Βιογραφικό
Ο Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν (Александр Сергеевич Пушкин), ήτανε Ρώσος λογοτέχνης, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας που θεωρείται δημιουργός της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας, και θεμελιωτής της σύγχρονης. Γνωστός φιλέλληνας και ποιητής παγκόσμιας ακτινοβολίας. Στη χώρα του τον αποκαλούν «Ήλιο της ρωσικής ποίησης». Επίσης εκτός από μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας, έγραψε έργα για την ελευθερία, μες στη σύντομη ζωή του δημιούργησε έργα που άλλαξαν δραματικά τη πορεία της ρωσικής λογοτεχνίας κι αντιστάθηκε στο τσαρικό καθεστώς της εποχής του. Με καταγωγή από τους Βαγιάρους, αριστοκράτης κι « επαναστάτης» με αιτία το τυραννικό-απολυταρχικό καθεστώς της πατρίδας του και τα δεινά των δουλοπάροικων συμπατριωτών του. Τέλος, ήταν μελετητής και θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής τέχνης και πολιτισμού.

Η μητέρα του
Ως μεγάλος αρχαιολάτρης και φιλέλληνας έβλεπε τον αγώνα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, τα επαναστατικά γεγονότα, μέσα από το πρίσμα της ελληνικής αρχαιότητας, καλούσε τα πνεύματα του παρελθόντος αρωγούς στον αγώνα τους κι έβλεπε τους εξεγερμένους Έλληνες με τις αρχαίες ενδυμασίες. Έτσι, κατά τη χρονική περίοδο 1821-23, ο Πούσκιν συμμεριζόταν τις ρομαντικές αυταπάτες σχετικά με το κίνημα των Φιλικών κι εξέταζε τα επαναστατικά γεγονότα των Ελλήνων διά μέσου του πρίσματος της αρχαιότητας. Βέβαια, κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, στη Ρωσία κυρίαρχη θέση κατείχε η αρχαιοελληνική λατρεία.

Ο πατέρας του
Γεννήθηκε στη Μόσχα 26 Μάη 1799, από γονείς ευγενείς, τον Σεργκέι Λβόβιτς Πούσκιν και τη Ναντέζντα (Νάντια) Όσιποβνα Χάννιμπαλ, (Надежда Осиповна Ганнибал) που μόλις είχαν εγκατασταθεί στη πρωτεύουσα μετά τη παραίτηση του πατέρα του, Σεργκέι, από τον τσαρικό στρατό και τη γέννηση της αδελφής του Όλγας λίγο καιρό νωρίτερα. Το 1805 γεννήθηκε και το τρίτο παιδί, ο Λεβ. Μεγάλωσε σε περιβάλλον λογοτεχνικό εφ’ όσον κι ο πατέρας του ασχολιόταν με τα γράμματα καθώς κι ο θείος του Βασίλι Πούσκιν ήτανε γνωστός της εποχής ποιητής. Στα 10 του χρόνια διάβαζε άνετα Όμηρο και στα 11 άρχισε τη φοίτησή του στο αριστοκρατικό Λύκειο Τσάρσκογε Σελό , όπου η εκπαιδευτική αντίληψη της εποχής διαπνεόταν από την ελεύθερη σκέψη του διαφωτισμού και τις φιλελεύθερες τάσεις των πρώτων χρόνων της βασιλείας του τσάρου Αλεξάνδρου. Τότε μαθητής ακόμα θα γράψει ποιήματα μεγάλης τελειότητας όπως το Ρόδο κ.α. Οι γονείς τους παραμελούσανε τα παιδιά τους, με τον πατέρα να διαθέτει πολύ λίγο χρόνο γι’ αυτά και τη μητέρα να ‘ναι πολύ ιδιότροπη στην έκφραση της αγάπης της.
Μικρός ήτανε χοντρός κι αδέξιος στις κινήσεις του. Η μητέρα του επινοούσε τιμωρίες για να του αποβάλλει τις κακές συνήθειες και την αδεξιότητά του, τελικά όμως η υπομονή της εξαντλούνταν με το ανυπάκουο και σκυθρωπό παιδί της. Ήταν, αντίθετα, πολύ τρυφερή στην Όλγα κι ιδιαίτερα στον μικρότερο τον Λεβ, κάνοντας τον Αλεξάντρ εσωστρεφές παιδί. Με τους γονείς του μιλούσε γαλλικά, συνήθεια των ευγενών της εποχής. Τα ρωσικά τα έμαθε από τη γιαγιά του από τη πλευρά της μητέρας του και τους δουλοπάροικους που υπηρετούσαν στο σπίτι. 2 δουλοπάροικοι άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του: ο Νικολάι Κοζλόφ που ‘μεινε κοντά του πιστός κι όταν μεγάλωσε κι η τροφός του Αρίνα Ροντιόνοβνα, μέσω της οποίας έμαθε τη λαϊκή ρωσική ποίηση. Ο θείος του, ποιητής Βασίλι Πούσκιν (αδελφός του πατέρα του), τονε βοήθησε επίσης στα πρώιμα καλλιτεχνικά του βήματα κι αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον μικρό Αλέξανδρο.
Από μικρός έδειξε ισχυρή κλίση προς τη λογοτεχνία, πιάνοντας τη πέννα από παιδί, ενώ γνωρίζεται με σπουδαίες προσωπικότητες των τεχνών και των γραμμάτων στο σπίτι του, που ήταν εστία συγκέντρωσης προσωπικοτήτων της εποχής. Το 1811, στα 12 έφυγε από τη Μόσχα για την Αγία Πετρούπολη και μπήκε υπότροφος στο Λύκειο του Τσάρσκογιε Σέλο, που μόλις είχε εγκαινιάσει τη λειτουργία του, ιδρυμένο από τον Αλέξανδρο Α΄. Το Λύκειο αποτέλεσε λίκνο ελεύθερων πνευμάτων κι επαναστατών, με πολλούς νέους, τέκνα ευγενών, να ενστερνίζονται φιλελεύθερες ιδέες. Η ποίηση αποτελούσε μάθημα με μεγάλη σπουδαιότητα, με τους μισούς μαθητές να γράφουν ποιήματα. Ο Πούσκιν έκανε δύο εγκάρδιους φίλους εκεί, τον Βίλχελμ Κάρλοβιτς Κύχελμπέκερ, γερμανικής καταγωγής, που διακρίθηκε μετέπειτα ως ποιητής κι αφού εισήλθε στον κύκλο των Δεκεμβριστών, έλαβε μέρος στην εξέγερση του Δεκέμβρη 1825 και τον Αντόν Αντόνοβιτς Ντέλβιγκ, τέκνο ευγενών, βαλτικής καταγωγής, που επίσης διακρίθηκε ως ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας.
Το Λύκειο Τσάρσκογιε Σέλο σήμερα -που στιγμή δεν το ‘βγαλε από το νου του
Ζωηρός νέος, γλέντια στην αυλή, διασκεδάσεις από τη μια πλευρά και συγγραφική εργασία από την άλλη με στίχους κι επιγράμματα που χτυπούνε το απολυταρχικό σύστημα και τους κοσμικούς κύκλους. Αμέσως δημιουργεί γύρω του ένα κύκλο εχθρών, το δε ποίημά του Ωδή Στην Ελευθερία του ανοίγει τον δρόμο για την εξορία αλλά όχι για τη Σιβηρία όπου ήθελε ο τσάρος αρχικά να τον στείλει αλλά για τον νότο και το Κισινιόφ της σημερινής Μολδαβίας και κατόπιν στην Οδησσό. Είναι 20 χρονών, είναι δημοφιλέστατος στο λαό και για τους γεμάτους Ελευθερία πολιτικούς στίχους του καθώς και για το 1ο του επικό έργο το Ρουσλάν & Λουντμίλα, φολκλορικό ρεαλιστικό έργο που προκάλεσε αίσθηση με τη κυκλοφορία του κι αποτελεί και σήμερα με την ανάλογη επεξεργασία αγαπημένο ανάγνωσμα των παιδιών. Στη Μολδαβία και την Οδησσό θα γνωρίσει και θα συνδεθεί με πολλούς Έλληνες της Ελληνικής Επανάστασης που θα γίνει φλογερός υποστηρικτής.
Ένα αρχοντολόγι σκληρό, χωρίς αίσθημα και νόμο
έκανε με μαστίγιο δικό της τον κόπο και το χρόνο
του γεωργού…
Στίχοι από το ποίημά του Χωριό, από τα ποιήματα που δυνάμωναν την έχθρα του κατεστημένου εναντίον του κι ήταν ένα από τα εκλεκτά πολιτικά του ποιήματα που όλος ο λαός κι οι θαυμαστές του περίμεναν με αγωνία να διαβάσουν. Τα λυρικά του ποιήματα μικρά αριστουργήματα τέχνης μουσικά μελωδικά κομψοτεχνήματα που άνοιξαν νέους δρόμους στη Ρωσική ποίηση, τα έγραφε εξ ίσου πυκνά όπως και τα πολιτικά.
Είναι μόλις 15 ετών όταν δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα, το 1815 και συγκεκριμένα το ποίημα Ο Ίσκιος Του Φονβίζιν, όπου σατίριζε δριμύτατα τους αρχαΐζοντες (τους ομιλητές της σλαβονική γλώσσα -τα αρχαία σλαβικά), παίρνοντας σαφή θέση στο γλωσσικό πρόβλημα που γνώριζε όξυνση τότε. Το 1817 έγραψε την ωδή Η Ελευθερία, όπου ενώνει τη φωνή του με τον Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Ραντίτσεφ και τον Βασίλι Βασίλιεβιτς Καπνίστ κατά του δεσποτισμού. Αντίθετα από την επιθετικότητα του Ραντίτσεφ, απηύθυνε έκκληση στους άρχοντες για εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας, επικαλούμενος το Φυσικό Δίκαιο της ελευθερίας. Η ωδή αυτή διαβάστηκε από πολλούς, θεωρήθηκε όμως αντικαθεστωτική και δεν τυπώθηκε παρά μόνο στο εξωτερικό πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.
Με την αποφοίτησή του από το Αυτοκρατορικό Λύκειο είναι ήδη ευρέως γνωστός για το ταλέντο του στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Η πρόσφατη Γαλλική Επανάσταση εμπνέει το νεαρό Πούσκιν, ο οποίος προσηλώνεται στα φιλελεύθερα ιδεώδη και τον ουμανισμό. Οι νέοι που έβγαιναν απ’ το Λύκειο του Τσάρσκογιε-Σελό διορίζονταν, συνήθως -σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους- είτε σε στρατιωτικά συντάγματα είτε στις κεντρικές πολιτικές υπηρεσίες. Οι περισσότεροι στη συνέχεια παραμελούσανε τα καθήκοντά τους και χαίρονταν τη ζωή, ύστερα από χρόνια στα θρανία. Ο Πούσκιν αποφοίτησε και διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Άρχισε να συχνάζει σε λογοτεχνικούς κύκλους και να ζει έντονα. Ο πρίγκιπας Πιοτρ Αντρέγεβιτς Βιάζεμσκι έγραφε τότε στον θείο τού ποιητή, Βασίλι Πούσκιν:
“Πρέπει να τον κλείσουμε σε κανένα φρενοκομείο. Τι διαβόλους έχει μέσα του! Όλη την κινητή κι ακίνητη περιουσία μου δίνω, για να μπορώ να γράψω τέτοιους στίχους. Αυτό το λυσσασμένο ξεπεταρόνι θα μας καταφέρει όλους, εμάς και τους προγόνους μας“.
Σε ηλικία 20 περίπου ετών γνωρίζει το έργο του Λόρδου Βύρωνα ενώ σταδιακά αναδεικνύεται ως εκπρόσωπος των ριζοσπαστικών λογοτεχνών, κάτι που προκαλεί σύγκρουση με τη κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα, εξορίζεται από τη πρωτεύουσα και βρίσκεται στον Καύκασο, τη Κριμαία, τη Καμένκα και το Τσισνάου, όπου έγινε μέλος της μασονικής στοάς αλλά και της ελληνικής Φιλικής Εταιρείας, με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό. Όταν ξέσπασε η επανάσταση, ο Πούσκιν κρατούσε ημερολόγιο με τα σημαντικότερα γεγονότα του ελληνικού αγώνα, ενώ συνέθεσε κι αρκετά ποιήματα. Τα χρόνια αυτά γράφει τον Αιχμάλωτο Του Καυκάσου, ενώ στη συνέχεια μετά από νέα σύγκρουση με το τσαρικό καθεστώς, εξορίζεται στο κτήμα της μητέρας του, όπου αναγκάζεται να παραμείνει για δυο χρόνια.
Στα χρόνια αυτά της εξορίας έγραψε το δράμα Μπόρις Γκουντούνοφ, το όποιο όμως δεν θα κατορθώσει να δημοσιεύσει πριν από το 1830, λόγω της λογοκρισίας την οποία υφίσταται ακόμα και μετά τη χάρη που λαμβάνει από τον τσάρο Νικόλαο τον Α’. Το πρωτότυπο του δράματος ωστόσο, χωρίς λογοκριτικές επεμβάσεις δεν δημοσιεύθηκε πριν από το 2007. Ο Ντοστογιέφσκι, θαυμαστής του Γκουντούνοφ, έγραψε αργότερα:
“Θα μπορούσαν να γραφούν ολόκληρα βιβλία πάνω στους χαρακτήρες του έργου αυτού, που ο Πούσκιν άντλησε από τη ρωσική γη, που πρώτος αυτός ανακάλυψε, λάξεψε κι έθεσε μπρος στα μάτια μας, για τώρα και για πάντα, μες στην αδιαφιλονίκητα σεμνή και μεγαλόπρεπη μαζί ψυχική ομορφιά τους“.
Πολλά ποιήματα που έγραψε στα χρόνια 1817-1820 συντίθενται από παιχνιδιάρικους στίχους, εκφράζοντας, άλλα από αυτά ήρεμα αισθήματα κι άλλα ισχυρά πάθη, όπως το ποίημα Ο Θρίαμβος Του Βάκχου. Την ίδια περίοδο ο ποιητής έγραψε το 1ο μεγάλο ποιητικό του έργο, κωμικοηρωικό έπος 3.000 στίχων, το Ρουσλάν & Λιουντμίλλα, μεγάλο παραμύθι με θρυλικές περιπέτειες του ήρωα, που αναζητά την αγαπημένη του κι αγωνίζεται να τη σώσει από τις εχθρικές μαγικές δυνάμεις. Παράλληλα όμως συνέχισε τη καυστική μέσω των γραπτών του κατά της κοινωνικής κατάστασης στη τσαρική Ρωσία και της έντονης δεσποτικής φύσης της, προκαλώντας τελικά την οργή του τσάρου Αλέξανδρου Α’, που αποφάσισε να τον στείλει εξόριστο στη Σιβηρία ή στον ακόμα πιο παγωμένο Βορρά, σε μοναστήρι σε νησί της Λευκής Θάλασσας.
Έσπευσαν πάντως να τον βοηθήσουνε 3 κορυφαίοι τότε εκπρόσωποι των ρωσικών γραμμάτων, ο λογοτέχνης-ιστορικός Νικολάι Μιχάιλοβιτς Καραμζίν, ο ποιητής Βασίλι Αντρέγεβιτς Ζουκόφσκι κι ο Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Ολένιν, πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, άντρας μ’ εξαιρετική ευρυμάθεια. Ενεργοποίησαν υψηλές γνωριμίες τους και με τη συνδρομή και της τσαρίνας κινητοποιήθηκαν για να τον σώσουν από την οργή του τσάρου. Τη πλάστιγγα όμως οριστικά υπέρ του έκρινε ο Καποδίστριας, άμεσος προϊστάμενός του στο Υπουργείο Εξωτερικών, αφού πρώτα τού υποσχέθηκε ο Πούσκιν να μείνει μακρυά από τη πολιτική για 1 χρόνο. Μετά την υπόσχεση αυτή απέσπασε την έγκριση του τσάρου για μετάθεση του αντιδραστικού στη Νότια Ρωσία.
Στο τότε ρωσικό Κισινιόφ, τη πρωτεύουσα σήμερα της Μολδαβίας (Κισινάου στα ρουμανικά), στη Βεσσαραβία της νότιας Ρωσίας όπου μετατέθηκε, τέθηκε υπό την επίβλεψη του στρατηγού Ιβάν Νίκιτιτς Ίνζοφ, γενναίου και καλλιεργημένου, διακεκριμένου πολεμιστή των ναπολεόντειων πολέμων, έπειτα από επιθυμία του Καποδίστρια, που μ’ επιστολή στον στρατηγό του ζητά να δείξει φροντίδα στο νεαρό ποιητή, συμπληρώνοντας:
“Δεν υπάρχει ακρότητα που να μην υπέπεσε ο ατυχής αυτός νέος, όπως δεν υπάρχει και τελειότητα που δεν θα μπορούσε να πετύχει με την υψηλή ποιότητα των χαρισμάτων του“.
Στο Κισινιόφ, το 1821, ήρθε πιο κοντά στην υπόθεση της προσπάθειας των Ελλήνων για ανεξαρτησία, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η Ελλάδα θα θριάμβευε κι εκθειάζοντας την ανδρεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο ενθουσιασμός του όμως δεν κράτησε πολύ. Απογοητεύτηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αποδίδοντάς του ανικανότητα στον ηγετικό ρόλο που είχε αναλάβει. Η εκτίμηση αυτή του ποιητή βασίστηκε σε εσφαλμένες κι ανεπαρκείς πληροφορίες. Θεωρούσε ακόμα γενναίο τον Υψηλάντη, δυσφόρησε όμως που μετά την άτυχη μάχη στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821), ο Υψηλάντης κατέφυγε στην Αυστρία. Η απογοήτευση του από την αναβλητικότητα, τη διχόνοια και την αδιαφορία πολλών Ελλήνων για την εθνική υπόθεση, τον εξοργίζει και στηλιτεύει αγανακτισμένος τους Έλληνες ως άθλιο λαό ληστάρχων και μπακάληδων, σπεύδοντας όμως μετανιωμένος κι έχοντας πικράνει κάποιους φίλους του, να δηλώσει ότι η καρδιά του δεν θα μπορούσε να νιώσει εχθρότητα στις ευγενικές προσπάθειες αναγεννώμενου λαού.
Ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Αντόν Αντόνοβιτς Ντέλβιγκ, ο πιο στενός φίλος του ποιητή, πέθανε μόλις 32 ετών από ασθένεια στους πνεύμονες, κείνες τις μέρες. Την ίδια εποχή, έγραψε μια από τις καλύτερες μπαλάντες του, Το Τραγούδι Του Σοφού Ολέγκ, βασισμένο σε σκανδιναβικό και ρωσικό μύθο. Στη μπαλάντα αυτή στρέφεται στους καιρούς του Ολέγκ και του Ίγκορ, 1ων ηγεμόνων του Κιέβου (μετά το Νόβγκοροντ, 2η πρωτεύουσα των Ρως). Η μπαλάντα ακολουθούσε το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού και μιλούσε για την αξία της συντροφικότητας, τους φίλους που αφήσαμε πίσω, την αλαζονεία, τη τιμή, τις αρχέγονες ιδέες συλλογικότητας που προδώσαμε και τη νέμεση. Είναι ποίημα σαφώς επηρεασμένο από το έργο του λόρδου Μπάιρον.
Ως τα τέλη του 1822 έγραψε και τα: Οι Αδελφοί Λήσταρχοι (δεν το ολοκλήρωσε), Η Πηγή Του Μπαχτσε-Σαράι. Είχε κάνει τότε κι αρκετά ταξίδια, στο Κίεβο, στο Αικατερίνοσλαβ (σημερινό Ντνιπροπετρόφσκ στην ανατολική Ουκρανία) και μεγάλο ταξίδι στον Καύκασο. Χαρακτηριστικό θέμα των ποιημάτων είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας. Από τα γράμματα του ποιητή διαφαίνεται πως το Η Πηγή Του Μπαχτσε-Σαράι είναι στενά δεμένο με δυνατό προσωπικό αίσθημα, τον ένα από τους 2 πιο αγνούς έρωτες της ζωής του, έρωτα που εκφράζει με το φλογισμένο στόμα του χάνου (ηγεμόνα στους ταταρικούς λαούς) Γιρέι. Οι μελετητές του δεν είναι σύμφωνοι ως προς το όνομα της κοπέλας που αγαπούσε. Πιο πιθανό να ήταν η Σοφία Ποτόσκαγια, συνομήλική του, κόρη Πολωνορώσου στρατηγού κι Ελληνίδας Πολίτισσας, την οποία αγαπούσε από μικρός, από τα χρόνια της Αγίας Πετρούπολης. Η Σοφία τού είχε διηγηθεί τη περιπέτεια της γιαγιάς της, που ο χάνος της Κριμαίας την είχε πάρει αιχμάλωτη στο Μπαχτσέ-σαράι (ή Μπαχτσισαράι-Παλάτι των Κήπων-πρωτεύουσα του Χανάτου της Κριμαίας).
Δεκέμβρη 1825 σημειώθηκε στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα εξέγερση κατά του τσάρου, εξέγερση με διαφορετικό αίτημα στις 2 πόλεις. Στη μεν Αγία Πετρούπολη το αίτημα ήταν η παροχή Συντάγματος, στη δε Μόσχα η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Κοινό όμως αίτημα και των 2 κινημάτων ήταν η απελευθέρωση των χωρικών από τη δουλοπαροικία και του λαού από το δεσποτισμό. Η εξέγερση απέτυχε υπό το βάρος των κανονιών κι ακολούθησαν τα μαρτύρια των Δεκεμβριστών. Ξεκίνησαν ανακρίσεις με συμμετοχή και του ίδιου του αυτοκράτορα, Νικολάου Α’ στην ανακριτική επιτροπή. Καταδικάστηκαν σε θάνατο κι εκτελέστηκαν δια απαγχονισμού οι θεωρούμενοι ως πρωταίτιοι, οι Πιοτρ Γκριγκόρεβιτς Κακόφσκι, Σεργκέι Ιβάνοβιτς Μουράβιοφ-Αποστόλ, Μιχαήλ Παύλοβιτς Μπεστούσεφ-Ριουμίν, ο ποιητής Κοντράτι Φιοντόροβιτς Ρυλέγιεφ κι ο συνταγματάρχης κι ιδεολογικό μυαλό του κινήματος Πάβελ Ιβάνοβιτς Πέστελ, βετεράνος των πολέμων 1812-13. Όλοι τους, με εξαίρεση τον 1ο, ήτανε πολύ καλοί φίλοι του Πούσκιν. Πολλοί άλλοι εξορίστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στα βάθη της Σιβηρίας και πέθαναν από τις κακουχίες ή επέστρεψαν στα σπίτια τους μετά από πολλά χρόνια. Πολλοί από τους Δεκεμβριστές που μαρτύρησαν στους τόπους εξορίας ήταν από το Λύκειο του Τσάρσκογιε-Σέλο παλιοί συμμαθητές του ποιητή. Πολλοί από αυτούς που τούς ανέκριναν ήταν συμμαθητές τους από το ίδιο Λύκειο.
Ο Πούσκιν έγινε κι αυτός στόχος των ανακριτικών Αρχών. Ο τσάρος όμως Νικόλαος Ά, σκέφθηκε ότι η σύλληψη του πιο φημισμένου ποιητή της Ρωσίας θα έβλαπτε το θρόνο του, ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που δεν υπήρχαν στοιχεία ούτε καν ηθικής συνέργειάς του στο κίνημα των Δεκεμβριστών. Παράλληλα, ο καλός φίλος του Πούσκιν, Ζουκόφσκι, παρέδωσε επιστολή του ποιητή στον τσάρο στην οποία επικαλείται τη μεγαλοψυχία του αυτοκράτορα κι υπόσχεται ότι δεν θα εκδηλώσει από ‘δώ και πέρα γνώμες αντίθετες προς τη καθιερωμένη τάξη. Ο συμβιβασμός δεν τον απήλλαξε όμως αμέσως, ούτε κι αργότερα, από δύσκολες ώρες. Ως τις αρχές Σεπτέμβρη 1826 βρισκόταν υπό την επιτήρηση των τοπικών Αρχών, στο Μιχαηλόφσκογιε, παραθεριστικό μέρος της οικογένειάς του στη Περιφέρεια του Πσκοφ.
Μετά την επιστροφή του από την εξορία, πέρασε δύσκολες μέρες στη Μόσχα. Η λογοκρισία των έργων του -την οποία σύμφωνα με την υπόσχεσή του ασκούσε προσωπικά ο τσάρος- ήτανε πολύ πιεστική κι η παρακολούθηση της αστυνομίας πολύ στενή. Επί πλέον οι κριτικοί αντιμετώπισαν τα έργα του αυτής της περιόδου δυσμενώς και το χειρότερο, πολλοί ομοϊδεάτες του τον κατηγόρησαν ως αποστάτη. Παρά ταύτα κείνη την εποχή έγραψε τις λεγόμενες μικρές τραγωδίες του (Μότσαρτ & Σαλιέρι, Ο Πέτρινος Επισκέπτης κ. α.), πεζογραφήματα, ποιήματα κι άρθρα. Παράλληλα από το 1826 μέχρι το 1831 ζούσε μιαν άσωτη ζωή στη Μόσχα. Το 1831 παντρεύτηκε τη Ναταλία Νικολάγεβνα Γκοντσάροβα ύστερα από περιπετειώδη σχέση. Εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε και πάλι σε κρατική θέση και το 1834 πήρε το αυλικό αξίωμα του Kammerjunker. Του ανατέθηκε να γράψει ιστορία του Μεγάλου Πέτρου που τον θαύμαζε, αλλά αυτός έγραψε την Ιστορία (της εξέγερσης) Του Πουγκατσόφ, μυθιστόρημα με συναφές θέμα Η Κόρη Του Λοχαγού, το ημιτελές μυθιστόρημα Ντουμπρόβσκι κι άλλα ελάσσονα έργα, που έμειναν επίσης ημιτελή.
Ο Ζωρζ ντ’ Αντές (Georges d’Anthès) ήταν Γάλλος εμιγκρές, αξιωματικός της φρουράς στην Αγία Πετρούπολη. Γνωρίστηκε με το ζεύγος Πούσκιν και φλέρταρε αρκετά φανερά τη Ναταλία. Ο Πούσκιν απείλησε τον ντ’ Αντές και τότε ο τελευταίος παντρεύτηκε την αδελφή της Ναταλίας, Εκατερίνα Γκοντσάροβα. Οι φήμες όμως και τα ανώνυμα γράμματα δεν σταματούσαν, με συνέπεια να γράψει ο ποιητής ένα προσβλητικό γράμμα στο θετό πατέρα του ντ’ Αντές, τον Ολλανδό επιτετραμμένο βαρώνο Heeckeren. Η μονομαχία που ακολούθησε ήταν η τελευταία από τις πολυάριθμες του Πούσκιν. Τραυματίστηκε στο στομάχι και σε 2 μέρες πέθανε.

Στα παιδικά χρόνια διάβαζε λαϊκούς Ρώσους ποιητές, έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων κι από μικρός έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Τη περίοδο κείνη η ποίηση ήτανε βασικό μάθημα στα σχολεία της Ρωσίας. Άρχισε να δημοσιεύει από τα 1814, στο περιοδικό, The Messenger Οf Europe.Ο Πούσκιν επηρεάστηκε από τις ιδέες του Διαφωτισμού και στα 16 έγραψε σειρά από ποιήματα υπέρ της ελευθερίας. Τα πρώτα του ποιήματα σατίριζαν τους ομιλητές της σλαβονικής γλώσσας κι ήταν κατά του δεσποτισμού του τσαρικού καθεστώτος. Όταν ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄έμαθε το περιεχόμενο των ποιημάτων του, αποφάσισε να τον εξορίσει στον Βορρά. Ο Ιωάννης Καποδίστριας που ήταν προϊστάμενος του στο Υπουργείο Εξωτερικών και θαυμαστής των έργων του, τον έσωσε από την οργή του τσάρου και κατάφερε να τον μεταθέσει στη Νότια Ρωσία, όπου τα πράγματα ήτανε καλλίτερα. Τη περίοδο κείνη επισκέφτηκε τη Κριμαία κι ήρθε σε επαφή με τα απελευθερωτικά κινήματα της Ευρώπης.
Ευαισθητοποιήθηκε από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία κι ήρθε σε επαφή με τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ο Πούσκιν γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και στα ποιήματά του αναφερόταν στον αγώνα των Ελλήνων και πολλές φορές ασκούσε κριτική στις ενέργειες των Ελλήνων. Ένα από τα κορυφαία του έργα είναι το Μπόρις Γκουντούνοφ, που έγραψε τη περίοδο της εξορίας κι είχε κεντρικό χαρακτήρα τον Μπορίς Γκουντούνοφ που ανέλαβε τη καταπολέμηση μιας επερχόμενης εξέγερσης κι εκφωνούσε λόγους υπέρ της ελευθερίας. Μετά την εξέγερση που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα κατά του τσαρικού καθεστώτος τον Δεκέμβριο του 1825 πολλοί ποιητές που υποστήριζαν τις απελευθερωτικές ιδέες του λαού με τα γραπτά τους, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν. Ο Πούσκιν έγινε ξανά στόχος του Τσάρου αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον του κι απλά τέθηκε υπό την παρακολούθηση των αρχών. Τη περίοδο αυτή συνέχισε να γράφει πεζογραφήματα και ποιήματα που αντιμετωπίστηκαν με λογοκρισία.
“Δεν μου αρέσει η ζωή στη Μόσχα, εδώ ζεις όχι όπως θες εσύ αλλά όπως θέλουν οι μεγάλες γυναίκες να ζεις“.
Η συλλογή με τίτλο Τα Διηγήματα Του Μακαρίτη Ίβαν Πέτροβιτς που κυκλοφόρησαν το 1831 θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα του. Το αντιπολιτευτικό ποίημά του Στιλέτο τονε στέλνει εξορία στο κτήμα της μητέρας του το Μιχαηλόφσκαγε και στη περιοχή του Πσκοφ όπου ζει ερημικά με τη συντροφιά της αγαπημένης γιαγιάς του και λίγων πιστών φίλων που έρχονται από τη μακρινή Πετρούπολη να τον επισκεφτούν. Γράφει διαρκώς και συγχρόνως πιέζει τους φίλους του να μεσολαβήσουν για να λήξει η ποινή της απομόνωσης του και να επιστρέψει στη Πετρούπολη. Τελικά ο νέος Τσάρος Νικόλαος Α’ του δίνει τη πολυπόθητη άδεια και το 1827 ο Πούσκιν θα εγκατασταθεί οριστικά στην Πετρούπολη. Η βιοποριστική εργασία του, η προσωπική του ζωή καθώς κι η λογοτεχνική του δράση ελέγχονται πλήρως από τις μυστικές υπηρεσίες και τον ίδιο τον τσάρο από τον οποίο και ο Πούσκιν εξαρτάται απόλυτα. Ασφυκτικός ο κλοιός γύρω του, πολλοί οι εχθροί του ιδίως οι αυλικοί κι οι κοσμικοί της εποχής, η ζωή του φιλελεύθερου αυτού πνεύματος καταντά μαρτυρική. Παρά τις αντιξοότητες δημιουργεί, γράφει τα έργα που θα τον περάσουν στην αθανασία της Τέχνης και στη κορφή της. Αναδείχτηκε σταδιακά ως ο εκπρόσωπος των Ριζοσπαστικών λογοτεχνών , γεγονός που προκαλούσε τις συγκρούσεις του με τη Κυβέρνηση, τις εξορίες του κ. λ. π., η δε ελευθεροφροσύνη του κι η περιφρόνηση που έδειχνε προς την νέα αριστοκρατία και την αυλή προκάλεσαν την εχθρότητα της καλής κοινωνίας και της γραφειοκρατικής κορυφής. Από τις αρχές του 1830 ο Πούσκιν δέχεται συνεχώς τις επιθέσεις του αντιδραστικού τύπου αλλά δεν σταματά να έχει στραμμένη την προσοχή του στην ιστορική τύχη και τα σύγχρονα προβλήματα της χώρας, του λαού και της κοινωνίας στην ανάπτυξη της εθνικής κουλτούρας, στο φιλοσοφικό νόημα της ζωής και της Ιστορίας.
Στις 18 Φλεβάρη 1831 παντρεύτηκε τη Ρωσίδα Νατάλια Γκοντσάροβα, που την είχε ερωτευτεί από όταν εκείνη ήτανε 16 χρονών. Η Ναταλία φημιζότανε για την ομορφιά της στους κύκλους των ευγενών της τσαρικής αυλής. Το 1833 δημοσιεύεται η έμμετρη του σύνθεσή του Ευγένιος Ονέγκιν, έργο που αποδεικνύεται προφητικό αφού ο ποιητής θα ‘χει το ίδιο τέλος με αυτό του διάσημου ήρωά του. Ο κορυφαίος Ρώσος κριτικός της εποχής Vissarion Belinsky χαρακτηρίζει τον Ευγένιο Ονέγκιν “εγκυκλοπαίδεια της ρωσικής ζωής και καθρέφτη της εθνικής συνείδησης στη 1η της αφύπνιση“. Ο ίδιος αποκαλεί την αισθητική αντίληψή του που αποτυπώνεται στον Ονέγκιν ρομαντικό ρεαλισμό και τον εαυτό του “ποιητή της πραγματικότητας“.
Η Νατάλια
Ύστερα από διαβεβαιώσεις ότι το τσαρικό καθεστώς δεν θα τον έδιωχνε ξανά από τη Ρωσία επιστρέφει παντρεύεται, αποκτά 4 παιδιά και μετακομίζει οικογενειακώς σε διαμέρισμα στην Αγία Πετρούπολη. Η Ναταλία Γκοντσάροβα γεννήθηκε το 1812. Μετά το θάνατο του Πούσκιν λέγεται πως ήταν ερωμένη του Τσάρου και το 1844 παντρεύτηκε ένα Ρώσο Ευγενή. Η γυναίκα του συνέχισε να ‘ναι πειρασμός για τους ευγενείς ακόμα και για τον Τσάρο Νικόλαο Α’, που λέγεται πως είχε σχέσεις πριν και μετά το θάνατο του άντρα της. Πολλοί τη κατηγόρησαν ότι ήταν ο λόγος που ο Πούσκιν παρήκμασε, καθώς τα ακριβά της γούστα τον οδήγησαν να πάρει μεγάλα δάνεια και να γράφει συνεχώς ποιήματα με σκοπό να τα αποπληρώσει. Πλέον έγραφε για το κέρδος κι όχι από ευχαρίστηση κι αυτό φαινότανε στο περιεχόμενο των έργων του. Πολλοί θαυμαστές του Πούσκιν της καταλόγισαν ευθύνες και για τον θάνατο του ποιητή.
Το 1835 η Ναταλία γνωρίστηκε με τον Γάλλο ευγενή, Ζορζ ντ’ Αντές κι άρχισαν να κυκλοφορούνε πολλές φήμες για τη σχέση τους. Στο σπίτι του Πούσκιν έφταναν συνεχώς προσβλητικά γράμματα για τη τιμή της γυναίκας του και του ίδιου. Ο Πούσκιν έμαθε ότι αποστολέας ήταν ο θαυμαστής της γυναίκας του, Ζορζ ντ’ Αντές και τονε κάλεσε σε μονομαχία. Στις 29 Γενάρη 1837 κοντά στον ποταμό Τσερνάγια οι 2 άντρες στάθηκαν απέναντι. Ο Πούσκιν τραυματίστηκε πρώτος από τη σφαίρα του Ντ’ Αντές και 2 μέρες μετά υπέκυψε στα τραύματα του. Ο θάνατος του βύθισε στη θλίψη τους Ρώσους. Ήτανε 38 χρονών αλλ’ είχε αφήσει πίσω του μεγάλο έργο λογοτεχνικών κειμένων και ποιημάτων. Ο ποιητής Mikhail Lermontov συνθέτει την ωδή Ο Θάνατος Του Ποιητή, που, ειρωνικά, προφητεύει και το δικό του θάνατο, επίσης σε μονομαχία. Άφησε πίσω του περί τα 800 λυρικά κι αφηγηματικά ποιήματα, πολιτικά κείμενα και δοκίμια, που περισσότερα δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον εξαιτίας της τσαρικής λογοκρισίας. Χαρακτηρίζεται ο θεμελιωτής της νέας ρωσικής λογοτεχνίας και τιμάται ως ο εθνικός ποιητής της Ρωσίας.
Ο Πούσκιν στα μόλις 25 χρόνια της συγγραφικής ζωής του δημιούργησε έργα που άλλαξαν δραματικά την πορεία της Ρωσικής Λογοτεχνίας. Η σημασία των έργων του και οι διαστάσεις της μεγαλοφυΐας του τον τοποθετούν στη σειρά των εξαιρετικών μορφών του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Η μεγάλη απήχηση των έργων του στο λαό αλλά κι η οξύτητα και ελευθερία των αντιλήψεών του έχουνε προκαλέσει την εχθρότητα επισήμων κύκλων που τον εποφθαλμιούν κι ενθαρρύνουν ή και προκαλούν μονομαχία μεταξύ του Πούσκιν και του Γάλλου αξιωματικού Ζωρζ ντ’ Αντές θαυμαστή της συζύγου του ποιητή. Τα δήθεν γράμματα θαυμασμού του Γάλλου εμιγκρέ στην ωραία κοσμική Ναταλία η αιτία του πρόωρου θανάτου του μεγάλου ποιητή.
Μέσα στο θόρυβο της ορμητικής ζωής
έψαχνα ν’ αφουγκραστώ την ομορφιά…
έγραφε σε ένα από τα πρώτα του ποιήματα. Οι νεωτερισμοί του προκαθόρισαν όχι μόνο την ανάπτυξη της Ρωσικής λογοτεχνίας (Γκόγκολ, Λέρμοντοφ, Νεκράσοφ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι κ. α) αλλά κι όλων σχεδόν των εκφράσεων της Ρωσικής τέχνης και της πνευματικής ζωής του 20ου αιώνα. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Η μονομαχία έλαβε χώρα στις 27 Γενάρη 1837 στα περίχωρα της Πετρούπολης, κοντά στον ποταμό Τσερνάγια, ο ποιητής τραυματίστηκε θανάσιμα στη κοιλιά. Μεταφέρεται στο σπίτι του όπου ο γιατρός του διαπιστώνει τη σοβαρότητα του τραύματος. Η γυναίκα του, μάταια προσπαθεί τις πρώτες ώρες να μπει στο δωμάτιό του. Ο ποιητής δε θέλει να την απελπίσει. Κοντά του βρίσκονται ο γιατρός του κι ο πιστός του φίλος Ντανζάς, που ωστόσο αδυνατούν να του κρύψουνε την αλήθεια. Τελικά πέθανε μετά 2 μέρες 29 Γενάρη 1837 (παλιό ημερολόγιο).
Ο Ρωσικός λαός θεώρησε τον θάνατό του εθνική τραγωδία κι η τσαρική Κυβέρνηση φοβούμενη το θόρυβο επέβαλε αυστηρό έλεγχο στον τύπο κι η κηδεία του έγινε σε διαφορετικό τόπο από τον αρχικό καθορισμένο, η δε σορός του μεταφέρθηκε κρυφά νύχτα κι ενταφιάστηκε εσπευσμένα στο Μοναστήρι Σβιατογκόρσκι (σημερινό χωριό Πουσκίνσκιε Γκόρι της περιοχής του Πσκοφ).
Αφιέρωσε αρκετά ποιήματα στον ελληνικό λαό που πολεμούσε για την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους. 2 από αυτά μετέφρασε ο Βάρναλης. Το ποίημα Εμπρός Ελλάδα που συμπεριέλαβε στα Ποιητικά (1956). Η μετάφραση αυτού του ποιήματος πρωτοδημοσιεύτηκε το 1949 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (Χριστούγεννα 1949 τεύχ. 7-8) με τον τίτλο Για Την Ελλάδα Του 1921. Μαζί με αυτό δημοσίευσε και τη μετάφραση ενός ακόμη ποιήματος του Πούσκιν την οποία δε συμπεριέλαβε στα Ποιητικά. Πρόκειται για το ποίημα με τίτλο Σε Μια Πιστή Γραικιά.
Ο Πούσκιν μπορεί να ήταν μικρός το δέμας, αλλά ήτανε γίγας στη λογοτεχνία. Είναι ο 1ος μείζων παγκόσμια συγγραφέας που έβγαλε η Ρωσία και με τον Ευγένιο Ονέγκιν, ο 1ος Ρώσος μυθιστοριογράφος, μολονότι το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε στίχους. Έγραψε σε κάθε λογοτεχνικό είδος και συχνά με τρόπο ιδιαίτερα μοντέρνο για τον σύγχρονο αναγνώστη. Είναι ο δημιουργός της ρωσικής λογοτεχνικής γλώσσας και οι φαινομενικά απλοί στίχοι των ποιημάτων του (που η εκφραστικότητά τους έχει συγκριθεί με τη μουσική του Μότσαρτ) πολύ δύσκολα μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες. Γι’ αυτό και στο εξωτερικό δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς ο μέγιστος τούτος Ρώσος ποιητής. Η λογοτεχνία του 19ου αι. βρίσκει σ’ αυτόν, τον 1ο μεγάλο ερμηνευτή της και τη πιο αντιπροσωπευτική μορφή του εθνικού πνεύματος. Η γλώσσα του, πλούσιο μείγμα παλαιών σλαβόνικων και ρωσικής καθομιλούμενης της εποχής, έβαλε τα θεμέλια της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας. Φυσιογνωμία μ’ εκλεκτική συγγένεια προς τον Βύρωνα (και πολλά κοινά βιογραφικά στοιχεία: όπως τα ταξίδια φυγής, τους παθιασμένους έρωτες και την ανάμιξη στη πολιτική), τον ανακάλυψε στα 20 του και με τη σειρά του αναγνωρίστηκε, εξίσου νέος, ηγετική φυσιογνωμία του Ρομαντισμού στη χώρα του.
Ήταν λίγες οι δίοδοι του πνεύματος και της ευρυμάθειάς του κι ακόμη και κείνος που ξέρει τα γενικά χαρακτηριστικά της ζωής του Πούσκιν (προνομιακή ανατροφή, επαναστατημένη νιότη, εξορία, λογοκρισία προσωπικώς από τον Τσάρο, γάμος με κοσμική καλλονή, πρόωρος θάνατος σε μονομαχία), θα εκπλαγεί από τη καταπίεση της δημιουργικής ελευθερίας που υπέστη. Από λογοκρισία περνούσε η προσωπική αλληλογραφία του, παρακολουθούνταν οι κινήσεις του κι η ζωή του ήτανε στενά δεμένη με την αυλή. Κατά την επιθυμία του Τσάρου Νικολάου A΄ έπρεπε να υποβάλει όλα τα χειρόγραφά του για επίβλεψη και τα πάντα άθλια οικονομικά του τον αναγκάζανε σε ταπεινωτικές διαπραγματεύσεις, με τον επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας, προκειμένου να πάρει δάνειο. Κι όταν τα μάτια του Τσάρου πέσανε στην ωραία γυναίκα του, ο δύστυχος ποιητής εξαναγκάσθηκε να γίνει αυλικός, ώστε η σύζυγος του να παρευρίσκεται σε όλους τους κοσμικούς χορούς.
Ο Πούσκιν απερίσκεπτα διεξήγαγε μονομαχίες και χαρτόπαιζε, χρησιμοποιώντας αντί χαρτονομισμάτων, χειρόγραφά του, σαν μια απόδειξη κι επίδειξη της ανεξαρτησίας του μέσα σ’ ασφυκτικό κλοιό. O αναγνώστης χρειάζεται να έχει μια γενική γνώση της ζωής και του έργου του, ώστε να μη χαθεί μέσα στην απεραντοσύνη των ρωσικών ονομάτων, τοπωνυμιών και τίτλων. Το τελευταίο όμως κεφάλαιο, με τις μηχανορραφίες του Γάλλου Ζορζ ντ’ Αντές που υπήρξαν η αιτία του πρόωρου θανάτου του ποιητή σε μονομαχία μαζί του, αναπτύσσεται με τόσο θαυμαστή ψυχρότητα κι αποστασιοποίηση, ώστε αποτελεί το συναρπαστικό τέλος μιας συναρπαστικής ζωής.
Ο Πούσκιν απέδωσε ποιητικό έργο που αρθρώνει και προσδιορίζει παράλληλα δυναμική μουσικότητα, με διάστικτη εικονοποιία να παρεμβάλλεται ανάμεσα στους στίχους, ωθώντας προς τη κατεύθυνση της διαρκούς μετατόπισης των ορίων, του προσδιορισμού υποκειμενικής Ρωσικότητας που δεν πασχίζει ν’ αναφέρει. Ο ποιητής, πρόσωπο αριστοκρατικής καταγωγής, επεδίωξε να εκφράσει ποιητικά την ορμή για το καινούργιο & την επιθυμία του καινούργιου, επανεπινοώντας τη προσίδια ποιητική των εκτατικών συμβολισμών, ξανά νοηματοδώντας τις προκείμενες του προσωπικού βιώματος, συναρθρώνοντας παράλληλα τις ευρύτερες Ρωσικές πολιτισμικές τροπικότητες σε πλαίσιο, σε αμάλγαμα που αναδύετο η εκ-φορά της έντασης, της επιδιωκόμενης συμμετοχής σε Κοινότητα που το διαρκές επίδικο καθίσταται η τάση αντιστροφής των όρων.
Επικοινωνώντας συνθετικά και μ’ ευρωπαϊκά ποιητικά λογοτεχνικά ρεύματα, συν-διαλέγεται με την ιστορία, εγγράφει στην ίδια την ποίηση του την ιδιαίτερη αγωνία του για την αίσθηση υπέρβασης του από την ιστορία, συγκεφαλαιώνει με έναν λυρικό τρόπο, φανερές & κεκαλυμμένες ερωτικές προθέσεις, ενέχοντας μία ποιητική γλώσσα η οποία, αφ’ ενός μεν απο-καλύπτει αφ’ ετέρου δε υποκρύπτει, ρηγματώνεται απ’ τις αντιθέσεις αχανούς όσο κι αντιθετικής χώρας, προσιδιάζοντας στην ίδια τη μορφή και τη μομφή της δια-πάλης με ό,τι δύναται να θεωρηθεί ως ποιητικά -λογοτεχνικά φορμαλιστικό.
Εναλλάσσοντας εικόνες, συγκροτώντας την αίγλη της τελετουργίας μύησης στη προσιτή φυσικότητα, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις συν-διαλλαγής με τη Ρωσική γη που εκ-ζητεί την ίδια την ιστορία της, ο ποιητής οικειοποιείται την αμεσότητα της απεύθυνσης, την ενικότητα περιπέτειας στο χωροχρόνο καθώς και της πληθυντικότητα έρωτα που δύναται να ανα-κύψει. Κι ως άλλος Ευγένιος Ονέγκιν, αναφέρει:
“Πείτε μου, πού χαθήκατε μέρες χρυσές της άνοιξης μου; Άδικα η ματιά μου κοιτάει να πιάσει αυτό που τ’ αύριο μου ετοιμάζει. Μες σε βαθύ σκοτάδι είναι κρυμμένο, αδιάφορο δίκαιος της μοίρας μου ο νόμος. Κι αν με χτυπήσει κατάστηθα μια σφαίρα ή κι αν περάσει δίπλα μου ξυστά όλα καλά: του ξύπνιου και του ύπνου η ώρα έρχεται όταν είναι για να ‘ρθει. Ευλογημένη η μέρα του αγώνα! Ευλογημένος και της νύχτας ο ερχομός!”
Στην οριακότητα μεταξύ φυγής κι αίσθησης φυγής, ο Ονέγκιν δύναται να ενσαρκώσει την ευκαιρία παρέμβασης, εγγίζει τον δόκιμο κίνδυνο, ανα-πλαισιώνει τις συνηχήσεις της εκ νέου εμβάπτισης στα νάματα τη Ρωσικής (ερωτικής) θηλυκότητας, της Ρωσικής μήτρας ανα-ζητώντας τις εκφάνσεις του απροσδιόριστου, αναφωνώντας:
“Ευλογημένη η μέρα του αγώνα! Ευλογημένος και της νύχτας ο ερχομός!”
Με συναισθηματικές απολήξεις που αναπαράγουν αξιώσεις καταγραφής, τον ίδιο τον βίο της εν-συναίσθησης, δια-κρατεί το φορτίο της δικής του εξορίας, τις επάλληλες όψεις του ‘απονενοημένου διαβήματος’ της γραφής, κινούμενος μεταξύ ιστορικής προσδοκίας και οράματος, εκεί όπου τα ίδια τα όρια καθίστανται δυσδιάκριτα, εκεί όπου το όραμα καθίσταται η μαρτυρία του αγνώστου και η δοκιμή του γνωστού, δυνατότητα μετάβασης σε μία ίδια & άλλη Ρωσία γνώσης.
Κινούμενος μεταξύ κοσμικότητας και λαϊκότητας, ο Πούσκιν (θύμα της Τσαρικής λογοκρισίας), ταξιδεύει ανά τη Ρωσική επικράτεια, εγκολπώνεται στο ποιητικό του έργο όψεις της απόμακρης καθημερινότητας, προσιδιάζοντας προς την συγκρότηση ενός ποιητικού πράττειν πολύσημου, εμπρόθετου, ανθεκτικού και στις δικές τους συνθήκες ζωής, πράττειν που αναφέρει κι αναφέρεται από τις ορίζουσες Ρωσικής λαϊκότητας που ανακύπτει ως ιδιαίτερα βουβό σημείο, σημείο τομής μεταξύ ορθόδοξου παν-Σλαβισμού, Ρωσικού σκεπτόμενου ορθολογισμού και συναινετικού κι άλλοτε βίαιου υποδείγματος Ρωσικής αναγέννησης. Ο θεωρούμενος κι εθνικός ποιητής της Ρωσίας, δύναται να προσδιοριστεί και ν’ αναγνωστεί πέρα από τις αξιώσεις και τις ορίζουσες του συμβολικού, για τη χώρα, μυθεύματος, πέρα από τις αξιώσεις της συμβολικής και ποιητικής του μουσειοποίησης.
Με επάλληλες αναφορές στη δυνατότητα ορατοποίησης του ελληνικού εξεγερσιακού-απελευθερωτικού προτάγματος, (εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας του 1821), ο Πούσκιν μίας ιδιαίτερης ελληνικής τομής εντός της συνέχειας, δεν καθίσταται Ρωσικός κοινός τόπος λόγω του σημαίνοντος του Ρωσικού μεγαλείου, αλλά λόγω της παρουσίας της Ρωσικότητας σε συνθήκες ανισορροπίας: εκεί όπου το τραύμα δεν ζητεί την απαλλαγή, αλλά να κακοφορμίσει για ν’ ακουστεί, για να επικοινωνήσει το αδόκιμο: την αίσθηση του Ρώσικου πάθους για τα μείζονα αλλά κυρίως για τα ελάσσονα στοιχεία, την ιδιαίτερη απελπισία του ανοιχτού ορίζοντα. Ενώπιον κι απέναντι σε μία εξουσία που δεν δύναται να αντιληφθεί την τολμηρότητα του όταν δεν επιδιώκει να τον ενσωματώσεις στις προκείμενες του άγονου καθωσπρεπισμού, ο Πούσκιν λειτούργησε έκκεντρα, δομώντας πρότυπα.
Αποδίδοντας εκ νέου τη Ρωσική γλώσσα και τη Ρωσική ποιητική-λογοτεχνική γλώσσα και νησιωτικότητα, ο ποιητής συνυφαίνει ρεύματα και Κεφάλαια γνώσης, αντινομίες δίχως όνομα, την ορμή της νεότητας: έζησε κι απεβίωσε νέος, γράφοντας ως νέος. Κι αυτήν τη μυστηριακή δύναμη-δυναμική του σφρίγους ίσως επιδιώκει ν’ αποδώσει ο Ντοστογιέφσκι, γράφοντας:
“Ο Πούσκιν πέθανε μέσα στην άνθιση των δυνάμεων του κι ας μην αμφιβάλλουμε γι’ αυτό, στον τάφο του πήρε μεγάλο μυστικό. Και σ’ αυτό το μυστικό από δω και πέρα είναι έργο δικό μας να προσπαθήσουμε ν’ εμβαθύνουμε και δίχως αυτόν“.
Με το ιδιαίτερο ύφος του, συν-διαλέγεται με ότι επέρχεται ως οργή κι ως θάνατος, ως ένταση που κινείται στα όρια της απόρριψης. Τα ποιήματα του ενέχουν την αίσθηση της επιδιωκόμενης κτήσης του αδέσμευτου, δύνανται να πραγματωθούν στην ίδια την μερικότητα τους, στο χώρο που γεννά τάσεις φυγής.
Και μια στάλα απ’ το αίμα πέφτοντας
πέταλα μου ματωμένα
θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
θα γενεί μαζί σας ένα.
Η ποιητικότητα του αναπαράγει & αφηγείται διάστικτες ιστορίες, ανα-πλαισιώνει το ανοίκειο και το ανώφελο με μία ιδιαίτερη συγ-κίνηση, όπως τη στιγμή κατά την οποία γράφει για τον ενσώματο έρωτα και τις προεκτάσεις του, για την διαδικασία ερωτικοποίησης ενός γίγνεσθαι αντιθέσεων, αφηγούμενος ποιητικά τον έρωτα μίας γυναίκας για τον νεαρό μοναχό Καλλίνικο, έναν έρωτα που δεν απο-ζητά τη γλυκύτητα αλλά την ασύγγνωστη πρόθεση, την ενσώματη δοτικότητα που εισέρχεται βίαια στο προσκήνιο, εκεί που η γυναίκα μένει μόνη με την αφιερωματική θηλυκότητα της:
Δεν είμαι εγώ μια Παναγιά σωστή.
Μόν’ είμαι κάποιος έρωτας,
ενός παιδιού μονάχου!
Το ποιητικό του πράττειν προσδιορίζει κατευθύνσεις, καθίσταται μαρτυρία του βίου και της ‘σεσημασμένης’ γραφής-γλώσσας. Για κάθε διάψευση, η μαρτυρία της. Ο ένθερμος φιλέλληνας Πούσκιν, που ακόμα από τα νεανικά του χρόνια άρχισε να μελετά και να θαυμάζει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, στα έργα του κι ιδιαιτέρως σ’ αυτά που είναι αφιερωμένα στην ελληνική υπόθεση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας, χρησιμοποίησε, όπως είπαμε, αρχαιοελληνικές μορφές και θρύλους για να υμνήσει και να προβάλει τον αιματηρό και μακρόχρονο αγώνα του ελληνικού λαού. Επόμενο ήταν, για ποιητή παγκόσμιας ακτινοβολίας, σαν τον Πούσκιν, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός να έχει βαθειά επίδραση στο πνεύμα του. Ο Πούσκιν συνένωσε τις επιτυχίες της νέας εποχής με τις αξίες της αρχαιότητας.
Ο μεγάλος αρχαιολάτρης φιλέλληνας ποιητής, που ήταν μελετητής και θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής τέχνης και πολιτισμού, στην παιδική ηλικία του, με ζήλο και πάθος ενδιαφερόταν για την αρχαία ποίηση και πολύ διάβαζε έργα αρχαίων συγγραφέων. Ιδιαίτερα την προσοχή του επέσυραν δύο «ινδάλματα» του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, οι δύο θεοί – «δύο διαβολικές αναπαραστάσεις», ο Απόλλων, ο θεός προστάτης της μουσικής και της ποίησης και η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Έτσι, ο Πούσκιν αναπολεί την ομορφιά και τη λατρεία του ωραίου γενικά στο ελληνικό παρελθόν, χωρίς να ξεχάσει το δραματικό ελληνικό παρόν. Μνημονεύει τη ζωή του λαού σ’ όλα τα φανερώματά της. Αυτό το εκφράζει ο φιλέλληνας ποιητής σε πολλά από τα έργα του. Ενδιαφέρθηκε για την απολύτρωση των συγχρόνων Ελλήνων από το βάρβαρο οθωμανικό ζυγό, αλλά και μελέτησε με πάθος την αρχαιοελληνική ποίηση και μυθολογία. Ο μεγάλος αρχαιολάτρης και φιλέλληνας Πούσκιν έβλεπε τον αγώνα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, τα επαναστατικά γεγονότα, μέσα από το πρίσμα της ελληνικής αρχαιότητας, καλούσε τα πνεύματα του παρελθόντος αρωγούς στον αγώνα τους και έβλεπε τους εξεγερμένους Έλληνες με τις αρχαίες ενδυμασίες.
Ετσι, κατά τη χρονική περίοδο 1821-23, ο Πούσκιν συμμεριζόταν τις ρομαντικές αυταπάτες σχετικά με το κίνημα των Φιλικών κι εξέταζε τα επαναστατικά γεγονότα των Ελλήνων διά μέσου του πρίσματος της αρχαιότητας. Βέβαια, κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, στη Ρωσία κυρίαρχη θέση κατείχε η αρχαιοελληνική λατρεία. Στην τσαρική Αυλή, το όλο περιβάλλον ήταν ελληνοπρεπές, όπως και τα θέματα συζητήσεων, ενώ η ελληνική γλώσσα ακουγόταν στις πόλεις της Ρωσίας, στα σχολεία και στα καταστήματα. Πολλές καινούριες πόλεις της χώρας κι ιδιαίτερα του Νότου, όπως Σεβαστούπολη, Οδησσός, Χερσόνα, Συμφερόπολη κι άλλες, είχαν ελληνικές ονομασίες. Το Τσάρσκογιε Σελό το στόλιζαν μια σειρά αρχαιοελληνικά μνημεία. Ενώ ο κυβερνήτης της Νότιας Ρωσίας, στρατηγός Γ. Ποτιόμκιν, άρχισε την οικοδόμηση της πόλης Αικατερινοσλάφ, κατά τα πρότυπα της Αθήνας. Βέβαια, η λατρεία στην αρχαία Ελλάδα εκ μέρους των κυβερνητικών κύκλων σε μεγάλο βαθμό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ρωσικής πολιτικής. Εκτός αυτού, είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η παιδική βιβλιοθήκη του Μεγάλου Πέτρου συμπεριλάμβανε τη μυθιστορία για τον Μεγάλο Αλέξανδρο, που ο Πέτρος από μικρός είχε διαβάσει. Το βιβλίο αυτό λέγεται, με εντολή του Πέτρου, μεταφράστηκε στα ρωσικά.
Μέχρι σήμερα στην ιστορική βιβλιογραφία αναφέρεται, ότι ο Πέτρος έδωσε εντολή να μεταφραστεί «Η ιστορία της Τροίας», όμως αυτό δεν ευσταθεί. Επίσης, ο Μεγάλος Πέτρος στο ουκάζ (διάταγμα) προς το ρωσικό λαό αναφέρει, ότι “Δεν έχομεν το δικαίωμα να αφήνωμεν τους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους να εξακολουθούν να τήκωνται υπό το πέλμα μαύρης δουλείας». Κι όταν ο ελληνιστής Ν. Γκνέτιτς μετέφρασε την Ιλιάδα του Ομήρου κι έπη (τα δημοτικά τραγούδια των σημερινών Ελλήνων) στα ρωσικά, που εκδόθηκαν το 1830, ο λάτρης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού Πούσκιν σε γράμμα του προς τον Ν. Γκνέτιτς γράφει: “Η προσπάθειά σας αποτελεί τον 1ο κλασσικό ευρωπαϊκό άθλο στη πατρίδα μας“.
Η αισθητική θεωρία της αρχαιότητας (Αριστοτέλης), η ιστορία (Θουκυδίδης) και μυθολογία (Ησίοδος) του αρχαίου κόσμου, τα έργα του Αριστοφάνη, του Ομήρου, του Ευρυπίδη κι άλλων ποιητών, με τη μορφή και τη θαυμαστή τεχνική της στιχουργίας, απορρόφησαν το ενδιαφέρον του Πούσκιν. Ο ποιητής εκτιμούσε την αρμονία της δομής των έργων των αρχαίων ποιητών. Το ενδιαφέρον αυτό του Πούσκιν για την αρχαία λογοτεχνία τον ακολούθησε σε όλη τη ζωή του και τακτικά προσέφευγε σ’ αυτά, όμως δε συγχωνεύτηκε με αυτήν. Η αρχαιοελληνική μυθολογία και ιστορία μπήκε στην ποίησή του ακόμα από τα φοιτητικά του χρόνια. Το Μάη του 1815 έγραψε το ποίημά του με τίτλο Προς Τον Πουστσίν, όπου εκφράζεται με θαυμασμό για τον πατέρα της Ιατρικής, τον μεγάλο Ιπποκράτη, κι ιδιαίτερα για τον περίφημο Όρκο Του Ιατρού, που συνδέθηκε με το όνομα του. Επίσης, στον Ιπποκράτη ο ποιητής αναφέρεται και στο ποίημα Χαίρε, Κούμποκ (1816) και σ’ άλλα. Το ίδιο έτος σ’ άλλο ποίημά του το Βοσπομινάνιε (Ανάμνηση), που ξανά το αφιερώνει στο συμφοιτητή και φίλο του Π. Πουστσίν, γράφει μεταξύ άλλων για το θεό – προστάτη της βλάστησης, της αμπελουργίας και οινοπαραγωγής, το Διόνυσο. Μα ακόμα και το 1816, προτελευταίο έτος της φοίτησής του στο Λύκειο, σε ποίημά του αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες, όπως στον Περικλή και στη θεά της σοφίας, την Αθηνά.
Ενα χρόνο πριν την έναρξη της εξέγερσης των Φιλικών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Πούσκιν έγραψε το έργο Ρουσλάν & Λιουντμίλα (1820), που αναφέρεται στο μυθικό τραγουδιστή Ορφέα, που με την ωραία μελωδική φωνή του γοήτευε θεούς κι ανθρώπους και δάμαζε ακόμα και τα άγρια θηρία. Στο ίδιο αυτό έργο του αναφέρεται και στον ξακουστό γλύπτη της αρχαιότητας, τον Φειδία. Στη χρονική περίοδο 1815-17 ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός χρησιμοποιήθηκε στα έργα του σε μεγάλη έκταση, όπως στα: Προς Τον Ντέλβιγκ (1815), Τεν Φονβιζίνα (1815), Σισκόβου (1816) κι άλλα. Π.χ., στο ποίημά του Τεν Φονβιζίνα, ο ποιητής αναφέρεται σε αρχαιοελληνικούς θεούς, επιστήμονες και καλλιτέχνες, όπως στον Απόλλωνα, στον Ερμή, στον Πλούτωνα, στην Ασπασία, στην Αφροδίτη, στον Δημοσθένη και σ’ άλλους.
Κατά την περίοδο της εξέγερσης των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όταν ο Πούσκιν ήταν εξόριστος στο Κισινιόφ κι ήρθε σε άμεση επαφή με τα επαναστατικά γεγονότα, αφιέρωσε σ’ αυτή πολυάριθμα ποιήματά του, που εξαίρει το αρχαιοελληνικό ύφος κι ήθος. Σ’ αυτά τα ποιήματα, που ήτανε γεμάτα από ηρωικές παραδόσεις και μύθους της αρχαίας Ελλάδας, είναι φανερή η χαρακτηριστική ρυθμική ιδιαιτερότητα της ποίησής του, κυρίως όταν μιλά απευθείας για τον αγώνα της ανεξαρτησίας του λαού μας. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το ποίημά του Ελληνίδα Πιστή Μη Κλαις. Αυτό το ποίημα δεν το είχε τελειώσει και βρέθηκε μόνον το πρόχειρο. Θέμα του είναι ο ηρωικός θάνατος Ελληνα αγωνιστή. Ο Πούσκιν ηρωοποιεί επάξια τη μορφή του σκοτωμένου Ελληνα φιλικού και τονε συγκρίνει με τον αρχαίο Αθηναίο τυραννοκτόνο Αριστογείτονα. Ο προσανατολισμός στο ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας καθορίζει όλη την έκφραση του ποιήματος. Τον αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους τον χαρακτηρίζει ιερή μεγάλη υπόθεση κι αιματηρό δρόμο τιμής. Ο ποιητής, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της επανάστασης, παρουσιάζει τους νέους Ελληνες σα ζωντανά ενθυμήματα των αρχαίων πολεμιστών.
Στο 2ο τόπο της εξορίας του, την Οδησσό, ο ποιητής συνεχίζει να υμνεί την αρχαία Ελλάδα και τον αγώνα της ανεξαρτησίας του ελληνικού λαού και γράφει ένα από τα βασικότερα έργα του, αφιερωμένο στην ελληνική επανάσταση του ‘21, με τον τίτλο Εξεγέρσου Ω Ελλάδα Εξεγέρσου, που όσο ζούσε ο ποιητής δε δημοσιεύτηκε, λόγω του ότι δεν ήταν ικανοποιημένος από τη γραφή του. Στο ποίημα αυτό, η Ελλάδα προβάλλεται και πάλι διαμέσου των αρχαίων αναμνήσεων, σαν «χώρα ηρώων και θεών». Σ’ αυτό το μικρό ποίημά του, σε 12 στίχους, αναφέρεται σ’ 7 ήρωες και θεούς της αρχαίας Ελλάδας και ιστορικούς τόπους (Περικλής, Τυρταίος, Αθηνά, Θησέας, Όλυμπος, Πίνδος και Θερμοπύλες). Σε άλλα έργα του αναφέρεται στον Παρνασσό και τον Ταΰγετο. Το ποίημα αυτό, είναι φλογερή προκήρυξη προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Καθαρά φαίνεται, ότι χρησιμοποιώντας την αρχαιοελληνική μυθολογία, καλούσε τους υπόδουλους Έλληνες στον αγώνα της ανεξαρτησίας και δεν ονειρευόταν μόνο τις περασμένες δόξες της Ελλάδας.
Στο γράμμα του, το Μάρτη του 1821, προς το φίλο του Β. Νταβίντοβ γράφει: “…Όλες οι σκέψεις στρέφονται σ’ ένα σκοπό, την ανεξαρτησία της αρχαίας πατρίδας... (της Ελλάδας)”. Όπως προανεφέρθη, στη περίοδο της παραμονής του στην Οδησσό, αρχίζει η αρχαιολατρική κρίση κι αντίληψη του ποιητή για τους Ελληνες.
Για ν’ αποφύγει τη λογοκρισία, καταφεύγει στα έργα του σε υπαινιγμούς, με στόχο τη συγκάλυψη των νοημάτων τους, όπως το 1827, στο αλληγορικό ποίημά του Αρίων, όπου χρησιμοποίησε τον αρχαιοελληνικό μύθο. Θέμα του είναι ο γνωστός θρύλος του αρχαίου Λέσβιου κιθαρωδού και τραγουδιστή Αρίωνα, που πρώτος δίδαξε το διθύραμβο κι άνοιξε το δρόμο προς τη τραγωδία και το δράμα. Στο θρύλο, δελφίνι, μαγεμένο από την κιθάρα του Αρίωνα, έσωσε τον καλλιτέχνη από κακούργους ναύτες παίρνοντάς τον στη ράχη του, σε ταξίδι από τη Λέσβο προς τη Κόρινθο. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ποίημα αυτό και το θρύλο βρίσκεται ότι στη θέση της εχθρότητας μεταξύ των ανθρώπων, προέβαλε τη φιλία και την αγάπη. Έτσι, χρησιμοποιώντας την αλληγορία, μπόρεσε να κάνει υπαινιγμό στο ρόλο του επαναστατικού κινήματος των φίλων κι ομοϊδεατών, των Δεκεμβριστών.
Επίσης, ο φιλέλληνας ποιητής σ’ ένα άλλο ποίημά του, το Γοροντόκ (Μικρούπολη), αναφέρεται στα ομηρικά έπη. Σ’ ένα από τα βασικά έργα του, το Ευγένιος Ονέγκιν, αναφέρεται σε ιστορικά πρόσωπα της αρχαίας Ελλάδας. Γι’ αυτό το έργο του, ο ποιητής σε γράμμα του προς τον Π. Πλέντεφ, τον Οκτώβρη του 1824, αναφέρεται στον αρχαίο ελληνικό ανώτατο θεσμό απονομής δικαιοσύνης, τον Άρειο Πάγο, και ζητά να συσταθεί στα πρότυπα, 3μελής επιτροπή, είδος Αρείου Πάγου, να κρίνουν το έργο του. Επίσης, στο ποίημά του Εξεγέρσου Ω Ελλάδα Εξεγέρσου (1829), που αναφέρθηκε πριν, ο ποιητής σε 2 στίχους, σαλπίζει:
Χώρα ηρώων και θεών,
σπάσε τα βάρβαρα δεσμά σου…
Το ίδιο έτος, γράφει το ποίημα Ζαγάτκα (Αίνιγμα), το οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται στον ποιητή Θεόκριτο, το θεμελιωτή των ειδυλλίων. Ένα χρόνο μετά (1830), σ’ άλλο ποίημά του γράφει για τη Κυπρίδα (Αφροδίτη). Στο έργο του αναφέρεται στις αρχαιοελληνικές αποικίες στη Ταυρίδα (Κριμαία), Παντικάπαιον (σημερινό Κερτς), Ζολοτόι Κουργάν (Χρυσός Τύμβος) κ.ά. Το 1830, ο ποιητής αφιερώνει ποίημά του στην Ιλιάδα, ενώ σ’ άλλο έργο του αναφέρεται στο είδωλο των Δελφών. Θαύμαζε τόσο την αρχαία Ελλάδα, που πολύ τσουχτερά κριτικάρει το ποίημα του ποιητή Β. Κιουχελμπέκερ με τον τίτλο Ολυμπιακοί Αγώνες. Στον Ευγένιο Ονέγκιν γράφει:
…Πετώντας μέσ’ τη σκόνη τ’ αμαξιού,
σαν κληρονόμο, που τον είχε ο Δίας…
και σε συνέχεια:
…συχνά μπερδευόταν κι έκανε λάθος
με τους ανάπαιστους κι ιαμβικούς!
Όμηρο και Θεόκριτο μισούσε…
Σ’ άλλο μέρος αναφέρει:
…Και Φαίδρα ή Κλεοπάτρα τις σφυρίζει…
Απ’ τ’ άσμα σας θα πληρωθούν οι χώροι,
και θα χαρώ τη Ρώσα Τερψιχόρη…
…Σαν πούπουλο ανυψώνεται γοργά,
μ’ αύρα που πνεν’ τα χείλη του Αιόλου…
…Τρεις ώρες δαπανούσε στον καθρέφτη
κι όταν πια τ’ αποφάσιζε να βγει,
σαν Αφροδίτη πέταγε στη γη…
Και τέλος γράφει:
…πάνω στου Νέβα τα πανώρια μέρη,
που τα νερά – κρουστάλλι φωτεινό,
της Άρτεμης την όψη καθρεφτίζουν…
Όλη αυτή η αναδρομή στο έργο του αποδεικνύει, το πόσο εκτεταμένα αναφέρεται στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ρώσος ιστορικός, ο Ν. Σβίριν, σε άρθρο του με τον τίτλο Ο Πούσκιν Κι Η Ελληνική Εξέγερση, αναφέρει, ότι ο ποιητής την εξέγερση των Ελλήνων Φιλικών τη περιγράφει με θρύλους και μύθους της αρχαίας Ελλάδας.
Σ’ ένα άλλο ποίημά του, το Μπρος Στο Πορτραίτο Του Τσααντέφ (1817-20), αναφέρεται στο διάσημο κρατικό παράγοντα του αθηναϊκού κράτους του χρυσού αιώνα, τον Περικλή κι εξυμνεί τη προσωπικότητα, τη γενναιοφροσύνη του και τη δικαιοσύνη, που κυριαρχούσε στο αθηναϊκό κράτος. Η Αθηναϊκή Πολιτεία, όπως πιστεύει ο Ευρυπίδης, αποτέλεσε το πραγματικό πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού. Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός μέσα από τα έργα του βοήθησε τη κοινή γνώμη της Ρωσίας πιότερο να γνωρίσει την αρχαιοελληνική κουλτούρα, αλλά και να προβάλλει τον αγώνα της ανεξαρτησίας του ακαταμάχητου ελληνικού λαού. Αυτή όλη η παρουσίαση, αποδεικνύει τη βαρύνουσα συμβολή του στον αγώνα της ελευθερίας κι ανεξαρτησίας και του δικού μας λαού.
Στη νουβέλα του Ντάμα Πίκα, αποδεικνύει την ικανότητά του να μεταφέρει στον αναγνώστη όλη τη πολυπλοκότητα στη σύλληψη συγγραφικής ιδέας εγκιβωτίζοντας διάφορα μεταξύ τους στοιχεία που συνθέτουν τη λογοτεχνική του ευφυΐα. Και στη συνέχεια μέσα απ’ την απλότητα αφήγησης που όπως μόνο συγγραφείς σαν αυτόν μπορούν να χτίσουνε, καταφέρνει να μετατρέπει την ιδέα αυτή σε ιστορία μυστηρίου ποτισμένη με κοινωνικά μηνύματα που ακροβατεί ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό αφήνοντας γεύση αβεβαιότητας κι ασυμβατότητας στον αναγνώστη του. Πρόκειται σαφώς για την εισβολή στ’ άδυτα της ανώριμης ψυχής του σύγχρονου ανθρώπου που διψά για πλούτο και για εύκολη αναγνώριση μακριά από κόπο αλλά με πολύ μεγάλη δόση πάθους για το επικίνδυνο.
Ο Πούσκιν βάζει στον ήρωά του τα παρακάτω λόγια: “Η θέση του δεν του επέτρεπε να θυσιάζει το αναγκαίο με την ελπίδα ν’ αποκτήσει το περιττό“. Ίσως όλη η πεμπτουσία της ιστορίας κρύβεται σε αυτά τα λόγια. Όπως κι ο Ντοστογιέφσκι λίγα χρόνια αργότερα με τον Παίκτη έτσι κι εδώ σε προηγούμενο χρόνο ο Πούσκιν θίγει το θέμα του πειρασμού και της παραδοξότητας, της μετακίνησης από μία θέση σε άλλη. Γιατί ο Έρμαν, που είναι κι ο κύριος πρωταγωνιστής, καταλήγει να κυνηγά σφόδρα το κατά τα άλλα περιττό που όμως γίνεται έντονα αναγκαίο για κείνον και μάλιστα κυριαρχείται τόσο πολύ από την ανάγκη αυτή που ξεπερνά κάθε εμπόδιο για να φτάσει στον τελικό του στόχο. Θα παραπλανήσει την υπηρέτρια Ελισάβετ Ιβάνοβνα και θα τη παρασύρει σε παιχνίδι σαγήνης που ποτέ ο ίδιος δεν πίστεψε πραγματικά. Φαρισαϊκή συμπεριφορά κι εκμετάλλευση της ανθρώπινης δίψας γι’ αγάπη, να οι αδυναμίες που προκύπτουν από την υπόθεση υποκλοπής του μυστικού που προσπαθεί να εκμαιεύσει ο πανούργος ήρωας του Πούσκιν από την Άννα Φεδόντοβνα χρησιμοποιώντας την υπηρέτριά της ως δόλωμα και θήραμα μαζί. Το χρήμα σκληραίνει τους ανθρώπους, τους καταντά έρμαια του διαβολικού του χρώματος και της ακόμα χειρότερης απειλητικής μυρωδιάς του καθιστώντας τους τους πιο δουλικούς του εκπροσώπους.
Η μετάλλαξη ενός ανθρώπου από αγνό σε μοχθηρό είναι η πιο εύκολη αποστολή διαβολικού σχεδίου που οργανώνεται και πλήττει καίρια πρόσωπα ψυχικά ευάλωτα που δεν έχουνε πυγμή να το αντικρούσουν. Η χαρτοπαιξία, αυτή η μάστιγα που έπληττε και πλήττει ακόμα και σήμερα τις κοινωνίες, παίρνει μέσα από την νουβέλα αυτή διαστάσεις κόλαφου για ρώσικη κοινωνία που μέσα στην απαισιοδοξία και τη μιζέρια της ψάχνει γι’ αποκούμπι κι εύκολες διεξόδους. Ο Έρμαν δεν είναι ξένος προς τον αναγνώστη, δεν είναι ξένος προς τον συγγραφέα, κάπου εκεί καθρεφτίζεται κι ο ίδιος ο γράφων καθώς σύχναζε σε λέσχες και γνώρισε από κοντά αυτό το βρώμικο κόσμο με τις υπόγειες ανήθικες διαδρομές.
Ο Πούσκιν -εκεί έγκειται και το μεγαλείο του δημιουργού που αξίζει κανείς να ανακαλύψει- παίζει και με την έννοια μίας φανταστικής αφήγησης που όμως παραμένει συγκεχυμένη, πλανάται ένα συνεχές ερωτηματικό όσο πλησιάζουμε στο τέλος της εξιστόρησης κι ο αναγνώστης γίνεται μέρος της χωρίς να είναι σίγουρος για τη πραγματική έκβαση, μοιάζει σα να του ’χει εμφυσήσει το μικρόβιο της άγνοιας της εξέλιξης. Είναι το όραμα του Έρμαν αποκύημα της φαντασίας του κι αποτέλεσμα της πάλης του για το συμφέρον του που τον τυφλώνουν και τον οδηγούν να ονειρεύεται πρόσωπα και πράγματα που στην ουσία δεν υπάρχουν; Είναι το φάντασμα που τον κατατρέχει αυτό της συνείδησής του που τον ακολουθεί για την επαίσχυντη συμπεριφορά του ή μήπως όντως βιώνει μία εσωτερική κόλαση για τα πεπραγμένα του και την ανομία του και δεν έχει την δύναμη να ξεφύγει; Κανείς δεν γνωρίζει τελικά στο τέλος τι απ’ όλ’ αυτά επικρατεί κι ο Πούσκιν μοιράζει απλόχερα στον αναγνώστη το χαρτί της επιλογής κατά το δοκούν.
Η μεγάλη ρωσική σχολή μέλος της οποίας είναι κι ο Πούσκιν μες στη δραματικότητα και τη διδαχή της έχει την ικανότητα να κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο εις το διηνεκές όταν διαφαίνεται στο προσκήνιο πως η τραγική φιγούρα του ανθρώπου είναι αυτή που συνθλίβεται από τη μικροπρέπεια, τη μικροψυχία και την ιδιοτέλεια μες στον όλεθρο του πολέμου μεταξύ καλού και κακού. Γιατί πάντα η λογοτεχνία που ‘χει ως επίκεντρο την αδύναμη ανθρώπινη ψυχή και προσπαθεί να τη ξεψαχνίσει, είναι αυτή τελικά που θορυβεί την εποχή της και μένει στα ράφια της ιστορίας όχι σκονισμένη αλλά καθαρή και κρυστάλλινη.
“Δύο έμμονες ιδέες δεν μπορούν να υπάρχουν ταυτόχρονα στον νου, όπως και δύο φυσικά σώματα δεν μπορούν να κατέχουν ταυτόχρονα την ίδια θέση”.
Η ρωσική λογοτεχνία ευτύχησε να έχει έναν άξιο θεμελιωτή: τον Πούσκιν. Όλα τα ρεύματα της λογοτεχνίας αυτής, η οποία έχει μίαν εξαιρετική θέση στην ευρωπαϊκή και κατά συνέπεια τη παγκόσμια λογοτεχνία, πηγάζουν από το έργο του ποιητή αυτού, στο οποίο αποτυπώνεται το πλούσιο ταλέντο του. Ευφυής, οξυδερκής, με καταπληκτικό έμφυτο γούστο, προικισμένος πολλές φορές με παράτολμο θάρρος στην έκφραση των απόψεών του, ήτανε σε θέση να οραματιστεί τη λογοτεχνία της οποίας έθεσε τις βάσεις, να συλλάβει τις πιο διαφορετικές πλευρές της και να τις κυοφορήσει έμπρακτα μέσα στο έργο του.
“Άλλη, καλύτερη ζητώ ελευθερία…”.
Δε φαίνεται στη ξένη γλώσσα η μεγαλοσύνη αυτού του ποιητή. Κι εξηγεί το παράξενο φαινόμενο να ‘χει καθιερωθεί στη σειρά των μεγάλων ποιητών παγκοσμίως από τη φήμη του πιότερο παρά από τις μεταφράσεις του. Φήμη που καλλιέργησαν οι άλλοι σπουδαίοι ρώσοι συγγραφείς, όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι της ρωσικής κλασσικής λογοτεχνίας που θεωρούν τον Πούσκιν αρχή κάθε αρχής. Γιατί οι μεταφράσεις των ποιημάτων του Πούσκιν, όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά σε κάθε γλώσσα, μόνο κάποιες γεύσεις μπορούν να δώσουν. Κι εξηγείται αυτό το παράδοξο καταφεύγοντας σε μία παρατήρηση του ίδιου του ποιητή από ένα γράμμα του 1836, που απευθύνεται σ’ έναν από τους πρώτους μεταφραστές του στα γαλλικά: “Δεν υπάρχει δυσκολότερη δουλειά από τη μετάφραση ρωσικών στίχων σε γαλλικούς και τούτο γιατί λόγω της πυκνότητας που προσιδιάζει στη γλώσσα μας είναι αδύνατη η απόδοση της συντομίας της“. Αυτό λοιπόν που χάνεται στη μετάφραση των στίχων του είναι η επιγραμματικότητα, η πυκνότητα κι η συντομία, μαζί με τη μουσικότητα και τη λάμψη των λέξεων, ώστε να φαντάζουν σαν κοινοτοπίες οι εικόνες που φτάνουν τελικά στον αναγνώστη.
Όμως παρ’ όλ’ αυτά ο υποψιασμένος και καλλιεργημένος αναγνώστης μπορεί και μέσα από τη μετάφραση να διαισθανθεί σχεδόν το φίνο γούστο και τη λεπτότητα της ευαισθησίας, τη κλασική αίσθηση της ισορροπίας των εικόνων και τον έμμεσο σχολιασμό που κάνουν του νοήματος, γιατί πάνω απ` όλα ήταν άριστος μαθητής όλων των μεγάλων ποιητών, των οποίων τη τέχνη αφομοίωσε δημιουργικά και κατάφερε να την ανακεφαλαιώσει μέσα από το δικό του ταλέντο και τα δικά του ποικίλα ενδιαφέροντα, για τις ανάγκες του λαού του.
Ακόμα και στα ρομαντικά του ποιήματα θα μπορούσε τις να εφαρμόσει τόσο φροϋδική, όσο και χριστιανική ανάλυση. Στη φροϋδική το αγκάθι είναι ένα τόσο φανερά φαλλικό σύμβολο, που κυριαρχεί στην εφηβική φαντασίωση, καθώς ο άπειρος νέος συνειδητοποιεί τη φυσιολογία και τη λειτουργία του πόθου κι ονειρεύεται τη πραγματοποίησή του. Στη χριστιανική η ψυχή είναι ματωμένη γιατί ζει το Γολγοθά της που την εξαγνίζει και της δίνει την ευγενική ομορφιά της, που όμως το πονηρό αγκάθι του πάθους χρησιμοποιεί σα δόλωμα, για να παγιδέψει την άλλη ψυχή, που ούτε κι αυτή είναι τόσο αθώα αφού έχει κι αυτή το δικό της πόθο να κόψει το τριαντάφυλλο, για να ενωθούν τελικά τα δύο καταματωμένα κόκκινα σ’ ένα, ο πόθος να συναντήσει τον πόνο σε μία ουσιαστική επικοινωνία αγάπης.
Στη διάρκεια των χρόνων της εξορίας στην Οδησσό (1820-24) επισκέφτηκε τον Καύκασο, που του ενέπνευσε το επικό έργο Ο Αιχμάλωτος Του Καυκάσου, τις νότιες ακτές της Κριμαίας, όπου κατά τη διάρκεια ενός νυχτερινού ταξιδιού με πλοίο εμπνεύστηκε την ελεγεία Έσβησε Το Φως Της Μέρας, και τη Βεσσαραβία. Ζούσεν έντονη ζωή γεμάτη περιπέτειες, γλέντια, έρωτες, μονομαχίες. Έπειτα από μια θυελλώδη λογομαχία που αφορμή της ήτανε τα χαρτιά, έφυγε μαζί με τους τσιγγάνους που συνάντησε στο δρόμο κι αλήτεψε μαζί τους για αρκετό καιρό. Από κει εμπνεύστηκε το έργο Οι Τσιγγάνοι με ήρωα τον Αλέκο, το πρόπλασμα του χαρακτήρα του Ευγένιου Ονέγκιν.
Ο Πούσκιν όλη αυτή τη 1η περίοδό του βρισκόταν υπό την επίδραση του Λόρδου Βύρωνα και του Σεγιέ, αλλά ταυτόχρονα και μαγεμένος με τον Οβίδιο, που κάτω απ’ την επίδρασή του παρομοίαζε τη τύχη του με τη τύχη αρχαίου Έλληνα εξόριστου που τον στείλανε κι αυτόν στις όχθες του Δούναβη. Κι ενώ οι φίλοι του τον θεωρούσανε κύριο εκπρόσωπο του ρωσικού ρομαντισμού, διαμορφωνόταν σταδιακά ο προσωπικός ποιητικός του τρόπος, κύριο χαρακτηριστικό που είναι η άμεση σύνδεση με τη ζωή που τον περιβάλλει. Αλλ’ ακόμη δεν είχε γεννηθεί ο λογοτεχνικός όρος ρεαλισμός.
Μετά την επιστροφή του από την εξορία βρισκόταν υπό αστυνομική επιτήρηση. Αυτό τρομοκράτησε τον πατέρα του και μετά από ένα πολύ έντονο καυγά, όλη η οικογένεια έφυγε για τη Πετρούπολη. Έμεινε μόνος στο πατρικό κτήμα, στο Μιχαήλοβο, με τη παραμάνα του Αρίνα Ροντιόνοβα, από την οποίαν άντλησε πια συνειδητά όσο μπορούσε περισσότερο τη γνώση του λαϊκού πολιτισμού, ακούγοντας απο το στόμα της ξανά τα παραμύθια και τις λαϊκές αφηγήσεις. Συγχρόνως ανακάλυψε τον Σαίξπηρ: “Δεν μπορώ να συνέλθω από την κατάπληξη που μου προξένησε” γράφει σ` ένα φίλο του την εποχή αυτή. Τη χρονιά αυτή (1825) έγραψε τη Κωμωδία Για Τον Τσάρο Μπόρις, τον Μπόρις Γκουντούνοφ, 6 κεφάλαια από τον Ευγένιο Ονέγκιν και τον Κόμητα Νούλιν, έργα που φαίνεται κι η επίδραση του Σαίξπηρ. Ακόμη, υπό την επήρεια της εντύπωσης που του προξένησε ο Τάκιτος, έγραψε το ποιητικό μέρος των Αιγυπτιακών Νυχτών.
Ενώ βρισκόταν εκεί, εκδηλώθηκε το κίνημα των Δεκεμβριστών, (όπως ονομάστηκε από την ημερομηνία εκδήλωσής του, στις 14 Δεκέμβρη 1825), το οποίο ετοίμαζαν φιλελεύθεροι αξιωματικοί και διανοούμενοι από το 1815, με σκοπό την ανατροπή του τσάρου και τη κατάργηση της δουλοπαροικίας. Η εξέγερση απέτυχε, οι πρωτεργάτες συνελήφθησαν, όλοι γνωστοί και φίλοι του Πούσκιν κι εκτελέστηκαν. Στα χειρόγραφα του ποιητή βρίσκονται αλλεπάλληλες ζωγραφιές με τις 5 κρεμάλες και τις μορφές των φίλων του. Ο κίνδυνος πέρασε ξυστά από τον ίδιο κι αν ήθελε ο καινούριος τσάρος να τον ενοχοποιήσει, θα μπορούσε και μόνο από τα ποιήματά του όπως η Ωδή Στην Ελευθερία ή το Στιλέτο. Όμως ο νέος τσάρος Νικόλαος προτίμησε (πράξη πολιτικής διορατικότητας) να προσεταιριστεί τον Πούσκιν και γι’ αυτό τον έφερε με διακριτική αστυνομική συνοδεία στη Μόσχα, όπου και τον συνάντησε στο Κρεμλίνο το Σεπτέμβρη του 1826. “Μόλις συζήτησα με τον εφυέστερο άνθρωπο της Ρωσίας“, είπε μετά τη συνάντηση ο τσάρος. Υποσχέθηκε λοιπόν ότι στο εξής θα διαβάζει ο ίδιος και θα λογοκρίνει τα έργα του ποιητή, που ανέλαβε την υποχρέωση να μη δημοσιεύει τίποτε, αν δε το έχει δει προηγουμένως ο αυτοκράτορας.
Εκείνη τη δύσκολη χρονιά, λίγο πριν τον καλέσει ο τσάρος, έγραψε το ποίημα Ο Προφήτης, όπου τη ρομαντική έννοια του προφήτη τη διευρύνει μέχρι κυριολεξίας, δίνοντας στον ποιητή τη ψυχοσύνθεση και το ρόλο προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, όπως περιγράφεται από τον Ησαϊα. Το ποίημα αυτό άρεσε πολύ στον Ντοστογιέφσκι, το απήγγειλε συχνά, τονίζοντας ιδιαίτερα τον τελευταίο στίχο. Γενικά ο Πούσκιν, αν κι επηρέασε όλους τους μεταγενέστερους Ρώσους λογοτέχνες, σε κείνον είχε βαθύτατη επίδραση, καθώς ο συγγραφέας εμπνεύστηκε ολόκληρα μυθιστορήματα από συγκεκριμένα ποιήματά του, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά έδωσε και τη καλύτερη αποτίμηση του έργου του.
Στην υπόλοιπη ζωή του, που διήρκησε περίπου άλλα 10 έτη, προσπάθησε να επιβιώσει απ’ αυτό το φοβερό χτύπημα που δέχτηκε, ασφυκτιώντας από την επιτήρηση της τσαρικής αστυνομίας και την απόρριψη του «κόσμου» της ρωσικής κοινωνίας που τον μετέτρεψε αργά αλλά σταθερά σε αποδιοπομπαίο τράγο, αφού αδυνατούσε να αφομοιώσει τη πληθωρική, πολυσχιδή κι ασυμβίβαστη προσωπικότητά του, που βέβαια, μετά το θάνατό του λάτρεψε.
Στην αρχή, ύστερα από παρουσίασή του μπρος στον τσάρο, που τον άφησε ελεύθερο από κάθε κρατική επιτήρηση, η ανώτερη κοινωνία του άνοιξε τα σαλόνια της κι άρχισε η θερμή φιλολογική εποχή της Μόσχας. Φιλολογικές συναντήσεις, συζητήσεις, αναγνώσεις έργων κι αποσπασμάτων, φωνές, γέλια, δάκρυα, συγχαρητήρια. Σε λίγες μέρες όμως εκδηλώθηκε ο φόβος κι η δυσπιστία του καθεστώτος, με αποτέλεσμα ο αρχηγός της αστυνομίας Μπέγεντορφ να του στείλει γράμμα, που του ζητούσε να ελέγχει όλους τους στίχους του προτού να τους δημοσιεύσει. Κι από την άλλη είχε ν’ αντιμετωπίσει τα σχόλια και τις επικρίσεις που ακούγονταν γύρω του για κάποιους εγκωμιαστικούς στίχους που είχε αφιερώσει στον τσάρο, (όπου μεταξύ των άλλων ανέφερε και το δραστήριο ρόλο της Ρωσίας τότε στο ελληνικό ζήτημα με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου). Τον μέμφονταν για αυλοκολακία οι ίδιοι εκείνοι κόλακες του θρόνου, διανοούμενοι κυρίως, που ήτανε δεμένοι με το παλάτι και την επίσημη γραμμή.
Μέσα σ’ όλ’ αυτά ασφυκτιούσε. Από τη μια έπεφτε στο θόρυβο της πόλης, στις διασκεδάσεις και το χαρτοπαίγνιο, από την άλλη έφευγε μακρυά σε κάποιο χωριό και καταριότανε τα κοσμικά σαλόνια. Με τη κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου ζήτησε το Γενάρη του 1830 να του δοθεί η άδεια να πάει να πολεμήσει. Η απάντηση ήταν αρνητική. Το Πάσχα του ίδιου χρόνου ζήτησε σε γάμο τη Ναταλία Γκοντσάροβα (1812-1863), που ήτανε τότε 17 ετών. Τη παντρεύτηκε το Φλεβάρη του1831 στη Μόσχα. Την άνοιξη εγκαταστάθηκαν στη Πετρούπολη και ζούσανε στο σπίτι του Μόικα. Το Νοέμβρη τονε προσλάβανε στην υπηρεσία του τσάρου, θέση ουσιαστικά αυλικού. Επίσης του δώσανε την άδεια να μπαίνει στα αυτοκρατορικά αρχεία και να μελετά το ιστορικό υλικό. Τον επόμενο χρόνο έγινε μέλος της Αυτοκροτορικής Ρωσικής Ακαδημίας. Εν τω μεταξύ συνέχισε να γράφει, να συγκεντρώνει υλικό και να σχεδιάζει νέα έργα.
Όμως η ζωή της αυλής με τις αναγκαστικές παρουσίες στο ανάκτορο δεν ήταν κάτι που ταίριαζε στο χαρακτήρα του. Από την άλλη δεν είχε την οικονομική άνεση που χαρακτήριζε τους νεαρούς αριστοκράτες που τον περιστοιχίζανε σε παρόμοιες θέσεις. Το κτήμα που του έδωσε ο πατέρας του δεν απέφερε εισόδημα λόγω της κακοδιαχείρισης κι η γυναίκα του δεν είχε λάβει προίκα. Τα χρέη άρχισαν να μαζεύονται απειλητικά, καθώς η νεαρή Ναταλία, παρόλο που έκανε συνεχώς παιδιά, συμμετείχε μαζί με τις αδερφές της στους χορούς και τη λαμπερή ζωή του παλατιού. Έτσι ο ποιητής άρχισε να παρουσιάζει μια θλιβερή εντύπωση ανάμεσα στο πλήθος των αυλικών, να καταπίνει κάθε τόσο τη περιφρόνηση και τη ταπείνωση, καθώς περπατούσε γεμάτος πλήξη στα σαλόνια του παλατιού, ρίχνοντας κρυφές ματιές πίσω από τις κολώνες στους δανδήδες που τριγυρνούσαεν τη γυναίκα του, ενώ κείνη χόρευε στολισμένη, εύθυμη κι αμέριμνη. Και κοντά στη ζήλεια ήτανε κι η συναίσθηση ότι όλοι αυτοί διασκέδαζαν ευτυχισμένοι, ευχαριστημένοι, εξασφαλισμένοι οικονομικά, χωρίς να προβληματίζονται και να σκέφτονται για το αύριο, σε αντίθεση με αυτόν που ήταν αναγκασμένος την άλλη μέρα να καταπιαστεί με τα οικονομικά οικογενειακά του προβλήματα, που τον δαιμόνιζαν, όπως φαίνεται κι από ένα γράμμα που απευθύνεται στη Ναταλία: “…Έπρεπε να σε πάρω γυναίκα μου, γιατί αν δε το έκανα θα ήμουν δυστυχισμένος σ` όλη μου τη ζωή. Δεν έπρεπε όμως ν` αναλάβω την υπηρεσία στην αυλή και το χειρότερο να μπερδευτώ σε χρέη“.
Επιπλέον είχε και τη λογοκρισία που εξακολουθούσε να τον παρακολουθεί και να διαβάζει τα γράμματά του, ακόμη κι αυτά που απευθύνονταν στη γυναίκα του. Κάποτε, το 1833, στο σαλόνι του φίλου του Καραμζίν (που έγραψε την περίφημη ιστορία της Ρωσίας) τον πλησίασε ο υπουργός Παιδείας Ουβάρωβ και, δείχνοντάς του σημείωμα, του είπε ότι είναι ταπεινό να κάνει επιγράμματα και να σατιρίζει σεβαστά πρόσωπα.
–Και με ποιο δικαίωμα, του απάντησε ο ποιητής, μου κάνετε παρατήρηση, όταν δεν είστε βέβαιος αν οι στίχοι αυτοί είναι δικοί μου ή όχι; Πολλοί μπορούν να λένε. Εγώ, όμως σας λέγω το εξής: Θα γράψω επίγραμμα για σας και θα το δημοσιεύσω με την υπογραφή μου.
Μετά από ένα χρονικό διάστημα ο Ουβάρωβ αρρώστησε βαριά κι ο κληρονόμος του βιάστηκε από την ανυπομονησία του να σφραγίσει όλη τη περιουσία του, με αποτέλεσμα να ρεζιλευτεί σε όλη τη πρωτεύουσα, όταν ύστερα από λίγες μέρες ο Ουβάρωβ έγινε καλά. Ο ποιητής λοιπόν έγραψε πάνω σ`αυτή την ιστορία ένα ποίημα με τίτλο: Στην Ανάρρωση Του Λούκουλλου. Κανένα περιοδικό στη Πετρούπολη δε δέχτηκε να το δημοσιεύσει. Τότε κι αυτός την έστειλε στη Μόσχα, που τη δημοσίευσε το περιοδικό Παρατηρητής Της Μόσχας. Αμέσως τον κάλεσε ο Μπέγεντορφ και του ‘πε ότι αν και τους στίχους τους βάφτισε Λούκουλλο κι αναφέρονται στη ρωμαϊκή ιστορία, παρ’ όλ’ αυτά η ρωσική κοινωνία είναι τόσο εξελιγμένη «στην εποχή μας», ώστε αμέσως κατάλαβε ποιος κρύβεται κάτω από τους στίχους αυτούς.
–Επιτρέψτε μου να σας πω, εξακολούθησε ο διοικητής της αστυνομίας, ότι μία τέτοια συμπεριφορά είναι κατώτερη του ταλέντου σας, όταν τολμάτε μάλιστα να θίγετε πρόσωπα σημαίνοντα.
Εδώ τον διέκοψε, λέει ο ίδιος ο Πούσκιν:
–Και δε μου λέτε, σας παρακαλώ, ποιο είναι αυτό το σημαντικό κι οικτρό πρόσωπο που αναγνωρίσατε στη σάτιρά μου;
–Όχι εγώ, αλλά ο ίδιος ο Ουβάρωβ αναγνώρισε τον εαυτό του και με παρακάλεσε να τα κάνω όλ’ αυτά γνωστά στον αυτοκράτορα κι ακόμη το ότι του είπατε στου Καραμζίν ότι θα του γράψετε επίγραμμα και με την υπογραφή σας μάλιστα.
–Αυτό δεν το αρνούμαι, αλλά αυτοί οι στίχοι δεν αφορούσαν τον Ουβάρωβ.
–Τότε λοιπόν;
–Εσάς.
Ο Μπέγεντορφ τον κοίταξε κατάπληκτος, γουρλώνοντας τα μάτια κι έπειτα φώναξε:
–Εμένα; Τα γράψατε για μένα;
–Για σας, για σας, για σας.
Τότε σηκώθηκε αμέσως από τη πολυθρόνα του, τονε πλησίασε και χτυπώντας κάτω από τη μύτη του το περιοδικό με τους στίχους είπε:
–Πάντως ακούστε κύριε ποιητή: Τι πάει να πει αυτό; (Διαβάζει): Τώρα πια δε θα νταντεύω παιδιά στις μεγάλες κυρίες (…) ε; Αυτό δεν είναι τίποτα (κι εξακολουθεί να διαβάζει): Τώρα για τη τιμή μου -δεν με μέλλει, δεν θ` απατώ πια τη γυναίκα μου ε; Κι αυτό δεν πειράζει, κουταμάρες… Ετούτο όμως, είναι τρομερό, δεν επιτρέπεται. (Διαβάζει): Και θα πάψω από δω κι εμπρός να κλέβω τα ξύλα του δημοσίου. Και τονε ρωτά: Τι έχετε να πείτε λοιπόν γι` αυτά;
–Θα πω απλούστατα ότι δεν αναγνωρίζετε τον εαυτό σας!
–Και μήπως έκλεψα ποτέ τα ξύλα του δημοσίου;
–Ώστε θα τα ‘κλεψε ο Ουβάρωβ, αφού πήρε πάνω του ένα τέτοιο υπαινιγμό!
Τότε ο Μπέγεντορφ κατάλαβε επιτέλους, χαμογέλασε θυμωμένα και μουρμούρισε:
–Χμμ! Ναι εγώ φταίω!
–Έτσι ακριβώς εκθέστε την υπόθεση στον αυτοκράτορα, σας παρακαλώ. Και τώρα λαμβάνω τη τιμή να χαιρετήσω την εξοχότητά σας.
Σ’ αυτά άρχισαν να προστίθενται και καθαρά φιλολογικές δυσαρέσκειες. Ο ποιητής άρχισε να παρατηρεί κάποια ψυχρότητα μεταξύ των φιλολογικών κύκλων. Πού και πού σε κριτικές περιοδικών έκαναν νύξη ότι ο ποιητής ξεθύμανε, ξεζουμίστηκε και καθώς τα νεύρα του ήταν χαλαρωμένα, όλα τάπαιρνε κατάκαρδα και γινόταν έξω φρενών. «Πιστέψτε με», έγραφε σ’ ένα του γράμμα την εποχή αυτή, «η ζωή όσο ευχάριστη συνήθεια κι αν είναι, πάντα κρύβει μέσα της μια πίκρα που τη κάνει αποκρουστική. Η κοινωνία μας είναι ένας σιχαμερός βούρκος».
Όπως είναι φανερό βρισκότανε σε αδιέξοδο κι ο κύκλος γύρω του στένευε όλο και πιο πολύ. Οι εχθροί του και μαζί μ` αυτούς ο Ουβάρωβ κι ο Μπέγεντορφ, ζητούσαν αφορμή για να τον ταπεινώσουνε. Και την αφορμή τους την έδωσε ο ωραίος βαρώνος Ζωρζ Ντ’ Αντές, ένας Γάλλος που λάτρευε όλος ο καλός κόσμος και που φλερτάριζε τη γυναίκα του. Άρχισαν οι διαδόσεις με στόχο τη τιμή του και ταυτόχρονα ο Πούσκιν άρχισε να παίρνει ανώνυμες επιστολές με πρόστυχο περιεχόμενο, γεμάτες προσβολές κι ειρωνείες. Μη ανεχόμενος τα κουτσομπολιά, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να καλέσει τον ντ’ Αντές σε μονομαχία. Ο θετός όμως πατέρας του ντ’ Αντές, πρεσβευτής της Ολλανδίας στην Αγία Πετρούπολη, προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποτρέψει την επικείμενη μονομαχία μεταξύ των δύο ανδρών, παντρεύοντας μάλιστα τον ντ’ Αντές με τη μεγαλύτερη σε ηλικία αδελφή της Ναταλίας, την Αικατερίνη Γκοντσάροβα (Yekaterina Goncharova). Ο γάμος έγινε στις 10 Γενάρη 1837. Δεν άργησε όμως να εκδηλωθεί και πάλι το ενδιαφέρον του ντ’ Αντές για την όμορφη γυναίκα του ποιητή Ναταλία. Τελικά, ο ντ’ Αντές αποδέχτηκε τη πρόσκληση του Πούσκιν για μονομαχία, παρά την επίσημη απαγόρευση που υπήρχε. Ο Πούσκιν συνάντησε στο Λογοτεχνικό Καφέ της Αγίας Πετρούπολης το φίλο του Konstantin Danzas (1801-1870), ταγματάρχη του ρωσικού στρατού, που τον όρισε μάρτυρα στη μονομαχία του με τον ντ’ Αντές. Η υπόθεση κατέληξε σε μονομαχία στις 27 Γενάρη 1837 στις 5 η ώρα το πρωί στο Μαύρο Ποτάμι (Chernaya Rechka), στα χιονισμένα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης, με δυνατό αέρα και θερμοκρασία 15 βαθμούς υπό το 0.
Ο Μπέγεντορφ πληροφορήθηκε τι επρόκειτο να γίνει κι έπρεπε σύμφωνα με το νόμο να στείλει τους στρατιώτες του για να τη προλάβει. Όμως, αντί να τους στείλει εκεί, τους έστειλε σκόπιμα στο Αικατερινόφ, κάνοντας δήθεν λάθος. Στη μονομαχία ο ποιητής πληγώθηκε θανάσιμα στη μέση. Η σφαίρα περνώντας το κόκαλο σφηνώθηκε βαθιά στην κοιλιά του και μεταφέρθηκε με άμαξα στο σπίτι του στη πρωτεύουσα. Πέρασε τις τελευταίες ημέρες του στο σπουδαστήριο-γραφείο του, ανάμεσα σε αγαπημένα του πρόσωπα, θαυμαστές και φίλους. 2 μέρες πάλεψε μέσα σε φοβερούς πόνους κι άφησε τη τελευταία του πνοή στο ανάκλιντρο του γραφείου του, στις 29 Γενάρη το απόγευμα, στις 2.45 μμ το 1837, σε ηλικία μόλις 38 ετών. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλη τη πόλη. Το πλήθος από νωρίς πολιορκούσε το σπίτι του. Όλες οι τάξεις, ακόμα κι οι τελείως απλοϊκοί κι αγράμματοι, το θεώρησαν υποχρέωσή τους να παρελάσουνε μπρος στο λείψανό του. Οι στίχοι που έγραψε ο νεαρός τότε ποιητής Λέρμοντοβ για το θάνατο του Πούσκιν ήτανε στα στόματα όλων. Τη σορό του ποιητή τη τοποθέτησανε στον τάφο που ‘χεν ετοιμάσει ο ίδιος 1 χρόνο πριν, δίπλα στο φέρετρο της μητέρας του. Ήταν δεν ήταν τότε 37 ετών.
Στις 5 Ιουνίου 1880, η Μόσχα γιόρτασε τ’ αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του, μ’ εκδηλώσεις που αποτελέσανε τη 1η δημόσια αναγνώρισή του. Στα πλαίσια των εκδηλώσεων αυτών ο Ντοστογιέφσκι εκφώνησε λόγο στη πανηγυρική συνεδρίαση της Εταιρείας Φίλων Ρωσικής Λογοτεχνίας ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου που έμεινε στην ιστορία. Στο λόγο αυτόν επισημαίνει 4 βασικά σημεία που εξηγούνε γιατί θεωρείται επάξια ο κυριώτερος εθνικός ποιητής της Ρωσίας.
Το πρώτο είναι ότι “με το βαθύτατα διορατικό και μεγαλοφυές πνεύμα του και την καθαρώς ρώσικη καρδιά του προηγήθηκε όλων των άλλων στην επισήμανση και την υπογράμμιση του βασικού και νοσηρού φαινομένου των αποκεκομμένων από τις ρίζες της κοινωνίας κι απομεμακρυσμένων από τον λαό διανοουμένων. Καθόρισε και γλαφυρώς περιέγραψε τον αρνητικό μας χαρακτήρα, τον εσωτερικώς ανειρήνευτο άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει πίστη στην γενέθλιο γη του, στις δυνάμεις της πατρίδος του (δηλαδή στην κοινωνία που ανήκει, στο κοινωνικό στρώμα των διανοουμένων το οποίο εμφανίστηκε στην γενέθλιο γη μας), ο οποίος εν τέλει αρνείται και την Ρωσία και τον ίδιο του τον εαυτό, δεν επιθυμεί σχέσεις με άλλους και υποφέρει ειλικρινώς“.
Ο χαρακτήρας αυτός, (του οποίου η τιμή της σύλληψης και της περιγραφής ανήκει αποκλειστικά στον Πούσκιν και τον οποίο αναπαρήγαγαν στα έργα τους στη συνέχεια πλήθος Ρώσοι συγγραφείς), εκπροσωπείται κατα τον Ντοστογιέφσκι από τον Αλέκο, ήρωα του Πούσκιν στο έργο του Τσιγγάνοι, πρόδρομο του πιο ολοκληρωμένου Ευγένιου Ονέγκιν, ήρωα του ομώνυμου έργου, που για να τελειώσει χρειάστηκαν 8 χρόνια περίπου. Ο τύπος αυτός δημιουργήθηκε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού που επιχείρησε με τη μεταρρύθμισή του ο Μέγας Πέτρος (1672-1725), έναν αιώνα πριν από τον Πούσκιν κι ο ποιητής είναι αυτός που συνέλαβε και μπόρεσε να απεικονίσει με διαύγεια κι ακρίβεια τη νέα αυτή πνευματική κατάσταση του μορφωμένου Ρώσου, που δεν έχει μέσα του κανένα εσωτερικό έρεισμα, η εσωτερική πνευματική του ανεξαρτησία κι αυτοσυνειδησία είναι νεκρή και περιφέρει μόνο την αόριστη νοσταλγία της ως ένα ανερμήνευτο εσωτερικό μαρτύριο.
“Ιδιόρρυθμος κι ανυπόμονος, ο άνθρωπος αναμένει τη σωτηρία προς το παρόν μόνον από εξωτερικούς παράγοντες – κι έτσι άλλωστε πρέπει να είναι: ‘Η αλήθεια’, λέει. ‘πρέπει να βρίσκεται κάπου έξω από μένα, μπορεί σε κάποιες άλλες χώρες, στις ευρωπαϊκές για παράδειγμα, με την στέρεα ιστορική τους συγκρότηση, με την σταθερή κοινωνική και πολιτική ζωή’. Και ποτέ δεν αντιλαμβάνεται ότι η αλήθεια πριν απ` όλα είναι μέσα του. Πώς όμως θα μπορούσε να το αντιληφθεί αυτό, όταν κατάντησε ξένος στον ίδιο του τον τόπο; Εδώ κι έναν ολόκληρο αιώνα αποξενώθηκε από την εργασία, από πάσα καλλιέργεια, μεγάλωσε σαν εσωτερικός οικότροφος ιδρύματος μέσα σε τέσσερεις τοίχους, εκτελώντας μηχανικά και αλλόκοτα καθήκοντα, τη συναρτήσει της αφοσιώσεως και προσχωρήσεώς του στην μία ή στην άλλη από τις 14 φατρίες που κατατρύχουν την μορφωμένη ρωσική κοινωνία… Ταπεινώσου, υπερήφανε άνθρωπε, και πριν απ` όλα δούλεψε για τον τόπο σου», ιδού η απάντηση κατά τη λαϊκή αλήθεια και λογική“.
Το 2ο, κατά τον Ντοστογιέφσκι, είναι “ότι πρώτος αυτός μας έδωσε λογοτεχνικούς χαρακτήρες με ρώσικη ομορφιά, αναβλύζουσα κατ`ευθείαν από τη ρώσικη ψυχή και την λαϊκή αλήθεια, από την ίδια τη γη μας εκεί όπου την αναζήτησε». Και αναφέρεται στην Τατιάνα, τον αντίποδα του χαρακτήρα του Ευγένιου Ονέγκιν στο ίδιο έργο, η οποία, αντιπροσωπεύοντας τη γνήσια ρωσίδα γυναίκα, προφύλαξε τον εαυτό της από το συσσωρευμένο ψεύδος που αντιπροσωπεύει ο Ονέγκιν, ο οποίος ως μοναδικό κριτήριο των επιλογών του είχε τη γνώμη του κοσμικού περίγυρου. Μετά από την Τατιάνα αναφέρονται και άλλοι τέτοιοι χαρακτήρες, για τους οποίους το βασικώτερο, όμως που πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως, είναι ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θετικής ομορφιάς του ρώσου ανθρώπου και της ψυχής του αναδύθηκαν εξ ολοκλήρου απο το λαϊκό πνεύμα“. (Είναι άξιο παρατήρησης νομίζω πως ο Ντοστογιέφσκι δε μιλά πουθενά για παράδοση, αλλά για λαϊκό πνεύμα και λαϊκή αλήθεια, φανερώνοντας έτσι ότι δεν αναφέρεται σε μία εξωτερική τυπολατρία ή μίμηση ή αντιγραφή, αλλά για επικοινωνία με το βαθύτερο πνεύμα του λαού.)
Το 3ο σημείο σύμφωνα πάντα με τον Ντοστογιέφσκι “είναι εκείνη η χαρακτηριστική πλευρά της λογοτεχνικής του μεγαλοφυϊας, που δεν απαντά σε κανέναν άλλο, η ικανότητά του να αγκαλιάζει το καθολικό και να οικειοποιείται κατά τρόπο τέλειο το πνεύμα των άλλων εθνών». Έτσι σ` αυτή την κατηγορία των έργων του μπορούμε να συμπεριλάβουμε εκείνα «στα οποία βασικά έλαμψαν οι οικουμενικές ιδέες, απεικονίστηκαν οι ποιητικές μορφές άλλων λαών και ενσαρκώθηκαν οι μεγαλοφυΐες τους. Οι πλέον ένδοξοι από τους ευρωπαίους ποιητές ποτέ δεν μπόρεσαν να ενσαρκώσουν με τέτοια δύναμη την μεγαλοφυΐα ενός άλλου λαού, ακόμη και γειτονικού τους, να ενσαρκώσουν το πνεύμα του, όλο το κρυμμένο βάθος αυτού του πνεύματος και όλη τη θλίψη της της αποστολής του, όπως μπόρεσε να το κάνει ο Πούσκιν. Αντιθέτως, επικαλούμενοι τις ξένες εθνικότητες, οι ευρωπαίοι ποιητές επεδίωξαν να τις ενσωματώσουνε στη δική τους παράδοση και να τις ερμηνεύσουν με τον οικείο τους τρόπο. Ακόμη και σ’ αυτό τον Σαίξπηρ, οι ιταλοί ήρωές του, για παράδειγμα, έχουνε σχεδόν τη ψυχοσύνθεση του Άγγλου. Μόνον ο Πούσκιν απ` όλους τους ποιητές παγκοσμίου εμβελείας κατέχει τον τρόπο να μετενσαρκούται σα μια ξένη εθνικότητα. Να οι σκηνές απ’ το Φάουστ, να ο Φιλάργυρος πρίγκηπας κι η μπαλάντα Ήταν ένας φτωχός ιππότης. Διαβάστε τον Δον Ζουάν. Εάν δεν υπήρχε η υπογραφή του Πούσκιν, δεν θα καταλαβαίνατε ποτέ ότι το έργο γράφτηκε από κάποιον που δεν είναι Ισπανός“.
Και το 4ο σημείο που έρχεται σα συμπέρασμα κι ανακεφαλαίωση των 3 που προηγήθηκαν είναι η προφητική, όπως την ονομάζει ο Ντοστογιέφσκι, δύναμη του Πούσκιν, που σαν “εξ ολοκλήρου λαϊκός ποιητής συνειδητοποιεί την τεράστια αποστολή …της οικουμενικότητας, που δεν θ’ αποκτηθεί με το σπαθί, αλλά με την αδελφοσύνη και την αδελφική μας προσπάθεια για την ένωση όλων των ανθρώπων… Γιατί … το να γίνει κανείς αληθινός Ρώσος σημαίνει να προσπαθήσει να συμφιλιώσει και μάλιστα οριστικώς τις ευρωπαϊκές αντιθέσεις, να υποδείξει τη διέξοδο στην ευρωπαϊκή θλιβερή αποτελμάτωση μέσω της παγκόσμιας και ενοποιού ρωσικής ψυχής περικλείοντας στοργικά μέσα της όλους τους αδελφούς και εδραιώνοντας στο τέλος την παγκόσμια αρμονία, την οριστική αδελφική συμφιλίωση όλων των φυλών της γης υπό την σκέπη του ευαγγελικού νόμου του Χριστού… Επαναλαμβάνω: μπορούμε τουλάχιστον να αναδείξουμε τον Πούσκιν, τη παγκόσμια και πανανθρώπινη διάσταση της μεγαλοφυΐας του. Γιατί ο ίδιος μπόρεσε να χωρέσει στη καρδιά του όλα τα ξένα και διαφορετικά πνεύματα σαν να ήταν δικά του. Στην τέχνη τουλάχιστον, στην καλλιτεχνική δημιουργία, ανέδειξε τον πόθο του ρωσικού πνεύματος για την οικουμενικότητα και τούτο αποτελεί ήδη ακριβή παρακαταθήκη. Αν η σκέψη μας είναι ουτοπική, στον Πούσκιν υπάρχει κάτι που μπορούμε να θεμελιώσουμε αυτή την ουτοπία. Αν ζούσε περισσότερο, ίσως φώτιζε τις αθάνατες κι ένδοξες φανερώσεις της ρώσικης ψυχής εις τρόπον ώστε να τις κατανοούσαν οι Ευρωπαίοι αδελφοί μας, κι ίσως μπορούσε να τους φέρει πολύ κοντύτερα σ` εμάς απ` ότι είναι τώρα, προλαβαίνοντας μάλιστα να τους εξηγήσει όλη την αλήθεια των επιδιώξεών μας, έτσι ώστε να μάντευαν κι αυτοί ποιοι είμαστε και να έπαυαν να μας κοιτάζουν αφ` υψηλού, γεμάτοι καχυποψία κι απαξίωση όπως τώρα...”
Αυτά σε γενικές γραμμές είναι τα βασικά σημεία της ομιλίας του που έκανε μεγάλη εντύπωση όταν εκφωνήθηκε και δημοσιεύτηκε, ενώνοντας τους σλαβόφιλους και τους δυτικόφιλους σε κοινή επιδοκιμασία. Τα ποιήματα του Πούσκιν άλλωστε, ενέπνευσαν κι ολόκληρα μυθιστορήματα στον Ντοστογιέφσκι, όπως το ποίημα Ο Φτωχός Ιππότης, που αναφέρθηκε στα παραπάνω και που πάνω βασίστηκε ο χαρακτήρας του Ηλίθιου Λέοντα Νικολάγεβιτς από το ομώνυμο μυθιστόρημα, όπου και συμπεριλαμβάνεται:
Ο Φτωχός Ιππότης
Ήταν στον κόσμο εις φτωχός ιππότης
απλός και σιωπηλός μ’ όψη χλωμή,
συννεφιασμένο τ’ όνειρο της νιότης
κι αλύγιστη η γενναία του ψυχή.
Κάποια οπτασία που ποτέ δε σβήνει
και που κανείς δεν έχει φανταστεί
του ‘τυχε κι από τότε η εικόνα κείνη
στα φύλλα της καρδιάς του έχει γραφτεί.
Στάχτη κι αποκαΐδια πια η ψυχή του,
σ’ άλλη γυναίκα μήτε μια ματιά
δεν έριξε κι ως τη στερνή πνοή του
δεν άλλαξε ούτε λέξη με καμιά.
Αντί μαντήλι στο λαιμό του πίσω
δένει το κομποσκοίνι του ασκητή,
κι απ’ τη μορφή του τ’ ατσαλένιο γείσο
δε σήκωσε, κανένας να τον δει.
Κείνη η οπτασία μόνη του ηλιαχτίδα,
γεμάτος έρωτα πιστό κι αγνό,
Αλφα. Μι. Δέλτα. πάνω στην ασπίδα
με το αίμα του είχε γράψει το ζεστό.
Στης Παλαιστίνης τις ερήμους. Βράχοι
ολόγυρα, κι οι Παλαδίνοι εκεί
κραυγάζαν, καθώς ρίχνονταν στη μάχη,
τ’ όνομα της καλής τους -μουσική.
Και, Lumen coeli, sancta Rosa*! Κείνος
εφώναζε άγριος και σαν κεραυνός
στων Μουσουλμάνων πάνωθε το σμήνος
έπεφτε της φοβέρας του ο αχός.
Κι ως γύρισε, στον πύργο του κλεισμένος,
τυλίχτηκε σε μοναξιά αυστηρή,
πάντοτε σιωπηλός, πάντα θλιμμένος,
και σαν τρελλός τέλειωσε τη ζωή.
* Φως τ’ ουρανού, Αγία Ροζα!
απόδοση: Άρης Αλεξάνδρου
Όπως επίσης και το ποίημα που ακολουθεί Τα Δαιμόνια, του ενέπνευσαν το ομώνυμο μυθιστόρημα Δαίμονες ή Δαιμονισμένοι:
Τα Δαιμόνια
Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Πάω, πάω, η στέπα γυμνή.
Ντιν ντιν ντιν το κουδουνάκι…
Κι από μέσα η καρδιά
απ` το φόβο της χτυπά!
«Χτύπα, χτύπα, αμαξά! …»
«Άλλο τ` άλογα δεν παν, δαιμονισμένη
η θύελλα τα μάτια μου κλειστά
κρατεί κι οι δρόμοι χιονισμένοι.
Τίποτα δε φαίνεται και δεν ξεχωρίζει,
σημάδι γνώριμο ούτ` ένα πουθενά!
Δαίμονας στη στέππα μας κλωθογυρίζει
μια εδώ μια εκεί μας περιπλανά.
Κοίτα τόνε πώς γελάει,
Πώς με φτύνει, πώς φυσάει.
Τώρα τ` άλογά μας διώχνει,
ίσα στο γκρεμό τα σπρώχνει.
Εκεί σαν θεόρατη κολόνα
Αστράφτει και βροντάει,
Εδώ σπίθα γίνεται και σκάει,
Στο σκοτάδι χώνεται και πάει».
Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Η δύναμή μας σώνεται, γονάτισε η ψυχή.
Δε χτυπάει το κουδουνάκι, εσταθήκαν τ`άλογα…
«Τι έγινε; Τι φαίνεται στη στέππα αμαξά;»
«Ένα κούτσουρο ή λύκος – πίσω μου σ` έχω σατανά…»
Μαίνεται η θύελλα, μοιρολογάει,
Τ` άλογα φρουμάζουν τρομαγμένα.
Νά τος, φεύγει τώρα, πέρα πάει,
Φέγγουνε τα μάτια του αναμμένα.
Πάλι τ` άλογα τραβάνε,
ντιν ντι ντιν το κουδουνάκι
-στη στέπα πέρα την ασπρουδερή
πνεύματα εγιόμισε η γη.
Αμέτρητοι, στραβοφτιαγμένοι όλοι.
Στου φεγγαριού το φέγγρισμα
-άλλο τέτοιο να μη σ` έβρει-
χίλιοι δυο στροβιλίζονται διαόλοι
σαν τα φύλλα του Νοέμβρη…
Πόσοι να `ναι, που τους πάνε;
Και γιατί μοιρολογούν;
Μήπως κάνα δαίμονα στον τάφο προβοδάνε;
Μήπως καμιά μάγισσα κακιά παντρολογούν;
Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Σμάρια σμάρια τα δαιμόνια πάνε
κι ανεβαίνουνε ψηλά,
όσο νους δεν το μετρά.
Και μουγκρίζουν και βογγάνε
και μου σκίζουν τη καρδιά…
απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Ο Πούσκιν παρέμεινε ο ίδιος χαρακτήρας σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η κύρια επιδίωξή του ήταν να γίνει σεβαστή η ιδιότητα του ποιητή, που την υπερασπίστηκε με πάθος. Πάλεψε γι` αυτήν, χωρίς να καταδεχτεί να κρυφτεί πίσω από κάποια άλλη, για να καταφέρει να επιβιώσει, προσπάθησε να τη μετατρέψει σε βιοποριστικό επάγγελμα, κάτι που ήταν αδιανόητο την εποχή εκείνη. Όταν ζήτησε από τον τσάρο Νικόλαο να αποσυρθεί για πέντε χρόνια στο κτήμα του χωρίς να πάψει να λαμβάνει το μισθό του, στο όνομα αυτής της αξιοπρέπειας το ζήτησε. Θεωρούσε την ποίηση μία δουλειά άξια να αμείβεται και να αναγνωρίζεται. Οι άλλοι αδυνατούσαν να παραδεχτούν και να αποδεχτούν αυτό που ο ίδιος ήξερε, το έργο και τη σημασία του, γιατί αυτό δεν ήταν προϊόν τυχαιότητας, αλλά συνειδητού σχεδιασμού. Η αλήθεια είναι ότι ο Πούσκιν ήταν πάντοτε ολομόναχος. Για τον ουρανό δεν ήταν άγιος και για τη γη δεν ήταν θνητός. Η έμπνευση τον κατέκλυζε, το μυαλό του ήταν σε θέση να την αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο, οι συμπατριώτες θαύμαζαν το έργο του, αλλά ο ίδιος προκαλούσε φόβο, τόσο φόβο όσο προκαλεί στον καθένα ο αληθινός του εαυτός.
Η Οικία-Μουσείο Πούσκιν βρίσκεται στη Προκυμαία του Καναλιού Μόικα (12, Moika Embankment) στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, κοντά στα Χειμερινά Ανάκτορα και το Μουσείο Ερμιτάζ, όπου έζησε με την οικογένειά του μέχρι το θάνατό του. Πρόκειται για το διαμέρισμα που εγκαταστάθηκε ο Εθνικός ποιητής της Ρωσίας Πούσκιν με τη σύζυγό του Ναταλία και τα 4 παιδιά τους το φθινόπωρο του 1836. Ήτανε το αρχοντικό της πριγκήπισσας Βολκόνσκαγια κι ο ποιητής ενοικίασε τον 1ο όροφο αποτελούμενο από 11 δωμάτια και ξεχωριστά οικήματα για υπηρέτες. Το 1925 μετατράπηκε σε Μουσείο αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του μεγάλου ποιητή και διατηρείται όπως ήταν μετά τον θάνατό του.
Περιέχει μεταξύ άλλων την βιβλιοθήκη του με 4.500 τόμους σε 14 Ευρωπαϊκές κι Ανατολικές γλώσσες: εγκυκλοπαίδειες, βιβλία ιστορίας και γεωγραφίας, συλλογές λαϊκών τραγουδιών και λογοτεχνικά έργα Ευρωπαίων και Ρώσων συγγραφέων που θαύμαζε, όπως Σαίξπηρ, Δάντης, Βολταίρος, Χάινε και Βύρων και στο γραφείο του υπάρχουν χειρόγραφά του με ατελείωτα έργα, σημειώσεις για το περιοδικό του Ο Σύγχρονος (Souremennik).
Υπάρχουν ακόμη η πέννα του, ο φιλντισένιος χαρτοκόπτης του, οι σφραγίδες του, το επισκεπτήριό του, το μπρούτζινο κουδουνάκι που καλούσε τον υπηρέτη του, η πολυποίκιλτη πίπα του κι η επιτραπέζια λάμπα. Στον απέναντι από το γραφείο του τοίχο κρέμεται σπαθί ξιφασκίας σε ασημένια θήκη, δώρο στον Πούσκιν. Από τα πιο αξιόλογα εκθέματα είναι επίσης η μηχανική πολυθρόνα του, τύπου “Voltaire”, επενδυμένη με κόκκινο μαροκινό δέρμα, που είχε αγοράσει το Μάη του 1835, παραμονή των γενεθλίων του, καθώς και 3 πολυτελή μπαστούνια που χρησιμοποιούσε, κατά τη συνήθεια των ευγενών της εποχής, στους περιπάτους του.
Στην αυλή της οικίας του έχει στηθεί υψωμένος σε βάθρο, περίτεχνος μπρούτζινος ανδριάντας του ποιητή.
Τέλος, κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί πως θαύμαζε τον Μότσαρτ. Στο ποίημα Εμπρός Ελλάδα, που γράφτηκε το 1829, αναφέρεται και στο ποιητικό έργο του Ρήγα Βελεστινλή. Τ’ όνομά του φέρουν σχολεία, δρόμοι, ιδρύματα, μουσείο, βραβείο, δίπλωμα, πλατείες κ.λπ.
Είπε: “Άδειος, είν’ όποιος προσπαθεί να γεμίσει απ’ τον εαυτό του“.
——————————————————————————–
Στη Τροφό Μου
Συντρόφισσα, των μαύρων ημερών μου,
καλή μου, ερειπωμένη μου γριούλα
σ’ ένα σπίτι χαμένο μες στα δάση
από καιρό με περιμένεις μοναχούλα.
Πικρή συλλογισμένη στη βεράντα
κάθεσαι κει φρουρός άγρυπνος πάντα.
Το έρημο προαύλιο κοιτάζεις
το μακρυνό που σκοτεινιάζει δρόμο
η έγνοια μου, η λαχτάρα σε βαραίνει
κι ο νους σου φτερουγά στον ταχυδρόμο.
απόδοση: Ρίτα Μπούμη -Παπά
Ο Προφήτης
Τη δίψα μου για να χορτάσω τη πνευματική
στη μαύρην έρημο πλανιόμουνα. Εκεί,
στο σταυροδρόμι φτάνοντας μπροστά,
εξάπτερο ένα σεραφείμ ορώ να σταματά.
Λες όνειρο ήταν -απαλά
μου μάλαξαν τα βλέφαρα τα δάχτυλά του,
σαν τρομαγμένου αϊτού αναπετάρισαν τα μάτια μου
καθώς από τα μάτια τα δικά του
μια όραση επήρανε προφητική.
Μετά τ` αυτιά μου αγγίζει. Η ακοή
γιομίζει αμέσως φωνές και ήχους
σαν να σημαίνανε καμπάνες. Το ρίγος
ένιωσα με μιας του ουρανού.
Σε βουνά πάνω αγγέλους βλέπω να πετάνε,
ενώ στα βάθη μέσα του ωκεανού
της θάλασσας τα τέρατα έρχονται και πάνε.
Και πέρα οι κάμποι με τα’ αμπέλια μαραμένοι.
Τα χείλη μου έπειτα αγγίζει κι από μέσα
τη γλώσσα μου, την κολασμένη
από τα κούφια κι επηρμένα λόγια μου,
τραβάει και ξεριζώνει.
Νιώθω το στόμα μου να παγώνει, μα εκεί
η δεξιά του, στο αίμα όλη,
φυτεύει του φιδιού το πάνσοφο κεντρί.
Το θώρακά μου με τη ρομφαία του χτυπάει
και τον ανοίγει, την καρδιά
που ακόμα σπαρταράει
τραβάει έξω και τ` αναμμένο κάρβουνο
το μπήγει μες το στήθος μου το ανοιγμένο.
Στην άμμο της ερήμου, κορμί δίχως πνοή,
ακούω από πάνω το Θεό να λέει:
«Σήκω προφήτη, άκουγε και βλέπε,
το θέλημά μου πράττε καθώς θα σ` οδηγεί
κι όπου διαβαίνεις, θάλασσα και γη,
κάμε του ανθρώπου την καρδιά ο λόγος να τη καίει».
απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Επίκληση
Αν είναι αλήθεια πως τη νύχτα
την ώρα που οι ζωντανοί ησυχάζουν
κι από τον ουρανό του φεγγαριού
οι αχτίδες στις ταφόπλακες
γλιστρούν και τους νεκρούς ξυπνούν.
Αν είναι αλήθεια πως την ώρα
εκείνη τα ήσυχα μνήματα αδειάζουν.
Εγώ, τη σκιά της Λεϊλά καλώ.
Αγαπημένη, έλα σε μένα. Εδώ, εδώ
Φανερώσου λατρεμένη σκιά
όπως ήσουν πριν το χωρισμό
χλωμή σα μέρα του χειμώνα. Παγωμένη.
Απ’ το στενό μαρτύριο ρημαγμένη.
Έλα σαν μακρινό αστέρι,
σαν ήχος απαλός ή σαν πνοή
σαν όραμα τρομαχτικό. Αδιαφορώ.
Αρκεί να’ ρθεις, εδώ, εδώ.
Σε καλώ όχι για να μεμφθώ
εκείνους που η κακία τους
σκότωσε τη χαρά μου ή για να
μάθω του τάφου τα μυστικά
ούτε γιατί, καμιά φορά, για τη ζωή
εκεί με βασανίζει αμφιβολία.
Αλλά γιατί ποθώ άρρωστος
από νοσταλγία να πω ότι
και τώρα σ’ αγαπώ.
Δικός σου είμαι. Εδώ, εδώ.
Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Εμπρός Ελλάδα
Εμπρός, στηλώσου, Ελλάδα επαναστάτισσα,
βάστα γερά στο χέρι τ’ άρματά σου!
Μάταια δεν ξεσηκώθηκεν ο Όλυμπος,
η Πίνδο, οι Θερμοπύλες -δόξασμά σου.
Απ’ τα βαθιά τους σπλάχνα ξεπετάχτηκεν
η λευτεριά σου ολόφωτη, γενναία
κι απ’ τον τάφο του Σοφοκλή, απ’ τα μάρμαρα
της Αθήνας, πάντα ιερή και νέα.
Θεών κι ηρώων πατρίδα, σπάζεις άξαφνα
το ζυγό σου και την εναντίον Μοίρα
με τον ηχό, που βγάνει του Τυρταίου σου,
του Μπάιρον και του Ρήγα η άξια λύρα.
απόδοση: Κώστας Βάρναλης
Σε Μια Πιστή Γραικιά
Πιστή Γραικιά μη τον θρηνείς! Έχει σαν ήρως πέσει
βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια μες σ τη μέση…
Μη τον θρηνείς… Τάχατε συ δεν του ‘δειξες το δρόμο
σαν κίνησε περήφανος μ’ όπλο βαρύ στον ώμο
και του ‘πες με μελωδική φωνή: «Μπροστά σου νάτος
ανοίγει ο δρόμος της τιμής από θυσίες γιομάτος»;
Σ’ αποχαιρέτησε σεμνά κι αμίλητα ο καλός σου
ξέροντας πως παντοτεινός θαν’ ο αποχωρισμός σου…
Αλαφροχάιδεψε μ’ ευχή το τρυφερό βλαστάρι
των σπλάγχνων του, που κράταγες στον κόρφο με καμάρι!
Κι όταν στητή μαστίγωσε τον άνεμο η παντιέρα
της λευτεριάς η ολόμαυρη κι έφτασε η τίμια μέρα
καθώς ο Αριστογείτονας μυρτιάς κλαδί είχε δέσει
στην ατσαλένια σπάθα του, που κρέμασε στη μέση.
Ετσι κι αυτός, απόμεινε στη μάχη: Ένας γενναίος
για το που δεν ορίζεται και δε μετριέται χρέος!…
(1830) απόδοση: Κώστας Βάρναλης
Το Ματωμένο Σάλι
Μες στο αίμα βαμμένο βλέπω τούτο το σάλι
όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι
Και γεννά τόσες πίκρες στη ζωή μου τη μαύρη,
Που ποτές ησυχία και γαλήνη δε θα ‘βρει.
Όταν γλύκαινε ακόμα τη ζωή μου η ελπίδα,
Σαν τρελός αγαπούσα μια ξανθή Ελληνίδα,
Που μου είχε το νου μου η ματιά της πλανέψει
Και τους πόθους αρπάξει και τα νιάτα μου κλέψει.
Με παλιούς μου συντρόφους μια βραδιά το γλεντούσα
και στο γλέντι να σβήσω τον καημό μου ζητούσα.
Όταν ένας Εβραίος πονηρά με κοιτάει,
Και μου λέει κρυφά -η Ρωμιά σ’ απατάει.
Του πετάω φλουριά, μου θολώνει το μάτι.
Καβαλάω ευθύς το γοργό μου το άτι,
και στο σπίτι της τρέχω, στη μικρούλα φωλιά της,
όπου είχα περάσει γλυκές νύχτες σιμά της.
Με τα μάτια θολά, με το νου φλογισμένο,
σπω τη πόρτα κι ευθύς μες στη κάμαρη μπαίνω.
Και στου λύχνου το φως που σιγά τρεμοσβούσε
η ξανθή η Ελληνίδα έναν άλλον φιλούσε.
Τους αδράχνω τους δυο με τ’ αντρείο μου χέρι
και το φίλημα κόβει τ’ αργυρό μου μαχαίρι.
Κι η ξανθή η Ελληνίδα με ντροπή χλωμιασμένη
εκυλίστη στο πάτωμα κάτω σφαγμένη.
Μες στο αίμα βαμμένο πήρα τότε το σάλι,
όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι.
Κι από τότε καμμιάς γυναικός δεν εμίλησα,
ούτε όμορφα χείλη καμμιανής δεν εφίλησα.
Έχει πίκρα γεμίσει τη ψυχή μου τη μαύρη,
που ποτές ησυχία και γαλήνη δε θα ‘βρει.
Όσο βλέπω βαμμένο μες στο αίμα το σάλι
Όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι.
Πιντεμόντε
Στων μεταλλείων της Σιβηρίας τα βάθη
αγέρωχα φυλάχτε την υπομονή,
χαμένα δεν θα παν του μαρτυρίου σας τα πάθη,
ούτε και των ονείρων σας η σκέψη η υψηλή.
Η ελπίδα, αδερφή πιστή στη δυστυχία,
στα έγκατα της γης τα σκοτεινά
το πνεύμα θα ξυπνήσει και την ανδρεία
– η ώρα θα ‘ρθει η ποθητή ξανά:
Θα φτάσουν ως εσάς η αγάπη κι η φιλία,
στη σκοτεινή θα μπούνε φυλακή,
όπως στο κάτεργο απ’ την ελευθερία
έρχεται η φωνή μου να σας βρει.
Θα πέσουν τα βαριά δεσμά,
οι φυλακές θα γκρεμιστούν κι η λευτεριά
απόξω απ’ την πόρτα θα σας καρτερεί
κι οι αδελφοί στο χέρι σας θα ξαναβάλουν το σπαθί.
Υπάρχουν δικαιώματα ηχηρά,
ξέρω, πολλά θαμπώνουνε μυαλά,
όμως εγώ δεν τα τιμώ· παράπονα δεν κάνω που οι θεοί
μου αρνηθήκαν το γλυκό προνόμιο στην πληρωμή
των φόρων να μετέχω· ούτε κι εμπόδια να βάλω
στο ‘να βασίλειο να πολεμάει τ’ άλλο.
Λίγο με νοιάζει μπορεί ή δεν μπορεί η δημοσιογραφία
να σατιρίζει τους μωρούς και η μυγιάγγιχτη λογοκρισία
των περιοδικών να περικόβει την αμετρολογία.
Λόγια, λόγια, λόγια όλα αυτά.
Άλλα, καλύτερα, δικαιώματα μου είναι σεβαστά.
Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία:
Να σε ορίζει ο τσάρος, να σε ορίζει ο λαός
το ίδιο δεν μας κάνει;
Είθε ο θεός να τους φυλάει!
Μα κανενός υπόλογος ο άνθρωπος δεν είναι,
σημασία ας δίνει μόνο στη ζωή του
τον εαυτό του να φροντίζει και να ‘περετεί.
Για τη λιβρέα, για την εξουσία,
η σκέψη, η συνείδηση του μη καμφθεί
– γι αυτά μη σκύψει το κεφάλι.
Όπου θελήσει γυρνάει τα βήματα του,
ό,τι ορίσει η καρδιά και η ψυχή:
Τις θεϊκές της φύσης ομορφιές, της τέχνης πάλι
και της έμπνευσης τα έργα
να τα γλεντήσει και να τα χαρεί
– αυτά τα δικαιώματα του…
Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Στο Τελευταίο Βαγόνι
Μοναχικός της λευτεριάς σπορέας βγήκα,
νωρίς, προτού καλοχαράξει
και με καθάριο χέρι, μα κι αθώο,
σπόρο πετούσα, ζωντανό,
φυτείες, σε σκλαβωμένον όργο, να καρπίσει.
Μα τον καιρό μου έχασα μονάχα,
τις ακριβές μου σκέψεις και τους κόπους…
Βοσκήστε, ήμερων λαών αγέλες!
Εσάς, φωνή τιμής δε σας ξυπνάει…
Της λευτεριάς το δώρο τι το θέλουν,
τάχατες, τ’ άβουλα κοπάδια;
Σ’ αυτά το σφάξιμο ταιριάζει
και η κουρά του τομαριού τους μόνο·
κι από γενιά τους σε γενιά κληροδοτούνε
σκλαβιάς ζυγό, κουδούνια και καμτσίκι.
Απόδοση: Κίρα Σίνου
Κάποτε
Ήμουν ερωτευμένος κάποτε μαζί σου,
Και να το πω ειλικρινά, ακόμα σ’ αγαπώ,
Αλλά μη σε απασχολεί πλέον αυτό,
Αφού δεν πρόκειται ξανά να σ’ ενοχλώ.
Εγώ σε λάτρευα σιωπηλά, παρθενικά,
Γοητευμένος από το δικό σου κάλλος.
Άδολα σ’ αγαπούσα, τόσο στοργικά,
Είθ’ έτσι να σε αγαπήσει κάποιος άλλος.
απόδοση: Γιάννης Αηδονόπουλος
άλλη εκδοχή του ιδίου ποιήματος:
Σε αγαπούσα. Ίσως η αγάπη
δεν έσβησε ακόμα στη ψυχή.
Μα, ας μη σ’ αναστατώνει πια
ο έρωτας μου. Δεν θέλω θλίψη
να σου δώσω περιττή.
Σε αγαπούσα σιωπηλά,
χωρίς ελπίδα βασανισμένος
από ζήλεια και ντροπή.
Σε αγαπούσα τρυφερά κι αληθινά
τόσο που εύχομαι κι ο άλλος
έτσι να σ’ αγαπά.
(1829) απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Το Μοναχικό Φύλλο
Επέζησα μες απ’ τους άσβηστους καημούς
Και έπαψα ν’ αγαπώ τα όνειρά μου,
Πότε χαιρόμουν και γελούσα ξέχασα
Μονάχα μείνανε τα βάσανά μου.
Κατ’ απ’ τις θύελλες της μοίρας της σκληρής,
Μαράθηκε το ανθισμένο μου στεφάνι,
Ζω απομονωμένος, θλιβερός,
Και καρτερώ: θα ‘ρθει ο λυτρωμός;
Έτσι από το ψύχος χτυπημένο,
Όταν η χειμωνιάτικη η θύελλα οργιάζει,
Σ’ ένα λιανό, μικρό κλαδί,
Μοναχικό το φύλλο τρεμουλιάζει.
Στον Ποιητή
Μην εκτιμάς του κόσμου την αγάπη, ποιητή!
Εκστατικών εγκωμίων ο θόρυβος αμέσως θα περάσει.
Θ’ ακούς την κρίση του ανόητου, το γέλασμα του πλήθους απαθές,
Όμως εσύ να μείνεις ήρεμος και ο Θεός θα σε φυλάξει.
Να ζεις μοναχικός σαν βασιλιάς. Βάστα το δρόμο τον ελεύθερο,
Εκεί που σε τραβά το δημιουργικό σου πνεύμα.
Και τελειοποιώντας τους καρπούς των σκέψεων ενδόμυχων,
Να μη ζητάς ανταμοιβή για το πολύτιμό σου έργο.
Ο ίδιος είσαι ο ανώτατος κριτής και της αλήθειας ο επιτετραμμένος.
Μπορείς να εκτιμάς πιό δίκαια απ’ όλους το δικό σου έργο.
Εισ’ ευχαριστημένος άραγε, φίλε μου καλλιτέχνη αυστηρέ;
Είσαι! Τότε ας βρίζει το έργο σου ο όχλος μανιασμένος,
Ας ιεροσυλεί πάνω στον ιερό σου, ας νοθεύει
Και με παιδιάστικη του ζωηράδα το θρόνο σου ας ταλαντεύει.
Μνημείο
Exegi monumentum*
Στον εαυτό μου ανόρθωσα αχειροποίητο μνημείο,
Εκεί δε πρόκειται να δεις το μονοπάτι το λαϊκό χορταριασμένο.
Με τη κορφή του ανυπότακτη υψώθηκε πάνω απ’ τον
Όλυμπο συννεφοσκεπασμένο.
Όχι, ολότελα δε θα πεθάνω! Το πνεύμα μου ποιητικό
Τη στάχτη μου θα επιζεί, τη σήψη θα διαφύγει,
Και δοξασμένος θα ‘μαι, ως που στη γη
Έστω και ένας ποιητής θα ζει.
Η φήμη η γοργόφτερη για μένα θα περνά απ’ όλη τη Ρωσία,
Και τ’ όνομά μου θα γνωρίζει ο καθένας :
Των Σλάβων το περήφανο παιδί, ο Τάταρος αγέλαστος
Και ο βουνίσιος ο Τσετσένος.
Και για πολύ καιρό θα είμαι λατρευτός απ’ το λαό μου,
Γιατί αισθήματα βαθιά με τη ποιητική μου λύρα προκαλούσα,
Γιατί στον άκαρδο αιώνα μας υμνούσα την Ελευτεριά
Και έλεος για τους αμαρτωλούς καλούσα.
Στην προσταγή του Παντοδύναμου, ω! μούσα μου, να υπακούς,
Να μην αφήνεις τους άκακους στη λάκκα,
Με απάθεια να δεχθείς το έπαινο, τη διαβολή
Και μην αμφισβητείς τον βλάκα.
Μισομυλόρδος και μεταπράτης με νοθευμένη ζυγαριά,
Πολύ ανίδεος και λίγο μορφωμένος.
Μισοπαλιάνθρωπος, όμως μπορώ να πω με σιγουριά,
Πως τελικά θα γίνει ολοκληρωμένος.
* σημαίνει κατά λέξιν Περασμένο Μνημείο, μα εν προκειμένω είναι κομμάτι από τις Ωδές του Ορατίου!
Ο Βίος Του Στιχοπλόκου
Λιγάκι διάβασμα, μια στάλα σκέψη, το γράψιμο
Πάνω απ’ όλα.
Με λέπρα του μυαλού του γέμισε
Την κόλλα.
Μετά παίρνει τ’ αυτιά του κόσμου και παρεξηγημένος
Θίγεται.
Μετά τυπώνει τα γραπτά του και στη Λήθη
Πνίγεται.
Μελαγχολία
Στης Γεωργίας τα βουνά κείται η καταχνιά
Μπροστά μου η Αράγκβη θορυβεί απεγνοσμένα,
Είμαι περίλυπος με θλίψη ελαφριά,
Η θλίψη μου ολόγιομη με σένα.
Μελαγχολώ με λύπη γαληνή,
Αυτό διόλου δε με βασανίζει,
Και η καρδιά μου αγαπά, πονεί,
Γιατί, χωρίς λαχτάρα, δεν μπορεί να ζει.
Στην Ελληνίδα
(απόσπασμα)
Γεννήθηκες να αναφλέγεις
Τη φαντασία αχαλίνωτη των ποιητών,
Να την ταράζεις και μαγεύεις
Με την φιλόφρονη ζωντάνια των χαιρετισμών,
Με της κουβέντας τη γλυκιά παραξενια
Και των ματιών τη τσαχπινιά
Με του ποδιού τη γύμνια άσεμνη
Γεννήθηκες να προξενείς τη φλογερή τρυφή
Και να γεμίζεις αγαλλίαση τα πάθη.
Ελευθερία
(απόσπασμα)
Τύραννε, εγκληματία, σε μισώ!
Τα έργα σου αποκηρύσσω,
Το θάνατό σου, το προσμένω
Και με σκληρή χαρά θα το κηρύσσω.
Στο μέτωπό σου βλέπουν οι λαοί
Το στίγμα της κατάρας και της σήψης.
Είσαι η φρίκη της γενιάς, ντροπή της πλάσης,
Είσαι μομφή για το Θεό στη γη.
Αποσπάσματα
Ντρέπονται την αγάπη και τη σκέψη διώχνουν
Και τον αδύναμο εκμεταλλεύονται ωμά,
Απ’ τους ασήμαντους κατασκευάζουν είδωλα
Και θέλουν μόνο χρήμα και δεσμά.
Η καρδιά μου ονειρεύεται το μέλλον,
η μέρα η σημερινή είναι βαρύθυμη κι ανιαρή,
ασύλληπτη και φευγαλέα η στιγμή…
μόνο τα περασμένα προξενούν την ηδονή.
Μες στο μυαλό στριφογυρίζει η σκέψη εκλεκτή
Και στο χορό αυτό οι ρίμες συμμετέχουν.
Το χέρι ψάχνει το στυλό, και το στυλό χαρτί.
Λεπτά …και οι στίχοι αβίαστα τρέχουν.
Ο Θάνατος Του Αητού
Ένα βόλι πικρό τα φτερά του ‘χει σπάσει
κι από κει που περήφανος πρώτα πετούσε
αστραπή μελανή, πέφτει μέσα στα δάση,
μες στα δάση που κάποτε είχε αγκαλιάσει.
Σε μια ρίζα πλατάνου βουβού, που δε ξέρει
παρηγόρια γλυκειά στο φτωχό να χαρίσει,
τα φτερά του διπλώνει δειλά κι υποφέρει,
των ματιών η φωτιά μες στη στάχτη ΄χει σβήσει.
Βασιλιάς τ’ ουρανού, κυβερνήτης τ’ αγέρα,
την ορμή του αντικρύζει να σβήνει, με θάρρος
κι έχει μπρος του ορθωθεί με θυμό και φοβέρα
και ζητά να τον πάρει ο κατάμαυρος χάρος.
Μ’ ένα βλέμμα στερνό τον αιθέρα ικετεύει
να του δώσει ξανά τα μεγάλα φτερά του.
Φτερουγά μια στιγμή, μα τη δύναμη κλέβει
των σπασμένων φτερών, ο ρυθμός του θανάτου.
Δεν του μέλλει τ’ αητού που πεθαίνει και μόνος
ξεψυχά σε μια ρίζα θλιμμένος, πλατάνου.
Είναι κι άλλος βαθύς, μεγαλύτερος πόνος,
απ’ τα δάση αν θα πάψει να χαίρεται πάνου,
μια περήφανη σκέψη ταράζει τα βάθη
της πικρής του ψυχής και λυγά τα φτερά του:
Τάχα ποιός δυνατός θα βρεθεί για να μάθει
πως πετούν οι αητοί στ’ αρφανά τα παιδιά του.
απόδοση: Βασίλης Ρώτας.
Αγκάθι
Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο
κι είμαι πάνω της αγκάθι…
Μην το πείτε και τ’ ακούσουνε
η καλή μου μη το μάθει…
Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
την αυγούλα κάποιου Απρίλη
με χαμόγελο στα μάτια της,
μ’ ομορφιά πάνω στα χείλη.
Θαμπωμένη από την κόκκινη,
καταματωμένη μου όψη,
με τ’ αργό της το βημάτισμα,
θα σιμώσει να με κόψει.
Μα το κάτασπρο χεράκι της
που αγαπώ και τρέμω τόσο
θα χαρώ -χαρά περήφανη-
με κακία να τ’ αγκυλώσω.
Και μια στάλα απ’ το αίμα πέφτοντας
πέταλά μου ματωμένα
θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
θα γενεί μαζί σας ένα…
Απόδοση: Γιάννης Αηδονόπουλος
Άντσαρ
(Διασκευή από διήγημα του Τουργκένιεφ από ποίημά του, με τον ίδιο τίτλο)
Μες στη τσιγκούνα, τη χλωμή κι αδύνατη ερμιά,
πάνω στη γη την άσπλαχνη κι ολόξερη απ’ το κάμα,
μονάχο τ’ άντσαρ, σα φρουρός ακοίμητος, φυλά.
Η Φύση των στεππών π’ αιώνια αλλάζουν, μάνα,
το ‘πλασε μέρα θυμού και με φαρμάκι δραστικό,
πότισ’ τα πράσινα πικρά κλαριά του, ως τη ρίζα
κι αυτό σταλάζει, στο κάμα, απ’ τους πόρους καυτό
και το σούρουπο πήζει σε δάκρια λαγρά μα και γκρίζα.
Πουλί κοντά δε πετά, μήτε ζώο της στέππας σιμώνει,
μον’ ο μαύρος αγέρας, στο κορμό του χτυπιέται,
-στο κορμό του Θανάτου, που τσιγκλά και παγώνει-
φαρμακαίνει σκληρά και παντού, ξαμολιέται.
Κι όταν νέφη με βιά το αντσάρ το ποτίζουν,
και σταγόνες βροχής τα κλαριά του τυλίγουν,
πάνωθέ του κυλούν και την άμμο ραντίζουν,
πικραμένες κι αυτές Χάρου λίμνες ξανοίγουν.
Μα ο Αφέντης με σκληρή φωνή, δεσποτικά,
στέλνει το Δούλο, το αντσάρ, να ανταμώσει
κι αυτός υπάκουος, παίρνει το δρόμο βιαστικά,
πικρό ρετσίνι, απ’ του Χάρου το δεντρί, να φέρει να του δώσει.
Πως πήγε, πως ματάρθε ο Δούλος, ποιός το ξέρει;
Μα σε δυο μέρες γύρισε χλωμός στ’ Αφεντικό του.
Ένα φαρμακερό κλαρί, με φύλλα, του ‘χε φέρει
κι ιδρώς ποτάμια κύλαγε πάνω στο μέτωπό του.
Λύγισ’ ο Δούλος έπειτα, τα αποκαμένα μέλη,
πλάγιασε ‘κει σ’ ένα ψαθί, νεκρός, ‘μπρος στους δικούς του.
Ο Αφέντης βούτηξε ευτύς τις μύτες απ’ τα βέλη
στο αντσάρ και γύρω σκόρπισε θάνατο, στους οχτρούς του!
Πάτροκλος Απρίλης 1989
