Ο Πόε είναι εδώ:
Έλα, νάνι γκίλι-γκίλι
γάτα και γαργάλημα.
(Νανούρισμα από Ωδή του Oράτιου)

Από καταβολής κόσμου υπήρξανε δύο Ιερεμίες. Ο ένας έγραψε μιαν… ιερεμιάδα πάνω στη τοκογλυφία και τον έλεγαν Τζέρεμυ (κοινώς τζερεμέ) Μπένθαμ. Τονε θαύμαζε ιδιαίτερα ο κύριος Τζων Νηλ κι ήταν ένας μεγάλος άνδρας με μικρήν εμβέλεια. Ο άλλος [Πρόκειται για τον Τζέρεμυ Ντίντλερ (diddler = κατεργάρης. xαρακτήρας φαρσοκωμωδίας του James Kenny Raising Τhe Wind, 1803. Επιτήδειος απατεώνας, έξυπνος, ρακένδυτος, μπαγαμπόντης που ήταν ειδήμονας στο να δανείζεται, να σηκώνει λεφτά ή να παίρνει πίστωση, πάντα με ψεύτικες προφάσεις, χρησιμοποιώντας εξυπνάδα και κομπίνα] έδωσε όνομα στη πιο σπουδαία από τις θετικές επιστήμες κι ήτανε μεγάλος άνδρας σε μεγάλη κλίμακα, μπορώ να πω μάλιστα ο μεγαλυτερότερος!
Το τί σημαίνει κατεργαριά ή η αφηρημένη έννοια που μας μεταφέρει το ρήμα “στήνω κατεργαριές” δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε. Όμως το γεγονός, η πράξη, το πράγμα, οι κατεργαριές οι ίδιες, είναι δύσκολο να οριστούν επακριβώς. Ίσως όμως αποκτήσουμε μια κάπως σαφή αντίληψη του θέματος, ορίζοντας, όχι το θέμα, την αφ’ εαυτού κατεργαριά, αλλά τον άνθρωπο, σαν ένα ζώο που στήνει κατεργαριές. Αν τυχόν το ‘χε αυτό υπόψη του ο Πλάτων, θα ‘χε γλυτώσει την επίθεση των μαδημένων κοτόπουλων.
Με μεγάλο θράσος ζήτησαν από τον Πλάτωνα να μάθουνε, για ποιό λόγο ένα μαδημένο κοτόπουλο, που ολοφάνερα ήταν “ένα δίποδο χωρίς φτερά”, δεν ήταν σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό αυτό, άνθρωπος; Αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθώ εδώ με τέτοιου είδους αναζητήσεις. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που σκαρώνει κατεργαριές και δεν υπάρχει άλλο ζώο που να σκαρώνει κατεργαριές παρά μόνον ο άνθρωπος. Ακόμα κι ένα ολόκληρο κοτέτσι από μαδημένα κοτόπουλα θα δυσκολευτεί να βρει κάτι να πει πάνω σ’ αυτό.
Αυτό που αποτελεί την ουσία, τον πυρήνα, τη θεωρητική αρχή της κατεργαριάς, στη πραγματικότητα αφορά αποκλειστικά τα πλάσματα που φοράνε πανωφόρια και παντελόνια. Το κοράκι κλέβει, η αλεπού ξεγελά, η νυφίτσα χρησιμοποιεί πονηριές, ο άνθρωπος κάνει κατεργαριές. Αυτό είναι το πεπρωμένο του. “Ο άνθρωπος πλάστηκε για να θρηνεί”, λέει ο ποιητής. Αλλά δεν είναι έτσι: ο άνθρωπος πλάστηκε για να κάνει κατεργαριές. Αυτός είναι ο στόχος, το αντικείμενό του, η κατάληξή του. Και γι’ αυτό το λόγο, όταν κάποιου του έχουνε κάνει κάποια κατεργαριά λέμε ότι “του κάνανε λαδιά“.
Η κατεργαριά (η μπαγαποντιά αλλέως), αν το καλοεξετάσουμε, είναι σύνθετη και τα συστατικά της είναι μικρολογία, ενδιαφέρον, επιμονή, εφευρετικότητα, τόλμη, νωχελικότητα, αυθεντικότητα, αναίδεια και χαμόγελο.
Μικρολογία: Ο κατεργάρης μας είναι… ψιλικατζής. Οι δραστηριότητές του είναι μικρής κλίμακας. Η δουλειά του είναι η μεταποίηση όποιου πράγματος έχει χρεία ο καιρός, είτε ρευστού, είτε επιταγών. Αν τυχόν παρασυρθεί σε τίποτα μεγαλεπήβολα σχέδια, τότε αμέσως χάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και γίνεται αυτό που λέμε επενδυτής. Η τελευταία τούτη λέξη μας μεταδίδει την ιδέα της κατεργαριάς από κάθε άποψη πλην της έκτασης. Ο κατεργάρης μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως τραπεζίτης σε μικρογραφία, μια “οικονομική δραστηριότητα” ως κατεργαριά στο Μπρόμπντιγκαγκ. Ο ένας είναι για τον άλλο, ό,τι ο Όμηρος για τον Οράτιο, ό,τι το μαστόδοντο για το ποντίκι -ό,τι η ουρά του κομήτη για κείνη του γουρουνιού.
Ενδιαφέρον: Ο κατεργάρης μας οδηγείται από το ενδιαφέρον για τον εαυτό του. Περιφρονεί τη κατεργαριά που είναι αυτοσκοπός. Έχει στο στόχαστρο ένα πράγμα: τη τσέπη του και τη δική σου. Βρίσκεται πάντα σε αναζήτηση για τη μεγάλη ευκαιρία. Αυτός φροντίζει για το Νούμερο Ένα. Εσύ είσαι το Νούμερο Δύο και πρέπει να φροντίσεις μόνος για τη πάρτη σου.
Επιμονή: Ο κατεργάρης μας είναι επίμονος. Δεν αποθαρρύνεται εύκολα. Ακόμα κι οι τράπεζες να πτωχεύσουν, αυτός δε χαλά τη ζαχαρένιά του. Με σταθερότητα ακολουθεί το σκοπό του κι όπως από το δέρμα του σκύλου δε μπορείς τη λίγδα ν’ αποτρέψεις ποτέ, έτσι κι αυτός δεν θα παρατήσει τη δόλια επιδίωξή του, ποτέ.
Εφευρετικότητα: Ο κατεργάρης μας είναι ευρηματικός. Έχει μεγάλα αποθέματα επινοητικότητας. Τη “σκηνοθεσία” τη καταλαβαίνει. Εφευρίσκει και καταστρατηγεί. Αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος θα ήταν ο Διογένης. Αν δεν ήταν κατεργάρης, θα ήτανε κατασκευαστής πατενταρισμένων ποντικοπαγίδων, ή θα ψάρευε πέστροφες.
Τόλμη: Ο κατεργάρης μας είναι τολμηρός. Πρόκειται για ένα θαρραλέο άνθρωπο. Πηγαίνει τον πόλεμο ως την Αφρική. Κυριεύει τους πάντες δι’ επιθέσεως. Όλα τα στιλέτα του κόσμου δε θα ήταν ικανά να τον φοβίσουν. Με πιότερη σύνεση ο Dick Turpin (1706-1739, Άγγλος κακοποιός, επονομαζόμενος Βασιλιάς Των Δρόμων, αλογοκλέφτης, λαθρέμπορος και διαρρήκτης, κυρίως έμεινε γνωστός σα ληστής περασμάτων) θα γινότανε περίφημος κατεργάρης. Με λιγότερη κολακεία ο Daniel O` Connel (1775-1847, επονομαζόμενος Ελευθερωτής, αρχηγός του αγώνα των Ιρλανδών Ρωμαιοκαθολικών για απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων αρχές 19.αι.) Με κανά-δυο κιλά μυαλό παραπάνω, ο Κάρολος ο 12ος. (1682-1718, βασιλιάς της Σουηδίας 1697-1718 και μεγάλος στρατιωτικός ήρωας. Έπειτα από επιτυχείς πολέμους ενάντια σε Δανία, Πολωνία και Ρωσία, ηττήθηκε τέλος από τους Ρώσους).
Νωχελικότητα: Ο κατεργάρης μας είναι νωχελικός. Δεν είναι ούτε στο ελάχιστο νευρικός. Ποτέ του δεν είχε νεύρα. Ποτέ δε βγαίνει έξω απ’ τα ρούχα του -εκτός κι αν τον βγάλουν έξω απ’ τη πόρτα. Είναι κρύος -κρύος σαν αγγούρι. Είναι ήρεμος -“ήρεμος σαν το χαμόγελο της λαίδης του Bury”. Είναι βολικός -βολικός όπως ένα παλιό γάντι ή όπως οι δεσποινίδες της αρχαίας Βαίας.
Αυθεντικότητα: Ο κατεργάρης μας είναι αυθεντικός -και μάλιστα συνειδητά. Οι σκέψεις του είναι δικές του. Δεν καταδέχεται να χρησιμοποιήσει τις σκέψεις των άλλων. Δεν απεχθάνεται τίποτε όσο ένα μπαγιάτικο κόλπο. Θα επέστρεφε το πορτοφόλι, είμαι βέβαιος, αν μάθαινε πως το απέκτησε μ’ ένα κοινότυπο τρόπο.
Αναίδεια: Ο κατεργάρης μας είναι αναιδής. Κάνει τον παλληκαρά. Σταυρώνει τα χέρια. Τα βάζει στις τσέπες. Σε περιγελά κατάφατσα. Τσαλαπατά τα σπαρτά σου. Τρώει το φαγητό σου, πίνει το κρασί σου, δανείζεται τα λεφτά σου, τσιμπά τη μύτη σου, κλωτσά το σκυλί σου και φιλά τη γυναίκα σου.
Χαμόγελο: Ο αληθινός κατεργάρης συνοψίζει τα πάντα σ’ ένα χαμόγελο. Αλλ’ αυτό κανείς δεν το βλέπει εκτός απ’ τον ίδιο. Χαμογελά αφού έχει τελειώσει ο καθημερινός του μόχθος -τη νύχτα, στο δωμάτιό του και μόνο για δική του ατομική ευχαρίστηση. Πηγαίνει στο σπίτι του. Κλειδώνει τη πόρτα. Απαλλάσσεται από τα ρούχα του. Σβήνει το κερί του. Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Ακουμπά το κεφάλι στο μαξιλάρι. Αφού έχουνε γίνει όλ’ αυτά, τότε ο κατεργάρης μας χαμογελά. Δεν κάνω υποθέσεις. Πρόκειται για κάτι φυσικό. Επιχειρηματολογώ σοβαρά και κατεργάρης δίχως χαμόγελο δε θα ‘τανε κατεργάρης.
Η προέλευση της κατεργαριάς έχει τις απαρχές της στη νηπιακή ηλικία της Ανθρώπινης Φυλής. Ίσως ο Αδάμ να υπήρξε ο πρώτος κατεργάρης. Όπως και να ‘χουνε τα πράγματα όμως, μπορούμε να ανακαλύψουμε τα ίχνη της επιστήμης αυτής σ’ ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Πάντως, οι μοντέρνοι την έχουνε φτάσει σ’ ένα σημείο τελειότητας απλησίαστο για τους χοντροκέφαλους προπάτορές μας. Χωρίς αναφορά εδώ λοιπόν στις “παλιές καραβάνες”, θα αρκεστώ σε μια συνοπτική αναφορά κάποιων πιο “μοντέρνων περιπτώσεων”.
Μια πολύ καλή κατεργαριά είναι η εξής. Μια οικονόμος που θέλει ν’ αγοράσει καναπέ, για παράδειγμα, εντοπίζεται να μπαινοβγαίνει σε διάφορα εμπορικά καταστήματα επίπλων. Τέλος, φτάνει σε κάποιο που έχει να επιδείξει μεγάλη ποικιλία. Την υποδέχεται, και τη προσκαλεί να περάσει ένα ευγενέστατο κι ομιλητικό άτομο που βρίσκεται στη πόρτα. Βρίσκει έναν καναπέ που καλύπτει τις προσδοκίες της, και ρωτώντας για τη τιμή, με έκπληξη κι ενθουσιασμό ακούει ένα ποσό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατό λιγότερο απ’ ό,τι περίμενε. Σπεύδει να κάνει την αγορά, παίρνει απόδειξη, αφήνει τη διεύθυνσή της, με μια παράκληση να σταλεί το έπιπλο στο σπίτι το συντομότερο δυνατό κι αποχωρεί με μια πληθώρα υποκλίσεων εκ μέρους του καταστηματάρχη. Φτάνει η νύχτα και πουθενά ο καναπές. Περνά κι η επόμενη μέρα, το ίδιο. Στέλνουν ένα υπηρέτη να ρωτήσει για τη καθυστέρηση. Η αγοραπωλησία δεν αναγνωρίζεται. Δεν πουλήθηκε κανένας καναπές -δεν πήρε κανείς λεφτά για κάτι τέτοιο, -κανείς, εκτός από τον κατεργάρη, που έπαιξε τον καταστηματάρχη για τη περίσταση. Τα εμπορικά μας καταστήματα επίπλων αφήνονται ολότελα αφύλακτα, προσφέροντας έτσι κάθε ευκαιρία για μια τέτοιου είδους κατεργαριά. Οι επισκέπτες μπαίνουν μέσα, κοιτάζουνε τα έπιπλα, και φεύγουνε χωρίς να τους έχουνε δώσει σημασία και χωρίς να τους έχουνε δει. Αν θελήσει κάποιος να αγοράσει, ή να ζητήσει τιμή κάποιου αντικειμένου, υπάρχει στη διάθεσή του ένα κουδούνι κι αυτό θεωρείται υπεραρκετό.
Ένα αρκετά αξιόλογο κόλπο, και πάλι, είναι αυτό: Ένα καλοντυμένο άτομο μπαίνει μέσα σ’ ένα μαγαζί. Κάνει μια αγορά αξίας ενός δολαρίου. Ανακαλύπτει, προς μεγάλη του ενόχληση, πως έχει ξεχάσει το πορτοφόλι σ’ άλλο πανωφόρι. Κι έτσι λέει στο μαγαζάτορα:
-“Αγαπητέ μου, δεν πειράζει! Απλώς κάνε μου τη χάρη, μπορείς να μου στείλεις το δέμα σπίτι; Μα για περίμενε! Πράγματι πιστεύω πως κι εκεί δεν έχω τίποτε μικρότερο από χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων. Μπορείς όμως να στείλεις τέσσερα δολάρια σε ψιλά μαζί με το δέμα, ξέρεις“.
-“Πολύ καλά, κύριε“, αποκρίνεται ο καταστηματάρχης, που εντυπωσιάζεται αμέσως από τη λεπτότητα του πελάτη του. “Ξέρω κάτι τύπους“, μονολογεί, “που θα ‘βαζαν χωρίς πολλά-πολλά το εμπόρευμα κάτω από τη μασχάλη και θα ‘φευγαν με την υπόσχεση πως θα περάσουν να πληρώσουν το δολάριο το απόγευμα“.
Στέλνει ένα παιδί με το δέμα και τα ψιλά. Στη διαδρομή, εντελώς τυχαία, συναντά τον αγοραστή, που αναφωνεί :
-“Α! Αυτό είναι το δέμα μου, μάλιστα νόμιζα πως είχες φτάσει στο σπίτι μου εδώ κι ώρα. Άντε, λοιπόν. Η γυναίκα μου, η κυρία Τρόττερ, θα σου δώσει τα πέντε δολάρια- την έχω ορμηνέψει. Τα ρέστα μπορείς καλλίτερα να τα δώσεις σε μένα, θα χρειαστώ ψιλά για το ταχυδρομείο. Πολύ ωραία! Ένα, δύο, δεν πιστεύω να είναι κάλπικο; -τρία, τέσσερα, σωστά είναι! Πες στη κυρία Τρόττερ ότι με συνάντησες και φρόντισε να μη χασομερήσεις στο δρόμο“.
Το αγόρι δε χασομερά καθόλου, αλλά χασομερά πολύ να γυρίσει απ’ τη παραγγελιά, γιατί όσο κι αν ψάχνει δε βρίσκει καμμία κυρία που να λέγεται Τρόττερ. Παρηγοριέται όμως στη σκέψη πως δε στάθηκε τόσο βλάκας να παραδώσει το δέμα χωρίς να πάρει λεφτά κι επιστρέφοντας γεμάτος αυταρέσκεια στο μαγαζί, αισθάνεται προσβεβλημένος κι αγανακτισμένος όταν το αφεντικό ρωτά τι απογίνανε τα ρέστα.
Μια αληθινά απλοϊκή κατεργαριά, είναι η εξής. Ένα πρόσωπο, που φαίνεται επίσημο, παρουσιάζει στον καπετάνιο ενός πλοίου που είναι έτοιμο για αναχώρηση, ένα ασυνήθιστα μετριοπαθή λογαριασμό δημοτικών τελών. Ευχαριστημένος που τη βγάζει τόσο καλά και συγχυσμένος από ένα σωρό πιεστικά καθήκοντα, εξοφλεί το λογαριασμό αμέσως. Σε περίπου δεκαπέντε λεπτά, του παρουσιάζεται ένας άλλος πολύ λιγότερο μετριοπαθής λογαριασμός από κάποιον που κάνει φανερό το γεγονός ότι ο πρώτος εισπράκτορας ήταν ένας κατεργάρης κι η αρχική εξόφληση, κόλπο.
Να, και κάτι παρόμοιο. Ένα ατμόπλοιο ξελύνει σιγά-σιγά απ’ την αποβάθρα. Ενας ταξιδιώτης, με τη βαλίτσα στο χέρι, φαίνεται να τρέχει προς την αποβάθρα, λαχανιασμένος κι αγχωμένος. Ξαφνικά, σταματά απότομα, σκύβει και μαζεύει κάτι από κάτω με μεγάλη ταραχή. Είναι ένα πορτοφόλι και…
-“Μήπως κάποιος κύριος έχασε το πορτοφόλι του;” φωνάζει. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι έχασε ακριβώς το πορτοφόλι του. Αλλά γίνεται μεγάλη φασαρία, όταν η σπηλιά του θησαυρού φαίνεται πως είναι γεμάτη λεφτά. Το πλοίο, παρ’ όλ’ αυτά, δε μπορεί να καθυστερήσει.
-“Ο χρόνος κι η παλίρροια δεν περιμένουν για κανένα“, λέει ο καπετάνιος.
-“Για τ’ όνομα του θεού, περιμένετε πέντε λεπτά“, λέει ο ευρέτης του πορτοφολιού -“ο νόμιμος διεκδικητής θα εμφανιστεί όπου να ‘ναι“.
-“Δεν μπορώ να περιμένω!” απαντά ο κυβερνήτης. “Λύστε τους κάβους εκεί πέρα, με ακούτε“;
-“Τι να κάνω;” αναρωτιέται βασανιστικά και φωναχτά ο ευρέτης. “Πρόκειται να φύγω απ’ τη χώρα για κάμποσα χρόνια και δεν μπορώ ελαφρά τη καρδία να κρατήσω ένα τόσο μεγάλο ποσόν στη κατοχή μου. Με συγχωρείτε, κύριε,” (απευθύνεται σε κάποιο κύριο που στέκει στην αποβάθρα), “αλλά φαίνεστε έντιμος άνθρωπος. Θα μπορούσατε να μου κάνετε τη χάρη να αναλάβετε αυτό το πορτοφόλι- είμαι βέβαιος ότι μπορώ να σας εμπιστευθώ- και να το βάλετε στην εφημερίδα; Τα χαρτονομίσματα αυτά, βλέπετε, είναι ένα αρκετά μεγάλο ποσόν. Ο ιδιοκτήτης, χωρίς αμφιβολία, δε θα παραλείψει να σας ανταμείψει για τον κόπο σας“.
-“Εμένα!- όχι, εσάς! εσείς βρήκατε το πορτοφόλι“.
-“Λοιπόν, αφού επιμένετε… θα δεχτώ μια μικρή αμοιβή, μόνο και μόνο για να μη νοιώθετε ενδοιασμούς. Για να δω- μ’ αυτά τα χαρτονομίσματα είναι όλα κατοστάρικα- μέγας είσαι Κύριε! Εκατό είναι πολλά, δεν τα παίρνω! πενήντα φτάνουν, είμαι βέβαιος…”
-“Λύστε τους κάβους από ‘κεί!” ξαναλέει ο καπετάνιος.
-“Αλλά πάλι δεν έχω να αλλάξω από κατοστάρικο και γενικά το καλλίτερο για σας θα ήταν να-“
-“Λύστε τους κάβους από ‘κεί!” τριτολέει ο καπετάνιος.
-“Δεν πειράζει!” λέει ο κύριος της αποβάθρας, που έψαχνε στο πορτοφόλι του εδώ και κάμποση ώρα- “δεν πειράζει! Τη διορθώνω εγώ τη δουλειά- να ένα πενηντάρικο της Τράπεζας της Βορείου Αμερικής- πέτα μου το πορτοφόλι“.
Κι ο υπέρ-ευσυνείδητος ευρέτης παίρνει με φανερήν απροθυμία το πενηντάρικο και πετά στον κύριο το πορτοφόλι, όπως επιθυμούσε, ενώ το ατμόπλοιο ξεφυσά κι αγκομαχά φεύγοντας. Μισή ώρα περίπου μετά την αναχώρησή του, το “μεγάλο ποσόν” φαίνεται πως είναι “πλαστογραφία” κι η όλη υπόθεση μια κεφαλαιώδης κατεργαριά.
Μια τολμηρή κατεργαριά είναι αυτή: Μια υπαίθρια μάζωξη κηρύγματος του ευαγγελίου ή κάτι παρόμοιο, πρόκειται να λάβει χώρα σ’ ένα σημείο όπου μπορεί κανείς να φτάσει μόνο περνώντας μια γέφυρα. Ενας κατεργάρης την αράζει πάνω στη γέφυρα και με σεβασμό ενημερώνει τους διαβάτες για το νέο κοινοτικό νόμο, που καθορίζει διόδια ίσα με ένα σέντσι για τους πεζούς, δυο για τ’ άλογα και τα γαιδούρια και λοιπά και λοιπά. Μερικοί δυσφορούν, αλλά όλοι υποκύπτουν κι ο κατεργάρης γυρίζει σπίτι, όντας πενήντα-εξήντα δολάρια πλουσιότερος, που κέρδισε με τον ιδρώτα του. Να εισπράττει κανείς διόδια από τόσο μεγάλο πλήθος δεν το λες κι εύκολο πράγμα.
Μια έξυπνη κατεργαριά είναι τούτη: Ένας φίλος έχει στη κατοχή του μια συναλλαγματική του κατεργάρη, συμπληρωμένη κι υπογεγραμμένη κατά το σύνηθες, σ’ ένα κοινό έντυπο, απ’ αυτά που είναι τυπωμένα με κόκκινο μελάνι. Ο κατεργάρης αγοράζει κάνα δυο ντουζίνες απ’ αυτά τα έντυπα και κάθε μέρα βουτά κι από ένα στη σούπα του, βάζει το σκύλο του να πηδά για να το αρπάξει και τέλος του το δίνει για ανταμοιβή. Φτάνει η προθεσμία εξόφλησης, ο κατεργάρης, μαζί με το σκύλο του, επισκέπτεται το φίλο κι η υπόσχεση της πληρωμής αποτελεί το θέμα της κουβέντας. Ο φίλος τη βγάζει από το συρτάρι και καθώς την απλώνει προς τον κατεργάρη, πετιέται ο σκύλος και τη καταβροχθίζει πάραυτα. Ο κατεργάρης όχι μόνο μένει έκπληκτος, αλλά ενοχλείται και θυμώνει με τη παράλογη συμπεριφορά του σκύλου του και διαβεβαιώνει πως είναι πρόθυμος ν’ ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του, μόλις εμφανιστούν οι αποδείξεις που τον καθιστούν υπεύθυνο πληρωμής.
Μια μικροκατεργαριά είναι η εξής. Ένας συνεργάτης του κατεργάρη προσβάλλει μια κυρία στο δρόμο. Ο ίδιος ο κατεργάρης τρέχει προς βοήθειά της και φιλοδωρώντας το φίλο του με μερικές καρπαζιές, επιμένει να συνοδεύσει τη κυρία μέχρι το σπίτι της. Υποκλίνεται, με το χέρι στη καρδιά και την αποχαιρετά γεμάτος σεβασμό. Εκείνη τον παρακαλεί ως σωτήρα της, να περάσει μέσα για να τον συστήσει στο μεγάλο της αδερφό και στο μπαμπά. Αυτός αρνείται, μ’ ένα αναστεναγμό.
-“Δεν υπάρχει λοιπόν τρόπος, κύριε“, μουρμουρίζει εκείνη, “που να μπορώ να σας δείξω την ευγνωμοσύνη μου“;
-“Ε, λοιπόν, κυρία μου, υπάρχει τρόπος. Έχετε τη καλωσύνη να μου δανείσετε μερικά σελίνια“;
Στη ταραχή της η κυρία σκέφτεται να λιποθυμήσει χωρίς αναβολή. Αφού το ξανασκέφτεται όμως, αλλάζει γνώμη, ανοίγει το πορτοφόλι και του δίνει τα κέρματα. Αυτή, λοιπόν, είναι μικροκατεργαριά- καθώς ένα μεγάλο κομμάτι του ποσού πρέπει να πληρωθεί στον κύριο που μπήκε στον κόπο να κάνει τη προσβολή και που κατόπιν στάθηκε να τις φάει επειδή την εκτέλεσε.
Μια μάλλον ασήμαντη κι όμως αρκετά μελετημένη κατεργαριά είναι κι αυτή: Ο κατεργάρης πλησιάζει στο μπαρ ενός εστιατορίου και ζητά κάνα-δυο μασούρια καπνού. Του τα δίνουνε λοιπόν κι αυτός αφού τα εξετάσει, λέει:
-“Δε μου πολυαρέσει αυτός ο καπνός. Να, πάρ’ τονε πίσω και δώσε μου καλλίτερα ένα ποτήρι κονιάκ και νερό“. Προμηθεύεται λοιπόν το κονιάκ και το νερό, τα ρουφάει και μετά κατευθύνεται προς τη πόρτα. Αλλά η φωνή του εστιάτορα τον σταματά:
-“Νομίζω, κύριε, πως ξεχάσατε να πληρώσετε το κονιάκ και το νερό“.
-“Να πληρώσω το κονιάκ και το νερό! δε σου γύρισα πίσω τον καπνό, και πήρα το κονιάκ; Τί άλλο θέλεις“;
-“Όμως, κύριε, αν έχετε την ευχαρίστηση, δε θυμάμαι να μου πληρώσατε τον καπνό“.
-“Τί θες να πεις, βρε λωποδύτη; Δε σου έδωσα πίσω τον καπνό σου; Αυτός εκεί δεν είναι ο καπνός σου; Έχεις την απαίτηση να πληρώσω για κάτι που δεν πήρα“;
-“Μα, κύριε...” λέει ο εστιάτορας που τα ‘χει χάσει, “μα, κύριε...-“
-“Τί μα και ξεμα μου λες“, τονε διακόπτει ο κατεργάρης φανερά θυμωμένος και χτυπώντας τη πόρτα πίσω του με δύναμη, καθώς δραπετεύει: “Ασ’ τα μα και ξεμά, κι άλλη φορά όχι κόλπα στους ταξιδιώτες“.
Να κι άλλο ένα πολύ έξυπνο κόλπο, του οποίου η απλότητα αποτελεί τη καλλίτερη σύσταση: Έχει χαθεί -στ’ αλήθεια- ένα πορτοφόλι κι ο ιδιοκτήτης του βάζει σε μία καθημερινής κυκλοφορίας εφημερίδα της πόλης μια πλήρως κατατοπιστική αγγελία. Όπου, ο κατεργάρης μας αντιγράφει τα δεδομένα αυτής της αγγελίας, με κάποιες αλλαγές στην επικεφαλίδα, τη γενική φρασεολογία, και τη διεύθυνση. Το πρωτότυπο για παράδειγμα,
είναι ένα μακροσκελές και φλύαρο κείμενο, με τίτλο “Χάθηκε Πορτοφόλι!” και δίνει οδηγίες, μόλις βρεθεί ο θησαυρός να προσκομιστεί στην οδό Τομ, 1. Το αντίγραφο είναι σύντομο κι έχοντας επικεφαλίδα απλά “Χάθηκε”, δίνει διεύθυνση Ντικ, 2 ή Χάρρυ, 3, ως το μέρος που μπορεί κανείς να συναντήσει τον ιδιοκτήτη. Επιπλέον, η αγγελία μπαίνει σε πέντε ή έξι καθημερινές ημερήσιες εφημερίδες τουλάχιστον, ενώ χρονικά κάνει την εμφάνισή της μόλις μερικές ώρες μετά το πρωτότυπο. Αν τυχόν τη διαβάσει ο ιδιοκτήτης του πορτοφολιού, δύσκολα θα φανταστεί ότι έχει κάποια σχέση με τη δική του ατυχία. Αλλά, οι πιθανότητες, φυσικά είναι πέντε ή έξι προς ένα ότι ο ευρέτης θα απευθυνθεί στη διεύθυνση που δόθηκε από τον κατεργάρη, παρά σ’ αυτή που έδωσε ο πραγματικός ιδιοκτήτης. Ο πρώτος πληρώνει την αμοιβή, τσεπώνει το θησαυρό κι εξαφανίζεται.
Ανάλογη κατεργαριά είναι και η εξής. Μια κυρία κάποιου ειδικού βάρους έχασε, κάπου στο δρόμο, ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι ασυνήθιστα μεγάλης αξίας. Για την εύρεσή του προσφέρει μια αμοιβή κάπου πενήντα-εξήντα δολαρίων, δίνοντας στην αγγελία λεπτομερή περιγραφή του κοσμήματος και του δεσίματός του και δηλώνει ότι με την επιστροφή του στο νούμερο τάδε, στη Λεωφόρο τάδε, η αμοιβή θα πληρωθεί στο λεπτό, χωρίς ερωτήσεις. Ενώ η κυρία απουσιάζει από το σπίτι, μια-δυο μέρες μετά, χτυπά το κουδούνι της πόρτας νούμερο τάδε, στη Λεωφόρο τάδε. Εμφανίζεται ένας υπηρέτης. Ζητούν τη κυρία του σπιτιού, που, όπως είπαμε λείπει. Στο άκουσμα της εκπληκτικής αυτής πληροφορίας, ο επισκέπτης εκφράζει τη βαθύτατη θλίψη του. Η υπόθεση για την οποία έχει έρθει είναι σοβαρή κι αφορά τη κυρία αυτοπροσώπως. Στη πραγματικότητα, είχε την καλή τύχη να βρει το διαμαντένιο της δαχτυλίδι. Αλλά ίσως το καλλίτερο θα ήταν να ξαναπεράσει.
-“Μα τί λέτε!” λέει ο υπηρέτης. Και, -“Μα τί λέτε!” λέει η αδελφή της κυρίας κι η κουνιάδα της κυρίας, που καταφτάνουν αμέσως. Το δαχτυλίδι αναγνωρίζεται μεγαλοφώνως, πληρώνουνε την αμοιβή, και σχεδόν βγάζουν έξω απ’ τη πόρτα τον ευρέτη. Η κυρία επιστρέφει κι εκφράζει μια κάποια δυσαρέσκεια προς την αδελφή και τη νύφη της, καθώς τυχαίνει να πλήρωσαν κάπου πενήντα δολάρια για ένα φο μπιζού, φτιαγμένο από αυθεντικό χρυσοχαλκό κι αδιαμφισβήτητης ποιότητας στρας.
Καθώς όμως πραγματικά οι κατεργαριές είναι ατελείωτες, το ίδιο θα συνέβαινε και με τούτο το δοκίμιο, αν είχα σκοπό να αναφερθώ έστω και στις μισές παραλλαγές και διαφοροποιήσεις που υπόκειται η εν λόγω επιστήμη. Πρέπει αναγκαστικά να ολοκληρώσω την εργασία αυτή και δεν υπάρχει καλλίτερος τρόπος γι’ αυτό, από μια περιληπτική αναφορά μιας πολύ πρόσφατης, αλλά μάλλον περίπλοκης κατεργαριάς, τόπου θέατρο υπήρξε η ίδια η πόλη μας, όχι πριν πολύ καιρό και που επαναλήφθηκε μετά επιτυχώς και σ’ άλλες ακόμα πιο απονήρευτες περιοχές των ΗΠΑ:
Ενας μεσόκοπος κύριος καταφτάνει στη πόλη χωρίς να ξέρει κανείς από πού. Η διαγωγή του είναι ασυνήθιστα ακριβής, επιφυλακτική, σοβαρή και μετρημένη. Το ντύσιμό του είναι σχολαστικά καθαρό, αλλά απλό και σεμνό. Φορά λευκό μαντήλι στο λαιμό, φαρδύ πανωφόρι, φτιαγμένο με μοναδικό σκοπό να είναι βολικό, χοντρόσολα, άνετα παπούτσια και παντελόνι δίχως τιράντες. Πράγματι, αποπνέει έναν αέρα ευκατάστατου, σοβαρού, ακριβούς κι αξιοσέβαστου “επιχειρηματία”, αναμφισβήτητα, από κείνους τους αυστηρούς, σκληρούς εξωτερικά, κι ευγενικούς εσωτερικά ανθρώπους που βλέπουμε στις ευφυόλογες κωμωδίες, άνθρωποι που τα λόγια τους είναι εγγύηση και που με το ένα χέρι μοιράζουν χρήματα σε φιλανθρωπίες, ενώ με το άλλο, όπως συνηθίζεται στο παζάρεμα, βγάζουν κι από τη μύγα ξύγκι.
Φέρνει πολλές δυσκολίες μέχρι να μπορέσει να βολευτεί σε κάποια πανσιόν. Αντιπαθεί τα παιδιά. Είναι συνηθισμένος να έχει την ησυχία του. Οι τρόποι του είναι μεθοδικοί κι έπειτα θα προτιμούσε να βρει μια μικρή κι ευυπόληπτη οικογένεια, με θρησκευτικές αντιλήψεις. Οι κανονισμοί, πάντως, δεν αποτελούν πρόβλημα, μόνο που θα πρέπει να επιμείνει στην εξόφληση του λογαριασμού πρώτη κάθε μήνα (σήμερα είναι η δεύτερη) και παρακαλεί τη σπιτονοικοκυρά του, μόλις τελικά βρει κάποια που του κάνει, για κανένα λόγο να μη ξεχάσει τις οδηγίες του πάνω σ’ αυτό το θέμα, αλλά να του στέλνει το λογαριασμό, και την απόδειξη, ακριβώς στις δέκα η ώρα, τη πρώτη μέρα κάθε μήνα, και σε καμμία περίπτωση να μην το αναβάλλει για τη δεύτερη.
Αφού γίνει αυτός ο διακανονισμός, νοικιάζει ένα γραφείο σε μιαν ευυπόληπτη μάλλον παρά εξεζητημένη περιοχή της πόλης. Δεν υπάρχει τίποτε που να απεχθάνεται περισσότερο από τη φιγούρα. “Οπου υπάρχει πολλή επίδειξη“, λέει, “σπάνια κρύβεται κάτι σοβαρό πίσω“- μια παρατήρηση που κάνει τόσο βαθειά εντύπωση στη σπιτονοικοκυρά, ώστε αμέσως τη σημειώνει με μολύβι στη μεγάλη οικογενειακή Βίβλο, στο περιθώριο δίπλα από τις Παροιμίες του Σολομώντα.
Το επόμενο βήμα είναι να βάλει μια αγγελία, κάπως παρόμοια με αυτή, στις μεγαλύτερες επιχειρηματικές εφημερίδες της πόλης, αποφεύγει τις μικρότερες καθώς είναι μη “ευυπόληπτες” και καθώς απαιτούν προκαταβολικά πληρωμή της αγγελίας. Ο επιχειρηματίας θεωρεί θέμα εμπιστοσύνης να μη πληρώνει για μια δουλειά, αν δεν έχει ολοκληρωθεί.
“ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ
Οι υποφαινόμενοι, οι οποίοι πρόκειται να εκκινήσουν εκτεταμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες στη πόλη αυτή, θα χρειαστούνε τις υπηρεσίες τριών ή τεσσάρων ικανών υπαλλήλων, στους οποίους θα δίδεται γενναιόδωρος μισθός. Απαιτούνται οι καλλίτερες συστάσεις, όχι τόσο όσον αφορά στις ικανότητες, αλλά την ακεραιότητά τους. Μάλιστα, καθώς τα καθήκοντά τους συμπεριλαμβάνουν μεγάλες ευθύνες και μεγάλα χρηματικά ποσά θα πρέπει αναγκαστικά να περνούν από τα χέρια των προσληφθέντων, θεωρούμε σωστό να ζητήσουμε μια εγγύηση πενήντα δολαρίων από κάθε υπάλληλο που θα προσλάβουμε. Επομένως, ας μην απευθυνθούν σε μας άτομα που δεν είναι διατεθειμένα να αφήσουν το ποσόν αυτό στη κατοχή των υποφαινόμενων και που δεν είναι σε θέση να προσκομίσουν τις πλέον αξιόπιστες μαρτυρίες ηθικής. Θα προτιμηθούν κύριοι θρησκευτικών αντιλήψεων. Αιτήσεις γίνονται δεκτές κατά τις ώρες δέκα κι έντεκα π.μ., και τέσσερις και πέντε μ.μ., στους κ.κ.: ΜΠΟΓΚΣ, ΧΟΓΚΣ, ΛΟΓΚΣ, ΦΡΟΓΚΣ, ΚΑΙ ΣΙΑ: Οδός Ντογκ, 110“.
Μέχρι τις τριάντα μήνα του μήνα, η αγγελία αυτή έχει φέρει το γραφείο των κ.κ. γύρω στους δεκαπέντε με είκοσι κυρίους θρησκευτικών αντιλήψεων. Ο επιχειρηματίας μας όμως δε βιάζεται να συνάψει συμβόλαιο με κανέναν, ένας επιχειρηματίας ποτέ δεν είναι βιαστικός και μόνον έπειτα από τη πιο αλύγιστη κατήχηση σχετικά με την ευλάβεια των κυρίων, γίνονται δεκτές οι υπηρεσίες τους κι εισπράττονται τα πενήντα δολάρια, απλώς και μόνο για λόγους προνοητικότητας εκ μέρους της αξιοσέβαστης εταιρίας των κ.κ. Κατεργαρέων Και Σια. Το πρωινό της πρώτης μέρας του επόμενου μήνα, η σπιτονοικοκυρά δεν παρουσιάζει το λογαριασμό, όπως είχε υποσχεθεί, αμέλεια που η κεφαλή του Οίκου που τελειώνει σε -ογκς θα την είχε αναμφίβολα επιπλήξει δριμύτατα, αν ήταν δυνατόν να πειστεί να παραμείνει στη πόλη μια δυό μέρες ακόμα για το σκοπό αυτό.
Όπως έχουν τα πράγματα, οι αστυνομικοί ταλαιπωρήθηκαν άνευ προηγουμένου, τρέχοντας εδώ κι εκεί και το μόνο που είναι σε θέση να κάνουν είναι να ανακηρύξουνε τον επιχειρηματία “άφαντο”, φράση με την οποία κάποιοι φαντάζονται ότι εννοούν πως έχουνε γίνει καπνός, γνωστή φράση και μη εξαιρετέα, για τζερεμέδες. Εν τω μεταξύ, οι νεαροί κύριοι είναι κάπως λιγότερο θρησκευτικών αντιλήψεων απ’ ό,τι προηγουμένως, ενώ η
σπιτονοικοκυρά αγοράζει τη καλλίτερη ινδική γόμμα αξίας ενός σελινιού που μπορεί να βρει και πολύ προσεκτικά αφαιρεί τη σημείωση με μολύβι που κάποιος ανόητος έγραψε στην οικογενειακή της Βίβλο, στο ευρύχωρο περιθώριο των Παροιμιών του Σολομώντα. Ενώ θα μπορούσε απλά να γράψει:
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του λοιπόν!
___________________________________________________________________________________________
Edgar Allan Poe: Diddling: Considered As One Of The Exact Sciences
(H Kατεργαριά Θεωρούμενη Σαν Μια Εκ Των Θετικών Επιστημών)
Αυτό το κείμενο πρωτογράφτηκε από τον Πόε σα μια κριτική στο Raising Τhe Wind του James Kenny, γραμμένη στη Philadelphia Saturday Courier (Τόμος. XIII, Αρθρο 655), στις 14 Οκτώβρη 1843




