Ο επικεφαλής του κράτους δεν έχει δικαίωμα να φέρεται
επιεικώς στους εχθρούς της κοινωνικής ειρήνης.
Βιογραφικό
Ο Αλεξάντρ Νταβύ ντε λα Παγιετρί “Αλέξανδρος Δουμάς” (Alexandre Davy de la Pailleterie aka: Alexandre Dumas Πατήρ) ήτανε Γάλλος συγγραφέας, γνωστός κυρίως απ’ τα ιστορικά μυθιστορήματά του που τονε κατέστησαν από τους πιο πολυδιαβασμένους Γάλλους συγγραφείς στον κόσμο. Πολλά από τα μυθιστορήματά του, όπως Ο Κόμης Μοντεχρήστο, Οι Τρεις Σωματοφύλακες, Μετά Είκοσι Έτη κ.α., αρχικά είχανε δημοσιευθεί σε σειρές. Έγραψε επίσης θεατρικά κι άρθρα σε περιοδικά. Ο Δουμάς είναι λοιπόν συγγραφέας που το εγχώριο κοινό αισθάνεται μακρόχρονη οικειότητα. Ισως αυτή η αίσθηση ενισχύεται κι από τον εξελληνισμό του ονόματός του.
Γεννήθηκε 24 Ιουλίου 1802, στο χωριό Βιγιέρ-Κοτρέ (Villers-Cotterêts) της Γαλλίας κι ήταν εγγονός ενός Γάλλου ευγενούς, που ‘ζησε για πολλά χρόνια στις Δυτικές Ινδίες. Πατέρας ήταν ο Θωμάς-Αλέξανδρος μικτής αφρικανικής καταγωγής -ήτανε γιος του Alexandre-Antoine Davy de la Pailleterie, Γάλλου ευγενή κι ανώτατου αξιωματικού στο πυροβολικό της γαλλικής αποικίας του Άγιου Δομίνικου (σήμερα Αϊτή) και της Marie-Cessette Dumas σκλάβας Αφρο-Καραϊβικής καταγωγής. Δεν ήτανε γνωστό αν η Marie-Cessette είχε γεννηθεί στην Αφρική ή στον Άγιο Δομίνικο (αν και το γαλλικό της επίθετο υποδηλώνει πώς ήτανε Κρεολή), ούτε είναι γνωστό από ποια αφρικανική χώρα ήταν οι πρόγονοί της. Ο Θωμάς-Αλέξανδρος επέστρεψε στη Γαλλία με τον πατέρα του κι εκπαιδεύτηκε σε στρατιωτική σχολή κι έπειτα μπήκε στο στρατό. Οταν όμως ο Ναπολέων έγινε 1ος ύπατος έβαλε στο περιθώριο τον μιγάδα αξιωματικό, που απεβίωσε έν έτος μετά, όταν ο Δουμάς ήτανε 4 ετών.
Νυμφεύτηκε τη Μαρί Λαμπουρέ, κόρη ενός ταβερνιάρη και μετά από καυγά με τον πατέρα άλλαξε το επίθετο του και πήρε αυτό της μητέρας (Δουμάς). Ο Θωμάς-Αλέξανδρος έφτασε το βαθμό του στρατηγού μέχρι την ηλικία των 31, ο 1ος από τις Γαλλικές Αντίλλες που ‘φτασε αυτό το βαθμό. Πολέμησε με διάκριση στους Γαλλικούς Επαναστατικούς Πολέμους. Αν και στρατηγός του Βοναπάρτη στην ιταλική κι αιγυπτιακή εκστρατεία έπεσε σε δυσμένεια μέχρι το 1800 και ζήτησε άδεια να γυρίσει πίσω στη Γαλλία. Στην επιστροφή το καράβι έπρεπε να δέσει στη Σικελία, όπου αυτός κι οι σύντροφοι του γίναν αιχμάλωτοι πολέμου για 2 έτη. Σ’ αυτό το διάστημα η υγεία του διαλύθηκε. Μέχρι τη γέννηση του Αλέξανδρου ο πατέρας του είχε φτωχύνει. Ο Θωμάς-Αλέξανδρος πέθανε το 1806, αφήνοντας την οικογένεια χωρίς πόρους. Ο μικρός Αλέξανδρος μεγάλωσε φτωχικά με τη μητέρα του στην επαρχία της Πικαρδίας.
Ο Αλέξανδρος είχε και μια μεγαλύτερη αδερφή τη Μαρί-Αλεξαντρίν (γεν. πριν το 1789). Όμως η φτώχεια είχε πολύ μικρή επίδραση στο νεαρό. Η μητέρα του εμπιστεύθηκε τη μόρφωσή του στον παπά του χωριού, που ανέλαβε να του μάθει τα στοιχειώδη γράμματα. Η μεγάλη ζωτικότητά του κι η κλίση του στα παιχνίδια, τον έκαναν κάπως αδιάφορο στα μαθήματα και φαινότανε πως δεν είχε καμμία κλίση για τα γράμματα κι ακόμα λιγότερη στα μαθηματικά. Ποτέ δεν προχωρούσε πέρ’ απ’ τον πίνακα του πολλαπλασιασμού. Του άρεσε να παίζει στα δάση, να μιμείται τα πουλιά, να κυνηγά και να ψαρεύει. Το μόνο που τον έκανε να ξεχωρίζει στο σχολείο ήταν ο γραφικός του χαρακτήρας. Έτσι, αν και δεν πήρε καλή μόρφωση, στα 12 προσλήφθηκε γραφέας σε συμβολαιογραφείο, όπου αντέγραφε με το χέρι ολόκληρους ογκώδεις τόμους και μακροσκελή έγγραφα.
Το 1822 πήγε στο Παρίσι, όπου ο γραφικός του χαρακτήρας και το γεγονός ότι ο πατέρας του ήτανε λίγο-πολύ γνωστός, του έδωσε μία θέση αντιγραφέα στο γραφείο του Δούκα της Ορλεάνης και μέλλοντα βασιλιά Λουδοβίκου Φίλιππου. Οι απολαβές του ήτανε 1.200 φράγκα του χρόνο. Αν και τα χρήματα αυτά μόλις του έφταναν για να ζήσει, ο Δουμάς μπήκε στο πνεύμα της εύθυμης παρισινής ζωής. Βρίσκοντας πως τα έσοδά του ήτανε πάρα πολύ λίγα και δεν του φτάνανε για μια πολυδάπανη ζωή, αποφάσισε να γράψει για το θέατρο, βρίσκοντας πως ο τρόπος αυτός ήτανε σίγουρος για να κερδίσει περιουσία. Παράλληλα, άρχισε να κινείται στους φιλολογικούς κύκλους. Γνωρίστηκε με τον Ουγκώ, τους ποιητές Lamartine κι Αλφρέντ ντε Βινί, καθώς κι άλλους νέους συγγραφείς, -υπήρξε ένας από τους πρώτους ρομαντικούς. Ανήκε στη κάστα κείνη των ανθρώπων που ‘ζησαν μέσα στα πράγματα τη πιο ταραγμένη περίοδο της γαλλικής ιστορίας. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ήθελε να τοποθετεί τα βιβλία του σε περιβάλλον με απόλυτους χρονικούς προσδιορισμούς. Εν τούτοις τα βιβλία του δεν είναι καθαρόαιμα «ιστορικά μυθιστορήματα. Ο ίδιος έλεγε: “Η Ιστορία είναι ένα καρφί που πάνω του κρεμάω τα μυθιστορήματά μου“.
Το καινούργιο στυλ που έγραφε άρεσε στο κοινό και το 1825 κέρδισε τα πρώτα του χρήματα ως συγγραφέας. Παράλληλα, άρχισε να κάνει γνωριμίες στους φιλολογικούς κύκλους. Το έργο που έκανε γνωστό το όνομά του ήτανε το δράμα Ο Ερρίκος Γ’ κι η Αυλή του (1829), που ήτανε το 1ο επιτυχημένο έργο της νέας ρομαντικής εποχής. Ύστερα από αυτό, ανέβασε κι άλλα θεατρικά, από τα οποία πολλά παίζονται ακόμη και σήμερα. Αν και τα θεατρικά έργα του τού ‘φερναν σημαντικά έσοδα, τα μεγάλα έξοδα που έκανε τον ανάγκαζαν να βρίσκεται σχεδόν πάντα βουτηγμένος στα χρέη. Οι κριτικοί χτύπησαν το έργο του αλλά αυτός ζούσε σα βασιλιάς. Ταξίδεψε στην Ελβετία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Στο σπίτι του, το τραπέζι ήτανε πάντα στρωμένο. Το γεύμα κρατούσε 5 ώρες επειδή φτάναν αδιάκοπα καινούργιοι συνδαιτυμόνες. Ο Δουμάς δεν ήταν ποτέ τυπικός, δεχότανε πλούσιους και φτωχούς, συμπατριώτες και ξένους, με την ίδια εγκαρδιότητα. Εντούτοις, στον καλλιτεχνικό χώρο χτυπήθηκε σκληρά. Οι κριτικοί κι οι συντηρητικές εφημερίδες αποκαλούσανε το έργο του τερατούργημα. Οι κλασσικοί συγγραφείς τονε κατηγόρησανε για λογοκλοπή κι η Γαλλική Ακαδημία κατήγγειλε την επίδραση που θα είχε το έργο του πάνω στο θέατρο. Ο Δουμάς είχε το φυσικό δώρο να παίρνει ασήμαντα έργα άσημων συγγραφέων και να τα μετατρέπει σε λαμπρά θεατρικά έργα. Γι’ αυτό και κατηγορήθηκε ως λογοκλόπος.
Το 1830 πήρε ενεργά μέρος στην Επανάσταση του Ιουλίου που ανέβασε στο θρόνο της Γαλλίας τον Δούκα της Ορλεάνης. Όσο κρατούσαν οι πολιτικές διαμάχες που προκάλεσε η άνοδος του Λουδοβίκου Φιλίππου, ο Δουμάς συμμετείχε ενεργά στον αγώνα. Καθώς το Παρίσι είχε ανάγκη από πυρομαχικά, προσφέρθηκε να πάει στο Σουασόν και να φέρει. Επρόκειτο για εξαιρετικά εμπιστευτική αποστολή, που την έφερε σε πέρας. Στο μεταξύ, καθώς τα θεατρικά έργα άρχισαν να χάνουν την αγάπη του κοινού, ο Δουμάς στράφηκε προς το μυθιστόρημα. Οι Τρεις Σωματοφύλακες =(1844) σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και τότε καταπιάστηκε και με άλλα μυθιστορήματα: Μετά Είκοσι Έτη (1845), Βασίλισσα Μαργκό (1845), Οι Κορσικανοί Αδελφοί (1845), Ο Κόμης Μοντεχρήστο (1845-1846), Ο Ιππότης του Κόκκινου Σπιτιού (1845-1846), Ο Υποκόμης της Βραζελόνης (που περιλαμβάνει το διάσημο Σιδηρούν Προσωπείον) (1848), Η μαύρη τουλίπα (1850) κ.α. Οι φιλολογικές του επιτυχίες, που του έφεραν και μεγάλα κέρδη, τονε παρέσυραν σε σπάταλη κι εξωφρενική ζωή, που του δημιούργησε πολλές δυσκολίες κι ενοχλήσεις.
Εν τω μεταξύ, ο ρομαντισμός άρχισε να παρακμάζει. Το κοινό είχε πια βαρεθεί τις υπερβολές, την έλλειψη τάξεως και τη βία, κι έβρισκε πλέον καινούργια θέλγητρα στο νόμο και τη τάξη. Έτσι, καθώς τα θεατρικά έργα άρχισαν να χάνουν την αγάπη του κοινού, ο Δουμάς στράφηκε προς το μυθιστόρημα. Μία μέρα τον επισκέφτηκε ένας καθηγητής φιλολογίας, ο Αύγουστος Μακέ, ήταν αξιόλογος άνθρωπος, γνώριζε την ιστορία κι είχε ιδέες. Ο Αλέξανδρος, που ως τότε είχε γράψει μόνο μερικές νουβέλες, ήθελε να βρίσκει ανθρώπους που να του προμηθεύουν θέματα για ανάπτυξη. Έτσι, ο Μακέ προσκόμιζε το υλικό σε ακατέργαστη μορφή κι αυτός το ανασκεύαζε, του ‘δινε μορφή, τόνο και ρυθμό. Δημιουργήθηκε έτσι μία εξαιρετική συνεργασία, αν και τ’ όνομα του Μακέ δεν εμφανίστηκε ποτέ σε κάποιο έργο… Τα ιστορικά στοιχεία του Μακέ γίνανε τα μεγάλα μυθιστορήματα που κάναν αθάνατο το όνομα του Δουμά. Σ’ ένα ταξίδι που ‘κανε στη Μεσόγειο, πέρασε κοντά από το νησί Μοντεκρίστο. Τ’ όνομα του ‘κανε τρομερή εντύπωση κι έγραψε τότε τον Κόμη Μοντεχρήστο (1845-1846).
Η επιτυχία του εκνεύρισε τους κριτικούς. Αλλά ο Δουμάς τα ‘βρισκε όλ’ αυτά φυσικά. Δεν έδειχνε ούτε θυμό ούτε μίσος. Παραδέχτηκε ελεύθερα και δημόσια πως ο Μακέ ήτανε συνεργάτης του κι ανέφερε τα έργα που ‘γραψανε μαζί. Όμως οι φιλολογικές του επιτυχίες, που του ‘φεραν μεγάλα κέρδη, τονε παρασύρανε σε σπάταλη κι εξωφρενική ζωή, που του δημιούργησε πολλές δυσκολίες κι ενοχλήσεις. Με τα χρήματα που του απέφεραν τα μυθιστορήματά του, έκτισε μέγαρο στο Σεν Ζερμέν που του κόστισε 250.000 φράγκα και το γέμισε με θησαυρούς τέχνης. Τη βίλα του την ονόμασε Μόντε-Κρίστο κι εκεί ζούσε περιστοιχισμένος από παράσιτους, κόλακες και πιστωτές. Επιπλέον, έκτισε δικό του θέατρο που κόστισε 1.500.000 φράγκα. Τα έξοδά του ήτανε πάρα πολλά και μόνο με την επιτυχία των θεατρικών του έργων μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Η πτώση του Λουδοβίκου Φιλίππου κι η άνοδος του Ναπολέοντα Γ’ έφερε νέα θεατρικά γούστα κι ο Δουμάς έπεσε και πάλι στη φτώχεια. Μη μπορώντας να οικονομήσει χρήματα, απογυμνωμένος οικονομικά, είδε να του παίρνουν οι πιστωτές του το μέγαρο και το θέατρό του. Οι δικαστικοί κλητήρες τον αναζητούσανε και για να ξεφύγει, πήγε στις Βρυξέλλες (1851). Ύστερα από λίγα χρόνια ξαναγύρισε στο Παρίσι. Για ν’ αποκατασταθεί ίδρυσε μία εφημερίδα, που ήταν μάλλον οικογενειακό περιοδικό, που την ονόμασε Ο σωματοφύλακας. Η εφημερίδα άρχισε καλά, δεν άργησε όμως να χρεωκοπήσει εξαιτίας του υψηλού μισθολογίου και του μεγάλου προσωπικού. Πάλι άρχισε τις περιπλανήσεις του στη Ρωσία και την Ιταλία. Στη Νάπολη συνεργάστηκε με τον Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι, ως έμπιστος σύμβουλός του. Έπειτα όμως από την επιτυχία της επαναστάσεως, το πλήθος έδιωξε τον Δουμά από την Ιταλία. Πληγωμένος κατάκαρδα από την αχαριστία, επέστρεψε στο Παρίσι. Τον Σεπτέμβρη του 1870, μετά από ένα ατύχημα που τον άφησε σχεδόν παράλυτο, ο Αλέξανδρος Δουμάς εγκαταστάθηκε στο σπίτι του γιου του, Αλέξανδρου Δουμά του νεώτερου, στο Πουί όπου κι απεβίωσε στις 5 Δεκέμβρη 1870. Το 2002 ο τάφος του μεταφέρθηκε στο Πάνθεον του Παρισιού, το μαυσωλείο όπου είναι θαμμένες λαμπρές προσωπικότητες της Γαλλίας.
Στα 1845 εκδόθηκε ένα βιβλίο με τίτλο Βιομηχανία μυθιστορημάτων Αλέξανδρος Δουμάς & Σία, ένα κατηγορητήριο κατά του συγγραφέα του Κόμη Μοντεχρήστο. Πόσοι θυμούνται σήμερα τον συντάκτη του λιβέλου Εζέν ντε Μιρκούρ, που συγκέντρωσε τόσες σελίδες χολής υποστηρίζοντας ότι ο Δουμάς δεν έγραφε μόνος του τα βιβλία; Η Ιστορία μάλλον έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους θέση: κανείς δεν θυμάται τον κακόβουλο ντε Μιρκούρ, ενώ ο Δουμάς εξακολουθεί να είναι ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στον κόσμο (το αν είχε βοηθούς, είναι βέβαια άλλο ζήτημα…) Εκτός από τα μυθιστορήματα έγραψε και περί τα 90 θεατρικά έργα. Έγραψε κι απομνημονεύματα εκτάσεως 22 τόμων και ταξιδιωτικά κείμενα. Θεωρείται ότι οι περιηγητικές εντυπώσεις του βρίθουν ανακριβειών, αλλά πώς να μη τον συγχωρήσει κανείς όταν γίνεται τόσο συμπαθής με τις προθέσεις του; Τα άπαντά του αριθμούν 301 τόμους.
Τη 1η Φλεβάρη 1840 ο Δουμάς νυμφεύτηκε την ηθοποιό Ιντά Φεριέ μα συνέχισε να συνάπτει σχέσεις και μ’ άλλες γυναίκες, αποκτώντας περισσότερα από 4 παιδιά. Έν απ’ αυτά τα παιδιά ήταν ο Αλέξανδρος Δουμάς ο Νεώτερος καρπός της σχέσης με τη Κατρίν Λεμπέ. Υπήρξε πληθωρικός και στη προσωπική του ζωή. Ετσι, όχι μόνο έγραψε πολλά βιβλία, αλλά είχε και πολλές ερωμένες, σκόρπισε πολλά λεφτά, είχε πολλές παρέες. Όταν αποφάσισε να χτίσει σπίτι, αυτό ήταν ένα παλατάκι, στο Πορ-Μαρλί, που του κόστισε -τότε- 200.000 φράγκα. Κέρδιζε πολλά χρήματα από τις θεατρικές επιχειρήσεις, αλλά όσο εύκολα κέρδιζε τόσο εύκολα έχανε. Στα 1850 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα για να αποφύγει τους πιστωτές του. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στο παιδί του, τον Αλέξανδρο Δουμά υιό, συγγραφέα τής Κυρίας με τις καμέλιες. Εφυγε σε ηλικία 68 ετών κι όλοι τονε θυμούνταν ως άνθρωπο του υπερθετικού βαθμού.
Ένα θαυμαστικό χαρακτηρίζει το Δουμά σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Κάθε τι που ‘κανε ήταν υπερβολικό κι έφτανε στα άκρα. Συνδύαζε τη λαχτάρα του να τον προσέχουνε και να τον τιμούνε, την τόλμη και τη μεγαλαυχία του, μαζί με την αγάπη του για την ανθρωπότητα. Έζησε πολύ γεμάτη ζωή. Ως συγγραφέας, στρατιώτης, πολιτικός κι εραστής έπαιξε το ρόλο του ολοκληρωτικά, χωρίς να παραμελήσει καμμία δυνατότητα και χωρίς να υποτιμήσει ποτέ τον εαυτό του. Ο Δουμάς έγινε στρατιώτης για να πάρει μέρος στα οδοφράγματα, διοίκησε μία λεγεώνα, μονομάχησε 10 φορές, ναύλωσε καράβια και μοίρασε συντάξεις από το δικό του πορτοφόλι, χόρεψε, κυνήγησε, αγάπησε, ψάρεψε, υπνώτισε, μαγείρεψε, απέκτησε 10.000.000 φράγκα και ξόδεψε πολλά περισσότερα. Το μόνο που μπόρεσε να τονε σταματήσει ήταν ο θάνατος, που έβαλε τέρμα στη καταπληκτική του σταδιοδρομία. Αλλά όπως έγραψε ο Βικτόρ Ουγκώ: “Εκείνο που έσπειρε είναι η Γαλλική Ιδέα“.
Η συναρπαστική έκβαση του μύθου που δεν καταρρίπτεται ποτέ, το χρώμα, ο ιπποτισμός, η πρωτοτυπία στο σύνολό της, όλ’ αυτά δικαιολογούν απόλυτα την εξαιρετική δημοτικότητα που ‘χουνε τα μυθιστορήματά του. Το συναρπαστικό συναίσθημα που δοκιμάζει κανείς όταν γνωρίζει για πρώτη φορά τους χαρακτήρες κάθε του μυθιστορήματος, κάνει τον αναγνώστη να μη μπορεί ν’ αντισταθεί στην ακατάσχετη επιθυμία να φτάσει ως το τέλος. Ειπώθηκε ότι ο Δουμάς μπορούσε να δημιουργήσει μια ιστορία από το πιο ασήμαντο γεγονός: από το πέσιμο ενός φτερού ή από ένα καράβι που ξεχωρίζει μακρυά στον ορίζοντα, και να το κεντήσει έτσι ώστε να γίνει ένα ολοκληρωμένο και συνταρακτικό μυθιστόρημα. Όταν έφτιαχνε μέσα στο μυαλό του το σχέδιο ενός μυθιστορήματος ή ενός θεατρικού έργου, στη πραγματικότητα το έργο του αυτό ήταν ολοκληρωμένο. Το γράψιμό του μπορούσε να γίνει τόσο γρήγορα, όσο μπορούσε να κυλήσει γρήγορα η πέννα του.
Μια φορά ο Αλέξανδρος Δουμάς έβαλε στοίχημα 100 λουδοβίκεια ότι μπορούσε να γράψει το 1ο βιβλίο του Ιππότη του Κόκκινου Σπιτιού σε 72 ώρες, μαζί με τις ώρες ύπνου και φαγητού. Μέσα σε 66 ώρες το έργο είχε συμπληρωθεί: 3.375 γραμμές χωρίς καμμία αλλαγή ή σβήσιμο. Το έργο δε παρουσίαζε επίσης κανένα ίχνος βιασύνης, γεγονός που αποδεικνύει πόσο ανεξάντλητος και μεγαλοφυής ήταν ο Γάλλος συγγραφέας. Ωστόσο, ειπώθηκαν εναντίον του πολλές κατηγορίες και για τον τρόπο που ζούσε και για τον τρόπο που έγραφε. Ειπώθηκε ότι ο Δουμάς ούτε πρωτότυπος ήταν ούτε συνειδητός μιμητής κανενός άλλος, ότι υπήρξε απρόσεκτος στο γράψιμό του, δεν εσέβετο καθόλου την ιστορική αλήθεια και πως το ύφος του ήτανε γεμάτο συντακτικά λάθη. Είχε λεχθεί, επίσης, ότι έγραφε παρά πολλά έργα στα οποία δεν πρόσεχε ούτε το περιεχόμενο και τον τρόπο γραφής. Τέλος, έχει διατυπωθεί απ’ ορισμένους η άποψη πως ο ίδιος δεν έγραψε ούτε μια λέξη από τα μυθιστορήματά του, αλλά εκμεταλλεύτηκε τον ιδρώτα άλλων κι ότι κατόρθωνε να επιβληθεί με απάτη και κατεργαριά.
Στη πραγματικότητα, όμως, όλες αυτές οι κατηγορίες ήτανε ψεύτικες. Ο Δουμάς δεν είχε καιρό να σκεφτεί ή να ζυγίσει τι θα γινότανε παρακάτω, ούτε όταν έγραφε τα έργα του, ούτε όταν ζούσε την άσωτη ζωή του. Άφηνε πάντα τον εαυτό του να παρασύρεται από την ιδιοσυγκρασία του κι από την έμπνευση της στιγμής. Δεν λογάριαζε ποτέ του τι θα κέρδιζε ή τι θα έχανε, διαφοροποιούμενος, από την άποψη αυτή ως πολύ λιγότερο συμφεροντολόγος από πλήθων άλλων αξιοσέβαστων συγγραφέων, οι οποίοι έκαναν περιουσία με την πέννα τους.
Από μία άποψη, θα μείνει πάντοτε το υπόδειγμα του λογοτέχνη που δε ζει παρά μόνο για να γράφει τις περιπέτειές του καθώς και περιπέτειες άλλων. Οτιδήποτε έβλεπε, άκουγε και διάβαζε -πολύ συχνά και κέινα τα οποία δε διάβαζε- χρησιμοποιούσε αυθόρμητα ως υλικό για τα έργα του. Ο Αλέξανδρος Δουμάς είχε πολλούς συνεργάτες, ωστόσο, είτε τα ‘γραφε μόνος του είτε μαζί τους, τα έργα του είχανε την ίδια επιτυχία. Στην ακμή της ηλικίας του ταξίδεψε στη Ρωσία κι έφτασε ως τον Καύκασο αναζητώντας υλικό για τα έργα του. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών.

ΡΗΤΆ:
* Όταν υποφέρεις, να κοιτάς τον πόνο καταπρόσωπο. Θα σε παρηγορήσει ο ίδιος, και θα σου μάθει και κάτι.
* Ο άνθρωπος γεννιέται χωρίς δόντια, χωρίς μαλλιά και χωρίς αυταπάτες κι έτσι πεθαίνει, χωρίς δόντια, χωρίς μαλλιά και χωρίς αυταπάτες.
* Όλοι για έναν κι ένας για όλους.
* Η πιο ανόητη γυναίκα είναι εκατό φορές πιο πονηρή απ’ τον πιο έξυπνο άντρα.
* Κάθε εκδίκηση επιτρέπεται, από τη στιγμή που χτυπά τον ένοχο.
* Ο σωστός τρόπος να αντιμετωπίσεις τη συκοφαντία είναι να την περιφρονήσεις. Αν προσπαθήσεις να την αντικρούσεις ή να τη διαψεύσεις, θα σε νικήσει.
* Στον έρωτα, αυτός που αμφιβάλλει, κατηγορεί.
* Μεγάλη που είσαι αλήθεια! Ούτε η φωτιά μπορεί να σε κάψει, ούτε το νερό να σε πνίξει.
* Μπορεί κανείς να ξεχνά το Θεό όσο είναι ευτυχισμένος, αλλά όταν η ευτυχία δίνει τη θέση της στη δυστυχία, είναι πάντα στο Θεό που πρέπει να επιστρέψουμε.
* Η εξουσία του πατέρα είναι ιερή, αλλά όταν τη χρησιμοποιεί για να προστάξει ένα έγκλημα μπορεί κανείς να τη παρακούσει.
* Οι γυναίκες ποτέ δεν είναι τόσο δυνατές όσο μετά από μια ήττα.

* Ο άνθρωπος, σ’ οποιαδήποτε κοινωνική τάξη κι αν έχει γεννηθεί, καλείται στον ίδιο σκοπό, και μπορεί με μόνη τη θέλησή του να κατορθώσει ό,τι άλλοι κατορθώνουν με τη βοήθεια των συγγενών τους και της τύχης.
* Η αρχαιότητα είναι η αριστοκρατία της ιστορίας.
* Ο Θεός ψαρεύει τις ψυχές με πετονιά, ο Σατανάς τις ψαρεύει με δίχτυ.
* Η σιωπή είναι η τελευταία χαρά των δυστυχισμένων.
* Το κρασί είναι το πνευματικό μέρος ενός γεύματος. Τα κρέατα και τα λαχανικά δεν είναι παρά το υλικό μέρος.
* Ο ενθουσιασμός είναι ένα λουλούδι της νεότητας, που η απογοήτευση είναι ο καρπός του.
* Είναι από τα ντεκολτέ φορέματα που εξατμίζεται λίγο-λίγο η αγνότητα των γυναικών.
* Προτιμώ τους κακούς ανθρώπους από τους βλάκες. Οι κακοί ξεκουράζονται κάπου-κάπου.
* Οι γυναίκες μας εμπνέουν να κάνουμε μεγάλα πράγματα και μας εμποδίζουν να τα πραγματοποιούμε.
* Η ελπίδα είναι ο καλύτερος γιατρός που έχω γνωρίσει.
* Δεν ζει κανείς μ’ αυτά που τρώει, αλλά μ’ αυτά που χωνεύει.

* Μόνον ένας άνθρωπος που ‘χει βιώσει την απόλυτη απόγνωση είναι ικανός να αισθανθεί την απόλυτη ευδαιμονία.
* Ο ενθουσιασμός είναι το μερτικό του ευτυχισμένου ανθρώπου. Η πίστη μόνο μένει σ’ εκείνον που υποφέρει.
* Ο επικεφαλής ενός κράτους δεν έχει δικαίωμα να φέρνεται επιεικώς στους εχθρούς της κοινωνικής ειρήνης.
* Ο ζυγός του γάμου είναι πολύ βαρύς, γι’ αυτό και τον φέρουν δύο πρόσωπα μαζί. Προσοχή, όμως, μην κουραστεί ο ένας από τους δύο, διότι τότε θα έρθει σε βοήθειά του κάποιος τρίτος.
* Ο καλός γιατρός χειρουργεί με το χέρι του κι όχι με την καρδιά του.
* Για όλες τις συμφορές υπάρχουν δύο θεραπείες: ο χρόνος κι η σιωπή.
* Επιτρέπεται να βιάζουμε την Ιστορία, με τη προϋπόθεση ότι θα της κάνουμε παιδί.
* Ο λαός δεν έχει ούτε χρυσάφι, ούτε υπηρεσίες, για να δώσει, αλλά χτίζει βωμούς κι εκεί τοποθετεί τους θεούς.

* Ο λαός έγραψε με το αίμα του τις επαναστάσεις των γραμμάτων των ευγενών, που του επιτρέπουν, καθώς στην παλιά αριστοκρατία, να φέρεται σαν ίσος προς ίσο με τη βασιλεία.
* Είσαι ακόμα νέος κι οι πίκρες σου έχουν όλο το χρόνο να γίνουνε γλυκειές αναμνήσεις.
* Η αξία κάθε πράγματος έγκειται στη δυσκολία του.
* Οι γυναίκες δεν ακούνε ποτέ όταν μιλάνε, παρά μόνο όταν απ’ τη συζήτηση έχουν προσωπικό ενδιαφέρον.
* Ο πατέρας μου ήταν μιγάς, ο παππούς μου νέγρος και ο προπάππους μου πίθηκος. Όπως βλέπετε κύριε, η οικογένειά μου αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η δική σας.
* Ξέρετε τι είναι καθήκον; Αυτό που απαιτούμε από τους άλλους.
* Να ‘στε ευγενικός μαζί μου. Σημαδέψτε στη καρδιά.
* Όπου δεν φτάνει το μάτι του ανθρώπου διεισδύει το βλέμμα του Θεού.
* Χωρίς τύψεις για το παρελθόν, με εμπιστοσύνη στο παρόν και γεμάτος ελπίδα για το μέλλον, ξάπλωσε και τον έπιασε αμέσως ο ύπνος, ο ύπνος του δικαίου.
* Πόσο δίκιο είχαν οι αρχαίοι, που είχαν τον ίδιο θεό για τους κλέφτες και για τους εμπόρους.

* Πρέπει να εξιδανικεύσουμε τη πραγματικότητα που βλέπουμε και να κάνουμε πράξη το ιδανικό που νιώθουμε.
* Ως και την ώρα της απελπισίας, δεν μένει στο βάθος της καρδιάς μια ελπίδα που σιγοκαίει;
* Σαν η ώρα φτάσει, κανένας δεν ξεφεύγει τη μοίρα του. Και κανένας δεν παίρνει αναβολή, όταν κριτής είναι ο θάνατος!
* Η ευτυχία είναι εγωιστική.
* Τα δάκρυα είναι σαν τη φωτιά, καίνε.
* Δεν γνωρίζετε όλο αυτό που η καρδιά της γυναίκας έχει μέσα της, από αλλόκοτα μυστικά και παράξενες αντιφάσεις.
* Τα τραχιά μαθήματα της δυστυχίας δεν χάνονται ποτέ για μια ευγενική καρδιά και για ένα μυαλό συνετό.
* Δεν υπάρχει αληθινή ευτυχία, παρά κείνη που κανείς δεν τη γνωρίζει.
* Το μεγαλύτερο απ’ όλα τα εγκλήματα είναι η αυτοκτονία, γιατί είναι το μόνο στο οποίο δεν χωράει μετάνοια.
* Δεν υπάρχει ιδέα μεγαλοπρεπής παρά εκείνη που φέρνει τους καρπούς της. Κάθε ιδέα που αποβάλλει (που δεν καρποφορεί) είναι τρελλή κι άγονη.
* Υπάρχουν αρετές που από υπερβολή γίναν εγκλήματα.

EΡΓΑ:
Le trois Mousquetaires, 1844 (Οι τρεις σωματοφύλακες) με τον Auguste Maquet
Louis XIV et son siècle, 1844 (Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ κι ο αιώνας του)
Vingt ans après, 1845 (Μετά είκοσι έτη), με τον Auguste Maquet
Les Frères corses, 1845 (Αδελφοί Κορσικανοί)
Le Vicomte de Bragelonne, ou Dix ans plus tard, 1848 (Ο υποκόμης της Βραζελόνης ή Μετά δέκα έτη, με τον Auguste Maquet
Le Comte de Monte-Cristo, 1845-6 (Ο κόμης Μοντεχρήστο), με τον Auguste Maquet
La Reine Margot, 1845 (Η βασίλισσα Μαργκό), με τον Auguste Maquet
Les Quarante-cinq, 1847 (Οι σαράντα πέντε), με τον Auguste Maquet
Le Collier de la reine, 1849 (Το περιδέραιο της βασίλισσας), με τον Auguste Maquet
La Tulipe noire, 1850 (Η μαύρη τουλίπα)
Les Mohicans de Paris, 1854-1855 (ΟΙ Μαϊκανοί των Παρισίων), με τον Paul Bocage
Les Grands Hommes en robe de chambre : César, Henri IV, Richelieu, 1855-6
(Οι μεγάλοι άντρες στο σπίτι τους: Καίσαρ, Ερρίκος Δ’, Ρισελιέ)
Les Compagnons de Jéhu, 1856 (Οι οπαδοί του Ιησού)
Ali Pacha, 1862 (Αλή πασάς), ημιτελές χρονικό σε περιοδικό της εποχής. Οριστική έκδοση το 2009
Grand Dictionnaire de cuisine, 1873 (Μέγα Λεξικό της Κουζίνας)========================
Αμμαλάτ Μπέης
Λίγα λόγια όσον αφορά στον τρόπο που ‘πεσε στα χέρια μου η ιστορία που θα διαβάσουμε.
Ήμουνα στη Δερμπέντ, στη πόλη με τις σιδερένιες πύλες, στο σπίτι του διοικητή του φρουρίου και δειπνούσαμε. Η συζήτηση κατέληξε στο μυθιστοριογράφο Μαρλίνσκι, που δεν είναι άλλος από τον Μπεστούγιεφ, κατάδικο στα ορυχεία της Σιβηρίας για τη συνωμοσία του 1825, και που ο αδελφός απαγχονίστηκε στο τείχος της Αγίας Πετρούπολης, μαζί με τους Πεστέλ, Μουράγιεφ, Καλκόφσκι και Ρουλέγιεφ.
Όταν το 1827 του χορηγήθηκε χάρη απ’ τα καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία, κατατάχθηκε στο στρατό και στάλθηκε στη στρατιά του Καυκάσου. Γενναίος καθώς ήτανε, ριχνόταν μ’ αυταπάρνηση στους μεγαλύτερους κινδύνους, γι’ αυτό κι απέκτησε αμέσως το βαθμό σημαιοφόρου. Με το βαθμό αυτό παρέμεινε ένα χρόνο στο φρούριο της Δερμπέντ.
Θα δούμε, μέσα από το ταξίδι μου στον Καύκασο1, ποια νέα συμφορά θα τονε κάνει να νιώσει αποστροφή για τη ζωή του και πώς, στη διάρκεια κάποιας συνάντησης με τους Λεσγιανούς, θα σκοτωθεί απ’ αυτούς, με τρόπο που ‘μοιαζε αυτοκτονία.
Ανάμεσα στα έγγραφα που άφησε στο δωμάτιό του τη μέρα του θανάτου του βρισκότανε χειρόγραφο που ‘μεινε στα χέρια του διοικητή. Από τότε το χειρόγραφο αυτό διαβάστηκε από πολλούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο αδελφός του τωρινού διοικητή, που μου μίλησε γι’ αυτό σαν να επρόκειτο για νουβέλα, γεμάτη ενδιαφέρον. Με δική του παραίνεση τη μετέφρασα και βρίσκοντας όπως κι εκείνος σ’ αυτό το έργο όχι μόνο μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά επίσης έντονο τοπικό χρώμα, πήρα την απόφαση να το εκδώσω.
Όταν το πήρα απ’ τα χέρια του μεταφραστή για να το καταστήσω κατανοητό στους Γάλλους αναγνώστες, το ξανάγραψα κι έτσι όπως ήτανε, χωρίς ν’ αλλάξω τίποτα, προχώρησα στην έκδοσή του με πεποίθηση ότι θα δημιουργήσει και στους άλλους τα ίδια συναισθήματα που ‘χε προκαλέσει και σε μένα.
Πέρα απ’ αυτό είναι μια σχολαστική περιγραφή του πολέμου, έτσι όπως διεξάγεται ανάμεσα στους Ρώσους, αυτούς τους εκπρόσωπους του πολιτισμού του Βορρά και τους άγριους και θηριώδεις κατοίκους του Καυκάσου2.
Τυφλίδα, 22 Δεκέμβρη 1858
Αλέξανδρος. Δουμάς
______________________
1 Πρόκειται για το αυτοβιογραφικό διήγημα του Δουμά, Impressions de voyage – Le Caucase, (Michel Lévy, Παρίσι 1859), που αναφέρει πως η συγγραφή των έργων, Sultanetta, Ammalat Bey για το χειρόγραφο και Boule de neige, La neige du mont Chakh-Daghe για το χειρόγραφο, έγινε στη Τυφλίδα όχι στο συνηθισμένο του μπλε χαρτί, αλλά σε χαρτί που αγόρασε εκεί, από κάποιο πλανόδιο πωλητή. Μάλιστσ χαριτολογώντας, ζητά συγγνώμη από τους υποψήφιους αναγνώστες των έργων αυτών, γιατί, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει: “αν δεν τους ικανοποιήσουν αρκετά τα 2 αυτά έργα, αυτό θα οφείλεται στο κιτρινόχρωμο, αρρώστιαρικο χαρτί που γράφτηκαν κι όχι σ’ αυτόν“,
2 Η τελευταία αυτή παράγραφος δεν συναντιέται στο χειρόγραφο, παρά μόνο στις γαλλόφωνες εκδόσεις που ακολούθησαν.
———————————
Να ‘σαι συγκρατημένος, όταν προσβάλλεις κάποιον,
αλλά ταχύς, όταν τον εκδικείσαι.
(Επιγραφή χαραγμένη σε σπαθιά του Δαγεστάν)
Ήταν μια Παρασκευή. Κοντά στο Μπουϊνάκι, μεγάλο χωριό του Δαγεστάν στο Βορρά, η νεολαία των Τατάρων, γεμάτη τόλμη και θάρρος μαζεύτηκε για μια ιπποδρομιακή κούρσα που ‘μελλε να πάρει διαστάσεις γιορτής. Ας δώσουμε όμως μια εικόνα του λαμπρού τοπίου, εκεί που διαδραματίζεται αυτή η σκηνή.
Το Μπουϊνάκι υψώνεται στις δύο κορυφές ενός απόκρημνου βουνού και δεσπόζει στα περίχωρα. Αριστερά του δρόμου που οδηγεί από τη Δερμπέντ στην Τάρκι, διαγράφεται η κορυφογραμμή του Καυκάσου, καλυμμένη από δάση. Δεξιά, η ακτή που βρέχεται από τη Κασπία Θάλασσα μ’αιώνιο μουρμουρητό ή καλύτερα μ’ ατέλειωτο οδυρμό. Η μέρα τελείωνε. Παρ’ όλο που ο καθαρός αέρας του βουνού προσελκύει περισσότερο τους κατοίκους του χωριού από ένα τέτοιου είδους θέαμα -που εξάλλου επαναλαμβάνεται πολύ συχνά- το θέαμα αυτό δεν τους είναι οικείο.
Οι χωρικοί, αφού εγκατέλειψαν τα καλύβια τους, κατηφόρισαν και συγκεντρώθηκαν κάνοντας σειρές και στις δύο πλευρές του δρόμου. Οι γυναίκες δε φορούσαν πέπλο, αλλά μεταξωτά μαντήλια με έντονα ζωηρά χρώματα, μακριά στενά μεταξένια φορέματα, σφιχτούς στη μέση χιτώνες και φαρδιά παντελόνια. Τα μαλλιά τους ήταν μαζεμένα σ’ ένα τουρμπάνι και κάθονταν μια δίπλα στην άλλη, ενώ τα παιδιά τρέχανε και μπερδεύονταν στα πόδια τους. Οι άντρες ήταν συγκεντρωμένοι σε κύκλους και στέκονταν όρθιοι ή κάθονταν σύμφωνα με τον τουρκικό τρόπο. Οι γέροι κάπνιζαν με τις τσετσένικες πίπες τους περσικό καπνό.
Μια εύθυμη φασαρία υψωνόταν πάνω απ’ όλ’ αυτά και μέσα απ’ αυτή τη φασαρία αντηχούσε πού και πού ο θόρυβος που προκαλούσαν τα πέταλα ενός αλόγου καθώς χτυπούσανε βίαια πάνω στα χαλίκια του δρόμου, όπως κι η κραυγή katch! katch! (κάντε χώρο! κάντε χώρο!) των καβαλάρηδων που προετοιμάζονταν για τη κούρσα.
Η φύση του Δαγεστάν αναδύει μια μεγαλοπρέπεια το Μάη. Τα χιλιάδες τριαντάφυλλα που καλύπτουν το γρανίτη είναι γεμάτα δροσιά κι έχουν μια απόχρωση σαν κι αυτή της μέρας μόλις χαράξει. Ο αέρας ευωδιάζει από το άρωμά τους και τα αηδόνια το σούρουπο τραγουδούν ασταμάτητα στις καταπράσινες πλαγιές. Τα κοπάδια των προβάτων φαντάζουνε χαρούμενα έτσι που ‘ναι στολισμένα με πορτοκαλιές κηλίδες. Οι βοσκοί βάφουνε τα πρόβατα με το ίδιο υλικό που οι αφέντες χρησιμοποιούνε για να βάψουνε τα νύχια των ποδιών και των χεριών, δηλαδή με χένα. Οι βούβαλοι χοροπηδούνε βυθισμένοι στα έλη και κοιτάζουνε τον ταξιδιώτη με τα μεγάλα εξερευνητικά μάτια τους, που θα ‘μοιαζαν απειλητικά, αν δεν ήταν ονειροπόλα. Οι στέπες είναι καλυμμένες με ρείκια όλων των χρωμάτων.
Κάθε κύμα της Κασπίας αστράφτει σαν το λέπι ενός γιγάντιου ψαριού. Είναι αυτό το κάτι, που υπάρχει και γοητεύει στον αέρα, στον ουρανό, στην ατμόσφαιρα, είναι αυτό που κάνει τους Έλληνες να λένε ότι δηλαδή ο κόσμος δημιουργήθηκε στη πατρίδα τους κι ότι ο Καύκασος είναι το λίκνο του. Η σκέψη αυτή εκφράζεται σε κάθε ανάσα, εμψυχώνει το κορμί και δίνει χαρά στη καρδιά. Τέτοια λοιπόν θα ήταν η εντύπωση που θα σχημάτιζε ένας ιθαγενής ή ένας ξένος πλησιάζοντας στο χωριό Μπουϊνάκι αυτή τη χαρούμενη Παρασκευή. Εκεί διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, που θα προσπαθήσουμε να διηγηθούμε.
Ο ήλιος, λοιπόν, καθώς αποσυρόταν, επιχρύσωνε τους χαμηλούς τοίχους των καλυβιών με τις άκομψες σκεπές, οι σκιές των οποίων αποκτούσαν περισσότερη δύναμη και σφρίγος. Από μακρυά, ακουγόταν ο θόρυβος από τους παραπονιάρικους αραμπάδες[7] που σχημάτιζαν μια μεγάλη σειρά ανάμεσα στις ταταρικές πέτρες, οι οποίες στέκονταν σαν φαντάσματα μέσα στο νεκροταφείο. Μπρος απ’ αυτή τη φανταχτερή λιτανεία κάλπαζε ένας καβαλάρης, σηκώνοντας στο πέρασμά του σύννεφο σκόνης. Η χιονισμένη κορυφογραμμή των βουνών από τη μια κι η γαληνεμένη θάλασσα απ’ την άλλη έδιναν σ’ αυτή την εικόνα μεγαλοπρέπεια. Αισθανόταν κανείς ότι βίωνε τη δημιουργία στην πιο θερμή και φλογερή της στιγμή.
-“Αυτός είναι! Αυτός είναι! Έρχεται! Να τος!” φώναξε το πλήθος, όταν είδε τη σκόνη που ‘κρυβε την όψη του καβαλάρη, όψη όμως που εύκολα μπορούσε κανείς να μαντέψει. Στο άκουσμα των φωνών αυτών παρατηρήθηκε μεγάλη κινητικότητα του πλήθους. Οι καβαλάρηδες που μέχρι τότε κουβέντιαζαν μεταξύ τους και στέκονταν με το χαλινάρι στο χέρι, πήδηξαν πάνω στ’ άλογά τους κι ενώθηκαν μ’ αυτούς που ατάκτως κάλπαζαν ελεύθερα, δεξιά κι αριστερά. Όλοι μαζί έτρεξαν να συναντήσουν αυτόν που το πλήθος μόλις είχε αναγνωρίσει. Ο καβαλάρης αυτός ήταν ο Άμμαλατ μπέης, ο ανεψιός του πρίγκιπα Ταρκόφσκι. Φορούσε ένα μαύρο πανωφόρι που έμοιαζε με περσικό και ήταν στολισμένο με κομψά σιρίτια, που το μυστικό της τέχνης τους γνωρίζουν μόνο οι τεχνίτες του Καυκάσου. Τα μανίκια ήταν σηκωμένα απ’ τη μέση και πάνω και ριγμένα στους ώμους του.
Το χρυσοκέντητο αρκαλήκι του ήταν δεμένο από ένα τουρκικό σάλι και το κόκκινο σαλβάρι που φορούσε χανόταν μέσα στις κίτρινες ψηλοτάκουνες μπότες του. Το ντουφέκι, το μαχαίρι και τα πιστόλια του ήταν δεμένα με ασήμι, διακοσμημένα με χρυσό, ενώ η λαβή του σπαθιού του ήταν στολισμένη με πολύτιμες πέτρες. Προσθέστε σ’ αυτά ότι ο κληρονόμος του σαμκάλ Ταρκόφσκι ήταν 24 ετών, όμορφος, καλοφτιαγμένος, μ΄ ευγενική φυσιογνωμία κι είχε μακριές μαύρες μπούκλες, που κατέβαιναν απ’ το καλπάκι του στο λαιμό. Τα μικρά εβένινα μουστάκια του, που στόλιζαν τα χείλη του, έμοιαζαν σαν να ήταν ζωγραφισμένα με πινέλο και τα μάτια του έλαμπαν από μια περήφανη καλοσύνη. Ίππευε ένα πολεμικό άλογο που αφήνιαζε κάθε στιγμή, και καθότανε πάνω σ’ ελαφριά, κεντημένη με ασήμι, κιρκασιανή σέλα, τα πόδια του στηρίζονταν σε αναβολείς που ήτανε φτιαγμένοι από μαύρο χάλυβα του Χορασάν και διακοσμημένοι με χρυσό. Είκοσι νουκέρηδες με στολισμένες σάσκες κάλπαζαν γύρω του πάνω σε υπέροχα άλογα. Μπορείτε λοιπόν να φανταστείτε την εντύπωση που προκάλεσε η άφιξη του νεαρού πρίγκιπα στο περιβάλλον αυτού του πληθυσμού στον οποίο ο πλούτος, η χάρη, η ομορφιά, όλα τέλος πάντων τα αγαθά που προσφέρει ο Ουρανός της Ανατολής στους εκλεκτούς του, έχουν υπέρτατη επιρροή και ακαταμάχητη έλξη.
Οι άνδρες σηκώθηκαν και ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά, τον χαιρέτισαν κάνοντας συγχρόνως μια υπόκλιση. Ένα μουρμουρητό χαράς, σεβασμού και κυρίως θαυμασμού ακούστηκε ανάμεσα στις γυναίκες. Ο Άμμαλατ μπέης κοντοστάθηκε σαν έφτασε στο κέντρο όλου αυτού του πλήθους. Οι γέροι, ακουμπώντας πάνω στα μπαστούνια τους, απ’ τη μια κι οι προεστοί του Μπουϊνάκι απ’ την άλλη, τον περικύκλωσαν ελπίζοντας ότι ο νεαρός μπέης θα τους απηύθυνε το λόγο, αλλ’ αυτός ούτε καν τους κοίταξε. Έκανε μόνο ένα νεύμα με το χέρι του για ν’ αρχίσει ο αγώνας. Είκοσι περίπου καβαλάρηδες βάλθηκαν να καλπάζουν ατάκτως προσπαθώντας καθένας να προηγηθεί. Έπειτα, πήραν όλοι στα χέρια τους τα κοντάρια, που ονομάζονται τζεβίτν κι άρχισαν να τα ρίχνουν ο ένας στον άλλο. Οι πιο ικανοί τα μάζευαν, χωρίς να πατήσουν στη γη αφήνοντάς τα να γλιστρίσουν κάτω απ’ τη κοιλιά των αλόγων τους, ενώ οι άλλοι θέλοντας να τους μιμηθούνε κυλιόντουσαν στη σκόνη κάτω από τα δυνατά γέλια των παρευρισκομένων.
Η σκοποβολή άρχισε. Όση ώρα διαρκούσε ο αγώνας, ο Άμμαλατ είχε μείνει αμέτοχος αλλά οι νουκέρηδές του, ο ένας μετά τον άλλο, προπονήθηκαν και ανακατεύτηκαν με τους ανταγωνιστές τους. Μόνο δύο έμειναν δίπλα στον πρίγκηπα. Αλλά, όσο ο αγώνας φούντωνε, όσο ο θόρυβος των πυροβολισμών αντηχούσε, όσο ο καπνός της πυρίτιδας ανακάτευε την ατμόσφαιρα με τη στυφή μυρωδιά του, η ψυχρότητα του νεαρού πρίγκιπα έμοιαζε να διαλύεται. Άρχισε να εμψυχώνει με τη φωνή του τους καβαλάρηδες, να τους προτρέπει έχοντας σηκωθεί όρθιος στους αναβολείς του αλόγου του και, όταν ο επίλεκτος νουκέρης του δεν πέτυχε με τη σφαίρα του ντουφεκιού του το καλπάκι που ‘χε πετάξει στον αέρα μπρος του, δεν μπόρεσε άλλο να συγκρατηθεί. Πήρε το ντουφέκι του και καλπάζοντας με το άλογό του βρέθηκε στο κέντρο των σκοπευτών.
-“Κάντε χώρο στον Άμμαλατ μπέη“, ακουγόταν απ’ όλες τις πλευρές. Κι όλοι παραμερίζανε τόσο γρήγορα σαν να ‘χε φωνάξει κάποιος: “Κάντε χώρο στο σίφουνα! Κάντε χώρο στη θύελλα!” Σε απόσταση ενός βερστίου είχανε τοποθετήσει δέκα ράβδους και πάνω από κάθε ράβδο ένα καλπάκι. Ο Άμμαλατ μπέης κάλπασε με το άλογό του κι άρχισε να περνά από τις ράβδους, απ’ τη πρώτη ως τη τελευταία, κρατώντας το ντουφέκι του υψωμένο πάνω από το κεφάλι του. Έπειτα, όταν πέρασε κι απ’ τη τελευταία, γύρισε κι όρθιος καθώς ήτανε πάνω στους αναβολείς του, άρχισε να πυροβολεί ασταμάτητα. Το καλπάκι έπεσε. Τότε, γέμισε ξανά το ντουφέκι του και καλπάζοντας γύρισε ξανά πίσω. Έτσι κατέρριψε το δεύτερο καλπάκι και κατ’ αυτό τον τρόπο στη συνέχεια κατέρριψε και τα υπόλοιπα μέχρι το τελευταίο. Αυτή η επίδειξη δεξιοτεχνίας, που επαναλήφθηκε δέκα φορές, ξεσήκωσε ομαδικά χειροκροτήματα. Ο Άμμαλατ μπέης δε σταμάτησε καθόλου. Από τη στιγμή που με πάθος ρίχτηκε στον αγώνα, η περηφάνεια του έπρεπε να φτάσει στο απόγειό της. Πέταξε το ντουφέκι του μακριά απ’ αυτόν, πήρε το πιστόλι του και καβάλησε ανάποδα το άλογο. Τη στιγμή που το ζώο σήκωσε τα δυο του πισινά πόδια, πυροβόλησε έτσι ώστε τη πρώτη φορά ξεπετάλωσε το δεξί του πόδι, κι έπειτα ξαναγεμίζοντας το πιστόλι του, έκανε το ίδιο με το αριστερό του πόδι. Η επιτυχία του προκάλεσε φωνές θαυμασμού. Τότε, ξαναπήρε το ντουφέκι και διέταξε έναν από τους νουκέρηδες να καλπάσει μπρος του. Κι οι δύο, γρήγοροι σαν τη σκέψη, έφυγαν. Στη μέση της κούρσας, ο νουκέρης πήρε ένα ρούβλι και το πέταξε στον αέρα. Ο Άμμαλατ μπέης ακούμπησε το ντουφέκι του στον ώμο, αλλά κείνη τη στιγμή το άλογο του έκανε ένα λάθος βήμα, έπεσε και κυλίστηκε σκάβοντας τη σκόνη του μονοπατιού με το κεφάλι του.
Τότε ακούστηκε συγχρόνως απ’ όλα τα στήθη μια κραυγή. Ο ικανός όμως καβαλάρης κατάφερε να σταθεί όρθιος πάνω στους αναβολείς του, δεν κουνήθηκε καθόλου και σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, τη στιγμή που τα δύο του πόδια ακουμπούσαν το έδαφος, πυροβόλησε. Το ρούβλι πήρε ύψος από τη σφαίρα και πήγε κι έπεσε πολύ πιο πέρα από τον κύκλο τον οποίο σχημάτιζε το πλήθος. Ο κόσμος, τρελός από χαρά, έβγαζε φρενιασμένες ζητωκραυγές. Ο Άμμαλατ μπέης, που εξωτερικά φαινόταν ήρεμος κι απαθής, ελευθέρωσε με δύναμη τα πόδια του από τους αναβολείς, σήκωσε τ’ άλογό του και πέταξε το χαλινάρι στο χέρι ενός από τους νουκέρηδές του, για να το πεταλώσει αμέσως. Η κούρσα κι η σκοποβολή συνεχίστηκαν. Εκείνη τη στιγμή πλησίασε τον Άμμαλατ μπέη ο ομογάλακτος αδελφός του, ο Σοφίρ Αλή, γιος ενός φτωχού μπέη του Μπουϊνάκι. Ήταν όμορφος, νέος άνδρας, απλός κι ευχάριστος. Είχε ανατραφεί και μεγαλώσει με τον Άμμαλατ. Κι ανάμεσά τους υπήρχε η ίδια οικειότητα που υπάρχει ανάμεσα σε δύο αδέλφια. Πήδηξε κάτω απ’ το άλογό του, τον χαιρέτησε και είπε:
-“Ο νουκέρης σου, ο Μωχάμετ, κουράζει το γέρικο άλογό σου, τον Αμτρίμ, θέλοντας να το κάνει να πηδήξει χαντάκι που ‘χει πλάτος περισσότερο από δεκαπέντε πόδια“.
-“Κι ο Αμτρίμ δεν το πηδά;” φώναξε συνοφρυωμένος ο Άμμαλατ, εκδηλώνοντας την ανυπομονησία του. “Να μου το φέρουν αμέσως“. Πήγε μπρος απ’ τ’ άλογο, έκανε νόημα στον υπασπιστή να κατέβει, πήδηξε στη σέλα κι οδήγησε τον Αμτρίμ ίσια στο χαντάκι. Έπειτα επιστρέφοντας εκεί που ήταν, πήρε θέση βάζοντάς το να καλπάζει προς τη κατεύθυνση του χαντακιού. Όσο πλησίαζε, τόσο το έσφιγγε με τα πόδια και το υποβάσταζε με το χαλινάρι. Αλλά ο Αμτρίμ, μη πιστεύοντας στις δυνάμεις του, με μια γρήγορη στροφή λοξοδρόμησε δεξιά. Ο Άμμαλατ μπέης πήρε ξανά θέση και ξέφυγε καλπάζοντας με το άλογο για άλλη μια φορά ακόμα. Αυτή τη φορά ο Αμτρίμ, πιεσμένος από το καμουτσίκι σηκώθηκε στα πίσω πόδια του σαν να ετοιμαζόταν να πηδήξει. Αλλά, αντί να ολοκληρώσει την κίνηση που είχε αρχίσει, έστριψε έχοντας σηκωθεί στα πίσω του πόδια λες και βρισκόταν πάνω σ’ έναν άξονα και για δεύτερη φορά λοξοδρόμησε. Ο Άμμαλατ μπέης εξοργίστηκε. Μάταια ο Σοφίρ Αλή τον εκλιπαρούσε να μη πιέσει άλλο το κακόμοιρο το ζώο, που ένδοξα είχε χάσει τις δυνάμεις του στις μάχες και στους αγώνες.
Ο Άμμαλατ δεν άκουγε τίποτα και βγάζοντας τη σάσκα του από τη θήκη της, το ανάγκασε να πάρει φόρα για τρίτη φορά, εξωθώντας το αυτή τη φορά όχι μόνο με το καμουτσίκι, αλλά και με τη λεπίδα του σπαθιού. Όμως και πάλι δεν έγινε τίποτα. Το άλογο σταμάτησε στην άκρη του χαντακιού. Μόνο που αυτή τη φορά ο Άμμαλατ έδωσε στον κακόμοιρο Αμτρίμ ένα τέτοιο χτύπημα ανάμεσα στα δυο αυτιά του, με τη λαβή της σάσκας του, ώστε το άλογο έπεσε σαν ένα βόδι χτυπημένο από ρόπαλο. Ο Άμμαλατ μπέης το ‘χε σκοτώσει επιτόπου.
-“Να η ανταμοιβή ενός πιστού υπηρέτη!” είπε ο Σοφίρ Αλή με παράπονο, κοιτάζοντας λυπημένος το νεκρό ζώο.
-“Όχι, αλλά είναι η τιμωρία της ανυπακοής του“, απαντά οργισμένα ο Άμμαλατ μπέης.
Ο Σοφίρ Αλή σιώπησε. Οι έφιπποι συνέχιζαν να καλπάζουνε. Ξάφνου ακουστήκανε τυμπανοκρουσίες και πίσω απ’ τα βουνά άρχισαν να διακρίνονται οι άκρες απ’ τις ρωσικές ξιφολόγχες που λίγο-λίγο μεγάλωναν. Ήταν ένας λόχος του συντάγματος του Κουσίνσκ που επέστρεφε για να συνοδεύσει ένα φορτίο σιταριού που ‘χε φύγει από τη Δερμπέντ. Ο αρχηγός λόχου κι ένας άλλος αξιωματούχος βάδιζαν μερικά βήματα μπρος από τους στρατιώτες. Πιστεύοντας ότι ήταν ώρα να προσφέρουνε στους στρατιώτες λίγη ξεκούραση, ο λοχαγός τους διέταξε να σταματήσουν. Αυτοί στερέωσαν τα ντουφέκια τους ανά τρία σε πυραμίδες κι αφού αφήσανε δίπλα τους ένα φρουρό, ξάπλωσανε στο γρασίδι. Η άφιξη ενός ρωσικού αποσπάσματος δεν ήτανε κάτι πρωτοφανές για τους κατοίκους του Μπουϊνάκι το 1819, αλλά ακόμα και σήμερα μια παρόμοια εμφάνιση δεν είναι ποτέ κάτι το ευχάριστο για τους άνδρες του Δαγεστάν. Το θρήσκευμά τους τούς κάνει να βλέπουνε τους Ρώσους ως αιώνιους εχθρούς κι αν τους χαμογελούνε καμμιά φορά, το κάνουνε κρύβοντας κάτω απ’ αυτό το χαμόγελο τ’ αληθινά τους αισθήματα, που στη πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά επίμονο θανάσιμο μίσος.
Ένα μουρμουρητό ακούστηκε μες απ’ το πλήθος, όταν είδε τους Ρώσους να κάνουνε στάση στο ιπποδρόμιο. Οι γυναίκες άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους, χωρίς ωστόσο να ρίξουν ούτε ματιά, από το άνοιγμα του πέπλου τους, στους νεοφερμένους άντρες. Αντιθέτως, οι άντρες τους κοίταζαν πλαγίως, έτσι όπως ήσαν κυκλικά συγκεντρωμένοι, για να μιλάνε χαμηλόφωνα. Αλλά οι γέροντες, όντας πιο συνετοί, πλησίασαν το λοχαγό και ενημερώθηκαν για την υγεία του.
-“Η υγεία μου πάει καλά“, είπε, “αλλά το άλογό μου είναι ξεπεταλωμένο και κουτσαίνει. Κατά τύχη, να ένας γενναίος Τάταρος“, συνέχισε δείχνοντας τον πεταλωτή που ασχολιόταν με το άλογο του Άμμαλατ. Ο λοχαγός πλησιάζοντάς τον, του είπε:
-“Ε! φίλε, όταν θα τελειώσεις το πετάλωμα του αλόγου αυτού, θα κάνεις και το δικό μου“.
Ο σιδεράς που το πρόσωπό του ήτανe πολύ μαυρισμένο κι από τον ήλιο κι από τον ατμό του κάρβουνου στράφηκε προς το λοχαγό με μελαγχολικό ύφος, έστριψε το μουστάκι του, βύθισε το καλπάκι του μέχρι τ’ αυτιά, αλλά δεν απάντησε και καθώς είχε τελειώσει με το άλογο του Άμμαλατ μπέη, τοποθέτησε ήρεμα τα εργαλεία μες στο σακίδιό του.
-“Ώστε λοιπόν δεν κατάλαβες τι σου είπα;” τονε ρώτησε ο λοχαγός.
-“Βεβαίως“, απάντησε ο σιδεράς.
-“Τι σου είπα, λοιπόν“;
-“Ότι το άλογό σου είναι απετάλωτο“.
-“Ε, λοιπόν, αφού κατάλαβες, στρώσου στη δουλειά“.
-“Σήμερα είναι Παρασκευή, δηλαδή μέρα γιορτής και τις γιορτινές ημέρες δεν εργαζόμαστε“, απάντησε ο Τάταρος.
-“Άκου“, λέει ο λοχαγός, “θα σε πληρώσω αυτό που θα μου ζητήσεις, αλλά πρέπει να ξέρεις ένα πράγμα, ότι αυτό που δε θα θελήσεις να κάνεις με το καλό, θα το κάνεις με τη βία“.
-“Πριν από κάθε άλλη διαταγή, πρέπει να υπακούσω σ’ αυτή του Αλλάχ που μου απαγορεύει να εργάζομαι την Παρασκευή. Τις συνηθισμένες ημέρες ήδη αμαρτάνω πέρα απ’ όσο πρέπει, αλλά μια μέρα σαν αυτή θα το εξέταζα δύο φορές! Δεν επιθυμώ ν’ αγοράσω εγώ ο ίδιος το κάρβουνο που θα με κάψει στη κόλαση“.
-“Και πριν λίγο τι έκανες;” αποκρίνεται ο λοχαγός αρχίζοντας να σηκώνει το φρύδι. “Μήπως δε δούλευες; Μου φαίνεται ότι έν άλογο είναι και παραμένει πάντα έν άλογο και κυρίως το δικό μου που είναι από καθαρόαιμη μουσουλμανική ράτσα. Κοίτα, αναγνωρίζεις πως είναι καραμπαγίτικο“;
-“Είναι αλήθεια πως έν άλογο, είναι πάντοτε έν άλογο και δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσά τους, όταν είναι καλής ράτσας, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο με τους ανθρώπους. Το άλογο που μόλις πετάλωσα είναι του Άμμαλατ μπέη κι ο Άμμαλατ μπέης είναι ο αγάς μου“.
-“Θες να πεις ότι αν δεν τον είχες υπακούσει, θα σου ‘χε κόψει τα δύο αυτιά, γελοίε! Και δε θέλεις να δουλέψεις για μένα γιατί δε μου αναγνωρίζεις το δικαίωμα να σου κάνω το ίδιο. Πολύ καλά, αγαπητέ μου! Δε θα σου κόψω τ’ αυτιά, γιατί αυτό είναι απαγορευμένο σε μας τους χριστιανούς, αλλά μπορείς να ‘σαι σίγουρος ότι θα λάβεις διακόσια χτυπήματα από καμουτσίκι στη ράχη, αν δε με υπακούσεις. Ακούς“;
-“Ακούω“.
-“Ε, λοιπόν“;
-“Ε, λοιπόν, καθώς είμαι καλός μουσουλμάνος, θα σου απαντήσω δεύτερη φορά, αυτό που σου απάντησα τη πρώτη: σήμερα είναι Παρασκευή κι οι μουσουλμάνοι δεν εργάζονται τη Παρασκευή“.
-“Έτσι πιστεύεις“;
-“Είμαι σίγουρος γι’ αυτό“.
-“Αφού δουλεύεις για την ευχαρίστηση του Τάταρου άρχοντά σου, θα δουλέψεις ασφαλώς και για την ανάγκη ενός Ρώσου αξιωματούχου. Λέω ανάγκη, επειδή δεν μπορώ να συνεχίσω το δρόμο μου, αν το άλογό μου δεν είναι πεταλωμένο. Στρατιώτες, ελάτε εδώ“!
Είχε ήδη σχηματιστεί ένας μεγάλος κύκλος γύρω από τους δύο διαφωνούντες αλλά σ’ αυτό το σημείο του διαπληκτισμού, ο κύκλος έγινε ακόμα πιο μεγάλος και πιο πιεστικός και ανάμεσα στους Τάταρους άρχισαν ν’ ακούγονται φωνές που ‘λεγαν:
-“Όχι, αυτό δεν είναι σωστό, αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Είναι γιορτή σήμερα δε δουλεύουμε τη Παρασκευή“.
Την ίδια στιγμή κάμποσοι σύντροφοι του σιδηρουργού άρχισαν να κατεβάζουνε τα καλπάκια μέχρι τα μάτια τους και ν’ ακουμπάνε το χέρι στη λαβή του στιλέτου τους και καθώς πλησίαζαν το λοχαγό, φώναζαν στο σιδηρουργό:
-“Μη πεταλώσεις το άλογο του Ρώσου, Αλικπέρ, μην αγγίζεις το ζώο του. Αυτό που κάνεις για τον Άμμαλατ μπέη, που είναι καλός μουσουλμάνος, δεν πρέπει να το κάνεις για ένα μοσχοβίτικο σκυλί“.
Ο λοχαγός ήτανε γενναίος κι επιπλέον γνώριζε καλά τους Ασιάτες.
-“Μπορείτε να μου αδειάσετε τη γωνιά, παλιάνθρωποι;” τους φώναζε τραβώντας ένα πιστόλι από τις πιστολοθήκες της σέλας, “ή αν μείνετε, σιωπήστε! Γιατί, η αλήθεια είναι ότι θα είστε όλοι καταραμένοι και θα σφραγίσω με μια σφραγίδα από μολύβι μια για πάντα το στόμα του πρώτου που θα τολμήσει να ξεστομίσει έστω και μία λέξη“. Αυτή η απειλή, ενισχυμένη από τις ξιφολόγχες πολλών στρατιωτών, έκανε εντύπωση. Οι δειλοί έφυγαν, οι γενναίοι έμειναν, αλλά δεν είπαν ούτε λέξη. Όσον αφορά στο μάστορα Αλικπέρ, βλέποντας ότι το ζήτημα εξελισσότανε σε βάρος του, κοίταξε αν είχε κάποιο τρόπο να ξεφύγει και μη βλέποντας κανένα, μουρμούρισε μερικές τούρκικες λέξεις που ήτανε προφανώς δικαιολογία προς τον Προφήτη, ανασήκωσε τα μανίκια του, άνοιξε το σακίδιό του, έβγαλε από μέσα το σφυρί και το κοπίδι του κι ετοιμάστηκε να υπακούσει.
Πρέπει όμως να πούμε κι αυτό: ο Άμμαλατ μπέης δεν είχε δει τίποτα απ’ ό,τι είχε μόλις συμβεί. Όταν αντιλήφθηκε τους Ρώσους, μη θέλοντας να τους συναντήσει, αφού αντάλλαξε μερικές κουβέντες με την ηλικιωμένη παραμάνα του, που στη διάρκεια όλων των ασκήσεων δεξιοτεχνίας που εκτελούσε τον παρακολουθούσε με μιαν αγάπη καθαρά μητρική, πήδηξε στ’ άλογό του και ξαναπήρε το μονοπάτι, που οδηγούσε στο σπίτι του, το οποίο δέσποζε στο χωριό Μπουϊνάκι κι έμοιαζε με φωλιά αετού.
Αλλά, αν απ’ τη μια έν απ’ τα σημαντικά πρόσωπα του διηγήματός μας έβγαινε απ’ το προσκήνιο, απ’ την άλλη έν άλλο σημαντικό πρόσωπο έμπαινε την ίδια στιγμή[7]. Οι αραμπάδες είναι άμαξες των οποίων οι ρόδες δεν αλείφονταν ποτέ με λίπος γουρουνιού, εξ αιτίας της απέχθειας που ένιωθαν οι ιδιοκτήτες τους για τα ζώα αυτά. Σε κάθε τους βήμα το τρίξιμό τους μοιάζει με βογγητό, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις ισπανικές norias…
(τέλος αποσπ.)
Το ταξίδι της επιστροφής του Δουμά απ’ την Ανατολή:
Τραπεζούντα-Κωνσταντινούπολη-Σύρος-Πειραιάς-Μασσαλία
(Φλεβάρη-Μάρτη 1859) η ελληνική θαλαμηγός, Μοντεκρίστο
Στον άνεμο η φλόγα; Στον Κύριο η ψυχή…
To ταξίδι του Δουμά πατρός στην Ανατολή ξεκίνησε ουσιαστικά με την αναχώρηση του συγγραφέα από το Παρίσι στις 15 Ιουνίου 1858 με τη ταχεία, έχοντας πρώτο προορισμό τη Ρωσία κι έλαβε τέλος στις αρχές Μάρτη του επόμενου έτους, όταν δηλαδή ο περίφημος μυθιστοριογράφος απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά με γαλλικό ατμόπλοιο με προορισμό τη Μασσαλία. Αν και λίγο-πολύ το ταξίδι αυτό είναι γνωστό στους μελετητές της ζωής του, υπάρχουν ωστόσο ορισμένες πτυχές αυτής της, επιστροφής, που αξίζει να φωτιστούνε πιότερο, ιδιαίτερα τώρα που ‘ναι γνωστό ότι τα χειρόγραφα των έργων Το χιόνι στο Σαχ-Νταγ κι Άμμαλατ Μπέης καταλήξανε σ’ ελληνικά χέρια, πιθανότατα την εποχή που πέρασε από τη Σύρο και την Αθήνα.
Όταν ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής για τη Γαλλία είχε ήδη καταγράψει τις πλούσιες εντυπώσεις του ταξιδιού του στον Καύκασο[24], κυρίως με τις ανταποκρίσεις και τις περιγραφές των μετακινήσεών του που ‘χαν ήδη σταλεί από τον ίδιο στην εφημερίδα του MonteCristo, που εκδιδότανε στο Παρίσι. Δεν είχε παραλείψει να ενημερώσει τους αναγνώστες και για τις προθέσεις του να παραγγείλει ένα δικό του σκάφος στη Χάβρη, προθέσεις που τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν, αφού τελικά η παραγγελία του σκάφους έγινε σ’ ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού της επιστροφής του από την Ανατολή.
Όταν τελικά αποφάσισε ν’ αφήσει τη Μαύρη Θάλασσα κι επιβιβάστηκε στο γαλλικό ατμόπλοιο Sully, ο καπετάνιος Daguerre του σύστησε τον αδελφό του πλοηγού του ατμόπλοιου, που ονομαζόταν Αποστόλης Ποδηματάς. Γι’ αυτή του τη γνωριμία με το νεαρό Έλληνα καπετάνιο θα γράψει σε φύλλο της εφημερίδας MonteCristo: “[…] Παράξενο πράγμα το πεπρωμένο. Ο άνθρωπος αυτός, όταν με είδε μ’ αυτή τη ρώσικη φορεσιά, πόσο μακριά βρισκόταν από τη σκέψη, ότι το άστρο του θα γινότανε δορυφόρος στον περιπετειώδη πλανήτη κάτω από την επίδραση του που γεννήθηκα. […] Πράγματι ήδη από τη Τραπεζούντα συζήτησαν το σχέδιο του Δουμά να επιβλέψει ο Έλληνας καπετάνιος τη κατασκευή μιας θαλαμηγού που θα κατασκευαζόταν στα ναυπηγεία της Σύρου“.
Στις αρχές Φλεβάρη το Sully βρισκόταν ήδη στα παράλια της Κερασούντας και πολύ σύντομα έδεσε στη Πόλη. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται κι από την ανταπόκριση της αθηναϊκής εφημερίδας, Ἀθηνᾶ που αναφέρει πως η άφιξή του έγινε Τετάρτη 11 Φλεβάρη 1859. Το μικρό σχόλιο της εφημερίδας χαρακτηριστικό: “Διά του τελευταίου γαλλικού ατμοπλοίου αφίχθη εις την πόλιν μας ο περιώνυμος μυθιστοριογράφος Αλέξανδρος Δουμάς αφού επεσκέφθη την Ρωσσίαν και πάντα τα παρακαυκάσια μέρη. Ο κ. Δουμάς συνοδεύεται παρ’ ενός διακεκριμένου ζωγράφου Γάλλου κι αμφότεροι φέρουσι πλουσίας κιρκασιανάς ενδυμασίας […]. Πληροφορίες σχετικά με κάποια ενδεχόμενη περιήγησή του στη Πόλη δεν υπάρχουνε, γιατί προτίμησε να κρατήσει την επιθυμία του αυτή για κάποιο επόμενο ταξίδι, όπου θα είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη έχοντας περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του“.
Η είδηση της άφιξής του στην Αθήνα που ακολουθεί δεν παίρνει τις αναμενόμενες διαστάσεις, γιατί η πρωτεύουσα τις ημέρες εκείνες συνταράζεται από τη δίκη του Αλέξανδρου Σούτσου, που εξάλλου χαρακτηρίστηκε κι ως το μεγάλο γεγονός εκείνης της χρονιάς. Ο Δημήτρης Φωτιάδης στο έργο του Όθωνας σχολιάζει τη παρουσία του φημισμένου μυθιστοριογράφου στη πολύκροτη δίκη και τη θεωρεί ως ένδειξη συμπαράστασης στον ποιητή που αντιμετώπιζε τη κατηγορία της εξύβρισης και του χλευασμού του ιερού προσώπου του Ηγεμόνος και της κυβερνήσεώς του. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Φωτιάδης δεν αναφέρει τις πηγές του για τη παρουσία αυτή του Δουμά στη δίκη. Ωστόσο οι περιγραφές του είναι σημαντικές: “[…] Πάνω σε δύο ακρότητες της δίκης καρφώνονται τα μάτια ολονών. Ο ένας είταν ο μεγάλος γάλλος συγγραφέας Αλέξανδρος Δουμάς που έλαχε να βρίσκεται στην Αθήνα κι όταν έμαθε πως δικάζεται ο Σούτσος πήγε στη δίκη του με τη κρυφή μα μάταιη, καθώς θα δούμε, ελπίδα πως ίσως η σιωπηλή παρουσία του επηρεάζει τους δικαστές. Ο άλλος ακροατής είταν η κυρά Δέσποινα, η γυναίκα του μπουρλοτιέρη Κανάρη. Η παρουσία της είχε το νόημα της έμμεσης συμπαράστασης του θαλασσινού ήρωα, που ολόκληρος ο λαός τονε λογάριαζε τότες αρχηγό της φιλελεύθερης ενάντια στην απολυταρχία του Όθωνα παράταξης. […]“,
Αξιοσημείωτες είναι κι οι δηλώσεις του Γάλλου συγγραφέα μετά το τέλος της δίκης: “On a bailloné la liberté, on a emporté tout par la baonette” (Φιμώσανε την ελευθερία, επιβάλανε τα πάντα με τη ξιφολόγχη!). Στην Αθήνα ο συγγραφέας επισκέφτηκε και το βασιλικό ζεύγος Όθωνα κι Αμαλία. Μικρή επισκόπηση στον Τύπο της εποχής, αν και παρουσιάζει χρονολογικές διαφορές ως προς τις ημέρες παραμονής του συγγραφέα στην Αθήνα επιβεβαιώνει τη πληροφορία πως αναχώρησε λίγο μετά για τη Σύρο με σκοπό τη παραγγελία μιας θαλαμηγού. Οι πληροφορίες αυτές παρουσιάζονται εμπλουτισμένες με τα πιθανά ταξίδια που θα πραγματοποιούσε στο μέλλον. Έτσι π.χ. η εφημερίδα Αυγή αναφέρει ότι μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, θα ξαναγυρίσει με το ιδιόκτητο πια σκάφος του στη Συρία και την Αίγυπτο, ενώ η ίδια εφημερίδα λίγες ημέρες μετά κάνει αόριστα λόγο για την επιστροφή του στην Ανατολή “[…] την οποίαν θέλ ει περιγράψει διά του γλαφυρού και γονίμου καλάμου του […]“. Η εφημερίδα Αιών βεβαιώνει πως “ο περιώνυμος συγγραφέας θα επανέλθει […] μετά του υιού του Αλεξάνδρου, συγγραφέως επίσης, όπως περιηγηθή τας Νήσους της Ανατολής και Ελλάδος δ’ ιδίου πλ οίου! […]“.
Τη περίοδο αυτή στη Σύρο, ο 24χρονος Δ. Βικέλας, μετέπειτα πρόεδρος της επιτροπής των 1ων Ολυμπιακών Αγώνων, παρέχει πολύ σημαντική μαρτυρία σχετικά με τη γνωριμία του με το συγγραφέα. Στην αναχώρησή του από το νησί προς τον Πειραιά αναγνώρισε το μεγαλόσωμο κι επιβλητικό συγγραφέα των μυθιστορημάτων της εφηβείας του. Η καταγραφή της συνάντησής του με τον Δουμά πατέρα, έτσι όπως περιγράφεται στην αυτοβιογραφία του είναι χαρακτηριστική: “[…] Κατά τας αρχάς του έτους 1859 απεχαιρέτησα και πάλιν την οικογένειαν και την πατρίδα. Την παραμονήν της αναχωρήσεώς μου έβλεπα μετά περιεργείας τρεις Καυκάσιους περιφερόμενους εις τας οδούς της Σύρας κι ηπόρουν πώς και πόθεν ευρέθησαν εκεί. Την επαύριον, ότε επιβιβάσθην επί του ατμοπλοίου, είδα ευχαρίστως ότι θα τους έχω συνταξειδιώτας. Δεν ήργησα δε ν’ ανακαλύψω ότι δεν ήσαν κι οι τρεις Ασιάται, αλλά Γάλλοι και -τούτο ήτο αληθώς χαροποιά ανακάλυψις- ότι ο πρεσβύτερος, ο υψηλός μακροσκελής, μελαψός ο με τας ούλας τρίχας της λευκαζούσης κόμης, ήτο ο Αλέξανδρος Δουμάς, που ανεγίγνωσκα τον Μοντεχρίστον ότε τον μετέφραζεν ο διδάσκαλός μου Πάτροκλος, ο Δουμάς, που τόσα και τόσα μυθιστορήματα κατεβρόχθισα εις την βιβλιοθήκη του Μιχαλάκη. Ευτυχώς το ταξίδιον ήτο μακρόν. Από την Σύρα εις τον Πειραιά, από τον Πειραιά εις την Μασσαλίαν κι εκείθεν εις τα Παρίσια διά του σιδηροδρόμου, επί δέκα ημέρας συνέζησα με τον γόητα μυθιστοριογράφον. Επέστρεφε τότε από την περιήγησίν του εις τα Καυκάσια, της οποίας εδημοσίευσε μετ’ ολίγον την άφήγησιν. Είχα την τύχην ν’ ακούσω εγώ πρώτος τας εντυπώσεις του […]“.
Η εφημερίδα Αιών υπολογίζει πως η συνολική παραμονή του Γάλλου συγγραφέα στην Αθήνα και τη Σύρο είχε διάρκεια 15 μερών, ενώ αναφέρει αόριστα ότι σπούδασε τα ήθη και τα έθιμα στα μέρη που επισκέφτηκε, με σκοπό να συγγράψει τις εντυπώσεις του. Γίνεται αναφορά επίσης στο γεγονός ότι δέχτηκε την επίσκεψη πολλών Ελλήνων και ξένων, ενώ δεν παραλείπεται κι η αναφορά στη παραγγελία που ‘κανε στο ναυπηγείο της Ερμούπολης, σχετικά με τη κατασκευή ενός πλοίου. Από την άλλη, μετά την άφιξή του στη Μασσαλία στις 9 Μάρτη 1859 φροντίζει να κρατά ενήμερους τους αναγνώστες της εφημερίδας του MonteCristo, για τη πορεία της κατασκευής της θαλαμηγού που θα βαπτιζότανε κι αυτή με το όνομα της εφημερίδας του. Συγκεκριμένα, αναφέρει το όνομα κάποιου Παγίδα ως αυτού που ανέλαβε τη κατασκευή της στη Σύρο. Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας δίνει κι άλλες σημαντικές λεπτομέρειες για τη μορφολογία του σκάφους, σημειώνοντας ότι πρόκειται για μια γολέτα που στη πρύμνη της είχε χαραχτεί τ’ όνομά της μ’ ελληνικούς χαρακτήρες.
Η γολέτα αναχώρησε από τη Σύρο στις 4 Ιουνίου 1859 με 6 άτομα πλήρωμα. Έφτασε στη Μασσαλία αρχές Αυγούστου. Ο Δουμάς αναφέρει ότι μεταξύ Μάλτας και Μεσσήνης το πλοιάριο καθυστέρησε λόγω της άπνοιας, μετά όμως παρασύρθηκε από τα ρεύματα έξω από τη Μάλτα. Φτάνοντας στο ύψος των Υήριδων νήσων ο μαΐστρος τους έσπασε το σιδερένιο στήριγμα του ιστού.
Ως τις 25 Ιουλίου δεν είχε ακόμα νέα σχετικά με την ημερομηνία άφιξης της γολέτας, λίγες μέρες όμως μετά, όταν έλαβε τηλεγράφημα στο Παρίσι, που του ανακοίνωνε ότι ο Μοντεχρήστος βρισκόταν αραγμένος στο λιμάνι της Μασσαλίας, έφυγε την ίδια κιόλας μέρα,προκειμένου όχι μόνο να παραλάβει το σκάφος αλλά και να το δοκιμάσει. Ήθελε να υποδεχτεί το συντομότερο το αριστούργημα του Παγίδα και τον 26χρονο καπετάνιο του, που ‘παιζε στα δάχτυλα το αρχιπέλαγος. Πράγματι στις 10 Αυγούστου δοκίμαζε τη θαλαμηγό στο λιμάνι της Μασσαλίας γύρω από το κάστρο του Ιφ. Το ίδιο έκανε και την επόμενη μέρα. Γεμάτος σχέδια για τη διακόσμηση της γολέτας ήρθε σε συνεννόηση με αρχιτέκτονα για την οργάνωση των εσωτερικών χώρων κι ένα ζωγράφο για τη ζωγραφική των σκαλιστών κοσμημάτων, ενώ άλλη ομάδα καλλιτεχνών θ’ αναλάμβανε τη ζωγραφική απεικόνιση στις πόρτες του σκάφους με σχέδια της Σαπφούς, της Ωραίας Ελένης, της Ασπασίας και της Κλεοπάτρας. Οι προσδοκίες όμως του συγγραφέα για πραγματοποίηση ταξιδιών σύντομα διαψεύστηκαν. Σωρεία προβλημάτων δυσκολέψανε τη πραγματοποίηση των σχεδίων του που περιλαμβάνονταν η συγγραφή διηγημάτων μ’ ελληνική θεματολογία κι ειδικότερα η συγγραφή ενός έργου με θέμα τη Δούκισσα της Πλακεντίας. Η γολέτα όπως κατασκευάστηκε στη Σύρο δεν πληρούσε τις προδιαγραφές για να διασχίσει το κανάλι του Μεσημβρινού. Συγκεκριμένα, στη 1η στάση που έγινε στο κανάλι, το σκάφος βρέθηκε 20 εκ. φαρδύτερο κι 20 εκ. ψηλότερο απ’ το επιτρεπόμενο. Το πλήρωμα, παρ’ όλο που αρχικά είχε δεχτεί να περάσει το χειμώνα στο Παρίσι, βρέθηκε σε δυσμενή θέση κι ο καπετάνιος έδωσε στους ναύτες του 3μηνη άδεια για επιστροφή στην Ελλάδα.
Προβλήματα δημιουργήθηκαν επίσης με τη πληρωμή των ναυτών, όπως και με τη σημαία της γολέτας. Το πλήρωμα που ταξίδεψε υπό ελληνική σημαία ζήτησε ν’ αποζημιωθεί. Ο Έλληνας πρόξενος στη Μασσαλία απαίτησε τα χρήματα αυτά από το Δουμά, αλλά ο αυτός προτίμησε ν’ αλλάξει την ελληνική σημαία του βασιλείου του Όθωνα με μια σημαία ευκαιρίας όπως ήταν αυτή της Ιερουσαλήμ. Μιλά για τη διαμάχη αυτή με το πλήρωμα του Μοντεχρήστου στην εφημερίδα του, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα το γεγονός ότι κατόπιν της γνωριμίας του με τους Έλληνες ναύτες έγιναν οι καλύτεροι φίλοι του κόσμου.
Αν κι οι περιπέτειες του περιοριστήκανε σε γραφειοκρατικά και τεχνικά προβλήματα κι απείχανε πολύ απ’ τ’ αρχικά σχέδιά του, δεν απελπίστηκε κι ύστερα από πρόταση του Δούκα του Γκραμόν, αγόρασε τη παλιά του θαλαμηγό. Στις 9 Μάη 1860 άνοιξε πανιά απ’ τη Μασσαλία με το νέο του σκάφος, την Έμμα για νέο ταξίδι στη Μεσόγειο, που στο τιμόνι της βρισκότανε πάλι ο Απόστολος Ποδηματάς. “Με τη φλόγα στον άνεμο και τη ψυχή στον Κύριο” ξεκίνησε πάλι τις νέεςς του περιπέτειες διαβεβαιώνοντας τους αναγνώστες του ότι όταν θα επανέρχεται, θα επικοινωνεί μαζί τους, ενώ όταν απομακρύνεται, θα γράφει γι’ αυτούς.
Μετά τη συνάντηση του Δουμά, στις 10 Ιουλίου 1858, με τον κόμη και τη κόμισσα Koucheleff-Besborodka, που έκαναν μαζί με κάποια άλλα πρόσωπα το γύρο της Ευρώπης, δέχτηκε τη πρότασή τους να ταξιδέψει μαζί τους. Το βράδυ της 15ης Ιουνίου ταξίδευε, με τη ταχεία, με προορισμό τη Ρωσία, με το ζωγράφο Moynet, τον πνευματιστή Daniel Douglas Home,Dandre, το γιατρό Koudriavtzef, το καθηγητή Reltchensky, τον Ιταλό μουσικό Millenoti κ.ά. Περισσότερα στοιχεία για τα πρόσωπα και τους σταθμούς του ταξιδιού αυτού, δίνονται στο επίμετρο της επανέκδοσης των Απομνημονευμάτων του Δουμά από τον Claude Schopp. (Alexandre Dumas, Mes mémoires 1830-1833, Robert Laffont, Παρίσι 1989, σσ. 1220-1221).
______________________________________
2 Επιστολές Του
(γραφτήκανε την εποχή του εν λόγω έργου)
1η επ.)
Τυφλίδα, 1η Γενάρη 1859
Καλημέρα φίλε, -καλή χρονιά με υγεία, με τις πιο εγκάρδιες, τρυφερές και πατρικές ευχές μου, δικός σου. Σ’ αγαπώ
Αλέξ. Δουμάς
_________________
2η επ.)
Τυφλίδα, 1η Γενάρη 1859
Υπολογίζω να ‘χω διασχίσει τα χιόνια του Σουράμ3, μέχρι τις 30 Γενάρη ή το πολύ ως τις 5 Φλεβάρη, ούτως ώστε να μπορέσω να σ’ αγκαλιάσω. Φεύγω τη Δευτέρα για το όρος Αραράτ.
Προσπάθησε να δεις τον Ντενερύ4, πες του ότι φέρνω μαζί μου ένα κιρκασιανό μυθιστόρημα που νομίζω ότι μπορεί να βγει όμορφο δράμα.
Νομίζω ότι θα ‘ταν αρκετά πρωτότυπο το ανέβασμα ενός δράματος με ήρωες ένα Τάταρο και μια Τσερκέζα από κάποιον που συνευρέθηκε με Τσερκέζες και πολέμησε στο πλευρό των Τατάρων.
Αλέξ. Δουμάς
Αυτόγραφα χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού
________________
3 Πράγματι είχε προβλήματα με τη κακοκαιρία μετά την αναχώρηση απ’ τη Τυφλίδα. Στις 24 Γενάρη για τη μετακίνηση αγόρασε με τους συντρόφους του έλκηθρο. Το Σουράμ το διέσχισε στις 27 του ίδιου μήνα. Στις 5 Φλεβάρη βρισκότανε στη πόλη Ποτί στο ξενοδοχείο Yacob και στις 15 του ίδιου μήνα ήτανε στη Τραπεζούντα.
4 Πρόκειται για το Γάλλο δραματουργό Dennery (1811-1899) κατόπιν D’ Ennery (Adolphe Philippe), που ‘χε και στο παρελθόν συνεργαστεί με τον Δουμά στη κωμωδία 3 πράξεων Halifax, που ανέβηκε στις 2 Δεκέμβρη 1842, στο Παρίσι στο θέατρο Variétés.
5 Τα 2 αυτά έργα που τα χειρόγραφα τους βρεθήκανε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας αποκατασταθήκανε, μεταφραστήκανε και κυκλοφορήσανε…