Βιογραφικό
Αμερικανός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και σεναριογράφος, γεννημένος στη Νέα Ορλεάνη, της Λουιζιάνα, στις 30 Σεπτέμβρη 1924, με αποτέλεσμα στη χρυσή 10ετία των αλλαγών, 60’ς, να ‘ναι στην ακμή της ηλικίας του, 35 με 45. Ο πατέρας του ήταν ο Arch Persons κι η μητέρα του η Lillie Mae Faulk. Όταν χωρίσαν οι γονείς του, ήταν 6 ετών κι έτσι η μητέρα του τον έστειλε σε κάτι θείους στη Monroeville της Alabama. Δυο χρόνια μετά, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Joseph Garcia Capote κι η συμπάθεια μεταξύ πατριού και προγονού ήτανε τέτοια, που ο μικρός Τρούμαν, το 1935, αλλάζει τ’ όνομά του σε Truman Garcia Capote. Γνωστός κυρίως για τη νουβέλα Πρόγευμα στο Τίφανις (1958) και το μυθιστόρημα Εν Ψυχρώ (1966). Θεωρείται απ’ τους σημαντικούς συγγραφείς του 20ού αι., που απέκτησε μεγάλη φήμη στη διάρκεια της ζωής του, μες απ’ το έργο του και μες απ’ τη κοινωνική του ζωή.
Τα παιδικά του χρόνια στιγματίστηκαν από ιδιαίτερα ταραγμένη οικογενειακή ζωή. Στα 4 του και μετά απ’ το διαζύγιο των γονέων, η φροντίδα του ανατέθηκε στην οικογένεια της μητέρας του, στο Μόνροβιλ της Αλαμπάμα. Το 1933 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη με τη μητέρα και τον 2ο σύζυγό της, τον Τζόζεφ Καπότε, Κουβανό επιχειρηματία, που τον υιοθέτησε και τον μετονόμασε σε Τρούμαν Γκαρσία Καπότε. Πραγματοποίησε τις 1ες του σπουδές στο Trinity School της Νέας Υόρκης, ενώ αργότερα φοίτησε στο Dwight School και στο Greenwich High School του Κονέκτικατ, όπου δημοσίευσε κείμενά του στη σχολική εφημερίδα The Green Witch. Στα 17, αμέσως μετά το πέρας των σπουδών, προσελήφθη στο περιοδικό The New Yorker, αφού πριν τον είχαν αποβάλλει απ’ το γυμνάσιο. Όπως έγραψε ο ίδιος μετά για το είδος της απασχόλησής του, επρόκειτο για μάλλον ασήμαντη εργασία, ωστόσο ήταν αποφασισμένος να μη συνεχίσει τις σπουδές σε κάποιο κολλέγιο προκειμένου ν’ ασχοληθεί με τη συγγραφή. Από κει απολύεται το 1944 γιατί τσάτισε τον Robert Frost. Το 1945, δημοσιεύθηκε το 1ο του διήγημα με τίτλο Μύριαμ (Miriam), που του απέφερε το επόμενο έτος το βραβείο Ο’Henry Memorial Award. Η βράβευση αυτή, είχε ως αποτέλεσμα να ενδιαφερθεί για το έργο του ο εκδότης Μπένετ Σερφ, γεγονός που οδήγησε τελικά στην υπογραφή ενός συμβολαίου με τον εκδοτικό Random House, για την έκδοση ενός μυθιστορήματος, με προκαταβολή 1500 $.
Διηγήματά του δημοσιεύονται στα, Mademoiselle & Harpar’s Bazaar. Δημιουργεί σχέση με τον Newton Arvin, το 1946 και το 1948 δημοσιεύει το Άλλες Φωνές, Άλλοι Τόποι, εκδόθηκε το 1948 κι εδραίωσε τη φήμη του, ενώ έπιασε επίσης σημαντική εμπορική επιτυχία πωλώντας περισσότερα από 26.000 αντίτυπα, ενώ έχει σχέση με τον Jack Dunphy. Τα επόμενα 3 έτη δημοσιεύει 3 βιβλία κι αμέσως μετά, καταπιάνεται και με τη συγγραφή σεναρίων. Συνεχίζει να γράφει και να δημοσιεύει, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το Νοέμβρη του 1959, η είδηση για 4 ανεξήγητους φόνους των μελών μίας οικογένειας στο Κάνσας προκάλεσε το ενδιαφέρον του, ξεκίνησε παρατεταμένη έρευνα του γεγονότος, που θα του παρείχε τη βάση για το επόμενο μυθιστόρημά του, με τίτλο Εν ψυχρώ. Σημαντική βοήθεια στη διάρκεια των 1ων μηνών έρευνας, πρόσφερε η συγγραφέας και παιδική φίλη του, Χάρπερ Λι, που ταξίδεψε μαζί του στον τόπο του εγκλήματος και καλλιέργησε σχέσεις με τη τοπική κοινωνία προκειμένου να εκμαιεύσουνε πληροφορίες, μες από προσωπικές συνεντεύξεις. Το Εν Ψυχρώ ολοκληρώθηκε το 1966 κι υπήρξε κατά πολλούς το πλέον πετυχημένο έργο του, εμπορικά και καλλιτεχνικά. Ο ίδιος, επιθυμούσε να δημιουργήσει νέο είδος λογοτεχνίας, που θα συνδύαζε τις καθιερωμένες λογοτεχνικές μεθόδους με τη δημοσιογραφικού τύπου εξιστόρηση ενός πραγματικού γεγονότος (non fiction). Ο Καπότε περιέγραψε το έργο του, σα προσπάθεια να ξορκίσει δαίμονες.
Ακολούθησε συλλογή διηγημάτων A Tree of Night & Other Stories κι η νουβέλα The grass harp (1951), φανταστική ιστορία βασισμένη στη περίοδο της ζωής του στην Αλαμπάμα. Τη 10ετία του ’50 ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο, τη δημοσιογραφία και με το σινεμά, ολοκληρώνοντας το σενάριο της ταινίας Συμβόλαιο με τον Διάβολο (1953), του Τζον Χιούστον.
Το 1976 εγείρει την αντιπάθεια της Υψηλής Κοινωνίας με κείμενά του και το σκάνδαλο που δημιούργησαν. Μετά τούτο, όλοι του οι φίλοι απομακρύνθηκαν από κοντά του παντελώς. Μετά τη δημοσίευση των 2 τελευταίων βιβλίων του Μουσική Για Χαμαιλέοντες και Κάποια Χριστούγεννα, 1980 και 1983 αντίστοιχα, συλλαμβάνεται να οδηγεί μεθυσμένος. Γενικά έπινε πολύ κι έκανε χρήση ουσιών, ειδικά μετά το σκάνδαλο του 1976, πράγμα που κλόνισε την υγεία του κι έτσι στις 25 Αυγούστου 1984 πεθαίνει σ’ ηλικία 60 μόλις χρονών.
Έγραφε, από τα 11, όντας μοναχικό, ευαίσθητο και ταλαντούχο παιδάκι. Με τις πρώτες δημοσιεύσεις των πρώτων του εργασιών, χαιρετίστηκε από το κοινό που τον υποδέχτηκε καλά και τον αποδέχτηκε ως καλλιτέχνη με το δικό του προσωπικό και διάφορο στυλ. Εκεί που μάγεψε πραγματικά ήταν στο Πρόγευμα Στου Τίφανι, που δημοσίευσε το 1958 κι έγινε ταινία το 1961 και με το Εν Ψυχρώ που δημοσιεύσε το 1966 κι έγινε ταινία τον αμέσως επόμενο χρόνο. Το 1ο τονε παρουσιάσε πλατιά ως ηδονιστή και λάτρη του γκόθικ ενώ το 2ο, ως μεγαλοφυΐα.
Τελικά, το βιβλίο Other Voices, Other Rooms κυκλοφόρησε το 1948 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, κερδίζοντας θέση στη λίστα των μπεστ-σέλλερ των New York Times για 9 βδομάδες και προωθώντάς τον στο προσκήνιο σχεδόν αμέσως. Το 2ο μυθιστόρημά του, The Grass Harp, κυκλοφόρησε το 1951 κι ήταν επίσης εξαιρετικά δημοφιλές -γεγονός που τον οδήγησε στο να διασκευάσει το βιβλίο σε ομώνυμη θεατρική παράσταση στο Μπρόντγουεϊ 1 έτος μετά.

Ενώ απολάμβανε τη φήμη του, έστρεψε τη προσοχή του στο θέατρο και τη μεγάλη οθόνη για μερικά χρόνια, γράφοντας το σενάριο για σειρά παραστάσεων και ταινιών, όπως το μιούζικαλ House of Flowers κι η ταινία του Τζον Χιούστον Beat the Devil του 1953. Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο έργο του ήρθε το 1958, όταν κυκλοφόρησε τη νουβέλα Breakfast at Tiffany’s, που ενέπνευσε την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία το 1961. Στη ταινία πρωταγωνίστησαν η Όντρεϊ Χέπμπορν κι ο Τζορτζ Πέπαρντ κι ήταν υποψήφια για 5 Βραβεία Όσκαρ -πήρε 2.
Μετά απ’ αυτό, κυκλοφόρησε το 1966 το μυθιστόρημα Εν Ψυχρώ, που περιγράφει τις φρικτές δολοφονίες της οικογένειας Κλάτερ, ενός ζευγαριού από το Κάνσας που δολοφονήθηκε άγρια μαζί με τα δύο παιδιά του μες στο σπίτι τους. Το βιβλίο έγινε το 2ο σε πωλήσεις βιβλίο αληθινών εγκλημάτων στην ιστορία κι ο Καπότε έγινε εξέχουσα προσωπικότητα στο Χόλυγουντ κι όχι μόνο, φυσικά.
Μέχρι τα τέλη της 10ετίας ’60, είχε ενσωματωθεί στον κόσμο των διασημοτήτων. Συχνά τον έβλεπαν να κάνει παρέα με διάσημους αστέρες και να διασκεδάζει με τους πιο εκλεκτούς κοσμικούς. Η ζωή σαν μυθιστόρημα του Καπότε: Όταν αποκάλυψε τα μυστικά των αριστοκρατών κι έγινε παρίας σε μια μέρα. Ο ίδιος ήταν ενθουσιασμένος. Τον Νοέμβρη του 1964, διοργάνωσε έναν χορό μεταμφιεσμένων στο ξενοδοχείο Plaza της Νέας Υόρκης να τιμήσει την εκδότρια της Washington Post Κάθριν Γκράχαμ -πάρτυ που γνώρισε τεράστια επιτυχία, με χιλιάδες να ονειρεύονται μια πολυπόθητη πρόσκληση. Πήρε πολύ σοβαρά τη λίστα των καλεσμένων και φέρεται να πέρασε μήνες επιλέγοντας ποιοι θα μπορούσαν να πάνε. Τελικά, στο πάρτι παραβρέθηκε η αφρόκρεμα του χώρου, όπως ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί, μεγαλοεπιχειρηματίες, συγγραφείς, μουσικοί, πολιτικά πρόσωπα, κοσμικές προσωπικότητες ακόμη και βασιλείς -μεταξύ των οποίων ο Δούκας του Γουίνδσορ με τη σύζυγό του Γουόλις Σίμπσον, η τότε 1η κυρία των ΗΠΑ, ο Φρανκ Σινάτρα κι η σύζυγός του Μία Φάρροου.
Στα τέλη της 10ετίας ’60 και στις αρχές του ’70, ήρθε ιδιαίτερα κοντά σε ομάδα κοσμικών του Μανχάταν, που αργότερα αποκάλεσε The Swans. Ο κύκλος του περιελάμβανε τη Babe Paley, που ήτανε παντρεμένη με τον μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Γουίλιαμ Πέιλ, επικεφαλής του CBS κείνη την εποχή, τη μικρότερη αδερφή της Τζάκι Κένεντι, Λι Ράντζβιλ, τη Γκλόρια Βάντερμπιλτ, τη C.Z. Guest, τη Marella Agnelli, τη Pamela Harriman και τη Carol Matthau, μεταξύ άλλων.
“Ήτανε παράγοντες επιρροής. Καμμία απ’ αυτές δεν είχε παντρευτεί φτωχούς άνδρες“, ανέφερε το BBC για τις εκλεκτές γυναίκες που περιτριγυριζόταν ο Καπότε. “Έπιναν, κάπνιζαν, φορούσαν υπερβολικά αλλά καλαίσθητα κοσμήματα. Και παρ’ όλο που το στυλ τους μπορεί να φαίνεται τώρα βαρετό, ήταν οι ηγέτες της μόδας της εποχής τους. Οι Swans ήταν όλοι στις διεθνείς λίστες με τις πιο καλοντυμένες, όλες τους αποθεώνονταν από τον Τύπο της μόδας κι όχι μόνο“πρόσθεσε η Telegraph. “Άλλαζαν συζύγους τόσο τακτικά όσο άλλαζαν τις λάμπες -περιστασιακά έπαιρνε η μία τον άντρα της άλλης“. Περνώντας τόσο πολύ χρόνο με τους πλούσιους και διάσημους, έμαθε πολλά απ’ τα βαθύτερα και πιο σκοτεινά μυστικά τους -που τελικά θα δημοσιοποιούσε στον κόσμο σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη. “Ο Τρούμαν ταξίδεψε με τα γιωτ τους, πέταξε με τα αεροπλάνα τους, έμεινε στα κτήματά τους, δείπνησε στα τραπέζια τους κι άκουσε τις πιο προσωπικές τους ιστορίες” είχε γράψει παλαιότερα ο συγγραφέας Laurence Leamer για κείνον στη βιογραφία του. Ενώ ο Καπότε αρχικά σκόπευε να γράψει βιβλίο κάνοντας παρέα με τις Swans, το βιβλίο καθυστερούσε συνεχώς για διάφορους λόγους.

Πριν βγάλει το βιβλίο, δημοσιοποίησε 1 απ’ τα κεφάλαιά του, με τίτλο La Côte Basque 1965 -που πήρε τ’ όνομά του από το εστιατόριο που συναντιόντουσαν συχνά- στο περιοδικό Esquire, που το συμπεριέλαβε σε τεύχος του Οκτώβρη 1975. Παρόλο που δεν χρησιμοποίησε πραγματικά ονόματα για τους περισσότερους ανθρώπους στην ιστορία του, δεν ήτανε δύσκολο να καταλάβει κανείς από ποιον εμπνεύστηκε κάθε χαρακτήρα στη πραγματική ζωή. Μοιράστηκε πολλές προσωπικές λεπτομέρειες της ζωής πολλών κοσμικών, αποκαλύπτοντας τα πάντα, από το ποιος κοιμόταν με ποιον μέχρι την αναλυτική περιγραφή των εκρηκτικών τους σχέσεων, των ερωτικών τριγώνων και των ισχυρισμών περί απιστίας -κι αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στην αριστοκρατία, καθώς και στη δική του θέση του σ’ αυτήν.
Έχοντας αποτύχει να προβλέψει τις αντιδράσεις που αναπόφευκτα θα προκαλούσε το La Côte Basque 1965, η προσωπική ζωή του Καπότε άρχισε σύντομα να καταρρέει. Πάλεψε με τον εθισμό στα ναρκωτικά και το αλκοόλ και πέρασε χρόνια μπαινοβγαίνοντας σε διάφορα κέντρα απεξάρτησης -πριν πεθάνει από ηπατική νόσο το 1984 σε ηλικία 59 ετών. “Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συγκλονίστηκε από την αντίδραση” δήλωσε αργότερα ο εκδότης του Τζόζεφ Φοξ. Ποτέ δεν ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα που δούλευε για την εποχή που ήτανε κοσμικός, στη πραγματικότητα, δεν κυκλοφόρησε άλλο βιβλίο μετά το Εν ψυχρώ, αλλά όλα όσα είχε γράψει για την εποχή που ήταν μαζί με τους κοσμικούς δημοσιεύτηκαν τελικά το 1986, 2 έτη μετά τον θάνατό του, σε βιβλίο με τίτλο Answered Prayers (Εισακουσμένες Προσευχές).
Μέχρι το τέλος, ο Τρούμαν εξέφραζε επανειλημμένα το σοκ του για τη κοινωνική αυτοκτονία που προέκυψε αφ’ ότου έβγαλε στη φόρα τα άπλυτα των φίλων του:
“Τι περίμεναν; Είμαι συγγραφέας και χρησιμοποιώ τα πάντα“, είπε κάποτε για το σκάνδαλο. “Μήπως όλοι αυτοί οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ήμουν εκεί μόνο για να τους διασκεδάσω“;
Αξίζει να σημειωθεί πως το Εν Ψυχρώ αφορά στη πραγματική ιστορία, -που ανέλαβε να καλύψει δημοσιογραφικά-, της δολοφονίας, των 4 μελών μιας οικογένειας του Κάνσας, τους Clutters, από 2 περιπλανώμενους νεαρούς αλητάκους-τυχοδιώκτες, που έγινε το 1959. Όταν τέλειωσε τη δουλειά, μετέφερε την αληθινή ιστορία, μυθιστορηματικά, με πραγματικά μοναδικό κι απαράμιλλο τρόπο. Αυτό το βιβλίο κι αργότερα η συγγραφή του σεναρίου της ομώνυμης ταινίας, του ‘φερε πάρα πολύ χρήμα κι αρκετή δόξα.
——————————————
Σημ Δική Μου: Το Εν Ψυχρώ είναι στη λίστα των προτεινομένων βιβλίων μου. Πράγματι πρόκειται για αριστοτεχνική δουλειά. Φήμες λένε δε, πως με τον έναν εκ των δολοφόνων, -που τους επισκέφθηκε στη φυλακή για να καλύψει δημοσιογραφικά το θέμα- δημιούργησε σχέση.
_____________________________

Η έκδοση του Εν Ψυχρώ συνοδεύθηκε από ένα πολυδιαφημισμένο πάρτυ που διοργάνωσε ο Καπότε στις 28 Νοέμβρη 1966, που αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερο γεγονός της 10ετίας του ’60. Από την αρχή της σταδιοδρομίας του, είχε καλλιεργήσει σχέσεις με άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες, προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας, αλλά και διεθνείς διασημότητες, προκαλώντας συχνά τη προσοχή των μέσων ενημέρωσης για τη ταραχώδη κοινωνική του ζωή, καθώς και τη δηλωμένη ομοφυλοφιλία του. Επόμενο λογοτεχνικό έργο του ήτανε το -ημιτελές τελικά- μυθιστόρημα Όταν οι προσευχές εισακούονται (Answered Prayers), όπου επιχείρησε να περιγράψει τη ζωή των πλούσιων και διάσημων φίλων του. Απόσπασμα του έργου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Esquire το 1975, προκαλώντας την αντίδραση αρκετών φίλων του, γιατί αποκάλυπτε προσωπικά στοιχεία. Στα τελευταία έτη της ζωής του απομονώθηκε, πιθανώς εξ αιτίας της απόρριψης πολλών φίλων του κι υιοθέτησε μία άκρως εκκεντρική συμπεριφορά στις δημόσιες εμφανίσεις του, ενδεχομένως απόρροια του αλκοολισμού και της κατάχρησης άλλων ναρκωτικών ουσιών. Το τελευταίο λογοτεχνικό έργο, που δημοσιεύθηκε ενώ βρισκόταν στη ζωή, ήταν η συλλογή διηγημάτων Μουσική για χαμαιλέοντες (Music for Chameleons), το 1980.
Πέθανε στις 25 Αυγούστου 1984, από υπερβολική δόση χαπιών, στα 59 του. Ο θάνατός του συνέβη στην οικία της φίλης του, Τζοάν Κάρσον, πρώην συζύγου του Τζόνυ Κάρσον, που στις τηλεοπτικές εκπομπές του ήτανε συχνά καλεσμένος. Στα τέλη Σεπτεμβρη 2016 οι στάχτες του δημοπρατήθηκαν και παραδόθηκαν σε ανώνυμο πλειοδότη από το Λος Άντζελες, έναντι 43.750 $. Οι στάχτες είχαν μείνει αδέσποτες μετά το θάνατο της Τζοάν Κάρσον, που τις διατηρούσε σε δοχείο στο σπίτι της από το 1984.
Έργα του Καπότε μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο. Αρχικά το μυθιστόρημα Πρόγευμα στο Τίφανυς, το 1961, σε σκηνοθεσία του Μπλέικ Έντουαρντς και με πρωταγωνίστρια την Όντρεϊ Χέπμπορν. Θεωρείται πως ο Καπότε δεν ενέκρινε τις αλλαγές του σεναρίου της ταινίας σε σχέση με το βιβλίο. Το μυθιστόρημα Εν Ψυχρώ μεταφέρθηκε στο σινεμά το 1967, σε σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Μπρουκς, ενώ σκηνοθετήθηκε το 1996 κι από τον Τζόναθαν Κάπλαν ως τηλεοπτική σειρά. Το 2005 προβλήθηκε η βιογραφική ταινία Truman Capote (Capote) σε σκηνοθεσία του Μπένετ Μίλερ, με θέμα την περίοδο έρευνας και συγγραφής για το Εν Ψυχρώ. Ο Καπότε συμμετείχε ακόμα στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας Πιο Δυνατός απ’ τον Διάβολο (Beat the Devil, 1953) ενώ εμφανίστηκε ως ηθοποιός στις ταινίες Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο (1976), σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Μουρ και σενάριο του Νιλ Σάιμον κι Ο Νευρικός Εραστής (1977) του Γούντι Άλεν, όπου υποδύεται τον σωσία του εαυτού του, σε μικρό ρόλο.

ΡΗΤΑ:
H Βενετία είναι σαν να τρως ένα κουτί σοκολάτες με λικέρ, μέσα σε μία ώρα.
Η τέχνη κι η αλήθεια μπορούν να μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, χωρίς αυτό να τις εμποδίζει να ‘ναι ασύμβατες.
Στη Καλιφόρνια χάνεις μία μονάδα από το IQ σου, κάθε χρόνο.
Το καλό πράγμα με τον αυνανισμό είναι πως δεν χρειάζεται να ντυθείς γι’ αυτόν.
Ως γνωστόν, αδερφή είναι ένας ομοφυλόφιλος κύριος που μόλις βγήκε απ’ το δωμάτιο.
ΕΡΓΑ;
1945: “Miriam” (Μύριαμ)
1948: “Other Voices, Other Rooms” (Άλλες φωνές, άλλοι τόποι),
1949: “A Tree of Night and Other Stories”, (Ένα δέντρο της νύχτας και άλλες ιστορίες)
1950: “House of Flowers”, (Σπίτι από λουλούδια),
1950: “A Diamond Guita”, (Μια διαμαντένια κιθάρα),
1951: “The Grass Harp”, μυθιστόρημα, διασκευασμένο και σε θεατρικό έργο το 1952
1953: “Beat the Devil”, σενάριο για την ταινία του Τζον Χιούστον, Πιο δυνατός απ’ τον Διάβολο
1954: House of Flowers, στίχοι για το μιούζικαλ που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ
1955: “Carmen Therezinha Solbiati – So Chic”
1956: “The Muses Are Heard”, δημοσιογραφικό ρεπορτάζ
1956: “A Christmas Memory”, (Χριστουγεννιάτικη ανάμνηση),
1957: “The Duke in His Domain”, αφιέρωμα στον Μάρλον Μπράντο
1958: “Πρόγευμα στο Τίφφανυς” – (Breakfast at Tiffany’s),
1959: “Brooklyn Heights: A Personal Memoir”, αυτοβιογραφικό κείμενο
1966: “In Cold Blood” (Εν Ψυχρώ),
1968: “The Thanksgiving Visitor”,
1975: “Mojave” και “La Cote Basque, 1965”, διηγήματα
1976: “Unspoiled Monsters” και “Kate McCloud”
1980: “Music for Chameleons” (Μουσική για χαμαιλέοντες)
1983: “One Christmas” (Κάποια Χριστούγεννα),
1986: “Answered Prayers” (Όταν οι προσευχές εισακούονται),
2005: “Summer Crossing” (Καλοκαιρινό ταξίδι)

“The Letters of Truman Capote” (Τρούμαν Καπότε: η αλληλογραφία του)
“Η τέχνη της γραφής” =====================

Η Μορφή Των Πραγμάτων
Μια λεπτοκαμωμένη εύθραυστη ασπρομάλλα γυναίκα με χτένισμα πομπαντούρ, διέσχισε σεινάμενη-κουνάμενη το βαγκόν-ρεστοράν και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα σε παράθυρο. Αφού έγραψε με μολύβι τη παραγγελία της, μισόκλεισε τα μυωπικά της μάτια για να περιεργαστεί στην αντικρινή μεριά του τραπεζιού ένα κοκκινομάγουλο πεζοναύτη και μια κοπέλα με καρδιόσχημο πρόσωπο. Με μια ματιά πρόσεξε ένα χρυσό δαχτυλίδι στο δάχτυλο της κοπέλας και μια κόκκινη κορδέλα πλεγμένη στα μαλλιά της κι αποφάσισε πως ήταν φτηνή. Μέσα της τη χαρακτήρισε νύφη του πολέμου. Χαμογέλασε αχνά, ενθαρρύνοντας τη κουβέντα. Η κοπέλα της χαμογέλασε επίσης.
-“Τυχερή ήσασταν που ‘ρθατε τόσο νωρίς, γιατί έχει πολύ κόσμο. Εμείς δε γευματίσαμε γιατί ήταν κάτι Ρώσοι φαντάροι που τρώγανε…κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Θεέ, θα ‘πρεπε να τους δείτε, σαν τον Μπορίς Καρλόφ ήταν, μα το Θεό!” Η φωνή της θύμιζε τσαγιέρα που τερετίζει κι έκανε τη γυναίκα να ξεροβήξει.
-“Ναι, είμαι σίγουρη“, είπε. “Πριν απ’ αυτό το ταξίδι, ούτε στ’ όνειρό μου δεν είχα φανταστεί πως υπήρχαν τόσοι…φαντάροι εννοώ. Δεν το συνειδητοποιεί κανείς, μέχρι που παίρνει το τρένο. Αναρωτιέμαι από που να ‘ρχονται όλοι“.
-“Από τις επιτροπές στρατολογίας“, είπε η κοπέλα και χαχάνισε ανόητα. Ο σύζυγός της κοκκίνισε απολογητικά.
-“Πηγαίνετε ως το τέρμα, κυρία“;
-“Μάλλον, αλλά τούτο το τρένο είναι αργό σαν… σαν…”
-“…τη μελάσα!” αναφώνησε η κοπέλα και ξέπνοη συμπλήρωσε: “Ποπό, είμαι συνεπαρμένη, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο. Όλη μέρα δε χορταίνω το τοπίο. Ο τόπος μου, το Αρκάνσας, είναι όλος επίπεδος, έτσι νιώθω έξαψη ως και στα δαχτυλάκια των ποδιών μου όταν βλέπω αυτά τα βουνά“. Και γυρνώντας προς τον σύζυγό της: “Γλυκέ μου, λες να ‘μαστε στη Καρολίνα“;
Εκείνος κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το σύθαμπο βάθαινε πάνω στο τζάμι, το φως άλλαζε γρήγορα, γινόταν κυανό, οι λόφοι ενώνονταν, γίνονταν ένας. Όταν ξαναγύρισε τα μάτια του στο εσωτερικό του βαγκόν-ρεστοράν, τα ανοιγόκλεισε, τυφλωμένος από το φώς.
-“Πρέπει να ‘ναι η Βιρτζίνια“, μάντεψε κι ανασήκωσε τους ώμους.
Από τη κατεύθυνση των επιβατικών βαγονιών, ένας φαντάρος τους πλησίασε ξαφνικά με αδέξιο βήμα, τρεκλίζοντας και σωριάστηκε σαν πάνινη κούκλα στην άδεια καρέκλα του τραπεζιού. Ήταν μικρόσωμος, κολυμπούσε στη τσαλακωμένη του στολή. Το πρόσωπό του, λιπόσαρκο και μ’ έντονα χαρακτηριστικά, έκανε ωχρή αντίθεση με κείνο του πεζοναύτη και τα μαύρα κοντοκομμένα του μαλλιά λάμπανε στο φως σαν κασκέτο από δέρμα φώκιας. Με τα μάτια του να περιεργάζονται τους άλλους τρεις κουρασμένα, θολά, σαν πίσω από σήτα, ψηλάφισε νευρικά τα δυο γαλόνια τα ραμμένα στο μανίκι του. Η γυναίκα πήγε ανήσυχα πέρα-δώθε και κόλλησε στο τζάμι. Ύστερα από προσεκτική σκέψη τον χαρακτήρισε μεθυσμένο και βλέποντας τη κοπέλα να σουφρώνει τη μύτη, κατάλαβε πως κι εκείνη είχε βγάλει την ίδια ετυμηγορία. Ενώ ο νέγρος με την άσπρη ποδιά τους σερβίριζε από το δίσκο του, ο δεκανέας είπε:
-“Θέλω καφέ, μια καφετιέρα ολόκληρη και διπλή δόση κρέμας“. Η κοπέλα έμπηξε το πιρούνι της στο κοτόπουλο με τη κρέμα.
-“Δε βρίσκεις πως οι τιμές τους είναι απαράδεκτες, καλέ μου“; Κι ύστερα άρχισε. Το κεφάλι του δεκανέα έκανε κάτι ανεξέλεγκτα τινάγματα. Μια παύση, με το κεφάλι του αφύσικα κρεμασμένο μπρος κι ύστερα ένας μυς συσπάστηκε κι ο λαιμός του τινάχτηκε πλάγια. Το στόμα του μόρφασε απαίσια τεντωμένο κι οι φλέβες στο λαιμό του τανύστηκαν. “Αχ Θεέ μου“, κραύγασε η κοπέλα κι η γυναίκα έριξε το μαχαίρι της για το βούτυρο κι έβαλε ενστικτωδώς το λεπτεπίλεπτο χέρι της πάνω στα μάτια της να τα προστατέψει. Ο πεζοναύτης απέμεινε να κοιτά με άδειο βλέμμα για μια στιγμή, αλλ’ ύστερα γρήγορα συνήλθε κι έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα.
-“Έλα φίλε“, είπε, “πάρε ένα“.
-“Σ’ ευχαριστώ… πολύ ευγενικό“, μουρμούρισε ο δεκανέας κι ύστερα χτύπησε στο τραπέζι τη γροθιά του, που οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει. Τα μαχαιροπίρουνα αναπήδησαν, νερό χύθηκε από τα ποτήρια. Σιωπή απλώθηκε κι ένα μακρινό γέλιο διαπέρασε απ’ άκρη σ’ άκρη το βαγόνι. Κατόπιν η κοπέλα, νιώθοντας μάτια στυλωμένα πάνω της, τακτοποίησε μια τούφα πίσω από τ’ αφτί της. Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια και δάγκωσε τα χείλια της βλέποντας τον δεκανέα να προσπαθεί ν’ αβάψει το τσιγάρο του.
-“‘Ασε με να σε βοηθήσω“, προσφέρθηκε. Το χέρι της έτρεμε τόσο, που το πρώτο σπίρτο έσβησε. Όταν τα κατάφερε στη δεύτερη προσπάθεια χαμογέλασε βεβιασμένα. Λίγον αργότερα ο δεκανέας ηρέμησε.
-“Ντρέπομαι τόσο… σας παρακαλώ συγχωρέστε με“.
-“Α μην ανησυχείς“, είπε η γυναίκα, “σε κατανοούμε“.
-“Πόνεσε;” ρώτησε η κοπέλα.
-“Όχι, όχι δε πονά“.
-“Τρόμαξα γιατί νόμισα πως πονούσε. Σίγουρα αυτή την εντύπωση δίνει. Είναι κάπως σα να ‘χεις λόξυγκα, ε;” Ξαφνικά αναπήδησε λες και κάποιος τη κλώτσησε. Ο δεκανέας έσυρε το δάχτυλό του στην άκρη του τραπεζιού κι είπε:
-“Ήμουν εντάξει μέχρι που ανέβηκα στο τρένο. Είπαν ότι θα ‘μαι μια χαρά. Είπαν: ‘Είσαι καλά στρατιώτη’. Αλλά φταίει η έξαψη, ότι ξέρεις πως είσαι στις Πολιτείες, ελεύθερος πια και πως η αναθεματισμένη αναμονή έχει τελειώσει.”. Σκούπισε το μάτι του. “Συγγνώμη“, πρόσθεσε. Ο σερβιτόρος άφησε τον καφέ κι η γυναίκα έκανε να τον βοηθήσει. Εκείνος της έσπρωξε θυμωμένα, ελαφρά, το χέρι. “Όχι, σας παρακαλώ. Μπορώ και μόνος μου!” Σαστισμένη κι αμήχανη εκείνη γύρισε προς το παράθυρο κι αντίκρισε το καθρέφτισμά της. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και τη ξάφνιασε γιατί ένιωθε ζαλάδα και μια φανταστική αίσθηση, λες και ταλαντευόταν ανάμεσα σε δυο ονειρικά σημεία. Ωθώντας τις σκέψεις της αλλού, παρακολούθησε το πιρούνι του πεζοναύτη ν’ ανεβαίνει με σοβαρότητα από το πιάτο του στο στόμα. Η κοπέλα έτρωγε λαίμαργα τώρα, όμως το δικό της φαγητό κρύωνε.
Κι ύστερα ξανάρχισε, όχι βίαια όπως πρωτύτερα. Στη ψυχρή κι έντονη λάμψη του προβολέα ενός τρένου που ζύγωνε, το παραμορφωμένο της καθρέφτισμα θόλωσε κι η γυναίκα αναστέναξε. Ο δεκανέας βλαστημούσε σιγανά, ακουγόταν περισσότερο σα να προσεύχεται. Κι ύστερα πίεσε ξέφρενα τα πλαϊνά του κεφαλιού του σα να ‘ταν τα χέρια του μέγγενη.
-“‘Ακου φίλε, πρέπει να σε δει γιατρός“, τον συμβούλεψε ο πεζοναύτης. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της και το ακούμπησε στο σηκωμένο μπράτσο του.
-“Μπορώ να βοηθήσω σε τίποτε;” είπε.
-“Αυτό που κάνανε για να το σταματήσουν ήταν να με κοιτάζουν κατάματα… Όταν κοιτώ στα μάτια κάποιον, σταματά“. Χαμήλωσε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. “Να“, είπε κείνος, ηρεμώντας μεμιάς, “αυτό ήταν. Είσαι πολύ καλή“.
-“Που το ‘παθες“; Μορφάζοντας της απάντησε:
-“Σε πολλά μέρη… Τα νεύρα μου. Είναι κουρελιασμένα“.
-“Και που πηγαίνεις τώρα“;
-“Στη Βιρτζίνια“.
-“Στο σπίτι σου ε“;
-“Ναι, εκεί είναι το σπίτι μου“. Η γυναίκα ένιωσε πόνο στα δάχτυλά της, που ξαφνικά του έσφιγγαν το μπράτσο και τα ξέσφιξε.
-“Εκεί είναι το σπίτι σου, αυτό να σκέφτεσαι κι ό,τι άλλο είναι ασήμαντο“.
-“Ξέρεις κάτι;” ψιθύρισε. “Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ γιατί είσαι πολύ ανόητη και πολύ αθώα και γιατί δε θα μάθεις ποτέ παρά μόνον ό,τι βλέπεις στις ταινίες. Σ’ αγαπώ γιατί είμαστε στη Βιρτζίνια κι είμαι σχεδόν σπίτι μου“. Η γυναίκα απέστρεψε απότομα τα μάτια. Ένταση και μια αίσθηση προσβολής, ποίκιλαν τη σιωπή. “Νομίζεις λοιπόν ότι αυτό είναι όλο;” συνέχισε. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι κι άγγιξε νυσταγμένα το πρόσωπό του. “Υπάρχει αυτό, αλλά υπάρχει κι αξιοπρέπεια. Όταν συμβεί μ’ ανθρώπους που ξέρω όλη μου τη ζωή, τι θα γίνει τότε; Λες να θέλω να κάθομαι στο τραπέζι μαζί τους ή με κάποια σαν ελόγου σου και να τους αρρωσταίνω; Λες να θέλω να τρομάζω μια πιτσιρίκα σαν ετούτη δω και να της βάζω ιδέες στο νου για τον άνθρωπό της; Μήνες περιμένω, μου λένε πως είμαι καλά, αλλά τη πρώτη φορά…” Σταμάτησε κι έσμιξε τα φρύδια. Η γυναίκα άφησε δυο χαρτονομίσματα πάνω στον λογαριασμό της κι έσπρωξε πίσω τη καρέκλα της.
-“Θα μ’ αφήσεις να περάσω, σε παρακαλώ;” είπε. Ο δεκανέας σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε κοιτώντας κάτω, το ανέγγιχτο φαΐ της.
-“Φα’ το, π’ ανάθεμά σε“, είπε. “Πρέπει να φας!” Κι έπειτα δίχως να κοιτάξει πίσω, χάθηκε προς τα επιβατικά βαγόνια.
Η γυναίκα πλήρωσε τον καφέ.
————————————————————————–
Όλα Τα Διηγήματα (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ “20ος ΑΙΩΝΑΣ“)
