Petrarca Francesco: Ποιητής Εστεμμένος Μα Ολότελα Ξένος

Εισαγωγή

      Το 14ο αι. στις αρχές και σταδιακά, τον Μυστικισμό και Σχολαστικισμό διαδέχονται Oυμανισμός κι Αναγέννηση στην Ευρώπη, που θα επηρεάσει πρώτα την Ιταλία, που σίγουρα αποτελεί και τον κύριο κορμό της και τη περαιτέρω εξελικτική πορεία της, ωστόσο αναμφίβολα δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί, αν δεν αναβαπτιζότανε στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Με μια 1η ματιά στη ποίηση των μυστικιστών και σχολαστικών δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε πρώτιστα στον συνδετικό κρίκο των μυστικιστών κι αναγεννησιακών, που δεν είναι άλλος από το γνωστό Δάντη Αλιγκιέρι (1265-1321) αφού 1ος αυτός διατύπωσε σαφώς τον πλήρη ορισμό της ποίησης, που όπως έγραψε στο Convivio του, η ποίηση είναι φτιαγμένη από λέξεις εναρμονισμένες με μουσικό δεσμό (Per legame musaico armonizzate). Ας δούμε όμως την εξελικτική πορεία, αναφέροντας τους πιο σημαντικούς μυστικιστές ή σχολαστικιστές με χρονολογική σειρά. Πρόκειται για τους: Franz von Assisi (1181-1226), Thomas von Celano (1190-1255),) Albertus Magnus (1193-1280), Bonaventura (1221-1274), Thomas von Aquin (1225-1274), Jacopone de Todi (1230-1306) κι ο Γερμανός Meister Eckhart (1260-1327) που διατύπωσε και τη βαθύτερην έννοια του μυστικισμού, πως ο Θεός γεννά τη ψυχή (Gott gebiert sich in die Seele hinein). Τον προηγούμενο αιώνα ωστόσο στην υπόλοιπη Ευρώπη η ποίηση των ιπποτών κι οι τροβαδούροι κανοναρχούσαν στη Ν. Ευρώπη, από Ισπανία ως τις σκανδιναβικές χώρες. Βέβαια για να πάμε πιο πίσω, η Ισπανία ήταν η 1η, που μέσω των Αράβων σπουδαίων φιλοσόφων Αβικέννα κι Αβερρόη μπολιάστηκε με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα.
      ‘Ερχεται λοιπόν η Αναγέννηση ή όπως είναι διατυπωμένη στις πιο γνωστές εκείνη την εποχή ευρωπαϊκές γλώσσες, Renaissance, Rinascimento, Rinascita Rinascenza, ένα πολυσύνθετο πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο μέσα από το οποίο σημειώνεται το πέρασμα από το Μεσαίωνα στη σύγχρονη εποχή. Η Αναγέννηση ωρίμασε μέσα σε κλίμα ανανεωμένου ενδιαφέροντος για τη μελέτη της φύσης, φαινόμενο τυπικά ιταλικό που εμφανίστηκε αρχικά στη Φλωρεντία στις αρχές του 15ου αι. κι ολοκληρώθηκε στη διάρκεια του 16ου και τελικά εξαπλώθηκε σ’ όλη την Ευρώπη, απ’ όπου θα ξεπηδήσουν νέα ρεύματα, όπως τα χρόνια του διαφωτισμού, τα χρόνια της Ορμής και της Θυέλλης (Sturm und Drang). Χαρακτηριστικά γνωρίσματα ωστόσο, της Αναγέννησης είναι ουμανισμός και μεταρρύθμιση. Ο βασικώτερος εκπρόσωπος της αναγεννησιακής ποίησης θεωρείται ο Φραντζέσκο Πετράρκα (1304-1374) με τα υπέροχα, ερωτικά, παθιασμένα Canzoniere του, εμπνευσμένα από το αγαπημένο του ίνδαλμα, τη Λάουρα κι αφιερωμένα στην ίδια κι έτσι είναι κείνος πια, που θέτει τα θεμέλια της λυρικής ποίησης με τα άρτια σονέττα του. Βαθιά επηρεασμένος απ’ τους κλασσικούς προγόνους, συμπατριώτες του ποιητές, κύρια το Βιργίλιο, αλλά και τον Κικέρωνα, έδωσε νέα ορμή στη ποίηση, ενώ την ίδια περίπου εποχή έχουμε το Βοκκάκιο (1313-1375) με το (DecameronΔεκαήμερο του. Πολύ αργότερα ήρθαν να προστεθούν και κάποιοι άλλοι αναγεννησιακοί, ίσως λιγώτερο σπουδαίοι, ωστόσο σημαντικοί, όπως οι Ludovico Ariosto (1474-1533) με το Μαινόμενο Ορλάνδο του και πιο μετά τον Pietro Bembo (1470-1547) το Jacopo Sannazaro (1456-1530) με τη περίφημη Αrcadia του που θέλησε να αναβιώσει την ευδαιμονία στη ποίηση μεταφέροντας έτσι τις εμπνεύσεις του στην ελληνική Αρκαδία και στα βουκολικά της τοπία. Απ’ αυτόν ξεκίνησαν να ιδρύονται οι περίφημες Ακαδημίες Arcadia που εξακολουθούν κάπου ακόμα και σήμερα να υπάρχουνε. Πάλι λοιπόν η αρχαία Ελλάδα ήταν εκείνη που έδωσε το έναυσμα για την ανέλιξη των ποιητικών ρευμάτων από την εποχή της Αναγέννησης ως τις μέρες μας… Και στα… σύνορα Μεσαιωνα κι Αναγέννησης, έρχεται ο Φραγκίσκο Πετράρκα…


Βιογραφικό

      Ο Francesco Petrarca, ο μεγάλος Ιταλός ποιητής κι ο 1ος αληθινός επαναστάτης της μάθησης στη μεσαιωνική Ευρώπη, γεννήθηκε στο Αρέτσο στις 20 Ιουλίου 1304. 1ο παιδί του Pietro di Parenzo di Garzo (Ser Petracco dell’Incisa) και της Eletta Canigiani. Ο πατέρας του Petracco κατείχε τη θέση του συμβολαιογράφου στη Φλωρεντιανή Αυλή Rolls του Riformagioni. αλλά, έχοντας εμπλακεί στην ίδια αιτία με το Δάντη κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών των Μαύρων και των Λευκών (2 αντίπαλα κόμματα), εκδιώχθηκε μαζί με όλη του την οικογένεια, από τη Φλωρεντία με το διάταγμα της 27 Γενάρη 1302 που καταδίκασε και τον Δάντη σε δια βίου εξορία. Με τη σύζυγό του κατέφυγε στο δήμο Grebelline του Arezzo. Ήταν την ίδια τη νύχτα όταν ο πατέρας του, σε συνεργασία με άλλα μέλη του Λευκού Κόμματος, έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να εισέλθει με τη βία στη Φλωρεντία, που ο Francesco είδε για 1η φορά το φως. Δεν έμεινε πολύ στη γενέτειρά του. Η μητέρα του, αφού έλαβε άδεια να επιστρέψει από την εξορία, εγκαταστάθηκε στο Incisa, ένα μικρό χωριό στον ποταμό Arno πάνω από τη Φλωρεντία, το Φλεβάρη του 1305. Εδώ ο Πετράρχης πέρασε 7 χρόνια από τη παιδική του ηλικία, αποκτώντας το καθαρό Τοσκάνικο ιδίωμα, που στη συνέχεια χρησιμοποίησε με τέτοια άψογη γνώση κι ηχητικήν αρμονία. Εδώ, το 1307, γεννήθηκε κι ο αδελφός του Gherardo.

Ο ίδιος και το κρανίο* του

* Το 2004, 700 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ύστερα από έρευνες DNA, ειδικοί επιβεβαίωσαν ότι το κρανίο που βρίσκεται στον τάφο του Πετράρχη δεν ανήκει στον ποιητή, αλλά σε πολύ μικρόσωμο άντρα.Υπάρχει η υπόθεση πως η κλοπή έγινε είτε από τον μοναχό Tommasso Martinelli, που είχε εξοριστεί για τη σύληση του τάφου του Πετράρχη το 1630, είτε από τον καθηγητή Giovanni Canestrini, που επεχείρησε να εξετάσει το κρανίο το 1873, είτε σε κάποια μεταφορά των λειψάνων του μαζί με άλλους πολύτιμους θησαυρούς, προκειμένου να σωθούν από φυσικές καταστροφές.

      Το 1312 ο Petracco έχτισε ένα σπίτι για την οικογένειά του στην Πίζα. αλλά όχι πολύ αργότερα, χωρίς να ‘χει κανένα περιθώριο γι’ άσκηση του επαγγέλματός του ως νομικού, τον εξορίσανε ξανά κι αυτή τη φορά στην Αβινιόν, το 1313. Αυτό τελικά δεν τους χάλασε δα και πολύ κι ειδικά τον μελλοντικό ποιητή-μελετητή. Η Αβινιόν την εποχή εκείνη ανήκε στη Προβηγκία και στο βασιλιά Ρόμπερτ της Νάπολι ως επικυρίαρχο. Αλλά οι παπικοί είχαν εγκαταστήσει τη Παπική έδρα εκεί μετά τις προσβολές που απεύθυναν στο Βονιφάτιο VIII στην Anagni το 1303 (το γνωστό παπικό σχίσμα που κράτησε κοντά έναν αιώνα). Επομένως, η Αβινιόν ήτανε πλέον το επίκεντρο αυτής της ποικίλης κοινωνίας που οι μεγάλοι Ποντίφηκες της ρωμαιοκαθικής εκκλησίας είχανε ποτέ συγκεντρώσει γύρω τους. Πουθενά αλλού δεν θα μπορούσε ο νεαρός μεγαλοφυής και προικισμένος ποιητής, που προοριζόταν να εντυπωσιάσει με τη ποιητική του κοσμοπολίτικη σφραγίδα τον μεσαιωνικό πολιτισμό και να ξεκινήσει τη σύγχρονη εποχή. Μεγάλωσε λοιπόν κάτω από τις ευνοϊκότερες συνθήκες για την αποστολή την οποία προοριζότανε.



     Στην Incisa και στη Πίζα είχε μάθει τη μητρική του γλώσσα. Στο Carpentras, υπό τη διδασκαλία του Convennole του Prato, σπούδασε ανθρωπιστικές επιστήμες μεταξύ των ετών 1315-9. Το 1319 πεθαίνει η μητέρα του από άγνωστην αιτία. Η Αβινιόν, σε απόσταση από την κομματική σύγκρουση και κάπως παρωχημένη πολιτική της Ιταλικής Κοινοπολιτείας, εντυπωσίασε τον νεαρό και γέμισε το μυαλό του με ένα σωρό ιδεώδη για την ευζωία που τον έθεσε πολύ πάνω από τις διάφορες επαρχιακές προκαταλήψεις. Το πραγματικό όνομα του σύμφωνα με τη χρήση της Τοσκάνης ήτανε Francesco di Petracco. Άλλαξε το επώνυμό του χάριν ευφωνίας σε Petrarca, αποδεικνύοντας με αυτή τη μικρή αλλαγή τη χειραφέτηση του από τις συνήθειες που, αν κατοικούσε στη Φλωρεντία, πιθανότατα θα του είχαν επιβληθεί. Ο Petracco, που ανησυχούσε κι ήθελε ο μεγαλύτερος γιος του να γίνει επιφανής νομικός, τον έστειλε στα 15 να σπουδάσει νομικά στο Μονπελιέ. Όπως ο Οβίδιος και πολλοί άλλοι ποιητές, ο Πετράρχης δεν ένιωθε καμιά κλίση για το επάγγελμα του πατέρα του. Το πνεύμα του, πράγματι, δεν ήταν ανίκανο να καταλάβει και να θαυμάσει το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα του ρωμαϊκού νόμου, αλλά αποστρεφότανε με αηδία τις τεχνικές της πρακτικής που μετέρχονται οι δικηγόροι.
      Υπάρχει μια αυθεντική ιστορία του Petracco που πετά τα βιβλία ποίησης και ρητορικής του νεαρού φοιτητή στη φωτιά, αλλά σώζοντας Virgil και Cicero μισοκαμμένα από τις φλόγες λυγίζοντας στις παθιασμένες παρακλήσεις του γιου του. Παρά την αποφασιστικότητα του Πετράρχη να γίνει λόγιος, άνθρωπος των γραμμάτων κι όχι δικηγόρος, υπέκυψε στην επιθυμία του πατέρα του να πάει το 1323 στη Μπολώνια, που τότε ήταν η έδρα της νομικής διδασκαλίας και να σπουδάσει νομικά. Εκεί διέμεινε μαζί με τον αδελφό του Gherardo μέχρι το 1326, όταν πέθανε ο πατέρας τους, κι επέστρεψε στην Αβινιόν. Η εξορία, οι ποινές, η δυσμένεια κι η αλλαγή τόπου είχαν ήδη μειώσει τη περιουσία του Petracco, που ποτέ δεν ήτανε δα και μεγάλη, και μια δόλια διαχείριση της περιουσίας του μετά το θάνατό του, άφησε τους 2 κληρονόμους σε σχεδόν πλήρη φτώχεια. Το πιο πολύτιμο απόθεμα της κληρονομιάς του Πετράρχη ήταν ένα χειρόγραφο του Κικέρωνα.
      Δεν έμεινε κανένας ανοιχτός για τον ίδιο αλλά για να πάρει εντολές. Αυτό τον έκανε να κινηθεί αμέσως κατά την άφιξή του στη Προβηγκία. κι έχουμε καλό λόγο να πιστεύουμε ότι προχώρησε σε εύθετο χρόνο στα ιερατικά. Ένας μεγάλος Ρωμαίος ευγενής κι εκκλησιαστικός, ο Γιάκομο Κολόν, μετέπειτα επίσκοπος του Λομέμ, τονε στέγασε και τονε βοήθησε κι έτσι ο Πετράρχης έζησε για κάμποσα έτη σε μερική εξάρτηση από αυτόν τον προστάτη.


Ο Πετράρχης με τον ισόβιο έρωτά του τη Λάουρα

      Στις 6 Απρίλη 1327 έγινε το πιο σημαντικό αλλά και διάσημο γεγονός της ιστορίας του Petrarch. Είδε 1η φορά τη Laura στην εκκλησία της Αγίας Κλάρα στην Αβινιόν. Ποια ήταν ακριβώς η Λάουρα παραμένει αβέβαιο ακόμα. Εκείνη λοιπόν ήτανε μάλλον η κόρη του Audibert de Noves και σύζυγος του Hugh de Sade κι αυτό στηρίζεται εν μέρει στις διάφορες μαρτυρίες της εποχής κι εν μέρει στα έγγραφα που ο Abbé de Sade φέρεται να έχει αντιγράψει από τα πρωτότυπα του 18ου αι.. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα που να αποδεικνύει επακριβώς ότι υπήρξε αυτή η κυρία κι ήτανε κι η Laura της canzoniere, ενώ υπάρχουνe λόγοι για τους οποίους υποψιάζεται κανείς ότι είτε ο αββάς ήταν ο κατασκευαστής του ρομαντικού αυτού συμβάντος, κολακευτικού για την οικογένειά του, κι άρα ψεύτικο κιι αγύρτης ο ίδιος, είτε κάποιος άλλος ήταν ο μυθοπλάστης, είτε μπορεί και να αληθεύει. Εντούτοις, μπορούμε να απορρίψουμε τη σκεπτικιστική υπόθεση ότι η Λάουρα ήταν απλώς μύθευμα και προϊόν της φαντασίας του Πετράρχη και για να δεχτούμε την εκδοχή αυτή ως πραγματικότητα, θα στηριχτούμε στα τόσα φλογερά ποιήματά του ως μιαν αρκετά ικανοποιητικήν απόδειξη. Το 1330 ολοκληρώνει με επιτυχία τις Μικρές Διαταγές (Minor Orders) κι εισέρχεται στους κόλπους της εκκλησίας, όπως κι ο αδελφός του Γκεράρδο. Η εκκλησία τονε στηρίζει οικονομικά για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μπαίνει στη γραμματεία και την υπηρεσία του Καρδινάλιου (Colonna) Κολόννα. Θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στην υπηρεσία της Εκκλησίας κάτω από διαφορετικούς Καρδινάλους κι Επισκόπους. Θα αναλάβει πολλές διπλωματικές αποστολές σε όλη την Ευρώπη για διάφορους λόγους. Θα γίνει πρεσβευτής-μεσολαβητής και θα συμβάλλει στην επίτευξη της ιταλικής ενότητας με την εκπλήρωση αυτών των αποστολών.
      Το 1333 ταξιδεύει στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε ξένες χώρες και συχνά έγραψε για το πώς η ίδια η ζωή ήταν ένα ταξίδι, ένα κοινό θέμα στη σημερινή λογοτεχνία, αλλά αυτό είχε εξερευνηθεί πλήρως πριν από το καιρό του Πετράρχη. Στη Λιέγη συναντά την Pro Archia του Cicero. Η αγάπη του για τους κλασσικούς γίνεται όλο κι ισχυρότερη. Αρχίζει να προσπαθεί να αναβιώσει κλασσικά γραπτά πιστεύοντας ότι οι διδασκαλίες τους έχουνε χαθεί και ξεχαστεί. Παράλληλα, μέχρι το 1336 πασχίζει να καταρτίζει το Rerum vulgarium fragmenta που ονομάζεται επίσης Il Canzoniere. Το 1374, όταν πεθαίνει, περιέχει 366 ποιήματα, ως επί το πλείστον σονέττα για την αγάπη της ζωής του που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει, Laura. Από τα 366 ποιήματα 263 θα γράφονταν ενώ ζούσε αυτή και 103 μετά το θάνατό της.
      Έν έτος μετά το 1337 και ξανά στο δρόμο ταξιδεύει στη Φλάνδρα και τη Βραβάντη ​​κι έπειτα στη Ρώμη για 1η φορά στη ζωή του. Αργότερα εκείνο το έτος, το 1ο του παιδί, ο Τζιοβάνι γεννιέται από το γάμο του. Ποιά ήταν η μητέρα είναι άγνωστο, αλλά ο ίδιος ο Petrarch δεν την αντιμετώπισε όπως θα έπρεπε. Η σχέση δε, μεταξύ του Petrard και του γιου του ήταν απογοήτευση για τον Francesco. Περιγράφει τον Τζιοβάνι ως “έξυπνο, ίσως κι εξαιρετικά έξυπνο, αλλά μισεί τα βιβλία“. Ο Τζιοβάνι θα μείνει με τον πατέρα του ως τα 20 του (1357), οπότε και θα ζήσει στην Ιταλία, ο Πετράρχης θα τονε στείλει στην Αβινιόν και το 1361 ο γιος του θα πεθάνει από τη πανούκλα.
      Το 1343 γεννιέται το 2ο παιδί του Petrarch, η Francesca και πάλι αγνώστου μητρός αλλά από το γάμο. Η Francesca παντρεύεται αργότερα τον Francescuolo da Brossano και γεννά 2 δικά της παιδιά, μια κόρη που ονομάστηκε Eletta το 1362 κι ένα γιο, το Francesco τον οποίο λάτρεψεν ο Petrarch. Ο Φραντσέσκο, ο εγγονός, θα πεθάνει το 1368, πιθανώς κι αυτός από τη πανώλη. Πάντως και τα 2 παιδιά του στη συνέχεια κι αμέσως μετά τη γέννησή τους είχανε νομιμοποιηθεί από τον ίδιο με παπικά έγγραφα και σφραγίδες.
      Ήτανε κάποια στιγμή το έτος 1337 που εγκαταστάθηκε στη Vaucluse κι άρχισε αυτή τη μοναχική ζωή της αυτοσυγκέντρωσης με μελέτη και γραφή ποιημάτων, αλλά έχοντας ένα θαυμάσιο κριτήριο, πράγμα που τονε ξεχώρισε σε αξιοσημείωτο βαθμό από το κοινό κοπάδι των μεσαιωνικών μελετητών και λογίων. Εδώ πέρασε το χρόνο του εν μέρει μεταξύ των βιβλίων, μελετώντας τη ρωμαϊκή ιστορία, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για το λατινικό έπος της Αφρικής. Στις ώρες αναψυχής ανέβαινε στους λόφους ή καθότανε με τις ώρες και κοιτούσε το συντριβάνι της Sorgues και κάτω από τα ψηλά ασβεστολιθικά βράχια, ενώ οι ωδές κι οι ικεσίες στη Madonna Laura είχανε κλειδώσει από τη μνήμη του στο χαρτί. Μπορούμε επίσης να αναφέρουμε πολλές από τις σημαντικώτερες πραγματείες του στη πεζογραφία, καθώς κι ένα μεγάλο μέρος της λατινικής αλληλογραφίας του, στον ελεύθερο χρόνο που απολάμβανε σε αυτή την υποχώρηση από τα… εγκόσμια.



      Εν τω μεταξύ, η φήμη του ως ποιητή στα λατινικά και τις συνήθεις γλώσσες αυξανότανε σταθερά, μέχρι που τα πρώτα σχέδια της Αφρικής άρχισαν να κυκλοφορούνε το 1339, έγινε προφανές ότι κανείς δεν είχε μεγαλύτερο δικαίωμα στο δάφνινο στέμμα του ποιητή των ποιητών, παρά ο Petrarch. Η επιθυμία για δόξα ήταν από τα πιο βαθιά ριζωμένα πάθη της φύσης του κι από τα σημεία που περιέργως προέβλεψαν οι μελετητές του και το πέτυχαν. Δεν είναι, επομένως, έκπληξη το γεγονός η διαπίστωση πως ασκούσε επιρροή σε διάφορες πολιτείες με σκοπό την απόκτηση της τιμής μιας δημόσιας στέψης. Το αποτέλεσμα των χειρισμών του αυτών ήταν ότι σε μια μέρα του 1340, τη 1η Σεπτεμβρίου, έλαβε δύο προσκλήσεις, από το πανεπιστήμιο του Παρισιού κι από τον βασιλιά Ρόμπερτ της Νάπολι αντίστοιχα. Αυτός επέλεξε να δεχθεί τον τελευταίο, ταξίδεψε το Φλεβάρη του 1341 στη Νάπολι, διασκεδάζοντας με τον βασιλιά και, μετά από κάποιες επίσημες διαμάχες σε θέματα που άπτονταν της τέχνης του ποιητή, στάλθηκε με σπουδαία διαπιστευτήρια στη Ρώμη. Εκεί, τον Απρίλη του ίδιου έτους, ο Πετράρχης έλαβε το στέμμα του πάνω στο Καπιτώλιο από το χέρι του Ρωμαίου Ποντιφηκα εν μέσω των επιδοκιμασιών του λαού και των επισκόπων. Η δήλωση που έκανε με την ευκαιρία αυτή συντάχθηκε με αυτά τα λόγια του Βιργίλιου: “Sed me Parnassi deserta per ardua dulcis Raptat amor” (Αλλά η απόλαυση έρχεται και με βρίσκει πάνω από τις ερημικές κι απόκρημνες κορφές του Παρνασσού. Σημειωτέον, ο Παρνασσός είναι το βουνό των λογοτεχνών καθώς στην αρχαιότητα ήτανε το βασίλειο των μουσών και κάτω του ήταν η Κασταλία πηγή.). Η αρχαία κι η σύγχρονη εποχή συναντήθηκαν μαζί στο Καπιτώλιο στη στέψη του Πετράρχη κι άνοιξε νέα πεδία για το ανθρώπινο πνεύμα, αυτό που συνηθίζουμε να πλέον να λέμε Αναγεννησιακό στυλ.
      Με τη στέψη στη Ρώμη μπορεί να ειπωθεί ότι ένα νέο κεφάλαιο στη βιογραφία του έχει αρχίσει. Από κεί και πέρα ​​θεωρείται ρήτορας και ποιητής, διάσημος σ’ όλη την Ευρώπη, φιλοξενείται δε από πρίγκιπες και ορίζεται πρεσβευτής στις διάφορες βασιλικές αυλές. Κατά τους ανοιξιάτικους μήνες του 1341, ο φίλος του Azzo di Correggio κατάφερε ν’ απελευθερώσει τη Πάρμα από την υποταγή στους Scaligers κι έθεσε τα θεμέλια της δικής του τυραννίας σ’ αυτή τη πόλη. Κάλεσε τον Πετράρχη να τον παρακολουθήσει όταν έστησε τη θριαμβευτική του είσοδο στα τέλη Μάη κι από κείνη τη στιγμή και πέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα η Πάρμα κι η Βακούελ ήτανε τα 2 κεντρικά ορμητήρια του ποιητή. Αυτό στο Transalpine και το άλλο στο Cisalpine Parnassus. Τα γεγονότα των επόμενων 6 ετών της ζωής του, από τον Μάη του 1341 ως το Μάη του 1347, μπορεί να ανακεφαλαιωθούν σύντομα. Έχασε τον παλιό του φίλο τον επίσκοπο Lombez καθώς πέθανε και τον αδελφό του Gherardo από την είσοδο του τελευταίου σε καρθούσιο μοναστήρι. Διάφορα μικρά οφέλη του απονεμήθηκαν και γίνανε κι απορρίφθηκαν επανειλημμένες προσφορές για αξιοσημείωτες θέσεις από τη παπική γραμματεία, που θα τονε φέρνανε στις υψηλώτερες θέσεις.



      Τον Απρίλη του 1343 ο Γκεράρδο, ο αδελφός του, γίνεται καρθούσιος μοναχός. Αυτό αναγκάζει τον Petrarch να επανεξετάσει τη πίστη του και να γράψει το Secretum.  Έργο που αποτελείται από 3 φανταστικούς διάλογους μεταξύ του Petrarch και του St. Augustine, οι οποίοι μιλούν παρουσία της Lady Truth. Το Secretum είναι ένα “μυστικό” βιβλίο, προοριζόμενο για ιδιωτικό διαλογισμό. Ο Πετράρχης το κράτησε για όλη του τη ζωή σχεδόν κρυφό. Αντικατοπτρίζει την αίσθηση της εσωτερικής κρίσης και της κατάθλιψης, που επιλύεται από τη σοφή συμβουλή του Αυγουστίνου και την ανάμνηση των αναγνώσεών του, ιδιαίτερα του Βιργίλιου, του Οβίδιου και των Εξομολογήσεων του Αυγουστίνου.
      Ο Πετράρχης παρέμεινε αληθινός στο ένστικτο του δικού του λειτουργήματος και δεν είχε καμμά πρόθεση να θυσιάσει τις σπουδές του και τη δόξα του στην εκκλησιαστική φιλοδοξία. Το Γενάρη του 1343 πέθανε ο παλιός του φίλος και προστάτης Ρόμπερτ, βασιλιάς της Νάπολι κι ο Πετράρχης στάλθηκε σε πρεσβεία από τη παπική αυλή στο διάδοχό του Ιωάννη. Οι παρατηρήσεις που μας άφησε για τη ναπολιτάνικη κοινωνία αυτής της εποχής είναι ενδιαφέρουσες κι, εδώ ίσως, είχε συναντήσει το Giovanni Boccaccio για 1η φορά.  Η αρχή του 1345 χαρακτηρίστηκε από ένα γεγονός πιο ενδιαφέρον στο μάτι του μελετητή από οποιαδήποτε αλλαγή στις δυναστείες. Το 1345 λοιπόν ζει στη Βερόνα κι ανακαλύπτει μια συλλογή επιστολών του Cicero και τις συνέταξε πριν από περισσότερα από 1000 χρόνια. Ο Petrarch αρχίζει να ακολουθεί το παράδειγμά του και ξεκινά μια συλλογή από δικές του επιστολές που ονόμασε Familiares (Familiar Letters-Οικογενειακές Επιστολές). Οι επιστολές αυτές θα καταλήξουν να είναι μια συλλογή 350 που συγκεντρωθήκανε σε 24 βιβλία κι εκτείνονται από το 1325 ως το 1366.
      Ο Petrarch θα ολοκληρώσει τις Familiares χρόνια αργότερα και θα αρχίσει τις Seniles (γράμματα των ώριμων ετών). Η συλλογή αυτή θα περιείχε 128 επιστολές σε 18 βιβλία που γράφτηκαν μεταξύ 1361 και 1373. Ο Petrarch θα ξόδεψεν αρκετό χρόνο σε αυτές τις συλλογές, ξαναγράφοντας επιστολές και μερικές φορές συνθέτοντας νέες κι εν κινήσει. Θα έγραφε στους βασιλείς και τις βασίλισσες, θα έγραφε στους παπάδες και τους καρδινάλους. Θα γράψει και στα φαντάσματα του Κικέρωνα και του Ομήρου.
      Όταν στο Ιωβηλαίο του 1350 ξανατιμήθηκεν ο Πετράρχης, έκανε προσκύνημα στη Ρώμη περνώντας κι επιστρέφοντας στη Φλωρεντία, όπου καθιέρωσε μια σταθερή φιλία με το Βόκακιο. Έχει μελετηθεί καλά ότι, ενώ όλες οι άλλες φιλίες του είναι σκοτεινές κι αφανείς, αυτή μόνο ξεχωρίζει με σαφήνεια. Κάθενας από τους 2 φίλους είχε μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Ο καθένας έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην αναβίωση της μάθησης. Ο Μπόκατσιο έφερε το θαυμασμό του για τον Πετράρχη σε σημείο λατρείας. Ο Πετράρχης τον αντάμειψε με συμπάθεια, συμβουλές σε λογοτεχνικές σπουδές κι ηθική υποστήριξη που βοήθησε να ανυψώσει και να καθαρίσει την υπερβολική φύση του νεώτερου ποιητή. Ήταν ο Boccaccio που την άνοιξη του 1351 έφερε τον Petrarch, σε επαφή με την οικογένεια Carrara στη Πάντοβα και δέχτηκε μια πρόσκληση από τη Φλωρεντία να ασκήσει τη διδασκαλικήν ιδιότητα του πρόσφατα ιδρυθέντος πανεπιστημίου εκεί. Αυτό συνοδεύτηκε από έγγραφο αποκατάστασης των δικαιωμάτων του ως πολίτη κι αποκατάσταση της κληρονομιάς του. Όμως, όσο κολακευτική κι αν ήταν η προσφορά, την απέρριψε. Προτίμησε τη λογοτεχνική του αναψυχή στη Vaucluse, στη Πάρμα, στις πριγκηπικές αυλές, σε μια θέση που θα τον έφερνε σε επαφή με περισσότερο κι αξιόλογο κόσμο και θα τον μετέφερε στη θέση του υπηρέτη της τότε Κοινοπολιτείας.

      Συνεπώς, τον βρίσκουμε να ταξιδεύει ξανά το 1351 στη Vaucluse, αρνούμενο πάλι το γραφείο του παπικού γραμματέα, να σχεδιάζει ξανά τις οραματικές μεταρρυθμίσεις για το ρωμαϊκό λαό και να ξεκινά αυτό το περίεργο κομμάτι μιας αυτοβιογραφίας που είναι γνωστή ως η Επιστολή προς τη Ποίηση. Στις αρχές του 1353 έφυγε για τελευταία φορά στην Αβινιόν κι εισήλθε στη Λομβαρδία με το πέρασμα του Mont Genèvre, κάνοντας το δρόμο του αμέσως προς το Μιλάνο. Ο Αρχιεπίσκοπος Τζιοβάνι Βισνκόντι ήταν αυτή τη περίοδο ουσιαστικά δεσπότης του Μιλάνου. Αυτός τονε προσκάλεσε, καθώς ήταν από καιρό φίλος της οικογένειας Visconti, να εγκατασταθεί στην αυλή του, όπου εργάστηκε σαν πρεσβευτής και ρήτορας. Η πιο αξιομνημόνευτη από τις διπλωματικές αποστολές του ήτανε στη Βενετία το φθινόπωρο του 1353. Προς το τέλος της μακράς μάχης μεταξύ Γένοβα και Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου οι Γενουάτες ζήτησαν από τον Giovanni Visconti να μεσολαβήσει για λογαριασμό τους με τους Ενετούς. Στον Πετράρχη ανατέθηκε αυτή η αποστολή και στις 8 Νοέμβρη έδωσε μια σκηνοθετημένη αναφορά ενώπιον του Δόγη Andrea Dandolo και του μεγάλου συμβουλίου. Η ευγλωττία του δεν είχε καμμίαν επίδραση. αλλά ο ρήτορας δημιούργησε καλές σχέσεις με τη βενετική αριστοκρατία, που στη συνέχεια επεκτάθηκαν κι επιβεβαιώθηκαν. Εν τω μεταξύ, το Μιλάνο συνέχισε να είναι ο τόπος διαμονής του.
      Μετά το θάνατο του Τζιοβάνι, παρέμεινε στην αυλή του Bernabò και του Galeazzo Visconti, κλείνοντας τα μάτια του με τις σκληρότητες και τις ατασθαλίες τους, υπηρετώντας ως διπλωμάτης, κάνοντας ομιλίες γι’ αυτούς σε τελετουργικές εκδηλώσεις και συμμετέχοντας στην υπέροχη φιλοξενία που προσφέρουνε στους αυτοκράτορες και τους πρίγκηπες. Ήταν υπό την ιδιότητα αυτή ενός ανεξάρτητου εγγράμματου ανθρώπου, τοποθετημένος κι ευνοημένος σε μια από τις πλουσιότερες αυλές της Ευρώπης, που συνομιλεί με απευθείας επιστολές στον αυτοκράτορα Κάρολο IV στο επαναστατημένο κράτος της Ιταλίας και του ζητά να ξαναρχίσει τη παλιά Ghibelline πολιτική της αυτοκρατορικής παρεμβολής. Ο Κάρολος IV πέρασε τη Mantua το φθινόπωρο του 1354. Εκεί ο Πετράρχης γνωρίστηκε και, βρίσκοντας τον ανίκανο για οποιαδήποτε ευγενή επιχείρηση, αρνήθηκε να τον ακολουθήσει στη Ρώμη. Όταν ο Τσαρλς επέστρεψε στη Γερμανία, αφού ανέλαβε τα στέμματα της Ρώμης και του Μιλάνο, ο Petrarch έστειλε μια επιστολή έντονης επίπληξης και κατηγορούσε τον αυτοκράτορα πως ήτανε τόσον αμελής από τα καθήκοντα που του επέβαλε το υψηλό του αξίωμα. Αυτό δεν εμπόδισε τον Visconti να τον στείλει σε μια πρεσβεία στον Charles τον 1356. Ο Petrarch τον βρήκε στη Πράγα κι αφού διαμαρτυρήθηκε για την αιτία του ταξιδιού του, απέδωσε και τη τιμή και το δίπλωμα του count palatine.



     Η ζωή του στο Μιλάνο διακόπτεται και πάλι το 1360 από μια αποστολή στην οποία ο Γκαλεάζο Βισκόντι τον έστειλε στο βασιλιά Ιωάννη της Γαλλίας. Οι τύραννοι του Μιλάνο επιδιώκουνε βασιλικές συμμαχίες. Ο Gian Galeazzo Visconti είχε νυμφευτεί την Isabella της Γαλλίας. Η Violante Visconti, λίγα χρόνια μετά, παντρεύτηκε τον Άγγλο δούκα του Clarence. Σε κείνον ανατέθηκε τώρα να συγχαρεί τον Ιωάννη για την απελευθέρωσή του από την αιχμαλωσία στην Αγγλία. Μετά το καθήκον αυτό, επέστρεψε στο Μιλάνο, όπου το 1361 έλαβε πολύ άσχημα νέα για 2 θανάτους: του γιου του Τζιοβάνι και του παλιού φίλου του Σωκράτη. Και οι δύο είχανε πεθάνει από τη πανούκλα. Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του Petrarch, που ήταν σημαντικά για την προώθηση των ανθρωπιστικών σπουδών, μπορεί να συμπυκνωθούν σύντομα. Στις 11 Μαΐου 1362 εγκαταστάθηκε στην Πάντοβα, από τη γειτονιά του οποίου ποτέ δεν μετακόμισε ποτέ σε μεγάλη απόσταση. Τον ίδιο χρόνο τον είδε στη Βενετία κάνοντας δωρεά της βιβλιοθήκης του στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Εδώ ο φίλος του Boccaccio του έδωσε τον Έλληνα δάσκαλο Leontius Pilatus.
      Ο Πετράρχης, παρ’ όλο που διέθετε χειρόγραφα του Ομήρου και κάμποσα του Πλάτωνα, δεν κατάφερε να μάθει ποτέ την ελληνική γλώσσα, αν και προσπάθησε να αποκτήσει κάποια μικρή γνώση γι’ αυτή στα τελευταία του χρόνια. Ο Όμηρος, είπε, ήτανε βουβός σε αυτόν, ενώ μπορούσε να προσεγγίσει μόνο την Ιλιάδα στη καθαρά λατινική εκδοχή του Boccaccio. Σχετικά με αυτή τη περίοδο είδε τη κόρη του Francesca ευτυχώς παντρεμένη κι ανέλαβε την εκπαίδευση ενός νεαρού μελετητή από τη Ραβέννα, του οποίου η ξαφνική εξαφάνιση από την οικογένειά του, του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη. Αυτός ο νεαρός έχει εντοπιστεί, αλλά όχι με ατράνταχτα στοιχεία πως ήταν ο Giovanni Malpaghini της Ραβέννα, που προοριζόταν να αποτελέσει έναν σημαντικότατο σύνδεσμο μεταξύ του Πετράρχη και των Ουμανιστών της επόμενης γενιάς. Σταδιακά οι παλιοί φίλοι του πέθαιναν: ο Azzo di Correggio πέθανε το 1362, κι οι Λάμελο, Σιμωνίδης, Μπαρτάτο, το επόμενο έτος. Ο θάνατός του αναφέρθηκε το 1365. αλλά επέζησε άλλη μια 10ετία. Μεγάλο μέρος αυτού του τελευταίου σταδίου της ζωής του εκτυλίσσεται στη Πάντοβα σε μια διαμάχη με τους Αβερρόες, τους οποίους θεωρούσε επικίνδυνους ανταγωνιστές τόσο για τη θρησκεία όσο και για τη κουλτούρα τους.
      Μια περίεργη πραγματεία, που εξελίχθηκε εν μέρει από αυτή τη διαμάχη κι από προηγούμενη με τους γιατρούς, ήταν το βιβλίο που τυπώθηκε εν αγνοία του αλλά και πολλών άλλων. Επιτέλους, το 1369, κουρασμένος από τη φασαρία μιας πόλης τόσο μεγάλης όσο η Πάντοβα, αποσύρθηκε στο Arquà, ένα χωριό στους λόφους του Euganean, όπου συνέχισε το συνηθισμένο του λογοτεχνικό πρόγραμμα, απασχολώντας αρκετούς γραμματείς και μελετώντας αδιάκοπα. Μες απ’ αυτά τα χρόνια η φιλία του με τον Boccaccio διατηρήθηκε κι ενισχύθηκε. Στηριζόταν σε μια σταθερή βάση αμοιβαίας αγάπης και κοινών μελετών, με τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες των 2 μελετητών που τους εξασφάλιζαν ότι δεν θα υπήρχανε διαφωνίες κι αντιπαλότητες ή ζήλειες μεταξύ τους. Μια από τις τελευταίες συνθέσεις του Petrarch ήταν μια λατινική εκδοχή της ιστορίας του Boccaccio για τη Griselda.
      Το πρωί της 18ης Ιουλίου 1374, 2 μέρες πριν από τα 70ά γενέθλιά του, η οικογένεια της κόρης του Francesca που ζούσε κείνη την εποχή με τον παππού, θα τονε βρεί πάνω στη μελέτη του να πέφτει στο γραφείο του. Χαροπάλεψε κάμποσες ώρες. Πέθανε κάποια στιγμή τη νύχτα με ένα στυλό στο χέρι και τη Laura στη καρδιά. Ο λαός του που τονε λάτρεψε, έμαθε για τον αγαπημένο του ποιητή κι ακαδημαϊκό, πως ξεψύχησε ανάμεσα στα βιβλία του στη βιβλιοθήκη αυτού του μικρού σπιτιού που βλέπει σε λόφους και πεδιάδες και προς την Αδριατική. Ήταν ακριβώς 70 ετών. Θάφτηκε σεμνά στην ενοριακή εκκλησία. 6 έτη μετά, το λείψανό του μεταφέρθηκε σε μια σαρκοφάγο που χτίστηκε στην Άρκουα από τον γιο του.
      Τα έργα του επηρέασαν αμέτρητους άλλους κατά τη διάρκεια της ζωής του, άλλοι, όπως ο Boccaccio για να γράψει τα μεγάλα έργα του. Αιώνες αργότερα άλλοι, όπως ο Σαίξπηρ, θα μελετούσανε τα έργα του και θα αντιγράφουν τα σονέττα του. Ο Πετράρχης έζησε τις σκληρότερες περιόδους της πανώλης κι έχασε σχεδόν όλους όσους γνώριζε, σχεδόν ό,τι αγάπησε με δύναμη. Η μητέρα κι ο πατέρας του πέθανε στα 1α του χρόνια, αλλά ο γιος του, ο εγγονός του, πολλοί φίλοι και φυσικά η Laura, για την οποία τα συγγράμματά του θα ζήσουνε για πάντα, όλοι πέθαναν ως θύματα της νόσου. Τόσο σπουδαίοι ήταν τα κείμενά του, που τα επεξεργάστηκαν οι βασιλείς,, και θα μπορούσαμε να πούμε, πως έφτασε σε σημείο να κατατροπώσει την ίδια τη πανούκλα με τα γραπτά του στην Ευρώπη, κι οι άνθρωποι επιτέλους να πάρουν ένα στυλό κι ένα χαρτί και να καθίσουν να γράψουν ή ένα βιβλίο και να διαβάσουν. Έτσι τελείωσαν πλέον οι σκοτεινές εποχές και ξεκίνησε η έναρξη του Ουμανισμού και της Αναγέννησης.



     Όταν προσπαθούμε να εκτιμήσουμε τη θέση του Petrarch στην ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού, το 1ο πράγμα που μας χτυπά είναι ότι ήταν ακόμα λιγότερο επιφανής ως ιταλός ποιητής παρά ως ο ιδρυτής του ανθρωπισμού, ο εγκιβωτιστής της Αναγέννησης στην Ιταλία. Αυτό που πέτυχε για τον σύγχρονο κόσμο δεν ήταν απλώς να κληροδοτήσει τους Ιταλούς μιμητές με αριστουργήματα της λυρικής τέχνης που δεν είναι τόσο αξεπέραστα για τη τελειότητα της επεξεργασίας, αλλά και πολύ περισσότερο να ανοίξει για την Ευρώπη μια νέα σφαίρα πνευματικής δραστηριότητας. Βρισκόμενος στο κατώφλι του μεσαίωνα, διερεύνησε το βασίλειο του σύγχρονου πνεύματος και με τη δική του ανεξάντλητη παραγωγή στον τομέα της προόδου και της μελέτης, όρισε αυτό που ονομάζουμε αναβίωση της μάθησης. Φέρνοντας τους άντρες της δικής του γενιάς σε πολύ κοντινή επαφή με την αρχαιότητα, έδωσε μια αποφασιστική ώθηση σε αυτό το ευρωπαϊκό κίνημα που αποκατέστησε την ελευθερία, την αυτοσυνείδηση ​​και την ικανότητα προόδου προς την ανθρώπινη διάνοια. Ήταν ο 1ος άνθρωπος που συλλέγει βιβλιοθήκες ολάκερες, χειρόγραφα, σωρεύει νομίσματα κι υποστηρίζει τη συντήρηση χειρογράφων. Για αυτόν, οι συγγραφείς του ελληνικού και λατινικού κόσμου ήτανε πιο ζωντανοί άνθρωποι, σε σχέση με αυτούς με τους οποίους αντιστοιχούσανε τότε κι οι ρητορικές επιστολές που απευθύνθηκαν στους Cicero, Seneca και Varro αποδεικνύουν ότι ζούσε μαζί τους με όρους συμπαθητικής οικειότητας. Τόσο τα συμφέροντα που ελέγχονταν από αυτόν με αυτή την ιδιότητα του ανθρωπιστή ήτανε τόσο μεγάλα που το επίτευγμά του ως Ιταλός λυρικός φαίνεται συγκριτικά ασήμαντο.
      Το ιδεώδες του ανθρωπισμού του Petrarch ήταν ουσιαστικά ευγενές. Θεώρησε το ρήτορα και τον ποιητή ως δασκάλους, υποχρεωμένους να συμπληρώσουνε τον εαυτό τους με την εκπαίδευση και να παρουσιάσουνε στον κόσμο μια εικόνα τελειωμανούς προσωπικότητας σε πεζογραφία και στίχο μελετημένης ομορφιάς. Η αυτο-καλλιέργεια κι η αυτοεκτέλεση του φαινόταν να είναι οι υψηλώτεροι στόχοι του ανθρώπου. Όλα όσα συνέβαλαν στο σχηματισμό μιας ελεύθερης, παθιασμένης, φιλελεύθερης ατομικότητας τα θεωρούσε αξιέπαινα. Ό, τι καθυστερούσε την επίτευξη αυτού του στόχου ήτανε για περιφρόνηση στα μάτια του. Οι συγγραφείς της αρχαιότητας, οι Ιερές Γραφές κι οι πατέρες της Εκκλησίας εκτιμήθηκαν από αυτόν ως μια κοινή πηγή διανοητικής διαφώτισης. Εξαιρετικά θρησκευτικός κι ορθόδοξος στις πεποιθήσεις του, δεν προσπάθησε να αντικαταστήσει ένα παγανιστή με το χριστιανικό ιδεώδες. Αυτό έμεινε για τους μελετητές του 15ου και 16ου αι. στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, οι Λατίνοι ρήτορες, ιστορικοί και ποιητές τιμήθηκαν από αυτόν ως θεματοφύλακες παράδοσης μόνο δευτερευόντως, ως εκεί που έχουνε σημασία για τη μεγάλη αποκάλυψη. Γι’ αυτόν δεν υπήρχε σχίσμα μεταξύ Ρώμης και Γαλιλαίας ή ανάμεσα στη κλασσική ιδιοφυΐα και την ιερή έμπνευση.



      Αν και τελευταίος πήρε τη 1η θέση σε σχέση με την αιώνια ευημερία του ανθρώπου κι ήταν αυτό απαραίτητο για τη τελειοποίηση του πνεύματός του και του πολιτισμού των τρόπων του. Με αυτό το διπλό ιδανικό, ο Petrarch έδειξε περιφρόνηση στους Γάλλους και στους Ιταλούς Averroists για την άγνοια και τη φιλαυτία τους, κι άλλο τόσο για την υλιστική ασυδοσία τους. Αληθινός στην αντίληψή του για ανεξάρτητη πνευματική δραστηριότητα, απείχε από μια νομική σταδιοδρομία, αρνήθηκε σημαντική εκκλησιαστική θέση κι ικανοποίησε τον εαυτό του με ψεύτικα ευεργετήματα που δεν συνεπάγονταν καθόλου πνευματικά ή διοικητικά καθήκοντα, επειδή αποφασίστηκε να ακολουθήσει το μόνο σκοπό της ζωής του -τον Πολιτισμό. Ό,τι στη λογοτεχνία αποκάλυψε τις καρδιές των ανδρών ήταν απείρως πολύτιμο γι’ αυτόν, για το λόγο αυτό υποστήριξε σχεδόν με λατρεία τον Άγιο Αυγουστίνο. Ήταν στον Αυγουστίνο, όπως προς έναν φίλο ή έναν εξομολόγο, διότι έδωσε τα μυστικά της ψυχής του στο βιβλίο De contemptu mundi.
      Σε αυτή τη προσπάθεια να συνειδητοποιήσει τον αληθινό εαυτό του, ήταν εξαιρετικά πετυχημένος. Όπως έκανε με την αποκατάσταση στον κόσμο μιας υγιούς αντίληψης της εκμάθησης και με την ενθουσιασμό αυτής της γνήσιας αγάπης και περιέργειας που οδήγησε στην αναβίωση-ανανέωση, έκανε ακόμα περισσότερα, εντυπωσιάζοντας στην εποχή με τη δική του πλήρη κι εντυπωσιακή προσωπικότητα. Σε όλα τα πράγματα ήταν πρωτότυπος. Είτε τονε θεωρούμε ως ιερέα που δημοσίευσε ποίημα μετά από το ποίημα με επαίνους μιας αγαπημένης ερωμένης, είτε ως άνθρωπο εγγράμματο που συνομιλούσεν επί ίσοις όροις με βασιλιάδες και πρίγκηπες, είτε ως μοναχικό αφιερωμένο στην αγάπη της φύσης, είτε ως ερασιτέχνη διπλωμάτη σε κρατικές υποθέσεις με πομπώδη ευγλωττία σε ριψοκίνδυνες αποστολές, είτε ως απεσταλμένο σε υψηλά ιστάμενους ιερείς κι αυτοκράτορες ή και πάλι ως ταξιδιώτη που θέλει να αλλάξει σκηνικό, έτοιμος να αναρριχηθεί σε βουνά για να απολαύσει ευρείες προοπτικές πέρα ​​από την εξάπλωση των αξιών, σε όλες αυτές τις ποικίλες εκδηλώσεις της ιδιόρρυθμης ιδιοφυΐας του, εντοπίζουμε κάποιαν αντίθεση με τους τρόπους και τα συνήεια του 14ου αι., αλλά με κάτι από την εμφατική προσδοκία του 16ου.
      Τα ελαττώματα του χαρακτήρα του δεν ήτανε λιγώτερο εντυπωσιακά από τα προτερήματά του κι ήτανε πράγματι το αλληλοσυμπλήρωμα τους αντίστοιχο. Αυτή η ζωντανή αντίληψη της πνευματικής κι ηθικής αυτο-καλλιέργειας που καθορίζει το ιδανικό της πήρε μορφή στη πραγματική ζωή του εγωισμού του. Δεν ήταν ικανοποιημένος από το να ξέρει τον εαυτό του να είναι ο ηγέτης της εποχής. Ισχυριζόταν αυτοκρατορία, δεν υπέφερε κανένας αντίπαλος κοντά στο θρόνο του, δεν έφερε καμία αντίφαση, απαίτησε άνευ όρων υποταγή στη θέλησή του και τη κρίση του. Ο Πετράρχης αποτελούταν από αντιφάσεις. Χαιρετίζοντας τη μοναξιά, παίζοντας τον ερημίτη στο Vaucluse, αγαπούσε μόνο την απομόνωση σαν αντίθεση με τη κοινωνία των αυλών. Ενώ έγραψε διατριβές για τη ματαιότητα της φήμης και το βάρος της διασημότητας στήνει τα πανιά του για να πιάσει το αεράκι του δημοφιλούς χειροκροτήματος. Κανένας δεν έκρινε μια πιο αυστηρή ηθική, και λίγοι μεσαιωνικοί συγγραφείς απολαμβάνανε σφοδρή σάτιρα στο γυναικείο φύλο. αλλά πέρασε μερικά χρόνια στη κοινωνία μιας παλλακίδας και το ζωντανό αριστούργημα της τέχνης είναι η αποθέωση του πανίσχυρου πάθους για μια γυναίκα. Αυτές οι αντιφάσεις με αναποφάσιστο χαρακτήρα εμφανιστήκανε στις πολιτικές του θεωρίες και στη φιλοσοφία συμπεριφοράς του. Δεν αντιλαμβανόταν ότι όλα αυτά τα σχέδια ήταν ασυμβίβαστα. Οι σχέσεις του με τους ευγενείς της Lombard ήταν εξίσου αντίθετες με τον πατριωτισμό του κι ενώ εξακολουθεί να ‘ναι θαμώνας των Visconti και Correggi, συνέχισε να εκδίδει λίβελλους εναντίον των τυράννων που χωρίσανε την Ιταλία. Δεν θα ήτανε δύσκολο να πολλαπλασιάσουμε αυτές τις αντιθέσεις στο χαρακτήρα και τις απόψεις αυτού του μοναδικού ανθρώπου. Αλλά είναι περισσότερο για να παρατηρήσουμε ότι ήταν εναρμονισμένες σε μια προσωπικότητα ισχυρής και διαρκούς δύναμης.
      Στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε πως σ’ αυτή τη σύνθετη προσωπικότητα, το ιδανικό της παρέμεινε πάντα λογοτεχνικό. Ως φιλόσοφος, πολιτικός, ιστορικός, δοκιμιογράφος, ρήτορας, στόχευε στη σαφή κι αρμονική έκφραση -χωρίς να αγνοεί τη σπουδαιότητα του υλικού που ανέλαβε να θεραπεύσει, προσεγγίζοντας παράλληλα με το έργο του στο πνεύμα ενός καλλιτέχνη παρά ενός στοχαστή, σαν άνθρωπος της δράσης. Αυτό αντιπροσωπεύει τη πολυτίμητη πολυμορφία του και τη φαινομενική του έλλειψη κατανόησης για τις συνθήκες πραγματικότητας. Εξετάζοντας υπό αυτό το πρίσμα,.προσδοκούσε την Ιταλική Αναγέννηση στην αδυναμία της ότι η φιλοσοφική επιφανειακή τάση, αυτή η τάση για περίτεχνη ρητορική, αυτή η προτίμησή της με στυλιστικές λεπτομέρειες που δεν απαιτούν βαθειά πεποίθηση κι αυστηρή ειλικρίνεια, σφραγίζουν τα μικρά λογοτεχνικά της προϊόντα με το νόημα της μετριότητας. Αν ο Πετράρχης ήτανε παθιασμένος με κάποια πάγια αρχή στη πολιτική, την ηθική ή την επιστήμη, αντί γι’ αυτή τη δίψα της αυτο-δοξασίας και του ιδεώδους της καλλιτεχνικής κουλτούρας, δεν είναι εντελώς αδύνατο ο ιταλικός ανθρωπισμός να είχε εμφανιστεί νωρίτερα και με πιο εντυπωσιακό τρόπο. Αλλά αυτό δεν είναι ζήτημα που επιδέχεται συζήτηση. οι συνθήκες που κάνανε τον Petrarch αυτό που ήταν ήδη ισχυρό στην ιταλική κοινωνία. Εκείνος εξέφρασε το πνεύμα της εποχής που αλλά και της επόμενης που ξεκινούσε και μπορεί επίσης να προστεθεί ότι το δικό του ιδεώδες ήταν υψηλώτερο κι αυστηρώτερο από αυτό των επιφανών ουμανιστών που ακολούθησαν μετά απ’ αυτόν.
      Ως συγγραφέας ο Petrarch πρέπει να εξεταστεί υπό δύο οπτικές γωνίες: 1oν ως συγγραφέας και ποιητής λατινικού στίχου και πεζογραφίας και 2oν ως Ιταλός λυρικός. Στη 1η ξεπεράστηκε γρήγορα από πιο αξιόλογους συναδέλφους. Οι Εclogues, οι Επιστολές του και το έπος της Αφρικής, στο οποίο έθεσε τέτοια ζητήματα, επιδεικνύει μια συγκριτικά περιορισμένη κυριαρχία σε λατινικό μέτρο.  Οι πραγματείες, οι δηλώσεις του και τα γνωστά γράμματα, αν κι αξιοσημείωτα για ένα είδος πεζογραφίας που είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου, δεν διακρίνονται απ’ τη καθαρότητα του λόγου. Θαύμαζε τον Κικέρωνα κι είναι σαφές ότι δεν είχε απελευθερωθεί απ’ τη τρέχουσα μεσαιωνική λατινικότητα. Ο Σενέκας κι ο Αυγουστίνος είχανε χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ απ’ αυτόν ως μοντέλα σύνθεσης. Ταυτόχρονα, θα παραδεχτούμε ότι διέθετε πλούσιο λεξιλόγιο, καλό αυτί για το ρυθμό και την ικανότητα έκφρασης κάθε σκιάς σκέψης ή αίσθησης. Αυτό που του λείπει ήταν αυτή η διορατικότητα στα καλλίτερα κλασσικά αριστουργήματα, κείνη την έκφραση καλλίτερης κλασσικής παρακαταθήκης, που είναι προϊόν διαδοχικών γενεών συστηματικής εργασίας. Για να επιτευχθεί αυτό, οι Giovanni da Ravenna, Colluccio Salutato, Poggio και Filelfo έπρεπε να εργαστούνε σκληρά, πριν ένας Politian κι ένας Bembo προετοιμαστούνε τελικά για το Erasmus.
     Αν ο Πετράρχης είχε γεννηθεί στα τέλη του 15ου, αντί για τις αρχές του 14ου αι., δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ματθαίος του θα ήτανε τόσο καθαρός όσο κι ευέλικτος και θα ‘δειχνε όπως εκείνη την υφή του πνευματικού στυλίστα της σχολής του Ρότερνταμ. Όσον αφορά την ιταλική ποίηση του, κατέχει μια πολύ διαφορετική θέση. Οι Ρίμες του ειδικά στο Vita e Morte για τη Madonna Laura είναι και παραμένει αξεπέραστο, τόσο για τη τέλεια μετρική μορφή όσο για τη θαυμάσια γλώσσα -καθαρότητα κι άρθρωση. Είναι αλήθεια ότι ακόμα και στη canzoniere*, όπως οι Ιταλοί προτιμούν να ονομάζουν αυτή τη συλλογή στίχων, δεν στερείται ελαττώματα που ανήκουνε στην ηλικία του κι επιρροές που ‘χει δεχθεί με άσχημα αποτέλεσματα μέσω της εξουσίας του στη λογοτεχνία της Ευρώπης. Στράφηκε με τις ωδές και τα σονέττα του σ’ ένα περιορισμένο ακροατήριο που ήδη εκπαιδεύτηκε από την ιπποτική ερωτική ποίηση της Προβηγκίας κι από άλλες ιταλικές μιμήσεις αυτού του ύφους. Δεν ήταν η επιθυμία του να τελειώσει ένα έργο τέχνης που να ‘ναι απηλλαγμένο από τις μοντέρνες χάρες κι από τα σύγχρονα έθιμα. Υπάρχει λοιπόν ένα συγκεκριμένο στοιχείο τεχνητότητας στη ποιητική του κι αυτό, δεδομένου ότι είναι ευκολώτερο να αντιγράφει κανείς τα ελαττώματα από τις εξουσίες, έχει διαιωνιστεί με μια φθαρμένη μονοτονία από στιχουργούς που τον επιλέξανε για το μοντέλο τους. Όμως, έχοντας λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες, η κατάχρηση της οποίας έφερε το όνομά του σε περιφρόνηση, μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη Shelley ότι οι στίχοι του Canzoniere είναι σα ξόρκια που ανοίγουνε διάπλατα τις εντυπωσιακούς μαγεμένους κρουνούς της απόλαυσης με μιας, που είναι η θλίψη από έρωτα.
_________________________
 * canzoniere: επίσης γνωστά ως Rime Sparse, αλλά αρχικά με τίτλο Rerum vulgarium fragmenta (Σκόρπια κοινά κομμάτια στίχων, συντεθημένα με άρτια γλώσσα), είναι συλλογή ποιημάτων από τον Ιταλό ανθρωπιστή, ποιητή και συγγραφέα Petrarch. Αν κι η γλώσσα στη ποίηση τότε ήτανε κυρίως λατινικά (που κι ο ίδιος προτιμούσε, γιατί πίστευε πως η ιταλική ήτανε λιγώτερο κατάλληλη για τη ποιητική έκφραση), τούτα γραφτήκανε στην…εμπορικώτερη ιταλική. Από τα 366 ποιήματα, -πλειοψηφικά τα σονέττα, 317- η συλλογή περιλαμβάνει και μαδριγάλια, canzoni, (τραγούδια) sestine, και ballate (μπαλλάντες). Το κεντρικό θέμα της συλλογής αυτής είναι ο έρωτας του ποιητή για τη Λάουρα, μια γυναίκα που φέρεται να γνώρισε στις 6 Απρίλη 1327 στην εκκλησία Sainte Claire στην Αβινιόν -και τελικά της χάρισε ένα είδος αθανασίας.


    Ένα δείγμα πιο εμπλουτισμένου και με ζωγραφική καντσονιέρε

     Ο Πετράρχης χρησιμοποίησε ιδέες, τρόπους και στήσιμο, από τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου και την Αινειάδα του Βιργιλίου.
__________________

     Πολλά μπορεί να γράφονται για την ιδιότυπη θέση που κατέχει ο Petrarch ανάμεσα στους μεταφυσικούς λυρικούς της Τοσκάνης και τους πιο ρεαλιστικούς αμοραλιστές των επόμενων γενεών. Αληθινή κι από την άποψη αυτή για τη προσδοκία του για την επόμενη γενιά, πως ήταν ο 1ος Ιταλός ποιητής του έρωτα που κατάφερε να απελευθερωθεί από την αλληγορία και τον μυστικισμό. Όμως απέχει πολύ από τη προσέγγιση της ανάλυσης του συναισθήματος με την αμεσότητα ενός Heine ή De Musset. Αν και πιστεύουμε στη πραγματικότητα της Laura, δεν έχουμε ξεκάθαρη αντίληψη ούτε του προσώπου της ούτε του χαρακτήρα της. Δεν είναι τόσο γυναίκα, όσο γυναίκα αφηρημένη κι ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα ποιήματα που γραφτήκανε γι ‘αυτήν από τον εραστή της έχουνε μπει στη καρδιά αμέτρητων εραστών που ακολούθησαν μετά απ’ αυτόν. Η μέθοδος της τέχνης του είναι τόσο γενικευμένη, ενώ το συναίσθημα του είναι τόσο φυσικό, έτσι κάθε άνθρωπος μπορεί να δει τον εαυτό του να αντικατοπτρίζεται στον τραγουδιστή και την ερωμένη του που βρίσκεται στη σκιά της Laura.
     Η ίδια κριτική μπορεί να αποδοθεί στις περιγραφές της φύσης του Petrarch. Ό,τι αισθάνθηκε έντονα στις ομορφιές της φύσης, το αγγίζει συχνά με προφανή εκτίμηση και λατρεία. Ωστόσο, δεν έχει γράψει τίποτα τόσο χαρακτηριστικό για το Vaucluse ως μη εφαρμόσιμο σε οποιαδήποτε μοναξιά όπου υπάρχουνε δάση και νερό. Το Canzoniere είναι επομένως ένα πολύ μελωδικό μέρος ζυμωμένο από τη ψυχή του ποιητή, με την αόριστη μορφή μιας όμορφης γυναίκας καθισμένης σ’ ένα υπέροχο τοπίο, ένα διαρκή αντικείμενο ευχάριστης σκέψης. Αυτή η απεμπλοκή από τη τοπική περίσταση χωρίς τη θυσία της συναισθηματικής ειλικρίνειας είναι μια αξία στον Petrarch, αλλά έγινε σφάλμα στους μιμητές του. Χωρίς την ένταση του πάθους και την αξιοθαύμαστη ικανότητά τους να καταλάβουνε τις πιο εκλεπτυσμένες αποχρώσεις της διαφοράς στο αίσθημα, εκφυλιστήκανε σ’ άχρωμες κι άψυχες στιχοπλοκίες που καταντήσανε βαρετές κι απαράδεκτες από την απλή επανάληψη των τρόπων και των τεχνασμάτων του χαρισματικού, λυπημένου. αυτού ποιητή.
      Ο Petrarch δεν διακρίθηκε μόνο από την ερωτική ποίηση στην ιταλική γλώσσα. Τα λοτάρια του στον Giacomo Colonna, στο Cola di Rienzi και στους πρίγκιπες της Ιταλίας τονε δείχνουνε μ’ έν άλλο φως. Παρουοιάζουνε τη ρητορική με θάρρος, την ευγλωττία του πρεσβευτή με τη πιο τέλεια λάμψη, την οποία ο Πετράρχης κατείχε και μάλιστα με πάθος. Η σύγχρονη λογοτεχνία δεν έχει τίποτα πιο ευγενικό, τίποτα πιο αρμονικό στο εθιμοτυπικό ύφος απ’ αυτές τις 3 πατριωτικές συλλήψεις λόγου του. Το ίδιο το πνεύμα τους είναι η εποχή της Ευρώπης. Μέχρι αυτό το σημείο η Ιταλία είχε μόλις αρχίσει να υπάρχει. Υπήρχαν οι Φλωρεντινοί κι οι Λομβαρδοί, οι Γκουέλ κι οι Γκίχελλες. αλλά ακόμα κι ο Ντάντε είχε ελάχιστα αντιληφθεί την Ιταλία ως έθνος, ανεξάρτητο από την αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένων των πολλών κοινοτήτων, κρατών-πόλεών της. Για την υψηλή αντίληψη της ιταλικής ιθαγένειας, για τη πίστη στη πνευματική ενότητα που υποκρύπτει τις πολυάριθμες διαφωνίες και τις διαιρέσεις της, ο Πετράρχης επέτυχε εν μέρει μέσω της απεμπλοκής του από την αστική και τοπική κομματική κι εν μέρει μέσω του μεγάλου και φιλελεύθερου ιδεώδους του πολιτισμού που τονε διακατείχε.
     Τα υλικά για τη ζωή του Πετράρχη προσφέρονται, σε αφθονία από τις επιστολές του, που συλλέγονται και προετοιμάζονται για δημοσίευση. Χωρίζονται σε γνωστή αλληλογραφία, αλληλογραφία σε μεγάλην ηλικία, γράμματα αδέσποτα και γράμματα χωρίς τίτλο. στα οποία μπορεί να προστεθεί το περίεργο αυτοβιογραφικό κομμάτι με τίτλο: Επιστολή Προς Τη Ποίηση. Στη συνέχεια, σε σημαντικό βαθμό, οι επιστολές κι οι Εclogues στο λατινικό στίχο, τα ιταλικά ποιήματα κι οι ρητορικές παρωτρύνσεις σε κληρικούς κι αυτοκράτορες, το Cola di Rienzi κι ορισμένους σπουδαίους άνδρες της αρχαιότητας. Για τη κατανόηση του χαρακτήρα του, η Treatise De contemptu mundi, που απευθύνεται στον Άγιο Αυγουστίνο και σχεδίασε το Μυστικό του, είναι ανεκτίμητη. Αντί να επιχειρήσετε ένα πλήρη κατάλογο των έργων του, ίσως είναι καλό να καταδείξετε την έκταση της σπουδαιότητάς του και τη δραστηριότητα του ως συγγραφέα από μια σύντομη απαρίθμηση των πιο σημαντικών. Στο τμήμα που ανήκει στην ηθική φιλοσοφία, βρίσκουμε το De remediis utriusque fortunae, μια πραγματεία για την ανθρώπινη ευτυχία και δυστυχία, De vita solitaria, ένα πανηγύρι μοναξιάς, De otio religiosorum, ένα παρόμοιο δοκίμιο για τη μοναστική ζωή, εμπνευσμένο από μιαν επίσκεψη στον αδελφό του Gherardo στο μοναστήρι του κοντά στη Μασσαλία.
     Στα ιστορικά θέματα το σημαντικώτερο είναι το Rerum memorandarum libri, μια συλλογή από το συνηθισμένο βιβλίο ενός μαθητή, και το De viris illustribus, μια επιτομή καταγραφής των ρωμαϊκών αξιών. Τα 3 πολεμικά έργα απαιτούνε μιαν απλήν αναφορά: cujusdam anonymi Galli calumnias apologiaContra medicum quendam invectivarum libri και De sui ipsius et multorum ignorantia – αμφιλεγόμενες και σαρκαστικές συνθέσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν από τις διαμάχες του Petrarch με τους γιατρούς της Αβινιόν και των Averroists της Πάντοβα. Σε αυτό το πλαίσιο, ίσως είναι καλό να αναφέρουμε και τις αξιοσημείωτες σάτιρες στη παπική αυλή, που περιλαμβάνονται στο sine titulo των Epistolae. Έχουνε διασωθεί 5 δημόσιες δηλώσεις, οι πιο σημαντικές από τις οποίες, στην επεξήγηση της αντίληψης της λογοτεχνίας του Petrarch, είναι η ομιλία που δόθηκε στο Καπιτώλιο με την ευκαιρία της στέψης του. Μεταξύ των λατινικών του ποιημάτων, η Αφρική, ένα επικό επί του Scipio Africanus, παίρνει τη 1η θέση. 12 Eclogues και τα 3 βιβλία Επιστολών σε στίχο κλείνουνε τον κατάλογο.
     Στην ιταλική γλώσσα έχουμε το Canzoniere, το οποίο περιλαμβάνει ωδές και σονέττα που γραφτήκανε για τη Laura κατά τη διάρκεια της ζωής της, εκείνες που γράφτηκαν μετά από το θάνατό της, καθώς κι ένα άλλο τμήμα που περιείχε τις 3 πατριωτικές ωδές και 3 διάσημα ποιητικά invectives εναντίον της παπικής αυλής. Εκτός από αυτές τις λυρικές συνθέσεις είναι κι οι ημι-επικοί ή αλληγορικοί Θρίαμβοι, του έρωτα, της αγνότητας, του θανάτου, της φήμης, του χρόνου και της θεότητας, γραμμένο σε terza rima με ομαλή και καθαρή ποιότητα γλώσσας. Αν κι αυτοί οι Triumphs, ως σύνολο, είναι ανεπαρκή στη ποιητική έμπνευση, το 2ο canto του Trionfo della morte, στο οποίο περιγράφει ένα όραμα της νεκρής του αγάπης Laura, είναι δίκαια διάσημο για το δέσμιο πάθος και την ψυχρότητα που μοιράζεται με μια γαλήνια αρμονία.



     Βάσει των έργων του Πετράρχη και, σε μικρότερο βαθμό, του Δάντη και του Βοκκάκιου, ο Πιέτρο Μπέμπο τον 16ο αιώνα δημιούργησε το μοντέλο για τη σύγχρονη ιταλική γλώσσα. Ο Πετράρχης έγινε γνωστός για την ανάπτυξη των σονέτων του σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε παρέμειναν αξεπέραστα μέχρι σήμερα κι η χρήση τους επεκτάθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες: κατά την Αναγέννηση, αποτέλεσαν αντικείμενο θαυμασμού, αλλά και μίμησης σε όλη την Ευρώπη. Το έργο του Canzoniere με 366 ερωτικά ποιήματα, αφιερωμένα στη Λάουρα, επηρέασε όλη τη μετέπειτα λυρική ποίηση, δημιουργώντας το γνωστό ρεύμα του πετραρχισμού.

                                                    Περιληπτικά

   “Είχα φτάσει σ’ αυτό το σημείο και σκεφτόμουνα τι να πω έπειτα κι όπως το συνηθίζω πήρα χαρτί μηχανικά και τη πέννα μου. Και σκέφτηκα πώς ανάμεσα σε βουτιά της πέννας ως την επόμενη, ο χρόνος αδιάκοπα κι αμείλικτα κυλά κι εγώ βιάζομαι, σπρώχνω τον εαυτό μου κι επιταχύνω τη πορεία μου προς το θάνατο. Πάντα πεθαίνουμε. Εγώ ενώ γράφω, εσείς, ενώ διαβάζετε κι άλλοι ενώ ακούνε ή κλείνουνε τ’ αυτιά τους: όλοι πεθαίνουμε στο τέλος“.

      Ο Φραντσέσκο Πετράρκα (Francesco Petrarca, Φραγκίσκος Πετράρχης, Αρέτσο, 20 Ιουλίου 1304 – Άρκουα, 18 Ιουλίου 1374), ήταν Ιταλός λόγιος, ρήτορα; ποιητής κι ένας από τους 1ους ανθρωπιστές της Αναγέννησης. Ο πατέρας του, με τη φιλοδοξία να τον αντικαταστήσει κάποτε στο επάγγελμά του, τον έστειλε σε ηλικία 15 ετών να σπουδάσει νομική στο Μονπελιέ. Όπως ο Οβίδιος και πολλοί άλλοι ποιητές, έτσι κι αυτός δεν ήτανε λάτρης της νομικής, αλλά ήταν αποφασισμένος να γίνει λόγιος κι άνθρωπος των γραμμάτων πιότερο, παρά δικηγόρος. Το 1323, μετακόμισε στη Μπολόνια, έδρα της νομικής μόρφωσης κι έμεινε μαζί με τον αδερφό του, Γκεράρντο, μέχρι και το 1326, ως το θάνατο του πατέρα του, οπότε κι επέστρεψε στην Αβινιόν. Η πατρική περιουσία δεν ήτανε ποτέ ιδιαίτερα μεγάλη για τους 2 κληρονόμους: το πιο πολύτιμο απομεινάρι της κληρονομιάς ήταν ένα αυθεντικό χειρόγραφο του Κικέρωνα. Μόνη επιλογή του ‘μενε να ενδυθεί το σχήμα του κλήρου με την άφιξή του στη Προβηγκία.
      Στις 6 Απρίλη 1327, συνέβη το πιο γνωστό περιστατικό στην ιστορία του Πετράρχη: είδε τη Λάουρα για 1η φορά στην εκκλησία της Αβινιόν. Η πραγματική ταυτότητα της γυναίκας αυτής παραμένει άγνωστη, καθώς οι πηγές που αναφέρονται στη ταυτότητα και την οικογενειακή της κατάσταση βασίζονται κυρίως στη παράδοση και σε ατεκμηρίωτα στοιχεία. Αν γίνει δεκτό ότι δεν αποτέλεσε αποκύημα της φαντασίας του, τα ποιήματά του υποδεικνύουνε παντρεμένη γυναίκα, που μοιραζότανε σεβαστή, αλλά όχι ιδιαίτερα στενή φιλία.
      Τόπος κατοικίας του παρέμεινε η Αβινιόν μέχρι το 1333, οπότε κι έκανε το 1ο του μεγάλο ταξίδι, που επισκέφτηκε το Παρίσι, τη Γάνδη, τη Λιέγη και τη Κολωνία, γνωρίζοντας λόγιους άνδρες κι αντιγράφοντας χειρόγραφα κλασσικών συγγραφέων. Με την επιστροφή του στην Αβινιόν, ασχολήθηκε με τις δημόσιες υποθέσεις και, μεταξύ άλλων, απηύθυνε δυο ποιητικές επιστολές στον Πάπα Βενέδικτο ΙΒ΄. Η ρητορική του δεινότητα κέρδισε τους τυράννους της Βερόνα κι έτσι απέκτησε τη φιλία του πρεσβευτή τους, Άτσο ντι Κορέτζιο. Λίγο καιρό αργότερα, πραγματοποίησε το 1ο του ταξίδι στη Ρώμη, όπου του έκαναν τεράστια εντύπωση τα ερείπια της πόλης. Γύρω στο 1337 αποφάσισε να αφιερωθεί στη μοναχική μελέτη, κάτι που τον ξεχώριζε σε μεγάλο βαθμό από τους υπόλοιπους λογίους του Μεσαίωνα. Απέκτησε ένα γιο, τον Τζοβάνι, το 1337 και μια κόρη, την Φραντσέσκα, το 1343 (η μητέρα παραμένει άγνωστη και για τα 2 παιδιά).
      Εν τω μεταξύ, η φήμη του ως ποιητής της λατινικής κι άλλων γλωσσών σταδιακά όλο κι αυξανόταν, ειδικά μετά την έκδοση του έπους του Africa, με αποτέλεσμα να διακηρύσσεται πως κανείς δεν άξιζε περισσότερο το δάφνινο στεφάνι από τον Πετράρχη. Ο ίδιος επιθυμούσε τη δόξα κι εξάντλησε την επιρροή του, προκειμένου να λάβει τη τιμή δημόσιας στέψης. Πράγματι, την 1η Σεπτέμβρη 1340, έλαβε 2 προσκλήσεις: από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων και το βασιλιά Ροβέρτο της Νάπολι. Αποδεχόμενος τη τελευταία, ταξίδεψε στη Νάπολι Φλεβάρη του 1341 και μετά από συζητήσεις σχετικά με τη τέχνη του ποιητή, στάλθηκε μ’ εξαίσιες συστάσεις στη Ρώμη. Εκεί, τον Απρίλη, έλαβε το στέμμα του ποιητή στο Καπιτώλιο από το Ρωμαίο γερουσιαστή κι υπό τις επευφημίες του κόσμου και των πατρικίων. Ο ρητορικός λόγος που εκφώνησε βασιζόταν στα λόγια του Βιργιλίου.
      Μετά τη στέψη του στη Ρώμη, άνοιξε νέο κεφάλαιο στη ζωή του, καθώς θεωρούνταν ρήτορας και ποιητής ευρωπαϊκής κλίμακας κι υπήρξε προσκεκλημένος πριγκίπων και ευγενών στις βασιλικές αυλές. Στα επόμενα χρόνια, ο αδελφός του, Γκεράρντο, μπήκε σε μοναστήρι, ενώ ο ίδιος απέρριψε επανειλημμένες προσφορές μιας γραμματειακής θέσης δίπλα στον Πάπα, ένα από τα υψηλότερα αξιώματα, καθώς δεν ήθελε να αμελήσει τις σπουδές του και τη δόξα που του προσέφεραν για εκκλησιαστικές φιλοδοξίες. Γενάρη του 1343 πέθανε ο Ροβέρτος της Νάπολι και στάλθηκε ως μέρος της παπικής πρεσβείας στον διάδοχό του, Ιωάννη. Από το ταξίδι του στη Νάπολι άφησε ενδιαφέρουσες πηγές, κι ίσως είναι εδώ που συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Βοκκάκιο.
      Το 1347 έχτισε τη κατοικία του στη Πάρμα, όπου ήλπιζε να ασχοληθεί με ηρεμία με τη ποίηση και τη πολιτική, καθότι ιδεαλιστής. Ωστόσο, τα επόμενα 2 χρόνια φέρανε δυστυχίες: η Λάουρα πέθανε από την πανώλη στις 6 Απρίλη 1348, όπως και πολλοί άλλοι στενοί φίλοι του. Το γεγονός αυτό τον άλλαξε εσωτερικά: άρχισε να σκέφτεται την εγκατάλειψη των εγκοσμίων και κατάστρωσε ένα σχέδιο για την ίδρυση ενός είδους ουμανιστικού μοναστηριού, όπου θα αφιερωνότανε σε περισσότερες σπουδές και θα βρισκότανε σε κοντινή επαφή με το Θεό. Αν και κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε, η επιρροή του γεγονότος αυτού παρατηρείται στα γραπτά του, τα οποία πλέον έχουν πιο θλιμμένο και θρησκευτικό τόνο. Αν και στηλίτευε τη πολιτική των διαφόρων δυναστών ιταλικών πόλεων, υποστηρίζοντας τη ρωμαϊκή δημοκρατία, αποδεχόταν τη φιλοξενία τους: από τη πλευρά τους, εκείνοι δείχνανε να κατανοούνε την ιδιοσυγκρασία του κι αναγνωρίζανε τις πολιτικές του θεωρίες ως μη πρακτικά εφαρμόσιμες. Εξάλλου, από κείνη τη περίοδο ξεκίνησε κι η τάση των Ιταλών πριγκήπων κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης να τιμάνε και να προστατεύουνε τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
      Το ιωβηλαίο του 1350, ο Πετράρχης μετέβη για προσκύνημα στη Ρώμη, περνώντας κι από τη Φλωρεντία, όπου απέκτησε στενή φιλία με το Βοκάκιο: ο τελευταίος το θαύμαζε μέχρι λατρείας, ενώ ο Πετράρχης τον αντάμοιβε με συμπάθεια, συμβουλές στις γραμματειακές σπουδές κι ηθική υποστήριξη. Το 1351, ο Βοκάκιος μετέφερε στον Πετράρχη, που έμενε στη Πάδοβα, τη πρόσκληση του άρχοντα της Φλωρεντίας να γίνει πρύτανης του νεοσυσταθέντος πανεπιστημίου, την οποία, ωστόσο αρνήθηκε. Το 1353, έφυγε από την Αβινιόν για τελευταία φορά και μετέβη στη Λομβαρδία, κατευθυνόμενος στο Μιλάνο, όπου μπήκε στην αυλή του αρχιεπισκόπου Τζοβάνι Βισκόντι, μετά το θάνατο του οποίου παρέμεινε στη βασιλική αυλή της οικογένειας ως διπλωμάτης, ρήτορας και συντάκτης των δημόσιων λόγων τους.
      Ο γιος του, Τζοβάνι, είχεν ήδη πεθάνει από τη πανώλη κι η κόρη του, Φραντσέσκα, είχεν ήδη παντρευτεί, όταν το 1362 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Πάδοβα, αν και την ίδια χρονιά έκανε κι ένα ταξίδι στη Βενετία. Εκεί, ο Βοκάκιος τον γνώρισε στον Έλληνα Λεόντιο Πιλάτο: ο Πετράρχης δεν κατείχε την ελληνική γλώσσα, αν και προσπάθησε να μάθει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κατείχε ένα χειρόγραφο από τον Όμηρο κι έν απόσπασμα του Πλάτωνα, ενώ είχε διαβάσει την Ιλιάδα από τη μετάφραση του Βοκάκιου στη λαϊκή λατινική. Οι παλαιοί του φίλοι πέθαναν σταδιακά. Ημερομηνία θανάτου του φερότανε το έτος 1365, όμως έζησε άλλη μια 10ετία περίπου. Το 1369, αποτραβήχτηκε στην Άρκουα, ένα μικρό χωριό, όπου συνέχισε τις μελέτες του. Όλα αυτά τα χρόνια, διατηρούσε κι ενδυνάμωνε τη φιλία του με το Βοκκάκιο. Στις 18 Ιουλίου 1374, βρέθηκε νεκρός ανάμεσα στα βιβλία κι έγγραφα της βιβλιοθήκης της κατοικίας του.
      Πολλοί άνθρωποι έρχονται και ρωτάνε ψάχνοντας για μιαν απλή απάντηση στην ερώτηση “Ποιος ήτανε τελικά ο Francesco Petrarch“;. Αν θέλετε μιαν απλή απάντηση, είναι: “Ήταν ένας άνθρωπος“. Άλλοι αναζητούν μιαν απάντηση στην ερώτηση: “Τί έκανε ο Petrarch“;. Η απλή απάντηση είναι: “Έγραψε μιαν επιστολή“.

   “Είναι πιθανό κάποιος στίχος ή φράση ή μια λέξη μου, μπορεί να φτάσει ως εσάς, αν κι αμφιβάλλω, καθώς ένα τόσο ασήμαντο και σκοτεινό άτομο, ελάχιστα γίνεται γνωστό σε όποιο χώρο ή χρόνο. Αν, παρ’ όλ’ αυτά, ακούσετε κι έχετε τελικά την επιθυμία να μάθετε για μένα, τί άνθρωπος ήμουνα, πώς εργαζόμουνα και ποιό το αποτέλεσμα της δουλειάς μου, ειδικά εκείνων που μπορούν εύκολα να γίνουνε γνωστές, κι αν χρειαστεί κάποιος να τους προσδώσει μια περιγραφή, τότε έστω κι οι απλοί τίτλοι των αρκούνε για να τονε βοηθήσουνε και να του δώσουνε να με καταλάβει καλλίτερα“. Πετράρχης

      Ο Πετράρχης θεωρείται ιδρυτής του ουμανισμού και της Αναγέννησης στην Ιταλία. Ήταν ο 1ος που δημιούργησε συλλογές βιβλίων σε βιβλιοθήκες, συγκέντρωνε νομίσματα και διατηρούσε χειρόγραφα, αντιγράφοντας ιδιοχείρως όσα δεν μπορούσε να αγοράσει, ενώ ταυτόχρονα είχε μισθωμένους αντιγραφείς και προέτρεπε τους συγχρόνους του στη συλλογή αρχαίων εγγράφων και στη μελέτη της κλασσικής ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Οι κλασσικοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς γι’ αυτόν ήταν ακόμα ζωντανοί, εξ ου και κρύβουνε σεβασμό και συμπάθεια οι ρητορικές του επιστολές προς τον Κικέρωνα, τον Σενέκα ή τον Βάρρωνα.

                                      Παράρτημα: Λάουρα

      Η Λάουρα ήταν η αγάπη της ζωής του Πετράρχη. Για κείνη τελειοποίησε τα σονέττα του κι έγραψε το Canzoniere. Ποια ήταν η Laura κι αν ακόμα υπήρχε πραγματικά είναι ένα μυστήριο. Συχνά πιστεύεται ότι το όνομα “Laura” ήταν ένα έργο για το όνομα “Δάφνη” που με τα φύλλα της τιμήθηκε ο Πετράρχης με την ιδιότητα του ποιητή. Ωστόσο, υπάρχουνε πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι η Laura πραγματικά υπήρχε κι ότι λεγότανε Λάουρα Ντε Νόβες (Laure de Noves). Γεννημένη 6 έτη μετά τον Petrarch το 1310 στην Αβινιόν, ήτανε κόρη του Audibert de Noves (Ιππότη) και σύζυγος του Hugues II de Sade (κι ίσως και πρόγονη του διαβόητου Marquis de Sade). Παντρεύτηκε στα 15 (16 Γενάρη 1325) κι ο Πετράρχης την είδε 1η φορά 2 έτη μετά, στις 6 Απρίλη (Μεγάλη Παρασκευή) το 1327 στην εκκλησία του Sainte-Claire d’ Avignon και την ερωτεύτηκε αμέσως. Θα τονε στοίχειωνε για όλη την υπόλοιπη ζωή του, η θωριά κι η ομορφιά της. Ήταν ήδη νυμφευμένος κι αυτός κι έτσι δεν θέλησε να καταστρέψει τα πάντα και για χατίρι όλων τους έκανε πίσω κι αρκέστηκε σε ζεστή και πιστή φιλία, -κι εμείς ωφεληθήκαμε τα μάλα, καθώς μας προσέφερε απλόχερα την ερωτευμένη ποίησή του.
      Η Λάουρα πέθανε στα 38 της το 1348, στις 6 Απρίλη, τη Μεγάλη Παρασκευή, ακριβώς 21 χρόνια και σχεδόν την ίδια ώρα που την πρωτοείδε ο Petrarch (όπως σημειώνει ο ίδιος στο αντίγραφο του έργου του Virgil). Δεν υπάρχει κανένα αρχείο για την αιτία του θανάτου της, αλλά οφειλόταν είτε στη πανούκλα είτε ενδεχομένως σε πνευμονική φυματίωση που προήλθε από τους 11 (!!!) τοκετούς που είχε κάνει. Όπως λέει κι ο ίδιος ο Πετράρχης: “Θ’ αφήσει πίσω της 11 παιδιά και σύζυγο που θα ξαναπαντρευτεί μέσα σ’ ένα χρόνο“.
      Αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της, ο Μαουρίτσε Σκέβε, ανθρωπιστής που επισκέφθηκε την Αβινιόν, είχε ανοίξει το τάφο της και τηνε βρήκε στο φέρετρο σε κιβώτιο μολύβδου -άρα πιθανότατα κάτι μολυσματικό με πρώτη επιλογή φυσικά τη πανούκλα. Μέσα ήτανε κι ένα μετάλλιο που παρίστανε γυναίκα που σκίζει τη καρδιά της με τα χέρια και κάτω απ’ αυτό, σονέττο από τον Petrarch, συνεπώς μάλλον παρευρέθηκε στη κηδεία ή εκτός κι αν το προσέθεσε κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο σα θαυμάσιο συνοδευτικό για τον άλλο κόσμο.
      Το ερώτημα αν η Laure de Noves ήταν η Laura του Petrarch, ή ακόμα κι αν υπήρχε Laura είναι ερώτηση που δεν μπορεί ποτέ ν’ απαντηθεί πια με βεβαιότητα και μόνον εξ εικασιών κι ενδείξεων. Αν κι έγραψε το Canzoniere, σειρά από ποιήματα κυρίως για τη Laura και την αγάπη του γι’ αυτήν, απουσιάζει ακόμη κι από τις επιστολές του, εκτός από μερικές πολύ σπάνιες περιπτώσεις όπου μιλά για προηγούμενη αγάπη που είχε κάποτε κι όταν απαντά σε κατηγορία ότι δεν είναι πραγματική ύπαρξη -αλλά μπορεί και να το κράτησε έτσι λόγω της πιθανής υπόσχεσής του, να μη προχωρήσει το όλο θέμα παραπέρα. (Familiares II, IX). Αν ήτανε πραγματική, είναι τυπικά άγνωστον αν μιλούσαν ποτέ ή αν γνώριζε ποτέ τα συναισθήματά της γι’ αυτήν.

   “Η Λόρα, που παρουσιαζεται από τις αρετές της και γιορτάζεται στο στίχο μου, μου εμφανίστηκε 1η φορά στα νιάτα μου το 1327, στις 6 Απρίλη, στην εκκλησία της Αγίας Κλάρας στην Αβινιόν, τη 1η ώρα της ημέρας και στην ίδια πόλη, τον ίδιο μήνα, την ίδια έκτη ημέρα την ίδια πρώτη ώρα της ημέρας το 1348, έφυγε από τη ζωή, ενώ βρισκόμουνα στη Βερόνα, χωρίς να γνωρίζω την απώλεια μου… Το αγνό κι υπέροχο σώμα της ήτανε το βράδυ της ίδιας ημέρας στην εκκλησία των Μινοριτών: η ψυχή της, όπως πιστεύω, επέστρεψε στον ουρανό, από όπου μας είχεν έρθει“.

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Εκτός των ποιημάτων του, έχει γράψει και τα εξής βιβλία:

De Viris Illustribus (1339)
Secretum Meum (1342-43)
De Vita Solitaria (1346)
De Otio Religioso (1347)
Familiares (1366)
De Remediis Utriusque Fortunae (1366)
De Sui Ipsius et Multorum Ignorantia (1371)
Senilium Rerum Libri (~1374)

=============================

                     Σονέττο 1
Εσείς π’ ακούτε σκόρπιους στίχους μου
απ’ της καρδιάς μου τους λυγμούς, τους ήχους μου
της πρώτης νιότης της αλήτικης πραγμένα,
σαν ήμουνα κάποιος άλλος από μένα,

συγχώριο νά ‘βρω και στον οίκτο σας ελπίζω,
για όλα όσα γράφω και δακρύζω,
μέσα σε μάταιες θλίψεις και φρούδες προσμονές,
αυτών που την αγάπη νιώθουν μες από δοκιμές.

Ωστόσο, το πώς έγινα το βλέπω καθαρά,
μια απ’ τους ανθρώπους, ξεχασμένη ιστορία,
έτσι να ντρέπομαι συχνά τον εαυτόν μου

κι είν’ η ντροπή καρπός των ματαιοδοξιών μου,
κι η επίγνωση -π’ αφήνει θλίψη και πικρία:
πως είναι σύντομο όνειρο, του κόσμου η χαρά.

(μτφρ.: Πάτροκλος)

                Ωδή

Νερὰ καθαροφλοίσβιστα,
Γλυκύτατα καὶ κρύα,
Ποῦ μέσα ἀναγαλλιάζετο
Ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφία·
Χλωρόκλαδα, ὅπου ἀκούμπησε
Τ’ ὡραῖο της τὸ πλευρὸ
(Μ’ ἀνοίγεται ἡ ἐνθυμούμενη
Καρδιὰ μὲ στεναγμό)·

Κ’ ἐσεῖς ποῦ ἀπὸ τὸ μόσχο σας,
Δροσὸχορτα, δροσάνθη,
Ὁ κόλπος τοῦ φορέματος
Ὁ ἀγγελικός εὐφράνθη·
Ἀέρα, ἱερέ, ποῦ μ’ ἔσφαξαν
Τὰ μάτια τὰ λαμπρά·
Ἀκούστε τὰ παράπονα
Ποῦ κάνω ὑστερινά.

Ἄν νὰ κλεισθοῦν οἱ μέραις μου
Δακρύζοντας μοῦ μέλλῃ
Ἀπὸ τὸ πάθος τὸ ἄπειρο,
Κι’ ὁ οὐρανὸς τὸ θέλῃ,
Μιὰ χὰρην ἡ βαρειόμοιρη
Ψυχή μου ἐπιθυμεῖ,
Νὰ λάβῃ ἐδῶ τὸν τάφο της,
Κι’ ὁλόγυμνη νὰ βγῇ.

Πικρός, πικρὸς ὁ θάνατος!
Ἁλλὰ δὲν εἶναι τόσο,
Ἄν τέτοια ἐπλίδα τῆς ψυχῆς
Ἐγὼ μπορῶ νὰ δώσω·
Γιατὶ ποῦ ναὔρη ἡ δύστυχη
Περσότερη ἡσυχιά,
Γιὰ νὰ γδυθῇ τὰ κόκκαλα,
Τὰ μέλη τ’ ἀχαμνά;

Ἴσως καιροὶ θὲ νἄλθουνε
Ποῦ δὲ θὰ μὲ μισήσῃ
Ἡ ὡραιότης ἡ ἄσπλαχνη·
Καὶ θὰ ξαναγυρίσῃ
‘Σ τὸν τόπο, ποῦ μ’ ἀπάντησε
Τὴ μὲρα τὴν ἱερά,
Καὶ θὰ μὲ ἰδοῦν τὰ μάτια της
Θὰ δείξῃ ἐπιθυμιά·

Ἀλλά, ‘ς ταῖς πέτραις βλέποντας
Τὸ ὑστερινό μου χῶμα,
Θ’ ἀνοίξῃ ἀναστενάζοντας
Ἔτσι γλυκὰ τὸ στόμα,
Ὁποῦ γιὰ κάθε ἁμάρτημα
Θὲ νὰ συγχωρεθῶ,-
Στενεύοντας μὲ δάκρυα
Ὡραῖα τὸν Οὐρανό.

Ἄνθια, θυμοῦμαι, ἐπέφτανε
Ἀπ’ τὰ κλωνάρια πλῆθος,
Συρμένα ἀπὸ τὸν Ἔρωτα
‘Σ τὸ μαλακὸ τὸ στῆθος·
Κ’ ἔστεκε μὲ ταπείνωση
Σὲ τὸσην δόξα αὐτὴ,
Ὁλόλαμπρη, ὁλοστόλιστη,
Ἁπ’ τὴν ἀνθοβολή.

Καὶ ποιὸ ἀπὸ τ’ ἄνθια ἡσύχαζε
Ἀπάνου ‘ς τὴν ποδιά της,
Ποιὸ ‘ς τὰ μαργαριτόπλεχτα
Λαμπρόξανθα μαλλιὰ της·
‘Σ τὴν ὄψη ποιὸ τοῦ ρεύματος
Τοῦ λιβαδιοῦ, καὶ ποιὸ
Λὲς κ’ ἔλεε ἀεροπλέοντας·
Ὁ Ἔρως εἶν’ ἐδῶ.

Πόσαις φοραῖς τὸ πνεῦμα μου
Ἀπὸ τρομάρα ἐπιάσθη,
Καὶ, τοὺτη, τοὺτη, ἐφώναξα,
‘Σ τὸν Οὐρανὸν ἐπλάσθη!
Γιατὶ ὅλα τὸτε μοῦ καναν
Τὰ φρένα ἐκστατικά,-
Τὸ σῶμα, τὸ γλυκόγελο,
Τὸ πρόσωπο, ἡ λαλιά·

Καὶ τὸσο αὐτὰ μοῦ κρύβανε
‘Σ τὰ μάτια τὴν ἀλήθεια,
Ποῦ λεα· Καὶ πότε ἀνέβηκα,
Ποιὸς μοῦ δωκε βοήθεια;-
Θαρρῶντας ὁπῶς ἔλαβα
Οἰκιὰ ‘ς τὸν Οὐρανό·
Κ’ ἐγὼ ἀπὸ τότε ἀνάπαψη
Δὲ βρίσκω παρὰ δῶ.

Καὶ σύ, καὶ σύ, τραγοῦδι μου,
Ἄν εἶχε ὁ νοῦς μου φθάσῃ
Νὰ σὲ στολίσῃ ὡς ἤθελα,
Τὼρ’ ἄφινες τὰ δάση.
Κ’ ἐπρόβανες τὰ λόγια σου
‘Σ τὸν κόσμο θαρρετά·
Ἀλλὰ μὴν πᾷς, κι’ ἀπόμεινε
Μ’ ἐμὲ ‘ς τὴν ἐρημιά.

…..
Εκείνη η φωτιά, ‘κεί που ‘λεγα πως ‘σβήστη,
στο χιόνι ή απ’ το χρόνο π’ όλα τα ξεκάνει,
ξανάναψε, και βάσανα μες στη ψυχή μου βάνει.
Δεν είχαν όλες της οι σπίθες, βλέπω, σβήσει·

φυλάγαν μερικές της πυρκαγιάς το μετερίζι,
και τρέμω μη το λάθος τώρα πιότερο κοστίσει.
Χιλιάδες χύνω δάκρυα, κι όλος μου ο νους δακρύζει·
τα μάτια μου και τη καρδιά ο πόνος πλημμυρίζει.

Και σπίθες έχω ακόμα κι ίσκα, κι η φωτιά με φτάνει
αγριότερη από πριν, και στάχτη θα με κάνει.
Μα τί φωτιά είναι τούτη -συλλογάμαι- που δε σβήνει
απ’ τα ποτάμια των ματιών μου που τα τρώει θλίψη;

Αργά πολύ το νιώθω, μα ο έρως πλέον κατατείνει
μες σε δυο βράχια αντικρυστά να με συνθλίψει:
με κυνηγά με δίχτυα από παντού -σε βάθη κι ύψη.
Κι αν πω ότι ξέφυγα και πλέον δε με πιάνει,
με της Μαδόννας την ωραία ειδή με συλλαμβάνει.

               Λάουρα

Έρωτα, δες τη νια που μας δοξάζει
κι είν’ όλη περηφάνεια και καμάρι,
κοίτα τι γλύκα που ‘χει και τι χάρη
κι είναι σα λάμψη που ο ουρανός σταλάζει.

Κοίταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει
το χρυσαφί και το μαργαριτάρι
και πώς σιγά μ’ ανάλαφρο ποδάρι
βαδίζει και πώς στρέφει και κοιτάζει.

Κάτω απ’ τα δέντρα τα πυκvογερμένα,
χορτάρια κι άνθη που τη γη στολίζουν
να τα πατήσει τη παρακαλούνε.

Φεγγοβολούν τα ουράνια μαγεμένα,
γιατί όπου τα ματάκια της θωρούνε,
τόση γαλήνη κι ομορφιά χαρίζουν.

(μτφρ. Μαρίνος Σιγούρος  – 1885-1961)

…..
Είδα αγγελική την αρετή στη γη
και παραδείσιο κάλλος σε γήινο πεδινό,
έτσι ως χαρά και θλίψη με τη θύμησην αυτή,
κι ό,τι θωρώ μοιάζ’ όνειρου σκιά, καπνό∙

κι είδα δύο λατρεμμένα μάτια που δακρύσαν,
που κάνανε χίλιες φορές τον ήλιο να ζηλέψει
και λέξεις μες στους αναστεναγμούς, ξακρίσαν
που κάναν όρη να σειστούν και ρέμα να στερέψει.

Έρωτας, Κρίση, Θλίψη και Αξία,
κάναν γλυκύτερη μια χορωδία, θρήνοι,
απ’ όποιαν άλλη έχει ακουστεί κάτω απ’ τη Σελήνη,

και ο παράδεισος αρμονικά προσηλωμένος,
κανένα φύλλο δεν κουνιέται στα κλαδιά,
γεμάτος γλύκα ήταν κι ο αγέρας, μαγεμένος.
…..
Είδα μια τόσο λατρευτή κι ολόχαρι γυνή
να περνά μες στ’ άνθη, στο γρασίδι, σκεφτική
κι αν τη σκεφτώ ξανά να καίγομαι, να τρέμω∙
περήφανη στον έρωτα, κι η ίδια ταπεινή∙

Φορούσε μιαν εσθήτα αιθέρια και λευκή
‘φασμένη με χρυσό θαρρείς και χιόνι∙
αλλά το φωτοστέμμα της στη κεφαλή,
ήταν κρυμμένο απ’ ομίχλη σκοτεινή.

Όμως δαγκώθηκε στο ποδι από φίδι, αλί!
κι έπεσε σαν το άνθος το κομμένο,
και φεύγει λες και το ‘χε ρυθμισμένο.

Τραγούδι κάλλιστα μπορείς να πεις:
Αυτό το όραμα μου λέει να μη μείνω.
Τίποτε δε διαρκεί πολύ, πέρα από το θρήνο“.
…..
Μάτια μου, ο ήλιος μας σκοτείνιασε,
ανέβη στη Παράδεισο και λάμπει εκεί∙
εκεί θα τηνε δω ξανά, εκεί με καρτερεί,
κι αργήσαμε πολύ κι ίσως γι’ αυτό θρηνεί.

Καμία μορφή δεν ήταν άξιά της
από τη μέρα που ο Αδάμ είδε την Εύα,
ανοίγοντας πρώτη φορά τα μάτια,

και τώρα είναι όλα πια κομμάτια∙
στα λέω τώρα κλαίγοντας αυτά,
κι εσύ με κλάμμα πρέπει να τα γράψεις.

      Το παρακάτω ποίημα αυτό ενέπνευσε μια από τις πιο όμορφες και λυρικές μινιατούρες για πιάνο. Ο λόγος για το σονέττο 104, ένα από τα 317 που έγραψε ο Πετράρχης για τη Λάουρα Ντε Νόβες, μια γυναίκα που γνώρισε το 1327 σε μια εκκλησία στη Προβηγκία. Η Λάουρα δε φαίνεται να συγκινήθηκε τόσο με τον Πετράρχη -όχι αρκετά για να εγκαταλείψει το σύζυγό της, έστω- αλλά αυτός παρ’ όλα αυτά την ερωτεύτηκε. Απόδειξη το ότι όλα τα ποιήματα που έγραψε ποτέ στη ζωή του, τα έγραψε για κείνη.

               Σονέττο 104

Δεν μπορώ να βρω γαλήνη, ούτε και να πολεμάω,
φοβάμαι, ελπίζω, καίγομαι μα μένω παγωμένος
πετώ πάνω στον ουρανό κι όμως στη γη πατάω
με άδεια χέρια, μ’ όλο τον κόσμο αγκαλιασμένος.

Είμαι σε μια φυλακή που ούτε ανοί’ ούτε κλείνει,
ούτε που με κρατεί, μα κι ούτε που μ’ αφήνει,
δεν με σκοτώνει η Αγάπη, μα ούτε με σκουντά
ούτε με θέλει ζωντανό κι ούτε με βοηθά.

Αόμματος τα πανθ’ ορώ και άγλωσσος φωνάζω
επιθυμώ τον θάνατο και βοήθεια ζητώ
μισώ εμένα και τους άλλους αγαπώ.

Θρηνώ γιομάτος θλίψη μα γελώ
μισώ τον θάνατο, μισώ και τη ζωή
σ’ αυτή τη φάση βρίσκομαι, για σένανε γυνή.
……
Να σ’ αγαπώ ποτέ δεν με κουράζει, Δόννα,
κι ούτε θα με κουράσει όσο θʼ ανασαίνω·
πλην έχω πια τον εαυτό μου μισημένο,
των δε δακρύων μου τα λούκια ώς το γόνα

μού φτάνουν. Σʼ έναν τάφο θέλω να με χώναν
και στη ταφόπλακά μου νά ‘χει χαραγμένο
ποια μ’ έβαλε στο χώμα σκέλεθρο λυωμένο
και θύμα αγώνα ερωτικού εις τον αιώναν.

Αν, όταν, μια καρδιά πιστή να βλέπεις χάμου
ποθείς (μα δίχως να τη τυραννάς), σου μένει
-και πάρʼ την να τη λυπηθείς, Κυρά- η καρδιά μου.

Μα αν, πάλι, η περιφρόνησή σου δε χορταίνει
με αυτό τον τρόπο, τότε ξέχνα τη δικιά μου,
στον Έρωτα θε νά ʼναι και σʼ εμέ δοσμένη.
……
Βαστώντας μου τα γκέμια Έρωτας με σπηρουνίζει·
τρομάζει, καλοπιάνει τη καρδιά μου· τη παγώνει
και τη φλογίζει· με καλεί, με σπρώχνει· με σιμώνει,
με διώχνει· πότε φόβο, πότε ελπίδες με γεμίζει·

επάνω με ανεβάζει και κάτω με γκρεμίζει,
σα χάσω πια τα χνάρια και το δρόμο. Σαν αγχόνη
φοβάμαι το δεσμό ζωής που πνίγει και σκοτώνει
τον όλβο, πριν καν γεννηθεί. Στον νου μου τριγυρίζει

μια σκέψη φιλική, που διασκεδάζει την απάτη
και θέλει να διαβώ ροές ρυάκων που φτιαχτήκαν
από δακρύων στάλες για τον αιώνιο βίο. Ωθώντας

τα βήματά μου ασθενικά αλλού, στο ρεύμα μπήκαν·
μα ‘γώ διαλέγω να διαβώ, άλλ’ άγριο μονοπάτι,
αργό κι επώδυνο, να ‘ρθεί το τέλος μου ποθώντας.
…..
Ποιό πεπρωμένο, ποιό γκουβέρνο και ποιά πλάνη
με στέλνουν άοπλο εντελώς να πολεμήσω,
να νικηθώ και πάλι; Θαύμα θά ‘ναι, πίσω
αν έλθω· κι αν χαθώ, της μοίρας θά ‘ν’ φιρμάνι.

Με κέρδος μάλλον στο χαμό μου θά ‘μαι,
χωρίς τις φλόγες της ματιάς της πώς να ζήσω,
με μάθαν μέσα στη πυρά, τυφλός, στο γείσο
του πόνου χρόνους είκοσι αφημένος να ‘μαι.

Φτάνει ν’ ακούσω τους αγγέλους του θανάτου,
φτάνει να ‘δώ το φέγγος των αγαπημένων
ματιών της να με λούζει με αστραπές ως κάτου.

Τον Έρω δέχομαι που με λαβώνει πεθαμένον·
τον νου μου χάνω τότε κι όσα λέω, του κάκου,
η γλώσσα μου όντως αγνοεί τ’ όντως συμβαίνον.
…..
Τα μάτια, που με τόσο πάθος τραγουδούσα·
μπράτσα και χέρια και τα πόδια και η όψη
που μ’ είχαν (και μαζί και μόνα) στα δυο κόψει
και ξένος μες στο φίλιο κόσμο περπατούσα·

η κόμη (χρυσή βροχούλα) που κοιτούσα·
του αγγελικού της γέλιου η αστραπή, στα σώψυχά μου
μέσα, που τα ουράνια μου ΄φερνε μπροστάμου,
λιγάκι στάχτη ξώμεινε: η Καλλονή είναι απούσα.

Εγώ όμως ζω, στον πόνο μέσα και στη θλίψη·
χωρίς το φως, που τόσο λάτρευα, έχω μείνει,
με σάπιο ξύλο σε φουρτούνα μόνος. Τα ύψη

της λύρας τής ερωτικής μου καταπίνει
ο θρήνος, που ως τρυγός τη φλέβα μού ‘χει στίψει,
απότιστο κι άμουσο το πνεύμα μου πια, σβήνει.
…..
Ρυάκι ή λίμνη δεν υπήρχεν, Ούρσε, ή ρεύμα
ή θάλασσα, που τα ποτάμια τα νερά τους
εκβάλλουν ή καν ίσκιοι μάντρας και ψηλά τους
νεφέλες ξαπλωτές γιομάτες βρόχιο χεύμα,

ούτ’ άλλο εμπόδιο πουθενά, να κάνουν νεύμα,
τα μάτια της να μη κοιτώ, το ξάστραμμά τους,
εκτός από το βέλο κείνο, που η Κυρά τους
εφόρει, ‘γώ να γεύομαι του πόνου γεύμα.

Κι εκειό το γέρσιμο του βλέμματός της φτάνει,
σεμνό ή περήφανο, μια μαύρη νά ‘ρθει μέρα,
φριχτή και πριν της ώρας μου να με πεθάνει.

Μα πιο πολύ, θαρρώ το χέρι-περιστέρα
της Δόννας δίνει μου τον πόνο, σα δρεπάνι,
στα μάτια μου μπρος σαν υψώνεται ή σα ξέρα.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *