το αποσπούσε από το δάχτυλό του με τον πιο άγριο τρόπο κι αν χρειαζότανε θα του κοβε και το δάχτυλο. Το περιστατικό χάλασε το γλέντι. Όλοι γυρίσανε σπίτια τους και το νεαρό ζευγάρι χώρισε με την υπόσχεση να συναντηθούνε μυστικά.
     Έπειτα από πολλές δυσκολίες, σμίξανε ξανά κάποια βραδιά και ριχτήκαν με πυρετό στα φιλιά, ώρα πολλή. Η γυναίκα είχε ξεσηκωθεί από τα φιλιά του. Ήταν έτοιμη να του δοθεί, νιώθοντας πως αυτή η βραδιά ίσως ήταν η τελευταία που θα βρισκότανε μαζί του, γιατί ο θυμός του πατέρα της κάθε μέρα μεγάλωνε. Ο ινδιάνος όμως ήταν αποφασισμένος να μη τη κάνει δική του στα κρυφά. Εκείνη τότε παρατήρησε πως δε φορούσε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό του. Η ματιά της έγινε ερωτηματική. Εκείνος της είπε στο αφτί:
 -“Το φορώ κει που δε φαίνεται. Το φορώ κει που κανείς δε μπορεί να το δει και μ’ εμποδίζει να κάνω έρωτα σε σένα ή σε οιαδήποτε άλλη γυναίκα μέχρι να παντρευτούμε“.
 -“Δε καταλαβαίνω“, είπεν η κοπέλα, “που ‘ναι το δαχτυλίδι“;
     Τότε κείνος πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο απόκρυφο μέρος ανάμεσα στα πόδια του. Στην αρχή τα δάχτυλά της νιώσανε το πέος του, έπειτα τα οδήγησε και νιώσανε το δαχτυλίδι στη βάση του. Όμως στο άγγιγμα των δαχτύλων της το πέος του σηκώθηκε κι εκείνος ούρλιαξε γιατί το δαχτυλίδι τον έσφιγγε και του προξενούσε πόνο.
     Η κοπέλα σχεδόν λιποθύμησε από φρίκη. Ήταν σα να θελε κείνος να σκοτώσει και ν’ ακρωτηριάσει τον πόθο μέσα του. Ταυτόχρονα όμως στη σκέψη του δεμένου και σφιγμένου από το δαχτυλίδι της πέους, ερεθίστηκε τρομερά σεξουαλικά, τόσον ώστε το κορμί της άναψε κι έγινε ευαίσθητο σε κάθε είδους ερωτικές φαντασιώσεις. Εξακολουθούσε να τον φιλά, παρά τις ικεσίες του να σταματήσει γιατί πονούσε όλο και πιο πολύ.
     Λίγες μέρες αργότερα, ο ινδιάνος υπέφερε και πάλι, μα δε μπορούσε να πετάξει από πάνω του το δαχτυλίδι. Έπρεπε να φωνάξουνε γιατρό για να του το βγάλει. Η γυναίκα ήρθε πάλι και του πρότεινε να κλεφτούν. Εκείνος δέχτηκε. Ανεβήκανε στ’ άλογα και ταξιδέψαν μιαν ολάκερη νύχτα μαζί, ως τη πιο κοντινή πόλη. Εκεί την έκρυψε σ’ ένα δωμάτιο και πήγε να βρει δουλειά σε κάποιο αγρόκτημα. Εκείνη δεν άφησε το δωμάτιο ώσπου να κουραστεί ο πατέρας της να τη ψάχνει. Μόνον ο νυχτοφύλακας της πόλης ήξερε για τη παρουσία της. Ο φύλακας ήταν νέος και την είχε βοηθήσει να κρυφτεί. Από το παράθυρό της τον έβλεπε να περπατά πάνω-κάτω, κρατώντας τα κλειδιά των σπιτιών και να φωνάζει:
 -“Η νύχτα είναι καθαρή κι όλη η πόλη είναι ήσυχη“.
     Όταν κάποιος γύριζε σπίτι του αργά, χτυπούσε τις παλάμες, καλώντας τον φύλακα. Ο φύλακας του άνοιγε τη πόρτα. Όσο ο ινδιάνος βρισκότανε στη δουλειά του, ο φύλακας κι η γυναίκα κουβεντιάζαν αθώα. Της διήγηθηκε για ένα έγκλημα που χε διαπραχτεί πρόσφατα στο χωριό: Οι ινδιάνοι που αφήνανε τα βουνά και τις δουλειές τους στ’ αγροκτήματα και κατεβαίνανε στη ζούγκλα, γίνονταν άγρια θεριά. Στα πρόσωπά τους αλλάζανε τα χαρακτηριστικά από λεπτά κι ευγενικά σε χοντρά και κτηνώδη.
     Μια τέτοια μεταμόρφωση είχε συμβεί και σε κάποιον ινδιάνο που υπήρξε κάποτε ο πιο όμορφος άντρας του χωριού, ευγενικός, σιωπηλός, με παράξενο χιούμορ και συγκρατημένον αισθησιασμό. Είχε κατέβει στη ζούγκλα και πλούτισε κυνηγώντας. Τώρα ξαναγύρισε, είχε νοσταλγήσει το σπιτικό του. Γύρισεν όμως πάμφτωχος και περιπλανιότανε σαν αλήτης. Κανείς δε τον αναγνώριζε, κανείς δε τονε θυμόταν. ‘Αρπαζε λοιπόν ένα κοριτσάκι από το δρόμο και του ξέσκισε τα γεννητικά όργανα με το μακρύ μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να γδέρνει τα ζώα. Δε το χε βιάσει, μόνο έχωσε το μαχαίρι στην ήβη της και τη κομμάτιασε. Ολόκληρο το χωριό αναστατώθηκε. Δε μπορούσαν ν’ αποφασίσουν με ποιο τρόπο να τονε τιμωρήσουνε Σκεφτήκαν ν’ αναβιώσουνε για χάρη του ένα πανάρχαιο ινδιάνικο έθιμο. Θ’ ανοίγανε πληγές στο σώμα του και θα ρίχνανε κερί, ανακατεμένο με κάποιο οξύ που ξέραν οι ινδιάνοι, ώστε οι πόνοι του να πολλαπλασιαστούν. Μετά θα τον μαστίγωναν μέχρι θανάτου.
     Καθώς ο φύλακας διηγιόταν αυτή την ιστορία στη γυναίκα, επέστρεψεν ο εραστής της από τη δουλειά. Την είδε σκυμμένη από το παράθυρο να κοιτάζει τον φύλακα. Έτρεξε πάνω στο δωμάτιό της και παρουσιάστηκε μπροστά της με τα μαύρα μαλλιά ανάκατα ριγμένα στο πρόσωπό του, με τα μάτια να στράφτουν από θυμό και ζήλεια. ‘Αρχισε να τη βλαστημά και να τη βασανίζει μ’ ερωτήματα κι αμφιβολίες. Από το περιστατικό με το δαχτυλίδι, το πέος του είχεν αποκτήσει ευαισθησία. Η ερωτική πράξη συνοδευόταν από πόνους κι έτσι δε μπορούσε να την απολαμβάνει όσο συχνά ήθελε. Το πέος του πρηζότανε και τονε πονούσε για μέρες. Πάντα φοβότανε πως δεν ικανοποιούσε την ερωμένη του κι ότι ίσως αγαπούσε κάποιον άλλο. Όταν είδε τον ψηλό φύλακα να της μιλά, τονε συνεπήρε η σιγουριά πως φλερτάρανε πίσω από τη πλάτη του. Θέλησε να τη πονέσει, θέλησε να τη κάνει με κάποιο τρόπο να υποφέρει σωματικά, όπως είχεν υποφέρει κι εκείνος για χάρη της. Την ανάγκασε να κατέβει μαζί του στο κελάρι που φυλάγανε τους κάδους των κρασιών κάτω από τα δοκάρια της οροφής.
     Έδεσε ένα σχοινί σ’ ένα δοκάρι. Η γυναίκα νόμιζε πως θα τη χτυπούσε. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί της ετοίμαζε τη τροχαλία. Έπειτα της έδεσε τα χέρια κι άρχισε να τραβά το σχοινί ώσπου το κορμί της σηκώθηκε στον αέρα, όλο το βάρος του κρεμάστηκε από τους καρπούς της κι ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Έκλαιγε κι ορκιζόταν ότι του χει μείνει πιστή, αυτός όμως είχε γίνει έξαλλος. Όταν εκείνη λιποθύμησε καθώς τράβηξε κι άλλο το σχοινί, ήρθε στα συγκαλά του. Τη κατέβασε κι άρχισε να τη φιλά και να τη χαϊδεύει. Κείνη άνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε. Ο άντρας άρχισε να τη ποθεί κι έπεσε πάνω της. Περίμενε να του αντισταθεί γιατί ύστερα από τον πόνο που χε τραβήξει, θα τανε θυμωμένη, αλλά δε πρόβαλε καμμιάν αντίσταση.
     Συνέχισε να του χαμογελά.
     Όταν άγγιξε την ήβη της τη βρήκε κάθυγρη. Τη πήρε παράφορα κι εκείνη ανταποκρίθηκε με την ίδιαν έξαψη.
     Ήταν η πιο όμορφη νύχτα απ’ όσες περάσανε μαζί, ξαπλωμένοι στο κρύο πάτωμα του κελαριού, μες στο σκοτάδι.

Τα Ερωτικά (διηγήματα)
Εκδόσεις: ΕΞΑΝΤΑΣ (400σελίδες)
Μετάφραση: Γεράσιμου Μάρκου
_________________________________

Χένρι & Τζουν

  …Ο Χένρι είναι μεθυσμένος. Βλέπει ότι πληγώθηκα. Κουνάω το κεφάλι και προσπαθώ να τα ξεχάσω όλα. Τον κοιτάζω. Η γη τρέμει. Από παντού ακούγονται τα γέλια κι οι φωνές των φοιτητών. Στο ξενοδοχείο Anjou πλαγιάζουμε όπως οι λεσβίες, ρουφάμε και θηλάζουμε ο ένας τον άλλο. Και πάλι. Και πάλι. Ώρες ολόκληρες ηδονής. Η επιγραφή του ξενοδοχείου και τα κόκκινα φώτα λάμπουν μέσα στο δωμάτιο. Όλα είναι μια ατελείωτη θέρμη.
 -“Αναΐς“, λέει ο Χένρι, “έχεις τα πιο όμορφα οπίσθια του κόσμου“.
     Χέρια, δάχτυλα, χάδια, εκσπερματώσεις, κραυγές ηδονής. Μαθαίνω πώς να παίζω με το κορμί του Χένρι, πώς να τον ερεθίζω, πώς να εκφράζω τον πόθο μου. Ξεκουραζόμαστε. Ένα λεωφορείο γεμάτο φοιτητές περνάει. Τρέχω και στέκομαι στο παράθυρο. Ο Χένρι κοιμάται. Θα ήθελα να πήγαινα στο χορό των φοιτητών, να τα γευόμουν όλα, να τα δοκίμαζα όλα. (…)
=================================

H Aυλητρίδα

     Είναι η λιγότερο γνωστή από τις μυθοπλασίες της Anaïs Nin. Δημοσιεύτηκε σε μια έκδοση πέντε αντιτύπων το 1950, περιέχει δύο ιστορίες: τη Ζωή στην Provincetown, που δεν εμφανίστηκε ποτέ σ’ έντυπη μορφή, και τη Marcel, που επιμελήθηκε σημαντικά για να συμπεριληφθεί στο Δέλτα της Αφροδίτης της Νιν (1977). Τώρα, η Sky Blue Press που το 2007 δημοσίευσε έν άλλο από τα πιο σπάνια κείμενά της,

The Winter of Artifice (1939) -προσφέρει μια νέα έκδοση του Auletris. Ενδιαφέρον για τους θιασώτες της ερωτικής -καθώς και για ορισμένους γενικούς αναγνώστες και μελετητές- η δημοσίευσή του είναι ένα σημαντικό γεγονός.
  —Benjamin Franklin V, που γράφει για τη Nin από τη 10ετία του ’60.

     Αυτές οι ιστορίες απολαμβάνουν σαρκώδεις εμπειρίες βασανιστικής λαχτάρας, εξαίσιου πόνου και τολμηρής ώθησης των ορίων. Η Νιν δεν πτοείται από τίποτα. Στη πραγματικότητα, η τολμηρή της εξερεύνηση του ταμπού υπερβαίνει κατά πολύ αυτή των άλλων ερωτικών συλλογών της. Φτιάχνει όμορφες σκηνές, χαρακτήρες κι επιθυμίες με νόστιμα λόγια, ενώ παρασύρει τον αναγνώστη σε κόσμους ξεφτίλας, όπου θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τις δικές τους μυστικές ορμές. Δεν φαντάζεται απλώς ένα ιδανικό σεξουαλικό σενάριο, αλλά μάλλον απεικονίζει πολλές πιθανότητες. 
 —Jessica GilbeyUniversity of Western Sydney

     Πόσο αγνή είναι η Nin στην Auletris, πόσο ανοιχτή σε κάθε σεξουαλική έκφραση και πόσο βαθιά είναι έτοιμη να κοιτάξει, να δει, να μην απομακρυνθεί ποτέ από το ανθρώπινο, το παραβατικό, τον πλούτο της σεξουαλικότητας. Η ποίηση ξεχύνεται από αυτήν, τόσο παθιασμένη, γεμάτη χρώμα, αισθησιασμό και ζωή. Τι πλούσια γραφή… ο κόσμος δέχεται μια νόστιμη, λογοτεχνική απόλαυση.
  —Lana Fox, συνιδρυτής του Go Deeper Press

==========================

Αυλητρίδα: 1ο Μέρος

Η Ζωή Στη Πρόβιντενς

           “Η γλώσσα είναι γυναικείο όπλο“. Καντέρμπουρυ

     Στον μακρύ κεντρικό δρόμο που εκτείνεται κατά μήκος του περιγράμματος του κόλπου, Πορτογάλοι ψαράδες κάθονται σε κύκλους σαν τους Ιταλούς και κουβεντιάζουν. Πίσω από τα σπίτια στον κεντρικό δρόμο υπάρχουν προβλήτες που προβάλλουν στο νερό σε διάφορα μήκη. Σε αυτές τις αποβάθρες βρίσκονται οι καλύβες, οι παράγκες, που κάποτε χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να φυλάξουν τα δίχτυα, τα εργαλεία και τις βάρκες που έπρεπε να επισκευαστούν. Εδώ ζουν οι καλλιτέχνες. Οι στέγες είναι κορυφές και δοκάρια. Όλα είναι φτιαγμένα από ακατέργαστο ξύλο σαν το εσωτερικό κάποιου παλιού πλοίου. Στη παλίρροια το νερό τρέχει κάτω από τις αποβάθρες, στην άμπωτη εκθέτει μια μεγάλη έκταση άμμου. Οι τοίχοι είναι λεπτοί. Μπορεί κανείς να ακούσει τα πάντα. Συχνά οι αποχρώσεις δεν είναι πεσμένες και μπορεί κανείς να δει τα πάντα. Δεν υπάρχουν κηδεμόνες, κανείς να πει: σταματήστε τον θόρυβο ή για να δείτε πότε γυρίζει κανείς σπίτι. Χωρίς επιθεωρητές, ιδιοκτήτες σπιτιών. Μόνο οι μοναχικές αποβάθρες, στο σκοτάδι τη νύχτα, ο ήχος του νερού και τα μικρά στραβά στούντιο που μοιάζουν με παράγκες που καταλαμβάνονται από διάφορους ανθρώπους. Η πόλη είναι γεμάτη στρατιώτες, ναύτες και όμορφα κορίτσια από τη Πορτογαλία… και καλοκαιρινούς επισκέπτες με σορτς. Υπάρχει μια ταινία, ένα μπαρ όπου δεν γίνονται δεκτές γυναίκες και πολλά νυχτερινά κέντρα.

     Σε ένα στούντιο ζούσε ένα από τα μοντέλα του καλλιτέχνη, του οποίου το στόμα ήταν τόσο μεγάλο, τόσο γεμάτο, τόσο προεξέχον, που δεν μπορούσε κανείς να δει τίποτα άλλο. Όταν κοίταξε ένα, μπορούσε κανείς να προσέξει μόνο το στόμα, σαν το στόμα ενός νεφρού. Ρίχτηκε πολύ βαριά, και μετά έκανε λευκό πούδρα το πρόσωπό της, έτσι ώστε το στόμα να ξεχωρίζει ακόμα περισσότερο και να μπορεί να επισκιάσει το υπόλοιπο πρόσωπο και ακόμη και το σώμα. Καθώς κάποιος ήξερε ότι ήταν μοντέλο, πολύ γνωστή στο Village της Νέας Υόρκης, υπέθεσε ότι είχε όμορφο σώμα, αλλά κατά κάποιον τρόπο κοίταζε μόνο το στόμα. Κάπως έτσι φανταζόταν το άλλο στόμα εξίσου πλούσιο, εξίσου προεξέχον. Ακριβώς όπως ένιωθε κανείς ότι τα λεπτά στόματα των πουριτανών γυναικών έπρεπε να είναι τα ακριβή αντίγραφα της σεξουαλικότητας τους με τα λεπτά χείλη.
     Αυτό το στόμα φορούσε ένα φλεγόμενο κόκκινο μαγιό από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έμενε μόνη με τις σκιές πάντα ψηλές. Θα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει το φόρεμά της το πρωί. Την έβλεπε κανείς να κοιμάται, πρώτα από όλα, αργά το πρωί, απλωμένη στο κρεβάτι της με μεγάλη αταξία. Τότε ήταν που ήταν μόνη. Σπάνια ήταν μόνη. Πολύ συχνά ξάπλωνε στο κρεβάτι εντελώς κρυμμένη από κάποιο βαρύ χέρι ή το σώμα ενός άνδρα…
     Κοιμήθηκαν σαν να είχαν τσακωθεί κι ήταν εξαντλημένοι. Κοιμήθηκαν όλο το πρωί, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κλειδωμένοι όπως ήταν, ήτανε δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτή η κλειδωμένη αγκαλιά ήταν μόνο προσωρινή. Το επόμενο βράδυ θα ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος. Το μοντέλο είχε έναν τόσο απλό τρόπο να λύσει το πρόβλημά του. Όταν είδε έναν όμορφο άντρα στο δρόμο, πέρασε το χέρι της μέσα από το δικό του, κοίταξε το πρόσωπό του, χαμογελώντας, και είπε: «Γεια». Ήτανε τόσο απλό. Σπάνια της έδιναν ένα κρύο γεια λόγω του στόματός της.
     Ξεκλειδώνοντας τον εαυτό της από την αγκαλιά του νυχτερινού της επισκέπτη, έτρεχε στη δουλειά της ως μοντέλο, έτσι όλοι στην Provincetown γνώριζαν το σώμα της λίγο πολύ από κοντά. Τα μαθήματα ζωγραφικής το γνώριζαν από πολύωρη περισυλλογή κι η υπόλοιπη πόλη, από τέτοιες περιόδους όπως ανέφερα.
     Ο μόνος που δεν μπορούσε να παρασύρει τόσο εύκολα στο δωμάτιό της ήταν ο ίδιος της γείτονας, το πιο όμορφο αγόρι σε όλη την πόλη, ο γιος ενός Πορτογάλου ψαρά, τώρα καπετάνιος ενός ιστιοπλοϊκού γιοτ που πήγαινε τους επισκέπτες γύρω από το Ακρωτήρι τη νύχτα για ένα δολάριο. Κοιμήθηκε δίπλα της. Πριν την δει, είχε ακούσει όλη τη φασαρία στο δωμάτιό της. το προηγούμενο βράδυ, είχε ακούσει ένα ιδιαίτερο γρύλισμα ικανοποίησης από κάποιο βαρύ σώμα και μετά το χαρούμενο γέλιο μιας γυναίκας, ένα τέτοιο γέλιο που δεν είχε ακούσει ποτέ. Αρχικά, δεν είχε ακούσει ποτέ για γυναίκα που γελούσε ενώ έκανε έρωτα. Πάντα γίνονταν τόσο σοβαροί κι έντονοι, οι πιο γκέι από αυτούς. Είχε γνωρίσει πολλά στη ναυτική του ζωή. Πάντα σοβαρεύονταν. Ποτέ δεν χαμογέλασε, λες και το να κάνεις έρωτα, ακόμα και μ’ ένα ξένο, ήταν μια έντονη υπόθεση, που δεν πρέπει να του φέρονται ελαφρά. Η ευχαρίστησή τους ήτανε πάντα σαν απόλαυση ζώου, σκοτεινή μάλλον, με παράξενους ήχους. Τα ζώα δεν γελούν. Οι γυναίκες γίνονταν ζώα τη νύχτα, σίγουρα, όπως μας έλεγαν αυτοί οι θρύλοι. Περισσότερο ακόμη κι από τους άνδρες.
     Όχι όμως το πλουσιόστομο μοντέλο. Γέλασε σαν γαργαλητό νέφος. Κάθε χάδι την έκανε να γελά άσεμνα. Κι υπήρχε ένα διαφορετικό είδος γέλιου για κάθε μέρος του σώματος. Ξαπλωμένος στο σκοτάδι, στην άλλη πλευρά του τοίχου, μπορούσε σχεδόν να μαντέψει πού την άγγιζαν. Στην αρχή ήταν τα πόδια της, σίγουρα και τη γαργαλούσε γιατί γελούσε. Πρέπει να ήταν μόνο τα εξωτερικά μέρη του σώματός της, γιατί γέλασε χαρούμενα, ανάλαφρα. Ο άντρας μαζί της πρέπει να άγγιζε τα πλευρά, τους ώμους, τα χέρια, τα πόδια της. Ξαφνικά, το γέλιο της άλλαξε. Ήταν ρυθμισμένη σαν να την πληγώνει ελαφρά κι ήταν ότι γινόταν ευάλωτη, μπορούσε να πει. Γέλασε σαν κάποιος που βυθίστηκε σε πολύ κρύο νερό και λαχανιάστηκε, και μετά ένιωσε τη ζεστή αντίδραση κι απολάμβανε τη νέα αίσθηση.
     Γέλασε λες και η ηδονή ήταν καινούργια και άρχισε να την εισβάλλει. Αχ…..αχχ….. ακούστηκε η φωνή της στο σκοτάδι. Αν μπορούσε να δει την κίνηση της, δεν θα είχε τόσο ξεκάθαρα επίγνωση της ευχαρίστησής της. Ένιωσε αυτή την ευχαρίστησή της να κυματίζει στους μυς του. Οι τοίχοι ήταν τόσο λεπτοί που τα ένιωθε όλα στο σώμα του. Αχ…..αχχ…..επικράτησε σιωπή. Αυτή η σιωπή τάραξε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τους Πορτογάλους. Τι θα μπορούσε να την κρατήσει τόσο ακίνητη, μετά τον κυματισμό και την ανοιχτή ευχαρίστησή της; Ποιο χάδι θα μπορούσε να τη σωπάσει ξαφνικά σαν να ήταν πολύ βαθύ για να προκαλέσει μια εξωτερική απόδειξη χαράς; Προσπάθησε να θεοποιήσει. Ήξερε ότι ήταν γυμνή, γιατί την είχε ακούσει να λέει: «Ας βγάλουμε όλα μας τα ρούχα». Τι της έκανε ο άντρας; Χωρίς ήχο. Ο Πορτογάλος ένιωσε κυματισμούς να καλύπτουν το δυνατό, σκούρο κορμί του. Ένιωθε κοντά σε ένα μυστήριο. Περίμενε ότι θα φώναζε κάθε στιγμή από την ασυγκράτητη έκσταση. Αντίθετα, βγήκε από το σκοτάδι, ένα μακρύ, παρατεταμένο χαμηλό γέλιο, αυθόρμητο, πλούσιο, χαμηλό, άσεμνο…
     Το άλλο στόμα -σίγουρα ο άντρας είχε ανοίξει το δρόμο του στο άλλο στόμα, το πλούσιο, χοντρό, πλούσιο σεξουαλικό στόμα που έφερε σχεδόν εκτεθειμένο για να το δουν όλοι στο δίδυμο στόμα του προσώπου της… για να δουν όλοι το πάχος και την πληρότητα των σεξουαλικών της συναισθημάτων…ώριμα και ανοιχτά και κόκκινα… Αχ….. Αχ….. ακούστηκε η φωνή. Η σάρκα χαραμίστηκε από την επίθεση του άντρα, υποχωρώντας, και με εντερικές κραυγές που αποκάλυπταν τις ωθήσεις που της έγιναν, κάθε ώθηση συνοδευόταν από μια μακρά αχχχχχχ…..αχχχχχχχχ ηδονής, μέχρι που η φωνή της βούλιαξε.
     Και μετά πάλι σιωπή. Και τότε ακούστηκε η φωνή σαν να ήταν ξαφνικά τραυματισμένη βίαια. Αχχ……… Το σώμα του Πορτογάλου καιγόταν, βασανιζόταν από επιθυμία. Κάθε κλάμα της γυναίκας σήκωνε το πέος του στο σκοτάδι. Και πώς κάηκε. Όλος ο άνεμος και ο ήλιος που το είχαν χτυπήσει, το κρύο και η ζέστη, το αλμυρό νερό, συνέβαλαν στο να γίνει σταθερό και αλμυρό και σφριγηλό, και τώρα στεκόταν υψωμένο στο σκοτάδι, χοροπηδώντας σε κάθε αλλαγή της φωνής της γυναίκας. Όταν ήρθε το τελευταίο της κλάμα, σχεδόν νόμιζε ότι θα ερχόταν κι εκείνος, τόσο πυρετώδης και τεντωμένος ήταν, άκουγε αυτή τη σκηνή και φανταζόταν όλες τις εξελίξεις…
     Σιωπή τώρα. Πρέπει να τους πήρε ο ύπνος. Ο Πορτογάλος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε και γλίστρησε στο παντελόνι του. Άνοιξε τη πόρτα της οθόνης του στούντιο του. Υπήρχε ένα φως δίπλα. Οι αποχρώσεις ζωήρεψαν κι εκεί ξάπλωσε, γυμνή και κοιμισμένη, με τον άντρα πεσμένο πάνω της. Όσο κι αν την επιθυμούσε και τώρα ήτανε κάθε στιγμή της μέρας και της νύχτας, όταν την έβλεπε να περπατά, τόσο γυμνή με το μαγιό της που μπορούσε να δει τις κατσαρές ηβικές τρίχες να προεξέχουν σε κάθε πλευρά του στενού σλιπ της. τόσο γυμνό που οι ιμάντες έπεφταν συχνά από τους ώμους της και αποκάλυπταν το μισό της στήθος… ωστόσο δεν μπορούσε να γίνει ένας από εκείνους τους ανώνυμους άντρες που όλοι μπορούσαν να της προσφέρουν ευχαρίστηση. Δεν μπορούσε να πιάσει τον εαυτό του να πάρει αυτό το σώμα που ανήκε σε όλους και μπορούσε να απολαύσει τα χάδια κανενός εξίσου. Αυτό τον κράτησε πίσω. Και τί δυσκολία είχε στο να είναι συγκρατημένος μαζί της και όμως να πρέπει να ακούει σχεδόν κάθε βράδυ την ίδια σκηνή.
     Ήταν ακούραστη… «Είναι νυμφομανής», σκέφτηκε. «Δεν της φτάνει ποτέ… είναι ένα τέρας… Δεν θέλω να αγαπήσω ένα τέρας σαν αυτό. Είναι σαν το στόμα της, μεγάλη και αδηφάγα και πάντα πεινασμένη. Δεν θα μπορούσα ποτέ να την κρατήσω για τον εαυτό μου…»
     Δεν είναι αυτό που σκέφτηκε. Ένιωθε κατά κάποιον τρόπο, ότι ακριβώς δίπλα της ζούσε η πιο δυναμική από όλες. Ένιωσε το σθένος του. Δεν μπορούσε να διαλύσει την αντίστασή του. Και μετά με μια γυναικεία διόραση μάντευε τι τον κρατούσε μακριά της. Αποφάσισε να του θυσιάσει τις μέρες της ευχαρίστησής της. Ένιωθε σίγουρη ή το σχέδιό της. Ξαφνικά δεν ήρθε κανείς να τη δει. Κάθε βράδυ άκουγε και δεν ακουγόταν έρωτας.
     Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και την άκουγε να γυρίζει. Μπορούσε να ακούσει τις καρφίτσες στα μαλλιά να πέφτουν στο πάτωμα όταν έλυνε τα μαλλιά της. Όχι όμως έρωτες. Αυτό ήταν που τον ιντριγκάρει. Άρχισε να τη σκέφτεται όλο και περισσότερο.
     Ένα βράδυ την άκουσε να αναστενάζει. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ανέβασε λίγο τη φωνή του και είπε: «Γιατί αναστενάζεις»;

«Είμαι εδώ μόνη και θυμάμαι μια τρομερή ιστορία που άκουσα σήμερα. Συνάντησα μια γυναίκα στην παραλία που μου μίλησε. Ήταν μια περίεργη, όμορφη γυναίκα, πολύ δεμένη. Τα χέρια της έτρεμαν όλη την ώρα. Αρχίσαμε να μιλάμε. Μου περιέγραψε τον γιο της. Όταν ήταν δεκατριών ετών ήταν ένα όμορφο αγόρι με μακριές βλεφαρίδες σαν κορίτσι, λεπτό σώμα, λεπτή σοδειά με σγουρά καστανά μαλλιά. Ήταν έξυπνος και λαμπρός.
Ζούσαν στο Παρίσι. Το αγόρι αγαπούσε ασυνήθιστα το διάβασμα. Ειδικά οι ποιητές. Στα δεκατρία είχε ήδη δοκιμάσει να καπνίσει και να πιει… ακόμα και ναρκωτικά. Αλλά η μητέρα του δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό. Μια μέρα μόνος στο διαμέρισμα της σοφίτας που έμεναν μαζί, ενώ η μητέρα ήταν έξω, (και έμενε όλο το βράδυ έξω πίνοντας), εκείνος έπαιζε να κρεμιέται. Μόλις είχε διαβάσει τη ζωή ενός ποιητή που κρεμάστηκε σε έναν φράχτη. Το αγόρι πέρασε το βαρύ κορδόνι γύρω από ένα από τα δοκάρια και στάθηκε σε ένα κουτί και έδεσε το κορδόνι γύρω από το λαιμό του. Του άρεσε να φαντάζεται την ιδέα να πεθάνει και να μετανιώνει βαθιά. Του άρεσε να φαντάζεται πώς θα ένιωθε η μητέρα του, ενώ τώρα αντιμετώπιζε κάθε μέρα ένα είδος εγκατάλειψης. Λοιπόν, έσφιξε το σχοινί γύρω από το λαιμό του, απλά παίζοντας και τότε αυτό που ένιωσε εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο εκπληκτικό: ένιωσε ευχαρίστηση, μια ευχαρίστηση που πέρασε από το σώμα του, μια αίσθηση που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, η οποία ξεκίνησε από εκεί που ούρησε και μετά απλώθηκε σε όλο του το σώμα. Κράτησε μόνο όσο το σχοινί ήταν σφιχτό γύρω από το λαιμό του. Αυτή η ανακάλυψη τον εξέπληξε και τον τρόμαξε. Άφησε το σκοινί και γύρισε στα βιβλία του αναψοκοκκινισμένος και αναστατωμένος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Περίεργο ότι εκεί που ήταν πριν το λιγοστό σεξ του υπήρχαν μεγάλες αναταραχές σαν να γέμιζε με μια νέα ώθηση, και αυτή ήταν να μην ουρήσει. Ένα είδος χυμού ανέβαινε και το σήκωνε και το σκλήρυνε, ακριβώς τη στιγμή που το κορδόνι είχε σφίξει γύρω από το λαιμό του. Το αγόρι δεν είπε σε κανέναν για αυτό. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν αληθινό. Πέρασε μια ανήσυχη νύχτα νομίζοντας ότι το είχε ονειρευτεί και ότι την επόμενη μέρα δεν θα ζούσε την ίδια ευχαρίστηση. Περίμενε υπομονετικά μέχρι το επόμενο βράδυ, όταν η μητέρα του ήταν ξανά έξω, και μετά σκαρφάλωσε στο κουτί του σαπουνιού του και έβαλε τη θηλιά γύρω από τον λεπτό λαιμό του και τράβηξε ελαφρά. Η αίσθηση επέστρεψε. Όταν το κορδόνι ήταν σφιγμένο, συνέβαινε κάτι νόστιμο και εξευτελιστικό στην περιοχή του φύλου του, κάτι που δεν ένιωθε ποτέ πριν και που ήταν μεγαλύτερη απόλαυση από αυτή του ποτού. Το χάρηκε αυτό για λίγα λεπτά και μετά σταμάτησε γιατί το αίμα έτρεχε στο κεφάλι του και τον πονούσε ο λαιμός. Αλλά για αρκετές νύχτες το βίωσε αυτό, περιμένοντας πάντα να βεβαιωθεί ότι ήταν αληθινό κι ότι εξαρτιόταν από το σχοινί. Προσπάθησε να κρατήσει. Στάθηκε εκεί και τράβηξε το κεφάλι του προς τα κάτω, με το σχοινί να σφίγγει, και παρακολούθησε το ίδιο του το σώμα μέσα στην έκσταση της στύσης του. Το πρόσωπο είχε μπουκώσει, αλλά ο πόνος γύρω από το λαιμό του δεν τον πείραζε. Η ευχαρίστηση άρχιζε πάντα αργά, όπως το κρασί, ζεστασιά, τότε ένα υγρό όρμησε στο φύλο και το γέμισε σα πολύτιμο λικέρ κι η αυστηρότητα ήταν συναρπαστική και τον γέμιζε με την επιθυμία, ασαφή και μυστηριώδη, που δεν μπορούσε να εκπληρώσει. Όλα αυτά ήταν κάτι μυστήριο για εκείνον. Φοβόταν να το πει στη μητέρα του ακόμα και στους συντρόφους του. Ένιωθε ότι είχε κάνει μια ανακάλυψη. Η ευχαρίστηση ήταν τόσο τεράστια που σχεδόν ζήλευε να τη μοιραστεί. Ένιωθε ασαφής ότι θα τον μάλωσαν πολύ, περισσότερο από ό,τι για το κάπνισμα ή το ποτό. Η ένταση που προκλήθηκε ήταν τόσο μεγάλη που κατά καιρούς τον εξόργιζε. Υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να ανακαλύψει, και αυτό ήταν πώς να απελευθερώσει την ένταση αυτής της τεντωμένης χαράς που κόντεψε να τον σπάσει όταν ήρθε. Ένα βράδυ με το κεφάλι του στο σφιχτό σχοινί, άφησε την ευχαρίστησή του να εισβάλλει αργά. Ξεκίνησε στη μέση του σώματός του. Έρεε παντού μέσα του, κάνοντας το σώμα άκαμπτο και καίγοντας, γεμίζοντας το μικρό σεξουαλικό του πνεύμα με κάτι πιο δυνατό από το ποτό, κάτι που πονούσε να το διώξεις. Αυτό ένιωθε, την επιθυμία να το σπρώξει στο κενό. Ίσως αν έσφιγγε λίγο ακόμα το σχοινί… Κράτησε το κεφάλι του κάτω για να προσέξει το σώμα του. Η οξύτητα της ηδονής τον ανάγκασε σε μια συστροφή που έμοιαζε με τη συστροφή μιας εκσπερμάτωσης. Έσπρωξε το σώμα του προς τα εμπρός, γλίστρησε από το κουτί κι έπεσε στο κενό. Καθώς έπεσε συνέβη αυτό που ήθελε. Αλλά δεν ήταν ζωντανός για να το ζήσει».

«Τι τρομερή ιστορία», είπε ο Πορτογάλος. «Δεν είναι περίεργο που δεν μπορείς να κοιμηθείς».
«Υπάρχουν στιγμές που κάποιος νιώθει ευχαρίστηση έτσι, με σχεδόν την επιθυμία να βάλει ένα τέλος σε αυτήν, είναι τόσο δυνατή».
«Θα ήθελες να έρθω και θα ανάψουμε το φως και θα μιλήσουμε μέχρι να ξεπεράσεις τις κακές εντυπώσεις σου»;
«Ναι, έλα…» είπε το μοντέλο.
     Ο Πορτογάλος μπήκε στο στούντιό της, φαινόταν πολύ ψηλός και πολύ μελαχρινός, γεμίζοντας το δωμάτιο με τη ζωηρή και δυνατή παρουσία του. Το στόμα της γυναίκας φαινόταν στο σκοτάδι. Άναψε ένα κερί και στο φως του που τρεμοπαίζει εκείνη του χαμογέλασε… ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να μην πεταχτεί πάνω της. Το στόμα της ήταν τόσο φιλόξενο, τόσο πρησμένο…σαν για φιλί. Κάθισε κοντά στο κρεβάτι της και μίλησαν. Αλλά καθώς μιλούσαν τη πήρε ο ύπνος κι ο Πορτογάλος μπόρεσε να τη κοιτά. Τα σκούρα μαλλιά της ήταν παντού στο μαξιλάρι, ένα σκούρο μαξιλάρι, γύρω της. Ακόμη και στο φως των κεριών το στόμα της έλαμπε κόκκινο κι ήταν μισάνοιχτο σαν φλόγα.
     Ο Πορτογάλος τη πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί. Ξύπνησε κι έβαλε τα χέρια της γύρω του. Τη φίλησε ξανά. Το στόμα έλιωσε κάτω από τα δυνατά του χείλη. Ήτανε ζεστό, απαλό και μαλακό, καθώς κανένα στόμα που είχε δοκιμάσει ποτέ. Υποχώρησε στο φιλί του, άνοιξε κι οι άκρες των δύο γλωσσών συναντήθηκαν. Τα στήθη της ήτανε τόσο σκληρά που τα ένιωθε στο στήθος του καθώς τη φιλούσε. Αυτό που ένιωθε ήταν ότι ήθελε να της κάνει κάτι που δεν είχε κάνει κανένας άλλος άντρας -δεν ήθελε να γελάσει όπως είχε γελάσει για τους άλλους- ήθελε να ζήσει κάτι νέο και δεν ήξερε τι θα ήταν. Τη στιγμή που θα γελούσε θα ήταν η γυναίκα που θα μπορούσαν να έχουν όλοι οι άντρες κι εκείνος δεν το ήθελε αυτό. Συνέχισε να τη φιλά και να το σκέφτεται. Κάτι που δεν είχε νιώσει ακόμα, γέλασε με ευχαρίστηση. Τι νέα ευχαρίστηση θα μπορούσε να της δώσει;
     Η ιστορία του αγοριού τον στοίχειωσε. Ήθελε να τη τρομάξει. Πάνω απ’ όλα ήθελε να μη γελάει, όπως είχε γελάσει για τους άλλους άντρες. Ο τρόπος που εγκατέλειψε το στόμα της τον έκανε να τη μισήσει… ο τρόπος που έκλεισε τα μάτια της. Έκλεισε τα μάτια της κι άνοιξε το στόμα της σαν να μπορούσε να την ευχαριστήσει κάποιος άντρας, οποιοδήποτε στόμα ή πέος αυτή τη στιγμή. Ήταν σ’ έκσταση. Σύντομα θ’ άρχιζε να γελά βραχνά κι υποβλητικά αν την άγγιζε. Πρώτα έσφιξε τη πίσω πλευρά της με τα δύο του χέρια άγρια και τη σήκωσε εναντίον του κι εκείνη ένιωσε τη δικό του ανδρισμός. Είχε τέτοια δύναμη και δύναμη που το ένιωσε πρώτα πάνω στις τρίχες της ήβης της, προτού τις διαπεράσει. λαχάνιασε στο ηλεκτρικό άγγιγμα του.
     Έθαψε το στόμα του πιο βαθιά στο δικό της, νιώθοντας κάθε γωνιά κάτω από τα χείλη της, κάτω από τη γλώσσα της, νιώθοντας τη γλώσσα της να τον γλείφει, να πέφτει πίσω στη γλώσσα του κάθε φορά, σαν ταχυπαλμία και δόνηση μεταξύ τους. Δεν τη χάιδεψε. Έσπρωξε τον εαυτό του κατευθείαν μέσα της, σταθερά, δυνατά και μετά έμεινε ακίνητος. Ποτέ δεν είχε γεμίσει τόσο καλά, κάθε γωνιά της σάρκας της γέμιζε από αυτή την ισχυρή αρρενωπότητα, και της φαινόταν ότι μόλις μέσα της τεντώθηκε λίγο περισσότερο, έσπρωξε τα τοιχώματα της απαλής σάρκας της, εγκαταστάθηκε χαλαρά, για τα καλά.
     Αυτό ήταν που της άρεσε, ο τρόπος που φώλιαζε μέσα της, τόσο εντελώς σαν να ήθελε να μείνει. Μπορούσε κι εκείνη να τον απολαμβάνει χαλαρά. Της άρεσε αυτό. Η αίσθηση του σκληρού σεξ μέσα της, που δεν κινείται, φωλιάζει εκεί και δονείται μόνο όταν συσπάται για να το νιώσει περισσότερο. Αδιόρατα μερικές φορές αποσύρθηκε, λίγο, σαν να ήθελε να κάνει χώρο για τις συσπάσεις που τον πίεζαν και τον παρέσυραν πίσω στα βάθη της.
     Δεν γέλασε. Ήταν παράξενα σιωπηλή. Η ησυχία με την οποία μπήκε μέσα της, χωρίς χάδια, και η ησυχία με την οποία ξάπλωσε μέσα της, σαν να ένιωθε κάθε κίνηση και κυματισμό της λάμψης γύρω από το φύλο του. Η ησυχία και η σκληρότητα του πέους του τη γέμιζε εντελώς, έτσι ώστε όταν η μήτρα άρχισε να αναπνέει, σαν να λέγαμε, εισπνέοντας και εκπνέοντας εκεί στο σκοτάδι, να τον τυλίγει, να τον περικλείει και μετά να ανοίγει σαν στόμα και να κλείνει ξανά, ένιωσε μια ήσυχη, μακρά, κουραστική απόλαυση, που την έκανε να σωπάσει. Απολάμβανε ν’ αγγίζει τα βάθη της και να μη κινείται, χωρίς να της δίνει ενεργητική ευχαρίστηση. Ξάπλωσαν μπλεγμένοι, με το γυμνό του σώμα σε όλο της το μήκος, και εκείνη πέταξε πίσω, με τα πόδια ανοιχτά και τα μάτια κλειστά και τα στόματά τους ενωμένα.
     Τότε η ευχαρίστηση ήταν υπερβολική για κείνη. ήθελε να κινηθεί, να τον σπρώξει, να τον νιώσει βαθύτερα, να κολλήσει και να τρίβεται πάνω του, αλλά την εμπόδισε να το κάνει, με τόση δύναμη των δυνατών ναυτικών του μυών που έμεινε παράλυτη. Χωρίς να κουνιέται μέσα της, το μεγαλείο και η σκληρότητά του, την αναστάτωσαν. Συνέχισε να τον γλείφει, να τον πιέζει και να τον χαϊδεύει με τη μήτρα της, προσπαθώντας να τον τυλίξει περισσότερο, προσπαθώντας να κινηθεί περισσότερο μέσα της, αφού δεν την άφηνε να κουνήσει το σώμα της.
     Το σώμα της το κράτησε καρφωμένο και παράλυτο. Έπειτα, καθώς συσπάστηκε και κινούνταν, ένιωσε την ευχαρίστησή της να αυξάνει, και πλησίαζε στον παροξυσμό της, και έξω από το κλειστό στόμα της προσπάθησε να ξεφύγει από κάποιο εντερικό ήχο, από τα βάθη της κοιλιάς της, που θα ήταν γέλιο απόλαυσης αν είχε το επέτρεψε, αλλά ξαφνικά πέταξε τα δύο του χέρια γύρω από το λαιμό της και της ψιθύρισε άγρια: «Αν γελάσεις θα σε στραγγαλίσω
     Ένας παράξενος φόβος ήρθε στα μάτια της. οι ήχοι της ευχαρίστησης πέθαναν ξαφνικά, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει το ανέβασμα, εισβάλλοντας στην ευχαρίστηση σαν λιωμένη μαγική λάβα που άρχισε να χύνεται μέσα από τις φλέβες της, φλεγμονώνοντας τη σάρκα της, και κράτησε τα χέρια του γύρω από το λαιμό της, και σκέφτηκε ότι η ευχαρίστησή της ήταν το παν. αυτό είχε σημασία? ένιωσε ξαφνικά σαν το αγόρι ότι πρέπει να έχει την απόλυτη ευχαρίστηση γιατί δεν μπορούσε να το ελέγξει, τη βία που διέτρεχε τις φλέβες της και προσπαθούσε να εκραγεί μέσα της.
     Με το φόβο της, ήταν ακινητοποιημένη, ωστόσο συνέχισε να συσπάται στη μήτρα της και εκείνος το ένιωθε αυτό, και της έκανε ευχαρίστηση να δει ότι η ευχαρίστηση έπιανε και το σώμα του και ότι μπορεί να αναγκαζόταν να αφήσει το χέρι του πάνω της. το λαιμό του, αλλά δεν το άφησε -το έσφιξε- κι εκείνη βίωσε έναν πραγματικό και απόλυτο φόβο τότε, μήπως με την ευχαρίστησή του μπορεί να την στραγγαλίσει, γιατί η ευχαρίστησή του ήταν ανάμεικτη με μίσος, μίσος να πιστεύει ότι μπορούσε τόσο εύκολα να την κάνει να νιώσε αυτή τη χαρά, ανταποκρινόμενος σε αυτό σαν ένα τέλειο ζώο, όχι μόνο σε αυτόν, αλλά σε όλους…σε κάθε άνθρωπο που έχει στόμα να φιλήσει και πέος σε στύση…
     Παρά το φόβο, και με τον φόβο, ήρθε μια έντονη, τεταμένη χαρά μέσα της, που έτρεχε σε όλες τις φλέβες της, γαργαλούσε τα πέλματα των ποδιών της, έτρεχε κατά μήκος του εσωτερικού των ποδιών της, ακουμπούσε το πίσω μέρος και το ζεσταίνει. αγγίζοντας τις άκρες του στήθους σαν να τη χάιδευε, τίποτα άλλο από αυτό το κρασί της επιθυμίας που κυλά τώρα όλο μέσα της κι ο πόνος των χεριών του στο λαιμό της δεν μπορούσε να το σταματήσει -αυξήθηκε.
     Αν είχε γελάσει άσεμνα με την ευχαρίστησή της, θα έσφιγγε τα χέρια του, ίσως θα την έπνιγε. Αλλά αντί να γελάσει, καθώς η ευχαρίστησή της ήταν τόσο βασανιστική, και καθώς εκείνος δεν κουνήθηκε και επομένως δεν το έφερε στο τέλος, αλλά παρέτεινε το βασανιστικό
σασπένς, ένας παράξενος μακρύς ήχος γκρίνιας βγήκε από αυτήν σαν να πονούσε, ένα βαθύ ζωικό κλαψούρισμα που αγαπούσε και που μετά τον έριξε με νέα ζέση πάνω της και του έλυσε τα χέρια, και μετά κινήθηκε, κινήθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν τουρνικέ, στρογγυλό και στρογγυλό, χωρίς να σταματάει, λες και θα την όργωνε τελείως και απόλυτα, μην αφήνοντας καμία γωνιά ανέγγιχτη, κι εκείνη γκρίνιαζε, δεν γέλασε, γκρίνιαζε στη λαβή τέτοιου βαθιά χαρά που έκλαψε…
     Είχε έναν άλλον θαυμαστή που ήταν υπερβολικά συνεσταλμένος, που στην πράξη δεν τολμούσε τίποτα παρά να την ακολουθήσει κρυφά, περιμένοντας να μην ήξερε τι. Κατασκοπεύοντας την. Στεκόταν συχνά στο παράθυρό της και κοιτούσε το δωμάτιό της, αλλά καθώς εκείνη έσβησε τα φώτα για να κάνει έρωτα, δεν μπορούσε ποτέ να πιάσει τίποτα εκτός από τις προκαταρκτικές χειρονομίες. Άλλωστε, όταν ο Πορτογάλος έγινε πιστός της σύντροφος, φρόντισε να κατεβάσει τις αποχρώσεις.
     Ο Πιέτρο δεν είχε γνωρίσει ποτέ γυναίκα. Παρουσία τους άρχισε πάντα να τραυλίζει, να κοκκινίζει και τελείωνε πετώντας. Ήταν είκοσι, κι αυτός ψαράς. Δυνατό, πολύ μαυρισμένο. γαλανομάτη και με μεγάλη αμήχανη γοητεία στις κινήσεις του. Την ακολουθούσε σαν ντετέκτιβ, άγνωστο σε εκείνη. Τόσο κρυφά περπατούσε, τόσο καλά που ήξερε πού να κρυφτεί όταν εκείνη γύριζε το κεφάλι της, τόσο εξοικειωμένος με όλη την πόλη και τους γύρω δρόμους. Καθώς κοιμόταν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας και ήταν δραστήρια τη νύχτα, δεν είχε χρόνο να καεί από τον ήλιο. Και ήθελε. Αλλά δεν ήθελε ένα μερικό, και άρχισε μια ηλιόλουστη μέρα να περπατά μακριά από την πόλη προς την παραλία αναζητώντας ένα μέρος όπου θα μπορούσε να ξαπλώσει στον ήλιο. Ο Πιέτρο την ακολουθούσε.
     Φορούσε σορτς κι έδειξε όμορφα πόδια, περπατώντας χαριτωμένα, με αργή, αιλουροειδές κίνηση. Έδειχνε μια σφιχτή και γεμάτη πλάτη, μια μέση με μεγάλη εσοχή εκεί που έπρεπε, και στήθος που έστεκε προκλητικά κάτω από το πουκάμισό της. Τα μαλλιά της ήταν ελεύθερα και λυτά, κρεμασμένα γύρω από το κεφάλι και τους ώμους της. Περπάτησε με μεγάλους βηματισμούς, εύκολα, σαν ένα όμορφο ζώο καλής φυλής. Το στόμα της έμεινε ανοιχτό, στον αέρα, πίνοντας τον άνεμο και τις μυρωδιές των αμμοθινών και των πεύκων. Που και που το αεράκι έδινε τη μυρωδιά του στον Πιέτρο, και εκείνος κυριευόταν από την πικάντικη γεύση του. τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω της, δεν κινδύνευε να χάσει το άρωμά της.
     Είδε ένα μέρος που ήθελε να εξερευνήσει. Ήταν ένα μάλλον δασωμένο τμήμα που έτρεχε κατά μήκος ενός λοφώδους αμμόλοφου. Ήταν γεμάτο χαραμάδες στις οποίες νόμιζε ότι μπορεί να κρυβόταν. Χαμηλοί θάμνοι την έκρυψαν από το δρόμο όπου περνούσαν τα αυτοκίνητα. Όταν σταμάτησε, ο Πιέτρο κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο που ήταν μόνο μια γιάρδα μακριά της και όπου μπορούσε να τη δει.
     Γδύνονταν σιγά-σιγά όπως κάνουν οι άνθρωποι σε μια κουκέτα τραίνου. Καθισμένη, για να μη φαίνεται από το δρόμο, ξεκούμπωνε πρώτα από όλα τη μπλούζα της ενώ ο Πιέτρο κρατούσε την ανάσα του. Οι ώμοι της στάχυασαν. Οι καμπύλες της ήταν τόσο απαλά στρογγυλεμένες που φαινόταν να μην έχει κόκκαλα στο σώμα της. Κινούνταν κάθε φορά χωρίς κόκκαλα σαν χορεύτρια χούλα-χούλα. Ακόμη και καθισμένη έκανε τόσο άτακτες κινήσεις που έμοιαζε να χορεύει προκλητικά. Οι καλλίγραμμοι ώμοι της φάνηκαν πρώτοι, που άστραφταν στον ήλιο. Τίναξε τα μαλλιά της μακριά τους. Τώρα φάνηκε το στήθος της, οι σκληρές, ροζ άκρες έτρεμαν στις κινήσεις της για να αποτινάξουν τη μπλούζα. Σαν αμμόλοφοι, τέλειοι και χρυσαφί φάνηκαν…και καθώς της πρόσφερε κάποιες δυσκολίες η μπλούζα, που κάρφωσε τα χέρια της στο πίσω μέρος της, με την ανυπομονησία της να προσπαθήσει να το αποτινάξει, τίναξε και το στήθος της, σαν Χαβάης. χορεύτρια και δημιούργησε τέτοια διαταραχή που φαινόταν ότι είχε μόλις ξεφύγει από κάποιον κρυφό καναπέ αγάπης όπου τα χέρια είχαν δημιουργήσει έναν τέτοιο όλεθρο με την πεισματικά κολλημένη μπλούζα, τα χέρια της καρφωμένα πάνω από το κεφάλι της και τα μαλλιά και το στήθος της να ανακατεύονται και να μπαίνουν στο καθένα. με τον τρόπο του άλλου.
     Ο Πιέτρο ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη σκυφτή του θέση και να ξαπλώσει με το στομάχι επειδή οι μύες του έτρεμαν στο θέαμα.
Σχεδόν ήθελε να παρακαλέσει να μη του δείξει άλλο προς το παρόν, το θέαμα τον επηρέασε τόσο έντονα που ήθελε να το κάνει να κρατήσει, να παρατείνει την έκσταση. Επειδή ήταν μόνη, καθώς αποκάλυπτε τα διάφορα μέρη του σώματός της στον ήλιο, είχε αρκετό χρόνο να προχωρήσει σε ένα είδος αυτοεξέτασης που οι γυναίκες επιδίδονταν μερικές φορές μπρος στον καθρέφτη τους και για να το κάνει αυτό, χαμήλωσε το κεφάλι της συλλογισμένη κι άρχισε να κοιτά το στήθος της, κρατώντας τα και τα δύο στο χέρι της. Εξέταζε τα πάντα πάνω τους -το χρώμα του δέρματος, τις θηλές, το λεπτό κάτω γύρω από τις θηλές. Για να νιώσει το βάρος και τη σφριγηλότητά τους, τα πίεσε στο χέρι της κι αντίστοιχα ο Πιέτρο ένιωσε τη προτροπή να σύρει το χέρι του στο παντελόνι του και να πιέσει πάνω στα υπάρχοντά του, για να ταχυπαλέψει το βάρος και τη σταθερότητά τους και πρέπει να ανακάλυψε ότι αντιστοιχούσαν ακριβώς με το βάρος και τη σφριγηλότητα του στήθους της, γιατί σταμάτησε, χορτάστηκε κι έπεσε ξανά στο στομάχι του, λες και η ζεστή άμμος που ξάπλωσε θα μπορούσε να τον βοηθήσει να κρατήσει υπό έλεγχο την αναταραχή του.
     Τώρα έβγαλε τις εσπαντρίγιες της κι εξέτασε κάθε βαμμένο δάχτυλο του ποδιού της και πέταξε την άμμο που είχε μαζευτεί ανάμεσά τους. Χάιδεψε τα πόδια της για να καθορίσει την απαλότητά τους. Παρατήρησε ότι μέσα ήταν χλωμά κι αποφάσισε να τα εκθέσει στον ήλιο. Τώρα προχώρησε στο άνοιγμα του φερμουάρ στο σορτς της. Το φερμουάρ είχε σημαδέψει την αριστερή της πλευρά μάλλον σκληρά και για να το εξαφανίσει άρχισε να χαϊδεύει και να λειαίνει το δέρμα μέχρι που σχεδόν εξαφανίστηκαν τα κόκκινα σημάδια. Η ευχάριστη μυρωδιά της θηλυκότητας, που ζεσταινόταν από τον ήλιο, μεταδόθηκε στον Πιέτρο κρυμμένο πίσω από τον θάμνο. Το εισέπνευσε εκστασιασμένος.
     Καθώς έγειρε πάνω από το στήθος της άγγιξε τα γόνατά της. Τα μάτια του Πιέτρο ήταν κολλημένα πάνω τους, η ομορφιά τους, ο πλούτος τους. Κατέβαζε το σορτς, το κατέβαζε από τα πόδια της και βοηθούσε να ελευθερωθεί από αυτά σηκώνοντας το ένα πόδι πάνω από το άλλο στον αέρα, και τελικά ήταν γυμνή. Το δέρμα της έμοιαζε να παίρνει το φως του ήλιου και να το αντανακλά ξανά με όλο και περισσότερη φωτεινότητα. Ήταν μελωμένη και χρυσαφένια τώρα, σαν πολύτιμο μέλι.
     Τακτοποίησε τα ρούχα της σε ένα σωρό για να χρησιμεύσει ως μαξιλάρι, και στη συνέχεια τεντώθηκε στον ήλιο με την ίδια ηδονική χειρονομία εγκατάλειψης μιας γυναίκας που έκανε να πλησιάσει έναν άντρα. Πρόσφερε τα χωριστά πόδια της για να ρίξει ο ήλιος διακριτικές ακτίνες ανάμεσά τους, ίσως στο πιο ευάλωτο σημείο όλων. Τον κάλεσε να διεισδύσει παντού, στα πιο μυστικά μέρη. Ο Πιέτρο ζήλευε και ζήλευε τις άδειες που δόθηκαν στον ήλιο. Πρόσφερε τα ανοιχτά της πόδια, τη στρογγυλή κοιλιά της, το στήθος της, το μισάνοιχτο στόμα της και μετά έκλεισε τα μάτια της σαν να του επέτρεπε όλα τα προνόμια.
     Ο Πιέτρο έμεινε μ’ όλο το βάρος του σώματος του στον ανδρισμό του, σ’ επαφή με το χέρι του, αλλά ήταν πολύ τρομοκρατημένος για να κάνει οτιδήποτε άλλο παρά να το συλλογιστεί με λατρεία και να κρατηθεί κοντά στην άμμο για να το δει και να συγκρατήσει την επιθυμία του. από το να σκάσει. Αν αυτό ήταν ο ήλιος, ή η ζεστασιά του σώματός της που τον αντανακλούσε, ή η γλυκιά γυναικεία μυρωδιά της, ό,τι κι αν ήταν ο Πιέτρο δεν είχε πιει ποτέ τόσο στη ζωή του, ούτε τόσο πυρετώδης. Γύρισε τα μάτια του. Ο τρόπος με τον οποίο ήταν τοποθετημένος, τα πόδια της τεντώθηκαν προς το μέρος του και μόνο η πιο δυνατή δειλία μπορούσε να τον συγκρατήσει και να τον εμποδίσει να πεταχτεί πάνω της.
     Πίεσε το φύλο του στην άμμο με απόλυτη ταλαιπωρία, αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να απελευθερωθεί από αυτή την εκρηκτική επιθυμία, φοβούμενος τις συνέπειές του. Μες στον ενθουσιασμό του, το πέος είχε σκάσει από το άνοιγμα του παντελονιού και βρισκόταν θαμμένο στην άμμο, όπου είχε γίνει μια ζεστή γωνιά. Η άμμος υπέκυψε στις εκστατικές της πιέσεις, σαν σάρκα, μόνο εύθραυστη και γαργαλητό και, μερικές φορές, επώδυνη. Σχεδόν όμως μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η πίεση ασκούνταν ανάμεσα στα πόδια της λατρεμένης γυναίκας του.
     Ποιος ξέρει τι μπορεί να είχε κάνει ο Πιέτρο στη συνέχεια, γιατί η άμμος περιείχε τη ζέση του προσωρινά, αλλά όταν έκανε μια κίνηση για να αλλάξει ελαφρώς τη θέση της, το θέαμα των κυματισμών της τον τρέλανε και μπορεί να είχε χάσει τον έλεγχό του. Όμως συνέβη ένα περίεργο πράγμα. Φαινόταν να την είχε πάρει ο ύπνος. Αλλά αυτή δεν ήταν. Η ζεστασιά του ήλιου την είχε αγγίξει σαν ένα μαγικό κρασί κι είχε φλεγμονή και το αίμα της. Χωρίς καμία εικόνα ενός άντρα να τη χαϊδεύει, ανταποκρινόταν στα φλεγόμενα χάδια του ήλιου στο δέρμα της.
     Ο ήλιος την είχε χαϊδέψει παντού, ακόμα και στα κρυφά σημεία ανάμεσα στα πόδια. Είχε ζεστάνει το στόμα της και τις θηλές της, καθώς και τα βαριά, χοντρά χείλη του φύλου της. Απαντώντας στα χάδια του με κάποιο τρόπο, το δικό της χέρι κινήθηκε αργά προς το μέρος ανάμεσα στα πόδια της όπου ο ήλιος φαινόταν πιο ζεστός. Σαν να έψαχνε τις ακτίνες του, σαν να ήταν ένα άλλο χέρι, έψαξε το διαπεραστικό του χάδι για να το συναντήσει…και βρήκε τα χείλη που είχε αγγίξει σε ευαισθησία.
     Ζεστές…τι ζεστές που ήταν. Τα μάτια του ήλιου και τα κρυμμένα μάτια του Πιέτρο πίσω από τον θάμνο έριχναν πάνω τους λάγνες ματιές. Εξομάλυνσε τον πυρετό που τάραζε τα χείλη, με πιο δροσερά δάχτυλα, που είχαν κρυφτεί κάτω από τα μαλλιά της, κάτω από τη σκιά των σκούρων μαλλιών της. Λείωσε το πυρετό στόμα του σεξ, σαν να ήθελε να το ηρεμήσει, να το νανουρίσει.
     Ο Πιέτρο δεν είχε ξαναδεί δάχτυλα τόσο ευαίσθητα. Με τα λαμπερά βαμμένα νύχια τους, τα λεπτώς διαμορφωμένα δάχτυλα, το μακρύ, κομψό περίγραμμα του χεριού, αυτό το όμορφο χέρι που αγγίζει το στόμα του σεξ σαν να έπαιζε σε έγχορδο όργανο – εξομαλύνοντας, νανουρίζοντας…
     Ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν ήταν νανουριστικό. Διατήρησε τον αργό νανουρισμό της, αλλά τα πόδια της έκαναν έναν ανεπαίσθητο χορό, σχεδόν αδιόρατο σε όλους εκτός από τα μαγευμένα μάτια της Πιέτρο, ένας ελαφρύς τρόμος, μια δόνηση που άγγιξε τα δάχτυλα των ποδιών και τα κουλουριάστηκε ελαφρά, τη παρέσυρε. Η ελαφρότητα των δακτύλων που έμοιαζε με λουλούδια, και μετά ξαφνικά, το άλλο της χέρι που κοιμόταν ήρθε επίσης μπροστά κι άνοιξε τα πόδια της για να κάνει χώρο. Χρειαζόταν και τα δύο χέρια για να λειάνουν το στόμα του φύλου της, τόσο κόκκινο και γεμάτο και τεντωμένο στον ήλιο, όπου ο Πιέτρο μπορούσε να δει κάθε γραμμή και απόχρωση του.
     Στον ήλιο τα ηβικά μαλλιά της έλαμπαν σαν κόσμημα και το φύλο της επίσης καλυμμένο με λεπτή υγρασία, τη προέλευση της οποίας ο Πιέτρο δεν γνώριζε. Ήταν σαν τα δάχτυλά της να έβγαλαν μια κρυφή πηγή υγρασίας, να έβγαζαν τον μυστικό κάτοχο του γυναικείου αρώματος. Πρέπει να είναι αυτό που γέμισε τον αέρα με μια γυναικεία μυρωδιά, που γύριζε το κεφάλι του Πιέτρο. Η υπέροχη μυρωδιά, τα δάχτυλα είχαν ανοίξει ένα μπουκάλι με άρωμα στο κέντρο του σώματος της γυναίκας.
     Τα δάχτυλα εξακολουθούσαν να δουλεύουν ήσυχα, υπνωτικά, αλλά τα πόδια έτρεμαν πότε πότε, σαν κάτω από ένα μυστικό ηλεκτρικό ρεύμα, και πότε σήκωνε το μέσο του σώματός της σαν να την πείραζαν τα δάχτυλα, σαν να ήταν έτοιμη να την ξεκινήσει. χορός χούλα-χούλα… Ο στομαχικός χορός της Αράπίνας. Ναι, το άρχιζε, ακριβώς εκεί στην άμμο, κάτω από τον ήλιο που έκαιγε, κινούνταν σαν χορεύτρια χούλα-χούλα, ενώ τα δάχτυλα συνέχιζαν, σαν αδιάφορα, να προσπαθούν να την εξομαλύνουν. Αντίθετα, της έδωσε μια τρελή, υστερική κίνηση της κοιλιάς και του σεξ. Εκείνη κυματίστηκε και τινάχτηκε και τράνταξε. Έπειτα, πήρε τα δύο της χέρια ανάμεσα στα πόδια της σαν να ήταν ένα μαχαίρι που της την έκοβε και κυλήθηκε γύρω τους, διπλώνοντας και διπλασιάζοντας το σώμα της γύρω τους, σαν να προσπαθούσαν να της κάνουν πράγματα που την πλήγωσαν. Και προς έκπληξη του Πιέτρο, διπλασιάστηκε γύρω από τα δύο της χέρια και συνέχισε το χορό της, τον χορό της χούλα-χούλα, τελειώνοντας με μια κίνηση σαν να ήταν σίγουρα τραυματισμένη και μετά έπεσε πίσω εξαντλημένη, λαχανιασμένη, σαν να τη δολοφόνησε ολοσχερώς χαϊδευτικώς. Στη διάρκεια αυτού του θεάματος, χωρίς να ξέρει γιατί, ο Πιέτρο αναγκάστηκε να μιμηθεί τις κινήσεις της, μόνο που δεν χρειαζόταν ένα χέρι, απλώς κινούνταν γύρω από το δικό του σκληρό όργανο ανδρισμού θαμμένο στην άμμο, ανακατεύοντας την άμμο με αυτό και κινούμενος γύρω της και κι εκείνος πιάστηκε με φρενίτιδα κι έκανε ένα είδος χορού στην άμμο, επιταχύνοντας την ίδια στιγμή κι έπεφτε πίσω εξαντλημένος ακριβώς την ίδια στιγμή…
     Καθώς ο Πιέτρο συνέχιζε την εμμονή του με τις γυναίκες χωρίς να την ικανοποιεί ποτέ, ήταν σαν να κουβαλούσε φωτισμένο δυναμίτη και παρενέβαινε σε όλες τις ασχολίες του. Τον περισσότερο χρόνο του τριγυρνούσε στην παραλία, ακολουθώντας τις γυναίκες που περπατούσαν μακριά μόνες τους, ελπίζοντας να βοηθήσουν ξανά στο ίδιο θέαμα. Αλλά οι περισσότερες γυναίκες τις οποίες συνάντησε ξάπλωναν με ευσυνειδησία στον ήλιο κι ο ήλιος πρέπει να απέφυγε να διεγείρει τις αισθησιακές τους φύσεις, ή ίσως δεν είχαν αισθησιακή φύση να διεγείρουν, γιατί ξάπλωναν γυμνές αλλά αδιάφορες εκεί στην άμμο και για τον Πιέτρο η πραγματική προσδοκία ήταν να παρακολουθήσει μια αυτο-ερωτική παράσταση όπως είχε δει εκείνη τη πρώτη μέρα… Καημένος Πιέτρο, οι επιθυμίες του τον βάραιναν κι η δειλία του ήταν μεγαλύτερη από την επιθυμία του. Ζούσε σε μια γραφική παράγκα, γεμάτη δίχτυα και εργαλεία ψαρέματος, ένα κρεβάτι πλοίου σε μια γωνία και παράθυρα σε όλο τον κόλπο. Καθώς ζούσε μόνος του, ένα κοριτσάκι έντεκα χρονών φώναζε για το πλυντήριό του και το παρέδιδε μια φορά την εβδομάδα. Ήταν παιδί ενός Ιταλού, ενός κοριτσιού με μακριά, βαριά μαλλιά και τεράστια μάτια… γρήγορες κινήσεις σαν πουλί.
     Μια μέρα ήρθε καθώς ο Πιέτρο γλιστρούσε πάνω στο παντελόνι του. Για αυτό θα καθόταν στο κρεβάτι του, γιατί ήταν ένας τεμπέλης, και μετά άρχιζε να τα γλιστράει και μόνο στο τέλος θα σηκωνόταν και θα έδινε την τελική έλξη. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού με το παντελόνι του μισοτραβηγμένο όταν το κοριτσάκι χτύπησε ορμητικά και χωρίς να περιμένει απάντηση, μπήκε μέσα με το πακέτο της. Δεν ταράχτηκε καθόλου από το θέαμα που έμοιαζε τόσο με το ντύσιμο του πατέρα της το πρωί στο ένα δωμάτιο που είχαν, είχε για όλη την οικογένεια. Απλώς στάθηκε εκεί με τα μεγάλα μάτια της ορθάνοιχτα κι αναρωτήθηκε πού έπρεπε ν’ αφήσει το πακέτο. Ο Πιέτρο έδειξε μια καρέκλα. Το έριξε εκεί γρήγορα κι ήταν έτοιμος να γυρίσει και να φύγει όταν της είπε: «Έλα εδώ. Θέλω να σε πληρώσω και επιπλέον, σου έχω καραμέλα».
«Έχεις καραμέλα»; είπε το κοριτσάκι πλησιάζοντας τον Πιέτρο με μάτια που γυαλίζουν.
     Έβγαλε από την τσέπη του μια χάρτινη σακούλα, μια τσάντα που της κουβαλούσε εδώ και δύο μέρες. Στεκόταν μια υάρδα μακρυά του τώρα, με το κοντό της φόρεμα αμυλωμένο και καθαρό, πάνω από τα γόνατά της, τα μακριά μαλλιά της στους ώμους της και το πουλόβερ της σφιχτό γύρω από το κορμί της. Της χαμογέλασε με μια παιδική αθωότητα, σαν το δικό της χαμόγελο, δείχνοντας τέτοια απαλότητα που ένιωθε σαν να αντιμετώπιζε ένα άλλο παιδί. Είπε:
«Κάτσε στα γόνατά μου και θα σου τα δώσω».
     Τον πλησίασε και κάθισε στα γόνατά του. Το μικρό της φόρεμα ήταν τόσο κοντό που τα πόδια της ήταν γυμνά καθώς κάθισαν πάνω από τα εξίσου γυμνά πόδια του Πιέτρο. Το παντελόνι του είχε πέσει ξανά στο πάτωμα και κάθισε με το κοντό λευκό εσώρουχό του, με τα γυμνά πόδια του κοριτσιού να αγγίζουν τα δικά του τριχωτά και σκούρα καφέ. Δεν ήταν δυσαρεστημένη με τη κατάσταση. Αλλά δεν ήταν ευχαριστημένος με τη παράπλευρη πόζα που είχε πάρει.
«Όχι», είπε, «κάτσε απέναντί μου». Εκείνη υπάκουσε, χαμογελώντας, και κάθισε στα γόνατά του απέναντι του.
     Ο Πιέτρο ήταν χαρούμενος. η ευτυχία του γινόταν τόσο μεγάλη όσο εκείνη την ημέρα στην παραλία. Το άγγιγμα των ποδιών του μικρού κοριτσιού στα δικά του ήταν ζεστό και διεισδυτικό και έστελνε ρεύματα ευχαρίστησης σε όλο του το σώμα.
     Έβγαλε ένα ζαχαρωτό από τη συσκευασία και της το τάισε. Τη κοίταξε να ανοίγει το ροδαλό στόμα της, τακτοποιημένο και μικρό σαν το εσωτερικό του στόματος γάτας, τη γλώσσα τόσο λεία και γρήγορη, και ευκίνητη… Τη κοίταξε να κλείνει τα χείλη της πάνω από το κομματάκι της καραμέλας και μετά άρχισε να το μασά και με ευχαρίστηση, άρχισε ένα είδος χορού πάνω από τα γόνατά του, κουνώντας τον εαυτό της από δεξιά προς τα αριστερά από τη χαρά που έφαγε τη καραμέλα. Είπε, «Κάτσε πιο κοντά. Θα πέσεις». Έτσι που τώρα κάθισε πολύ κοντά στη μέση του κορμιού του, όπου γινόταν η αναταραχή και η άκρη της φουσκωτής φούστας της σχεδόν τον άγγιζε. Γυμνά τους τα πόδια ακουμπούσαν και ζεσταίνονταν το ένα το άλλο κι εκείνη χορεύοντας από πάνω τους τόνιζε τη συναισθηματική του κατάσταση.
     Της τάισε άλλη μια καραμέλα. Παρακολούθησε το αδηφάγο μικρό στόμα της, πολύ μικρό ακόμα για αντρικό φιλί, σκέφτηκε, αλλά τόσο ροζ, προσεγμένο και αξιολάτρευτο. Χόρεψε ξανά πάνω από τα γόνατά του. Ο Πιέτρο φοβόταν ότι αν μετακομίσει άλλο θα συνέβαινε κάποιο ατύχημα, οπότε τελικά της έδωσε το πακέτο και την άφησε να φύγει. Κοντά στη πόρτα κιόλας, ένιωσε υπερβολική ευγνωμοσύνη και γύρισε τρέχοντας κοντά του και πετάχτηκε πάνω του, πέφτοντας με όλο της το βάρος πάνω από το μέρος που είχε ξυπνήσει τόσο δυνατά και κάνοντάς τον να λαχανιάσει. Ο Πιέτρο τη κράτησε πάνω του για μια στιγμή και μετά την άφησε να φύγει, καθώς ήθελε πραγματικά να τη πιέσει όπως είχε πιέσει στην άμμο. Τότε ξαφνικά είδε τη κατάσταση στην οποία βρισκόταν και γέλασε:
«Γίνεσαι σαν τον μπαμπά μου όταν με φιλάει το πρωί».
«Σε φιλάει το πρωί -και πώς;» ρώτησε ο Πιέτρο.
Με αυτόν τον τρόπο“. Κι έσκυψε από πάνω του και του έδωσε το τρυφερό στόμα του κοριτσιού της, κάτι πιο απαλό και λεπτό από ό,τι είχε αγγίξει ποτέ. Ο Πιέτρο το φίλησε, αλλά με δειλία.
«Δεν με φιλάς όπως κάνει ο πατέρας μου», είπε το κοριτσάκι. «Φίλησέ με πιο δυνατά. Με δαγκώνει».
     Τότε ο Πιέτρο επέτρεψε στον εαυτό του να ξεπεράσει τον αντίπαλό του στο φιλί. Εγκαταλείφθηκε στη πραγματική του επιθυμία και πήρε το στόμα της μικρής στο δικό του και το φίλησε αδηφάγα. Έδειχνε ευχαριστημένη. Πέρασε το πίσω μέρος του χεριού της από το στόμα της σαν να ήθελε να σβήσει τα ίχνη του δυνατού, δαγκωτικού φιλιού και χαμογέλασε ξανά.
«Κι ο πατέρας σου… γίνεται έτσι κάθε πρωί»;
«Ναι», είπε το κοριτσάκι γελώντας. «Βγαίνει μέσα από τα ρούχα του».
«Μα τι γίνεται τότε»;
«Με κάνει να το φιλήσω κι εγώ, γρήγορα».
     Αυτό ο Πιέτρο δεν το άντεξε. Είχε συγκρατηθεί για αρκετό καιρό. Τώρα είπε:
«Και θα φιλούσες το δικό μου αν σου το ζητούσα»;
«Ναι», είπε εκείνη. «Είσαι νεότερος από τον μπαμπά, και θα είναι πιο ωραίο».
     Και με τα χεράκια της, αρκετά επιδέξια, το έβγαλε, φορτισμένο και μέχρι το σημείο να σκάσει, και το θαύμασε:
«Είναι καλύτερο από αυτό του πατέρα», είπε το κοριτσάκι.
     Έβαλε το στόμα της μόνο στην άκρη κι εκεί στην άκρη του πέους άρχισε να το φιλά σαν σκώρος, που και που να το ρουφά, έτσι που ο Πιέτρο ήταν σ’ έκσταση και φοβόταν τι θα έκανε όταν έρθει η ώρα. Ήρθε. Του φαινόταν ότι ένα ακόμη από αυτά τα μικρά, ρουφηχτιά φιλιά που έβαζαν δελεαστικά στην άκρη του πέους του θα τον έτρεφαν. Αλλά συγκρατήθηκε για να απολαύσει τη γεύση αυτών των συγκεκριμένων φιλιών. Δεν ήθελε το κοριτσάκι να φοβηθεί. ήθελε να επιστρέψει. ήθελε αυτό να συνεχιστεί για πάντα. Ήταν τόσο πείραγμα, η λιχουδιά του, το υπόλοιπο στην άκρη, που ήταν ό,τι μπορούσε να περιλάβει στα μικρά, ροδαλά χείλη της κι ο τρυφερός, παιδικός τρόπος που το ρούφηξε σαν να ήταν καραμέλα, πιπίλισμα με ευσυνειδησία μέχρι που ο ίδιος ο Πιέτρο απομακρύνθηκε, έτοιμος να χάσει το μυαλό του και φοβούμενος μη της κάνει κακό.
«Αυτό κάνεις μόνο στον πατέρα σου»; ρώτησε, με τεντωμένη, φλεγόμενη φωνή.
«Ναι», είπε το κοριτσάκι, «αυτό είναι όλο. μετά από λίγο με αφήνει να φύγω και φωνάζει τη μητέρα μου. Έτσι είναι κάθε πρωί καθώς φτιάχνει το πρωινό… και μετά της τηλεφωνεί και κλειδώνονται μέσα».
     Έτσι ο Πιέτρο την έδιωξε μακρυά. Είχε φτάσει τώρα σε τόσο πυρετώδη κατάσταση που βγήκε στο δρόμο αποφασισμένος να επισκεφτεί το σπίτι της πόρνης. Τουλάχιστον εκεί η δειλία του μπορεί να εξαφανιστεί.
     Το σπίτι της πόρνης της Provincetown δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί. Η πόρνη περπάτησε πάνω-κάτω στον κεντρικό δρόμο, γλίστρησε το χέρι της μέσα από αυτό ενός άντρα που περπατούσε μόνη της κι είπε: «Γεια σου».
     Είχε το πιο τρομερό στήθος που είχε δει ποτέ ο Πιέτρο. Ανέβηκαν ψηλά, κάτω από το πηγούνι της, σκληρά και στρογγυλά, σαν δίσκος μπρος της, κάτι τόσο προκλητικό κι ορεκτικό και βίαια εμφανές, που μετά βίας μπορούσε κανείς να προσέξει τίποτα άλλο. Και φαινόταν φυσικό όταν ένας άντρας είδε αυτό το ανοιχτά μυτερό και προσφερόμενο στήθος να απαντήσει κι αυτός με κάτι μυτερό και προς τα εμπρός να κινείται στο σώμα του. Φαινόταν η μόνη δυνατή απάντηση σε αυτή την επίδειξη πλούσιου, μειλίχιου κι αιχμηρού αισθησιασμού. Έτσι ένιωθε ο Πιέτρο κάθε φορά που την έβλεπε. κάθε φορά που την έβλεπε σταματούσε να περπατά, αναγκαστικά από την επιτακτική απάντηση της ανδρείας του σε αυτή τη γυναικεία έκθεση του πλούτου.
     Το στήθος της ήταν τόσο εμφανές και συναρπαστικό που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Ήθελε, μάλιστα, ν’ αγγίζει μόνο το στήθος.
Είχε προσπαθήσει συχνά να δελεάσει τον Πιέτρο, αλλά εκτός από το ότι έπεσε σ’ έκσταση, δεν είχε απαντήσει ποτέ ενεργά στις προσκλήσεις της. Νόμιζε ότι δεν την επιθυμούσε. Αλλά προσπάθησε ξανά και ξανά, ακριβώς το ίδιο, και απόψε πιο ανυπόμονα από ποτέ, επειδή ο Πιέτρο γινόταν πραγματικά πιο όμορφος κάθε μέρα και ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, είχε ένα τόσο πυρετώδες, ανησυχητικό βλέμμα στα σκοτεινά μάτια του.
Αυτή τη φορά απάντησε:
«Πού να πάμε; Θέλεις να έρθεις στη θέση μου»;
«Ναι», είπε και έκλεισε το χέρι της γύρω από το δικό του. Όταν άρχισε να βγάζει πρώτα τη φούστα της, της ζήτησε να μη το κάνει, μόνο το πουλόβερ της. Έμεινε έτσι ημίγυμνη με το στήθος ανοιχτό και στραμμένο μπρος του. Πόσο πεινούσε γι’ αυτά. Ήθελε να γλιστρήσει ανάμεσά τους την αρρενωπότητά του και να τη δει να γλιστρά ανάμεσά τους. Τον άφησε, της άρεσε το θέαμα αυτού του μεγάλου, καφέ, λείου πέους να γλιστράει ανάμεσα στο πρησμένο στήθος της. Αν πλησίαζε στο στόμα της, το άγγιζε με τη γλώσσα της. Αλλά ο Πιέτρο δεν της επέτρεψε τίποτε άλλο παρά μόνο το άγγιγμα της άκρης του κι όταν τα χέρια της βαρύνουν πολύ ή πολύ έμπειρα, αποσύρθηκε, ιδιότροπα. Ήθελε να τον πειράξουν τόσο ελαφρά, και να τον κρατήσουν ανάμεσα στα πρησμένα στήθη, σαν άντρας που του απαγόρευε ακόμα την απόλυτη είσοδο. Μια μικροσκοπική σταγόνα εμφανίστηκε στην άκρη του πέους του, σα μαργαριτάρι. Χαμογέλασε κι έβαλε το στόμα της. Το στήθος της τον έκλεισε σφιχτά κι εκείνος πίεσε το χέρι του πάνω του.
     Τότε συνέβη ένα περίεργο πράγμα. Άκουσε φωνές δίπλα του, και ήταν η φωνή του γεμάτου στόματος φίλου που ‘χε παρακολουθήσει στη παραλία, κι ήταν με τον Πορτογάλο εραστή της. Τώρα κατάλαβε ότι δεν ήθελε αυτή τη γυναίκα, αλλά την άλλη που είχε γδυθεί πριν από αυτόν και χάιδευε τον εαυτό της. Ξαφνικά πέθανε η επιθυμία του για τη γυναίκα με το πλούσιο στήθος δίπλα του. Έμεινε κατάπληκτη και του έδειξε περιφρόνηση.
     Δεν είχε ακούσει τους ήχους της διπλανής πόρτας. Τότε είδε την επιθυμία του να δυναμώνει ξανά. Αλήθεια φαινόταν αποσπασμένος. Προσπαθούσε να φανταστεί τον εαυτό του να αγκαλιάζει την άλλη γυναίκα. Ακολούθησε την εξέλιξη των ήχων. Πήρε την ίδια θέση που φανταζόταν ότι είχαν πάρει. Από τον ήχο της φωνής της θα έλεγε ότι ο Πορτογάλος ήταν ξαπλωμένος με όλο του το βάρος πάνω της, όπως η φωνή της ακουγόταν κατά καιρούς μισοθλιμμένη, και πήρε την ίδια θέση απέναντι στην πόρνη. και μετά άκουσε τη γυναίκα στο διπλανό δωμάτιο να κάνει τον περίεργο θρήνο της ηδονής που ακουγόταν σαν να την βασάνιζαν εξαιρετικά, και σε ρυθμό με τη φωνή και με τα μάτια κλειστά, φανταζόμενος ότι έπαιρνε τις γεμάτες στόμα γυναίκες, σωριάστηκε στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη από κάτω του. Ξαφνικά άκουσε καθαρά τη γυναίκα της διπλανής πόρτας να λέει: «Όχι, δεν θα σε αφήσω να το κάνεις αυτό». Κι έγινε σιωπή.
     Ο Πιέτρο σταμάτησε κι αυτός, αποτραβήχτηκε από την έκπληκτη και θυμωμένη πόρνη, ακόμα όρθια η άκρη να στάζει και να αστράφτει απ’ όλα τα χάδια. Δεν μπορούσε να τον κάνει να συνεχίσει. Αποφάσισε ότι ήταν πολύ τρελλός, τον άφησε να τη πληρώσει κι έφυγε καταιγιστική και ταπεινωμένη για πρώτη φορά στην επιτυχημένη καρριέρα της.
     Ο Πιέτρο κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του, απορώντας. Τι ήταν αυτό που δεν είχε αφήσει τον Πορτογάλο να της κάνει; Τι ήταν αυτό που της είχε ζητήσει; Ένας τόσο αποφασιστικός ήχος στη φωνή της, ακόμη κι ο θυμός και πρέπει να ήταν αρκετά σοβαρός για να διακόψουν τον εαυτό τους στη μέση μιας ολοκλήρωσης συναυλίας, όταν εκείνη ήδη έτρεχε και θρηνούσε από ευχαρίστηση.
     Αυτό του έκανε εμμονή. Υπήρχε απόλυτη ησυχία δίπλα. Αν μιλούσε, ήταν για να τον αρνηθεί και τότε προφανώς μουρμούρισε. Πρέπει να αποκοιμήθηκαν, γιατί το υπόλοιπο της νύχτας επικράτησε απόλυτη σιωπή.
     Την επόμενη μέρα ο Πιέτρο τη συνάντησε στο δρόμο. Ποτέ δεν τον είχε προσέξει, ήταν τόσο ντροπαλός κι απογοητευμένος μπρος της. Αλλά τώρα τη κοίταξε με τόλμη, παρασυρμένος από τη περιέργειά του σε σημείο να ξεχάσει όλα τα άλλα.
     Ο Πιέτρο περνούσε ολόκληρες τις νύχτες του προσπαθώντας να φανταστεί τι έκαναν μαζί η γείτονάς του κι ο Πορτογάλος, προσπερνώντας όλες τις γνωστές χειρονομίες κατοχής και μετά σταματούσε πάντα σε αυτό το μυστηριώδες αίτημα που αρνήθηκε να εκπληρώσει. Από τους ήχους μπορούσε να εντοπίσει πότε ο Πορτογάλος ήταν ξαπλωμένος πάνω από τη γυναίκα. Όταν έπεσε με το μεγάλο του βάρος από πάνω της, το κρεβάτι έτρεμε με έναν βαρύ τρόπο.
     Όταν ήταν αυτή που κάθισε καβάλα από πάνω του, η διαφορά στο βάρος ήταν εμφανής στα προσεκτικά αυτιά του Πιέτρο. Μπορούσε επίσης να καταλάβει πότε έκαναν κουτάλι, καθώς τότε το κρεβάτι κουνιόταν από τη μια πλευρά στην άλλη και περιστασιακά χτυπούσε τον τοίχο. Από τη φωνή του επίσης, μπορούσε να καταλάβει πότε ο Πορτογάλος χρησιμοποιούσε μόνο τη γλώσσα του, γιατί τότε τα μουγκρητά της ήταν μικρά, σύντομα κι ελαφριά, ή τα δάχτυλά του.
     Τότε η παράξενη σκηνή επαναλήφθηκε. Στο απόλυτο σκοτάδι ο Πιέτρο άκουσε ξεκάθαρα τη φωνή της:
«Όχι, δεν θα το κάνω».
     Μπορούσε να οραματιστεί τον Πορτογάλο να σκύβει από πάνω της, σταματώντας ίσως στη μέση του αγώνα τους, το πέος του να αστράφτει από την παραμονή του μέσα στη συγκινημένη μήτρα της και να της ψιθυρίζει αυτό το αίτημα στα αυτιά, στο οποίο εκείνη δεν συναινούσε.
«Σε παρακαλώ», παρακάλεσε. “Σας παρακαλούμε. Μόνο μία φορά. Δεν θα σε ρωτήσω ποτέ ξανά».
     Τότε ο Πιέτρο δεν άντεξε το σασπένς και γλίστρησε από το κρεβάτι του κι έσκυψε μέχρι το παράθυρό τους. Υπήρχε ένα δυνατό φως του φεγγαριού που βύθιζε το κρεβάτι τους.
     Και ο Πιέτρο τα έβλεπε καθαρά, εκείνη λουζόταν στο φως και γυμνή, κι εκείνος έσκυβε από πάνω της και παρακαλούσε. Ύστερα ξαφνικά ξεμπέρδεψαν τα άκρα τους, μπλεγμένα όλα μαζί κι έφυγαν από το κρεβάτι. Ο Πορτογάλος τεντώθηκε στο παρκέ, απόλυτα χαλαρός. Αντιστεκόταν ακόμα, αλλά ταυτόχρονα η απαλότητα της φωνής του τη νανούρισε, τη μάγεψε, η παράκλησή του. Στάθηκε από πάνω του, με τα πόδια ακίμπο και με τη πλάτη της στο πρόσωπό του. Παρέμεινε άκαμπτη και είπε:
«Δεν νομίζω ότι μπορώ να το κάνω, ακόμα κι αν ήθελα να σε ευχαριστήσω».
«Προσπάθησε», παρακάλεσε ο Πορτογάλος, «θα σε βοηθήσω. Απλά χαλάρωσε“.
     Με τα δύο του χέρια στα πόδια της, την έσπρωξε ελαφρά να τον υπακούσει και την ανάγκασε να κατέβει, να σκύψει. Καθώς έσκυψε τη πλάτη της πλησίασε ακριβώς το πρόσωπό του. Με τα δύο του χέρια, την ανάγκασε να σκύψει με αυτό τον τρόπο πάνω από το πρόσωπό του κι όταν τη τοποθέτησαν ακριβώς εκεί που την ήθελε, άρχισε να της χαϊδεύει τη κλειτορίδα με τα δύο του χέρια, ένα περίεργο χάδι, χτυπώντας το ταχιά, σαν να ήθελε να ζωγραφίσει κάτι. από αυτό.
«Κάνε το», παρακάλεσε, «κάντο, αγάπη μου. Νιώθω το δάχτυλό μου εκεί; Αφήστε το να κυλήσει, αφήστε το να έρθει, κάντε το, για αγάπη για μένα».
     Παρέμεινε στη θέση της, αλλά δεν μπορούσε να τον υπακούσει. Συνέχισε να τη χαϊδεύει. Τότε ξαφνικά έβγαλε μια κραυγή χαράς. Είχε χαλαρώσει κι ούρησε κι έπεσε πάνω από το πρόσωπό του κι ήταν σε έκσταση, με το πέος του σε όρθια θέση κι από φόβο μήπως σηκωθεί και σταματήσει, κράτησε τη πλάτη της στο πρόσωπό του με τα δύο του χέρια.
     Και ο Πιέτρο παρακολουθώντας, έμεινε σαστισμένος, σαστισμένος, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ξαφνικά ήθελε να είναι στη θέση του Πορτογάλου.
     Στο τέταρτο στούντιο ζούσε ένας όμορφος νεαρός, λεπτός και στυλιζαρισμένος, που εξασκούσε καθημερινά στο ύπαιθρο τις χορευτικές ασκήσεις του. Γι’ αυτό φορούσε το πιο στενό λευκό καλσόν που μπορούσε να φανταστεί κανείς και καθώς ήταν εξαιρετικά καμμένος από τον ήλιο, έμοιαζε με λεπτό Ινδό, με τα αστραφτερά μαύρα μαλλιά και το σκούρο δέρμα του. Καθώς μελετούσε τις κινήσεις του, ο Πιέτρο παρατήρησε πόσο σφιχτά κρατούσε τις πλάτες του πιεσμένες μεταξύ τους. ‘εμοιαζε σχεδόν σα βίτσιο. Περπάτησε πιέζοντάς τις σχεδόν σαν να φοβόταν ότι θα του επιτεθούν από πίσω. Ήταν τόσο προφανές που εκνεύρισε τον Πιέτρο που του άρεσαν οι χαλαρές και πολυτελείς φιγούρες. Ο τρόπος που συμπίεζε τη πλάτη του καθώς κινιόταν. Ήταν εκνευριστικό. Σχεδόν έκανε τον Πιέτρο να θέλει να τον ανοίξει με το ζόρι. Αλλά αρκέστηκε στο να παρακολουθεί το αγόρι ν’ ασκείται κάθε πρωί πάνω από τις αυτοσχέδιες μπάρες του.
     Το βράδυ εξέθεσε μερικές από τις τολμηρές φιγούρες του σ’ ένα από τα νυχτερινά κέντρα. Ο Πιέτρο κι αυτός συνήψαν ένα είδος φιλίας. Στον νεαρό άρεσε να έχει κοινό κι ο Πιέτρο παρακολουθούσε πιστά τις φιγούρες και τις χειροκροτούσε στο τέλος. Τότε μια μέρα ο νεαρός, ενώ ξεκουραζόταν, είπε στον Πιέτρο την ιστορία του:

     Ήτανε σταρ σε τσίρκο της Νέας Υόρκης. Κάθε βράδυ εμφανιζόταν φορώντας το πιο όμορφο σατέν καλσόν και μεταξωτό πουκάμισο. Η φιγούρα του θαυμάστηκε πολύ, ακόμη και μεταξύ των διεστραμμένων. Προσέλκυσε κι άνδρες και γυναίκες. Ένα βράδυ έλαβε μια τεράστια ανθοδέσμη λουλουδιών από ένα θαυμαστή. Ήτανε συνηθισμένος σ’ αυτό, έριξε απλώς μια ματιά στη κάρτα που συνόδευε τα λουλούδια. Το όνομα του ήταν άγνωστο, αλλά ένας σύντροφος που ήταν εκεί σφύριξε: «Ω, ένας από τους πλουσιότερους άντρες, ένας Άγγλος αριστοκράτης. Είσαι τυχερός σκύλος. Θα κάνεις τη προκία σου. Θα σε ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο με το γιωτ του».
     Ο Κύριος ήταν διακριτικός κι ευγενής. Μπήκε στο καμαρίνι και κάθισε, έκανε όμορφη συζήτηση. Είχε όμορφα μαλλιά, γκρίζα, ήταν ελκυστικός από κάθε άποψη. Τα μπλε μάτια του ήταν αθώα, το χαμόγελό του απολαυστικό και χιουμοριστικό. Τους διασκέδασε όλους καθώς τους έβλεπε να ντύνονται, να γδύνονται, να αλλάζουν για την παράσταση. Η ματιά που έριξε στον νεαρό έδειξε πως ήταν γνώστης. Του έκανε κομπλιμέντα για την άψογη σιλουέτα του, τη γατίσια δύναμή του, που δεν φαινόταν σε καμμία υπερανάπτυξη των μυών του, την ευκινησία του. Ήταν σχεδόν σαν χορευτής στο τραπέζι του, που διέθετε υπέρτατο θράσος και κομψότητα. Ο νέος θαυμαστής του μάλλον τον ευχαριστούσε και τον κολάκευε. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε τώρα να απολαύσει μερικές διακοπές μαζί του. Ήταν αρκετά κουρασμένος από τις συνεχείς επιδόσεις του. Ο ηλικιωμένος Λόρδος ήτανε γοητευτικός, ακόμα τόσο λεπτός κι όμορφα ντυμένος. Κάθισε στο καμαρίνι αρκετές νύχτες βλέποντας τον νεαρό τραπεζίτη να ντύνεται, κοιτάζοντας τα μεταξωτά του πουκάμισα, τα σατέν καλσόν του, τις παντόφλες του, τις χρωματιστές κάλτσες του και τα υπέροχα πουκάμισά του. Τότε ένα βράδυ είπε: «Θα έρθεις να δειπνήσεις μαζί μου»:
     Ο νεαρός το περίμενε αυτό, κολακεύτηκε και δέχτηκε. Ντύθηκε πιο προσεκτικά, αλλά ο Κύριος ζήτησε ειδικά να κρατήσει το καλσόν του, κάτω από το αστικό κοστούμι. Ήταν φτιαγμένο από λευκό σατέν, που εφαρμόζουν σφιχτά, δείχνοντας τα περιγράμματα της πίσω όψης του νεαρού άνδρα και σίγουρα όλο το περίγραμμα των σεξουαλικών του αγαθών. Ο Κύριος τον παρακολουθούσε με χαμόγελο θαυμασμού καθώς ντυνόταν. Ο νεαρός σκέφτηκε ότι θα ήταν αρκετά εύκολο να υποκύψει σ’ αυτόν. Ένας τόσο γοητευτικός άντρας. Τόσο πολιτισμένος, καλλιεργημένος και πνευματώδης.
Έφυγαν μαζί με το πανίσχυρο αυτοκίνητο του Κυρίου. Έφυγαν από τη Νέα Υόρκη και μετά από μισή ώρα σταμάτησαν μπρος σ’ ένα πολυτελές σπίτι. Τους περίμενε ένα εκλεκτό δείπνο, σερβιρισμένο σιωπηλά κι ομαλά σε μια τεράστια τραπεζαρία. Στη συνέχεια κάπνισαν κι ήπιαν τα καλύτερα λικέρ και μετά όταν ανέβηκαν στη κρεβατοκάμαρα του Κυρίου, η ομορφιά κι η ζεστασιά, η γοητεία κι η πολυτέλεια τύλιξαν εντελώς τον νεαρό που δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο και που ήταν έτοιμος να υποχωρήσει στον Κύριο αν εκφράσει επιθυμία, ανά πάσα στιγμή.
     Ο Κύριος στάθηκε κοντά του και τον παρακολούθησε να γδύνεται. Πρώτα το παλτό, η γραβάτα, το πουκάμισο. Θαύμασε ξανά τα υπέροχα μπράτσα του κι από κάτω από τα μπράτσα βγήκε μια μυρωδιά που αγαπούσε ο Κύριος, η μυρωδιά της νεαρής εφίδρωσης. Το εισέπνευσε και συνέχισε να παρακολουθεί τον νεαρό να γδύνεται. για να κατεβάσει το παντελόνι ισορροπήθηκε τέλεια κι έσκυψε. Τώρα στεκόταν με το άσπρο σατέν καλσόν του, τόσο λεπτό και τέλεια φτιαγμένο, ενώ ο Κύριος τον θαύμαζε, χωρίς όμως να τον αγγίζει. Ωστόσο, η ανάσα του Κυρίου επιταχύνθηκε κι ο νεαρός κολακεύτηκε από τον ενθουσιασμό του. Έπειτα, με όλη την υπουλία ενός strip-teaser, ξεκίνησε να βγάλει το λευκό σατέν καλσόν του, παρατείνοντας τη στιγμή που ένιωθε ότι προκαλούσε στον Κύριο μια τόσο έντονη ευχαρίστηση. Στην αρχή τράβηξε το μπροστινό μέρος και αποκάλυψε τα γεννητικά του όργανα που ήταν τόσο όμορφα όσο το σώμα του και μετά πολύ αργά και σταδιακά αποκάλυψε το πιο προσεγμένο, πιο τρυφερό πίσω μέρος, σαν νεαρής κοπέλας. Το δέρμα ήταν λεπτό και σατινέ. Γύρισε τη πλάτη του στον Κύριο, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν το μέρος του σώματος ενός ανθρώπου που οι άντρες εκτιμούσαν πάνω απ’ όλα, για να του δώσουνε πλήρη όψη αυτής της αναποδογυρισμένης πλάτης, για να τον ξεσηκώσουνε πλήρως.
     Ξαφνικά ένιωσε κάτι σαν ένα βίαιο χαστούκι στη μία πλευρά της εκτεθειμένης πίσω πλευράς. Ενστικτωδώς το χέρι του όρμησε στο χτυπημένο σημείο κι ένιωσε μια ζεστή ροή αίματος. Τράβηξε το χέρι του και το κοίταξε ζαλισμένος. Ο Κύριος μίλησε ήσυχα: «Μην ανησυχείτε. Τελειωσαν ολα».
Πάτησε ένα κουμπί. «Έχω έναν γιατρό και μια νοσοκόμα εδώ. Θα σε φτιάξει όλους. Θα σου δώσω πολλά χρήματα, ό,τι χρειάζεσαι. Δεν είναι τίποτα. μη φοβάσαι. Αυτό ήταν το μόνο που ήθελα από σένα».
     Είχε κόψει ένα μακρύ άνοιγμα στο πιο τρυφερό μέρος της πίσω όψης με ένα ξυράφι. Η πόρτα άνοιξε, εμφανίστηκαν ο γιατρός κι η νοσοκόμα, τον φρόντισαν και την επόμενη μέρα τον έστειλαν μ’ ένα καλό ποσό. Όμως κάτι έμεινε στον νεαρό δίπλα στην ουλή. Η συνήθεια να κλείνει σφιχτά την πλάτη του, σαν να φοβάται μήπως του επιτεθούν.

     Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που έμεναν στα στούντιο της προβλήτας ζούσαν απόλυτα αστικές οικογένειες που ήρθαν από τη Βοστώνη για τις διακοπές με τα παιδιά τους και που εναντιώθηκαν με μανία στη φύση των συνομιλιών και των θορύβων που προέρχονταν από τους γείτονές τους.
Ολόκληρες οικογένειες που ανέφεραν τους καβγάδες και τις αισχρότητες που άκουσαν, ολόκληρες οικογένειες που ανέφεραν στην αστυνομία ότι είδαν μια γυναίκα γυμνή στη παραλία, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το μέρος που κάθονταν. Αυτοί οι άνθρωποι αποκάλυψαν αξιοσημείωτη ευαισθησία στα αυτιά και στα μάτια, σχεδόν υπερβολική. Ήταν σαν να προσπαθούσαν πραγματικά να πιάσουν αυτά τα υπόγεια ρεύματα ανήθικων ζωών που τους περιέβαλλαν. Όμως σιγά σιγά το αμοραλιστικό στοιχείο κέρδιζε κι ήταν οι οικογένειες που ήταν υποχρεωμένες να αναζητήσουν σπίτια πιο μακριά από την ολέθρια επιρροή των καλλιτεχνών.
     Τι εγκαταστάσεις για γνωριμίες, στην παραλία, στο δρόμο, στους αμμόλοφους, κάτω από τα ντους, παντού μάλιστα. Και το βράδυ περίπου επτά ή οκτώ νυχτερινά κέντρα έριξαν τα κόκκινα φώτα τους στη πόλη κι έβγαλαν τη μουσική τους στο δρόμο για ν’ ακούσουν όλοι και να μπούνε στον πειρασμό. Νυχτερινά κέντρα γεμάτα καπνούς, σκαμμένα άλλοτε κάτω από τα επίπεδα του δρόμου, άλλοτε στη προβλήτα ξανά, πάνω απ’ τα νερά του κόλπου, καπνισμένα και πυκνοκατοικημένα, ιδανικά γι’ αδέσποτα χέρια και βούρτσισμα γονάτων και σήματα ποδιών κάτω από τα τραπέζια και για συγκολλημένους χορούς και μυστικά εφόδια. Ο πληθυσμός ανακατεύτηκε με τους καλοκαιρινούς επισκέπτες, τα υπέροχα κορίτσια της Πορτογαλίας, τα μοντέλα, τους ζωγράφους.
     Αν ένας χορευτής ερχόταν στη πόλη τονε χρησιμοποιούσαν αμέσως για μόντελινγκ για τα μαθήματα ζωγραφικής. Όποιος είχε λίγη ομορφιά ή ενδιαφέρον ή χαρακτήρα εξυπηρετούσε τους ζωγράφους για θέμα και μπορούσε να τους παρακολουθήσει στη δουλειά στη παραλία. Αλλά ήρθε στο Provincetown μία Βιεννέζα χορεύτρια μίμος από την Ευρώπη. Στην αρχή στάθηκε στα καφέ και στις γωνιές των δρόμων και κουβέντιαζε με τους φίλους της και μπορούσε κανείς να ακούσει τις ζωηρές περιγραφές της για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου βρισκόταν. Έλεγε ανατριχιαστικές ιστορίες της παραμονής της σ’ ένα απ’ αυτά. Την είχαν συλλάβει γύρω από το Μονπαρνάς κι επειδή ήταν Εβραία, φυλακίστηκε, τελικά αφέθηκε ελεύθερη αφού, όπως είπε, συμφώνησε να κοιμηθεί με ολόκληρο το τμήμα των Γερμανών στρατιωτών.
     Τώρα ήταν ακριβώς φτιαγμένη για αυτό το ζωηρό ρόλο, όντας εξαιρετικά ηδονική στο σχήμα της και περπατούσε με μια πιο έντονη ταλάντευση των γοφών. Ήτανε ξεκάθαρο ακόμη κι από τη βόλτα της γιατί είχε επιλεγεί ως ικανή να ικανοποιήσει μια μεραρχία Γερμανών στρατιωτών. Αλλά επέμενε ότι της κόστισαν οι μέρες στο νοσοκομείο μετά, προτού τελικά καταφέρει να σαλπάρει για την Αμερική και μόλις έφτασε, να μπορέσει να ξαναρχίσει το χορό της. Αυτή η ιστορία είχε μιαν ιδιόμορφη επίδραση στο κοινό της. Κάπως έτσι, δεν θα μπορούσε να τη δει κανείς χωρίς να τη φανταστεί ξαπλωμένη και με τα δύο της πόδια στον αέρα, να εκτίει την ποινή της, λες, κάτω από το πέρασμα των Γερμανών στρατιωτών. Και πρόσθεσε: «Τους χρονομέτρησε ο Διοικητής. Δεν επιτρέπονται περισσότερα από πέντε λεπτά για να το κάνετε».
     Η μία την άκουσε και τα μάτια πήγανε στα πόδια της. Τώρα υπήρχε μια ιδιαιτερότητα στα πόδια της. Δηλαδή, πολύ πέρα από το μέρος όπου κάποιος συνηθίζει να περιμένει μαλλιά, έφερε τα ίχνη από τα πρόσφατα ξυρισμένα μαλλιά, μια σκοτεινή περιοχή πολύ κάτω από το χείλος του μαγιό της. Τα μάτια ήτανε πάντα καρφωμένα εκεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας της. Ήταν μια υπέροχη ιστορία να κάνεις τους άντρες να συγκεντρωθούν στα σεξουαλικά της μέρη και να σταματήσουν να βλέπουν το πρόσωπό της, που δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφο. Αυτή η περίσσεια τρίχας της έδωσε μια παράξενη ζωική ιδιότητα. Περίμενε κανείς αγριότητα απ’ αυτήν. Αναρωτήθηκε κανείς αν είχε υποκύψει, χωρίς να δαγκώσει ή να βάλει νύχια, στη μοίρα της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Οι άνδρες είχαν ένα περίεργο συναίσθημα για τις γυναίκες που γνωρίζουν ότι χρησιμοποιούνταν συχνά σεξουαλικά. Τους απαλλάσσει από τη δειλία τους. Αυτό εξηγεί την επιτυχία των παλαιών ηθοποιών στο Παρίσι, από το Music Hall, φορεμένων γυναικών, που μέσα τους το μεγαλύτερο μέρος του παριζιάνικου θεατρικού πλήθους είχε αποτίσει φόρο τιμής του πιο οικείου είδους.
     Αυτή η αίσθηση διαπέρασε τη Βιεννέζα χορεύτρια. Ήταν ένα είδος πρόσκλησης. Κάποιος ήταν σίγουρος ότι δεν θα τον επιπλήξουν. Πρακτικά διαβεβαίωνε κάποιον για ένα καλωσόρισμα. Αν μπορούσε να καλωσορίσει τόσους πολλούς Γερμανούς στρατιώτες, σίγουρα θα καλωσόριζε κάθε ποσότητα επιθέσεων από πιο φιλικές πηγές. Ήτανε πράγματι μια μορφή ενθάρρυνσης που έδινε κάθε φορά που έλεγε την ιστορία της. Τέτοια ήταν τα συναισθήματα που προκάλεσε στον Πιέτρο που προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί από την εμμονική προσήλωση στο γεμάτο στόμα του κοριτσιού. Άρχισε να στοιχειώνει τα βήματα της. Ωστόσο, δεν έκανε καμμία πρόοδο. Η χορεύτρια τον μάζεψε με τις άλλες φίλες της, τον πήγε στη παραλία, στο νυχτερινό κέντρο, χόρεψε κάτω από τα μάτια του, αλλά δεν του επέτρεψε ποτέ να τη πλησιάσει περισσότερο. Ο Πιέτρο μπερδεύτηκε. Ήξερε ότι ήταν όμορφος, πιο όμορφος από τους υπόλοιπους φίλους της.
     Ένα βράδυ στο νυχτερινό κέντρο, πυκνό από καπνό, φωνές, μουσική, όπου στάθηκε κάνοντας το στήθος της να χορεύει, χωρίς να κουνιέται από τη μέση και κάτω αλλά μόνο το μπούστο κι οι ώμοι, που έδιναν στο στήθος της έναν περίεργο άγριο ρυθμό, έπιασε ο Πιέτρο τα μάτια της πάνω του κι ανταποκρίθηκε με όλη την επιθυμία που ένιωθε κι είδε τα μάτια της να τρέμουνε για πρώτη φορά. Καυτή κι ιδρωμένη, ήρθε στο τραπέζι του ζητώντας ένα ποτό, το οποίο της έδωσε. Τότε είπε: «Είμαι κουρασμένη, Πιέτρο, μπορείς να με πας σπίτι»;
     Ήταν ακόμα με το κοστούμι του χορευτή της, που αποτελούταν από ένα κοντό, στενό φόρεμα, το φόρεμα της Κικής του Μονπαρνάς, το φόρεμα της δραπέτιδας μαθήτριας με μακριές μαύρες κάλτσες. Περπάτησαν μαζί στον μακρύ, φιδωτό δρόμο και μετά χώθηκαν σε μια από τις σκοτεινές αποβάθρες. Ο Πιέτρο είπε: «Κάτσε μαζί μου στην άμμο για λίγο».
     Κατέβηκαν τα σκαλιά της προβλήτας και βρέθηκαν ξαπλωμένοι στην άμμο, δίπλα στα βαριά δοκάρια από πάνω και τα κυματάκια να χτυπιούνται στα πόδια τους. Ξάπλωσε ανάσκελα με το ένα πόδι κυρτό και τα χέρια πίσω από το κεφάλι της. “Τί σκέφτεσαι“; ρώτησε ο Πιέτρο, ελπίζοντας ότι θα ξαναμιλούσε για το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Και πράγματι το έκανε. Πάντα το θυμόταν. Οδηγήθηκε εύκολα να μιλήσει γι’ αυτό. Την είχανε πάρει στη σκηνή του Διοικητή. Γυμνή. Εντελώς γυμνή. Τότε ο Λοχαγός είχε σταθεί έξω κι άφηνε τους στρατιώτες να μπουν, έναν έναν. Όλοι τους είχανε στερηθεί τη σεξουαλική επαφή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα καθήκοντα ήταν αυστηρά κι επαχθή. Όλοι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα, πριν καν τη δουν. Όταν μπήκαν στη σκηνή ήταν ήδη ερεθισμένοι, ενθουσιασμένοι, μ’ όλο το αίμα στα γεννητικά τους όργανα έτοιμο να εκραγεί. Στην αρχή δεν ήταν κακό. Οι πρώτοι ήταν τόσο έτοιμοι γι’ αυτό που δεν τη κράτησαν πολύ. Λίγες σύντομες πινελιές κι ήσαν έτοιμοι και το κάνανε γρήγορα, ορμώντας τους ο Διοικητής στην είσοδο. Και μετά, καθώς γέμιζε με το σπέρμα, διευκόλυνε το πέρασμα. Έτρεχε υγρό, βρεγμένο πολύ από αυτό. Αλλ’ αυτοί ήταν οι νέοι που ήρθαν εύκολα και δεν τη ταλαιπώρησαν έντονα. όταν ήρθαν οι μεγαλύτεροι, ήταν ήδη πληγωμένη από τόσα όργανα και χρειαζόταν περισσότερο σπρώξιμο και πίεση -πονούσε. Οι γκρίνιες παραπόνων της τους ξεσήκωσαν σε ακόμη μεγαλύτερες ωθήσεις, ξεσήκωσαν την αγριότητά τους. Της κράτησαν πίσω τα πόδια κι έπεσαν επάνω της χωρίς ούτε ένα χάδι ή λέξη, σαν ζώα, με σκοπό μόνο να αδειάσουν. Όταν ήρθε ο Διοικητής αιμορραγούσε κι έκλαιγε. Μετά τη πήγανε σε νοσοκομείο. Εδώ τελείωσε η ιστορία της, αλλά ο Πιέτρο ένιωσε ότι δεν τα είπε όλα.
«Ποιες ήταν οι συνέπειες»; Ρώτησε. «Μισούσατε τους άντρες μετά απ’ αυτό»; Η ερώτηση την εξέπληξε. Κανείς δεν το είχε ρωτήσει πριν.
Έμεινε σιωπηλή και μετά είπε: «Όχι, δεν μισούσα τους άντρες, αλλά δεν μπορούσα πια να νιώσω τίποτα. Κρύωνα. Το συνηθισμένο σεξ μου φαινόταν ήμερο και βαρετό. Αυτή η ψυχρότητα κράτησε μέχρι που συνάντησα ένα Καταλανό στη Νέα Υόρκη. Αλλά δεν μπορώ να σου πω… αυτό δεν μπορώ να σου το πω».
«Πες μου», είπε ο Πιέτρο, «είμαι φίλος».

«Αυτός ο Καταλανός είχε μια ειδική συλλογή αντικειμένων από τη κινεζική συνοικία στη Βαρκελώνη. Τα είχε όλα εκτεθειμένα σε ένα γυάλινο ντουλάπι στη κρεβατοκάμαρά του. Μου τα έδειξε. Γυρίσαμε από μια χοροεσπερίδα κι ήμουν όμορφα ντυμένη…με είχε πάρει πίσω για ένα τελευταίο ποτήρι σαμπάνια. Για πρώτη φορά μετά από κείνο το περιστατικό στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, με ενδιέφερε, αναθάρρησα, μάλιστα. Στάθηκα μπρος στο ντουλάπι και κοίταξα αυτά τα εργαλεία κι είδε ότι με ενδιέφεραν. Ήταν ένας ελκυστικός άντρας, ομαλός, χαμογελαστός, ένας κομψός και πλούσιος δαίμονας, ήταν. Λεπτός κι εκλεπτυσμένος και με γκρίζα μαλλιά στον κρόταφο. Ένας τέλειος αριστοκράτης. Υπήρχε μια ιστορία γι’ αυτόν και έναν τραπεζίτη, αλλά δεν αποδείχθηκε. Τι χαμόγελο είχε, το αληθινό απαλό σατανικό χαμόγελο ενός ανθρώπου που είχε δει τα πάντα. Τα χέρια του ήταν τα πιο μακριά δάχτυλα που έχω δει ποτέ. Ελαστικά και λευκά κι όμορφα περιποιημένα με βαριά δαχτυλίδια, που τόνιζαν την ευθραυστότητα και την αριστοκρατία τους. Τα δόντια του ήταν μικρά και μάλλον μυτερά, αιχμηρά σαν δόντια λύκου. Το δέρμα του ήτανε χλωμό και διάφανο σαν γυναικείο. Όταν είδε το ενδιαφέρον μου, πήρε ένα μικρό κλειδί και ξεκλείδωσε το ντουλάπι, μου επέτρεψε μου να κοιτάξω κάθε αντικείμενο. Πήρε ένα, που ήταν μια τεχνητή γλώσσα με δύο κορδόνια δεμένα για να μπορεί να δεθεί γύρω από το κεφάλι πάνω από το στόμα. Ήταν μια βαρειά λαστιχένια γλώσσα με λαστιχένιες ακίδες παντού. Όταν ο Καταλανός τη φόρεσε, έμοιαζε με τέρας, όχι πια με άντρα. Μου φαινόταν τρομακτικός και ταυτόχρονα, απείρως σαγηνευτικός. Τα μάτια του είχαν αλλάξει έκφραση. Είχε τώρα ένα βλέμμα που ταίριαζε με τη γλώσσα, ένα βλέμμα λαγνείας και σκληρότητας. Με τάραξε. Το είδε. Με έσπρωξε απαλά αλλά αταλάντευτα προς το μεγάλο κρεβάτι του με ουρανό. Με έσπρωξε κι έπεσα πάνω στο κρεβάτι. Τράβηξε το φόρεμά μου και με άφησε να νιώσω τη γλώσσα μέσα από το εσώρουχό μου στην αρχή, μόνο και μόνο για να ξέρω την αιχμηρή αίσθηση της πριν αγγίξει τη σάρκα μου. Λοιπόν, η αίσθηση που είχα τότε, ότι επρόκειτο να με χαϊδέψει ένας υπεράνθρωπος άντρας, σε αντίθεση με άλλους άντρες -που έμοιαζε με το φόβο και τον τρόμο που είχα όταν ξάπλωσα γυμνή εκτεθειμένη στους στρατιώτες στο στρατόπεδο. Ένα συναίσθημα του απάνθρωπου που μπορεί να μου δώσει μια αίσθηση που δεν γνώριζα ποτέ πριν. Ένιωσα να τραβά το εσώρρουχό μου, αντιμετωπίζοντας εν γνώσει μου το ξεαγκίστρωσή του, το γλίστρημα του εσώρουχου πάνω από τα γόνατά μου. Σήκωσα το κεφάλι μου. Αυτό το τέρας με αιχμηρή γλώσσα τρύπωνε τώρα ανάμεσα στα πόδια μου. Κάθε φορά που κινούνταν ένιωθα τις λαστιχένιες αιχμές να τρίβονται στο πιο απαλό μέρος του δέρματός μου, το δέρμα στο εσωτερικό των ποδιών, γύρω από το φύλο. Τόσο περίεργη αίσθηση. Δεν είχα ξανανιώσει αυτό το συναίσθημα, ότι με άγγιξε κάποιο περίεργο ζώο κι όχι ένας άνθρωπος. Τι ενθουσιασμός, να νιώθεις αυτή τη παράξενη πινελιά από καουτσούκ. Και δεν άγγιξε το σεξ αμέσως. Αυτό άργησε. Μερικές φορές την ένιωθα τραχειά σαν τη γλώσσα του σκύλου. Έχεις νιώσει ποτέ τη γλώσσα ενός σκύλου στο χέρι σου; Ή μιας γάτας; Τραχύ και ξύσιμο πάνω από το δέρμα. Σταμάτησε να βάλει ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι μου για να σηκώσω το κεφάλι μου και να τον παρακολουθήσω. Ήθελε να τον κοιτάζουν. Ίσως ήθελε ν’ απολαύσει τον τρόμο μου. Τονε κοίταξα με διεσταλμένα μάτια, περιμένοντας τη στιγμή που θα προσπαθούσε να με χαϊδέψει από κοντά με τη ψεύτικη γλώσσα, φοβούμενος τον πόνο κι όμως περίεργη για το συναίσθημα που θα μπορούσε να μου δώσει. Με είχε χαϊδέψει γύρω από τη κλειτορίδα και τώρα τη πλησίαζε. Εκεί άρχισε να με γλείφει και να με ξεσηκώνει από τα επίμονα χάδια του. Τόσο που χαλάρωσα και το μέλι άρχισε να ρέει. Όταν το είδε αυτό προσπάθησε να βάλει τη γλώσσα ανάμεσα στο στόμα του αιδοίου και να με χαϊδέψει. Ξύθηκε πάνω μου, με ανακάτεψε, με πλήγωσε κι όμως μ’ ενθουσίασε κάπως έτσι που το ήθελα πιο μέσα. Το έσπρωξε μέσα. Ήτανε σκληρό το σπρώξιμο, τα αιχμηρά μέρη συνάντησαν αντίσταση. κι έκλεισα τα μάτια μου. Μου φαινόταν ότι με βίαζαν ξανά, μόνο που αυτή τη φορά το απολάμβανα. Τότε ένιωσα ένα περίεργο πράγμα, όταν τα μάτια μου έκλεισαν η αιχμηρή γλώσσα με ταλαιπώρησε και ταυτόχρονα ένιωσα τη κοφτερή του γλώσσα στη σάρκα μου, σε όλα τα τρυφερά μέρη, να δαγκώνει έντονα και να με ξεσηκώνει σε ένα είδος μανίας και φρενίτιδας. Βόγκηξα και γέλασε τότε. Τώρα χειρίστηκε απότομα τη γλώσσα, αδιαφορώντας για κάθε ευγένεια και την έβαλε και την έβγαλε ξανά, σαν πέος. Μετά με άφησε εκεί να στριμώχνομαι κι είπε: “Μη κουνηθείς. Σου φέρνω κάτι ακόμα πιο υπέροχο”. Επέστρεψε και στάθηκε στο πλάι μου κοντά στο πρόσωπό μου, έτσι ώστε να μπορούσα να δω ότι πάνω από το δικό του πέος ένα πελώριο όρθιο πέος είχε γλιστρήσει λαστιχένιο, αρκετά μακρύ κι εξίσου σκληρό, με πολλές λαστιχένιες ακίδες πάνω του. Αυτό το τεράστιο όργανο το κράτησε στο πρόσωπό μου μέχρι που είδε ότι φοβόμουν. Τώρα φοβόμουν. Ήταν μεγαλύτερο από οτιδήποτε άλλο είχα δει ποτέ και φοβόμουν να το έχω μέσα μου. Ξαφνικά θυμήθηκα το πιο τρελλό απόσπασμα από τη Βίβλο. Θυμήθηκα πώς το είχα διαβάσει όταν ήμουν νεαρή κοπέλα, ότι με είχε ενθουσιάσει χωρίς να ξέρω γιατί κι αφορούσε μερικές γυναίκες που δεν ήταν ικανοποιημένες με τους άντρες και που αναζητούσαν τα τεράστια πέη των γαϊδάρων, που είχαν συναλλαγές. με γαϊδουράκια. Τώρα ήταν μπρος μου κι άρχισα να τρέμω και την ίδια στιγμή ήμουνα σε κατάσταση μεγάλης έξαψης με πυρετό, περιέργεια κι ένταση που ήταν πιο δυνατά από τον φόβο μου. Το τοποθέτησε στην είσοδο και περίμενε. Δεν θα έμπαινε ποτέ μέσα. Είμαι μάλλον στενή, αν μη τι άλλο, αλλά καθώς το τοποθέτησε εκεί θυμήθηκα όλους εκείνους τους στρατιώτες που μ’ είχανε διαπεράσει και μερικοί από αυτούς είχαν τόσο τεράστια μέλη και θυμήθηκα ότι ένιωθα σαν να πιέζανε την ανοιχτή μήτρα μου για να κάνουνε χώρο για τον εαυτό τους. Και τώρα ο Καταλανός στεκόταν στην είσοδο και πίεζε το ίδιο χωρίς να δίνει σημασία στην αντίστασή μου της τελευταίας στιγμής, γιατί ήτανε τόσο δυνατή, μεγάλη κι επώδυνη που ήθελα να απομακρυνθώ απ’ αυτήν και δεν με άφησε. Συνέχισε άσχετα και σ’ όλη τη διάρκεια του πόνου ένιωσα τη πιο εξαίσια χαρά. Τελικά τον άφησα και μόλις το έσπρωξε μέσα δεν μπορούσε να το κουνήσει γιατί ήταν τόσο τεράστιο. Ένιωσα τόσο περίεργα… μετά από λίγο αποσύρθηκε και μ’ άφησε να ξαπλώσω εκεί λαχανιασμένη κι όμως ικανοποιημένη, αλλά τόσο διεγερμένη που ένα ακόμη άγγιγμα θα με ξεσήκωνε… Επέστρεψε με το πιο παράξενο πέος από όλα, ένα λαστιχένιο πέος όλο ραβδωμένο σαν πύργος της Πίζα, μια κυκλική σκάλα από ραβδώσεις από την άκρη του μέχρι το κάτω μέρος κι αυτό μόλις το ‘βαλε μέσα κι έπιασε τη σάρκα μου… το γύρισε κι οι ράχες του μοιάζανε να αγγίζουν μέρη μου που κανένας άντρας δεν είχε αγγίξει ποτέ και να με διεγείρει μ’ ένα τρόπο που κανένα πέος δεν με είχε διεγείρει, όπως έξυνε κι έσπρωχνε στη σάρκα μου, -κάθε μέρος της. Ήμουν έτοιμη να έρθω, αλλά δεν με άφησε… αποσύρθηκε αμέσως όταν με είδε να πλησιάζω στην ευχαρίστησή μου. Ήθελε να το παρατείνει. Τώρα έφερε ένα σχήμα σαν τη φιγούρα του Ναπολέοντα, με το τρίγωνο καπέλο κι όλα ζωγραφισμένα. Καθώς το έσπρωχνε μέσα, οι γωνίες του καπέλου, φτιαγμένο από καουτσούκ, υποχώρησαν, αλλά μόλις μπήκε μέσα πήρε ξανά το φυσικό του σχήμα και τις ένιωσα στη μήτρα μου, τα τρία σημεία σαν αστέρια να σφίγγουν στη σάρκα μου . Όταν ο Καταλανός άρχισε να το αποσύρει, το ένιωσα να πιάνεται μέσα και να στρέφεται απότομα πάνω στη σάρκα μου, πληγώνοντάς με και ταυτόχρονα να με αγγίζει εκεί που δεν πήγε ποτέ το πέος, σημεία που ανταποκρίνονταν ηλεκτρικά στις μυτερές αιχμηρές άκρες του καπέλου του Ναπολέοντα. Ο Καταλανός γελούσε. Άρχισα να γελάω υστερικά, κουνώντας το σώμα μου. Μετά άρχισε να με δαγκώνει. Καθώς έβαζε τα δόντια του στη σάρκα μου, ανατρίχιασα από ευχαρίστηση. Με δάγκωνε ξανά και ξανά και με έκανε να έρθω έτσι, βυθίζοντας τα δόντια του στη σάρκα μου στην άκρη του σεξ».

     Ο Πιέτρο ήταν άναυδος. Μια τέτοια γυναίκα δε μπορούσε να ελπίζει να ικανοποιήσει. Έμεινε σιωπηλός. Άρχισε να γελά στο σκοτάδι. Κατάλαβε τι του είχε συμβεί…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *