Βιογραφικό
Ο Thomas Penson Quincey (Τόμας Πέρσον Κουίνσι aka Thomas De Quincey) ήτανε Βρεττανός μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος της ρομαντικής εποχής. Πιο γνωστό είναι το αυτοβιογραφικό του βιβλίο Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς (1821).

Γεννήθηκε 15 Αυγούστου 1785 στο 86 Cross Street, Manchester, Lancashire κι ήτανε γιος επιτυχημένου εμπόρου υφασμάτων με πάθος για τη λογοτεχνία, καταγόμενος από οικογένεια Νορμανδών, που πέθανε το 1793. Λίγο μετά τη γέννηση του Thomas, η οικογένεια μετακόμισε στο The Farm και στη συνέχεια αργότερα στο Greenheys, ένα μεγαλύτερο εξοχικό σπίτι στο Chorlton-on-Medlock κοντά στο Μάντσεστερ. Το 1796, 3 χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του -η πριν Elizabeth Penson– πήρε το όνομα De Quincey Το 1796 μετακομίσανε στο Μπαθ, όπου παρακολούθησε το γυμνάσιο, King Edward’s School. Ήτανε το 5ο παιδί σε μια οικογένεια 8 τέκνων (4 γιοι και 4 κόρες). Ήταν άριστος μαθητής κι αρίστευσε στα Λατινικά κι Ελληνικά, αλλά ήταν αδύναμο κι ασθενικό παιδί. Τα νιάτα του περάσανε στη μοναξιά κι όταν ο μεγαλύτερος αδερφός του, Γουίλιαμ, επέστρεψε στο σπίτι, προκάλεσε τον όλεθρο στο ήσυχο περιβάλλον.
Το 1800, παρακολούθησε το σχολείο στο Μάντσεστερ κι ετοιμαζόταν να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης στα 15, η υποτροφία του ήταν πολύ σημαντική για τα χρόνια του. “Αυτό το αγόρι θα μπορούσε να παρενοχλήσει έναν Αθηναϊκό όχλο καλύτερα από σάς ή θα μπορούσα να απευθυνθώ σε έναν Άγγλο“, είπε ο δάσκαλός του στο Μπαθ. Στάλθηκε στο Manchester Grammar School, προκειμένου μετά από 3 έτη παραμονής να λάβει υποτροφία στο Brasenose College της Οξφόρδης, αλλά τα πέταξε όλα μετά από 19 μήνες.κι αντ’ αυτού το 1802 έφυγε κρυφά κι έζησε για κάποιο διάστημα άστεγος σε μεγάλη φτώχεια, πρώτα στην Ουαλλία και μετά στο Λονδίνο.
Η μητέρα του ήτανε γυναίκα μ’ έντονο χαρακτήρα κι ευφυΐα, αλλά φαίνεται πως είχε εμπνεύσει περισσότερο δέος παρά στοργή στα παιδιά της. Τους μεγάλωσε αυστηρά, βγάζοντας τον Τομας από το σχολείο μετά από 3 έτη επειδή φοβόταν ότι θα γινόταν μεγαλόψυχος και τον έστειλε σε κατώτερο σχολείο στο Wingfield Wiltshire. Περίπου αυτή την εποχή, το 1799, διάβασε 1η φορά τις Λυρικές Μπαλάντες (1798) του William Wordsworth και Σάμουελ Τέηλορ Κόλεριτζ., που τον είχαν παρηγορήσει σε κρίσεις κατάθλιψης και του ‘χαν αφυπνίσει μια βαθειά ευλάβεια για τον ποιητή κι είχε ήδη επηρεαστεί από τη ρομαντική λογοτεχνία. Στο Λονδίνο έγινε φίλος με μια ιερόδουλη, αργότερα περιέγραψε τις περιπλανήσεις εκείνης της εποχής στις Εξομολογήσεις. Ήθελε να συναντήσει τους 2 αγαπημένους του ποιητές μα ήτανε ντροπαλός και δειλός κι έτσι πήρε το δρόμο για το Chester, όπου έμενε η μητέρα του, με την ελπίδα να δει μιαν αδελφή, πιάστηκε από τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας, αλλά μέσω των προσπαθειών του θείου του, συνταγματάρχη Penson, έλαβε υπόσχεση μιας γκινέας (που ισοδυναμεί με 85 λίρες το 2021) τη βδομάδα για να πραγματοποιήσει το μεταγενέστερο έργο του, για έναν μοναχικό αλήτη., φοίτησε στο Worcester College Οξφόρδης από το Δεκέμβρη 1803.
Αδύναμος κι συχνά άρρωστος, στο κολλέγιο ήταν μοναχικός προτιμώντας τη παρέα των βιβλίων από τους ανθρώπους. Πήγαινε τακτικά στο Λονδίνο για κάποιο διάστημα, όπου, πάσχοντας από σοβαρή νευραλγία, πήρε όπιο 1η φορά το 1804. Το 1803 είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τον Γουόρντσγουορθ, που συνεχίστηκε το 1805 και το 1806. Ήθελε να τον επισκεφτεί, ωστόσο, η μεγάλη του συστολή τον έκανε τελευταία στιγμή να γυρίσει πίσω. Το 1806 στα 21 έλαβε τη μικρή κληρονομιά του πατέρα του, που ξόδεψε κυρίως σε βιβλία. Ήτανε παράλογα γενναιόδωρος με τα χρήματά του, κάνοντας δάνεια που δεν θα εξοφλούνταν, όπως ένα δάνειο 300 λιρών στον Κόλεριτζ, που θαύμαζε.
Το 1807 έκανε τελικά προσωπική γνωριμία πρώτα με τον Κόλεριτζ και μετά τον Γουόρτσγουορθ, κάνοντας ευχάριστη εντύπωση και στους δύο. Στις αρχές του 1808 ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αλλά λίγο πριν τις εξετάσεις του και προφανώς χωρίς λόγο, εγκατέλειψε τις σπουδές του χωρίς πτυχείο. Το 1809 εγκαταστάθηκε στο Γκράσμιρ, στη περιοχή των λιμνών βορειοδυτική Αγγλία και βρέθηκε στον κύκλο των Ποιητών της Λίμνης, κοντά στον Γουόρντσγουορθ. Τα επόμενα χρόνια, που ήτανε συχνά άρρωστος -κάτι που αύξησε τον εθισμό του στο όπιο- διάβαζε και συνεργάστηκε για τους Κόλεριτζ & Γουόρντσγουορθ. Όμως ο αυξανόμενος εθισμός του στ’ όπιο τον αποξένωσε απ’ τους ποιητές. Άρχισε σχέση με τη κόρη αγρότη Μάργκαρετ Σίμσον. Το 1816 γεννήθηκε ο 1ος γιος και το 1817 παντρεύτηκαν. Απ’ το γάμο προκύψανε συνολικά 8 παιδιά, 5 γιοι και 3 κόρες.
Τον Ιούλιο του 1818, έγινε εκδότης της Westmorland Gazette, εφημερίδας των Τόρις που εκδόθηκε στο Kendal, μετά την απόλυση του πρώτου εκδότη της, αλλά ήταν αναξιόπιστος στη τήρηση των προθεσμιών και τον Ιούνιο του 1819 οι ιδιοκτήτες παραπονέθηκαν με δυσαρέσκεια για την έλλειψη της τακτικής επικοινωνίας μεταξύ εκδότη και τυπογράφου και παραιτήθηκε Νοέμβρη 1819. Οι πολιτικές του συμπάθειες τείνανε προς τη δεξιά. Ήταν υπέρμαχος των αριστοκρατικών προνομίων. Επιπλέον, είχε αντιδραστικές απόψεις για τη σφαγή του Peterloo και την εξέγερση των Sepoy, για τη Καθολική Χειραφέτηση και για τη δικαιοδοσία του απλού λαού.
Το 1821, πήγε στο Λονδίνο για να δώσει κάποιες μεταφράσεις από Γερμανούς συγγραφείς, αλλά πείστηκε πρώτα να γράψει και να δημοσιεύσει μιαν αφήγηση των εμπειριών του από το όπιο, που κείνη τη χρονιά εμφανίστηκε στο περιοδικό του Λονδίνου. Η αφήγηση του αποδεικνύεται μια νέα αίσθηση που διέκοψε το ενδιαφέρον για το Essays of Elia, του Λαμπ, που τότε εμφανίζονταν στο ίδιο περιοδικό. Οι Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου κυκλοφόρησαν σύντομα σε μορφή βιβλίου. Στη συνέχεια έκανε σειρά από νέες λογοτεχνικές γνωριμίες. Ο Τόμας Χουντ βρήκε τον συγγραφέα που συρρικνώθηκε “στο σπίτι του σε γερμανικό ωκεανό της λογοτεχνίας, μέσα σε καταιγίδα, να πλημμυρίζει όλο το πάτωμα, τα τραπέζια και τις καρέκλες -καταιγίδες βιβλίων.
Ήταν επίσης υπέρμαχος του βρεττανικού ιμπεριαλισμού, πιστεύοντας ότι είναι εγγενώς δίκαιος ανεξάρτητα από το κόστος του. Παρά την ιδεολογική του δέσμευση στη προσωπική ταυτότητα κι ελευθερία που προήλθε από τον εθισμό του και τις μάχες του με το όπιο και παρά την αντίθεσή του στην έννοια της σκλαβιάς, ευθυγραμμίστηκε ενάντια στο κίνημα της κατάργησης στη Βρεττανία. Στα άρθρα του για την Edinburgh Post, σχετικά με το θέμα το 1827 και το 1828, κατηγόρησε τους αγωνιστές κατά της δουλείας ότι διεξήγαγαν σχήματα προσωπικής εξύψωσης κι ανησυχούσε ότι η κατάργηση θα υπονόμευε τη βάση της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας και θα προκαλούσε εξεγέρσεις όπως η Επανάσταση της Αϊτής. ενάντια στην αποικιοκρατία. Αντίθετα, πρότεινε να υπάρξει σταδιακή μεταρρύθμιση με επικεφαλής τους ίδιους τους ιδιοκτήτες σκλάβων.
Καθώς είχε σπαταλήσει τη προσωπική του περιουσία κι έπρεπε επίσης να συντηρήσει μια οικογένεια, άρχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε κυρίως ως δημοσιογράφος σε περιοδικά. Τα κείμενά του ήτανε διαφόρων ειδών, κυρίως κριτικές και δοκίμια. Έγραψε για τον Γκαίτε, τον Τόμας Μάλθους και τον Ιμμάνουελ Καντ. Δημοσίευσε επίσης πρωτότυπα δοκίμια όπως το Η δολοφονία ως μια εκ των καλών τεχνών. Το 1821 δημοσίευσε σε περιοδικό του Λονδίνου το πιο διάσημο έργο του, Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς, που προκάλεσε πάταγο και τον έκανε διάσημο. Ο Ντε Κουίνσι ήταν διάσημος καλός συνομιλητής. Ο Γουντχάουζ έγραψε για “το βάθος και τη πραγματικότητα, όπως μπορώ να την ονομάσω, των γνώσεών του… Η συνομιλία μαζί του έμοιαζε μ’ επεξεργασία ενός ορυχείου αποτελεσμάτων…“
Από τότε, συντηρούσε τον εαυτό του συνεισφέροντας σε διάφορα περιοδικά. Σύντομα αντάλλαξε το Λονδίνο και τις λίμνες με το Εδιμβούργο, το κοντινό χωριό Πόλτον και τη Γλασκώβη και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στη Σκωτία. Στη 10ετία του 1830, καταγράφηκε να ζει στην οδό Forres 1, μεγάλο αρχοντικό στην άκρη του κτήματος Moray στο Εδιμβούργο. Παρά τη μεγάλη του εργατικότητα, ο Τόμας κι η οικογένειά του ζούσανε πάντα σε μεγάλη φτώχεια. Το 1832 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα για χρέη και το 1833 κήρυξε πτώχευση. Το 1826 εγκαταστάθηκε στο Εδιμβούργο όπου συνέχισε να εργάζεται σε περιοδικά. Μετά το θάνατο της συζύγου του το 1837, η κατανάλωση οπίου αυξήθηκε (όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το ‘παιρνε από τα φαρμακεία σε διαλυμένη μορφή). Ωστόσο, συνέχισε να γράφει πολυάριθμα βιβλία κι άρθρα.
Το περιοδικό Blackwood’s Edinburgh και το αντίπαλό του περιοδικό Tait’s Magazine έλαβαν πολυάριθμες συνεισφορές. Η Suspiria de Profundis (1845) εμφανίστηκε στο Blackwood’s, όπως και το The English Mail-Coach (1849). Η Joan of Arc (1847) δημοσιεύτηκε στο Tait’s. Μεταξύ 1835 και 1849, ο Tait’s δημοσίευσε μια σειρά από αναμνήσεις του De Quincey από τους Wordsworth, Coleridge, Robert Southey κι άλλες μορφές μεταξύ των Lake Poets, μια σειρά που μαζί αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έργα του. Άφησε την Οξφόρδη χωρίς πτυχείο, προσπάθησε να σπουδάσει νομικά, μα άδικα κι ανεπιτυχώς. δεν είχε σταθερό εισόδημα και ξόδευε μεγάλα ποσά σε βιβλία (ήταν ισόβιος συλλέκτης). Μέχρι τη 10ετία του 1820 ήτανε συνεχώς σε οικονομικές δυσκολίες. Πάνω από μία φορά στα τελευταία του χρόνια, αναγκάστηκε να ζητήσει προστασία από τη σύλληψη στο καταφύγιο των οφειλετών του Holyrood στο Εδιμβούργο. (Την εποχή κείνη, το Holyrood Park ήτανε καταφύγιο οφειλετών· οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να συλληφθούνε για χρέη εντός αυτών των ορίων. Τα οικονομικά προβλήματα ωστόσο του Quincey παρέμειναν, αντιμετώπισε περαιτέρω δυσκολίες για χρέη που ‘κανε εντός του ιερού χώρου.
Ο De Quincey υπέφερε νευραλγικό πόνο στο πρόσωπο, νευραλγία τριδύμου -επιθέσεις διαπεραστικού πόνου στο πρόσωπο, τέτοιας σοβαρότητας που μερικές φορές οδηγούν το θύμα στην αυτοκτονία. Αναφέρει ότι χρησιμοποίησε όπιο για πρώτη φορά το 1804 για να ανακουφίσει τη νευραλγία του. Έτσι, όπως συμβαίνει με πολλούς τοξικομανείς, ο εθισμός του στο όπιο μπορεί να είχε μια πτυχή αυτοθεραπείας για πραγματικές σωματικές ασθένειες, καθώς και μια ψυχολογική πτυχή. Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά όπιο το 1804 για να ανακουφίσει τη νευραλγία του. το χρησιμοποιούσε για ευχαρίστηση, αλλά όχι περισσότερο από εβδομαδιαία, μέχρι το 1812. Ήταν το 1813 που άρχισε για πρώτη φορά την καθημερινή χρήση, ως απάντηση στην ασθένεια και τη θλίψη του για το θάνατο της μικρής κόρης του Wordsworth, Catherine. Κατά τη διάρκεια του 1813-19 η ημερήσια δόση του ήταν πολύ υψηλή κι είχε ως αποτέλεσμα τα βάσανα που αφηγούνται στις τελευταίες ενότητες των Εξομολογήσεων του. Για το υπόλοιπο της ζωής του, η χρήση του οπίου κυμαινόταν μεταξύ ακραίων. πήρε τεράστιες δόσεις το 1843, αλλά αργά το 1848 πήγε για 61 μέρες χωρίς καθόλου. Υπάρχουν πολλές θεωρίες γύρω από τις επιπτώσεις του οπίου στη λογοτεχνική δημιουργία και κυρίως, οι περίοδοι χαμηλής χρήσης του ήταν λογοτεχνικά μη παραγωγικές.
Από το 1842 έως το 1859 πέρασε μεγάλες περιόδους σε ένα εξοχικό σπίτι κοντά στο Midfield House νότια του Lasswade, συγκεντρώνοντας τα γραπτά του στην ειρήνη της υπαίθρου. Η οικονομική του κατάσταση βελτιώθηκε μόνο αργότερα στη ζωή του. Ο θάνατος της μητέρας του το 1846 του απέφερε εισόδημα 200 λιρών ετησίως κι όταν οι κόρες του μεγαλώσανε, διαχειριστήκανε τα χρήματα πολύ πιο υπεύθυνα απ’ ό,τι ο ίδιος. Το έργο του είχε άμεση επιρροή σε συγχρόνους του συγγραφείς, όπως οι Πόε, Φιτς Χιου Λάντλοου, Μπωντλαίρ, Ζορίς-Καρλ Υσμάν και Γκόγκολ αλλά ακόμη και σημαντικοί συγγραφείς του 20ού αι. όπως ο Μπόρχες, θαυμάσανε κι ισχυρίστηκαν ότι επηρεάστηκαν εν μέρει από το έργο του. Ο Μπερλιόζ στήριξε επίσης τη Φανταστική Συμφωνία στις Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου, βασιζόμενος στο θέμα της εσωτερικής πάλης του ανθρώπου με τον εαυτό του. Ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν τον αποκάλεσε “έν από τα πλουσιότερα ταλέντα της διανόησης, γνώσης, μνήμης και δύναμης που παρήγαγε ποτέ η Αγγλία“.
Πέθανε 8 Δεκέμβρη 1859 στα δωμάτιά του στην οδό Lothian, στο νότιο Εδιμβούργο και θάφτηκε στην αυλή της εκκλησίας του St Cuthbert στο δυτικό άκρο της Princes Street. Ο τάφος του, στο νοτιοδυτικό τμήμα της αυλής της εκκλησίας σε τοίχο με δυτικό προσανατολισμό, είναι απλή και δε λέει τίποτα για το έργο του. Η κατοικία του στην οδό Λόθιαν κατεδαφίστηκε τη 10ετία του ’70 για να ανοίξει ο χώρος για τον εξωραϊσμό της πλατείας Μπρίστο και το εσωτερικό διπλό οδόστρωμα γύρω από το φοιτητικό κέντρο.
Στη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας της ζωής του, ο De Quincey εργάστηκε πάνω σε μια συλλεκτική έκδοση των έργων του. Ο Ticknor and Fields, ένας εκδοτικός οίκος της Βοστώνης, πρότεινε για 1η φορά μια τέτοια συλλογή και ζήτησε την έγκριση και τη συνεργασία του De Quincey. Μόνο όταν αυτός, καθυστέρησε ένα χρόνο, απέτυχε να απαντήσει σε επανειλημμένες επιστολές του Τζέιμς Τόμας Φιλντς, ο Αμερικανός εκδότης προχώρησε ανεξάρτητα, ανατυπώνοντας τα έργα του συγγραφέα από τις πρωτότυπες εμφανίσεις του σε περιοδικά. 22 τόμοι των γραπτών του De Quincey εκδόθηκαν από το 1851 έως το 1859.
Η ολοκληρωμένη μαεστρία του στα ελληνικά ήταν ευρέως γνωστή και σεβαστή. Ο Treadwell Walden, επισκοπικός ιερέας και κάποτε πρύτανης της Εκκλησίας του Αγίου Παύλου στη Βοστώνη, παραθέτει μια επιστολή από τα Αυτοβιογραφικά Σκίτσα του De Quincey προς υποστήριξη της πραγματείας του το 1881 σχετικά με την εσφαλμένη μετάφραση της λέξης metanoia σε “repent” από τις περισσότερες αγγλικές μεταφράσεις της Βίβλου. Στη διάρκεια σχεδόν πενήντα ετών, ο De Quincey έζησε κυρίως από την πέννα του. Η κληρονομιά του δεν φαίνεται να έχει εξαντληθεί ποτέ εντελώς κι οι συνήθειες και τα γούστα του ήταν απλά κι ανέξοδα. αλλά ήταν απερίσκεπτος στη χρήση των χρημάτων κι είχε χρέη και χρηματικές δυσκολίες κάθε είδους.
Υπήρχε, πράγματι, επιβεβαιώνουν οι συνεργάτες του, ένα στοιχείο ρομαντισμού ακόμα και στην αμεροληψία του, όπως υπήρχε σε όλα του. και τα διπλωματικά κι άλλα μέσα με τα οποία κατασκεύασε να κρατήσει μακριά από διεκδικητικούς πιστωτές, ενώ εκπλήρωνε σχολαστικά πολλές υποχρεώσεις, συχνά αφόπλιζε την εχθρότητα και μετέτρεπε την ενόχληση σε διασκέδαση. Οι περίφημες Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου δημοσιεύθηκαν σε μικρό τόμο το 1822 και τράβηξαν πολύ αξιοσημείωτο βαθμό προσοχής, όχι απλώς από τις προσωπικές του αποκαλύψεις, αλλά από την εξαιρετική δύναμη της ονειρικής ζωγραφικής του. Κανένας άλλος λογοτεχνικός άνθρωπος της εποχής του, όπως παρατηρήθηκε, δεν απέκτησε τόσο υψηλή και παγκόσμια φήμη από τέτοιες απλώς δραπέτες προσπάθειες.
Τα μόνα έργα που δημοσιεύτηκαν χωριστά (όχι σε περιοδικά) ήταν μυθιστόρημα, το Klosterheim (1832) κι η Λογική της Πολιτικής Οικονομίας (1844). Αφού συγκεντρώθηκαν τα έργα του, η φήμη του όχι απλώς διατηρήθηκε, αλλά επεκτάθηκε. Για το εύρος της σκέψης και του θέματος, εντός των ορίων της καθαρής λογοτεχνίας, καμμία παρόμοια ποσότητα υλικού τέτοιας ίσης αξίας δεν προήλθε από κανέναν διαπρεπή συγγραφέα της εποχής. Όσο άφθονο κα ομιλητικό κι αν είναι, ο De Quincey είναι πάντα κομψός και γενικά ακριβής-λόγιος, έξυπνος, άνθρωπος του κόσμου και φιλόσοφος, καθώς κι ιδιοφυΐα. Έβλεπε τα γράμματα ως ευγενές κι υπεύθυνο κάλεσμα. Στο δοκίμιό του για τον Όλιβερ Γκόλντσμιθ διεκδικεί για τη λογοτεχνία τη κατάταξη όχι μόνο της καλών τεχνών, αλλά και της υψηλότερης κι ισχυρότερης καλών τεχνών κι ως τέτοιο ο ίδιος το θεωρούσε και το άσκησε.
Έκανε ευρεία διάκριση μεταξύ της λογοτεχνίας της γνώσης και της λογοτεχνίας της εξουσίας, υποστηρίζοντας ότι η λειτουργία της πρώτης είναι να διδάσκει, η λειτουργία της δεύτερης να κινείται, διατηρώντας ότι ο πιο άθλιος συγγραφέας που κινείται έχει την υπεροχή. πάνω σε όλους όσοι απλώς διδάσκουν, ότι η λογοτεχνία της γνώσης πρέπει να χαθεί από την υπέρβαση, ενώ η λογοτεχνία της εξουσίας είναι “θριαμβευτική για πάντα όσο υπάρχει η γλώσσα στην οποία μιλάει”. Σε αυτήν την κατηγορία λογοτεχνίας κινήτρων ανήκουν ουσιαστικά τα έργα του ίδιου του De Quincey. Είναι χάρη σε αυτό το ζωτικό στοιχείο της δύναμης που έχουν αναδυθεί από την ταχεία λήθη της περιοδικότητας και ζουν στο μυαλό των μεταγενέστερων γενεών. Αλλά η δύναμή τους αποδυναμώνεται από τον όγκο τους.
ΡΗΤΑ:
* Η δυσπεψία είναι η καταστροφή των περισσότερων πραγμάτων: αυτοκρατορίες, αποστολές κι οτιδήποτε άλλο.
* Διότι, αν κάποτε ένας άνθρωπος επιδίδεται σε φόνο, πολύ σύντομα θα σκέφτεται ελάχιστα τη ληστεία. και από τη ληστεία έρχεται δίπλα στο ποτό και το σαββατόβραδο, και από αυτό στην ακολασία και την αναβλητικότητα. Μόλις ξεκινήσετε [sic] σε αυτή την καθοδική πορεία, ποτέ δεν ξέρετε πού πρέπει να σταματήσετε. Πολλοί άνθρωποι έχουν χρονολογήσει την καταστροφή του από κάποια δολοφονία ή άλλη που ίσως λίγο σκεφτόταν εκείνη την εποχή.
* Το βάρος του αμεταβίβαστου.
* Κάλεσμα για το μεγαλύτερο από όλα τα γήινα θεάματα, τι είναι αυτό; Είναι ο ήλιος που πηγαίνει στην ανάπαυσή του. Κάλεσμα για το μεγαλύτερο από όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, τι είναι αυτό; Είναι ότι ο άνθρωπος πρέπει να ξεχάσει τον θυμό του πριν ξαπλώσει για ύπνο.
* Λοιπόν, Oxford Street, πέτρινη θετή μητέρα, εσύ που ακούς τους αναστεναγμούς των ορφανών και πίνεις τα δάκρυα των παιδιών, τελικά απολύθηκα από σένα.
* Οι αγελάδες είναι από τα πιο ευγενικά πλάσματα που αναπνέουν. Κανένας δεν δείχνει πιο παθιασμένη τρυφερότητα στα μικρά του όταν τα στερείται. και, εν ολίγοις, δεν ντρέπομαι να δηλώνω μια βαθιά αγάπη για αυτά τα ήσυχα πλάσματα.

* Λουλούδια … που είναι τόσο αξιολύπητα στην ομορφιά τους, εύθραυστα σαν τα σύννεφα και στο χρωματισμό τους τόσο υπέροχο όσο οι ουρανοί, ήταν εδώ και χιλιάδες χρόνια η κληρονομιά των παιδιών – που τιμούνταν ως το κόσμημα του Θεού μόνο από αυτά – όταν ξαφνικά η φωνή του Χριστιανισμού, υπογράφοντας τη φωνή της βρεφικής ηλικίας, τους ανέβασε σε μεγαλείο που ξεπερνούσε τον εβραϊκό θρόνο, αν και ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Θεό, και απήγγειλε τον Σολομώντα σε όλη του τη δόξα να μην είναι ντυμένος σαν ένα από αυτά.
* Έχεις τα κλειδιά του Παραδείσου, ω δίκαιο, λεπτό και δυνατό όπιο!
* Ήταν ένα απόγευμα Κυριακής, υγρό και ξέγνοιαστο. και ένα πιο θαμπό θέαμα δεν έχει να δείξει αυτή η γη μας από μια βροχερή Κυριακή στο Λονδίνο.
* Αιώνια αντίο! και ξανά, και πάλι αντηχούσε – αιώνιοι αποχαιρετισμοί!
* Το τσάι, αν και γελοιοποιείται από εκείνους που είναι εκ φύσεως χοντροκομμένοι στις νευρικές τους ευαισθησίες… θα είναι πάντα το αγαπημένο ρόφημα του διανοούμενου.
* Σε πολλά κοινωνικά στρώματα, η συνείδηση είναι πιο ακριβό βάρος από μια γυναίκα ή μια άμαξα.
* Μια υπόσχεση είναι δεσμευτική στην αντίστροφη αναλογία των αριθμών στους οποίους δίνεται.

ΕΡΓΑ:
Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου, 1821
On the Knocking at the Gate στο Macbeth, 1823
Walladmor, 1825
On Murder Considered as one of the Fine Arts, 1827
Εξέγερση των Τατάρων, 1837
Δεύτερη εργασία για τον φόνο που θεωρείται ως μία από τις καλές τέχνες, 1839
Dinner Real and Reputed, 1839
Θεωρία της Ελληνικής Τραγωδίας, 1840
Επιστολές του De Quincey, του Άγγλου οπιοφάγου, σε έναν νεαρό άνδρα του οποίου η εκπαίδευση έχει παραμεληθεί, 1843
The Logic of Political Economy, 1844
Suspiria de Profundis, 1845
Levana and Our Ladies of Sorrow
Σαβάνα-λα-Μαρ
Joan of Arc, 1847
The English Mail-Coach, 1849
The Glory of Motion
Το όραμα του αιφνίδιου θανάτου
Ονειρική Φούγκα
Υστερόγραφο
Αυτοβιογραφικά σκίτσα, 1853
Ως μεταφραστής
“Ο μοιραίος σκοπευτής” του Johann August Apel (1823)
“Ο κύριος Schnackenberger· ή, δύο δάσκαλοι για έναν σκύλο” του Friedrich August Schulze (1823)
“The Dice” του Friedrich August Schulze (1823)
“The Raven: A Greek Tale” του Johann August Apel (1823)
“The Black Chamber” του Johann August Apel (1823)
“Ο Βασιλιάς του Χάιτι” του Φρίντριχ Όγκουστ Σούλτσε (1823)
“Η Λαμία: Ελληνική Παράδοση” του Johann August Apel (1824)
“The Incognito· or, Count Fitz-Hum” του Friedrich August Schulze (1824)
“The Somnambulist” του Friedrich August Schulze (1824)
“Ανάλεκτα από το Ρίχτερ” του Ζαν Πολ Ρίχτερ (1824)
“The Defier of Ghosts” του Friedrich August Schulze (ημιτελής μετάφραση, 1824)
Μυθιστορήματα και διηγήματα
Klosterheim, or The Masque (1832)
Ο Εκδικητής (1838)
Confessions of an English Opium-Eater (1821)
On the Knocking at the Gate in Macbeth (1823)
Το παλίμψηστο του Μάκβεθ, 2001.
Walladmor (1825)
On Murder Considered as one of the Fine Arts (1827)
Klosterheim, or the Masque (1832)
Lake Reminiscences (1834–49)
Revolt of the Tartars (1837)
The Avenger: A Narrative (1837)
The Logic of Political Economy (1844) Λογική της πολιτικής οικονομίας
Letters to a Young Man Whose Education has been Neglected
Επιστολές σε έναν νέο του οποίου η εκπαίδευση έχει παραμεληθεί, 2009
The last days of Immanuel Kant
Οι τελευταίες ημέρες του Ιμμάνουελ Καντ 1997
Suspiria de Profundis (1845)
Joan of Arc (1847)
The English Mail-Coach (1849)
Autobiographic Sketches (1853)
Confessions of an English Opium-Eater (1821)
On the Knocking at the Gate in Macbeth (1823)
Walladmor (1825)
On Murder Considered as one of the Fine Arts (1827)
Klosterheim, or the Masque (1832)
Lake Reminiscences (1834–40)
Revolt of the Tartars (1837)
The Logic of Political Economy (1844)
Suspiria de Profundis (1845)
The English Mail-Coach (1849)
Autobiographic Sketches (1853)========================
¨ Ο Εκδικητής
Γιατί µε λες δολοφόνο κι όχι οργή Θεού που ξεσπά στους τυράννους κι εξαγνίζει τη µατοβαµµένη γη;
Τα τροµερά γεγονότα του έτους 1816, που συντάραξαν την ήσυχη πόλη µας και το πανεπιστήµιό της στο βόρειο τµήµα της Γερµανίας, ήσαν τόσο ιδιαίτερα -χαρακτηρίζονταν από το είδος εκείνο της τυφλής ορµής που αποκτά η ανθρώπινη θηριωδία όταν χάνει κάθε φραγµό- ώστε θα ήταν µάλλον αδύνατον να τα προσπεράσει κανείς και σίγουρα αρκετά δύσκολο να αντισταθεί στην καταγραφή τους. Εν τούτοις, στην προκειµένη περίπτωση το πραγµατικά αξιοπρόσεκτο είναι το δίδαγµά αυτών των γεγονότων, ένα δίδαγµα που θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι µελλοντικές γενιές, στην πάλη τους για την βελτίωση του ανθρωπίνου είδους· όχι µόνον επειδή επισηµαίνει ένα σπουδαιότατο -πλην συγκεκριµένο- ηθικό πρόβληµα, αλλά επειδή η χρησιµότητά του αφορά σε πλείστα όσα κοινωνικά προβλήµατα. Είναι γεγονός πως το ηθικό αυτό δίδαγµα απασχόλησε τις συνεδριάσεις των χριστιανών βασιλέων και πριγκίπων, περισσότερες από µία φορές, καθώς τα γεγονότα εξελίσσονταν µε ραγδαίο ρυθµό. Πράγµατι, καµία προηγούµενη τραγωδία -όσο και βαθιά και αν τάραξε µε την ανελέητη κακοδαιµονία της κάθε φιλεύσπλαχνη καρδιά, κάθε οικτίρµον παραγώνι- δεν µπορεί να συγκριθεί µε αυτήν την σαφώς υπέρτερη υπόθεση και δεν αξίζει περισσότερο την θέση ενός κεφαλαίου στην ιστορία των ηθών και εν γένει της κοινωνικής ζωής της Γερµανίας. Επιπλέον, κανείς δεν θα µπορούσε να προβάλει περισσότερες αξιώσεις ιστορικού από εµένα.
Κείνη την εποχή, ήµουν -κι είµαι ακόµη- καθηγητής στο πανεπιστήµιο της πόλης, που είχε το θλιβερό προνόµιο να γίνει θέατρο των εν λόγω γεγονότων. Γνώριζα εκ του σύνεγγυς όλα τα εµπλεκόµενα -είτε ως θύµατα είτε ως δράστες- άτοµα. Ήµουν παρών από την αρχή µέχρι το τέλος και έγινα αυτόπτης µάρτυς εκείνης της µυστηριώδους θύελλας, που έπληξε την ανύποπτη πόλη µας σαν τυφώνας των ∆υτικών Ινδιών και απείλησε σοβαρά να απορφανίσει το πανεπιστήµιό µας, σπέρνοντας αφενός την καχυποψία και αφετέρου την απολύτως φυσική αντίδραση της ευθαρσούς αγανάκτησης µεταξύ των µελλών του. Και όλα αυτά ενώ οι επαναπαυµένοι στον εύτακτο βίο τους αυτόχθονες πολίτες δεν θα αργούσαν να εκδηλώσουν µια φρικτή αγωνία για την ίδια την ζωή τους, µιαν αποτρόπαιη αγωνία για ανεξιχνίαστους κινδύνους, που αποσάθρωναν το έδαφος των εστιών τους. ∆εν δίστασαν, οσάκις οι περιστάσεις το επέτρεψαν, να θυσιάσουν ακόµη και τα ίδια τα σπίτια τους µε τους όµορφους κήπους, προκειµένου να µην καταρρακώνει πια τις ηµέρες τους ο πανικός, να µην στάζουν αίµα οι νύχτες τους. Είµαι απόλυτα βέβαιος πως δεν έµεινε προληπτικό µέσο που να µην το έλαβαν ούτε τέχνασµα που να µην το εφήρµοσαν. ∆είτε όµως το θλιβερό αποτέλεσµα: όσο ασφαλέστεροι έδειχναν οι τρόποι που χρησιµοποιούσαν για να θεραπεύσουν το κακό, τόσο ισχυρότερος γινόταν ο τρόµος τους και -κυρίως αυτό- τόσο βαθύτερο, τόσο φρικτότερο φάνταζε το µυστήριο, αφού µε όλα τα προληπτικά µέσα δεν κατόρθωσαν να προλάβουν όχι µία, όχι δύο, αλλά δέκα περιπτώσεις µαζικής εξολόθρευσης οικογενειών. Η φρίκη, η υπέρτατη παραφορά του φόβου, που απλώθηκε πάνω από την πόλη, είναι αδύνατον να περιγραφεί. Τα διάφορα τεχνάσµατα απέτυχαν για εντελώς ανθρώπινους λόγους -η βοήθεια ήρθε πολύ αργά, λόγου χάριν- δεδοµένου ότι σε παρόµοιες περιπτώσεις -ακόµη και όταν ο κίνδυνος είναι εµφανέστερος- κανείς δεν κατορθώνει να υπερβεί τα όρια των συνηθειών του, ώστε να διακρίνει µέχρι πού µπορεί να φτάσει ο ίδιος και οι δολοφόνοι. Έτσι, όταν -µετά από εξονυχιστική έρευνα δέκα διαφορετικών περιπτώσεων µαζικής σφαγής- οι αστυνοµικοί είδαν εµβρόντητοι την υποµονή τους να εξανεµίζεται ηµέρα µε την ηµέρα, χωρίς να επιβεβαιώνεται καµία υπόθεσή τους, όταν διαπίστωσαν πως παρ’ όλες τις προσπάθειές τους δεν είχε γίνει το παραµικρό βήµα, µαρτυρικός ο φόβος έπεσε αδιακρίτως πάνω στους κατοίκους. Και αν αβάσταχτη είναι η αγωνία µιας πόλης πολιορκηµένης, που περιµένει από ώρα σε ώρα να ξεσπάσει πάνω της η θριαµβική λύσσα του -κατά τα άλλα πεπερασµένου, απτού, ανθρώπινου- εχθρού, τότε τι θα µπορούσαµε να πούµε για το απέραντο κράτος του τρόµου, που σπέρνει ένας σκιώδης, απροσδιόριστος και ακαθόριστος κίνδυνος στον ανθρώπινο νου; Οι ίδιοι οι αστυνοµικοί, αντί να παρέχουν προστασία και να εµψυχώνουν τον πληθυσµό, ήσαν µουδιασµένοι από τον τρόµο. Η γενική αίσθηση, όπως µου την περιέγραψε ένας εξαιρετικά προσεκτικός στις διατυπώσεις του πολίτης, που τον συνάντησα σε κάποιον πρωινό περίπατο (διότι όταν κυριαρχεί η αίσθηση της συµφοράς, καταρρέουν οι φραγµοί που κάνουν τους ανθρώπους επιφυλακτικούς, και όλοι µιλούν µε όλους ελεύθερα, ακόµη και στον δρόµο, όπως θα έκαναν αν τους έπληττε σεισµός), έµοιαζε -ακόµη και στους πλέον θαρραλέους- µε την πνευµατική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος που κοιµάται ολοµόναχος, ξεχασµένος από τους φίλους, και ξαφνικά ανοίγουν πόρτες που θα έπρεπε να είναι κλειστές και ξεκλειδώνουν πόρτες που θα έπρεπε να είναι διπλοκλειδωµένες και χάνονται ως κι αυτοί οι τοίχοι· άγνωστα βάραθρα καταπίνουν κάθε όριο και ορίζοντα, κάθε σηµάδι· και γύρω µόνο πέπλα αραχνοΰφαντα και νύχτα απέραντη· και γύρω ένας κόσµος βαθιά, τρισκότεινα νυχτερινός, ψίθυροι απόµακροι, σκοτάδι που γυρεύει το σκοτάδι µε φωνή βαθιά τρεµοσβηστή και στο κέντρο αυτού του κόσµου να λάµπει η καρδιά του ονειρευόµενου· να λάµπει και να γεννάει και να σκορπίζει όλο εκείνο το ασύλληπτο χάος, στο οποίο κυριαρχεί µία µόνο δύναµη, στυγνή και αποτρόπαια: η απόλυτα κενή ένδεια της σιωπής και του σκότους. Η καταδροµή του φόβου, όπως και οποιουδήποτε άλλου πάθους -µα προπάντων εκείνου του ισχυρού συναισθήµατος που βιώνεται µαζικά και κάνει χιλιάδες καρδιές να χτυπούν µε τον ίδιο ρυθµό σε όλες τις περιοχές µιας πόλης· σκοτεινές ή φωτισµένες- βρίσκει την ευκαιρία να ταράξει ή και να µεταµορφώσει την ανθρώπινη φύση. Σοβαρές προσωπικότητες χάνουν την βαρύτητά τους, ηλίθια άτοµα αποκτούν ευφράδεια και, όταν τα πράγµατα φτάσουν σε αυτό το κρίσιµο σηµείο, το δηµόσιο αίσθηµα – εκπεφρασµένο µε ήχους, χειρονοµίες, λόγια ή έργα- αποκτά διαστάσεις τις οποίες κανένας ξένος δεν θα µπορούσε να φανταστεί. Συνεπώς, διέθετα -από αυτήν την άποψη- το πλεονέκτηµα µιας κάποιας απόστασης που, από κοινού µε την κεντρική θέση την οποία κατείχα, µου εξασφάλισε αφενός πλήρη θέα και αφετέρου ακριβοδίκαιη εκτίµηση των γεγονότων. Θα πρέπει να προσθέσω πως ούτε είχα ούτε απέκτησα στο µεταξύ άλλο πλεονέκτηµα, το οποίο θα µπορούσε να µε διαφοροποιήσει µε οποιονδήποτε τρόπο από τους υπολοίπους κατοίκους της πόλης. Ήµουν εξίσου εξοικειωµένος µε τα µέλη και της τελευταίας οικογένειας της περιοχής, είτε ανήκαν στα παλαιά “τζάκια” είτε ήσαν µετανάστες, τους οποίους ο τελευταίος πόλεµος είχε αναγκάσει να αναζητήσουν καταφύγιο εντός των τειχών µας.
Ήτανε Σεπτέµβρης 1815, όταν ο ιδιαίτερος γραµµατέας του Ρώσου διπλωµατικού, πρίγκηπα Μ…, µου ‘στειλε το γράµµα, απ’ όπου αντιγράφω αµέσως το ακόλουθο χωρίο:
“Εν ολίγοις, θα επιθυµούσα να επιστήσω την προσοχή σας -και µάλιστα µε όρους των οποίων την ένταση δυστυχώς δεν είµαι σε θέση να διατυπώσω επιτυχώς- στην ύπαρξη ενός νέου για τον οποίον, σύµφωνα µε αποκλειστικές και απόρρητες πληροφορίες, ο ίδιος ο τσάρος έχει εκδηλώσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συµµετείχε στη µάχη του Βατερλώ ως aide-de-camp [υπασπιστής] κάποιου Γερµανού αξιωµατικού και οι εξαιρετικά κολακευτικές φήµες τον θέλουν να ανδραγάθησε στην διάρκεια της φρικτής εκείνης ηµέρας. Από τυπική άποψη ανήκε στον αγγλικό στρατό -ως Άγγλος υπήκοος- µα δεν τελούσε υπό τις διαταγές του. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, υπηρέτησε κατά καιρούς πολύ διαφορετικές σηµαίες, συµπεριλαµβανοµένης της δικής µας, ως µέλλος της έφιππης αυτοκρατορικής φρουράς. Γεννήθηκε στην Αγγλία κι είναι ανεψιός και πιθανώς κληρονόµος της τεράστιας περιουσίας του κόµη Ε. Σύµφωνα µε µιαν εξωφρενική διάδοση, η µητέρα του ήταν τσιγγάνα ασύλληπτης οµορφιάς, πράγµα που υποτίθεται πως εξηγεί την µαυριτανική απόχρωση του δέρµατός του, που όµως δεν θα έλεγα πως είναι πιο σκούρο από το δέρµα αρκετών Άγγλων. Εν πάση περιπτώσει, είναι από τα ευγενέστερα δηµιουργήµατα του Θεού. Άγνωστο µε ποιον τρόπο, τόσο ο πατέρας όσο κι η µητέρα του απεβίωσαν προ πολλού. Έκτοτε, απολαµβάνει την αποκλειστική εύνοια του θείου του, που τον κράτησε στην Αγγλία µετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα0 και καθώς ο προστάτης πνέει από καιρό τα λοίσθια, η ανάληψη από τον κυρίο Ουίνταµ της διαχείρισης της τεράστιας οικογενειακής περιουσίας είναι αναπόφευκτη· αν όχι άµεσα επικείµενη. Στο µεταξύ, αγωνιά να βοηθηθεί στις σπουδές του. Από πνευµατική άποψη, είµαι βέβαιος πως ανήκει στις υψηλότερες τάξεις του ανθρωπίνου είδους, όπως δεν θα αργήσετε να διαπιστώσετε εκ του σύνεγγυς. Όµως η µακρά στρατιωτική υπηρεσία και η ασύλληπτα ταραγµένη ιστορία της Ευρώπης µας -από το 1805 µέχρι τούδε- επέδρασαν (όπως καταλαβαίνετε) στη πνευµατική του ανάπτυξη. ∆ιότι όταν ανέλαβε για πρώτη φορά δράση στο ιππικό κάποιας γερµανικής δύναµης ήταν σχεδόν παιδί και δεν έπαψε να περνά από υπηρεσία σε υπηρεσία, καθώς οι άνεµοι του πολέµου φυσούσαν προς πάσα κατεύθυνση. Στην διάρκεια της γαλλικής ανάβασης προς την Μόσχα, πέρασε στην υπηρεσία µας, και κατόρθωσε να αποκτήσει σηµαντική επιρροή στα µέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, γνωρίζοντας εξαιρετική επαγγελµατική, προσωπική και κοινωνική επιτυχία. Μολαταύτα, δεν είναι περισσότερο από είκοσι δύο ετών. Όσο για τα προσόντα του, µιλούν από µόνα τους· είναι αµέτρητα και σχετίζονται µε κάθε πλευρά της ζωής. Από εσάς ζητά µόνον την γνώση των Ελληνικών, πάση θυσία, µε τους όρους που εσείς και µόνο εσείς θα θέσετε. Είναι διατεθειµένος να αναγνωρίσει και να διευθετήσει οποιονδήποτε προβληµατισµό σας· δεδοµένου είναι εκ φύσεως υπεύθυνο άτοµο. Να είστε βέβαιος πως σε δέκα χρόνια από τώρα, θα αναπολείτε µε υπερηφάνεια την συνεισφορά σας στην διαµόρφωση αυτού που όλοι εδώ στην Αγία Πετρούπολη -όχι µόνον οι στρατιωτικοί, αλλά και εµείς, οι διπλωµατικοί- πιστεύουµε πως θα αποδειχθεί σηµαντικότατος άνδρας: µια σπουδαία ηγετική προσωπικότητα µεταξύ των λογίων της χριστιανοσύνης“.
Ακολούθησαν δύο ή τρία γράµµατα, ώσπου τελικά ρυθµίστηκε να εγκατασταθεί ο κύριος Μαξιµιλιανός Ουίνταµ στο ερηµητήριό µου για έναν χρόνο. Η διατροφή και το υπηρετικό προσωπικό θα ήταν δική του υπόθεση. Για το διαµέρισµα των δέκα ή δώδεκα δωµατίων που θα του παρείχα, την απεριόριστη χρήση της βιβλιοθήκης και κάποια επιπλέον προνόµια, τα οποία του εκχωρήθηκαν µε ιδιαίτερη προθυµία από τις αρχές της πόλης, θα µου έδινε χίλιες γκινέες. Ήδη, σε ένδειξη ευγνωµοσύνης για την ευµενή µεταχείρισή του από τις αρχές, µου είχε στείλει τρεις χιλιάδες γκινέες -χωρίς να απαιτήσει απόδειξη- τις οποίες παρέδωσα σε δηµόσια χέρια, προκειµένου να διατεθούν σε τοπικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα, σε φτωχούς ή σε άλλες αγαθοεργίες.
Τις τελευταίες επιστολές ο γραµµατέας του Ρώσου διπλωµατικού µού τις έστειλε από κάποια σχετικά κοντινή -λιγότερο από ενενήντα µίλια- κωµόπολη της Γερµανίας και -δεδοµένου ότι είχε στην διάθεσή του έµπειρους αγγελιοφόρους- οι διαπραγµατεύσεις προχώρησαν τόσο γρήγορα, ώστε η συµφωνία έκλεισε πριν από το τέλος του Σεπτεµβρίου. Και όταν έκλεισε, εγώ -που µέχρι τότε δεν είχα δώσει την παραµικρή πληροφορία για τα τεκταινόµενα- άφησα τα µαντάτα να κάνουν ελεύθερα τον γύρο της πόλης. Εύκολα µπορεί κανείς να φανταστεί πως µια τέτοια ιστορία -ήδη αρκετά ροµαντική στα βασικά στοιχεία της- δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να µεταδοθεί ακαριαία. Πρώτα πρώτα, το εν λόγω πρόσωπο ήταν Άγγλος και, ως γνωστόν, αρκούσε το όνοµά του για να διαβεί άνετα τα σύνορα της γερµανικής εύνοιας. Πόσο µάλλον µετά τους πρόσφατους σοβαρότατους πολέµους, οι οποίοι κάθε άλλο προβληµατικοί υπήρξαν για τις σχέσεις των Άγγλων µε τους Γερµανούς. ∆εύτερον, ήταν ευγενής και µάλιστα µε µεγάλη παράδοση. Τρίτον, υπήρξε στρατιωτικός µε λαµπρή δράση στο ένδοξο σώµα του ιππικού, Τέταρτον, ήταν νέος -πλην έµπειρος – ήρωας της φρικτότερης µάχης του πλανήτη µας από τον καιρό της Φαρσάλου1-και περιβεβληµένος την λάµψη του ευνοουµένου των αυλικών και -οπωσδήποτε- των θηλυκών µελών αρκετών αυτοκρατορικών οικογενειών. Τέλος (αυτό και µόνο θα ‘φτανε να εξασφαλίσει ενδιαφέρουσα θέση στις καρδιές των γυναικών) ήταν ένας Αντίνοος2 αψεγάδιαστου κάλλους, ένα ελληνικό άγαλµα, που ‘χε εµφυσήσει ζωή κάποιος σύγχρονος Πυγµαλίων3. Τέτοια συγκέντρωση χαρισµάτων και ικανοτήτων στην µορφή ενός ανθρώπου, κάθε άλλο παρά είχε ανάγκη τις χυδαίες διασφαλίσεις της οικογενειακής αποκατάστασης (έστω και αν για πολλούς η αποκατάσταση αυτή ήταν το επιστέγασµα όλων) δεδοµένου ότι απολάµβανε ήδη την φήµη του κατόχου µιας περιουσίας, που υπερέβαινε τη φαντασία οποιουδήποτε περιπετειώδους µυθιστορήµατος ή την υπερβολή οποιουδήποτε παραµυθιού. Απίστευτη ήταν η εντύπωση που έκανε στην λιµνάζουσα κοινωνία µας. Οι γλώσσες δεν κουράζονταν να σχολιάζουν τον αξιοθαύµαστο νεαρό Άγγλο, από το πρωί µέχρι το βράδυ. Η φαντασία των γυναικών ήταν µονίµως απασχοληµένη στην κατ’ ιδίαν αναπαράσταση της αβρής µορφής του.
Όταν έφτασε στο σπίτι µου, διαπίστωσα αµέσως την αλήθεια µιας παρατήρησης που είχα κάνει πριν από µερικά χρόνια. Ένα κοινότοπο αξίωµα λέει πως είναι επικίνδυνο να διατηρούµε υπερβολικά υψηλές προσδοκίες. Η αλήθεια του -έτσι, γενικώς και αορίστως εκπεφρασµένη- εξαρτάται πάντα από τις περιστάσεις. Υφίσταται µόνον όταν και όπου το κέρδος από την διατήρηση και την δικαίωση της προσδοκίας είναι µικρό. Όµως σε κάθε περίπτωση που το αναµενόµενο κέρδος αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον, είναι φρόνιµο να οδηγούµε τις προσδοκίες στο υψηλότερο σηµείο τους. Ό,τι και αν συµβεί µε τις υψηλές προσδοκίες, η εκπλήρωση των λιγότερο φιλόδοξων θα βρει αρκετό χώρο, ενώ είναι βέβαιο πως ο απλός παρατηρητής, ελάχιστα δεκτικός στις λεπτές διακυµάνσεις των γεγονότων -εκτός και αν του έχουν επισηµανθεί από πριν όσα πρέπει να περιµένει- θα αποτύχει να διακρίνει πίσω από την εκτυφλωτική λάµψη του προφανούς. Στην προκειµένη περίπτωση, η προειδοποίηση που είχα δεχθεί -σύµφωνα µε την οποία έπρεπε να περιµένω πλείστα όσα- δεν ζηµίωσε το αντικείµενο της προσδοκίας. Οπωσδήποτε, είναι βέβαιο πως η προειδοποίηση µε είχε θέσει σε επιφυλακή. Ήµουν έτοιµος να διακρίνω και να αποδεχθώ ακόµη και το πλέον ανεπαίσθητο σηµάδι ανωτερότητας στην παρουσία του. ∆εν χρειάστηκε. Τα σηµάδια ήσαν τόσα πολλά και πολύ προφανή. Υπερέβαιναν οτιδήποτε είχε θέσει υπόψη µου η εµπειρία µέχρι εκείνη την στιγµή. Ως εκ τούτου, οσοδήποτε υψηλές και αν ήσαν οι προσδοκίες µου, θα εκπληρώνονταν αυτοµάτως.
Οι σκέψεις αυτές ταξίδεψαν στο µυαλό µου µε την ταχύτητα του φωτός, αµέσως µόλις το βλέµµα µου έπεσε στην υπέρτατη ωραιότητα και δύναµη που αναδύθηκε απαστράπτουσα µπροστά µου. Αυτή η δύναµη και το αδιανόητο της τέλειας ενσάρκωσης τόσου µεγαλείου – του ιδίου του απολύτου- ήταν φυσικό να µου δηµιουργήσουν πρόσκαιρη αναστάτωση. Βρήκα την αυτοκυριαρχία µου σχεδόν αµέσως. Το βλέµµα µου προηλώθηκε επάνω του µε την πρέπουσα σταθερότητα. Υποκλιθήκαµε ο ένας στον άλλον και, καθώς εκείνος σήκωνε το κεφάλι του, συνέλαβα την λάµψη των µατιών του: µάτια απολύτως ταιριαστά µε την ευγενή αρµονία του προσώπου του, Άστρων ολόλαµπρες µορφές ντυµένες τους ίσκιους του µεσηµεριού κι ως εκ τούτου, προορισµένα από τη φύση να στεγάζουν και να εκφράζουν τις πλέον γαλήνιες, τις πλέον λεπτές συγκινήσεις. Και όµως, πόσην έκπληξη δοκίµασα όταν, την ίδια στιγµή, συνέλαβα -µε ταραχή µάλλον παρά µε οίκτο- στο ίδιο εκείνο εξαίσιο βλέµµα την σκιά µιας θλίψης ασύµβατης όχι µόνον προς την νεότητα, αλλά και προς οποιαδήποτε ανθρώπινη στενοχώρια, µιας θλίψης που µόνον ο οίστρος του θρήνου τής έλειπε για να ανήκει σε Ιουδαίο προφήτη.
Είχανε περάσει πια δύο µήνες από την άφιξη του κυρίου Ουίνταµ. Γνώρισε το σύνολο της υψηλής κοινωνίας του τόπου µας και, περιττό να πω, κέρδισε την εύνοια όλων. Στην πραγµατικότητα, ο πλούτος, η σπουδαιότητα, οι στρατιωτικές τιµές και ο λαµπρός χαρακτήρας του, όπως εκφράζονταν στους τρόπους του, όχι µόνο δεν θα περνούσαν απαρατήρητα σε οποιοδήποτε κοινωνικό περιβάλλον, αλλά θα εξασφάλιζαν οπωσδήποτε την υψηλότερη θέση στην εκτίµηση των µελών του. Ωστόσο, τα πλούσια αυτά πλεονεκτήµατα, υπογραµµισµένα και ενισχυµένα από την τελειότητα της εξωτερικής εµφάνισης, ήσαν κάπως ενοχλητικά για την αυτοεκτίµηση των απλών ανθρώπων, δεδοµένου ότι υπερέβαιναν οδυνηρά το επίπεδο των φιλοδοξιών που µπορούσαν να αναπτύξουν αυτοί οι άνθρωποι. Ο ίδιος δεν ήταν καθόλου ακατάδεκτος. Το αντίθετο µάλιστα. Η συµπεριφορά του ήταν ανοιχτή, ειλικρινής και πηγαία ανεπιτήδευτη. Η ανά τον κόσµο περιπετειώδης ζωή του, πλέον του µισού της οποίας είχε αναλωθεί σε στρατόπεδα και πεδία µαχών, είχε δώσει στους τρόπους του κάτι από την ευθύτητα των στρατιωτικών. Όµως η εµφανής µελαγχολία που τον διακατείχε, όποια και αν ήταν η πηγή της, συγκρατούσε οπωσδήποτε τον φυσικό αυθορµητισµό που υπονοούσε το παρουσιαστικό του, ή µη µόνο στις περιπτώσεις που τον αναζωογονούσαν τα αισθήµατα της φιλίας και του έρωτα. Εν πάση περιπτώσει το αποτέλεσµα ήταν η δηµιουργία κάποιου είδους αµηχανίας ή και δυσφορίας στους άλλους. Οι φωνές έπαυαν ή χαµήλωναν απότοµα όταν εµφανιζόταν κάπου. Επικρατούσε ξαφνικά νεκρική σιωπή. Τα βλέµµατα απέφευγαν την µορφή του ή τρεµόπαιζαν άτολµα για µια στιγµή πάνω του και ύστερα χαµήλωναν, αναζητώντας δίοδο προς τα σπλάχνα της γης. Οι νεαρές κυρίες έχαναν προς στιγµήν την ικανότητά τους να αρθρώσουν οτιδήποτε άλλο από µερικές ακατάληπτες συλλαβές ή συγκεχυµένους ψιθύρους. Πράγµατι, η επισηµότητα των πρώτων συστάσεων και η πλήρης απουσία κάθε πιθανότητας να δηµιουργηθεί φιλικό περιβάλλον, έκανε αυτές τις σκηνές πραγµατικά οδυνηρές για όλους, όσοι συµµετείχαν είτε ως πρωταγωνιστές είτε ως απλοί παρατηρητές. Ορισµένως, η συγκεκριµένη ατµόσφαιρα δεν ήταν αποτέλεσµα της περίσσιας της ανδροπρεπούς – και οπωσδήποτε ηρωικής- οµορφιάς του, αλλά των πολλών και εξαιρετικών χαρισµάτων τα οποία βρίσκονταν στο κέντρο εκείνης της προσωπικότητας· χαρίσµατα οφειλόµενα όχι στην τύχη αλλά στην φύση. Σηµαντικά συνέβαλαν επίσης η εµφανής µελαγχολία και η κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική σοβαρότητα, που -όπως ήδη ανέφερα- χαρακτήριζαν την συµπεριφορά του κυρίου Ουίνταµ. Υπεράνω όλων όµως στεκόταν το αξεδιάλυτο µυστήριο που περιέβαλε εκείνη την µελαγχολία.
Υπήρξαν άραγε εξαιρέσεις στην αµηχανία που προκαλούσε το τροµακτικό εκείνο δέος; Ναι, υπήρξε τελικά µία καρδιά, που υποκύπτοντας στα θέλγητρα του ισχυροτέρου των παθών, απέβαλε κάθε ίχνος επιφύλαξης και ψυχρότητας. Ενώ όλοι οι άλλοι παρέµεναν δέσµιοι των ζοφερών συναισθηµάτων που ενέπνεε η παρουσία του κυρίου Ουίνταµ, η Μαργαρίτα Λίµπενχαϊµ απέρριπτε µε έκπληξη κάθε ενδεχόµενο να ευθυνόταν εκείνος για την κατάσταση. Αµφιβάλω αν υπήρξε ποτέ πιο µεγαλειώδης αµοιβαία κατάκτηση νεανικών καρδιών, αν εκδηλώθηκε ποτέ βαθύτερη και πλέον ακαριαία συµπάθεια. ∆εν υπήρξα µάρτυς της πρώτης συνάντησης του µυστηριώδους Μαξιµιλιανού µε την εκθαµβωτική Μαργαρίτα και ως εκ τούτου δεν µπορώ να γνωρίζω πότε εκδηλώθηκαν εκ µέρους της εκείνο το ανεπαίσθητο τρέµισµα και εκείνη η αµηχανία, που κατέθλιψαν το πλήθος των αντιζήλων της. Θα πρέπει όµως οι αντιδράσεις της -αν φυσικά υπήρξαν- να έγιναν αµέσως αντιληπτές από τον νέο· εκδοχή η οποία θα µπορούσε να ερµηνεύσει -πέραν κάθε αµφιβολίας- την πρόθυµη υποταγή της ψυχής του, την άνευ όρων παράδοση της καρδιάς του. Στην τρίτη συνάντησή τους ήµουν παρών. Κάθε σκιά αµηχανίας είχε πλέον εξαφανιστεί· εκτός ίσως από τον λεπταίσθητο εκείνον δισταγµό που συνοδεύει τον παθητικό θαυµασµό. Η Μαργαρίτα έδινε την εντύπωση πως βρισκότανε στην αυγή ενός νέου κόσµου, του οποίου την ύπαρξη δεν υποψιαζόταν καν ανάµεσα στις δυνατότητες της ανθρώπινης εµπειρίας. Ένα πουλάκι ήταν, ένα πουλάκι που δεν γνώριζε ακόµη τις δυνάµεις του, άµαθο από πτήσεις και αιωρήσεις· καµιά πνοή αέρα δεν είχε αποδειχθεί, µέχρι στιγµής, ικανή να στηρίξει τις φτερούγες της, να υποθάλψει την εκδήλωση των νωθρών ακόµη ενστίκτων της. Εκείνος, από την πλευρά του, βρισκόταν για πρώτη φορά αντιµέτωπος µε την πραγµατοποίηση των ονείρων του, των ονείρων που, µέχρι εκείνη την στιγµή, οι βαθύτερες σκέψεις του -οι βαθύτεροι φόβοι του εν τέλει- σχεδόν τον διαβεβαίωναν πως θα αποδεικνύονταν χίµαιρες, πως δεν θα συναντούσε ποτέ µια γυναίκα έτοιµη να ανταποκριθεί στα αιτήµατα της καρδιάς του. Και να που τώρα βρισκόταν µπροστά σε µια πραγµατικότητα απόλυτα διατεθειµένη να τον υπηρετήσει, µπροστά σε µια πραγµατικότητα που δεν απαιτούσε την παραµικρή προσπάθεια εκ µέρους του.
Στο εξής, ευτυχία και µόνο ευτυχία συνόδευε την νέα αυτήν συνοµολόγηση. Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που είχαν προβλέψει µια τέτοια εξέλιξη. Οι υπόλοιποι δεν µπόρεσαν καν να την φανταστούν, όπως δεν µπόρεσα και εγώ ο ίδιος να φανταστώ την δυσοίωνη πλήρη µεταστροφή της φύσης του Φερδινάνδου φον Χάρελσταϊν. Το εν λόγω άτοµο ήταν γιος ενός Γερµανού βαρόνου µε καλό όνοµα αλλά µικρή περιουσία, ο οποίος αφού υπηρέτησε ως µισθοφόρος στον πρωσικό στρατό, κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά και των ανωτέρων αξιωµατικών, γεγονός που τον έκανε να ελπίζει πως -αν όλα πήγαιναν καλά- θα µπορούσε να εξασφαλίσει κάποιαν αξιόλογη θέση στον πολυαγαπηµένο µοναχογιό του, στου οποίου την αφοσίωση και την τρυφερότητα στήριζε την γαλήνη των γηρατειών του. Εξάλλου, ο Φερδινάνδος κατείχε ιδιάζουσα θέση στην καρδιά του: τα χαρακτηριστικά του ανέσυραν από την αιθρία µνήµη του βαρόνου την πολύτιµη και ολοζώντανη µορφή εκείνης της αγγελικής συζύγου, που έσβησε ενώ έδινε ζωή στο τρίτο παιδί τους, στο µοναδικό που επιβίωσε. Η αγωνιώδης µέριµνα να σπουδάσει ο γιος αυτός την επιστήµη των µαθηµατικών, τη οποία αποκτούσε -χρόνο µε τον χρόνο- όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για το πυροβολικό όλων των στρατών της Ευρώπης, αλλά και η επιθυµία του να του εξασφαλίσει κάποια κλασική µόρφωση, την οποία µε πολλή θλίψη είχε στερηθεί στην διάρκεια της δικής του στρατιωτικής υπηρεσίας, οδήγησαν τον βαρώνο στην επιλογή του ιδρύµατός µας. Εδώ φοίτησε επί επτά χρόνια ο Φερδινάνδος, ο οποίος συµπλήρωνε τώρα το εικοστό τρίτο έτος της ηλικίας του. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια έµενε µαζί µου και ήταν ο µοναδικός φοιτητής που είχα -ή ήθελα να έχω- µέχρι τη στιγµή που η οµολογουµένως εξαιρετική προσφορά του νεαρού µέλους της ρωσικής αυτοκρατορικής φρουράς µε έπεισε να µεταβάλω την απόφασή µου. Ο Φερδινάνδος φον Χάρελσταϊν είχε αρκετά χαρίσµατα -µπορεί όχι αξιοθαύµαστα, αλλά τουλάχιστον αξιέπαινα- ευχάριστο χαρακτήρα και σπάνια ευγένεια τρόπων, ώστε να µε προδιαθέτει να τον συστήνω παντού και να γίνεται αµέσως συµπαθής σε όλους. Σε όλους, εκτός ίσως από εκείνο -το µοναδικό στον κόσµο πρόσωπο- στου οποίου την συµπάθεια προσέβλεπε κατ’ αποκλειστικότητα. Η Μαργαρίτα Λίµπενχαϊµ -αυτήν αγαπούσε, χρόνια πολλά, µε όλη την θέρµη της πυρπολούµενης από το πάθος καρδιάς του- ήταν για εκείνον το µοναδικό πλάσµα, χάριν -ή µε εντολή- του οποίου θα µπορούσε να πεθάνει. Από την πρώτη στιγµή, ένοιωσε πως το πεπρωµένο του βρισκόταν στα χέρια της, πως εκείνη διηύθυνε τον καλό ή τον κακό δαίµονα της ζωής του.
Στην αρχή -και ίσως στο τέλος- µου προκαλούσε ένα βαθύτατο αίσθηµα οίκτου, το οποίο δεν άργησε να αναµειχθεί µε κάποιο επίσης βαθύ αίσθηµα εκτίµησης. Πριν την άφιξη του κυρίου Ουίνταµ είχε επιδείξει σθένος, αν όχι πραγµατική µεγαθυµία. Εν τούτοις, δεν νοµίζω να υπήρξε στον κόσµο ταχύτερη και επαχθέστερη περίπτωση µεταστροφής µιας ευγενούς φύσης. Είµαι απόλυτα πεπεισµένος πως δεν είχε καν υποπτευθεί την δραµατική ένταση του πάθους του. Η µοναδική διέξοδός του ήταν να εγκαταλείψει την πόλη και να καταφύγει στην µοναχική ενασχόληση µε διάφορα ζητήµατα φιλοσοφικού ή επιστηµονικού ενδιαφέροντος. Όµως δεν µε άκουγε περισσότερο από οποιονδήποτε υπνοβάτη, οποιονδήποτε ονειρεύεται µε τα µάτια ανοιχτά. Κάποτε έδειχνε να βγαίνει ξαφνιασµένος, σχεδόν τροµαγµένος, από κάποιο ονειροπόληµα. Κάποτε εκδήλωνε κρίσεις µανίας· οργιζόταν, διαπληκτιζόταν µε κάποιο αόρατο πρόσωπο, παρακαλούσε, εκλιπαρούσε, και εντέλει το απειλούσε. Κάποτε έδειχνε να ονειροπολεί και ξαφνικά τρόµαζε, αναπηδούσε στο κάθισµά του. Κάποτε αποσυρόταν σε ήσυχες γωνιές, µονολογούσε ψιθυριστά και επιδιδόταν σε εµφανώς θρηνητικές εκφράσεις και χειρονοµίες ή άφηνε να του ξεφύγουν επιφωνήµατα και αποσπασµατικές φράσεις παραπόνων, που θα έκαναν και την πλέον απαθή ψυχή να συγκινηθεί. Πώς να µην κωφεύει, λοιπόν, στα λόγια του µοναδικού πρακτικού συµβούλου που διέθετε; Σαν το πουλί ήταν, που το υπνωτίζει ο κροταλίας και στέκει εκεί, παντελώς ανίκανο να συγκεντρώσει τις δυνάµεις µε τις οποίες το προίκισε η φύση, ώστε να ξεφύγει πετώντας.
-“Φύγε όσο είναι ακόµη καιρός!” του είπαν οι άλλοι, µα κι εγώ ο ίδιος, φοβούµενος -εξ όσων έβλεπα να διαδραµατίζονται ήδη- κάποια πολύ χειρότερη κατάσταση, κάποια φρικτή καταστροφή.
-“Και µη εισενέγκης ηµάς εις πειρασµόν!” άκουσα άθελά µου να του λέει αυστηρά ο εξοµολογητής (διότι, αν και Πρώσοι, οι φον Χάρλενσταϊν ήσαν καθολικοί). “Και µη εισενέγης ηµάς εις πειρασµόν! Αυτή πρέπει να είναι η καθηµερινή µας προσευχή στον Κύριο. Λοιπόν, µην µπαίνεις, τέκνο µου, σε πειρασµό· µην επιµένεις σε αυτήν την πολιορκία. Όχι, όχι! Είναι σαν να πειράζεις τον ίδιο τον πειρασµό. ∆οκίµασε τα πλεονεκτήµατα της απουσίας. Ένας µήνας αρκεί“.
Ο άξιος ιερωµένος θέλησε να προσθέσει κάποιον αριθµό µετανοιών, οι οποίες θα διασφάλιζαν τα θετικά αποτελέσµατα της απουσίας, µα αναγκάστηκε να υποχωρήσει, γιατί κατάλαβε πως απλώς θα προσέθεταν την πνευµατική ανυπακοή στα υπόλοιπα αµαρτήµατα του νέου. Φαίνεται πως ο Φερδινάνδος το παρατήρησε αυτό· γιατί είπε:
-“Άγιε πατέρα! Μην κάνεις την προσπάθειά σου να µε αποµακρύνεις από τον πειρασµό όχηµα µιας πιθανής εξέγερσής µου ενάντια στην Εκκλησία. Μην σπέρνεις τον δρόµο µου µε παγίδες. Είναι ήδη σπαρµένος“.
Ο γέρων αναστέναξε κι έδωσε τέλος στην εξοµολόγηση, µα η δουλειά είχε ήδη γίνει. Αναφωνώντας “Φτάνει πια!” το ελάφι -πληγωµένο εξίσου από τον οίκτο, την συµπάθεια, τις συµβουλές, την παρηγοριά και την περιφρόνηση- έτρεξε να χαθεί στις ερηµιές. Κατέφευγε συχνά σε ερηµικά σηµείου του δάσους. Αναχωρούσε πάντα µε καλό σκοπό και πρόθεση να παραµείνει εκεί για αρκετές ηµέρες, όπως ήλπιζα και προσευχόµουν να γίνει, όµως -ο δυστυχής!- κάθε φορά που επέστρεφε στα ληµέρια της καθηµαγµένης ευτυχίας και των θαµµένων ελπίδων του, έµοιαζε όλο και περισσότερο µε ναυάγιο του εαυτού του. Κάποτε άκουσα έναν εξαιρετικά διεισδυτικό στην παρατήρηση των ανθρώπων καλόγερο -του οποίου το µοναστήρι βρισκόταν κοντά στις πύλες της πόλης- να λέει:
-“Κάποιος είναι έτοιµος να δώσει και να πάρει δυστυχίες. ∆εν θα αργήσει ο καιρός που θα τον δούµε µπλεγµένο σε µεγάλη καταστροφή. Θα είναι αβάσταχτη η συµφορά. Θα µείνει αξέχαστο το αµάρτηµα αυτό“.
Έτσι είχανε τα πράγµατα, όταν ο µήνας Γενάρης όδευε προς το τέλος κι ο καιρός επιδεινωνότανε µέρα τη µέρα. ∆υνατοί άνεµοι, που περόνιαζαν µέχρι το κόκκαλο, µαίνονταν στα στενά σοκάκια της πόλης µας. Ωστόσο, το πνεύµα των κοινωνικών απολαύσεων επέβαλε την απείθεια στις µπόρες που συγκλόνιζαν τους αρχαίους δρυµούς µας. Συνέβαινε το συµβούλιο της πόλης µας να αποτελείται αποκλειστικά από εµπόρους και ως εκ τούτου τα µουσαφιρλίκια έδιναν κι έπαιρναν, παρ’ άλλη περίπτωση. Γιατί, λόγοι υπηρεσιακοί επέβαλαν σε κάθε σύµβουλο να οργανώνει δύο χοροεσπερίδες τον χρόνο. Κι ήταν τόσο ενθουσιώδης η άµιλλα, ώστε πλέον του τετάρτου του έτους να δαπανάται σε παρόµοιες διασκεδάσεις. Όσο για την ποιότητα εκείνων των χοροεσπερίδων… Τα πάντα ήσαν άψογα, δεδοµένου ότι η πολυτέλεια δεν ήταν υπόθεση προσωπικής άνεσης του συµβούλου, αλλά σπουδαιότατο ζήτηµα υπηρεσιακού κύρους και ένδειξης σεβασµού προς την πόλη. Εννοείται πως τόσο το υψηλό πνεύµα των εξαµηνιαίων αυτών χορών όσο και η περιοχή της πόλης στην οποία δίνονταν -εκεί που κάθε ευγενής ξένος αντιµετωπιζόταν ως επιφανής προσκεκληµένος- καθιστούσαν ύβρη προς την φιλόξενη κοινότητα κάθε παράληψη στον κατάλογο των προσκεκληµένων, αλλά και κάθε ενδεχόµενη άρνηση εκ µέρους του προσκαλούµενου.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο φρουρός του Ρώσου αυτοκράτορα γνώρισε αρκετές από τις οικογένειες, οι οποίες σε άλλη περίπτωση δεν θα µπορούσαν καν να διανοηθούν τέτοια τιµή. Εκείνο το απόβραδο της εικοστής δευτέρας Ιανουαρίου του έτους 1816, όλος ο καλός -και εύπορος- κόσµος της πόλης απολάµβανε τα πλεονεκτήµατά του κάτω από την φιλόξενη στέγη ενός εµπόρου µε καρδιά πρίγκιπα. Η χοροεσπερίδα ήταν εξαίσια από κάθε άποψη και σηµείωσα ιδιαιτέρως πως η µουσική ήταν η καλύτερη που είχα ακούσει τα τελευταία χρόνια. Ο οικοδεσπότης βρισκόταν στην πλέον ευάρεστη των διαθέσεων: υπερήφανος για την σπουδαία συντροφιά που δεξιωνόταν, ευτυχής µε την ευτυχία που απέπνεαν άπαντες και εκστασιασµένος µε την αγαλλίασή τους. Εύθυµος ήταν και ο χορός, εύθυµα τα πρόσωπα που αντίκρισα µέχρι τα µεσάνυχτα, αµέσως µετά την αναγγελία του δείπνου. Και νοµίζω πως -µέχρι στιγµής- δεν έτυχε να ξαναδώ πιο εύθυµο τραπέζι. Ο έκπαγλος φρουρός παρουσίαζε µιαν όλως εντυπωσιακή εικόνα. Ακόµη και η συνήθης µελαγχολία του είχε υποχωρήσει. Και πώς θα µπορούσε να συµβαίνει διαφορετικά; ∆ίπλα του καθόταν η Μαργαρίτα Λίµπενχαϊµ, κυριολεκτικά κρεµασµένη από τα χείλη του- εκτυφλωτική, µαγευτική όσο ποτέ. Εκεί την έβαλε να καθίσει ο οικοδεσπότης· και όλοι γνώριζαν γιατί. Πρόκειται για µιαν από τις πολυτέλειες που µπορεί να απολαύσει ο έρωτας. Οι κύριοι παραχώρησαν τις θέσεις τους και οι κυρίες παραµέρισαν. Ακόµη και αυτή η ίδια γνώριζε -καίτοι δεν ήταν καθόλου υποχρεωµένη να γνωρίζει- τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε να κάθεται σε κείνη τη γειτονιά. Ως εκ τούτου, πήρε αµέσως την θέση της, αν όχι µε µάγουλα κατακλεισµένα από το αρµόζον ρόδινο, τουλάχιστον µε την καρδιά πληµµυρισµένη από ευτυχία.
Ο φρουρός εκβιάστηκε να αξιώσει το χέρι της για τον επόµενο χορό, πρόταση την οποία εκείνη έσπευσε να αποδεχθεί, φροντίζοντας να κρυφτεί την κατάλληλη στιγµή από κάποιο πρόσωπο που έδειχνε να κινείται προς το µέρος της. Η µουσική άρχισε πάλι να σκορπίζει κύµατα ηδυπάθειας στα ζωηρά σκιρτήµατα της νεότητας. Φύσηξε πάλι ο άνεµος της ευθυµίας και φούσκωσε τα πανιά της γοργοτάξιδης νύχτας, που ρίχτηκε ακάµατη προς την ευτυχία. Πραγµατικά, όλοι ήσαν ευτυχείς. ∆εν είχε τελειώσει ο πρώτος χορός, δεν είχαν καν προλάβει να σταµατήσουν όλοι τα λικνίσµατά τους (ορισµένοι κρέµονταν ακόµη από τα µπράτσα των συνοδών τους, δίνοντας µόλις τέλος σε κάποιο εξαιρετικό χορευτικό σχήµα) όταν ξαφνικά -Ω Ουρανοί!- τι ουρλιαχτά ήσαν εκείνα και τι συνωστισµός!
Τα µάτια στράφηκαν προς τις πόρτες. Τα βλέµµατα γύρεψαν µε σπουδή να διακρίνουν τι συνέβη. Όµως, από στιγµή σε στιγµή, ο συνωστισµός µεγάλωνε και όσο το βλέµµα αδυνατούσε να διαλευκάνει την κατάσταση, άλλο τόσο η ακοή περιέπιπτε σε απορία, η οποία ενισχυόταν από τα ουρλιαχτά που ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Η δεσποινίς Λίµπενσταϊν πλησίασε τον κύκλο που σχηµάτιζαν οι συνωθούµενοι συνδαιτυµόνες. Το ασύγκριτα υπέρτερο ανάστηµά της την έκανε να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες γυναίκες και της εξασφάλιζε απεριόριστη θέα. Στο κέντρο του απροσδόκητου εκείνου συνωστισµού βρισκόταν µια χωριατοπούλα, στης οποίας την θέα είχε συνηθίσει τους τελευταίους µήνες. Είχε έλθει πρόσφατα στην πόλη και ζούσε µε τον έµπορο θείο της, ούτε δέκα σπίτια µακρύτερα από την κατοικία της Μαργαρίτας, εν µέρει ως συγγενής και εν µέρει ως παρακόρη. Την στιγµή εκείνη κατέρρεε από την διέγερση και την δριµύτητα του κλονισµού που υπέστη. Ο πανικός την είχε αλώσει πλήρως κι οι αισθήσεις της την εγκατέλειπαν µε λυγµούς στον ώµο κάποιου κυρίου, ο οποίος κατέβαλε απεγνωσµένες προσπάθειες να την συνεφέρει. Οι συγκεντρωµένοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων συνέχιζαν να αγνοούν τον λόγο της αιφνίδιας διακοπής, είχαν βουβαθεί από τον τρόµο που έσπειρε η µορφή της χωριατοπούλας. Ωστόσο, ορισµένοι από εκείνους που εισέπραξαν τα πρώτα έντροµα τραυλίσµατά της, αντιλαµβανόµενοι το µάταιο κάθε προσµονής για περεταίρω εξηγήσεις, επιχειρούσαν τώρα µια θορυβώδη έξοδο από την αίθουσα του χορού, προκειµένου να διερευνήσουν προσωπικώς και επί τόπου το όλο ζήτηµα. Η απόσταση δεν ήταν µεγάλη και, πριν περάσουν πέντε λεπτά, κάποιοι επέστρεψαν τρέχοντας, για να κραυγάσουν στο πλήθος των συγκεντρωµένων κυριών πως αυτό που πάσχιζε να τους πει το κορίτσι ήταν αλήθεια. Και ποια ακριβώς ήταν αυτή η αλήθεια; Πως άπαντα τα µέλη της οικογενείας του θείου της, κυρίου Βάισχαουπτ, είχαν δολοφονηθεί, πως δεν είχε ξεφύγει κανείς· ήτοι: ο ίδιος ο κύριος Βάισχαουπτ και σύζυγός του -οι οποίοι αν και δεν είχαν συµπληρώσει το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους ήσαν εξαιρετικά καταβεβληµένοι- δύο ανύπανδρες αδελφές της κυρίας Βάισχαουπτ, σαράντα και σαράντα εξ ετών, και µία γηραιά υπηρέτρια.
Κι ενώ οι αφηγητές µετέφεραν το θέατρο της φρίκης στην µόλις πριν λίγο σφύζουσα από ευθυµία αίθουσα, συνέβη κάτι, που έδωσε λαβή σε πολλαπλά σχόλια, παρά την ένταση µε την οποία είχε ήδη αιχµαλωτίσει την σκέψη των συγκεντρωµένων η πρωτοφανής σφαγή. Ορισµένες κυρίες λιποθύµησαν στο άκουσµα της τροµερής είδησης. Μεταξύ αυτών και η δεσποινίς Λίµπενχαϊµ, η οποία θα είχε σωριαστεί στο πάτωµα, αν ο Μαξιµιλιανός δεν την άρπαζε εγκαίρως στα χέρια του. Η νέα απείχε πολύ από το σηµείο της ανάκτησης των αισθήσεών της, βυθισµένη στην αγωνία της κατάπληξης η οποία µε τόση δριµύτητα την είχε καταλάβει, όταν εκείνος έσκυψε και φίλησε τα κάτωχρα χείλη της. Το θέαµα αυτό ξεπερνούσε τις αντοχές κάποιου, που στεκόταν λίγα βήµατα πίσω από την µικρή συντροφιά. Στα µάτια του άστραψε το εκτυφλωτικό βλέµµα του τίγρη και όρµησε, καταφέρνοντας ένα ισχυρό κτύπηµα στον Μαξιµιλιανό. Ήταν ο δυστυχής µανιακός φον Χάρελσταϊν, ο οποίος είχε εξαφανιστεί στο δάσος την τελευταία εβδοµάδα. Αρκετοί από τους παρευρισκοµένους κινήθηκαν προκειµένου να συγκρατήσουν εγκαίρως το χέρι του, το οποίο είχε ήδη ορθωθεί µε σκοπό να επαναλάβει το κτύπηµα. Ένας ή δύο κατάφεραν να τον αναχαιτίσουν και να τον οδηγήσουν µακριά από το θέατρο της εντάσεως. Όσο για τον Μαξιµιλιανό, ήταν τόσο απορροφηµένος, ώστε δεν αντιλήφθηκε καν την προσβολή που δέχθηκε. Όταν η Μαργαρίτα ανένηψε, εξεπλάγη από το µέγεθος της αναστάτωσης που είχε προκαλέσει η λιποθυµία της και -όπως δεν έχασαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν οι σεµνότυφοι- αντάλλαξε ένα πλήρες έρωτος βλέµµα µε τον Μαξιµιλιανό, το οποίο ουδόλως επέτρεπε η περίσταση. Αν αναφέρονταν στον δηµόσιο χαρακτήρα της περίστασης, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εκτιµήσουν το γεγονός πως χαρακτηριζόταν επίσης και από υπερβολική ένταση. Αν όµως υπονοούσαν τα φρικτά γεγονότα που είχαν προηγηθεί, θα έπρεπε να γνωρίζουν πως καµία περίσταση δεν εξωθεί µε περισσότερη δύναµη την ανθρώπινη καρδιά σε τρυφερότητες και ερωτικές εκµυστηρεύσεις, από τις σκηνές του βαθύτατου τρόµου. Το ίδιο εκείνο βράδυ διεξήχθη ανάκριση ενώπιον των συµβούλων, η οποία όµως δεν κατάφερε να διαλύσει το βαθύ σκοτάδι που κάλυπτε τα γεγονότα. Ωστόσο, όλες οι υποψίες στράφηκαν στο πρόσωπο κάποιου νέγρου, ονόµατι Ααρών, τον οποίον η οικογένεια απασχολούσε περιστασιακά για τις χαµαλοδουλειές, και ο οποίος έτυχε να βρίσκεται στο σπίτι λίγο πριν διαπραχθούν οι φόνοι. Οι περιστάσεις ήσαν τέτοιες, ώστε να επικρατήσει πραγµατική σύγχυση στο ζήτηµα της ενδεχόµενης ενοχής του. Ο τρόπος µε τον οποίο υπεράσπιζε τον εαυτό του, και η συµπεριφορά του εν γένει, χαρακτηρίζονταν από την πλέον ψυχρή -όχι, όχι- την πλέον σαρκαστική αδιαφορία. Το πρώτο πράγµα που έκανε, όταν του γνωστοποιήθηκαν οι υποψίες που βάραιναν το πρόσωπό του, ήταν να ξεσπάσει σε έναν θηριώδη γέλωτα, ο οποίος φάνηκε σε όλους εγκάρδιος και προ πάντων ανεπιτήδευτος. Έπειτα αξίωσε να του πουν για ποιον λόγο ένας τόσο φτωχός άνθρωπος θα άφηνε ανέπαφο τον πλούτο που κατέκλυζε το σπίτι: χρυσά εκκρεµή, πολύτιµα σερβίτσια και χρυσές ταµπακέρες. Το επιχείρηµα αυτό του έδωσε κάποιο προβάδισµα. Μα όχι για πολύ. Ένας εκ των συµβούλων τον ρώτησε πώς συνέβαινε να γνωρίζει ότι τα πολύτιµα αντικείµενα του σπιτιού παρέµεναν ανέπαφα. Αυτή ήταν η αλήθεια, µια αλήθεια που έσπειρε µάλλον τον τρόµο παρά την σύγχυση ανάµεσα στους συµβούλους, όταν κατά την διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, διαπίστωσαν πως πλήθος οικιακά, διακοσµητικά και προσωπικά πολύτιµα αντικείµενα παρέµεναν ανέπαφα στις συνήθεις θέσεις τους.
Κι όµως ήτανε τόσο εύκολο να αρπαχθούν ακόµη κι από τον πιο βιαστικό εισβολέα. Ιδίως εκείνος ο χρυσός και διακοσµηµένος µε ευµεγέθεις πολύτιµους λίθους σταυρός, θα µπορούσε να αποτελέσει λάφυρο ανυπολόγιστης αξίας. Και όµως ήταν ανέπαφος, αν και σε περίοπτη θέση, σε ένα µικρό αδαµαντοποίκιλτο εικονοστάσιο, έργο της πρεσβυτέρας των ανύπανδρων αδελφών. Επρόκειτο για ένα οµοίωµα ιερού – εξαιρετικό ως διακοσµητικό αντικείµενο- εφοδιασµένου µε τα πολυτιµότερα υλικά και µικροαντικείµενα, που θα µπορούσαν να χρησιµεύσουν σε µιαν ιδιωτική θεία λειτουργία. Ο εν λόγω σταυρός, όπως και ο λοιπός εξοπλισµός του µικρού εικονοστασίου, δεν είναι δυνατόν να µην έγινε αντιληπτός από -τουλάχιστον έναν- δολοφόνο. Γιατί η πρεσβύτερη αδελφή, στην προσπάθειά της να διαφύγει, αρπάχτηκε από τα χρυσά υποστυλώµατα του εικονοστασίου, αναζητώντας ίσως βοήθεια από τον ιερό σταυρό. Σε αυτήν την στάση την βρήκαν οι σύµβουλοι, όταν άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού: να κρατά µε το ένα χέρι το χρυσό υποστύλωµα του εικονοστασίου, προς το οποίο είχε στραµµένο το εναγώνιο βλέµµα της. Και στο υπέροχο µωσαϊκό δάπεδο, που απλωνόταν σε όλο το δωµάτιο, ξεχώριζαν τα πατήµατα του δολοφόνου, τα οποία δηµιούργησαν προς στιγµήν την ελπίδα πως θα µπορούσαν να οδηγήσουν στον εντοπισµό ενός τουλάχιστον εκ των δολοφόνων. Η εξέτασή τους δεν ήταν όσο εύκολη έδειχνε µε την πρώτη µατιά. Τα τµήµατα των ιχνών που βρίσκονταν επάνω στις µαύρες ψηφίδες ήσαν λιγότερο ευδιάκριτα από τα τµήµατα που βρίσκονταν επάνω στις λευκές ή άλλου χρώµατος. Το µόνο βέβαιο ήταν πως δεν ανήκαν στον ύποπτο νέγρο. Είχαν πολύ διαφορετικό σχήµα και ήσαν σαφώς µικρότερα, δεδοµένου ότι ο Ααρών είχε, λίγο ως πολύ, κολοσσιαίες διαστάσεις. Όσον αφορά τα δύο επίµαχα ερωτήµατα· πώς µπορούσε, δηλαδή, να γνωρίζει την κατάσταση στην οποία βρέθηκε το εσωτερικό της κατοικίας, αλλά και πώς ήταν τόσο βέβαιος ότι δεν διαπράχθηκε η παραµικρή κλοπή, ο ίδιος ισχυρίστηκε πως βρισκόταν ανάµεσα στο πλήθος που εισέβαλε στον τόπο της σφαγής µε τους συµβούλους. Η άριστη γνώση τής κατάστασης που παρουσίαζαν υπό κανονικές συνθήκες οι οικιακοί χώροι, του επέτρεψε να διαπιστώσει µε την πρώτη µατιά πως τα πολύτιµα αντικείµενα -ακόµη και εκείνα που προσφέρονταν άνετα στην θέα οποιουδήποτε διαρρήκτη- παρέµεναν στις θέσεις τους. Έτσι, πριν οι σύµβουλοι εκδιώξουν από τον χώρο τον συγκεντρωµένο όχλο, εκείνος πρόλαβε να δει αρκετές λεπτοµέρειες. Επιπλέον, είχε ακούσει τους αξιωµατικούς, που τον οδήγησαν ενώπιον του συµβουλίου, µα και τους συγκεντρωµένους σε όλη την διαδροµή, να σχολιάζουν το άκρως µυστηριώδες γεγονός πως οι αιµοσταγείς δολοφόνοι άφησαν ανέπαφα τόσον χρυσό, τόσο ασήµι, τόσα κοσµήµατα.
Χρειάστηκαν περίπου εξ εβδοµάδες, για να αφεθεί ελεύθερος ο νέγρος, µετά από µιαν εξαιρετικά θορυβώδη συνεδρίαση του συµβουλίου της πόλης. Στο µεταξύ συνέβησαν και άλλα γεγονότα, όχι λιγότερο φρικιαστικά και µυστηριώδη. Στην περίπτωση της πρώτης πολλαπλής δολοφονίας, µπορεί το κίνητρο να ήταν σκοτεινό, ακατανόητο, αλλά η µέθοδος δεν διέθετε τίποτε αξιοπερίεργο. Κοινοί, κατά τα φαινόµενα δολοφόνοι, µε κοινότατα µέσα, είχαν επιτεθεί σε µιαν ανύποπτη και πλήρως αβοήθητη οικογένεια. Τους διέσπασαν και έπληξαν τον καθέναν ξεχωριστά πριν κατορθώσει να διαφύγει (µόνο ένα από τα µέλη της οικογενείας είχε φτάσει µέχρι την εξώπορτα). Η υπόθεση δεν έδινε λαβή σε καµία απορία· εκτός βέβαια από το ανεξιχνίαστο κίνητρο. Όµως οι περιπτώσεις που ακολούθησαν έµελε να εισάγουν πλείστα όσα σκοτεινά ερωτηµατικά στην πρώτη εκείνη. Τώρα κανείς δεν είχε την παραµικρή δικαιολογία να συλληφθεί απροετοίµαστος· και όµως, καθώς οι τραγωδίες άρχισαν να διαδέχονται πυκνά η µία την άλλη, δεν µπορούσαµε παρά να παραδεχθούµε -κατ’ ιδίαν ή στις άλλοτε πένθιµες και άλλοτε σκυθρωπές έως και έντροµες συντροφιές µας- πως όλα ανεξαιρέτως τα θύµατα είχαν συλληφθεί σε ένα είδος λήθαργου, παρόµοιου µε εκείνον που χαρακτηρίζει την αποπληξία. Η ώρα η δωδεκάτη η κατασκότεινη του δέους και του µυστηρίου έµοιαζε να πλησιάζει στις ήδη οµιχλώδεις σκέψεις µας.
Είχανε περάσει κιόλας τρεις εβδοµάδες από τη µαζική σφαγή στο σπίτι του κυρίου Βάισχαουπτ· τρεις συγκλονιστικές εβδοµάδες, που όµοιές τους δεν είχα ξαναδεί στην αποµεµακρυσµένη εκείνη πόλη. Νιώθαµε απόλυτα αποµονωµένοι, στερηµένοι την παραµικρή δυνατότητα επικοινωνίας µε τον υπόλοιπο κόσµο. δεδοµένου ότι η πλησιέστερη πόλη βρισκόταν σε απόσταση που καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε άµεση επαφή. Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου συνηθισµένη. Αν υποθέσουµε πως κυκλοφορούσαν ανάµεσά µας επίδοξοι ληστές, οι πιθανότητες να πέσει κάποιος από εµάς θύµα των αρπακτικών διαθέσεών τους ήσαν τόσο µικρές, ώστε δεν απασχολούσαν ούτε τους πλέον άτολµους, ενώ και µόνο η σκέψη ενός τέτοιου ενδεχοµένου απελευθέρωνε στο νευρικό σύστηµα των νεαρών, θερµόαιµων και ιδιαίτερα ανθεκτικών στα συνήθη προβλήµατα της ζωής πολιτών, ηδονικές θύελλες έντασης. Όµως οι δολοφόνοι, οι αδίστακτοι, φρικτοί και περιβεβληµένοι το απόλυτο σκοτάδι του µυστηρίου δολοφόνοι, υπερέβαιναν τις αντοχές κάθε οικογενείας, όσο τολµηρά και αν ήσαν τα µέλη της. Κι αν αυτοί τούτοι οι δολοφόνοι προσέθεταν στα υπουργήµατά τους την κλοπή, θα ήσαν τουλάχιστον λιγότερο επίφοβοι. Εννέα στους δέκα θα είχαν, τρόπον τινά, διαγραφεί από τον κατάλογο των υποψηφίων θυµάτων, ενώ οι αρκούντως πλούσιοι, γνωρίζοντας το ενδεχόµενο να δεχθούν επίθεση, θα ανέθεταν στα ίδια εκείνη πλούτη, τα οποία τους καθιστούσαν ευάλωτους, το έργο της εξεύρεσης ικανών φυλάκων. Όµως, στην προκειµένη περίπτωση, δεν γνώριζε κανείς τι ήταν εκείνο που εξερέθιζε τους δολοφόνους. Ακόµη και οι πλέον προικισµένοι µε φαντασία κατέθεταν τα όπλα µπροστά στο µάταιο της προσπάθειας να καθοριστούν οι λόγοι για τους οποίους οι δύστυχοι Βάιστχαουπ έγιναν αντικείµενα τόσου µίσους. Πραγµατικά, χαρακτηρίζονταν από αρκετή θρησκευτική µισαλλοδοξία -η οποία υποδήλωνε πνευµατική νωθρότητα- όµως αυτό το χαρακτηριστικό δεν είχε στενοχωρήσει ποτέ κανέναν.
Ορισµένοι µάλιστα το επαινούσαν. Πραγµατικά, το φιλάνθρωπο πνεύµα τους ήταν περιορισµένο και εκλεκτικό, µα οι ανήκοντες στην ίδια µε αυτούς θρησκευτική οµάδα τούς θεωρούσαν γενναιόδωρους και -καθώς τα εισοδήµατά τους υπερέβαιναν κατά πολύ τις ανάγκες τους ή τέλος πάντων καθώς ο ιδιαίτερα ασκητικός βίος τους δεν άφηνε περιθώρια για υψηλές δαπάνες- είχαν την δύναµη να πράττουν συχνά το καλό ανάµεσα στους φτωχούς παπιστές των συνοικιών. Όσο για τον ίδιο τον αρχηγό της οικογενείας και την σύζυγό του· ήσαν αµφότεροι υποχρεωµένοι να παραµένουν διαρκώς στο σπίτι, δεδοµένης της κάθε άλλο παρά καλής φυσικής κατάστασής τους. Κανείς δεν θυµόταν να τους είχε συναντήσει στον δρόµο ή σε άλλο δηµόσιο χώρο τα τελευταία χρόνια. Πού και πώς, λοιπόν, θα µπορούσαν να κάνουν εχθρούς; Όσο για τις ανύπανδρες αδελφές της κυρίας Βάισχαουπτ, αυτές ήσαν παντελώς άβουλα πλάσµατα· και αν κάποτε τους δόθηκε η ευκαιρία να επιδείξουν τις φιλόψογες διαθέσεις τους, δεν ακούστηκε ούτε να θύµωσε, µα ούτε και να σχολίασε καν την συµπεριφορά τους, οποιοσδήποτε.
Τρεις εβδοµάδες είχανε περάσει, λοιπόν κι οι δύστυχοι Βάισχαουπτ αναπαύονταν σε εκείνο το µικρό ερηµητήριο, που δεν µπορούσε να ταράξει πια καµιά ειδεχθής παρουσία δολοφόνου. Η συνήθης ηρεµία δεν είχε επιστρέψει στην πόλη, µα το πρώτο εκείνο άτακτο φτεροκόπηµα του πανικού είχε καταλαγιάσει. Οι άνθρωποι άρχισαν να αναπνέουν πάλι ελεύθερα και -µε την πάροδο µερικών ακόµη εβδοµάδων- οι πληγές µας θα είχαν σίγουρα επουλωθεί, όταν η καµπάνα κάποιας εκκλησιάς έθραυσε την ψυχρή διαύγεια της νύχτας: επίσηµα, καθαρά, στεντόρεια και όµως τόσο µα τόσο νευρικά. Τι ήταν πάλι αυτό το ξαφνικό; Έτρεξα στο κελί, πάνω από την κάµαρα του θυρωρού, άνοιξα το παράθυρο και φώναξα στον πρώτο βιαστικό διαβάτη, που διέκρινα:
-“Για όνοµα του Θεού, τι συµβαίνει“;
∆εν ήταν διαβάτης. Ήταν ένας από τους νυχτοφύλακες της γειτονιάς µας. Αναγνώρισα την φωνή του. Αναγνώρισε και αυτός την δική µου και απάντησε µε µεγάλη ταραχή:
-“Έγιναν κι άλλοι φόνοι, κύριε. Στο σπίτι του γέροντα σύµβουλου Άλµπερνας. Αυτήν τη φορά διέλυσαν τα πάντα“.
-“Ο Θεός να βάλει το χέρι του! Τι κατάρα είναι αυτή που έπεσε στη πόλη; Τι θα κάνουµε; Τι θα κάνουν οι σύµβουλοι“;
-“∆εν ξέρω, κύριε. Εγώ πήρα διαταγή να τρέξω στην µονή, όπου θα γίνει και άλλη συγκέντρωση. Να ειδοποιήσω πως θα την παρακολουθήσετε και εσείς, κύριε“;
-“Ναι… όχι… στάσου µια στιγµή. Άφησε καλύτερα. Μπορείς να πηγαίνεις. Θα έλθω σε λίγο“.
Πήγα αµέσως στη κάµαρα του Μαξιµιλιανού. Κοιµόταν σε έναν καναπέ, γεγονός το οποίο δεν µε εξέπληξε, αφού είχε περάσει όλη την ηµέρα κυνηγώντας ελάφια, µ’ εξαντλητικό ρυθµό. Παρά το ακατάλληλο της στιγµής, συνέλαβα τον εαυτό µου να ασχολείται µε δύο εµφανώς άσχετα προς τις περιστάσεις πράγµατα. Το ένα ήταν ο ίδιος ο Μαξιµιλιανός. Φυσικά, ένα τόσο µυστηριώδες άτοµο θα µπορούσε να διατηρήσει την θέση του στην κορυφή των ενδιαφερόντων οποιουδήποτε, ακόµη και υπό το κράτος εξαιρετικά ασυνήθιστων γεγονότων. Ιδίως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα οποία -όπως συµβαίνει ενίοτε- ήσαν εµφανέστατα επηρεασµένα από τον βαθύτατο ύπνο, παρουσίαζαν τώρα µιαν όλως νέα έκφραση, µιαν έκφραση η οποία απέσπασε την προσοχή µου, κυρίως επειδή µου θύµιζε κάποια άλλα χαρακτηριστικά -απαράλλακτα ωστόσο µε τα δικά του- τα οποία ήµουν βέβαιος πως είχα δει υπό διαφορετικές συνθήκες, πολλά χρόνια πριν. Πού όµως; Αυτό στάθηκε αδύνατον να το θυµηθώ, αν και κάποια στιγµή, κάτι σχετικό διέσχισε αστραπιαία τον νου µου. Το δεύτερο πράγµα, που είχε αποσπάσει την προσοχή µου, ήταν µια µικρογραφία, την οποία κρατούσε στο χέρι του ο Μαξιµιλιανός. Το δίχως άλλο, είχε αποκοιµηθεί ενώ κοίταζε αυτήν την εικόνα. Το χέρι του είχε κυλήσει απαλά στον καναπέ και η παλάµη του ήταν από ώρα ανοιχτή, εκθέτοντας τη µικρογραφία στον κίνδυνο να διαφύγει προς το πάτωµα. Την πήρα από το χέρι του και την κοίταξα προσεκτικά. Απεικόνιζε µια κυρία µε ζωηρό ανατολίτικο παρουσιαστικό και απίστευτα ευγενικά χαρακτηριστικά. Μια τέτοια κυρία, µε κατάµαυρα µαλλιά και αρχοντικό παράστηµα, θα µπορούσε ίσως να είναι η εκλεκτή σουλτάνα κάποιου Εµίρη ή Μωάµεθ. Τι σχέση είχε µαζί της ο Μαξιµιλιανός; Ποια υπήρξε; ∆ιότι, το δάκρυ µε το οποίο είδα κάποτε να νοτίζει την µικρογραφία – βέβαιος ων πως δεν τον παρατηρούσε κανείς- µε οδηγούσε στο συµπέρασµα πως οι κατάµαυροι βόστρυχοί της ανήκαν πλέον στην γη και το όνοµά της, στον ατελεύτητο κατάλογο των εκλιπόντων. Ίσως ήταν η µητέρα του, γιατί το γεµάτο µαργαριτάρια φόρεµά της την κατέτασσε αναµφισβήτητα στις υψηλότερες βαθµίδες των καλλονών κάποιας βασιλικής αυλής. Αναστέναξα, αναλογιζόµενος το µέγεθος της µελαγχολίας που θα καταλάµβανε ενδεχοµένως τον γιο της -τον Μαξιµιλιανό· αν, βέβαια, ήταν γιος της- όταν θα αναλογιζόταν την µοίρα, τις περιπέτειες εκείνου του επιβλητικού και ίσως κάπως υπεροπτικού -αν και τόσο αβρά, τόσο διακριτικά εκπεφρασµένου- κάλλους. Άφησα την µικρογραφία στο τραπέζι, ξύπνησα τον Μαξιµιλιανό και του ανακοίνωσα τα φρικιαστικά νέα. Με άκουσε µε προσοχή, δεν έκανε κανένα σχόλιο, αλλά προθυµοποιήθηκε να µε συνοδεύσει στην συγκέντρωση της συνοικίας µας στη µονή. Όταν είδε την µικρογραφία στο τραπέζι, κοκκίνισε. Ως εκ τούτου, υποχρεώθηκα να παραδεχθώ -µε πάσα ειλικρίνεια, ωστόσο- πως η κατάσταση στην οποία τον βρήκα, µου επέτρεψε να ρίξω -για µερικά λεπτά- ένα βλέµµα πλήρες θάµβους στην εικονιζόµενη. Εκείνος πήρε στο χέρι του την αναµφισβήτητα πολύτιµη εικόνα, την φίλησε τρυφερά, αναστέναξε βαθιά, και µε ακολούθησε.
Αντιπαρέρχοµαι την έξαλλη κατάσταση στην οποία βρήκαµε τους συγκεντρωµένους. Ο φόβος -τρόµος σωστός, επί του προκειµένου- κάθε άλλο παρά προάγει την αρµονία. Ορισµένοι είχαν ήδη εµπλακεί σε συζητήσεις, σχετικές µε τα µέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Όταν είδαν τον Μαξιµιλιανό, έσπευσαν να του ζητήσουν την γνώµη του. Εκείνος πρότεινε έφιππες νυχτερινές περιπόλους σε όλη την πόλη. Επιπλέον παρότρυνε τους φοιτητές -προσφερόµενος πρώτος αυτός ως µέλος του πανεπιστηµίου- να σχηµατίσουν οµάδες εθελοντών φρουρών, οι οποίοι θα περιπολούν σε όλη την πόλη από την ανατολή µέχρι και την δύση του ηλίου. Ορισµένοι από εκείνους που είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν την ψυχραιµία τους κουβέντιασαν για λίγο επί του ζητήµατος και η συγκέντρωση έλαβε τέλος.
Είναι γεγονός πως δύσκολα θα µπορούσαµε να φανταστούµε περιστάσεις, οι οποίες θα αναδείκνυαν µε δραµατικότερο τρόπο το γεγονός πως οι άνθρωποι διαφέρουν µεταξύ τους. Ορισµένοι -ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην ατµόσφαιρα γενικού συναγερµού, που δηµιούργησαν οι καταστάσεις- ξεκίνησαν σαν ήρωες. Άλλοι – πλήττοντας δριµύτατα την αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου είδους- καταβυθίστηκαν στην νωχέλεια της ηλιθιότητας! Οι γυναίκες -σε αρκετές περιπτώσεις- αποδείχθηκαν κατά πολύ ανώτερες των ανδρών· αν και όχι όσο συχνά θα επέτρεπε ένας λιγότερο µυστηριώδης κίνδυνος. Μια γυναίκα δεν χάνει την θηλυκότητά της µόνον επειδή αντιµετωπίζει µε θάρρος τον κίνδυνο. Ωστόσο, έχω παρατηρήσει πως το θηλυκό θάρρος χρειάζεται -περισσότερο από το ανδρικό- το στήριγµα µιας ελπίδας, και πως κάµπτεται ευκολότερα µπροστά στη καταδροµή µυστηριώδους κινδύνου. Η γυναικεία φαντασία είναι πιο δραστήρια -αν όχι ισχυρή- κι επεµβαίνει αποτελεσµατικότερα στην φύση του θηλυκού. Στη προκειµένη περίπτωση ήσαν πολύ λίγες οι γυναίκες που ‘δειξαν ν’ αψηφούνε τον κίνδυνο. Αντίθετα, ο φόβος τους πήρε τη µορφή θλίψης, ενώ στους περισσότερους άνδρες τη µορφή οργής.
Πώς πολιτεύθηκε όµως ο φρουρός του Ρώσου αυτοκράτορα µέσα σε αυτόν τον πανικό; Πολλοί εξεπλάγησαν από την συµπεριφορά του· αρκετοί επιχείρησαν να την καυτηριάσουν. Εγώ δεν έκανα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Επέδειξε εύλογο ενδιαφέρον για όλα ανεξαιρέτως τα περιστατικά, άκουσε µε προσοχή τις λεπτοµέρειες και, στην διάρκεια της εξέτασης των προσώπων από τα οποία θα µπορούσαν ενδεχοµένως να αντληθούν αποδεικτικά στοιχεία, δεν έκανε -το αντίθετο µάλιστα- την παραµικρή άστοχη ερώτηση. Όµως η ψυχραιµία του, η οποία άγγιζε τα όρια της αφροντισίας, φάνηκε σε κάποιους αποτροπιαστική. Τότε, εγώ έσπευσα να πληροφορήσω τα συγκεκριµένα άτοµα πως όλοι οι σπουδαστές στρατιωτικών σχολών, που πέρασαν µεγάλο χρονικό διάστηµα στα πεδία των µαχών, παρουσιάζουν την ίδια συµπεριφορά. Είναι γεγονός πως, τα δέκα τελευταία χρόνια, η υπηρεσία σε χριστιανικό στρατό ισοδυναµεί µε συνεχείς συµµετοχές σε εκστρατείες. Ως εκ τούτου, οι εξοικειωµένοι µε κάθε µορφή αποτρόπαιης σφαγής δεν φρίττουν εύκολα µπροστά στο θέαµα και του φρικτότερου θανάτου. Επιπλέον, το πρόσφατο περιστατικό δεν θα µπορούσαµε να πούµε πως δηµιουργούσε ιδιαίτερα αισθήµατα συµπαθείας. Η οικογένεια αριθµούσε πέντε µέλη: δύο γηραιά γεροντοπαλίκαρα, δύο αδελφές, και µίαν ανεψιά. Η ανεψιά δεν πραγµατοποιούσε ούτε δεχόταν επισκέψεις και οι γηραιοί κύριοι ήσαν κυνικοί φιλάργυροι που δεν συνδέονταν µε κανέναν. Και εδώ -όπως στην περίπτωση των Βάισχαουπτ- υφίστατο το διπλό µυστήριο, που περιήγαγε σε αµηχανία την κοινή γνώµη· το µυστήριο του πώς και το ακόµη βαθύτερο µυστήριο του γιατί. Και εδώ, δεν είχε κλαπεί το παραµικρό περιουσιακό στοιχείο, παρά το γεγονός πως τα δωµάτια στα οποία βρέθηκαν νεκροί οι φιλάργυροι έβριθαν δουκάτων και αγγλικών γκινεών. Επιπροσθέτως, το ελάττωµα τους -αν και κάθε άλλο παρά δηµοφιλές- τους καθιστούσε µάλλον αδιάφορους παρά µισητούς. Σε ένα µόνο σηµείο -και µάλιστα αξιοµνηµόνευτο- διέφερε το εν λόγω περιστατικό από το προηγούµενο: τα θύµατα δεν έµοιαζαν ούτε αβοήθητα ούτε πανικόβλητα, όπως οι Βάισχαουπτ. Οι δύο γηραιοί κύριοι, επίµονοι, αποφασιστικοί, και µάλλον όχι εντελώς αιφνιδιασµένοι, άφησαν ίχνη µιας απεγνωσµένης, αλλά σθεναρής πάλης. Τα σπασµένα έπιπλα και ορισµένες άλλες λεπτοµέρειες αποτελούσαν σαφή απόδειξη της κάθε άλλο παρά εύκολης εισβολής. Πραγµατικά, αυτοί ήταν απολύτως αδύνατον να αιφνιδιαστούν, δεδοµένου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να µπει οποιοσδήποτε στο σπίτι τους µε την ιδιότητα του επισκέπτη. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε το γεγονός πως -και στις δύο περιπτώσεις- η τραγική έκβαση εξασφάλιζε σε νεαρά συγγενικά πρόσωπα το ίδιο -λίγο ως πολύ- όφελος. Το κορίτσι που είχε σηµάνει συναγερµό στην χοροεσπερίδα, δύο µικρότερες αδελφές της και ένας ορφανός ανεψιός τους, µοιράστηκαν την µεγάλη κληρονοµιά των Βάισχαουπτ, ενώ -στην δεύτερη περίπτωση- τα πλούτη τα οποία κατόρθωσαν να συσσωρεύσουν οι δύο φιλάργυροι µεταβιβάστηκαν στην αξιαγάπητη ανεψιά.
Ωστόσο, τρεις ακόµη δολοφονικές επιθέσεις ήλθαν να εµπαίξουν τις αγωνιώδεις συσκέψεις και τις περίτεχνες προφυλάξεις µας. Συνέβησαν στην διάρκεια των δύο νυχτών που ακολούθησαν την εφαρµογή των νέων προληπτικών µέτρων. Στην µία περίπτωση, µάλιστα, η περίπολος απείχε µόλις λίγα σπίτια από το σηµείο που εξελισσόταν η φρικτή επιχείρηση. ∆εν θα ασχοληθώ επισταµένως µε τις τρεις αυτές περιπτώσεις. Ωστόσο, ορισµένα σηµεία διαθέτουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και θα τα αναφέρω επί τροχάδην. Το πρώτο από τα δύο περιστατικά που συνέβησαν στην διάρκεια της πρώτης νύχτας, αφορούσε σε έναν βυρσοδέψη. Ήταν πενήντα ετών, όχι πλούσιος, αλλά οπωσδήποτε εύπορος. Η πρώτη σύζυγός του πέθανε πολύ νωρίς και οι ήδη παντρεµένες κόρες του είχαν εγκαταλείψει προ πολλού την πατρική εστία. Ο βυρσοδέψης είχε ξαναπαντρευτεί, µα επειδή η δεύτερη σύζυγός του δεν είχε παιδιά ούτε επιθυµούσε υπηρετικό προσωπικό, δεν θα έπρεπε ίσως να βρίσκεται στο σπίτι τρίτο πρόσωπο την ώρα της εισβολής των δολοφόνων· εκτός απροόπτου, φυσικά. Γύρω στις επτά, την ίδια ηµέρα, ένας στρατοκόπος, βυρσοδέψης στο επάγγελµα, ο οποίος σύµφωνα µε το γερµανικό σύστηµά µας, βρισκόταν στην wanderjahre [εποχή των ταξιδίων] του4, µπήκε στη πόλη από την πλευρά του δάσους. Στη πύλη, πραγµατοποίησε µια µικρή έρευνα σχετική µε τους βυρσοδέψες και τους βαφείς της πόλης, η οποία επιβεβαίωσε όλα όσα είχε ήδη φροντίσει να πληροφορηθεί, και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του κυρίου Χάινµπεργκ. Ο κύριος Χάινµπεργκ αρνήθηκε να τον δεχθεί. Τότε ο ξένος δήλωσε το επάγγελµά του και έσπρωξε κάτω από την πόρτα την συστατική επιστολή κάποιου δηµοσιογράφου από την Σιλεσία, που ανέφερε πως ήταν άριστος κι εργατικότατος τεχνίτης. Ο κύριος Χάινµπεργκ, που αναζητούσε από καιρό έναν τέτοιον άνθρωπο, του έθεσε ορισµένες ερωτήσεις και, αφού βεβαιώθηκε πως δεν είχε να κάνει µε απατεώνα, ξεµαντάλωσε την πόρτα και τον άφησε να περάσει. Ύστερα µαντάλωσε πάλι, κάλεσε τον ξένο να καθίσει δίπλα στο τζάκι, του πρόσφερε ένα ποτήρι µπύρα και άρχισαν να κουβεντιάζουν.
-“Καλύτερα να µείνεις εδώ απόψε“, είπε ο οικοδεσπότης στο τέλος µιας δεκάλεπτης περίπου ανταλλαγής απόψεων περί τα επαγγελµατικά. “Θα σου εξηγήσω αργότερα τον λόγο. Τώρα όµως πρέπει να ανεβώ πάνω, για να πω στη γυναίκα µου να σου στρώσει. Έχε το νου σου στη πόρτα όσο θα λείπω“.
∆εν πρόλαβε να βγει απ’ το δωµάτιο, όταν ο νεαρός τεχνίτης άκουσε να χτυπούν. Έβρεχε δυνατά και -ξένος όντας- δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα µπορούσαν να συµβούν όσα επακολούθησαν σε µια τόσο πυκνοκατοικηµένη πόλη. Γι’ αυτό έσπευσε χωρίς κανέναν δισταγµό να υποδεχθεί τον επισκέπτη. Εκ των υστέρων, δήλωσε πως την στιγµή που τραβούσε το µάνταλο της πόρτας είχε την δυσάρεστη αίσθηση πως έκανε µεγάλο σφάλµα. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι να προέβαλε τα συναισθήµατα που του δηµιούργησαν οι τροµερές εξελίξεις στην µοιραία εκείνη στιγµή. Ο άγνωστος που µπήκε στο σπίτι ήταν στην κυριολεξία χωµένος µέσα σε έναν µανδύα ιππέα, µε αποτέλεσµα να µην καταφέρει ο τεχνίτης να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
-“Πού είναι ο Χάινµπεργκ“, είπε χαµηλόφωνα.
-“Επάνω“.
-“Τότε πες του να κατέβει“.
Ο τεχνίτης πλησίασε στη πόρτα απ’ όπου είχε βγει πριν λίγο ο οικοδεσπότης και φώναξε:
-“Κύριε Χάινµπεργκ, σας ζητούν!”
Ήταν βέβαιος πως ο κύριος Χάινµπεργκ τον άκουσε, γιατί σχεδόν αµέσως έφτασαν καθαρά στα αυτιά του τα ακόλουθα λόγια:
-“Ο Θεός να βάλει το χέρι του! Τι έκανε αυτός ο άνθρωπος; Άνοιξε τη πόρτα; Α, τον σπιούνο! Αυτό είναι: σπιούνος· το ξέρω“.
Την ίδια στιγµή, ο τεχνίτης περιήλθε σε συνεχώς επιδεινούµενη κατάσταση απορίας, που τη πηγή δεν µπορούσε καν να εικάσει. Αµέσως µετά, άκουσε βήµατα πίσω. Γύρισε και συνέλαβε µε το βλέµµα του τρεις ακόµη αγνώστους. Ο ένας µαντάλωνε την πόρτα, ένας αφαιρούσε τα όπλα που βρίσκονταν στη βιτρίνα του τοίχου και άλλοι δύο κουβέντιαζαν χαµηλόφωνα. Σύγχυση και ταραχή κατέλαβαν τον νεαρό τεχνίτη. Ένοιωσε πως συνέβαινε κάτι όλως επικίνδυνο. Η σύγχυσή του θα πρέπει να ήταν πολύ έντονη εκείνη την στιγµή, γιατί δεν ήξερε να πει αν οι νεοφερµένοι είχαν φροντίσει να καλύψουν τα πρόσωπά τους, ή αν εκείνα τα διάπυρα βλέµµατα, που τον διαπερνούσαν, έσβησαν από την µνήµη του κάθε άλλο χαρακτηριστικό. Εν πάση περιπτώσει, πριν καταφέρει να ρίξει καν µια µατιά γύρω του, κάποιος του πέρασε από το κεφάλι ένα σακί, το οποίο και έδεσε σφιχτά στο ύψος της µέσης του, µε αποτέλεσµα να καθηλωθούν εντελώς τα χέρια του, να µειωθεί η ακοή του και να φιµωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Τον οδήγησαν βίαια σε κάποιο δωµάτιο, αλλά πρόλαβε να ακούσει κάτι σαν εφόρµηση στο επάνω πάτωµα και ορισµένες λέξεις, των οποίων ο τόνος έµοιαζε θριαµβικός. Ύστερα η πόρτα έκλεισε. Όταν ξανάνοιξε, άκουσε κάποιον να λέει:
-“Κι αυτός“;
-“Α, έχουµε κι αυτόν, κύριε“, αποκρίθηκε κάποιος άλλος, µε φωνή που ‘φερε στον αιχµάλωτο απίστευτη ταραχή.
-“Ε, σκύλε! Μπορείς να ελπίζεις!” συνέχισε βιαστικά η δεύτερη φωνή κι η πόρτα έκλεισε πάλι. Κάποια στιγµή σαν να έφτασαν στα αυτιά του ήχοι συµπλοκής, µα δεν ήταν βέβαιος. Βέβαιος ήταν πως άκουσε βήµατα να ορµούν από την µια γωνιά στην άλλη κάποιου δωµατίου. Ύστερα έγινε σιωπή για έξι ή επτά λεπτά, ώσπου µια φωνή του είπε στο αυτί:
-“Τώρα περίµενε να έρθουν κάποιοι και να σε ελευθερώσουν. Θα καταφθάσουν το πολύ σε µισή ώρα“.
Έτσι κι έγινε. Σε λιγότερο από µισή ώρα, άκουσε πάλι ήχο βηµάτων στο σπίτι. Τα δεσµά του λύθηκαν και οδηγήθηκε ενώπιον του αξιωµατικού της αστυνοµίας, στον οποίο διηγήθηκε την περιπέτειά του. Ο κύριος Χάινµπεργκ βρέθηκε στο υπνοδωµάτιό του. Τον είχαν στραγγαλίσει και το σχοινί παρέµενε σφιχτά δεµένο στον λαιµό του. Σε όλη την διάρκεια της φρικιαστικής επιχείρησης, η νεαρά σύζυγός του βρισκόταν κλεισµένη στην ντουλάπα, απ’ όπου ούτε είδε ούτε άκουσε τίποτε.
Στο δεύτερο περιστατικό, τώρα, αντικείµενο της εκδικητικής µανίας ήταν άλλος ένας γηραιός κύριος. Τα µέλη της οικογενείας είχαν µεταβεί όλα στην εξοχική κατοικία τους. Στο σπίτι έµεινε µόνον ο γενάρχης και µία υπηρέτρια. Ήταν γενναία και προικισµένη µε γερά νεύρα γυναίκα. Ως εκ τούτου, θα µπορούσε να κατέθετε µε την µέγιστη δυνατή ακρίβεια όσα είδε και άκουσε. Όµως τα πράγµατα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Κατ’ αρχήν, αντιλήφθηκε την παρουσία των δολοφόνων από τα βήµατα και τις οµιλίες τους στην είσοδο. Έπειτα άκουσε τον κύριό της να τρέχει και να φωνάζει:
-“Κύριε ελέησον! Μαίρη, Μαίρη, σώσε µε!”
Η υπηρέτρια έσπευσε να βοηθήσει. Άρπαξε µια µεγάλη µασιά και κατευθύνθηκε µε όση ταχύτητα της επέτρεπαν οι δυνάµεις της προς την είσοδο, µα βρήκε την µεσόπορτα, στην κορυφή της σκάλας, αµπαρωµένη. Τι επακολούθησε δεν µπορούσε να πει, διότι το απρόσµενο εµπόδιο που συνάντησε η ολόψυχη και ορµητική πρόθεσή της να σπεύσει σε βοήθεια και η σκέψη πως η προσωπική της ασφάλεια είχε επιτευχθεί µε έναν τρόπο, ο οποίος την καθιστούσε ανίκανη να υπερασπίσει τον δυστυχή κύριό της, πληµµύρισαν την γενναία καρδιά της µε αγωνία και αφέθηκε να σωριαστεί στις σκάλες, όπου και παρέµεινε µε χαµένες τις αισθήσεις στην διάρκεια όσων επακολούθησαν, ώσπου να την σηκώσουν στα χέρια κάποιοι από το πλήθος που εισέβαλε αργότερα στο σπίτι. Οι δολοφόνοι όµως πώς είχαν εισβάλει; Με τρόπο φρικωδώς χαρακτηριστικό. Η νύχτα ήταν έναστρη· οι άνδρες της περιπόλου µόλις είχαν περάσει χωρίς να παρατηρήσουν τίποτε ύποπτο, όταν δύο διαβάτες, που ακολουθούσαν πιστά την πορεία των φυλάκων, αντιλήφθηκαν έναν σκουρόχρωµο ρύακα να διασχίζει κάθετα το πεζοδρόµιο. Ο ένας ακολούθησε αστραπιαία την µικρή συρµή µε το βλέµµα του και διαπίστωσε πως ερχόταν κάτω από την πόρτα του σπιτιού του κυρίου Μύντσερ. Τότε, βύθισε το δάχτυλό του στο ρέον υγρό, έφερε το χέρι του στο φως του φανοστάτη και κραύγασε:
-“Μα, τι… Αυτό είναι αίµα!”
Πράγµατι, αίµα ήταν και µάλιστα αχνιστό. Ο συνοδός του είδε, άκουσε και τινάχθηκε σαν βέλος προς τη κατεύθυνση της έφιππης περιπόλου, που µόλις είχε χαθεί πίσω από την πλησιέστερη γωνία. Μια γεµάτη νόηµα κραυγή ήταν αρκετή, ώστε να συνεγείρει στους ήδη καιροφυλακτούντες άνδρες. Κράτησαν τα άλογά τους, έκαναν µεταβολή και την εποµένη στιγµή βρίσκονταν µπροστά στην πόρτα του κυρίου Μύντσερ. Το πλήθος έπεσε σαν πυκνό χιόνι, θέτοντας την ορµή του στην υπηρεσία των προσπαθειών για την παραβίαση της πόρτας. Τα µάνταλα, οι αλυσίδες και τα χίλια δυο άλλα τοποθετηµένα από τον ιδιοκτήτη προσκόµµατα, δεν άργησαν να καταρρεύσουν, µα η συµµορία των δολοφόνων είχε ήδη κάνει φτερά, δίχως να αφήσει πίσω της το παραµικρό ίχνος· ως συνήθως.
Σπανίως υπήρξε περιστατικό, που να µη διέθετε κάποιαν ιδιορρυθµία, κατά το µάλλον ή ήττον αξιοπρόσεκτη. Στην διάρκεια της εποµένης νύχτας ένα εντυπωσιακό συµβάν -το οποίο ανέβασε τον αριθµό των δολοφονικών επιθέσεων σε πέντε- έθραυσε την µονοτονία του τρόµου. Στην προκειµένη περίπτωση οι συµµορίτες έβαλαν στο µάτι το οικοτροφείο θηλέων, που διηύθυναν δύο γηραιές κυρίες. Οι µαθήτριες δεν είχαν επιστρέψει ακόµη από τις διακοπές τους, µα δύο αδελφές, δύο νεαρά κορίτσια δέκα τριών και δέκα εξ ετών, παρέµεναν στην σχολή, δεδοµένου ότι το πατρικό τους βρισκόταν πολύ µακριά και οι ηµέρες της αργίας των Χριστουγέννων δεν ήσαν αρκετές ώστε να ταξιδεύσουν µέχρι εκεί. Ήταν η µικρότερη που κατόρθωσε να παράσχει την µόνη αξιόλογη µαρτυρία, µια µαρτυρία η οποία πρόσθεσε ένα νέο στοιχείο συναγερµού στον ήδη υπάρχοντα πανικό. Ιδού τι κατέθεσε: Την προηγουµένη της δολοφονικής επίθεσης, αυτή και η αδελφή της κάθονταν µε τις γηραιές κυρίες σε ένα από τα δωµάτια που αντίκριζαν τον δρόµο. Οι γηραιές κυρίες διάβαζαν και τα κορίτσια σχεδίαζαν. Η Λουΐζα, η µικρότερη αδελφή, δεν άφηνε ποτέ να περάσει απαρατήρητος ακόµη και ο πλέον ανεπαίσθητος ήχος. Ως εκ τούτου, συνέλαβε αµέσως τους τριγµούς που προκάλεσαν κάποια βήµατα στις σκάλες. ∆εν είπε τίποτε. Βγήκε αθόρυβα από το δωµάτιο και διαπίστωσε πως οι δύο υπηρέτριες βρίσκονταν στην κουζίνα και πως δεν είχαν φύγει στιγµή από εκεί. Επιθεώρησε τις πόρτες και τα παράθυρα, επιβεβαιώνοντας το γεγονός πως ήσαν όχι µόνο κλειδωµένα, αλλά και µανταλωµένα, πράγµα που σήµαινε πως αποκλειόταν κάθε πιθανότητα εισβολής µε αντικλείδι. Και όµως, ήταν απόλυτα βέβαιη πως είχε ακούσει εκείνα τα βαριά βήµατα στις σκάλες. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ακόµη µέρα και η πληθώρα φωτός τής προσέφερε ένα αξιόλογο αίσθηµα ασφαλείας.
Έτσι, χωρίς να ενοχλήσει κανένα µε τη κατάσταση επιφυλακής στην οποία είχε περιέλθει, βρήκε το κουράγιο να διασχίσει το σπίτι προς πάσα κατεύθυνση και, µη βλέποντας ή ακούγοντας οτιδήποτε, κατέληξε στο συµπέρασµα πως η ακοή της παραήταν ευαίσθητη στην πιθανότητα κάποιας επικίνδυνης παρουσίας. Ωστόσο, το ίδιο βράδυ, και ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι, ένα ζοφερό συναίσθηµα φόβου την αναστάτωσε, ιδίως από την στιγµή που σκέφτηκε πως σε ένα τόσο µεγάλο σπίτι όλο και κάποιο ερµάριο θα µπορούσε να διαφύγει ακόµη και του πλέον εξονυχιστικού ελέγχου. Υπήρχαν, µάλιστα, δύο µεγάλα σεντούκια στα οποία θα µπορούσε κάλλιστα να κρυφτεί ένας άνδρας, και τα οποία δεν θυµόταν να είχε ελέγξει.
Έµεινε άγρυπνη σχεδόν όλη την νύχτα, µα όταν το ένα από τα δύο ρολόγια της πόλης χτύπησε τέσσερις, απέλυσε κάθε αγωνία και βυθίστηκε στον ύπνο. Την εποµένη ηµέρα, κατάκοπη από την ασυνήθιστη νυχτοφυλακή, πρότεινε στην αδελφή της να πέσουν για ύπνο νωρίτερα από το σύνηθες. Έτσι και έκαναν. Ετοιµάζονταν να ανεβούν στο επάνω πάτωµα, όταν ξαφνικά η Λουΐζα θυµήθηκε έναν βαρύ µανδύα, που θα βοηθούσε οπωσδήποτε τα σκεπάσµατά της να την προστατεύσουν από την δριµύτητα της νύχτας. Ο µανδύας κρεµόταν στο ερµάριο µιας αποθήκης, που βρισκόταν στο µεγάλο δωµάτιο, το οποίο χρησιµοποιούσαν ως χοροδιδασκαλείο. Τόσο την αποθήκη όσο και το ερµάριο τα είχε ελέγξει την προηγουµένη και, ως εκ τούτου, δεν ανησύχησε προς στιγµήν. Ο µανδύας ήταν το πρώτο αντικείµενο στο οποίο έπεσε το βλέµµα της. Κρεµόταν από έναν γάντζο δίπλα στην πόρτα. Τον ξεκρέµασε. Όµως η ενέργεια αυτή άφησε ακάλυπτο ένα µέρος του τοίχου και του δαπέδου. Υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να γυρίσει βιαστικά και να φύγει, δίχως να παρατηρήσει τίποτε. Στην προκειµένη περίπτωση όµως, η φλόγα του κεριού που κρατούσε της αποκάλυψε τα πόδια ενός άνδρα. Η αντίδρασή της ήταν απόλυτα ψύχραιµη: συνέχισε να σιγοµουρµουρίζει το ίδιο τραγούδι που της κρατούσε συντροφιά µέχρι εκείνη την στιγµή. Όµως η συµφορά κατέφτασε µε την µορφή της αδελφής της, που ακούστηκε να κατευθύνεται προς την αποθήκη. Αν η Λότσεν πλησίαζε, για να πάρει και αυτή κάποιο σκέπασµα, θα έκανε την ίδια αποτρόπαια ανακάλυψη και θα την καταλάµβανε φρίκη. Από την άλλη, αν της έδινε οποιοδήποτε προειδοποιητικό σηµάδι, είτε δεν θα καταλάβαινε το νόηµά του είτε θα αντιλαµβανόταν αµέσως την κατάσταση και θα ξεσπούσε σε ουρλιαχτά ή τέλος πάντων θα εξέφραζε µε κάποιον άλλον θορυβώδη τρόπο τον φόβο της, ενηµερώνοντας τον δολοφόνο για το γεγονός της ανακάλυψής του. Στο βασανιστικό αυτό δίληµµα την λύση ανέλαβε να δώσει ο ίδιος ο φόβος, µια λύση που φάνταξε σκέτη τρέλα στα µάτια της Λότσεν, αλλά για την Λουΐζα δεν ήταν παρά το αποτέλεσµα της τυφλής δράσης ενός σιβυλλικού ενστίκτου.
-“Εδώ είναι το χοροδιδασκαλείο µας“, είπε. “Πότε θα έλθουµε εδώ, για να χορέψουµε“;
Και ρίχτηκε σε έναν άγριο χορό, περιφέροντας το κερί ψηλά, πάνω από κεφάλι της, µέχρι που η ορµή της κίνησης το έσβησε. Έπειτα, άρχισε να στροβιλίζεται γύρω από την αδελφή της, διαγράφοντας όλο και µικρότερους κύκλους, ώσπου -αρπάζοντας το κερί της Λότσεν- το έσβησε και αυτό, τελειώνοντας το τραγούδι της µε ένα γέλιο, που λίγο έλειψε να εξοκείλει σε κρίση υστερίας. Ωστόσο, το σκοτάδι της προσέφερε σαφές πλεονέκτηµα και, αρπάζοντας την αδελφή της από το βραχίονα, τη παρέσυρε στην πορεία της, ψιθυρίζοντας:
-“Έλα, έλα, έλα!”
Η Λότσεν δεν ήτανε τόσο βραδύνους ώστε να µην καταλάβει απολύτως τίποτε. Αφέθηκε να την παρασύρει η αδελφή της στην κορυφή της σκάλας, όπου βρισκόταν ένα δωµάτιο, το οποίο αντίκριζε τον δρόµο. Εκεί αναζήτησαν άσυλο, γιατί η πόρτα είχε δυνατό µάνταλο. Όµως, ενώ βρίσκονταν λίγο πριν από το κεφαλόσκαλο, άκουσαν την βαριά ανάσα και τις µεγάλες δρασκελιές του δολοφόνου, που τις καταδίωκε. Τις παρατηρούσε όλην εκείνην την ώρα από µια χαραµάδα και το υστερικό γέλιο της Λουΐζας τον ειδοποίησε πως το κορίτσι είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Ήταν σκοτεινά και καθώς δεν γνώριζε τα κατατόπια, βρέθηκε να ανεβαίνει την σκάλα από καθαρή τύχη. Η Λουΐζα τραβούσε την αδελφή της µε την δύναµη που της έδινε κάποιο είδος τρέλας γεννηµένης από τον τρόµο, µα η Λότσεν είχε αφεθεί εντελώς· κρεµόταν από το χέρι της βαριά σαν µολύβι. Η Λουΐζα χύθηκε προς το δωµάτιο· πλην όµως η Λότσεν δεν µπόρεσε να κρατήσει την ισορροπία της και έπεσε µπροστά στην πόρτα. Την ίδια στιγµή, οι ύπουλες, αργές και αθόρυβες κινήσεις του δολοφόνου έδωσαν την θέση τους σε µιαν ηχηρή, λυσσαλέα αναρρίχηση. Με µιας βρέθηκε στο κεφαλόσκαλο και ετοιµάστηκε να εφορµήσει, όταν η Λουΐζα έσυρε την αδελφή της στο εσωτερικό του δωµατίου, έκλεισε την πόρτα και έθεσε το µάνταλο, λίγο πριν το χέρι του φονιά ακουµπήσει την χειρολαβή. Ύστερα, εξαντληµένη από την ένταση της συγκίνησης, σωριάστηκε λιπόθυµη, µε το χέρι ακόµη περασµένο γύρω στην µέση της αδελφής που είχε σώσει.
Κανείς δεν γνωρίζει πόσην ώρα έµειναν σε αυτή τη κατάσταση. Οι δύο γηραιές κυρίες τρέξανε στο πάνω πάτωµα, αµέσως µόλις αντιλήφθηκαν τον ορυµαγδό. Στο σπίτι ήσαν κρυµµένα και άλλα πρόσωπα. Οι υπηρέτριες ανακάλυψαν πως ήσαν κλειδωµένες στην κουζίνα, και η µη συµµετοχή τους στα όσα επικίνδυνα διαδραµατίζονταν εκείνην την ώρα δεν φαίνεται να τις στενοχώρησε ιδιαίτερα. Οι γηραιές κυρίες, που είχαν ανεβεί τρέχοντας στο επάνω πάτωµα, βρέθηκαν ξαφνικά µπρος στους αγνώστους διώκτες τους. Κάθε πιθανότητα διαφυγής ήταν ανύπαρκτη, δεδοµένου ότι άλλα δύο άτοµα ακούστηκαν να τις ακολουθούν µέχρι επάνω. Μεταξύ των δολοφόνων και των κυριών υπήρξαν έντονες αντεγκλήσεις. Έπειτα οι φωνές δυνάµωσαν. Ακολούθησε µια σπαραξικάρδια κραυγή· ύστερα µια δεύτερη, ένας αργός, παρατεταµένος βόγκος και τέλος νεκρική σιωπή. Σχεδόν αµέσως ακούστηκε ο πάταγος της πόρτας που υποχωρούσε κάτω από τα χτυπήµατα του πλήθους, µα οι δολοφόνοι, µε το πρώτο σηµάδι συναγερµού, έκαναν φτερά από το επάνω µέρος του σπιτιού· προς µεγάλη έκπληξη των υπηρετριών. Η αυτοψία έδειξε πως πέρασαν από κάποιον φεγγίτη της οροφής στο διπλανό, ακατοίκητο επί του παρόντος, σπίτι. Το γεγονός αυτό µας απέδειξε, για µιαν ακόµη φορά, πως οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε να ήσαν πολύ ικανοί, αφού αντί να παίρνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις, ώστε να µηδενίζουν τον κίνδυνο να συλληφθούν, προτιµούσαν να δρουν υπό τις πλέον ριψοκίνδυνες συνθήκες.
Είναι προφανές πως η βασιλεία του τρόµου έφτασε στην πλήρη ακµή της. Οι γηραιές κυρίες κείτονταν νεκρές σε διαφορετικά σηµεία της σκάλας και, ως συνήθως, δεν µπορούσε να γίνει η παραµικρή εικασία για την φύση των δολοφονιών. Φυσικά, παρέµενε το ενδεχόµενο να διακατέχεται ο δολοφόνος από αίσθηµα εκδίκησης· αυτό, αποκλειστικά λόγω της αποδεδειγµένης απουσίας κάθε ληστρικής ενέργειας. Εν πάση περιπτώσει, δύο νέα χαρακτηριστικά έρχονταν να προστεθούν σε αυτό το σύστηµα παραγωγής τρόµου, το πρώτο εκ των οποίων δηµιουργούσε έντονο αίσθηµα ανασφάλειας σε όσες οικογένειες κατοικούσαν µεγάλα σπίτια, ενώ το δεύτερο ήγειρε ένα τείχος δυσθυµίας µεταξύ της πόλης και του πανεπιστηµίου, το οποίο έκανε πολλά χρόνια να καταρρεύσει. Το πρώτο χαρακτηριστικό είχε εµπειρική προέλευση, δεδοµένου ότι για πρώτη φορά διαπιστώθηκε πως η πρώτη ενέργεια των δολοφόνων ήταν να κρυφτούν στο σπίτι, στο οποίο σκόπευαν να διαπράξουν φόνους. Ως εκ τούτου, όλοι συγκέντρωσαν την προσοχή τους στις πόρτες και τα παράθυρα, που µέχρι πρότινος δεν θεωρούσαν επικίνδυνα. Όταν έπεφτε η νύχτα, φρόντιζαν να τα ασφαλίζουν προσεκτικά. Το άλλο χαρακτηριστικό προέκυψε από την βεβαιότητα µε την οποία η µία υπηρέτρια δήλωσε πως πριν βρεθεί κλειδωµένη µε την συνάδελφό της στην κουζίνα, πρόλαβε να δει στην είσοδο δύο άνδρες -τον έναν να ανεβαίνει την σκάλα και τον άλλον να κατευθύνεται προς την κουζίνα-µε την περιβολή των φοιτητών του πανεπιστηµίου µας. Τις επιπτώσεις αυτής της δήλωσης δεν θα χρειαζόταν καν να τις αναφέρουµε. Οι φοιτητές, οι οποίοι λόγω της ειρήνης ήσαν πολυάριθµοι, ως επί το πλείστον στρατιωτικοί και λιγότερο ελεγµένοι ή αξιοσέβαστοι από το σύνηθες, κατέστησαν όλοι ύποπτοι. Ωστόσο, η ανακάλυψη αυτή δεν είχε συµβάλει καθόλου στην λύση του µυστηρίου. Πολλοί σπουδαστές ήσαν αρκετά φτωχοί ώστε να µπουν στον πειρασµό να σκεφτούν πόσες επικερδείς ευκαιρίες µπορεί να προσφέρει η νύχτα. Μνησικακίες και άθλιες συνοµωσίες είχαν δηµιουργηθεί αρκετές στο µεταξύ. Ιδίως κατά τους τελευταίους δύο µήνες του φετινού χειµώνα, θα µπορούσε κανείς να πει πως η πόλη µας παρουσίαζε την εικόνα µιας άναρχης εκδήλωσης ολέθριων παθών. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε µέχρι την άνοιξη του εποµένου έτους.
Εύλογο είναι το γεγονός πως, αµέσως µόλις οι αρχές κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι οι δολοφονικές επιθέσεις που συνέβησαν στην πόλη µας δεν ήσαν συνηθισµένες περιπτώσεις, αλλά µέρη κάποιου ευρύτερου σχεδίου, ενηµερώθηκε η κεντρική κυβέρνηση της χώρας. Ίσως να συνέβη να είναι απασχοληµένοι µε σηµαντικότερες υποθέσεις, ίσως να συνέβη να έχουν στρέψει την προσοχή τους σε σπουδαιότερα θέµατα· πάντως τα διαβήµατά µας δεν είχαν την ανταπόκριση που προσδοκούσαµε. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα µπορούσαµε να παραπονεθούµε για απόλυτη αδιαφορία εκ µέρους της κυβέρνησης. Κάποτε εδέησαν να στείλουν έναν δύο από τους πλέον έµπειρους αξιωµατικούς της αστυνοµίας τους, οι οποίοι µας συµβούλευσαν καταλλήλως και επέµειναν πως οι έρευνές µας θα έπρεπε να στραφούν προς την ποιότητα των ανθρώπων που εγκαθίστανται περιστασιακώς στην ευρύτερη περιοχή. Στο ζήτηµα της στρατιωτικής βοήθειας όµως ήσαν απόλυτοι. ∆εν θεώρησαν απαραίτητη την εγκατάσταση στρατιωτικού σώµατος στην πόλη µας, το οποίο θα βοηθούσε τις ήδη υπάρχουσες τοπικές δυνάµεις.
Οι συνεννοήσεις µε την κεντρική κυβέρνηση έλαβαν χώρα τον µήνα Μάρτη. Λίγο πριν, η αιµοσταγής δραστηριότητα είχε ανασταλεί µε τον ίδιο αιφνίδιο τρόπο που είχε αρχίσει. Ο νέος επικεφαλής της αστυνοµίας κολακευόταν να πιστεύει πως η γαλήνη που απλώθηκε ξαφνικά οφειλόταν στον τρόµο που έσπειρε η παρουσία του. Οι ακριβοδίκαιοι άνθρωποι, όµως, άλλα φρονούσαν. Ωστόσο, όλα παρέµειναν ήσυχα µέχρι τα µέσα του καλοκαιριού. Ξαφνικά -σαν να ήθελε εκείνη η φρικιαστική δύναµη, που είχε περιβληθεί το πυκνότερο σκοτάδι, να µας ειδοποιήσει πως δεν χάθηκε, αλλά απείχε µόνο προς στιγµήν από το έργο της- ο επικεφαλής των υπαλλήλων της φυλακής µας εξαφανίστηκε. Συνήθιζε να κάνει µακρινές εκδροµές στο δάσος, δεδοµένου ότι η παρούσα εργασιακή του κατάσταση θα µπορούσε να θεωρηθεί ως αργοµισθία. Εξαφανίστηκε στην πρώτη του µηνός Ιουλίου. Περνώντας πρωί πρωί την πύλη της πόλης, αναφέρθηκε στην κατεύθυνση που σκόπευε να ακολουθήσει και εθεάθη για τελευταία φορά σε µιαν από τις δηµοσιές του δάσους, περί τα επτά µίλια από την πόλη, ενώ οδηγούσε το άλογό του προς το σηµείο που είχε υποδείξει στον φρουρό της πύλης. Αυτός ο δεσµοφύλακας δεν ήταν καθόλου συµπαθής άνθρωπος. Η ζωή του υπήρξε ένα πλέγµα σκληρότητας και κτηνώδους κατάχρησης των δυνάµεών του, ένα πλέγµα το οποίο συχνότατα ενίσχυαν οι διοικούντες, εν µέρη µε την δικαιολογία πως είχαν χρέος να υπερασπίζονται τους υπαλλήλους τους από τα συνεχή παράπονα των πολιτών, και εν µέρη µε την δικαιολογία πως οι ταραγµένοι καιροί µας απαιτούσαν αποφασιστική επίδειξη πυγµής εκ µέρους της εξουσίας. Κανέναν, λοιπόν, δεν θα έχανε η πόλη µας µε περισσότερη προθυµία από τον κτηνώδη αυτόν δεσµοφύλακα· και αποτελούσε γενική πεποίθηση πως αν η συµµορία των δολοφόνων, που φώλιαζαν στην πόλη µας, σκότωναν µόνον αυτόν, θα απάλλασσαν τους πολίτες από έναν πολύ µεγάλο µπελά και ως εκ τούτου θα αποσπούσαν οπωσδήποτε την ευγνωµοσύνη τους. Μα ήταν άραγε πιθανόν να είχε πεθάνει ο δεσµοφύλακας από τα ίδια χέρια, που τάραξαν µε τόση βιαιότητα την γαλήνη της πόλης µας στην διάρκεια του προηγούµενου χειµώνα; Ή µήπως δεν είχε καν δολοφονηθεί; Το δάσος παραήταν µεγάλο ώστε να ερευνηθεί· και δεν ήταν διόλου απίθανο να του συνέβη κάποιο µοιραίο ατύχηµα. Το άλογό του είχε επιστρέψει στην πύλη της πόλης αποβραδίς και οι φρουροί το βρήκαν εκεί το πρωί. Εν πάση περιπτώσει πέρασαν µήνες ολόκληροι χωρίς να υπάρξει η παραµικρή πληροφορία για την τύχη του αναβάτη, και φαινόταν πολύ πιθανόν να µην υπάρξει, πριν από το επόµενο φθινόπωρο και τον χειµώνα, οπότε οι κυνηγοί θα ερευνούσαν θάµνο προς θάµνο, ρεµατιά προς ρεµατιά την δασώδη εκείνη έκταση. Ένα µόνο πρόσωπο έδειχνε να γνωρίζει κάτι περισσότερο από τους άλλους, ο δυστυχής Φερδινάνδος Χάρελσταϊν. ∆εν ήταν πια παρά ένα σκιώδες διανοητικό και ηθικό ερείπιο αυτού που υπήρξε κάποτε και παρατήρησα πως χαµογελούσε κάθε φορά που αναφερόµουν στον δεσµοφύλακα.
-“Περιµένετε µέχρι να αρχίσουν να πέφτουν τα φύλλα“, έλεγε, “και θα δείτε τι όµορφα φρούτα κάνει το δάσος µας“.
Τις εκφράσεις αυτές δεν τις επανέλαβα παρά µόνον σε κάποιον στενό φίλο, ο οποίος συµφώνησε µαζί µου πως ο δεσµοφύλακας θα είχε σκαλώσει σε κάποια απόµερη ρεµατιά του δάσους, καλά κρυµµένη από την οργιαστική βλάστηση του καλοκαιριού, και πως ο Φερδινάνδος -που περιφερόταν συχνά σε εκείνα τα µέρη- θα είχε ανακαλύψει το πτώµα. Ωστόσο, και οι δύο, τον απαλλάξαµε από κάθε υποψία συµµετοχής στη δολοφονία.
Στο µεταξύ, ο γάµος της Μαργαρίτας Λίµπενχαϊµ και του Μαξιµιλιανού θεωρείτο απλώς ζήτηµα χρόνου. Ωστόσο, υπήρχε κάτι που µας δηµιουργούσε το λιγότερο έκπληξη. Από την στιγµή που οι δύο νέοι σχετίζονταν, κανείς δεν αµφέβαλε πως όλα είχαν συµφωνηθεί· διότι δεν υπήρξε ποτέ τελειότερη ευτυχία από αυτήν που τους ένωνε. Η Μαργαρίτα ήταν η προσωποποίηση του Μαΐου και της νεανικής άνθισης. Ακόµη και ο Μαξιµιλιανός έµοιαζε να λησµονεί µπροστά της την κατήφειά του· το σαράκι που έτρωγε την καρδιά του κοιµόταν σαγηνευµένο από την µουσική της φωνής και τον παράδεισο που σκόρπιζαν γύρω τα χαµόγελά της. Καίτοι όµως πλησίαζε φθινόπωρο, ο παππούς της Μαργαρίτας δεν εννοούσε να αποδεχθεί αυτήν την σχέση και υποστήριζε τις αξιώσεις του Φερδινάνδου. Όντως, η αντιπάθεια που έτρεφε στο πρόσωπο του Μαξιµιλιανού δεν έµεινε χωρίς την ανάλογη αντίδραση. Απέφευγαν ο ένας τον άλλον και µάλιστα ο γέρων έφτασε στο σηµείο να σαρκάσει δηµοσίως τον Μαξιµιλιανό. Όσο για τον νέο, απαξιούσε να σχολιάσει καν το άτοµό του. Όταν δεν µπορούσε να τον αποφύγει, του συµπεριφερόταν µε αυστηρή ευγένεια, η οποία στενοχωρούσε την ενήµερη για την διένεξη Μαργαρίτα. Η νέα αισθανόταν πως ο παππούς της ήταν ο επιτιθέµενος και πως αδικούσε πολύ τον αγαπηµένο της. Ωστόσο περιέβαλε τον γέροντα µε βαθιά και τρυφερή στοργή ως πατέρα της αλήστου µνήµης µητρός της. Εκείνος, από την πλευρά του, προέβαλε συνεχείς αξιώσεις στην αποκλειστικότητα της συµπάθειάς της, καθώς η υποχώρηση της µνήµης και η παιδαριώδης δυστροπία του, που επιτείνονταν ηµέρα µε την ηµέρα, σήµαιναν την ταχύτατη πορεία του προς την γεροντική άνοια.
Ανάλογη έκπληξη προκάλεσαν και οι µυστηριώδεις ανώνυµες επιστολές, τις οποίες άρχισε να λαµβάνει -την ίδια περίπου χρονική περίοδο- η δεσποινίς Λίµπενχαϊµ. Ήσαν γραµµένες µε τους πλέον ζοφερούς και απειλητικούς όρους. Ορισµένες µου τις έδειξε. Ο γραφικός χαρακτήρας τους δεν µου επέτρεψε καµία εικασία. Ήταν φανερό πως ο συντάκτης εποφθαλµιούσε την θέση του Μαξιµιλιανού στην καρδιά της, δεδοµένου ότι την ικέτευε να είναι ιδιαιτέρως προσεκτική στις επαφές της µαζί του, υπαινισσόµενος φρικιαστικά πράγµατα για εκείνον. Θα µπορούσαν οι επιστολές αυτές να είχαν γραφεί από τον Φερδινάνδο; Να είχαν γραφεί όχι. Να είχαν υπαγορευθεί όµως; Πολύ φοβόµουν πως ναι, θα µπορούσαν· κυρίως για έναν λόγο.
Ξάφνου και δίχως παραµικρή λογική εξήγηση, ο παππούς της Μαργαρίτας, η στάση του παππού της Μαργαρίτας στην υπόθεση του γάµου της παρουσίασε πλήρη µεταστροφή. Εγκατέλειψε την αµέριστη συµπαράσταση, που προσέφερε µέχρι κείνη τη στιγµή, στις αξιώσεις του Χάρελσταϊν κι έριξε όλο το βάρος του γεροντικού ενθουσιασµού του στη πλευρά της ζυγαριάς που ‘στεκε ο Μαξιµιλιανός, καίτοι κανείς δεν θεώρησε πως αυτή η µεταστροφή είχε οποιαδήποτε πρακτική αξία. Όντως κανείς; Όχι βέβαια. Ένα τουλάχιστον πρόσωπο επλήγη απ’ την αιφνίδια µετάθεση της προτίµησης του γέροντα στον Μαξιµιλιανό: ο δυστυχής, εγκαταλειµµένος Φερδινάνδος. Εν τούτοις, αυτός που τόσον καιρό είχε κάποιο µε το µέρος του, αυτός που τόσο καιρό απολάµβανε την αποκλειστική προτίµηση του παππού της Μαργαρίτας, φαίνεται πως δεν είχε ακόµη απελπιστεί.
Έτσι είχαν τα πράγµατα, όταν -τον Νοέµβρη- τα φύλλα, που άρχισαν να πέφτουν οληµερίς από τα δένδρα, γύµνωσαν και τις πλέον απόµερες γωνιές και τις πλέον πυκνές λόχµες του δάσους, αποκαλύπτοντας το πτώµα του δεσµοφύλακα, όχι όµως στην κατάσταση που είχαµε εικάσει εγώ και ο στενός φίλος. Όχι· είχε πεθάνει µε σαφώς φρικιαστικότερο τρόπο. Τον είχαν σταυρώσει. Το αλησµόνητο εκείνο δέντρο έφερε στον κορµό του την ακόλουθη σύντοµη αλλά άγρια επιγραφή:
Τ. Χ. ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ… ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ 1 ΙΟΥΛΙΟΥ 1816
Ανακάλυψη σήκωσε στη πόλη θύελλα συζητήσεων που στη διάρκειά της δεν ακούστηκε το παραµικρό για τον κατακρεουργηµένο. Αντίθετα, κραυγές εκδικητικής ικανοποίησης έβγαιναν από πολλά φτωχόσπιτα και κύκλωναν κυριολεκτικά την ακοή µου, όπου πήγαινα. Το µίσος καθεαυτό έµοιαζε φρικτό και αντιχριστιανικό, ιδίως αφού ο άνθρωπος κατά του οποίου στρεφόταν ήταν ήδη νεκρός. Όµως -καίτοι φρικτό, σατανικό- δεν έπαυε να διαθέτει κάποιο είδος καίριας εκφραστικότητας, θεωρούµενο ως µέτρο και δείκτης της επικατάρατης καταπίεσης η οποία το είχε γεννήσει.
Στην αρχή, όταν η απουσία του δεσµοφύλακα ήταν ακόµη πρόσφατη και η συνεπαγόµενη επιβεβαίωση της παρουσίας των δολοφόνων ανάµεσά µας είχε επαναφέρει το στοιχείο της αγωνίας στις σκέψεις µας, λίγοι ήσαν εκείνοι που αναφέρονταν στο γεγονός, χωρίς να γεννάται µέσα τους το συναίσθηµα του φόβου. Όµως τώρα τα πράγµατα πήραν άλλη τροπή. Από την στιγµή που ο δεσµοφύλακας ήταν νεκρός επί µήνες, που στη διάρκεια τους το χέρι του δολοφόνου αδρανούσε, όλοι ήλπισαν πως ίσως είχε περάσει πια η θύελλα που συγκλόνιζε τόσον καιρό την πόλη µας, πως η γαλήνη θα επέστρεφε στις καρδιές µας, οι απροστάτευτοι θα µπορούσαν επιτέλους να κοιµηθούν µε ασφάλεια και οι αθώοι δίχως αγωνία. Η ειρήνη θα επέστρεφε στα σπίτια µας και η γαλήνη στα παραγώνια µας. Τα παιδιά θα πήγαιναν µε χαρές και γέλια στα κρεβατάκια τους κι οι γέροι θα ‘καναν µε την ησυχία τους τη προσευχή τους. Η εµπιστοσύνη αποκαταστάθηκε, η ειρήνη παλινορθώθηκε και -για µιαν ακόµη φορά- η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής έγινε κανόνας, θεµελιώδης αρχή, που οδηγούσε τα χέρια όλων. Απέραντη ήταν η χαρά· πανανθρώπινη η ευτυχία.
Ω, Ουρανοί! Τι κεραυνός ήταν εκείνος που µας χτύπησε απροσδόκητα! Την νύχτα στις 27 ∆εκέεµβρη κι ενώ απολαµβάναµε την αίσθηση ασφαλείας, που ‘χε πια εγκαθιδρυθεί για τα καλά ανάµεσά µας, µισή ώρα µετά τα µεσάνυχτα -τόσο θα πρέπει να ήταν- σήµανε γενικός συναγερµός πως κάτι συνέβαινε στο σπίτι του κυρίου Λίµπενχαϊµ. Τεράστιο ήταν το πλήθος των πολιτών που κατέφθασαν µε κοµµένη την ανάσα από την αγωνία. Μέσα στα επόµενα δύο λεπτά, κάποιος που είχε τρέξει προς την πίσω πλευρά του σπιτιού, ακούστηκε να τραβά το µάνταλο της εισόδου. Ήταν αδύνατον να προφέρει την παραµικρή λέξη· όµως από τα νεύµατα που έκανε προς το πλήθος, καθώς άνοιγε διάπλατα την πόρτα, καταλάβαµε αρκετά. Στην άκρη της εισόδου και σαν να συνελήφθησαν ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν προς την πίσω πόρτα, βρίσκονταν τα άψυχα σώµατα του γηραιού κυρίου Λίµπενχαϊµ και της ηλικιωµένης χήρας αδελφής του. Στην σκάλα κειτόταν η άλλη -νεώτερη και άγαµη, αλλά άνω των εξήντα ετών- αδελφή του. Η είσοδος και τα πρώτα σκαλιά έσταζαν αίµα. Μα, πού ήταν η δεσποινίς Λίµπενχαϊµ, η εγγονή; Το ερώτηµα ορθώθηκε σαν κραυγή αγωνίας από το πλήθος, διότι η νέα ήταν όχι µόνον εξαιρετικά συµπαθής αλλά απολύτως αρεστή σε όλους. Ήσαν άραγε τόσο σατανικοί, τόσο κτηνώδεις οι δολοφόνοι ώστε να βεβηλώσουν αυτόν τον ζωντανό ναό της αθωότητας και της ευτυχίας; Όλοι το ίδιο αγωνιώδες ερώτηµα έθεταν και όλοι κρατούσαν την ανάσα τους, προσµένοντας κάποιαν απάντηση. Όµως κανείς δεν τολµούσε να προχωρήσει στην διαλεύκανση του ζητήµατος, δεδοµένης της δυσοίωνης σιωπής που κυριαρχούσε στο εσωτερικό του σπιτιού. Κάποτε, ακούστηκε κάποιος από τους παρευρισκόµενους να λέει πως η δεσποινίς Λίµπενχαϊµ είχε ξεκινήσει το πρωί της ίδιας ηµέρας για το σπίτι ενός φίλου, που βρισκόταν σαράντα µίλια µακριά, στο δάσος.
-“Αλίµονο!” αναφώνησε κάποιος άλλος. “Σκόπευε να το κάνει, µ’ άκουσα πως κάτι τη εµπόδισε, την τελευταία στιγµή“.
Η αγωνία κορυφώθηκε και το πλήθος όρµησε στο σπίτι, ερευνώντας σπιθαµή προς σπιθαµή τα δωµάτια. ∆εν στάθηκε όµως δυνατόν να ανακαλύψουν το παραµικρό ίχνος της δεσποινίδος Λίµπενχαϊµ. Λίγο αργότερα, ανέβηκαν στο επάνω πάτωµα και ανακάλυψαν την Μαργαρίτα. Βρισκόταν στον µικρό προθάλαµο του κοιτώνα της, µε το φόρεµα φρικτά µατωµένο. Η πρώτη εντύπωση που έδωσε η αθλία κατάστασή της ήταν πως -το δίχως άλλο- είχε πέσει και αυτή θύµα της µανίας των δολοφόνων. Πλην όµως, η εκ του σύνεγγυς λεπτοµερέστερη παρατήρηση, έδειξε πως δεν έφερε τραύµατα και πως η ζωή δεν την είχε εγκαταλείψει, δεδοµένου ότι η ανάσα της -αν και ιδιαζόντως ασθενής- θόλωσε την επιφάνεια του καθρέφτη και τα µέλη της ταράζονταν από κάποιο είδος ανεπαίσθητων σπασµών. Η πρώτη ενέργεια των συγκεντρωµένων ήταν να την µεταφέρουν στο σπίτι κάποιου φίλου, στην άλλη άκρη του δρόµου, όπου την περίµενε ιατρική βοήθεια. Το πλήθος συνέρευσε στο µικρό δωµάτιο και οι γιατροί αναγκάστηκαν να τους εκδιώξουν, όχι όµως πριν τους δοθεί αρκετός χρόνος για να παρατηρήσουν πως κάποιος από δολοφόνους -ήδη λουσµένος µε το αίµα το θυµάτων του- θα πρέπει να µετέφερε την δεσποινίδα Λίµπενχαϊµ στον καναπέ, όπου και βρέθηκε ηµιθανής, δεδοµένου ότι το πρόσωπο και ο λαιµός της είχαν ξεπλυθεί µε άφθονο νερό, ενώ ένα γεµάτο ποτήρι είχε αφεθεί – προφανώς για να το βρει πρόχειρο όταν θα συνερχόταν- στο τραπεζάκι, ακριβώς δίπλα της.
Το επόµενο πρωί, ο Μαξιµιλιανός, που κυνηγούσε ελάφια στο δάσος, επέστρεψε στη πόλη και πληροφορήθηκε αµέσως τα πάντα. Τον έχασα για αρκετές ώρες και όταν εµφανίστηκε πάλι µπρος µου, τροµερά αναστατωµένος, µπορώ να πω µε κάθε βεβαιότητα πως δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση. Το απόγευµα, διέρρευσε άλλη µία συνταρακτική και, ασφαλώς, άξια απορίας είδηση, για την κατάσταση της δεσποινίδος Λίµπενχαϊµ, µια είδηση που έθλιψε βαθύτατα κάθε πραγµατικό φίλο της. Η τόσο συµπαθής σε όλους νεαρά είχε καταληφθεί αιφνιδίως από πόνους τοκετού και είχε φέρει πρόωρα στην ζωή έναν γιο, που δε κατόρθωσε να επιβιώσει παρά µόνον λίγες ώρες. Μολαταύτα, το σκάνδαλο δεν πρόλαβε να απολαύσει τον φανταστικό θρίαµβό του, δεδοµένου ότι δύο ώρες µετά την κυκλοφορία της σχετικής φηµολογίας, επαληθεύθηκε µια δεύτερη, η οποία έλεγε πως ο Μαξιµιλιανός, συνοδευόµενος από τον πνευµατικό της οικογενείας των Λίµπενσταϊν, παρουσιάστηκε στην οικία του αρχιδικαστή και κατέθεσε ικανοποιητικές αποδείξεις του γάµου του µε την Μαργαρίτα, ο οποίος είχε τελεστεί δόξη και τιµή -αν και µε πλήρη µυστικότητα- πριν από περίπου οκτώ µήνες. Στην πόλη µας -µα και στις άλλες πόλεις της χώρας- οι µυστικοί γάµοι, οι οποίοι τελούνταν µε την συµµετοχή µόνο δύο ίσως φίλων του ζεύγους και, φυσικά, από τον αρµόδιο ιερέα, ήσαν εξαιρετικά συχνοί. Ως εκ τούτου, το γεγονός καθεαυτό δεν θα έπρεπε να µας εκπλήττει. ∆εδοµένης όµως της έντασης που είχε αναπτυχθεί ανάµεσα στον παππού της δεσποινίδος Λίµπενχαϊµ και τον Μαξιµιλιανό, µας εξέπληξε και πολύ µάλιστα. Κανείς δεν µπορούσε να φανταστεί τον λόγο για τον οποίον οι νέοι προέβησαν σε αυτήν την προφανέστατα περιττή ενέργεια. Γιατί, αν ο Μαξιµιλιανός ισχυριζόταν πως ο µυστικός γάµος ήταν ο µοναδικός συνετός ή επιβεβληµένος από την ανάγκη τρόπος, προκειµένου να εξασφαλίσει το χέρι της Μαργαρίτας Λίµπενχαϊµ, πριν ο παππούς της οριστικοποιήσει την διαφωνία του, κάθε άλλο παρά θα έπειθε όποιον γνώριζε αµφότερα τα µέρη, όποιον γνώριζε την αδυναµία που έτρεφε ο γέρων στο πρόσωπο της εγγονής του, την προϊούσα άνοιά του, µα και την αδιαφορία του ίδιου του Μαξιµιλιανού για τις απόψεις του µέλλοντος παππού του. Συνεπώς, το όλο ζήτηµα καλυπτόταν από πυκνό µυστήριο.
Εγώ, από τη πλευρά µου, απόλαυσα ιδιαιτέρως το γεγονός πως το όνοµα της άτυχης Μαργαρίτας ξέφυγε από τα αρπακτικά νύχια των σκανδαλοθήρων. Οι Άρπυιες αυτές καιροφυλακτούν ανά πάσα στιγµή, αρπάζουν το θύµα τους και το κατασπαράζουν πάραυτα, δίνοντας όπου βρεθούν κι όπου σταθούν τις ανίερες συνεστιάσεις τους. Γι’ αυτό χάρηκα, παρά το γεγονός πως δεν υπήρχε τίποτε ευχάριστο στην κατάσταση της άτυχης κοπέλας. Έµεινε πολύ καιρό στο κρεβάτι, σε κατάσταση αναισθησίας. ∆εν µιλούσε, δεν έδειχνε να ακούει. Άνοιγε σπανίως τα µάτια της και τότε γινόταν εµφανής η αδυναµία της να αντιληφθεί τις αλλαγές του περιβάλλοντος: αν ήταν ηµέρα ή νύχτα, πρωί ή απόγευµα, σήµερα ή εχθές. Τροµερή ήταν η θύελλα που συντάραζε την καρδιά του Μαξιµιλιανού στην διάρκεια όλων εκείνων των ηµερών. Περνούσε σχεδόν όλη την ηµέρα στον καθεδρικό ναό, βηµατίζοντας ασταµάτητα, και οι άγριες επιθέσεις της αγωνίας στην φυσική σκευή του απεικονίζονταν αδρά στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του. Όσοι τον συναντούσαν ένοιωθαν πως ακόµη και το συντοµότερο βλέµµα τους θα µπορούσε να προσβάλει την ιερότητα της θλίψης του. Η πόλη ολόκληρη ζούσε το δράµα του.
Προϊόντος του χρόνου, η κατάσταση της Μαργαρίτας παρουσίασε κάποιαν αλλαγή, την οποία όµως οι γιατροί παρουσίασαν στον Μαξιµιλιανό ως αµφιβόλου αξίας. Η συχνότητα των παραληρηµατικών επεισοδίων δεν µειώθηκε· µεταβλήθηκε µόνον ο χαρακτήρας τους. Η ασθενής παρουσίασε έντονη υπερδιέγερση. Συχνά πεταγόταν και προσήλωνε το βλέµµα σε ορισµένο σηµείο του δωµατίου σαν να έβλεπε κάποια φανταστική µορφή. Ευθύς ως, της απηύθυνε τον λόγο µε τον πλέον αξιοθρήνητο τρόπο: τα δάκρυα έτρεχαν ποτάµια στα µάγουλά της και ικέτευε το όραµα να σπλαχνιστεί τον γέροντα παππού της.
-“Κοιτάξτε“, κραύγαζε, “κοιτάξτε τη χιονοσκεπή αυτή κεφαλή! Ω, κύριε! Ένα µικρό παιδί είναι. ∆εν καταλαβαίνει τι λέει. Σύντοµα, πολύ σύντοµα θα αναχωρήσει για τον τάφο, θα βγει από τον δρόµο σας, δεν θα σας γίνεται πια εµπόδιο“.
Έπειτα κατέρρεε, ο λόγος της µετατρέπονταν σε ακατάληπτο ψίθυρο, που διαρκούσε επίµονα ώρες ολόκληρες, διακοπτόµενος ενίοτε από κρίσεις µανίας, στην διάρκεια των οποίων έλεγε πράγµατα που τρόµαζαν τους παρευρισκοµένους, και καθιστούσαν τους γιατρούς πολύ σκεπτικούς. Τέλος αναλυόταν σε λυγµούς και καλούσε τον Μαξιµιλιανό να έλθει για να την βοηθήσει. Όµως σπανίως το όνοµά του περνούσε από τα χείλη της, δίχως να αρχίσει πάλι να ερευνά τον χώρο µε άγριες µατιές, να πετάγεται στο κρεβάτι της και να παρατηρεί κάποιο φάντασµα -µόλις βγαλµένο από την δύστυχη, φλεγόµενη καρδιά της- να χάνεται πέρα, µακρυά.
Μετά από επτά εβδοµάδες αλλεπάλληλων κρίσεων, όλως αιφνιδίως, ένα πρωινό της γλυκύτατης άνοιξης, που είχε τόσο πρώιµα ενσκήψει, πληροφορηθήκαµε µιαν αλλαγή στην κατάσταση της Μαργαρίτας, µιαν αλλαγή, η οποία -αλίµονο!- προοιώνιζε την µεγαλύτερη των αλλαγών. Η σύγκρουση, που τόσον καιρό διαδραµατιζόταν µέσα της και κατίσχυε των λογικών της, έλαβε τέλος· η µάχη έλιξε και η φύση αποκατέστησε την αιώνια γαλήνη της. Στην διάρκεια της προηγούµενης νύχτας είχε αναλάβει τις αισθήσεις της. Όταν το φως του πρωινού διαπέρασε τις κουρτίνες του δωµατίου της, αναγνώρισε τους παραστάτες της, ζήτησε να πληροφορηθεί τον µήνα και την ηµέρα του έτους. Έπειτα, αισθανόµενη τον θάνατο να πλησιάζει, αξίωσε να καλέσουν τον πνευµατικό της.
Επί µία και µισή ώρα έµεινε µόνη µε τον ιερέα. Μετά το πέρας της εξοµολόγησης, ο πνευµατικός άνοιξε την πόρτα και κάλεσε τους παρευρισκοµένους, διότι -όπως είπε- η Μαργαρίτα είχε λιποθυµήσει. Ο ίδιος ο ιερέας θα πρέπει να λιποθύµησε αρκετές φορές στην διάρκεια της εξοµολόγησης, αν κρίνουµε από τις δραµατικές αλλαγές που είχε υποστεί το παρουσιαστικό του. Του µίλησα, αναγκάστηκα να του επισηµάνω την παρουσία µου, µα εκείνος δεν µε άκουγε, δεν µε έβλεπε καν, δεν έβλεπε κανέναν. Κατευθύνθηκε µε γοργό βήµα προς τον καθεδρικό ναό, όπου ήταν βέβαιος πως θα έβρισκε τον Μαξιµιλιανό να περιφέρεται ανάµεσα στα µνήµατα. Τον άρπαξε από το χέρι, του ψιθύρισε κάτι στο αυτί και αποτραβήχτηκαν σε ένα από τα πολλά παρεκκλήσια, όπου τα κεριά δεν έσβηναν ποτέ. Εκεί, είχαν µιαν εξαιρετικά σύντοµη κουβέντα, αφού -πριν περάσουν δύο λεπτά- ο Μαξιµιλιανός κατευθυνόταν γοργά προς το σπίτι, όπου ψυχορραγούσε η νεαρά σύζυγός του. Χρειάστηκε, λες, ένα µόνο βήµα για να ανεβεί την σκάλα, που οδηγούσε στο επάνω πάτωµα. Οι παραστάτες, σύµφωνα µε τις οδηγίες που είχαν πάρει από τους γιατρούς, στάθηκαν στο κεφαλόσκαλο για να τον εµποδίσουν. Όµως ήταν περιττή µια τέτοια ενέργεια. Μπροστά στο δικαίωµα του εραστή και συζύγου, µπροστά στο ιερό δικαίωµα της θλίψης που όργωνε το πρόσωπό του, κάθε προσπάθεια αντιπαράταξης ήταν προορισµένη να σβήσει σαν όνειρο. Εξάλλου η µανία που είχε συσσωρευτεί στο βλέµµα του ήταν ήδη τροµερή. Μια κίνηση του χεριού του ήρκεσε για να τους σκορπίσει σαν µύγες κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού. Μπήκε στο δωµάτιο και βρέθηκε -για τελευταία φορά- πλάι στην αγαπηµένη του.
Ποιος -απρονόητος κι οπωσδήποτε υποκριτής- θα µπορούσε να εικάσει καν τη φύση όσων διαµείφθηκαν εκεί µέσα; Πέρασαν πάνω από δύο ώρες, στην διάρκεια των οποίων η Μαργαρίτα κατάφερνε -συχνά, το δίχως άλλο- να ψιθυρίζει ορισµένες λέξεις, αφού οι παραστάτες, που είχαν εκδιωχθεί από το δωµάτιο και περιφέρονταν στον διάδροµο, αντιλήφθηκαν -ουκ ολίγες φορές- την φωνή του Μαξιµιλιανού να αποκτά τόνο απαντητικό. Κάποτε, ακούστηκε ο νευρικός ήχος του µικρού κουδουνιού που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι. Η Μαργαρίτα φάνηκε προς στιγµήν να καταβυθίζεται, µα ανέκτησε τις αισθήσεις της πριν προλάβουν καν να την πλησιάσουν οι γυναίκες που έσπευσαν. ∆εν χρειάστηκε τις φροντίδες τους, ωστόσο εκείνες -αδυνατώντας να ελέγξουν το στοργικό ενδιαφέρον που τις διακατείχε- παρέµειναν στο δωµάτιο µε τα µάτια προσηλωµένα στο τραγικό ζεύγος. Κρατούσαν σφιχτά ο ένας τα χέρια του άλλου και το βλέµµα της Μαργαρίτας περιέβαλε τη µορφή του Μαξιµιλιανού µε µιαν απόµακρη ανταύγεια αγάπης, που σήµαινε -το δίχως άλλο- πως η νέα δεν θα µπορούσε για πολύ ακόµη να µιλά. Εκείνην ακριβώς την στιγµή έκανε µιαν αδύναµη προσπάθεια να τον φέρει κοντά της. Εκείνος έγειρε και την φίλησε µε µιαν αγωνία, που θα έφερνε δάκρυα και στον πλέον ανάλγητο των ανθρώπων. Έπειτα της ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Οι παριστάµενοι έσπευσαν να αποχωρήσουν, θεωρώντας εκείνον τον ψιθυρισµό ως σαφή απόδειξη του γεγονότος πως η παρουσία τους εµπόδιζε την ελεύθερη επικοινωνία των νέων. Όµως, δεν τους άκουσαν να ανταλλάσουν την παραµικρή κουβέντα και, αφού περίµεναν δέκα λεπτά, επέστρεψαν στο δωµάτιο. Οι νέοι κρατούσαν ακόµη ο ένας τα χέρια του άλλου σφιχτά· η ίδια τρεµάµενη ακτίνα τρυφερότητας, η ίδια απόµακρη ανταύγεια αγάπης, πληµµύριζε το βλέµµα της Μαργαρίτας. Όµως τώρα τα µάτια της έµοιαζαν να σβήνουν, να σκεπάζονται ταχύτατα από την πυκνότερη οµίχλη. Ο Μαξιµιλιανός, που καθόταν δίπλα της σαν αποσβολωµένος, σαν να µην είχε καν αίσθηση του δράµατός του, υπάκουσε στην αβρή αξίωση των γυναικών, και εγκατέλειψε το κάθισµά µου, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πως το αγαπηµένο χέρι, που µέχρι εκείνη την στιγµή έσφιγγε το δικό του, δεν σάλευε πια. Η απόµακρη ανταύγεια αγάπης είχε χαθεί. Μία από τις παριστάµενες γυναίκες τής έκλεισε τα βλέφαρα και το πλέον εράσµιο άνθος της πόλης µας κοιµήθηκε για πάντα.
Η επιµνηµόσυνος δέηση τελέστηκε τέσσερις ηµέρες µετά τον θάνατό της. Το πρωί εκείνης της ηµέρας, κυριολεκτικά συντετριµµένος -την γνώριζα από πολύ µικρή- παρακάλεσα να µου επιτραπεί η είσοδος στον χώρο που αναπαυόταν. Την είχαν ήδη τοποθετήσει στο φέρετρο. Αγριόκρινα και ανεµώνες στόλιζαν το αθώο στήθος της· ρόδα -του είδους που επέτρεπε η εποχή- πλαισίωναν το πρόσωπό της. Τα άνθη, καθώς και τα διάφορα άλλα γλυκύτατα σύµβολα της νεότητας, της άνοιξης και της εκ νεκρών αναστάσεως, ήσαν τα πρώτα πράγµατα που προσέλκυσαν το βλέµµα µου. Πολύ σύντοµα, όµως, παρατήρησα το πρόσωπό της. Κύριε Μεγαλοδύναµε! Τι αλλαγή! Τι µεταµόρφωση! Καίτοι η γλυκύτης και η ερασµιότητα δεν είχαν εγκαταλείψει την έκφρασή της, κάθε ίχνος σάρκας είχε εξαφανιστεί από τα χαρακτηριστικά της· δεν απέµενε παρά µόνο το διάγραµµα του κρανίου της: ανεπαίσθητες µολυβιές και πινελιές αυτού που υπήρξε κάποτε. Αυτός ήταν ο λόγος που αναφώνησα:
-“Χους και εις χουν, σποδός και επί σποδού!”
Ο Μαξιµιλιανός, προς κατάπληξιν όλων µας, παρακολούθησε τη ταφή, η οποία έγινε στον καθεδρικό ναό. Του κάναµε χώρο να σταθεί µπροστά. Στιγµές στιγµές φαινόταν πολύ συγκεντρωµένος. Άλλοτε, έδειχνε έτοιµος να σωριαστεί, σα µεθυσµένος. Άκουγε δίχως να ακούει· έβλεπε σαν να ονειρευόταν. Η λειτουργία τελέστηκε στο φως των κεριών και προς το τέλος, ο νέος στεκόταν ασάλευτος σαν πέτρα, παγωµένος, βυθισµένος σε λήθαργο. Πλην όµως, όταν το ξέσπασµα της χορωδίας και οι τροµεροί ήχοι του τεράστιου οργάνου ακολούθησαν το σφράγισµα του µνήµατος, συνήλθε και κατευθύνθηκε µε γοργό βήµα προς το σπίτι. Μισή ώρα µετά την επιστροφή µου, µε κάλεσε στην κάµαρά του. Βρισκόταν στο κρεβάτι, ήρεµος και σκεπτικός. Θυµάµαι όλα όσα µου είπε, θυµάµαι ακόµη και τον τόνο της φωνής του, σαν να ήταν εχθές, παρά το γεγονός πως έχουν περάσει πλέον των είκοσι ετών από τότε.
-“∆εν µου µένει πολλή ζωή ακόµη“, ξεκίνησε να λέει αποφασιστικά, µα όταν κατάλαβε πως το ενδεχόµενο να ‘χε πάρει δηλητήριο µ’ έθεσε αµέσως σε επιφυλακή, ο τόνος του έγινε ηπιότερος. “Θα φανταστήκατε ίσως πως µπορεί να πήρα δηλητήριο· τώρα πια δεν έχει καµία σηµασία. Αν πήρα, δεν υπάρχει αντίδοτο. Αν δεν πήρα γνωρίζετε πολύ καλά πως ορισµένες µορφές θλίψης δεν αφήνουν κανένα περιθώριο επιβίωσης. Ποία λοιπόν, η διαφορά; Θα ‘χε σηµασία αν έφευγα από αυτόν τον κόσµο σήµερα, αύριο ή µεθαύριο; Να είστε βέβαιος πως οποιαδήποτε και αν είναι η απόφασή µου, δεν υπάρχει ανθρώπινη δύναµη ικανή να της εναντιωθεί. Γι’ αυτό, µην αναλωθείτε σε άσκοπες προσπάθειες. Ακούστε µε ήσυχα ήσυχα, αλλιώς γνωρίζω πολύ καλά τι πρέπει να κάνω“.
Η φρίκη που µου προκάλεσε η εγκλωβισµένη -πλην θηριώδης- µανία του βλέµµατος µε το οποίο επιχειρούσε να µε καθηλώσει στην θέση µου, δεν µπόρεσε να αποσπάσει την προσοχή µου από τις αργές αλλαγές στις οποίες υπόκειντο σταδιακά τα χαρακτηριστικά του, και οι οποίες µε πληροφορούσαν πως κάποιο ισχυρό δηλητήριο επιδρούσε καταλυτικά στον οργανισµό του. Συγκατατέθηκα και τον άκουσα ήσυχος.
-“Αυτό είναι το καλύτερο που έχετε να κάνετε, διότι µου αποµένει ελάχιστος χρόνος. Εδώ βρίσκεται η διαθήκη µου, κατά τον νόµο υπογεγραµµένη. Όπως θα δείτε, εναποθέτει µιαν αχανή περιουσία στην συνετή διαχείρισή σας. Εδώ πάλι βρίσκεται έγγραφο κατά τη γνώµη µου πολύ σηµαντικότερο. Έχει επίσης την ισχύ διαθήκης και σας δεσµεύει µε όρους των οποίων η τήρηση ενδέχεται να µην είναι τόσο εύκολη όσο η διαχείριση της περιουσίας µου. Τώρα ακούστε κάτι εντελώς άσχετο και προς τα δύο αυτά έγγραφα. Πρώτα όµως, υποσχεθείτε µου, ορκιστείτε µου, πως όταν πεθάνω θα µε ενταφιάσετε στο ίδιο µνήµα µε την σύζυγό µου, από της οποίας την κηδεία µόλις επιστρέψαµε. Υποσχεθείτε“.
Υποσχέθηκα.
-“Ορκιστείτε“.
Ορκίστηκα.
-“Κάτι τελευταίο· υποσχεθείτε µου πως αφού διαβάσετε το δεύτερο έγγραφο, θα τηρήσετε απόλυτη σιωπή επί του θέµατος, δεν θα ανακοινώσετε τις σκέψεις σας σε κανέναν, πριν περάσουν τρία χρόνια από τη\ µέρα του θανάτου µου“.
Του ‘δωσα και αυτήν την υπόσχεση.
-“Και τώρα, αντίο σας για τις επόµενες τρεις ώρες. Ελάτε πάλι στις δέκα ακριβώς και πιείτε ένα ποτήρι κρασί σε ανάµνηση των παλαιών ηµερών“.
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε σχεδόν γελώντας, µα ήδη ένας ερεβώδης σπασµός άρχιζε να διατρέχει το πρόσωπό του. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώντας πως µπορεί να µην ήταν παρά αποτέλεσµα των εναγώνιων πνευµατικών διεργασιών που συντελούνταν µέσα του, συµµορφώθηκα µε την επιθυµία του και αποχώρησα. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά ήσυχος ένιωθα. Επινόησα, λοιπόν, κάποια πρόφαση και µιάµιση ώρα πριν την λήξη του χρονικού διαστήµατος που απαίτησε να του παράσχω, χτύπησα διακριτικά τη πόρτα της κάµαράς του. ∆εν πήρα απάντηση. Χτύπησα πιο δυνατά. Ούτε και αυτήν την φορά απάντησε. Μπήκα µέσα. Η µέρα είχε γείρει πια κι απλωνόταν παντού απόλυτο σκοτάδι. ∆εν µπορούσα να διακρίνω τίποτε. Ωστόσο, η απόλυτη σιωπή που βασίλευε στο δωµάτιο µε έθεσε σε επιφυλακή. Αφουγκράστηκα µε προσοχή. Μήτε ανάσα. Έτρεξα στον διάδροµο, άρπαξα ένα κηροπήγιο και επέστρεψα. Έριξα το βλέµµα µου στην αρρενωπή καλλονή του θαυµαστού νέου και διαπίστωσα αµέσως πως τα εράσµια χαρίσµατά του είχαν αναχωρήσει για πάντα από τον κόσµο ετούτο. Είχε πεθάνει πιθανώς αµέσως µετά την αναχώρησή µου. Κάποιο µόλις αφυπνισµένο ένστικτο τον πληροφορούσε πως η ώρα της τελικής αγωνίας πλησίαζε και γι’ αυτό φρόντισε να µε αποµακρύνει εγκαίρως.
Πήρα τα έγγραφα που µου είχε υποδείξει ως διαθήκες του. Και τα δύο είχαν µορφή επιστολής προς το πρόσωπό µου. Το πρώτο άρχιζε µε µια σύντοµη -αν και σαφή- έκθεση της τεράστιας περιουσίας του. Στην συνέχεια εκτίθονταν οι γενικοί όροι µε τους οποίους θα έπρεπε να διανεµηθεί η περιουσία, μα λεπτοµέρειες επαφίονταν στη διακριτικότητά µου και στις περιστάσεις, όπως ενδεχοµένως θα διαµορφώνονταν µετά τη διεξαγωγή ορισµένων απαραίτητων ερευνών. Το πρώτο αυτό έγγραφο δεν άργησα να το βάλω στην άκρη, αφενός επειδή η εκτέλεση των όρων του δεν θα µπορούσε να γίνει δίχως τις διευκρινήσεις που περιέχονταν στο δεύτερο κι αφετέρου επειδή ήλπιζα πως το δεύτερο εκείνο θα ρίξει φως σε ορισµένα µυστήρια που µε απασχολούσαν έντονα: την βαθύτατη θλίψη που όλως περιέργως µου γεννούσε -από µιας αρχής- η παρουσία ενός τόσο γενναιόδωρα προικισµένου από την φύση και την τύχη νέου· τις µυστηριώδεις δυνάµεις που συνέθεταν µε επίσης µυστηριώδη τρόπο την έκπαγλη προσωπικότητά του και ίσως ίσως (τότε αµφέβαλα ακόµη) τους πρόσφατους αδιανόητους φόνους, που καλύπτονταν από ένα πυκνό σύννεφο αγνωσίας. Τα περισσότερα θα φωτίζονταν· ίσως και όλα. Κάθισα, λοιπόν, εκεί, δίπλα στο άψυχο σώµα του προικισµένου και µυστηριώδη συντάκτη και διάβασα τα ακόλουθα:
“26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1817.
Η καταδίκη µου έληξε· η συνείδηση, το πεπρωµένο, η τιµή µου, είναι ελεύθερα πια· ο αγώνας µου ολοκληρώθηκε. Είδα για τελευταία φορά τη Μαργαρίτα, την αθώα νεαρή σύζυγό µου, το αγλάισµα της γήινης ευδαιµονίας µου, τον µόνο πειρασµό που ορθώθηκε ανάµεσα σε εµένα και το πικρό ποτήρι του χρέους µου, τον µόνο λάγνο περισπασµό (Ω, αθώα λαγνεία!) από το αδέκαστο έργο που µου ανέθεσε το πεπρωµένο µου, αυτήν που τελικά θυσίασα. Πριν συνεχίσω -επειδή δεν θα ήθελα να κατηγορηθούν αθώοι για πράξεις που βαρύνουν αποκλειστικά εµένα, αλλά κυρίως επειδή η διδαχή και προειδοποίηση την οποία ο Θεός έγραψε µε το χέρι µου στα ένοχα τείχη της πόλης σας πρέπει να καταστεί σαφής- ακούστε την τελευταία επιθανάτια οµολογία µου: οι φόνοι, οι οποίοι ξεκλήρισαν τόσες οικογένειες, καταστρατηγώντας το άσυλο της οικογενειακής εστίας και παραβιάζοντας το απυρόβλητο των γηρατειών, ήσαν προϊόντα του νου – αν όχι πάντα των χεριών- εµού του ιδίου, ως πληρεξούσιου εκτελεστή µιας φρικτής τιµωρίας. Η έκθεση του παρελθόντος και των προοπτικών µου, την οποία λάβατε από τον Ρώσο διπλωµατικό, εξαιρουµένων ορισµένων ασήµαντων λαθών, ήταν ως επί το πλείστον ακριβής. Στις φλέβες του πατέρα µου δεν έτρεχε αµιγές -ή τουλάχιστον απολύτως αµιγές- αγγλικό αίµα. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως προερχόταν από αγγλική οικογένεια µε µεγαλύτερη επιφάνεια από εκείνην που δηλώνει η ρωσική έκθεση. Ως Άγγλος αισθανόταν υπερήφανος· πόσο µάλλον αφού ο πόλεµος µε την επαναστατηµένη Γαλλία είχε αναδείξει την ηθική και πολιτική ανωτερότητα της Αγγλίας. Η υπερηφάνεια αυτή χαρακτηριζόταν από γενναιοψυχία, αλλά και – δεδοµένων των περιστάσεων- απερισκεψία. Οι άµεσοι πρόγονοί του είχαν εγκατασταθεί στην Ιταλία· αρχικά στην Ρώµη και προς το τέλος στο Μιλάνο. Όµως η τεράστια και διεσπαρµένη σε όλη την χώρα περιουσία του περιήλθε -προϊούσης της επαναστάσεως- στην κατοχή των Γάλλων. Υπέστη ουκ ολίγες αρπαγές, αλλά τα πλούτη του αποδείχθηκαν ικανά να αντέξουν τις χειρότερες µειώσεις. Προείδε ωστόσο πως οι εξελίξεις θα εξέθεταν σε πολύ µεγαλύτερους κινδύνους τα κεφάλαιά του. Αρκετά ιταλικά κρατίδια, αρκετοί εντόπιοι πρίγκιπες, του χρωστούσαν τεράστια ποσά και διέκρινε εγκαίρως πως οι αναστατώσεις που συγκλόνιζαν τον τόπο, θα παρείχαν στις αντιµαχόµενες πλευρές κάθε δικαιολογία, ώστε να αναστείλουν την εξόφληση των δυσβάστακτων χρεών τους. Από το αδιέξοδο τον έβγαλε η στενή σχέση µε κάποιον Γάλλο αξιωµατούχο αριστοκρατικής καταγωγής, ο οποίος του συνέστησε να µπει στην υπηρεσία των Γάλλων. Ο πατέρας µου, όταν ήταν νέος, είχε κατά καιρούς υπηρετήσει διαφόρους πρίγκιπες και είχε συναντήσει µόνον στρατιωτικούς, που χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη αίσθηση της τιµής και της αξιοπρεπείας στις µεταξύ τους επαφές. Στην προκειµένη περίπτωση όµως, βρέθηκε για πρώτη φορά µπροστά στην προδοσία και την καθολική διαφθορά. ∆εν µπορούσε να θέσει το σπαθί του στην υπηρεσία τέτοιων ανθρώπων και όχι για τέτοιον λόγο. Εν τούτοις, προϊόντος του χρόνου και υπό την πίεση της ανάγκης, αναγκάστηκε να δεχθεί (ή µάλλον να εξαγοράσει αντί τεραστίου αντιτίµου) την θέση του υπευθύνου επισιτισµού στις γαλλικές δυνάµεις που είχαν εγκατασταθεί στην Ιταλία. Από αυτήν την θέση, πέτυχε τελικά να ικανοποιήσει όλες τις αξιώσεις του επί των ταµείων των ιταλικών κρατιδίων. Τα τεράστια ποσά που αποκόµιζε τα φυγάδευε, µέσω διαφόρων οδών, προς την Αγγλία, όπου και σχηµάτισαν µια σηµαντικότατη περιουσία. Εν τούτοις, µια απροσεξία του έγινε αιτία να διαρρεύσει κάποια σχετική πληροφορία, µε ολέθρια αποτελέσµατα. Αφενός οι προθέσεις του συσχετίστηκαν µε την αγγλική καταγωγή του -η οποία τον καθιστούσε εκ των προτέρων ύποπτο και µισητό- και αφετέρου περιορίστηκε δραµατικά η δυνατότητά του να δωροδοκεί. Ορισµένοι υψηλόβαθµοι Γάλλοι αξιωµατικοί µεταβλήθηκαν σε ορκισµένους εχθρούς του· γεγονός στο οποίο συνέβαλε και κάποιος τρίτος παράγοντας. Η µητέρα µου, την οποία είχε παντρευτεί όταν υπηρετούσε µε τον βαθµό του ταξίαρχου στον αυστριακό στρατό, ήταν -και στην καταγωγή και στο θρήσκευµα- Εβραία. Η εκπάγλου οµορφιάς νέα είχε ζητηθεί σε µοργανατικό γάµο* [Υποσέλιδη σηµείωση: * Μοργανατικός χαρακτηριζόταν ο γάµος µεταξύ ατόµου που έφερε τίτλο ευγενείας και ατόµου ταπεινής καταγωγής, το οποίο αποκλειόταν από τον τίτλο ευγενείας και τα κοινωνικά προνόµια του ή της συζύγου. Η ίδια ρύθµιση ίσχυε και για τα παιδιά του ζεύγους.] από κάποιον Αυστριακό αρχιδούκα, µα είχε απορρίψει την πρόταση, διότι στις φλέβες της έτρεχε το αγνότερο και ευγενέστερο αίµα του Ισραήλ. Η οικογένειά της -σύµφωνα µε τους ισχυρισµούς των ίδιων, τα όσα µαρτυρούσε η παράδοση, και τα αδιάσειστα στοιχεία που διέθεταν οι πλέον αξιόπιστοι των Ιουδαίων αρχιερέων, αντλούσε την καταγωγή της από τους Μακκαβαίους5 και τους βασιλικούς οίκους της Ιουδαίας. Ως εκ τούτου, η συγκατάθεσή της σε ανισογαµία µε έναν -έστω και περίβλεπτο- πρίγκιπα θα την υποβίβαζε. Αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως κραυγαλέα επίδειξη µαταιοδοξίας. Τόσο στην Τρανσυλβανία -όπου η οικογένεια της µητέρας µου απολάµβανε πλούτη και τιµές και θέση περίοπτη- όσο και στις παρακείµενες χώρες, ήταν από αµνηµονεύτων χρόνων κάτι απολύτως φυσικό. Οι προαναφερθέντες Γάλλοι αξιωµατικοί, παντελώς ανίκανοι να κατορθώσουν οτιδήποτε άξιο λόγου, επιτήδειοι µόνο στο κυνήγι χυδαίων φαντασιώσεων κι αναξιοπρεπών γελοιοτήτων, επιδόθηκαν σε άλλη µία από τις συνηθισµένες προστυχιές τους: τόλµησαν να προσβάλουν την µητέρα µου µε προτάσεις φρικτά ελευθεριάζουσες, προτάσεις που έθεταν υπό αµφισβήτηση όχι µόνον την κοινωνική θέση και την καταγωγή, αλλά το ίδιο το πνευµατικό µεγαλείο, την ίδια την αγνότητά της. Εκείνη πληροφόρησε τον πατέρα µου, ο οποίος καταράστηκε µε απίστευτο χόλο τον δεσµό υποταγής, που τον εµπόδιζε να εκδικηθεί για τις προσβολές. Επιπλέον, οι ανώτεροί του δεν διάβασαν στο βλέµµα του κάτι περισσότερο ανησυχητικό από αυτό καθεαυτό το γεγονός της αδυναµίας του να υπερασπιστεί την σύζυγό του. Στις προσβολές κατά της µητέρας µου προστέθηκαν και οι προκλήσεις κατά του πατέρα µου. Τέτοιας λογής συµπεριφορές επέτρεπαν στις γερµανικές πόλεις οι παλαιοί νόµοι και τα ήθη· συµπεριφορές που δεν θα γίνονταν ανεκτές ούτε στην ίδια Γαλλία. Το γνώριζαν καλά αυτό οι εχθροί του πατέρα µου· το γνώριζε όµως και εκείνος. Προσπάθησε, λοιπόν, να παραιτηθεί από το αξίωµά του. Μα δεν κατάφερε τίποτε. Ήταν υποχρεωµένος να παραµείνει στην θέση του σε όλη την διάρκεια της γερµανικής εκστρατείας -που µόλις άρχιζε- και έπειτα να ακολουθήσει τα στρατεύµατα στην Friedland και την Eylau6.
Εκεί πιάστηκε σε µιαν από τις παγίδες που του είχαν στήσει. Πρώτα περιέπεσε -παρασυρόµενος από κάποιον ανώτερο αξιωµατικό- σε υπηρεσιακό σφάλµα, και έπειτα παραβίασε τον στρατιωτικό κανονισµό, αυθαδιάζοντας µπροστά στον αξιωµατικό που τον είχε παγιδεύσει. Η ευκαιρία που τόσον καιρό γύρευαν είχε έρθει· σηµειωτέον πως βρίσκονταν στην καταλληλότερη για τέτοιου είδους δολοπλοκίες περιοχή της Γερµανίας. Έριξαν τον πατέρα µου στην φυλακή της πόλης σας, όπου ο απάνθρωπος δεσµοφύλακας και οι ειδεχθείς τοπικοί νόµοι σας ανέλαβαν να τον συνθλίψουν. Οι κατηγορίες που τον βάρυναν δεν έθεταν σε κίνδυνο την ζωή του. Έτσι, έφτασε στο χείριστο σηµείο του εξευτελισµού να ικετεύσει, προκειµένου να του επιτραπεί να δει την σύζυγο και τα παιδιά του. Αυτό καθεαυτό το γεγονός, η ατιµωτική προσφυγή στην ευχέρεια του χειρότερου εχθρού του, αποτελούσε ήδη µιαν εξαιρετικά σκληρή ποινή, για το υπερήφανο πνεύµα του. Όµως δεν ήταν µέρος του σχεδίου τους να του αρνηθούν. Ένας αγγελιοφόρος του στρατού, εφοδιασµένος µε τα απαραίτητα για το ταξίδι, ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση. Η µητέρα µου, οι δύο αδελφές µου και εγώ, ζούσαµε τότε στην Βενετία. Εγώ, µε την βοήθεια των διασυνδέσεων του πατέρα µου στην Αυστρία, είχα καταλάβει µια πολύ σηµαντική για την ηλικία µου θέση στον αυτοκρατορικό στρατό. Όµως, µετά την αναχώρηση του πατέρα µου µε τους Γάλλους για την βόρειο Ευρώπη, η µητέρα µου µε κάλεσε κοντά της. Όχι πως η ηλικία µου θα µπορούσε να µου επιτρέψει να παίξω τον ρόλο του προστάτη -είχα δεν είχα συµπληρώσει το δωδέκατο έτος µου- αλλά η πρόωρη ανάπτυξή µου και η ιδιότητα του στρατιωτικού, µε είχαν εφοδιάσει µε αρκετή γνώση του κόσµου κι ευστροφία.
Προσπερνώ τα του ταξιδιού µας. Σηµειώνω όµως πως ενώ πλησιάζαµε στην πόλη σας, στον τάφο της τιµής και της ευτυχίας της άτυχης οικογενείας µου, η καρδιά µου συγκλονιζόταν από ξέφρενες συγκινήσεις. ∆εν είχα δει τον σεπτό τρούλο του καθεδρικού σας από το δάσος, όµως αναθεµατίζω το σχήµα του, γιατί µου θυµίζει όλα όσα τραβήξαµε ανάµεσα στα δέντρα. Εµφανίστηκε ξαφνικά, κάµποσα χιλιόµετρα πριν φτάσουµε στα τείχη: ένα σηµάδι ελπίδας στον γαλανό ουρανό. Μα δεν έδειχνε να µεγαλώνει, όσο και αν προχωρούσαµε. Αυτό ήταν το παράπονο της µικρής µου αδελφής, της Μιριάµ. Αθώο µου παιδί! ∆εν θα µεγάλωνε ποτέ µπροστά στα µάτια σου· θα έµενε για πάντα µακριά! Τότε άρχισαν οι θηριώδεις εξευτελισµοί, που έµελε να τερµατίσουν την σταδιοδροµία της δύστηνης οικογενείας µου. Όταν φτάσαµε κατάκοποι στην πύλη, ο αξιωµατικός που έλεγχε τα διαβατήρια, παρατήρησε πως η µητέρα κι οι αδελφές µου αναγράφονταν ως Εβραίες· χαρακτηρισµός τον οποίο η µητέρα µου (προερχόµενη από τόπο ιδιαίτερα φιλόξενο για τους Ιουδαίους) θεωρούσε πάντα τίτλο τιµής. Τότε ο υπεύθυνος αξιωµατικός φώναξε κάποιον υφιστάµενό του, οποίος απαίτησε µε τους χυδαιότερους όρους διόδια. Υποθέσαµε πως τα διόδια αφορούσαν στην άµαξα και τα άλογα, µα σύντοµα βγήκαµε από την πλάνη µας. Απαιτούσαν για την µητέρα και τις δύο αδελφές µου το ίδιο κατά κεφαλήν ποσό που έπαιρναν για τα υποζύγια. Φαντάστηκα πως γινόταν κάποιο λάθος, απευθύνθηκα ευγενικότατα στον αρµόδιο υπάλληλο και -για να είµαι δίκαιος- δεν είχε καµία πρόθεση να µας προσβάλει. Όµως µου παρουσίασε µία έντυπη πινακίδα, στην οποία -δίπλα στα άλογα κτήνη- υπήρχαν οι λέξεις “Εβραίος” και “Εβραία”, ακολουθούµενες από το εν λόγω ποσό. Όταν διαµαρτυρηθήκαµε, οι υπεύθυνοι για την φύλαξη της πύλης αξιωµατικοί χαµογέλασαν ειρωνικά και οι αµαξάδες τους µιµήθηκαν. Και όλα αυτά, ενώ θα έπρεπε να βρίσκονταν γονατιστοί και να αποτίνουν τιµές σε τρία πλάσµατα των οποίων το κάλλος συναγωνιζόταν την ευγενή καταγωγή τους. Η µητέρα µου, η οποία δεν είχε αντιµετωπίσει ποτέ τόσο κατάφορη προσβολή της εθνικής προέλευσής της, δεν µπορούσε καν να µιλήσει από την έκπληξη και την ταραχή. Έσκυψα προς το µέρος της, της θύµισα ψιθυριστά την εθνική αξιοπρέπειά της, κατέβαλα το ποσό και συνεχίσαµε προς την φυλακή. Όµως είχε ήδη περάσει η ώρα του επισκεπτηρίου. Επιπλέον, η µητέρα και οι αδελφές µου, ως Εβραίες, δεν επιτρεπόταν να παραµείνουν στην πόλη µετά την δύση του ηλίου. Έπρεπε να πάρουν τον δρόµο για την εβραϊκή περιοχή. Επρόκειτο για ένα αποµεµακρυσµένο τµήµα των προαστίων, στο οποίο ήταν µάλλον αδύνατον να βρεθεί κάποιο απολύτως καθαρό µέρος για διανυκτέρευση. Την εποµένη, βρήκαµε έντροµοι τον πατέρα µου να ψυχορραγεί. Στην µητέρα µου δεν ανέφερε τις αθλιότητες που υπέστη. Εµένα µου είπε πως οι προσβολές και οι ατιµώσεις τον οδήγησαν στην τρέλα, επέπληξε δριµύτατα τους στρατοδίκες για την ολέθρια συνήθειά τους να χρηµατίζονται, δήλωσε πως του έγινε ήδη πρόταση να αποσυρθούν οι κατηγορίες αντί του ποσού των δύο εκατοµµυρίων φράγκων και πως ο µόνος λόγος για τον οποίον δεν την αποδέχθηκε ήταν το αφερέγγυο πρόσωπο που την πραγµατοποίησε. “Θα έπαιρναν τα χρήµατα”, συµπλήρωσε, “και έπειτα θα έβρισκαν κάποια πρόφαση για να µε σκοτώσουν, να µου κλείσουν το στόµα”. Πραγµατικά, αυτό ήταν πολύ αληθινό ώστε να του συγχωρεθεί. Οι αρχές του τόπου συνεργάστηκαν µε την συµµορία των διεφθαρµένων στρατιωτικών, βρέθηκαν οι κατάλληλοι ψευδοµάρτυρες, ενεργοποιήθηκε κάποιος απαρχαιωµένος τοπικός νόµος και ο πατέρας µου καταδικάστηκε να υποβληθεί -κρυφά- σε κάποιο είδος βασανιστηρίου, που διατηρείται ακόµη στην ανατολική Ευρώπη.
Εκείνος βυθίστηκε στην οδύνη του εξευτελισµού. Εγώ έπρεπε να υποφέρω τις συνέπειες της απρονοησίας µε την οποία αφέθηκα στην υική αγανάκτησή µου και άφησα την αλήθεια να ξεφύγει από τα χείλη µου µπροστά στην µητέρα µου. Όσο για εκείνη… Καλύτερα όµως να εκθέσω τα ίδια τα γεγονότα. Ο πατέρας µου πέθανε. Στο µεταξύ, είχε φροντίσει να µου µεταβιβάσει την περιουσία του µε τρόπο που δεν επέτρεπε στους εχθρούς του να προβάλουν ενστάσεις. Η µητέρα µου και οι αδελφές µου του έκλεισαν τα µάτια και έθαψαν το ερείπιο της άλλοτε υπερήφανης υπάρξεώς του, πασχίζοντας να τελέσουν τα αβάστακτα οδυνηρά καθήκοντα τους, εν µέσω ύβρεων και εξευτελισµών, που κανένα πλάσµα δεν θα µπορούσε να υποφέρει. Η µητέρα µου έχασε πλέον την ικανότητα να ελέγχει την συµπεριφορά της· η δίκαιη θλίψη της εξερράγη δηµοσίως· κατήγγειλε ενώπιον του συµβουλίου τις τοπικές αρχές. Κατήγγειλε τις χυδαίες προτάσεις που τις έγιναν, κατήγγειλε την χρήση οργάνων βασανιστηρίων, κατήγγειλε την σκευωρία που έστησαν, συνεργαζόµενοι µε τους Γάλλους κατακτητές. Η τελευταία κατηγορία τους φόβισε, διότι -στο µεταξύ- οι Γάλλοι είχαν καταφέρει να προκαλέσουν την απέχθεια όλων, όσοι διατηρούσαν άσβεστη στις καρδιές τους την µικρότερη έστω φλόγα πατριωτισµού. Η καρδιά µου πάσχισε να κρυφτεί όσο βαθύτερα γινόταν στο στήθος µου, όταν έριξα το βλέµµα µου στην έδρα και αντίκρισα εκείνο το συµβούλιο των τυράννων. Άλλοι ήσαν κατακόκκινοι από οργή και άλλοι πελιδνοί από φόβο. Ύστερα κοίταξα την ευγενική µορφή της µητέρας µου και τα κορίτσια που έκλαιγαν. Η αντίθεση µε συγκλόνισε: τρεις αβοήθητες υπάρξεις απέναντι στην κτηνώδη παντοδυναµία των τοπικών αρχόντων! Εκείνη την στιγµή, θα έδινα µετά χαράς όλη την περιουσία µου, αρκεί να µου επέτρεπαν να φύγω από την κολασµένη πόλη, παίρνοντας µαζί µου σώα και αξιοπρεπή τα δύστυχα θηλυκά µου. Όµως οι προθέσεις των εξοργισµένων συµβούλων κάθε άλλο παρά συµµερίζονταν τέτοιου είδους όνειρα. Συνέλαβαν την µητέρα µου και της απάγγειλαν κάποια κατηγορία που ακούστηκε σαν αντικαθεστωτική δράση, scandalum magnatum [συκοφαντική δυσφήµιση] ή παρακίνηση σε στάση. Οι καταγγελίες της ήσαν όλες αληθινές. Όµως -αλίµονο!- πώς θα µπορούσε να τις αποδείξει; Εδώ χρειάζονται οι πραγµατικοί άντρες. Οι πραγµατικοί άντρες, ακόµη και οι πιο τυραννικοί, θα ντρέπονταν να πάρουν εκδίκηση από µια γυναίκα. Και τι εκδίκηση! Ουράνιες δυνάµεις, γιατί έζησα να διηγηθώ τέτοιο πράγµα! Άνθρωπος που τον γέννησε γυναίκα, να µαστιγώνει την γυµνή ράχη γυναίκας δηµοσίως, µέρα µεσηµέρι! Σε µια χριστιανή θα επέβαλαν κάποια αυστηρή τιµωρία. Όµως τώρα είχαν να κάνουν µε Εβραία και για τις Εβραίες υπήρχαν από παλιά άλλοι νόµοι, πιο σκληροί, πιο ταιριαστοί στο “επάρατο” αυτό γένος. Μα τι θα µπορούσε κανείς να περιµένει από µια πόλη που αντιµετωπίζει στην πύλη της τους Εβραίους επισκέπτες σαν άλογα κτήνη; Αποφάσισαν να χωρίσουν την ποινή σε δύο µέρη, τα οποία θα εκτελούνταν µε την µεσολάβηση µερικών ηµερών -προφανώς για να ενταθεί το πνευµατικό µαρτύριο- προβάλλοντας την χυδαία δικαιολογία της µείωσης του σωµατικού µαρτυρίου. Θα άρχιζαν µετά από τρεις ηµέρες. Η µητέρα µου πέρασε το χρονικό αυτό διάστηµα διαβάζοντας τα ιερά κείµενα του λαού της. Προσευχόταν και ασκούσε το πνεύµα της, ενώ οι κορούλες της έκλαιγαν µέρα νύχτα και έπεφταν στα πόδια όποιου συµβούλου τύχαινε να µπει στο κελί. Πώς πέρασαν, όµως, για µένα αυτές οι ηµέρες; Προσέξτε, φίλε µου! ∆εν άφησα αξιωµατούχο, σύζυγο, µητέρα, θυγατέρα, αδελφή -οποιονδήποτε θα µπορούσε να ασκήσει έστω ελάχιστη επιρροή- που να µην τον παρακαλέσω δύο και τρεις φορές, µέρα νύχτα, πρωί, µεσηµέρι και βράδυ. Τους ικέτευσα, σύρθηκα στην σκόνη του δρόµου. Εγώ, το εκλεκτότερο πλάσµα του Θεού, έπεσα στα πόδια τους για χάρη της µητέρας µου. Τους διαβεβαίωσα πως θα µπορούσα να αναλάβω δέκα φορές την ίδια τιµωρία στην θέση της. Μία ή δύο φορές κατόρθωσα να αποσπάσω µερικά ελπιδοφόρα δάκρυα, τα οποία ωστόσο οφείλονταν -όπως µου έλεγαν- όχι στα δεινά της µητέρας µου, αλλά στην δική µου ευλάβεια. Σπανίως όµως είχαν την υποµονή να µε ακούσουν. Ενίοτε µε περιέλουζαν µε προσβολές. Κι ήρθε η µέρα η τροµερή: είδα τα χυδαία χέρια των χονδραίσθητων δεσµοφυλάκων να αφήνουν ηµίγυµνη την µητέρα µου, άκουσα τις πόρτες της φυλακής να ανοίγουν και τις σάλπιγγες του συµβουλίου να ηχούν εκκωφαντικά. Εκείνη µου είχε πει τι έπρεπε να κάνω· το ίδιο κι εγώ στον εαυτό µου. Θα θυσίαζα µιαν ιερή, µεγάλη εκδίκηση, για χάρη του περιστασιακού θριάµβου επί ενός µόνον ατόµου; Αν όχι, δεν θα έπρεπε να κοιτάξω έξω από την πόρτα. Γιατί, όντως, µόλις είδα τον σκύλο, τον δήµιο, να σηκώνει το τρισκατάρατο χέρι του επάνω στην µητέρα µου, ένοιωσα πως θα µπορούσα να βρεθώ δίπλα του ταχύτερος από βέλος και να λιανίσω την καρδιά του µε το ξιφίδιό µου. Ωστόσο, όταν άκουσα τον σκληρό όχλο να βρυχάται, σταµάτησα, άντεξα, υπέµεινα. Χώθηκα σαν τον κλέφτη στα στενά σοκάκια της πόλης και τράβηξα για τις δύστυχες αδελφές µου, που είχα αφήσει να κοιµούνται η µια στην αγκαλιά της άλλης, στο δάσος. Από εκεί άκουσα τον µαινόµενο όχλο· εκεί φαντάστηκα τον εαυτό µου να πορεύεται µε την δύστυχη µητέρα µου, υπό το κράτος των θριαµβικών κραυγών του πλήθους. Εκεί, ναι, εκεί, έδωσα -Ω, δάσος σιωπηλό, εσύ µόνο µε άκουσες! Αλλά µε άκουσες!- τον όρκο που κράτησα τόσο πιστά. Μητέρα, θα εκδικηθείς· κοιµήσου, θυγατέρα της Ιερουσαλήµ! Ο δυνάστης σε λίγο θα κοιµάται πλάι σου. Ο δύστυχος γιος σου δεν θα νοιώσει ελεύθερος αν δεν εκδικηθεί -θυσιάζοντας την ίδια την ευτυχία του- για τον χαµένο παράδεισο της αθώας καρδιάς, της ευγενικής µορφής σου.
Επέστρεψα και βρήκα την µητέρα µου στο κελί της. Κοιµόταν, µα ήταν φανερό πως είχε πυρετό. Τιναζόταν και έτρεµε. Όταν ξύπνησε και µε αντίκρισε, κοκκίνισε· δεν γνώριζε τι σκεπτόµουν για την ατίµωση που υπέστη και ντρεπόταν. Τότε της µίλησα για τον όρκο που πήρα. Προς στιγµήν, τα µάτια της φωτίστηκαν από µιαν άγρια λάµψη. Όµως, όταν έδειξα διάθεση να της εξηγήσω τις ελπίδες, τα σχέδιά µου, εκείνη µε κάλεσε κοντά της και µου ψιθύρισε: “Όχι, όχι έτσι, γιε µου! Μην σκέπτεσαι εµένα. Ξέχασε την εκδίκηση. Μόνο την Βερενίκη και την Μιριάµ να σκέπτεσαι· µόνο τα δύστυχα κορίτσια να έχεις στον νου σου”. Τι αναπάντεχη σκέψη! Και όµως, το πρωί, η µεγαλόψυχη και καρτερική αυτή µητέρα -όπως έµαθα από την µοναδική πιστή υπηρέτριά µας- είχε υποστεί την σκληρή τιµωρία της σαν πραγµατική θυγατέρα των Μακκαβαίων: αντίκρισε µε βλέµµα γαλήνιο τον χυδαίο όχλο και κατάφερε να την θαυµάσουν. ∆εν καταδέχθηκε να κραυγάσει, όταν το αδίστακτο µαστίγιο όργωσε το τρυφερό δέρµα της. Υπάρχει κάτι που καθιστά τον θρίαµβο επί των σωµατικού µαρτυρίου εύκολο ή δύσκολο· και αυτό το κάτι εξαρτάται από το µέγεθος τής συµπαθείας που αναπτύσσουν οι παριστάµενοι. Στην αρχή, η µητέρα µου δεν ένοιωσε τίποτε τέτοιο. Προϊόντος του χρόνου όµως -και πολύ πριν το τέλος του µαρτυρίου- το ουράνιο κάλλος της, η ιερότητα της συντετριµµένης αθωότητας, οι ικεσίες των γυναικών του λαού και η αφύπνιση του ενστίκτου της γενναιοψυχίας στους άνδρες, µετέβαλαν άρδην την διάθεση του πλήθους. Ορισµένοι άρχισαν να ψέγουν εκείνους που εξακόντιζαν προσβολές. Την σιωπή, που είχαν προς στιγµήν επιβάλει το δέος και ο θαυµασµός, διαδέχθηκε η οχλαγωγία. Ο χυδαίος συρφετός καταλήφθηκε από ακατανόητα συναισθήµατα, καθώς το θύµα επεδείκνυε εντυπωσιακό ψυχικό σθένος. Κραυγές µένους εγέρθηκαν κατά του δηµίου και η τροπή των πραγµάτων ανάγκασε τους συµβούλους να διακόψουν βεβιασµένα την φρικτή παράσταση.
Την ίδια µέρα αποσπάσαµε την άδεια να επιστρέψουµε στο φτωχικό µας, στην εβραϊκή περιοχή. ∆εν γνωρίζω αν η εξοικείωση σας µε τις εβραϊκές συνήθειες είναι αρκετή ώστε να ξέρετε ήδη πως σε κάθε ιουδαϊκό σπίτι, οι ένοικοι του οποίου τηρούν τις παραδόσεις, υπάρχει µια κάµαρα αφιερωµένη στην σύγχυση, µια κάµαρα που µένει πάντα κλειδωµένη και δεν χρησιµοποιείται παρά µόνο σε περιπτώσεις αλησµόνητων συµφορών. Σε αυτήν την κάµαρα, όπου δεν τελείται καµία αγοραία πράξη, όλα είναι σκοπίµως άτακτα ριγµένα, σπασµένα, σκορπισµένα, για να υπενθυµίζουν, µε τροµερά στο βλέµµα σύµβολα, την ερήµωση που βασιλεύει τόσα χρόνια στην Ιερουσαλήµ και τον όλεθρο που σπέρνουν οι κάπροι στους αµπελώνες της Ιουδαίας. Η µητέρα µου, ως Εβραία πριγκίπισσα, τηρούσε πιστά όλες τις παραδόσεις. Ακόµη και σε εκείνη την άθλια συνοικία, είχε την δική της “κάµαρα των στεναγµών”. Εκεί ακούσαµε, εγώ και οι αδελφές µου, τα τελευταία λόγια της. Η εκτέλεση του δεύτερου και τελευταίου µέρους της ποινής της είχε οριστεί για το τέλος της εβδοµάδας. Στο µεταξύ, εκείνη δεν επέτρεψε στον εαυτό της να εκφράσει το παραµικρό συναίσθηµα φόβου. Όµως η αυτοσυγκράτηση ενέτεινε το µαρτύριό της. Καταλήφθηκε από πυρετό και φρικτούς σπασµούς. Τα όνειρά της µας έδειχναν καθαρά -καθώς την παρακολουθούσαµε να κοιµάται- πως µέσα της έσµιγαν ο τρόµος του µέλλοντος µε τον εξευτελισµό του παρελθόντος. Η φύση προέβαλε και αυτή τις αξιώσεις της. Εν τούτοις, όσο αποµακρυνόταν από την σκηνή του µαρτυρίου που υπέστη, τόσο εντονότερα διακήρυττε την σκληρότητά του και -συνεπώς- την αξία του αυτοελέγχου. Και όσο αυξανόταν η αδυναµία της τόσο µεγάλωνε ο τρόµος της, ώσπου κάποτε την ικέτευσα να ησυχάσει, την διαβεβαίωσα πως αν προσπαθούσαν να την εκθέσουν στον ίδιο δηµόσιο εξευτελισµό, θα σκότωνα αµέσως τον επιφορτισµένο µε την εκτέλεση της αθλίας διαταγής υπάλληλο, πως θα πεθαίναµε όλοι µαζί και τότε θα τέλειωναν τα βάσανα και οι φόβοι της. Με πίστεψε, πίστεψε την απόφασή µου να µην επιτρέψω άλλον εξευτελισµό. Ο ύπνος της ήταν τώρα πιο ήσυχος, µα ο πυρετός αυξήθηκε και, πριν περάσει πολύ ώρα, την είδα να βυθίζεται σε εκείνον τον αιώνιο ύπνο που δεν γνωρίζει αύριο.
Η κρίσιµη για τη ζωή µου στιγµή είχε έρθει. Θα παρέµενα ως προστάτης των αδελφών µου; Αλίµονο! Τι είχα να αντιτάξω στους τόσους εχθρούς µας; Κουβέντιασα αρκετές φορές το ζήτηµα µε την Ραχήλ· κάναµε σχέδια πολλά. Μα δεν είχαµε καταλήξει ακόµη, όταν -το βράδυ της ηµέρας που θάψαµε την µητέρα µου στο εβραϊκό κοιµητήριο- ένας αξιωµατικός µου έφερε µήνυµα να µεταβώ αµέσως στην Βιέννη. Κάποιος υψηλόβαθµος Γάλλος στρατιωτικός, που είχε παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς την εξόντωση των γονέων µου, ντράπηκε και στενοχωρήθηκε αφάνταστα. Εξέθεσε τα πάντα σε έναν επίσης υψηλόβαθµο -και φίλο του πατέρα µου- Αυστριακό στρατιωτικό, ο οποίος µε την σειρά του απέσπασε από τον αυτοκράτορα την άδεια να µε απασχολήσει ως υπασπιστή και µέλος του υπηρετικού προσωπικού της οικίας του. Ω, ουρανοί! Γιατί να µην περιλαµβάνει αυτό το µήνυµα κάποια ρύθµιση και για τις αδελφές µου! Εν τούτοις, θα φρόντιζα να χρησιµοποιήσω κάθε επιρροή µου στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, ώστε να τις πάρω σύντοµα κοντά µου. Αυτό θα έκανα, το δίχως άλλο! Και αυτό έκανα, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες. Όµως πέρασαν επτά ολόκληροι µήνες πριν καταφέρω να δω τον αυτοκράτορα. Αν είχαν φτάσει ήδη στα χέρια του οι σχετικές αιτήσεις µου, θα είχε σχηµατίσει ασφαλώς την εντύπωση πως η πόλη σας ήταν τόσο ασφαλής για τις αδελφές µου όσο οποιαδήποτε άλλη πόλη της χώρας. Ούτε εγώ ο ίδιος µπορούσα να γνωρίζω όλους τους κινδύνους που έκρυβε. Τέλος, πήρα την άδεια του αυτοκράτορα και επέστρεψα. Τι βρήκα όµως; Στο διάστηµα των οκτώ µηνών που είχαν περάσει, η αφοσιωµένη Ραχήλ πέθανε. Οι δύστυχες αδελφές µου -πάντα µαζί, αλλά δίχως φίλους και συµπαραστάτες- δεν ήξεραν πού να στραφούν, σε ποιον να απευθυνθούν. Εγκαταλειµµένες από τους πάντες, έπεσαν στα ύπουλα χέρια του αχρείου δεσµοφύλακα. Το αρχοντικό, εξαίσιο κάλλος της Βερενίκης, της µεγαλύτερης, ο άτιµος το είχε προσέξει και το είχε ορεχτεί τον καιρό που βρισκόταν µε την µητέρα µου στην φυλακή. Όταν επέστρεψα, λοιπόν, στην πόλη, εφοδιασµένος µε αυτοκρατορικά διαβατήρια για όλους µας, ανακάλυψα πως η αγαπηµένη αδελφή µου είχε πεθάνει, ενώ βρισκόταν υπό την επιτήρηση του κοινού αυτού κακοποιού.
∆εν έλαβα παρά µόνο το πιστοποιητικό του θανάτου της. Όσο για τη θαλερή και πάντα γελαστή Μιριάµ… Το πένθος τη συνέτριψε· δεν κατάφερε να επιβιώσει του θανάτου της Βερενίκης. Εσείς, φίλε µου, απουσιάζατε τότε. Πραγµατοποιούσατε κάποια από τα προσφιλή ταξίδια σας, ενόσω διαδραµατίζονταν τα ολέθρια γεγονότα που σας διηγήθηκα. ∆εν είδατε ποτέ ούτε τον πατέρα ούτε την µητέρα µου. Όµως τη µικρή µου, χαροκαµένη Μιριάµ την γνωρίσατε. Εσείς την αποσπάσατε από το βδέλυγµα, τον εγκληµατία δεσµοφύλακα, και την πήρατε υπό την προστασία σας, αµέσως µόλις επιστρέψατε. Και αν κάποτε σκεφτήκατε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που µε βλέπατε, αν κάτι σας θύµιζα, ήταν γιατί αναγνωρίσατε το πρόσωπό της στο δικό µου, καλέ µου φίλε.
Τώρα ο κόσµος ήτανε για µένα µια απέραντη έρηµος. ∆εν µε ενδιέφερε ποιον δρόµο θα έπαιρνα· αρκεί να µην οδηγούσε στην αγάπη, αρκεί να οδηγούσε στο µίσος. Μόνο το µίσος µε κρατούσε στην ζωή. Κατετάγην στον ρωσικό στρατό, µε σκοπό να βρεθώ στην πολωνική µεθόριο, πράγµα που θα µου επέτρεπε να εκπληρώσω τον όρκο µου, να καταστρέψω όλους τους συµβούλους της πόλης σας. Ωστόσο ξέσπασε πόλεµος και βρέθηκα σε τόπους µακρινούς. Κάποτε σταµάτησε η σφαγή και δεν έµοιαζε καθόλου πιθανό το ενδεχόµενο της αναζωπύρωσής της, δεδοµένου ότι αυτός που τάραξε την ειρήνη ήταν ήδη ισόβιος κατάδικος, και τα έθνη ανέπνεαν ελεύθερα7.
Τώρα, λοιπόν, έπρεπε να επινοήσω κάποιο άλλο σχέδιο εκδίκησης. Πόσο µάλλον αφού κάθε χρόνος που θα περνούσε θα έστελνε στον τάφο όλο και κάποιον από εκείνους που σκόπευα να τιµωρήσω. Μια φωνή ορθωνόταν µέσα µου, µέρα νύχτα, µια φωνή που ερχόταν από τα µνήµατα του πατέρα και της µητέρας µου και µε καλούσε να εκδικηθώ πριν να ήταν πολύ αργά.
Ενήργησα ως εξής. Στο Βατερλώ είχανε πολεµήσει αρκετοί Εβραίοι, εξαγριωµένοι µε τον Ναπολέοντα, για τις µάταιες προσδοκίες που υπέθαλψε στην µεγάλη εβραϊκή σύνοδο των Παρισίων8. Επέλεξα οκτώ απ’ αυτούς, που -όπως µε πληροφορούσε η προσωπική γνωριµία µου µαζί τους- ήσαν άνδρες σκληροτράχηλοι κι αρκετά πεπειραµένοι ώστε να ξεφεύγουν τις παγίδες του ελέους. Με αυτούς πέρασα αρκετό καιρό στο δάσος, κυνηγώντας ελάφια, πριν ξεκινήσω την πραγµατική εκστρατεία µου και µε εξέπληξε το γεγονός πως δεν µάθατε τίποτε για τον θάνατο του δηµίου, αυτού που τόλµησε να σηκώσει το χέρι του επάνω στην µητέρα µου, εννοώ. Τον συνάντησα τυχαία στο δάσος και τον κατακρεούργησα. Αρχικά παρουσιάστηκα στο κάθαρµα σαν ξένος και κουβέντιασα µαζί του για το αλησµόνητο περιστατικό µε την Εβραία κυρία. Αν είχε µετανοήσει, αν εξέφραζε την παραµικρή συµπάθεια για το θύµα του, ίσως υποχωρούσα. Όµως αυτός ο σκύλος, µη γνωρίζοντας σε ποιον µιλούσε, ούρλιαξε… Όµως, γιατί να επαναλάβω τα λόγια του κακούργου; Τον έκανα κοµµάτια. Έπειτα φρόντισα ώστε οι συνεργάτες µου να εγγραφούν καθένας µόνος του στο πανεπιστήµιο. Καλύφθηκαν πίσω από την φοιτητική περιβολή. Και τώρα, σηµειώστε την λύση του µυστηρίου, που προκάλεσε τόση σύγχυση. Ως φοιτητές, µπορούσαµε να επισκεφθούµε οποιοδήποτε σπίτι, δίχως να κινήσουµε υποψίες. Έτυχε τότε -όπως θα θυµάστε- να είναι εξαιρετικά διαδεδοµένη, κυρίως µεταξύ των νεοτέρων φοιτητών, η συνήθεια να φορούν προσωπίδες και να επισκέπτονται -µε το πρόσωπο καλυµµένο- τα σπίτια. Η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε ακόµη και όταν οι θάνατοι επέβαλαν καθεστώς γενικού συναγερµού στην πόλη, γιατί η φοιτητική περιβολή δηµιουργούσε αίσθηµα ασφαλείας. Εξάλλου, ακόµη και όταν κατάντησε ύποπτη, δεν χρειαζόταν παρά να εµφανίζοµαι πρώτα εγώ, δίχως µάσκα, να εµπνέω εµπιστοσύνη στους ιδιοκτήτες και να ακολουθούν οι µασκοφόροι. Γι’ αυτό οι εκτελέσεις ήσαν τόσο εύκολες και η απουσία οποιουδήποτε σήµατος κινδύνου απόλυτη. Κέρδιζα την εµπιστοσύνη του θύµατός µου και εκείνο µου χαµογελούσε νοιώθοντας ασφάλεια. Τα όπλα τα είχαµε κρυµµένα κάτω από τους φοιτητικούς µανδύες. Ακόµη και όταν τα φανερώναµε, ακόµη και όταν τα τείναµε προς το θύµα, απειλώντας το, εκείνο υπέθετε πως οι κινήσεις µας ήταν µέρος κάποιας διασκεδαστικής παντοµίµας. Τους εξαπατούσα, εκµεταλλευόµουν την ευπιστία τους, µα δεν το απολάµβανα. Το αντίθετο µάλιστα· απεχθανόµουν αυτό που έκανα και καταριόµουν την αναγκαιότητά του. Όµως το ασύλληπτο από βλέµµα ανθρώπου φάσµα της µητέρας µου, ορθωνόταν ολοζώντανο στον νου µου και τους φώναζα: Αυτό για τους Εβραίους, παλιόσκυλο! Θυµάσαι την Εβραία που εξευτέλισες, τους όρκους που αθέτησες για να την εξευτελίσεις, τους δίκαιους νόµους που διέστρεψες και τον θρήνο του γιου της που χλεύασες; Τους έλεγα ποιος ήµουν και για ποιον έπαιρνα εκδίκηση, πριν τους τιµωρήσω. ∆εν χρειάζεται να αναφέρω λεπτοµέρειες. Ποτέ δεν ανέφερα. Κι αν αναγκάστηκα να το κάνω µια δυο φορές στην αρχή, ήταν µόνο για να καθοδηγήσω τους Εβραίους µου. Εγώ φρόντιζα να βρίσκοµαι πάντα κάπου αλλού, ώστε να µη κινώ υποψίες. Φρόντισα ωστόσο να µη πάθει το παραµικρό οποιοσδήποτε απουσίαζε από τον κατάλογο των ενόχων. Τιµωρήθηκαν αποκλειστικά οι σύµβουλοι που καταδίκασαν την µητέρα µου και εκείνοι που χλεύασαν τις ικεσίες του γιου της.
Εν τούτοις, ο Θεός θέλησε να µε δοκιµάσει· έσπειρε στον δρόµο µου τον πειρασµό να εγκαταλείψω κάθε σκέψη για εκδίκηση, να λησµονήσω τον όρκο µου, να λησµονήσω τις φωνές που µε καλούσαν από τον τάφο. Ο πειρασµός αυτός είχε τη µορφή της Μαργαρίτας Λίµπενχαϊµ. Αχ, πώς µε γαλήνευε η αγγελική φωνή της· πόσο δυσβάστακτο έκανε το χρέος της αιµατηρής ανταπόδοσης, που µε δέσµευε! Και είναι πραγµατικά παράξενο που το λέω, αλλά ο ρόλος της στοργικής εγγονής έδινε στην αθώα σύζυγό µου µιαν ακαταµάχητη γοητεία. Τόση και τόσο υπέροχη ήταν η καλοσύνη µε την οποία περιέβαλε τον γέρο, τόση και τόσο σεπτή η παιδική αθωότητά της µπροστά στο ένοχο παρελθόν του -γιατί ο ρόλος του στον εξευτελισµό της µητέρας µου ήταν εξαιρετικά σηµαντικός- ώστε ανέβαλα την τιµωρία του για το τέλος και -το δίχως άλλο- θα τον συγχωρούσα για χάρη της εγγονής του -το είχα ήδη αποφασίσει- όταν ένας µαινόµενος Εβραίος, ο οποίος τον µισούσε αφάνταστα και είχε ορκιστεί να τον σκοτώσει, βρήκε την ευκαιρία να πάρει την δική του εκδίκηση. Και θα είχε ίσως σκοτώσει και την Μαργαρίτα, αν δεν επανέκαµπτα εγκαίρως στο αρχικό σχέδιο. Υποχώρησα, δεδοµένου ότι οι περιστάσεις όπλιζαν τον άνθρωπο αυτόν µε αξιοσηµείωτη δύναµη. Εν τούτοις, κατόρθωσα να επιβάλω την συγκεκριµένη ηµέρα της τιµωρίας, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως η σύζυγός µου θα απουσίαζε. Για την απουσία της ήµουν βέβαιος· είχα µιλήσει µαζί της και ακόµη δεν µπορώ να καταλάβω τον λόγο, για τον οποίο βρέθηκε στο σπίτι. Θα πρέπει να προσθέσω πως ο µυστικός γάµος µας είχε έναν και µόνον έναν στόχο: να επιβάλει στον γέρο την οδυνηρή πεποίθηση πως η οικογένειά του εξευτελίστηκε, όπως εξευτέλισε εκείνος την δική µου. Φρόντισα να πληροφορηθεί πως η εγγονή του θα έφερνε στον κόσµο ένα παιδί, το οποίο -τάχα- δεν θα ήταν καρπός ευλογηµένου γάµου. Η απροσδόκητη αυτή αποκάλυψη τον υποχρέωσε να συγκατατεθεί -και µάλιστα µε προθυµία- στην ένωση που µέχρι τότε θεωρούσε απαράδεκτη, και έκανε ακόµη πιο οδυνηρό τον άθλιο θάνατό του. Εµένα το µόνο που µε απασχολούσε εκείνη την στιγµή ήταν η τραγική µοίρα της µητέρας µου. Ωστόσο, η µορφή του γέρου υφίστατο πλέον µέσα στο φως που σκόρπιζε γύρω της η εγγονή του και, αν περνούσε από το χέρι µου, σίγουρα θα τον άφηνα να ζήσει. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είχα νοιώσει ποτέ τρόµο παρόµοιο µε εκείνον που µε κατέλαβε όταν την είδα µπροστά µου. Και όµως, ήµουν βέβαιος πως απουσίαζε. Η αθλιότητα εκείνης της στιγµής -όταν το βλέµµα της µε συνέλαβε να αδράχνω τον παππού της- υπερβαίνει οποιαδήποτε ταραχή µε είχε πλήξει στις µέχρι τότε τροµερές δραστηριότητές µου. Λιποθύµησε στα χέρια µου. Με την βοήθεια ενός εκ των συνεργατών µου, την µετέφερα στο επάνω πάτωµα και της έφερα νερό. Στο µεταξύ ο παππούς της έπεφτε νεκρός από τα χτυπήµατα του δολοφόνου. Μολαταύτα, φοβούµενος το ενδεχόµενο µιας απροσδόκητης αποκάλυψής µου -καίτοι δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα µπορούσα να την βρω στο σπίτι- είχα φροντίσει να την προετοιµάσω κάπως. Της είχα µιλήσει, αλλάζοντας τα ονόµατα, για τα µαρτύρια που υπέστησαν η µητέρα και οι αδελφές µου. Κάτι είχε ακούσει για την υπόθεση και συµφώνησε µαζί µου πως οι υπαίτιοι θα έπρεπε να τιµωρηθούν. Μετά από εκείνη την κουβέντα, δεν χρειαζόταν παρά µόνο µία λέξη για να καταλάβω διαφορετική θέση στις σκέψεις της. Αρκούσε να της πω πως ο τραγικός γιος ήµουν εγώ, πως η µητέρα που εξευτελίστηκε και βασανίστηκε µε τον πλέον επαίσχυντο τρόπο ήταν δική µου.
Όσο για τον δεσµοφύλακα, έτυχε να συναντηθεί µε µερικούς από εµάς. ∆εν υποπτεύθηκε τίποτε και -κουβέντα στην κουβέντα- αναφέρθηκε µε τις χυδαιότερες λεπτοµέρειες στα µαρτύρια της δύστυχης Βερενίκης µου. Οι σχετικοί υπαινιγµοί του µε οδήγησαν στο συµπέρασµα πως το παιδί προέβαλε σθεναρή αντίσταση -ανάλογη της αξιοπρεπείας τού φύλου και της οικογενείας του- στις προσπάθειες διαφθοράς του. Οι νοσηρές, αισχρές και έξαλλες αξιώσεις που προέβαλε επί της αγνότητάς της δεν µπόρεσαν να ικανοποιηθούν -όπως ο ίδιος παραδέχθηκε- χωρίς την χρήση βίας. Αυτό ήταν αρκετό. Σαράντα χιλιάδες ζωές να είχε, δεν θα κατάφερνε να κορέσει την δίψα µου για εκδίκηση· και αν διέθετε ελάχιστη ανδρεία, θα πέθαινε σαν στρατιώτης. Όµως ο κακούργος επέδειξε την πλέον χαµερπή δειλία, και έτσι… Γνωρίζετε, βέβαια, την κατάληξή του.
Τώρα όλα τελείωσαν, η ανθρώπινη φύση πήρε την εκδίκησή της. Ωστόσο, πριν διαµαρτυρηθείτε για την αιµατοχυσία και τον τρόµο που προκάλεσα, αναλογιστείτε τα µαρτύρια από τα οποία άντλησα το δικαίωµά µου, τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκα, προκειµένου να δώσω δεκαπλάσια δύναµη σε αυτό το δικαίωµα και την αναγκαιότητα του συγκλονιστικού πλήγµατος που έπρεπε να δεχθεί η κοινωνία, προκειµένου να µεταφέρει το δίδαγµά µου στις συσκέψεις των πριγκήπων.
Τώρα θα καταστεί σαφές το δίδαγµά µου. Κι εσείς, θύµατα της ευτέλειας, θα περιβληθείτε το φως της δόξας. ∆εν υποφέρατε επί µαταίω, δεν µείνατε δίχως επιτύµβιο. Αναπαύσου εν ειρήνη, αδελφή µου Βερενίκη· αναπαύσου εν ειρήνη, µικρή µου, αγνή Μιριάµ. Κι εσύ, µητέρα ευγενική… ας γίνουν τα σηµάδια του µαρτυρίου σου οι σπόροι, που θα βλαστήσουν και θα µεστώσουν και θα καρπίσουν την ατελεύτητη αξιοπρέπεια των γυναικών του τυραννισµένου λαού σου. Κοιµηθείτε, θυγατέρες της Ιερουσαλήµ, περιβεβληµένες την αγιότητα των µαρτυρίων σας. Και εσύ, η πλέον αγαπηµένη θυγατέρα του πληρώµατος των χριστιανών, άνοιξε -αν θέλεις, αν µπορείς- το µνήµα σου και δέξου αυτόν που σε στερήθηκε τόσο νωρίς, αυτόν που -την ώρα του θανάτου του- δεν θυµόταν να απέκτησε ποτέ στον σύντοµο βίο του τίτλο περιφανέστερο από εκείνον του εκλεκτού και λατρεµένου εραστή σου Μαξιµιλιανού“.
_________________________
0. Ο τσάρος Αλέξανδρος ο Πρώτος, που τη προσωπική φρουρά υποτίθεται πως υπηρετούσε ο νεαρός Άγγλος, βρισκόταν στο Λονδίνο το 1815. Αναχώρησε µετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ (1815).
1. Το 48 π.Χ. στην περιοχή της θεσαλικής πόλης Φαρσάλου, ο Ιούλιος Καίσαρ νίκησε τον Ποµπήιο.
2. Αντίνοος: νέος εξαιρετικού κάλλους, ευνοούµενος του Ρωµαίου αυτοκράτορα Αδριανού. Πνίγηκε το 130 µ.Χ. στον Νείλο και ο αυτοκράτορας ίδρυσε προς τιµή του την Αντινούπολη. Σώζονται αρκετά ανδριάντες, χαρακτηριστικοί της οµορφιάς του νέου.
3. Ο µυθικός βασιλιάς της Κύπρου Πυγµαλίων ερωτεύθηκε ένα γυναικείο άγαλµα που είχε λαξεύσει ο ίδιος. Με τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης µεταµόρφωσε το γλυπτό σε πραγµατική γυναίκα, την Γαλάτεια, την οποία και παντρεύτηκε.
4. Οι Γερµανοί τεχνίτες, ήδη από τον Μεσαίωνα, ήσαν υποχρεωµένοι να πραγµατοποιήσουν ταξίδια διαρκείας τριών ετών -το ελάχιστο- στην διάρκεια των οποίων θα γνώριζαν άλλους τεχνίτες, θα διδάσκονταν από την πείρα τους και θα διεύρυναν τις τεχνικές γνώσεις τους, προκειµένου να διεκδικήσουν αργότερα τον τίτλο του µάστορα. Το ίδιο ίσχυε και για τους καλλιτέχνες.
5. Το 167 π.Χ. οι Ιουδαίοι εξεγέρθηκαν κατά της πολιτικής εξελληνισµού που ακολουθούσε ο Μακεδών βασιλιάς Αντίοχος ∆΄ ο Επιφανής. Το σύνθηκα της εξέγερσης έδωσε ο ιερέας Ματταθίας, µέλος της αριστοκρατικής οικογενείας των Μακκαβαίων. Γενάρχης της ιστορικής αυτής οικογενείας υπήρξε ο Ιούδας µε το προσωνύµιο Μακκαβαίος, από την εβραϊκή λέξη “µακκαµπά” (σφυρί).
6. Οι µάχες που δώθηκαν µεταξύ της Μεγάλης Γαλλικής Στρατιάς -υπό τον Ναπολέοντα- και του ρωσσικού στρατού στις πέριξ των πόλεων Eylau (7-8 February 1807- Ανατολική Πρωσία) και Friedland (14 Ιουνίου 1807- Νότιος Πολωνία) περιοχές ήσαν αιµατηρότατες και έληξαν µε νίκη των Γάλλων.
7. Το 1814 ο Ναπολέων παραδόθηκε άνευ όρων και εξορίστηκε στην νήσο Έλβα. Το 1815 δραπέτευσε και επέστρεψε στη Γαλλία και κυβέρνησε επί 100 ηµέρες. Μετά την ήττα του στην µάχη του Βατερλώ, συνελήφθη και εξορίστηκε στην νήσο Αγία Ελένη, στον κόλπο της Γουινέας, όπου και παρέµεινε µέχρι τον θάνατό του, το 1821.
8. Στις 23 Ιουλίου του 1806, εκατόν δώδεκα αντιπρόσωποι των Εβραίων που ζουσαν σε κατεχόµενες από του Γάλλους περιοχές, συναντήθηκαν στο Παρίσι και συζήτησαν µε τον Ναπολέοντα την πρόθεσή του να κάνει όλους τους Εβραίους Γάλλους πολίτες.